The Project Gutenberg eBook of Νεφέλαι

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org . If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title : Νεφέλαι

Author : Aristophanes

Translator : Polyvios Demetrakopoulos

Release date : December 20, 2009 [eBook #30719]
Most recently updated: January 25, 2021

Language : Greek

Credits : Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinidis

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΝΕΦΈΛΑΙ ***

  

Πρώτη σελίδα

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. A table with typing mistakes at the end of the book has been taken into account. All footnotes have been transferred at the end of the book. Any references to book pages have been described in a different way. Italic fonts have been included in underscores, while remarks or corrections have been included within //.

Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Ένας πίνακας με παροράματα στο τέλος του βιβλίου έχει ληφθεί υπόψη και έχει διαγραφεί. Οι υποσημειώσεις στο τέλος των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Τυχόν αναφορές σε σελίδες έχουν περιγραφεί με διαφορετικό τρόπο. Λέξεις γραμμένες με πλάγιους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε _. Τυχόν σχόλια ή διορθώσεις έχουν συμπεριληφθεί σε //.

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
ΝΕΦΕΛΑΙ

ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΠΟΛΥΒΙΟΥ Τ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
ΝΕΦΕΛΑΙ

ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΠΑΡΑΦΡΑΣΙΣ
ΠΟΛΥΒΙΟΥ Τ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
(POL ARCAS)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΙΣ ΤΑΣ «ΝΕΦΕΛΑΣ»

Η κωμωδία αύτη επεδίωξεν ως αποκλειστικόν σκοπόν την διακωμώδησιν της Σχολής του Σωκράτους· μάλιστα δε η δριμύτης της γλώσσης του ποιητού είνε τοιαύτη, ώστε ο Αιλιανός παρέδωκεν ημίν, ότι ο Αριστοφάνης επληρώθη προς συγγραφήν της κωμωδίας από τους εξυφαίνοντας τότε την κατά του Σωκράτους γνωστήν κατηγορίαν Άνυτον και Μέλητον. Ούτως ή άλλως αι «Νεφέλαι» περιλαμβάνουν εν σκανδαλώδει ευρύτητι σάτυραν και κατηγορητήριον κατά του μεγάλου σοφού, ως εισάγοντος νέας θεότητας, οίον τον Αέρα, τον Αιθέρα, τας Νεφέλας, κλπ., διαστρέφοντος διά της διδασκαλίας του πάσαν παραδεδεγμένην λογικήν, το δίκαιον και τον ορθόν λόγον, και εξωθούντος τους νέους εις παντοειδείς ηθικάς παρεκτροπάς. Τούτο χαρακτηρίζεται σαφέστατα διά του αληθώς χυδαίου δεδομένου του έργου, ότι νεαρός Αθηναίος, κατάφορτος από χρέη, εκμανθάνει εις την σωκρατικήν Σχολήν τον τρόπον της αποφυγής της αποτίσεως αυτών. Εξ αιτίας της δριμύτητος ταύτης, λέγεται ότι οι περί τον Αλκιβιάδην επέδρασαν τόσον επί των κριτών, ώστε ούτοι ν' απονείμουν το βραβείον εις τους δύο ανταγωνιστάς του Αριστοφάνους, τον Κρατίνον εις την κωμωδίαν «Πυτίνη» και τον Αμειψίαν εις τον «Κόννον»· διά τούτο δε παρέστησε και διά δευτέραν φοράν τας «Νεφέλας» επιδιωρθωμένας, ως έχει το παρόν κείμενον (στιχ. 524). Περιλαμβάνει ωσαύτως σάτυραν παντοειδών κοινωνικών πληγών των Αθηνών, ιδία δε της ιπποτροφίας των αριστοκρατών και των οψιπλούτων.

ΠΡΟΣΩΠΑ


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ γηραιός αστός.
ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ, υιός του.
ΘΕΡΑΠΩΝ τον Στρεψιάδου.
Ο ΜΑΘΗΤΗΣ του Σωκράτους.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΠΑΣΙΑΣ )
)δανεισταί
ΑΜΥΝΙΑΣ )
ΜΑΡΤΥΣ τον Πασίου.
ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
(ΜΑΘΗΤΑΙ του Σωκράτους)

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ

Ν Ε Φ Ε Λ Α Ι

Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο Ν


[Θάλαμος ύπνου πλουσίως διεσκευασμένος. Προς το δεξιόν παρασκήνιον κλίνη πολυτελής, επί της οποίας κοιμάται ο ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ, υπό όγκον σκεπασμάτων, προς αριστερά και έναντι ετέρα κλίνη πενιχρά και αγροτική, επί της οποίας κάθηται οκλαδόν και αγρυπνών ο ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ. Εις το βάθος και αριστερά κατάκειται επί του πατώματος και κοιμάται ο ΘΕΡΑΠΩΝ. Είνε εξημερώματα]. (1)

ΣΚΗΝΗ Α'


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ — ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (κοιμώμενος) — ΘΕΡΑΠΩΝ (κοιμώμενος)

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ωχ! ωχ! ωχ! Ζευ βασιληά!
τι ατέλειωτη δουλειά
πουν' η νύχτες! ποτέ τάχα δεν θα ξημερώσ' η μέρα;
τα κοκκόρια ελαλήσαν τόσην ώρα, κ' [εκεί πέρα]
τα κοπέλλια μου [ακόμα]
ροχαλίζουνε [στο στρώμα].
Μα δεν ήταν έτσι πρώτα. Πόλεμε, κακή σου ώρα
για πολλά, μα και για τούτο: που δεν επιτρέπεις τώρα
και τους δούλους μου να δείρω.(2) Μα κι' ο νηός ο προκομμένος
τούτος 'δω, κουκουλωμένος (3)
σε παχειά γουναρικά
πέντε, δεν ξυπνάει ακόμα, μόνο κλάνει τακτικά.

(Τυλίσσεται και αυτός μιμούμενος τον Φειδιππίδην)

Χεμ, λοιπόν αφού είν' έτσι, [να κ' εγώ θα ξαναρχίσω]
και θα τυλιχθώ και πάλι για να ξαναρροχαλίσω.

(Πίπτει επί της κλίνης, αλλά μετά στιγμήν εγείρεται και επανακάθηται).

Ωχ! δυστυχισμένος πούμαι!
πώς μπορώ και να κοιμούμαι,
που τα έξοδα του γυιου μου [όλη νύχτα] με τσιμπάνε,
όσα για το στάβλο πάνε
κι' όσα πάνε για τα χρέη.
Γιατί αυτός γυρεύει τώρα [όπως οι καβαλλαρέοι](4)
νάχη τα μαλλιά μεγάλα,
κι' άλογα στον ύπνο βλέπει κι' αμαξάδες και καβάλλα.
Μα εγώ σε στενοχώριες πέφτω σήμερα βαρειές,
βλέποντας εικοσαριές
να τραβάη το φεγγάρι, (5)
γιατ' οι τόκοι δρόμο παίρνουν.

(Προς τον κοιμώμενον Θεράποντα:)

— Παιδί! άναφ' το λυχνάρι,
φέρε το κατάστιχό μου, να το πάρω να διαβάσω
πού χρωστάω, και τους τόκους να τους καλολογαριάσω.

(Ο Θεράπων εγείρεται, ανάπτει τον λύχνον και παρουσιάζει το κατάστιχον· μετά τούτο αποσυρόμενος εις το βάθος, κάθηται εκ νέου εις το στρώμα του).

Φέρε το λοιπόν εδώ
και τα χρέη μου να ιδώ.

(Εξελέγχει το κατάστιχον)

Δώδεκα μνας εις τον Πασία (6)..
δώδεκα μνας;... και για τι πράμα;...
τάλογο [για την ιππασία]
πούταν και σφραγιστό με γράμμα.(7)
Αλλοί! κάλλιο να το 'χε πάρη
μέσα στο μάτι ένα λιθάρι!

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ παραμιλών καθ' ύπνον)
Δεν πας, Φίλων, με το νόμο·
τράβα στο δικό σου δρόμο!...

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Να τούτο με κατάστρεψε [περσσότερο από τάλλα]:
κοιμάται κι' ονειρεύεται όλο πως πάει καβάλλα.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (ως άνω)
Τάρματα τα πολεμικά (8) πόσο τραβούν δω πέρα;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (προς τον Φειδιππίδην.)
Μωρ' έννοια σου, και μ' έκαμες, [το δόλιο σου] πατέρα,
να παίρνη [απ' τα χρέη του] δρόμους πολλούς

(Ερευνά το κατάστιχον)

Να ιδούμε
τι χρήματα χρωστούμε
ύστερ' απ' του Πασία;...
Τρεις μνας στον Αμυνία (9)
για τους τροχούς [που πήραμε] και για το αμαξάκι.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (ως ανωτέρω)
Τράβα στο σπίτι τάλογο να κυλισθή λιγάκι.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Έννοια σου, φίλε, κι' αρκετά μούκαμες συ κυλίματα
με τα δικά μου χρήματα,
σε άλλους δίκες να χρωστώ, και για τους τόκους πάλι
που έγιναν, ενέχυρα να μου γυρεύουν άλλοι.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ

(αφυπνιζόμενος και καθήμενος επί της κλίνης)

Πες μου, γιατί, πατέρα;
στριφογυρνάς στενόχωρα την νύκτα [αυτού πέρα;]

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Κάποιος δικαστικός κλητήρ (10) μ' εδάγκωσε στο στρώμα.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (χασμώμενος)
Ευλογημένε, άφησε να κοιμηθώ ακόμα.

(επαναπίπτει)

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μπορείς και να κοιμάσαι,
μα τούτο να θυμάσαι:
τα χρέη πούχεις βάλη,
μια 'μέρα θα σου σωριασθούν απάνω στο κεφάλι.
Αλλοίμονο! δεν έσκαζε η προξενήτρα εκείνη
που 'κανε τη μητέρα σου γυναίκα μου να γίνη! . . .
Εγώ καλά περνούσα
στην εξοχή που ζούσα,
μένοντας μουχλιασμένος
και παραμελημένος,
και όπως μου κατέβαινε, με πρόβατα περίσσια,
σταφύλια και μελίσσια.
Και μ' όλα αυτά την ανηψιά του Μεγακλή επήρα,
που ήταν γυιός του Μεγακλή — , κι' αυτή σαν την Κοισύρα (11)
ήταν καμαρωμένη
και καλομαθημένη,
πρωτευουσιάν' αυτή σωστή κ' εγώ ένας χωριάτης·
όταν λοιπόν παντρεύθηκα, επλάγιασα κοντά της,
εγώ βρωμώντας κρασουλιά
ξερόσυκο κι' αρνιού μαλλιά,
κ' εκείνη κρόκους μύριζε, και μύρα [κι' άλλα τόσα]·
[ήξερε τα] γλειψίματα [που κάνουν] με τη γλώσσα,
πολυφαγίες, έξοδα [διάφορα στο σπίτι],
και τέλος πάντων κάθε τι που θέλ' η Αφροδίτη.(12)
Τεμπέλα; α, δεν ήτανε. Τον αργαλειό εστήλωνε
και το σπαθούσε το πανί — μα και το παραξήλωνε! (13)
Κ' εγώ, ετούτο, δείχνοντας 'ς αυτήν, το φόρεμά μου,
εύρισκα πρόφασιν να ειπώ· για ιδές, νοικοκυρά μου,
πολύ το παραξήλωσες!

ΘΕΡΑΠΩΝ
Αυτός ο λύχνος σβύνει·
δεν έχει λάδι.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Γιατί αυτόν που τόσο λάδι πίνει
να πας, μωρέ, ν' ανάψης;
Έλα κοντά να κλάψης!

ΘΕΡΑΠΩΝ
Γιατί λοιπόν;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Γιατί παχύ φυτίλι έχεις βάλει!

(Στρεφόμενος προς το κοινόν:)

Κατόπιν λοιπόν πάλι
αφού εγώ και η καλή γυναίκα μου γεννήσαμε
αυτόν τον γυιο, τρανό καυγά για τώνομά του αρχίσαμε.
Εκείνη ήθελ' όνομα με ί π π ο ν να του βάλλη:
ή Ξ ά ν θ ι π π ο ν, ή Χ ά ρ ι π π ο ν ή
[Κ α λ λ ι π ί δ η ν ·(14) πάλι
εγώ ήθελα όνομα για το παιδί δικό μου,
του Φειδωνίδη, που ήτανε και πατρογονικό μου.
Στήσαμε για πολύν καιρό καυγάδες και βρισίδι,
αλλά συμβιβασθήκαμε, και τέλος Φειδιππίδη
τον βγάλαμε. Τον έπαιρνε λοιπόν στην αγκαλιά της,
και μέσ' στα χάδια τού λεγε και μέσα στα φιλιά της:
«Όταν μεγάλος θα γενής, θα μου πηγαίνης τακτικά»
μ' αμάξια σαν τον Μεγακλή, με ρούχα όλ' αρχοντικά».
Κ' εγώ του έλεγ' από κει: «Αχ! να σε ιδώ μια μέρα
ντυμένον του πατέρα
»το αρνιακό, κι' όπως αυτός έτσι και συ τα ίδια
»εις του Φελλέα (15) το βουνό να πας να βόσκης γίδια».
Όμως, αυτός δεν τάκουσε τα λόγια τα δικά μου,
κ' η αλογοαρρώστια του μου τρώει τα χρήματά μου.
Σκεπτόμενος λοιπόν κ' εγώ χωρίς να κλείσω μάτι,
ευρήκα ένα διαβολικό στο τέλος μονοπάτι,
όπου να μπη μέσα 'ς αυτό, αν ίσως και τον πείσω,
θα βρω την σωτηρία μου. Αλλά να τον ξυπνήσω
πρέπει προτήτερα. . . Μα πώς;... Να βρούμε κάποιον τρόπο
να μη του κάνη κόπο.


(Προς τον Φειδιππίδην ηδέως:)

Άκουσε, Φειδιππίδη μου! άκου, Φειδιππιδάκη!

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ

(αφυπνιζόμενος και ημιεγειρόμενος)

Ε, τι πατέρα;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Δόσε μου [παιδί μου] ένα φιλάκι
και το δεξί σου χέρι.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (παρέχων τα αιτούμενα)
Να, τι τρέχει;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ένα λόγον
για πες μου: μ' αγαπάς πολύ εμένα;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Στων αλόγων
τον Ποσειδώνα ορκίζομαι.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μη τούτη τη φορά
αλογοποσειδώνες, μη! . . .! [αυτή τη συφορά]
ο Ποσειδώνας μούφερε και τούτα τα κακά·
μ' αν μ' αγαπάς πραγματικά
με την καρδιά σου, άκουσε, παιδάκι μου, κ' εμένα.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Σε τι ν' ακούσω σένα;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Άλλαξε τρόπους γρήγορα και μάθε να πορεύης
όπως θα σ' ορμηνέψω εγώ.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Για λέγε, τι γυρεύεις;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Θ' ακούσης ε;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Μα το θεό, θ' ακούσω, [ναι, πατέρα]

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(δεικνύων την έναντι οικίαν του Σωκράτους).

Για κύττα· το σπιτάκι αυτό το βλέπεις εδώ πέρα
με την πορτούλα;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Βλέπω, ναι· μα τούτο τι σημαίνει;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Αυτό είνε φροντιστήριο, κι'από εδώ μέσα βγαίνει
η κάθε μια ψυχή σοφή. Άνδρες δω μέσα μένουν
οπού στον κόσμο βγαίνουν
και λένε, πως ο ουρανός, που γύρω μας ορίζει,
σαν το καρβουνοκούπωμα (16) μας περιτριγυρίζει,
κ' είμαστ' εμείς τα κάρβουνα. Αν πάρουνε λεφτά,
λόγια μπορεί να μάθουνε καθέναν, που μ' αυτά
δικά τους ναν' τα δίκαια και τ' άδικα δικά τους.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Ποιοι είνε;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τώνομά τους
καλά δεν ξέρω ακόμη,
μα είνε άνθρωποι καλοί, κ' έχουν για όλα γνώμη.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Τους ξέρω τους παμπόνηρους, τους ψευτοπαινεψάρηδες·
τάχα για τους ξυπόλυτους αυτούς και κιτρινιάρηδες
δεν λες, που είν' ο Χαιρεφών (17) με τον παληο-Σωκράτη;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Σώπα, μη λες ανόητα· αν στην ψυχή σου κάτι
αισθάνεσαι για το ψωμί
το πατρικό σου, πήγαινε μ' εκείνους [στη στιγμή],
κι'άφησε της καβάλλες σου [που τρέχεις μέχρις ώρας].

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Δόσε μου τους φασιανούς (18) που τρέφει ο Λεωγόρας·
αλλοιώς, μα τον Διόνυσο, καθόλου δεν πηγαίνω.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πήγαινε, σε παρακαλώ, που σ' έχω αγαπημένο
απ' τους ανθρώπους πειο πολύ,
να μάθης ό,τι σ' ωφελεί.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Να μάθω τι;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Διδάσκουνε δυο λόγους: και τον _κρείττονα_
ποιος είνε, και τον _ήττονα_·
και όσο για τον _ήττονα_, τα άδικα [και τα κακά]
τα ποιο μεγάλα, τα νικά.
Αν μάθης συ τον λόγο αυτόν τον άδικο [και μη σωστό],
για όλα αυτά που χρεωστώ
ως σήμερα για σένα,
μα ούτε κ' έναν οβολό θα δώσω σε κανένα.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Α, δεν θα σου την έκανα ποτέ αυτήν τη χάρι·
πώς θα μπορούσα πειά να ιδώ τον κάθε καβαλλάρη
έχοντας μαυροκίτρινο [καθώς αυτοί] το χρώμα;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (εν οργή:)
Ε, τότε μα τη Δήμητρα, δεν θα μου φάτε ακόμα
από το βιός μου κι' άλλα,
συ, τάλογό σου τ' αμαξιού κι' αυτό για την καβάλλα.
Να πάτε στην οργή! κανείς στο σπίτι δεν θα μείνη.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Ο θειος μου ο Μεγακλής εμένα δεν μ' αφίνει
να μείνω δίχως άλογο. Μέσα λοιπόν πηγαίνω,
κ' όσο για σε, ούτε λεφτό δεν δίνω τσακισμένο.

(Εγκαταλείπει την κλίνην και εισέρχεται)

ΣΚΗΝΗ Β'.


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ μόνος και μετά μικρόν ο ΜΑΘΗΤΗΣ του Σωκράτους:

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα η πλάτη μου ακόμα
δεν θ' αφήσω να φάη χώμα.(19)
Προς το φροντιστήριό του πάω το λοιπόν [με τάχος]
και με των θεών τη χάρι θαν τα μάθω εγώ μονάχος.
Μα πώς πάλι, το κεφάλι ενός γεροξεχασιάρη
και κουτού, ψιλοκουβέντες σαν αυτές μπορεί να πάρη;
Ας τραβήξω [επί τέλους]· τι τα ψιλοκοσκινάω
και την πόρτα δεν χτυπάω;

(Λακτίζει την θύραν.)

Ε, παιδί! . . . . παιδί! . . . . παιδάκι! . . . .

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ (έσωθεν πάντοτε:)
Στην οργή λοιπόν να πάη!
ποιος τη θύρα μας κτυπάει;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Στρεψιάδης Φείδωνος, απ' το δήμο Κικυννής.(20)

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Πρέπει μόνο αγράμματος, μα τον Δία, νάν' κανείς
για να μου κλωτσά τη θύρα τόσο πρόστυχα ν' ανοίξω,
την ιδέα που γεννούσα να με κάνη ν' απορρίξω.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Με συμπάθειο· στα χωράφια εσυνήθισα να μένω·
μα τι πράμα τάχα έχεις, όπως λες, απορριγμένο;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Εις τους μαθητάς μονάχα επιτρέπεται να ειπώ.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Καλέ πες το και 'ς εμένα, γιατί ήλθα με σκοπό
μαθητής κ' εγώ να γίνω μέσ' στο φροντιστήριο.

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
θα 'ς το ειπώ, μα να το ξέρης· είν' αυτό μυστήριο.
Τώρα δα τον Χαιρεφώντα ο Σωκράτης τον ρωτάει
για τον ψύλλο, πόσ' αχνάρια του ίδιου του ποδιού πηδάει.
Γιατί αφού τον Χαιρεφώντα τον ετσίμπησε [στην άκρα]
του φρυδιού,(21) πήδησε τότε στου Σωκράτη τη φαλάκρα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μπα! χεμ κ' ένα τέτοιο πράμα να μετρήση πώς μπορεί;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Με μεγάλη δεξιότη· [πήρε κ'] έλυωσε κερί,
όπου, παίρνοντας τον ψύλλο, τού βαλε το ποδαράκι
μέσα στο κερί· εκείνο εξεράθη [σε λιγάκι]
κ' έγινε καθώς παντούφλα περσική· λοιπόν τραβάει
την παντούφλ' από του ψύλλου το ποδάρι, και μετράει.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Βασιληά μου Ζεύ! αλήθεια, τι λεπτό μυαλό [και γνώσι]!

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Αμ τι θα λεγες αν μάθης κι' άλλο, πούχει κατορθώση
ο Σωκράτης;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τι; για πες μου, σε παρακαλώ πολύ.

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Τον ρωτούσε ο Χαιρεφώντας:(22) τι νομίζει; πως λαλεί
απ' το στόμα το κουνούπι, ή από τα πισινά του;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ε, λοιπόν για το κουνούπι τ' είπ' αυτός [απάνου-κάτου];

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Έχει, λέει, το κουνούπι το κωλάντερο στενό,
κι' ο αγέρας ίσια πάει και με βιά στον πισινό·
με το νάνε στενό μέρος στο βαθούλωμα κοντά,
έρχεται με βιά ο αγέρας, και ο κώλος να! βροντά!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ώστε του κουνουπιού ο κώλος
ως είδος σάλπιγγα είν [όλος]!
Τρεις φορές μακαρισμένη νάνε τούτη η δική σας
αντερανακάλυψί σας!
Τότ' αυτός, όπου εχώθη και του κουνουπιου κυττάει
τάντερο, θα ξέρη τρόπο πώς μπορεί και να γλιστράη,
σαν τον κυνηγούν για δίκη.

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Λίγη ώρα θάνε πάλι
που κοψ' ένα σαμιαμύθι μιαν ιδέα του μεγάλη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Με ποιόν τρόπο τάχα; πες μου, [κάνε μου αυτήν τη χάρι].

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Να, εγύρευε τους δρόμους όπου κάνει το φεγγάρι
και τους κύκλους· μα τη νύχτα, όπου χάσκοντας κυττούσε,
να σου κ' ένα σαμιαμύθι απ' τη στέγην επερνούσε
και τον έχεσε από πάνω.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Να, αυτό πολύ μ' αρέσει,
οπού ένα σαμιαμύθι το Σωκράτην έχει χέση.

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Να, εχθές το βράδυ πάλι
δεν δειπνήσαμε καθόλου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μπα! και δεν σας είχε βγάλη
φούρνους με καρβέλια;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Άσπρη στάχτη στο τραπέζι απλώνει,
παίρνει κ' ένα διαβήτη, και με τρόπο αγκιστρώνει,
με μια σούβλα λυγισμένη,
κάποια χλαίνα, όπου ήταν στην παλαίστρα [κρεμασμένη, — όπου τα
παιδιά πηγαίνουν και γυμνάζονται γδυτά].(23)

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Σαν ήν' έτσι όλ' αυτά,
να θαυμάζουμεν ακόμα για πειο λόγο το Θαλή;
[Σε παρακαλώ πολύ],
το σχολείο να μ' ανοίξης
γρήγορα, και να μου δείξης
τον Σωκράτη, για να γίνω μαθητής 'ς αυτόν κ' εγώ.
Άνοιξε, άνοιξε την θύρα· γρήγορα να μην αργώ.

(Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ανοίγει την θύραν, ταυτοχρόνως δε αποσύρεται προς το παρασκήνιον ή προς τα κοινόν πλευρά του περιβόλου του οικίσκου του Σωκράτους. Ούτως εμφανίζονται εν τη αυλή Μαθηταί τινες, κύπτοντες προς τα κάτω και παρατηρούντες ακίνητοι το έδαφος· άλλοι δε κύπτουσι πλειότερον, ώστε το πρόσωπόν των να εγγίζη επί του εδάφους, τα δε οπίσθιά των να ευρίσκωνται εστραμμένα προς τον ουρανόν. — Άνωθεν της αυλής αιωρείται μέγας κότινος, εντός του οποίου ευρίσκεται ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ, παρατηρών προς τον ουρανόν. — Εις τον τοίχον του οικίσκου φαίνεται μέγας χάρτης της Ελλάδος, επί δε του εδάφους υπάρχουν διαβήται, κανόνες και μία έδρα, εφ' ης στέφανος δάφνης. — Εισέρχονται ΜΑΘΗΤΗΣ και ο ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ).

ΣΚΗΝΗ Γ'.


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ — Ο ΜΑΘΗΤΗΣ — ΣΩΚΡΑΤΗΣ (εντός του κοφίνου.- (ΜΑΘΗΤΑΙ)

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ω Ηρακλή! τι ειν' αυτά τα ζώα;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Σου φαντάζουνε
παράξενα; Έλα λοιπόν! σαν τι θαρρείς πως μοιάζουνε;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Σαν Λάκωνες αιχμάλωτοι της Πύλου.(24) Ε, κι' αυτοί
γιατί κυττάν' όλο τη γη και στέκονται σκυφτοί;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Ψάχνουν τη γη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Γυρεύουνε βουρβιά;

(Προς τους κύπτοντας:)

Ε!... φςςς! τους κόπους
μη χάνετε· μόνον εγώ ξέρω καλά τους τόπους,
που τα ωραία τα βουρβιά και τα μεγάλα βγάνουνε.
Κι' αυτοί εδώ, πούνε σκυφτοί περσσότερο, τι κάνουνε;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Καθένας απ' αυτούς της γης τα Τάρταρα εξετάζει.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Καλά· κι' ο κώλος τους γιατί τον ουρανό κυττάζει;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Αυτός μονάχος του από 'κεί
σπουδάζει αστρονομική.

(Προς τους ούτω τοποθετημένους μαθητάς:)

Ελάτε, μπήτε μέσα σεις, μην τύχη και σας πάρη
το μάτι του.

(Οι μαθηταί εγείρονται και εισέρχονται εις τον οικίσκον)

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ακόμα, μη! [για κάνε μου τη χάρι]
να μείνουνε, πούχω σκοπό
για μια υποθεσούλα μου μικρή να τους ειπώ.

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Α, πολλήν ώρα δεν μπορεί να μείνουν [εδώ πέρα]
απ' έξω στον αγέρα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(περιεργαζόμενος τα εργαλεία:)

Για το θεό! τι είν' αυτά, για πες.

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Αστρονομία

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Κι' αυτά πουν' από δώθε, τι;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Αυτά; γεωμετρία.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Καλά· ποιά έχουν χρήσι;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
[Μ' αυτά μπορεί κανείς] τη γη να την καταμετρήση.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τάχα ποια γη; του κλήρου; (25)

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Του κόσμου ολοκλήρου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Θα χωρατεύης. Μα κι' αν μπη η γνώμη σου σε χρήσι
τον κόσμο θα ωφελήση.

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ (δεικνύων εις τον χάρτην:)
Να, βλέπεις; η γραμμή αυτή όλην τη γη την τριγυρνά.
Να κ' η Αθήνα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μωρ' τι λες! δεν το πιστεύω· πουθενά
τους δικαστάς να κάθωνται (δεν διακρίνω [τώρα].

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Και μολαταύτα είν' αυτή της Αττικής η χώρα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και πού είν' οι Κικυννιώτες
οι δικοί μου συνδημότες;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ (δεικνύων εις τον χάρτην:)
Να, εδώ· κ' εκείθε πάλι [φαίνεται ζωγραφισμένη]
και η Εύβοια, που, βλέπεις, αρκετά είνε τεντωμένη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ξέρω· έχει γίνη τόση
γιατί κι' απ' τον Περικλή, κι' από μας τάχει
[τ ε ν τ ώ σ η.(26)
Και πού ειν' η Λακεδαίμων;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ (ως ανωτέρω:)
Πούνε; να τη, [κύτταξέ την].

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Σαν πολύ κοντά μας είνε· Σκέψου το και τράβηξέ την
παρά πέρα.

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Δεν μπορούμε.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Θα βρεθήτε μπερδεμένοι.

(Βλέπων τον αιωρούμενον Σωκράτην:)

Και αυτός ποιος είνε πάλι, όπου στην κρεμάστρα μένει;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Να, Αυτός.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Αυτός; ποιος τάχα;

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Ο Σωκράτης.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ε, Σωκράτη!

(Προς τον Μαθητήν):

Έλα συ και φώναξέ τον με φωνή σου πειο γεμάτη.

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Φώναξέ τον μόνος τώρα·
δεν μου περισσεύει ώρα.

(Εισέρχεται εις τον οικίσκον)

ΣΚΗΝΗ Δ'.


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ — ΣΩΚΡΑΤΗΣ (αιωρούμενος)

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Σωκράτη! Σωκρατάκη μου!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ (με στόμφον:)
Θνητέ! τι με φωνάζεις;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Για πες μου, σε παρακαλώ, τι κάνεις [πού κυτταζεις];

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Παρατηρώ τον ήλιον και αεροβατώ.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Α, τους θεούς περιφρονείς απ' το καλάθι αυτό,
και όχι από τη γη — αν και....

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ποτέ δεν θα μπορούσα
να κρίνω τα ουράνια, αν ίσως δεν κρεμούσα
τον νου μου και τη σκέψι μου, πούνε λεπτή κ' εκείνη,
εις τον αγέρα τον λεπτόν, ένα μ' αυτόν να γίνη.
Στα κάτω αν καθόμουνα κ' εκύτταζα ταπάνω,
δεν θα μου ήταν δυνατόν εφεύρεσι να κάνω·
γιατί τραβά της σκέψεως την υγρασία το χώμα,
πράμα που και στα κάρδαμα παρατηρείται ακόμα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τι λες; [ποιος θα πιστέψη]!
τραβά λοιπόν στα κάρδαμα την υγρασία η σκέψι;
Για έλα, Σωκρατάκη,
κατέβα [και λιγάκι]
και δίδαξε 'ς εμένα
αυτά, πούρθα ζητώντας να μάθω από σένα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Κ' ήλθες γιατί;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Να μάθω του λόγου κάθε τρόπον,
γιατί των δανειστών μου, αυτών των κακοτρόπων,
με κάμανε οι τόκοι εδώ κ' εκεί να τρέχω,
κ' ενέχυρα έχω βάλη ό,τι έχω και δεν έχω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Και πώς εσύ γελάσθηκες
και μέσ' 'στα χρέη πιάστηκες;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Η αλογοαρρώστεια [μου είνε κολλημένη
και] μ' έχει καταστρέψη, που τρώει και δεν χορταίνει.
Από τους δυο σου λόγους μάθε 'ς εμέ τον ένα:
εκείνον που δεν δίνει κανείς τα δανεισμένα,
κι' ό,τι μισθό γυρέψης, εις τους θεούς σου κάνω
όρκο, πως θα τον δώσω [και με το παραπάνω].

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Και οι θεοί, που θέλεις συ να ορκισθης, ποιοι θάνε;
πρώτον, θεών νομίσματα δω πέρα δεν περνάνε.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και όρκο σεις πού κάνετε; μήπως στα σιδερένια (27)
του Βυζαντίου είδωλα;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Θέλεις να έχης έννοια
ποια θεία είνε πράγματα τα πειο σωστά και καθαρά;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα το θεό, περσσότερο και από κάθε άλλη φορά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Και θέλεις τάχα, [πες μου],
με της Νεφέλες να μιλής, πούνε θεές δικές μου;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Βέβαια.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Κάθησε λοιπόν εις το σκαμνί το ιερό. (28)

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(καθήμενος εις την υποδεικνυμένην έδραν).

Να, κάθουμαι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Πάρε κι' αυτόν τον στέφανον.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (φορών τον στέφανον:)
Γιατί φορώ
στεφάνι; ωχ, Σωκράτη μου! μήπως λοιπόν θα πιάσης
και συ, σαν τον Αθάμαντα, να μη με θυσιάσης;(29)

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Όχι· μα έτσι κάνουμε σε όσους θα μυήσουμε.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πολύ καλά· και ύστερα μ' αυτό τι θα κερδίσουμε;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Μύλος, ροκάνα, σκόνη, (30) στα λόγια μου θα γίνης,
και ήσυχος να μείνης.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ό,τ' είπες, μα τον Δία, είνε πολύ σωστό·
θα γίνω σκόνη όλος, εάν πασπαλιστώ.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Τώρα πρέπει, γέροντά μου, απ' τους λόγους αποχή,
και ν' ακούσης την ευχή.

(Υψών τας χείρας προς τον ουρανόν:)

Βασιληά και δεσπότη, αμέτρητε Αγέρα,
που τη γη την κρατείς κρεμασμένη, κ' Αιθέρα
λαμπερέ, και Νεφέλες, θεές σεβαστές,
κεραυνομπουμπουνίστρες, [απάνω] αναβήτε,
στο φιλόσοφο δάσκαλο [τώρα] φανήτε,
ω κυράδες [εσείς] κρεμαστές!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(τυλισσόμενος εις την χλαίναν του:)

Όχι ακόμα, προτού στο κορμί μου
τυλιχτώ με το ρούχο μου αυτό·
γιατί σκούφο (31) δεν πήρα μαζί μου
ο φτωχός, για να μη μουσκευτώ.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ (εξακολουθών ως ανωτέρω:)

Ω σεις, Νεφέλες πολυτιμημένες,
εδώ 'ς αυτόν ελάτε να δειχθήτε,
είτε στης ιερές και χιονισμένες
της κορυφές του Ολύμπου κατοικείτε, —
ή με της Νύμφες στήνετε χορό
στους κήπους του Ωκεανού πατέρα, —
είτε στο Νείλο βγάζετ' εκεί πέρα
με της χρυσές υδρίες σας νερό—,
ή στη Μαιώτι λίμνη κατοικείτε, —
του Μίμαντος την πέτρα την ψυχρά (32) —
ακούστε τη θυσία, και δεχθήτε
ευχάριστα τα λόγια τα ιερά.

(Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ κατέρχεται μετά του κοφίνου εκ του ύψους. — Ακούονται μακρόθεν βρονταί και η σκηνή φωτίζεται βαθμηδόν από αστραπάς. — Ο ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ έμφοβος αποσύρεται εις το πρόσθιον της σκηνής, καλυπτόμενος με την χλαίναν του).

ΣΚΗΝΗ Ε'.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ — ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ — ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ (έξωθεν:)
Νεφέλες ατελείωτες, ας σηκωθούμε φανερές
ευκίνητες και δροσερές
απ' τον ωκεανό [εδώ πέρα]
τον βαρυστέναχτο πατέρα,
εις των βουνών της κορυφές της πυκνοφυτεμένες,
από σκοπιές να βλέπουμε παντού φανερωμένες
τη γη την ιερά,
που τρέφει δένδρα καρπερά,
της θάλασσας [τα κύματα] _
με τα βαρηά βροντήματα, —
και τα τραγούδια [των νερών]
των ποταμιών των ιερών,
λαμποκοπάει ακούραστο το μάτι
της μέρας, με το φως το αστραφτερό·
η συγνεφιά, πούνε βροχή γεμάτη,
από το σώμα μας ας βγη,
να ιδούμε σαν θεές τη γη
με μάτι καθαρό.

(Αστράπτει και βροντά)

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ω σεμνότατες Νεφέλες, σας προσκάλεσα κοντά μου
κ' η ευχή εισακούσθη φανερά.

(Προς τον Στρεψιάδην)

Συ, [γέροντά μου],
άκουσες και τη φωνή τους
και τη θεϊκή βροντή τους
πούρθε με μπουμπουνισμό;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (προς το μέρος των βροντών:)
Πολυτίμητες! σας έχω σε μεγάλο σεβασμό,
στης βροντές σας ν' απαντήσω
μια πορδή κ' εγώ θ' αφήσω.
Σας φοβούμαι και σας τρέμω, και, δικαίως είτε μη,
νοιώθω τώρα την ανάγκη για να χέσω στη στιγμή.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Πρόσεξε μην κοροϊδέψης και ποτέ σου να μην πράξης,
σαν τους ποιητάς εκείνους, όπου λεν «τα εξ αμάξης». (33)
Σώπα· συντροφιά μεγάλη
από της θεές εκείνες, τραγουδώντας μας προβάλλει.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ (έσωθεν και πλησιέστερον:)
Εμείς, παρθένες βροχερές,
στης Αθήνας της λιπαρές
της χώρες ας ελθούμε,
την πόλι την ευχάριστη,
που βγαίνουν άνδρες άριστοι,
του Κέκροπος να ιδούμε, —
που σέβονται τα ιερά
μυστήρια, κάθε φορά
[που ο λαός πηγαίνει]
στην άγια την τελετή,
κι' ο μυστικός (34) ναός κρατεί
την θύρα του ανοιγμένη· —
που έχουν δώρα οι θεοί, —
πούν' υπερύψηλοι ναοί
και που τ' αγάλματα είνε [μύρια] —
που γίνονται στεφανωτές
θυσίες κ' ιερές γιορτές,
κι' όλον το χρόνο πανηγύρια· —
κι' όταν η άνοιξις προβάλλη,
στα Διονύσια [και πάλι,] (35)
καλοτραγούδιστοι χοροί
συναγωνίζονται πολλοί,
και των αυλών αντιλαλεί
η μούσα η βροντερή.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πες μου, για όνομα θεού, Σωκράτη, σε παρακαλώ,
ποιες είν' αυτές που είπανε αυτό το πράμα το καλό;
Μην είνε ηρωίδες;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Μπα! Ουράνια Νεφέλη
η κάθε μια, τρανή θεά κάθε σοφού τεμπέλη,
που σκέψι και διάλεξι και πνεύμα δίνουν [ταχτικά]
και λόγια δοκιμαστικά
τρανές ψευτιές, σοφίσματα,
λογοστριφογυρίσματα. (36)

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ωχ δεν το λες; γι' αυτό λοιπόν επέταξ' η ψυχή μου
την ώρα που τα λόγια τους ήλθαν στην ακοή μου,
και μου γυρεύει τώρα, να,
λόγια να ψιλοκοσκινά,
και να ψιλοκουβεντιάζη
και για τον καπνόν ακόμη,
κι' από τη γνωμίτσα, γνώμη
και αντίλογο να βγάζη.
Ώστε αν είνε δυνατό σου, κάμε τούτη τη φορά,
γιατί τόχω επιθυμία, να της 'δω στα φανερά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Να, της βλέπω, κύτταξέ τες προς την Πάρνηθ' [από 'δω],
κατεβαίνουν μ' ησυχία.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πού; για δείξε μου [να ιδώ].

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Η πολλές, που προχωρούνε απ' τα δενδροφυτευμένα
κι' απ' της ρεματιές, στα πλάγια.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (παρατηρών:)
Τι τα λες αυτά 'ς εμένα,
που το μάτι μου δεν βλέπει;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Να, στην είσοδο. .

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (παρατηρών:)
Ναι, τώρα διακρίνω μόλις.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Πρέπει
τούτη πλέον τη φορά
να της βλέπης καθαρά,
έξω αν έχης εις τα μάτια τσίμπλες, σαν τα κολοκύθια.

(Εμφανίζονται αι Νεφέλαι εις το βάθος της σκηνής ως γυναίκες
καλυπτόμεναι από πολυχρώμους πέπλους).

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ω της πολυτιμημένες! Μα τον Δία, ναι, αλήθεια
όλα τάχουν κουκουλώση!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Συ δεν είχες πίστι δώση
πως θεές είνε και τούτες, ούτε ο νους σου το είχε βάλη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Όχι, όχι μα τον Δία· εγώ είχα γνώμην άλλη,
πως καπνός, δροσιά κι' ομίχλη ήτανε μονάχ' αυτές.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Όχι· μάθε πως ετούτες βόσκουνε τους σοφιστές,
όλους τους θουριομάντεις,(37) τους γιατροπασαλειμμένους, (38)
κι' όλους τους νυχοδαχτυλιδοτεμπελοχτενισμένους, (39)
τους στριφοτραγουδιστάδες (40) κάθε κυκλικού χορού,
και τους ψευδοαστρολόγους που τους βόσκουν [προ καιρού]
δίχως τίποτα να κάνουν,
κ' επειδή της έχουν μούσες κ' ύμνους [κάθονται και] φτιάνουν.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Α, για τούτην την αιτία, ωδές γράφουν [ταχτικές]
στης ορμές της φωτοπνίχτρες, στης ορμές της εχθρικές
των υγρών των Νεφελών, —
και στων εκατό [ακόμη] του Τυφώνα (41) κεφαλών
της πλεξίδες, — και στης μπόρες
της τρελλές, — και στης Νεφέλες της υγρές κι' αεροφόρες,
της αεροκολυμπήτρες, όπου με τα όρνια μοιάζουν, —
στης νεροποντές, που νέφη δροσερά [της κατεβάζουν].
Και για όλ' αυτά κομμάτους ρίχνουν μέσα τους μεγάλους
από τσίχλες και ορνίθια και της θάλασσας κεφάλους.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ε, 'ς αυτό δεν έχουν δίκηο;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα σαν είν' αυτές Νεφέλες,
πώς τους ήλθε, πες μου, κ' ήλθαν όπως κ' η θνητές κοπέλλες,
με το να μην είν' κι' αυτές
σαν και τούτες της θνητές;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Τι λογής να ειν' εκείνες;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα δεν ξέρω και καλά·
μοιάζουνε [κατά πολλά]
με μαλλιά ξαντά, μα όχι, μα τον Δία, και με κόρες,
γιατί αυτές εδώ [που βλέπω] είνε όλες μυτοφόρες!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ε, απάντησέ μου τώρα εις αυτά που θα ρωτήσω.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ρώτησέ με ό,τι θέλεις και ευθύς θα σ' απαντήσω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Παρατήρησες Νεφέλες που να μοιάζουν με κενταύρους,
ή να μοιάζουν με παρδάλεις, ή με λύκους, ή με ταύρους;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Βέβαια· και τι με τούτο;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Γίνονται ό,τι θελήσουν·
κι' αν [συμβή] ποτέ] κανένα μακρομάλλη ν' αντικρύσουν,
κι' αγριεμένον απ' αυτούς
τους μαλλιαροτριχωτούς,
σαν το γυιο του Ξενοφάντου, (42) τη μανία του γελούνε
παίρνοντας μορφή κενταύρου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και τι φτιάνουν σαν ιδούνε
και το Σίμωνα, (43) που τρώει το δημόσιο το χρήμα;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Για να δείξουνε ποιος είνε, παίρνουνε του λύκου σχήμα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Να λοιπόν γιατί κι' αυτές
και τον ρίψασπιν εχτές
τον Κλεώνυμο (44) σαν είδαν, με το να του καταλάβουν
τη δειλία, [εφροντίσαν] του λαφιού μορφή να λάβουν.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Να, γι' αυτό λοιπόν και τώρα, όπου είδαν τον Κλεισθένη, (45)
κύτταξέ τες, σαν γυναίκα βγήκε κάθε μια ντυμένη.

(Αι Νεφέλαι προχωρούν και λαμβάνουν θέσιν πλησιεστέραν προς τον
Σωκράτην και Στρεψιάδην κατά μέτωπον της σκηνής).

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (προς τας Νεφέλας, υποκλίνων:)
Ω Δέσποινες, σας χαιρετώ!
Και τώρ', αν ίσως κι' άλλοι
τ' ακούσανε ποτέ αυτό,
για μένα, ω Παμβασίλισσες, βάλτε φωνή μεγάλη.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ (προς τον Στρεψιάδην:)
Χαίρε, ω γέροντα συ του παληού του καιρού, όπου λόγια σο
[φίας ψαρεύεις, —
μα και συ, ιερέα της κάθε λεπτής ομιλίας, και πες τι γυ
[ρεύεις;
σοφιστή των νεφών [πειο μεγάλον]
από σε δεν θ' ακούσωμεν άλλον,
παρά μόνο τον Πρόδικο (46) αυτόν, που σοφή έχει σκέψι και γνώμη,
[και σένα,
που τα μάτια σου στρίβεις λοξά, περπατώντας στο δρόμο σου
[καμαρωμένα,
που προβάλλεις μπροστά μας σεμνός, και στους δρόμους ξυ-
[πόλυτος τρέχεις,
και στους πόνους αντέχεις!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ω γη! τι λόγος ιερός!
και τι σεμνός και φοβερός!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Είνε θεές μονάχ' αυτές·
τάλλα ψευτιές· όλες κουτές!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πες μου, για όνομα της γης: ο Ζευς λοιπόν που άρχει
στον Όλυμπο . . .

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Καλέ ποιος Ζευς; βλακείες! δεν υπάρχει.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τι λες εσύ;! τότε λοιπόν ποιός βρέχει; να λοιπόν αυτό
απ' όλα πειο προτήτερα να μου εξηγήσης σου ζητώ.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Αυτές λοιπόν, και ημπορώ
να στ' αποδείξω στο φτερό,
μα και με δείγματα τρανά.
Συ τάχα είδες πουθενά
και 'ς οποιαδήποτ' εποχή,
χωρίς τα σύνεφα βροχή;
γιατί αλλοιώς έπρεπε ο Ζευς, με δίχως συνεφιά [βαρειά],
να βρέχη και στην ξαστεριά.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Εινε σωστός ο λόγος σου και καλοταιριασμένος
πολύ, μα τον Απόλλωνα· κύττα! κ' εγώ [ο καϋμένος]
επίστευα το πως ο Ζευς, [σαν βρέχη και βροντάη],
πως μέσ' από το κόσκινο [μας ψιλο]κατουράει.
Μα πες μου τότε ποιος βροντά, που τρέμω εγώ;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Αυτές
όπου κυλιώνται με βροντές.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Άνθρωπε τολμηρότατε! πες μου τον τρόπο πάλι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Σαν παίρνουνε πολύ νερό, κ' έχουνε βια μεγάλη
να κινηθούν, γκρεμίζονται χωρίς να το θελήσουν
γεμάτες από τη βροχή· κι' αφού λοιπόν κυλίσουν
απάνω η μια στην άλλη,
σκάζουν ευθύς και γίνονται οι βρόντοι οι μεγάλοι.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και τάχα πώς; δεν είνε ο Ζευς, όπου τας αναγκάζει
η μία να κατρακυλά στην άλλη [και να σκάζη];

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Α, μπα! είν' [εκεί πέρα]
ο στρόβιλας (47) του αιθέρα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ο στρόβιλας!; [τι να σου ειπώ;] ποτέ στο νου δεν θάχα,
πως βασιλεύει ο Στρόβιλας και όχι ο Ζευς μονάχα.
Μα δεν μου είπες [πρώτο];
ούτε πώς γίνετ' η βροντή, ούτε και για τον κρότο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Μα πώς; δεν άκουσες λοιπόν που σου 'λεγα [τόσον καιρό]
πως η νεφέλες, πέφτοντας γεμάτες με πολύ νερό
απάνω η μια στην άλλη,
βροντούν απ' την πυκνότητα [που έχουν τη μεγάλη];

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και πώς θα το πιστέψω αυτό;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Θαποδειχθή και στη στιγμή
από τον ίδιο σου εαυτόν. Όταν τηλώνεσαι ζουμί
εσύ στα Παναθήναια, και η κοιλιά σου πρήσκεται,
σε ξαφνικό γουργουρητό και κλονισμό δεν βρίσκεται;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τι λες. Μα τον Απόλλωνα! ενόχλησι μου κάνει
παρά πολλή και γρήγορα, και ταραχή με πιάνει,
και σκούζει [σε λιγάκι],
και κάνει κρότο σαν βροντή εκείνο το ζουμάκι!
Παξ! κάνει στην αρχή σιγά· παππάξ! κατόπιν κάνει·
κ' ύστερα κάνει παπαππάξ! κι' όταν χεσό με πιάνη.
όλα βροντούν παπαπαππάξ! σαν τούτα [τα κορίτσα].

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Σαν γίνονται τέτοιες πορδές σε τόση δα κοιλίτσα,
για σκέψου στον απέραντο τι γίνεται αγέρα,
και πώς μπορεί να μη τραβά τέτοιες βροντές [κει πέρα];
γι' αυτό τα δυο ονόματα «βροντή» «πορδή» αντάμα,
είνε το ίδιο πράμα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πούθε' έρχεται κι' ο κεραυνός όπου λαμποκοπάει
από φωτιά; αυτό να ειπής, και όταν μας χτυπάη
μας καίει σαν τα φρύγανα, και τσουρουφλίζει φοβερά
τους ζωντανούς; Τον στέλνει ο Ζευς στους επιόρκους φανερά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ανόητε! κρονόληρε (48) και γεροξεκουτιάρη! (49)
τους επιόρκους σαν χτυπά, δεν θάχε [λόγου χάρι]
το Σίμωνα, το θεωρό, τον Κλέωνα (50) σκοτώση;
Μ' όλο που έκαναν αυτοί επιορκία τόση,
στο Σούνιο, των Αθηνών το ακρωτήρι, [πάει],
και το ναό χτυπάει
πούνε δικός του, κι' όπου βρη βελανιδιά, [της δίνει]!
Τι του 'ρθε; η βελανιδιά επίορκη έχει γίνη;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Δεν ξέρω [απ' αυτά πολλά],
μα, φαίνεται, τα λες καλά.
Και τ' είνε τάχα ο κεραυνός;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Όταν αγέρας σηκωθή
ξερός, και μέσα τους χωθή,
τότε σαν φούσκα της φυσά, όπου με βια της σπάει
κι' απ' την πυκνότητα βαρύς έξω ευθύς πηδάει,
και τούτο γίνετ' αφορμή,
απ' τη μεγάλη την ορμή
κι' από τον κρότο τον δικό του,
να καίη αυτός τον εαυτό του.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ω, μα τον Δία! να γιατί
στων Διασίων (51) τη γιορτή
το ίδιο πράμα έπαθα χωρίς να το νοήσω.
Έβαλα για τους συγγενείς κάποια κοιλιά να ψήσω,
κι' αμέλησα το σχίσιμο· όπου [λοιπόν κ'] εκείνη
φουσκώνοντας μια δίνει και σκάει σε κομμάτια,
μου καίει και το πρόσωπο, μου πιτσιλάει τα μάτια.

ΧΟΡΟΣ
Άνθρωπε, που τη σοφία από μας γυρεύεις [τώρα],
θα γενής ευτυχισμένος και στων Αθηνών τη χώρα
και στους Έλληνας τους άλλους: μνήμη και φροντίδα αν έχης,
στην ψυχή σου αν αντέχης, —
κούρασιν αν δεν γνωρίζης,
είτε στέκεις ή βαδίζεις, —
ούτε κόπο να σου κάνη,
όταν τούρτουρας σε πιάνη, —
να μην τρως, όταν δεν έχης,
και από κρασί ν' απέχης
και γυμναστικές [μεγάλες] —
κι άλλες κουταμάρες, [κι' άλλες]·
κι' αν για καλήτερο φρονής
πως, όταν άξιος είν' κανείς,
του αρμόζει να νικήση
με τη πράξι και την κρίσι,
και τη γλώσσα του [να λύνη],
και τον πόλεμο να στήνη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (προς τας Νεφέλας:)
Α! ου! όσο για ψυχή
με μεγάλην αντοχή, — μα και σκέψιν [αν ζητάτε]
που να δυσκολοκοιμάται, — [κι' αν ζητάτε] και στομάχι
όπου για τροφή του νάχη
μόνο θρούμπι, — μη μας μέλη,
να, εδώ 'μαι, κι' οποίος θέλει
— το κορμί μου [δεν πονάει], —
ας το σφυροκοπανάη!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Και θεούς δεν θάχης άλλους τώρα πλέον για λατρεία,
παρά μόνο τους δικούς μας· δηλαδή αυτά τα τρία:
χάος, γλώσσα και νεφέλες.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μπα, ποτέ δεν θα μιλήσω
ούτε λέξι με τους άλλους, κι' ούτε θα τους απαντήσω
κι' ούτ' [απ' τους θεούς] κανένας τη θυσία μου θα ιδή,
δεν θα κάψω ούτε λιβάνι, δεν θα κάνω ούτε σπονδή.

ΧΟΡΟΣ
Τώρα με θάρρος λέγε 'ς εμάς
σαν μας θαυμάζης και μας τιμάς
και θέλης άνθρωπος άξιος να ζήσης,
πώς θα σε κάνουμε να ευτυχήσης;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ω δέσποινές μου! δεν σας ζητώ,
μα το μικρούλι [μονάχ'] αυτό:
νάμαι στους Έλληνας ο πιο λαμπρός,
κ' εκατό στάδια απ' όλους 'μπρός.

ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν και τούτο θα τώχης τώρα·
την κάθε γνώμη σου [τέτοια θα κάνω],
όπου κανένας άλλος στη χώρα
δεν θα κερδίζη μια παρά πάνω.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Α, μπα! δεν θέλω καμμιά να βγάλη
η κεφαλή μου γνώμη μεγάλη·
στρεψοδικίες θέλω ν' αρχίσω,
τους δανειστάς μου να ξεγλιστρήσω.

ΧΟΡΟΣ
Κι' αυτό που θέλεις θα κατορθώσης·
μεγάλο πράμα δεν μας ζητάς·
αρκεί μονάχα να παραδώσης
τον εαυτό σου στους σοφιστάς.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(Προς τας Νεφέλας, εννοών τους Σοφιστάς:),

Α, σας πιστεύω· θα το κάμω
γιατ' η ανάγκη με βαστά
για τάλογα τα σφραγιστά,
ακόμα και γι' αυτόν το γάμο,
που μου 'φερε μεγάλη μπόρα.
Ας κάμουν ό, τι θέλουν τώρα.
Να, ας μου πάρουνε το σώμα·
εγώ τους το χαρίζω, ακόμα
και για κοπάνισμ' ας το πάρουν
και σαν ασκί ας μου το γδάρουν·
ας τουρτουρίσω· ας πεινάσω·
ας ξεραθώ και ας διψάσω.
(52) Από τα χρέη μου [ως τόσο]
αν κατορθώσω να γλυτώσω,
ου, θα φανώ εις τους ανθρώπους
πολύ ξετσίπωτος στους [τρόπους]
εύγλωττος, τολμηρός [ακόμα],
αυθάδης, κάθαρμα και βρώμα,
κάθε ψευτιά θα συγκολλώ,
θα βρίσκω λόγια [να πουλώ],
όπου δίκες κι' όπου νόμοι·
δεν θα μου ξεφεύγη γνώμη,
λογάς, τρυπάνι, πονηρός
και τιποτένιος, γλιστερός,
την ειρωνεία θάχω στο στόμα,
ψωροπερήφανος κι' [όλος] βρώμα
ανεμοστρόβιλος, οχληρός,
τσανακογλείφτης, σιχαμερός!
Ας μου λέη απ' όλα τούτα ο καθείς που μ' απαντάει,
κι' ας μου κάνη ό,τι αγαπάει.
Μα τη Δήμητρα! κι' αν θέλη στους δασκάλους, κοκορέτσι
τάντερά μου να προσφέρη, θα δεχτώ· [ας γίνη κ' έτσι]!

ΧΟΡΟΣ
Άτολμη καρδιά δεν έχει
κι' όπως φαίνεται αντέχει.
Ξέρε το: πως τη στιγμή
όπου θάχης μαθημένα
όλα τούτα από μένα,
κάθε δόξα και τιμή
που ο κόσμος θα σου κάνη,
ως τον ουρανό θα φθάνη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και θα κάνω λοιπόν τι;

ΧΟΡΟΣ
Μόνος από τους ανθρώπους τη ζωή πειο ζηλευτή
όλον τον καιρό μ' εμένα θα περνάς εσύ [εδώ].

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Αχ! μια τέτοια ευτυχία εγώ τάχα θα τη ιδώ;

ΧΟΡΟΣ
Και πολλοί θα κάθωντ' όξω απ' την θύρα τη δική σου,
θέλοντας να σ' ανταμώσουν, και να συζητούν μαζύ σου
δίκες και αντιδικίες, και να σου εμπιστευθούνε
πράματα πολλών ταλάντων, κι' όλο γνώμες να ζητούνε.

(Προς τον Σωκράτην:)

Άρχισε συ, στο γέροντα λοιπόν το μάθημά του,
απ' όσα πρέπει στην αρχή να μάθη [απάνου κάτου].
Κούνα το νου του [στη στιγμή]·
κάνε στη σκέψι δοκιμή.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Εμπρός, πες μου τους τρόπους σου ποιοί είνε να τους ξέρω,
καινούργια μηχανήματα [πολεμικά] να φέρω.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα πώς; για όνομα θεού! τώρα λοιπόν θα πάθω
πολιορκία;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Όχι δα· τη μνήμη σου να μάθω
θέλω με μέθοδον απλή.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα το θεό, είνε διπλή:
τη μνήμη έχω μεγάλη
σαν μου χρωστούν οι άλλοι.
Μα το μνημονικό σωστό
ποτέ δεν τώχω σαν χρωστώ.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
[Για πες μου] είνε φυσικό στη γλώσσα σου να λέη;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Να λέη; όχι και πολύ· αλλά ναρνήται [χρέη].

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Εμ, πώς θα μάθης συ [πολλά];

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
[Θα μάθω] έννοια σου, καλά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Έλα λοιπόν, νάσ' έτοιμος· και 'ς οποίον λόγο κάνω
σοφόν για τα μετέωρα, συ χύμηξέ του απάνω.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πώς; τη σοφία το λοιπόν θα γεύωμαι σαν το σκυλλί;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Τι αμαθής που είν' αυτός, κι' άνθρωπος βάρβαρος [πολύ]!
Ο νους μου, γέρο, νοιάζεται,
πως ξύλο σου χρειάζεται.
Και τι κάνεις, πες μου εμένα,
σαν της τρως από κανένα;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Να, της τρώγω, [τίποτ' άλλο]· κι' αφού λίγο κρατηθώ,
[συλλογίζουμ' ότι πρέπει] να διαμαρτυρηθώ,
και, μη χάνοντας την ώρα,
κάνω έπειτα και δίκες.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Βάλ' το ρούχο κάτω τώρα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Έκαμ' άδικο και τι;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Όχι· αλλά εδώ μέσα όλοι μπαίνουνε γδυτοί.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα εγώ δεν θα μπω μέσα για να κάνω και κλοπές.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Άφησε της φλυαρίες κ' έλα γδύσου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (εκδυόμενος τον χιτώνας)
Μα για πες:
Αν θα μάθω μ' ευκολία, κι' αν επιμελής θα γίνω
με ποιό μαθητή θα μοιάζω;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Με τον Χαιρεφώντα (53) εκείνο
απαράλλακτος θα γίνης.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ωχ! ο κακομοιριασμένος!
θάβγω μισοπεθαμένος!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Σώπα κι' ακολούθησέ με γρήγορα 'ς αυτά τα μέρη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(Προχωρών και ιστάμενος προ της θύρας του οικίσκου:)

Τότε να μου δώσης πρώτα και μελόπιττα στο χέρι,
σαν στου Τροφωνίου (54) τάντρο, γιατί φόβο πολύ επήρα
για να μπω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ (ωθών αυτόν προς την θύραν:)
Έλα, προχώρει! τι χαζεύεις 'μπρος στη θύρα;

(Τον ωθεί και εισέρχονται)

ΑΥΛΑΙΑ


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

(Σκηνογραφία η αυτή).

ΣΚΗΝΗ Α'


ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ

(Προς το μέρος εκ του οποίου εισήλθεν ο Στρεψιάδης μετά του Σωκράτους:)

Ας χαίρετ' η καρδιά σου!
με την παλληκαριά σου!
Πήγαινε! κι' ας γενή αιτία
στον άνθρωπο για ευτυχία,
που, κι' όταν φθάνη στα γεράματα,
γυρεύει να μαθαίνη ακόμα,
και πασαλείφεται με χρώμα
απ' τα νεώτερα τα πράματα.

(Παράβασις)

Θεαταί! θα σας μιλήσω την αλήθεια καθαρά,
μα το Βάκχο, που εμένα είχε θρέψη μια φορά:
Θέλοντας για να νικήσω και σοφός να σας φανώ,
σας τους θεατάς μου άξιους να με κρίνετε φρονώ,
και την κωμωδία τούτη, πούν' απ' όλες πειο καλή
όσες έγραψα ως τώρα, και την δούλεψα πολύ,
θέλησα να την προσφέρω πρώτα στη δική σας πείρα·
μολοντούτο, παρ' αξίαν, τα βρεμένα μου επήρα,
κ' οι σαχλοί μ' είχαν νικήση.(55) Και γι' αυτό κατηγορώ
σας [τους πρώτους τους κριτάς μου], πούχετε μυαλό γερό,
και που για δική σας χάρι
τέτοιο θέμα είχα πάρη.
Μα εγώ πάλιν [ως τόσο],
σας τους άξιους [κριτάς μου] θέλοντας δεν θα προδώσω.
Γιατί απ' τον καιρό εκείνο, που ακούσθηκαν μ' επαίνους
και ο Ά σ ε μ ν ο ς [ο νέος] κι' ο Σ ε μ ν ό ς (56) πούχα γραμ
[μένους
από άνδρες, που πολλή
ευχαρίστησι λαβαίνει όποιος μπρος 'ς αυτούς μιλεί,
κ' εγώ τότε, με το νάμαι [ντροπαλός] ωσάν παρθένα
και να μη μου πρέπη γέννα,
έκθετους τους είχ' αφήση, και τους πήρε κόρη άλλη·
μα τους θρέψατε σεις πάλι
μ' αφθονία, και σοφία έχετε 'ς αυτούς χαρίση,
γι αυτό τώρα στη δική σας εμπιστεύομαι την κρίσι.
Κ έτσι πειά, σαν την Ηλέκτρα (57) και η κωμωδία αυτή
θεατάς σοφούς ζητεί,
όπως [τους παληούς] εκείνους, που ευθύς θα τους γνωρίση
την αδελφική πλεξίδα όταν τύχη ν' αντικρύση.
Και τι φρόνιμη! για ιδέτε! δεν εβγήκε με ραμμένο
και παχύ και κρεμασμένο
πετσί,(58) κόκκινο στην άκρα,
τα παιδιά για να γελάνε· δεν κορόιδεψε φαλάκρα·
ούτε κόρδακα έχει σύρη· ούτε και κανένας γέρος,
που τους στίχους απαγγέλλει προς του θεατού το μέρος,
δίνει [κάποιους] ραβδισμούς,
όταν θέλη να σκεπάζη βρωμερούς αστεϊσμούς.
Δάδες στη σκηνή δεν μπάζει,
ούτε «αχ και βαχ» (59) φωνάζει,
μα στους στίχους της μονάχα και στην τέχνη τη δική της
έχει την πεποίθησί της.
Είμαι ποιητής, και όμως μακρυά δεν φέρνω κόμη,
και να σας γελάσω [ακόμη]
ούτε θέλω [σαν τους άλλους], λέγοντας το ίδιο πράμα
δυο και τρεις φορές αντάμα·
άλλα σκέπτομαι ιδέες
να σας φέρνω πάντα νέες
και με φρόνησι [μεγάλη],
που ποτέ η μια [ιδέα] να μη μοιάζη με την άλλη.
Γιατί εγώ, όταν ο Κλέων (60) είχε δύναμι αποχτήση,
ε! τον είχα [δίχως φόβο] στο στομάχι του χτυπήση·
όταν όμως είχε πέση δεν τον χτύπησα ποτέ.
Αλλά τουτ' [οι ποιηταί], —
ο Υπέρβολος (61) αιτία είχε δώση μια φορά,
και τον εκλωτσοπατούσαν τον φτωχόν [εις τα γερά],
και τη μάννα του· και πρώτος στη σκηνή τον Μαρικά
είχ' ο Εύπολις (62) τραβήξη, μα εστρέβλωσε κακά,
σαν κακός [κι' αυτός που ήταν], τους «Ιππείς» μου, και για
[χάρι
του ασέμνου του χορού (63)
επί πλέον είχε πάρη
μια γρηά και μεθυσμένη,
που την έτρωγε το κύτος, σαν αυτήν που προ καιρού
είχε ο Φρύνιχος (64) φτιασμένη.
Μα κι' ο Έρμιππος,(65) κ' εκείνος κωμωδία είχε βγάλη
στον Υπέρβολον απάνω. Στηρίχθηκαν κι' όλ' οι άλλοι
στον Υπέρβολον επίσης· μα και την παραβολή
πούχω κάνη με τα χέλια, (66) την μιμήθηκαν [πολλοί].
Όποιος στο αστείο πάρη
όλα τούτα, στα δικά μου δεν θα βρη καθόλου χάρι.
Μα κι' αν πάλι 'ς όσα γράφω ευχαρίστησι θα βρήτε,
φρόνιμοι στους άλλους χρόνους, όπου θάρθουν, θα φανήτε.

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
Πρώτα στον Δία επίκλησι θα κάνω
εις των θεών τον βασιληά [τον φεβερό],
που κατοικεί απάνω —
για [να βοηθήση] το χορό.
Και στον πανίσχυρο, που διαφεντεύει
την τρίαινα, και άγρια αναμοχλεύει
και της στεριές, και τ' αρμυρά
της θάλασσας νερά.
Και στον σεπτό μας τον Αέρα,
τον μεγαλόδοξο πατέρα,
που την τροφή σε όλους δίνει·
και στον αρματηλάτη ακόμα,
που [άφθονες] στης γης το χώμα
υπέρλαμπρες αχτίνες χύνει, —
θεόν μεγάλον στους θνητούς
και στους θεούς αυτούς.

ΧΟΡΟΣ (Παράβασις)
Δόσατ', ω θεαταί σοφοί, 'ς εμέ την προσοχή σας:
μας αδικείτε, κ' έχομε παράπονα μαζύ σας.
Μ' όλο που περισσότερο την πόλιν ωφελούμε
από τους άλλους τους θεούς, και σας διατηρούμε,
μόνο 'ς εμάς απ' τους θεούς δεν κάνετε καμμία
σπονδή, ούτε θυσία.
Όταν πολέμους κάνετε τρελλούς, εμείς [αρχίζουμε]
βροντές, και ψιχαλίζουμε·
κι' όταν ψηφίζατε όλοι
τον φαφλατά, (67) τον τομαρά
και τον θεοκατάρατον, για στρατηγό [στην πόλι],
εμείς εσκουντουφλιάζαμε και με σημεία φοβερά.
Άστραψε [τότε] κ' έσκασε βροντή! μα κ' η Σελήνη
εβγήκε από το δρόμο της [τον ταχτικό κ' εκείνη]·
κι' ο ήλιος το φυτίλι του τραβώντας το κοντά του,
[αυτός] ο Κλέων στρατηγός αν ήθελε γενή,
έλεγε πως ['δω κάτου]
δεν θα ξαναφανή. (68)
Και όμως τον εκλέξατε· γιατί 'ς αυτή την πόλι
ανόητ' είσθε όλοι·
και μολαταύτα οι θεοί, σαν κάνετε κάτι τρελλό,
σας το γυρίζουν σε καλό.
Μα θα σας μάθουμε κι' αυτό, που θα σας φέρη προκοπή:
να πιάσετε τον Κλέωνα για δώρα και κλοπή,
το γλάρο! και το σβέρκο του στο ξύλο, σαν προτήτερα,
και πάλι να του βάνετε,
όπου, και σφάλμ' αν κάνετε,
η πόλι σας [απ' τα κακά] θα πέση στα καλλίτερα.

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
'Σ εμένα Φοίβε [ήλιε],
ω βασιλέα Δήλιε,
όπου της Κύθνου κατοικείς την πέτρα την ψηλή —
Μακάρια θεά και συ, (69)
που κατοικία έχεις χρυσή
στην Έφεσο, και των Λυδών η κόρες σε τιμούν πολύ.
Και η εγχώρια θεά, που την αιγίδα κυβερνά,
η πολιούχος Αθηνά.
Και συ, που κατοικία έχεις, [πάλι],
στου Παρνασσού την πέτρα [τη μεγάλη],
και με της Δέλφισσες Μαινάδες (70)
φωτίζετε χειροπιαστοί
με πεύκινες λαμπάδες —
ω Βάκχε γιορταστή!

ΧΟΡΟΣ (Παράβασις)
Όταν ετοιμαζόμαστε να ρθούμε,
ανταμωθήκαμε με τη Σελήνη,
και τότε μας παράγγελλεν εκείνη
[αυτά τα πράματα] να σας ειπούμε:
τους Αθηναίους πρώτα χαιρετάει
και τους συμμάχους· και μας είπε πάλι
ότι θυμό πολύ με σας κρατάει,
γιατί σας κάνει ωφέλεια μεγάλη,
όχι με λόγια, μα πραγματικά,
και σεις πολλά της κάνετε κακά.
Και πρώτον, κάθε μήνα κέρδος έχετε
όχι πειο λίγο από μιας δραχμής δαδί·
και όταν έξω από τα σπίτια τρέχετε
το βράδυ [που φωτάει], λέτε σεις: «Παιδί!
»του φεγγαριού το φως είνε ωραίο·
»δαδί απόψε να μην πάρης [νέο]».
Κι άλλα καλά σας έχει κανωμένα,
μα σεις στης μέρες σας δεν καταφέρνετε
πράμα σωστό να φτιάνετε κανένα,
και της γιορτές σας άνω—κάτω φέρνετε. (71)
Για τούτο κ' οι θεοί τη φοβερίζουνε
σαν χάνουν ένα δείπνο, και γυρίζουνε
πάλι στην κατοικία τους χωρίς γιορτή,
όπως το νέο γιορτολόγι απαιτεί.
Κι' όταν είνε καιρός να θυσιάζετε,
σεις κάνετε στρεβλώσεις και δικάζετε.
Και για τον Μέμνωνα όταν κρατούμε,
και για τον Σαρπηδόνα,(72) τη νηστεία,
και οι θεοί εμείς γι' αυτούς πενθούμε,
σεις κάνετε σπονδές και άλλ' αστεία.
Γι' αυτό, σαν τον Υπέρβολο είχε βγάλη
ιερομνήμονα (73) ο κλήρος, οι θεοί
του πήραν το στεφάνι απ' το κεφάλι, — (74)
με της ημέρες της Σελήνης πάλι
να μάθη να μετράη τη ζωή!

(Εξέρχεται εκ του οικίσκου ο Σωκράτης)

ΣΚΗΝΗ Β'.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ — ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ και μετά μικρόν ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Μα το χάος! τον αέρα! την αναπνοή! — κανένα
με μυαλά δεν είδα ως τώρα τόσον αποβλακωμένα,
πρόστυχο και ξεχασμένο κ' έτσι να χονδρομιλάη!
Το ελάχιστο που ακούει, πριν το μάθη το ξεχνάει,
Ας τον φέρω κ' εδώ πέρα
εις την θύρα, πούνε μέρα,
Πούσαι... Στρεψιάδη!.. .έβγα!... Τράβα έξω και την κλίνη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(Εμφανιζόμενος εις την θύραν και κρατών σανίδας κλίνης:)

Δεν μ' αφίνουν οι κορέοι να τη βγάλω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ε, ας μείνη.
Έλα συ, κ' έχε το νου σου γρήγορα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(ρίπτει τας σανίδας εντός του οικίσκου μετά θορύβου και εξέρχεται:)

Εδώ 'μαι· [ρώτα].

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Απ' αυτά, που συ δεν ξέρεις, τι να μάθης θέλεις πρώτα;
Έλα, πες μου: για τα μέτρα, για τους στίχους θέλεις
[τάχα.
ή για τους ρυθμούς [να μάθης];

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Για το μέτρημα μονάχα·
γιατί ο αλευράς — θα είνε λίγες μέρες — μούχει φάη
δύο χοίνικας (75) [στο ζύγι απ' ταλεύρι].

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Δεν ρωτάει
για τον αλευρά κανείς·
αλλά ποιο από τα μέτρα: το τ ε τ ρ ά μ ε τ ρ ο φρονείς
ή το τ ρ ί μ ε τ ρ ο πως είνε [από τάλλα πειο καλό];

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Περί του δ ω σ ε κ α μ έ τ ρ ο υ μόνο [σε παρακαλώ,
για να μη με τρων στο ζύγι], να με μάθης πειο μπροστά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Τίποτε δεν λες σωστά.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ε, στοιχηματείς [αδίκως]
πως ημίεκτο (76) δεν είνε το τετράμετρο;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Αγροίκος
είσαι κι' αμαθής
άντε να χαθής!
μολαταύτα θα μπορούσες για ρυθμούς να έχης γνώσι.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Κι' ο ρυθμός, για το αλεύρι τι ωφέλεια θα μου δώση;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Πρώτον μεν κομψός θα βγαίνης
εις της συναναστροφές σου· μα και θα καταλαβαίνης
από τους ρυθμούς ποιός είνε ο πολεμικός, και ποίος
κατά δάχτυλον (77) [ομοίως].

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Κατά δάχτυλο; τον ξέρω.

/ΣΩΚΡΑΤΗΣ/
Ε, για λέγε.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(δεικνύων προς το μέρος των αιδοίων του:)

Και ποιο άλλο,
παρά τούτο [το μεγάλο] δ ά χ τ υ λ ό μου, που το
[είχα
και από παιδί ακόμα όταν ήμουν;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Είσ' αγροίκος [κ' έχεις] βάναυσο [το στόμα].

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Όχι, κακομοιριασμένε, απ' αυτά που λες, κανένα
να μη μάθης συ εμένα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Και τι θέλεις [να σου μάθω];

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τούτο, τούτο [σου ζητώ:]
Τον πειο άδικο το λόγο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Μα πρωτήτερ' απ' αυτό
πρέπει άλλα να γνωρίζης:
μεταξύ των τετραπόδων καθαρά να ξεχωρίζης
τα αρσενικά ποιά είνε.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Αν δεν έχη αγέρα πάρη
το μυαλό μου, τα γνωρίζω: τράγος, ταύρος, το κριάρι,
ο αητός (78) και το σκυλλί.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Εγελάσθηκες πολύ.
Βλέπεις; το αρσενικό
είπες του «αητού» το ίδιον, όπως και το θηλυκό.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πώς; για πες μου, [πώς το είπα];

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ο αητός και η αητός.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα τον Ποσειδών' αλήθεια. και το θηλυκό του [αυτός
πώς το κάνει];

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Η «α η τ ί ν α»,
κι' ο «αητός» είνε το άλλο.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Εύγε σου! μα τον Αέρα, πράμα μού μαθες [μεγάλο] —
η αητίνα;! — [θα φροντίσω]
τη σκαφίδα σου αλεύρι ως τα χείληα να γεμίσω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Να κ' έν άλλο: τη «σκαφίδα», ενώ είνε θηλυκή,
συ αρσενική την είπες.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Με ποιον τρόπο αρσενική
είπα την σκαφίδα;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Όπως τον Κλεώνυμον επίσης.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πώς; να μου το εξηγήσης.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Μα «Κλεώνυμος» και «σκάφη» ένα είνε.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Βρε κουτέ,
δεν απόχτησε σκαφίδα ο Κλεώνυμος ποτέ, (79)
μα ζυμώνει πάντα μέσα σε τσανάκι στρογγυλό.
[Πες μου τώρα συ] πώς πρέπει του λοιπού να την καλώ;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Πώς; «σκαφίδα», όπως λέμε [και το Σώστρατο] Σ ω
. [σ τ ρ ά τ η (80)

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ποιο σωστό ε!νε να λέμε τη «σκαφίδα,» [ω Σωκράτη],
θηλυκή· και είν' ακόμα πειο σωστό και παστρικό
[τον Κλεώνυμο να λέμε] Κλεωνύμην, [θηλυκό](81),
Όπως λέμε και τη σκάφη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Πρέπει και ταρσενικά
τα ονόματα να μάθης, όπως και τα θηλυκά.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα τα θηλυκά τα ξέρω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Λέγε [τα μου] λοιπόν [τώρα].

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Λύσιλλα και Δημητρία, Φίλιννα και Κλειταγόρα (82).

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Και αρσενικά ποια είνε;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τόσα κι' άλλα: Μιλητίας,
[όπως είνε κι'] Αμυνίας
και Φιλόξενος (83).

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Κουτέ!
αλλ' α ρ σ ε ν ι κ ά εκείνοι δεν υπήρξανε ποτέ.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πώς; αρσενικά δεν είνε και για σας αυτά [επίσης];

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Όχι· αν τον Αμυνία [λόγου χάριν] απαντήσης,
πώς θα τον ειπής;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πώς; έτσι, [σαν να ήτανε κοπέλλα]: — Έλα, Α μ υ ν ί τ σ α, έλα! (84)

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Βλέπεις [το λοιπόν] κι' αυτό;
σαν γυναίκα τον φωνάζεις.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Σαν δεν πάη στο στρατό . . . .
Μα γιατί μαθαίνω τώρα
τέτοια πραμάτα, που όλοι τα γνωρίζουμε [στη χώρα];

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Δεν πειράζει· έλα τώρα και ξαπλώσου εδώ πάνω.

(Τον οδηγεί μέχρι του θρονίου και τον καθίζει επ' αυτού).

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (καθήμενος)
Ε, και τώρα τι θα κάνω;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Έλα, βάλε μέσ' στο νου σου
ένα πράμα του σπιτιού σου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (διατιθέμενος να εγερθή)
Όχι εδώ, σε ικετεύω· άφησε να ξαπλωθώ,
εάν ήν' ανάγκη, χάμου, για τα ίδια να σκεφθώ.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ (τον καθίζει εκ νέου)
Δεν μπορεί αλλοιώς να γίνη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ωχ! αλλοί και τρισαλλοί μου!
Τι εκδίκησι θα κάνουν οι κορέοι· στο κορμί μου!

(Κλειεί τους οφθαλμούς και φαίνεται βυθιζόμενος εις σκέψεις. — Ο Σωκράτης εισέρχεται προς στιγμήν εις τον οικίσκον)

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Βλέπε λοιπόν και σκέψου·
μέσα στο νου μαζέψου
και σαν τη σβούρα να γυρνάς·
κι' αν ίσως σε καμμία
θα πέσης απορία,
σε άλλη σκέψι να περνάς.
Και διώξε από τα μάτια σου τον ύπνο το γλυκό.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (αναπηδών όρθιος)
Πωπώ!

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Ποιο έπαθες κακό;
Τι υποφέρεις;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Χάνομαι ο δύστυχος! [όσ' ήσανε]
Κορίνθιοι (85) μέσ' στο σκαμνί, απάνου μου γλιστρήσανε
και με δαγκώνουν [στα γερά]·
μου κατασχίζουν τα πλευρά, —
ταρχίδια μου τραβάνε,
και την ψυχή ρουφάνε, —
μου σκάφτουνε τον κώλο
και μ' αφανίζουν [όλο]!

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Άφησε τα κλαψίματα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και πώς, πού παν' τα χρήματα,
κ' η όψι (86), κ' η ψυχούλα μου,
και η παντούφλες, [κι' ούλα μου]!
Και 'ς όλα τούτα τα κακά, αν ίσως και θ' αρχίσω εδώ,
σαν τους φρουρούς να τραγουδώ,
[μην τύχη κι' αποκοιμηθώ](87), —
εμ δεν θ' αργήσω να χαθώ.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

(εξερχόμενος και βλέπων τον Στρεψιάδην όρθιον και δυσανασχετούντα).

Τι κάνεις συ; δεν σκέπτεσαι;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ναι, μα τον Ποσειδώνα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Και τι εσκέφθηκες λοιπόν; [για λέγε].

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
[Τούτα μόνα:
αν οι κορέοι κάτι τι θα μου αφήσουν.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Χάσου!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Να, τώρα μόλις χάθηκα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Μη δειλιάς· σκεπάσου·
για ναύρης τρόπο αρνητικό (88)
και πονηρό [τους δανειστάς να μην πληρώσης].

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τι κακό!
Ποιος τάχα με σοφίσματα θα με σκεπάση α ρ ν η τ ι κ ά
από [προβιές και] αρνιακά!

(Πίπτει πάλιν επί του θρονίου και φαίνεται βυθιζόμενος εις σκέψεις).

ΣΩΚΡΑΤΗΣ (μετά στιγμήν:)
Και τώρα για να ιδώ,
τι κάνει αυτός εδώ.

(Παρατηρεί τον Στρεψιάδην άνωθεν και τον ωθεί εις τους ώμους),

Ε συ! αποκοιμήθηκες;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Όχι, μα τον Απόλλωνα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Τίποτε δεν θυμήθηκες;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ω, μα τον Δία, τίποτε.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Τίποτε;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Έχω φέρη, —
αυτό και μόνο: την ψωλή μέσ' στο δεξί μου χέρι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Πώς; γρήγορα δεν θα σκεφθής κουκουλωμένος κάτι;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και σαν τι πράμα [να σκεφθώ]; για λέγε μου, [Σωκράτη].

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Συ πρώτα πρέπει να μας πης: τι αγαπάς [ως τόσο]
ν' ανακαλύψης;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Κανενός τους τόκους να πληρώσω
δεν θέλω, και το άκουσες χίλιες φορές.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Σκεπάσου,
σχίσε τη σκέψι σου λεπτή, κι όλα τα πράματά σου
εξέτασε σιγά-σιγά, αφού τα διαιρέσης
ορθώς και [ημπορέσης
να τα] παρατηρήσης.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Αχ! αλλοίμονό μου, ο δυστυχής!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Έλα και μην ανησυχής·
κι' αν 'ς απορία θα βρεθή η σκέψι σου [μεγάλη],
άφ' την, και ξανακίνησε την ίδια σκέψι πάλι,
και κλείσ' τη σε λιγάκι

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (αιφνιδίως:)
Ω φίλε Σωκρατάκη!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Τι, γέρο;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μια α ρ ν η τ ι κ ή για τόκους μούρθε γνώμη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Φανέρωσέ τη μου λοιπόν.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Για πες μου τούτο ακόμη:
Αν πληρώσω [λόγου χάρι]
μια μαγίστρα Θεσσαλή, (89)
και τη νύχτα το φεγγάρι
κατεβάσω και το κλείσω σε μια θήκη στρογγυλή,
και το έχω σαν καθρέφτη ....

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
[Ε, καλά]· με τούτο τάχα τι ωφέλεια σου πέφτει;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τι; μα όταν δεν θα βγαίνη το φεγγάρι κάθε τόσο,
εγώ τόκους δεν θα δώσω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Και γιατί;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Γιατί τους τόκους δίνουν και τα δανεικά
κάθε μήνα [τακτικά](90).

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Εύγε! θα σου ειπώ κ' έν' άλλο
πειο σοφό και πειο μεγάλο:
Αν σου γίνη καμμιά δίκη πεντατάλαντος [επίσης]
πώς θα κάνης να τη σβύσης;
Λέγε μου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (σκεπτόμενος)
Πώς;... πώς;., δεν ξέρω... να σκεφθώ...

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Το λογισμό σου
μη τον φέρνης εσύ πάντα γύρω από τον εαυτό σου·
άφ' τη σκέψι απ' τον αγέρα νάρθη ψηλοκρεμαστή, —
σαν το μπούρμπουλα δεμένη απ' το πόδι με κλωστή.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(σκεπτόμενος προς στιγμήν λέγει αιφνιδίως:)

Βρήκα μια καταστροφή
για τη δίκη, πιο σοφή,
οπού και συ επίσης
μ' εμέ θα συμφωνήσης.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Και ποια λοιπόν απ' όλες;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Εις τους φραρμακοπώλες
είδες την πέτρα την καλή,
τη διάφανη, που την φωτιάν ανάφτουν;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Λες για το γυαλί;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Βέβαια.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Και με τούτο τι;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Αν έπαιρνα λοιπόν αυτή,
κ' εκείνη την ημέρα
που θα 'γραφε ο γραμματικός, την πέτρα παρά πέρα
στον ήλιο ν' αντικρύσω,
και [στη στιγμή] τα γράμματα της δίκης μου να σβύσω (91);

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ω, μα της Χάριτες! (92) σοφόν!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(τρίβων τας χείρας με ευχαρίστησιν)

Πω, πω, πω, πω! τι γλύκες!
που [μ' ένα πουφ!] θα σβύνωνται πέντε ταλάντων δίκες!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ (αιφνιδίως)
Άρπαχ' το γρήγορα κι' αυτό!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τι; ποιο;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Πώς σε μια δίκη.
όπου δε είναι μάρτυρες μπροστά, την καταδίκη
θα εμποδίσης;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Εύκολα κι' αυτό μπορεί να γίνη

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Για λέγε το.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
θα σου το ειπώ. Μια δίκη μόλις μείνη
προτού εγώ να δικασθώ,
θα τρέξω και θα κρεμασθώ.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ (με έκφρασιν απογοητεύσεως)
Τίποτε!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ναι, μα τους θεούς! όταν εγώ πεθάνω
δίκη με ποιόν θα κάνω;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ (ως ανωτέρω)
Η κάθε λέξι σου κουτή·
α να χαθής!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Αλλά γιατί,
Σωκράτη μου; σου λέω ναι!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Μα συ ξεχάνεις το ταχύ
ό,τι κι' αν μάθης· λέγε μου, τι σούχα μάθη στην αρχή;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τώρα θα ιδώ . . . για στάσου . . .

(Σκεπτόμενος και ξύων την κεφαλήν του)

ποιο πρώτο τάχα ήτανε [απ' τα μαθήματά σου]; . . . ·

(Αιφνιδίως)

Εκείνο που ζυμώνουνε ταλεύρι πώς το λένε;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Δεν πας λοιπόν να χάνεσαι, γεροξεμωραμένε
και ξεχασιάρη;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Συφορά! Τι μού ' μελλε να πάθω!
Εχάθηκα, το στρίψιμο της γλώσσας αν δεν μάθω!

(Προς τας Νεφέλας:)

— Μα σεις, Νεφέλες, μια καλή
πέστε μου τώρα συμβουλή.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Γέρο! σου συμβουλεύουμε, αν έχης γυιο κανένα
αναθρεμμένο, στείλε τον να μάθη αυτός για σένα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Έχω ένα γυιο, καρδιά χρυσή,
μα δεν μαθαίνει τίποτε. Αχ! τι να κάνω!

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Πώς εσύ
το επιτρέπεις;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Γιατί αυτός,
είναι τρανός και δυνατός,
κι' από της Κοισύρες (93) μία μου τον εχει γεννημένο
της ελαφροπεταλούδες. Ε, λοιπόν εγώ πηγαίνω
εις αυτόν, κι' αν δεν θελήση —
ε, μα δεν θα μ' εμποδίση
τίποτε, από το σπίτι να μη τον πετάξω [τώρα].

(Προς τον Σωκράτην:)

Έμβα και περίμενέ με μέσ' στο σπίτι λίγην ώρα.

(Απέρχεται ταχέως και εισέρχεται εις τον έναντι οίκον του).

ΣΚΗΝΗ Β'.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ — ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Καταλαβαίνεις τάχα,
ότι εμείς μονάχα
απ' όλους τους θεούς, πολλά
θα σου δωρήσουμε καλά;
Σαν τάχη αυτός χαμένα
και κρέμεται από σένα,
και τη δική σου προσταγή
να εκτελέση δεν θ' αργή, —
γλείφ' του το γρηγορώτερο
ό,τι μπορείς περσσότερο.
Να γίνη δεν πολυαργεί
σε τέτοιες σκέψης αλλαγή.

(Ο Χορός των Νεφελών αποσύρεται . — Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ εισέρχεται εις τον οικίσκον του. — Εκ του έναντι οίκου εξέρχεται ο ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ μετά του ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΟΥ).

ΣΚΗΝΗ Γ'.


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ — ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (εν οργή:)
Μα την καταχνιά! να μείνης πειά δω πέρα, δεν θα γίνη:
πήγαινε στο Μεγακλή, (94) [σου· — του 'χουν] η κολόνες [μείνη]
άντε φά 'τες [εκεί πέρα].

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Τι έπαθες, καλέ πατέρα;
Μα τον Δία του Ολύμπου, δεν είσαι καλά.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(με ειρωνείαν και αγανάκτησιν:)

Να, να!
καλέ τι κουτός! τον Δία του Ολύμπου κοπανά!
Να! σε τέτοια ηλικία
πούνε τώρα, να πιστεύη στον Ολύμπιο τον Δία!

(καγχάζει).

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Τι γελάς γι' αυτό;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Που βλέπω πως παιδί εισ' απ' τώνα μέρος,
μα στης σκέψεις είσαι γέρος.
Έλα δω λοιπόν [μαζύ μου] για να ξέρης πειο πολλά,
και για να σου ειπώ και πράμα, που αν το μάθης συ καλά,
σωστός άνδρας θα γενής·
μα δεν πρέπει να το μάθη από σέν' αυτό κανείς.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Ε, καλά λοιπόν, τι είνε;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Συ ωρκίσθης «μα τον Δία».

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Βέβαια.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Λοιπόν το βλέπεις τι καλό πούν' η παιδεία;
Δεν υπάρχει, Φειδιππίδη, Ζευς.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
[Καλά, και] τι υπάρχει;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Σ τ ρ ό β ι λ α ς (95), οπού τον Δία πέταξε και τούτος άρχει.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Μπα! παραλαλείς;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Να ξέρης πως είν' έτσι [κι' όχι αλλοιώς].

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Ποιος τα λέει αυτά [για πες μου];

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ο Σωκράτης ο Μ η λ ι ό ς (96)
και ο Χαιρεφών, που ξέρει να μετράη του ψύλλου αχνάρι (97)

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Και η ζούρλια η δική σου τέτοιον δρόμον έχει πάρη,
που 'ς εκείνους να πιστέψης τους υποχονδριακούς;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Να μιλάς καλά, και λόγους να μη λες ποτέ κακούς
για τους άνδρες τούτους, πούχουν νου και γνώσι και σοφία.
Γιατί από οικονομία
δεν κουράσθηκαν ποτέ τους, ή με μύρα ν' αλειφθούνε,
ούτε πήγανε ως τώρα στο λουτρό για να πλυθούνε.
Ενώ συ μου καταλούζεις [διαρκώς] τα χρήματά μου,
σαν να ήμουν πεθαμένος. Έλα γρήγορα [κοντά μου]
να τα μάθης συ για μένα.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Τι καλό [και κολοκύθια]
θα μπορέση για να μάθη απ' αυτούς κανείς;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (ειρωνικώς:)
Αλήθεια;
Μα την κάθε μια σοφία πούχει ο άνθρωπος [θα λάβης],
που [ευθύς] θα καταλάβης
τι χονδρός ο εαυτός σου κι' αμαθής που είνε [τώρα].
Στάσου και περίμενε με εδώ πέρα λίγην ώρα.

(Εισέρχεται μετά σπουδής εις τον οίκον του).

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (μόνος:)
Δυστυχία! τι να κάνω; ο πατέρας μου ετρελλάθη!
και μ' αυτό που έχει πάθη
[σκέπτομαι] διπλό σκοπό:
ή να πάω στους νεκροθάφτες και την τρέλλα του να ειπώ,
ή σε δίκη να τον φέρω.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(εξέρχεται κρατών υπό την μίαν μασχάλην πετεινόν και υπό την ετέραν όρνιθα:)

Για να ιδούμε, [το γνωρίζεις];

(Δεικνύων τον πετεινόν:)

Λέγε μου, σαν τι νομίζεις
πως είναι τούτο που κρατώ;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Πουλερικό (98).

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (δεικνύων την όρνιθα:)
Καλά· κι' αυτό;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Π ο υ λ ε ρ ι κ ό.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
[Μπα! Ετσι αι;] Ώστε τα δυο αντάμα
είναι το ίδιο πράμα;
Είσαι γελοίος! τα παληά που ξέρεις πάν' εκείνα (99)·
αυτό το λένε πετεινό και τούτο π ε τ ε ι ν ί ν α.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (καγχάζων:)
Πώς; π ε τ ι ν ί ν α; και αυτά τα γνωστικά μαθαίνεις
εδώ 'ς αυτούς τους γηγενείς τους [ασεβείς] (100) που μπαίνεις;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Κι' άλλα πολλά· μα ό,τι εγώ κι' αν μάθω μια φορά καλά,
την άλλη ώρα τα ξεχνώ, από τα χρόνια τα πολλά.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Μπα, και για τούτο έχασες λοιπόν το φόρεμά σου;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Το κ α τ α φ ι λ ο σ ό φ η σ α (101), δεν το 'χασα.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
[Για στάσου]·
κι' η παντούφλες σου, κουτέ, πού τάχα παίρνουνε ψωμί;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Α, σαν τον Περικλή [κ' εγώ θα σου το ειπώ εις τη στιγμή]:

(με κωμικόν στόμφον)

«Της έχασα όπου έπρεπε (102)!» — Και σφάλμ' αν είν' ακόμη
τράβα να πάμε, κι' άκουσε την πατρική τη γνώμη.
Κ' εγώ θυμούμαι μια φορά, που ήσουν έξη χρόνων
παιδί, και όμως σ' άκουσα — τραύλιζες τότε μόνον —
και με τον πρώτον οβολό που πήρα του ηλιαστή (103),
έν' αμαξάκι (104) αγόρασα στων Διασίων (105) τη γιορτή.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Για όλ' αυτά, [πατέρα],
θα λυπηθής μια μέρα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (ενθουσιωδώς:)
Εύγε σου! που επείσθηκες [το πως δεν είνε τρέλλα
αυτά που άκουσες να ειπώ].

(Εισέρχεται εις την αυλήν του Σωκράτους, σύρων εκ της χειρός τον
Φειδιππίδην, και σπεύδει εις την θύραν του οικίσκου:)

— Σωκράτη! έλα! έλα!,
του άλλαξα τη γνώμη
του γυιου μου, και στον κουβαλώ και άθελά του ακόμη.

(Εξέρχεται ο Σωκράτης)

ΣΚΗΝΗ Δ'


ΣΩΚΡΑΤΗΣ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ακόμ' είν' άμυαλο παιδί, και δεν είνε τριμμένο
εις της κρεμάστρες μας εδώ.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ

(δεικνύων τον κρεμάμενον κόφινον:)

Αν σ' είχαν κρεμασμένο,
θάσουν τριμμένος πειο καλά.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Δεν χάνεσαι [κρεμανταλά],
που έβρισες το δάσκαλο;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

(μιμούμενος εις την έκφρασιν τον Φειδιππίδην:)

«Αν σ' είχαν κρεμασμένο!»
Τι άσχημα ειπωμένο,
και με τα χείλια χάσκοντας!... Μια δίκη [εναντία]
πως θα γνωρίζη να γλιστρά, ή και μια μαρτυρία
και στον αντίδικο γερά να βγάλη επιχειρήματα (106);
το έμαθ' ο Υπέρβολος (107) μ' ενός ταλάντου [χρήματα].

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ησύχασε και μάθε τον· έχει εξυπνάδα φυσική.
Ήτανε τόσο δα παιδί, και μέσ' στο σπίτι μας εκεί,
και καραβάκια σκάρωνε, κ' έφτιανε και σπιτάκια,
και πέτσιν' αμαξάκια,
και βατραχάκια [τόσα να]
από ροϊδόφλουδ' αδειανά, —
άμ' τι θαρρείς; Όταν λοιπόν τους λόγους σου, — τον
[«Κρείττονα»
ποιος είνε, και τον «Ήττονα» εκείνος θα
γνωρίζη,
τα δίκαια με τάδικα θαναποδογυρίζη.
Και αν να μάθη και τους δυο τους λόγους βρίσκη κόπο,
ε, μάθε του τον Άδικο λοιπόν με κάθε τρόπο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
[Σώπα]· κι' απ' τους δυο αντάμα
θα τα μάθη το παιδί σου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ε, πηγαίνω· μα θυμήσου
ότι [πρέπει] ν' αντιλέγη 'ς όποίο [βρίσκει] δίκηο πράμα.

(Ο Στρεψιάδης αποσύρεται και εισέρχεται εις τον οίκον του. — Δύο Μαθηταί του Σωκράτους εξάγουν εκ του οικίσκου τον ΔΙΚΑΙΟΝ ΛΟΓΟΝ και τον ΑΔΙΚΟΝ ΛΟΓΟΝ, έκαστον εντός κλωβού, και τοποθετούντες αυτούς έναντι αλλήλων, αποσύρονται. — Ο Άδικος είνε ακμαίος ανήρ, ο δε Δίκαιος γέρων).

ΣΚΗΝΗ Ε'


ΣΩΚΡΑΤΗΣ. — ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ. — ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ. — ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΧΟΡΟΣ — ΝΕΦΕΛΩΝ

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

(προς τον Άδικον Λόγον προκλητικώς:)

Έλα και στους θεατάς μας να φανής ποιος είσαι, συ
με το ύφος το θρασύ.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τράβα κι' όπου θέλεις πάμε· 'ς όσο πειο πολλούς μιλήσω,
πειο πολύ θα σε νικήσω.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Συ εμέ; ποιος είσαι τάχα;

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Λόγος.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μα ο «Ήττων» [λόγος, ο κατώτερος μονάχα).

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μα κι' αν λες πως είσαι ο «Κρείττων» [κι' ο ανώτερος], η
[νίκη
εις εμένα μόνο ανήκει.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τι σοφό θα κάνης;

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Νέας θαύρω σκέψεις.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ (δεικνύων το κοινόν)
Εις αυτούς
τους κουτούς περνούνε τέτοια.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τους σοφούς, κι' όχι κουτούς.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Θα σε καταστρέψω.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πες μας, πώς;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τα δίκηα θα μιλήσω.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μα κ' εγώ μ' αντιλογίες θα ταναποδογυρίσω.
Σου το λέω: δεν υπάρχει πουθενά δικαιοσύνη.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Δεν υπάρχει, λες;

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Για πες μας, που υπάρχει τάχα εκείνη;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Στους θεούς.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Και αν υπήρχε τέτοιο πράμα [εκεί πέρα],
πώς ο Ζευς, που τον πατέρα
είχε δέση, δεν εχάθη;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πω, πω, πω! ως εδώ φθάνει
το κακό;! φέρτε λεκάνη!

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Σαχλέ, γεροφαντασμένε!

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πούστη συ και ντροπιασμένε, —

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ρόδα είν' τα λόγια εκείνα!

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Με βρωμόλογα στο στόμα (108) —

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μ' εστεφάνωσες με κρίνα.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πατροκτόνος είσαι ακόμα!

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μωρέ δεν καταλαβαίνεις
με χρυσάφι πως με ραίνεις;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Το χρυσάφι αυτό μολύβι ήταν στον παληό καιρό.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τώρα όμως με στολίζει.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Έχεις θράσος φοβερό!

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Και συ είσαι μουχλιασμένος.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Και συ είσαι η αιτία,
που δεν θέλουν πειά οι νέοι να πηγαίνουν στα σχολεία.
Μα κι' οι Αθηναίοι αυτοί
θα το νοιώσουν τι μαθαίνουν από σένα, οι κουτοί!

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Εξεράθης πεινασμένος!

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Και συ είσ' ευτυχισμένος.
Μολονότ' [συνεχώς]

ήσουν στην αρχή φτωχός,
λέγοντας πως είσαι όμοιος του Τηλέφου (109) απ' τη Μυσία,
κ' έτρωγες απ' το ταγάρι, Πανδελέτου (110) πονηρία.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ (θριαμβευτικώς:)

Πώπω! για την εξυπνάδα και τη γνώσι μου λες τώρα!

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ (ειρωνικώς:)
Πώπω! για την τρέλλα λέω, πούχεις συ και τούτ' η χώρα
που την αφεντιά σου τρέφει,
τα παιδιά να καταστρέφη.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ (εννοών τον Φειδιππίδην).
Δεν θα τον διδάξης τούτον εσύ, γεροκουτομόγια.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πρέπει να σωθή, και όχι να μαθαίνη μόνο λόγια.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

(προς τον Φειδιππίδην δεικνύων τον Δίκαιον Λόγον)

Έλα δω, [και μη σε μέλη]·
κι' ας ζουρλαίνεται όσο θέλει.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μα να κλάψης [θα σε κάνω],
αν του βάλης χέρι απάνω.

ΧΟΡΟΣ
Να παύσετε τον πόλεμο, [τα πάθη],
και τα βρισοκοπήματα.

(προς τον Δίκαιον Λόγον:)
— Συ δείξε, στους παληούς τι έχεις μάθη —

(προς τον Άδικον Λόγον: )

— Δείξε και συ τα νέα τα μαθήματα,
κι' αυτός από τα λόγια σας θα κρίνη
ποιου απ' τους δυο σας μαθητής θα γίνη.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ω, ναι! κ' εγώ αυτό θέλω να κάνω.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κ' εγώ το θέλω με το παραπάνω.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Έλα, ποιος θ' αρχίση
πρώτος να μιλήση;

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ας αρχίση αυτός· και όσα
η δική του θα ειπή [γλώσσα],
θα τα καταπολεμήσω με λογάκια όλο νέα
και σοφίσματα [σπουδαία].
Και στο τέλος, αν [μπροστά μου]
ένα γκιχ θα κάνη μόνο, από τα σοφίσματά μου
θα γενή [ευθύς] κομμάτια,
σαν να τον κεντρώσαν σφήκες και στα μούτρα και στα μάτια.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Σεις, πούχετε το θάρρος στη ρητορική,
δειχθήτε και ο ένας και ο άλλος
με λόγια επιτήδεια και λογική (111),
να ιδούμε ποιος θα βγη ο πειο μεγάλος.
Γιατί στην ώρα αυτή
κίνδυνος φαίνεται τρανός
για τη σοφία καθενός,
που με αγώνα τρομερόν ο κάθε φίλος μου ζητεί.

(Προς τον Δίκαιον Λόγον:)

Και τώρα συ, που τους παληούς ανθρώπους
τους εστεφάνωσες με τίμιους τρόπους,
βάλε λοιπήν, όση αγαπάς, φωνή,
ο λόγος σου ποιος είνε να φανή.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Για την παληά θα σας ειπώ εκείνη
παιδεία, σαν η νειότη μου ανθούσε,
όταν μιλούσα με δικαιοσύνη
κι ο κόσμος φρονιμάδα την περνούσε.
Απ' τα παιδιά 'ς εκείνον τον καιρό
ούτ' ένα γκιχ δεν άκουγες [ξερό].
Μισόγυμνοι, μα και σεμνοί εβγαίνανε
μαζύ—μαζύ στους δρόμους οι γειτόνοι,
και στης κιθάρας το σχολειό πηγαίνανε,
κι' αν έπεφτε σαν πίτουρο το χιόνι.
Κ' εκεί μαθαίνανε να τραγουδούνε,
ή «την Παλλάδα [Αθηνά] την τρομερή» (112)
ή «τον αχό της λύρας τον βαρύ», (113)
χωρίς σφιχτά τα πόδια να κρατούνε·
και δίνανε στην αρμονία τον τόνο,
που παίρνανε απ' τους γονηούς τους μόνο
Κι' αν έλεγαν καμμιά φορά
λόγια σαχλά και βρωμερά,
ή τη φωνή τους λύγιζαν ποτέ,
— όπως του Φρύνι (114) τώρα οι μαθηταί
με τη δυσκολολύγιστη στροφή
και τα στρεβλά και πούστικα τσακίσματά (115) τους, -
γι' αυτή της Μούσας την καταστροφή
πολλές ραβδιές ετρώγαν στα πλευρά τους!
Και, καθισμένοι στη γυμναστική τους,
οι νέοι, επροβάλλαν το μερί τους,
κανείς από τους έξω να μη βλέπη
εις το κορμί τους πράμα που δεν πρέπει.
Κι' όταν εσηκώνοντο, εσιάζανε
την άμμον, [όπου ήσαν καθισμένοι,
στους εραστάς που απ' έξω [τους κυττάζανε],
της νειότης τους σημάδι να μη μένη.
Ο νέος άλειφε το σώμα [στα μισά]
κι' από τον αφαλό ποτέ πειο κάτου,
κι' ανθούσε εις τα μέλη τα κρυφά του,
όπως στα μήλα, χνούδι και δροσιά.
Και ούτε την κατέβαζε στα μαλακά
σαν περπατούσε, ο νέος, τη φωνή του,
να προξενεύη με τα μάτια [τα γλυκά]
τον εαυτό του εις τον εραστή του.
Ούτ' ήτανε δικαίωμα [του κάθε νηού],
στην ώρα του φαγιού, ν' απλώνη χέρι
σε άνηθο ή σε κεφάλι ραπανιού
ή σέλινο, εκεί που ήσαν οι γέροι,
κι' ούτε φαγιά και τσίχλα κατεβάζανε,
ούτε το πόδι απάνω στ' άλλο εβάζανε.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Αυτά τα κάνανε θαρρώ
στων Διπολίων (116) τον καιρό,
και μυρίζουνε Κηκείδην (117) και Βουφόνια (118) [περισσά]
και τζιτζίκια [που φορούσαν στα κεφάλια τους, χρυσά].

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

Κι' όμως τούτη μόνον ήταν η παιδεία μου [κ' η σκέψι],
που τους Μαραθωνομάχους [τους μεγάλους] είχε θρέψη.
Συ τον έχεις μαθημένον
τον σημερινόν τον νέον
μεσ' στα ρούχα τυλιγμένον, —
οπού πνίξιμο με πιάνει, μέσα στων Παναθηναίων
σαν χορεύη [τη γιορτή]
[το χορό] στην Αθηνά (119),
την ασπίδα του κρατεί,

(ειρωνικώς:)

και χαλάει το χορό του, κρύβοντας τα μπροστινά.

(Προς τον Φειδιππίδην:)

Για όλ' αυτά, παιδάκι μου, [που έχεις ακουσμένα],
τον Λόγον τον καλήτερον διάλεξε συ, — εμένα.
Και θα μισής την αγορά,
θαπέχης κι' από τα λουτρά,
στο κάθε πράμα πούν' αισχρό συ θα αισθάνεσαι ντροπή
κι' όλος θανάφτης, αν κανείς λόγο πειραχτικό σου ειπή,
και θα μισοσηκώνεσαι από το κάθισμά σου,
όταν οι γεροντότεροι περνούν από μπροστά σου.
Μη κάνης στο γονηό κακό, μη κάνης πράματ' απρεπή,
γιατί προσβάλλεις τη Ντροπή·,
Και ούτε στης χορεύτριες αρμόζει να πηγαίνης,
γιατί εκεί που χάσκοντας θα μένης,
με μήλο ένα πορνίδιο μπορεί να σε χτυπήση,
και την υπόληψί σου να τη σβύση.
Μήτε και στον πατέρα σου ναντιλογής ποτέ,
ή να του πης καμμιά φορά «[γέρω]»-Ιαπετέ (120)»,
ούτε και για τα χρόνια του να τον χλευάσ' η γλώσσα σου,
αυτόν, που ήταν η κλώσσα σου.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Αν όσα λόγια είπ' αυτός, παιδί μου, ακολουθήσης,
τότε, μα τον Διόνυσο, και συ θα καταντήσης
σαν τα παιδιά [που γέννησε] ο Ιπποκράτης (121) [ο γιατρός] —
και θα σου λέν' πως βλίτα (122) τρως.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

(εξακολουθών ν' αποτείνεται, προς τον Φειδιππίδην:)

Με δυνατό και ανθηρό το σώμα
στα γυμναστήρια θα είσαι [ακόμα]·
ούτε από το στόμα σου θα βγαίνη
ανοησία — σαν κι' αυτούς — στην αγορά,
ούτε θα παρασύρεσαι [κάθε φορά]
σε δίκη μικραντιλογοχαμένη (123) .
Μα στην Ακαδημία συχνά θα κατεβαίνης
και στης εληάς τον ίσκιον [εκεί] της ιερής (124),
με συνομήλικόν σου σεμνόν που θα πηγαίνης
από καλάμι άσπρο στεφάνι θα φορής·
πυκνοφυλλούσσας λεύκας (125) και σμιλαγγιού μαζύ σου
και «αμεριμνησίας» (126) θάχης μοσχοβολιά,
κ' η άνοιξις σαν έλθη θα χαίρετ' η ψυχή σου,
που ο πλάτανος συρίζει κοντά εις τη φτελιά.
Αν ίσως κάνης συ αυτά
οπού εγώ σου λέω,
θάχης τα στήθηα δυνατά,
το χρώμα σου ωραίο,
θάχης τον ώμο σου μακρύ,
θάχης τη γλωσσά σου μικρή,
θάχης πλατειά τα πισινά
θάχης κοντά τα μπροστινά.
Κι' αν από τους σημερινούς
παράδειγμα θα πάρης,
θάχης τους ώμους αχαμνούς,
θα γίνης κιτρινιάρης,
θάχης τα στήθηα σου λεπτά,
μεγάλα τα μεριά σου [αυτά],
θάχης στενά
τα πισινά,
και ψηφίσματα και γλώσσα
θάχης τόσα κι' άλλα τόσα.
Το κάθ' αισχρό, καλό πως είναι θα σε πείση,
και το καλό, πως είν' αισχρό θάχης νομίση,
και εις το τέλος θα γεμίσης κι' από κείνη
του Αντιμάχου (127) του αισχρού την πουστοσύνη.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Συ, που καλλιεργείς τη δοξασμένη
σοφία και την καλοπυργωμένη,
ω τι σεμνό λουλούδι και γλυκύ
υπάρχει μέσ' στα λόγια σου [εκεί]!
Μα βέβαια κ' ευτυχισμένοι ήσανε
όσοι στην εποχή σου τότε ζήσανε!

(Προς τον Άδικον Λόγον:)

Συ, με τη Μούσα την κομψή, κάτι καινούργιο τώρα
πρέπει να ειπής, γιατί αυτός σ' ενίκησε [ως την ώρα]·
αν θέλης από πάνω του να ρθης [εις την εντέλεια],
σου πρέπει σκέψι δυνατή, χωρίς να φέρης γέλια.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ (προς τον Φειδιππίδην:)
Τα σπλάχνα μου επνίγονταν [για τούτη την αιτία],
και να γκρεμίσω ήθελα με λόγια εναντία
τα όσα είπε· γιατί εδώ, σε τούτους τους δασκάλους
ο «Ήττων» ωνομάσθηκα, που πρώτος απ' τους άλλους
βρήκα τη μέθοδο εγώ
στους νόμους για ναντιλογώ
και εις τα δικαστήρια· όταν λοιπόν η νίκη
στο λόγο, τον περσότερο αδύνατον, ανήκη,
δέκα χιλιάδες τ ά λ η ρ α (128) και πειο πολύ βαρύνει.
Κύττα πώς τη σοφία του θα κουρελιάσω εκείνη,
που τόσο την πιστεύει.
Νάτος! αυτός γυρεύει
και να λουσθής με το θερμό νερό να μη μπορής.

(Προς τον Δίκαιον Λόγον:)

Για πες μας, το θερμό λουτρό γιατί κατηγορείς;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Είνε κακό· φτιάνει δειλόν τον άνδρα

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Στάσου, στάσου!
δεν μου ξεφεύγεις· πιάστηκες [στα λόγια τα δικά σου].
Για πες μου: από του Διός, σαν πειό απ' όλα τα παιδιά
κόπους δοκίμασε πολλούς και έχει την πειο τρανή καρδιά;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τον Ηρακλή εκείνο
για πειο μεγάλον κρίνω.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κ' είδες Ηράκλεια λουτρά
ως τώρα πουθενά ψυχρά;
Παλληκαράς ποιος άλλος
εβγήκε πειο μεγάλος;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Αυτά κι' αυτά, που σήμερα οι νέοι σαλιαρίζουν,
αδειάζουν της παλαίστρες μας και τα λουτρά γεμίζουν.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κατόπιν [επροχώρησες
και 'ς άλλο], και την αγοράν [ακόμα] κατηγόρησες·
μα εγώ την επαινώ αυτή·
γιατί αν ήτανε κακόν, ο Όμηρος αγορευτή
δεν θάκανε τον Νέστορα, και τους σοφούς τους άλλους.
Στη γλώσσα τώρα έρχομαι, που λόγους, λέει, μεγάλους:
δεν πρέπει να γυμνάζωνται οι νέοι — αλλά πρέπει!
και νάνε, λέει, φρόνιμοι· εδώ [καθένας βλέπει]
δύο κακά· εξέτασε και πες μου [σε παρακαλώ]:
τη φρονιμάδα είδες ποτέ να βγαίνη σε καλό;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ω, σε πολλά· και ο Πηλεύς (129), γιατ' ήταν μυαλωμένος,
επήρε ξίφος.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ξίφος, αι; ωχ! ο δυστυχισμένος!
αστεία, πήρε χάρι.
Κέρδισ' απ' το λυχνάρι
τάλαντα ο Υπέρβολος (130), μα με την πονηρία·
και όμως δεν εκέρδισε και ξίφος, μα τον Δία!

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μα ο Πηλεύς της Θέτιδος ο άνδρας είχε γίνη,
που ήταν φρόνιμος.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Γι αυτό του το 'σκασε κ' εκείνη.
Γιατί δεν ήταν τολμηρός, κι' ούτε γλυκύς [ακόμα
της νύχτες εις το στρώμα.
και η γυναίκα δεν ποθεί
παρά το πώς να γαμηθή, —
και σ' είσ' ένα ψωφάλογο!

(Προς τον Φειδιππίδην:)

Ο νους σου τώρ' ας κρίνη,
παιδάκι μου, πόσα καλά η φρονιμάδα κλείνει!
Τι ηδονές θα στερηθής! παιδιά, γυναίκες, φαγητά,
τι γέλια και τι χάχλανα και τι παιγνίδια (131) και πιοτά!
Τότε γιατί κανείς να ζη
στερούμενος αυτά μαζύ;
Ας είνε^ τώρ' ας έλθουμε 'ς ό,τι απαιτεί κ' η φύσι·
Αν ίσως και αμάρτησες, αν έχης αγαπήση,
και σε τσακώσουνε ποτέ γυναίκα να μοιχεύης,
εχάθηκες· και να σωθής με λόγια μη γυρεύης.
Μαζύ μου όμως [θα μπορής]
και να πηδάς και να χαρής
ό,τι είνε πράμα φυσικό,
και να γελάς, και τίποτα να μη νομίζης για κακό.
Κι' αν σε τσακώσουν για γαμιά,
να ειπής πως αδικία συ δεν έκαμες καμμιά,
κι' αμέσως το παράδειγμα να φέρης εις τον Δία,
πούχει κι' αυτός στον έρωτα [μεγάλη] αδυναμία
και στης γυναίκες· πώς λοιπόν θα γίνης συ, πούσαι θνητός,
απ' το θεό πειο δυνατός;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κι' αν πίσωθε ραπανωθή (132)
και με τη στάχτη μαδηθή,
θα έχη επιχείρημα κανένα να μας μάθη
πώς δεν είν' ανοιχτόκωλος;

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Και τι κακό θα πάθη
κι' αν είναι κι' ανοιχτόκωλος;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μα κι' απ' αυτό μονάχα
τι είνε μεγαλείτερο;

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τι θάλεγες συ τάχα
'ς αυτό κι' αν σε νικούσα;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Εγώ; θα σιωπούσα.
Τι άλλο;

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Πες: τους ρήτορας (133) [αυτούς που έχουμ' όλους],
πού τους προμηθευόμαστε;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Απ' τους ανοιχτοκώλους!

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μ' έπεισες· και τους τραγικούς [αυτούς που έχουμ' όλους]
που τους προμηθευόμαστε;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Απ' τους ανοιχτοκώλους!

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Σωστά· και τους δημαγωγούς [αυτούς που έχουμ' όλους]
που τους προμηθευόμαστε;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Απ' τους ανοιχτοκώλους!

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Νοιώθεις πως τίποτα δεν λες; Για κύτταξε απ' τους θεατάς
τους πειο πολλούς.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κυττάζω, να!

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Και τι λοιπόν εσύ κυττάς;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Μα τους θεούς! οι πειο πολλοί και από τούτους όλους —
απ' τους ανοιχτοκώλους!

(Δεικνύων το ακροατήριον:)

Κι' αυτόν τον ξέρω εγώ καλά, καθώς κ' εκείνον [πάλι],
κι' αυτόν τον μακρομάλλη!

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τι λες λοιπόν;

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Νικήθηκα!

(Εκδύεται τον χιτώνα του και αποτείνεται προς το κοινόν:)

Πάρτε, ω γαμημένοι εσείς, το ρούχο μου, που γδύθηκα·
κ' εγώ [θαποφασίσω]
σε σας ν' αυτομολήσω!

(Κάμνει σχήμα προς το κοινόν ότι θα κατέλθη, και εισέρχεται εις το παρασκήνιον. Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ εξέρχεται αντιθέτως με έκφρασιν θριάμβου. — Εισέρχεται ο Στρεψιάδης).

ΣΚΗΝΗ ς'.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ — ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ—ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ — ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Θέλεις το γυιο σου πάλι εσύ, ή να τον μάθω να μιλή;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τιμώρησέ μου τον πολύ,
μα μάθε τον επίσης,
και πιάσε ν' ακονήσης
τη γλώσσα του· και με τη μια μασσέλα, μια μεγάλη
να τρώη δίκη, και μικρές να τρώη με την άλλη.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Να μη σε μέλη [όσο γι' αυτό], και γρήγορα θα πάρη
την εξυπνάδα σοφιστού.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
θαρρώ πως κιτρινιάρη
στην όψι μα και δυστυχή [στο τέλος θα μ' αφήσης].

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Εμπρός λοιπόν.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (προς τον Στρεψιάδην:)
Αλλά θαρρώ πως θα μετανοήσης.

(Εισέρχονται και οι τρεις εις τον οικίσκον του Σωκράτους).

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ (Παράβασις)
Στους κριτάς εσάς θα ειπούμε κάθε κέρδος [ζηλευτό]
που θα ιδήτε, το χορό μας αν βραβεύσετε αυτό.
Πρώτον, όποιος τον αγρό του θέλει να καλλιεργή
με την άνοιξι, θα βρέχω πρώτα τη δική του γη,
κ' ύστερα τη γη των άλλων· κι' όταν [έλθ' η εποχή
οπού] τον καρπό θα βγάλη
το αμπέλι, θα το σώζω απ' τη ζέστη τη μεγάλη
κι' από την πολλή βροχή·
κι' αν θνητός [αποφασίση]
δίχως την τιμή [βραβείου], της θεές εμάς, ναφήση,
ας προσέξη για να μάθη
τι κακά έχει να πάθη:
Το κρασί ή τίποτ' άλλο από κτήμα δεν θα πάρη·
κ η εληές του και ταμπέλια όταν ρίξουνε βλαστάρι,
θα βρεθούν ματακομμένα
με σφενδόνες από μένα.
Κι' όταν φτιάνετε και πλίθες [από χώμα ζυμωτές],
θα της βρέχουμε κι' αυτές!
Μα κι' αυτά τα κεραμίδια θα τα σπάζουμε καλά
με χαλάζια στρογγυλά.
Μα κι' αν απ' αυτούς κανείς
πανδρευθή, μα ή και φίλος ή δικός του συγγενής,
θα του βρέχουμ' όλη νύχτα, που μπορεί να προτιμήση
και την Αίγυπτον ακόμα, παρά την κακή την κρίσι.


Α Υ Λ Α I Α


ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

(Σκηνογραφία η αυτή)

ΣΚΗΝΗ Α'


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

Μόνος εξέρχεται εκ του οίκου του φέρων επ' ώμου σάκκον πλήρη αλεύρου και ίσταται προ της οικίας του σκεπτικός και στενοχωρημένος).

Πέντε, τέσσερες, τρεις μέρες και κατόπιν η δευτέρα·
κ' έπειτα πλακών η μέρα
που μου φέρνει σιχαμάρα απ' της άλλες πειο μεγάλη,
και με πιάνει φόβος, φρίκη, —
όπου το παληό Φεγγάρι και το νέο (134) να το πάλι!
έξοδα οι δανεισταί μου καταθέτουν για τη δίκη (135),
και καθένας τους αρχίζει
όλο να με φοβερίζη
πως θα καταστρέψη τάχα και τη δίκη μου και μένα,
μ' όλο που εγώ γυρεύω δίκηα και μετριασμένα.
— «Μα, καϋμένε, μην το πάρης ό,τι τώρα δα [σου δίνω]·
»δος μου αναβολή για τούτο, κι' άφησε μου το κ' εκείνο!»
Όχι! τίποτε [απ' αυτά]·
δεν τα θέλουν, λέει, έτσι να τα πάρουν τα λεφτά·
μα μου κόβουνε βρισίδι, κι' όλο μ' απειλούν εκείνοι
ότι θα μου κάνουν δίκη· έ, πολύ καλά· να γίνη·
δεν με μέλει και πολύ·
φθάνει μόνο ο Φειδιππίδης νάχη μάθη να μιλή.
Μα δεν πρέπει και ν' αργήσω
στο σχολείο να περάσω και την θύρα να χτυπήσω.

(Εισέρχεται εις την αυλήν και κρούει την θύραν του οικίσκου του Σωκράτους).

— Παιδί!... παιδί!... μωρέ παιδί!...

(Εξέρχεται ο Σωκράτης).

ΣΚΗΝΗ Β'.


ΣΩΚΡΑΤΗΣ — ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Τον Στρεψιάδη χαιρετώ!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Κ' εγώ το ίδιο.

(Προσφέρων τον σάκκον)

Πρώτον μεν, να πάρης το σακκί αυτό.
Πρέπει κανείς στο δάσκαλο να κάνη κάποια χάρι.
Κι' ο γυιός μου, που τον έβαλες μαθήματα να πάρη,
τον λόγο [τον αρνητικό] το έχει καταφέρη;
για πες μου.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ναι, τον ξέρει.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (ενθουσιωδώς:)
Εύγε, ω παμβασίλισσα Απάτη!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ώστε τώρα
στην κάθε δίκη θα γλιστράς.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Καλά, και αν την ώρα
που δανειζόμουν, μάρτυρες ήσαν μπροστά;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Και πάλι
θα ήταν πειο καλήτερο και χίλιοι αν ήσαν άλλοι.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (μετά χαράς:)
θα βγάλω ένα ξεφωνητό
το πειο τρανό και δυνατό!

(Απειλητικώς:)

Κλάφτε, ω τοκογλύφοι! — Σεις και τα κεφάλαιά σας,
κ' οι τόκοι από τους τόκους σας! Κακό [η αφεντιά σας]
δεν θα μπορή κανένα
να κάνη πειά 'ς εμένα!
Ωχ! τι παιδί που τρέφω εγώ στο σπίτι αυτό! [τι άνδρα!]
λάμπει με γλώσσα δίκοπη, κ' είνε για μένα μάνδρα,
είνε σωτήρας του σπιτιού, μα και στον κάθε μου εχθρό
θα ήνε σκιάχτρο τρομερό,
και καταλύτης στα κακά του [δόλιου του] πατέρα.
Για κάλεσέ τον γρήγορα για να μου ρθή δω πέρα!

(εκ της θύρας:)

Άκουσε τον πατέρα σου κ' έβγ' απ' το σπίτι, γυιέ μου!
παιδί μου!.. ε!..

(Εξέρχεται ο ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ)

ΣΚΗΝΗ Γ'.


ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ — ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Να τος αυτός!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Φίλτατε! φίλτατέ μου!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Παρ' τον λοιπόν και πήγαινε.

(Εισέρχεται εις τον οίκον του παραλαμβάνων και τον σάκκον του
αλεύρου)

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (θωπεύων τον Φειδιππίδην).
Ωχ! ωχ! παιδί μου! να χαρώ!
μ' αυτή την όψι που θωρώ!
Που μόνο να σε ιδή κανείς νοιώθει πως είσαι _αρνητικός
και αντιλογικός·_
κ' η όψι σου στολίζεται
μ' αυτό που [συνηθίζεται]
να λεν εδώ: «_μώρ' τι μας λες!_» και άδικος αν είσαι,
μα και κακούργος, θα φανής εσύ πως αδικείσαι.
Στο μάτι σου η αττική αστράφτει πονηρία·
εσύ που με κατάστρεψες, δος μου τη σωτηρία.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Και φόβο λόγου χάρι,
έχεις σε τι;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Στο νέο, αχ! και στο παληό φεγγάρι.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Υπάρχει νέο και παληό φεγγάρι;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πώς; εκείνο
που πρέπει εγώ τα έξοδα της δίκης μου να δίνω.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
θα χάσουν όσοι δώσουνε· δεν ημπορεί, [πατέρα]
η μέρες και η δυό μαζύ, και μια να είνε μέρα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Βέβαια δεν μπορεί, [καλέ]!

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Και πώς μπορεί να γίνη
ναν' η γυναίκα και γρηά και νηά να είν' εκείνη;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ο νόμος έτσι δέχεται το πράμα.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Ναι, και όμως
θαρρώ πως δεν κατάλαβαν καλά τι λέει ο νόμος.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τι λέει, αι;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Ήταν πολύ
φιλόδημος ο παλαιός ο Σόλων.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα τι ωφελεί
κι' αν ήτανε, οπού αυτό δεν έχει σχέσι τόση
με το φεγγάρι το παληό και νέο;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Είχε δώση
για κάθε κλίσι [χάρι]
δυο μέρες, απ' το νέο κι' απ' το παληό φεγγάρι,
να γίνεται η δίκη στο νέο.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και τι [θέσι
θα είχε τάχα] το παληό που είχε αυτός προσθέση;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Μια μέρα οι αντίδικοι να βρίσκωνται προτήτερα,
και έτσι ο συμβιβασμός να γίνεται καλήτερα·
ειδ' άλλως να βιάζωνται
κι' από της νέας το πρωί της μέρας να δικάζωνται.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και πώς δεν δέχεται η αρχή τα έξοδα να πάρη
της δίκης [όπου θα γενή] στο νέο το φεγγάρι,
αλλά στο νέο και παληό μαζύ!

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Το κάνουνε [σωστά]
όπως και οι λιχούδηδες: για να βουτήξουν πειο μπροστά
τα έξοδα [εκεί πέρα],
για τούτο και προτήτερα τα χάφτουνε μια μέρα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(απευθυνόμενος προς τους θεατάς:)

Εύγε! ω παληανθρώποι σεις! τι κάθεσθε, χαμένοι!
που πάντοτε σας γδέρνουμεν εμείς οι διαβασμένοι,
και είσθε τούβλα, νούμερα ξερά, [κοπάδι] αρνιά,
και σωριασμένοι σαν σταμνιά;
Μα τώρα πρέπει να ψαλή και το εγκώμιό μου
γι' αυτήν την ευτυχία μου 'ς εμένα και στο γυιο μου!

(Στομφωδώς:)

Ω Στρεψιάδη μου μακαρισμένε!
οπού σοφός και συ εβγήκες [πρώτης],
μα και ποιο έθρεψες παιδί θα λένε,
ο κάθε φίλος μου και συνδημότης,
από τη ζήλεια τους, που [θα γνωρίζης]
με λόγια δίκες να μου κερδίζης!
Θέλω στο σπίτι [να επιστρέψω]
μαζύ μ' εσένα, να σε φιλέψω.

(Αποσύρεται μετά του Φειδιππίδου εις τον οίκον του. — Εισέρχεται ο Πασίας και ο Μάρτυς).

ΣΚΗΝΗ Δ'.


ΠΑΣΙΑΣ. — Ο Μάρτυς και μετ' ολίγον ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

ΠΑΣΙΑΣ (προς τον Μάρτυρα:)
Πρέπει στον άλλο να πετά
κάνεις τα χρήματά του [αυτά];
Ποτέ! αλλά μπορεί να ειπή
πως είνε κάλλιο τη ντροπή
να την ξεχνά πολλές φορές,
παρά να βρίσκη συφορές.
Και να που τώρα μάρτυρά μου
σε παίρνω για τα χρήματά μου·
θα πέσω μάλιστα 'ς εχθρότη
μ' ένα δικό μου συνδημότη.
Μα εγώ ποτέ δεν θα ντροπιάσω και την πατρίδα μου όσο ζώ·
και εγκαλώ τον Στρεψιάδη ...

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (εξερχόμενος:)
Καλέ ποιο είν' αυτό [το ζω];!

ΠΑΣΙΑΣ (εξακολουθών:)
στο νέο και παληό φεγγάρι.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (προς τον Μάρτυρα:)
Ακούς; δυο μέρες είπε [αντάμα]
μάρτυρας νάσαι!

(Προς τον Πασίαν:)

— Για τι πράμα;

ΠΑΣΙΑΣ
Να, για της δώδεκα της μναις, που έλαβες [ένα καιρό]
να πάρης άλογο ψαρό.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μώρ' δεν ακούτε; άλογο! εγώ την ιππασία
δεν ξέρετε πως την μισώ;

ΠΑΣΙΑΣ
Ωρκίσθης, μα τον Δία,
εις τους θεούς, τα χρήματα να μου τα δώσης.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ναι, γιατί
δεν είχε ο Φειδιππίδης μου τον λόγο [αυτόν] τον νικητή
ακόμη μαθημένον.

ΠΑΣΙΑΣ
Μπα; ώστε και τούτη τη στιγμή
γι' αυτόν τον λόγο σκέπτεσαι να μ' αρνηθής την πληρωμή;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και τότε απ' τα μαθήματα εγώ τι κέρδος θάχα;

ΠΑΣΙΑΣ
Κι αν σε καλέσω στους θεούς να πάρης όρκο τάχα,
μήπως να κάνης σκέπτεσαι καμμιά επιορκία;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Σε ποιους θεούς να ορκισθώ;

ΠΑΣΙΑΣ
Να, στον Ερμή, στον Δία.
στον Ποσειδώνα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Θα 'δινα τρεις οβολούς ευθύς,
μα τον θεό, να ορκισθώ.

ΠΑΣΙΑΣ
Βρε άντε να χαθής
με την ξεδιαντροπιά σου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(κτυπών δια του αναστρόφου της χειρός την κοιλίαν του Πασία:)

Καλό ασκί που θάφτιανε κανείς [με την κοιλιά σου]!

ΠΑΣΙΑΣ
Αλλοί μου! με περιγελάς!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα κ' έξη [θα μπορούσε]
χοείς (136) να τους χωρούσε!

ΠΑΣΙΑΣ
[Ε μα λοιπόν], μα τους θεούς και τον μεγάλο Δία,
δεν θα μου γίνη δωρεάν μια τέτοια κοροϊδεία.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (καγχάζων:)
Παίρνω μια ευχαρίστησι με τους θεούς μεγάλη·
και τι γελοίος πούν' ο Ζευς για τους σοφούς, οι άλλοι
όταν ορκίζωνται 'ς αυτόν!

ΠΑΣΙΑΣ
Καλά· μα θάρθη μια φορά
που θα τιμωρηθής [σκληρά].
Πες μου, θα δώσης χρήματα ή όχι, για να φύγω;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ησύχασε, και καθαρά θα σου το ειπώ σε λίγο.

(Εισέρχεται εις τον οίκον του).

ΠΑΣΙΑΣ (προς τον μάρτυρα:)
Ε, τι θαρρείς θα κάνη αυτός;

ΜΑΡΤΥΣ
Μα καθώς κρίνω απ' όλα αυτά,
θα σου τα δώση.

(Εξέρχεται ο Στρεψιάδης φέρων σκάφην του ζυμώματος).

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πούν' αυτός που μου γυρεύει τα λεφτά;
— Τ' είν' τούτο; πες μου.

ΠΑΣΙΑΣ
Ποιο; αυτό; σκαφίδα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Κι' [από μένα],
τέτοιος που είσαι χρήματα γυρεύεις; σε κανένα
ούτ' οβολό δεν θα 'δινα, οπού το σκάφος [πάλι]
σκαφίδα θάχε βγάλη. (137)

ΠΑΣΙΑΣ
Λοιπόν δεν δίνεις;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Σκέπτομαι πως όχι· μα ευθύς
από τη θύρα του σπιτιού δεν θα ξεκουμπισθής;

ΠΑΣΙΑΣ
Φεύγω· μα ξέρε το κι' αυτό: και τη ζωή θα δώσω,
μα για τη δίκη έξοδα [θα βρω και] θα πληρώσω.

(Φεύγει ακολουθούμενος από τον Μάρτυρα).

ΣΚΗΝΗ Ε'


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ μόνος και μετά μικρόν ΑΜΥΝΙΑΣ

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(προς το μέρος όπου έφυγεν ο Πασίας:)

Θα χάσης και τα έξοδα, μα και της μναις αντάμα·
και μ' όλο που δεν ήθελα να πάθης τέτοιο πράμα,
αφού' η κουταμάρα σου σκαφίδα μας τη λέει
[τη σκάφη].

(Εισέρχεται ο Αμυνίας κλαίων).

ΑΜΥΝΙΑΣ
Ωχ! αλλοίμονο!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ποιος είν' αυτός που κλαίει;
μήπως κανείς απ' τους θεούς, που έχει βάλη [εκείνος
στα δράματα], ο Καρκίνος (138);

ΑΜΥΝΙΑΣ
Ε, τι γυρεύεις τάχα συ; να μάθης πώς με λένε;
Δυστυχισμένον.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (ωθών αυτόν:)
Δρόμο σου!

ΑΜΥΝΙΑΣ
Σκληρέ! δαιμονισμένε!

«Τροχοαπάστρες των αλόγων τύχες! Αθηνά, ω πόσο
με κατάστρεψες!»

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Για πες μου τι κακό έκαμε [ως τόσο]
ο Τληπόλεμος (139) 'ς εσένα;

ΑΜΥΝΙΑΣ
Μη με κοροϊδεύης, φίλε,
μα το γυιο σου τώρα στείλε,
να μου δώση τα λεφτά μου οπού πήρε δανεικά,
γιατί βρίσκομαι κακά.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Δηλαδή σαν ποια λεφτά;

ΑΜΥΝΙΑΣ
Που δανείσθηκεν, αυτά.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Φαίνετ' αλήθεια από πολλά
πως δεν θα ήσαι και καλά.

ΑΜΥΝΙΑΣ
Εξω έπεσα [ο δόλιος] οδηγώντας τάλογά μου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τι γκρινιάζεις, σαν να σ' έχη γάιδαρος ριγμένον χάμου;

ΑΜΥΝΙΑΣ
Γκρίνια συ το λες αυτό
που το χρήμα μου ζητώ;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Δεν είσαι καλά.

ΑΜΥΝΙΑΣ
Πώς τάχα;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Απ' τη θέσι του έχει βγη
το μυαλό σου.

ΑΜΥΝΙΑΣ
[Σου το λέω]: θα σου κάνω αγωγή,
ναι, μα τον Ερμή, αν ίσως δεν μου δώσης της δραχμές μου.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
[Σε παρακαλώ] για πες μου:
Έχεις τάχα την ιδέα
που ο Ζευς κάθε φορά
είν' εκείνος, όπου νέα
ρίχνει απάνω μας νερά,
ή ο ήλιος τα τραβάει και τα ρίχνει, κάτω πάλι;

ΑΜΥΝΙΑΣ
Τίποτ' απ' αυτά δεν ξέρω, ούτε κ' έννοια έχω μεγάλη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Κι' όταν δεν έχεις τίποτα στο νου
από τας υποθέσεις τουρανού,
τι χρήματα γυρεύεις να σου δώκω;

ΑΜΥΝΙΑΣ
Δεν τάχεις όλα; δόσε μου τον τόκο.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Κι' ο τόκος τ' είν' αυτός, θηριό μεγάλο;

ΑΜΥΝΙΑΣ
Θηριό; μα και τι θέλεις νάνε άλλο,
που μέρα, μήνας και καιρός περνάει
κι' όλω το χρήμα, δος του και γεννάει;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Λαμπρά! για πες μου: είνε τώρα τα νερά
της θάλασσας περσσότερ' απ' άλλη φορά;

ΑΜΥΝΙΑΣ
Μα το θεό, η θάλασσα είν' ίση·
δεν είνε δίκηο πράμα ν' αυγατίση.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Κι' αφού μ' όσα ποτάμια μέσα χύνονται
η θάλασσες περσσότερες δεν γίνονται,
είσαι λοιπόν, δυστυχισμένε, στα σωστά σου
όπου ζητείς ν' αυξήσουνε τα χρήματά σου;
Τώρ' από δω δεν θα ξεκουμπισθής;
Φέρτε μου [ένας] το κεντρί [ευθύς].

ΑΜΥΝΙΑΣ
Διαμαρτύρομαι γι' αυτά, [οπού μου είπες τώρα].

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (τον ωθεί:)
Βρε, δίνε του! τι καρτερείς και δεν τράβας, σαμφόρα (140);

ΑΜΥΝΙΑΣ
Μ' αυτό είνε πολύ
μεγάλη προσβολή!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Φεύγεις; γιατί εγώ
ευθύς θα σε τσακίσω
κεντώντας σ' από πίσω,
σαν άλογο ζευγμένο απ' όξω απ' το ζυγό! (141)

(Προσποιείται ότι ζητεί γύρωθέν του κέντρον τι. — Ο Αμυνίας φεύγει έμφοβος).

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (μόνος)
Φεύγεις! γιατί θα σ' έκανα εγώ να ξεκινήσης
μαζύ και με τ' αμάξια σου και τους τροχούς σου επίσης!

(Εισέρχεται εις τον οίκον του).

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Τι είνε ν' αγαπά κανείς τα πράματα
πούνε κακά! Αυτόν [εις τα γεράματα]
τον έχει πιάση πάθος, για να φάη
το χρήμα που δανείσθη [και χρωστάει!]
Και βέβαιο θάρθη κακό
σε λίγη ώρα εξαφνικό
στο σοφιστή, για τιμωρία,
που άρχισε την πονηρία.
Θαρρώ πως γρήγορα θα βρη εκείνο που γυρεύει:
ήθελε νανε ικανός ο γυιός του, ν' αγορεύη,
κι' όλα τα δίκηα να νικά με εναντία γνώμη,
λέγοντας και παμπόνηρα, μ' όσους βρεθή, ακόμη.
Μα ίσως — ίσως ευχηθή
[ο γυιόκας του] να βουβαθή!

(Εξέρχεται εκ της οικίας του ο Στρεψιάδης καταδιωκόμενος από τον Φειδιππίδην και δερόμενος διά ξύλου).

ΣΚΗΝΗ ς'.


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ — ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ — ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (τυπτόμενος:)
Ωχ! ωχ! ωχ! ω συνδημότες!. συγγενείς μου και γειτόνοι!
σώστε με με κάθε τρόπο απ' το ξύλο... Το σαγόνι ...
το κεφάλι... συφορά μου!.. —Μωρέ σίχαμα [πού πας;]
τον πατέρα σου χτυπάς;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Ναι, πατέρα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (προς το κοινόν:)
Για κυττάχτε! οπού τέτοιο ξύλο πέφτει
από τούτον, και το λέει!

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (απαθώς:
Βέβαια!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Βρε νυχτοκλέφτη!
πατραλοία! σιχαμένε!

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Πες ακόμα, πες τα ίδια,
λέγε κι' άλλα· μα δεν νοιώθεις πως για μένα τα βρισίδια
έχουν χάρι;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ξεκωλιάρη!

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (κτυπών αυτόν.)
Ω, τι ρόδα μου σκορπάς;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (αμυνόμενος:)
Τον πατέρα σου χτυπάς;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Μα τον Δία! και θα ειπώ
ότι δίκηα σε χτυπώ.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Βρε σιχαμερέ! πώς δίκηα τον πατέρα σου χτυπάς;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Εγώ [τώρ' αν αγαπάς]
θα σ' το δείξω και με λόγια και θα σε νικήσω [επίσης]

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Συ γι' αυτό να με νικήσης;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Είνε εύκολο· από τους δυό τους λόγους διάλεξ' ένα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ποιους λόγους [λες 'ς εμένα];

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
[Να, δηλαδή] τον Κ ρ ε ί τ τ ο ν α
[διαλέγεις], ή τον Ή τ τ ο ν α;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Φίλε μου, εγώ σ' έστειλα να μάθης, μα τον Δία,
στα δίκηα αντιλογία·
εκτός αν συ με πείσης
πως είνε δίκηο επίσης
να τρώη ο γονηός ραβδιές κι' απ' τα παιδιά του ακόμη

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Εγώ θαρρώ πως θα πεισθής
και τίποτα δεν θα μου πης, αν θέλης να μ' ακροασθής.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Λέγε, ν' ακούσω δέχομαι ποιαν έχεις τάχα γνώμη.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Είν' η δουλειά σου, γέρο, να φροντίσης
τον άνθρωπον αυτόν πώς θα νικήσης.
Και δεν θα ήταν τόσον δυνατός,
εάν δεν ήταν ασφαλής αυτός.
Γι' αυτό είν' η θρασύτης του βαρειά,
και δείχνει στην ψυχή παλληκαριά.
Συ θα το κάμης βέβαια, να ειπής εις το χορό
πώς πιάσατε τον πόλεμον αυτό [το φοβερό].

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Το βρισίδι μεταξύ μας θα σας πω πούθ' έχει αρχίση:
καθώς ξέρετε, να φάμε είχαμε κ' οι δυο καθίση·
στην αρχή λοιπόν του είπα την κιθάρα του να πάρη
το τραγούδι να μου ψάλη
[το γνωστό], του Σιμωνίδη, πώς κουρεύθη το κριάρι (142)
Τότ' εκείνος λέει πάλι
ότι είνε κουταμάρα
πίνοντας να τραγουδάμε και να παίζουμε κιθάρα,
σαν γυναίκα που αλέθει [στο χερόμυλο] κριθάρι.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Ε, και δεν έπρεπε τότε να σου δώσω ένα στηλιάρι
και να σε τσαλαπατήσω,
που 'θελες να τραγουδήσω,
λες και είχαμε τζιτζίκια στο τραπέζι;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ε, και τώρα,
να, τα ίδια κοπανάει που 'λεγε κ' εκείν' την ώρα·
και τον Σιμωνίδη [πάλι]
ποιητήν κακόν τον είπε· με προσπάθεια μεγάλη
εκρατήθηκα· κατόπιν από την μυρτιά [κλωνάρι]
τον επρόσταξα να πάρη,
να ειπή κάτι απ' τον Αισχύλο (143). Και μου λέει εκείνος: πρώτο
έχω τον Αισχύλο απ' όλους, μα γεμάτος είναι κρότο,
ακατάστατος [στους στίχους], και τραχύς και σκληρολόγος.
Πόσο τάραξε, σκεφθήτε, την καρδιά μου αυτός ο λόγος!
Ε, λοιπόν και μ' όλ' αυτό,
τον θυμό μου τον κρατώ,
και του λέω: τότε ειπέ μας
τα σοφά που έχουν γράψει και οι νέοι ποιηταί μας.
Τότε στίχους του Ευριπίδη άρχισε και τραγουδούσε,
που την ομομήτριά του αδελφή, την εγαμούσε
[ποιος; ο ίδιος] αδελφός της (144), — ω φρικτέ! — μα εγώ πειά
[σαν κι' αυτή ξαδιαντροπιά]
μη βαστώντας, στο βρισίδι άσχημα πολύ τον στρώνω.
Εννοείται [λοιπόν τώρα], ότι απ' αυτό [και μόνο],
τσακωθήκαμε στα λόγια· τότε απάνω μου πηδάει,
με τσακίζει και με πνίγει, με χτυπά και με κυλάει.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Δίκαια λοιπόν δεν ήταν, αφού τράβηξες βρισίδι
στο σοφώτατο Ευριπίδη;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ποιον σοφώτατον; εκείνον; αχ! μωρέ τι να σου ειπώ...
που θα ξαναφάω ξύλο.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Μα και δίκηα σε χτυπώ.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Βρε ξαδιάντροπε! πώς δίκηα, όπου σ' έχω αναθρεμμένο;
κι' όταν τραύλιζες, ζητούσα πάντα να καταλαβαίνω
τ' ήθελες να ειπής· κι' αν ίσως β ρ υ ν είχες ειπή μονάχα,
έννοιωθα ευθύς νεράκι πως εγύρευες, [βρε χάχα]·
κι' αν μ α μ ά είχες γυρέψη, έτρεχα [εις τη στιγμή]
και σου έφερνα ψωμί·
και δεν πρόφθανες ακόμη να μου ειπής καλά τα κ ά κ κ α,
οπού σ' έβγαζ' απ' την πόρτα και σε βάσταγα στη λάκκα!
Και συ τώρα, βρε, με πνίγεις, κ' ενώ γύρευα [να τρέξω]
και να χέσω, στης φωνές μου δεν με βγάζεις εσύ έξω
απ' τη θύρα, σιχαμένε! — μ' απ' τη στεναχώρια, χάμου
είχα κάμη τα κακά μου!

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Μ' όσα θα ειπή, νομίζω, θα πηδήση
των νεωτέρων η καρδιά [στα στήθη]·
κι' αν τέτοιο πράμα κάνοντας νικήση
στα λόγια, όσο κ' ένα καν ρεβίθι,
αξία δεν θα πάρη
των γέρων το τομάρι.
Δουλειά σου είνε, αναμοχλευτή
και των καινούργιων λόγων κινητή,
για να ζήτησης τρόπο να [μας πείσης],
και να φανής πως δίκηα θα μιλήσης.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Ωραία να μιλή κανείς με πράγματα νεοφανή
και έξυπνα, και να μπορή τους νόμους να περιφρονή.
Εγώ, σαν είχα μια φορά στην ιππασία πάθος,
τρεις λέξεις δεν θα έλεγα χωρίς να κάνω λάθος·
να, τέτοιος ήμουν· σήμερα, όπου να την αφήσω
μ' έκαμε αυτός, ξέρω καλά με γνώμες να μιλήσω
λεπτές, μ' επιχειρήματα και λόγους να διδάξω,
πως πρέπει του πατέρα μου τη ράχη να τινάξω.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα το θεό ξανάρχισε καβάλλα [σε παρακαλώ]·
είνε για μένα πειο καλό
[ολόκληρο] τετράλογο να σου κρατώ αμάξι,
παρά [η δόλια] η ράχη μου στο ξύλο να ρημάξη.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Ξανάρχομαι [εγκαίρως]
'ς αυτό που με διέκοψες του λόγου μου το μέρος·
και τούτο πρώτα σε ρωτώ: δεν μ' έδερνες εμένα
παιδί σαν ήμουν;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Βέβαια· από πολλή για σένα
αγάπη και φροντίδα μου.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Για πες μου: και να σ' αγαπώ
με ίδιον τρόπο δεν μπορώ, ώστε να σε ξυλοκοπώ,
μια που το ξυλοκόπημα είνε κι' αγάπη [ακόμα];
Και πώς λοιπόν ελεύθερο θάν' το δικό σου σώμα,
από ξυλοκοπήματα; [μονάχα],
και δεν θα ήνε το δικό μου [τάχα];
ελεύθερος γεννήθηκα κ' εγώ· [και που το λένε]
πως πρέπει μόνο τα παιδιά, κι' όχ' οι γονείς να κλαίνε;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μωρ' τ' είν' αυτά;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
θα ειπής εσύ πως έτσι το περνάνε,
και [μόνη] του παιδιού δουλειά [το ξύλο πρέπει] νάνε·
μα θα μπορούσα να σου ειπώ κ' εγώ, το πως οι γέροι
γίνονται δυο φορές παιδιά, και πειο πολύ συμφέρει
να κλαίη ο γέρος παρά ο νιος, όπως κι' ο γέρος πάλι
είνε σωστό λιγώτερο από το νηο να σφάλη;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα πουθενά ο νόμος δεν το λέει,
απ' το παιδί του ο γονηός να κλαίη.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Κι' αυτός που είχε τους νόμους κανωμένα
δεν ήταν πρώτα σαν εσέ κ' εμένα,
και έπεισε τον κόσμο τον παληότερο
με λόγια; Και μπορώ κ' εγώ λιγώτερο
να κάνω νέο νόμον [εδώ πέρα],
που το παιδί να δέρνη τον πατέρα;
κι' όσες ξυλιές [στη ράχ'] είχαμε πάρη
πριν γίνη ο νόμος, ας της έχουν χάρι,
κι' ας γίνουνε κομμάτια· δεν κυττάνε
τα ζώα, τους γονηούς των πώς χτυπάνε,
κ' οι πετεινοί; Διαφορά ποια τάχα
έχουν εκείνοι από μας, [μονάχα]
παρ' ότι [σαν εμάς δεν συνηθίζουνε]
όλο ψηφίσματα να ξεφουρνίζουνε;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Και τάχα πώς, τους πετεινούς αφού μιμείσαι 'ς όλα αυτά,
σε ξύλο δεν κουρνιάζεις συ, και πώς δεν τρως και συ σκατά;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Μα τούτο το παράδειγμα, κακόμοιρε, που φέρνεις,
ούτ' ο Σωκράτης θαύρισκε σωστό.

(Τον δέρει).

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Μα μη με δέρνης
γι' αυτό, γιατί θαρθή καιρός να θυμηθής εμένα.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Γιατί;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Γιατί όπως τιμωρώ δικαίως τώρα εσένα,
έτσι και το παιδί σου συ, [θα τιμωρής επίσης],
όταν θα ταποκτήσης.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Και αν δεν έχω εγώ παιδί, άδικα θα με κάνης
να κλάψω, και του λόγου σου γελώντας θα πεθάνης.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (προς το κοινόν:)
Μου φαίνεται, ω συνομήλικοί μου,
πως δίκαια τα λέει [το παιδί μου],
και πως 'ς αυτούς αρμόζει [να χαρίσουμε]
τα δίκαια, και να τους συγχωρήσουμε·
κ' εμείς όταν δικαίως δεν φερνώμαστε,
μας πρέπει [απ' τα παιδιά μας] να δερνώμαστε!

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ

(ωθών τον πατέρα του εις την ράχιν με την ράβδον:)

Άκουσε μια σκέψιν άλλη:

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(εξαφνιζόμενος και αμυνόμενος:)

Ωχ! εχάθηκα και πάλι!

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Κ' ίσως ούτε στενοχώρια, ούτε λύπη θα σου φέρη
μ' όσα έχεις υποφέρη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πώς λοιπόν; για λέγε: τάχα πώς μ' αυτά θα μ' ωφελήσης;

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Ναι, θα δέρν' όπως εσένα, και τη μάννα μου επίσης.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Πώς;!... Τι λες!... τι λες!... να κι' άλλο
κακό τούτο πειο μεγάλο!

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Τι λες: αν με τον _Ήττονα_ τον λόγον σε νικήσω,
λέγοντας και τη μάννα μου πως πρέπει να χτυπήσω;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Τι άλλο τάχα να σου ειπώ αν [έχης τέτοια γνώμη]
κι' αυτό να εκτελέσης,
δεν σ' εμποδίζει τίποτε 'ς ένα γκρεμό να πέσης
παίρνοντας και τον _Ήττονα_ και τον Σωκράτη ακόμη:

(Προς τας Νεφέλας:)

— Σε τι κακό κατάντησα, Νεφέλες μου, να πέσω,
που θέλησα 'ς ελόγου σας δουλειές μου ν' αναθέσω!

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Συ είσαι η αιτία,
που τώρα [στα γεράματα]
εστράφηκες σε πράματα
γεμάτα πονηρία.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Γιατί αυτά απ' την αρχή δεν μου τα εξηγήσατε,
μα ένα άνδραν αμάθευτον και γέρο ξεμυαλίσατε;

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Τέτοια πράματα εμείς φτιάνουμε κάθε φορά
εις αυτόν που θα φανή ν' αγαπάη τα πονηρά,
ως που μεγάλη συφορά να πάθη,
για να φοβάται τους θεούς να μάθη.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (προς τας Νεφέλας:)
Αλλοίμονό μου! είνε κακό και δίκηο [άλλο τόσο]·
δεν έπρεπε τα χρήματα που πήρα να μη δώσω.

(προς τον Φειδιππίδην)

Έλα λοιπόν, ω φίλτατε, μαζύ μου ν' αφανίσης
κι' αυτόν τον Χαιρεφώντα [σου] τον βρωμερόν, [επίσης
κ' εκείνον] τον Σωκράτη,
που και 'ς εμένα και 'ς εσέ φτιάσανε τέτοι' απάτη.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Μα στους δασκάλους μου εγώ δεν κάνω αδικία.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ναι, ναι! να σεβασθήτε σεις τον πατρικόν μας Δία!

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Για κύττα! Δία πατρικόν! Και πού λοιπόν υπάρχει
ο Ζευς, μωρέ ανόητε;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Υπάρχει.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Όχι! άρχει
ο Στρόβιλας (145), που έδιωξε τον Δία [απ' τον ουρανό].

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Δεν έδιωξε· κ' εμέν' αυτά [μ' έκαμε] τότε να φρονώ:
ο Στρόβιλας πως είναι Ζευς· αλλοίμονο 'ς εμένα,

(αποτείνεται προς μηχάνημα τι κυλινδροειδές, ευρισκόμενον εις την
αυλήν του Σωκράτους:)

— που για θεό επέρασα μια χύτρα σαν κ' εσένα! (146)

(Λακτίζει μετ' αγανακτήσεως το μηχάνημα).

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ
Κάθησ' εδώ πέρα τώρα, πες τα με τον εαυτό σου!
και με το ζουρλό μυαλό σου!

(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ Ζ'.


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (μόνος).
Ωχ! τι τρέλλα μ' είχε πιάση!
το μυαλό πώς είχα χάση,
που για τον Σωκράτην είχα τους θεούς αποστραφή.
Μα, ω φίλτατε Ερμή μου,
μη με ρίψης, θυμωμένος [σήμερα] και συ μαζύ μου,
σε καμμια καταστροφή·
μα και συ συχώρεσέ με, που σ' αδίκησα πολύ
απ' τη φλυαρία τούτων δος μου τώρα συμβουλή:
μ' αγωγή να τους ενάξω,
ή τι άλλο να τους σιάξω;

(Σκέπτεται προς στιγμήν, κατόπιν δε ωσεί εμπνευσθείς από τον Ερμήν:)

Συμβουλή καλήν [ευρήκες]·
ναι, ας μην ανοίξω δίκες,
μα να τρέξω δίχως άλλο,
και φωτιά ευθύς να βάλω
στων σαχλών την κατοικία.

(Σπεύδει εις την θύραν της οικίας του).

Έλα! έλα, ω Ξανθία!
πάρ' τη σκάλα κ' έβγα έξω, πάρε και ξινιάρι ένα,
και αν αγαπάς εμένα
τον αφεντικό σου, [τρέξε] στο σχολείο να πηδήσης,
τη σκεπή να κατασκάψης και το σπίτι να γκρεμίσης, —

(Ο θεράπων εξέρχεται φέρων τα ζητηθέντα, και εκτελεί εσπευσμένως τανωτέρω.)

κ' ένας άλλος ας μου φέρη
αναφτό δαδί [στο χέρι],
γιατί εκδίκησι θα πάρω και μεγάλη αυτήν την ώρα
απ' τους ψωροφαντασμένους!...

(Ενώ ο θεράπων κατασκάπτει την στέγην, έτερος θεράπων φέρει δάδα ανημμένην. Ο Στρεψιάδης ανέρχεται ταυτοχρόνως και πυρπολεί την οικίαν. — Εξέρχονται έντρομοι οι Α' και Β' Μαθηταί.)

ΣΚΗΝΗ Η'.


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ — Ο Α' ΜΑΘΗΤΗΣ — Ο Β' ΜΑΘΗΤΗΣ και μετά μικρόν ΣΩΚΡΑΤΗΣ και ΧΑΙΡΕΦΩΝ

Α' ΜΑΘΗΤΗΣ
Ε!. . .

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

(εξακολουθών να θέτη πυρ:)

Δουλειά σου είναι τώρα.
ω δαδί! φωτιά να βγάνης!

Ο Α' ΜΑΘΗΤΗΣ
Άνθρωπε! αυτού τι κάνεις;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
[Και ρωτάς λοιπόν] τι κάνω;
με του οίκου τα δοκάρια, να, ψιλοκουβέντες πιάνω.

Ο Β' ΜΑΘΗΤΗΣ (εξερχόμενος:)
Συφορά! φωτιά ποιος βάζει εις το σπίτι μας αυτό;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Να, αυτός, που [η αφεντιά σας] τον αφήσατε γδυτό!

Ο Β' ΜΑΘΗΤΗΣ
Καταστρέφεις! καταστρέφεις!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (εξακολουθών το έργον του:)
Εμ αυτό κ' εγώ ζητώ,
έξω πειά κι' αν μου προδώση το ξινιάρι μου αυτό
της ελπίδες, κι' από δώθε αν προτήτερα γλιστρήσω
και το σβέρκο μου τσακίσω.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ (εξερχόμενος έντρομος:)
Τι κάνεις συ, που ανέβηκες στο σπίτι μου αυτό;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ (με στόμφον και ειρωνείαν:)
Παρατηρώ τον ήλιον και αεροβατώ!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ω! κακόμοιρος που ήμουν! αχ! ο δόλιος θα πνιγώ!

ΧΑΙΡΕΦΩΝ (εξερχόμενος:)
Να καώ κοντεύω τώρα και ο δύστυχος εγώ!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ
Ε, και ποιος σας είχε μάθη στους θεούς να ασεβήτε,
και του φεγγαριού τον πάτο να τον επιθεωρήτε;

(Κατέρχεται και κτυπά με την δάδα τον Σωκράτην και τους Μαθητάς του).

Διώχτους!.. δίνε [τες καλές]!..
χτύπα τους για [της κακίες
όπου είχαν] της πολλές,
στους θεούς αφού γνωρίζεις πόσες κάναν αδικίες!

(Εξακολουθεί να τους κυνηγά και να τους δέρη μέχρι της πτώσεως της
αυλαίας).

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
Ας πηγαίνουμ' έξω τώρα· σήμερα με όλ' αυτά
εχορέψαμ' αρκετά!


Τ Ε Λ Ο Σ

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ο.ε.

ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 — ΤΗΛ. 614.686, 634.506

1) Σ. Μ. Επειδή, διά το σημερινόν τουλάχιστον Ελληνικόν Θέατρον, είνε δύσκολος η ευθύς μετά την συνομιλίαν του Στρεψιάδου και του Φειδιππίδου μετασκευή της σκηνής από κοιτώνος εις οδόν, εύθετον θα είνε όπως ευθύς εξ αρχής αι κλίναι τοποθετηθούν εις την αυλήν της οικίας του Στρεψιάδου, ούτως ώστε να υπάρχη ταυτοχρόνως έναντι και ο οικίσκος του Σωκράτους εντός του περιβόλου του και με την θύραν προς την σκηνήν. Υποθέτω ότι τοιουτοτρόπως παρεστάθη και επί Αριστοφάνους, διότι εις τον στίχον 125 του αρχαίου κειμένου /στο τέλος της σκηνής Α/ ο Φειδιππίδης απερχόμενος λέγει: «αλλ' είσειμι» (εισέρχομαι, μπαίνω μέσα), μολονότι πάλιν η εποχή δεν φαίνεται θερινή, καθόσον ο Φειδ. κατά την ομολογίαν του ιδίου πατρός του, κοιμάται «εν πέντε σ ι σ ύ ρ α ι ς - ε γ κ ε κ ο ρ δ υ λ η μ έ ν ο ς» /Μεταφρ. κουκουλωμένος σε παχειά γουναρικά/· επομένως είνε αφύσικος η εν τω υπαίθρω διανυκτέρευσις. Εν τούτοις χάριν της διακοσμητικής οικονομίας της σκηνής τα δύο ταύτα μέρη πρέπει να συγχωνευθούν εις μίαν σκηνικήν εικόνα, η δε προς το μέρος των θεατών πλευρά του περιβόλου της οικίας του Σωκράτους πρέπει να είνε κινητή, ώστε, εισερχομένου εν καιρώ του Στρεψιάδου, ν' αφαιρήται αύτη, συρομένη έσωθεν προς το παρασκήνιον.

2) Διπλή είνε η εξήγησις της απαγορεύσεως του δικαιώματος να δέρουν τους δούλους κατά την εποχήν του Πελοποννησιακού πολέμου εν Αθήναις. Ή διότι ούτοι, λαβόντες μέρος κατά την εν Αργινούσαις ναυμαχίαν και νικήσαντες, εκηρύχθησαν ελεύθεροι και δημόται Πλαταιών ενεγράφησαν (ίδε και μετάφρασίν μου «Βατράχων», Έκδ. Φέξη 1910 σελ. 9, 26, 70) ή διότι εφοβούντο μήπως εξαναγκάσουν αυτούς ν' αυτομολήσουν προς τους Λακεδαιμονίους.

3) «Εγκεκορδυλημένος»: απέδωκα διά του κ ο υ κ ο υ λ ω μ έ ν ο ς, διότι, κ ο ρ δ ύ λ η ελέγετο κάλυμμα της κεφαλής υψηλόν, και άλλως κ ό ν δ υ λ ο ς, παρ' Αθηναίοις ιδίως κ ρ ώ β υ λ ο ς και παρά Πέρσαις κ ί δ α ρ ι ς - ή - κ ι δ ά ρ ι ο ν (σαρίκι). Σ ι σ ύ ρ α δε εκαλείτο κυρίως επανωφόριον από δέρμα αιγός, γουναρικόν.

4) Οι επιδιδόμενοι εις την ιππασίαν νέοι έτρεφον μακράν κόμην. (Ίδε και «Ιππείς» 580).

5) «Την σελήνην εικάδας»: Υπήρχεν έθος διά τας συναλλαγάς να πληρώνωνται οι τόκοι κατά το τέλος εκάστου μηνός, ήτοι εκάστης σελήνης.

6) Ο Πασίας ήτο έκδοτος, σπαταλήσας εις την ιππασίαν όλην την περιουσίαν του.

7) «(Ίππος) κοππατίας»: τοιουτοτρόπως εκάλουν τους ίππους, τους φέροντας σφραγίδα επί των νώτων, το σημείον κόππα (γράμμα αριθμητικόν 90) ή το γράμμα κ (κατά τον σχολιαστήν), όπως και οι φέροντες γράμμα σ εκαλούντο σ α μ φ ό ρ α ι. Κατ' άλλους κ ο π π α τ ί α ς ωνομάζετο ο ίππος ο κτυπών τους πόδας του επί του εδάφους. Εν πάση περιπτώσει απέδωκα την λέξιν διά της καθ' ημάς σ φ ρ α γ ι σ τ ό, το οποίον δύναται να σημαίνη και τον έκτακτον κατά τα προτερήματα ίππον, άμα δε και τον φέροντα εφ' εαυτού σήμα.

8) Δύο είδη αρμάτων κυρίως υπήρχον, τα π ο λ ε μ ι σ τ ή ρ ι α, ήτοι τα πολεμικά, και τα α μ ι λ λ η τ ή ρ ι α, ήτοι τα εν χρήσει κατά τας αρματοδρομίας. Ενταύθα ο Φειδιππίδης, ως εκ του ύπνου του, ομιλεί περί των πολεμικών αρμάτων, εννοών τα της πολυτελείας.

9) Αμυνίας ήτο ιππευτής· κυρίως όμως υπονοεί ενταύθα τον άρχοντα Αμεινίαν· επειδή δε απηγορεύετο ακόμη η σάτυρα των αρχόντων, μετέβαλε την ορθογραφίαν του ονόματος από ει εις υ, ώστε να υπονοήται μεν ο άρχων, να φαίνεται δε σατυριζόμενος ο ιδιώτης ιππευτής, ίδε και «Σφήκας» στ. 74, 1267).

10) «Δήμαρχος»: παίζει με την έννοιαν κορέος ή ψύλλος· δ ή μ α ρ χ ο ι δε εκαλούντο οι ενεργούντες τας απογραφάς και κρατούντες τα ληξιαρχικά βιβλία, υπούργημα εξασκούμενον από της εποχής του Σόλωνος και ισοδυναμούν περίπου προς το του δικαστικού κλητήρος.

11) «Εγκεκοισυρωμένην»: λέξις κατασκευασθείσα πρώτον υπό των Ερετριέων εξ αφορμής της Κοισύρας, πλουσίας, ευγενούς και κομψευομένης γυναικός εξ Ερετρίας, μητρός του Αλκμεωνίδου Μεγακλέους και συζύγου του Πεισιστράτου. (Ίδε και «Αχαρνείς» στ. 61).

12) «Κωλιάδος, Γενετυλλίδος»: Ενταύθα υπονοούνται είδη αφροδισίων απολαύσεων, το δε χωρίον είνε δυσαπόδοτον αυτολεξεί· Κ ω λ ι ά ς και Γ ε ν ε τ υ λ λ ί ς ήσαν επίθετα της Αφροδίτης· το δεύτερον όνομα έλαβεν ως έφορος της γεννήσεως και εις πληθυντικόν «Γενετυλλίδες» (ίδε «Θεσμοφοριαζούσας» στ. 130) περί του πρώτου δε ίδε μετάφρασίν μου της «Λυσιστράτης». (Έκδ. Φέξη 1910, σελ.).

13) «Αλλ' εσπάθα»: η λέξις σ π α θ ώ ενταύθα είνε διφορουμένη· σημαίνει «υφαίνω και σπαθίζω το πανί δια να γίνη κρουστόν», σημαίνει δε ταυτοχρόνως και το δ ι α σ π α θ ί ζ ω(=σπαταλώ περιουσίαν). Όθεν απέδωκα διά της ανωτέρω περιφράσεως, η οποία δικαιολογεί και την αμέσως ακόλουθον εκφρασιν: «ώ γύναι, λίαν σπαθάς».

14) Παρά τη αθηναϊκή αριστοκρατία, κατ' εξοχήν ιπποτρόφω, ευγενέστερα ονόματα εθεωρούντο τα συντεθειμένα με την λέξιν ί π π ο ς.

15) Τόπος ορεινός εν Αττική, κατάλληλος προς βοσκήν αιγών.

16) «Πνιγεύς»: κυρίως κοίλον κάλυμμα προς σβύσιμον των ανθράκων. Η θεωρία αύτη ωφείλετο εις τον φιλόσοφον Ίππωνα τον Σάμιον, τον οποίον και διεκωμώδησε πρότερον ο κωμωδιογράφος Κρατίνος εις τους «Πανόπτας». (Ίδε και μετάφρασίν μου «Ορνίθων», έκδοσιν Φέξη 1910, σελ. 8)

17) Ο Χαιρεφών ήτο μαθητής του Σωκράτους, επιλεγόμενος και Νυκτερίς κατά την ομολογίαν του Πλάτωνος. (Ίδε «Σφήκας» στ. 1408, και μετάφρασίν μου «Ορνίθων», εκδ. Φέξη 1910 σελ. 127).

18) Κατ' άλλους πρόκειται περί των γνωστών πτηνών· κατ' άλλους όμως, όπερ εικάζω και ως ορθότερον, υπήρχον ίπποι εκλεκτοί φέροντες ως σφραγίδα φασιανόν· υπάρχει και υπόθεσις, ότι Φάσις ήτο ποταμός της Σκυθίας,όπου ετρέφοντο εκλεκτοί ίπποι. Ο δε Λεωγόρας ήτο τρυφηλός τις Αθηναίος πατήρ του ρήτορος Ανδοκίδου. (Ίδε και «Σφήκας» στ. 1269)

19) «Αλλ' ουδ' εγώ μέντοι πεσών κείσομαι»: κατά τον αρχαίον σχολιαστήν η φράσις αυτή ερμηνεύεται: «δεν θα λυπηθώ δι' αυτό»· κατ' άλλους όμως ελήφθη εκ της παλαιστικής, καθ' ην ο πίπτων τρις εθεωρείτο ηττημένος. Επροτίμησα την τελευταίαν ταύτην εκδοχήν.

20) Δήμος της Ακαμαντίδος φυλής, ένθα εωρτάζοντο και τα Απολλώνεια.

21) Υπαινιγμός διά τον Χαιρεφώντα, έχοντα την οφρύν πυκνήν και μακράν, δια δε τον Σωκράτην ως φαλακρόν.

22) Και Σφήττιος αποκαλείται ενταύθα, ως ανήκων εις τον Σφηττόν, δήμον της Αττικής (φυλή Ακαμαντίς).

23) «Εκ της παλαίστρας θοιμάτιον υφείλετο»: ο στίχος έχει ανάγκην ευρυτέρας ερμηνείας, καθόσον δι' αυτού ο Αρ. κατηγορεί τον Σωκράτην ως φοιτώντα και εις τα γυμναστήρια των παίδων, διά να βλέπη αυτούς γυμνούς εν ώρα πάλης (Σχολιαστής).

24) Κατά το έκτον έτος του Πελ. πολέμου ο Κλέων συνέλαβεν αιχμαλώτους εν Πύλω 300 Σπαρτιάτας, οι οποίοι, ως εκ των κακουχιών της πολιορκίας, είχον καταστή σκελετώδεις.

25) «Την κληρουχικήν» Ο Στρεψιάδης, καθό αγρότης, παίζει με την λέξιν, εννοών την γην την παρεχομένην εις τους αστούς δια κλήρου, ιδία οσάκις κατεκτάτο χώρα εχθρική. Ο Πλούταρχος (εν β. Περικλέους 39) λέγει ότι δια τοιαύτης υποσχέσεως κατέστειλε την κατ' αυτού οργήν των Αθηναίων διά τον πόλεμον· τούτο δε άλλως έγινε και μετά την κατάληψιν της αποστατησάσης Μυτιλήνης (Θουκ. Γ'. 50).

26) Ενταύθα η λέξις του κειμένου π α ρ α τ έ τ α τ α ι διά τον Μαθητήν αποτελεί γεωγραφικήν έκφρασιν, σημαίνουσαν το μήκος· η δε λέξις π α ρ ε τ ά θ η, διά τον Στρεψιάδην λαμβάνεται κατά παρεξήγησιν, και σημαίνει ετυραννήθη· διά τούτο εθεώρησα κατάλληλον την απόδοσιν διά της παρ' ημίν φράσεως τ α τ ε ν τ ώ ν ω (=αποθνήσκω, καταστρέφομαι).

27) «Σιδαρέοισιν» Διπλή ερμηνεία ενταύθα, Ή εννοεί σιδηρούς θεούς, ή ο Στρεψιάδης παίζων με την λέξιν ν ό μ ι σ μ α του Σωκράτους υπαινίσσεται, νόμισμά τι των Βυζαντίων εκ σιδηρού και προστύχου μετάλλου.

28) Υπαινίσσεται τον τρόπον της διδασκαλίας τών φιλοσόφων καθημένων επί έδρας, ή τον τρόπον της τελέσεως των μυστηρίων.

29) Εννοεί την ομώνυμον τραγωδίαν του Σοφοκλέους, εν τη οποία ο Αθάμας φέρεται στεφανωμένος ως σφάγιον εις τον βωμόν του Διός. Σώζεται δε υπό του Ηρακλέους.

30) «Τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη»: Το μεν κ ρ ό τ α λ ο ν απεδόθη διά του ρ ο κ ά ν α· δυσανταπόδοτοι όμως εις την σημερινήν γλώσσαν αι λέξεις τ ρ ί μ μ α και π α ι π ά λ η· τρίμμα σημαίνει περί πολλά τετριμμένος, ειδήμων, περίτιμμα της αγοράς (ως ο Δημοσθένης αποκαλεί τον Αισχίνην), φλύαρος· το τελευταίον τούτο και επροτίμησα αποδώσας δια της λέξεως μ ύ λ ο ς· (ο Α. Ρ. Ραγκαβής έγραψε «γλώσσα ροδάνι»)· η δε λ. π α ι π ά λ η σημαίνει: τραχύς, δυσνόητος (παίπαλα και τα δύσβατα μέρη), λεπτολόγος· περίπου αντιστοιχεί προς την παρ' ημίν λέξιν φ α ρ ί ν α, την οποίαν απέρριψα ως ξενικήν, προτιμήσας την λ. σκόνην, — καθόσον μόνον εις τας μεταφράσεις των «Εκκλησιαζουσών» και της «Λυσιστράτης», γενομένας εις παιλαιοτέραν εποχήν και ειδικώς διά το θέατρον, μετεχειρίσθην την ανάμικτον με ξενικάς λέξεις δημοτικήν.

31) «Κυνή» (και ποιητικώς κ υ ν έ η): κυρίως ήτο κάλυμμα της κεφαλής εκ δέρματος κυνός, σύνηθες εις τους αγρότας, μεταβληθέν δε και εις πολεμιστήριον δια της επικαλύψεως εκ στρώματος χαλκού. Ενταύθα προφανώς πρόκειται περί σκούφου. Παρά τοις αρχαίοις ήτο συνήθης η χρήσις δερμάτων ζώων ως καλυμμάτων της κεφαλής, παρά δε τω Σχολιαστή του Αριστοφάνους αναφέρεται και το δέρμα της καμήλου ως χρησιμοποιούμενον προς τούτο, το δε κάλυμμα εκαλείτο κ α μ η λ α ύ κ ι ο ν, εξ ου βεβαίως και το σημερινόν κάλυμμα της κεφαλής των Ιερέων.

32) Βουνόν της Ιωνίας χιονοσκεπές.

33) «Τρυγοδαίμονες» (και τ ρ υ γ ω δ ο ί ): ωνομάζοντο οι κωμικοί ποιηταί παλαιόθεν, διότι αλειφόμενοι με τρύγα (μούργα-καταπάτι) του οίνου, εξήρχοντο εις τας οδούς αγνώριστοι και απήγγελλον τα ποιήματα των συνήθως υβριστικά πεζή ή εφ' αμαξών^ εκ τούτου προέκυψεν και η παροιμία «λέγειν τα εξ αμάξης», ήτοι υβρίζειν και αισχρολογείν. Κατ' άλλους τούτο ετελείτο εις την εορτήν των Διονυσίων από άνδρας, και γυναίκας ακόμη, εν μέθη.

34) Εννοεί τον ναόν της Δήμητρος και Κόρης εν Ελευσίνι, ένθα, ως γνωστόν, ετελούντο τα ομώνυμα μυστήρια.

35) «Βρομία χάρις»: η εορτή των Διονυσιακών αγώνων, κατά τους οποίους συνηγωνίζοντο οι κωμικοί και οι τραγικοί ποιηταί διά της παραστάσεως των έργων των. Β ρ ό μ ι ο ς είνε επίθετον του Διονύσου (= θορυβώδης, βακχικός).

36) «Γνώμην, και διάλεξιν, και νουν ημίν παρέχουσι
«και τερατείαν, και περίλεξιν, και κρούσιν, και κατάληψιν».

Σκοτεινόν το χωρίον τούτο, ιδία εις την ερμηνείαν των λέξεων π ε ρ ί λ ε ξ ι ς, κ ρ ο ύ σ ι ς, κ α τ ά λ η ψ ι ς· εκ τούτων η μεν π ε ρ ί λ ε ξ ι ς εξηγείται παρά τω Σχολιαστή ως π ε ρ ί φ ρ α σ ι ς (=λόγων στριφογυρίσματα), η δε κ ρ ο ύ σ ι ς ως απάτη (=σοφίσματα) και η κ α τ ά λ η ψ ι ς ως γ ν ώ σ ι ς, α ί σ θ η σ ι ς - τ η ς - τ έ χ ν η ς· κυρίως όμως κ α τ ά λ η ψ ι ς ελέγετο παρά τοις μουσικοίς η δοκιμή των χορδών, εάν ευρίσκωνται εις τον ωρισμένον τόνον (εξ ου και μετέφρασα: λόγια δοκιμαστικά), εν γένει όμως το χωρίον, αποτελούμενον από τεχνικούς όρους της εποχής, αλληγορικώς και τούτους λαμβανομένους, είνε ανανταπόδοτον αυστηρώς.

37) Εννοεί τους αποσταλέντας εις Θούριον (Σύβαριν) της Σικελίας μάντεις προς κτήσιν της πόλεως και αποικισμόν, μεταξύ των οποίων ήτο και ο Λάμπων, περί ου ίδε και μετάφρασίν μου «Ορνίθων» εκδ. Φέξη 1910 σελ. 48.

38) Υπαινίσσεται τους «περί ανέμων και υδάτων» συγγράψαντας ιατρούς, μεταξύ των Οποίων και ο Ιπποκράτης έγραψε σύνταγμα περί αέρων, τόπων και υδάτων. (Παράβαλε «Θεσμοφοριαζούσας» στ. 27). Προς τούτο λαμβάνει αφορμήν εκ της παρουσίας των Νεφελών.

39) «Σφραγιδονυχαργοκομήτας»: ήτοι τους εις μηδέν άλλο ασχολουμένους ειμή εις την υπερβολικήν επιμέλειαν της κόμης και των ονύχων και κοσμούντες τους δακτύλους δια πληθύος δακτυλιδιών.

40) «Ασματοκάμπτας»: εννοεί τους διθυραμβοποιούς, των οποίων η ποιητική και μουσική παραγωγή εθεωρείτο ως διαφθορά της τέχνης, παρεμφερής προς την παρ' ημίν παραγωγήν των Μαλλιαρών. Τοιούτοι ήσαν σύγχρονοι του Αρ. ο Κλεομένης, ο Φιλόξενος και ο Κινησίας, τον οποίον σατυρίζει δια μακρών και αλλαχού: ίδε μεταφράσεις μου (εκδ. Φέξη 1910) «Ορνίθων» σελ. 111 και «Λυσιστράτης» σελ. 67.

41) Ο Τυφών ήτο εκατοντακέφαλον τέρας, το οποίον εκεραύνωσεν ο Ζευς και έρριψεν εις τον Τάρταρον. Εις τούτον εθυσίαζον οι αρχαίοι μετά την διάβασιν της καταιγίδος. Διά του χωρίου τούτου σατυρίζει τους διθυράμβους και ιδία του Φιλοξένου, περί ου και περαιτέρω εις στίχον, 686, και εις «Σφήκας» στίχ. 84.

42) Σατυρίζει τον διθυραμβοποιόν Ιερώνυμον τον Ξενοφάντου, έχοντα λάσιον το σώμα, κίναιδον και ταυτοχρόνως παιδεραστήν. (Ίδε Αχαρνείς στ. 388 και μετάφρασίν μου των «Εκκλησιαζουσών» εκδ. Φέξη 1910 σελ. 1).

43) Σοφιστής κατέχων διακεκριμένην θέσιν εν τη πολιτεία και καταχρασθείς το δημόσιον χρήμα, κωμωδηθείς δε και από τον Εύπολιν.

44) Περί Κλεωνύμου πολλαχού αναφέρει ως ριψάσπιδος, δειλού. και αισχρού (Νεφέλαι στ. 673, Σφήκες στ. 19), ψεύστου και λαιμάργου (Αχαρνείς στ. 88). Ίδε και μετάφρασίν μου «Ορνίθων» εκδ. Φέξη 1910 σελ. 30, 121.

45) Περί τούτου ιδέ μετάφρασίν μου «Βατράχων» σελ. 46 και «Λυσιστράτης» σελ. 52. (Έκδ. Φέξη 1910). Σατυρίζεται επίσης και εις «Σφήκας» στ. 1187.

46) Ο Πρόδικος ήτο αστρονόμος και διδάσκαλος της ρητορικής, περί του οποίου και ο Πλάτων κάμνει λόγον εις τον Πρωταγόραν, και ο Ξενοφών εις τα Απομνημονεύματα. Ίδε και μετάφρασίν μου «Ορνίθων» εκδ. Φέξη 1910, σ. 61.

47) «Αιθέριος δίνος».

48) «Κρονίων όζων»: η φράσις αύτη απεδίδετο συνήθως εις τους απλοϊκώς και αμαθώς ομιλούντας, προελθούσα εκ της παναρχαίας εορτής των Κρονίων, ότε οι άνθρωποι ήσαν αμαθείς και απλοί εκ τούτων και η μέχρις ημών λέξις κ ρ ο ν ό λ η ρ ο ς, ήτοι λέγων ανοησίας.

49) «Βεκκεσέληνε»: από το «Βέκ» και «σελήνη». Ο βασιλεύς της Αιγύπτου Σεσόγχοσις (παρ' Έλλησι Ψαμμήτιχος) θέλων να μάθη ποιον είνε το αρχαιότερον όλων των εθνών, έκοψεν ανθρώπου τινός την γλώσσαν και ενέκλεισεν αυτόν μεθ' ενός βρέφους, το οποίον ηλικιωθέν επρόφερε πρώτην την λέξιν Βέκ· εκ τούτου ο Ψαμμήτιχος συνεπέρανεν, ότι ο αρχαιότερος λαός ήσαν οι Φρύγες, εις των οποίων την γλώσσαν ο άρτος ελέγετο β έ κ κ ο ς. Αύτη είνε η Ιστορία της λέξεως, η οποία ούτως εν τη ενώσει της β έ κ και σ ε λ ή ν η, δηλοί κάτι παμπάλαιον και συνεπώς μωρόν και παράλογον, εξ ου: γ ε ρ ω ξ ε κ ο υ τ ι ά ρ η ς.

50)Περί Σίμωνος και Κλέωνος εσημείωσ' ανωτέρω. Και ο Θέωρος ως επίορκος ωσαύτως κωμωδείται. (ίδε και «Σφήκας» στ. 47. «Ίππείς» στ. 608).

51) Τα Διάσια ήσαν εορτή εν Αθήναις του Μειλιχίου Διος, αγόμενα την 8ην του μηνός Ανθεστηριώνος φθίνοντος, κατά τα οποία η πόλις εξήρχετο πανδημεί έξω του τείχους.

52) Η περίοδος αύτη μέχρι του στίχου «τσανακογλείφτης, σιχαμερός» δέον ν' απαγγέλληται όσον το δυνατόν ταχέως από τον ηθοποιόν.

53) Ο Χαιρεφών, ως είπομεν και ανωτέρω, ήτο λιπόσαρκος και κακόμορφος. Ιδέ και κείμενο που παραπέμπει στην υποσημείωση 17.

54) Ο Τροφώνιος ήτο λιθοξόος, κατασκευάσας υπόγειον ναόν εν Λεβαδεία, καλούμενον άντρον του Τροφωνίου. Εις την είσοδον αυτού εκάθηντο οι μυούμενοι γυμνοί, επιστεύετο δε ότι ηρπάζοντο υπό πνευμάτων και ωδηγούντο εις το υπόγειον· επειδή δε εκεί απήντων δαίμονας και άλλα ερπετά, εκράτουν πλακούντα, τον οποίον έρριπτον εις αυτά και απηλλάσσοντο του διωγμού. (Παυσανίας Ι,ΙΧ, 39).

55) Η κωμωδία αύτη εδιδάχθη και δια δευτέραν φοράν (έτος Β' της 89 Ολυμπ.) ηττηθείσα κατά την α' παράστασιν ως εν τη εισαγωγή αναφέρω.

56) Υπαινίσσεται την πρώτην του κωμωδίαν «Δαιταλείς», εν τη οποία πρωτηγωνίστουν δύο διάφοροι χαρακτήρες, ο Σώφρων [νεανίας] και ο Καταπύγων (κίναιδος, αισχρός) η κωμωδία εκείνη ήρεσεν εις το κοινόν, μολονότι ο ποιητής έγραψεν αυτήν εις νεαράν ηλικίαν.

57) Εις την τραγωδίαν του Αισχύλου «Χοηφόροι» η Ηλέκτρα, ερχομένη εις τον τάφον του πατρός της, αναγνωρίζει τον αδελφόν της Ορέστην εκ της κόμης του. Εννοεί δια τούτου ότι και αι «Νεφέλαι», αναζητούσαι τους παλαιούς κριτάς των «Δαιταλών», θα τας αναγνωρίσουν από την σοφίαν, όπως η Ηλέκτρα τον Ορέστην από την κόμην.

58) Συνήθως οι κωμικοί υποκριταί εισήρχοντο εις την σκηνήν εζωσμένοι, χάριν αστειότητος, δερμάτινα αιδοία.

59) «Ιού, ιού» σχετλιαστικόν και σύνηθες εις τους τραγωδούς. Σημειωτέον ότι όσα ανωτέρω κατηγορεί ως κακόζηλα διά την τέχνην, ηκολούθησε και ο ίδιος εις τας κωμωδίας του. Λ χ. εις τας «Σφήκας» εισάγει τον κόρδακα· εις την «Λυσιστράτην» τους φέροντας τα σκύτινα αιδοία· τον γέροντα εις τους «Όρνιθας» και τους φαλακρούς εις την «Ειρήνην»· τας δε δάδας εισάγει εις τους «Βατράχους», εις την «Λυσιστράτην» και εις αυτάς τας «Νεφέλας» ως και το «ιού, ιού».

60) Κατά του Κλέωνος έγραψεν ειδικώς ο Αρ. τους «Ιππείς».

61) Περί Υπερβόλου ιδέ κατωτέρω σημείωσιν 3.

62) Ο Εύπολις ήτο δόκιμος κωμωδιογράφος σύγχρονος και συναγωνιστής του Αρ., εκ των κωμωδιών του οποίου περιεσώθησαν περικοπαί τινες παρ' Αθηναίω· ως εξάγεται εκ της ανωτέρω περικοπής, είχεν αναβιβάση επί της σκηνής και «Ιππείς». Ενταύθα πρόκειται περί της κωμωδίας «Μαρικάς» γραφείσης υπό του Ευπόλιδος προς διακωμώδησιν του Υπερβόλου, περί ου πολλαχού ο Αρ. αναφέρει (Νεφ. 1065, Ειρ. 1320, Αχαρν. 845, Θεσμ. 840, Ιππείς 739. Ιδέ και «Βατράχους» μετάφρασίν μου, εκδ. Φέξη 1910,σελ. 59).

63) Του κόρδακος· γραίαν δε εννοεί την μητέρα του Υπερβόλου.

64) Περί Φρυνίχου κωμωδιογράφου ιδέ μετάφρασίν μου «Βατράχων» σελ. 7 (εκδ. Φέξη 1910)· ο δε αναφερόμενος εν σελίδι 67 της μεταφράσεώς μου των «Ορνίθων» καθώς και εν σελ. 90 των «Βατράχων» είνε ο παλαιότερος τραγικός ποιητής. (Ιδέ και «Σφήκας στ. 1490).

65) Κατά τον Σχολιαστήν ο Έρμιππος δεν έγραψεν ειδικώς κωμωδίαν διά τον Υπέρβολον, ανέφερεν όμως αυτόν εις την κωμωδίαν του «Αρτοπώλιδες».

66) Των εγχέλεων; αντί «των λέξεων» φράσις την οποίαν μεταχειρίζεται και εις τους «Ιππείς» (στ. 86).

67) «Παφλαγόνα»: Εννοεί τον Κλέωνα, τον οποίον ονομάζει βυρσοδέψην, ως και εις Ιππείς στ. 470 (ιδέ Νεφέλας 586, Αχαρνείς 376, 502, και μετάφρ. μου Βατράχων, εκδ. Φέξη 1910, σελ. 59, 60). Ως δικαίως εικάζουσί τινες, κρίνοντες εκ του χωρίου τούτου, ο Αρ. έφερε κατά καιρούς τροποποιήσεις εις τας Νεφέλας. Διότι, ενώ ανωτέρω φέρει τον Κλέωνα ως αποθανόντα, ενταύθα τον σατυρίζει ως ζώντα. Eκ τούτου εικάζεται ότι η δευτέρα αύτη περίοδος είνε του παλαιού κειμένου, η δε προηγουμένη προσετέθη κατόπιν, μετά τον θάνατον του Κλέωνος.

68) Επί Στρατοκλέους κατά το προηγούμενον έτος είχε γίνη έκλειψις σελήνης, χειροτονουμένου δε του Κλέωνος εις στρατηγόν, εγένετο κατά σύμπτωσιν έκλειψις ηλίου.

69) Η Άρτεμις.

70) Βάκχαι.

71) «Αλλ' άνω τε και κάτω κυδοιποδάν:» Ενταύθα ο Αρ. υπαινίσσεται την μεταρρύθμισιν του παλαιού ημερολογίου υπό του αστρονόμου Μέτωνος (περί ου ιδέ μετάφρασίν μου «Ορνίθων» εκδ. Φέξη 1910 σελ. 8). Ούτος κατά το α' έτος της ΠΖ' Ολυμπιάδος (432 π. χ ) ήτοι έν έτος προ της ενάρξεως του Πελ. πολέμου, είχε καθορίση το μεν ηλιακόν έτος εις 365 ημέρας και 12 ώρας, το δε σεληνιακόν εις 354 ημ. και 9 ώρας επί τη βάσει περιόδου 19 ετών. Το νέον τούτο μετρικόν του χρόνου σύστημα εκαλείτο «χρυσούς κύκλος του Μέτωνος», υπήρξε δε αιτία να μετατοπισθούν αι ημέραι των ιδιαιτέρων δι' έκαστον θεόν εορτών, ώστε αντί λ. χ. της εορτής του Διός να τελήται η του Ποσειδώνος και καθεξής.

72) Μέμνων και Σαρπηδών, υιοί του Διός αποθανόντες εν Τροία, δια τον θάνατον των οποίων, κατά διαταγήν του Διός, οι θεοί ήγον πένθος, νηστεύοντες ωρισμένην ημέραν του έτους.

73) «Ι ε ρ ο μ ν η μ ο ν ε ί ν:» Ι ε ρ ο μ ν ή μ ο ν α ς εκάλουν τους αποστελλομένους εις το Αμφικτυονικόν Συνέδριον τέσσαρας εξ εκάστης πόλεως αντιπροσώπους ως συνέδρους· εκ τούτων, δύο εκαλούντο Π υ λ α γ ό ρ α ι, εκ της Πυλαίας (Θερμοπυλών), ένθα συνεκροτείτο κατά το φθινόπωρον το Συνέδριον, και κατά το θέρος συνεκροτείτο εις Δελφούς. (Ιδέ και Θεσμοφ. στ. 30). Οι ιερομνήμονες ούτοι καλούνται παρ' Ομήρω και απλώς μ ν ή μ ο ν ε ς (Οδυσ. Θ 163 — : )

φόρτου τε μνήμων και επίσκοπος ήσιν οδαίων.

74) Φαίνεται ότι κατά σύμπτωσιν είχεν αναρπάση ο αήρ εκ της κεφαλής του Υπερβόλου τον δάφνινον στέφανον του συνέδρου.

75) Ο χ ο ί ν ι ξ ήτο το 1/4 του μ ε δ ί μ ν ο υ ισοδυναμών προς 324 δράμια. Διά τούτο παρεξηγών κατωτέρω ο Στρεψ. το στιχουργικόν τ ε τ ρ ά μ ε τ ρ ο ν του Σωκρ. υπονοεί ως τ ε τ ρ ά μ ε τ ρ ο ν το 1/2 του μεδίμνου, το οποίον είνε 4 χ ο ί ν ι κ ε ς, δηλ. δωδεκάμετρον.

76) «Ημιεκτέον» δηλ. η μ ί ε κ τ ο ν το 1/12 του μεδίμνου.

77) «Ρυθμός... κατ' ενόπλιον:» είδος ρυθμού, προς τον οποίον εχόρευον ένοπλοι και σείοντες τα όπλα, άλλως και Κουρητικός χορός· ο ρυθμός ούτος συνέκειτο από 2 δακτύλους και 1 σπονδείον. «Ρυθμός κατά δάκτυλον:» Ο Σωκρ. εννοεί τον μετρικόν, παρεξηγών δε προς το αισχρόν ο Στρεψ. διαθέτει τον μέσον δάκτυλον εις ασελγές σχήμα.

78) Το αρχαίον κείμενον φέρει την λέξιν «αλεκτρυών» (στ. 66) την οποίαν θεωρώ ως ορθοτέραν, αλλά μη αποδιδομένην, όπως η λέξις «αετός» εις την καθ' ημάς διά διγενοφανούς τύπου· ότι δε λ. «αλεκτρυών» είνε διγενής εν τη αττική διαλέκτω, μαρτυρούσιν ικανά χωρία αττικών ποιητών, αναφερόμενα παρά τω Σχολιαστή. Και ο Α. Ρ. Ραγκαβής προτιμά την γραφήν «αετός» διά τον αυτόν λόγον.

79) Ενταύθα ο Κλεώνυμος σατυρίζεται και ως πένης, παράσιτος και λαίμαργος.

80 Σατυρίζει Σώστρατόν τινα γνωστόν επί θηλυπρεπεία, του οποίου το όνομα μεταβάλλει εις θηλυκόν: Σ ω σ τ ρ ά τ η. Ο Α. Ρ. Ραγκαβής υποθέτει ότι είνε ο παρά Λυσία (Θ. 1) αναφερόμενος συκοφάντης.

81) Εννοεί τον αυτόν, ως ανωτέρω, Κλεώνυμον, τον οποίον πολλαχού σατυρίζει ως θηλυπρεπή και ρίψασπιν. (Αχαρν. 88, Σφ. 19, ιδέ και μετάφρασίν μου «Ορνίθων» εκδ. Φέξη, 1910 σελ. 30,120).

82) Ονόματα εταιρών της εποχής.

83) Γνωστοί θηλυπρεπείς. Ο Φιλόξενος σατυρίζεται και εις Σφήκας στ. 84, και ο Αμυνίας στ. 74, 1267 και εξής.

84) Ενταύθα ο Αρ. παίζει με την κατάληξιν ί α (του Αμυνία) λαμβάνων αυτήν ως κατάληξιν θηλυκού ονόματος· επομένως απέδωκα δια το εκφραστικώτερον Αμυν ί τ σ α (ιδέ και υποσ. 9).

85) Είπε Κ ο ρ ί ν θ ι ο ι παίζων προς την λέξιν κ ό ρ ε ι ς (κορέοι), διότι κατά την εποχήν έκείνην οι Κορίνθιοι ήσαν εις πόλεμον με τους Αθηναίους.

86) Εννοεί την αποδιδομένην ρυπαρότητα και καχεξίαν εις τους περί τον Σωκράτην (ιδέ και στίχο «έχοντας μαυροκίτρινο [καθώς αυτοί] το χρώμα;»).

87) «Φρουράς άδων ολίγου φρούδος γεγένημαι»: διά του φ ρ ο υ ρ ά ς ά δ ω ν εννοεί τους φρουρούς, οι οποίοι, διά να μη καταληφθούν υπό του ύπνου, ετονθόρυζον άσματα. Το δε φ ρ ο ύ δ ο ς είνε βεβιασμένον λογοπαίγνιον αναγόμενον εις τας ανωτέρω επαναλήψεις της λέξεως ταύτης (στίχος κειμένου 718, 719) και οιονεί συνέπεια της φράσεως εν φ ρ ο υ ρ ά ά δ ω ν(=φρούδον).

88) «Νους αποστερητικός:» εννοεί σκέψιν προς αποστέρησιν της πληρωμής των δανειστών.

89) Οι Θεσσαλοί εθεωρούντο διάσημοι εις τας μαγείας των και ιδία αι γυναίκες, η δε φήμη αυτη εξηκολούθησε μέχρι των βυζαντινών χρόνων. Αι γυναίκες εκείναι ισχυρίζοντο ότι κατεβίβαζον την Σελήνην με επωδούς.

90) Ανάγεται εις την παρατήρησιν του ιδίου Στρεψιάδου που παραπέμπει στην υποσημείωση 7.

91) Διά την γραφήν, ίσως δε πλειότερον εις τα δικαστήρια, μετεχειρίζοντο συνήθως πινακίδας κηρωμένας.

92) Διά του όρκου τούτου ο Αρ. υπαινίσσεται την πατρικήν του Σωκράτους τέχνην, την γλυπτικήν, την οποίαν ηκολούθησε και εκείνος, πολλούς ανδριάντας γλύψας· λέγεται μάλιστα ότι έγλυψε και τας τρεις Χάριτας Θάλειαν, Πειθώ και Αγλαΐαν, αι οποίαι ευρίσκοντο εις την Ακρόπολιν, όπισθεν του αγάλματος της Αθηνάς.

93) Σατυρίζει και πάλιν την Κοισύραν, την μητέρα του Μεγακλέους, περί της οποίας ιδέ και σημ. 11. (Αχαρν. 618).

94) Ο Μεγακλής, περί του οποίου κάμνει λόγον και προηγουμένως (ιδέ στίχο που παραπέμπει σε υποσ. 11) είχε σπαταλήση την πατρικήν περιουσίαν, εννοεί δε ενταύθα ο Αριστοφ. ότι μόνον οι κίονες είχον απομείνη εκ του οίκου του. (Ιδέ και Αχαρν. 61)

95) Ιδέ υποσημείωση 47.

96) Ο Σωκράτης ήτο, ως γνωστόν, γνήσιος Αθηναίος· ενταύθα όμως ο Αρ. τον ονομάζει Μήλιον διαβάλλων αυτόν επί ασεβεία, καθόσον μετά την καταδίκην του Μηλίου Διαγόρου επί ασεβεία (ιδέ μετάφρασίν μου «Ορνίθων» εκδ. Φέξη, 1910, σελ. 9) και ετέρου Μηλίου, του Αρισταγόρου, υβρίσαντος τα Ελευσίνια μυστήρια, τον τίτλον Μ ή λ ι ο ς απέδιδον εις τους ιεροσύλους και ασεβείς.

97) Αναφέρεται σε κείμενο λίγο πριν από την παραπομπή στην υποσ. 21.

98) Εις το κείμενον υπάρχει η λέξις α λ ε κ τ ρ υ ώ ν, η οποία εις την αττικήν διάλεκτον ελαμβάνετο και διγενώς: ο α λ ε κ τ ρ υ ώ ν (πετεινός) και η α λ ε κ τ ρ υ ώ ν (όρνις)· εις την καθ' ημάς δημοτικήν μόνον η λέξις π ο υ λ ε ρ ι κ ό αντιστοιχεί διγενώς, και ταύτην επροτίμησα, δια να εννοηθή από σκηνής το παίγνιον του ποιητού.

99) Μη νυν το λοιπόν»: Δεν θα ήνε και εις το μέλλον όπως έως τώρα.

100) «Γηγενείς»: ούτως ονομάζων τους περί τον Σωκράτην, εννοεί τους Γίγαντας και Τιτάνας, επαναστατήσαντάς ποτε κατά των θεών, και επομένως α σ ε β ε ί ς.

101) «Καταπεφρόντικα»: ενταύθα μετεχειρίσθη την λέξιν ο Στρ. δίδων να υπονοηθή ότι απεγυμνώθη χάριν της σοφίας των φροντιστών (διδασκάλων, φιλοσόφων), εξ ου και έπλασα την ανωτέρω λέξιν, η οποία δέον ν' απαγγέλλεται από τον ηθοποιόν, συνοδευομένη ταυτοχρόνως και διά της γνωστής κινήσεως των δακτύλων προς συμβολισμόν της κλοπής· περίπου ωσάν να έλεγε: «μ ο υ τ α σ ο ύ φ ρ ω σ α ν».

102) Ο Περικλής καταναλώσας τα εν τη Ακροπόλει χρήματα διά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον και λογοδοτήσας, προκειμένου περί 10 ή 20 ταλάντων δεν έδωκε λεπτομερή λογαριασμόν, αλλ' απήντησεν απλώς: «Ες το -»δέον ανήλωκα». (Ιδέ Πλούταρχ. εις β. Περικλέους, ΙΙΙ, 22, 2). Ενταύθα ο Στρ. παρανοών την ιστορικήν φράσιν του Περικλέους αντί του α ν ή λ ω κ α λαμβάνει την λέξιν α π ώ λ ε σ α.

103) Ηλιαστής, μέλος του δικαστηρίου της Ηλιαίας. (Ιδέ και μετάφρασίν μου «Ορνίθων» εκδ. Φέξη, 1910, σελ. 1).

104) Εννοεί είδος πλακούντος εις σχήμα αμάξης, ή ξύλινον παιδικόν άθυρμα, ως τα σημερινά αμαξίδια.

105) Εορτήν του Μειλιχίου Διός. Ιδέ υποσημ. 51.

106) «Χαύνωσιν αναπειστηρίαν»: «όταν του αντιδίκου προβάλλοντος λόγους πιθανούς, εις τουναντίον τις αυτούς περιτρέψη, και χαύνους και ασθενείς ποιήση, διά των λόγων αυτού αναπείσας τους δικαστάς, ως άρ' αληθή λέγει (Σχολιαστής).

107) Περί Υπερβόλου ιδέ υποσημ. 62.

108) «Βωμολόχος»: περί της λέξεως ιδέ «Βατράχους» εκδ. Φέξη. 1910 σελ. 42.

109) Παρωδία εκ της τραγωδίας του Ευριπίδου «Τήλεφος» περί του οποίου ιδέ και μετάφρασίν μου «Βατράχων» εκδ. Φέξη. 1910. σελ. 84, 104, 121, 133 και «Αχαρνείς» στ. 430 κ. ε.

110) «Πανδελετείους»: ο Πανδέλετος ήτο διαβόητός τις συκοφάντης και φιλόδικος, τον οποίον εκωμώδησε και ο Κρατίνος. Ενταύθα κατηγορεί και τους ρήτορας ως απογυμνούντας τους πτωχούς.

111) «Γνωμοτύποις»: ιδέ και μετάφρασίν μου «Βατράχων» εκδ. Φέξη 1910, σελ. 87.

112) Αρχή παλαιού άσματος του ποιητού Φρυνίχου ή του Λαμπροκλέους αρχόμενον ούτω:

«Παλλάδα περσέπολιν κλήζω πολεμαδόκον αγνάν,
Παίδα Διός μεγάλου δαμάσιππον».

113) «Τηλέπορόν τι βόημα λύρας»: στίχος έκ τινος ποιήματος Κυδίου του Ερμιονέως.

114) Ο Φρύνις ήτο κιθαρωδός Μυτιληναίος, λέγεται δε ότι αυτός πρώτος εκιθάρισεν εις τας Αθήνας τόσον επιτυχώς και κατά νέαν μέθοδον, ώστε επί Καλλίου άρχοντος εκρίθη νικητής εις τα Παναθήναια. Περί του μουσικού τούτου υπάρχει και ιδιαιτέρα μελέτη του Burette (Memoires de l' Academie des Inscriptions Tom. X. . . p. 268.

115) Είς τι των κειμένων υπάρχει (υπ' αριθ. 970) ο στίχος: «αυτός δείξας, ένθ' αρμονίαις χιάζων ή αιφνιάζων», ο οποίος όμως δεν ερμηνεύεται παρά τω αρχαίω σχολιαστή· του στίχου τούτου έδωκα κατά προσέγγισίν τινα ερμηνείαν λόγω της σκοτεινότητος αυτού, και ιδίως εις τας λέξεις χιάζω και σιφνιάζω, των οποίων η τελευταία υπονοεί βεβαίως αισχρόν τι, καθόσον η λέξις αύτη προήρχετο εκ της ροπής των τότε Σιφνίων εις την παρά φύσιν συνουσίαν (καταπυγοσύνην).

116) Τα Διιπόλια ήσαν αρχαιοτάτη εορτή, τα και άλλως Διάσια. Κατά την εορτήν εκείνην έφερον τέττιγας χρυσούς επί της κεφαλής.

117) Κηκείδης ήτο παλαιός ποιητής διθυράμβων.

118) Τα Βουφόνια ήσαν ωσαύτως παλαιά εορτή μετά τα Ελευσίνια μυστήρια αγομένη, καθ' ην εθυσίαζον βουν.

119) Εις τα Παναθήναια εχόρευον νέοι ενόπλως, ο δε χορός εκαλείτο της Τ ρ ι τ ο γ ε ν ε ί α ς, εκ του ονόματος της Αθηνάς. Τ ρ ι τ ώ εκαλείτο αιολιστί η κεφαλή, Τριτογένεια δε η Αθηνά ως γεννηθείσα εκ της τριτούς (κεφαλής) του Διός· (ιδέ και «Λυσιστράτην» εν μεταφράσει μου έκδ. Φέξη, 1910. σελ. 30).

120) Ιαπετός: ήτο είς των Τιτάνων, εθεωρείτο δε ως θεός παλαιότερος και του Κρόνου.

121) Οι υιοί του Ιπποκράτους Τελέσιππος, Δημοφών και Περικλής εκωμωδήθησαν ως μωροί και απαίδευτοι· περί τούτων έγραψε και ο Εύπολις εν «Δήμοις»:

Ιπποκράτους τε παίδες εκβόλιμοί τινες         βληχητά τέκνα ουδαμώς του νυν τρόπου.

122) «Βλιτομάμμας»: τρώγων βλίτα, ηλίθιος. Ακριβώς όρος αντίστοιχος προς την εν χρήσει σήμερον παρά τω λαώ «έφαγε βλίτα», καθόσον το βλίτον έκτοτε εθεωρείτο ως ανούσιον χόρτον.

123) «Δίκης γλισχραντιλογεξεπιτρίπτου».

124) Εις την Ακαδημίαν υπήρχε δάσος ελαίων, αι οποίαι εθεωρούντο εν Αττική ιεραί, και εκαλούντο «μορίαι».

125) Η λεύκη εθεωρείτο ως σύμβολον νικητού αγώνος, αφ' ης ο Ηρακλής, κομίσας τον Κέρβερον εκ του Άδου, εστέφθη δι' αυτής· λέγεται δε ότι εκ του ιδρώτος του ελευκάνθη η μία όψις του φύλλου της λεύκης.

126) «Απραγμοσύνη»: εννοεί την αδιαφορίαν προς τα πολιτικά πράγματα, αλλά ταυτοχρόνως και φυτόν τι φέρον το όνομα τούτο, και φυόμενον παρά την Ακαδημίαν. Η λέξις δυσανταπόδοτος.

127) Πολλοί Αντίμαχοι αναφέρονται παρά τοις κωμικοίς· ούτος, ωραίος ων, κωμωδείται και επί θηλυπρεπεία.

128) «Στατήρας»: Ο στατήρ ήτο νόμισμα χρυσούν αντιστοιχούν προς τέσσάρας δραχμάς αθηναϊκάς, ο περσικός ήτο χρυσούς είκοσι οκτώ δραχμών, ο δε φωκαϊκός μικρότερος.

129) Ο Πηλεύς κατά τον Απολλόδωρον (Γ' 1) αφέθη από τον Άκεστον, βασιλέα της Ιωλκού γυμνός εις τα θηρία· έλαβε δε παρά των θεών διά του Ερμού μάχαιραν προς υπεράσπισίν του, αμειβόμενος διά την σωφροσύνην του απέναντι της Ιππολύτης, συζύγου του Ακέστου, η οποία τον είχεν αγαπήση.

130) Περί Υπερβόλου ιδέ υποσ. 62.

131) Ο κότταβος ήτο παίγνιον μεταφερθέν εκ της Σικελίας και παιζόμενον εις τα συμπόσια, επαίζετο δε κατά εννέα τρόπους, εκ των οποίων ο συνηθέστερος ήτο ο εξής: εις λεκάνην επί τούτω κατεσκευασμένην έσταζον τον εναπολειφθέντα εις το ποτήριον οίνον, συνήθως εις ενθύμησιν απόντος φίλου, και εμάντευον από τον κρότον των σταλαγμών.

132) «Ραφανιδωθή». Ρ α φ α ν ί δ ω σ ι ς ελέγετο ειδική δια τους μοιχούς τιμωρία, εις τον πρωκτόν των οποίων εισήγον ραφανίδα και μαδώντες αυτούς εκ των τριχών, τους επέπασσον με θερμήν τέφραν.

133) Την αυτήν κατά των ρητόρων μομφήν επαναλαμβάνει εις τας «Εκκλησιαζούσας» (ιδέ μετάφρασίν μου σελ. 11 εκδ. Φέξη 1910).

134) «Ένη και νέα»: δηλαδή παλαιά και νέα σελήνη, καθόσον η ημέρα της νέας σελήνης αποτελεί ούτως ειπείν κοινόν σημείον μεταξύ της προηγουμένης και της νέας.

135) «Τα πρυτανεία»: ούτως εκαλούντο χρηματικαί προκαταβολαί απέναντι των εξόδων της δίκης, κατατεθειμέναι εις το δημόσιον εκ μέρους των διαδίκων, κατ' άλλους δε εκ μέρους μόνον του ενάγοντος, και εζημιούτο ο χάνων την δίκην.

136) Χους ή χοεύς ήτο μέτρον χωρητικότητος, το 1/12 του μετρητού, ήτοι δύο οκάδες και 172 δράμια.

137) «Κάρδοπον την καρδόπην»: δυσανταπόδοτος η έκφρασις εις την γλώσσαν της μεταφράσεως, καθόσον εν τη αρχαία η λέξις κάρδοπος παρουσιάζεται υπό του ποιητού υπό τύπον αρσενικού ονόματος προς διαστολήν από της λ. καρδόπη, παρουσιαζομένης υπό τύπον ονόματος θηλυκού.

138) Ο Καρκίνος ήτο τραγωδός, πατήρ τριών τέκνων, Ξενοκλέους, Ξενοτίμου και Ξενάρχου, οίτινες ήσαν τραγικοί χορευταί μικρόσωμοι, καλούμενοι ως εκ τούτου και όρτυγες (Ειρ. 78). Εκ τούτων ο Ξενοκλής ήτο και τραγικός ποιητής (Σφήκ. 1501, 1505 κ. ε., Θεσμ. 169, 440).

139) Παρωδεί στίχους εκ της τραγωδίας του Ξενοκλέους «Λικύμνιος», δια των οποίων κλαίει η Αλκμήνη τον φονευθέντα υπό του Τληπολέμου Λικύμνιον (Παράβλ. «Όρνιθας» έκδ. Φέξη 1910 σελ. 10).

140) Σ α μ φ ό ρ α ς: ίππου όνομα, αποδιδόμενον εις τον Αμυνίαν, κατ' άλλους δε εις παρόντα τινά κλητήρα ή μάρτυρα (ιδέ και υποσημ. 7).

141) Σειραφόρος: ίππος ζευγνύμενος έξω του ζυγού.

142) Αναφέρεται εις παλαιόν τι άσμα του Σιμωνίδου.

143) Οι ψάλλοντες του Αισχύλου τους στίχους κατά τα δείπνα ή κατά τους μουσικούς αγώνας εκράτουν κλάδους μυρσίνης, οι δε ψάλλοντες τα Ομηρικά έπη, εκράτουν δάφνην.

144) Εννοεί την τραγωδίαν του Ευριπίδου «Αίολος», εν τη οποία ο Μακαρεύς είνε εραστής της αδελφής του Κανάχης· (Ιδέ και μετάφρασίν μου Βατράχων, έκδ. Φέξη 1910 σελ. 10).

145) Αναστρέφει την δια του Σωκρ. προς τον /Στρεψ./ διαβιβασθείσαν διδασκαλίαν.

146) «Χυτρεούν όντα»: ο Στ. παίζει με την λέξιν Δ ί ν ο ς συμπίπτουσαν και με το όνομα πηλίνου τινός αγγείου, ή κατ' άλλους με μηχάνημα οστράκινον σφαιρικόν παρεμφερές προς χύτραν.