Title : Λουκιανός - Άπαντα, Τόμος Δεύτερος
Author : of Samosata Lucian
Translator : Ioannes Kondylakes
Release date
: January 30, 2009 [eBook #27938]
Most recently updated: November 13, 2009
Language : Greek
Credits : Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinidis
Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinidis
Note: Numbers in curly brackets relate to the footnotes that have been transferred at the end of the book. Words between ampersands &&, are bold. The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed.
Σημείωση: Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των σελίδων που έχουν μεταφερθεί στο τέλος Λέξεις μεταξύ && είναι έντονες στο βιβλίο. Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
&ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ : Διάλογοι Θαλασσίων θεών. — Αλκυών ή περί μεταμορφώσεως. — Προμηθεύς ή Καύκασος. — Νεκρικοί Διάλογοι. — Μένιππος ή Νεκρομαντεία. — Φιλοψευδής ή απιστών. — πώς πρέπει να γράφεται η ιστορία.&
1. &Δωρίδος και Γαλατείας.&
ΔΩΡ. Λέγουν, Γαλάτεια, ότι έχεις ένα ωραίον εραστήν, εκείνον τον
Σικελόν ποιμένα, ο όποιος τρελλαίνεται για 'σένα.
ΓΑΛ. Μη περιγελάς, Δωρίς, διότι είνε υιός του Ποσειδώνος, όπως και αν είνε.
ΔΩΡ. Τι σημαίνει; Και αυτού του Διός αν ήτο υιός και εφαίνετο τόσον άγριος και μαλλιαρός και μάλιστα μονόφθαλμος, πράγμα το όποιον είνε η μεγαλειτέρα των ασχημιών, νομίζεις ότι η καταγωγή θα ηλάττωνε την ασχημίαν της μορφής του;
ΓΑΛ. Ούτε ότι είνε μαλλιαρός και άγριος, ως λέγεις, είνε ασχημία, αλλά ανδροπρέπεια, και ο οφθαλμός ταιριάζει εις το μέτωπόν του, καθότι δεν βλέπει ολιγώτερον παρά εάν είχε δύο.
ΔΩΡ. Από τους επαίνους που του κάνεις, Γαλάτεια, φαίνεσαι ως να έχης όχι εραστήν αλλ' ερώμενον τον Πολύφημον.
ΓΑΛ. Δεν τον έχω ερώμενον, αλλά δεν υποφέρω τους υπερβολικούς ονειδισμούς σας και μου φαίνεται ότι το κάνετε εκ φθόνου, διότι ενώ κάποτε εποίμαινε τα πρόβατά του και από της κορυφής μας είδε να παίζωμεν εις την παραλίαν κατά τους πρόποδας της Αίτνης, εκεί όπου μεταξύ του βουνού και της θαλάσσης σχηματίζεται επιμήκης παραλία, σας μεν ούτε ητένισεν, εγώ δε εξ όλων του εφάνηκα η ωραιοτέρα και μόνον εις εμέ προσήλωσε τον οφθαλμόν. Αυτά σας πειράζουν, διότι σημαίνουν ότι είμαι καλλιτέρα και αξιέραστος, σεις δε επεριφρονήθητε.
ΔΩΡ. Νομίζεις ότι, επειδή εφάνης ωραία εις ένα ποιμένα και μισόστραβον, έγεινες αξία να σε φθονήσουν; Αλλά τι άλλο είχε να θαυμάση σε σένα παρά μόνον το λευκόν χρώμα; Και τούτο υποθέτω, διότι είνε συνηθισμένος εις το τυρί και το γάλα και όλα όσα ομοιάζουν με αυτά τα νομίζει ωραία. Κατά τα άλλα δε όταν θελήσης να μάθης πώς είσαι, όταν θα είνε γαλήνη ανέβα εις μίαν πέτραν και κύτταξε τον εαυτόν σου εις το νερόν και θα ιδής ότι είσαι μόνον λευκόν χρώμα και τίποτε άλλο• αλλά το λευκόν δεν αρέσει παρά μόνον εάν το στολίζη και το ερύθημα.
ΓΑΛ. Και όμως εγώ μεν η εντελώς λευκή έχω τουλάχιστον αυτόν τον εραστήν, αλλά σας τας άλλας δεν υπάρχει κανείς ποιμήν ή ναύτης ή βαρκάρης ο οποίος να σας ορέγεται. Ο δε Πολύφημος εκτός των άλλων είνε και μουσικός.
ΔΩΡ. Σώπα, καϋμένη Γαλάτεια• τον ηκούσαμεν διά να τραγουδή όταν προ καιρού ήλθε και σου 'τραγούδησε την νύκτα• και μα την Αφροδίτην ενόμιζε κανείς ότι ήκουε γάιδαρον να γκαρίζη. Και η λύρα του δε ήτο αναλόγως γελοία. Κρανίον ελάφου γυμνόσαρκον, του οποίου τα κέρατα εχρησίμευον ως βραχίονες της λύρας. Τα είχεν ενώσει διά ζυγού και προσέθεσε χορδάς αι οποίαι δεν ετανύοντο με στόφιγγα και έπαιζε κάτι τι ανούσιον και πλήρες παραφωνιών• και άλλο μεν αυτός έλεγεν εις το άσμα του, άλλο δε η λύρα έπαιζε, ώστε δεν ηδυνάμεθα να κρατήσωμεν τα γέλοια διά το ερωτικόν εκείνο άσμα. Η Ηχώ, η τόσον φλύαρος δεν κατεδέχθη να αποκριθή εις τους βρυχηθμούς του διότι εντρέπετο να φανή μιμουμένη τόσον κακόφωνον και γελοίον άσμα. Έφερε δε ο αξιέραστος εκείνος εις τας αγκάλας του, ως παιγνιδάκι μίαν μικράν αρκούδα, η οποία του ωμοίαζε κατά τα πολλά μαλλιά. Δύναται λοιπόν να μη σε φθονήση κανείς, Γαλάτεια, διά τοιούτον εραστήν;
ΓΑΛ. Να μας δείξης τον 'δικό σου ο οποίος είνε καλλίτερος και ξέρει να τραγουδή και να παίζη λύραν καλλίτερα.
ΔΩΡ. Εγώ δεν είπα ότι έχω εραστήν, ούτε καυχώμαι ότι είμαι αξιέραστος. Αλλά εραστήν ωσάν τον Κύκλωπα, ο οποίος μυρίζει ως τράγος, τρώγει ωμά κρέατα, ως λέγουν, και μάλιστα τους ανθρώπους τους ερχομένους εδώ, σου τον χαρίζω και σε αφίνω να τον ανταγαπάς.
2. &Κύκλωπος και Ποσειδώνος.&
ΚΥΚΛ. ω πατέρα, τι έπαθα από τον κατηραμένον ξένον ο οποίος, αφού μ' εμέθυσε, μ' ετύφλωσε ενώ εκοιμώμουν.
ΠΟΣ. Και ποιος ήτο αυτός που είχεν αυτήν την τόλμην, Πολύφημε;
ΚΥΚΛ. Εις την αρχήν έλεγεν ότι ωνομάζετο Κανείς, αφού δε έφυγε και ευρέθη έξω βολής, είπεν ότι το όνομά του είνε Οδυσσεύς.
ΠΟΣ. Γνωρίζω ποιόν λέγεις, τον Ιθακήσιον, που έρχεται από την Ίλιον.
Αλλά πώς τα έπραξεν αυτά, ενώ δεν είνε και πάρα πολύ ανδρείος;
ΚΥΚΛ. Όταν επέστρεψα από την βοσκήν ευρήκα εις την σπηλιάν μου μερικούς οι οποίοι προφανώς είχαν έλθει διά να κλέψουν πρόβατα. Αφού δε έβαλα εις την είσοδον τον φράκτην, ο οποίος είνε πέτρα πολύ μεγάλη, και άναψα φωτιάν με το δενδρον το οποίον είχα φέρει από το βουνόν, εφάνηκαν που προσπαθούσαν να κρυφθούν• εγώ δε συνέλαβα μερικούς, ως ήτο φυσικόν, και τους έφαγα, διά να τους τιμωρήσω ως ληστάς. Τότε ο πονηρότατος εκείνος, είτε Κανείς είτε Οδυσσεύς ονομάζεται, μου έδωκε να πιώ ένα φάρμακον, το οποίον ήτο μεν ευχάριστον και εύοσμον, αλλ' επικίνδυνον και έφερε μεγάλην ζάλην• διότι άμα το ήπια μου εφάνη ότι όλα εγύριζαν και αυτή η σπηλιά ήλθεν άνω κάτω και εγώ ευρισκόμην εις κακήν κατάστασιν, επί τέλους δε απεκοιμήθην. Αυτός δε κατεσκεύασε ένα μυτερόν δαυλόν και προσέτι τον άναψε και με αυτόν με ετύφλωσεν ενώ εκοιμώμουν, απ' εκείνης δε της ώρας είμαι τυφλός, πατέρα μου Ποσειδών.
ΠΟΣ. Πολύ βαθειά εκοιμήθης, παιδί μου, αφού ούτε και όταν σου εξώρυσσε το μάτι δεν εξύπνησες. Ο δε Οδυσσεύς πώς διέφυγε; διότι δεν εννοώ πώς ηδυνήθη να μετατοπίση την πέτραν από την είσοδον.
ΚΥΚΛ. Εγώ την αφήρεσα διά να τον συλλάβω ευκολώτερα όταν θα επεχείρει να εξέλθη. Εκάθησα πλησίον της θύρας και άπλωνα τα χέρια μου και έψαχνα. Αφήκα δε μόνα τα πρόβατα να εξέλθουν εις βοσκήν, αφού παρήγγειλα εις τον κριόν να με αντικαταστήση.
ΠΟΣ. Εννοώ• ο Οδυσσεύς και οι σύντροφοί του εκρύφθησαν κάτω από τα πρόβατα και εξήλθαν χωρίς να τους καταλάβης. Αλλά συ έπρεπε να καλέσης εναντίον του τους άλλους Κύκλωπας.
ΚΥΚΛ. Τους εκάλεσα, πατέρα, και ήλθαν. Αλλ' όταν με ηρώτησαν ποίος μ' εκακοποίησε και εγώ απήντησα Κανείς, ενόμισαν ότι ετρελλάθηκα και μ' αφήκαν κ' έφυγαν. Κατ' αυτόν τον τρόπον μ' εγέλασε ο αναθεματισμένος εκείνος με το όνομά του. Εκείνο δε που μ' επείραξε περισσότερον, είνε ότι και με ωνείδισε διά την συμφοράν μου και μου είπεν ότι ούτε ο πατέρας σου ο Ποσειδών θα σε θεραπεύση.
ΠΟΣ. Ησύχασε, παιδί μου, διότι θα τον κάμω εγώ να μάθη ότι και αν μου είνε αδύνατον να θεραπεύω τα παθήματά των οφθαλμών, η σωτηρία όμως και η απώλεια των ταξειδευόντων ανήκει εις εμέ• ταξειδεύει δε ακόμη.
3. &Ποσειδώνος και Αλφειού.&
ΠΟΣ. Πώς συμβαίνει, Αλφειέ, συ μόνος εκ των ποταμών να εκβάλης εις την θάλασσαν χωρίς ν' αναμιγνύεσαι με το αλμυρόν νερόν, ως συνηθίζουν όλοι οι ποταμοί; Και ούτε ανακόπτεις την ορμήν σου, ούτε διασκορπίζεσαι, αλλά προχωρείς εις την θάλασσαν συγκεντρωμένος και διατηρείς γλυκύ το ρεύμα σου• αμιγής και καθαρός προχωρείς δεν γνωρίζω που• και βυθιζόμενος όπως οι γλάροι και οι ερωδιοί φαίνεται ότι κάπου θα επανέλθης εις την επιφάνειαν και θα αναφανής.
ΑΛΦ. Ερωτικός ο λόγος, Ποσειδών, και μη με κατηγορής, διότι και συ ηγάπησες πολλάκις.
ΠΟΣ. Γυναίκα αγαπάς, ω Αλφειέ, ή νύμφην ή καμμίαν από τας Νηρηίδας;
ΑΛΦ. Όχι, αλλά μίαν πηγήν, Ποσειδών.
ΠΟΣ. Και εις ποίον μέρος της γης τρέχει αυτή η πηγή;
ΑΛΦ. Εις την νήσον Σικελίαν• την ονομάζουν Αρέθουσαν.
ΠΟΣ. Την γνωρίζω και δεν είνε άσχημη, Αλφειέ, η Αρέθουσα, αλλά διαυγής και καθαρά αναβλύζει και το νερόν της τρέχει επάνω εις πετραδάκια τα οποία του δίδουν λάμψιν αργυροειδή.
ΑΛΦ. Αληθώς την γνωρίζεις την πηγήν, Ποσειδών• προς εκείνην λοιπόν πηγαίνω.
ΠΟΣ. Πήγαινε και σου εύχομαι ευτυχίαν εις τον έρωτα. Αλλά δεν μου λες, πού την εγνώρισες την Αρέθουσαν, αφού συ μεν είσαι Αρκάς, αυτή δε ευρίσκεται εις τας Συρακούσας;
ΑΛΦ. Βιάζομαι, Ποσειδών, και συ με κρατείς διά να μ' ερωτάς πράγματα που δεν σ' ενδιαφέρουν.
ΠΟΣ. Έχεις δίκαιον• πήγαινε προς την ερωμένην και αφού εξέλθης εκ της θαλάσσης αναμίξου εις εναγκαλισμόν με την πηγήν και γίνετε οι δύο ένα νερόν.
4. &Μενελάου και Πρωτέως.&
ΜΕΝ. Αλλ' ότι μεν γίνεσαι νερόν, ω Πρωτεύ, δεν είνε απίθανον, αφού ζης εις την θάλασσαν• και ότι μεταμορφούσαι εις δένδρον και τούτο δύναται να εννοηθή• ούτε και είνε όλως απίστευτον ότι μεταμορφώνεσαι εις λέοντα• αλλ' ότι είνε δυνατόν να μεταβληθής εις πυρ, ενώ είσαι κάτοικος της θαλάσσης, τούτο με εκπλήττει καθ' υπερβολήν και δεν το πιστεύω.
ΠΡΩΤ. Μη απιστής, Μενέλαε, διότι αυτό γίνεται.
ΜΕΝ. Το είδα και εγώ• αλλά μου φαίνεται—και θα συγχωρήσης την ειλικρίνειάν μου — ότι κάποια μαγεία υπάρχει εις το πράγμα και με αυτήν εξαπατάς τα μάτια των βλεπόντων, ενώ πραγματικώς μένεις αμετάβλητος.
ΠΡΩΤ. Και ποία απάτη δύναται να εισχωρήση εις πράγματα τόσον φανερά; Δεν είδες με ανοικτά μάτια τας διαφόρους μου μεταμορφώσεις; Εάν δε δυσπιστής και το πράγμα σου φαίνεται ψευδές και απάτη της φαντασίας, όταν μεταβάλλωμαι εις πυρ, πλησίασέ μου το χέρι, γενναιότατε• και τότε θα εννοήσης αν είμαι μόνον ορατός ή και συγχρόνως καίω.
ΜΕΝ. Δεν είνε ασφαλές το πείραμα, ω Πρωτεύ.
ΠΡΩΤ. Μου φαίνεσαι, Μενέλαε, ότι ουδέ 'κταπόδι είδες ποτέ ούτε τι συμβαίνει εις αυτό το θαλάσσιον ζώον.
ΜΕΝ. 'Κταπόδι έχω ίδει, αλλά τι του συμβαίνει ευχαρίστως θα μάθω παρά σου.
ΠΡΩΤ. Εις όποιαν πέτραν προσαρμόση τους μυζητήρας του και προσκολληθή, προς αυτήν εξομοιούται και το χρώμα του γίνεται όμοιον προς το χρώμα της πέτρας εις τρόπον ώστε να διαφεύγη το βλέμμα των αλιέων, οι οποίοι τον εκλαμβάνουν ως πέτραν.
ΜΕΝ. Αυτά τωόντι λέγονται• αλλά τα 'δικά σου είνε πολύ παραδοξότερα, ω Πρωτεύ.
ΠΡΩΤ. Δεν γνωρίζω, Μενέλαε, εις ποίον άλλον δύνασαι να πιστεύσης, αφού δεν πιστεύεις τα μάτια σου.
ΜΕΝ. Είδα, αλλ' είνε απίστευτον και τερατώδες ο ίδιος να είσαι φωτιά και νερόν.
5. &Πανόπης και Γαλήνης.&
ΠΑΝ. Είδες, ω Γαλήνη, χθες τι έκαμεν η Έρις εις την Θεσσαλίαν κατά το δείπνον, διότι δεν είχε προσκληθή και αυτή;
ΓΑΛ. Δεν ήμουν εκεί εγώ• διότι ο Ποσειδών με διέταξε να διατηρώ εν τω μεταξύ ακύμαντον το πέλαγος. Τι λοιπόν έκαμεν η Έρις διότι δεν προσεκλήθη;
ΠΑΝ. Η Θέτις και ο Πηλεύς είχον ήδη αποχωρήσει εις τον νυμφικόν θάλαμον, συνοδευθέντες μέχρι της θύρας υπό της Αμφιτρίτης και του Ποσειδώνος• εν τω μεταξύ δε τούτω η Έρις διαλαθούσα την γενικήν προσοχήν — και το κατώρθωσεν ευκόλως, διότι άλλοι μεν έπινον, άλλοι δε εθορύβουν ή επρόσεχον εις τον Απόλλωνα, ο οποίος έπαιζε κιθάραν, ή εις τας Μούσας, αι οποίαι ετραγουδούσαν—έρριψε μεταξύ των συμποσιαζόντων μήλον ωραιότατον και κατάχρυσον, επί του οποίου υπήρχεν η επιγραφή : «διά την ωραιοτέραν». Κυλιόμενον δε το μήλον επήγεν ωσάν επίτηδες και εσταμάτησεν εκεί όπου ευρίσκοντο η Ήρα, η Αφροδίτη και η Αθηνά. Όταν δε ο Ερμής το έλαβε και ανέγνωσε την επιγραφήν, ημείς μεν αι Νηρηίδες εσιωπήσαμεν• διότι τι ηδυνάμεθα να είπωμεν ενώπιον εκείνων; εκείναι όμως διημφισβήτησαν μεταξύ των το μήλον και αν δεν τας εχώριζεν ο Ζευς, θα έφθαναν μέχρι συμπλοκής. Αλλ' εκείνος είπε, μολονότι αι τρεις θεαί ηξίουν να γείνη κριτής αυτός : «Εγώ δεν θα κρίνω περί τούτου, αλλά πηγαίνετε εις την Ίδην να εύρετε τον υιόν του Πριάμου, ο οποίος είνε αρκετά φιλόκαλος ώστε να δύναται να κρίνη ποία είνε η ωραιοτέρα, χωρίς να αδικήση καμμίαν.
ΓΑΛ. Και αι τρεις θεαί τι έκαμαν, Πανόπη;
ΠΑΝ. Σήμερον νομίζω αναχωρούν εις την Ίδην και μετ' ολίγον θα έλθη κάποιος να μας αναγγείλη ποία ενίκησε.
ΓΑΛ. Από τώρα δύναμαι να σου είπω ότι θα νικήση η Αφροδίτη, εκτός αν είνε στραβός ο κριτής.
6. &Τρίτωνος, Αμυμώνης και Ποσειδώνος.&
ΤΡΙΤ. Εις την Λέρναν, Ποσειδών, έρχεται καθ' εκάστην διά να παίρνη νερόν μία κόρη, απεριγράπτου κάλλους. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω ίδει ωραιοτέραν.
ΠΟΣ. Και είνε ελευθέρα ή κάποια δούλη η οποία κουβαλεί νερόν εις ταφεντικά της;
ΤΡΙΤ. Όχι, αλλά κόρη του Αιγυπτίου εκείνου, μία εκ των πεντήκοντα, Αμυμώνη ονομαζομένη• διότι ηρώτησα και περί της οικογενείας και περί του ονόματος αυτής. Ο Δαναός, ο πατέρας της ανατρέφει με σκληραγωγίαν τας θυγατέρας του και τας αναγκάζει να εργάζωνται, τας πέμπει να αντλούν νερόν και εν γένει τας συνηθίζει εις πάσαν εργασίαν.
ΠΟΣ. Και μόνη πηγαίνει τόσον μακράν, εκ του Άργους εις την Λέρναν;
ΤΡΙΤ. Μόνη. Ως γνωρίζεις το Άργος είνε άνυδρον, και διά τούτο επικαλείται δίψειον• ώστε είνε ανάγκη να πηγαίνουν συχνά διά νερόν.
ΠΟΣ. Πολύ μου εξήψαν την φαντασίαν, Τρίτων, όσα μου είπες περί της κόρης εκείνης• ώστε ας πάμε να την 'δούμε.
ΤΡΙΤ. Ας πάμε, διότι είνε η ώρα που παίρνει νερόν. Θα την ίδωμεν εις τα μέσα περίπου της οδού να διευθύνεται προς την Λέρναν.
ΠΟΣ. Λοιπόν ζεύξε το άρμα• ή επειδή τούτο απαιτεί πολλήν χρονοτριβήν διά να προσδέσης τους ίππους και να επιστρώσης το άρμα, φέρε μου καλλίτερα ένα δελφίνα από τους ταχείς διά να ιππεύσω αυτόν το ταχύτερον.
ΤΡΙΤ. Ιδού ο ταχύτερος των δελφίνων.
ΠΟΣ. Εύγε• και τώρα πηγαίνομεν• συ δε, Τρίτων, ακολούθει κολυμβών… Και τώρα που εφθάσαμεν εις την Λέρναν, εγώ μεν θα κρυφθώ εδώ κάπου, συ δε κατασκόπευε• και όταν την ιδής να πλησιάζη…
ΤΡΙΤ. Έρχεται πλησίον σου.
ΠΟΣ. Πραγματικώς είνε ωραία και ακμαία παρθένος. Αλλά πρέπει να την συλλάβωμεν.
ΑΜ. Άνθρωπε, διατί με ήρπασες και πού με πηγαίνεις; Βέβαια θα είσαι σωματέμπορος και θα σε έχη στείλει ο θείος μου ο Αίγυπτος. Θα φωνάξω τον πατέρα μου.
ΤΡΙΤ. Σιωπή, Αμυμώνη, είνε ο Ποσειδών.
ΑΜ. Τι Ποσειδών λέγεις; Αλλά διατί με τραβάς εις την θάλασσαν; Θα πνιγώ η δυστυχής.
ΠΟΣ. Μη φοβήσαι, δεν θα πάθης τίποτε κακόν• αλλά θα κάμω ώστε να αναβρύση εδώ πηγή η οποία θα φέρη το όνομά σου• θα κτυπήσω τον βράχον με την τρίαιναν πλησίον της ακτής• και συ θα γείνης ευτυχής διά παντός και μόνη από τας αδελφάς σου δεν θα εξακολουθής και μετά θάνατον να υδροφορής.
7. &Νότου και Ζεφύρου.&
ΝΟΤ. Αυτήν την δάμαλιν, ω Ζέφυρε, την οποίαν ο Ερμής οδηγεί διά του πελάγους εις την Αίγυπτον, διεκόρευσεν ο Ζευς ερωτευθείς αυτήν;
ΖΕΦ. Ναι, αλλά δεν ήτο δάμαλις τότε, ήτο κόρη του ποταμού Ινάχου• τώρα δε η Ήρα την μετεμόρφωσεν ούτω πώς εκ ζηλοτυπίας, διότι έβλεπεν ότι ο Ζευς την ηγάπα καθ' υπερβολήν.
ΝΟΤ. Και τώρα ακόμη αγαπά αυτήν την αγελάδα;
ΖΕΦ. Μάλιστα, και διά τούτο την έστειλεν εις την Αίγυπτον και ημάς διέταξε να μη ταράσσωμεν την θάλασσαν έως ότου φθάση εκεί πέρα, διά να γεννήση διότι είνε έγκυος ήδη — θα γείνη δε θεός και αυτή και το τέκνον της.
ΝΟΤ. Η δάμαλις θεός;
ΖΕΦ. Μάλιστα, φίλε Νότε• και ως είπεν ο Ερμής, θα έχη εξουσίαν επί των ταξειδευόντων και ημών αυτών θα είνε κυρία• θα διατάσση οιονδήποτε εξ ημών θέλει να πνεύση ή να παύση, να πνέη.
ΝΟΤ. Πρέπει λοιπόν να την περιποιηθώμεν, Ζέφυρε, αφού είνε κυρία μας.
ΖΕΦ. Βέβαια, διότι ούτω θα έχωμεν την εύνοιάν της. Αλλά τώρα διεπέρασε την θάλασσαν και έφθασεν εις την γην. Βλέπεις δε ότι τώρα δεν βαδίζει πλέον με τα τέσσαρα, αλλ' ο Ερμής την ανώρθωσε και την έκαμε πάλιν γυναίκα ωραιοτάτην;
ΝΟΤ. Θαυμαστά πράγματα, ω Ζέφυρε• ούτε κέρατα πλέον έχει, ούτε ουράν και πόδια διχαλωτά, αλλ' είνε κόρη αξιέραστος. Αλλ' ο Ερμής τι έπαθε και από νέου μετεβλήθη εις σκυλοπρόσωπον; {1}
ΖΕΦ. Τι μας μέλει; Εκείνος ξέρει καλλίτερα τι κάνει.
8. &Ποσειδώνος και δελφίνων.&
ΠΟΣ. Εύγε δελφίνες• είσθε πάντοτε φιλάνθρωποι και άλλοτε μεν εσώσατε το τέκνον της Ινούς και το εφέρατε εις τον Ισθμόν από τας Σκιρωνίδας πέτρας, όπου έπεσεν εις την θάλασσαν μετά της μητρός του• και σήμερον έσωσες αυτόν τον εκ Μηθύμνης κιθαριστήν και τον μετέφερες εις τον Ταίναρον μετά των ενδυμάτων και της κιθάρας του. Δεν αφήκες να χαθή ως ήθελον οι κακούργοι ναύται οι οποίοι τον έρριψαν εις την θάλασσαν.
ΔΕΛΦ. Μη απορής, Ποσειδών, διότι ευεργετούμεν τους ανθρώπους, αφού και ημείς εξ ανθρώπων εγίναμεν ιχθύες.
ΠΟΣ. Το γνωρίζω και δεν συγχωρώ τον Διόνυσον διότι σας ενίκησεν εις ναυμαχίαν και σας μετεμόρφωσεν, ενώ έπρεπε μόνον να σας υποτάξη, ως έπραξε και δι' άλλους λαούς. Πώς λοιπόν συνέβη το πάθημα του Αρίονος τούτου, ω δελφίν;
ΔΕΛΦ. Ο Περίανδρος, νομίζω, τον ηγάπα και πολλάκις τον εκάλει πλησίον του χάριν της μουσικής. Αυτός δε αφού επλούτισεν από τα δώρα του τυράννου, απεφάσισε να επιστρέψη εις την πατρίδα του Μήθυμναν και επιδείξη τον πλούτον του. Επέβη λοιπόν εις πλοιάριον κακούργων ανθρώπων, οι οποίοι εννοήσαντες ότι είχε μαζύ του πολύν χρυσόν και άργυρον, όταν έφθασαν εις τα μέσα του Αιγαίου, απεφάσισαν να τον φονεύσουν. Αυτός δε-—διότι πλέων πλησίον του πλοίου ήκουα πάντα τα λεγόμενα επ' αυτού — Αφού ελάβετε αυτήν την απόφασιν, είπεν, αφήσατέ με τουλάχιστον να στολισθώ, να ψάλω ένα θρήνον προς τον εαυτόν μου και να πέσω μόνος μου εις την θάλασσαν. Οι ναύται του έδωκαν την άδειαν, αυτός δε, αφού έψαλε κάτι πολύ συγκινητικόν, έπεσεν εις την θάλασσαν διά να πνιγή. Αλλ' εγώ τον έλαβα επί των νώτων μου και κολυμβών τον έφερα έξω εις τον Ταίναρον.
ΠΟΣ. Εύγε εις την φιλομουσίαν σου• διότι καλά επλήρωσες το άσμα το οποίον ήκουσες.
9. &Ποσειδώνος και Νηρηίδων.&
ΠΟΣ. Ο μεν πορθμός ούτος, όπου η κόρη κατεποντίσθη, ας ονομάζεται του λοιπού, εις ανάμνησιν αυτής, Ελλήσποντος• τον δε εκρόν αυτής σεις αι Νηρηίδες παραλάβετε και εις την Τρωάδα μεταφέρετε, διά να ταφή υπό των κατοίκων.
ΑΜΦ. Όχι, Ποσειδών, εδώ εις την ομώνυμον θάλασσαν πρέπει να ταφή• την λυπούμεθα διά τα όσα αξιολύπητα έπαθε από την μητρυιάν της.
ΠΟΣ. Αυτό δεν δύναται να γείνη, Αμφιτρίτη• ούτε πρέπει να ταφή εδώ εις την άμμον, αλλά, καθώς είπα, να μεταφερθή εις την Τρωάδα ή την Χερρόνησον και να ταφή εκεί. Θα είνε δε όχι μικρά παρηγοριά δι' αυτήν ότι μετ' ολίγον και η Ινώ θα πάθη τα αυτά καταδιωκομένη υπό του Αθάμαντος και θα πέση εις την θάλασσαν, εκ του άκρου του Κιθαιρώνος, εκεί όπου ούτος είνε κάθετος προς τον αιγιαλόν, κρατούσα το τέκνον της εις την αγκάλην. Αλλά θα παραστή ανάγκη να σώσωμεν και αυτήν χάριν του Διονύσου, του οποίου υπήρξε τροφός και τον εθήλασεν.
ΑΜΦ. Δεν αξίζει, τόσον κακή που είνε.
ΠΟΣ. Αλλά δεν πρέπει να φανώμεν αχάριστοι προς τον Διόνυσον, ω
Αμφιτρίτη.
ΝΗΡ. Αλλ' αυτή εδώ τι έπαθε και έπεσεν από τον κριόν; Ο δε αδελφός της ο Φρίξος πηγαίνει ασφαλώς;
ΠΟΣ. Βέβαια, διότι είνε νέος και δύναται ν' αντέχη εις την φοράν. Η Έλλη όμως όταν ευρέθη επί οχήματος τόσον παραδόξου και είδε κάτω βάθος αχανές, κατεπλάγη και καταληφθείσα υπό ιλίγγου ένεκα της ταχύτητος της πτήσεως, αφήκε τα κέρατα του κριού από τα οποία εκρατείτο και κατέπεσεν εις την θάλασσαν.
ΝΗΡ. Δεν έπρεπεν η μητέρα Νεφέλη να την βοηθήση ενώ έπιπτε;
ΠΟΣ. Έπρεπεν, αλλ' η Μοίρα είνε πολύ δυνατωτέρα της Νεφέλης.
10. &Ίριδος και Ποσειδώνος.&
ΙΡΙΣ. Την νήσον την πλανωμένην, ω Ποσειδών, η οποία απεσπάσθη από την Σικελίαν και εξακολουθεί να πλέη υπό την επιφάνειαν της θαλάσσης, διατάσσει ο Ζευς να σταματήσης και να παρουσιάσης εις την επιφάνειαν και εις το μέσον του Αιγαίου, να την στηρίξης δε πολύ ασφαλώς• διότι έχει ανάγκην αυτής.
ΠΟΣ. Θα γείνουν αυτά κατά την διαταγήν του. Αλλ' εις τι θα του χρησιμεύση αν εμφανισθή εις την επιφάνειαν και παύση να κινήται;
ΙΡΙΣ. Η Λητώ πρέπει να γεννήση επ' αυτής, διότι ήδη ήρχισαν να την βασανίζουν φοβερά οι πόνοι.
ΠΟΣ. Αλλά δεν αρκεί ο ουρανός δι' αυτόν τον τοκετόν; Και αν δεν αρκή ο ουρανός, η γη όλη δεν δύναται να δεχθή την γένναν της;
ΙΡΙΣ. Όχι, Ποσειδών, διότι η Ήρα επέβαλεν εις την γην διά μεγάλου όρκου να μη παραχωρήση εις την Λητώ τόπον διά τον τοκετόν της, μόνον δε αυτή η νήσος δεν μετέσχεν εις τον όρκον διότι ήτο αφανής.
ΠΟΣ. Εννοώ. Λοιπόν στάσου, ω νήσος, και έξελθε πάλιν εκ του βυθού και παύσε να φέρεσαι προς το βάθος και μείνε ακίνητος και δέξου, ευδαιμονεστάτη, τα δύο τέκνα του αδελφού μου, τους ωραιοτέρους των θεών. Σεις δε, ω Τρίτωνες, περάσετε την Λητώ εις αυτήν και ας γείνη γενική γαλήνη. Τον δε δράκοντα όστις την παρακολουθεί και την φοβίζει, ας φονεύσουν τα τέκνα άμα γεννηθούν, εκδικούμενα διά την μητέρα των. Συ δε ανάγγειλε εις τον Δία ότι τα πάντα είνε εν τάξει• η Δήλος εστάθη• ας έλθη δε τώρα η Λητώ και ας γεννήση.
11. &Ξάνθου και θαλάσσης.&
ΞΑΝΘ. Δέξου με, ω θάλασσα, και δρόσισε μου τας πληγάς, διότι φοβερά πράγματα έπαθα.
ΘΑΛ. Τι έπαθες Ξάνθε; Ποιός σε κατέκαυσεν;
ΞΑΝΘ. Ο Ήφαιστος. Εκάηκα όλος ο δυστυχής και φλέγομαι.
ΘΑΛ. Και διατί σε έκαυσε; •
ΞΑΝΘ. Χάριν του υιού αυτής της Θέτιδος. Βλέπων αυτόν να φονεύη τους Φρύγας τον παρεκάλεσα, αλλ' αυτός δεν έπαυσε την οργήν του και με τους νεκρούς μού έφραζε το ρεύμα. Εγώ δε λυπηθείς τους δυστυχείς εκείνους επλημμύρησα διά να φοβηθή και να παύση την σφαγήν. Τότε ο Ήφαιστος—διότι έτυχε να ευρίσκεται κάπου εκεί πλησίον—έφερεν όλον το πυρ το οποίον είχε και όσον ευρίσκεται εις την Αίτναν και αλλαχού και το έρριψεν επάνω μου• και έκαυσε τας πτελέας και τας μυρίκας, έψησε δε και τους δυστυχείς ιχθύς και εγχέλεις εμέ δε έκαμε να κοχλάσω και παρ' ολίγον να με αποξηράνη όλον. Βλέπεις δε εις ποίαν κατάστασιν είμαι από τα εγκαύματα.
ΘΑΛ. Αληθώς πολύ θολός και θερμός έγεινες, αφ' ενός μεν από το αίμα των νεκρών, εξ άλλου δε από το πυρ του Ηφαίστου. Αλλά δικαίως έπαθες, διότι εφέρθης εχθρικώς προς τον Αχιλλέα χωρίς να σεβασθής ένα υιόν Νηρηίδος.
ΞΑΝΘ. Δεν έπρεπε λοιπόν να λυπηθώ τους Φρύγας, οι οποίοι είνε γείτονές μου;
ΘΑΛ. Και ο Ήφαιστος δεν έπρεπε να λυπηθή τον Αχιλλέα, ο οποίος είνε υιός της Θέτιδος;
12. &Δωρίδος και Θέτιδος.&
ΔΩΡ. Διατί κλαίεις, ω Θέτις;
ΘΕΤ. Διότι είδα μίαν ωραιοτάτην κόρην να την κλείση ο πατέρας της μέσα εις κιβωτόν μετά του βρέφους της του αρτιγεννήτου. Διέταξε δε ο πατέρας τους ναύτας, άμα απομακρυνθούν πολύ από την στερεάν να ρίψουν το κιβώτιον εις την θάλασσαν διά να χαθή η δυστυχής κόρη ομού με το τέκνον της.
ΔΩΡ. Και διατί αυτά, εάν γνωρίζης τα καθέκαστα, αδελφή μου;
ΘΕΤ. Ο πατέρας της Ακρίσιος την είχε κλείσει εις χάλκινον δωμάτιον διά να διατηρηθή εκεί παρθένον και άθικτον το κάλλος της• αλλ' έπειτα—δεν γνωρίζω δε κατά πόσον τούτο είνε αληθές — λέγουν ότι ο Ζευς μεταμορφωθείς εις χρυσόν έτρεξεν από της στέγης επάνω της• εκείνη δε δεχθείσα εις τον κόλπον της τον καταρρέοντα θεόν έμεινεν έγκυος. Τούτο εννοήσας ο Ακρίσιος, ο οποίος είνε γέρων άγριος και ζηλότυπος, κατελήφθη υπό αγανακτήσεως και νομίσας ότι η κόρη είχεν εραστήν, την έκλεισεν εις την κιβωτόν άμα εγέννησε.
ΔΩΡ. Αυτή δε τι έκανε;
ΘΕΤ. Δι' εαυτήν μεν εσιώπα και αγογγύστως υπέφερε την καταδίκην• παρεκάλει όμως διά το βρέφος να μη φονευθή και το εδείκνυε προς τον πάππον, διά να τον συγκίνηση με το κάλλος του• αυτό δε εξ αγνοίας των κακών εμειδία προς την θάλασσαν. Αλλά τα δάκρυα πάλιν πλημμυρούν τους οφθαλμούς μου εις την ανάμνησιν των όσων είδα.
ΔΩΡ. Και εγώ συγκινούμαι. Αλλά δεν μου λες απέθαναν;
ΘΕΤ. Όχι, διότι εξακολουθεί να πλέη η κιβωτός παρά την Σέριφον και να τους διατηρή εις την ζωήν.
ΔΩΡ. Δεν τους σώζομεν λοιπόν; Ας τους ρίψωμεν εις τα δίκτυα αυτών των
Σεριφίων αλιέων• αυτοί δε όταν τους ανασύρουν θα τους σώσουν.
ΘΕΤ. Καλά λέγεις και ούτω ας πράξωμεν• δεν πρέπει να χαθή και αυτή και το παιδί το οποίον είνε τόσον ωραίον.
13. &Ενιπέως και Ποσειδώνος.&
ΕΝΙΠ. Δεν έκαμες καλά, Ποσειδών? πρέπει να 'πούμε την αλήθειαν. Ομοιωθείς προς εμέ εισήλθες λαθραίως και διεκόρευσες την ερωμένην μου• αυτή δε νομίζουσα ότι ήμην εγώ σε ηνέχθη.
ΠΟΣ. Το σφάλμα είνε 'δικό σου, Ενιπεύ, διότι εφάνης περιφρονητικός και διστακτικός προς ωραίαν κόρην, η οποία σε επεσκέπτετο καθ' εκάστην και ήτο τρελλή από έρωτα. Την επεριφρόνεις και ετέρπεσο να της προξενής λύπην, ενώ αυτή περιεφέρετο εις τας όχθας σου και εισήρχετο και ελούετο ενίοτε επιθυμούσα τους εναγκαλισμούς σου• συ δε της έκανες νάζια.
ΕΝΙΠ. Και δι' αυτό έπρεπε συ να υποκλέψης τον έρωτα και να πλαστοπροσωπήσης τον Ενιπέα και να γελάσης την Τυρώ, μίαν αφελή κόρην;
ΠΟΣ. Η ζηλοτυπία σου έρχεται αργά, ω Ενιπεύ, ενώ πριν έκαμνες τον υπερήφανον? η δε Τυρώ δεν έπαθε τίποτε κακόν αφού νομίζει ότι συνευρέθη μετά σου.
ΕΝΙΠ. Όχι, διότι όταν έφευγες της είπες ότι είσαι ο Ποσειδών και αυτό την κατελύπησε• εγώ δε ηδικήθην κατά τούτο ότι απήλαυσες έρωτα ανήκοντα εις εμέ και περιβληθείς πορφυρούν κύμα, το οποίον σας έκρυψεν ομού, συνευρέθης με την κόρην αντ' εμού.
ΠΟΣ. Αφού συ δεν ήθελες, ω Ενιπεύ;
14. &Τρίτωνος και Νηρηίδων.&
ΤΡΙΤ. Το κήτος σας, ω Νηρηίδες, το οποίον εστείλατε προς την θυγατέρα του Κηφέως την Ανδρομέδαν, ούτε την κόρην έβλαψεν, ως νομίζετε, και αυτό δε ήδη εφονεύθη.
ΝΗΡ. Υπό ποίου, ω Τρίτων; Μήπως ο Κηφεύς μεταχειρισθείς την κόρην του ως δόλωμα και ενεδρεύσας μετά πολλών άλλων το εφόνευσε;
ΤΡΙΤ. Όχι. Αλλά γνωρίζετε, νομίζω, ω Ιφιάνασσα, τον Περσέα, τον υιόν της Δανάης, τον οποίον μετά της μητρός του κλεισθέντα εις κιβωτόν και ριφθέντα εις την θάλασσαν υπό του πάππου του, ελυπήθητε και εσώσατε.
Ιφ. Γνωρίζω ποίον λέγεις• θα είνε τώρα νέος και πολύ γενναίος και ευειδής.
ΤΡΕΤ. Αυτός εφόνευσε το κήτος.
ΙΦ. Διατί; Δεν έπρεπε να μας κάμη τοιαύτην αμοιβήν διά την σωτηρίαν του.
ΤΡΙΤ. θα σας διηγηθώ πώς συνέβησαν όλα. Ο Περσεύς εστάλη υπό του βασιλέως εναντίον των Γοργόνων διά να εκτελέση ένα άθλον• όταν δε έφθασεν εις την Λιβύην…
ΙΦ. Πώς, μόνος; ή είχε και συντρόφους; Διότι και η οδός είνε δύσβατος.
ΤΡΙΤ. Διά του αέρος, διότι η Αθηνά του έδωκε πτερά. Όταν δε έφθασεν εκεί όπου ζουν αι Γοργόνες, φαίνεται ότι τας εύρε να κοιμώνται και κόψας την κεφαλήν της Μεδούσης επέταξε και έφυγε.
ΙΦ. Και πώς τας είδεν αφού είνε αόρατοι; Και, αν συμβή να τας ίδη κανείς, δεν βλέπει πλέον τίποτε άλλο. {2}
ΤΡΙΤ. Η Αθηνά προέβαλλε την ασπίδα της—αυτά ήκουσα να διηγήται ο ίδιος προς την Ανδρομέδαν και τον Κηφέα κατόπιν—και επί της στιλβούσης ασπίδος, ως εις κάτοπτρον, ηδυνήθη να ίδη την μορφήν της Μεδούσης. Έπειτα αρπάσας διά της αριστεράς την κόμην της και εξακολουθών να παρατηρή εις το κάτοπτρον, απέκοψε διά της δεξιάς, εις την οποίαν εκράτει σπάθην, την κεφαλήν της, και πριν εγερθούν εκ του ύπνου αι αδελφαί της, έφυγε. Όταν δε έφθασεν εις την παράλιον Αιθιοπίαν και επέτα πλησίον της γης, βλέπει την Ανδρομέδαν δεσμευμένην επί τινος βράχου της ακτής, ωραιοτάτην, με την κόμην λυμένην και ημίγυμνον πολύ κάτω των μαστών. Και κατ' αρχάς μεν λυπηθείς αυτήν την ηρώτα διά την αιτίαν της καταδίκης της- μετ' ολίγον δε ερωτευθείς αυτήν — διότι έπρεπε να σωθή η κόρη—εσκέφθη να την βοηθήση. Όταν δε το κήτος επήρχετο πολύ φοβερόν διά να καταπίη την Ανδρομέδαν, ο νέος διά μεν της μιας χειρός του κατέφερε την σπάθην, διά δε της άλλης επιδεικνύων την Γοργόνα το απελίθωσε• και το κήτος απέθανε και απελιθώθη συγχρόνως, άμα είδε την Μέδουσαν. Τότε ο Περσεύς λύσας τα δεσμά της παρθένου την εβοήθησε να κατέλθη σιγά-σιγά εκ του βράχου, ο οποίος ήτο ολισθηρός• και τώρα την νυμφεύεται εις την οικίαν του Κηφέως, μεθό θέλει την οδηγήση εις το Άργος. Ούτω δε αντί θανάτου εύρεν εκείνη γάμον όχι τυχαίον.
ΙΦ. Εγώ να σου 'πω δεν λυπούμαι πολύ διά το γεγονός, διότι η κόρη δεν μας έπταιεν εάν η μητέρα της εκαυχάτο και διετείνετο ότι ήτο ωραιοτέρα από ημάς.
ΔΏΡ. Αλλά θα ελυπείτο διά τον θάνατόν της Ανδρομέδας αφού είνε μητέρα.
ΙΦ. Ας λησμονήσωμεν εάν μία βάρβαρος γυναίκα ωμίλησεν υπέρ την αξίαν της• αρκετά ετιμωρήθη με τον κίνδυνον τον οποίον διέτρεξεν η κόρη της, και ας χαρώμεν διά τον γάμον.
15. &Ζεφύρου και Νότου.&
ΖΕΦ. Ποτέ δεν είδα εγώ πομπήν μεγαλοπρεπεστέραν εις την θάλασσαν, αφ' ότου υπάρχω και πνέω. Συ δεν είδες τίποτε, ω Νότε;
ΝΟΤ. Ποίαν πομπήν λέγεις, Ζέφυρε, και ποίοι ήσαν οι άγοντες την πομπήν αυτήν;
ΖΕΦ. Έχασες έξοχον θέαμα, όμοιον του οποίου δεν θα ίδης ποτέ.
ΝΟΤ. Ειργαζόμην εις την Ερυθράν Θάλασσαν, έπνευσα δε και μέχρι της Ινδικής, εις τα παράλια μέρη της χώρας, και ούτω δεν είδα τίποτε εξ όσων λέγεις.
ΖΕΦ. Αλλά γνωρίζεις τον Σιδώνιον Αγήνορα.
ΝΟΤ. Ναι, τον πατέρα της Ευρώπης• ή όχι;
ΖΕΦ. Ακριβώς, περί εκείνης θα σου διηγηθώ.
ΝΟΤ. Ότι ο Ζευς την αγαπά από πολύν καιρόν; Αυτό το γνωρίζω προ πολλού.
ΖΕΦ. Καλά, τον έρωτα τον γνωρίζεις, τα κατόπιν δε θ' ακούσης τώρα. Η Ευρώπη παραλαβούσα τας φίλας και ομηλίκους της κατέβη εις την παραλίαν και έπαιζε μετ' αυτών• ο δε Ζευς ομοιωθείς προς ταύρον ωραιότατον, έπαιζε μαζύ των. Ήτο κατάλευκος, τα κέρατά του εκαμπυλούντο με χάριν και το βλέμμα του ήτο ήμερον. Εσκίρτα λοιπόν και αυτός επί της άμμου και εξέπεμπε μυκηθμούς χαράς, ούτως ώστε η Ευρώπη ετόλμησε και να τον ιππεύση. Αλλά μόλις ανέβη και εκάθησεν επί των νώτων του, ο Ζευς ώρμησεν εις την θάλασσαν φέρων αυτήν και ήρχισε να κολυμβά• αυτή δε καταπλαγείσα, διά μεν της αριστεράς εκρατήθη από το κέρατον διά να μη ολισθήση και πέση, διά δε της άλλης εκράτει τον πέπλον της, τον οποίον εφούσκωνεν ο άνεμος.
ΝΟΤ. Ωραίον θέαμα είδες, Ζέφυρε, και ερωτικόν, τον Δία κολυμβώντα και φέροντα την αγαπωμένην του επί των νώτων του.
ΖΕΦ. Τα κατόπιν είνε πολύ ωραιότερα• διότι και η θάλασσα ευθύς έγεινεν ακύμαντος και λεία, ημείς δε όλοι οι άνεμοι ησυχάσαντες, μόνον ως θεαταί παρηκολουθήσαμεν τα γινόμενα. Έρωτες δε παριπτάμενοι μικρόν υπεράνω της θαλάσσης, ούτως ώστε ενίοτε τα άκρα των ποδών των ήγγιζαν την επιφάνειαν της θαλάσσης, και κρατούντες δάδας αναμμένας, έψαλλαν τον υμέναιον. Αλλά και αι Νηρηίδες ανελθούσαι εκ του βυθού της θαλάσσης συνώδευον ιππεύουσαι επί δελφίνων, ημίγυμνοι αι περισσότεραι και χειροκροτούσαι• επίσης το γένος των Τριτώνων και όλαι αι άλλαι θαλάσσιαι θεότητες, όσων η όψις δεν είνε φοβερά, εχόρευον πέριξ της κόρης. Ο Ποσειδών καθήμενος επί άρματος, και έχων πλησίον του την Αμφιτρίτην προηγείτο και με χαράν ήνοιγε την οδόν εις τον πλέοντα αδελφόν του• εκτός δε τούτων δύο Τρίτωνες έφερον την Αφροδίτην ανακαθημένην επί κογχύλης και ρίπτουσαν παντοία άνθη προς την νύμφην. Αυτά συνέβησαν από Φοινίκης μέχρι Κρήτης• όταν δε απέβησαν εις την νήσον, ο μεν ταύρος δεν εφαίνετο πλέον, ο δε Ζευς έλαβεν εκ της χειρός την Ευρώπην και την ωδήγησεν εις το Δικταίον Σπήλαιον, ερυθριώσαν και κάτω νεύουσαν, διότι ενόει τώρα προς ποίον σκοπόν ωδηγείτο. Ημείς δε επιπνεύσαντες, άλλος άλλο μέρος της θαλάσσης συνεταράσσαμεν.
ΝΟΤ. Σε ζηλεύω, ευτυχή Ζέφυρε, δι' όσα είδες, καθ' ον καιρόν εγώ έβλεπα γρύπας και ελέφαντας και μαύρους ανθρώπους
&ΑΛΚΥΩΝ Η ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ&
&Χαιρεφών—Σωκράτης&
ΧΑΙΡ. Τι φωνή είνε αύτη, ω Σώκρατες, που ήλθε μακρόθεν από τα παράλια και το ακρωτήριον εκείνο; Πολύ ευχάριστον άκουσμα. Τι είδους ζώον άρά γε να είνε αυτό που φωνάζει; Διότι τα διαιτώμενα εις τα ύδατα ζώα είνε άφωνα.
ΣΩΚΡ. Είνε θαλάσσιον πτηνόν, ω Χαιρεφών, το οποίον ονομάζεται Αλκυών και το οποίον αιωνίως θρηνολογεί και κλαίει. Περί της Αλκυώνος υπάρχει παλαιός μύθος, κατά τον οποίον υπήρξέ ποτε γυνή, θυγάτηρ Αιόλου του Έλληνος, η οποία εθρήνει τον αποθανόντα πολυφίλητον και νεαρόν σύζυγον αυτής, Κήυκα τον Τραχίνιον υιόν Εωσφόρου του αστέρος, λαμπρού πατρός λαμπρόν υιόν• έπειτα δε κατά τινα θείαν θέλησιν μεταμορφωθείσα εις πτηνόν περιίπταται και πλανάται εις τας θαλάσσας ζητούσα εκείνον, τον οποίον δεν ηδυνήθη να εύρη πλανωμένη ανά την γην.
ΧΑΙΡ. Αυτή λοιπόν που λέγεις είνε η Αλκυών; Ποτέ εις το παρελθόν δεν
είχα ακούσει την φωνήν της και το άκουσμά της μου είνε εντελώς νέον.
Αληθώς είνε θρηνώδες το λάλημά της. Και ποίου μεγέθους πτηνόν είνε, ω
Σώκρατες;
ΣΩΚΡ. Δεν είνε μεγάλο, αλλά μεγάλως ετιμήθη διά την φιλανδρίαν της υπό των θεών διότι όταν τα πτηνά αυτά γεννούν ο κόσμος διέρχεται τας Αλκυωνίδας λεγομένας ημέρας, αι οποίαι αν και συμπίπτουν με το μέσον του χειμώνας είνε εξαιρετικώς καλοκαιριναί, τοιαύτη δε κατ' εξοχήν είνε και η σημερινή. Δεν βλέπεις πόσον αίθριος είνε ο ουρανός, ακύμαντον δε και γαλήνιον όλον το πέλαγος και όμοιον ούτως ειπείν με καθρέπτην;
ΧΑΙΡ. Καλά λέγεις• η σημερινή ημέρα φαίνεται ότι τω όντι είνε Αλκυωνίς και η χθεσινή δε τοιαύτη ήτο. Αλλά δι' όνομα θεού, πώς να πιστεύση κανείς τα λεγόμενα υπό των παλαιών, ω Σώκρατες, ότι ποτέ έγιναν γυναίκες εκ πτηνών ή πτηνά εκ γυναικών; Διότι όλα αυτά φαίνονται μάλλον αδύνατα.
ΣΩΚΡ. Άκουσε, φίλε Χαιρεφών• ημείς οι άνθρωποι έχομεν τόσον ασθενή την κρίσιν, ώστε να μη δυνάμεθα να κρίνωμεν ακριβώς ποία τα δυνατά και ποία τα αδύνατα. Κρίνομεν με δύναμιν ανθρωπίνην πράγματα άγνωστα, ακατανόητα και αόρατα• ούτω δε πολλά και εκ των εύκολων μας φαίνονται δύσκολα και εκ των δυνατών αδύνατα, πολλάκις μεν και ένεκα απειρίας, πολλάκις δε και ένεκα νηπιότητος φρενών• και τω όντι πας άνθρωπος και ο πρεσβύτατος είνε νήπιος, καθότι μικρά και πολύ σύντομος είνε η διάρκεια της ζωής συγκρινομένη προς την διάρκειαν των αιώνων. Πώς δε δύνανται, φίλε μου, όσοι αγνοούν τας δυνάμεις των θεών και των άλλων υπερφυσικών υπάρξεων να ειπούν ποίον είνε δυνατόν ή αδύνατον εκ των τοιούτων; Παρετήρησες, Χαιρεφών, προ τριών ημερών τι χειμώνα έκανε : Και μόνον η ανάμνησις των αστραπών εκείνων και των βροντών και της φοβεράς σφοδρότητας των ανέμων προξενεί τρόμον• ενόμιζε κανείς ότι όλος ο κόσμος θα κατεστρέφετο. Αλλά μετ' ολίγον επήλθε θαυμαστή ευδία, η οποία εξακολουθεί μέχρι τούδε. Ποίον λοιπόν εκ των δύο νομίζεις μεγαλείτερον και δυσκολώτερον, να γείνη τοιαύτη γαλήνη εξ εκείνης της τρομεράς καταιγίδος και ανεμοζάλης και να επανέλθη ο κόσμος όλος εις τοιαύτην ηρεμίαν ή να μεταβληθή η μορφή γυναικός εις μορφήν πτηνού; Διότι το τελευταίον τούτο και τα παιδία σήμερον τα γνωρίζοντα να πλάττουν δύνανται να το κατορθώσουν άμα λάβουν πηλόν ή κηρόν ευκόλως εις τον αυτόν όγκον της ύλης δίδουν διαφόρους μορφάς και σχήματα. Εις δε το θείον, το οποίον έχει μεγάλην και ασύγκριτον προς τας ημετέρας δυνάμεις υπεροχήν, πάντα ταύτα θα είνε εύκολα και ευκατόρθωτα. Δύνασαι να είπης πόσον μεγαλείτερος από σε είνε ο όλος ουρανός;
ΧΑΙΡ. Ποίος εκ των ανθρώπων, ω Σώκρατες, δύναται να εννοήση και να ορίση τι εκ των τοιούτων; Είνε πράγματα αδύνατα.
ΣΩΚΡ. Αλλά και αν συγκρίνωμεν τους ανθρώπους μεταξύ των δεν βλέπομεν ότι υπάρχουν μεγάλαι διαφοραί εις τας δυνάμεις και τας αδυναμίας; Εάν συγκρίνωμεν τους άνδρας προς τα νήπια, τα εντελώς βρέφη, τα οποία έχουν ηλικίαν πέντε ή δέκα ημερών, βλέπομεν θαυμαστήν διαφοράν δυνάμεως και αδυναμίας εις όλας σχεδόν τας πράξεις της ζωής. Και όσα διά των τεχνών των τόσων πολυμηχάνων και όσα διά του σώματος και της ψυχής κατορθώνουν, ταύτα, καθώς είπα, ουδέ να φαντασθούν δύνανται τα πολύ μικρά παιδία. Και η δύναμις δε ενός ανδρός ακμαίου έχει ασύγκριτον υπεροχήν προς την δύναμιν των παιδίων• καθότι εις ένα άνδρα είνε εύκολον να υποτάξη πολλάς μυριάδας παιδίων• διότι η φύσις ώρισεν ώστε η πρώτη ηλικία ημών να είνε εντελώς αδύνατος και ανίκανος προς ό,τι δήποτε. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος διαφέρη τοσούτον από τον άνθρωπον, τι πρέπει να νομίσωμεν περί της διαφοράς του όλου ουρανού προς τας ημετέρας δυνάμεις διά τους δυναμένους να κάνουν τοιαύτας παρατηρήσεις; Επόμενον είνε να συμπεράνωμεν οι περισσότεροι ότι όσον μεγαλείτερος είνε ο κόσμος από το άτομον του Σωκράτους ή του Χαιρεφώντος, τόσον και η δύναμις αυτού και η φρόνησις και η σκέψις διαφέρει της διανοητικής ημών καταστάσεως. Εις εσέ και εις εμέ και πολλούς άλλους ομοίους είνε πολλά αδύνατα, τα οποία εις άλλους είνε πολύ εύκολα• και να παίξουν αυλόν οι μη γνωρίζοντες την τέχνην και ν' αναγνώσουν ή να γράψουν οι αγράμματοι είνε πολύ πλέον αδύνατον από του να γείνουν γυναίκες εκ πτηνών ή πτηνά εκ γυναικών. Η δε φύσις θέτουσα εις την κηρήθραν ζώον χωρίς πόδια και πτερά του δίδει πόδια και πτέρωμα, το στολίζει με πολλά και ωραία χρώματα και δημιουργεί την μέλισσαν, την σοφήν παραγωγόν του θείου μέλιτος, και από αυγά άφωνα και άψυχα πλάττει διάφορα είδη πτηνών και πεζών και ενύδρων ζώων, μεταχειριζομένη, ως λέγουν, μυστηριώδεις συνδυασμούς του πληρούντος τα πάντα αιθέρος. Αφού λοιπόν αι δυνάμεις των θεών είνε τόσον μεγάλαι, ημείς δε είμεθα θνητοί και μικροί εντελώς και ούτε τα μεγάλα δυνάμεθα να εννοώμεν ούτε τα μικρά, περί των περισσοτέρων δε απορούμεν και τα γύρω μας συμβαίνοντα μας είνε ακατανόητα, βεβαίως ουδέν ασφαλές δυνάμεθα να είπωμεν, ούτε περί των αλκυόνων, ούτε περί των αηδόνων και εγώ τουλάχιστον θα μεταδώσω εις τα παιδιά μου την ιδέαν των αρχαίων, όπως την παρέδωκαν εις εμέ οι πρόγονοι περί του άσματός σου, ω Αλκυών, ψαλμωδέ των θρήνων• και τον ευσεβή και φίλανδρον έρωτά σου πολλάκις θα εξυμνήσω προς τας γυναίκας μου Ξανθίππην και Μυρτώ, αναφέρων προς τοις άλλοις και την τιμήν την οποίαν σου έκαμαν οι θεοί. Και συ, Χαιρεφών, θα με μιμηθής;
ΧΑΙΡ. Βεβαίως, διότι όσα είπες είνε διττώς συντελεστικά διά την αρμονίαν μεταξύ γυναικών και ανδρών.
ΣΩΚΡ. Λοιπόν αφού χαιρετίσωμεν την Αλκυόνα καιρός είνε να διευθυνθώμεν προς την πόλιν, αφήνοντες την παραλίαν του Φαλήρου.
ΧΑΙΡ. Δεν έχω αντίρρησιν.
&ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Ή ΚΑΥΚΑΣΟΣ&
&Ερμής, Ήφαιστος, Προμηθεύς.&
ΕΡΜ. Ο Καύκασος είνε εδώ, ω Ήφαιστε, όπου πρέπει να καρφώσωμεν αυτόν τον άθλιον Τιτάνα. Ας εξετάσωμεν δε τώρα διά να εύρωμεν κρημνόν κατάλληλον, εάν πουθενά υπάρχη μέρος το οποίον να μη σκεπάζουν τα χιόνια, διά να καρφωθούν ασφαλέστερα τα δεσμά και αυτός να είνε καταφανής εις όλους εις το μέρος όπου θα κρέμεται.
ΗΦ. Ας εξετάσωμεν, ω Ερμή, διότι ούτε χαμηλά και πλησίον εις τας υπώρειας πρέπει να σταυρωθή, διά να μη δυνηθούν να τον σώσουν τα πλάσματά του, οι άνθρωποι, αλλ' ούτε και εις την κορυφήν — διότι τότε δεν θα φαίνεται από κάτω — αλλ' αν συμφωνής εδώ κάπου εις το μέσον υπεράνω της χαράδρας να σταυρωθή ούτως ώστε το ένα του χέρι να καρφωθή εις τον ένα κρημνόν και το άλλο εις τον αντίθετον.
ΕΡΜ. Καλά λέγεις. Οι βράχοι είνε απότομοι και απρόσιτοι εξ όλων των μερών, επικλινείς δε ολίγον και μόλις μία στενή διάβασις υπάρχει διά να περάση κανείς ακροποδητεί, και το μέρος είνε εντελώς κατάλληλον διά την σταύρωσιν. Μη κάθεσαι λοιπόν, ω Προμηθεύ, αλλ' ανάβαινε και άφησε χωρίς ματαίας αντιστάσεις να καρφωθής επί του όρους.
ΠΡΟΜ. Αλλά σεις τουλάχιστον, ω Ήφαιστε και Ερμή, λυπηθήτε με διότι αδίκως πάσχω.
ΕΡΜ. Δηλαδή εννοείς να σε λυπηθούμεν και να σταυρωθούμεν αντί σου, διότι θα παρακούσωμεν εις την προσταγήν του Διός; Ή νομίζεις ότι δεν είνε αρκετός ο Καύκασος να χωρέση και δύο άλλους δεσμώτας; Έλα, άπλωσε το δεξί σου χέρι• συ δε, Ήφαιστε, πρόσδεσε και κάρφωσέ το και σφυροκόπησε δυνατά. Φέρε και το άλλο χέρι• και αυτό εστερεώθη καλά. Και τώρα είνε όλα εν τάξει. Υπολείπεται μόνον ο αετός, ο οποίος θα έλθη να σου σπαράξη το σηκότι διά να λάβης όλην την αμοιβήν διά τα ωραία και ευφυή σου δημιουργήματα.
ΠΡΟΜ. ω Κρόνε και Ιαπετέ και συ μητέρα, τι έπαθα ο δυστυχής χωρίς να πράξω τίποτε κακόν.
ΕΡΜ. Δεν έπραξες τίποτε κακόν, συ όστις αναλαβών την διανομήν των κρεάτων, τόσον άδικον και απατηλήν την έκαμες, ώστε διά μεν τον εαυτόν σου εκράτησες τα εκλεκτότερα, εις δε τον Δία προσέφερες κόκκαλα, «καλύψας αργέτι δήμω»; {3} Διότι ενθυμούμαι ότι ο Ησίοδος ούτω πως το λέγει. Έπειτα δε έπλασες τους ανθρώπους ζώα πανουργότατα, και μάλιστα τας γυναίκας• εκτός δε τούτου έκλεψες το πολυτιμότατον κτήμα των θεών, το πυρ και το παρέδωκες εις τους ανθρώπους. Και αφού τόσα κακά έπραξες, λέγεις ότι τιμωρείσαι αδίκως;
ΠΡΟΜ. Και συ, ω Ερμή, ως ο Όμηρος λέγει «αναίτιον αιτιάασαι», {4} αφού μου αποδίδεις κατηγορίας διά τας οποίας εγώ, εάν επεκράτει δικαιοσύνη, έπρεπε να αμειφθώ διά της εισαγωγής και διατροφής εις το Πρυτανείον. Εάν ηυκαίρεις ευχαρίστως θα απελογούμην διά τα εγκλήματα μου διά ν' αποδείξω ότι αδίκως με κατεδίκασεν ο Ζευς• συ δε ο οποίος είσαι ευφράδης και έμπειρος εις τα δικηγορικά, ανάλαβε την υπεράσπισίν του διά ν' αποδείξης αν δύνασαι, ότι δικαίως απεφάσισε να σταυρωθώ πλησίον των Κασπίων τούτων πυλών επί του Καυκάσου και να γείνω οικτρότατον θέαμα εις όλους τους Σκύθας.
ΕΡΜ. Η έφεσίς σου, ω Προμηθεύ, είνε εκπρόθεσμος και εις ουδέν θα σε ωφελήση• λέγε όμως• άλλως τε και είνε ανάγκη να περιμένωμεν έως ότου έλθη ο αετός διά να σου περιποιηθή το σηκότι. Το μεταξύ δε χρονικόν διάστημα-καλόν είνε να χρησιμοποιήσωμεν εις ακρόασιν ρήτορος σοφιστού, οποίος είσαι συ ο πανουργότατος εις τους λόγους.
ΠΡΟΜ. Να ομιλήσης πρώτον, συ, ω Ερμή, και να φανής αμείλικτος εις την κατηγορίαν, χωρίς να παραλείψης τίποτε από τα δίκαια του πατρός σου. Σε δε, Ήφαιστε, θέτω δικαστήν της υποθέσεώς μου.
ΗΦ. Μα τον Δία, αντί δικαστού κατήγορον μάθε ότι θα μ' έχης, συ ο οποίος κλέψας το πυρ μου αφήκες σβυσμένην και ψυχράν την κάμινον.
ΠΡΟΜ. Λοιπόν διαιρέσετε την κατηγορίαν• και συ μεν ομίλησε περί της κλοπής, ο δε Ερμής ας αναπτύξη το κατηγορητήριον διά την διανομήν των κρεάτων και την πλάσιν των ανθρώπων• και οι δύο δε είσθε τεχνίται και δεινοί ρήτορες.
ΗΦ. Ο Ερμής ας ομιλήση και δι' εμέ• διότι εγώ δεν έχω καμμίαν σχέσιν με λόγους δικηγορικούς• το έργον μου είνε γύρω εις το φυσερόν• ο Ερμής όμως είνε ρήτωρ και πολύ ασχολείται εις τα τοιαύτα.
ΠΡΟΜ. Εγώ λοιπόν δεν ήλπιζα ποτέ να αναφέρη την κλοπήν ο Ερμής και να με κατακρίνη δι' αυτήν, ενώ είμεθα ομότεχνοι. Αλλ' αν και τούτο αναλαμβάνης να υποστηρίξης, δεν είνε ανάγκη ν'αναπτύξης διά μακρών την κατηγορίαν.
ΕΡΜ. Βεβαίως όσα διέπραξες, ω Προμηθεύ, έχουν ανάγκην μακράς αναπτύξεως και αρκετής παρασκευής και δεν αρκεί ν' αναφέρω κεφαλαιωδώς τα εγκλήματά σου, ως λ. χ. ότι όταν ποτέ σου ανετέθη να μοιράσης τα κρέατα, διά τον εαυτόν σου μεν εφύλαξες την καλλιτέραν μερίδα, εξηπάτησες δε τον βασιλέα, και τους ανθρώπους έπλασες χωρίς να υπάρχη ανάγκη, και κλέψας εκ του ουρανού το πυρ το έδωκες εις αυτούς• και μου φαίνεται, φίλτατε, ότι πραγματικώς δεν εννοείς ότι αφού τόσα και τοιαύτα έπραξες ο Ζευς σου εφάνη πολύ επιεικής. Εάν λοιπόν αρνηθής ότι έπραξες αυτά, θα γείνη ανάγκη να τα αποδείξωμεν και να ομιλήσω διά μακρών προσπαθών να διαλάμψη όσον το δυνατόν η αλήθεια• εάν δε ομολογής ότι έκαμες τοιαύτην διανομήν των κρεάτων, ότι επενόησες τους ανθρώπους και έκλεψες το πυρ, η κατηγορία, την οποίαν σου απήγγειλα είνε αρκετή και δεν θα μακρηγορήσω περισσότερον, διότι τούτο άλλως θα ήτο πολυλογία περιττή.
ΠΡΟΜ. Εάν και αυτά τα οποία είπες είνε φλυαρία κενή, θα το μάθωμεν ολίγον ύστερον• εγώ δε, αφού λέγεις ότι είνε ικανή η κατηγορία, θα προσπαθήσω όσον δύναμαι να ανασκευάσω όσα μου κατηγορείς. Και εν πρώτοις ας ομιλήσω περί των κρεάτων μολονότι, μα τον ουρανόν, και τώρα που τα αναφέρω εντρέπομαι διά λογαριασμόν του Διός, όστις παρίσταται τόσον μικρολόγος και μεμψίμοιρος, ώστε διότι εύρεν εις την μερίδα του μικρόν κόκκαλον, έστειλεν εις ανασκολοπισμόν ένα θεόν τόσω παλαιόν, χωρίς μήτε την βοήθειαν την οποίαν του έδωκα άλλοτε ως σύμμαχος, να ενθυμήται, μήτε να εννοή πόσον γελοίον είνε το αντικείμενον αυτής της κατηγορίας και πόσον παιδαριώδες είνε να θυμώνη και ν' αγανακτή διότι δεν έλαβεν αυτός την μεγαλειτέραν μερίδα. Αλλ' εις τα τοιαύτα γελάσματα, ω Ερμή, τα οποία συμβαίνουν εις τα συμπόσια, δεν πρέπει νομίζω κανείς ναποδίδη σημασίαν, και αν συμβή τι μεταξύ συμποσιαζόντων, πρέπει να το νομίζουν αστειότητα και ν' αφίνουν τον θυμόν, τον οποίον τυχόν ησθάνθησαν, εις το συμπόσιον• να κρατούν όμως έχθραν και να μνησικακούν και να διατηρούν παλαιάν οργήν, τούτο ούτε εις θεούς ούτε εις βασιλείς αρμόζει. Διότι αν αφαιρέση κανείς από τα συμπόσια τους αστεϊσμούς τούτους, τα γελάσματα και τα σκώμματα, τα πειράγματα και τας αστειότητας, το υπολειπόμενον είνε μέθη και κόρος και σιωπή, πράγματα κατηφή και χωρίς τέρψιν, τα οποία ελάχιστα αρμόζουν εις συμπόσιον. Διά τούτο εγώ τουλάχιστον ενόμιζα ότι ουδέ θα ενεθυμείτο αυτά την επιούσαν ο Ζευς και κάθε άλλο επίστευα παρά ότι θα ηγανάκτει και θα ενόμιζεν ότι έπαθε μέγα κακόν διότι ο διανέμων τα κρέατα έπαιζε θέλων να ίδη εάν θα διέκρινε την καλλιτέραν μερίδα ο εκλέγων. Αλλ' υπόθεσε, ω Ερμή, την χειροτέραν περίπτωσιν, ότι αντί να του δώσω την μικροτέραν μερίδα, δεν του έδιδα τίποτε? λοιπόν διά τούτο έπρεπε, κατά το δη λεγόμενον, να αναστατωθή η γη και ο ουρανός και να επινοηθούν δεσμά και σταυροί και ολόκληρος Καύκασος και ν' αποσταλούν αετοί και να σπαράσσουν το ήπαρ; Πρόσεξε μήπως αυτά μαρτυρούν πολλήν μικροψυχίαν του αγανακτούντος και ευτέλειαν χαρακτήρος και πολλήν ευκολίαν θυμού. Διότι τι θα έπραττεν ούτος αν έχανε ολόκληρον βώδι, αφού χάριν ολίγου κρέατος τόσον πολύ θυμώνει; Οι άνθρωποι οι οποίοι, ως ήτο επόμενον, πολύ ευκολώτερα οργίζονται από τους θεούς, είνε εν τοσούτω τόσον ανεκτικώτεροι εις τα τοιαύτα. Και μεταξύ αυτών δεν θα ευρεθή κανείς όστις να τιμωρήση τον μάγειρόν του διά σταυρού διότι, ενώ έψηνε τα κρέατα έγλυψε διά του δακτύλου ολίγον εκ του ζωμού ή έφαγε αποκόψας μέρος των ψηνομένων κρεάτων, αλλά τον συγχωρούν και αν τύχη δε να θυμώσουν υπερβολικά ή τον γρονθοκοπούν ή τον ραπίζουν, δεν υπάρχει δε παράδειγμα ότι ανεσκολοπίσθη κανείς μεταξύ των ανθρώπων διά τοιαύτην αιτίαν.
Και διά μεν τα κρέατα αρκούν αυτά, τα οποία και εις εμέ απολογούμενον προξενούν εντροπήν, αλλ' είνε πολύ μεγαλειτέρα εντροπή διά τον Δία να με κατηγορή δι' αυτά• διά δε την πλάσιν και την δημιουργίαν των ανθρώπων είνε καιρός να ομιλήσω τώρα. Τούτο, ω Ερμή, αποτελεί διττήν κατηγορίαν και δεν γνωρίζω τι εκ των δύο μου κατηγορείτε, ότι δεν υπήρχε καθόλου ανάγκη να δημιουργηθούν οι άνθρωποι, αλλ' ότι ήτο προτιμότερον να τους αφήσω εις την αδράνειαν της άλλης γης εξ ης τους έπλασα, ή ότι έπρεπε να πλασθούν, αλλά διαφορετικοί και όχι οποίοι επλάσθησαν. Εγώ όμως θα απαντήσω και διά τα δύο. Και εν πρώτοις ότι ουδέν εζημιώθησαν οι θεοί διότι οι άνθρωποι ήλθον εις την ζωήν θα προσπαθήσω ν' αποδείξω• έπειτα δε ότι είνε και συμφέρον και καλλίτερον δι' αυτούς λίαν παρά εάν έμενεν η γη έρημος και χωρίς ανθρώπους. Εάν λοιπόν παλαιόθεν — διότι ευκολώτερα θ' αποδειχθή ούτω εάν εγώ κακώς έπραξα να σχηματίσω το ανθρώπινον γένος—εάν υπήρχε μόνον το θείον και επουράνιον γένος, η δε γη ήτο εις αγρίαν και άμορφον κατάστασιν, κατεχομένη όλη από δάση άγρια, ούτε βωμοί, ούτε ναοί θεών υπήρχον—και πώς ηδύναντο να υπάρχουν;-— ούτε αγάλματα ή ξόανα ή άλλο τι τοιούτον, εξ εκείνων τα οποία, πολυάριθμα φαίνονται τώρα παντού και μετά τόσης φροντίδος τιμώνται. Εγώ δε — διότι πάντοτε κάτι προνοώ χάριν του κοινού συμφέροντος και προσπαθώ πώς ν'αυξηθούν μεν τα ανήκοντα εις τους θεούς, προκόψουν δε και τα άλλα όλα εις αρμονίαν και ωραιότητα —εσκέφθηκα ότι ήτο καλλίτερον να λάβω ολίγον πηλόν και να πλάσω εξ αυτού ζώα τινα και να δώσω εις αυτά μορφάς προσομοιαζούσας προς τας ιδικάς μας• διότι ενόμιζα ότι κάτι έλειπεν από το θείον, επειδή δεν υπήρχε τι αντίθετον, προς το οποίον να δύναται να συγκριθή και ούτω να αναδεικνύεται ευδαιμονέστερον. Και να είνε μεν θνητόν το γένος τούτο, αλλ' ευφυέστατον κατά τα άλλα και νοημονέστατον και δυνάμενον να διακρίνη το καλλίτερον.
Λοιπόν, ως λέγουν οι ποιηταί, «γαίαν ύδει φύρας» {5} και μαλάξας έπλασα τους ανθρώπους, παρεκάλεσα δε και την Αθηνάν να με βοηθήση εις το έργον. Αυτά είνε τα μεγάλα εγκλήματά μου προς τους θεούς. Και βλέπεις ποία είνε η ζημία εάν εκ πηλού έκαμα ζώα και εις το πρώην ακίνητον έδωκα κίνησιν και φαίνεται ότι έκτοτε οι θεοί είνε ολιγώτερον θεοί, διότι και επί της γης έγειναν ζώα τινα θνητά• ο δε Ζευς τώρα αγανακτεί, ως εάν εκ της δημιουργίας των ανθρώπων ελαττούται η αξία των θεών, εκτός εάν φοβήται μήπως και αυτοί σκεφθούν να επαναστατήσουν εναντίον του και να κινήσουν πόλεμον κατά των θεών, όπως οι Γίγαντες. Αλλ' ότι ουδόλως εζημιώθητε, ω Ερμή, παρ' εμού και των έργων μου είνε φανερόν• ή συ απόδειξέ μου και την ελαχίστην ζημίαν και τότε εγώ θα σιωπήσω και θ' αναγνωρίσω ότι δίκαια έπαθα εκ μέρους υμών. Ότι δε τα έργα μου έγειναν χρήσιμα εις τους θεούς αρκεί, διά να το εννοήσης, να παρατηρήσης εξ' ύψους την γην όλην και να ίδης ότι δεν είνε πλέον ξηρά και ακαλλιέργητος, αλλά στολισμένη με πόλεις, αγρούς καλλιεργημένους και φυτά ήμερα, και την θάλασσαν διασχιζομένην υπό πλοίων και τας νήσους κατοικημένας, πανταχού δε βωμούς και θυσίας και ναούς και πανηγύρεις•
μεσταί δε Διός πάσαι μεν αγυιαί, πάσαι δ' ανθρώπων αγοραί {6}
Εάν εδημιούργουν τους ανθρώπους διά να είνε μόνον κτήμα μου, θα ηδυνάμην ίσως να κατηγορηθώ ως πλεονέκτης• αλλ' εγώ αφού τους εδημιούργησα τους κατέστησα κοινόν κτήμα των θεών• και ενώ παντού δύναταί τις να ίδη ναούς του Διός και του Απόλλωνος, της Ήρας και σου, ω Ερμή, του Προμηθέως ουδαμού φαίνεται ναός. Βλέπεις, ότι μόνον περί του συμφέροντός μου φροντίζω, τα δε κοινά καταπροδίδω και ζημιώνω.
Αλλά θέλω να μου είπης και τούτο, ω Ερμή, εάν νομίζης ότι δύναται να υπάρξη αγαθόν άγνωστον, κτήμα ή έργον το οποίον ουδείς βλέπει και ουδείς επαινεί και αν το τοιούτον δύναται να είνε εξ ίσου ευχάριστον εις τον κάτοχον αυτού. Διά τούτου θέλω να είπω, ότι αν δεν εδημιουργούντο οι άνθρωποι, θα έμενε χωρίς θεατάς το κάλλος του σύμπαντος και θα ήμεθα κάτοχοι πλούτου, ο οποίος ούτε υπό άλλων θα εθαυμάζετο, ούτε δι' ημάς θα ήτο όσον σήμερον πολύτιμος, διότι, δεν θα είχαμεν τίποτε κατώτερον προς το οποίον να τον συγκρίνωμεν, ούτε θα είχαμεν συνείδησιν όλης της ευτυχίας μας μη βλέποντες άλλους στερουμένους των όσων ημείς απολαμβάνομεν. Το μέγα φαίνεται τοιούτον μόνον όταν συγκρίνεται προς το μικρόν. Σεις, δε αντί να με τιμήσετε δι' αυτάς μου τας πράξεις, μ' εσταυρώσατε, και αυτήν την αμοιβήν μου εδώκατε διά την προνοητικότητά μου.
Αλλά θα είπης ότι μεταξύ των ανθρώπων υπάρχουν κακούργοι και μοιχεύουν και πολεμούν και τας αδελφάς των νυμφεύονται και επιβουλεύονται την ζωήν των γονέων των. Αλλά μήπως και μεταξύ ημών των θεών δεν είνε πολλή αφθονία τοιούτων εγκλημάτων; Και πρέπει κανείς διά τούτο να κατηγορήση την Γην και τον Ουρανόν διότι μας εγέννησαν; Αλλά δύνασαι να είπης και τούτο ακόμη ότι μας δίδει πολλάς φροντίδας η επιτήρησίς των. Ο ποιμήν όμως δεν θεωρεί δυστύχημα ότι έχει το ποίμνιον και ευρίσκεται εις την ανάγκην να φροντίζη δι' αυτό• διότι αι φροντίδες αποτελούν την ευτυχίαν του• άλλως και η φροντίς είνε τέρψις διότι συντελεί να διερχώμεθα τον καιρόν χωρίς πλήξιν. Διότι τι θα εκάναμεν εάν δεν είχαμεν να φροντίζωμεν περί των ανθρώπων;
Θα διηρχόμεθα τον καιρόν με αργίαν, θα επίναμεν το νέκταρ και θα εγεμίζαμεν την γαστέρα με αμβροσίαν χωρίς να έχωμεν κανένα πόθον. Εκείνο δε το οποίον προ πάντων με πνίγει από αγανάκτησιν, είνε ότι ενώ με κατηγορείτε ότι έκαμα τους ανθρώπους και μάλιστα τας γυναίκας, όμως τας ερωτεύεσθε και δεν παύετε να κατέρχεσθε εις την γην, άλλοτε μεν εις ταύρους, άλλοτε δε εις σατύρους και κύκνους μεταμορφούμενοι και καταδέχεσθε να γεννάτε εξ αυτών θεούς. Αλλ' ίσως θα είπης ότι έπρεπε μεν να πλασθούν οι άνθρωποι, διαφορετικοί όμως και όχι ομοιάζοντες προς ημάς. Και ποίον άλλο υπόδειγμα ηδυνάμην να προτιμήσω από εκείνο το οποίον εγνώριζα ως το τελειότερον; Ή έπρεπε να κάμω τον άνθρωπον ζώον ανόητον, άγριον και θηριώδες; Αλλά τότε πώς θα προσέφεραν θυσίας εις τους θεούς και πώς θα σας απένεμον τας άλλας τιμάς αν ήσαν τοιούτοι; Αλλά σεις όταν μεν σας προσφέρουν εκατόμβας προσέρχεσθε και δεν βαρύνεσθε ούτε και αν είνε ανάγκη να μεταβήτε μέχρι του Ωκεανού «μετ' αμύμονας Αιθιοπήας {7}»• τον δε αίτιον των προσφερομένων προς υμάς τιμών εσταυρώσατε. Ως προς το ζήτημα λοιπόν των ανθρώπων, όσα είπα είνε επίσης αρκετά.
Τώρα δε μεταβαίνω εις την υπόθεσιν του πυρός και την επονείδιστον εκείνην κλοπήν. Και σ' εξορκίζω εις τους θεούς να μην αρνηθής να μου αποκριθής εις την εξής ερώτησιν• μήπως ημείς εστερήθημεν το πυρ, αφ' ότου το έχουν και οι άνθρωποι; Βεβαίως όχι. Διότι η φύσις του πράγματος τούτου είνε, μου φαίνεται, να μη ολιγοστεύη, εάν και άλλος πάρη εξ αυτού• διότι δεν σβύνει αν ανάψη κανείς άλλος. Επομένως είνε φθόνος καθαρός το τοιούτον, διότι εμποδίζατε να δοθή εις τους έχοντας ανάγκην κάτι το οποίον σεις δεν θα εστερείσθε και ουδόλως θα εζημιώνεσθε. Και όμως αφού είσθε θεοί έπρεπε να είσθε αγαθοί και «δοτήρες εάων»{8} και απηλλαγμένοι παντός φθόνου. Άλλως τε και αν ολόκληρον το πυρ αφήρουν εκ του ουρανού και το εκόμιζα κάτω εις την γην, χωρίς ν' αφήσω εξ αυτού τίποτε, η ζημία σας δεν θα ήτο μεγάλη. Διότι ουδόλως έχετε ανάγκην αυτού, καθότι ούτε κρυόνετε, ούτε την αμβροσίαν ψήνετε, ούτε τεχνητόν φως χρειάζεσθε. Εις τοις ανθρώπους δε είνε απαραίτητον το πυρ και διά τας άλλας των ανάγκας, αλλά και διά τας θυσίας, διά να διαχύνουν εις τας οδούς την κνίσσαν των θυμάτων, να θυμιάζουν διά του λιβανωτού και να καίουν τα μηρία επί των βωμών. Γνωρίζω δε πόσον σας ευχαριστεί ο καπνός των θυσιών και ότι αυτήν την ευωχίαν νομίζετε ως την νοστιμωτέραν, όταν η κνίσσα φθάνη εις τον ουρανόν «ελισσομένη περί καπνώ {9}». Επομένως η κατηγορία αύτη είνε όλως εναντία προς τας διαθέσεις σας. Απορώ δε πώς δεν διατάσσετε και τον ήλιον να παύση να φωτίζη τους ανθρώπους• διότι και αυτός είνε πυρ, πολύ θαυμαστότερον και φλογερώτερον. Ή και εκείνον κατηγορείτε ότι ασωτεύει την περιουσίαν σας; Αυτή είνε η απολογία μου. Σεις δε, Ερμή και Ήφαιστε, εάν νομίζετε ότι είπα τίποτε, το οποίον δεν είνε ορθόν, ελέγξετε και επανορθώσετέ με, εγώ δε θα απολογηθώ εκ νέου.
ΕΡΜ. Δεν είνε εύκολον, ω Προμηθεύ, να συναγωνισθή κανείς προς δικηγόρον τόσον δυνατόν. Αλλά να είσαι ευχαριστημένος ότι ο Ζευς δεν ήκουσε την απολογίαν σου• διότι αντί ενός δέκα έξ αετούς θα έστελλε να σου σπαράσσουν τα εντόσθια. Τόσον φοβερόν κατηγορητήριον του έκαμες, ενώ εφαίνεσο απολογούμενος. Αλλά δεν εννοώ πώς, ενώ είσαι μάντις, δεν προέβλεπες ότι θα υποστής τοιαύτην τιμωρίαν.
ΠΡΟΜ. Εγνώριζα, ω Ερμή, και αυτό και ότι πάλιν θ' απολυθώ γνωρίζω. Εντός ολίγου καιρού θα έλθη κάποιος εκ Θηβών, αδελφός σου, ο οποίος θα τοξεύση και θα φονεύση τον αετόν, όστις, ως λέγεις, θα έλθη να με βασανίζη.
ΕΡΜ. Εύχομαι να γίνουν όλα αυτά, Προμηθεύ, και να σ' επανίδω ελεύθερον και συντρώγοντα με ημάς, αλλ' όχι και διανέμοντα τα κρέατα.
ΠΡΟΜ. Να είσαι βέβαιος ότι θα συμφάγω με σας. Ο Ζευς θα με λύση εις ανταπόδοσιν εκδουλεύσεως όχι μικράς, την οποίαν θα του κάμω.
ΕΡΜ. Ποίαν εκδούλευσιν; Δεν μου την λες, σε παρακαλώ;
ΠΡΟΜ. Γνωρίζεις, ω Ερμή, την Θέτιν; Αλλά δεν πρέπει να σου 'πω• πρέπει να φυλάξω το μυστικόν, διά να μου χρησιμεύση ως πληρωμή και λύτρον διά την καταδίκην μου.
ΕΡΜ. Φύλαξε το, Τιτάν, αφού αυτό νομίζεις καλλίτερον. Ημείς δε ας φύγωμεν, Ήφαιστε• διότι πλησιάζει ο αετός. Λοιπόν καλή υπομονή• και εύχομαι να έλθη ταχέως ο Θηβαίος τοξότης, που είπες, διά να σε σώση από τους σπαραγμούς του ορνέου.
1. &Διογένους και Πολυδεύκους.&
ΔΙΟΓ. Άκουσε, Πολυδεύκη, έχω μίαν παραγγελίαν να σου κάμω, άμα θα πας επάνω—και νομίζω πως αύριον είνε η σειρά σου να αναζήσης—αν ίδης πουθενά τον κυνικόν Μένιππον,—δύνασαι δε να τον εύρης εις την Κόρινθον κατά το Κράνειον {10} ή εις το Λύκειον να περιγελά τους φιλονεικούντας μεταξύ των φιλοσόφους — να του 'πης, ότι ο Διογένης, ω Μένιππε, σε καλεί, αν αρκετά εγέλασες με τα εγκόσμια, να έλθης εδώ, όπου έχεις να γελάσης πολύ περισσότερον. Διότι εκεί μεν ο γέλως είνε ακόμη διστακτικός και πολλή η αμφιβολία διά τα μετά θάνατον• εδώ όμως δεν θα παύσης να γελάς με όλη σου την καρδιά, όπως εγώ τώρα και μάλιστα όταν θα βλέπης τους πλουσίους, τους μεγιστάνας και βασιλείς τόσον ταπεινούς και ευτελείς, ώστε μόνον από το κλάψιμον διακρίνονται, και πόσον η ανάμνησις του επάνω κόσμου τους αρρωσταίνει και τους κάνει γελοίους. Αυτά να του 'πης και ακόμη όταν θα έλθη να μη λησμονήση να γεμίση την σακκούλα του λούμπινα και αν εύρη εις τας τριόδους κανένα δείπνον της Εκάτης ή αυγόν καθαρισμού ή άλλο τι τοιούτον. {11}
ΠΟΛ. Θα τα είπω όλα αυτά, Διογένη• αλλά διά να τον γνωρίσω ευκολώτερα, δεν μου λες πώς είνε το εξωτερικόν του;
ΔΙΟΓ. Είνε γέρων φαλακρός και φορεί ένδυμα μυριοτρύπητον, το οποίον είνε ανοικτόν εις κάθε άνεμον και έχει όλων των χρωμάτων τα μπαλώματα. Γελά δε πάντοτε και ως επί το πολύ εμπαίζει τους φαντασμένους εκείνους φιλοσόφους.
ΠΟΛ. Ευκολώτερον θα τον εύρω με αυτά τα χαρακτηριστικά.
ΔΙΟΓ. Θέλεις να σου παραγγείλω κάτι και διά τους ιδίους τους φιλοσόφους;
ΠΟΛ. Μάλιστα, διότι ουδέ τούτο θα μου δώση βάρος.
ΔΙΟΓ. Λοιπόν ειπέ τους εν γένει να παύσουν να φλυαρούν και περί όλων να φιλονεικούν και να φυτεύουν κέρατα {12} εις αλλήλους και κροκοδείλους να κατασκευάζουν και με τοιαύτα αλλόκοτα αινίγματα να εξασκούν τάχα τον νουν.
ΠΟΛ. Αλλά θα 'πουν ότι εγώ είμαι αμαθής και ανάξιος διά να κατακρίνω την σοφίαν των.
ΔΙΟΓ. Και συ να τους 'πης εκ μέρους μου να σκάσουν.
ΠΟΛ. Θα τα 'πω και αυτά.
ΔΙΟΓ. Εις τους πλουσίους δε, αγαπητόν Πολυδεύκιον, να 'πης και τα εξής εκ μέρους μου. Προς τι, ανόητοι, φυλάττετε τον χρυσόν; Διατί δε βασανίζετε τον εαυτόν σας να λογαριάζετε τους τόκους και να σωρεύετε τάλαντα επί ταλάντων, ενώ ένας μόνον οβολός θα σας χρειασθή διά να έλθετε εδώ μετ' ολίγον;
ΠΟΛ. Θα τα 'πω και αυτά προς εκείνους.
ΔΙΟΓ. Αλλά και εις τους ωραίους και δυνατούς να πης, εις τον Μέγιλλον λ. χ. τον Κορίνθιον και τον Δαμόξενον τον παλαιστήν, ότι εδώ ούτε τα ξανθά μαλλιά, ούτε τα λαμπρά ή μαύρα μάτια, ή το ερύθημα του προσώπου υπάρχει πλέον μετά θάνατον, ούτε νεύρα έντονα ή ώμοι δυνατοί, αλλ' όλοι είμεθα μία και η αυτή σκόνη, ως λέγει και η παροιμία, και κρανία γυμνά, από κάθε κάλλος.
ΠΟΛ. Δεν είνε δύσκολον να 'πω και αυτά εις τους ωραίους και ισχυρούς.
ΔΙΟΓ. Και εις τους πτωχούς, ω Λάκων, — διότι πολλοί μεταξύ αυτών είνε οι λυπούμενοι διά την τύχην των και καταρώμενοι την πενίαν — λέγε να μη κλαίουν, ούτε να οδύρωνται και να διηγηθής την ισοτιμίαν η οποία επικρατεί εδώ και ότι εδώ θα ίδουν τους εκεί πλουσίους κατ' ουδέν καλλιτέρους από αυτούς. Και εις τους δικούς σου δε τους Λακεδαιμονίους να 'πης, αν θέλης, εκ μέρους μου και να τους επιπλήξης ότι εχαυνώθησαν.
ΠΟΛ. Ά, μη λες τίποτε περί των Λακεδαιμονίων, Διογένη, διότι δεν θα το ανεχθώ. Όσα όμως παρήγγειλες διά τους άλλους θα τα 'πω.
ΔΙΟΓ. Αφού το θέλεις, ας αφήσωμεν τους Λακεδαιμονίους, αλλά μη παραλείψης να 'πης εις τους άλλους όσα σου παρήγγειλα.
2. &Πλούτων ή κατά Μενίππου.&
ΚΡΟΙΣΟΣ. Δεν υποφέρομεν πλέον, ω Πλούτων, να συγκατοική με ημάς αυτός ο σκυλάνθρωπος• ώστε ή αυτόν μετάθεσε ή ημείς να μετοικήσωμεν εις άλλο μέρος.
ΠΛΟΥΤ. Τι κακόν σας κάνει αφού και αυτός είνε νεκρός όπως σεις;
ΚΡ. Οσάκις ημείς κλαίομεν και στενάζομεν, ενθυμούμενοι όσα αφήκαμεν επάνω, ο μεν Μίδας αυτός τον χρυσόν, ο δε Σαρδανάπαλος τας πολλάς απολαύσεις και εγώ τους θησαυρούς, μας περιγελά και μας υβρίζει και μας αποκαλεί ανδράποδα και καθάρματα, ενίοτε δε και τραγουδεί και ταράσσει την θλίψιν μας και κατά πάντα τρόπον είνε οχληρός.
ΠΛ. Τ' είν' αυτά που λέγουν, Μένιππε;
ΜΕΝ. Είνε αληθινά, ω Πλούτων. Τους μισώ αυτούς διότι είνε χυδαίοι και απαίσιοι. Δεν αρκεί ότι έζησαν κακώς, αλλά και αφού απέθαναν ακόμη ενθυμούνται και ποθούν τα του κόσμου• ευχαριστούμαι λοιπόν να τους πειράζω.
ΠΛ. Δεν πρέπει όμως• διότι δεν εστερήθησαν μικρά πράγματα και η λύπη των δεν είνε αδικαιολόγητος.
ΜΕΝ. Και συ, είσαι ανόητος, ω Πλούτων, και συμφωνείς με τους στεναγμούς των;
ΠΑ. Καθόλου, αλλά δεν θέλω να ερίζετε.
ΜΕΝ. Και όμως, φαυλότατοι Λυδοί και Φρύγες και Ασσύριοι, μάθετε ότι δεν θα παύσω• διότι όπου και αν θα πάτε θα σας ακολουθήσω διά να σας πειράζω, να σας ξεκουφαίνω και να σας εμπαίζω.
ΚΡ. Δεν είνε ύβρεις αυταί;
ΜΕΝ. Όχι, ύβρεις είνε εκείνα τα οποία εκάνετε σεις, αξιούντες να σας προσκυνούν, εξευτελίζοντες ανθρώπους ελευθέρους και ουδόλως ενθυμούμενοι ότι υπάρχει και θάνατος. Λοιπόν κλαίετε τώρα διότι εστερήθητε όλα εκείνα.
ΚΡ. Αλλοίμονον, εχάσαμεν πολλά και μεγάλα.
ΜΙΔ. Πόσον χρυσόν εγώ.
ΣΑΡΔ. Πόσας δε απολαύσεις εγώ.
ΜΕΝ. Λαμπρά, έτσι σας θέλω, να οδύρεσθε, εγώ δε να τραγουδώ και να σας ενθυμίζω αδιακόπως το «γνώθι σαυτόν»• διότι ταιριάζει ως επωδός εις αυτούς τους κλαυθμούς.
3. &Μενίππου, Αμφιλόχου και Τροφωνίου.&
ΜΕΝ. Σεις, ω Τροφώνιε, και Αμφίλοχε, ενώ είσθε νεκροί δεν γνωρίζω πώς σας έκτισαν ναούς και θεωρείσθε μάντεις και οι ανόητοι άνθρωποι σας νομίζουν θεούς.
ΑΜΦ. Τι πταίομεν λοιπόν ημείς εάν εκείνοι εξ ανοησίας έχουν τοιαύτας ιδέας περί νεκρών;
ΜΕΝ. Αλλά δεν θα τας είχαν, εάν σεις όταν εζήτε δεν εκάνετε αγυρτείας διά να τους πείσετε ότι προβλέπετε τα μέλλοντα και ότι δύνασθε να τα 'πήτε -εις τους ερωτώντας.
ΤΡΟΦ. Ο Αμφίλοχος απ' εδώ, ω Μένιππε, ας σου απαντήση εις αυτά, εγώ δε είμαι ήρως και δίδω χρησμούς εις εκείνους οι οποίοι κατεβαίνουν εις το σπήλαιόν μου. Φαίνεται ότι δεν επήγες ποτέ εις την Λεβαδείαν, άλλως δεν θα εδυσπίστεις προς τα λεγόμενα παρ' εμού.
ΜΕΝ. Τι λες; Εάν δεν επήγα εις την Λεβαδείαν και τυλιγμένος εις σινδόνια κατά τρόπον γελοίον, κρατών δε εις τα χέρια προσφοράν δεν εισήλθα διά του χαμηλού στομίου εις το σπήλαιον, δεν θα μου ήτο δυνατόν να γνωρίζω ότι είσαι νεκρός καθώς ημείς και μόνον κατά την αγυρτείαν διαφέρεις; Αλλά σε εξορκίζω εις την μαντικήν σου, δεν μου λες τι είνε ήρως; διότι δεν το ξέρω.
ΤΡΟΦ. Κάτι σύνθετον εξ ανθρώπου και θεού.
ΜΕΝ. Το οποίον ούτε άνθρωπος είνε, ως λέγεις, ούτε θεός και είνε και τα δύο; Τώρα δε τι απέγεινε το θείον σου ήμισυ;
ΤΡΟΦ. Ευρίσκεται εις την Βοιωτίαν, ω Μένιππε, και δίδει χρησμούς.
ΜΕΝ. Αυτό το οποίον λέγεις, ω Τροφώνιε, δεν το ξέρω• αλλ' εκείνο που βλέπω καθαρά είναι ότι είσαι καθ' ολοκληρίαν νεκρός.
4. &Ερμού και Χάρωνος.&
ΕΡΜ. Έλα να λογαριάσωμεν, αν θέλης, ω πορθμεύ, πόσα μου χρεωστείς έως τώρα, διά να μη έχωμεν πάλιν φιλονεικίας δι' αυτά.
ΧΑΡ. Ας λογαριασθούμεν, ω Ερμή. Αυτό είνε το καλλίτερον και διά την ησυχίαν μας.
ΕΡΜ. Μου παρήγγειλες και σου έφερα μίαν άγκυραν πέντε δραχμών.
ΧΑΡ. Πολλά λες.
ΕΡΜ. Μα τον Πλούτωνα, πέντε δραχμάς την ηγόρασα, και ένα σπάγγον διά τους σκαρμούς δύο οβολών.
ΧΑΡ. Λοιπόν, βάλε πέντε δραχμάς και δύο οβολούς.
ΕΡΜ. Και μίαν σακκορράφαν διά το πανί• επλήρωσα πέντε οβολούς.
ΧΑΡ. Πρόσθεσε και αυτούς.
ΕΡΜ. Σου έφερα επίσης κερί διά να φράξης του πλοιαρίου τα ανοίγματα, προσέτι δε καρφιά και σχοινί με το οποίον έκαμες την υπέραν• όλα δύο δραχμάς.
ΧΑΡ. Και αυτά εις καλήν τιμήν τα ηγόρασες.
ΕΡΜ. Αυτά είνε, εκτός αν ελησμονήσαμεν τίποτε. Πότε λοιπόν λες να μου τα πληρώσης αυτά;
ΧΑΡ. Τώρα, ω Ερμή, είνε αδύνατον• αν δε κανένα θανατικόν ή πόλεμος μας στείλη κάτω πολλούς, θα γείνη τρόπος να κερδίσω, διότι θα δύναμαι να τους γελώ εις τον λογαριασμόν των πορθμείων.
ΕΡΜ. Λοιπόν εγώ διά να πάρω όσα έχω να λαμβάνω πρέπει να εύχωμαι να συμβούν συμφοραί;
ΧΑΡ. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, ω Ερμή. Τώρα δε όπως βλέπεις μας έρχονται ολίγοι, διότι εις τον κόσμον είνε ειρήνη.
ΕΡΜ. Προτιμότερον αυτό, αν έτσι αναβάλλεται η εξόφλησις. Αλλ' ενθυμείσαι, ω Χάρων, πώς ήσαν οι παλαιοί οι οποίοι μας ήρχοντο εδώ; Όλοι ανδρείοι, καταιματωμένοι και πληγωμένοι οι περισσότεροι; Τώρα δε όποιος έρχεται ή υπό του τέκνου του εδηλητηριάσθη ή υπό της γυναικός του ή έχει πρισμένην την κοιλιάν και τα σκέλη εκ της πολυφαγίας, όλοι δε είνε ωχροί και άθλιοι, ουδόλως ομοιάζοντες προς εκείνους• και οι πλείστοι εξ αυτών φαίνεται ότι έρχονται εξ αιτίας επιβουλών διά χρήματα.
ΧΑΡ. Ναι, είνε περιπόθητον το χρήμα.
ΕΡΜ. Λοιπόν δεν μου φαίνεται ότι και εγώ έχω άδικον να σου ζητώ όσα μου οφείλεις.
5. &Πλούτωνος και Ερμού.&
ΠΛΟΥΤ. Γνωρίζεις τον γέροντα, τον πολύ γέροντα, τον πλούσιον Ευκράτην, ο οποίος δεν έχει μεν παιδιά, αλλ' έχει πεντακισμυρίους κόλακας που θέλουν να τον κληρονομήσουν;
ΕΡΜ. Ναι, λέγεις τον Σικυώνιον. Λοιπόν τι;
ΠΛΟΥΤ. Αυτόν μεν, ω Ερμή, άφησε να ζήση και μετά τα ενενήντα έτη, τα οποία έζησε και να του χαρίσης άλλα τόσα, και αν δυνατόν ακόμη περισσότερα• τους δε κόλακάς του, τον νέον Χαρίνον και τον Δάμονα και τους άλλους όλους φέρε τους εδώ κάτω το ταχύτερον.
ΕΡΜ. Αυτό θα φανή άτοπον.
ΠΛΟΥΤ. Εξ εναντίας δικαιότατον• διότι διατί αυτοί εύχονται ν' αποθάνη εκείνος και διατί θέλουν να πάρουν τα χρήματά του, χωρίς να έχουν καμμίαν συγγένειαν προς αυτόν; Και το αισχρότερον είνε ότι, ενώ επιθυμούν τον θάνατόν του, εις το φανερόν τον περιποιούνται, και όταν ασθενή, οι σκοποί των είνε φανεροί εις όλους και όμως υπόσχονται να προσφέρουν θυσίας εις τους θεούς διά την ανάρρωσίν του και παντοιοτρόπως τον κολακεύουν. Δι' αυτά αυτός μεν ας μένη εις την ζωήν, αυτοί δε ας προαποθάνουν και ας μείνουν με το στόμα ανοικτόν.
ΕΡΜ. Το αξίζουν να πάθουν αυτό το παιγνίδι διά την πανουργίαν των. Αλλά και εκείνος δεν τους εμπαίζει ολιγώτερον• τους τρέφει με ελπίδας και ενώ φαίνεται ετοιμοθάνατος αντέχει περισσότερον από τους νέους. Αυτοί δε τώρα έχουν διαιρέσει μεταξύ των την περιουσίαν του και πλουτούν με την φαντασίαν των.
ΠΛΟΥΤ. Λοιπόν αυτός μεν ας αποβάλη το γήρας και, καθώς ο Ιόλεως {13} ας επανέλθη εις την νεότητα. Αυτοί δε ας αφήσουν τας ελπίδας και τον ονειροποληθέντα πλούτον και ας έλθουν εδώ διά να τιμωρηθούν επαξίως της κακίας των.
ΕΡΜ. Μη σε μέλει, ω Πλούτων• θα τους φέρω τον ένα μετά τον άλλον• είνε δε νομίζω επτά.
ΠΛΟΥΤ. Φέρε τους, ο δε Ευκράτης ας τους θάψη όλους και από γέρος ας γείνη πάλιν έφηβος.
6. &Τερψίωνος και Πλούτωνος.&
ΤΕΡΨ. Είνε δίκαιον αυτό, Πλούτων, ν' αποθάνω εγώ εις ηλικίαν τριάκοντα ετών, ο δε γέρων Θούκριτος να ζη ακόμη, ενώ έχει περάσει τα ενεννήντα;
ΠΛΟΥΤ. Δικαιότατον, ω Τερψίων, αφού αυτός μεν ζη χωρίς να εύχεται ν' αποθάνη κανείς εκ των φίλων του, συ δε καθ' όλον τον καιρόν επεβουλεύεσο την ζωήν του, περιμένων να τον κληρονομήσης.
ΤΕΡΨ. Και δεν έπρεπε αυτός, ο οποίος είνε γέρων και δεν δύναται πλέον ν'απολαύση τον πλούτον, να φύγη εκ της ζωής και να παραχωρήση την περιουσίαν του εις τους νέους;
ΠΛΟΥΤ. Νέους νόμους θέλεις να εισαγάγης, Τερψίων, ώστε ο μη δυνάμενος να μεταχειρισθή τον πλούτον προς τέρψιν ν' αποθνήσκη• αλλ' η Μοίρα και η φύσις άλλως ώρισαν.
ΤΕΡΨ. Λοιπόν, αυτήν την τάξιν κατακρίνω• έπρεπε να γίνονται τα πράγματα ούτω πως, ώστε ο γεροντότερος ν' αποθνήσκη προτήτερα και μετ' αυτόν ο κατόπιν ερχόμενος κατά την ηλικίαν• να μη γίνεται δε καμμία παράβασις αυτού του κανόνος, και να ζη μεν ο υπέργηρως, ο οποίος έχει τρία δόντια ακόμη, μόλις βλέπει, στηρίζεται επί τεσσάρων υπηρετών διά να βαδίζη και τρέχει η μύτη του, είνε δε τσιμπλιασμένα τα μάτια του και δεν έχει πλέον καμμίαν απόλαυσιν, οι δε νέοι τον εμπαίζουν ως ζωντανόν τάφον, και ν' αποθνήσκουν προ αυτού οι ωραιότεροι και ευρωστότεροι νέοι. Αυτό είνε άνω ποταμών. Τουλάχιστον έπρεπε να γνωρίζωμεν πότε θ' αποθάνη έκαστος γέρων, διά να μη περιποιούμεθα μερικούς εξ αυτών εις μάτην. Τώρα δε συμβαίνει το λεγόμενον υπό της παροιμίας, ότι η βωδάμαξα πολλάκις σύρει τα βώδια.
ΠΛΟΥΤ. Όπως γίνονται τα πράγματα είνε λογικώτερα παρά όπως τα θέλεις συ. Διατί επιδιώκετε τα ανήκοντα εις τους άλλους και διά κολακειών προσπαθείτε να καταφέρετε τους ατέκνους γέροντας να σας υιοθετούν; Ούτω γίνεσθε γελοίοι αποθνήσκοντες προτήτερα από εκείνους και ο κόσμος διασκεδάζει διά λογαριασμόν σας• διότι όσον σεις εύχεσθε ν' αποθάνουν εκείνοι, τόσον ευχαριστούνται οι άλλοι όταν προαποθαίνετε. Είνε νέα τέχνη αυτή την οποίαν σεις επενοήσατε, ν' αγαπάτε τας γραίας και τους γέροντας, όταν είνε άτεκνοι, ν' αδιαφορήτε δε δι' αυτούς, αν έχουν τέκνα. Ούτω δε πολλοί εκ των γερόντων, εννοούντες τους σκοπούς σας και αν τύχη να έχουν τέκνα, προσποιούνται ότι τα μισούν, διά να έχουν και αυτοί την αγάπην σας. Έπειτα δε εις τας διαθήκας των, αποκλείονται μεν οι φίλοι, επικρατούν δε τα τέκνα και η φύσις, όπως είνε δίκαιον, οι δε κόλακες βλέποντες ότι εγελάσθηκαν, τρίζουν από πείσμα τα δόντια.
ΤΕΡΨ. Αυτά είνε αληθινά. Πόσα μου έφαγεν εμένα ο Θούκριτος, που εφαίνετο ότι από στιγμής εις στιγμήν θ' αποθάνη ! Οσάκις εισηρχόμην να τον ιδώ εστέναζε και εξέπεμπε κάτι τι βαθύ από το στήθος του, ως νεοσσός ατελής, ο οποίος μικροκράζει μέσα από το αυγό του. Ούτω δε εγώ νομίζων ότι μετ' ολίγον θ' αναβή επάνω εις το φέρετρον, του έστελνα πολλά δώρα, διά να συναγωνίζωμαι προς τους αντεραστάς κατά την μεγαλοδωρίαν, και πολλάκις αγρυπνούσα, σκεπτόμενος και υπολογίζων και τακτοποιών τα της κληρονομίας. Αύται αι αγρυπνίαι και αι φροντίδες έγειναν και του θανάτου μου αφορμή• ο δε γέρων αφού μου κατέπιε τόσον δόλωμα, παρέστη εις την κηδείαν μου και εγέλα διά το πάθημα μου.
ΠΛΟΥΤ. Εύγε Θούκριτε, και να ζήσης πολύ ακόμη διά να εμπαίζης τους τοιούτους• να μη αποθάνης δε πριν ή συνοδεύσης τας κηδείας όλων των κολάκων.
ΤΕΡΨ. Τώρα και εγώ θα ευχαριστηθώ πολύ, ω Πλούτων, εάν ο Χαροιάδης αποθάνη προ του Θουκρίτου.
ΠΛΟΥΤ. Να είσαι βέβαιος, Τερψίων, ότι και ο Φείδων και ο Μέλανθος και όλοι οι άλλοι θα έλθουν εδώ προ αυτού, αποστελλόμενοι υπό των ιδίων φροντίδων.
ΤΕΡΨ. Τα επιδοκιμάζω αυτά ολοψύχως. Σου εύχομαι να ζήσης πολύ, πάρα πολύ, Θούκριτε.
7. &Ζηνοφάντου και Καλλιδημίδου.&
ΖΗΝ. Συ δε, Καλλιδημίδη, πώς απέθανες; Εγώ ήμουν παράσιτος του Δεινίου και επνίγηκα διότι έφαγα πάρα πολύ• τα ξέρεις, διότι ήσουν εκεί όταν απέθανα.
ΚΑΛ. Ναι, Ζηνόφαντε. Ο δικός μου θάνατος συνέβη κατά τρόπον παράδοξον. Μήπως και συ έτυχε να γνώρισες τον γέροντα Πτοιόδωρον;
ΖΗΝ. Τον άκληρον και πλούσιον, με τον οποίον είχες πολλάς σχέσεις.
ΚΑΛ. Τον επεριποιούμην τακτικά, αυτός δε μου υπέσχετο ότι όταν μετ' ολίγον θ' απέθνησκε θα με άφινε κληρονόμον. Αλλ' επειδή το πράγμα ετράβα εις μάκρος και ο γέρων έζη περισσότερον από τον Τιθωνόν, ευρήκα ένα σύντομον δρόμον διά να φθάσω εις την κληρονομίαν• επρομηθεύθηκα δηλητήριον και έπεισα τον οινοχόον, μόλις ζητήση ο Πτοιόδωρος να πιή — πίνει δε αρκετά και άκρατον— να ρίψη εις το ποτήρι το φάρμακον, το οποίον να έχη ήδη έτοιμον• και εις αμοιβήν του υπεσχέθην με όρκον να του δώσω την ελευθερίαν του.
ΖΗΝ. Τι λοιπόν έγινε; Διότι μαντεύω ότι συνέβη κάτι πολύ παράδοξον.
ΚΑΛ. Αφού λοιπόν ελούσθημεν και εκαθήσαμεν εις το τραπέζι, ο υπηρέτης ο οποίος είχεν ήδη έτοιμα δύο ποτήρια έδωκε το μεν ένα το οποίον περιείχε το δηλητήριον εις τον Πτοιόδωρον, το δε άλλο εις εμέ. Αλλά δεν γνωρίζω πώς έγεινε το λάθος και εγώ μεν επήρα εκείνο το οποίον περιείχε το δηλητήριον, ο δε Πτοιόδωρος εκείνο το οποίον δεν είχε. Και ο μεν Πτοιόδωρος ήπιε χωρίς να πάθη τίποτε εγώ δε αμέσως έπεσα κάτω νεκρός αντί εκείνου. Πώς, γελάς, Ζηνόφαντε; Δεν κάνεις καλά να γελάς διά το δυστύχημα του φίλου σου.
ΖΗΝ. Τι να κάνω, Καλλιδημίδη; Αυτά που έπαθες είνε αστεία. Ο δε γέρων τι έκαμε;
ΚΑΛ. Κατ' αρχάς εταράχθη ολίγον διά το αιφνίδιον, έπειτα όμως εννοήσας, υποθέτω, τι συνέβη, εγέλα και αυτός διά το λάθος του οινοχόου.
ΖΗΝ. Αλλά δεν έπρεπε να πάρης το παράστρατον• από τον κανονικόν δρόμον θα ήρχετο ασφαλέστερον η κληρονομιά αν και ολίγον αργότερα.
8. &Κνήμωνος και Δαμνίππου.&
ΚΝΗΜ. Μου συνέβη εκείνο που λέγει η παροιμία• έπεσα, στο λάκκο που έσκαψα.
ΔΑΜΝ. Διατί αγανακτείς, Κνήμων;
ΚΝΗΜ. Είνε να μην αγανακτώ; Αφήκα κληρονόμον χωρίς να τον θέλω και παρέλειψα εκείνους εις τους οποίους ήθελα ν' αφήσω την περιουσίαν μου, απατηθείς κατά τρόπον ελεεινόν.
ΔΑΜΝ. Και πώς συνέβη αυτό;
ΚΝΗΜ. Επεριποιούμην τον Ερμόλαον τον πολύ πλούσιον ελπίζων εις τον θάνατόν του• και αυτός δεν εδέχετο δυσαρέστως τας περιποιήσεις μου. Ενόμισα δε ότι θα ήτο έξυπνον και συντελεστικόν εις τον σκοπόν μου να κάμω φανεράν διαθήκην με την οποίαν να τον ανακηρύττω κληρονόμον μου, διά να τον φιλοτιμήσω να κάμη και αυτός το ίδιον.
ΔΑΜΝ. Εκείνος δε τι έκαμε;
ΚΝΗΜ. Αυτός τι διαθήκην έκαμε δεν γνωρίζω• εγώ όμως απέθανα έξαφνα, διότι έπεσεν η στέγη επάνω μου, και τώρα ο Ερμόλαος έχει τα υπάρχοντά μου, σαν λαβράκι, το οποίον μαζύ με το δόλωμα εκατάπιε και το αγκίστρι.
ΔΑΜΝ. Και όχι μόνον το αγκίστρι, αλλά και σε τον ψαρράν• ώστε πραγματικώς έπεσες εις τον λάκκον που έσκαψες.
ΚΝΗΜ. Δεν το είπα; Γι' αυτό κλαίω και οδύρομαι.
9. &Σιμύλου και Πολυστράτου.&
ΣΙΜ. Επί τέλους έρχεσαι και συ, Πολύστρατε, εδώ κάτω αφού έζησες σχεδόν εκατό χρόνια;
ΠΟΛ. Ενεννήντα οκτώ, Σιμύλε.
ΣΙΜ. Και πώς επέρασες τα τριάντα τα οποία έζησες κατόπιν από εμέ;
Διότι θα ήσουν εβδομήντα περίπου ετών όταν εγώ απέθανα.
ΠΟΛ. Λαμπρά, όσον παράδοξον και αν σου φαίνεται τούτο.
ΣΙΜ. Βέβαια παράδοξον μου φαίνεται ένας γέρων ασθενής και άτεκνος προσέτι να μπορέση να ζήση ευχάριστα.
ΠΟΛ. Εν πρώτοις έκανα ό,τι ήθελα• είχα δε εις την διάθεσίν μου πολλούς ωραίους παίδας και γυναίκας χαριτωμένας και αρώματα και οίνον ανθοσμίαν και τα τραπέζια μου ήσαν πλουσιώτερα από τα Σικελικά.
ΣΙΜ. Αυτά μου φαίνονται παράδοξα, διότι σε εγνώριζα πολύ φειδωλόν.
ΠΟΛ. Θα μ' εννοήσης, φίλε μου, άμα σου πω ότι οι άλλοι επλήρωναν. Από το πρωί άρχιζαν να κτυπούν την πόρτα μου οι ενδιαφερόμενοι δι' εμέ• έπειτα δε κατέφθαναν διάφορα δώρα προερχόμενα απ' όλα τα μέρη της γης.
ΣΙΜ. Μήπως εχρημάτισες τύραννος μετά τον θάνατον μου, Πολύστρατε;
ΠΟΛ. Όχι, αλλ' είχα πολυαρίθμους εραστάς.
ΣΙΜ. Με κάνεις να γελώ• εραστάς εις την ηλικίαν σου, που έχεις ακόμη μόνον τέσσαρα δόντια;
ΠΟΛ. Μα τον Δία είχα τους αρίστους της πόλεως. Μολονότι είμαι γέρων και φαλακρός, ως βλέπεις, και έχω τσιμπλιασμένα τα μάτια και η μύτη μου τρέχει, ετρελλαίνοντο να με περιποιούνται και ήτο ευτυχής εκείνος εξ αυτών, τον οποίον και μόνον ητένιζα.
ΣΙΜ. Μήπως και συ έκαμες εις κανένα εκδούλευσιν ομοίαν προς εκείνην που έκαμε ο Φάων προς την Αφροδίτην όταν εκ Χίου την επέρασε εις την απέναντι παραλίαν και εις αμοιβήν τον έκαμε εκ νέου νέον, ωραίον και αξιέραστον;
ΠΟΛ. Όχι, αλλ' όπως είμαι ήμουν περιπόθητος.
ΣΙΜ. Αυτά είνε ακατανόητα.
ΠΟΛ. Και όμως είνε γνωστός αυτός ο έρως προς τους πλουσίους και ατέκνους γέροντας.
ΣΙΜ. Α! τώρα εννοώ ότι το κάλλος σου, θαυμάσιε Πολύστρατε, προήρχετο από την χρυσήν Αφροδίτην.
ΠΟΛ. Λοιπόν, Σιμύλε, δεν απήλαυσα ολίγα από τους εραστάς, οι οποίοι σχεδόν μ' επροσκυνούσαν• έκανα δε και νάζια πολλάκις και απέπεμπα μερικούς εξ αυτών ενίοτε, αυτοί δε συνηγωνίζοντο και προσπαθούσαν ποίος να υπερβή τον άλλον εις τας προς εμέ περιποιήσεις των.
ΣΙΜ. Επί τέλους δε πώς διέθεσες την περιουσίαν σου;
ΠΟΛ. Εις μεν το φανερόν έλεγα εις έκαστον εξ αυτών ότι θα τον αφήσω κληρονόμον μου, αυτός δε επίστευε και εγίνετο κολακευτικώτερος, αλλ' εις την αληθινήν μου διαθήκην έλεγα εις όλους ότι τους έχω γραμμένους εκεί που ξέρεις.
ΣΙΜ. Και εις την αληθινήν σου διαθήκην ποίον αφήκες κληρονόμον ή μήπως κανένα συγγενή σου;
ΠΟΛ. Ά μπα ! κληρονόμον μου έκαμα ένα νεαρόν δούλον τον οποίον είχα προσφάτως αγοράσει, ένα ωραίον Φρύγα.
ΣΙΜ. Πόσον ετών, Πολύστρατε;
ΠΟΛ. Είκοσι περίπου.
ΣΙΜ. Εννοώ τίνος είδους υπηρεσίας σου παρείχεν αυτός.
ΠΟΛ. Άξιζε περισσότερον από αυτούς να κληρονομήση αν και ήτο βάρβαρος και διεφθαρμένος. Τώρα και οι επιφανέστεροι των συμπολιτών τον περιποιούνται και τον έχουν φίλον. Εκείνος λοιπόν μ' εκληρονόμησε και τώρα συγκαταλέγεται μεταξύ των ευγενών, ξυρίζει το πρόσωπον και βαρβαρίζει εις την γλώσσαν, αλλά θεωρείται ευγενέστερος του Κόδρου, ωραιότερος του Νιρέως και συνετώτερος του Οδυσσέως.
ΣΙΜ. Αδιάφορον• ας γείνη και αρχιστράτηγος της Ελλάδος, εάν θέλη, αρκεί ότι εκείνοι οι άλλοι δεν εκληρονόμησαν.
10. &Χάρωνος, Ερμού και νεκρών διαφόρων.&
ΧΑΡ. Ακούσετε πώς είνε η κατάστασίς μας. Το πλοιάριον είνε μικρόν, ως βλέπετε, και σαθρωμένον ολίγον και κάνει από παντού νερά και με την παραμικράν κλίσιν προς τα πλάγια ημπορεί να ανατραπή και να βυθισθή, σεις δε ήλθετε τόσοι πολλοί συγχρόνως και έχετε μαζή σας τόσα πράγματα? αν λοιπόν εμβήτε με αυτά φοβούμαι μήπως μετανοήσετε και μάλιστα όσοι δεν γνωρίζετε να κολυμβάτε.
ΕΡΜ. Πώς να κάμωμεν λοιπόν διά να ταξειδεύσωμεν με ασφάλειαν;
ΧΑΡ. Θα σας 'πω• πρέπει να εισέλθετε εις το πλοίον γυμνοί και να αφήσετε όλα αυτά τα περιττά εις την ακτήν, διότι και έτσι μόλις θα σας χωρέση το πλοιάριον. Συ δε, Ερμή, πρόσεξε, να μη δεχθής πλέον κανένα εξ αυτών που να μη είνε γυμνός και να μη έχη αφήση τα πράγματά του, καθώς είπα. Να σταθής εις την αποβάθραν, να τους εξετάζης ένα ένα και να τους παραλαμβάνης αφού τους αναγκάζεις να εισέρχωνται γυμνοί.
ΕΡΜ. Καλά λέγεις και αυτό θα πράξω. —Συ ο πρώτος ποίος είσαι;
ΜΕΝ. Είμαι ο Μένιππος εγώ. Ιδού η σακκούλα μου, ω Ερμή, και η βακτηρία ερρίφθησαν εις την λίμνην• την κάπα μου ούτε καν την έφερα και έκαμα καλά.
ΕΡΜ. Πέρνα, Μένιππε, λαμπρέ άνθρωπε, και έχε την πρώτην θέσιν πλησίον του πλοιάρχου, εις το υψηλότερον μέρος του πλοίου διά να βλέπης όλους τους συμπλωτήρας. Αυτός δε ο ωμορφονιός ποίος είνε;
ΧΑΡ. Χαρμόλεως από τα Μέγαρα, ο αξιέραστος, ο οποίος διά κάθε φίλημα ελάμβανε δύο τάλαντα.
ΕΡΜ. Εκδύσου λοιπόν το κάλλος και τα χείλη μαζύ με τα φιλήματα και την κόμην την πυκνήν και το ερύθημα των παρειών και ολόκληρον το δέρμα. Καλά είσαι τώρα• είσαι ελαφρός και δύνασαι να εισέλθης. Αυτός δε εδώ που φορεί την πορφύραν και το διάδημα και έχει το βλέμμα άγριον ποίος είνε;
ΛΑΜΠ. Λάμπιχος, ο τύραννος των Γελώων.
ΕΡΜ. Διατί λοιπόν, Λάμπιχε, ήλθες με τόσας αποσκευάς;
ΛΑΜΠ. Τι, έπρεπε να έλθω γυμνός, ω Ερμή, εγώ ένας βασιλεύς;
ΕΡΜ. Βασιλεύς πλέον δεν είσαι, αλλά νεκρός• ώστε να ταφήσης αυτά.
ΛΑΜΠ. Ιδού, απέρριψα τον πλούτον.
ΕΡΜ. Και την αλαζονείαν ν' απορρίψης, Λάμπιχε, και την υπεροψίαν διότι θα δώσουν βάρος εις το πλοιάριον και τα δύο μαζή.
ΛΑΜΠ. Τουλάχιστον να μου επιτρέψης να έχω το διάδημα και τον μανδύαν.
ΕΡΜ. Όχι, αλλά και αυτά να ταφήσης.
ΛΑΜΠ. Καλά, τι άλλο; Διότι όλα τα αφήκα, ως βλέπεις.
ΕΡΜ. Και την σκληρότητα και την μωρίαν και το θράσος και την οργήν, και αυτά να ταφήσης.
ΛΑΜΠ. Ιδού είμαι γυμνός κατά το θέλημά σου.
ΕΡΜ. Πήγαινε τώρα μέσα. Συ δε ο παχύς με τας πολλάς σάρκας ποίος είσαι;
ΔΑΜ. Δαμασίας ο αθλητής.
ΕΡΜ. Ναι, φαίνεσαι• σε αναγνωρίζω, διότι σε είδα πολλάκις εις τας παλαίστρας.
ΔΑΜ. Μάλιστα, ω Ερμή. Αλλά δέξου με αφού είμαι γυμνός.
ΕΡΜ. Δεν είσαι γυμνός, φίλε μου, αφού φορείς τόσα κρέατα. Λοιπόν να ταποβάλης, διότι μόνον το έν σου πόδι εάν πατήσης εις το πλοίον θα το βυθίσης. Αλλά και τους στεφάνους τούτους να ρίψης και τα κηρύγματα {14}.
ΔΑΜ. Ιδού, είμαι γυμνός, ως βλέπεις, πραγματικώς και ισοβαρής με τους άλλους νεκρούς.
ΕΡΜ. Έτσι ελαφρός είσαι όπως πρέπει, ώστε έμβαινε. Και συ, Κράτων, άφησε τον πλούτον και την χαύνωσιν και την τρυφηλότητα• και μη φέρης μαζύ σου τα πολυτελή σου σάβανα, ούτε των προγόνων σου τα αξιώματα, εγκατάλειψε δε και την ευγένειαν και την δόξαν σου και τους τίτλους τους οποίους σου απένειμε ποτέ η πόλις και τας επιγραφάς των ανδριάντων σου και να μη ενθυμήσαι ότι σου κατεσκεύασαν μέγαν τάφον• διότι και αυτά ακόμη βαρύνουν αν τα ενθυμήσαι.
ΚΡΑΤ. Θα τα απορρίψω αν και ακουσίως• διότι τι δύναμαι να κάμω;
ΕΡΜ. Μπα! μπα! Συ δε ο ωπλισμένος τι θέλεις; Και διατί φέρεις αυτό το τρόπαιον;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Διότι ενίκησα, ω Ερμή, και ηνδραγάθησα και η πόλις με ετίμησε.
ΕΡΜ. Άφησε το εδώ το τρόπαιον διότι εις τον Άδην επικρατεί ειρήνη και δεν υπάρχει ανάγκη όπλων. Αυτός δε ο σοβαρός το ήθος και αγέρωχος, ο έχων τα φρύδια σηκωμένα, ο οποίος φαίνεται βυθισμένος εις σκέψεις και έχει δάσος από γένεια;
ΜΕΝΙΠ. Είνε κάποιος φιλόσοφος, ω Ερμή, ή μάλλον αγύρτης και γεμάτος από ψεύδη, ώστε γδύσε τον και αυτόν και θα 'δης πολλά και γελοία κρυπτόμενα κάτω από το ένδυμά του.
ΕΡΜ. Απόβαλε πρώτον την σοβαρότητα του ήθους και έπειτα όλα τα άλλα. ω Ζευ, πόσην αλαζονείαν φέρει μαζύ του, πόσην δε αμάθειαν και φιλονεικίαν και ματαιοδοξίαν και ερωτήσεις αινιγματώδεις και λόγους σκοτεινούς και εννοίας πολυπλόκους• αλλά και ματαιοπονίαν πάρα πολλήν και όχι ολίγην κενολογίαν και φλυαρίαν και μικρολογίαν, βλέπω δε να έχη και χρυσόν και ηδυπάθειαν και αναισχυντίαν και οργήν και τρυφηλότητα• τα βλέπω αυτά αν και με ιδιαιτέραν φροντίδα τα κρύπτεις. Άφησε δε και το ψεύδος και την έπαρσιν και την ιδέαν ότι είσαι καλλίτερος των άλλων διότι αν εισέλθης με όλα αυτά ποίον πλοίον με πενήντα κουπιά δύναται να σε χωρέση;
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ. Τα αφίνω λοιπόν αυτά, αφού ούτω διατάσσεις.
ΜΕΝ. Αλλά και τα γένεια αυτά ν' αφήση, ω Ερμή, διότι είνε πυκνά και βαρειά, ως βλέπεις. Έχουν τουλάχιστον πέντε μνων τρίχας.
ΕΡΜ. Καλά λέγεις- άφησε και αυτά.
ΦΙΛ. Και ποιος θα μου τα κουρεύση;
ΕΡΜ. Ο Μένιππος απ' εδώ ας πάρη ένα πέλεκυν ναυπηγικόν και αφού στηρίξη το πηγούνι του επί της αποβάθρας ας του τα κόψη.
ΜΕΝ. Όχι, ω Ερμή, αλλά πριόνι δόσε μου• διότι αυτό θα είνε αστειότερον.
ΕΡΜ. Ο πέλεκυς θα είνε αρκετός. Λαμπρά, τώρα είσαι ανθρωπινώτερος, αφού απέβαλες αυτήν την τραγίσιαν βρώμαν.
ΜΕΝ. Θέλεις να του κόψω ολίγον και από τα φρύδια;
ΕΡΜ. Μάλιστα, διότι δεν γνωρίζω πώς κατορθώνει να τα σηκώνη υψηλότερα από το μέτωπον. Μπα! κλαίεις, κάθαρμα, και φοβείσαι τον θάνατον; Έλα, έλα, πήγαινε μέσα.
ΜΕΝ. Κάτι τι ακόμη το βαρύτερον απ' όλα κρύπτει υπό την μασχάλην του.
ΕΡΜ. Τι, ω Μένιππε;
ΜΕΝ. Την κολακείαν, ω Ερμή, η οποία πολύ του εχρησίμευσε εις την ζωήν.
ΦΙΛ. Λοιπόν και συ, ω Μένιππε, άφησε την ελευθερίαν, την ελευθεροστομίαν, την αναισθησίαν προς την λύπην και το θάρρος και τον γέλωτα• διότι συ μόνος εξ όλων γελάς εδώ.
ΕΡΜ. Όχι. Αλλά κράτησέ τα αυτά• διότι -είνε ελαφρά -και πολύ ευκολοσήκωτα και χρήσιμα εις το ταξείδι. Και συ δε, ρήτωρ, άφησε την τόσην απεραντολογίαν και την πληθώραν των λόγων, τας αντιθέσεις και τας παρομοιώσεις, τας στρογγυλάς περιόδους και τους βαρβαρισμούς και τα άλλα βάρη των λόγων.
ΡΗΤ. Ιδού, τα αφίνω.
ΕΡΜ. Καλά. Ώστε τώρα λύσε τα σχοινιά, ας τραβήξωμεν την σκάλαν, ας ανελκυσθή η άγκυρα, τέντωσε το πανί και κανόνισε το τιμόνι• και τώρα καλό ταξείδι. Αλλά τι έχετε και κλαίετε, ανόητοι, και μάλιστα συ ο φιλόσοφος, του οποίου προ ολίγου εκλαδέψαμεν τα γένεια;
ΦΙΛ. Διότι, ω Ερμή, ενόμιζα ότι η ψυχή ήτο αθάνατος.
ΜΕΝ. Ψεύδεται• δι' άλλα πράγματα λυπείται.
ΕΡΜ. Ποία;
ΜΕΝ. Ότι δεν θα καθήση πλέον εις πολυτελή γεύματα, ούτε θα εξέρχεται την νύκτα κρυφά και σκεπάζων την κεφαλήν με το ένδυμά του θα περιέρχεται τα χαμαιτυπεία, την δε ημέραν θα εξαπατά τους νέους με την δήθεν σοφίαν του και θα τους φορολογή• δι' αυτά λυπείται.
ΦΙΛ. Και συ, Μένιππε, δεν λυπείσαι διότι απέθανες;
ΜΕΝ. Πώς; Εγώ έτρεξα εις τον θάνατον χωρίς κανείς να με καλέση {15} Αλλ' ενώ ομιλούμεν, δεν σας φαίνεται ότι έρχεται μία βοή ως να φωνάζουν άνθρωποι από την γην;
ΕΡΜ. Ναι, ω Μένιππε, και δεν έρχεται μόνον από ένα μέρος αυτός ο θόρυβος• αλλ' άλλοι μεν συνήλθον εις την συνέλευσιν του λαού χαρούμενοι και γελούν διά τον θάνατον του Λαμπίχου, ενώ αι γυναίκες συνέλαβον την γυναίκα του και τα μικρά του τέκνα λιθοβολούνται υπό των παιδίων. Αλλού χειροκροτούν τον Ρήτορα Διόφαντον ο οποίος εξεφώνησεν εις την Σικυώνα τον επιτάφιον αυτού του Κράτωνος. Αλλ' ακούω, μα τον Δία, και την μητέρα του Δαμασίου, η οποία κλαίει και μοιρολογεί με άλλας γυναίκας τον Δαμασίαν, Μόνον σε, ω Μένιππε, δεν κλαίει κανείς, αλλά σε αφίνουν μόνον και ήσυχον.
ΜΕΝ. Όχι δα• μετ' ολίγον θ' ακούσης τα σκυλιά να κλαίουν συγκινητικώτατα δι' εμέ και τα κοράκια να κτυπούν τα πτερά των, όταν θα συναχθούν να με θάψουν.
ΕΡΜ. Είσαι γενναίος, Μένιππε. Αλλ' επειδή εφθάσαμεν, σεις μεν πηγαίνετε εις το δικαστήριον, ακολουθούντες αυτόν τον ίσιον δρόμον, εγώ δε και ο Χάρων θα επιστρέψωμεν να φέρωμεν άλλους.
ΜΕΝ. Καλό ταξείδι, ω Ερμή• ας προχωρήσωμεν δε και ημείς. Αλλά διατί διστάζετε και βραδύνετε; Ν' αποφύγωμεν την δίκην δεν είνε δυνατόν, λέγουν δε ότι αι καταδίκαι είνε βαρείαι, τροχοί και λίθοι βαρείς και γύπες• θ' αποκαλυφθή δε καθενός η ζωή λεπτομερώς.
11. &Κράτητος και Διογένους.&
ΚΡΑΤ. Εγνώριζες, Διογένη, τον Μοίριχον τον πλούσιον, τον πολύ πλούσιον, από την Κόρινθον, ο οποίος είχε τα πολλά πλοία και του οποίου ανεψιός ήτο ο Αριστέας, πλούσιος και αυτός; ο οποίος συνήθιζε να λέγη το του Ομήρου:
ή μ' ανάειρ' ή εγώ σε {16}
ΔΙΟΓ. Διατί;
ΚΡΑΤ. Επεριποιούντο ο είς τον άλλον χάριν της κληρονομίας, διότι ήσαν ομήλικοι και τας διαθήκας των συνέταξαν φανερά• και ο μεν Μοίριχος άφινε τον Αριστέα κληρονόμον, εάν θ' απέθνησκε προ αυτού, τον Μοίριχον δε ο Αριστέας, εάν αυτός ανεχώρει προτήτερα. Αυτά έγραφαν και συνηγωνίζοντο εις τας κολακείας και τας περιποιήσεις. Οι δε μάντεις, και εκείνοι οι οποίοι από την κίνησιν των άστρων συμπεραίνουν το μέλλον και εκείνοι οίτινες το εξηγούν από τα όνειρα, όπως οι Χαλδαίοι, αλλά και αυτός ο Πύθιος Απόλλων οτέ μεν εις τον Αριστέα προέλεγον ότι θα επιζήση, οτέ δε εις τον Μοίριχον, και τα τάλαντα άλλοτε μεν έγερναν προς το μέρος του ενός, άλλοτε δε προς το μέρος του άλλου.
ΔΙΟΓ. Και το πράγμα πώς ετελείωσε, Κράτη; διότι ενδιαφέρομαι να το ακούσω.
ΚΡΑΤ. Και οι δύο απέθαναν την αυτήν ημέραν, αι δε κληρονομίαι περιήλθαν εις τον Ευνόμιον και τον Θρασυκλέα, συγγενείς οι οποίοι ουδέποτε εφαντάζοντο ότι θα εκληρονόμουν. Θείος και ανεψιός ταξειδεύοντες από Σικυώνος εις Κίρραν, κατελήφθησαν εις το μέσον του πορθμού υπό σφοδρού βορειοδυτικού, ο οποίος, τους ανέτρεψε και τους εβύθισε.
ΔΙΟΓ. Καλά έπαθαν. Ημείς δε όταν εζούσαμεν δεν είχαμεν τοιαύτας ιδέας μεταξύ μας• ούτε εγώ ευχήθηκα ποτέ ν' αποθάνη ο Αντισθένης διά να κληρονομήσω την βακτηρίαν του—είχε δε μίαν πολύ δυνατήν από αγριεληάν — ούτε συ, νομίζω, Κράτη, επεθύμεις ν' αποθάνω διά να κληρονομήσης τα κτήματά μου, το πιθάρι και την σακκούλαν, η οποία περιείχε δύο χοίνικας λούπινα.
ΚΡΑΤ. Διότι δεν είχα καμμίαν ανάγκην από αυτά, αλλ' ούτε και συ,
Διογένη. Όσα μας εχρειάζοντο τα εκληρονομήσαμεν, συ από τον
Αντισθένην και εγώ από σε, τα οποία είνε πολύ μεγαλείτερα και
ευγενέστερα από το βασίλειον των Περσών.
ΔΙΟΓ. Ποία εννοείς;
ΚΡΑΤ. Την σοφίαν, την ολιγάρκειαν, την αλήθειαν, την ειλικρίνειαν και την ελευθερίαν.
ΔΙΟΓ. Ναι, ενθυμούμαι ότι αυτόν τον πλούτον εκληρονόμησα από τον
Αντισθένην και εις εσέ αφήκα έτι περισσότερα.
ΚΡΑΤ. Οι άλλοι όμως δεν απέδιδαν σημασίαν εις αυτά τα κτήματα και κανείς δεν μας επεριποιείτο με την ελπίδα της κληρονομίας, αλλ' όλοι απέβλεπαν εις το χρήμα.
ΔΙΟΓ. Ευλόγως, διότι δεν είχαν πού να φυλάξουν τα δικά μας αγαθά. Από τας απολαύσεις ήσαν διάτρητοι, καθώς τα σάπια βαλάντια• ώστε και αν συνέβαινε να εισαγάγη κανείς εις αυτούς σοφίαν ή ελευθεροστομίαν και αλήθειαν εξέφευγεν αμέσως και κατέρρεε, καθότι ο πυθμήν δεν ηδύνατο να υποβαστάση• δήλα δή κάτι ανάλογον με εκείνο το οποίον παθαίνουν αι θυγατέρες του Δαναού που προσπαθούν να γεμίσουν το τρύπιο πιθάρι• τον χρυσόν όμως εφύλατταν με δόντια και νύχια και με πάντα τρόπον.
ΚΡΑΤ. Λοιπόν ημείς μεν θα έχωμεν και εδώ τον πλούτον μας, αυτοί δε θα έλθουν με ένα μόνον οβολόν και αυτόν μέχρις ου πληρώσουν τον πορθμέα.
12. &Αλεξάνδρου, Αννίβου, Μίνωος και Σκηπίωνος.&
ΑΛΕΞ. Εγώ πρέπει να προτιμηθώ από σε, Αφρικανέ• διότι είμαι καλλίτερός σου.
ΑΝ. Όχι δα, εγώ.
ΑΛΕΞ. Λοιπόν ο Μίνως ας δικάση.
ΜΙΝ. Πρώτον ειπέτε μου ποίοι είσθε.
ΑΛΕΞ. Αυτός μεν εδώ είνε ο Αννίβας ο Καρχηδόνιος, εγώ δε Αλέξανδρος ο υιός του Φιλίππου.
ΜΙΝ. Αληθώς είσθε ένδοξοι και οι δύο. Αλλά διατί φιλονεικείτε;
ΑΛΕΞ. Περί πρωτείων, διότι αυτός εδώ διατείνεται ότι υπήρξε στρατηγός καλλίτερος από εμέ, εγώ δε, καθώς όλοι γνωρίζουν όχι μόνον αυτού, αλλ' όλων σχεδόν των προ εμού υπήρξα ανώτερος εις τους πολέμους.
ΜΙΝ. Λοιπόν έκαστος ιδιαιτέρως ας ομιλήση, συ δε πρώτος ο Αφρικανός έχεις τον λόγον.
ΑΝ. Τούτο, ω Μίνω, εκέρδισα εδώ κάτω ότι έμαθα και την Ελληνικήν γλώσσαν,{17} ώστε ουδέ κατά τούτο δύναται ούτος να με υπερβάλη. Φρονώ δε μάλιστα ότι εκείνοι προ πάντων είνε αξιέπαινοι όσοι δεν ήσαν εξ αρχής τίποτε και όμως διά των ιδίων προσπαθειών και της ευφυίας των προώδευσαν μεγάλως, εδοξάσθησαν και εκρίθησαν άξιοι να ανατεθή εις αυτούς η αρχή. Εγώ λοιπόν με ολίγους εκστρατεύσας εις την Ιβηρίαν ως υπαρχηγός του αδελφού μου, εκρίθην άξιος και μου ανετέθησαν τα μεγαλείτερα αξιώματα• και όχι μόνον τους Κελτίβηρας υπέταξα και τους Γαλάτας ενίκησα τους προς δυσμάς κατοικούντας, αλλ' υπερβάς και τα μεγάλα όρη τα πέριξ του Ιριδανού, επέδραμα εις όλας τας εκείθεν χώρας, κατέστρεψα τόσας πόλεις και την πεδινήν Ιταλίαν υπέταξα και μέχρι των προαστείων της πρωτευούσης πόλεως έφθασα και τόσους εφόνευσα εντός μιας ημέρας, ώστε τα δακτυλίδια των εμετρήθησαν με μεδίμνους και τους ποταμούς εγεφύρωσα με νεκρούς. Και ταύτα πάντα έπραξα, χωρίς ούτε του Άμμωνος υιός να λέγωμαι, ούτε να προσποιούμαι ότι είμαι θεός ή να διηγούμαι όνειρα της μητρός μου, αλλ' ωμολόγουν ότι είμαι άνθρωπος και είχα αντιπάλους τους συνετωτέρους των στρατηγών, και κατά των μαχιμωτέρων στρατιωτών επολέμησα• δεν ενίκησα Μήδους και Αρμενίους οίτινες έφευγον πριν τους καταδιώξη κανείς και παρέδιδαν ευθύς την νίκην εις εκείνον ο οποίος είχεν ολίγην τόλμην. Ο Αλέξανδρος δε εύρων έτοιμον κράτος από τον πατέρα του ηύξησε την δύναμίν του και πάρα πολύ εξέτεινε τα όριά του με την βοήθειαν της τύχης. Αφού δε ενίκησε και τον ελεεινόν εκείνον Δαρείον εις τον Ισσόν και τα Άρβηλα κατετρόπωσε, απαρνηθείς τα πάτρια ήθη, είχε την αξίωσιν να προσκυνήται και τα ήθη των Μήδων προσέλαβε και εφόνευε τους φίλους του κατά τα συμπόσια και μόνος εξετέλει τας θανατικάς του καταδίκας. Εγώ δε εκυβέρνησα με δικαιοσύνην την πατρίδα μου, και όταν μ' εκάλεσε, διότι οι εχθροί κατέπλευσαν με στόλον μέγαν εις την Αφρικήν, ευθύς υπήκουσα και ως απλούς πολίτης προσεφέρθην εις την υπεράσπισίν της• και όταν κατεδικάσθην αγογγύστως υπέφερα την καταδίκην. Τοιαύτα δε έπραξα, ενώ είμαι βάρβαρος και άγευστος της Ελληνικής παιδείας και ούτε τας Ραψωδίας του Ομήρου γνωρίζω απ' έξω όπως αυτός, ούτε τον σοφόν Αριστοτέλη είχα διδάσκαλον, τα πάντα δε οφείλω εις την ευφυίαν μου. Και δι' αυτά υποστηρίζω ότι είμαι καλλίτερος του Αλεξάνδρου. Εάν δε αυτός είνε καλλίτερος, διότι φέρει περί την κεφαλήν βασιλικόν διάδημα, ίσως μεν εις τους Μακεδόνας φαίνεται τούτο σπουδαίον, πραγματικώς όμως δεν είνε διά τούτο καλλίτερος γενναίου και στρατηγικού ανδρός, ο οποίος ανεδείχθη μάλλον διά της αξίας του παρά διά της τύχης.
ΜΙΝ: Δεν ωμίλησεν άσχημα, ουδέ ως θα επερίμενε κανείς από ένα
Αφρικανόν. Συ δε, Αλέξανδρε, τι απαντάς εις αυτά;
ΑΛΕΞ. Έπρεπεν, ω Μίνω, να μη απαντήσω τίποτε προς άνθρωπον τόσον αυθάδη• διότι αρκεί και μόνον η φήμη διά να σε πληροφορήση ποίος μεν βασιλεύς υπήρξα εγώ, τι δε ληστής ήτο αυτός. Αλλ' όμως άκουσε διά να ίδης πόσον ανώτερος αυτού υπήρξα. Νέος ακόμη ανέλαβα την εξουσίαν και ανήλθα εις θρόνον σαλευόμενον, και κατεδίωξα τους φονείς του πατρός μου• αφού δε εστερέωσα την εξουσίαν μου εις την Μακεδονίαν και κατεπτόησα την Ελλάδα διά της καταστροφής των Θηβών και ανεκηρύχθην στρατηγός υπό των Ελλήνων, δεν ηρκέσθην να βασιλεύω επί των Μακεδόνων και δεν περιωρίσθην εις όσα ο πατήρ μου μού αφήκε, αλλ' απεφάσισα να υποτάξω όλην την γην και εθεώρουν ως αποτυχίαν εάν δεν κατώρθωνα να γείνω κύριος όλου του κόσμου. Έχων δε ολιγάριθμον στρατόν εισέβαλα εις την Ασίαν και εις τον Γρανικόν ενίκησα μεγάλην νίκην και υποτάξας την Λυδίαν την Ιωνίαν και Φρυγίαν, από νίκης εις νίκην έφθασα μέχρι του Ισσού, όπου μ' επερίμενεν ο Δαρείος με πολλάς μυριάδας στρατού• γνωρίζετε δε, Μίνω, πόσους νεκρούς σας έστειλα εντός μιας ημέρας, διότι λέγεται ότι το πορθμείον δεν ήρκεσε και ο Χάρων ηναγκάσθη να κατασκευάση σχεδίας διά να περάση τους περισσοτέρους. Και εις τας μάχας αυτάς εμαχόμην μεταξύ των πρώτων και δεν απέφευγα τα τραύματα. Και διά να μη σου διηγούμαι όσα έπραξα εις την Τύρον και εις τα Άρβηλα, περιορίζομαι να σου είπω ότι και μέχρι των Ινδιών έφθασα και τον Ωκεανόν έκαμα όριον του κράτους μου και τους ελέφαντας των Ινδών εκυρίευσα και τον Πώρον αιχμαλώτισα. Υπερβάς δε τον Τάναϊν, ενίκησα εις μεγάλην ιππομαχίαν και τους Σκύθας, πολεμιστάς όχι ευκαταφρονήτους, και τους φίλους ευηργέτησα και τους εχθρούς εξεδικήθην. Εάν δε οι άνθρωποι με ενόμιζον θεόν, είνε συγγνωστοί διότι εκ του μεγέθους των πράξεών μου επίστευσαν τοιούτον τι περί εμού. Επί τέλους εγώ μεν απέθανα βασιλεύς, αυτός δε εξόριστος πλησίον του Βιθυνού Προυσία, όπως ήξιζεν εις ένα τόσω πανούργον και σκληρόν άνθρωπον. Πώς δε ενίκησε τους Ιταλούς είνε γνωστόν? δεν τους ενίκησε με την δύναμιν, αλλά με πονηρίαν και απιστίαν και δόλους, με τίποτε δε νόμιμον και φανερόν. Επειδή δε κατηγόρησε τον τρυφηλόν μου βίον, φαίνεται ότι ελησμόνησε τι έπραττεν εις την Καπύην, συγκυλιόμενος με εταίρας και κατατρίβων εις διασκεδάσεις ο ανόητος καιρόν τον οποίον έπρεπε να χρησιμοποίηση εις τον πόλεμον. Εγώ δε θεωρήσας ασήμαντα τα προς δυσμάς μέρη, εστράφην μάλλον προς ανατολάς• διότι τι μέγα κατόρθωμα θα ήτο αν υπέτασσα αναιμωτεί την Ιταλίαν και εκυρίευα την Αφρικήν και τα μέχρι Γαδείρων μέρη; Αλλά δεν μου εφάνησαν αξιοπολέμητα τα μέρη ταύτα τα οποία μ' έτρεμαν ήδη και κύριον με ανεγνώριζαν. Αυτά είχα να είπω, συ δε, Μίνω, δίκασε• διότι αρκετά είνε και αυτά εκ των πολλών τα οποία ηδυνάμην να επικαλεσθώ.
ΣΚΗΠ. Παρακαλώ να μη αποφασίσης πριν ακούσης και εμέ.
ΜΙΝ. Ποίος είσαι συ και πόθεν έρχεσαι;
ΣΚΗΠ. Ρωμαίος στρατηγός, το όνομα Σκηπίων, ο οποίος κατέστρεψα την
Καρχηδόνα και ενίκησα τους Αφρικανούς εις μεγάλας μάχας.
ΜΙΝ. Λοιπόν τι έχεις να 'πης και συ;
ΣΚΗΠ. Λέγω ότι είμαι κατώτερος του Αλεξάνδρου, αλλά καλλίτερος από τον Αννίβαν, αφού τον ενίκησα και τον ηνάγκασα να φύγη ατίμως. Δεν είνε λοιπόν αναίσχυντος αυτός, ο οποίος συγκρίνεται προς τον Αλέξανδρον, προς τον οποίον ούτε εγώ ο Σκηπίων, ο οποίος τον ενίκησα, τολμώ να παραβάλλομαι;
ΜΙΝ. Μα τον Δία, πολύ σωστά τα λέγεις Σκηπίων ώστε πρώτος μεν αναγνωρίζεται ο Αλέξανδρος, έπειτα δε συ, και κατόπιν, αν θέλης, ας είνε τρίτος ο Αννίβας, αφού και αυτός δεν είνε ευκαταφρόνητος.
13. &Διογένους και Αλεξάνδρου.&
ΔΙΟΓ. Τι βλέπω, Αλέξανδρε, και συ απέθανες καθώς όλοι ημείς;
ΑΛΕΞ. Το βλέπεις, Διογένη• δεν είνε δε παράδοξον ότι απέθανα αφού ήμουν άνθρωπος.
ΔΙΟΓ. Λοιπόν ο Άμμων εψεύδετο όταν έλεγε ότι ήσο υιός του, ενώ συ είσαι του Φιλίππου;
ΑΛΕΞ. Εννοείται, του Φιλίππου• διότι αν ήμουν του Άμμωνος δεν θ' απέθνησκα.
ΔΙΟΓ. Και όμως και διά την Ολυμπιάδα ελέγοντο παρόμοια, ότι τάχα ένας ο δράκων συνευρίσκετο με αυτήν και ούτως εγεννήθης, ο δε Φίλιππος ηπατάτο νομίζων ότι ήσο παιδί του.
ΑΛΕΞ. Και εγώ τ' ήκουα αυτά, όπως συ, αλλά τώρα βλέπω ότι ούτε η μητέρα μου, ούτε οι Αμμώνιοι προφήται έλεγαν σωστά πράγματα.
ΔΙΟΓ. Τα ψεύδη των όμως σου εχρησίμευσαν εις τους σκοπούς σου, διότι πολλοί υπέκυψαν εις εσέ επειδή σ' ενόμιζαν θεόν. Αλλά δεν μου λες εις ποίον αφήκες την τόσην σου εξουσίαν;
ΑΛΕΞ. Δεν γνωρίζω, Διογένη• διότι δεν επρόφθασα να σκεφθώ τίποτε περί της διαδοχής• μόνον όταν απέθνησκα έδωσα το δακτυλίδι μου. εις τον Περδίκαν. Αλλά διατί γελάς, Διογένη;
ΔΙΟΓ. Διατί άλλο παρά διότι ενθυμήθηκα τα όσα έκαναν οι Έλληνες όταν κατ’ αρχάς ανέλαβες την εξουσίαν, κολακεύοντές σε και ανακηρύττοντες προστάτην και στρατηγόν κατά των βαρβάρων; Μερικοί δε σε κατέταξαν και μεταξύ των δώδεκα θεών και σου ανήγειραν ναούς και σου προσέφερον θυσίας, ως υιού δράκοντος. Αλλ' ειπέ μου πού σ' έθαψαν οι Μακεδόνες;
ΑΛΕΞ. Ακόμη ευρίσκομαι εις την Βαβυλώνα και έχουν περάσει τριάντα ημέρες από του θανάτου μου• υπόσχεται δε ο Πτολεμαίος ο υπασπιστής μου, άν ποτε του δώσουν καιρόν οι περισπασμοί τους οποίους έχει κατ' αυτάς, να με μεταφέρη εις την Αίγυπτον και να με θάψη εκεί διά να γείνω είς εκ των Αιγυπτίων θεών.
ΔΙΟΓ. Θέλεις λοιπόν να μη γελώ, Αλέξανδρε, όταν σε βλέπω και εις τον Άδην ακόμη να λες ανοησίας και να ελπίζης ότι θα γείνης Άνουβις ή Όσιρις; Αλλ' αυτά μη τα ελπίζης, ω θειότατε, διότι είνε αδύνατον, άμα μίαν φοράν κανείς περάση την λίμνην και την πύλην του Άδου, - να επιστρέψη• ούτε ο Αιακός είνε αμελής, ούτε τον Κέρβερον δύναται κανείς να περιφρονήση. Αλλ' ευχαρίστως θα ήκουα παρά σου πώς υποφέρεις όταν σκέπτεσαι πόσην ευτυχίαν αφήκες εις την γην και ήλθες εδώ, τους σωματοφύλακας και υπασπιστάς και σατράπας και τόσα πλούτη και έθνη τα οποία σ' επροσκυνούσαν και την Βαβυλώνα και τα Βάχτρα και τους ελέφαντας και την τιμήν και την δόξαν και την εντύπωσιν την οποίαν έκανες όταν εξήρχεσο με την λευκήν ταινίαν περί την κεφαλήν και με την πορφύραν. Δεν σε λυπεί η ανάμνησις όλων αυτών; Διατί κλαίεις, ανόητε; Δεν σ' εδίδαξεν ο σοφός Αριστοτέλης ουδέ αυτό, να μη νομίζης ασφαλή τα δώρα της τύχης;
ΑΛΕΞ. Ο σοφός; Αυτός ήτο ο αχρειέστατος εξ όλων των κολάκων. Εγώ μόνον γνωρίζω τι ήτο ο Αριστοτέλης, πόσα μου εζήτησε, τι μου έγραφε, πόσον κατεχράτο την αγάπην μου προς την παιδείαν, κολακεύων και επαινών με άλλοτε μεν διά το κάλλος μου, το οποίον όπως έλεγε αποτελεί μέρος του αγαθού, άλλοτε δε διά τας πράξεις και τα πλούτη μου. Διότι και τον πλούτον εθεώρει αγαθόν, διά να μη εντρέπεται να λαμβάνη και αυτός, εξ αυτού. Ήτο υποκριτής άνθρωπος, Διογένη, και πανούργος• και τούτο εκέρδισα από την σοφίαν του, ότι λυπούμαι, ως διά την απώλειαν μεγίστων ευτυχημάτων, δι' εκείνα τα οποία, ανέφερες προ ολίγου.
ΔΙΟΓ. Ξέρεις τι πρέπει να κάμης; Θα σου συμβουλεύσω ένα φάρμακον κατά της λύπης. Επειδή εδώ κάτω δεν φύεται ελλέβορος {18}, πήγαινε εις το νερόν της Λήθης και πίνε και ξαναπίνε και μη βαρεθής να πίνης• διότι τοιουτοτρόπως θα παύσης να λυπάσαι διά τα αγαθά του Αριστοτέλους. Αλλά βλέπω τον Κλείτον και τον Καλλισθένην και άλλους πολλούς να τρέχουν κατ' επάνω σου, προφανώς διά να σε κατασπαράξουν και να εκδικηθούν δι' όσα τους έκαμες• ώστε τράβα από τον άλλον αυτόν δρόμον και πίνε, ως σου είπα, πολλάκις.
14. &Φιλίππου και Αλεξάνδρου.&
ΦΙΛ. Τώρα, Αλέξανδρε, δεν δύνασαι ν'αρνηθής πλέον ότι είσαι υιός μου, διότι αν ήσουν του Άμμωνος, δεν θ' απέθνησκες.
ΑΛΕΞ. Ουδ' εγώ το ηγνόουν, πατέρα, ότι ήμουν υιός Φιλίππου του Αμύντου, αλλά παρεδέχθην το μάντευμα διότι το ενόμιζα ότι ήτο χρήσιμον εις τους σκοπούς μου.
ΦΙΛ. Τι λέγεις; Σου εφαίνετο χρήσιμον ν' αφίνης να σε εξαπατούν οι προφήται;
ΑΛΕΞ. Δεν λέγω αυτό, αλλ' οι βάρβαροι κατεπτοήθησαν και δεν μου ανθίστατο πλέον κανείς εξ αυτών, διότι ενόμιζαν ότι επολέμουν προς θεόν και ούτω ευκολώτερα τους υπέτασσα.
ΦΙΛ. Και ποίους υπέταξες, οι οποίοι να είνε άνδρες πολεμικοί; Πάντοτε είχες να κάμης με δειλούς, οι οποίοι ήσαν ωπλισμένοι με παιδικά τόξα και ασπίδας γελοίας, πλεκτάς από λιγαριές. Το δύσκολον ήτο να νικήσης τους Έλληνας, τους Βοιωτούς και Φωκείς και Αθηναίους, το πεζικόν των Αρκάδων και το ιππικόν των Θεσσαλών, τους ακοντιστάς των Ηλείων και τους πελταστάς των Μαντινέων, και να υποτάξης τους Θράκας ή τους Ιλλυριούς και τους Παίονας• αυτά θα ήσαν σπουδαία κατορθώματα. Αλλά διά τους Μήδους και τους Πέρσας και Χαλδαίους, άνδρας φορούντας χρυσά ενδύματα και τρυφηλούς, δεν γνωρίζεις ότι προ σου δεκακισχίλιοι Έλληνες μετά του Κλεάρχου μεταβάντες τους ενίκησαν και δεν επερίμεναν να συμπλακούν, αλλ' ετράπησαν εις φυγήν πριν ακόμη τους φθάσουν τα βέλη των Ελλήνων;
ΑΛΕΞ. Αλλ' οι Σκύθαι, πατέρα, και οι ελέφαντες των Ινδών δεν είνε ευκολονίκητοι, και όμως τους ενίκησα χωρίς να προκαλέσω μεταξύ των διαιρέσεις και χωρίς διά προδοσιών ν' αγοράσω τας νίκας• ούτε επιόρκησα ποτέ, ούτε παρέβην τας υποσχέσεις μου ή έπραξα καμμίαν απιστίαν διά να νικήσω. Και από τους Έλληνας δε άλλους μεν χωρίς πόλεμον υπέταξα, τους δε Θηβαίους ίσως έμαθες πώς μετεχειρίσθην.
ΦΙΛ. Τα γνωρίζω αυτά όλα• μου τα ανέφερεν ο Κλείτος, τον οποίον συ εφόνευσες διά της λόγχης κατά το γεύμα, διότι ετόλμησε να συγκρίνη μετ' επαίνου τας πράξεις μου προς τας ιδικάς σου. Λέγουν δε ότι αφήκες και το Μακεδονικόν ένδυμα και εφόρεσες Περσικόν κάνδυν και τιάραν ορθήν επί της κεφαλής, και είχες την αξίωσιν να σε προσκυνούν οι Μακεδόνες, άνδρες ελεύθεροι, και, το γελοιωδέστερον εξ όλων, εμιμείσο τους τρόπους των νικημένων. Παραλείπω όσα άλλα έπραξες, που έρριψες εις κλωβόν λεόντων ανθρώπους πεπαιδευμένους, και τους γάμους τους οποίους ετέλεσες και την υπερβολικήν σου αγάπην προς τον Ηφαιστίωνα. Έν μόνον εξ όσων ήκουσα περί σου επήνεσα, ότι εσεβάσθης την γυναίκα του Δαρείου, αν και ήτο ωραία, και επεριποιήθης την μητέρα και τας θυγατέρας του• τοιαύτη διαγωγή είνε πράγματι βασιλική.
ΑΛΕΞ. Και δεν επαινείς, πατέρα, την αδιαφορίαν μου προς τους κινδύνους και το ότι όταν επολέμουν κατά των Οξυδρακών πρώτος ανέβηκα εις το τείχος και έλαβα τόσα τραύματα;
ΦΙΛ. Δεν το επιδοκιμάζω αυτό, Αλέξανδρε, όχι διότι δεν νομίζω ότι είνε καλόν και να τραυματίζεται ενίοτε ο βασιλεύς και να εκτίθεται πρώτος εις τους κινδύνους διά να ενθαρρύνη τον στρατόν του, αλλ' εις εσέ δεν εταίριαζε το τοιούτον διότι αφού ενομίζεσο θεός, εάν ετραυματίζεσο και σε έβλεπον να σε αποκομίζουν εκ της μάχης αιματωμένον και στενάζοντα εκ του πόνου, θα εγελούσαν οι βλέποντες και βέβαια ο Άμμων θα εθεωρείτο αγύρτης και ψευδομάντις, οι δε προφήται θ' απεδεικνύοντο κόλακες. Ποίος δεν θα εγέλα να βλέπη τον υιόν του Διός λιποθυμούντα και έχοντα ανάγκην ιατρών; Και τώρα ότε απέθανες δεν νομίζεις ότι πολλοί θα εμπαίζουν την προσποίησίν σου εκείνην, βλέποντες τον θεωρούμενον θεόν να είνε ξαπλωμένος νεκρός, ν' αρχίζη να σήπεται και να πρίσκεται όπως όλα τα πτώματα; Άλλως τε και εκείνο το οποίον είπες χρήσιμον, Αλέξανδρε, ότι διά τούτο ενίκας ευκόλως, αφήρει πολύ από την δόξαν των κατορθωμάτων σου• διότι όλα εφαίνοντο μικρά, αφού εγίνοντο υπό θεού.
ΑΛΕΞ. Και όμως αυτή δεν είνε η ιδέα των ανθρώπων περί εμού, αλλ' εξ εναντίας με θεωρούν εφάμιλλον προς τον Ηρακλήν και τον Διόνυσον, μολονότι την ακρόπολιν Άορνον, την οποίαν κανείς εξ αυτών δεν εκυρίευσε, εγώ μόνον εκυρίευσα.
ΦΙΛ. Βλέπεις ότι και αυτά τα λέγεις ως υιός του Άμμωνος και παραβάλλεις τον εαυτόν σου προς τον Ηρακλήν και τον Διόνυσον; Δεν εντρέπεσαι, Αλέξανδρε, και δεν θ' αποβάλης την οίησιν, δεν θ' αποκτήσης ορθήν συνείδησιν της καταστάσεώς σου και δεν θα καταλάβης επί τέλους ότι είσαι νεκρός;
15. &Αχιλλέως και Αντιολόχου.&
ΑΝΤ. Τι γελοία και ανάξια των δύο σου διδασκάλων Χείρωνος και Φοίνικος ήσαν εκείνα, τα οποία έλεγες προ ημερών προς τον Οδυσσέα {19} περί του θανάτου; Διότι σε ήκουα όταν έλεγες ότι θα ήθελες μάλλον να ευρίσκεσαι εις τον κόσμον έστω και να είσαι δούλος εις πτωχόν γεωργόν, «ω μη βίωτος πολλύς είη», {20} παρά να βασίλευες επί όλων των νεκρών. Αυτά θα ήρμοζον ίσως να τα λέγη κάποιος Φρυξ ουτιδανός και δειλός και υπέρ το πρέπον φιλόζωος• αλλά του Πηλέως ο υιός, ο αφοβώτερος εξ όλων των ηρώων να σκέπτεται τόσον ταπεινά περί του εαυτού του, είνε πολύ αισχρόν και αντίθετον προς όλα όσα έπραξες κατά την ζωήν σου, ότε ενώ ηδύνασο να βασίλευες και να ζης επί μακρόν εις την Φθιώτιδα χωρίς δόξαν, εκουσίως επροτίμησες τον ένδοξον θάνατον.
ΑΧΙΛ. Αλλά τότε, υιέ του Νέστορος, δεν εγνώριζα ακόμη τα εδώ και μη δυνάμενος να διακρίνω ποίον ήτο το καλλίτερον, επροτίμων την ελεεινήν εκείνην και ισχνήν δόξαν από την ζωήν• τώρα δε εννοώ, ότι η μεν δόξα ήτο ανωφελής, μολονότι πολλά εγκώμια θα μου ψάλλουν δι' αυτήν οι ζώντες, μεταξύ δε των νεκρών υπάρχει ισότης και ούτε το κάλλος διατηρείται, ούτε η ανδρεία, αλλά όλοι ευρισκόμεθα εις το αυτό σκότος όμοιοι και εις τίποτε δεν διαφέρομεν μεταξύ μας• και ούτε οι νεκροί των Τρώων με φοβούνται, ούτε αι νεκροί των Ελλήνων με σέβονται. Ισότης πλήρης και ως νεκρός προς τον νεκρόν ομοιάζει "ημέν κακός ηδέ και εσθλός». {21} Αυτά με στενοχωρούν και λυπούμαι διότι δεν ζω έστω και ως δούλος.
ΑΝΤ. Τι να γείνη όμως, Αχιλλεύ; Ούτω ηθέλησεν η Φύσις, ν' αποθνήσκωμεν, ώστε πρέπει να υποφέρωμεν τον νόμον της και να μη λυπούμεθα δια τα αναπόφευκτα. Άλλως τε και βλέπεις πόσοι φίλοι σου ευρισκόμεθα εδώ γύρω σου• μετ' ολίγον δε θα έλθη εξάπαντος και ο Οδυσσεύς. Αλλ' είνε παρήγορον και ότι ο θάνατος είνε κοινός και δεν αποθνήσκομεν μόνον ημείς. Βλέπεις τον Ηρακλή και τον Μελέαγρον και άλλους θαυμαστούς άνδρας, οι οποίοι πιστεύω, ότι δεν θα εδέχοντο να επιστρέψουν εις την ζωήν, εάν τούτο επετρέπετο εις αυτούς υπό τον όρον να γείνουν δούλοι εις ανθρώπους πτωχούς και ταπεινούς.
ΑΧΙΛ. Η συμβουλή σου είνε φιλική, αλλά δεν γνωρίζω πώς δεν παύει να με λυπή η ανάμνησις της ζωής. Νομίζω δε ότι και σεις παθαίνετε το ίδιον και αν δεν το ομολογήτε τόσω το χειρότερον, διότι κρατείτε εντός σας την πικρίαν σας.
ΑΝΤ. Όχι, είνε καλλίτερον, Αχιλλεύ, αυτό που κάνομεν, διότι βλέπομεν ότι οι λόγοι είνε ανωφελείς και προτιμώμεν να σιωπώμεν και να υπομένωμεν, διά να μη γελούν τουλάχιστον εις βάρος μας, όταν θα μας ακούουν να επιθυμούμεν οποία συ επιθυμείς.
16. &Διογένους και Ηρακλέους.&
ΔΙΟΓ. Δεν είνε αυτός ο Ηρακλής; Βέβαια δεν είνε άλλος, μα τον Ηρακλέα. Το τόξον, το ρόπαλον, η λεοντή, το μέγεθος του σώματος, όλα είνε του Ηρακλέους. Λοιπόν απέθανεν, ενώ είνε του Διός υιός; Ειπέ μου, ένδοξε νικητά, είσαι νεκρός; Διότι εγώ όταν εζούσα σου προσέφερα θυσίας ως θεού.
ΗΡ. Και καλά έκανες• διότι ο πραγματικός Ηρακλής ευρίσκεται εις τον ουρανόν με τους θεούς και έχει σύζυγον την καλλίσφυρον Ήβην, εγώ δε είμαι σκιά του.
ΔΙΟΓ. πώς είπες; Σκιά του θεού; Και είνε δυνατόν ένας να είνε κατά το ήμισυ θεός και ν' αποθάνη κατά το άλλο ήμισυ;
ΗΡ. Ναι, διότι δεν απέθανεν εκείνος, αλλ' εγώ το ομοίωμά του.
ΔΙΟΓ. Εννοώ• αντί του εαυτού του παρέδωκε σε εις τον Πλούτωνα και επομένως συ είσαι νεκρός αντί εκείνου.
ΗΡ. Κάτι τοιούτον.
ΔΙΟΓ. Αλλά δεν μου λες πώς ο Αιακός, ο οποίος είνε αυστηρός, δεν σε διέκρινε, αλλ' εδέχθη ένα ψεύτικον Ηρακλή;
ΗΡ. Διότι η ομοιότης ήτο τελεία.
ΔΙΟΓ. Πραγματικώς τόσον τελεία, ώστε είσαι ο ίδιος. Πρόσεξε μήπως συμβαίνη το εναντίον και είσαι συ ο Ηρακλής ο πραγματικός, η δε σκιά σου ενυμφεύθη την Ήβην και ευρίσκεται μεταξύ των θεών.
ΗΡ. Είσαι αυθάδης και φλύαρος και αν δεν παύσης τους εμπαιγμούς δεν θα βραδύνης να εννοήσης τίνος θεού είμαι ομοίωμα.
ΔΙΟΓ. Το τόξον σου είνε έτοιμον και πρόχειρον, αλλ' εγώ τι έχω να φοβηθώ αφού άπαξ απέθανα; Αλλά δεν μου λες, σε εξορκίζω εις τον άλλον Ηρακλή, και όταν εκείνος έζη, συνέζης με αυτόν και ήσουν και τότε φάσμα; ή ήσθε έν όλον εις την ζωήν, αφού δε απεθάνατε διηρέθητε και αυτός μεν επέταξεν εις τον ουρανόν, συ δε το φάσμα κατέβης εις τον Άδην;
ΗΡ. Δεν έπρεπε να δώσω καν απάντησιν εις άνθρωπον τόσον ενοχλητικόν αλλ' ας είνε, θα σου δώσω και αυτήν την εξήγησιν• όσον είχα από τον Αμφιτρύωνα τούτο απέθανε και είμαι εγώ εκείνο καθ' ολοκληρίαν• ό,τι δε είχα εκ του Διός ευρίσκεται εις τον ουρανόν μετά των θεών.
ΔΙΟΓ. Τώρα εκατάλαβα• λέγεις ότι η Αλκμήνη εγέννησε συγχρόνως δύο Ηρακλείς, τον μεν ένα εκ του Αμφιτρύωνος, τον δε άλλον εκ του Διός, ώστε χωρίς να το γνωρίζετε είσθε δίδυμοι.
ΗΡ. Όχι, ανόητε• ήμεθα έν και το αυτό πρόσωπον και οι δύο.
ΔΙΟΓ. Αυτό δεν είνε εύκολον να εννοηθή, ότι ήσαν δύο Ηρακλείς και απετέλουν ένα, εκτός εάν, όπως ο ιπποκένταυρος, ήσθε εις έν συγκολλημένοι άνθρωπος και θεός.
ΗΡ. Δεν σου φαίνεται ότι όλοι είνε ομοίως σύνθετοι από δύο, ψυχήν και σώμα; ώστε τι εμποδίζει η μεν ψυχή να ευρίσκεται εις τον ουρανόν, αφού προήρχετο εκ του Διός, εγώ δε το θνητόν μέρος μετά των νεκρών;
ΔΙΟΓ. Αλλά, λαμπρέ μου Αμφιτριωνίδη, αυτά θα ήσαν λογικά, αν ήσουν σώμα, ενώ τώρα είσαι ασώματον είδωλον• επομένως κινδυνεύεις τώρα να κάμης τριπλούν τον Ηρακλή.
ΗΡ. Πώς τριπλούν;
ΔΙΟΓ. Ούτω πως• εάν ο ένας ευρίσκεται εις τον ουρανόν, ο δε άλλος, συ το είδωλον, εδώ κάτω, το δε σώμα έλυωσε και μετεβλήθη εις κόνιν, αυτά γίνονται τρία• και σκέψου να εύρης πατέρα διά τον τρίτον Ηρακλή, δηλαδή το σώμα.
ΗΡ. Είσαι αυθάδης και κατεργάρης. Αλλά δεν μου λες ποίος είσαι;
ΔΙΟΓ. Είμαι το είδωλον του Διογένους του Σινωπέως• δεν είμαι δε εις τον ουρανόν μετά των αθανάτων, αλλ' εδώ ολόκληρος συναναστρέφομαι τους καλλιτέρους των νεκρών και καταγελώ τον Όμηρον και τα γελοία παραμύθια που αυτός μας διηγείται.
17. &Μενίπππου και Ταντάλου.&
ΜΕΝ. Γιατί κλαίεις, Τάνταλε, και θρηνολογείς κοντά στη λίμνη;
ΤΆΝ. Διότι πεθαίνω από την δίψαν.
ΜΕΝ. Και είσαι τόσο οκνηρός, ώστε βαρυέσαι να σκύψης να πιής ή και να πάρης νερόν με την παλάμην σου;
ΤΑΝ. Κι' αν σκύψω δεν μπορώ να σβύσω την δίψαν μου• διότι άμα πλησιάσω, φεύγει το νερόν και αν κατορθώσω να πάρω με τα χέρια μου, δεν προφθάνω να βρέξω τα χείλη μου, διότι φεύγει, δεν εννοώ πώς, διά μέσου των δακτύλων και αφήνει στεγνά τα χέρια μου.
ΜΕΝ. Φοβερόν αυτό που σου συμβαίνει, Τάνταλε. Αλλά δεν μου λες πώς έχεις ανάγκην να πίνης; Διότι σώμα δεν έχεις, το οποίον θα ηδύνατο να πεινά και να διψά• εκείνο έχει ταφή κάπου εις την Λυδίαν, συ δε είσαι ψυχή• πώς λοιπόν δύνασαι να διψάς ή να πίνης;
ΤΑΝ. Αυτή είνε η τιμωρία μου, να διψά η ψυχή μου, ως να ήτο σώμα.
ΜΕΝ. Τέλος πάντων ας το πιστεύσωμεν, αφού λέγεις ότι τιμωρείσαι με την δίψαν. Αλλά τι σε πειράζει αυτό; Ή φοβείσαι ότι θ' αποθάνης από δίψαν; Δεν βλέπω να υπάρχη άλλος Άδης εκτός τούτου ή θάνατος απ' εδώ εις άλλον τόπον.
ΤΑΝ. Σωστά, αλλά και αυτό είνε μέρος της καταδίκης, να επιθυμώ να πιω ενώ δεν έχω ανάγκην.
ΜΕΝ. Δεν είσαι καλά, Τάνταλε, και φαίνεται ότι αληθώς έχεις ανάγκην ποτού, ακράτου ελλεβόρου, {22} αφού έχεις πάθει το εναντίον του συμβαίνοντος εις τους λυσσώντας σκύλους και φοβείσαι, όχι το νερόν, αλλά την δίψαν.
ΤΑΝ. Και ελλέβορον Μένιππε, θα έπινα ευχαρίστως, αρκεί να τον είχα.
ΜΕΝ. Ησύχασε, Τάνταλε, διότι ούτε συ, ούτε άλλος εκ των νεκρών θα πίη ποτέ• είνε αδύνατον• μολονότι δεν είνε όλοι όπως συ καταδικασμένοι να επιθυμούν το νερόν και αυτό να τους αποφεύγη.
18. &Μενίππου και Ερμού.&
ΜΕΝ. Δεν μου λες πού είνε οι ωραίοι νέοι και η εύμορφες γυναίκες,
Ερμή; Οδήγησε με διότι είμαι νεοφερμένος.
ΕΡΜ. Δεν έχω καιρόν, Μένιππε• αλλά κύτταξε εκεί προς τα δεξιά• εκεί είνε ο Υάκινθος και ο Νάρκισσος και ο Νιρεύς, ο Αχιλλεύς, η Τυρώ και η Ελένη και η Λήδα και όλα εν γένει τα αρχαία κάλλη.
ΜΕΝ. Δεν βλέπω παρά μόνον κόκκαλα και κρανία άσαρκα, όμοια μεταξύ των.
ΕΡΜ. Και όμως αυτά τα κόκκαλα είνε τα οποία εγκωμιάζουν όλοι οι ποιηταί και συ τώρα φαίνεσαι ότι τα περιφρονείς.
ΜΕΝ. Την Ελένην σε παρακαλώ να μου δείξης, διότι δεν δύναμαι να την διακρίνω εγώ.
ΕΡΜ. Αυτό το κρανίον είνε η Ελένη.
ΜΕΝ. Και χάριν αυτού εγέμισαν από στρατόν εξ όλης της Ελλάδος τα χίλια πλοία, τα οποία έπλευσαν κατά της Τρωάδος, και έπεσαν τόσοι Έλληνες και βάρβαροι και τόσαι πόλεις ανεστατώθησαν;
ΕΡΜ. Αλλά δεν την είδες, Μένιππε, αυτήν την γυναίκα όταν έζη• διότι και συ θα έλεγες τότε ότι δεν είνε αδικαιολόγητον
τοιήδ' αμφί γυναικί πολύν χρόνον άλγεα πάσχειν• {23}
αφού και όταν ίδη κανείς ξηρά τα άνθη και αποχρωματισμένα, θα του φάνουν άσχημα, ενώ όταν είνε δροσερά και διατηρούν το χρώμα των φαίνονται ωραιότατα.
ΜΕΝ. Αλλ' ακριβώς διά τούτο θαυμάζω, ω Ερμή, πώς δεν εσκέφθησαν οι Έλληνες ότι δεν ήξιζε τον κόπον να υποφέρουν τόσα χάριν πράγματος τόσον ολίγον διατηρουμένου και τόσον ευκόλως μαραινομένου.
ΕΡΜ. Δεν έχω καιρόν, Μένιππε, να φιλοσοφώ μαζύ σου. Ώστε έκλεξε μέρος, όπου θέλεις, διά να μένης, εγώ δε πηγαίνω να οδηγήσω άλλους νεκρούς.
19.
&Αιακού, Πρωτεσιλάου και Πάριδος.&
ΑΙΑΚ. Τι έπαθες, Πρωτεσίλαε, και εφώρμησες κατά της Ελένης διά να την πνίξης;
ΠΡΩΤ. Διότι εξ αιτίας της, ω Αιακέ, απέθανα και αφήκα μισόκτιστον το σπήτι μου και χήραν την νεαράν μου γυναίκα.
ΑΙΑΚ. Λοιπόν δι' αυτό πταίει ο Μενέλαος, ο οποίος σας ωδήγησε εναντίον της Τρωάδος χάριν τοιαύτης γυναικός.
ΠΡΩΤ. Έχεις δίκαιον, αυτόν πρέπει να αιτιώμαι.
ΜΕΝΕΛ. Όχι εμένα, φίλτατε• είνε δικαιότερον να κατηγορής τον Πάριν, που έκλεψε την γυναίκα εμού, ο οποίος τον εφιλοξένουν, κατά παράβασιν παντός δικαίου. Αυτός αξίζει να πνιγή όχι μόνον υπό σου αλλά υπό όλων των Ελλήνων και βαρβάρων, αφού τόσων τον θάνατον επροκάλεσε.
ΠΡΩΤ. Αυτό τω όντι είνε δικαιότερον. Συ λοιπόν, απαίσιε Πάρι, δεν θα μου γλυτώσης.
ΠΑΡ. Αυτό θα είνε άδικον, Πρωτεσίλαε, τοσούτω μάλλον καθ' όσον είμαι ομότεχνός σου• διότι και εγώ είμαι ερωτικός και εις τον αυτόν θεόν δουλεύω• γνωρίζεις δε ότι ο έρως είνε κάτι τι ακούσιον και κάποιος θεός μας οδηγεί όπου θέλει και μας είνε αδύνατον ν' αντισταθώμεν.
ΠΡΩΤ. Καλά λέγεις και θα ηυχόμην να δυνηθώ να συλλάβω εδώ τον Έρωτα.
ΑΙΑΚ. Εγώ θα σου απολογηθώ και εκ μέρους του Έρωτος. Αν ήτο εδώ θα έλεγεν ότι ίσως μεν έγινεν αφορμή να ερωτευθή ο Πάρις, αλλά διά τον θάνατόν σου ουδείς άλλος πταίει παρά συ, Πρωτεσίλαε, ο οποίος, λησμονήσας την νεόγαμον σύζυγον, άμα εφθάσατε εις την Τρωάδα, με τόσην αδιαφορίαν προς τον κίνδυνον και απρονοησίαν ώρμησες προ των άλλων διά να δοξασθής, ώστε και πρώτος κατά την απόβασιν εφονεύθης.
ΠΡΩΤ. Λοιπόν και εγώ, Αιακέ, θα σου δώσω μίαν απάντησιν διά τον εαυτόν μου ορθοτέραν• δεν πταίω εγώ δι' αυτά, αλλ' η Μοίρα η οποία ούτως είχεν ωρίσει εξ αρχής τα πράγματα.
ΑΙΑΚ. Σωστά• αλλά τότε διατί κατηγορείς τούτους;
20. &Μενίππου και Αιακού.&
ΜΕΝ. Σε παρακαλώ, Αιακέ, οδήγησέ με διά να ίδω όλα τα περίεργα του
Άδου.
ΑΙΑΚ. Δεν είνε εύκολον, Μένιππε, να τα 'δης όλα• αλλά τα κυριώτερα δύνασαι να τα ίδης• γνωρίζεις ότι αυτός εδώ είνε ο Κέρβερος, γνωρίζεις και τον Πορθμέα ο οποίος σε επέρασε διά της Αχερουσίας, εισερχόμενος δε είδες την λίμνην και τον Πυριφλεγέθοντα.
ΜΕΝ. Τα γνωρίζω αυτά και σε ότι εκτελείς χρέη θυρωρού, είδα δε και τον βασιλέα και τας Ερινύας, αλλά δείξε μου τους παλαιούς ανθρώπους και μάλιστα τους δοξασμένους εξ αυτών.
ΑΙΑΚ. Αυτός εδώ είνε ο Αγαμέμνων, εκείνος ο Αχιλλεύς, αυτός δε ο πλησίον είνε ο Ιδομενεύς, ο άλλος απ' εδώ ο Οδυσσεύς, έπειτα ο Αίας, ο Διομήδης και οι άλλοι πρώτοι των Ελλήνων.
ΜΕΝ. Πωπώ Όμηρε, τι κατάπτωσιν έχουν πάθει τα κοσμήματα των ραψωδιών σου, πώς κατήντησαν άμορφα και αγνώριστα, όλα σκόνη και αηδία, αληθώς «αμενηνά κάρηνα» {24}. Αλλά ποίος είνε αυτός, Αιακέ;
ΑΙΑΚ. Είνε ο Κύρος• ο άλλος είνε ο Κροίσος, πλησίον του ο
Σαρδανάπαλος, πάρα πέρα ο Μίδας, και εκείνος εκεί ο Ξέρξης.
ΜΕΝ. Μπα, συ λοιπόν είσαι, κάθαρμα, που έκαμες την Ελλάδα να τρέμη όταν εγεφύρωνες τον Ελλήσποντον και εσχεδίαζες να περάσης τα πλοία σου 'πάνω από τα όρη; Αλλά και ο Κροίσος τι γελοίος που είνε! Αυτόν δε τον Σαρδανάπαλον θα μου επιτρέψης, Αιακέ, να ραπίσω.
ΑΙΑΚ. Όχι, διότι είνε φόβος να του σπάσης το κρανίον, επειδή το έχει γυναικείον.
ΜΕΝ. Τότε δεν μπορώ παρά να τον πτύσω, αφού είνε ανδρόγυνος.
ΑΙΑΚ. Θέλεις να σου δείξω και τους σοφούς;
ΜΕΝ. Βέβαια.
ΑΙΑΚ. Αυτός εδώ ο πρώτος είνε ο Πυθαγόρας.
ΜΕΝ. Χαίρε, Εύφορβε {25} ή Απόλλων ή όπως άλλως θέλεις.
ΠΥΘ. Χαίρε και συ, ω Μένιππε.
ΜΕΝ. Δεν είνε πλέον χρυσούς ο μηρός σου;
ΠΥΘ. Όχι• αλλά φέρε να 'δούμε αν έχης τίποτε φαγώσιμον στη σακκούλα.
ΜΕΝ. Έχω κουκιά, φίλε μου• αλλά συ δεν τα τρώγεις τα κουκιά.
ΠΥΘ. Δος μου και μη σε μέλει. Άλλαι δοξασίαι επικρατούν εις τον Άδην. Εδώ έμαθα ότι τα κουκιά και των γονέων αι κεφαλαί δεν είνε το αυτό πράγμα {26}.
ΑΙΑΚ. Αυτός εδώ είνε ο Σόλων ο υιός του Εξηκιστίδου, εκείνος δε ο Θαλής και πλησίον αυτών ο Πιττακός και οι λοιποί• είνε επτά όλοι, ως βλέπεις.
ΜΕΝ. Βλέπω, Αιακέ, ότι μόνον αυτοί εκ των νεκρών είνε άλυποι και γελαστοί. Αυτός δε ο γεμάτος στάκτην, ως ψωμί που εψήθη εις την ανθρακιάν, και με φλυκταίνας εγκαυμάτων εις το δέρμα ποίος είνε;
ΑΙΑΚ. Είνε ο Εμπεδοκλής, ω Μένιππε, ο οποίος μας ήλθε μισοψημένος από την Αίτναν.
ΜΕΝ. Και τι σου ήλθε, λαμπρέ άνθρωπε με τα χάλκινα υποδήματα, κ' έπεσες μέσα εις τους κρατήρας του ηφαιστείου;
ΕΜΠ. Έπαθα μίαν διατάραξιν, Μένιππε.
ΜΕΝ. Όχι παραφροσύνην, αλλά ματαιοδοξίαν και αλαζονείαν και πολλήν κουταμάραν• αυτά σ' εκατάκαψαν ομού με τα χάλκινα υποδήματά σου και η τιμωρία σου έπρεπε. Αλλά το τέχνασμα δεν σου εχρησίμευσεν εις τίποτε, διότι ανεκαλύφθη ότι απέθανες. Ο δε Σωκράτης, ω Αιακέ, πού να είνε;
ΑΙΑΚ. Συνήθως κάθεται και φλυαρεί με τον Νέστορα και τον Παλαμήδην.
ΜΕΝ. Επεθύμουν να τον ίδω, εάν είνε εδώ πουθενά.
ΑΙΑΚ. Βλέπεις εκείνον τον φαλακρόν;
ΜΕΝ. Όλοι εδώ είνε φαλακροί• ώστε αυτό το γνώρισμα είνε γενικόν.
ΑΙΑΚ. Εκείνον σου λέγω με την σιμήν μύτην.
ΜΕΝ. Μήπως οι άλλοι όλοι δεν είνε σιμοί;
ΣΩΚΡ. Εμένα ζητάς, Μένιππε;
ΜΕΝ. Μάλιστα.
ΣΩΚΡ. Τι νέα από τας Αθήνας;
ΜΕΝ. Πολλοί από τους νέους κάνουν τους φιλοσόφους και αν κρίνη κανείς από το εξωτερικόν και το βάδισμά των, είνε τέλειοι φιλόσοφοι.
ΣΩΚΡ. Έχω ιδή πάρα πολλούς, Μένιππε.
ΜΕΝ. Αλλά θα είδες, υποθέτω, εις ποίαν κατάστασιν ήλθεν εδώ ο Αρίστιππος και αυτός ο Πλάτων• ο μεν ένας εμύριζεν αρώματα, ο δε άλλος είχε μάθει να κολακεύη τους τυράννους της Σικελίας.
ΣΩΚΡ. Περί εμού δε τι ιδέαν έχουν;
ΜΕΝ. Ως προς αυτό είσαι ο πλέον τυχερός άνθρωπος, Σωκράτη. Όλοι πιστεύουν ότι ήσουν θαυμαστός άνθρωπος, ότι εγνώριζες τα πάντα, ενώ να 'πούμε την αλήθεια — δεν εγνώριζες τίποτε.
ΣΩΚΡ. Κ' εγώ αυτό τους έλεγα, αλλ' αυτοί ενόμιζαν το πράγμα ειρωνείαν.
ΜΕΝ. Και ποιοι είνε αυτοί που σε περιστοιχούν;
ΣΩΚΡ. Είνε ο Χαρμίδης, Μένιππε, ο Φαίδρος και ο υιός του Κλεινίου {27}.
ΜΕΝ. Εύγε, Σωκράτη, και εδώ, βλέπω, εξακολουθείς την ίδιαν τέχνην και δεν αδιαφορείς δια τους ωραίους νέους.
ΣΩΚΡ. Τι άλλο πλέον ευχάριστον έχω να κάνω; Αν θέλης, μένε πλησίον μας.
ΜΕΝ. Όχι, πηγαίνω να εύρω τον Κροίσον και τον Σαρδανάπαλον, διότι απεφάσισα να κατοικήσω πλησίον αυτών.
ΑΙΑΚ. Κ' εγώ πηγαίνω, διότι φοβούμαι να μη δραπετεύση κατά την απουσίαν μου κανείς νεκρός. Άλλην φοράν βλέπεις τα λοιπά, Μένιππε.
ΜΕΝ. Πήγαινε. Και αυτά που είδα είνε αρκετά, Αιακέ.
21. &Μενίππου και Κερβέρου.&
ΜΕΝ. Ειπέ μου, Κέρβερε, σε παρακαλώ — διότι είμαι συγγενής σου, αφού και εγώ είμαι σκύλος {28}, — πώς ήτο ο Σωκράτης όταν ήλθε εδώ κάτω. Υποθέτω δε ότι, αφού είσαι θεός, δεν υλακτείς μόνον, αλλά και 'μιλείς ως άνθρωπος, οσάκις θέλεις.
ΚΕΡΒ. Από μακράν εφαίνετο ότι ήρχετο με ατάραχον πρόσωπον, ότι δεν εφοβείτο πολύ τον θάνατον και τούτο ήθελε να δείξη εις τους ευρισκομένους έξω της πύλης του Άδου. Αλλ' όταν έσκυψε μέσα εις το χάσμα και είδε το σκότος και εγώ, βλέπων ότι εδίσταζε, τον εδάγκωσα με το κώνειον και τον έσυρα από το πόδι κάτω, ήρχισε να κλαίη σαν παιδί και εθρήνει διά τα παιδιά του και δεν ήξευρε πλέον τι έλεγε και τι έκανε.
ΜΕΝ. Ήτο λοιπόν ψευδοφιλόσοφος και δεν ήτο αληθινή η περιφρόνησίς του προς τον θάνατον;
ΚΕΡΒ. Βέβαια, αλλ' έως ότου το ενόμιζεν αναγκαίον διά την εντύπωσιν, εδείκνυε θάρρος και εφαίνετο ότι δεν υπετάσσετο ακουσίως εις εκείνο το οποίον δεν ηδύνατο ν' αποφύγη, διά να τον θαυμάσουν οι θεαταί. Εν γένει δε τούτο δύναμαι να είπω περί όλων των τοιούτων ανθρώπων, ότι μέχρι της πύλης του Άδου φαίνονται τολμηροί και γενναίοι, αλλ' άμα εισέλθουν παρουσιάζονται οποίοι πραγματικώς είνε.
ΜΕΝ. Εγώ δε πώς σου εφάνηκα όταν ήλθα εδώ;
ΚΕΡΒ. Μόνον συ, Μένιππε, εφάνης άξιος της φιλοσοφίας σου και ο Διογένης προ σου• δεν εισήλθετε αναγκαζόμενοι, ουδέ ωθούμενοι, αλλά θεληματικώς και γελώντες και εμπαίζοντες όλους τους άλλους.
22. &Χάρωνος και Μενίππου.&
ΧΑΡ. Πλήρωσέ μου τον ναύλον, βρε παληάνθρωπε.
ΜΕΝ. Φώναζε, αν αυτό σ' ευχαριστεί.
ΧΑΡ. Σου λέγω να μου πληρώσης τον κόπον μου.
ΜΕΝ. Από 'κείνον που δεν έχει δεν μπορείς να πάρης τίποτε.
ΧΑΡ. Και υπάρχει κανείς που να μην έχη ένα οβολόν;
ΜΕΝ. Δεν ειξέρω τι έχουν οι άλλοι, εγώ ξέρω ότι δεν έχω.
ΧΑΡ. Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω, βρωμόσκυλον, αν δεν με πληρώσης.
ΜΕΝ. Κ' εγώ θα σου σπάσω το κεφάλι με το ξύλο.
ΧΑΡ. Ώστε δωρεάν έκαμες τόσο ταξείδι;
ΜΕΝ. Θα σε πληρώση για μένα ο Ερμής, ο οποίος με παρέδωκε σε σένα.
ΕΡΜ. Ωραία, μα τον Δία, θα είνε αν υποχρεωθώ και να πληρώνω διά τους νεκρούς.
ΧΑΡ. Δεν θα σε αφήσω χωρίς να πλήρωσης.
ΜΕΝ. Αν θέλης τράβηξε στην άμμο το πλοιάριον και περίμενε• αλλ' αφού δεν έχω πώς θα πληρωθής;
ΧΑΡ. Αλλά δεν εγνώριζες ότι θα επλήρωνες πορθμεία;
ΜΕΝ. Το εγνώριζα, αλλά δεν είχα. Λοιπόν έπρεπε διά τούτο να μη αποθάνω;
ΧΑΡ. Μόνον συ λοιπόν θα καυχάσαι ότι εταξείδευσες δωρεάν;
ΜΕΝ. Όχι δωρεάν, φίλε μου• διότι και τα νερά του πλοίου έχυνα και κουπί ετράβηξα και μόνον εγώ από τους επιβάτας σου δεν έκλαια.
ΧΑΡ. Αυτά δεν αξίζουν τίποτε για μένα• πρέπει να πληρώσης τον οβολόν• αλλοιώτικα δεν μπορεί να γείνη.
ΜΕΝ. Λοιπόν γύρισέ με πάλιν εις την ζωήν.
ΧΑΡ. Αστείος είσαι, διά να έχω και τιμωρίας από τον Αιακόν.
ΜΕΝ. Παύσε να με σκοτίζης λοιπόν.
ΧΑΡ. Δείξε μου τι έχεις στην σακκούλα.
ΜΕΝ. Λούπινα, αν θέλης, και το δείπνον της Εκάτης.
ΧΑΡ. Από πού μας τον εκουβάλησες αυτόν τον σκύλον, Ερμή; Και δεν δύνασαι να φαντασθής τι έλεγε εις το ταξείδι• εκορόιδευεν όλους τους επιβάτας και ενώ όλοι έκλαιαν αυτός ετραγουδούσε.
ΕΡΜ. Δεν γνωρίζεις, Χάρων, τι είδους άνθρωπον είχες εις το πλοίον σου; Είνε εντελώς ελεύθερος και αδιαφορεί δι' όλα. Είνε ο Μένιππος.
ΧΑΡ. Και όμως αν σε συναντήσω άλλην φορά…
ΜΕΝ. Αν με συναντήσης; Δεν θα με συναντήσης δύο φορές.
23. &Πρωτεσιλάου, Πλούτωνος και Περσεφόνης.&
ΠΡΩΤ. Ω κύριε και βασιλεύ και Ζευ του Άδου και συ θύγατερ της
Δήμητρος, μη κωφεύσετε εις μίαν ερωτικήν παράκλησιν.
ΠΛΟΥΤ. Τι θέλεις από ημάς και ποίος είσαι;
ΠΡΩΤ. Είμαι ο Πρωτεσίλαος ο υιός του Ιφίκλου βασιλέως Θεσσαλού, είς των εκστρατευσάντων κατά της Τροίας Ελλήνων, όστις πρώτος εφονεύθη κατά την εκστρατείαν εκείνην. Σας ικετεύω να με αφήσετε να επανέλθω δι' ολίγον καιρόν εις την ζωήν.
ΠΛΟΥΤ. Αυτήν την επιθυμίαν, Πρωτεσίλαε, έχουν όλοι οι νεκροί, αλλ' εις ουδένα εξ αυτών θα δοθή τοιαύτη χάρις.
ΠΡΩΤ. Αλλ' εγώ δεν επιθυμώ την ζωήν, ω Πλούτων ποθώ να επανίδω την γυναίκα μου, την οποίαν αφήκα εις τον θάλαμον μόλις την ενυμφεύθηκα και έφυγα εις την εκστρατείαν, έπειτα δε ο δυστυχής εφονεύθην υπό του Έκτορος κατά την απόβασιν. Ο έρως της συζύγου, κύριε, με βασανίζει πολύ και θα ήθελα να την ίδω ολίγον και πάλιν να επιστρέψω.
ΠΛΟΥΤ. Δεν έπιες το νερόν της λήθης, Πρωτεσίλαε;
ΠΡΩΤ. Μάλιστα, αλλ' ο έρως μου είνε τόσον ισχυρός, ώστε και ούτω δεν εστάθη δυνατόν να τον λησμονήσω.
ΠΛΟΥΤ. Λοιπόν περίμενε• διότι μίαν ημέραν θα έλθη και εκείνη και ούτω δεν θα είνε ανάγκη να ανέλθης συ.
ΠΡΩΤ. Αλλά δεν υποφέρω να περιμένω. Και συ ηγάπησες και γνωρίζεις τι είνε έρως.
ΠΛΟΥΤ. Και τι θα σε ωφελήση να αναζήσης μίαν ημέραν και έπειτα πάλιν να έχης την αυτήν θλίψιν;
ΠΡΩΤ. Πιστεύω ότι θα την πείσω να έλθη και εκείνη εδώ, ώστε αντί ενός θα σου έλθουν δύο νεκροί μετ' ολίγον.
ΠΛΟΥΤ. Δεν επιτρέπεται να γείνουν αυτά, ούτε και έγειναν ποτέ.
ΠΡΩΤ. Θα σου ενθυμίσω, ω Πλούτων, δύο περιστατικά• εις τον Ορφέα δι' ομοίαν αιτίαν παρεδώκατε την Ευρυδίκην και την συγγενή μου Άλκηστιν απεστείλατε εις τον Ηρακλή διά να τον ευχαριστήσετε.
ΠΛΟΥΤ. Και θα θελήσης να παρουσιασθής με αυτό το γυμνόν και άσχημον κρανίον εις την ωραίαν και νεαράν σου σύζυγον; Και πώς εκείνη θα σε δεχθή αφού ούτε να σε αναγνώριση θα δύναται; Είμαι βέβαιος ότι θα σε φοβηθή και θα σε αποφύγη και άδικα θα κάμης τόσον ταξείδι διά να επανέλθης εις την ζωήν.
ΠΕΡΣ. Λοιπόν, άνδρα μου, συ και τούτο δύνασαι να διορθώσης και διάταξε τον Ερμήν όταν ο Πρωτεσίλαος φθάση εις το φως να τον εγγίση με την μαγικήν του ράβδον και τον μεταμορφώση ευθύς εις νέον ωραίον, οποίος ήτο κατά την ημέραν του γάμου του.
ΠΛΟΥΤ. Αφού η Περσεφόνη το θέλει, πήγαινέ τον επάνω, ω Ερμή, και κάμε τον πάλιν γαμβρόν. Συ δε να ενθυμήσαι ότι έχεις μόνον μιας ημέρας άδειαν. {29}
24. &Διογένους και Μαυσώλου.&
ΔΙΟΓ. Δεν μου λες διατί τόσον υπερηφανεύεσαι συ, ω Καρ, και έχεις την αξίωσιν να προτιμάσαι από όλους ημάς;
ΜΑΥΣ. Πρώτον διά την βασιλείαν μου, ω Σινωπεύ, διότι εβασίλευσα επί ολοκλήρου της Καρίας, υπέταξα δε και μέρος των Λυδών και νήσους τινάς εκυρίευσα και μέχρι της Μιλήτου έφθασα και τα περισσότερα μέρη της Ιωνίας κατέλαβα• έπειτα ήμουν ωραίος και μεγαλόσωμος και γενναίος εις τον πόλεμον• το δε σπουδαιότερον είνε ότι εις την Αλικαρνασσόν έχω τάφον παμμέγιστον, όμοιον του οποίου κατά την μεγαλοπρέπειαν ουδείς άλλος νεκρός έχει και αι παραστάσεις ίππων και ανθρώπων, αίτινες τον στολίζουν, είνε τόσον ωραίαι και τόσον τεχνικαί επί του πολυτιμοτέρου μαρμάρου, ώστε δυσκόλως δύναται να ευρεθή ναός παρόμοιος. Δεν νομίζεις λοιπόν ότι δικαίως υπερηφανεύομαι δι' αυτά;
ΔΙΟΓ. Διά την βασιλείαν, εννοείς, το κάλλος και το βάρος του τάφου;
ΜΑΥΣ. Βέβαια, δι' αυτά.
ΔΙΟΓ. Αλλά, καλέ Μαύσωλε, ούτε την δύναμιν εκείνην πλέον έχεις, ούτε την μορφήν και αν καλέσωμεν ένα κριτήν ωραιότητος, δεν βλέπω διατί θα προτιμηθή το δικό σου το κρανίον από το δικό μου• διότι και τα δύο είνε φαλακρά και άσαρκα, και των δύο φαίνονται τα δόντια ομοίως, και οι δύο έχομεν χάσει τα μάτια και η μύτες μας έχουν γείνει σιμές• ο δε τάφος και τα πολυτελή εκείνα μάρμαρα ίσως μεν χρησιμεύσουν εις τους Αλικαρνασσείς διά να τα επιδεικνύουν εις τους ξένους και να υπερηφανεύωνται, ότι έχουν ένα τόσο μέγα οικοδόμημα• αλλά συ, φίλε μου, δεν βλέπω τι απολαύεις εξ αυτού, εκτός αν θέλης να 'πης ότι αχθοφορείς περισσότερον από ημάς τους άλλους, διότι ευρίσκεσαι υπό το βάρος τόσων μεγάλων λίθων.
ΜΑΥΣ. Λοιπόν όλα αυτά δεν μου χρησιμεύουν εις τίποτε και ο Μαύσωλος είνε ίσος με τον Διογένην;
ΔΙΟΓ. Όχι ίσος, γενναιότατε, καθόλου ίσος• διότι ο μεν Μαύσωλος θα κλαίη ενθυμούμενος την ζωήν και όσα ενόμιζεν ως αποτελούντα την ευτυχίαν του, ο δε Διογένης θα τον καταγελά. Και συ μεν θα καυχάσαι ότι έχεις τάφον εις την Αλικαρνασσόν, τον οποίον σου κατεσκεύασεν η σύζυγος και αδελφή Αρτεμισία, ο δε Διογένης, και αν έχη πουθενά τάφον του σώματός του, δεν τον γνωρίζει• διότι ουδ' εσκέφθη ποτέ περί τούτου• αλλά ζήσας βίον ανδρός, αφήκεν εις τους αρίστους των ανθρώπων ανάμνησιν ήτις αποτελεί μνημείον πολύ υψηλότερον και εδραιότερον από τον τάφον σου, δουλοπρεπέστατε Καρ.
25. &Νιρέως, Θερσίτου και Μενίππου.&
ΝΙΡ. Να, ας καλέσωμεν τον Μένιππον να κρίνη ποίος είνε ωραιότερος.
Δεν είμαι ευμορφότερος εγώ, Μένιππε;
ΜΕΝ. Ποίοι είσθε; Διότι μου φαίνεται ότι πρέπει πρώτον αυτό να μάθω.
ΝΙΡ. Ο Νιρεύς και ο Θερσίτης.
ΜΕΝ. Ποίος είνε ο Νιρεύς και ποίος ο Θερσίτης; Διότι ούτε τούτο διακρίνεται.
ΘΕΡΣ. Έχω ήδη ένα πλεονέκτημα, ότι ο Μένιππος σε αναγνωρίζει όμοιον με εμένα και δεν διαφέρεις όσον ο τυφλός εκείνος Όμηρος ηθέλησε να παραστήση λέγων ότι είσαι ο ωραιότερος όλων. Εγώ ο κρομμυδοκέφαλος και φαλακρός δεν εφάνηκα χειρότερος εις τον κριτήν. Τώρα δε, Μένιππε, κύτταξε να μας 'πης και ποίος είνε ο ευμορφότερος.
ΝΙΡ. Έγω γε, ο Αγλαΐας και Χάροπος, ως κάλλιστος ανήρ υπό ήλιον ήλθον {30}
ΜΕΝ. Αλλά δεν μου φαίνεται να ήλθες και εις τον Άδην ωραιότερος, διότι τα μεν κόκκαλα είνε όμοια, το δε κρανίον σου κατά τούτο μόνον διαφέρει από το κρανίον του Θερσίτου, ότι είνε πλέον εύθραυστον• διότι είνε μαλακόν και όχι ανδρικόν.
ΝΙΡ. Ερώτησε τον Όμηρον να μάθης πώς ήμουν όταν συνεξεστράτευσα με τους Αχαιούς.
ΜΕΝ. Παραμύθια μου λες• εγώ βλέπω πώς είσαι σήμερον πώς δε ήσουν τότε το ξέρουν οι τότε.
ΝΙΡ. Και όμως εγώ και εδώ είμαι ο ωραιότερος, Μένιππε.
ΜΕΝ. Ούτε συ ούτε άλλος είναι ωραίος, διότι εις τον Άδην επικρατεί ισοτιμία και όλοι είμεθα όμοιοι.
ΘΕΡΣ. Εις εμέ λοιπόν και τούτο είναι αρκετόν.
26. &Μενίππου και Χείρωνος.&
ΜΕΝ. Ήκουσα, Χείρων, ότι ενώ ήσουν θεός, επεθύμησες ν' αποθάνης.
ΧΕΙΡ. Είνε αληθές αυτό που ήκουσες, Μένιππε, και ως βλέπεις, απέθανα ενώ ηδυνάμην να είμαι αθάνατος.
ΜΕΝ. Και πώς σου ήλθεν αυτή η αγάπη προς τον θάνατον, ο οποίος συνήθως εις τους ανθρώπους είνε πράγμα απεχθές;
ΧΕΙΡ. Θα σου το 'πω, διότι είσαι φρόνιμος άνθρωπος. Δεν έβρισκα πλέον καμμίαν ευχαρίστησιν εις την αθανασίαν.
ΜΕΝ. Δεν σου ήτο ευχάριστον να ζης και να βλέπης το φως;
ΧΕΙΡ. Όχι, Μένιππε• διότι εγώ νομίζω ότι το ευχάριστον υπάρχει εις την ποικιλίαν και όχι εις την μονοτονίαν. Εγώ δε ζων μίαν μακράν ζωήν και απολαμβάνων τα ίδια και τα ίδια, τον ήλιον, το φως, την τροφήν, ενώ αι ώραι του έτους ήρχοντο και παρήρχοντο όμοιαι και τα γεγονότα επίσης, ως να ηκολούθουν το ένα το άλλο, εκορέσθην από αυτά• διότι η τέρψις δεν υπάρχει εις τα αυτά πράγματα πάντοτε, αλλά και εις το να στερήται κανείς μερικά.
ΜΕΝ. Σωστά λέγεις, Χείρων. Ο δε Άδης πώς σου φαίνεται, αφού τον επροτίμησες και ήλθες εδώ;
ΧΕΙΡ. Δεν μου είνε δυσάρεστος η εδώ διαμονή• διότι η ισοτιμία είνε πολύ δημοκρατική και δεν είνε μεγάλη η διαφορά να ζη κανείς εις το φως ή εις το σκότος. Άλλως τε και εδώ ούτε διψούμεν, ούτε πεινούμεν, όπως επάνω, αλλ' είμεθα εντελώς απηλλαγμένοι όλων τούτων των αναγκών.
ΜΕΝ. Πρόσεξε, Χείρων, μήπως αντιφάσκης προς τον εαυτόν σου και ευρεθής εις την ανάγκην να είπης τα ίδια και διά τα εδώ.
ΧΕΙΡ. Πώς δηλαδή;
ΜΕΝ. Αν εις την ζωήν τα πάντοτε όμοια και τα ίδια σου έφεραν κόρον, και τα εδώ επειδή είνε όμοια ομοίως δύνανται να σου φέρουν κόρον, και τότε θα ευρεθής εις την ανάγκην να ζητής να μεταβής και απ' εδώ εις άλλην ζωήν, το οποίον μου φαίνεται αδύνατον.
ΧΕΙΡ. Τι να γείνη λοιπόν, Μένιππε;
ΜΕΝ. Εκείνο το οποίον λέγουν, ότι ο φρόνιμος πρέπει ν' αρκήται και να ευχαριστήται εις τα υπάρχοντα και να μη νομίζη τίποτε εξ αυτών ανυπόφορον.
27. &Διογένους, Αντισθένους και Κράτητος.&
ΔΙΟΓ. Ακούσετε, Αντισθένη και Κράτη• αφού δεν έχομεν τίποτε να κάμωμεν, δεν πηγαίνομεν περίπατον μέχρι της εισόδου του Άδου, διά να ίδωμεν τους ερχόμενους, ποίοι είνε και τι κάνουν;
ΑΝΤ. Πάμε, Διογένη. Το θέαμα θα είνε ευχάριστον να βλέπη κανείς άλλους μεν να κλαίουν, άλλους δε παρακαλούντας να τους αφήσουν, και μερικούς να αναγκάζουν τον Ερμήν να τους πιάνη από τον τράχηλον και να τους ωθή και πάλιν ν' αντιστέκωνται και να πίπτουν ανάσκελα προς ανωφελή αντίστασιν.
ΚΡΑΤ. Να σας διηγηθώ εγώ τι είδα όταν κατέβαινα.
ΔΙΟΓ. Να μας διηγηθής, Κράτη, διότι φαίνεται ότι θα είδες πολύ αστεία πράγματα.
ΚΡΑΤ. Ήρχοντο πολλοί μαζή μας, μεταξύ δε αυτών ο Ισμηνόδωρος ο πλούσιος ο συμπολίτης μας, ο Αρσάκης ο ύπαρχος της Μηδίας και ο Αρμένιος Ορείτης. Λοιπόν ο Ισμηνόδωρος ο οποίος είχε φονευθή υπό ληστών κατά τον Κιθαιρώνα, ενώ επήγαινε εις την Ελευσίνα, νομίζω — εστέναζε και εκράτει την πληγήν του και ανέφερε τα παιδιά του, τα οποία αφήκε πολύ μικρά και μετενόει διά την τόλμην του, διότι ενώ επρόκειτο να διαβή τον Κιθαιρώνα και τα περίχωρα των Ελευθερών, τα οποία έχουν εντελώς ερημωθή υπό των πολέμων, είχε παραλάβει δύο μόνον δούλους, ενώ είχε μαζύ του πέντε χρυσάς φιάλας και τέσσερα ποτήρια. Ο δε Αρσάκης — ο οποίος ήτο ήδη ηλικιωμένος και αληθώς σεβάσμιος την όψιν —εξέφραζε εις βαρβαρικήν γλώσσαν την δυσφορίαν και την αγανάκτησίν του, διότι εβάδιζε πεζός και εζήτει να του φέρουν τον ίππον του. Διότι ο ίππος του είχεν αποθάνει συγχρόνως με αυτόν. Ένας Θραξ ακροβολιστής τους είχε φονεύσει και τους δύο δι ενός κτυπήματος εις την μάχην την γενομένην παρά τον ποταμόν Αράξην εναντίον του βασιλέως της Καππαδοκίας. Ο Αρσάκης, ως διηγείτο, έτρεχε, εξορμήσας πολύ προ των άλλων• ο δε Θραξ τον ανέμενε και προβαλών την ασπίδα απέκρουσε το κοντάρι του Αρσάκη, έπειτα δε διευθύνας εκ των κάτω την λόγχην διεπέρασε και αυτόν και τον ίππον.
ΑΝΤ. πώς είνε δυνατόν, Κράτη, να γείνη αυτό με ένα κτύπημα;
ΚΡΑΤ. Ευκολώτατα, Αντισθένη• ο Αρσάκης ήρχετο με ορμήν κρατών προτεταμένον κοντάρι είκοσι πήχεων, ο δε Θραξ, αφού διά της ασπίδος του απέκρουσε την επίθεσιν και απέφυγε το λόγχισμα, εγονάτισε και με την λόγχην προτεταμένην εδέχθη τον επερχόμενον και επλήγωσε κάτω του στήθους τον ίππον, ο οποίος εκ της ορμής του διεπεράσθη• διετρυπήθη δε και ο Αρσάκης εκ του βουβώνος πέρα πέρα. Ως βλέπεις το φοβερόν τούτο κτύπημα έγεινε μάλλον εξ αιτίας της ορμής του ίππου παρά εκ της θελήσεως και της δυνάμεως του ανθρώπου. Ηγανάκτει λοιπόν ο Αρσάκης διότι ετάσσετο εις την αυτήν με τους άλλους τάξιν και απήτει να καταβή έφιππος. Ο δε Ορείτης είχε τόσον αβρούς τους πόδας, ώστε ούτε να σταθή, ούτε να βαδίζη ηδύνατο. Τούτο δε συμβαίνει εις όλους σχεδόν τους Μήδους, όταν αφιππεύουν βαδίζουν, ως να πατούν επί ακανθών, ακροποδητί. Διά τούτο όταν έπεσε κάτω και δεν ήθελε κατ' ουδένα τρόπον να σηκωθή, ο Ερμής τον εσήκωσε και τον έφερε μέχρι της αποβάθρας, εγώ δε εγελούσα.
ΑΝΤ. Και εγώ όταν κατέβαινα, δεν ανεμίχθην καθόλου με τους άλλους, αλλά τους αφήκα να κλαίουν και προτρέξας εισήλθα εις το πλοίον και κατέλαβα θέσιν διά να ταξειδεύσω με άνεσιν• κατά δε το ταξείδι οι μεν άλλοι έκλαιαν και ξερνούσαν, εγώ δε διεσκέδαζα με αυτούς.
ΔΙΟΓ. Συ, Κράτη και Αντισθένη, είχατε αυτούς τους συνοδοιπόρους• εγώ δε είχα τον Βλεψίαν τον τοκιστήν από την Πίσαν, τον Λάμπιν τον Ακαρνάνα, τον αρχηγόν των ξένων μισθοφόρων και τον Δάμιν τον πλούσιον από την Κόρινθον. Εξ αυτών ο μεν Δάμις είχεν αποθάνει δηλητηριασθείς υπό του υιού του, ο δε Λάμπις ηυτοκτόνησεν εξ έρωτος προς την Μύρτιον την εταίραν, και ο Βλεψίας ελέγετο ότι είχεν αποθάνει εξ ασιτίας ο δυστυχής, το οποίον και εφαίνετο εις την μεγάλη του ωχρότητα και την άκραν εξασθένησιν. Εγώ δε αν και εγνώριζα τους ανέκρινα διά να μου 'πουν κατά ποίον τρόπον απέθαναν. Και όταν ο Δάμις κατηγόρει τον υιόν του; Δεν έπαθες άδικα, του είπα, αφού είχες περιουσίαν χιλίων ταλάντων και συ μεν απελάμβανες που ήσουν εννενηκοντούτης, εις δε τον υιόν σου ο οποίος ήτο δέκα οκτώ ετών νέος έδιδες μόνον τεσσάρας οβολούς. Συ δε, Ακαρνάν, — διότι εστέναζε και αυτός και κατηράτο την Μύρτιον — διατί αιτιάσαι τον έρωτα και όχι τον εαυτόν σου; Τους εχθρούς δεν εφοβήθης ποτέ και ήσουν πρώτος εις τους κινδύνους, και το πρώτον τυχόν γύναιον με τα ψευδή του δάκρυα και τους στεναγμούς σε υπεδούλωσε, γενναιότατε. Ο δε Βλεψίας κατηγόρει τον εαυτόν του ως πολύ ανόητον, διότι εφύλατε τα χρήματά του διά κληρονόμους αγνώστους, νομίζων ο ανόητος ότι δεν θ' απέθνησκε ποτέ. Εν γένει δε πολύ με διεσκέδασαν με τους στεναγμούς των. Αλλ' εφθάσαμεν εις την είσοδον και τώρα ας σταματήσωμεν εδώ και ας παρατηρούμεν εξ αποστάσεως τους ερχομένους. Πωπώ, είνε πάρα πολλοί και διάφοροι και όλοι δακρύουν εκτός των νεογνών και των νηπίων. Αλλά και οι πολύ γέροντες κλαίουν. Διατί αρά γε; Από αγάπην προς την ζωήν; Θέλω να ερωτήσω αυτόν τον υπέργηρον.—Διατί κλαίεις ενώ απέθανες τόσον ηλικιωμένος; Διατί τόσον σου κακοφαίνεται, φίλε μου, αφού έρχεσαι γέρων; Μήπως ήσουν πουθενά βασιλεύς;
ΠΤΩ. Καθόλου.
ΔΙΟΓ. Μήπως σατράπης;
ΠΤΩ. Ούτε.
ΔΙΟΓ. Λοιπόν μήπως ήσουν πλούσιος και αφήκες πολλάς απολαύσεις εις την ζωήν;
ΠΤΩ. Τίποτε απ' αυτά. Είχα γείνει εννενήντα χρονών επάνω κάτω, εζούσα δε ζωήν δυστυχισμένην και ως μόνον πόρον είχα την ψαρρικήν με το καλάμι και την ορμιάν. Εκτός δε της μεγάλης φτώχειας, ήμουν άτεκνος, ήμουν κουτσός και μόλις έβλεπα.
ΔΙΟΓ. Και μολονότι ευρίσκεσο εις αυτήν την κατάστασιν ήθελες να ζης;
ΠΤΩ. Ναι, διότι το φως είνε ευχάριστον και ο θάνατος κακός και μαύρος.
ΔΙΟΓ. Είσαι ανόητος, γέρω, και δεν ξέρεις το συμφέρον σου, σαν να ήσουν παιδί, ενώ είσαι ομήλικος του Χάρωνος. Τι να λέγη λοιπόν κανείς διά τους νέους όταν οι έχοντες τόσην ηλικίαν αγαπούν την ζωήν, ενώ έπρεπε να επιδιώκουν τον θάνατον ως φάρμακον των δυστυχιών του γήρατος; Αλλά καιρός να φύγωμεν διά να μη νομίση κανείς ότι σκεπτόμεθα να δραπετεύσωμεν, επειδή μας βλέπουν να περιφερώμεθα εδώ εις την είσοδον.
28. &Μενίππου και Τειρεσίου.&
ΜΕΝ. Εάν αληθώς είσαι τυφλός, ω Τειρεσία, δεν είνε εύκολον να το διακρίνη κανείς πλέον• διότι όλοι εδώ έχομεν ομοίως κενά τα μάτια, μόνον δε τα κοιλώματά των διατηρούνται• κατά δε τα άλλα δεν δύναται κανείς να είπη ποίος ήτο ο Φινεύς και ποιος ο Λυγκεύς. Ότι όμως ήσουν μάντις και ότι υπήρξες αρσενικός και θηλυκός το γνωρίζω από τους ποιητάς. Κάμε μου λοιπόν την χάριν να μου 'πης ποία ζωή σου εφάνη πλέον ευχάριστος, του ανδρός ή της γυναικός;
ΤΕΙΡ. Πάρα πολύ καλλιτέρα η γυναικεία ζωή, Μένιππε, διότι έχει ολιγωτέρας φροντίδας. Εκτός δε τούτου αι γυναίκες διευθύνουν τους άνδρας, και ούτε εις τον πόλεμον πηγαίνουν, ούτε φρουρούν, ούτε εις τας συνελεύσεις του λαού συζητούν, ούτε εις τα δικαστήρια καλούνται.
ΜΕΝ. Δεν ήκουσες, Τειρεσία, την Μήδειαν του Ευριπίδου, τι λέγει, ελεεινολογούσα την τύχην των γυναικών, ότι ζουν αθλίαν ζωήν και τραβούν αφόρητους πόνους κατά τον τοκετόν; Και — αφού οι στίχοι της Μηδείας μου το ενθύμισαν — δεν μου λες εγέννησες ποτέ όταν ήσουν γυναίκα,- ή στείρα και άγονος επέρασες την γυναικείαν ζωήν;
ΤΕΙΡ. Διατί ερωτάς αυτό, Μένιππε;
ΜΕΝ. Όχι για κακό, Τειρεσία• λοιπόν 'πες μου, αν δεν σ' εμποδίζη τίποτε.
ΤΕΙΡ. Δεν ήμουν μεν στείρα, αλλά και δεν εγέννησα.
ΜΕΝ. Καλά, αλλά ήθελα να μάθω αν είχες και μήτραν.
ΤΕΙΡ. Είχα, πώς όχι;
ΜΕΝ. Λοιπόν με τον καιρόν σου εξηφανίσθη η μήτρα και το γυναικείον όργανον εφράχθη και οι μαστοί απεσπάσθησαν και το ανδρικόν όργανον εφύτρωσε και έβγαλες γένεια, ή διά μιας από γυναίκα έγεινες άνδρας;
ΤΕΙΡ. Δεν βλέπω τι σκοπόν έχει η ερώτησίς σου• φαίνεται λοιπόν ότι δεν πιστεύεις ότι έγειναν αυτά, όπως σου τα λέγω.
ΜΕΝ. Ώστε δεν πρέπει κανείς, Τειρεσία, να δυσπιστή εις τοιαύτας διηγήσεις, αλλά χωρίς να εξετάζη αν είνε δυνατά ή μη να τα παραδέχεται, ως βλαξ;
ΤΕΙΡ. Συ λοιπόν δεν πιστεύεις ούτε όταν ακούης ότι γυναίκες μετεμορφώθησαν εις πτηνά ή δένδρα ή θηρία; όπως λ. χ. η Αηδών, η Δάφνη, ή του Λυκάονος η θυγατέρα;
ΜΕΝ. Εάν συναντήσω και αυτάς πουθενά, θα τας ερωτήσω και θα μάθω τι λέγουν. Συ δε, όταν ήσουν γυναίκα, ήσουν και μάντις όπως κατόπιν, ή μόνον όταν έγεινες άνδρας έγεινες και μάντις;
ΤΕΙΡ. Βλέπω ότι αγνοείς όλην μου την ιστορίαν, εκτός δε των άλλων ότι διέλυσα μίαν φιλονεικίαν των θεών και η μεν Ήρα με ετύφλωσε, ο δε Ζευς προς παρηγορίαν της συμφοράς μού έδωκε την μαντικήν δύναμιν.
ΜΕΝ. Ακόμη επιμένεις εις τα ψεύδη σου, Τειρεσία; Αλλ' είσαι και συ όπως οι άλλοι μάντεις, οι οποίοι ποτέ δεν λέγουν τίποτε σωστόν.
29. &Αίαντος και Αγαμέμνονος.&
ΑΓΆΜ. Εάν συ παρεφρόνησες, Αία, και ηυτοκτόνησες, εφοβέρισες δε και ημάς όλους να μας φονεύσης, διατί κατηγορείς τον Οδυσσέα και προ ολίγου ούτε τον ητένισες, όταν ήλθε να ζητήση την γνώμην του Τειρεσίου, ούτε τον εχαιρέτισες, ενώ υπήρξε συστρατιώτης σου και φίλος, αλλ' επροσπέρασες βιαστικά και περιφρονητικώς;
ΑΙΑΣ. Δικαίως, Αγαμέμνων, διότι αυτός έγεινεν αίτιος να παραφρονήσω• μόνος αυτός μου διεφιλονείκησε τα όπλα του Αχιλλέως.
ΑΓΑΜ. Και είχες την αξίωσιν να μη συναγωνισθή κανείς και να υπερισχύσης αμαχητί όλων;
ΑΙΑΣ. Τουλάχιστον εις αυτήν την περίστασιν, διότι τα όπλα ανήκον εις εμέ αφού ήσαν του ανεψιού μου. Και σεις μεν οι άλλοι, αν και ήσθε πολύ καλλίτεροι του Οδυσσέως, παρητήθητε από τον αγώνα και παρεχωρήσατε εις εμέ τα όπλα• ο υιός όμως του Λαέρτου, τον οποίον εγώ πολλάκις έσωσα όταν εκινδύνευε να σφαγή υπό των Φρυγών, επέμενεν ότι είνε καλλίτερός μου και ότι εις αυτόν μάλλον έπρεπαν τα όπλα.
ΑΓΑΜ. Τότε μάλλον κατά της Θέτιδος πρέπει να παραπονήσαι, η οποία ενώ έπρεπε να σε κάμη κληρονόμον των όπλων, αφού είσαι συγγενής, τα έφερε και τα κατέθεσεν εις το κοινόν.
ΑΙΑΣ. Όχι, κατά του Οδυσσέως παραπονούμαι ο οποίος μόνος επέμενε να τα πάρη.
ΑΓΑΜ. Πρέπει να τον συγχωρήσης, Αία, διότι ως άνθρωπος επεθύμησε την δόξαν, πράγμα τόσον γλυκύ, διά το οποίον και ημείς οι άλλοι υπεφέραμεν κινδύνους. Άλλως σ' ενίκησεν, ως απεφάνθησαν και Τρώες κριταί.
ΑΙΑΣ. Ξέρω εγώ ποίος με κατεδίκασε• αλλά δεν πρέπει να λέγωμεν τίποτε εναντίον των θεών. Δεν δύναμαι όμως να μη μισώ τον Οδυσσέα, Αγαμέμνων, και αν ακόμη αυτή η Αθηνά με διέτασσε το εναντίον.
30. &Μίνωος και Σωστράτου.&
ΜΙΝ. Αυτός εδώ ο ληστής Σώστρατος ας ριφθή εις τον Πυριφλεγέθοντα, ο ιερόσυλος ας σπαραχθή υπό της Χιμαίρας, ο δε τύραννος, ω Ερμή, ας σταυρωθή πλησίον του Τιτυού και να του τρώγουν οι γύπες τα ήπατα• σεις δε οι δίκαιοι, πηγαίνετε αμέσως εις το Ηλύσιον πεδίον και κατοικείτε εις τας νήσους των Μακάρων, εις αμοιβήν των καλών σας πράξεων εις την ζωήν.
ΣΩΣΤΡ. Άκουσε, ω Μίνω, διά να κρίνης αν έχω δίκαιον.
ΜΙΝ. Πάλιν θα σε ακούσω; Δεν απεδείχθη ότι είσαι κακούργος και ότι τόσους ανθρώπους εφόνευσες;
ΣΩΣΤΡ. Βέβαια, αλλά πρέπει να εξετάσης αν και δικαίως θα τιμωρηθώ.
ΜΙΝ. Πολύ δικαίως, αφού πρέπει να τιμωρηθής κατά τα έργα σου.
ΣΩΣΤΡ. Σε παρακαλώ να μου απαντήσης• θα σου κάμω μίαν σύντομον ερώτησιν.
ΜΙΝ. Λέγε, αλλά μη πολυλογάς διότι έχω και άλλους να δικάσω.
ΣΩΣΤΡ. Όσα έκανα όταν εζούσα τα έκανα εκουσίως, ή η Μοίρα μου είχεν ορίσει να τα κάμω;
ΜΙΝ. Βέβαια η Μοίρα.
ΣΩΣΤΡ. Λοιπόν και οι αγαθοί και οι κακοί όλοι υπήρξαμεν τοιούτοι, διότι ούτω ηθέλησεν η Μοίρα;
ΜΙΝ. Ναι, η Κλωθώ, η οποία εις έκαστον κατά την γέννησίν του ορίζει τι θα πράξη.
ΣΩΣΤΡ. Εάν λοιπόν κανείς αναγκασθή υπό άλλου, εις τον οποίον δεν δύναται να παρακούη, όπως ο δήμιος αν διαταχθή υπό δικαστού και ο δορυφόρος αν διαταχθή υπό τυράννου, και φονεύση άνθρωπον, ποίον θα κατηγορήσης διά τον φόνον;
ΜΙΝ. Εννοείται, τον δικαστήν ή τον τύραννον, διότι δεν δύναται, κανείς να κατηγορήση διά τον φόνον το όπλον το οποίον χρησιμεύει ως απλούν όργανον της οργής του φονέως.
ΣΩΣΤΡ. Ευχαριστώ, Μίνω, διότι δυναμόνεις το παράδειγμά μου. Εάν δε έλθη ένας υπηρέτης εκ μέρους του κυρίου του και μας φέρη χρυσόν ή άργυρον, εις ποίον πρέπει να γνωρίζωμεν την χάριν και ποίον πρέπει να θεωρούμεν ευεργέτην;
ΜΙΝ. Εκείνον όστις μας έστειλε τον χρυσόν• εκείνος όστις τον έφερε έκαμε μόνον τον κόπον.
ΣΩΣΤΡ. Λοιπόν βλέπεις ότι αδίκως μας τιμωρείς διότι επράξαμεν όσα η Κλωθώ διέταξε και ευχαριστείς τους υπηρέτας διά δώρα ξένα; Διότι δεν δύναται κανείς να είπη ότι ήτο δυνατόν να παρακούσωμεν εις διαταγάς τόσον επιτακτικάς.
ΜΙΝ. Άκουσε, Σώστρατε, και πολλά άλλα, αν καλώς εξετάσης, θα ίδης ότι δεν γίνονται λογικώς. Αλλ' από την ερώτησίν σου αποδεικνύεσαι ότι δεν είσαι μόνον ληστής, αλλά και ρήτωρ. Και δι' αυτό απόλυσέ τον, Ερμή, και ας μη τιμωρηθή. Αλλά πρόσεξε να μη διδάξης και τους άλλους νεκρούς να μου κάνουν τοιαύτας ερωτήσεις.
&ΜΕΝΙΠΠΟΣ Η ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ&
&Μένιππος και Φίλωνίδης.&
ΜΕΝ. ω Χαίρε μέλαθρον προ πυλά θ' εστίας εμής, ως άσμενός σε γ' είδον ές φάος μολών. {31}
ΦΙΛ. Δεν είνε αυτός ο Μένιππος ο κυνικός; Βέβαια δεν είνε άλλος, εκτός εάν εγώ δεν βλέπω καλά• όλος κι' όλος ο Μένιππος. Αλλά τι αλλόκοτος ενδυμασία είνε αύτη; Φορεί πίλον και δέρμα λέοντος και κρατεί λύραν. Ας τον πλησιάσω. Χαίρε, Μένιππε• από πού μας έρχεσαι; διότι έχεις πολύν καιρόν να φανής εις την πόλιν.
ΜΕΝ. Ήκω νεκρών κευθμώνα και σκότου πύλας
λιπών, ίν' Άδης χωρίς ώκισται θεών. {32}
ΦΙΛ. Περίεργον, ο Μένιππος είχεν αποθάνει χωρίς να το μάθωμεν. Και έπειτα πάλιν εξανάζησες;
ΜΕΝ. Ουκ, αλλ' ετ' έμπνουν Αίδης μ' εδέξατο. {33}
ΦΙΛ. Και η αιτία αυτού του πρωτοφανούς και παραδόξου ταξειδίου σου;
ΜΕΝ. Νεότης μ' επήρε και θράσος του νου πλέον.{34}
ΦΙΛ. Παύσε, ευλογημένε, να παίζης τραγωδίαν, ξεπέζευσε από τους ιάμβους και πες μου εις απλήν γλώσσαν τι είνε αυτή η στολή και ποία ανάγκη σε, έκαμε να ταξειδεύσης εις τον κάτω κόσμον, διότι δεν είνε, φαίνεται, ευχάριστον τοιούτον ταξείδι, ώστε να το επιχειρή κανείς χωρίς ανάγκην.
ΜΕΝ. ω φιλότης χρειώ με κατήγαγεν εις Αίδαο
ψυχή χρησόμενον Θηβαίου Τειρεσίου.{35}
ΦΙΛ. Τι έπαθες, τρελλάθηκες; με στίχους της τραγωδίας ομιλείς προς τους φίλους σου;
ΜΕΝ. Μη απορής, φίλε μου• διότι προ ολίγου ακόμη, ήμουν με τον Ευριπίδην και τον Όμηρον και χωρίς να το καταλάβω εγέμισα από στίχους, οι οποίοι αυτομάτως ανεβαίνουν εις το στόμα μου. Αλλά δεν μου λες πώς τα περνάτε εδώ εις την γην και τι γίνεται εις την πόλιν;
ΦΙΛ. Τίποτε νέον, αλλ' όπως και προτήτερα, κλέπτουν, επιορκούν, τοκογλυφούν, φιλαργυρεύονται.
ΜΕΝ. Ω τους αθλίους και δυστυχείς• δεν γνωρίζουν τι νόμοι εψηφίσθησαν προ ολίγου καιρού και τι ψηφίσματα έγειναν εναντίον των πλουσίων, τα οποία, μα τον Κέρβερον, κατ' ουδένα τρόπον δύνανται να διαφύγουν.
ΦΙΛ. Τι λες; Έγειναν νεώτεροι νόμοι εις τον κάτω κόσμον περί των εδώ;
ΜΕΝ. Και πολλοί, μα τον Δία. Αλλά δεν επιτρέπεται να λέγωνται αυτά προς όλους και να φανερόνωνται τα απόρρητα, μήπως και κανείς με καταγγείλη επί ασεβεία προς τον Ραδάμανθυν.
ΦΙΛ. Σε παρακαλώ, Μένιππε, μη μου τα κρύψης• είμαι φίλος σου και γνωρίζω να κρατώ μυστικά, εκτός δε τούτου είμαι και μεμυημένος εις τα μυστήρια.
ΜΕΝ. Μου απαιτείς δύσκολον πράγμα και επικίνδυνον, αλλά τέλος πάντων προς χάριν σου θα το αποτολμήσω. Απεφασίσθη λοιπόν, όπως οι πλούσιοι και πολυχρήματοι, όσοι κρατούν κατάκλειστον τον χρυσόν, όπως την Δανάην…
ΦΙΛ. Σε παρακαλώ όμως πριν μου αναφέρης τα αποφασισθέντα να μου 'πης εκείνα τα οποία ενδιαφέρομαι περισσότερον ν' ακούσω, δηλαδή πώς σου επήλθεν η ιδέα να κατεβής εις τον Άδην, ποίος σου εχρησίμευσεν ως οδηγός, έπειτα δε τι είδες και τι ήκουσες εκεί κάτω• διότι ως φιλόκαλος άνθρωπος που είσαι δεν θα παρέλειψες τίποτε εκ των αξιοθεάτων και αξιακούστων.
ΜΕΝ. Θα σου κάμω και αυτήν την χάριν διότι τι να κάμη κανείς όταν φίλος άνθρωπος τον παρακαλή; Λοιπόν θα σου ομιλήσω πρώτα περί της αποφάσεώς μου και της αφορμής της καθόδου μου. Αφ' ότου ήμουν παιδί, ακούων τας διηγήσεις του Ομήρου και Ησιόδου περί πολέμων και στασιασμών όχι μόνον των ημιθέων, αλλά και αυτών των θεών, προσέτι δε περί μοιχειών αυτών και βιασμών και αρπαγών, περί δικών και εκθρονισμών πατέρων υπό των τέκνων αυτών και γάμων μεταξύ αδελφών, ενόμιζα ότι όλα αυτά είνε καλά και ζωηρώς επόθουν να τα μιμηθώ. Αλλ' όταν ήρχισα να ενηλικιούμαι, έβλεπα ότι οι νόμοι διατάσσουν, αντιθέτως προς τους ποιητάς, να μη μοιχεύωμεν, ούτε να στασιάζωμεν, ούτε ν' αρπάζωμεν. Ευρέθηκα λοιπόν εις μεγάλην αμφιβολίαν, μη γνωρίζων ποίαν διαγωγήν ν' ακολουθήσω. Διότι ούτε οι θεοί εφανταζόμην θα εμοίχευαν και θα εστασίαζαν μεταξύ των, εάν δεν ενόμιζαν αυτά καλά, ούτε πάλιν οι νομοθέται θα μας συνεβούλευαν τα εναντία, εάν δεν τα ενόμιζαν ως ωφελιμώτερα. Εις την απορίαν μου εσκέφθηκα να υπάγω να εύρω τους λεγομένους φιλοσόφους, να τεθώ εις την διάθεσίν των και να τους παρακαλέσω να με μεταχειρισθούν όπως θέλουν και να μου υποδείξουν ένα απλούν και ασφαλή τρόπον ζωής. Με τοιαύτας σκέψεις επήγα προς αυτούς, αλλά δεν ενόησα ότι έπεφτα εις την φωτιάν, κατά το λεγόμενον, διά ν' αποφύγω τον καπνόν. Διότι όταν τους εγνώρισα ευρήκα εις αυτούς τόσην άγνοιαν και αμφιβολίαν, ώστε να μου φανούν εν συγκρίσει προς αυτούς πολύ σοφώτεροι εις τον τρόπον του ζην οι απλοί άνθρωποι. Ο είς εξ αυτών λ.χ. εδίδασκε ν' απολαμβάνωμεν πάσαν ήδονήν και μόνον την ηδονήν να επιζητώμεν εις όλα, διότι αυτά είνε η τελεία ευτυχία• ο άλλος εξ εναντίας εδίδασκε να εργαζώμεθα διηνεκώς και να μοχθούμεν, να σκληραγωγούμεν το σώμα και να είμεθα ρυπαροί και ελεεινοί, να ενοχλούμεν δε τους πάντας και να τους υβρίζωμεν και συχνά επανελάμβανε τους πασίγνωστους στίχους του Ησιόδου περί αρετής, περί του ιδρώτος και περί της αναβάσεως εις την κορυφήν• {36} άλλος συνεβούλευε να περιφρονούμεν τα πλούτη και ν' αδιαφορούμεν διά την απόκτησιν αυτών• άλλος εξ εναντίας ήτο της γνώμης ότι και ο πλούτος είνε κάτι αγαθόν. Αλλά τι να σου είπω διά τας γνώμας των περί του κόσμου; Σου ομολογώ ότι όταν τους ήκουα καθ' εκάστην να ομιλούν περί ιδεών και ασωμάτων και ατόμων και περί κενών και να επαναλαμβάνουν πλήθος τοιούτων λέξεων, μου ήρχετο αναγούλα. Και το γελοιωδέστερον εξ όλων είνε ότι και όταν ωμίλουν περί πραγμάτων εντελώς αντιθέτων εύρισκαν επιχειρήματα τόσον πιθανά και πειστικά, ώστε να μη δύναται κανείς να τους αντικρούη και όταν υπεστήριζαν ότι το θερμόν και το ψυχρόν είνε το ίδιον πράγμα, ενώ γνωρίζομεν σαφώς ότι θερμόν και ψυχρόν δεν δύναται να είνε συγχρόνως ένα πράγμα. Μου συνέβαινε λοιπόν ακριβώς ό,τι εις τους νυστάζοντας, οίτινες οτέ μεν κατανεύουν οτέ δε ανανεύουν. Αλλ' έτι μάλλον παράλογον ήτο το ακόλουθον• παρακολουθών αυτούς παρετήρουν ότι αι πράξεις των ήσαν εντελώς εναντίαι προς την διδασκαλίαν των διότι οι διδάσκοντες την περιφρόνησιν του πλούτου παρετήρουν ότι είχαν άπληστον όρεξιν χρημάτων και περί τόκων εφιλονείκουν και επί πληρωμή εδίδασκαν και τα πάντα χάριν των χρημάτων υπέφεραν. Εκείνοι δε οίτινες εδίδασκον την περιφρόνησιν της δόξης έπρατταν και έλεγαν τα πάντα χάριν αυτής• ενώ δε όλοι σχεδόν κατηγόρουν τας απολαύσεις, ιδιαιτέρως εις αυτάς ήσαν αφιερωμένοι.
Όταν λοιπόν είδα και αυτήν μου την ελπίδα να διαψευσθή, έτι μάλλον ελυπούμην, αλλ' επροσπαθούσα να παρηγορήσω τον εαυτόν μου με την σκέψιν ότι και άλλοι πολλοί, μεταξύ των οποίων και σοφοί και λίαν φημιζόμενοι διά την σύνεσίν των, δεν εγνώριζαν την αλήθειαν. Ενώ δε κάποτε αγρυπνούσα με τοιαύτας σκέψεις, απεφάσισα να υπάγω εις την Βαβυλώνα και να παρακαλέσω κανένα εκ των μάγων μαθητών και διαδόχων του Ζωροάστρου, περί των οποίων είχα ακούσει να λέγεται ότι με επωδάς και διαφόρους μαγείας δύνανται ν' ανοίξουν τας πύλας του Άδου, να κατεβάζουν οποίον θέλουν και να τον ανεβάζουν πάλιν οπίσω. Ως καλλίτερον λοιπόν έκρινα να κατέβω με την βοήθειαν κανενός εξ αυτών και να υπάγω προς τον Βοιωτόν Τειρεσίαν διά να μάθω παρ' αυτού, αφού ήτο μάντις και σοφός, ποία είνε η καλλιτέρα ζωή, την οποίαν πρέπει να προτιμήση ο φρόνιμος άνθρωπος• και αμέσως ανεπήδησα και έτρεξα με σπουδήν και κατ' ευθείαν εις την Βαβυλώνα. Άμα δε έφθασα εκεί, ευρήκα ένα εκ των Χαλδαίων, σοφόν και θαυμαστόν κατά την τέχνην, ο οποίος είχε λευκήν την κόμην και γενειάδα σεβάσμιαν, ωνομάζετο δε Μιθροβαρζάνης. Τον παρεκάλεσα και τον καθικέτευσα και μετά δυσκολίας τον έπεισα να με οδήγηση εις τον Άδην με οίαν δήποτε αμοιβήν ήθελε. Ο μάγος με παρέλαβε και κατ' αρχάς μεν επί είκοσι εννέα ημέρας, αρχίσας από την νέαν σελήνην, με έλουε• κατά την αυγήν με ωδήγει εις τον Ευφράτην, όταν δε ανέτελλεν ο ήλιος μου απήγγελλε λόγια τα οποία μου ήσαν ακατάληπτα• όπως οι αμαθείς κήρυκες των αγώνων, έλεγε τους λόγους του βιαστικούς και ακατανοήτους• ηδύνατό τις όμως να μαντεύση ότι κάποιους θεούς επεκαλείτο. Μετά την επωδήν αυτήν και αφού μου έπτυε τρεις φορές κατά πρόσωπον, επέστρεφα χωρίς ν' ατενίζω κανένα εκ των συναντωμένων. Ως τροφήν μου έδιδεν ακροβλάσταρα της δρυός, ως ποτόν δε γάλα και υδρόμελι και νερόν του ποταμού Χοάσπου. Εκοιμώμουν δε έξω επάνω εις τα χόρτα. Αφού δε ενόμισεν αρκετήν αυτήν την προπαρασκευήν, με ωδήγησε περί το μεσονύκτιον εις τον Τίγρητα ποταμόν, όπου με έπλυνε, με εσπόγγισε, με εξήγνισε, όπως εξαγνίζουν τους νεκρούς, με δαδιά και σκυλοκρόμμυδον και άλλα διάφορα. Αφού δε εψιθύρισε την επωδήν εκείνην, με εμάγευσε όλον και διέγραψε κύκλους γύρω μου διά να μη με κακοποιήσουν τα φαντάσματα, με ωδήγησε πάλιν εις το σπήτι του, αλλά με υπεχρέωσε να οπισθοβατώ. Κατά το υπόλοιπον δε της νυκτός εκάμαμεν τας ετοιμασίας μας διά το ταξείδι. Ο μεν Μιθροβαρζάνης εφόρεσε μίαν μαγικήν στολήν κατά πολύ ομοιάζουσαν με το Μηδικόν ένδυμα, έπειτα δε έφερε και μ' εστόλισε με αυτόν τον πίλον και την λεοντήν και μου έδωκε να κρατώ την λύραν, μου παρήγγειλε δε εάν μ' ερωτήσουν πώς ονομάζομαι να μη λέγω Μένιππος, αλλ' Ηρακλής ή Οδυσσεύς ή Ορφεύς.
ΦΙΛ. Γιατί αυτό, Μένιππε; Διότι ούτε των ονομάτων, ούτε της ενδυμασίας την σημασίαν εννοώ.
ΜΕΝ. Και όμως το πράγμα είνε φανερόν και όχι δύσκολον να εννοηθή. Επειδή εκείνοι άλλοτε κατέβηκαν ζωντανοί εις τον Άδην, εσκέπτετο ότι αν με εξωμοίωνε προς αυτούς, ευκόλως θα διεφεύγαμεν την προσοχήν του Αιακού και ανεμποδίστως θα εισηρχόμεθα, χάρις εις την μεταμφίεσιν εκείνην την θεατρικήν εις την οποίαν ο Αιακός είνε συνηθισμένος. Ήρχισεν ήδη να φέγγη και κατεβήκαμεν εις τον ποταμόν διά ν' αναχωρήσωμεν. Είχε δε ετοιμασθή κατά παραγγελίαν του πλοίον και σφάγια διά θυσίαν και υδρόμελι και άλλα χρήσιμα διά την τελετήν. Επιβιβάσαντες δε όλα αυτά τα εφόδια εισήλθαμεν και ημείς και
βαίνομεν αχνύμενοι, θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες. {37}
Επί τινα καιρόν το πλοίον μας ηκολούθει το ρεύμα του ποταμού• έπειτα δε εισήλθαμεν εις το έλος και την λίμνην, όπου ο Ευφράτης χύνεται• αφού δε επεράσαμεν και την λίμνην εφθάσαμεν εις μέρος έρημον, δασώδες και σκιερόν, όπου απεβιβάσθημεν. Ο Μιθροβαρζάνης προηγείτο. Εσκάψαμεν δε λάκκον, εσφάξαμεν τα πρόβατα και εκάμαμεν σπονδάς χύνοντες γύρω εις τον λάκκον το αίμα. Ο δε μάγος εν τω μεταξύ τούτω κρατών δάδα αναμμένην, όχι πλέον με σιγανήν φωνήν, αλλά με όλην του την δύναμιν εφώναζε και επεκαλείτο όλους τους καταχθονίους θεούς και τας Ποινάς και τας Εριννύας
και νυχίαν Εκάτην και επαινήν Περσεφόνειαν {38}
αναμιγνύων συγχρόνως βαρβαρικάς τινας, ακαταλήπτους και πολυσυλλάβους λέξεις. Ευθύς δε όλος ο τόπος εσείσθη και υπό της μαγικής επωδής εσχίσθη το έδαφος και ηκούετο μακρυνόν το γαύγισμα του Κερβέρου. Και η στιγμή ήτο πολύ φοβερά και τρομακτική,
έδδεισεν δ' υπένερθεν άναξ ενέρων Αϊδωνεύς{39}
διότι εφαίνοντο ήδη τα περισσότερα μέρη του Άδου, η λίμνη και ο Πυριφλεγέθων και του Πλούτωνος τα ανάκτορα. Καταβάντες δε διά του χάσματος ευρήκαμεν τον Ραδάμανθυν ημιθανή εκ του τρόμου• ο δε Κέρβερος υλάκτησεν ολίγον και εκινήθη διά να ορμήση εναντίον μας, αλλ' εγώ έσπευσα και έκρουσα την λύραν και αμέσως η μουσική τον εγοήτευσε και τον κατεπράυνε. Όταν εφθάσαμεν εις την λίμνην, παρ' ολίγον να μη δυνηθώμεν να περάσωμεν• διότι το πλοιάριον ήτο ήδη γεμάτον και ανεδίδετο εξ αυτού θρήνος, καθότι οι επιβάται του ήσαν όλοι τραυματίαι και είχον άλλος μεν τον πόδα, άλλος δε την κεφαλήν και άλλος άλλο μέλος του σώματος πληγωμένον. Φαίνεται ότι ήρχοντο από κάποιον πόλεμον. Αλλ' ο καλός Χάρων άμα είδε την λεοντήν, νομίσας ότι είμαι ο Ηρακλής, με εδέχθη εις το πλοίον και ευχαρίστως μ' επέρασεν, όταν δε απεβιβάσθημεν μας έδειξε και τον δρόμον. Όταν ευρέθημεν εις το σκότος επροπορεύετο ο Μιθροβαρζάνης, ηκολούθουν δε εγώ και τον εκράτουν από το ένδυμα έως ου εφθάσαμεν εις μέγα λειβάδι κατάφυτον από ασφοδέλους, όπου επετούσαν γύρω μας με θόρυβον αι σκιαί των νεκρών. Προχωρήσαντες εφθάσαμεν μετ' ολίγον εις το δικαστήριον του Μίνωος, τον οποίον ευρήκαμεν να κάθηται επί θρόνου υψηλού, εκατέρωθεν δε αυτού εστέκοντο αι Ποιναί, αι Εριννύες και οι εκδικηταί Δαίμονες. Εξ άλλου μέρους ωδηγούντο εις το Δικαστήριον δεμένοι με αλυσσίδα μακράν κατά σειράν πολυάριθμοι, περί των οποίων ελέγετο ότι είνε μοιχοί, πορνοβοσκοί, άρπαγες, κόλακες και συκοφάνται και όλον το πλήθος εκείνων οίτινες φέρουν αναστατώσεις εις την ζωήν των ανθρώπων. Χωριστά δε ωδηγούντο οι πλούσιοι και οι τοκογλύφοι, ωχροί και προγάστορες και χωλαίνοντες από ποδάγραν, δεσμευμένοι έκαστος με κλοιόν και κόρακα {40} βάρους δύο ταλάντων. Σταματήσαντες λοιπόν ημείς εβλέπαμεν τα γινόμενα και ηκούαμεν τας απολογίας. Ως κατήγοροι δε παρίσταντο παράδοξοι και πρωτοφανείς ρήτορες.
ΦΙΛ. Δηλαδή ποίοι ήσαν αυτοί; Θέλω να το μάθω και αυτό.
ΜΕΝ. Γνωρίζεις τας σκιάς τας οποίας σχηματίζουν τα σώματα όταν τα κτυπά ο ήλιος.
ΦΙΛ. Πώς όχι;
ΜΕΝ. Αύται λοιπόν αι σκιαί, όταν αποθάνωμεν, κατηγορούν και μαρτυρούν και αποδεικνύουν όσα επράξαμεν εις την ζωήν και φαίνονται λίαν αξιόπιστοι μάρτυρες, διότι πάντοτε μας παρακολουθούν και ουδέποτε μας αποχωρίζονται. Ο δε Μίνως, αφού εξήταζεν επιμελώς ένα έκαστον, τον απέπεμπεν εις τον τόπον των ασεβών διά να τιμωρηθή αναλόγως των κακών του πράξεων, εφαίνετο δε αυστηρός προ πάντων εις εκείνους οίτινες υπερηφανεύοντο διά πλούτον και αξιώματα και είχον περίπου την αξίωσιν να προσκυνούνται. Ο δικαστής του Άδου τους απηχθάνετο κυρίως διά την εφήμερον αλαζονείαν και υπεροψίαν, διότι ελησμόνουν ότι και αυτοί ήσαν θνητοί, θνητά δε και τα καλά τα οποία είχαν λάβει παρά της τύχης. Αυτοί δε, αφού απέβαλλαν όλα τα λαμπρά εκείνα εφόδια, εννοώ τα πλούτη και την ευγένειαν και τα αξιώματα, παρίσταντο γυμνοί και κάτω νεύοντες και εφαίνοντο ως να ωνειρεύοντο την ευτυχίαν την οποίαν αφήκαν εις την ζωήν. Εγώ δε βλέπων ταύτα, ησθανόμην μεγάλην χαράν και αν ανεγνώριζα κανένα, επλησίαζα και χαμηλοφώνως του υπενθύμιζα τι ήτο εις την ζωήν και πόσον εφούσκωνε τότε όταν από πρωίας ανέμεναν πολλοί εις τα πρόθυρα της κατοικίας του και επερίμεναν την εμφάνισίν του, ενώ οι υπηρέται του τους απεδίωκαν και έκλειαν προ αυτών την θύραν• αυτός δε, αν κατεδέχετο επί τέλους να εμφανισθή επ' ολίγον, καταστόλιστος και χρυσοκόσμητος, ενόμιζεν ότι θα έδιδε την ευδαιμονίαν και την μακαριότητα εις εκείνους εις τους οποίους θ' απηύθυνε χαιρετισμόν και θα προσέφερε το στήθος ή την δεξιάν του προς ασπασμόν. Και εκείνοι ελυπούντο ακούοντες αυτά.
Αλλ' ο Μίνως εδίκασε και μίαν υπόθεσιν κατά χάριν. Ο Διονύσιος ο Σικελιώτης κατηγορήθη διά πολλά και ανόσια υπό του Δίωνος, τα οποία επεμαρτύρησεν η σκιά, και θα παρεδίδετο εις την Χίμαιραν, ότε ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος, ο οποίος πολύ τιμάται και έχει μεγάλην επιρροήν εις τον Άδην, προσήλθε και τον έσωσε από την καταδίκην, διότι εβεβαίωσεν ότι πολλούς εκ των πεπαιδευμένων εβοήθησε και υπεστήριξε διά χρημάτων.
Αναχωρήσαντες έπειτα από το δικαστήριον, επήγαμεν εις το κολαστήριον. Εκεί, φίλε μου, δεν δύνασαι να φαντασθής πόσον λυπηρά πράγματα ηκούσαμεν και είδαμεν. Ηκούοντο συγχρόνως κτύποι ραβδισμών και κραυγαί των ψηνομένων εις την φωτιάν, και ελειτούργουν παντοία βασανιστήρια, στρέβλαι και κύφωνες και τροχοί, και η Χίμαιρα εσπάρασσε σάρκας, ο δε Κέρβερος κατεβρόχθιζε. Εκολάζοντο δε συγχρόνως βασιλείς, δούλοι, σατράπαι, πτωχοί και πλούσιοι και όλοι κλαίοντες μετενόουν δι' όσα κακά είχαν πράξει. Ανεγνωρίσαμεν μεταξύ αυτών και μερικούς εκ των προ ολίγου καιρού αποθανόντων• αυτοί δε έκρυπτον το πρόσωπον αυτών αισχυνόμενοι και όσοι μας προσέβλεπον είχον εις το βλέμμα πολύ το δουλοπρεπές και κολακευτικόν, αυτοί οίτινες υπήρξαν τόσον αγέρωχοι και υπερόπται εις την ζωήν. Αλλ' εις τους πτωχούς η τιμωρία ήτο επιεικεστέρα• διότι είχε και διακοπάς αναπαύσεως.
Αλλ' είδα και τους περιφήμους κολασμένους, τον Ιξίωνα και τον Σίσυφον, τον Φρύγα Τάνταλον βασανιζόμενον υπό της δίψης και τον εκ της Γης γεννηθέντα Τιτυόν. Θεέ μου, πόσος ήτο ! Κατείχε χώρον ολοκλήρου αγρού.
Αφού είδαμεν και τούτους, εισήλθαμεν εις την Αχερουσίαν πεδιάδα, όπου ευρήκαμεν τους ημιθέους και τας ηρωίδας και το άλλο πλήθος των νεκρών, οι οποίοι διέμεναν κατά έθνη και φυλάς, και οι μεν ήσαν παλαιοί και μουχλιασμένοι και ως λέγει ο Όμηρος, αμενηνοί{41}, οι δε νεοφερμένοι και στερεώτεροι, μάλιστα δε όσοι εξ αυτών ήσαν Αιγύπτιοι και ήσαν βαλσαμωμένοι. Δεν ήτο όμως εύκολον να γνωρίση κανείς κανένα μεταξύ αυτών• διότι όλοι γίνονται εντελώς όμοιοι προς αλλήλους, άμα γυμνωθούν τα οστά• αλλά δι' επιμόνου παρατηρήσεως και μετά δυσκολίας ανεγνωρίζαμεν μερικούς. Ήσαν δε 'ξαπλωμένοι οι μεν επί των δε, μαυρισμένοι και άσχημοι και μη διατηρούντες τίποτε από τα κάλλη της ζωής. Και ενώ έβλεπα τόσους σκελετούς συσσωρευμένους και όλους ομοίους, οι οποίοι είχον το βλέμμα κενόν και φοβερόν και εδείκνυον τους οδόντας χωρίς χείλη, εσκεπτόμην με απορίαν πώς είνε δυνατόν να διακρίνω τον Θερσίτην από τον ωραίον Νιρέα ή τον επαίτην γέρον από τον βασιλέα των Φαιάκων ή τον μάγειρον Πυρρίαν από τον Αγαμέμνονα• διότι δεν διετήρουν κανέν από τα παλαιά γνωρίσματα, αλλ' ήσαν όμοια τα κόκκαλα, αγνώριστα και χωρίς κανέν διακριτικόν σημείον, και κανείς δεν ηδύνατο να τα διακρίνη.
Ενώ δε παρετήρουν αυτά, η ζωή των ανθρώπων μου εφαίνετο ότι ομοιάζει με μακράν πομπήν, της οποίας τα καθέκαστα διατάσσει και τακτοποιεί η τύχη, ενδύουσα με διαφόρων ειδών και χρωμάτων ενδύματα τους πομπευτάς• και άλλον μεν κατά προτίμησιν ενδύει ως βασιλέα και θέτει επί της κεφαλής του τιάραν, τον περιβάλλει με δορυφόρους και στέφει την κεφαλήν του με το διάδημα, εις άλλον δε δίδει σχήμα δούλου, άλλον κάνει ωραίον και άλλον άσχημον και γελοίον, διότι πρέπει το θέαμα να έχη ποικιλίαν. Συμβαίνει δε πολλάκις εις το μέσον της πομπής να μεταβάλλη τα σχήματα μερικών και να μη τους αφίνη να έχουν μέχρι τέλους την τάξιν εις την οποίαν ετάχθησαν, αλλά μεταμφιέσασα τον Κροίσον λ. χ. τον ηνάγκασε να φορέση ένδυμα δούλου και αιχμαλώτου, εις δε τον Μαιάνδριον, ο οποίος πριν ευρίσκετο μεταξύ των δούλων, εφόρεσε την ηγεμονικήν στολήν του Πολυκράτους και επί τινα καιρόν τον αφήκε να επιδεικνύεται ως τύραννος. Έπειτα όταν περάση ο καιρός της πομπής, αμέσως έκαστος αποβάλλει το πομπευτικόν ένδυμα και το σχήμα, γίνεται όπως ήτο πριν και ουδόλως διαφέρει των άλλων. Τινές δε εξ αγνοίας, όταν η τύχη έρχεται και απαιτή τον στολισμόν τον οποίον έδωκεν εις αυτούς διά την προσωρινήν πομπήν, λυπούνται και αγανακτούν, ως να στερούνται πραγμάτων τα οποία δεν εδόθησαν εις αυτούς προσωρινώς και διά να ταποδώσουν, αλλ' ήσαν δικά των. Θα είδες πολλάκις, υποθέτω, τους τραγικούς εκείνους ηθοποιούς, οι οποίοι κατά την ανάγκην των δραμάτων άλλοτε μεν γίνονται Κρέοντες, άλλοτε δε Πρίαμοι και Αγαμέμνονες, συμβαίνει δε ο ίδιος ο οποίος προ ολίγου παρουσιαστή με πολλήν σοβαρότητα ως Κέκρωψ ή Ερεχθεύς να εμφανισθή μετ' ολίγον υπηρέτης, διότι έτσι το θέλει ο ποιητής, και όταν τελειώση το δράμα, έκαστος εξ αυτών αποβάλλει το χρυσοποίκιλτον εκείνο ένδυμα και την προσωπίδα και κατεβαίνων από τους κοθόρνους του {42}, γίνεται πάλιν πτωχός και ταπεινός και δεν είνε πλέον Αγαμέμνων του Ατρέως, ούτε Κρέων του Μενοικέως, αλλ' ονομάζεται Πώλος Χαρικλέους Σουνιεύς ή Σάτυρος Θεογείτονος Μαραθώνιος. Τοιαύτα μου εφάνησαν τότε και τα πράγματα των ανθρώπων.
ΦΙΛ. Ειπέ μου, Μένιππε, και εκείνοι που έχουν τους πολυτελείς και μεγαλοπρεπείς τάφους επί της γης, τας στήλας, τους ανδριάντας και τα επιγράμματα, δεν έχουν εις τον Άδην περισσοτέραν υπόληψιν από τους κοινούς νεκρούς;
ΜΕΝ. Αστειεύεσαι; Αν έβλεπες τον Μαύσωλον — εννοώ τον Κάρα, ο οποίος είνε περίφημος διά τον τάφον του — είμαι βέβαιος ότι θα εξεραίνεσο από τα γέλοια, τόσον παραπεταμένος είνε μεταξύ του πλήθους των νεκρών και μου φαίνεται ότι η μόνη του απόλαυσις εκ του μνημείου εκείνου είνε το βάρος το οποίον του δίδει με τον τόσον όγκον του. Όταν λοιπόν, φίλε μου, ο Αιακός ορίση εις έκαστον τον χώρον της διαμονής του— δίδει δε το πολύ ενός ποδός τόπον—-πρέπει καθένας να περιορισθή εις το μέρος του και να μαζευθή εις αυτό χωρίς να υπερβαίνη το μέτρον. Πολύ δε περισσότερον, υποθέτω, θα εγέλας αν έβλεπες εκείνους οι οποίοι υπήρξαν εδώ βασιλείς και σατράπαι να είνε πτωχοί εκεί και να πωλούν παστά ή να διδάσκουν τα πρώτα γράμματα, να υβρίζωνται υπό του τυχόντος και να ραπίζωνται όπως οι ευτελέστατοι δούλοι. Εγώ τουλάχιστον όταν είδα τον Φίλιππον τον Μακεδόνα, δεν ηδυνήθην να κρατηθώ• μου τον έδειξαν εις μίαν μικράν γωνίαν καταγινόμενον να μπαλώνη παλαιά υποδήματα χάριν ολίγων οβολών. Πολλούς δε άλλους, όπως ο Ξέρξης, ο Δαρείος και ο Πολυκράτης, ηδύνατο κανείς να ίδη επαιτούντας εις τους δρόμους.
ΦΙΛ. Αυτά τα οποία μου διηγείσαι περί των βασιλέων μου φαίνονται παράδοξα και απίστευτα. Ο δε Σωκράτης και ο Διογένης και οι άλλοι σοφοί τι κάνουν;
ΜΕΝ. Ο Σωκράτης και εκεί περιφέρεται και ελέγχει τους πάντας• τον συναναστρέφονται δε ο Παλαμήδης, ο Οδυσσεύς, ο Νέστωρ και άλλοι φλύαροι νεκροί. Έχει δε ακόμη τα σκέλλη πρισμένα από το δηλητήριον. Ο δε καλός Διογένης κατοικεί πλησίον του Ασσυρίου Σαρδαναπάλου, του Φρυγός Μίδα και άλλων πλουσίων• και όταν ακούη να στενάζουν και να ενθυμούνται την περασμένην ευτυχίαν, γελά και διασκεδάζει και συνήθως ξαπλωμένος ανάσκελα τραγουδεί και με πολύ τραχείαν και δυνατήν φωνήν καταπνίγει τους κλαυθμούς των, ούτως ώστε να ενοχλούνται φοβερά και να σκέπτωνται περί μετοικεσίας, διότι δεν υποφέρουν τον Διογένην.
ΦΙΛ. Αρκετά μου είπες περί των νεκρών• αλλά ποίον ήτο το ψήφισμα το οποίον, ως είπες στην αρχήν, έγεινε εναντίον των πλουσίων;
ΜΕΝ. Καλά μου το ενθύμισες• διότι ενώ είχα σκοπόν να ομιλήσω δι' αυτό, δεν ξέρω πώς απεπλανήθην εις άλλας ομιλίας. Όταν λοιπόν ευρισκόμην εκεί, οι πρυτάνεις συνεκάλεσαν τον λαόν εις συνέλευσιν διά να σκεφθούν περί των κοινών συμφερόντων. Βλέπων δε πολλούς να τρέχουν, ανεμίχθην και εγώ εις το πλήθος των νεκρών και έγεινα είς εκ των δημοτών του Άδου. Εις την συνέλευσιν εκείνην εθεσπίσθησαν και άλλα, επί τέλους δε έγεινε και ψήφισμα περί των πλουσίων. Αφού απηγγέλθησαν πολλαί και μεγάλαι κατηγορίαι εναντίον αυτών, διά βιαιότητα, αλαζονείαν, υπεροψίαν και αδικίαν, εσηκώθη είς εκ των δημαγωγών και ανέγνωσε ψήφισμα το οποίον ανέφερε τα εξής :
ΨΗΦΙΣΜΑ «Επειδή πολλά και παράνομα πράττουν οι πλούσιοι εις τον κόσμον, αρπάζοντες και βιαιοπραγούντες και κατά πάντα τρόπον περιφρονούντες τους πτωχούς, η βουλή και ο λαός απεφάσισαν ίνα, όταν αποθάνωσι, τα μεν σώματά των κολάζωνται, όπως και των άλλων αχρείων, αι δε ψυχαί των επιστρέφουν εις την ζωήν και εισέρχωνται εις τους όνους. Την γαϊδουρινήν δε αυτήν ζωήν να ζήσουν επί είκοσι και πέντε μυριάδας ετών, όνοι από όνους γινόμενοι, καταδικασμένοι ν' αχθοφορούν και να υπηρετούν τους πτωχούς. Μόνον δε μετά την πάροδον του χρονικού τούτου διαστήματος να επιτρέπεται εις αυτούς ν' αποθάνουν. Τανωτέρω επρότεινεν ο Κρανίων Σκελετίωνος ο εκ Νεκροχωρίου της φυλής Πτωματίδος».
Αναγνωσθέντος του ψηφίσματος τούτου, το επεψήφισαν οι άρχοντες, το επεδοκίμασε δε το πλήθος δι ανυψώσεως των χειρών, και η Βριμώ {43} υπεβρυχήθη, ο δε Κέρβερος εγαύγισε. Κατ' αυτόν τον τρόπον επικυρούνται και γίνονται εκτελεστά τα νομοθετήματα. Αυτά συνέβησαν εις την συνέλευσιν.
Εγώ δε διά τον σκοπόν της καθόδου μου ευρήκα τον Τειρεσίαν και τον παρεκάλεσα να μου είπη, χωρίς να μου αποκρύψη τίποτε, ποίον νομίζει ως τον καλλίτερον τρόπον του βίου. Αυτός εγέλασε — είνε δε τυφλόν γεροντάκι, ωχρόν και με λεπτήν φωνήν—Γνωρίζω, παιδί μου, είπε, ότι ευρίσκεσαι εις αυτήν την απορίαν, διότι οι σοφοί ούτε μεταξύ των, ούτε προς τους εαυτούς των συμφωνούν• δυστυχώς όμως δεν μου επιτρέπεται να σου 'πω τίποτε, διότι απαγορεύεται υπό του Ραδαμάνθυος. Όχι, μη μου αρνήσαι, πατεράκη, του είπα, και μη με αφήσης να περιφέρωμαι εις την ζωήν τυφλότερος από σε. Τότε μ' έσυρε παράμερα και όταν ευρέθη μεν μακράν των άλλων, έσκυψε και μου είπε χαμηλοφώνως στ' αυτί: Η καλλίτερα και φρονιμωτέρα είνε η ζωή των απλών ανθρώπων. Άφησε την ανόητον επιθυμίαν να εξετάζης τα ουράνια φαινόμενα και να ζητής την αρχήν και τον σκοπόν των όντων και των πραγμάτων περιφρονών δε τους σοφούς τούτους συλλογισμούς, και θεωρών τα τοιαύτα μωρολογίαν, τούτο μόνον να επιδιώξης με πάντα τρόπον ν' απολαύσης το παρόν, να περάσης δε το μεγαλείτερον μέρος της ζωής σου μ' ευθυμίαν και εις τίποτε να μη αποδίδης σπουδαιότητα.
Ως ειπών πάλιν ώρτο κατ' ασφοδελόν λειμώνα {44}
Εγώ δε—διότι ήτο αργά—είπα εις τον Μιθροβαρζάνην• Διατί χρονοτριβούμεν και δεν επιστρέφομεν εις τον επάνω κόσμον; Αυτός δε μου απήντησε• Μη ανησυχής, διότι θα σου δείξω ένα μονοπάτι διά να επιστρέψης ταχέως και χωρίς πολύν κόπον. Με ωδήγησε δε εις μέρος σκοτεινότερον των άλλων και μου έδειξε με το χέρι του ένα μακρυνόν και αμυδρόν φως, το οποίον εφαίνετο ως να εισέδυεν από κλειδαρότρυπαν. Εκεί, μου είπεν, είνε το ιερόν του Τροφωνίου και απ' εκεί κατεβαίνουν όσοι έρχονται από την Βοιωτίαν. Ακολούθησε λοιπόν αυτόν τον δρόμον και μετ'ολίγον θα ευρίσκεσαι εις την Ελλάδα. Οι λόγοι ούτοι μ' ευχαρίστησαν και, αφού εχαιρέτισα τον μάγον, ανέβηκα συρόμενος μετά κόπου εις το χάσμα και, χωρίς να εννοήσω πώς, ευρέθηκα εις την Λειβαδιάν.
&ΦΙΛΟΨΕΥΔΗΣ Ή ΑΠΙΣΤΩΝ&
ΤΥΧΙΑΔΗΣ. Δύνασαι, Φιλοκλή, να μου πης τι είνε εκείνο το οποίον κάνει πολλούς ν' αγαπούν το ψεύδος, ούτως ώστε και αυτοί ν' αρέσκωνται να μη λέγουν τίποτε αληθές και να προσέχουν προ πάντων εις τους λέγοντας τοιαύτα;
ΦΙΛΟΚΛΗΣ. Πολλά είνε, Τυχιάδη, τα οποία δύνανται να αναγκάσουν μερικούς εκ των ανθρώπων να ψεύδωνται χάριν του συμφέροντός των.
ΤΥΧΙΑΔΗΣ. Άσχετοι ούτοι και δεν σε ερωτώ περί εκείνων οίτινες εξ ανάγκης ψεύδονται• διότι αυτοί είνε δικαιολογημένοι, ίσως δε είνε και μάλλον άξιοι επαίνου μερικοί εξ αυτών, όσοι ή εχθρούς εξηπάτησαν ή προς σωτηρίαν εις δυσκόλους περιστάσεις μετεχειρίσθησαν αυτό το μέσον, όπως λ.χ. ο Οδυσσεύς όστις μετεχειρίζετο το ψεύδος και προς ιδίαν σωτηρίαν και διά να διευκολύνη την επάνοδον των συστρατιωτών του. Αλλ' εννοώ εκείνους, φίλτατε, οι οποίοι χωρίς ανάγκην προτιμούν το ψεύδος από την αλήθειαν, και τέρπονται εις αυτό και το μεταχειρίζονται χωρίς καμμίαν ευλογοφανή πρόφασιν. Περί τούτων λοιπόν θέλω να μάθω διατί ψεύδονται.
ΦΙΛ. Ώστε εγνώρισες ανθρώπους τοιούτους, οι οποίοι έχουν έμφυτον την αγάπην προς το ψεύδος;
ΤΥΧ. Και είνε πάρα πολύ οι τοιούτοι.
ΦΙΛ. Εις τι άλλο παρά εις μωρίαν πρέπει ν' αποδοθή η κλίσις αυτών προς το ψεύδος, αφού προτιμούν το χειρότερον από το καλλίτερον;
ΤΥΧ. Δεν είνε αυτό, αφού εγώ δύναμαι να σου αναφέρω πολλούς, οι οποίοι είνε φρόνιμοι κατά τα άλλα και θαυμάζονται διά την κρίσιν των και όμως δεν γνωρίζω πώς έχουν κυριευθή από αυτό το κακόν και τόσον αγαπούν τα ψεύδη, ώστε λυπούμαι να βλέπω ότι άνθρωποι τόσον καλοί ευχαριστούνται να εξαπατώσι και τους εαυτούς των και τους άλλους. Και τους μεν παλαιούς θα γνωρίζης καλλίτερα και από εμέ, τον Ηρόδοτον π. χ. και τον Κτησίαν τον Κνίδιον, και προ πάντων τους ποιητάς και αυτόν τον Όμηρον, όλους περιφήμους ανθρώπους, οίτινες μετεχειρίσθησαν γραπτόν το ψεύδος, ώστε όχι μόνον τους συγχρόνους των εξηπάτησαν, αλλά και μέχρις ημών φθάνει το ψεύδος των, φυλασσόμενον διαδοχικώς εις ωραίους στίχους και μέτρα. Εις εμέ τουλάχιστον συμβαίνει πολλάκις να εντρέπωμαι διά λογαριασμόν των, όταν διηγούνται τον ευνουχισμόν του Ουρανού, του Προμηθέως την δέσμευσιν, των Γιγάντων την επανάστασιν και όλην την τραγωδίαν του Άδου, και ότι δι' έρωτα ο Ζευς έγεινε ταύρος ή κύκνος και γυναίκες μετεμορφώθησαν εις πτηνά ή αρκούδες• προσέτι δε διά τους Πηγάσους, τας Χιμαίρας, τας Γοργόνας και τους Κύκλωπας και όσα τοιαύτα, παράδοξα και απίθανα παραμύθια, διηγούνται, τα οποία είνε κατάλληλα μόνον διά παιδιά, τα οποία φοβούνται ακόμη την Μορμώ και την Λάμιαν. Και τα μεν ψεύδη των ποιητών ίσως δικαιολογούνται, αλλά δεν είνε γελοίον ότι και πόλεις και έθνη ολόκληρα από κοινού και φανερά ψεύδονται; Οι Κρήτες δεν εντρέπονται να δεικνύουν τάφον του Διός, οι δε Αθηναίοι λέγουν ότι ο Εριχθόνιος εξήλθεν εκ των σπλάγχνων της γης και οι πρώτοι άνθρωποι εφύτρωσαν εκ του εδάφους της Αττικής, όπως τα λάχανα. Αλλά τούτο είνε πάλιν σοβαρώτερον από τα διηγούμενα υπό των Θηβαίων περί της καταγωγής των^ κατ' αυτούς οι άνθρωποι εφύτρωσαν από οδόντας όφεως, οίτινες εσπάρθησαν. Και εν τοσούτω εκείνος ο οποίος θα ενόμιζεν ως μη αληθινούς τους γελοίους τούτους μύθους, αλλ' ορθώς σκεπτόμενος θα έκρινεν ότι είνε άξιον ηλιθίων, ως ο Κόροιβος ή ο Μάργιτος {45} να πιστεύουν ότι ο Τριπτόλεμος επέταξε με άρμα συρόμενον υπό δρακόντων πτερωτών ή ότι ο Παν μετέβη εξ Αρκαδίας διά να βοηθήση τους Μαραθωνομάχους ή ότι η Ωρείθυα ανηρπάγη υπό του Βορρά, θα εθεωρείτο ασεβής και ανόητος, δυσπιστών εις τόσον πρόδηλα και αληθή πράγματα• τόσον επικρατεί το ψεύδος.
ΦΙΛ. Αλλ' οι ποιηταί, ω Τυχιάδη, είνε συγγνωστοί αν διά της αναμίξεως μύθων καθιστούν επαγωγότερα διά τους ακροατάς τα ποιήματά των, αφού αυτός είνε ο σκοπός των^ επίσης δε οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι και οίοι δήποτε άλλοι νομίζουν ότι κατ' αυτόν τρόπον αναδεικνύουν ενδοξοτέρας τας πατρίδας των. Άλλως τε αν αφαιρέση κανείς, αυτά τα μυθώδη από την Ελλάδα, εξάπαντος, θ' αποθάνουν της πείνης οι έχοντες ως έργον να οδηγούν τους ξένους διά να βλέπουν και ν' ακούουν τα περίεργα του τόπου• οι ξένοι ούτε δωρεάν θα θέλουν ν' ακούουν την αλήθειαν. Εκείνοι όμως οίτινες χωρίς καν τοιούτον όφελος αρέσκονται εις το ψεύδος, ευλόγως φαίνονται καταγέλαστοι.
ΤΥΧ. Βέβαια. Ήμουν προ ολίγου εις του Ευκράτους του εγκρίτου, όπου ήκουσα τόσα απίθανα και μυθώδη, ώστε, χωρίς να περιμένω το τέλος των λεγομένων, έφυγα, διότι δεν υπέφερα τας υπερβολάς τας οποίας ήκουα• ως Εριννύες με κατεδίωξαν τα πολλά τερατώδη και παράδοξα, τα οποία ελέγοντο υπό των εκεί ευρισκομένων.
ΦΙΛ. Αλλά, Τυχιάδη, ο Ευκράτης φαίνεται αξιόπιστος και κανείς δεν θα επίστευε ότι άνθρωπος με τοιαύτην σεβασμίαν γενειάδα, ο οποίος θα είνε εξηκοντούτης, προσέτι δε καταγίνεται πολύ και εις την φιλοσοφίαν, δύναται να υποφέρη ν' ακούη άλλον ψευδολογούντα ενώπιον του, πολύ δε μάλλον να τολμήση ο ίδιος να ψευδολογή.
ΤΥΧ. Και όμως δεν φαντάζεσαι, φίλε μου, τι έλεγε και πώς τα διεβεβαίωνε τα περισσότερα ορκιζόμενος εις την ζωήν των παιδιών του, ούτως ώστε, ενώ τον παρετήρουν, έκανα διαφόρους σκέψεις, και οτέ μεν εσκεπτόμην μήπως ετρελλάθη και τα έχασε, άλλοτε δε πώς δεν διέκρινα τόσον καιρόν ότι είνε ψεύστης και ότι έκρυπτε υπό την λεοντήν γελοίον πίθηκον? τόσον απίθανα πράγματα έλεγε.
ΦΙΛ. Δεν μου τα λες σε παρακαλώ, Τυχιάδη; Διότι θέλω να γνωρίζω την αγυρτείαν την οποίαν κρύπτει κάτω από τα τόσα του γένεια.
ΤΥΧ. Και άλλοτε εσύχναζα εις το σπήτι του, όταν είχα καιρόν, σήμερον δε επειδή είχα ανάγκην να συναντήσω τον Λεόντιχον, με τον οποίον, ως γνωρίζεις, είμεθα πολύ φίλοι και έμαθα από τον υπηρέτην του ότι επήγε από το πρωί να επισκεφθή τον Ευκράτην, ο οποίος είνε άρρωστος, επήγα διά δύο λόγους και διά να εύρω τον Λεόντιχον και διά να ίδω τον Ευκράτην—διότι δεν εγνώριζα ότι ασθενεί. — Αλλά τον Λεόντιχον δεν ευρήκα- διότι προ ολίγου, ως μου είπαν, είχε φύγει — ευρήκα όμως άλλους πολλούς και μεταξύ αυτών τον περιπατητικόν Κλεόδημον, τον στωικόν Δεινόμαχον και τον Ίωνα, ο οποίος, ως γνωρίζεις, έχει την αξίωσιν να θαυμάζεται διά τα έργα του Πλάτωνος, ως ο μόνος ακριβώς εννοών τας ιδέας του φιλοσόφου και μόνος δυνάμενος να τας μεταδώση εις άλλους. Βλέπεις ποίους ανθρώπους σου αναφέρω, πανσόφους και έχοντας όλας τας αρετάς, ό,τι κορυφαίον έχουν αι διάφοροι φιλοσοφικαί αιρέσεις, όλους σοβαρούς και σχεδόν φοβερούς διά την αυστηρότητα της μορφής. Ήτο προσέτι εκεί και ο ιατρός Αντίγονος, ο οποίος, υποθέτω, είχε προσκληθή διά τον άρρωστον, και ο Ευκράτης εφαίνετο ότι τώρα ήτο καλλίτερα και ότι το νόσημά του ήσαν οι ρευματισμοί τους οποίους έχει χρονίους• του είχαν προσβάλλει πάλιν τα πόδια. Ο Ευκράτης μου ένευσε να καθήσω πλησίον του εις το κρεβάτι και εχαμήλωσε την φωνήν του κατά τον τρόπον των αρρώστων όταν με είδε, αν και όταν έμβαινα τον ήκουσα να λέγη κάτι τι με φωνήν δυνατήν. Εγώ δε με πολλήν προσοχήν, μήπως εγγίσω τα πόδια του και με τας συνήθεις δικαιολογίας, ότι δεν εγνώριζα πως ήτο άρρωστος και ότι μόλις το έμαθα έτρεξα κ' επήγα, εκάθησα πλησίον του. Τους ευρήκα να ομιλούν περί του νοσήματος και η ομιλία εξηκολούθησεν έκαστος συνεβούλευε μίαν θεραπείαν εις τον ασθενή. Ο Κλεόδημος λ.χ. έλεγεν ότι αν πάρη κανείς με το αριστερό χέρι από χάμω το δόντι αρουραίου ποντικού, ο οποίος να έχη φονευθή όπως προηγουμένως ανέφερε, και το περιτυλίξη με δέρμα λέοντος που να έχη προσφάτως γδαρθή, να το κρεμάση δε εις τα σκέλη του, αμέσως παύουν οι πόνοι των ρευματισμών. Όχι εις δέρμα λέοντος, είπεν ο Δεινόμαχος, έχω ακούσει εγώ, αλλά θηλυκής ελάφου, η οποία να είνε ακόμη παρθένος και αβάτευτη• και αυτό φαίνεται πιθανώτερον, διότι η έλαφος είνε ζώον πολύ γρήγορον και η μεγάλη της δύναμις είνε εις τα πόδια. Και ο λέων βέβαια είνε πολύ δυνατός, και το λίπος του και το δεξιό μπροστινό του πόδι και η τρίχες του μουστακιού του, που πηγαίνουν πέρα, δύνανται να ωφελήσουν πολύ, αν ξέρη κανείς να τα μεταχειρισθή με το σχετικόν εις έκαστον ξόρκισμα• αλλά διά τα νοσήματα των ποδιών πολύ ολίγον φαίνονται να συντελούν. Και εγώ, είπεν ο Κλεόδημος, έτσι το ήξευρα άλλοτε, ότι πρέπει να είνε το δέρμα από λάφι, διότι το λάφι είνε γρήγορον αλλά προ ολίγου καιρού μ' έκαμε ν' αλλάξω γνώμην κάποιος Αφρικανός, σοφός εις αυτά τα πράγματα, ο οποίος μου είπεν ότι το λεοντάρι είνε ταχύτερον και από τα λάφια, αφού τα καταδιώκει και τα συλλαμβάνει. Όλοι επεδοκίμασαν και είπαν ότι ο Αφρικανός έχει δίκαιον. Νομίζετε λοιπόν, είπα εγώ, ότι με ξόρκια και με εξωτερικά κρεμαστάρια δύναται να παύση ένα κακόν, το οποίον υπάρχει εντός του σώματος; Εγέλασαν δι' αυτούς μου τους λόγους, και ήτο φανερόν ότι μ' εθεώρουν πολύ ανόητον, διότι δεν ανεγνώριζα πράγματα τόσον πασιφανή, τα οποία κανείς με τον κοινόν νουν δεν ηδύνατο ν' αρνηθή. Ο ιατρός όμως Αντίγονος εφαίνετο ότι ευχαριστήθη από την ερώτησίν μου, διότι δεν εδίδετο, φαίνεται, προ πολλού πολλή προσοχή εις τας θεραπείας του, όταν συνεβούλευε τον Ευκράτην, κατά τας υποδείξεις της επιστήμης του, να μη πίνη κρασί, να τρώγη λάχανα και εν γένει η δίαιτά του να είνε κατευναστική.
Ο δε Κλεόδημος, ο οποίος συγχρόνως εχαμογέλα, Τι λέγεις, Τυχιάδη; μου είπε. Δεν πιστεύεις ότι από τα τοιαύτα γίνεται ωφέλεια εις τα νοσήματα; Βεβαίως, του απήντησα, δεν είμαι τόσον ανόητος, ώστε να πιστεύω ότι τα εξωτερικά και μη έχοντα συνάφειαν με το εσωτερικόν του οργανισμού, αποδιώκουν τα νοσήματα χάρις εις τα φρασίδια και τας μαγείας, τας οποίας λέλεγε, και επιφέρουν την θεραπείαν, διότι κρεμώνται επί του σώματος. Αλλ' αυτό δεν γίνεται και αν ακόμη εις του λέοντος της Νεμέας το δέρμα περιτυλίξη κανείς δέκα έξ ολοκλήρους αρουραίους. Εγώ τουλάχιστον είδα και λέοντα να χωλαίνη από πόνους εντός ολοκλήρου του δέρματός του. Είσαι πολύ απλοϊκός, είπεν ο Δεινόμαχος, αν δεν εφρόντισες να μάθης κατά ποίον τρόπον ωφελούν τα τοιαύτα εις τα νοσήματα, μου φαίνεται δε ότι δεν θα παραδέχεσαι και αυτά τα προφανέστατα, ότι με τους εξορκισμούς παύουν οι πυρετοί, μαγεύονται τα φείδια, θεραπεύονται οι βουβώνες, αυτά δε και άλλα γίνονται και υπό των γραιών ακόμη. Αφού δε αυτά γίνονται, διατί να μη πιστεύσης ότι γίνονται και άλλα διά παρομοίων μέσων; Τα συμπεράσματά σου, Δεινόμαχε, είνε αυθαίρετα, του είπα εγώ, και, κατά την παροιμίαν, βγάζεις το καρφί με το καρφί• διότι και αυτά τα οποία λες δεν είνε τόσον βέβαιον και τόσον ασφαλές ότι γίνονται. Αν λοιπόν δεν με πείσης προηγουμένως διά του λόγου, ότι είνε φυσικόν ο πυρετός και το οίδημα να φοβούνται μίαν λέξιν παράδοξον ή μίαν φράσιν βαρβαρικήν και διά τούτο φεύγουν εκ του βουβώνος, θα εξακολουθώ να θεωρώ τα λεγόμενα ως παραμύθια των γραιών.
Μου φαίνεται, είπεν ο Δεινόμαχος, ότι αφού λέγεις τα τοιαύτα, ούτε εις την ύπαρξιν των θεών πιστεύεις, εάν δεν νομίζεις δυνατάς τας θεραπείας με ιεράς λέξεις. Αυτό, απήντησα, να μη το λέγεις, φίλτατε• διότι ουδέν εμποδίζει να υπάρχουν οι θεοί και αυτά να είνε ψευδή. Εγώ δε και τους θεούς σέβομαι και τας θεραπείας των βλέπω και αναγνωρίζω ότι θεραπεύουν τους αρρώστους με τα φάρμακα και την ιατρικήν• διότι ο Ασκληπιός και οι μαθηταί του ιατροί, μεταχειριζόμενοι κοινά, φάρμακα εθεράπευαν τους αρρώστους και όχι με λέοντας και αρουραίους.
Άφησε τον, είπεν ο Ίων, εγώ δε θα σας διηγηθώ κάτι τι θαυμάσιον. Θα ήμουν δέκα τεσσάρων περίπου ετών παιδί, όταν ήλθε κάποιος και ανήγγειλεν εις τον πατέρα μου ότι τον Μίδαν τον αμπελουργόν, υπηρέτην μας πολύ εύρωστον και εργατικόν, εδάγκωσε κατά το μεσημέρι μία έχιδνα και ότι ήδη είχεν αρχίσει να σήπεται το πόδι του. Ενώ εσήκωνε και έδενε τα κλήματα εις τους στύλους, επλησίασε το ερπετόν και τον εδάγκωσε εις τον μεγάλον δάχτυλον και αυτό μεν επρόφθασε και εκρύβη πάλιν, ο δε αμπελουργός ήρχισε να φωνάζη από τρομερούς πόνους. Μόλις δε μας είπαν αυτά, είδαμεν τον Μίδαν να τον φέρουν επάνω εις καθέκλαν οι άλλοι δούλοι, και ήτον ολόκληρον το σώμα του πρισμένον και μαυροκίτρινον, είχεν αρχίσει να σήπεται και μόλις ανέπνεε. Ενώ δε ο πατέρας μου ήτο περίλυπος, κάποιος εκ των παρόντων φίλων «Μη ανησυχείς, του είπε, και εγώ θα σου στείλω μετ' ολίγον ένα Βαβυλώνιον, εξ εκείνων τους οποίους λέγουν Χαλδαίους, ο οποίος θα θεραπεύση τον άνθρωπον. Και τέλος πάντων ήλθεν ο Βαβυλώνιος, ο οποίος εθεράπευσε τον Μίδαν με μίαν επωδήν έβγαλε το δηλητήριον από το σώμα του, προσέτι δε εκρέμασεν εις το πόδι του ένα κομμάτι πέτρα, το οποίον είχε κόψει από την επιτύμβιον στήλην του τάφου μιας παρθένου• ο δε Μίδας εσήκωσε την καθέκλαν επί της οποίας τον είχα φέρει και έφυγε διά το αμπέλι. Τόσην ενέργειαν έκαμαν το εξόρκισμα και το κομμάτι της επιτυμβίας στήλης. Αλλ' ο Χαλδαίος εκείνος έκαμε και άλλα θαυμάσια. Το πρωί επήγε εις τον αγρόν και επρόφερεν επτά ιερατικάς λέξεις από μίαν παλαιάν βίβλον, αφού δε εξήγνισε το μέρος με θειάφι και δαδί και έκαμε τρεις γύρους πέριξ του τόπου, εξεδίωξεν όλα τα ερπετά τα οποία ευρίσκοντο εντός του χώρου εκείνου• ως εάν τα έσυρεν ο εξορκισμός, ήρχισαν να έρχωνται προς αυτόν φείδια πολλά και ασπίδες και έχιδναι και κερασφόροι όφεις και ακοντιοφόροι και δηλητηριώδεις βάτραχοι. Αλλ' υπελείπετο είς μέγας όφις γηραλέος, ο οποίος φαίνεται ένεκα της ηλικίας δεν ηδύνατο να εξέλθη και παρήκουσεν εις το πρόσταγμα• ο δε μάγος είπεν ότι δεν ήλθαν όλοι και αναθέσας χρέη πρεσβευτού εις ένα των νεωτέρων όφεων τον έστειλε προς τον καθυστερούντα, μετ' ολίγον δε ήλθε και ούτος. Αφού δε συνηθροίσθησαν, ο Βαβυλώνιος τα εφύσησε και τα ερπετά εκάησαν ευθύς υπό του φυσήματος, ημείς δε εθαυμάζαμεν.
Δεν μου λες, Ίων, του είπα, ο νεαρός όφις ο πρεσβευτής εχειραγώγει τον γέροντα ή μήπως εκράτει ούτος βακτηρίαν και εστηρίζετο; Συ αστειεύεσαι, είπεν ο Κλεόδημος, αλλ' εγώ ο οποίος ήμουν άλλοτε περισσότερον από σε άπιστος εις τα τοιαύτα—διότι ενόμιζα ότι κατ' ουδένα τρόπον δύνανται να συμβαίνουν παρόμοια πράγματα— όταν είδα να πετά ένας ξένος και βάρβαρος — ως έλεγεν, ήτο από τα υπερβόρεια μέρη — επίστευσα και ηναγκάσθην να παραδεχθώ όσα επί πολύ δεν ήθελα κατ' ουδένα τρόπον να πιστεύσω. Αλλά τι έπρεπε να κάμω όταν τον έβλεπα εν καιρώ ημέρας να πετά εις τον αέρα και να βαδίζη επάνω εις το νερόν ή να περιπατή επάνω εις την φωτιάν με όλην του την ησυχίαν; Συ με τα μάτια σου, του είπα, τον είδες αυτόν τον υπερβόρειον να πετά ή να βαδίζη επάνω εις το νερόν;
Μάλιστα, απήντησεν ο Κλεόδημος• εφόρει δε εις τα πόδια του καρβατίνας {46}όπως συνηθίζουν εις τον τόπον του. Θεωρώ περιττόν να διηγηθώ ως μικρού λόγου άξια όσα άλλα κατώρθονε, εμπνέων έρωτας, καλών δαίμονας, επαναφέρων παλαιούς νεκρούς, αυτήν την Εκάτην παρουσιάζων φανεράν και την Σελήνην καταβιβάζων. Θα σας διηγηθώ μόνον τι τον είδα να κάνη εις την οικίαν Γλαυκίου του Αλεξικλέους. Προ ολίγου καιρού είχεν αποθάνει ο πατέρας του Γλαυκίου και ούτος είχε παραλάβει την περιουσίαν του, ότε ερωτεύθη την Χρυσίδα την θυγατέρα του Δημαινέτου. Εμέ δε είχεν ως διδάσκαλον της φιλοσοφίας και αν ο έρως εκείνος δεν τον απησχόλει, θα είχεν ήδη μάθει όλην την περιπατητικήν φιλοσοφίαν, αφού εις ηλικίαν δεκαοκτώ ετών έκανεν ανάλυσιν και είχεν αποπερατώσει τα μαθήματα της φυσικής. Επειδή δε ο Έρως τον έφερεν εις αμηχανίαν μου ανεκοίνωσε τα πάντα• και εγώ, αφού ως διδάσκαλός του έπρεπε να τον βοηθήσω, ωδήγησα προς αυτόν τον υπερβόρειον εκείνον μάγον, με την συμφωνίαν να λάβη ευθύς μεν τεσσάρας μνας—διότι έπρεπε κάτι να προκαταβληθή διά τας θυσίας αι οποίαι θα εγίνοντο — δέκα έξ δε εάν θ' απελάμβανε την Χρυσίδα. Ο μάγος επερίμενε την γέμισην της σελήνης— διότι τότε κατά το πλείστον γίνονται αυτού του είδους αι μαγείαι—και τότε ήνοιξε λάκκον εις ανοικτόν μέρος της οικίας και περί το μεσονύκτιον μας εκάλεσε τον Αλεξικλέα τον πατέρα του Γλαυκίου, ο οποίος είχεν αποθάνει προ επτά μηνών. Ο γέρων δεν επεδοκίμαζε τον έρωτα του υιού του και ωργίζετο, επί τέλους όμως συγκατένευσε.
Έπειτα έφερε την Εκάτην συνοδευομένην από τον Κέρβερον και κατέβασε την Σελήνην, η οποία παρουσίαζε πολύμορφον και μεταβαλλόμενον θέαμα• διότι κατ' αρχάς παρουσίαζε γυναικείαν μορφήν, έπειτα εφάνη ως βώδι ωραιότατον, έπειτα σκυλάκι. Επί τέλους λοιπόν ο υπερβόρειος έπλασεν εκ πηλού μικρόν έρωτα και του είπε: Πήγαινε και φέρε την Χρυσίδα. Ο πηλός επέταξε και μετ' ολίγον ήλθεν η Χρυσίς και εκτύπα την θύραν και εισελθούσα ενηγκαλίσθη τον Γλαυκίαν, ως να τον ηγάπα περιπαθέστατα, και εκοιμήθη μαζή του έως ότου έκραξαν οι πετεινοί. Τότε η Σελήνη επέταξεν εις τον ουρανόν και η Εκάτη εβυθίσθη εις την γην και τα άλλα φαντάσματα εξηφανίσθησαν, την δε Χρυσίδα εστείλαμεν εις το σπήτι της κατά την αυγήν περίπου. Αν τα έβλεπες αυτά, Τυχιάδη, δεν θα εξηκολούθεις να μη πιστεύης εις τους εξορκισμούς. Έχεις δίκαιον, του είπα• θα επίστευα τω όντι αν έβλεπα αυτά που είπες• αλλά τώρα νομίζω ότι δικαιολογείται η δυσπιστία μου αφού δεν έχω όμοιαν με σας οξυδέρκειαν. Γνωρίζω εν τοσούτω την Χρυσίδα που ανέφερες και 'ξέρω ότι είνε πρόθυμος και εύκολος εις τα ερωτικά. Δεν εννοώ δε διατί ενομίσατε αναγκαίον να της στείλετε τον πήλινον πρεσβευτήν και να καλέσετε τον υπερβόρειον μάγον και αυτήν την Σελήνην, ενώ με είκοσι δραχμάς ήτο δυνατόν και μέχρι των υπερβορείων χωρών να σας ακολουθήση η Χρυσίς. Διότι πολύ υπακούει εις αυτήν την επωδήν και της συμβαίνει το εναντίον αφ' ό,τι εις τα φαντάσματα• τα μεν φαντάσματα αν ακούσουν ήχον χαλκού ή σιδήρου φεύγουν—και αυτά σεις τα λέγετε — αυτή δε αν πουθενά κουδουνίζη χρήμα τρέχει προς τον ήχον. Απορώ άλλως τε πώς αυτός ο μάγος, αφού δύναται να κάμη τας πλουσιωτάτας των γυναικών να τον αγαπήσουν και να λαμβάνη παρ' αυτών τάλαντα ολόκληρα, αρκείται ολιγαρκέστατα εις τεσσάρας μνας, τας οποίας λαμβάνει από τον Γλαυκίαν διά να τον κάμη αξιέραστον.
Είνε γελοία αυτή η απιστία σου προς όλα, είπεν ο Ίων. Αλλά θα επεθύμουν ν' ακούσω τι λέγεις δι' εκείνους οι οποίοι εκδιώκουν, δι' εξορκισμού τους δαίμονας από τους δαιμονιζομένους τόσον φανερά, ώστε να μη δύναται να υπάρξη αμφιβολία. Και είνε περιττή η δική μου μαρτυρία, διότι όλοι γνωρίζουν τον εκ Παλαιστίνης Σύρον {47}, τον περίφημον διά τοιαύτα κατορθώματα, ο οποίος τους σεληνιαζομένους, οίτινες πίπτουν κάτω και διαστρέφουν τους οφθαλμούς και αφρίζουν, εγείρει και αποπέμπει υγιείς αντί μεγάλης αμοιβής. Όταν τους εύρη κυλιομένους κατά γης και ερωτά πόθεν εισήλθαν εις το σώμα, ο μεν ασθενής σιωπά, αποκρίνεται δε ο δαίμων εις γλώσσαν Ελληνικήν ή βαρβαρικήν, κατά την πατρίδα του δαιμονίζομένου και λέγει πως και πόθεν εισήλθεν εις τον άνθρωπον• εκείνος δε δι' εξορκισμών ή, αν δεν εισακουσθή, δι' απειλών εκδιώκει τον δαίμονα. Εγώ δε και είδα δαίμονα εξερχόμενον κατά τοιούτον τρόπον, μαύρον και καπνώδη κατά το χρώμα. Δεν είνε παράδοξον, του είπα, ότι βλέπεις τα τοιαύτα, Ίων, αφού δύνασαι να βλέπης και τας ιδέας του Πλάτωνος, αίτινες δι' ημάς τους αμβλυωπούντας είνε πράγμα σκοτεινόν.
Μήπως μόνος ο Ίων, είπεν ο Ευκράτης, είδε τοιαύτα φαντάσματα, δεν έτυχε δε να συναντήσουν δαίμονας άλλοι μεν νύκτα και άλλοι ημέραν; Εγώ όχι μίαν φοράν, αλλά μυριάκις είδα τοιαύτα πράγματα. Και κατ' αρχάς μεν κατελαμβανόμην υπό ταραχής, αλλά με τον καιρόν συνήθισα και τώρα δεν μου φαίνεται ότι βλέπω τίποτε παράδοξον, μάλιστα αφ' ότου ο Αράπης μου έδωκε το δακτυλίδι το οποίον είνε καμωμένον από σίδηρον των σταυρών και μου έμαθε τον μεγάλον εξορκισμόν, εκτός εάν δεν πιστεύης και εις εμέ, Τυχιάδη. Και πώς είνε δυνατόν, είπα εγώ, να απιστήσω εις τον Ευκράτην του Δείνωνος, άνθρωπον σοφόν, ο οποίος με τόσην ελευθερίαν λέγει ό,τι του καπνίση εις το σπήτι του, χωρίς να φοβήται αντιλογίας; Την ιστορίαν του ανδριάντος, είπεν ο Ευκράτης, ο οποίος εμφανίζεται καθ' όλας τας νύκτας και εις όλους τους ανθρώπους του σπητιού, όχι μόνον από εμέ δύνασαι ν' ακούσης, αλλά και από όλους τους δικούς μας. Ποίου ανδριάντος; ηρώτησα. Δεν είδες, είπεν, όταν εισέρχεσαι εις την αυλήν, ένα ωραιότατον ανδριάντα, έργον του Δημητρίου του αγαλματοποιού; Εννοείς εκείνον ο οποίος παρίσταται να ρίπτη τον δίσκον και σκύφτει εις την στάσιν της αφέσεως με το πρόσωπον γυρμένον προς το χέρι το οποίον κρατεί τον δίσκον, και λιγύζει ολίγον το γόνατον ούτως ώστε να φαίνεται έτοιμος με την βολήν του δίσκου να ανατιναχθή; Όχι εκείνον, είπεν ο Ευκράτης• αυτός ο δισκοβόλος είνε έργον του Μύρωνος. Αλλ' ούτε τον πλησίον του λέγω, τον ωραίον εκείνον νέον ο οποίος έχει δεμένην την κόμην του με ταινίαν, διότι αυτός είνε έργον του Πολυκλείτου. Δεν πρόκειται περί των ανδριάντων οίτινες ευρίσκονται εις την δεξιάν πλευράν, μεταξύ των οποίων είνε και τα έργα του Κριτίου και του Νησιώτου, οι Τυραννοκτόνοι. Αλλά θα είδες πλησίον εις το αναβρυτήριον ένα κοιλαράν, φαλακρόν και ημίγυμνον, από τα γένεια του οποίου ολίγαι τρίχες φαίνονται ως να τας σηκώνη ο αέρας• αι φλέβες του φουσκώνουν και είνε καθ' όλα φυσικόν ομοίωμα ανθρώπου. Αυτόν εννοώ, φαίνεται δε ότι είνε ο Κορίνθιος στρατηγός Πέλιχος. Ά ναι, είπα εγώ, ενθυμούμαι ότι είδα δεξιά του Κρόνου ένα ο οποίος κρατεί ταινίας και στεφάνους ξηρούς και έχει στολισμένον το στήθος με πέταλα χρυσά. Εγώ, είπεν ο Ευκράτης, τα εχρύσωσα, όταν διά τρίτην φοράν με εθεράπευσε από πυρετούς. Ήτο λοιπόν και ιατρός, είπα εγώ, ο λαμπρός εκείνος Πέλιχος; Μάλιστα και μη περιπαίζης, είπεν ο Ευκράτης, διότι δεν θα δυσκολευθή να σε τιμωρήση• εγώ γνωρίζω τι δύναται να κάμη ο υπό σου εμπαιζόμενος ανδριάς• ή δεν νομίζεις ότι δύναται να στέλλη πυρετούς εις όσους θέλη, αφού δύναται να τους αποδιώκη; Παρακαλώ τον ανδριάντα να μου φεισθή και να με συγχωρήση, αφού είνε τόσον γενναίος. Αλλά τι άλλο τον βλέπετε να κάνη όλοι οι κατοικούντες εις το σπήτι; Άμα νυκτώση, είπεν ο Ευκράτης, ο Πέλιχος κατεβαίνει από το βάθρον του και περιφέρεται εις το σπήτι, τον συναντούν δε όλοι και ενίοτε τον ακούουν να τραγουδή, αλλά δεν επείραξε ποτέ κανένα• πρέπει μόνον οποίος τον συναντά να παραμερίζη, αυτός δε περνά χωρίς να ενοχλήση τον συναντώμενον. Πολλάκις δε λούεται και παίζει καθ' όλην την νύκτα, ούτως ώστε ακούεται ο θόρυβος του νερού. Πρόσεξε, είπα εγώ, μήπως ο ανδριάς δεν είνε ο Πέλιχος, αλλ' ο Τάλως ο Κρης της εποχής του Μίνωος, ο οποίος ήτο χάλκινος και περιεπόλει εις την Κρήτην. Εάν δεν ήτο εκ χαλκού, αλλ' από ξύλον, τίποτε δεν θα ημπόδιζε να είνε όχι του Δημητρίου έργον, αλλά τεχνούργημα του Δαιδάλου• διότι, ως λέγεις, και αυτός φεύγει από το βάθρον του.
Πρόσεξε, Τυχιάδη, είπεν ο Ευκράτης, μη μετανοήσης διά τους εμπαιγμούς σου. Εγώ γνωρίζω τι έπαθεν εκείνος ο οποίος έκλεψε τους οβολούς που του προσφέρομεν κάθε πρώτην του μηνός. Έπρεπε να τιμωρηθή αυστηρώς, αφού ήτον ιερόσυλος, είπεν ο Ίων. Πώς λοιπόν τον ετιμώρησεν ο ανδριάς : Θέλω νακούσω και αν ακόμη δεν θα το πιστεύση και αυτό ο Τυχιάδης. Εις τα πόδια του ανδριάντος, είπεν ο Ευκράτης, ήσαν ριμμένοι πολλοί οβολοί και άλλα νομίσματα μεταξύ των οποίων και αργυρά ήσαν κολλημένα με κερί εις τον μηρόν του και πέταλα εξ αργύρου, αφιερώματα είτε διά παράκλησιν είτε ως ευχαριστία διά θεραπείαν πυρετού. Είχομεν δε τότε ένα Αφρικανόν δούλον, αχρειέστατον, ο οποίος εχρησίμευεν ως ιπποκόμος. Αυτός απεπειράθη μίαν νύκτα να κλέψη όλα εκείνα και τα υπεξήρεσε την ώραν κατά την οποίαν είχε κατεβή εκ της θέσεως του ο ανδριάς. Όταν δε μετ' ολίγον επανήλθεν ο Πέλιχος και ενόησεν ότι τον έκλεψαν, να 'δήτε πώς ετιμώρησε και απεκάλυψε τον Αφρικανόν. Καθ'όλην την νύκτα περιεφέρετο εις την αυλήν ο άθλιος μη δυνάμενος να εξέλθη, ως να ευρίσκετο εις λαβύρινθον, έως ου εξημέρωσε και συνελήφθη με τα κλοπιμαία. Και τότε μεν έφαγεν όχι ολίγον ξύλον, έζησε δε ολίγον καιρόν ακόμη και απέθανεν αθλίως, διότι, ως έλεγε, κάθε νύκτα τον έδερνεν ο Πέλιχος, ούτως ώστε την επιούσαν εφαίνοντο τα σημάδια εις το σώμα του. Και τώρα, Τυχιάδη, σκώπτε και τον Πέλιχον και εμένα ως ομήλικον του Μίνωος και παραληρούντα από τα γεράματα. Αλλά, φίλε μου Ευκράτη, του είπα, εφ' όσον ο χαλκός είνε χαλκός, το δε έργον κατεσκεύασεν ο Δημήτριος ο εκ του δήμου Αλωπεκής, ο οποίος δεν κατεσκεύαζε θεούς, αλλ' ανθρώπους, ουδέποτε θα φοβηθώ τον ανδριάντα του Πελίχου, τον οποίον και ζώντα και απειλούντα ολίγον θα εφοβούμην.
Μετά ταύτα ο ιατρός Αντίγονος είπε• Και εγώ, Ευκράτη, έχω ένα χάλκινον Ιπποκράτην ενός περίπου πήχεως κατά το μέγεθος, όστις άμα σβύση το φως, γυρίζει εις όλο το σπήτι, θορυβεί, ανατρέπει τα δοχεία και ανακατεύει τα φάρμακα, ανοίγει την θύραν, μάλιστα δε όταν παραλείπωμεν την θυσίαν την οποίαν του προσφέρομεν κατ' έτος. Ώστε, είπα εγώ, και ο Ιπποκράτης ο ιατρός έχει τώρα την αξίωσιν να του προσφέρουν θυσίας και οργίζεται αν δεν γευθή την ωρισμένην εποχήν τέλεια σφάγια; Αλλ' έπρεπε ν' αρκήται εις μίαν νεκρικήν θυσίαν, εις μίαν σπονδήν υδρομέλιτος επί του τάφου του ή στέφανον επί της στήλης του τάφου του.
Άκουσε κάτι τι, είπεν ο Ευκράτης, διά το οποίον έχω και μάρτυρας και το οποίον είδα προ πέντε ετών. Ήτον εποχή του τρυγητού, εγώ δε κατά το μεσημέρι, αφήσας τους εργάτας να τρυγούν εις τ' αμπέλι, επήγα να περιπατήσω εις το δάσος• κάποια σκέψις με κατείχε και συνεστρέφετο εις την κεφαλήν μου. Όταν δε έφθασα εις το πυκνόν μέρος, ήκουσα κατ' αρχάς γαβγίσματα σκύλων και ενόμισα ότι ο υιός μου ο Μνάσων έπαιζε και εκυνήγα, ως συνηθίζει, με τους φίλους του εις το δάσος. Δεν συνέβαινεν όμως αυτό, αλλά μετ' ολίγον έγινε κάποιος σεισμός και ηκούσθη ως βοή βροντής• και είδα να έρχεται προς το μέρος μου μία γυναίκα φοβερά, η οποία είχεν ύψος μισού περίπου σταδίου. Εκράτει δε και δάδα εις το αριστερόν χέρι και σπαθί εις το δεξιό έως είκοσι πήχεις μακρύ. Και το μεν κάτω μέρος αυτής ωμοίαζε με φίδι, εις δε το άνω ήμισυ ωμοίαζε με Γοργόνα, εννοώ κατά το βλέμμα και την φρικτήν μορφήν. Αντί δε μαλλιών από την κεφαλήν της εκρέμοντο δράκοντες, ως βόστρυχοι, και περιετυλίσσοντο εις τον λαιμόν της και συνεστρέφοντο επάνω εις τους ώμους της. Βλέπετε πώς και τώρα που σας το διηγούμαι φρίττω; Και ενώ έλεγεν αυτά μας εδείκνυεν ο Ευκράτης τας τρίχας του βραχίονός του που είχαν ορθωθή εκ της φρίκης.
Και οι μεν άλλοι, ο Ίων, ο Δεινόμαχος και ο Κλεόδημος προσείχον εις την διήγησιν με ανοικτόν το στόμα, ενώ ήσαν ηλικιωμένοι άνδρες• τους ετράβα από την μύτην ο ψευδολόγος Ευκράτης και ενδομύχως επροσκύνουν τον τόσον απίθανον κολοσσόν, την γυναίκα η οποία είχεν ύψος ημίσεος σταδίου, και ήτο κατάλληλος μόνον διά να χρησιμεύση ως φόβητρον εις πολύ μικρά παιδία. Εγώ δε εν τω μεταξύ εσκεπτόμην τι άνθρωποι είνε αυτοί, οι οποίοι διδάσκουν σοφίαν εις τους νέους και θαυμάζονται υπό πολλών, ενώ μόνον κατά τα άσπρα μαλλιά διαφέρουν από τα βρέφη, κατά δε τα άλλα είνε και αυτών πλέον εύπιστοι εις το ψεύδος.
Έπειτα ο Δεινόμαχος ηρώτησε• Δεν μου λες, Ευκράτη, τα σκυλιά της θεάς πόσα ήσαν κατά το μέγεθος; Υψηλότερα από τους ελέφαντας των Ινδιών, απήντησεν ο Ευκράτης, μαύρα ως αυτοί και μαλλιαρά με μαλλιά ανώμαλα και λερωμένα. Εγώ λοιπόν, εξηκολούθησε, άμα την είδα εγύρισα την σφραγίδα, την οποίαν μου είχε δώσει ο Αράπης, προς το εσωτερικόν του δακτύλου, η δε Εκάτη εκτύπησε με τον δρακόντιόν της πόδα το έδαφος και έκαμε χάσμα τεράστιον, και ως στόμα του ταρτάρου, έπειτα επήδησε εις αυτό και εξηφανίσθη. Τότε εγώ επήρα θάρρος και έσκυψα, αφού εκρατήθηκα από έν εκ των πλησίον δένδρων διά να μη ζαλισθώ και πέσω εις το χάσμα• και είδα όλο το εσωτερικόν του Άδου, τον Πυριφλεγέθοντα, την λίμνην, τον Κέρβερον και τους νεκρούς, ούτως ώστε ανεγνώρισα μερικούς εξ αυτών τον πατέρα μου τουλάχιστον είδα καθαρά και εφορούσε τα ίδια ενδύματα με τα οποία τον εθάψαμεν. Και τι έκαναν, Ευκράτη, αι ψυχαί; είπεν ο Ίων. Τι άλλο, απήντησεν ο Ευκράτης, παρά κατά φυλάς και φατρίας, όπως εζούσαν εις τον κόσμον, διέτριβαν και εκεί, ξαπλωμένοι επάνω εις τους ασφοδέλους; Ας αντιλέγουν λοιπόν ακόμη, είπεν ο Ίων, οι οπαδοί του Επικούρου εις τον θείον Πλάτωνα και εις τον περί ψυχής διάλογόν του. Μήπως μεταξύ των νεκρών είδες και τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα; Τον Σωκράτη μάλιστα, δεν είμαι όμως βέβαιος αλλά το υποθέτω εκ του ότι ήτο φαλακρός και προγάστωρ• τον Πλάτωνα όμως δεν ανεγνώρισα, διότι προς φίλους πρέπει να λέγη κανείς την αλήθειαν. Αφού λοιπόν είδα όλα λεπτομερώς και το χάσμα ήρχιζε να κλείη, μερικοί από τους υπηρέτας μου, μεταξύ δε αυτών και ο Πυρρίας αυτός εδώ, οι οποίοι με ανεζήτουν έφθασαν καθ' ην στιγμήν δεν είχε κλείσει εντελώς το χάσμα. Ειπέ, Πυρρία, αν δεν λέγω αλήθεια. Μα τον Δία, είπεν ο Πυρρίας, εγώ ήκουσα και ένα γαύγισμα που ήλθε από το χάσμα, μου εφάνη δε ότι είδα και μίαν μικράν λάμψιν η οποία θα ήτο από την δάδα της θεάς.
Εγώ εγέλασα διά την προσθήκην υπό του μάρτυρος του γαυγίσματος και της λάμψεως. Ο δε Κλεόδημος• Αυτά τα οποία είδες, είπε, δεν είνε πρωτοφανή• έχουν 'δη και άλλοι παρόμοια, αφού και εγώ όταν ησθένησα όχι προ πολλού καιρού, είδα κάτι τοιούτον? μ' επεριποιείτο δε και μ' εθεράπευεν ο Αντίγονος απ' εδώ. Ήτο εβδόμη ημέρα της ασθενείας μου και ο πυρετός μου είχε φθάσει εις την μεγαλειτέραν του σφοδρότητα. Με είχαν δε αφήσει μόνον όλοι και κλείσαντες τας θύρας επερίμεναν απ' έξω• διότι ούτω είχες διατάξει, Αντίγονε, ίσως δυνηθώ να κοιμηθώ. Τότε λοιπόν, ενώ ακόμη ήμουν ξυπνός, παρουσιάσθη ένας νέος ωραιότατος με λευκόν ένδυμα, ο οποίος με εσήκωσε και δι' ενός χάσματος με ωδήγησεν εις τον Άδην, όπου αμέσως είδα και εγνώρισα τον Τάνταλον, τον Τιτυόν και τον Σίσυφον. Τα άλλα είνε περιττόν να τα λέγω• όταν δε έφθασα εις το δικαστήριον — παρευρίσκοντο δε ο Αιακός, ο Χάρων, αι Μοίραι και αι Εριννύες — είδα τον Πλούτωνα να κάθηται ως βασιλεύς και να απαγγέλλη τα ονόματα εκείνων, οι οποίοι είχον ήδη συμπληρώσει τον καιρόν της ζωής των. Ο νέος με ωδήγησεν ενώπιον αυτού, ο δε Πλούτων εθύμωσε τότε και είπε προς εκείνον όστις με ωδήγει• Δεν ετελείωσεν ακόμη το νήμα αυτού, ώστε ας γυρίση πίσω. Συ δε να φέρης τον σιδηρουργόν Δημύλον, ο οποίος ζη περισσότερον αφ' όσον του ανήκει. Εγώ επέστρεψα χαρούμενος και ο πυρετός μου είχε παύσει• ανάγγειλα δε εις όλους ότι μετ' ολίγον θ' αποθάνη ο Δημύλος• ήτο δε ο Δημύλος γείτονάς μας και ησθένει, ως ελέγετο. Μετ' ολίγον τωόντι ηκούσαμεν αναφωνητά• είχεν αποθάνει και τον εμοιρολόγουν.
Τι το παράδοξον; είπεν ο Αντίγονος, εγώ γνωρίζω ένα ο οποίος μετά είκοσι ημέρας από της ταφής του ανέστη. Ήμουν ιατρός του και προ του θανάτου και μετά την ανάστασίν του. Και πώς, παρετήρησα εγώ, εις διάστημα είκοσι ημερών δεν εσάπισε το σώμα του ή πώς δεν απέθανεν από την πείναν; ή μήπως εθεράπευσες κάποιον νέον Επιμενίδην;
Ενώ ελέγαμεν αυτά εισήλθαν οι γυοί του Ευκράτους, ερχόμενοι από το γυμναστήριον, εκ των οποίων ο μεν ένας έχει ήδη υπερβή την ήβην, ο δε άλλος είνε δέκα πέντε περίπου ετών, και αφού μας εχαιρέτησαν εκάθησαν εις την κλίνην πλησίον εις τον πατέρα των• δι'εμέ δε έφεραν καθέκλαν. Και ο Ευκράτης ως να ανεμνήσθη από την εμφάνισιν των υιών του• Έτσι να τα χαρώ αυτά τα παιδιά, Τυχιάδη, είπε — και έβαλεν επάνω των το χέρι του—όπως είνε αλήθεια αυτά που θα σου 'πω. Όλοι γνωρίζουν πόσον αγαπούσα την μακαρίτισσα την μητέρα των• το έδειξα δε δι' όσων έκαμα δι' αυτήν, όχι μόνον όταν έζη, αλλά και αφού απέθανε, ότε έκαυσα μαζή της όλα της τα κοσμήματα και τα φορέματα, τα οποία περισσότερον της ήρεσαν. Επτά δε ημέρας μετά τον θάνατόν της ήμουν ξαπλωμένος εδώ, όπως τώρα, και διά να εύρω κάποιαν παρηγορίαν εις την θλίψίν μου, εδιάβαζα ησύχως το περί αθανασίας της ψυχής βιβλίον του Πλάτωνος. Εν τω μεταξύ τούτω εισέρχεται η Δημαινέτη, αυτή απαράλλακτη, και κάθεται πλησίον μου, όπως τώρα αυτός ο Ευκρατίδης — και έδειξε τον νεώτερον εκ των υιών του, ο οποίος και πριν ήτο ωχρός από την διήγησιν, και τώρα συνεταράχθη με παιδικήν δειλίαν. Εγώ, εξηκολούθησεν ο Ευκράτης, άμα την είδα, την αγκάλιασα και ήρχισα να κλαίω. Αλλ' αυτή διέκοψε τα κλάμματά μου και μου παρεπονείτο ότι ενώ της εχάρισα όλα τα άλλα, το έν εκ των χρυσών της σανδάλων δεν έκαυσα επί του τάφου της, μου είπε δε ότι το σάνδαλον εκείνο, είχε παραπέσει και ευρίσκετο κάτω από την κασέλαν και διά τούτο δεν το ευρήκαμεν κ' εκαύσαμεν μόνον το ένα. Ενώ δε ακόμη ωμιλούσαμεν, ένα αναθεματισμένο σκυλάκι της Μάλτας, που ευρίσκετο κάτω από το κρεββάτι, εγαύγισε και εκείνη εξηφανίσθη με το γαύγισμα. Αλλά το σάνδαλον ευρέθη κάτω από την κασέλαν και το εκαύσαμεν. Λοιπόν δυσπιστείς ακόμη, Τυχιάδη, εις γεγονότα τόσον φανερά και τα οποία συμβαίνουν συχνότατα; Όχι, μα τον Δία, απήντησα, και νομίζω ότι είνε άξιοι να δαρθούν εις τα πισινά, καθώς τα παιδιά, με χρυσόν σάνδαλον όσοι δεν πιστεύουν και δεικνύουν τόσην αναισχυντίαν προς την αλήθειαν.
Επάνω εις αυτά εισήλθεν ο Αρίγνωτος ο Πυθαγορικός φιλόσοφος με τα μεγάλα μαλλιά, ο σοβαρός την όψιν, τον γνωρίζεις δα τον περίφημον διά την σοφίαν του, ο οποίος επονομάζεται θείος. Άμα τον είδα ανέπνευσα, διότι ενόμισα ότι ήρχετο να κόψη ως πέλεκυς τα ψεύδη. Θα τους αποστομώση, εσκεπτόμην, ο σοφός, όταν τους ακούση να λέγουν τοιαύτα τερατολογήματα, και, κατά το λεγόμενον, θεόν από μηχανής, τον οποίον μου έστελλεν η τύχη, τον εθεώρησα. Αυτός δε αφού εκάθησε εις την θέσιν την οποίαν του προσέφερεν ο Κλεόδημος, ηρώτησε κατά πρώτον διά την ασθένειαν του οικοδεσπότου, όστις απήντησεν ότι ήτο τώρα καλλίτερα. Και περί τίνος φιλοσοφείτε; είπεν έπειτα. Διότι εισερχόμενος ήκουσα τους λόγους σας και μου εφάνη ότι δεν χάνετε τον καιρόν σας. Προσπαθούμεν, είπεν ο Ευκράτης, να πείσωμεν αυτόν εδώ τον σκληροτράχηλον—- και έδειξεν εμέ-—να πιστεύση ότι υπάρχουν πνεύματα και φαντάσματα και ότι αι ψυχαί των νεκρών γυρίζουν εις την γην και εμφανίζονται εις όποιους θέλουν. Εγώ εκοκκίνισα και έβλεπα κάτω, διότι εντράπηκα τον Αρίγνωτον. Αυτός δε είπε• Αν λέγη ο Τυχιάδης ότι μόνον των βιαίως αποθανόντων αι ψυχαί επιστρέφουν, π. χ. αν κανείς εκρεμάσθη ή απεκεφαλίσθη ή ανεσκολοπίσθη ή κατ' άλλον τοιούτον τρόπον απέθανε, όχι όμως και αι ψυχαί εκείνων οίτινες αποθνήσκουν με φυσικόν θάνατον—αν λέγη αυτό δεν λέγει πολύ παράλογα πράγματα. Μα τον Δία, είπεν ο Δεινόμαχος, δεν τα παραδέχεται καθόλου, ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι φαίνονται. Αλήθεια, είπεν ο Αρίγνωτος, και μ' εκύταξεν αυστηρώς, δεν πιστεύεις τίποτε από αυτά, ενώ τα βλέπει όλος ο κόσμος; Σας παρακαλώ, είπα εγώ, ν' απολογηθήτε δι' εμέ, διότι μόνος εξ όλων των άλλων δεν βλέπω τίποτε• αν έβλεπα θα επίστευα και εγώ όπως σεις. Αλλ' αν πας ποτέ εις την Κόρινθον, είπεν ο Αρίγνωτος, ερώτησε πού είνε το σπήτι Ευβατίδου και όταν σου το δείξουν πλησίον εις το Κράνειον, να έμβης και να 'πης εις τον θυρωρόν Τίβιον να σου δείξη το μέρος από το οποίον έσκαψε και έβγαλε τον δαίμονα ο Πυθαγορικός Αρίγνωτος και τοιουτοτρόπως έγεινε δυνατόν να κατοικήται εις το εξής το σπήτι εκείνο. Τι συνέβαινε; ηρώτησεν ο Ευκράτης. Προ πολλού, απήντησεν ο Αρίγνωτος, έμενεν ακατοίκητο το σπήτι εκείνο ένεκα φαντασμάτων εάν δε κανείς κατοικούσε έφευγεν αμέσως διότι τον κατεδίωκε και τον ετρόμαζε ένα φοβερόν και ταραχοποιόν φάντασμα. Το σπήτι αφέθη να γείνη ερείπιον και η στέγη του είχεν αρχίσει να πέφτη και κανείς δεν ετόλμα να εισέλθη. Εγώ δε όταν ήκουσα αυτά, επήρα τα βιβλία μου—έχω δε πολλά Αιγυπτιακά βιβλία διά τα τοιαύτα - και επήγα εις το σπήτι εκείνο κατά την ώραν του πρώτου ύπνου, χωρίς ν' ακούσω εκείνον όστις μ' εφιλοξένει, ο οποίος όταν έμαθε πού επήγαινα με ημπόδιζε και σχεδόν μ' ετράβα, διότι ενόμιζεν ότι μεταβαίνω εις βέβαιον όλεθρον. Εγώ επήρα λύχνον και εισήλθα μόνος και αφού ετοποθέτησα το φως εις το μεγαλείτερον δωμάτιον εκάθησα κατά γης και ήρχισα να διαβάζω ησύχως. Μετ' ολίγον παρουσιάσθη ο δαίμων ο οποίος είχε μαλλιά μεγάλα και άτακτα και ήτο κατάμαυρος. Ενόμιζεν ότι είχε να κάμη με κανένα από τους πολλούς και ήλπιζεν ότι θα με ετρόμαζεν όπως τους άλλους. Ήρχισε λοιπόν να με περιτριγυρίζη και να προσπαθή να μου επιτεθή πότε από 'δώ και πότε από 'κεί. Και διά να με φέρη εις σύγχυσιν μετεμορφόνετο άλλοτε μεν εις σκύλον, άλλοτε δε εις ταύρον ή λέοντα. Εγώ δε μεταχειρισθείς τον φρικτότερον εξορκισμόν εις Αιγυπτιακήν γλώσσαν, τον περιώρισα εις μίαν γωνίαν σκοτεινού δωματίου• και αφού είδα πού εκρύβη, ησύχασα. Το δε πρωί, ενώ όλοι ήσαν απηλπισμένοι και ενόμιζαν ότι θα μ'εύρουν νεκρόν καθώς τους άλλους, παρουσιάσθηκα απροσδοκήτως, ευρήκα τον Ευβατίδην και του ανήγγειλα προς μεγάλην του χαράν ότι του λοιπού το σπήτι θα είνε απηλλαγμένον από φαντάσματα και θα δύναται να κατοίκηση αφόβως εις αυτό. Παραλαβών δε αυτόν και άλλους πολλούς, οι οποίοι ηκολούθουν από περιέργειαν και θαυμασμόν, διέταξα όταν εφθάσαμεν εκεί να σκάψουν εις το μέρος όπου είδα να κρυφθή ο δαίμων• και όταν έσκαψαν ευρήκαν εις βάθος οργυιάς παλαιόν νεκρόν, του οποίου διετηρούντο μόνον τα κόκκαλα. Τον επήραμεν και τον εθάψαμεν αλλού, έκτοτε δε το σπήτι δεν ηνωχλήθη πλέον από φαντάσματα.
Αφού είπεν αυτά ο Αρίγνωτος, άνθρωπος θαυμαστός, διά την σοφίαν του και εις όλους σεβαστός, δεν έμεινε πλέον κανείς από τους παρόντας ο οποίος να μη με θεωρή ανόητον, διότι δεν επίστευα εις τα τοιαύτα, όταν μάλιστα και ο Αρίγνωτος τα εβεβαίωνεν. Εγώ όμως χωρίς να φοβηθώ ούτε τα μεγάλα του μαλλιά, ούτε την φήμην του; Τ' είν' αυτά Αρίγνωτε, είπα, και συ η μόνη ελπίς της αληθείας, είσαι γεμάτος από καπνόν και φαντάσματα; Όπως η παροιμία λέγει, άνθρακες ο θησαυρός απεδείχθης. Αφού, είπεν ο Αρίγνωτος, ούτε εις εμέ πιστεύεις δι' αυτά, ούτε εις τον Δεινόμαχον ή τον Κλεόδημον, ούτε εις τον Ευκράτην, δεν μας λέγεις ποίον θεωρείς αξιοπιστότερον από ημάς, ο οποίος υποστηρίζει τα εναντία; Ένα πολύ θαυμαστόν άνθρωπον, τον εξ Αβδήρων Δημόκριτον, όστις τόσην πεποίθησιν είχεν ότι δεν υπάρχει τίποτε τοιούτον, ώστε εκλείετο εις ένα μνήμα έξω της πόλεως και εκεί έγραφε και συνέτασσε τα έργα του. Όταν δε μερικοί νέοι, θέλοντες να τον πειράξουν και να τον φοβίσουν, ενδύθηκαν ως νεκροί με μαύρα ενδύματα και εφόρεσαν προσωπίδας αι οποίαι απεμιμούντσ τα κρανία και περικυκλώσαντες αυτόν ήρχισαν να χορεύουν και να πηδούν, ο Δημόκριτος χωρίς να ταραχθή και χωρίς να διακόψη το γράψιμόν του, εστράφη προς αυτούς και είπε• Παύσετε να παίζετε. Τόσον ήτο βέβαιος ότι δεν υπάρχουν πλέον ψυχαί άμα χωρισθούν από τα σώματα. Με αυτά που λέγεις, είπεν ο Ευκράτης, μας αποδεικνύεις ότι και ο Δημόκριτος ήτον ανόητος άνθρωπος, αφού είχε τοιαύτην ιδέαν. Αλλ' εγώ θα σας διηγηθώ και κάτι άλλο, το οποίον συνέβη εις εμέ, δεν το ήκουσα από άλλον ίσως δε και συ, Τυχιάδη, άμα το ακούσης θ' αναγκασθής ν' αναγνωρίσης την αλήθειαν της ιστορίας. Όταν κατά την νεότητά μου ευρισκόμην εις την Αίγυπτον όπου με είχε στείλει ο πατέρας μου διά να σπουδάσω, με κατέλαβεν επιθυμία να μεταβώ διά του Νείλου μέχρι του Κοπτού και απ' εκεί να υπάγω μέχρι του Μέμνονος, διά ν' ακούσω το θαυμαστόν εκείνο άγαλμα το οποίον ψάλλει κατά την ανατολήν του ηλίου. Και το μεν άγαλμα ήκουσα, αλλ' όχι όπως οι άλλοι άσμα χωρίς σημασίαν• εις εμέ έδωκε και χρησμόν ο Μέμνων δι' επτά στίχων, τους οποίους θα σας έλεγα, εάν το πράγμα δεν ήτο περιττόν. Κατά δε την επάνοδον συνεταξείδευε με ημάς κάποιος ιερογραμματεύς εκ Μέμφιδος, θαυμαστός κατά την σοφίαν και κάτοχος όλης της Αιγυπτιακής παιδείας. Ελέγετο δε ότι επί είκοσι τρία έτη έζησεν εις τα υπόγεια άδυτα του ναού της Ίσιδος και εδιδάσκετο υπό της θεάς την μαγείαν. Λέγεις τον Παγκράτην, είπεν ο Αρίγνωτος, τον διδάσκαλόν μου, άνθρωπον άγιον, ο οποίος έχει ξυρισμένον το πρόσωπον, φορεί λευκά, φαίνεται διηνεκώς σκεπτικός, δεν ομιλεί καθαρά την Ελληνικήν, είναι υψηλός, έχει την μύτην σιμήν, τα χείλη προέχοντα και τα σκέλη λεπτά; Ακριβώς, είπεν ο Ευκράτης, αυτόν τον Παγκράτην λέγω. Κατ' αρχάς δεν εγνώριζα ποίος ήτον αλλ' όταν το πλοίον μας άραξε και τον έβλεπα να κάνη πολλά άλλα θαυμάσια και να ιππεύη τους κροκοδείλους και να κολυμβά ομού με αυτούς, οι δε κροκόδειλοι να τον φοβούνται και να σείουν προς αυτόν την ουράν, ενόησα ότι ήτο κάποιος άγιος άνθρωπος. Του έκαμα πολλά φιλοφρονήματα, ολίγον δε κατ' ολίγον εγίναμεν φίλοι και οικείοι, ούτως ώστε μου έλεγεν όλα του τα μυστικά. Επί τέλους δε μ' έπεισε ν' αφήσω όλους μου τους υπηρέτας εις την Μέμφιδα, να τον ακολουθήσω δε μόνος, διότι, ως μου έλεγε, δεν θα εστερούμεθα ανθρώπων διά να μας υπηρετούν. Και του λοιπού εζήσαμεν ως εξής• άμα εφθάναμεν εις κανέν πανδοχείον, έπαιρνε τον μοχλόν της θύρας, την σκούπαν ή το γουδοκόπανον, το ένδυνε με φορέματα και με μίαν επωδήν το έκανε να περιπατή και να φαίνεται ως άνθρωπος. Αυτό επήγαινε κ' έφερνε νερόν, εψώνιζε κ' εσιγύριζε και μας έκανε παντός είδους υπηρεσίας εις την εντέλειαν όταν δε δεν είχαμεν πλέον ανάγκην υπηρεσίας, με άλλην επωδήν έκανε πάλιν την σκούπαν σκούπαν και το γουδοχέρι γουδοχέρι. Το πράγμα μου εκίνει μεγάλην περιέργειαν, αλλά δεν κατώρθονα να τον πείσω να μου μάθη πώς έκανεν αυτάς τας μεταμορφώσεις. Μολονότι εις τα άλλα δεν μου έκρυπτε τίποτε, δι' αυτό ήτο πολύ ζηλότυπος. Αλλά μίαν ημέραν κρυφθείς εις σκοτεινόν μέρος ήκουσα την επωδήν, ήτο δε τρισύλλαβος. Και αυτός μεν ανεχώρησεν εις την αγοράν παραγγείλας εις το γουδόχερον τι έπρεπε να κάμη. Εγώ δε την επιούσαν, ενώ εκείνος ευρίσκετο εις την αγοράν διά ν' αγοράση κάτι τι, επήρα το γουδοκόπανον και το ένδυσα και αφού είπα τας τρεις συλλαβάς, το διέταξα να φέρη νερόν. Αφού δ' εγέμισε μίαν στάμναν και την έφερε, του είπα• Παύσε να κουβαλής νερόν και γίνου πάλιν γουδόχερον αυτό όμως δεν μου υπήκουσε, αλλ' εξηκολούθει να κουβαλή νερόν, έως ου έκαμε το σπίτι λίμνην. Εγώ ευρεθείς εις αμηχανίαν — διότι εφοβούμην μήπως ο Παγκράτης επιστρέψη και θυμώσει, όπως και έγινε — επήρα αξίνην και έκοψα τον κόπανον εις δύο• αλλ' αντί ενός έγιναν τότε δύο οι νεροφόροι. Εν τω μεταξύ τούτω έφθασε και ο Παγκράτης και εννοήσας τι είχε γίνει, τους μεν υδροφόρους έκαμε πάλιν ξύλα, όπως ήσαν προ της επωδής, αυτός δε έπειτα ανεχώρησε κρυφίως, δεν γνωρίζω που. Και τώρα, είπεν ο Δεινόμαχος, γνωρίζεις τουλάχιστον να κάνης άνθρωπον το γουδόχερον; Κατά το ήμισυ, απήντησεν ο Ευκράτης• διότι δεν 'μπορώ να το επαναφέρω εις την αρχικήν του κατάστασιν, αφού άπαξ γίνη υδροφόρος και θα πλημμυρίση το σπίτι από νερά.
Δεν θα παύσετε, είπα εγώ, να λέγετε τοιαύτα τερατώδη ψεύδη, δεν εντρέπεσθε που είσθε γέροι άνθρωποι; Αν όχι δι' άλλο, αλλά τουλάχιστον χάριν αυτών των παιδιών αναβάλλετε εις άλλην ώραν αυτάς τας παραδόξους και φοβεράς διηγήσεις. Πρέπει να προσέχετε και να μη τ' αφήνετε ν'ακούουν τέτοια πράγματα, τα οποία καθ' όλην την ζωήν των θα τα παρακολουθούν και θα τα ταράσσουν, θα γεμίσουν τα μυαλά των με διαφόρους δεισιδαιμονίας και θα τους κάμη να φοβούνται την σκιάν των.
Καλά που μ' ενθύμισες με την δεισιδαιμονίαν που είπες. Τι φρονείς, αλήθεια, Τυχιάδη, διά τους χρησμούς και τας αποκαλύψεις και όσα αναγγέλλουν μερικοί θεόπνευστοι ή ακούονται λεγόμενα από τα άδυτα ή όσα λέγει η Πυθία εμμέτρως προλέγουσα τα μέλλοντα; ή και αυτά δεν τα πιστεύεις; Αλλ' εγώ δεν θ' αναφέρω ότι έχω και έν δακτυλίδι θαυματουργόν, το οποίον έχει επί της σφραγίδος τον Πύθιον Απόλλωνα, αυτός δε ο Απόλλων μου ομιλεί, — δεν το λέγω αυτό, διά να μη νομίσης ότι λέγω απίθανα πράγματα διά να καυχηθώ. Περιορίζομαι να σας διηγηθώ μόνον όσα μου συνέβησαν και είδα με τα μάτια μου εις την Μαλλόν, εις το ιερόν του Αμφιλόχου, ο οποίος φανερά μου ωμίλησε και μου έδωκε συμβουλάς διά τας υποθέσεις μου• έπειτα δε θα σας διηγηθώ και όσα είδα εις την Πέργαμον και ήκουσα εις τα Πάταρα. Όταν επέστρεφα από την Αίγυπτον και ήκουσα ότι το Μαντείον της Μαλλού είνε περίφημον και δίδει αληθείς και σαφείς απαντήσεις εις εκείνους οίτινες γράφουν τας ερωτήσεις των εις πινάκιον και τας παραδίδουν εις τον προφήτην, ενόμισα καλόν κατά την διάβασίν μου να ερωτήσω και εγώ το μαντείον και να ζητήσω την γνώμην του θεού περί του μέλλοντος. Ενώ ακόμη έλεγεν αυτά ο Ευκράτης, εγώ βλέπων ότι το πράγμα έμελλε να προχωρήση και ότι αι περί των μαντείων συζητήσεις θα ελάμβανον διαστάσεις, δεν ενόμισα πρέπον να εξακολουθήσω ν' αντιλέγω μόνος εις όλους. Τους αφήκα λοιπόν ενώ έπλεον εξ Αιγύπτου εις την Μαλλόν — διότι ενόουν ότι τους ενώχλουν με τας αντιρρήσεις μου εις τα ψεύδη των. — Εγώ, είπα, φεύγω, διά να ζητήσω τον Λεόντυχον, διότι έχω ανάγκην να τον συναντήσω. Σεις δε επειδή δεν νομίζετε, φαίνεται, ικανά τα ανθρώπινα, καλείτε τώρα και τους θεούς να σας βοηθήσουν εις τας μυθολογίας σας. Και άμα είπα αυτά εξήλθα. Αυτοί δε είδαν ευχαρίστως την αναχώρησίν μου, διότι έμειναν ελεύθεροι να γεύωνται και ν' απολαμβάνουν, κατά την συνήθειάν των, τα ψεύδη.
Αυτά, φίλε μου Φιλοκλή, ήκουσα εις του Ευκράτους και έρχομαι πρισμένος, όπως όσοι πίνουν μούστον, με ανάγκην να εμέσω. Ευχαρίστως δε και διά πολλών χρημάτων θα ηγόραζα φάρμακον εξ εκείνων τα οποία, ως ήκουσα, δίδουν την λησμοσύνην, διά να μη μου προξενήση τίποτε κακόν η ανάμνησις αυτών διατηρουμένη• διότι νομίζω έκτοτε ότι βλέπω τέρατα και δαίμονας και Εκάτας.
ΦΙΛ. Και εγώ, Τυχιάδη, κάτι παρόμοιον έπαθα από την διήγησίν σου• διότι, ως λέγουν, όχι μόνον όσοι δαγκωθούν υπό λυσσώντων σκύλων λυσσούν και φοβούνται το νερόν, αλλά και όσοι δαγκωθούν από αυτούς παθαίνουν τα ίδια, ως να τους εδάγκωσε σκύλος λυσσών, και έχουν τους αυτούς φόβους. Και συ λοιπόν εδαγκώθης εις του Ευκράτους υπό των πολλών ψευδολογημάτων, μετέδωκες δε και εις εμέ το δηλητήριον και μου εγέμισες την ψυχήν από δαίμονας.
ΤΥΧ. Ας μη ανησυχώμεν, φίλε μου, διότι έχομεν κατά των τοιούτων αλεξιφάρμακον την αλήθειαν και τον περί πάντων ορθόν λόγον• χάρις δε εις αυτά ουδόλως θα μας ταράξουν τα ανόητα και μάταια ταύτα ψεύδη.
Λέγεται, αγαπητέ Φίλων, ότι επί της βασιλείας του Λυσιμάχου ενέσκηψεν εις τα Άβδηρα μία τοιαύτη επιδημία. Όλοι οι κάτοικοι κατελήφθησαν υπό σφοδρού πυρετού, όστις εξηκολούθει με συχνούς παροξυσμούς επί επτά ημέρας. Κατά δε την εβδόμην ημέραν άλλοι μεν από τους αρρώστους επάθαιναν άφθονον αιμορραγίαν της μύτης, άλλοι δε εφίδρωσιν επίσης άφθονον και ούτω έπαυεν ο πυρετός. Αλλά το νόσημα έφερε και το πνεύμα αυτών εις μίαν κωμικήν κατάστασιν. Όλοι δηλαδή έκαμναν θεατρικάς κινήσεις και μεγαλοφώνως απήγγελλον ιαμβικούς στίχους, μάλιστα δε μέρη από την Ανδρομέδαν του Ευριπίδου {48} και ιδίως την επιφώνησιν του Περσέως:
συ δ' ω θεών τύραννε κανθρώπων Έρως,
και ήτο η πόλις γεμάτη εκ των ωχρών τούτων και εξησθενημένων υπό του εφθημέρου πυρετού τραγωδών. Διήρκεσε δε το γενικόν τούτο αναφώνημα επί πολύ, έως ου ο χειμών και ψύχος πολύ τους έκοψε την νοσηράν αυτήν φλυαρίαν. Αίτιος δε της παραφροσύνης μου φαίνεται ότι έγεινεν ο τραγικός ηθοποιός Αρχέλαος, ο οποίος τότε ήτο φημισμένος και εις τα μέσα του θέρους εν καιρώ μεγάλου καύσωνος έπαιξεν εις τα Άβδηρα την Ανδρομέδαν. Οι δε Αβδηρίται έπαθαν τον πυρετόν εις το θέατρον, όταν δε ανέρρωσαν, εξηκολούθουν να αναπολούν την τραγωδίαν• η Ανδρομέδα επί πολύ παρέμενεν εις την μνήμην των και ο Περσεύς με την Μέδουσαν εξηκολούθει να περιίπταται εις την φαντασίαν των.
Επειδή λοιπόν, κατά την παροιμίαν, το έν πράγμα δύναται να παραβληθή προς το άλλο, το νόσημα εκείνο των Αβδηριτών είνε όμοιον προς εκείνο, το οποίον έχει καταλάβει σήμερον τους περισσοτέρους των πεπαιδευμένων. Ούτοι είνε αληθές ότι δεν απαγγέλλουν τραγωδίαν,— θα ήτο μικρότερα παραφροσύνη, αν με ξένους στίχους ουχί ασχήμους επεδεικνύοντο — αλλ' αφ' ότου ήρχισεν ο εξακολουθών πόλεμος {49} κατά των βαρβάρων και συνέβη η ήττα εις την Αρμενίαν και ηκολούθησαν αι συνεχείς νίκαι, δεν έμεινε κανείς ο οποίος να μη γράψη ιστορίαν? όλοι έγειναν Θουκυδίδαι και Ηρόδοτοι και Ξενοφώντες, ούτως ώστε να αληθεύη εκείνο το οποίον είπεν ο φιλόσοφος {50}, «ο πόλεμος είνε των όλων ο πατήρ», αφού τόσους συγγραφείς εγέννησε διά μιας.
Αυτά λοιπόν, φίλτατε, βλέπων και ακούων, ενθυμήθηκα έν ανέκδοτον του Διογένους• όταν ηκούσθη ότι ο Φίλιππος εξεστράτευε κατά της Ελλάδος, οι Κορίνθιοι όλοι εταράχθησαν και ήρχισαν να εργάζωνται διά την άμυναν? άλλος διώρθονεν όπλα, άλλος εκόμιζε πέτρας, άλλος επεσκεύαζε το τείχος ή εστερέωνε πύργον και άλλος έπραττεν ό,τι χρήσιμον ηδύνατο• ο δε Διογένης βλέπων αυτά και μη έχων τι να πράξη και αυτός — διότι ουδείς του ανέθετε καμμίαν εργασίαν — περιέζωσε το ένδυμά του και με πολλήν δραστηριότητα ήρχισε να κυλίη το πιθάρι, το οποίον του εχρησίμευεν ως κατοικία, επάνω και κάτω εις το Κράνειον. Όταν δε κάποιος εκ των γνωστών του τον ηρώτησε, διατί το κάνεις αυτό, Διογένη; Κυλίω, είπε, και εγώ το πιθάρι, διά να μη φαίνωμαι ότι μόνος εγώ μένω αργός μεταξύ τόσων εργαζομένων. Και εγώ, αγαπητέ Φίλων, διά να μη μένω μόνος άφωνος εις εποχήν τόσον πολύφωνον και να μη παρουσιάζω κωμικόν θέαμα άνθρωπου έχοντος ανοικτόν το στόμα και μη λέγοντος τίποτε, ενόμισα καλόν να κυλίσω και εγώ όσον δύναμαι τον πίθον μου, όχι όμως διά να γράψω ιστορίαν και να διηγηθώ πολεμικά γεγονότα• δεν έχω τόσω μεγάλην τόλμην εγώ και μη φοβηθής ότι θ' αποτολμήσω τοιούτόν τι• διότι γνωρίζω πόσον μέγας είνε ο κίνδυνος, όταν κυλίη κανείς επάνω εις πέτρας και μάλιστα πιθάριον λεπτοκατασκευασμένον, οποίον το ιδικόν μου• μόλις προσκρούση εις μικράν πέτραν θα ευρεθώ εις την ανάγκην να περισυλλέγω τα κομμάτια του.
Πώς λοιπόν εσκέφθηκα και πώς θα λάβω μέρος εις τον πόλεμον με ασφάλειαν και μένων έξω βολής, θα σου είπω. Εγώ θα αποφύγω τους κόπους, τας φροντίδας και τους κινδύνους, τους οποίους έχει ο συγγραφεύς, θα περιορισθώ δε να δώσω μίαν μικράν συμβουλήν και ολίγα διδάγματα εις τους συγγράφοντας, διά να λάβω ούτω και εγώ μέρος εις την οικοδομήν, αν όχι διά της επιγραφής της πραγματείας μου, τουλάχιστον διότι θα θίξω με το άκρον του δακτύλου τον πηλόν τον οποίον μεταχειρίζονται. Το βέβαιον είνε ότι οι περισσότεροι εξ αυτών νομίζουν ότι δεν έχουν ανάγκην συμβουλής διά την εργασίαν των, όπως περίπου δεν έχουν ανάγκην διδασκαλίας διά να βαδίζουν, να βλέπουν ή να τρώγουν, αλλά θεωρούν ως λίαν εύκολον και πρόχειρον και δυνατήν εις όλους την συγγραφήν ιστορίας, ως δύναται τις να κρίνη εκ των συμβαινόντων. Αλλά γνωρίζεις και συ, φίλε μου, ότι η ιστορία δεν είνε από τα εύκολα και ακόπως συνθετόμενα έργα, αλλ' είνε από τα έχοντα περισσοτέραν ανάγκην φροντίδος, όταν, ως ο Θουκυδίδης λέγει, γίνεται διά να μείνη αθάνατος• «κτήμα ες αεί».
Γνωρίζω λοιπόν ότι δεν θα αποτρέψω πολλούς εξ αυτών, εις μερικούς δε θα φανώ και πολύ οχληρός και μάλιστα εις εκείνους των οποίων το έργον έχει ήδη τελειώσει και παραδοθή εις το κοινόν. Εάν δε και επηνέθη υπό εκείνων οίτινες το ανέγνωσαν, η ελπίς ότι θα μεταβάλουν και θα διορθώσουν κάτι εκ των ήδη θεσπισμένων και κατατεθειμένων, ούτως ειπείν, εις τα βασιλικά αρχεία {51}, είνε ματαία. Αλλ' όμως δεν είνε κακόν να λεχθή και προς αυτούς τούτους η αλήθεια, ώστε, εάν ποτε γείνη άλλος πόλεμος ή των Κελτών προς τους Γέτας ή των Ινδών προς τους Βακτρίους — διότι προς ημάς δεν θα τολμήση κανείς να κήρυξη πόλεμον, αφού ήδη όλους τους έχομεν υποτάξει — να μεταχειρισθούν τον κανόνα τούτον, εάν τον νομίσουν ορθόν προς καλλιτέραν σύνθεσιν της εργασίας των. Εάν δε πάλιν επιμείνουν εις τας μεθόδους των, ο ιατρός δεν θα παραστενοχωρηθή, διότι οι Αβδηρίται θα εξακολουθούν εκουσίως ν' απαγγέλλουν την Ανδρομέδαν.
Επειδή δε το έργον της συμβουλής είνε διττόν και διδάσκει ποία να προτιμώμεν και ποία ν' αποφεύγωμεν, ας είπωμεν πρώτα ποία πρέπει ν' αποφεύγη ο γράφων ιστορίαν και ποία ν' απορρίπτη προ πάντων, έπειτα δε ποία να μεταχειρίζεται, διά να μη εξέλθη της ορθής και ευθείας οδού, πώς ν' αρχίση και ποίαν τάξιν να εφαρμόση εις τα έργα του, και το μέτρον το οποίον θα τηρή διά κάθε τι, και όσα πρέπει ν' αποσιωπά και εις όσα να ενδιατρίβη, και όσα είνε προτιμότερον να παρατρέξη και πώς να τα εξηγή και τα συναρμόζη. Και αυτά μεν και τα τοιαύτα θ' αναπτύξωμεν κατόπιν• τώρα δε θ' αναφέρωμεν τα ελαττώματα, τα οποία παρακολουθούν τους κακούς συγγραφείς. Τα κοινά όμως εις όλα τα είδη του λόγου σφάλματα, εις την γλώσσαν, την αρμονίαν, την έννοιαν, και πάσα άλλη ατεχνία και μακράν ανάπτυξιν απαιτούν και της παρούσης πραγματείας τα όρια διαφεύγουν διότι, ως είπα, είνε κοινά όλων των ειδών του λόγου ελαττώματα.
Τα δε σφάλματά των εις την καθαρώς ιστορικήν εργασίαν δύνασαι να εύρης, αν προσέξης εις τα έργα αυτών, όπως εγώ πολλάκις παρατηρώ, οσάκις ακροώμαι τοιαύτας ιστορίας αναγινωσκομένας, και μάλιστα αν προσέξης εις όλους. Δεν είνε επομένως περιττόν να αναφέρω, ως παραδείγματα, τινά από τα κατ' αυτόν τον τρόπον συγγραφέντα. Αλλά προ τούτου ας εξετάσωμεν τα σπουδαιότερα αυτών ελαττώματα.
Οι πλείστοι εξ αυτών παραμελούντες να ιστορούν τα γεγονότα, καταγίνονται να επαινούν τους άρχοντας και τους στρατηγούς, και τους μεν ιδικούς των ανυψόνουν, τους δε εχθρούς καθ' υπερβολήν καταρρίπτουν. Αγνοούν ότι δεν χωρίζει την ιστορίαν από το εγκώμιον στενόν χώρισμα, αλλά μέγα τείχος υπάρχει μεταξύ των και, όπως λέγουν οι μουσικοί, ιστορία και εγκώμιον είνε δις διαπασών προς άλληλα. Ο μεν εγκωμιάζων φροντίζει μόνον πώς να επαινέση και ευχαριστήση τον επαινούμενον και αν είνε ανάγκη να ψευσθή διά να επιτύχη τον σκοπόν του, ολίγον θα σκοτισθή? η ιστορία όμως δεν δύναται ουδ' επί στιγμήν νανεχθή ψεύδος, ακριβώς όπως η τραχεία αρτηρία, κατά τους ιατρούς, δεν ανέχεται ό,τι εισέλθη εις αυτήν, ενώ καταπίνομεν. Φαίνονται προσέτι ν' αγνοούν οι τοιούτοι ιστορικοί ότι της ποιητικής τέχνης και των ποιημάτων είνε άλλος ο σκοπός και ιδιαίτεροι οι κανόνες, άλλοι δε της ιστορίας• εις μεν την ποίησιν είνε απεριόριστος η ελευθερία και είς ο νόμος, η θέλησις του ποιητού• διότι ο ποιητής, συνθέτει υπό το κράτος ενθουσιασμού και κατέχεται εξ ολοκλήρου υπό των Μουσών? ουδείς δε δύναται να τον κατηγορήση και αν θέλη να ζεύξη άρμα με ίππους πτερωτούς ή αν κάμη άλλους να τρέχουν επάνω εις το νερόν ή επί των κορυφών των φυτών, ούτε όταν ο Ζευς αυτών σύρη και ανυψόνη εις τον αέρα δι' ενός σχοινιού γην και θάλασσαν ομού, φοβούνται μήπως κοπή το σχοινί και καταπέσουν τα πάντα και γίνουν θρύμματα. Αλλά και αν θέλουν να επαινέσουν τον Αγαμέμνονα, ουδείς δύναται να τους εμποδίση, ώστε κατά την κεφαλήν και τους οφθαλμούς να τον κάμουν όμοιον προς τον Δία, κατά το στήθος όμοιον προς τον αδελφόν του Διός Ποσειδώνα και κατά την ζώνην όμοιον προς τον Άρην• και εν γένει εξ όλων των θεών σύνθετος πρέπει να γείνη ο υιός του Ατρέως και της Αερόπης• διότι δεν αρκεί μόνος ο Ζευς, ούτε ο Ποσειδών, ούτε ο Άρης χωριστά έκαστος, διά ναναπληρώση το κάλλος του. Η δε ιστορία, αν παραδεχθή τοιαύτην κολακείαν, μεταβάλλεται εις είδος τι πεζής ποιήσεως, η οποία δεν έχει την φραστικήν μεγαλοπρέπειαν της ποιήσεως, την λοιπήν δε τερατολογίαν παρουσιάζει χωρίς τον στολισμόν των μέτρων και επομένως φανερωτέραν.
Είνε λοιπόν μέγα ή μάλλον μέγιστον ελάττωμα, όταν δεν γνωρίζη κανείς να χωρίζη τα ανήκοντα εις την ποίησιν και τα αρμόζοντα εις την ιστορίαν, αλλ' εισάγη εις την ιστορίαν τα στολίδια της ποιήσεως, τον μύθον και το εγκώμιον και τας σχετικάς υπερβολάς. Ομοίως, αν ένα αθλητήν από τους δυνατούς εκείνους, οι οποίοι φαίνονται ως καμωμένοι από πρίνον, ενδύσετε με πολυτελή και αβρά ενδύματα και τον στολίσετε με άλλα πορνικά στολίδια και του ψιμυθιώσετε το πρόσωπον, θα τον κάμετε γελοίον και επαίσχυντον.
Δεν λέγω όμως ότι δεν έχει θέσιν και ο έπαινος ενίοτε εις την ιστορίαν αλλά πρέπει να γίνεται χρήσις αυτού, όταν πρέπη, και να έχη όρια το πράγμα, ώστε να μη γίνη φορτικόν εις εκείνους, οίτινες θ' αναγνώσουν εις το μέλλον το έργον? εν γένει δε αυτά πρέπει να γίνωνται κατά τους κανόνας, τους οποίους μετ'ολίγον θα υποδείξωμεν. Όσοι δε νομίζουν ότι καλώς διαιρούν εις δύο την ιστορίαν, εις το τερπνόν και το χρήσιμον, και διά τούτο εισάγουν εις αυτήν και το εγκώμιον ως τερπνόν και ευχάριστον, βλέπεις πόσον απομακρύνονται από το αληθές και το ορθόν. Πρώτον μεταχειρίζονται ψευδή διαίρεσιν διότι μία είνε η προσπάθεια και είς ο σκοπός της ιστορίας, το χρήσιμον, το οποίον μόνον από την αλήθειαν παράγεται. Αν δε δύναται να προστεθή εις το χρήσιμον και το τερπνόν, ακόμη καλλίτερα, όπως και το κάλλος εις τον αθλητήν. Αλλά δεν εμποδίζει τον Νικόστρατον Ισιδότου η μεγάλη ασχημία του να είνε αθλητής εκ των ισχυροτέρων, να νικά τους αντιπάλους του, είς εκ των οποίων ήτο ο εκ Μιλήτου ωραίος Αλκαίος, όστις, ως λέγεται, υπήρξε και ερωτικός φίλος του Νικοστράτου. Η ιστορία λοιπόν, και αν ακόμη παραμελήση το τερπνόν και ολίγον φροντίζη διά το κάλλος, θα προσελκύση πολλούς θιασώτας, αρκεί και μόνον να είνε τελεία εις το κύριόν της έργον, δηλαδή την έρευναν της αληθείας.
Πρέπει να είπωμεν και τούτο ακόμη, ότι ουδέ τερπνόν είνε εις την ιστορίαν το εντελώς μυθώδες και οι υπερβολικοί έπαινοι• ούτε το έν ούτε το άλλο δύνανται ν' αρέσουν εις τους αναγνώστας. Εννοώ δε όχι τον όχλον και τους πολλούς, αλλ' εκείνους οίτινες θ' αναγνώσουν την ιστορίαν ως δικασταί και μάλιστα ως κατήγοροι, τους οποίους δεν δύναται να διαφύγη τίποτε στραβόν και άτοπον, διότι βλέπουν καλλίτερα από τον Άργον και βλέπουν δι' όλου του σώματος, ως αργυραμοιβοί δε εξετάζουν τα καθέκαστα, και τα μεν κίβδηλα απορρίπτουν αμέσως, παραδέχονται δε τα σωστά, γνήσια και κανονικά. Προς τούτους πρέπει ν' αποβλέπης, όταν συγγράφης, διά δε τους άλλους ολίγον να σκοτίζεσαι όσον και αν σ' επαινούν. Εάν δε, μη προσέχων εις την γνώμην των ολίγων, στολίσης πέραν του μέτρου την ιστορίαν με μύθους και επαίνους και άλλας κολακείας, θα την καταστήσης ομοίαν με τον Ηρακλή, όταν ευρίσκετο εις την Λυδίαν. Διότι θα έτυχε να τον ίδης κάπου ζωγραφισμένον ως δούλον της Ομφάλης, με πολύ αλλόκοτον ενδυμασίαν. Η μεν Ομφάλη φορεί την λεοντήν αυτού και κρατεί το ρόπαλον, ως να είνε τάχα αυτή ο Ηρακλής, αυτός δε φορεί γυναικεία ενδύματα και ξαίνει έρια και η Ομφάλη τον κτυπά με το σάνδαλόν της. Και είνε το θέαμα εξουθενωτικόν, όπως τα ενδύματα δεν ταιριάζουν εις το σώμα του Ηρακλέους, του οποίου την ανδρικότητα εκθηλύνουν απρεπώς.
Οι πολλοί ίσως θα σ' επαινέσουν δι' αυτά• αλλ' οι ολίγοι, εκείνοι, των οποίων την γνώμην δεν έλαβες υπ' όψιν, θα γελάσουν πολύ εις βάρος σου, βλέποντες το ασύμφωνον, αταίριαστον και δυσάρμοστον του πράγματος. Ό,τι είνε ωραίον δι' έν πράγμα, ενδέχεται να είνε ασχημία δι' άλλο, εις το οποίον δεν ταιριάζει. Αφήνω ότι οι έπαινοι μόνον εις ένα, τον επαινούμενον, ίσως είνε ευχάριστοι• εις τους άλλους όμως είνε αηδείς και οχληροί, μάλιστα αν είνε πολύ υπερβολικοί, όπως συμβαίνει πολλάκις, όταν οι επαινούντες επιδιώκουν την εύνοιαν των επαινουμένων και τόσον το παρακάνουν, ώστε γίνεται φανερά εις όλους η κολακεία. Διότι ούτε με τέχνην γνωρίζουν να κολακεύσουν, ούτε περικαλύπτουν τα θωπεύματα, αλλ' αφού αρχίσουν επισωρεύουν επαίνους, όλους χονδροειδείς και απιθάνους. Ούτω δε ουδ' εκείνο το οποίον προ πάντων επιδιώκουν επιτυγχάνουν• διότι οι παρ' αυτών επαινούμενοι τους μισούν μάλλον και τους περιφρονούν, ως κόλακας, και δικαίως, μάλιστα αν τύχη να έχουν χαρακτήρα ανδροπρεπή. Τοιούτον τι έπαθεν ο Αριστόβουλος, όστις, αφού περιέγραφε την μονομαχίαν του Αλεξάνδρου με τον Πώρον, ανέγνωσεν εις αυτόν το μέρος τούτο της ιστορίας του—-διότι ενόμιζεν, ότι θα ευχαρίστει τον βασιλέα, αν εξώγκωνε την νίκην με ψεύδη και επινοήσεις υπερτέρας της αληθείας—. Αλλ' ο Αλέξανδρος έλαβε το βιβλίον —εταξείδευαν δε εις τον ποταμόν Υδάσπην— και το έρριψεν εις το νερόν. Και σε, είπε προς τον συγγραφέα, ούτω έπρεπε να σε μεταχειρισθώ, διότι τοιαύτας μονομαχίας κάνεις διά λογαριασμόν μου και δι'ενός ακοντισμού φονεύεις ελέφαντας. Και ήτο επόμενον ν' αγανακτήση ούτω ο Αλέξανδρος, όστις δεν ηνέχθη και την τόλμην του αρχιτέκτονος εκείνου, ο οποίος του επρότεινε να μεταβάλη το όρος Άθω εις ανδριάντα αυτού, να μεταμορφώση δηλαδή τοιουτοτρόπως το όρος, ώστε να ομοιάζη προς τον βασιλέα, αλλ' εννοήσας αμέσως ότι ήτο κόλαξ τον απέπεμψε και δεν τον εχρησιμοποίησε πλέον εις τίποτε {52}.
Πού λοιπόν υπάρχει το τερπνόν εις αυτά, εκτός αν είνε κανείς εντελώς ανόητος, ώστε να ευχαριστήται με τοιούτους επαίνους, των οποίων το ψεύδος είνε προφανές; Οι τοιούτοι ομοιάζουν με τους ασχήμους ανθρώπους, μάλιστα δε τα άσχημα γύναια, τα οποία παραγγέλλουν εις τους ζωγράφους να τα εξωραΐζουν εις την εικόνα των• διότι νομίζουν, ότι πραγματικώς θα εξωραϊσθούν, αν ο ζωγράφος βάψη τας παρειάς των με περισσότερον κόκκινον και μεταχειρισθή περισσότερον λευκόν χρώμα. Τοιούτοι είνε οι πλείστοι από τους σημερινούς συγγραφείς• διά της ιστορίας επιδιώκουν το ίδιον συμφέρον και την πλήρωσιν ατομικών αναγκών• και έπρεπε να τους μισώμεν, διότι εις μεν το παρόν είνε φανεροί και χυδαίοι κόλακες, εις το μέλλον δε θα καταστήσουν ύποπτον διά των υπερβολών όλην την υπόθεσιν της διηγήσεώς των. Εάν δε τις νομίζη ότι πάντως πρέπει το τερπνόν ν' αναμιγνύεται εις την ιστορίαν εν γένει, δεν έχω αντίρρησιν, αλλ' υπό τον όρον το τερπνόν να είνε και αληθές και όχι ανάρμοστον εις τον χαρακτήρα του έργου, όπως το μεταχειρίζονται οι περισσότεροι.
Εγώ δε θα διηγηθώ και όσα ήκουσα προ ολίγου καιρού εις την Ιωνίαν και εις την Αχαΐαν πρότερον περί τινων συγγραφέων, οίτινες έγραψαν διήγησιν του ειρημένου πολέμου• και εξορκίζω εις τας Χάριτας να μη απιστήση κανείς εις όσα θα είπω• διότι θα ηδυνάμην και να ορκισθώ ότι είνε αληθή, αν ήτο πρέπον να παρενθέτη κανείς όρκον εις σύγγραμμα. Είς λοιπόν εξ αυτών ήρχισε την ιστορίαν του με την επίκλησιν των Μουσών, παρακαλών τας θεάς να τον βοηθήσουν εις το έργον του. Βλέπεις πόσον κατάλληλος είνε η τοιαύτη αρχή και ταιριαστή εις την ιστορίαν και αρμόζουσα εις το τοιούτον είδος του λόγου; Έπειτα ολίγον κατωτέρω τον μεν ημέτερον άρχοντα προσωμοίαζε προς τον Αχιλλέα, τον δε βασιλέα των Περσών προς τον Θερσίτην, χωρίς να σκεφθή ότι ο Αχιλλεύς περισσότερον ανεδείχθη, διότι εφόνευσε τον Έκτορα και όχι τον Θερσίτην, και ότι, όταν τρέπεται εις φυγήν ανδρείος τις, τον καταδιώκει πολύ ανδρειότερος {53}. Έπειτα έστρεφεν εις τον εαυτόν του το εγκώμιον, ότι είνε άξιος να περιγράψη πράξεις τόσον ενδόξους. Προχωρών απηύθυνεν επαίνους και προς την πατρίδα του Μίλητον, προσθέτων ότι κατά τούτο έπραξε καλλίτερα από τον Όμηρον, όστις δεν ανέφερε καν την πατρίδα του. Εις δε το τέλος του προοιμίου υπέσχετο δητώς και σαφώς ότι θα ανυψώση τα ημέτερα, τους δε βαρβάρους θα πολεμήση και αυτός όσον δύναται. Και ήρχισε την ιστορίαν ως εξής• «Ο μιαρώτατος Ουολόγεσος, του οποίου το τέλος είθε να είνε οικτρότατον, ήρχισε τον πόλεμον διά την εξής αιτίαν». Και αυτός μεν τοιαύτα έγραψεν. Άλλος δε, μέγας θιασώτης του Θουκυδίδου, ώστε να θέλη να μιμηθή καθ' όλα το πρότυπον, ήρχισεν όπως και εκείνος με το όνομα του, θεωρών ότι τοιαύτη έναρξις είνε η ευγενεστέρα και μυρίζει θύμον αττικόν. Άκουσε και κρίνε• «Κρεπέριος Καλπουρνιανός, Πομπηιουπολίτης συνέγραψε τον πόλεμον των Παρθυαίων και Ρωμαίων, ως επολέμησαν προς αλλήλους, αρξάμενος ευθύς ξυνισταμένου». Μετά τοιαύτην δε αρχήν, προς τι να σου αναφέρω τα κατόπιν, δηλαδή τας δημηγορίας του εις την Αρμενίαν, όπου μας παρουσιάζει απαράλλακτον τον Κερκυραίον ρήτορα, ή τον λοιμόν τον οποίον έστειλε κατά των Νισιβηνών, οίτινες δεν ήσαν φίλοι προς τους Ρωμαίους, δανεισθείς αυτόν καθ' ολοκληρίαν από τον Θουκυδίδην, εκτός μόνον του Πελασγικού και των μακρών τειχών, όπου οι τότε προσβληθέντες υπό του λοιμού εγκατεστάθησαν. Ήρχισε δε και από την Αιθιοπίαν ο λοιμός αυτού, όπως του Θουκυδίδου, και εκείθεν κατέβη εις την Αίγυπτον και μετεδόθη εις το μεγαλείτερον μέρος της χώρας, ήτις ανήκει εις τον βασιλέα της Περσίας, ευτυχώς δε έμεινεν εκεί. Εγώ λοιπόν τον αφήκα να θάπτη τους δυστυχείς Αθηναίους εις την Νίσιβιν και ανεχώρησα, γνωρίζων εντελώς και όσα μετά την αναχώρησίν μου έμελλε να είπη. Είνε δε συνηθέστατον σήμερον και να νομίζουν οι συγγραφείς ότι εξισούνται προς τον Θουκυδίδην, αν με μικράς μεταβολάς μεταχειρίζωνται τας εκφράσεις εκείνου και διάφορα φρασίδια, ως «όπως και αυτός αν φαίης», «ού δι' αυτήν», «νή Δία κακείνο ολίγου δείν παρέλιπον». Ο ίδιος δε συγγραφεύς, όστις κατ' αυτόν τον τρόπον απομιμείται τον Θουκυδίδην, αναφέρει πολλά όπλα και μηχανήματα όπως οι Ρωμαίοι τα ονομάζουν, και την τάφρον όπως εκείνοι και την γέφυραν και άλλα τοιαύτα. Και δύνασαι πλέον να σκεφθής ποίαν σοβαρότητα έχει τοιαύτη ιστορία και πόσον είνε άξιον του Θουκυθίδου ναναμιγνύωνται αι Ιταλικαί αύται λέξεις με τας Αττικάς, και να παρίστανται ότι αρμόζουν και συνάδουν προς αυτάς.
Κάποιος δε άλλος εκ των ιστορικών τούτων έγραψε διήγησιν των γεγονότων κατά τρόπον όλως ξηρόν και πεζόν, όπως θα τα έγραφε και στρατιώτης, κρατών σημείωσιν των καθ' εκάστην συμβαινόντων, ή κτίστης ή κάπηλος παρακολουθών το στράτευμα. Αλλ' ο απλοϊκός ούτος είνε μάλλον συγγνωστός, διότι αυτός μεν φαίνεται αμέσως οποίος ήτο, ειργάσθη δε δι' άλλον πλέον φιλόκαλον και ικανόν να γράψη ιστορίαν. Το μόνον διά το οποίον τον κατέκρινα είνε ότι έδωκεν εις το έργον του τίτλον λίαν πομπώδη διά την αξίαν του περιεχομένου• «Καλλιμόρφου ιατρού της έκτης λεγεώνος των κοντοφόρων ιστορίαι των Παρθικών πολέμων»• και το σύγγραμμα είνε διηρημένον εις βιβλία αριθμημένα. Προέταξε δε και προοίμιον σαχλόν, εις το οποίον λέγει ότι εις τον ιατρόν προσήκει να γράφη ιστορίαν, καθότι ο μεν Ασκληπιός είνε υιός του Απόλλωνος, ο δε Απόλλων αρχηγός των Μουσών και πάσης παιδείας κύριος. Ενώ δε αρχίζει να γράφη εις την Ιωνικήν διάλεκτον, δεν γνωρίζω διατί μετ' ολίγον επανέρχεται εις την κοινήν• και λέγει «ιατρείην» και «πείρην» και «οκόσα» και «νούσοι» {54}, έπειτα δε μεταχειρίζεται λέξεις κοινάς και πολλάκις του δρόμου.
Εάν δε πρέπη ν' αναφέρω και ένα σοφόν μεταξύ των σημερινών ιστορικών, το μεν όνομά του ας αποσιωπήσωμεν• θα ομιλήσω δε μόνον περί των ιδεών και των έργων, τα οποία επ' εσχάτων συνέγραψεν εις την Κόρινθον και τα οποία υπερβαίνουν πάσαν προσδοκίαν. Ευθύς εν αρχή και εις την πρώτην περίοδον του προοιμίου του απευθύνει προς τους αναγνώστας του σοφώτατον συλλογισμόν, με τον οποίον θέλει ν' αποδείξη ότι μόνον εις φιλόσοφον αρμόζει να γράφη ιστορίαν. Ακολουθεί μετ' ολίγον άλλος συλλογισμός και έπειτα άλλος• και εν γένει το προοίμιον του γέμει συλλογισμών παντός είδους• και η κολακεία είνε άφθονος εις το έργον και τα εγκώμια φορτικά και πολύ ταπεινά, όχι όμως ασυλλόγιστα, αλλά με συλλογισμούς και αυτά.
Αλλ' ό,τι μου εφάνη άτοπον και πολύ ολίγον αρμόζον εις άνδρα σοφόν και με γενειάδα μεγάλην και λευκήν είνε το λεγόμενον εις το προοίμιόν του, ότι ο ημέτερος ηγεμών έχει την εξαιρετικήν τύχην ότι και φιλόσοφοι δεν θεωρούν ανάξιον αυτών να ιστορούν τας πράξεις του• διότι το τοιούτον έπρεπε μάλλον εις ημάς ν' αφήση να το σκεφθώμεν παρά να το είπη ο ίδιος.
Αλλ' ουδ' εκείνον πρέπει να παραλείψωμεν ν' αναφέρωμεν, όστις ήρχισεν ως εξής την ιστορίαν του• «Έρχομαι ερέων περί Ρωμαίων και Περσέων»• και ολίγον κατωτέρω• «έδεε γαρ Πέρσησι γενέσθαι κακώς»• και έπειτα πάλιν• «ην Οσρόης, τον οι Έλληνες Οξυρόην ονυμέουσι» {55}, και πολλά άλλα παρόμοια. Βλέπεις ότι ούτος δεν διαφέρει από τον άλλον εκείνον παρά μόνον κατά τούτο, ότι ο μεν μιμείται τον Θουκυδίδην, ο δε τον Ηρόδοτον.
Κάποιος άλλος περίφημος διά την συγγραφικήν του δύναμιν, ο οποίος επίσης ομοιάζει με τον Θουκυδίδην, αν δεν είνε ολίγον καλλίτερος, αφού περιγράφει όλας τας πόλεις, όλα τα όρη, τας πεδιάδας και τους ποταμούς με την μεγαλειτέραν ακρίβειαν και δύναμιν, ως νομίζει τουλάχιστον, λέγει• είθε ο αποτρέπων τα δυστυχήματα θεός να ρίψη πάντα ταύτα επί των κεφαλών των εχθρών μας• και η ψυχρότης του είνε ανωτέρα της Κασπίας χιόνος και του Κελτικού πάγου. Ολόκληρον κεφάλαιον μόλις του αρκεί διά την περιγραφήν της ασπίδος του αυτοκράτορος με την Γοργόνα, την οποίαν έχει εις το κέντρον, και τους κυανολεύκους οφθαλμούς της και τον γύρον τον μιμούμενον το ουράνιον τόξον και τους δράκοντας τους συμπεπλεγμένους και συστρεφομένους ως βόστρυχοι{56}. Και διά την αναξυρίδα του Ουολογέσου ή τον χαλινόν του ίππου του, ω θεέ μου, πόσος χείμαρρος λόγων εχρειάσθη• και πώς ήτον η κόμη του Οσρόου ενώ διέβαινε κολυμβών τον Τίγρητα, και εις ποίον σπήλαιον κατέφυγεν, όπου ο κισσός, η μυρτιά και η δάφνη εφύοντο ομού και εσχημάτιζον πυκνήν σκιάν. Βλέπεις πόσον αναγκαία εις την ιστορίαν είνε όλα αυτά και πώς χωρίς αυτά δεν θα εγνωρίζαμεν τίποτε από τα γενόμενα εκεί. Από αδυναμίαν να εκλέξουν τα χρήσιμα ή διότι δεν γνωρίζουν τι να γράψουν, ρίπτονται εις τας τοιαύτας μικρολόγους περιγραφάς• όταν δε συναντήσουν πολλά και σπουδαία γεγονότα, ομοιάζουν με δούλον νεόπλουτον, όστις προ ολίγου καιρού εκληρονόμησε τον αυθέντην του και ούτε να ενδυθή όπως πρέπει γνωρίζει, ούτε να δειπνήση κατά την τάξιν, αλλ' ενώ πολλάκις εις την τράπεζαν έχουν παρατεθή πτηνά και χοιρίδια και λαγοί, αυτός αρχίζει από κάποιον χυλόν οσπρίων ή παστόψαρον και τρώγει, τρώγει μέχρι σκασμού. Εκείνος λοιπόν, τον οποίον ανέφερα, περιέγραψε και τραύματα λίαν παράδοξα και θανάτους αλλοκότους, ως λ.χ. ότι κάποιος πληγωθείς εις τον μεγάλον δάχτυλον του ποδός αμέσως απέθανε και ότι μόνον διότι εφώναξεν ο στρατηγός Πρίσκος είκοσι επτά εκ των εχθρών απέθαναν. Ακόμη δε και εις τον αριθμόν των νεκρών και παρά τας επισήμους εκθέσεις εψεύσθη. Διότι εις την Εύρωπον λέγει ότι εκ των εχθρών εφονεύθησαν τριάκοντα επτά μυριάδες και διακόσιοι έξ, εκ δε των Ρωμαίων μόνον δύο και εννέα τραυματίαι.
Αυτά δεν γνωρίζω αν δύναται να τα παραδεχθή και τα υποφέρη κανείς άνθρωπος με τον κοινόν νουν. Αλλά πρέπει ν' αναφέρω και κάτι τι άλλο, το οποίον δεν είνε ασήμαντον. Επειδή φιλοδοξεί να φαίνεται ότι μεταχειρίζεται την καθαράν και ακριβεστάτην Αττικήν γλώσσαν, έφθασε μέχρι του να μεταποιήση και τα ονόματα των Ρωμαίων και δώση εις αυτά Έλληνικήν μορφήν ούτω δε λέγει Κρόνιον τον Σατουρνίνον, Φρόντιν τον Φρόντωνα, Τιτάνιον τον Τιτιανόν και άλλα πολύ κωμικώτερα. Ο ίδιος προσέτι έγραφε περί του θανάτου του Σευηριανού ότι όλοι οι άλλοι έσφαλαν νομίζοντες ότι εφονεύθη διά ξίφους, ενώ αυτός απέθανεν εξ εκούσιας ασιτίας• διότι τούτον τον θάνατον εθεώρησεν ως τον πλέον ανώδυνον. Αλλ' ο ιστορικός ούτος ηγνόει ότι ο Σευηριανός υπέφερεν ασιτίαν επί τρεις, νομίζω, ημέρας, ενώ όσοι στερούνται τροφής δύνανται να ζήσουν και επτά ημέρας οι πλείστοι, εκτός εάν υποθέσω μεν ότι ο Οσρόης παρέμεινε πλησίον του Σευηριανού περιμένων ν' αποθάνη ούτος εκ πείνης, διά τούτο δε ο Σευηριανός δεν έφθασε την εβδόμην.
Πού δε να κατατάξη κανείς, αγαπητέ Φίλων, τους μεταχειριζομένους εις την ιστορίαν ποιητικάς λέξεις και εκφράσεις, εκείνους λ. χ. οίτινες γράφουν «ελέλιξε μεν η μηχανή, το δε τείχος πεσόν μεγάλως εδούπησε»;{57} Εις άλλο μέρος της λαμπράς αυτής ιστορίας αναγινώσκομεν• «Έδεσσα μεν δη ούτω τοις όπλοις περιεσμαραγείτο και ότοβος ην και κόναβος άπαντα εκείνα» {58}• και «ο στρατηγός εμερμήριζεν, ω τρόπω μάλιστα προσαγάγοι προς το τείχος». Έπειτα μεταξύ των ποιητικών τούτων λέξεων συναντώνται πολλαί πρόστυχοι, χυδαίαι και ταπειναί λέξεις, ως λ. χ. «επέστειλεν ο στρατοπεδάρχης τω κυρίω»• «οι στρατιώται ηγόραζον τα εγχρήζοντα»• και «ήδη λελουμένοι περί αυτούς εγίγνοντο». Ούτω ο ιστορικός ομοιάζει με ηθοποιόν, ο οποίος εις μεν τον ένα πόδα φορεί κόθορνον υψηλόν, εις δε τον άλλον σάνδαλον.
Αλλά θα συναντήσης και άλλους, οι οποίοι γράφουν τα προοίμια των πομπώδη, μεγαλοπρεπή και υπερβολικώς εκτενή, ούτως ώστε να ελπίζη ο αναγνώστης ότι τα κατόπιν θα είνε πάντως θαυμαστά εξ ίσου• αλλ' αντί τούτου το κύριον μέρος της ιστορίας είνε συνοπτικόν και ευτελές, ούτως ώστε το όλον να ομοιάζη προς παιδίον, προς έρωτα π. χ. ο οποίος φορεί, διά να παίζη, προσωπίδα τεραστίαν Ηρακλέους ή Τιτάνος• και ευθύς έρχεται εις την μνήμην του αναγνώστου η παροιμία «ώδινεν όρος». Νομίζω δε ότι δεν πρέπει να γίνεται ούτω, αλλά όλα τα μέρη να είνε εις το αυτό ύφος και το άλλο σώμα ν' αναλογή προς την κεφαλήν, να μη είνε δε χρυσή η περικεφαλαία, ο δε θώραξ γελοίος, σχηματισμένος από ράκη και σαπρά δέρματα, η ασπίς πλεκτή από λυγαριάν, αι δε περικνημίδες από δέρμα χοίρου. Είνε δε πολλοί τοιούτοι συγγραφείς, οι οποίοι θέτουν την κεφαλήν του Ροδίου κολοσσού επί σώματος νάνου. Άλλοι εξ εναντίας παρουσιάζουν ακέφαλα τα σώματα, και χωρίς προοίμιον εισέρχονται αμέσως εις την διήγησιν. Ούτοι νομίζουν ότι ακολουθούν το παράδειγμα του Ξενοφώντος όστις ήρχισεν ούτω• «Δαρείου και Παρυσάτιδος παίδες γίγνονται δύο», και άλλων αρχαίων. Αγνοούν ότι η διήγησις πολλάκις έχει και δύναμιν προοιμίου, ήτις διαφεύγει την αντίληψιν των πολλών.
Αλλά πάντα ταύτα τα ελαττώματα, είτε της εκφράσεως είτε της συνθέσεως είνε υποφερτά. Αλλ' εκείνοι οίτινες ψεύδονται εις την γεωγραφίαν όχι κατά παρασάγγας, αλλά κατά σταθμούς{59} ολοκλήρους πώς δύνανται να δικαιολογηθούν; Είς εκ τούτων μετά τόσης αμελείας συνέλεξε τας πληροφορίας του, χωρίς να εύρη κανένα Σύρον και τον ερωτήση, ούτε καν ν' ακούση τα παραμύθια τα οποία λέγονται εις τα κουρεία, ώστε γράφων περί της Ευρώπου, λέγει τα εξής: «Η Εύρωπος ευρίσκεται εις την Μεσοποταμίαν και απέχει του Ευφράτου δύο σταθμούς• είνε δε αποικία των Εδεσσαίων». Και δεν ηρκέσθη εις τούτο μόνον, αλλά και την πατρίδα μου τα Σαμόσατα εις το αυτό βιβλίον εσήκωσεν ο γενναίος και ομού με την ακρόπολιν και τα τείχη της μετέφερεν εις την Μεσοποταμίαν, ούτως ώστε να την περιρρέουν οι δύο ποταμοί, να διέρχωνται εγγύτατα αυτής εκατέρωθεν και σχεδόν να γλύφουν τα τείχη της. Θα ήτο δε γελοίον, αγαπητέ Φίλων, εάν τώρα επεχείρουν να σου αποδείξω ότι δεν είμαι Πάρθος, ούτε εκ Μεσοποταμίας, όπου μ' έφερε και με απώκισεν ο θαυμαστός συγγραφεύς.
Αλλά και εκείνο το οποίον λέγει ο αυτός συγγραφεύς περί του Σευηριανού, ορκιζόμενος ότι το ήκουσεν από κάποιον εκ των επανελθόντων από τον πόλεμον, είνε πολύ πιθανόν• ούτε με ξίφος εφονεύθη, ούτε δηλητήριον έπιεν, ούτε εκρεμάσθη, αλλ' επενόησεν ένα θάνατον τραγικόν και πρωτοφανή διά την τόλμην• έτυχε να έχη υπερμεγέθη ποτήρια υάλινα από την καλλιτέραν ύαλον• όταν δε ενόησεν ότι δεν ηδύνατο ν' αποφύγη τον θάνατον, έθραυσε το μεγαλείτερον εξ αυτών και έν εκ των συντριμμάτων μετεχειρίσθη διά να σφαγή, κόψας δι' αυτού τον λαιμόν του. Ούτε εγχειρίδιον, ούτε λόγχην εύρε διά ν' αποθάνη με ευγενή και ηρωικόν θάνατον. Έπειτα, επειδή ο Θουκυδίδης παρεισάγει ένα επιτάφιον των πρώτων του Πελοποννησιακού πολέμου νεκρών, ενόμισε και αυτός ότι δεν έπρεπε να' μείνη χωρίς επιτάφιον ο Σευηριανός• διότι όλοι αυτού του είδους οι ιστορικοί αμιλλώνται προς τον ουδόλως πταίοντα διά τας εν Αρμενία συμφοράς Θουκυδίδην. Αφού λοιπόν έθαψε τον Σευηριανόν μεγαλοπρεπώς, αναβιβάζει επί του τάφου κάποιον Αφράνιον Σίλωνα εκατόνταρχον, ανταγωνιστήν του Περικλέους, όστις τοιαύτα και τοσαύτα ρητορεύει, ώστε μα τας Χάριτας πολύ εδάκρυσα από τον γέλωτα, μάλιστα όταν ο ρήτωρ Αφράνιος εις το τέλος του λόγου, δακρύων και στενάζων με περιπάθειαν ανέφερε τα πολυτελή γεύματα, εις τα οποία είχε παρακαθήσει με τον κηδευθέντα, και τας προπόσεις, αίτινες έγιναν εις αυτά. Επέστεψε δε τον επιτάφιον κατά τρόπον Αιάντειον• διότι ανελκύσας το ξίφος του με πολλήν γενναιότητα και ως ήρμοζεν εις ένα Αφράνιον, εσφάγη επί του τάφου και ενώπιον όλων. Αλλ' έπρεπε προ πολλού, μα τον Άρην, να έχη σφαγή, διά να μη εκφωνήση τοιούτον λόγον. Ο ιστορικός λέγει προσέτι ότι οι παρόντες όλοι εθαύμασαν και πολύ επήνεσαν τον Αφράνιον. Εγώ δε και διά τα άλλα τον κατέκρινα, διότι παρ' ολίγον ν' αναμίξη εις τον λόγον του ζωμούς και πινάκια και εδάκρυεν εις την ανάμνησιν των τηγανιτών• αλλ' εκείνο διά το οποίον προ πάντων τον εθεώρησα ασυγχώρητον είνε ότι πριν ή αυτοκτονήση δεν έσφαξε και τον συγγραφέα.
Είχα και άλλους πολλούς ομοίους συγγραφείς να σου αναφέρω, φίλε μου, αλλ' αρκούμενος εις τους ειρημένους ολίγους, θα μεταβώ τώρα εις την άλλην υπόσχεσίν μου, την συμβουλήν περί του πώς δύναται τις να συγγράφη καλλίτερα. Τινές εκ των ιστορικών τα μεν μεγάλα και αξιομνημόνευτα γεγονότα παραλείπουν ή παρατρέχουν, από αμάθειαν δε και απειροκαλίαν και άγνοιαν εκείνων τα οποία πρέπει ν' αναφέρωνται και εκείνων τα οποία πρέπει ν' αποσιωπώνται, περιγράφουν με πολλήν επιμέλειαν και χρονοτριβήν τα πλέον ασήμαντα. Ομοιάζουν δηλαδή μ' εκείνον όστις το μεν όλον κάλλος του Διός της Ολυμπίας, το οποίον είνε τόσον μέγα και εξαίσιον, δεν θα έβλεπεν, ούτε θα εθαύμαζεν, ούτε εις τους μη γνωρίζοντας θα εξήγει, θα εθαύμαζε δε του υποποδίου την καλήν και τεχνικήν κατεργασίαν και του βάθρου την ευρυθμίαν και αυτά όλα θα τα εξήγει με πολλήν επιμέλειαν και λεπτολογίαν. Ανέγνωσα το έργον ενός, όστις την μάχην της Ευρώπου μόλις εις επτά γραμμάς αναφέρει, καταναλίσκει δε είκοσι και πλέον μέτρα νερού {60} εις ψυχράν διήγησιν, ήτις ουδόλως μας ενδιαφέρει• πώς Μαύρος τις ιππεύς Μαυσάκας ονομαζόμενος, αναγκασθείς υπό της δίψης να πλανηθή εις τα όρη, συνήντησε Σορούς χωρικούς ετοιμαζομένους να προγευματίσουν• και ότι κατ' αρχάς μεν τον εφοβήθησαν, έπειτα όμως μαθόντες ότι ήτο εκ των φίλων, τον εφιλοξένησαν και του έδωκαν να φάγη• διότι και εξ αυτών κάποιος είχε μεταβή εις την χώραν των Μαύρων ως στρατιώτης. Ακολουθούν δε μύθοι μακροί και διηγήσεις• ότι και αυτός ο Σύρος εκυνήγησεν εις την Μαυρουσίαν, ότι είδε πολλούς ελέφαντας ομού βόσκοντας και ότι παρ' ολίγον να καταφαγωθή υπό λέοντος και πόσα ψάρια ηγόρασεν εις την Καισάρειαν. Και ο παράδοξος συγγραφεύς, αφήσας την τόσην αιματοχυσίαν, ήτις έγινεν εις την Εύρωπον, τας επελάσεις και τας αναγκαίας ανακωχάς {61}, τας φυλακάς και αντιφυλακάς, εκάθητο μέχρι βαθείας εσπέρας και έβλεπε τον Σύρον Μαλχίωνα ν' αγοράζη εις την Καισάρειαν εις μικράν τιμήν σκάρους υπερμεγέθεις• και αν δεν ενύκτωνεν, ίσως και θα επερίμενε να ψηθούν οι σκάροι, διά να δειπνήση μετ' αυτού. Αν αυτά δεν ανεφέροντο λεπτομερώς εις την ιστορίαν, θα εχάναμεν σπουδαία γεγονότα και η ζημία των Ρωμαίων θα ήτο υπερβολική, εάν ο Μαυσάκας ο Μαύρος διψών δεν εύρισκε να πίη και νηστικός επέστρεφεν εις το στρατόπεδον. Αλλά και πόσας άλλας λεπτομερείας του επεισοδίου πολύ αναγκαιοτέρας παρέλειψα εγώ εκουσίως• ως λ.χ. ότι και μίαν αυλητρίδα έφεραν εκ του πλησίον χωρίου και ότι αντήλλαξαν δώρα και ο μεν Μαύρος έδωκεν εις τον Μαλχίωνα μίαν λόγχην, ο δε Μαλχίων προς τον Μαύρον μίαν πόρπην, και άλλα πολλά τοιαύτα σπουδαία συμβάντα της μάχης της Ευρώπου. Αληθώς δύναταί τις να είπη περί των τοιούτων ιστορικών ότι δεν βλέπουν το ρόδον, αλλά μετά προσοχής παρατηρούν τας ακάνθας του στελέχους του.
Άλλος, Φίλων, πολύ γελοίος και ούτος, όστις ουδέποτε απεμακρύνθη από την Κόρινθον και ούτε μέχρι Κεγχρεών {62} εταξείδευσε και ούτε την Συρίαν ή την Άρμενίαν είδεν, ήρχισεν ως εξής την ιστορίαν του πολέμου, ως αυτολεξεί ενθυμούμαι• «Εις τα ώτα του πρέπει να δυσπιστή τις περισσότερον παρά εις τους οφθαλμούς. Γράφω λοιπόν όσα είδα, όχι όσα ήκουσα» {63}. Και με τόσην ακρίβειαν είδε τα πάντα, ώστε λέγει ότι αι δράκοντες {64} των Πάρθων — είνε δε οι δράκοντες σήματα στρατιωτικών μονάδων και έκαστος δράκων, νομίζω, ευρίσκεται επί κεφαλής μιας χιλιάδος—είνε πραγματικοί δράκοντες υπερμεγέθεις, οίτινες ζουν εις την Περσίαν ολίγον υψηλοτέρα της Ιβηρίας{65}, Τους όφεις τούτους έχουν δεμένους εις μεγάλα κοντάρια και κρατούν υψηλά, ούτως ώστε, όταν εφορμούν, και εκ μακράς αποστάσεως προξενούν φόβον• όταν δε συμπλέκωνται με τους αντιπάλους, τους εξαπολύουν κατά των εχθρών• πάρα πολλοί δε εκ των ημετέρων κατεπόθησαν ούτω υπ' αυτών και άλλοι περισφιχθέντες υπ' αυτών απεπνίγησαν και συνετρίβησαν τα κόκκαλά των. Αυτά δε παριστάμενος έβλεπεν ο συγγραφεύς, ο οποίος όμως προς ασφάλειαν είχεν ανέλθει εις δένδρον υψηλόν. Και καλώς έπραξε ναποφύγη την συνάντησιν των θηρίων, διότι άλλως δεν θα είχαμεν τώρα ένα τόσον θαυμάσιον συγγραφέα, όστις και ως μαχητής έπραξε μεγάλα και ένδοξα εις τον πόλεμον εκείνον• διότι και κινδύνους πολλούς διέτρεξε και επληγώθη παρά την Σούραν, δηλαδή ενώ μετέβαινεν από του Κρανείου εις την Λέρναν {66}. Και ανέγνωσε ταύτα εις επήκοον των Κορινθίων, οίτινες καλώς εγνώριζαν ότι μήτε εις τοιχογραφίαν είχεν ιδεί πόλεμον. Αλλ' ούτε τα όπλα εγνώριζεν, ούτε πώς είνε τα πολιορκητικά μηχανήματα, ούτε τα ονόματα των διαφόρων παρατάξεων και διαιρέσεων των στρατευμάτων• διά τούτο και πάντοτε λέγει πλαγίαν την ευθείαν φάλαγγα, κατά κέρως δε την κατά μέτωπον προσβολήν.
Άλλος δέ τις, επίσης εξαίρετος συγγραφεύς• περιέλαβε και ανεκάτωσεν εις πεντακοσίας και ίσως ολιγωτέρας γραμμάς όλα όσα συνέβησαν εξ αρχής του πολέμου εις την Αρμενίαν, την Συρίαν και την Μεσοποταμίαν, όσα συνέβησαν εις τον Τίγρητα και εις την Μηδίαν και αφού έπραξε τούτο λέγει ότι έγραψεν ιστορίαν. Παρ' ολίγον δε να κάμη μακρότερον του όλου βιβλίου τον τίτλον του• «Αντιοχιανού, νικητού εις τους ιερούς αγώνας του Απόλλωνος (θα είχε νικήσει ίσως δόλιχον {67} κατά τους παιδικούς του χρόνους), διήγησις των επ' εσχάτων πολεμικών πράξεων των Ρωμαίων εν Αρμενία και Μεσοποταμία και εν Μηδία».
Αλλ' ανέγνωσα και την ιστορίαν ενός άλλου, όστις έγραφε τα γεγονότα προφητικώς, δηλαδή ως μέλλοντα• και προανήγγειλε την σύλληψίν του Ουολογέσου και τον θάνατον του Οσρόου, λέγων ότι θα παρεδίδετο εις τους λέοντας, και επέστεψε το όλον έργον του με τον περιπόθητον εις ημάς θρίαμβον. Ούτω μαντικώς επροχώρει προς το τέλος με σπουδήν, αλλ' ανεκόπη εις τον δρόμον του, διά να κτίση εις την Μεσοποταμίαν μίαν πόλιν εκ των μεγαλειτέρων και ωραιοτέρων• ακόμη δε σκέπτεται και εξετάζει αν πρέπει να ονομασθή Νίκαια εκ της νίκης ή Ομόνοια ή Ειρηνία. Και το μεν ζήτημα τούτο μένει άλυτον, μένει δε ανώνυμος η ωραία πόλις και πλήρης φλυαρίας και μωρολογίας• υπεσχέθη δε ήδη να γράψη και περί των μελλόντων να γίνουν εις τας Ινδίας και να περιγράψη τον περίπλουν εις τον Ινδικόν ωκεανόν• και δεν περιωρίσθη μόνον εις την υπόσχεσιν, αλλά συνέταξεν ήδη και το προοίμιον της Ινδικής εκστρατείας και η τρίτη λεγεών, οι Κελτοί και μέρος των Μαύρων μετά του Κασσίου διέβησαν τον Ινδόν ποταμόν. Παν ό,τι δε θα πράξουν και πώς θα δεχθούν την έφοδον των ελεφάντων, δεν θα βραδύνη να μας τα γράψη ο θαυμαστός ιστορικός από την Μουζίριδα ή την χώραν των Οξυδρακών.
Πολλάς τοιαύτας μωρολογίας γράφουν εξ αμαθείας και τα μεν αξιοπαρατήρητα είτε δεν βλέπουν, είτε και αν βλέπουν δεν δύνανται να τα περιγράφουν όπως πρέπει• αντλούντες δε από την φαντασίαν των και πλάττοντες μύθους, γράφουν ό,τι φθάσουν, κατά το λεγόμενον, και υπερηφανεύονται διά τον αριθμόν των βιβλίων των και μάλιστα διά τας επιγραφάς αυτών, αίτινες επίσης είνε γελοιωδέσταται, ως λ. χ. «του δείνα Παρθικών νικών{68} βιβλία τόσα»• και έπειτα• «Παρθίδος πρώτον, δεύτερον» δηλαδή όπως Ατθίδος{69}. Άλλος έγραψεν έτι αμαθέστερον τίτλον εις το βιβλίον του, τον οποίον ανέγνωσα• «Δημητρίου Σαγαλασσέως Παρθονικικά». Δεν αναφέρω δε ταύτα, διά να εμπαίξω τους συγγραφείς εκείνους και γελάσω με τας ιστορίας των, αι οποίαι είνε τόσον διασκεδαστικαί, αλλά διά να δώσω μίαν χρήσιμον συμβουλήν, ότι, όστις κατορθόνει ν' αποφεύγη τα τοιαύτα, απέκτησεν ήδη κατά μέγα μέρος την αρετήν να συγγράφη ορθώς και πολύ ολίγα στοιχεία του λείπουν ακόμη, εάν αληθεύη εκείνο το οποίον διδάσκει η διαλεκτική, ότι μεταξύ δύο αντιθέτων και ασχέτων εάν απορρίψωμεν το έν, δεχόμεθα κατ' ανάγκην το άλλο.
Τώρα, θα μου είπη κανείς, εκαθάρισες εντελώς το γήπεδον, άκανθαι δε και βάτοι όσαι υπήρχον εις αυτό εξερριζώθησαν και των άλλων τα ερείπια απεκομίσθησαν και πάσα ανωμαλία ισοπεδώθη• ώστε καιρός να οικοδομήσης και συ, διά να δείξης ότι δεν είσαι ικανός μόνον να καταρρίπτης τα οικοδομήματα των άλλων, αλλ' ότι και κάτι δύνασαι να δημιουργήσης καλώς και τοιούτον ώστε ουδείς ουδ' αυτός ο Μώμος να δύναται να το κατηγορήση.
Λέγω λοιπόν ότι, διά να δύναταί τις να γράφη εις την εντέλειαν ιστορίαν, πρέπει να έχη εκ φύσεως δύο κυρίως αρετάς, πολιτικόν νουν και δύναμιν περιγραφικήν. Αλλ' εξ αυτών η μεν πρώτη είνε δώρον της φύσεως και δεν διδάσκεται, η δε άλλη αποκτάται διά πολλής ασκήσεως και συνεχούς εργασίας και μιμήσεως των αρχαίων. Αλλά και ταύτα δεν είνε τέχνη και εις ουδέν δύνανται αι συμβουλαί μου να συντελέσουν δι' αυτά• διότι το βιβλίον μου δεν υπόσχεται ότι θα καταστήση νοήμονας και ευφυείς εκείνους, οι οποίοι δεν είνε εκ φύσεως τοιούτοι. Θα ήτο μέγα χάρισμα ή μάλλον το πολυτιμότατον των χαρισμάτων, αν ηδύνατό τις να κάμνη τοιαύτας μεταβολάς ή να κατασκευάζη χρυσόν εκ μολύβδου ή άργυρον εκ κασσιτέρου ή ένα Τίτορμον εκ του Κόνωνος ή εκ του Λεωτροφίδου ένα Μίλωνα {70}.
Αλλ' εις τι λοιπόν θα χρησιμεύσουν η τέχνη και αι συμβουλαί σου; Δεν θα δημιουργήσουν προσόντα μη υπάρχοντα, αλλά θα οδηγήσουν εις την πρέπουσαν χρήσιν των υπαρχόντων. Ομοίως ο Ίκκος, ο Ηρόδικος, ο Θέων και οιοσδήποτε άλλος γυμναστής δεν θα σου έδιδον υπόσχεσιν ότι, αν παραλάβουν τον Περδίκκαν — εάν αληθώς αυτός είνε, και όχι ο Αντίοχος του Σελεύκου, ο ερασθείς την μητρυιάν του Στρατονίκην και καταντήσας εις την εσχάτην εξασθένησιν — θα τον καταστήσουν ικανόν να νικήση εις τους Ολυμπιακούς αγώνας και να γίνη αντίπαλος Θεαγένους του Θασίου ή Πολυδάμαντος του Σκοτουσσαίου• αλλά το πρόσωπον το οποίον θα παραδοθή εις αυτούς, εάν είνε κατάλληλον διά την γυμναστικήν, θα το καταστήσουν πολύ καλλίτερον με την τέχνην των. Ώστε ούτω πρέπει να εννοηθή και η επαγγελία ημών, όταν λέγωμεν ότι ευρήκαμεν τέχνην δι' έργον τόσο μέγα και δύσκολον• διότι δεν λέγομεν ότι οιονδήποτε αν παραλάβωμεν θα τον αναδείξωμεν συγγραφέα, αλλ' εις τον φύσει νοήμονα και εξησκημένον εις το να γράφη καλά δυνάμεθα να υποδείξωμεν οδούς τινας ευθείας, τας οποίας ακολουθών θα φθάση ταχύτερα και ευκολώτερα εις τον σκοπόν. Διότι δεν δύνασαι βέβαια να είπης ότι ο νοήμων άνθρωπος δεν έχει ανάγκην τέχνης και διδασκαλίας διά πράγματα τα οποία δεν γνωρίζει, άλλως θα έπαιζε κιθάραν και αυλόν και τα πάντα θα εγνώριζε χωρίς να τα διδαχθή. Τώρα δε χωρίς να διδαχθή ουδέν εκ τούτων δύναται να εκτελέση, ενώ, αν τον οδηγήση κανείς ευκόλως θα μάθη και καλώς θα χειρισθή τα ειρημένα όργανα.
Λοιπόν και εγώ θέλω τον μαθητήν μου να είνε δυνατός και εις την σκέψιν και εις τον λόγον, να έχη οξείαν την αντίληψιν και να είνε ικανός να διευθύνη τα δημόσια πράγματα, αν του ανατεθή εξουσία• να έχη γνώσεις στρατιωτικάς, και εκτός της πολιτικής πείρας, να γνωρίζη πώς διοικούνται οι στρατοί και μάλιστα να έχη μεταβή εις στρατόπεδον και να είδε στρατιώτας γυμναζομένους ή παρατασσομένους• να γνωρίζη δε και τα όπλα και τα πολεμικά μηχανήματα, προσέτι τι είνε η πλευρική και τι η κατά μέτωπον επίθεσις, πώς είνε οι λόχοι και πώς οι ιππείς, τι είνε έφοδος και τι υπερφαλάγγισις• εν γένει δε να μη είνε κανείς εξ εκείνων, οίτινες τον περισσότερον καιρόν διέρχονται εντός της κατοικίας των, ούτε να περιμένη να μανθάνη μόνον από τους άλλους τα συμβαίνοντα και να τα πιστεύη όπως του τα λέγουν. Κυρίως δε και προ πάντων να έχη ελεύθερον την γνώμην και ούτε κανένα να φοβήται, ούτε τίποτε να ελπίζη, άλλως θα είνε όμοιος με τους διεφθαρμένους οικαστάς, οίτινες κρίνουν κατά χάριν ή εχθρικώς, δωροδοκούμενοι. Αν ο Φίλιππος έχασε τον ένα οφθαλμόν εις την Όλυνθον, πληγωθείς υπό του Αστέρος του Αμφιπολίτου, να μη δυσκολευθή να μας τον παρουσιάση μονόφθαλμον, όπως ήτο• ούτε η δυσαρέσκεια του Αλεξάνδρου να τον εμποδίση να γράψη ακριβώς τον σκληρόν φόνον του Κλείτου εις το συμπόσιον ούτε να φοβηθή τον Κλέωνα, ως έχοντα μεγάλην δημοτικότητα και παρασύροντα τον λαόν διά του λόγου, και να μη γραφή ότι ήτο άνθρωπος ολέθριος και παράφρων• ούτε ολόκληρον την πόλιν των Αθηνών να φοβηθή, αν διηγηθή τας συμφοράς της εις Σικελίαν εκστρατείας, την σύλληψιν του Δημοσθένους και τον θάνατον του Νικίου, την δίψαν των στρατιωτών του Νικίου και τι ήτο το νερόν, το οποίον έπινον και πώς εφονεύθησαν οι περισσότεροι ενώ έπινον. Διότι πολύ ορθώς θα σκέπτεται ότι ουδείς των φρονίμων θα τον κατηγορήση, εάν διηγήται τα ατυχώς ή ανοήτως γενόμενα όπως έγιναν• δεν τα έπραξεν αυτός, αλλ' αναφέρει όσα έγιναν• ώστε, και αν ενικήθησαν εις ναυμαχίαν, δεν ήτο αυτός όστις εβύθισεν, αν ετράπησαν εις φυγήν, δεν τους κατεδίωκεν αυτός• θα ηδύναντο μόνον να τον μεμφθώσιν, αν παρέλειψε να ευχηθή υπέρ της πατρίδος του, ενώ ήτον ανάγκη. Αν ήτο δυνατόν να επανορθόνωνται τα πολεμικά ατυχήματα διά της αποσιωπήσεως ή αν τα διηγηθώμεν αντιθέτως προς την αλήθειαν, θα ήτο πολύ εύκολον εις τον Θουκυδίδην να καταρρίψη διά λεπτού καλάμου το εις τας Επιπολάς παρατείχισμα, να βυθίση την τριήρη του Ερμοκράτους, να λογχίση τον κατηραμένον Γύλιππον, ενώ κατεγίνετο ν' αποφράσση και αποκλείη τας οδούς, και τέλος τους μεν Συρακουσίους να ρίψη εις τα λατομεία {71}, οι δε Αθηναίοι να περιπλεύσουν την Σικελίαν και Ιταλίαν και να πραγματοποιηθούν αι πρώται του Αλκιβιάδου ελπίδες. Νομίζω όμως ότι ούτε η μοίρα Κλωθώ θα ηδύνατο ν' ανακλώση τα γενόμενα, ούτε η Άτραπος να τα μετατρέψη.
Του συγγραφέως λοιπόν το καθήκον είνε έν, να διηγηθή τα πράγματα ως έγιναν. Αλλά δεν δύναται να πράξη τούτο, όταν φοβήται τον Αρταξέρξην, του οποίου είνε ιατρός{72}, ή ελπίζη να λάβη μανδύαν πορφυρούν και χρυσούν περιδέραιον και ίππον της Νίσης {73} ως αμοιβήν των εις την ιστορίαν του επαίνων. Τοιούτόν τι όμως δεν θα έπραττεν ένας Ξενοφών, δίκαιος συγγραφεύς, ούτε ένας Θουκυδίδης. Αλλά και αν προσωπικώς μισή τινας, θα θεωρήση πολύ αναγκαιότερον το κοινόν συμφέρον και πολύ περισσότερον θα φροντίση διά την αλήθειαν παρά διά την έχθραν του, και αν πρόκειται περί φίλου δεν θα παραβλέψη τα σφάλματά του• διότι, ως είπα, της ιστορίας αυτό είνε το καθήκον και μόνον εις την αλήθειαν πρέπει ναφοσιωθή ο θέλων να γράψη ιστορίαν, δι' όλα δε τα άλλα να μη φροντίζη• και εν γένει ως κανόνα πρέπει να έχη ότι γράφει όχι διά τους συγχρόνους του, αλλά διά τους μεταγενεστέρους και εις τούτους ναποβλέπη. Εάν δ' εξ εναντίας φροντίζη μόνον διά την εφήμερον εντύπωσιν, θα καταταχθή δικαίως εις τους κόλακας, τους οποίους η ιστορία αποστρέφεται ανέκαθεν όχι ολιγώτερον αφ' όσον η γυμναστική αποστρέφεται την καλλωπιστικήν τέχνην. Αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι ο Αλέξανδρος είπε μίαν ημέραν τα εξής : Ήθελα, Ονησίκριτε {74}, αφού αποθάνω, ναναζήσω επ' ολίγον, διά να ίδω πώς οι άνθρωποι θα κρίνουν όσα θα ιστορούνται περί εμού. Εάν τώρα επαινούν και εγκωμιάζουν, τούτο δεν είνε παράδοξον, διότι έκαστος με αυτό το δόλωμα προσπαθεί να συλλάβη την εύνοιάν μου. Καίτοι όσα ο Όμηρος έγραψε περί του Αχιλλέως αποκλίνουσι τα πλείστα προς το μυθώδες, τινές σήμερον κλίνουν να τα πιστεύουν, διότι θεωρούν ως μεγάλην εγγύησιν αληθείας ότι δεν έγραφε περί ζώντος• και εις τοιαύτην περίπτωσιν δεν εννοούν διά ποίον λόγον θα εψεύδετο. Τοιούτον λοιπόν θέλω τον συγγραφέα, άφοβον, ανώτερον αμοιβών και δώρων, ελεύθερον, φίλον της ειλικρινείας και της αληθείας, ο οποίος, κατά τον κωμικόν, να λέγη τα σύκα σύκα και την σκάφην σκάφην• ούτε εις το μίσος ούτε εις την φιλίαν να χαρίζεται• να μη φείδεται ή να λυπήται ή να εντρέπεται να γράψη την αλήθειαν ή να την αποσιωπά, διά να περιποιηθή• να είνε ίσος προς όλους δικαστής και εξ ίσου φίλος προς όλους, ώστε να μη απονέμη εις κανένα περισσότερον αφ' ό,τι του ανήκει• να είνε ξένος προς τα βιβλία του και να μη θεωρή πατρίδα καμμίαν πόλιν {75}, ανεξάρτητος και μη υποκείμενος εις κανένα βασιλέα• να μη σκέπτεται δε πώς θα φανούν εις τον τάδε και τον τάδε όσα γράφει, αλλά να γράφη ό,τι έγινεν.
Ο Θουκυδίδης βλέπων πόσον εθαυμάζετο ο Ηρόδοτος, ώστε και Μούσαι να ονομασθούν τα βιβλία του, πολύ καλώς ώρισε και διέκρινε την τελείαν από την ελαττωματικήν ιστορίαν και, ως λέγει, έγραφε μνημείον αιώνιον και όχι προσωρινόν κατασκεύασμα, και δεν επιδιώκει τα μυθώδη, αλλά την αλήθειαν των γενομένων, χάριν των μεταγενεστέρων. Συμπεραίνει δε ποία θα είνε η χρησιμότης, πράγμα το οποίον πρέπει να θέτη ως σκοπόν της ιστορίας πας φρόνιμος, και λέγει ότι, εάν ποτε συμβούν τα όμοια, οι μεταγενέστεροι θα δυνηθούν οδηγούμενοι εκ των προηγουμένων να διεξαγάγουν καλώς τα ενεστώτα.
Τοιούτον λοιπόν χαρακτήρα πρέπει να έχη ο συγγραφεύς όστις θα έλθη προς εμέ• όσον δε αφορά εις την γλώσσαν και το ύφος του δεν πρέπει να είνε πολύ συνηθισμένα εις τον σφοδρόν και τραχύν λόγον με τας συνεχείς περιόδους και τα στρυφνά επιχειρήματα και την άλλην δεινότητα της ρητορικής• διά ν' αρχίση να γράφη ιστορίαν, πρέπει να έχη ηρεμωτέραν την διάθεσιν. Και αι μεν έννοιαί του πρέπει να έχουν τάξιν και να είνε πυκναί, η δε φράσις σαφής, και η πρέπουσα εις τας πολιτικάς υποθέσεις και ακριβέστατα να εκφράζη το σημαινόμενον. Διότι όπως εις την σκέψιν του συγγραφέως ως σκοπόν ωρίσαμεν την αλήθειαν και την παρρησίαν, ούτω και της γλώσσης πρώτος σκοπός πρέπει να είνε να εκφράση καθαρώς και να εκδηλώση τελείως το πράγμα, ούτε ακατανοήτους και αχρήστους λέξεις μεταχειριζόμενος, ούτε τας αγοραίας και χυδαίας, αλλά τοιαύτας ώστε και οι πολλοί να εννοούν και οι μορφωμένοι να επιδοκιμάζουν. Να στολίζη δε το ύφος του με σχήματα, αλλ' όχι φορτικά και επιτηδευμένα, άλλως τα έργα του θα ομοιάζουν με φαγητά καθ' υπερβολήν καρυκευμένα.
Το πνεύμα του ιστορικού ας προσεγγίζη ενίοτε εις την ποίησιν και ας δανείζεται παρ' αυτής μεγαλοπρέπειαν και ύψος, μάλιστα όταν περιγράφη παρατάξεις, μάχας και ναυμαχίας• διότι τότε είνε ανάγκη να πνεύση ούριος ποιητικός άνεμος, υπό την πνοήν του οποίου το πλοίον του να φεύγη ως ιπτάμενον και μόλις θίγον τας κορυφάς των κυμάτων. Η γλώσσα του όμως ας βαδίζη εις την γην• και να συνανυψούται μεν και όσον το δυνατόνν αφομοιούται με το κάλλος και το μέγεθος των περιγραφομένων, να μη εξέρχεται όμως από τον χαρακτήρα της, ούτε ακαίρως να ενθουσιάζεται• διότι εις τοιαύτην περίπτωσιν διατρέχει μέγαν κίνδυνον να εξέλθη από την τροχιάν της και πέση εις την ποιητικήν μανίαν• ώστε τότε μάλιστα πρέπει να την συγκρατή ο χαλινός εις φρόνησιν, καθότι και εις τα λογοτεχνικά έργα η αλαζονεία είνε ελάττωμα όχι μικρόν. Το καλλίτερον λοιπόν είνε, ενώ η σκέψις θα πορεύεται έφιππος, η έκφρασις να παρακολουθή πεζή και κρατουμένη από το εφίππιον, ούτως ώστε να μη υστερήση.
Αλλά και εις την σύνθεσιν των λέξεων πρέπει ο συγγραφεύς να τηρή μέτρον και ν' ακολουθή μέσην οδόν, και ούτε λίαν μεμακρυσμέναι και χωρισμέναι να είνε, ούτε χωρίς ρυθμόν να συνάπτωνται, όπως πράττουν οι πολλοί• διότι το μεν πρώτον είνε ελαττωματικόν, το δε δεύτερον δυσάρεστον εις την ακοήν.
Τα δε γεγονότα δεν πρέπει να συλλέγωνται όπως τύχουν, αλλ' αφού με επιμέλειαν και κόπον πολλάκις τα εξετάση ο συγγραφεύς να τα γράψη• ει δυνατόν δε να είνε παρών και να επιβλέπη, άλλως να λαμβάνη τας πληροφορίας του από τους μάλλον αμερολήπτους και από εκείνους οίτινες είνε ανώτεροι υπονοίας ότι προς χάριν ή από έχθραν θα ελαττώσουν ή θα μεγαλοποιήσουν τα γεγονότα. Τότε δε πάλιν να διακρίνη και να εκλέγη τα πιθανώτερα. Και όταν τα συναθροίση όλα ή τα περισσότερα, κατ' αρχάς να καταστρώση προσχεδίασμα, σώμα χωρίς κάλλος και ασυνάρθρωτον• έπειτα θα το τακτοποιήση, θα το καλλωπίση, θα δώση το χρώμα του ύφους, την μορφήν και την συμμετρίαν. Πρέπει δε τότε να είνε εντελώς όμοιος προς τον Ομηρικόν Δία, όστις οτέ μεν βλέπει εις την χώραν των ιπποτρόφων Θρακών, οτέ δε εις την χώραν των Μυσών• ομοίως και αυτός οτέ μεν θα βλέπη τα πράγματα της Πατρίδος του και θα μας λέγη πως του εφαίνοντο από περιωπής βλεπόμενα, οτέ δε τα των Περσών, έπειτα δε και τα δύο συγχρόνως, εάν πολεμήσουν. Αλλά και κατά την διάρκειαν της μάχης δεν πρέπει να παρατηρή προς το έν μέρος, ούτε προς ένα ιππέα ή πεζόν, εκτός αν ούτος είνε ο Βρασίδας, όστις πρώτος πηδά εις την απόβασιν {76} ή ο Δημοσθένης εμποδίζων την απόβασιν. Εις τους στρατηγούς πρέπει πρωτίστως να προσέχη και αν δώσουν καμμίαν διαταγήν, να την ακούση και να εξακριβώση τον λόγον και τον σκοπόν της. Όταν δε συμπλακούν, θα τους παρακολουθή όλους συγχρόνως• και τότε πρέπει να ζυγίζη όπως εις ζυγαριάν τα γινόμενα και να παρακολουθή τους διώκοντας και να φεύγη μετά των φευγόντων. Εις όλα δε ταύτα να επικρατή μέτρον, ώστε ν' αποφεύγη την απειροκαλίαν και την φορτικήν πολυλογίαν, εις την οποίαν η απειρία παρασύρει τους νέους, αλλ' ευκόλως να δίδη πέρας εις την διήγησιν των επεισοδίων και αφού διακόψη εδώ την αφήγησιν, ας μεταβαίνη εις τα άλλα, αν είνε επείγοντα• έπειτα δε αφήσας αυτά να επανέρχεται εις τα πρώτα, εάν είνε ανάγκη• και προς όλα να σπεύδη και ει δυνατόν συγχρόνως να διηγήται τα συγχρόνως συμβαίνοντα και να πετά από της Αρμενίας εις την Μηδίαν, εκείθεν δε ως βέλος να φθάνη εις την Ιβηρίαν, έπειτα εις την Ιταλίαν, ώστε να μη χάνη τίποτε ενδιαφέρον.
Πρέπει δε προ πάντων να καταστήση την κρίσιν του ομοίαν προς κάτοπτρον καθαρόν και στιλπνόν και ακριβές εις την ανάκλασιν, ώστε ναποδίδη απαραλλάκτους τας εικόνας των έργων, τας οποίας δέχεται, να μη παρουσιάζη δε τίποτε διεστραμμένον με διάφορον χρωματισμόν και αλλοιωμένον σχήμα• διότι ο ιστορικός δεν συνθέτει όπως οι ρήτορες, αλλ' εκείνα τα οποία θα είπη υπάρχουν διότι έγιναν ήδη• πρέπει δε και να τα κατατάξη και να τα είπη• ώστε η κυριωτέρα του φροντίς δεν είνε τι θα είπη, αλλά πώς θα το είπη.
Εν γένει δε δύναται τις να θεωρήση τον γράφοντα ιστορίαν όμοιον προς τον Φειδίαν, τον Πραξιτέλην ή τον Αλκαμένην ή άλλον οιονδήποτε γλύπτην. Διότι ούτε αυτοί κατεσκεύαζον τον χρυσόν, τον άργυρον και τον ελέφαντα ή τα άλλα υλικά τα οποία μετεχειρίζοντο. Αλλ' η ύλη υπήρχε, την επρομήθευσαν δε εις αυτούς οι Ηλείοι, οι Αθηναίοι ή οι Άργείοι και αυτοί μόνον την διέπλασαν, επριόνισαν τον ελέφαντα, έξυσαν, συνεκόλλησαν, ερρύθμισαν και εκόσμησαν διά χρυσού, η τέχνη των δε ήτο να συναρμόσουν καταλλήλως τα υλικά.
Τοιούτον περίπου είνε και το έργον του συγγραφέως, να κατατάξη καλώς τα γενόμενα και να τα παρουσίαση εις όλην αυτών την δύναμιν και την ενάργειαν. Όταν δε έπειτα όσοι τα αναγινώσκουν νομίζουν ότι τα βλέπουν και επαινούν την διήγησιν, τούτο θα είνε απόδειξις ότι το έργον έγινε καλώς και ακριβώς και ότι δικαίως επαινείται δι' αυτό ο Φειδίας της ιστορίας.
Αφού δε όλα ετοιμασθούν, ο συγγραφεύς δύναται ν' αρχίση και χωρίς προοίμιον, όταν δεν υπάρχη μεγάλη ανάγκη να διασαφήση τι εις την εισαγωγήν• και τότε δε το προοίμιον θα περιορισθή εις την διασάφησιν των ιστορηθησομένων. Εν γένει δε, όταν αρχίζη με προοίμιον, πρέπει ναρχίζη με δύο επικλήσεις και όχι με τρεις, όπως οι ρήτορες• παραλείπων την ευμένειαν, θα ζητήση την προσοχήν και το ενδιαφέρον των αναγνωστών• διότι θα προσέξουν εις αυτόν, εάν δείξη ότι θα πραγματευθή περί σπουδαίων ή αναγκαίων, ενδιαφερόντων και χρησίμων• θα καταστήση δε ευνόητα και σαφή τα κατόπιν, εάν εκθέση κατ' αρχάς τα αίτια και συγκεφαλαιώση τα γενόμενα.
Τοιαύτα προοίμια μετεχειρίσθησαν οι άριστοι των ιστορικών. Ο μεν Ηρόδοτος λέγει ότι έγραψε, διά να μη εξαλειφθώσιν υπό του χρόνου γεγονότα μεγάλα και θαυμαστά και μάλιστα αφού ήσαν νίκαι των Ελλήνων και ήτται των βαρβάρων ο δε Θουκυδίδης, επειδή και αυτός ήλπισεν ότι ο πόλεμος εκείνος θα ήτο μέγας, σπουδαιότερος και διαρκέστερος των προηγουμένων, διότι συνέβησαν κατ' αυτόν, μεγάλαι συμφοραί. Μετά δε το προοίμιον το οποίον αναλόγως των πραγμάτων γίνεται μακρόν ή συντομεύεται, η μετάβασις εις την διήγησιν γίνεται φυσική και αβίαστος. Επειδή δε ολόκληρον το λοιπόν σώμα της ιστορίας είνε μακρά διήγησις, πρέπει να στολισθή με όλας τας αρετάς της διηγήσεως, να προχωρή με λειότητα και ομαλότητα και να μη μεταβάλη ύφος, ώστε ούτε προεξοχάς να παρουσιάζη, ούτε κοιλότητας. Έπειτα η σαφήνεια να επανθή εις όλα, προσηρμοσμένη και εις την φράσιν, ως είπα, και εις την πλοκήν των γεγονότων. Διότι ο συγγραφεύς θα περιγράψη πάντα τα γεγονότα καθ' εαυτά και εντελή• αφού δ' επεξεργασθή το πρώτον, θα προσθέση το δεύτερον, συνδεδεμένον προς το προηγούμενον και ως άλυσιν αποτελούν μετ' αυτού, ούτως ώστε να μη διακόπτεται το νήμα, ούτε διηγήσεις πολλαί να είνε προστεθειμέναι αι μεν επί των δε, αλλά πάντοτε το πρώτον με το δεύτερον να μη γειτονεύουν μόνον, αλλά και να συγκοινωνούν και αναμιγνύωνται κατά τα άκρα.
Η συντομία είνε εις όλα χρήσιμος και μάλιστα όταν ο συγγραφεύς έχη να διηγηθή πολλά. Αλλ' η συντομία δεν πρέπει να εφαρμόζεται τόσον εις τας λέξεις και τας φράσεις, όσον εις τα πράγματα. Εννοώ να παρατρέχης τα μικρά και επουσιώδη και να γράφης αρκετά περί των σπουδαίων• αλλά μάλλον πρέπει να παραλείπης πολλά. Διότι, αν δίδης γεύμα εις τους φίλους σου και είνε τα πάντα έτοιμα, δεν θα παραθέσης εις το μέσον των γλυκισμάτων, των πουλερικών και των τόσων άλλων εκλεκτών φαγητών, των αγριοχοίρων, των λαγών, των υπογαστρίων του θύννου και των σαρδελλών, πινάκιον φάβας, διότι και τούτο έτυχε να έχη παρασκευασθή, αλλά θα παραλείψης τα ευτελέστερα.
Προ πάντων δε πρέπει να προσέχης εις τας περιγραφάς ορέων ή τειχών ή ποταμών, διά να μη φαίνεσαι ότι επιδεικνύεις ματαίαν τέχνην και φροντίζεις διά της ματαιοδοξίας σου επί ζημία της ιστορίας• αλλά μόλις θίγων τα αντικείμενα ταύτα, και τούτο διά χρησιμότητα και σαφήνειαν, να προχωρής εις το κύριον θέμα, διαφεύγων τους πειρασμούς των τοιούτου είδους περιγραφών, όπως βλέπεις, ότι κάνει και ο μεγαλόφρων Όμηρος. Καίτοι ποιητής, παρατρέχει τον Τάνταλον και τον Ιξίονα και τον Τιτυόν και τους άλλους• εάν δε έγραφε περί αυτών ο Παρθένιος ή ο Ευφορίων ή ο Καλλίμαχος,{77} πόσους νομίζεις στίχους θα εχρειάζοντο, διά να φέρουν το νερόν μέχρι του χείλους του Ταντάλου; και πόσους, διά να μας περιγράψουν τον Ιξίονα περιστρεφόμενον; Ο δε Θουκυδίδης έτι ολιγώτερον μετεχειρίσθη το είδος τούτο των περιγραφών και δύνασαι να παρατηρήσης με ποίαν βραχυλογίαν διέρχεται, όταν περιγράφει μηχάνημα ή όταν δίδη το σχέδιον πολιορκίας, το οποίον είνε αναγκαίον και χρήσιμον εις την διήγησιν, ή περιγράφη το σχήμα των Επιπολών ή τον λιμένα των Συρακουσών. Αλλά και όταν διηγήται τον λοιμόν και φαίνεται ότι μακρηγορεί, δύνασαι να εννοήσης ότι τρέχει μεν πάλιν και σπεύδει, αλλά τα γεγονότα τον αναχαιτίζουν, καθότι είνε πολλά.
Εάν δέ ποτε παραστή ανάγκη και να εισαγάγης εις την διήγησιν κανένα όστις να εκφωνήση λόγον, φρόντισε προ πάντων ώστε τα λεγόμενα ν' αρμόζουν εις το πρόσωπον και τα πράγματα, να εκφράζεσαι δε με πάσαν δυνατήν σαφήνειαν• μόνον υπό τοιούτους όρους σου επιτρέπεται να ρητορεύσης και επιδείξης την δεινότητά σου εις το λέγειν.
Οι έπαινοι και αι κατακρίσεις να είνε πολύ μετρημένοι και με περίσκεψιν, απηλλαγμένοι συκοφαντίας και συνοδευόμενοι υπό αποδείξεων, σύντομοι και επίκαιροι, αφού η κρίσις δεν γίνεται ενώπιον δικαστηρίου• άλλως θα κατηγορηθής όπως ο Θεόπομπος {78}, όστις εκ φυσικής κλίσεως προς το μίσος κατέκρινε τους πλείστους και είχε κάμει έργον το πράγμα, ότι γράφει μάλλον κατηγορητήριον παρά ιστορίαν.
Εάν δε εις την ρύμην της διηγήσεως τύχη και κανείς μύθος, δύνασαι να τον αναφέρης, χωρίς όμως να τον βεβαιώνης, αλλ' απλώς να τον παραθέτης, αφήνων τους αναγνώστας να σχηματίσουν περί αυτού οιανδήποτε θέλουν γνώμην και ούτω μη αποκλίνων προς μίαν ή προς άλλην αντίθετον δεν θα έχης τίποτε να φοβηθής.
Εν γένει τούτο σου συνιστώ να ενθυμήσαι — και θα σου το επαναλάβω πολλάκις— ότι γράφων δεν πρέπει μόνον να υπολογίζης εις το παρόν, δηλαδή πώς να επαινεθής και τιμηθής υπό των συγχρόνων σου, αλλ' αποβλέπων εις το παντοτεινόν, γράφε μάλλον διά τας επερχομένας γενεάς και παρ' εκείνων να προσδοκάς την αμοιβήν του έργου σου, διά να λέγουν και περί σου• «εκείνος ήτο ελεύθερος άνθρωπος και πλήρης παρρησίας, και ουδέν έγραψε κολακευτικόν, ούτε δουλοπρεπές, αλλ' εις όλα του διαλάμπει η αλήθεια». Τούτο πας σωφρονών πρέπει να θεωρή προτιμότερον από όλους τους επαίνους της εποχής του, οίτινες τόσον ολίγον διαρκούν. Γνωρίζεις την ιστορίαν του Κνιδίου αρχιτέκτονος και εκείνο το οποίον έπραξε διά την υστεροφημίαν του; Αυτός έκτισε τον επί του Φάρου πύργον, έργον εκ των μεγίστων και ωραιοτέρων, διά να οδηγή με την λάμψιν του από μακράν τους ναυτικούς, ώστε να μη εξοκέλλουν εις την Παραιτονίαν ακτήν, ήτις είνε λίαν επικίνδυνος, ως λέγεται, διά τας υφάλους της. Αφού δε ο πύργος επερατώθη, εχάραξεν επί των πετρών το όνομά του, επιχρίσας δε και καλύψας την επιγραφήν με γύψον επέγραψε το όνομα του τότε βασιλεύοντος, σκεπτόμενος, όπως και έγινεν, ότι εντός πολύ ολίγου χρόνου θα πέσουν τα γράμματα ομού με το επίχρισμα, θα εμφανισθή δε εκείνο το οποίον είχε χαράξει επί των πετρών «Σώστρατος Δεξιφάνους Κνίδιος θεοίς σωτήρσιν, υπέρ των πλωιζομένων». Βλέπεις ότι και εκείνος δεν απέβλεπεν εις την τότε εποχήν, ούτε εις την εφήμερον ζωήν του, αλλ' εις τους αιώνας, έως ότου θα έμενεν όρθιος ο πύργος του και θα διετηρείτο η τέχνη του.
Και η ιστορία λοιπόν ούτω πρέπει να γράφεται, μάλλον με την αλήθειαν, διά ναρέση εις τους μεταγενεστέρους, παρά με κολακείαν, διά να είνε ευχάριστος εις τους τώρα επαινουμένους. Τούτο να έχης ως κανόνα και στάθμην της ιστορίας• και αν μεν συμμορφωθούν τινες προς τον κανόνα τούτον, έχει καλώς και δεν εκοπίασα εις μάτην, διά να γράψω τανωτέρω• άλλως εκύλισα και εγώ τον πίθον εις το Κράνειον.
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
Άπαντα ΤΟΜΟΣ Β'. Διάλογοι θαλασσίων θεών. — Αλκυών ή περί μεταμορφώσεως. — Προμηθεύς ή Καύκασος. — Νεκρικοί διάλογοι. — Μένιππος ή νεκρομαντεία. — Φιλομειδής ή απιστών. — πώς πρέπει να γράφεται η ιστορία.
{1} Εννοεί τον Άνουβιν, θεόν των Αιγυπτίων κυνοπρόσωπον, όστις ενομίζετο ως ο αυτός με τον Ερμήν των Ελλήνων.
{2} Διότι η όψις των Γοργόνων απελίθωνε.
{3} Με λευκόν λίπος.
{4} ΑΘώον κατηγορείς.
{5} Χώμα με ύδωρ αναμίξας.
{6} Πλήρεις δε του Διός είνε αι οδοί όλαι και των ανθρώπων αι αγοραί.
{7} Ομηρική φράσις : Εις την χώραν των χρηστών Αιθιόπων.
{8} Ποιητική έκφρασις: Δοτήρες των αγαθών.
{9} «Περιστρεφομένη εις τον καπνόν». Ομηρική φράσις επίσης.
{10} Το Κράνειον ήτο γυμναστήριον επί τινος λόφου, πλησίον της Κορίνθου, το οποίον περιέβαλλεν ιερόν άλσος. Το Λύκειον ήτο επίσης γυμναστήριον εις έν των προαστείων των Αθηνών, όπου οι νέοι συνηθροίζοντο διά τας ασκήσεις των, οι δε φιλόσοφοι διά τας συζητήσεις των. Ο Διογένης συνήθιζε να διέρχεται τον μεν χειμώνα εις τας Αθήνας, το δε θέρος εις την Κόρινθον, μιμούμενος κωμικώς τον βασιλέα της Περσίας, όστις τον μεν χειμώνα διέμενεν εις τα Σούσα, κατά δε το θέρος εις τα Εκβάτανα. Διά τούτο ο Διογένης παραγγέλλει εις τον Πολυδεύκη ναναζητήση τον μαθητήν του Μένιππον εις τα μέρη όπου αυτός εσύχναζε.
{11} Εις την αρχήν εκάστου μηνός, οι εύποροι συνήθιζαν να εξαγνίζουν τας οικίας των. Και όσα εδέσματα υπήρχον εις αυτάς προ της καθάρσεως εξετίθεντο εις τα σταυροδρόμια. Οι δε πτωχοί, τους οποίους η πείνα καθίστα ολιγώτερον δεισιδαίμονας, έκλεπτον τα φαγητά ταύτα, τα οποία ωνομάζοντο «δείπνα της «Εκάτης».
12} Σοφιστικός συλλογισμός: Έχετε ό,τι δεν εχάσατε• κέρατα δεν εχάσατε, άρα κέρατα έχετε». Ανάλογον σόφισμα ήσαν οι κροκόδειλοι.
{13} Σύντροφος του Ηρακλέους, τον οποίον η Ήβη ανενέωσεν.
{14} Ο εξ Αμφιπόλεως Δαμασίας έγινεν Ολυμπιονίκης κατά την 115 Ολυμπιάδα. Ο Ολυμπιονίκης περιήγετο εις το στάδιον προηγουμένου κήρυκος, όστις εξεφώνει το όνομα αυτού και του πατρός του.
{15} Ελέγετο ότι ηυτοκτόνησε.
{16} Ή σήκωσε με ή να σε σηκώσω.
{17} Ο Λουκιανός φαίνεται αγνοών ότι ο Αννίβας είχεν εκτός της Φοινικικής και Έλληνικήν παίδευσιν.
{18} Φυτόν του οποίου το αφέψημα εθεωρείτο ιαματικόν διά την παραφροσύνην.
{19} Εις την Οδύσσειαν B. V. 5,488.
{20} Ο οποίος να μη έχη μεγάλην περιουσίαν.
{21} Είτε ανδρείος ήτο, είτε άνανδρος.
{22} Φυτόν το οποίον εθωρείτο ως ιαματικόν της φρενοβλαβείας.
{23} Λόγοι των γερόντων της Τροίας επί τη διαβάσει της Ελένης : Δικαίως χάριν μιας τοιαύτης γυναικός υποφέρομεν τόσον καιρόν.
{24} Αποσυντεθειμένα κρανία
{25} Ο Πυθαγόρας, συνεπής εις τας περί μετεμψυχώσεως θεωρίας του διετείνετο ότι προϋπήρξεν ως Εύφορβος.
{26} Ο Πυθαγόρας εδίδασκεν αποχήν από των κυάμων και έλεγεν ότι το τρώγειν κυάμους ήτο ίσον με το τρώγειν τας κεφαλάς των γονέων.
{27} Ο Αλκιβιάδης.
{28} Οι κυνικοί ελέγοντο και απλώς κύνες.
{29} Δεν είχεν ανάγκην περισσοτέρας, διότι κατά την σχετικήν μυθικήν παράδοσιν η σύζυγος του απέθανεν εκ τρόμου άμα τον είδε.
{30} Ομήρου Ιλιάς, Β στ. 672: Ο υιός της Αγλαΐας και του Χάροπος, ο ωραιότερος των εκστρατευσάντων κατά της Τροίας Ελλήνων.
{31} Παρωδία στίχων του Ευριπίδου εις τον «Ηρακλήν μαινόμενον» : Χαίρετε στέγη και πρόθυρα του σπιτιού μου. Με τι χαρά σας βλέπω, τώρα που επανήλθα εις το φως.
{32} Ευριπίδου «Εκάβη» στ. 1: Έρχομαι από τα σκοτεινά βάραθρα του Άδου, όπου οι νεκροί κατοικούν μακράν των θεών.
{33} Εξ απολεσθείσης τραγωδίας του αυτού ποιητού : Όχι, αλλ' ολοζώντανον μ' εδέχθη ο Άδης.
{34} Εκ της «Ανδρομέδας» του Ευριπίδου απόσπ. ΙΑ: Με παρέσυρεν η νεότης και υπερβολική της σκέψεως τόλμη.
{35} Ομήρου «Οδύσσεια» Β, στ. 163 : Κατέβηκα εις τον Άδην, ω φίλε, διά να συμβουλευθώ τον εκ Θηβών Τειρεσίαν.
{36} Όπου κατά τους στίχους του Ησιόδου, ευρίσκεται η αρετή.
{37} Εκ της Οδύσσειας: Και φεύγομεν θλιβόμενοι, και χύνοντες χονδρά δάκρυα.
{38} Και την νυκτίαν Εκάτην και την φοβεράν Περσεφόνην.
{39} ΕφοβήΘη δε εις τον Άδην ο βασιλεύς των νεκρών Πλούτων.
{40} Είδος σιδηρού κλοιού με αρπάγην.
{41} Αποσυντεθειμένοι.
{42} θεατρικά υποδήματα.
{43} Επίθετον της Περσεφόνης.
{44} Παρωδία ομηρικού στίχου : Και ταύτα ειπών, επέστρεψεν εις τον λειμώνα των ασφοδέλων.
{45} Παροιμιώδεις ηλίθιοι. 46} Υποδήματα με ακατέργαστον δέρμα.
{47} Εννοεί, φαίνεται, κάποιον εκ των αποστόλων, ή πιθανώτερον τον μάγον Σίμωνα.
{48} Απολεσθείσα τραγωδία.
{49} Ο πόλεμος ούτος έγεινε κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του Μάρκου Αυρηλίου, 162 μ. Χ.
{50} Ο Εμπεδοκλής, όστις ενόει διά τούτου τον πόλεμον των στοιχείων ή την παγκόσμιον κίνησιν, ην εθεώρει ως δημιουργικήν και συντηρητικήν αιτίαν των όντων.
{51} Κατετίθεντο εις τους ναούς και τα ανάκτορα τα έργα, τα γενικώς εκτιμώμενα διά να φυλάσσωνται ασφαλέστερον και μετά μεγαλειτέρας τιμής.
{52} Ο αρχιτέκτων ούτος ωνομάζετο Δεινοκράτης. Αλλά, παρά τα λεγόμενα υπό του Λουκιανού, η πρότασίς του, κατ' άλλην παράδοσιν, έκαμεν ευχάριστον εντύπωσιν εις τον Αλέξανδρον. Και η μεν ανδριαντοποίησις του όρους δεν εξετελέσθη, του ανέθεσεν όμως ο βασιλεύς την ανέγερσιν της Αλεξανδρείας.
{53} Εκ της Ιλιάδος. Εδίωκε δε μιν μέγ' αμείνων.
{54} Ιωνικαί λέξεις.
{55} Ούτος αντιγράφει τον Ηρόδοτον.
{56} Ο ιστορικός εκείνος απεμιμείτο την περιγραφήν των όπλων του Αγαμέμνονος εις την Ιλιάδα.
{57} Ελέλιξε και εδούπησεν, Ομηρικαί λέξεις σημαίνουσαι, η μεν «εσείσθη» η δε «εκρότησε».
{58} Περιεσμαραγείτο (περιεβάλλετο υπό του θορύβου των όπλων), ποιητική λέξις, όπως και αι κατόπιν, ότοβος (θόρυβος) και κόναβος (κρότος) και εμερμήριζεν (εσκέπτετο).
{59} Παρασάγγης, Περσικόν μέτρον ίσον με 30 στάδια• σταθμός, διάστημα όσον δύναταί τις να διατρέξη εις μίαν ημέραν.
{60} Εννοεί το νερόν της κλεψύδρας, με την οποίαν εκανονίζετο η διάρκεια της ομιλίας των ρητόρων.
{61} Διά να ταφούν οι νεκροί.
{62} Πολίχνη μικρόν απέχουσα της Κορίνθου, το σημερινόν Καλαμάκι.
{63} Και ούτος αντιγράφει τον Ηρόδοτον, όστις λέγει τα αυτά εις βιβλ. 1 κεφ. 8.
{64} Οι Πάρθοι είχον ως σημαίας ομοιώματα δρακόντων εκ ξύλου ή άλλης ύλης, τους οποίους έφερον επί κοντών.
{65} Οι αρχαίοι έδιδον το όνομα Ιβηρία εις δύο διαφόρους χώρας• εις την σημερινήν Ισπανίαν και εις μίαν άλλην παρά τον Καύκασον, συμπίπτουσαν με την σημερινήν Γεωργίαν. Την δευτέραν δε ταύτην ενόει βέβαια ο ιστορικός• αλλά την τοποθετεί προς νότον της Περσίας, αντί προς βορράν.
{66} Δηλαδή από του Κρανείου της Κορίνθου μέχρι της πηγής Λέρνας, ήτις ευρίσκετο εις τα περίχωρα της αυτής πόλεως και ήτο διάφορος του ομωνύμου έλους, όπου ο Ηρακλής εφόνευσε την Ύδραν και το οποίον ήτο παρά το Άργος.
{67} Ο Λουκιανός παίζει εικάζων εκ της μακρολογίας του τίτλου ότι θα ενίκησε δόλιχον, δηλαδή μακρόν δρόμον.
{68} Τούτο δύναται να σημαίνη και νίκας των Πάρθων κατά των Ρωμαίων και νίκας των Ρωμαίων κατά των Πάρθων.
{69} Αι «Ατθίδες» ήσαν έργα του Φιλοχώρου, όστις έγραψεν επί Πτολεμαίου, του Φιλοπάτορος περί των ιστορικών αρχαιοτήτων της Αττικής. Ήτο εξ ίσου ποιητής και ιστορικός ευδόκιμος. Δυστυχώς τα έργα του, τα οποία μεγάλως ετιμώντο κατά την αρχαιότητα, απωλέσθησαν.
{70} Ο Λεωτροφίδης ήτο κακεντρεχής ποιητής Αθηναίος, του οποίου η μεγάλη ισχνότης κατήντησε παροιμιώδης. Ισχνός επίσης ήτο, φαίνεται, και ο Κόνων, διό ο Λ. τους θέτει αμφοτέρους εις αντίθεσιν δύο κολοσσών, του Τιτόρμου και του Μίλωνος.
{71} Δηλαδή το εναντίον εκείνου το οποίον έγινεν. Οι αιχμαλωτισθέντες Αθηναίοι, όσοι δεν εσφάγησαν, ερρίφθησαν εις τα λατομεία.
{72} Εννοεί τον Κτησίαν, όστις έγραψεν ιστορίαν της Περσίας, της οποίας, μόνον αποσπάσματά τινα εσώθησαν.
{73} Οι ίπποι της Νίσης εθεωρούντο οι ωραιότατοι και ευγενέστατοι των ίππων.
{74} Ναύαρχος του Αλεξάνδρου, όστις εγραψεν ιστορίαν, υπερακοντίσασαν πάντα τα τερατώδη μυθεύματα, τα οποία εγράφησαν περί του Αλεξάνδρου.
{75} Ο Λουκιανός μεταχειρίζεται την λέξιν «άπολις», προς απόδοσιν της οποίας θα ήτο ίσως υπερβολική η λέξις «άπατρις».
{76} θουκυδίδ. Βιβλ. Δ'.
{77} Ποιηταί των Αλεξανδρινών και Ρωμαϊκών χρόνων.
{78} Ο Θεόπομπος ο Χίος, σύγχρονος του Ισοκράτους και είς των περιφανεστέρων μαθητών αυτού. Η ιστορία του περιελάμβανε την συνέχειαν του Πελοποννησιακού πολέμου και τα μέχρι του Φιλίππου γεγονότα και διηρείτο εις 58 βιβλία, εξ ων ουδέν διεσώθη. Φαίνεται ότι η περί αυτής κρίσις του Λουκιανού είνε καθ' υπερβολήν αυστηρά. Τουλάχιστον Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς την επαινεί πολύ και δι' άλλας αρετάς και διά την ακρίβειαν και φιλαλήθειαν.