Title : Μύθοι
Author : Ioannes Velaras
Release date
: February 25, 2010 [eBook #31404]
Most recently updated: January 6, 2021
Language : Greek
Credits : Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: Numbers in curly brackets relate to the footnotes that have been transferred at the end of the book. An added footnote is included in []. The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed.
Σημείωση: Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των σελίδων που έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.Μια υποσημείωση που προσετέθει περικλείεται σε []. Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
Paris - Imprimerie Ad. Laine et J. Havard, rue des Saints -
Pères. 19.
Β' Έκδοσις του Εθνικού Ημερολογίου
1865
Τιμάται χρυσοδεμένη μεν και μετά εικονογραφιών φράγκων τριών, άδετος δε δραχμής, και πωλείται εν Παρισίοις παρά τω εκδότη του Εθνικού Ημερολογίου, rue des Saints-Pères, 19 και εν Αθήναις παρά τω φωτογράφω Κ. Δημητρίω Κωνσταντίνω.
Ιωάννης ο Βηλαράς, υιός Στεφάνου ιατρού Ιωαν- νίτου και Τάρσας Πελοποννησίας, εγεννήθη εις Ιωάν- νινα, όπου και επέρασε τας πρώτας σπουδάς της Ελ- ληνικής παιδείας εις το Κοινόν της πατρίδος του Γυμνάσιον. Από τον πατέρα του εδιδάχθη την λα- τινικήν, ιταλικήν , και γαλλικήν γλώσσαν, και τα στοιχειώδη μαθηματικά, με φανεράν επίδοσιν.
Απ' τα μικρά του ακόμη έδειχνε διάθεσιν διά την ποιητικήν, και πάντοτε κατεγίνετο να παιγνιδίζη εις διάφορα είδη ποιήσεως, μάλιστα της κωμικής και σατυρικής.
Όταν είχε δεκαοκτώ χρόνους, εστάλθη από τον πατέρα του εις το Παταύιον της Ιταλίας, όπου εσπούδασε με μεγάλην επιμέλειαν τας ιατρικάς επι- στήμας· και αφού επέστρεψεν εις την πατρίδα του επροσκολλήθη εις την δούλευσιν, ως ιατρός, του Βελή Πασσά, υιού του Αλή Πασσά, τον οποίον ηναγκάσθη ν' ακολουθήση εις όλας τας εκστρατείας και κυβερνή- σεις του, εις τον πόλεμον κατά του Βερατιού, εις το Πασσαλίκι του εις τον Μωρέαν, εις το Ρουστζούκι, όταν οι Τούρκοι εκίνησαν κατά των Ρώσσων, και εις την Λάρισσαν· όταν ο Βελής ηταν Βεζίρης Τρικ- κάλων.
Αυταί αι περιστάσεις τον έδωσαν αιτίαν να περιέλθη την Πελοπόννησον, Θεσσαλίαν, Ήπειρον, Βουλγα- ρίαν, Μακεδονίαν, και Παριστρίδα. Ως τα ύστερα, κατεκάθησεν εις την πατρίδα του τα Ιωάννινα, επ- αγγελλόμενος τον ιατρόν της πόλεως και του γυναι- κωνίτου (χαρεμιού) του Βελή, απολαμβάνων όσην οικειακήν ευδαιμονίαν, και όσην αφιέρωσιν εις την σπουδήν ημπορούσε τότε να συγχωρήση η σιδηρά του τυραννούντος Αλή χειρ. Κατά τους 1820, τον μήνα Αύγουστον, όταν επολεμήθη ο Αλής από τα στρα- τεύματα της Π ό ρ τ α ς, ευγήκεν αυτός, με τους λοι- πούς φεύγοντας τον κίνδυνον Ιωαννίτας, και διεσώθη εις το Τζεπέλοβον του Ζαγοριού. Εις εκείνην την ελε- εινήν καταστροφήν, η φωτιά της πολιορκίας των Ιωαννίνων του καταλύωσεν όλην την περιουσίαν, και τον κατήντησε πάμπτωχον. Τέτοια θλιβερά περί- στασις, και τόσα άλλα ψυχικά και ηθικά πάθη, ενερ- γούντα δυνατά εις μίαν αισθαντικήν ψυχήν, του επρο- ξένησαν απ' ολίγον ολίγον ένα μαρασμον , όπου κατά τους 1823, Δεκεμβρίου 28, τον έσυραν, πενήντα δύω χρόνων ακόμη, εις τον τάφον πάρωρα.
Αυτός άφησε μίαν γυναίκα χήραν και δύω υιούς να κλαίουν την ορφάνιαν ενός αγαθού πατρός. Τον πρώτον του υιόν αφού τον επρόκοψεν αρκετά εις τον δρόμον της σπουδής και της αρετής, ζων ακόμη, τον έστειλεν εις Ναύπλιον να συναγωνισθή με τους άλ- λους ομογενείς του.
Όσοι εγνώριζαν τον Βηλαρά, όλοι ήσαν ομόφωνοι διά την πολυμάθειάν του. Ενώ εφαίνετο στολισμέ- νος με βαθειάν γνώρισιν των επιστημών, ήτον εμ- πειρότατος εις την τέχνην του, χαιρόμενος κατά τούτο την γενικήν των συμπολιτών του εμπιστοσύ- νην. Εις όλας τας συνομιλίας του έδειχνε μεγάλην κατανόησιν. Ήτον εγκρατής της αρχαίας φιλολο- γίας, και πάντοτε είχε την ετοιμότητα να εμψυ- χώνη τον σωρόν των γνώσεων του με μιαν δραστή- ριον και λαμπράν φαντασίαν και εις όλας τας περι- στάσεις αι φιλολογικαί του γνώσεις ανεφαίνοντο με ζωηρότητα αγχινοίας.
Αλλά περί της μεγαλονοίας του Βηλαρά, όλος ο θαυμασμός των συμπολιτών του, και όλοι οι έπαινοι των ομογενών του θα ενομίζονταν ίσως φιλοπροσω- πία, κοντά εις την αδέκαστον μαρτυρίαν όπου ο περίφημος Άγγλος ιατρός Ενρίκος Όλλανδ κατα- χώρισε περί αυτού εις τας κατά την Ελλάδα περιη- γήσεις του, γενομένας τους 1812 και 1813, και τυ- πωμένας εις Λονδίνον. Του σοφού τούτου Αγγλου η μακρυνή διατριβή εις Ιωάννινα, του έδωσε πολλάς περιστάσεις να ιδή τον Βηλαρά εις διαφόρους ηθικάς θέσεις.
« Εις αυτάς και άλλας συνομιλίας (λέγει ο Κύριος « Όλλανδ) ηύρα τον Βηλαρά άνθρωπον πολυμαθή « και πολλά ειδήμονα των φυσικών και μεταφυσι- « κών επιστημών. Αυτός χαίρεται την φήμην, και « πιστεύω αξίως, ότι είναι ο πρώτος βοτανικός της « Ελλάδος. Έδειχνε ότι πολύ εσκέφθηκε διά τα διά- « φορα υποκείμενα της μεταφυσικής και ηθικής, και « η ομιλία του περί τούτων εφύλαττε τον ίδιον τόνον « του σατυρικού σκεπτισμού, οπού έκαμνε να υπο- « φαίνεται εις όλας γενικώς τας γνώμας του. Το « ποιητικόν αυτού προτέρημα δεν ήτον κατώτερον « των γνώσεών του εις την φιλολογίαν και τας επι- « στήμας. Είχα μίαν ευκαιρίαν να δοκιμάσω την « ποιητικήν του ευκολίαν δίδωντάς του ένα ή δύω « κομμάτια Αγγλικής ποιητικής, με το μέσον της « Ιταλικής γλώσσης, τα οποία, ολίγα λεπτά του « έφθασαν να φέρη εις γραικικούς στίχους.
« Κοντά εις αυτά του τα χαρίσματα της πολυμα- « θείας και ευαισθησίας, ήνωνε εις τον χαρακτήρα « του εκείνο το στοϊκόν ήθος, καθώς είπα, οπού κά- « ποτε τον ανέβαζεν εις ένα ύψος και έπαρσιν, οποίον « θα εταίριαζε καλλίτερα εις τους παλαιούς χρόνους « της ελευθερίας, παρ' εις την νέαν αυτήν αθλιό- « τητα {1}. Dr. H. Hollands Travels in Greece, p. 274
Το στοϊκόν ήθος οπού ο Άγγλος περιηγητής απο- δίδει εις τον Βηλαρά, ήτον ίσως κοινόν εις όλους τους αληθινά πεπαιδευμενους της Ελλάδος· επειδή, εις το πέλαγος των ηθικών παθημάτων οπού ευρί- σκετο η πατρίς και το έθνος, τι άλλο ημπορούσε να κάμη τον ευαίσθητον σπουδαίον να ανθέξη, παρά μία καρτερία υπερβολική, οπού στα μάτια κάθε ξένου έπρεπε να νομισθή στοϊκισμός ;
Τα ποιητικά προτερήματα του Βηλαρά φαίνονται εις όλα του τα ποιήματα. Το είδος όμως εις το οποίον επέδιδεν εξαίρετα ήτον το σατυρικόν. Έγραψε πολ- λούς μύθους, πολλά ερωτικά, και πολλά κομμάτια εις το πεζόν {2}.
Αυτών των συγγραμμάτων του ένα μέρος μόνον έγινε τρόπος, όσον συγχωρούσαν αι περιστάσεις, να μαζωχθή και να τυπωθή, όχι μόνον διά να γίνη κοι- νόν εις το έθνος, αλλά και διά να δοθή κάποια βοή- θεια εις την χήραν γυναίκα του, η οποία, διά τα φρικτά της πατρίδος δυστυχήματα, έμεινεν στερη- μένη των αναγκαίων και εις την οποίαν θα δοθούν όλα τα χρήματα όπου θα συναχθούν από την παρού- σαν έκδοσιν, αφ' ού εύγουν τα αναγκαία της εκδόσεως έξοδα. Εδώ πρέπει να κηρυχθή η μεγάλη ευγνωμο- σύνη οπού χρεωστείται εις την γενναιότητα των συνδρομητών, των οποίων ετυπώθησαν τα ονόματα εις το τέλος του βιβλίου, και οι οποίοι, ευθύς οπού ήκουσαν τον σκοπόν της εκδόσεως, συνέτρεξαν με την πλέον καλοπροαίρετον γενναιότητα.
Η ανάγνωσις του Βιβλιαρίου αρκεί να δώση εις τον καθ' ένα αρκετήν ιδέαν της χαριτωμένης φαντα- σίας του ποιητού. Εις τους μύθους, εις τα σατυρικά, και εις την μετάφρασιν της Βατραχομυομαχίας, είναι αξιοθαύμαστος, και γλυκύτερος αφ' όσους έγραψαν παρόμοια έως τώρα στην γλώσσαν μας. Και εις τα ερωτικά του δεν έχει άλλον από τον Α. Χριστόπουλον να του ομοιάζη. Οι στίχοι του όλοι τρέχουν απαλά και γλυκά, χωρίς εκείνους τους στρεβλισμούς, παρα- γεμισμούς, ή ανυπόφοραις συνωνυμίαις, οπού συχνά φαίνονται εις τα συγγράμματα των ολίγων της γλώσ- σης μας ποιητών.
Αλλ' η γλώσσα του. . . αυτό είναι ένα υποκείμε- νον περί του οποίου ή πρέπει τις να ειπή πάρα ολίγα, ή πάρα πολλά. Ως προς το ιδίωμα, αυτός εφύλαξε το τοπικόν του, δηλ. εκείνο οπού ομιλούν εις όλην την Ήπειρον έως τα μέρη της Θεσσαλίας. Εις αυτό έκαμε, καθώς ο Θεόκριτος, και καθώς όλοι οι νέοι μας ποιηταί από την Κρήτην. Πιθανόν το ιδίωμα τούτο να φανή παράξενον εις την Θράκην, εις τα παράλια της μικρας Ασίας, εις την Πελοπόν- νησον, ή όπου αλλού δεν συνηθίζεται. Αλλ' ο Βηλα- ράς λέγει ότι έγραψε διά τους συντοπίτας του, και μ' αυτό έχει στο μέρος του όλα τα δίκαια.
Περί δε του ύφους της γλώσσης αυτός ο ίδιος εξη- γεί τας ιδέας του εις τον Σοφολογιώτατον και Κολο- κυθούλην. Ο μοναχός σκοπός του, σύμφωνα με όλους τους φρονίμους σπουδαίους, ήτον να γίνη καταλη- πτός εις το έθνος. Αν το ύφος οπού ηκολούθησε είναι το αρμοδιότερον μέσον, ή όχι, αυτός δεν είναι ο αρ- μόδιος τόπος ν' αποδειχθή, επειδή είναι υποκείμενον οπού έδειξεν ως τώρα, ότι ολίγα λόγια δεν το τελειώ- νουν. Ένα μόνον πρέπει να ειπωθή, ότι του Βηλαρά το ύφος όχι μόνον καταλαμβάνεται από όλους, αλλά και καταθέλγει και καθηδύνει όλους, όσους έχουν ψυ- χήν και αίσθημα εξανθρωπισμένον να αισθανθούν τα πετάγματα της ζωηράς του και ανθηράς φαντασίας.
Κορφοί, 1827.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΒΗλΑΡΑ
Τα παραμύθια ιστορώ,
Τους μύθους ξεδιαλέγω.
Στολνώ το ψέμα όσο μπορώ,
Και την αλήθια λέγω.
Βουλή μου ήρθε, κι' όρεξι στη λύρα μου ν' αρχίσω,
Του Αίσωπου τους ήρωες να γλυκοτραγουδήσω.
Με λόγους ζώων αλόγων, αψύχων παροιμίαις,
Σ' αυτό το λογικώτατο να δώκω νουθεσίαις.
Ω Φαντασία ζωντανή, που στα μυαλά φωλιάζεις·
Κι' οπού με χέρι δυνατό κρατάς και τα υποτάζεις.
Οπού σοφών και παλαυών εσύ το νουν ορίζεις,
Τους στοχασμούς τους, κυβερνάς· τα έργα τους διορίζεις.
Οπού το παν εξιστοράς σ' ενού μυαλού τον τόπο,
Ήτε κοιμάται ή αγρυπνάει, χωρίς κανέναν κόπο.
Οπού τεχνών κι' επιστημών και συστημάτων βρύσι,
Ζωγράφος είσαι λογιαστός στη λογιαστή τη φύσι.
Εσένα κράζω βοηθόν στης συγγραφής την ύλη.
Λάμψε σ' εμένα φωτεινή, κι' οδήγα το κοντύλι,
Να δυνηθώ με των Μουσών την γλώσσα και τον τρόπον
Να ιστορήσω, όσα ειπώ, ν' αρέσου των ανθρώπων.
Σε μια εποχή αλλοτεσινή, που πονηριαίς και δόλοι,
Το κύρος είχαν δυνατό στην οικουμένην όλη,
Γιατί το Ψέμα τολμηρό με πλάνον είχε φτάση,
Τον εαυτό τους των πολλών τη γνώμη να θρονιάση.
Με παρρησία στο κοινό οπού ήθελε να τρέχη,
Ελεύτερο, ανεπόδηγο, και κόπον να μην έχη.
Να περπατή με σοβαρό, με περιφάνιας ήθος,
Και να τρομάζη των μικρών και των τρανών το πλήθος.
Να βρίσκη χώρα σ' ολουνούς· παντού συντροφευμένο.
Σε κάθε σπίτι αγαπητό, και περιποιημένο.
Η μαύρη αλήθεια από καιρούς και χρόνια εξορισμένη,
Από τον κόσμο μισητή, κι' όξω απ' αυτόν κρυμμένη,
Σ' ανήλιον τόπο ανάμερον, και σε πυκνό σκοτάδι,
Είχε αποκάμη κατοικιά μεσ' σε βαθύ πηγάδι.
Μήτ' αποκείθε εκόταγε να βγη σε ημέρας φέξι,
Με δίχως κίνδυνο άφευχτο, χωρίς βαργιά να φταίξη.
Κει μέσα πάντα μοναχή στον πάτο σφαλισμένη,
Από το φόβον άκοπα σκληρά βασανισμένη,
Αν επιτύχαινε καιρό τη νύχτα να ημπορέση
Σε φίλου, ή γνώριμου παλιού το σπίτι να χωρέση.
Την συντροφία του εχαίρονταν στιμαίς με τρόμου ζάλη·
Και κλειόνταν γλήγορ' άφαντη μες την κρυψιόνα πάλι.
Αλλά μονάξιας ερημιά παρόμια να υπομένη
Βαρέθηκε ως το ύστερον πολύ περιορισμένη.
Κι' αποφασίζει μιαν αυγή ν' αφήκη τέτοιους τόπους,
Να πάη να ζήση, ως άλλοτε, μαζή με τους ανθρώπους.
Οχ {3} το πουρνό λοιπόν αυτή σε σταυροδρόμι βγαίνει,
Στον κόσμο φανερόνεται, στον κόσμο πάλι μπαίνει.
Μόν εβουλήθη ολόγυμνη τα κάλλη κι' ωμορφιά της,
Να δείξη δίχως σκέπασμα, ως ήταν μάθημά της.
Θαρρούσε ακόμα σώζωνταν καθώς και πρώτα ωραία·
Ωσάν και πρώτα ποθητή και ζηλεμένη νέα.
Τα νιάτα ογλήγορα απερνάν τα γηρατιά πλακόνουν,
Και τούτο μόν εφάνηκαν η χάρες τελειόνουν.
Καλοί, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της,
Μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της·
Κανείς δεν καταδέχονταν μηδέ να τη ρωτήση,
Μόν βιαστικά το δρόμο του τηρούσε ν' ακλουθήση.
Στέκει, η Αλήθεια καρτεράει, στην άκρα απορριμμένη,
Σε καταφρόνεσι πολλή, ψυχρή και παγομένη.
Διαβαίνει ημέρα ολάκαιρη, κοντεύει να νυχτόση,
Και δεν ευρέθηκε άνθρωπος σε ταύτη να ζυγόση.
Κι' εκεί που διαλογίζεται, στο νου της αποράει,
Με καταισχύνη κι' εντροπή, το τι έπαθε μετράει.
Της φανερόνεται ομπροστά το Ψέμα στολισμένο
από πετράδια λογιαστά, και τα χρυσά ντυμένο·
Πλαστή ήταν όλη η φορεσιά, κι' από γιαλιά γιομάτη,
Ωστόσο εφάνταζε πολύ, κι' εγέλασε το μάτι.
Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις;
Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης;
Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα
Σε δρόμου διάβα σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα;
Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη·
Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη·
Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω,
Στον κόσμο σαν προτήτερα ναρθώ να κατοικήσω.
Να ελεήσω ηθέλησα τους ματαίους ανθρώπους,
Που στην αμάθεια κείτονται με ταλαιπώριας κόφους.
Σ' αυτούς να λάμψω καθαρή, την πλάνη να σκορπίσω
Να ξαλειφθούν η πρόληψες, και τα κακά να σβύσω.
Να φέρω πάλι μάθησες, να φέρω πάλι φώτα·
Να οδηγήσω τους θνητούς εις το καλό, σαν πρώτα.
Τ' ομολογώ επλανέθηκα στον άγνωμο σκοπό μου·
Και καταφρόνια ανέλπιστα θωρώ με θαυμασμό μου·
Μικροί μεγάλοι με μισάν· κανένας δε με θέλει.
Αν είμαι, ή αν δε βρίσκομαι, τελείως δεν τους μέλει.
Και σα να μ' είχαν όχτρητα το πρόσωπο γυρίζουν,
Αλλ' ως κι' οι φίλοι μου οι παλαιοί, κι' αυτοί δε με γνωρίζουν·
Κι' αν κανενός αποκοτάω δυο λόγια να μιλήσω,
Φεύγει με πάτημα γοργό, μηδέ τηράει οπίσω.
Νογώ το λάθο, πώκαμα· οι ανθρώποι δε μου φταίγουν.
Σ' αυτούς δεν τύχαινε να βγω· η γριαίς δεν τους αρέγουν.
Δεν είν' αυτό, αδερφούλα μου, εκείνο που πειράζει.
Της λέει το Ψέμα, ως το φρονείς, κι' ο νους σου λογαριάζει.
Δεν βλάβουν τα γεράματα, μόν αμορφή κι' αιτία
Είν' της στολής η έλλεψι· δεν είν' η ηλικία.
Γιατί νομίζουν οι πολλοί, πως κάθε τι δεν πρέπει,
Με δίχως κάνα σκέπασμα καθένας να το βλέπει,
Εγώ πολύ παλιότερο και γεροντότερόν σου,
Με τα στολίδια, που φορώ, φαντάζω νιότερό σου.
Και ντιούμαι πάντα λογιαστά, και πάντα συχναλλάζω,
Και πάσα ημέρα αλλιότικο, καινούρια νιάτα βγάζω.
Τα όξω ορέγεται καλά, σ' εκείνα προσκολλιέται,
Τα μέσα δεν παρατηράει ο κόσμος, κι' ας γελιέται.
Για τούτο εγώ έχω απέρασι, για τούτο κυριεύω,
Γιατί ν' αρέσω καθενού αδιάκοπα γυρεύω.
Κι' έτζι παντού προτίμησι, παντού ευρίσκω χώρα,
Και κυβερνώ, ως ορέγομαι, τον κόσμον ως την ώρα·
Να παρρησιάσης το κορμί λοιπόν σε γύμνια τόση,
Συμπάθησέ με να σου ειπώ, πως δεν παραήταν γνώσι.
Ωστόσο το τι γίνηκε, πλιο δεν μπορ' να ξεγένη.
Κι' ας προσπαθήσομε σ' αυτό ποιος διορθωμός να γένη·
Έλα αδελφή να κάμωμε, σου τάζω γιά καλό μας,
Μια συμφωνία, αν αγαπάς, με διάφορο κοινό μας.
Σε τούτο μου το φόρεμα κι' οι δυο να τυλιχτούμε,
Σύντροφοι πάντα αχώριγοι μαζί να περπατούμε.
Τότες οι φρόνιμοι σα ιδούν πως βρίσκομαι με εσένα,
Από χατίρι σου θαρρώ δε με μισάν κι' εμένα.
Κι' εσένα πάλι οι τρελλοί να σε θωρούν μαζί μου,
Μεταχαράς σε δέχουνται απ' αφορμή δική μου.
Σε ταύτα η Αλήθεια στρέγοντας,το Ψέμα αγγαλιασμένη
Στης φορεσιά του εφάνηκε με ταύτο σκεπασμένη,
Κι' αφόντης ανταμόθηκαν το Ψέμα κι' η Αλήθεια,
Στης γης τη σφαίρα επλήθυναν τα τόσα παραμύθια.
Τα παραμύθια εξιστορώ· τους μύθους ξεδιαλέγω.
Στολνώ το Ψέμα όσο μπορώ και την Αλήθεια λέγω.
Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά,
Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λαλιά,
Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει,
Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει.
Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά,
Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.
Σαν πέρασαν η κάψαις, και πιάνουν η βροχαίς,
Καιρών ενάντιων ζάλαις, ανέμων ταραχαίς,
Ο λαλητής ευρέθη, μην έχοντας σπειρί,
Της πείνας να ψοφήση, σε κίντυνο βαρύ.
Στο σοδιαστή προστρέχει, του λέει, παρακαλώ,
Μην αρνηθής να κάμης, σ' εμένα ένα καλό.
Με ξάφνισαν τα κρύα, προμιού το φανταστώ,
Και να χαθώ κοντεύω, αν δεν καταφταστώ.
Να μ' ελεήσης, φίλε, μ' ολίγο μερτικό
Από την εισοδιά σου προς ώρας δανεικό.
Κι' ερχάμενος ο θέρος, χωρίς να ζημιωθής,
Σου δίνω και κεφάλι και κάματον ευθύς.
Πολύ καλα, αποκρίθη, μόν δεν παρανογώ,
Γιατί να μη φροντίσης, ως έκαμα κι' εγώ.
Γιατί, κυρ Μυρμηγκά μου, δεν άδιασα στιμή
Από το λάλημά μου, κι αυτή είναι η αφορμή.
Εξαίρετα, του είπε, σα στον καλόν καιρό
Λαλούσες, τώρ' αρχίνα, και στήσε το χορό.
Όσοι τον καιρό ξοδεύουν,
Και το μέλλον δε μετρούν,
Στα χαμένα τον γυρεύουν,
Σαν και πρώτα να τον βρουν.
Επειδής φτερά βαστάει
Φεύγει, τρέχει σα νερό,
Κι' όποιος δεν τον κυνηγάει,
Χάνει πάντα τον τορό.
Σύναζε νιος όσο μπορείς,
Γέροντας άνεσι να βρης.
Στα νιάτα σου αν οκνεύεις·
Γέρος κακά πορεύεις.
Μη χωρίζεστε παιδιά μου,
Οχ τα ίχνη τα δικά μου.
Στο ποτάμι μέσα τρέξτε
Όσο θέλετε, και παίξτε.
Στα ριχά μη ξεγελιέστε,
Και στης άκραις να πλανιέστε.
Είναι οχτροί, και φυλαχτήτε,
Να μη τύχη και βλαφτήτε.
Έτζι τα ψαρόπουλά του,
Σέρνοντάς τα από κοντά του,
Εσυμβούλευε το Ψάρι,
Με αγάπη και με χάρι.
Μόν αυτά απ' ανεγνωμιά τους,
Παιδιακήσια ακεφαλιά τους,
Με τη μάνα τους γελούσαν,
Της ορμήνιαις δεν ψηφούσαν.
Ήταν ώρα που το χιόνι
Των βουνών, κι' ο πάγος λιόνει·
Ροβολάν μ' ορμή, αβγατίζουν,
Και τα κάτω πλημμυρίζουν.
Το ποτάμι φουσκομένο,
Κατηβάζει αφρισμένο.
Τα νερά του τόσο υψόνει,
Που τους κάμπους θαλασσόνει.
Ω φωνάζουν όλα αντάμα
Τα Ψαράκια, ω! τι θιάμα
Σπίτια, δέντρα, όλα ένα
Νάτα καταποντισμένα.
Φόβου τόπος πλιο δε μένει·
Πέλαγος η οικουμένη·
Ήρθε ήρθε ο καιρός μας.
Είναι ο κόσμος εδικός μας.
Τι λες, Μάνα, είναι χρεία
Να 'χομε άλλην υποψία ;
Μάλιστα, παιδιά μου, τώρα,
Να φοβάστε είναι ώρα,
Το νερό αυτό διαβαίνει,
Κι' η στεριά σαν πρώτα μένει
Σταματάτε, αφηκραστήτε,
Μην αντέστε, και χαθήτε.
Οχ κι' εσύ όλο να γκρινιάζης,
Όλο θέλεις να μιας σκιάζης·
Έχε υγιά, της λεν, θα πάμε·
Αλλα λόγια δε γρηκάμε.
Το ποτάμι τους αφίνουν,
Δίχως άλλο να προσμείνουν·
Κι' όσο εδύνονταν τρεχάτα
Προς τους κάμπους κόφτουν στράτα.
Τα μωρά! δε συλλογιούνται.
Τα νερά αρχινάν τραβιούνται.
Απομνήσκουν μες την ξέρη,
Πέφτουν σε διαβάτων χέρι.
Ο νιος και δίχως του κόσμου πράξι,
Στης όρεξαίς του δεν έχει τάξι·
Ορθά δεν ξέρει να συλλογιέται,
Και στους σκοπούς του γι' αυτό πλανιέται
Τυφλά κινιέται και κιντυνεύει,
Και τη ζωή του συχνά ξοδεύει·
Στην πατρίδα σου αν πορεύης,
Ξένους τόπους μη γυρεύης.
Κάλλια μέτρια στη γωνιά σου
Μ' ευχαρίστησι καρδιάς σου,
Ή πολλά να αποχτήσης,
Και με κίντυνα να ζήσης.
Των γονέων της ορμήνιαις
Μη ποτέ καταφρονάς.
Είναι πάντα προς καλό σου,
Όσο αλλιώς εσύ αν φρονάς.
Πραχτικού γερόντου γνώμη
Ν' αφηκράζεσαι καλά.
Εχει πράξι στα του κόσμου·
Έπαθε, έμαθε πολλά·
Κάθε τι επιχειρίσου,
Όσο είναι η δύναμί σου.
Οχ τον κύκλο σου μη βγαίνεις,
Ότι αλλιώς κακοπαθαίνεις.
Μια Αλουπού, πώς εγελάστη,
Κι' σε δόκανον επιάστη
Τέτιο ζώο πονηρό,
Στην αλήθια δεν το ξέρω,
Μήτε θέλω να υποφέρω,
Να ξετάξω να το βρω.
Ξέρω ωστόσο, και μου φτάνει·
Πως επιάστη, και πως χάνει
Για κακή της συφορά,
Μ' αδιόρθωτη πομπή της
Την καλήτερη στολή της,
Τη μεγάλη της νορά.
Κι' ήταν χρεία, ή κρυμμένη,
Ήτε δάχτυλο δειγμένη
Μ' εντροπή της να περνάη.
Όθεν ναύρη θεραπεία
Για μια τέτια δυστυχία
Όλο θέλει κι' ερευνάει
Σ' ένα δάσος, που η άλλαις
Αλουπαίς μικραίς μεγάλαις
Είχαν σύναξι βουλής,
Που σε ταύτη εσυνηθούσαν,
Και κοινά εθεωρούσαν,
Κάπιαις χρείαις της φυλής.
Πάει και τούτη κι' αρχινάει,
Ένα πρόβλημα κινάει,
Πως η μόνη και συχνή,
Σ' όσα πάσκουν εναντία,
Η νορά τους είναι αιτία,
Η νορά τα προξενεί.
Βάρος, μπόδιο, κι' ασκημάδα,
Κι' όσα άλλα η φιληνάδα
Να εφεύρη είν' αρκετή,
Τ' αριθμάει δημηγορόντας,
Και θερμά κατηγορόντας
Τη νορά για περιττή·
Κι' ακλουθόντας ως το τέλος
Να κακολογάη το μέλος,
Με απόφασις φωνή
Να κοπή για δίκιο κρίνει,
Συμβουλή και γνώμη δίνει
Προς ωφέλειαν κοινή.
%Κι' είπε τόσα η πονηριά της,
Που κοντεύει στα νερά της
Την κοπή των Αλουπών
Να τραβίση και να σύρη,
Πάσα μια απ' αυταίς να γύρη,
Στο δικό της το σκοπόν·
Μόνε μια απ' όσαις τότες
Ήταν δεύτεραις και πρώταις,
Αλουπού καθολική,
Ε της λέει, αγαπημένη,
Πώχεις την νορά κομμένη,
Κι' είσαι τόσο γνωμική.
Αν αυτή η συμβουλή σου,
Που με τόσην όρεξί σου
Να δεχτούμε επιθυμάς,
Δεν υπόσκονταν σ' εσένα
Κέρδος, διάφορο κανένα,
Δεν την πρόβανες σ' εμάς.
Ω φιλόσοφοι σοβαροί,
Οπού με γνώμη σταθερή
Ξοδεύετε παντοτεινά
Χρόνια ζωής προσωρινά,
Για να ξηγάτε τολμηροί,
Όσα ο νους σας δε χωρεί·
Καταδεχτήτε ολίγο τι
Προσεκτικό να βάλτε αυτί
Σε Γάτου φέρσιμο και νου,
Σοφού σωστά αληθινού.
Σε καθρέπτην ένας Γάτος
Αλλον όμιον του θαρρούσε·
Με παιγνίδια πάει τρεχάτος,
Να τον φτάκη προσπαθούσε.
Το γιαλί τον εμποδάει·
Θιαμασμένος απομνήσκει·
Αποπίσω ευτύς περνάει·
Μόν κι' εκεί δεν τον ευρίσκει.
Μεταέρχεται, κυττάζει,
Και τον βλέπει ομπρός του πάλι·
Σταματάει, συλλογιάζει,
Και ταράζει το κεφάλι·
Και οχ το φόβο μη του φύγη
Αντα φέρη αυτός τη γύρα,
Εστοχάστη στο κυνήγι.
Ν' αποκλείση πάσα θύρα.
Στην κορφή οχ τον καθρέφτη
Απηδόντας αναβαίνει·
Της κοιλιάς καβάλλα πέφτει
Και του λόγου του συσταίνει·
Δυο απέδω, δυο απέκει
Τα ποδάρια του κρατάει·
Μουλυχτά παραφυλάει·
Βέβιος τότε να τον πιάκη,
Σιγανά, αλαφρά αρχινάει,
Στο γιαλί να ιδή, να φτάκη.
Το κεφάλι να κρεμάη.
Ένα αυτί πρωτοματιάζει,
Κι' άλλο δεύτερο δοκέται·
Και τα νύχια του συντάζει·
Δέξια ζέρβια του κινιέται·
Εις αυτό, το ζύγι χάνει,
Ξαγλιστράει παραπατόντας
Το σκοπό δεν αποκάνει,
Και στον πάτο πάει βαρόντας.
Δίχως άλλο να φροντίζη
Και να πολυπραγμονάη,
Στα ποντίκια του γυρίζει,
Τον καθρέφτη απαρατάει·
Πια μου, λέγει, χρεία εμένα,
Τέτια κι' άλλα να γυρεύω;
Δίχως διάφορο κανένα
Το μιαλό μου να παιδεύω ;
Ό,τι ο νους να νοήση,
Σα μου λείπει κάθε πρόπος,
Δεν μπορεί να μ' ωφελήση,
Και χαμένος είναι ο κόπος.
Σε τρανταφυλλιάς κλωνάρι
Ελαλούσε έν' Αηδωνάκι,
Ερωτιάρικο πουλάκι,
Με φωνή πολλή και χάρι.
Το Γεράκι που απετάει,
Και θροφή να βρη γυρεύει
Κούοντάς το ογληγορεύει,
Καταπάνω του χυμάει·
Στα ποδάρια του τ' αρπάζει.
Στον αγέρα το σηκόνει·
Σ' άλλο μέρος χαμπηλόνει·
Για φαγή του το τοιμάζει.
Το Αηδόνι το καϋμένο,
Βλέποντας το θάνατό του,
Προς τον άσπλαχνον οχτρό του
Λέγει παραπονεμένο.
Αφινέ με έτζι να ζήσης.
Μια χαψιά κορμί για σένα
Είναι είδος στα χαμένα·
Αλλο βρες να κυνηγήσης.
Αν με φας, τι θ' απεικάσης;
Σου χρειάζεται κάνα άλλο
Απετούμενο μεγάλο,
Κι' όχι εγώ, για να χορτάσης.
Το Γεράκι λέει σ' εκείνο,
Για τα αβέβιο όπιος τρέχει
Μέτρα γνώσις δεν κατέχει·
Και για ταύτο δε σ' αφίνω.
Κάλλια πέντε και στο χέρι,
Πάρα δέκα και καρτέρει.
Μην αφίνεις το ολίγο, που στο χέρι σου κρατάς,
Για να βρης παράνω ακόμα, τι δεν ξέρεις τι
[ζητάς.
Όσο έχεις είναι βέβιο· τ'άλλο, ελπίδα καρτερείς·
Κι' οχ τα δυο να μείνης άδιος, αν δεν έχεις νου,
[μπορείς.
ΜΥΘΟΣ ς'.
Σε λιβάδια που η φύσι
Πλούσια είχε θησαυρίση
ίσκιους, χλόαις, κλαριά, χορτάρια,
Δροσερά νερά καθάρια,
Μια Φοράδα ηληκιωμένη
Οχ τη μοίρα απολαβαίνει
Τ' αγαθά όλα ανταμομένα,
Με τη μοναχή της γέννα.
Κι' απερνούσε την ημέρα
Σα φιλόστοργη μητέρα,
Με πολλή ευχαρίστησί της
Ν' αναθρέφη το παιδί της.
Το ανήλικο Πουλάρι
Σε μιας τόσης τύχης χάρι
Βρίσκει πάσαν ηδονή του
Εις την άσκοπην ορμή του.
Δίχως μέριμνο και ζάλη,
Δίχως κόσμου πράξιν άλλη,
Με κατάχρησι απολνιέται
Μέσα στα καλά, που κλιέται.
Τελοσπάντων για οδηγό του
Αποχτάει στο φέρσιμό του,
Ό,τι έχουν, στην αλήθια,
Τα παιδόπουλα συνήθια.
Ογκωμένο ως τ' αχείλι
Τρώει αδιάκοπα τριφύλλι·
Και γκυλιέται τεντομένο
Στο χορτάρι τ' ανθισμένο.
Αφορμή ας μη το κεντάει,
Τρέχει, ρίχνεται, πηδάει·
Κι' αν δεν έχει τι να κάμη
Κολυμπάει μες το ποτάμι.
Κι' όποτε δεν είναι χρεία.
Τότε πρόφασι κι' αιτία
Βρίσκει ευτύς στη θέλησί του
Ν' αναπάψη το κορμί του.
Στη συχνή τρυφήν εκείνη,
Στην πολλή του γεροσύνη,
Αρχινάει ν' αποσταίνη,
Κάθε τι να το χορταίνη.
Ως το τέλος βαρεμένο,
Και πολύ περιορισμένο,
Μην ηξέροντας τι έχει,
Στην καλή του μάνα τρέχει·
Έχω από καιρό, της λέγει,
Που ο τόπος δε με στρέγει·
Η βοσκή μας δε σαρκόνει,
Και παράνω με σκοτόνει·
Το τριφύλλι που αγαπάω,
Παρανόρεχτα μασσάω.
Και η πρώτη νοστιμάδα
Στα νερά δεν εχει αράδα.
Ως κι' ο αγέρας, που ανασσαίνω,
Και κακό απ' αυτόν παθαίνω,
Στα πλεμόνια μου ανημπόρια
Προξενάει με στενοχώρια.
Μ' ένα λόγο· εγώ σ' ολίγο,
Μάνα μου, αποδώ αν δε φύγω
Σ' άλλο μέρος να περάσω,
Τη ζωή μπορώ να χάσω.
Ναι, του λέει εκείνη, τώρα,
Να μισέψομαι στην ώρα.
Τέτιος τόπος δεν αχρήζει,
Την υγιά σου σαν εγγίζει.
Λόγος, κι' έργο· την παλιά τους
Απαριάζουν κατοικιά τους,
Δίχως να χασομερήσουν
Μια στιμή, ν' αναχωρήσουν.
Ο μικρός ο ταξειδιότης,
Οχ το βράσιμο της νιότης,
Με γοργά πατήματά του
Απηδάει οχ τη χαρά του.
Και η γριά, οπού πηγαίνει
Όχι καλοκαρδισμένη,
Φρονιμώτερα πατάει,
Και στο δρόμο τ' οδηγάει·
Και το ήφερνε από στράτα,
Και βουνά γγρεμούς γιομάτα,
Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα,
Ή νερού καθόλου ίκμάδα·
Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν·
Ολη μέρα άδια μνήσκουν·
Και σαν πήρε το σκοτάδι,
Νηστικά απερνάν το βράδυ.
Το πουρνό καθώς χαράζει
Οχ την πείνα, που τα βιάζει,
Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας·
Το ταξίδι ακολουθόντας.
Μοναχά μ' αυτό το στόμα
Δυο ημερόνυχτα ακόμα
Μες το ίδιο ξεροτόπι
Φέρουν γύρα οι στρατοκόποι.
Η φοράδα, που αποβλέπει,
Τον υγιό της, σ' ό,τι πρέπει,
Για καλό του να πεδέψη,
Και με τρόπο να ορμηνέψη,
Εστοχάστηκε αρκετό του,
Για τ' ανέγνωμο μυαλό του,
Όσο τότες είχε πάθη,
Απατό του για να μάθη.
Και από 'να μονοπάτι,
Που γνωρίζει αυτή μονάτη,
Τα μεσάνυχτα απογάλι
Στα λιβάδια φτάνουν πάλι.
Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του
Να ιδή ανεπάντεχά του
Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται,
'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται·
Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα,
Χλωρασιά και τρυφεράδα,
Πώχει τούτη για η χλόη !
Και με όρεξι την τρώει·
Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο
Να γυρεύομε άλλο τόπο·
Καταφύγι δεν μπορούμε
Ωραιότερο να βρούμε.
Πιο άλλο μέρος, σαν και τούτο,
Θα 'χη τόσο μέγαν πλούτο;
Κι' επειδή είν' της όρεξίς μας,
Ας σταθούμε επιζωής μας,
Έτζι λέγοντας, φωτίζει·
Και τον τόπο ευτύς γνωρίζει
Που τον είχαν αφημένο,
Κι' απομνήσκει συγχυσμένο.
Τότε η γριά με καλοσύνη
Τέτια συμβουλή του δίνει·
Τέκνο, λέγει, αφηκράσου,
Και τα λόγια μου στοχάσου
Αν ορέγεσαι να ζήσης
Δίχως να κακοπαθήσης,
Εις την κάθε απόλαψί σου,
Να είναι μέτρο η δυναμί σου.
Η υστέρησι πειράζει·
Το πολύ αναγουλιάζει·
Ηδονή ζητάς να εύρης;
Μες τη μέση να την ξεύρης.
Διψασμένο Περιστέρι
Απετάει, και γύραις φέρει
Πού να βρη, να πιή νερό·
Αποκεί που συνηθάει,
Κι' άντα θέλει ξεδιψάει,
Έχει χάση τον τορό.
Ξαφνισμένο από Γεράκι
Το αθώο το πουλάκι
Στα χαμένα περπατάει·
Στα χαμένα τριγυρίζει,
Και τον τόπο δε γνωρίζει,
Μήτε ξέρει πού πατάει·
Όσο τρέχει και απετάει,
Τόσο ανάφτει και διψάει,
Και δροσιά επιθυμεί·
Τελοσπάντων αγναντεύει
Το νερό οπού χαλεύει,
Και στου πόθου την ακμή,
Οχ τη βιά του τη μεγάλη
Το σημάδι εκείνο σφάλλει,
Σε ξερό δέντρο χτυπάει·
Πέφτει κάτω σκοτισμένο
Και σε χέρια σκλαβομένο
Κυνηγού αποκαταντάει.
Των παθών μας η ορμή
Είναι η πρώτη αφορμή
Σ' όσα ενάντια μας τυχαίνουν·
Δυστυχείς μας καταστένουν·
Αν μετράγαμεν πολλά
Θέλα κρέναμεν καλά
Κάθε τέλος του σκοπού μας,
Μ' ώφελος του εαυτού μας·
Μόν του πόθου η υπερβολή,
Κι' η αστόχαστη βουλή
Την καρδιά μας κυριεύουν,
Σ' ατυχίαις μας πεδεύουν·
Εις του πόθου το βρασμό
Στέκα σε συλλογισμό,
Μη η βια σε καταφέρη,
Κάμης ό,τι δε συμφέρει.
Σε ό,τι επιχειριστής
Ποτέ σου μη παραβιαστής.
Γιατί σε βια μεγάλη
Ο νους μας πάντα σφάλλει.
Ένας γέρος χωρικός
Μετρημένος, γνωστικός,
Ότι αρχίνησε να νιώση,
Πως το τέλος του είχε σώση,
Και ποθόντας, μοναχή
Τα παιδιά του παντοχή
Στη δουλιά της γης να έχουν,
Και σ' εκείνη να προσέχουν,
Με φιλόστοργη βουλή
Μιαν αυγή τα προσκαλεί
'Σ του θανάτου του την κλίνη·
Τέτια διάτα τους αφίνει·
Και τους λέει· Παιδιά μου, εγώ
Όσο βλέπω, δεν αργώ
Τούτη τη ζωή να χάσω,
Και στην άλλη να περάσω·
Όθεν, πριν σας χωριστώ,
Σαν πατέρας σας, χρωστώ
Να σας πω τη θέλησί μου,
Κι' όλη την κατάστασί μου·
Το γνωρίζετε καλά,
Πως δεν έχομε πολλά.
Ένα σπίτι, ολίγο πράμμα,
Και μ' αυτά το αμπέλι αντάμα.
Το αμπέλι είν' αρκετό,
Επειδής κι' εμείς μ' αυτό
Επορέψαμαν ως τώρα,
Οι καλήτεροι στη χώρα.
Μόν στην τόση του εισοδιά
Βολετό και σαν παιδιά
Να μην ευχαριστηθήτε,
Και σε χρείαις να βρεθήτε·
Να το ξέρετε λοιπόν,
Πως εγώ με το σκοπόν,
Μη καμμιά φορά ξεπέστε,
Και σε φτώχια τυραγνιέστε,
Όλα μου τα μετρητά,
Σε δυο κλήματα κοντά,
Μες τ' αμπέλι τα 'χω θάψει
Προς τη φράχτη που είχα κάψει..
Θέλει ο Γέροντας να ειπή·
Η φωνή του είχε κοπή,
Δεν μπορεί ν' ακολουθήση,
Μήτε λόγο να μιλήση.
Οι υγοί του τον κρατάν·
Του φωνάζουν· τον ρωτάν·
Μόν ο γέρος τελειόνει
Τη ζωή του, και νεκρόνει.
Του πατρός τους το χαμό
Με καρδιάς πολύν καϋμό
Τα ορφανά παραπονιούνται,
Και σε κλάυματα κινιούνται.
Μόν 'ς της λύπης την ορμή,
Είχαν κι' άλλην αφορμή
Να περνάν συλλογισμένοι
Και διπλά παραθλιμμένοι·
Σε πια κλήματα μπορούν
Τ' άσπρα τάχατε να βρουν;
Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα,
Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα,
Τούτο το συμβεβηκό
Σε καιρόν καθολικό
Ακλουθάει, που συνηθίζουν,
Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν.
Με απόφασι κοινή
Και πολλήν υπομονή
Το αμπέλι κατασκάφτουν·
Άσπρα ωστόσο δεν ξεθάφτουν.
Κι' η δουλιά τους η πολλή
Το υποστατικό ωφελεί,
Που καινούργια αγγιά αγοράζουν·
Τα κρασιά τους εισοδιάζουν.
Αφοντότες αρχινούν,
Μ' άλλα μέτρα κι' άλλο νουν,,
Τη δουλιά να προτιμήσουν,
Κι' ευτυχή ζωή να ζήσουν.
Όποιος οκνεύει Και δε δουλεύει,
Αυτός γυρεύει Να δυστυχάη.
Ο κόπος φέρει Με πλούσιο χέρι
Ό,τι συμφέρει Να ευτυχάη·
Δεν είναι ο τόπος, Δεν είναι ο τρόπος,
Μόν είν' ο κόπος, Ο θησαυρός.
Φτωχός μετριέται, Ταλαιπωριέται,
Καταφρονιέται, Ο οκνηρός.
Συμφώνησαν παλιόν καιρό
Τιμή, Φωτιά, και το Νερό
Μαζί να συντροφέψουν,
Και τύχη να γυρέψουν·
Στο δρόμο τους που περπατάν,
Ένας τον άλλον ερωτάν·
Αν λάχη και χαθούμε,
Πως να ανταμοθούμε;
Με χάσεταν, λέει η Φωτιά,
Ρίξτε τριγύρω μια ματιά,
Κι' οπού καπνό να ιδήτε,
Ελάτε να με βρήτε.
Κι' εγώ αποκρίθη το Νερό
Έχω τον τόπο φανερό·
Όπου χλωρό λιβάδι,
Δικό μου είναι σημάδι.
Γυρίζουν λεν και της τιμής·
Σου φανερόσαμαν εμείς
Του καθενού μας τόπο,
Πες μας κι' εσύ τον τρόπο.
Λέγει η Τιμή, εγώ σ' αυτό
Σας συμβουλεύω, οχ το κοντό
Ποτέ μη γελαστήτε
Να μου ξεχωριστήτε.
Γιατί αν γλιστρήσω μια φορά,
Και δε με πιάστε σταθερά,
Όσο να με γυρέψτε,
Τον κόπο θα ξοδέψτε.
Σ' ερημιάς μεγάλης μέρη
Ένας Τράγος καλοκαίρι
Οχ τη δίψα αναγκασμένος,
Περπατούσε απελπισμένος.
Μια Αλουπού οχ την ίδια αιτία,
Και σε όμοια αδημονία,
Βλέποντάς τον σταματάει,
Φιλικά τον χαιρετάει·
Και στην πρώτη αντάμοσί του
Με μια κάπια αλαφροσί τους,
Σαν ομιοπαθείς κι' οι διό τους
Μολογάν το βασανό τους.
Λέγει η Αλουπού· θυμούμαι,
Αν στο νου μου δε γελιούμαι,
Κάπου εδώ κοντά σημάδι
Εχω ιδή από πηγάδι·
Και σα θέλεις λίγον κόπο
Κάνομε ως αυτόν τον τόπο,
Μήπως τύχη και το βρούμε,
Και χωρτάτα δροσιστούμε.
Συνοδιά το δρόμο παίρουν,
Και αρκετή ώρα γύραις φέρουν·
Τελοσπάντων πιτυχαίνουν,
Κι' ευχαριστημένοι μένουν.
Το πηγάδι είχε πλάτο,
Κι' αρκετό νερό στον πάτο·
Εύκολο ήταν να κατέβουν,
Μόνε δύσκολο ν' ανέβουν·
Μόν ο Τράγος δίχως τόση
Προσοχή γι αυτό να δώση,
Πρόθυμος ευτύς πηδάει,
Κι' η Αλουπού τον ακλουθάει.
Σαν απόπιαν με πολλή τους
Και μεγάλην όρεξί τους·
Λέγει ο πρώτος, είναι ώρα
Να μισέψομε πλιο τώρα.
Και σταφνίζεται να φύγη,
Μόνε πούθε, δεν ξανοίγει·
Στρίβεται, και αποράει,
Τη συντρόφισσα τηράει·
Μη κουμπάρε, λέγει η άλλη,
Μη δειλιάζε 'ς· απογάλι,
Και θαρρώ να ημπορέσω
Πώς να βγούμε ναύρω μέσο.
Να μου κάμης πλάταις, όσο
Στην κορφή να σκαρβαλόσω.
Κιαπέ όξω μόνε πάνω,
Μη σε μέλει, εγώ σε βγάνω.
Την ορμήνια μου αφηκράσου,
Σιούκου ορθός στα μπροστινά σου,
Προς τον τοίχο με τ' αστήθια·
Εύγε σου μα την αλήθια.
Τέντοσε τα μπροστινά σου·
Στήλοσε τα κερατά σου·
Βάστα φίλε, μη σπαράξης,
Για να ιδής και να θιαμάξης.
Είπε κι' έκαμε το πράμμα.
Όξω ερρίχτηκε εν τω άμα·
Κιαπέ σκύφτει και γελάει,
Και τον Τράγο περγελάει,
Που φωνάζει, φιληνάδα,
Ήρθεν η δική μου αράδα.
Μόν η πόνηρη εκείνη
Τέτια απόκρισι του δίνει·
Στα γεννάκιασου όσαις τρίχες
Τόση γνώσι, Τράγε, αν είχες,
Πριν εμπής θα συλλογιόσουν,
Πώς απαύτου θα τραβιόσουν.
Σε κάθ' έργο και δουλιά σου
Που θελά καταπιαστής,
Μη ποτέ αρχινάς με βια σου,
Πριν το τέλος στοχαστής,
Όλοι εύκολα θαρρούμε
Κάθε είδος στην αρχή,
Μόνε ύστερα απαντούμε
Δυσκολίας ταραχή.
Κι' αν κατόπι μετανιόσης
Τότε πλιο τι σ' ωφελεί;
Τη ζημιά σου θέλα νιόσης
Μ' αδιαφόρετη χολή.
Σε κάθε μέρος και καιρό
Υπόφτευε τον πονηρό.
Μ' αυτόν ποτέ μη φιλιωθής
Στο ύστερο θα ζημιωθής.
Γιατί το έχει φυσικό
Να κάνη πάντοτε κακό.
Του πονηρού τη συμβουλή
Να τη μετράς επιβουλή.
Τί σ' ό,τι σ' ορμηνεύει,
Το κέρδος του γυρεύει.
Βλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι,
Και στο χόντρο του αποράει,
Το μεγάλο εκείνο σώμα
Δε χορταίνει να τηράη.
Οχ τα κέρατα ως τα νύχια
Το ερευνάει με προσοχή,
Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του
Κάπιας ζήλιας ταραχή.
Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι·
Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό ;
Αποτί εγώ στον κόσμο
Ποταπό κι' ουτιδανό;
Και μ' αυτόν το λόγο εβάλθη
Το μικρό του το κορμί,
Μάκρου πλάτου να φουσκόνη
Μ' όση μπόρεγεν ορμή.
Άλλος Μπάκακας κοντά του
Γνώριμός του τον ρωτάει,
Με το φούσκομα που κάνει
Τι σκοπόν αυτός βαστάει·
Θέλω λέγει να χοντρύνω,
Σαν το Βόιδη να γενώ·
Κύτταξέ με, ως πόσο λείπει,
ίσια ίσια να φανώ;
Τι είναι αυταίς η φαντασίαις,
Που σου μπήκαν στο μιαλό;
Αδερφέ μου, τράβα χέρι,
Δε σου βγαίνει σε καλό.
Τήρα εδώ, κιαπέ αφινέ ταις,
Της ορμήνιαις τις πολλαίς.
Που είσαι ακόμα όσο να φτάκης·
Για ιδές τώρα^ πώς μου λες ;
Να φουσκόσω ακόμα κι' άλλο;
Λείπει, φίλε, περισσό·
Τελοσπάντων για να σώση
Σε Βοϊδιού κορμιού ποσό,
Όσο γένεται με κόπο
Και μ' αγώνα του ο καλός
Ακατάπαυστα φουσκόνει,
Ωσπού σκάζει σαν τρελλός.
Έτζι όλοι αποχαλνιούνται
Όσοι δεν ευχαριστιούνται,
Να πορεύουν τη ζωή τους
Κατά την κατάστασί τους.
Τα μεγάλα επιθυμόντας,
Περηφάνιαις κυνηγόντας,
Καταντάν σε φαντασία,
Που τους φέρει εις δυστυχία.
Και ο κόσμος, που τους βλέπει,
Τους γελάει, γιατί τους πρέπει.
Η φαντασία, Σ' αυτή δε μένει,
Στον κόσμόν όλο, Κι' ένα σκαλίδι
Μ' αυτή τη ζάλη Αυτό κυττάζει,
Ανησυχάζουν Ο κόσμος όλος,
Ανώτερό του Κι' όλοι γελιούνται,
Πασάνας θέλει Κι' επιζωής τους
Για μεγαλεία Το δρόμο τρέχει
Κοινή μωρία. Αυτός παντέχει·
Εις το κεφάλι, Αράδα να 'χη,
Μικροί μεγάλοι· Στρίφει τη ράχη.
Καλήτερό του Παρέκει βγαίνει,
Για ισότιμό του. Πάντ' ανηβαίνει·
Έχει, δεν έχει, Για αυτό κοπιάζει
Που τα μεγάλα Για να φαντάζη.
Σε όπια λάχη Τυφλά κινιούνται,
Ποσώς δε στρέγει, Ταλαιπωριούνται.
Μέτραγε τα έξοδά σου, κατά το εισόδημά σου. Και έτζι ζιής ευτυχισμένος, κι' οχ τον κόσμο [παινεμένος.
Οι Λαγοί.
Σ' εποχή καιρών και χρόνων
Των παμπάλαιων αιώνων
Οι Λαγοί αποσταμένοι
Μια ζωή βασανισμένη
Να διαβαίνουν εξαιτίας
Της μεγάλης τους δειλίας,
Στην απελπισία φτάνουν
Να προκρίνουν να πεθάνουν·
Κι' ένα τέλος πλιο να φέρουν
Στα δεινά οπού υποφέρουν.
Λεν, 'ς της γης αυτήν τη σφαίρα
Τα κακά 'που πάσα ημέρα
Κακορρίζικοι τραβούμε
Σ' άλλα ζώα δε θωρούμε.
Μ' ακατάπαυταις τρομάραις
Συγκρατούμεναις λαχτάραις,
Μοναχοί είμαστε απ' όλα
Δυστυχώτεροι καθόλα.
Οι Αϊτοί θροφή μας έχουν
Τα θεριά μας κατατρέχουν·
Και του ανθρώπου η κακία
Υστερνή μας δυστυχία.
Με φωτιαίς αρματομένος,
Με σκυλλιά συνοδεμένος,
Αφορμής να ξεφαντόση
Έρχεται να μας σκοτόση.
Κι' είναι δίχως καταφύγι
Της φυλής μας το κυνήγι.
Τοσο που παντού διωγμένοι
Λογιαστά πολεμημένοι,
Η καρδιά μας πάντα δαίρει
Και κρυμμένοι μες τη φτέρι,
Διό αντάμα δεν κοτούμε
Πουθενά να ευρεθούμε.
Κάθε χτύπος μας τρομάζει·
Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει·
Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε,
Οχ το φόβο δε σφαλνούμε.
Έναν θάνατο χρωστούμε·
Μια φορά καν ας χαθούμε.
Και με τα παράπονά τους
Σε μια λίμνη εκεί κοντά τους
Παν με τέλια απόφασί τους
Να σκολάσουν τη ζωή τους.
Προς της άκραις ότι σόνουν,
Κοντοστέκοντας ζυγόνουν·
Κι' ένα πλήθος Μπακακάδες
Που εμούλοναν σ' αράδες,
Την πεδοβολή αγρηκόντας
Στα νερά βουτάν πηδόντας
Κι' οι Λαγοί να ιδούν, πως κι' άλλοι
Ζιούσαν σ' όμια φόβου ζάλη,
Το σκοπό ξαποφασίζουν
Και στα πλάγιά τους γυρίζουν.
Όσο και να δυστυχάη
Όποτε άνθρωπος μετράει
Μ' αλλουνού ομιοπαθή του
Την πικρή κατάστασί του,
Και παρατηράει την ξένη
Πλιο πολύ βασανισμένη,
Βρίσκει τότες κάπια αιτία
Την πολλή φιλοτιμία
Της καρδιάς του να ησυχάση
Τα δεινά του να ξεχάση.
Του δειλού και φοβιτζιάρη
Λείπει ελευθεριάς η χάρι,
Και στον κόσμον όσο ζη,
Οχ το δυνατώτερό του
Σκάλβος σέρει το ζυγό του
Με τους φόβους του μαζί.
Ο Γάιδαρος μια ημέρα
Ντυμένος πέρα πέρα
Με Λιονταριού τομάρι,
Σα δυνατό Λιοντάρι,
Της γειτονιάς τα ζώα,
Και άγρια και αθώα,
Με τόλμη κυνηγάει,
Παντούθε τα προντάει·
Εκείνα τρομασμένα
Αναμεράν κρυμένα,
Και δίχως ν' αναμείνου
Τόν τόπον άδιο αφίνουν.
Και τότε η αφεντιά του
Με πάσα ελευτεριά του
Χωρίς δουλιάς αντράλα
Εμπήκε στα μεγάλα.
Τους κάμπους τριγυρίζει,
Τη χλοή ροκανίζει
Ως θέλει η όρεξί του
Χωρίς αντήρησί του.
Ξαπλόνεται, γκυλίεται,
Κι' αφέντης πλιο λογέται·
Μόν η Αλπού, που όλο
Υπόφτευε το δόλο,
Σαν πόνηρη ερευνόντας,
Καλά παρατηρόντας
Από το ένα αυτί του
Την ψεύτικη στολή του,
Κι' από το γκάρισμά του
Την τέλια γαϊδουριά του·
Σωστά βεβαιομένη,
Την είδησι προφταίνει
Ευτύς του νοικοκύρι,
Οπού είχε παραδείρει,
Πολλά περιπατόντας,
Το γάιδαρο ζητόντας
Κι' οπού σαν το μαθαίνει;
Τον πιάνει και τον γδαίνει,
Του βάνει το σαμάρι,
Και πάλε σα γομάρι
Στο σπίτι του τον φέρει,
Και, ως έπρεπε, τον δαίρει·
Με πλούσια και λαμπρή στολή
Στον κόσμο, βλέπομε, πολλοί
Απ' όλους να τιμιούνται,
Μεγάλοι να μετριούνται.
Γιατί των πρόστυχων ο νους
Στοχάζεται, πως σ' αυτουνούς
Η τύχη έχει δόση
Με τα καλά, και γνώσι.
Μόν αν με μέτρα προσοχής,
Η καταντήσουν δυστυχείς,
Ο φρόνιμος θελήση
Να τους παρατηρήση,
Θελα τους βρη ουτιδανούς,
Από προτέρημα γυμνούς,
Με μόνη φαντασία,
Και γνώμης απορία.
Το αξίωμα όσα δίνει
Στην υπόληψιν ενού,
Μόνε λείψη τον αφίνει
Μες το πλήθος του κοινού.
Το προτέρημα χαρίζει
Αναφαίρετη τιμή,
Και τον κάνει να αχρήζη,
Και παντού να ευδοκιμή.
Σε δέντρο απάνω ο Κόρακας
εκάθησε απετόντας,
Στη μύτη του βαστόντας
Μια γρούδα από τυρί.
Η Αλουπού διαβαίνοντας
Καταλαχού απέκει,
Τον βλέπει· κοντοστέκει
Η παραπονηρή.
Καν με το νου σοφίζεται
Το πώς να τον γελάση,
Και τη χαψιά να φτάση
Οχ το κλαρί ψηλά.
Κοντά στη ρίζα εζύγοσε
Και με ταπεινοσύνη,
Πλαστήν αγαθοσύνη,
Τα μάτια χαμπηλά,
Κυρ Κόρακα, του φώναζε
Πετούμενο αντριομένο,
Με χάρες στολισμένο,
Εγώ σε προσκυνώ.
Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα
Αστράφτουν τα λαμπρά σου
Αμίμητα φτερά σου
Σε χρώμα έτζι σεμνό.
Ω! πόσο μέλη σύμμετρα
Ορέχτηκεν η φύση
Εσένα να χαρίση
Με τέχνη χωριστή.
Αμ η λιαλιά σου τάχατε
Σαν τι γλυκάδαις να 'χη;
Καλότυχος που λάχη
Να την αφηκραστή.
Κι' εκείνος, όμοιον έπαινο
Ν' ακούση, δεν κρατιέται,
Σε τόπο δε χωριέται,
Μήτ' έχει υπομονή.
Το λιάραγκά του ετέντοσε,
Της γκάβραις αρχινάει,
Και το τυρί απολνάει
Να δείξη τη φωνή.
Η Αλουπού αρπάζοντας
Τη γρούδα τον τηράει,
Τον αποχαιρετάει,
Του λέγει· όλα καλά
Τα έχεις, φίλε, εξαίρετα,
Μόν ένα να πασχήσης
Ακόμα ν' αποκτήσης
Κυρ Κόρακα, μυαλά.
Γιατί η κολακεία
Μες τη φιλοτιμία
Με τρόπο μας εγγίζει,
Γλυκά μας γαργαλίζει,
Για ταύτο μας αρέγει
Σε όσα αυτή μας λέγει·
Μόν όποιος να βαθύνη
Είν' εύκολο να κρίνη.
Ο κόλακας τη γλώσσα,
Που σ' επαινάει σε τόσα,
Κινάει από σκοπό του
Για μόνο διάφορό του.
Του κόλακα τ' αχείλια
Εκεί πού σ' επαινούν,
Εκεί σε περιπαίζουν,
Και σε καταφρονούν·
Και σε επαινάει πάντα
Με τέλος και σκοπό,
Για ν' απολάψη μόνον
Ωφέλεια και καρπό.
Η Αλπού σε κάπια μέρη,
Που μια ημέρα γύραις φέρει,
Και θροφή ζητάει να βρη,
Κει που τήραε λογυρά της
Το Λιοντάρι απ' ομπροστά της
Να διαβή άξαφνα θωρεί.
Κι' αφορμής καμμιά φορά άλλη
Δεν το ίδε· τόση ζάλη,
Και τρομάρα δυνατή
Την καρδιά της κυριεύει,
Που νεκρή με μιας κοντεύει
Καταγής να σωριαστή.
Δεύτερη φορά συμβαίνει,
Σ' άλλο μέρος το ανταίνει,
Και με φόβο σταματάει·
Μόν σαν πρώτα δεν τη σκιάζει·
Και να το χαμοκυττάζη
Όλο σαν αποκτάει.
Να το ιδή κι' αλλού τριτόνει,
Παρευτύς σ' αυτό ζυγόνει,
Και με όψι θαρρευτή
Το θηρίο ακλουθόντας,
Και μ' αυτό συνομιλόντας,
Συνοδιά του περπατεί.
Όσο και αν είναι φοβερό
Το καθετί, με τον καιρό
Πασάνας συνηθάει
Να το καταφρονάη.
Και αντίς την πρώτη ταραχή
Οπού μας φέρει στην αρχή,
Τελιόνει κάθε θιάμα,
Συνηθισμένο πράμμα.
ΜΥΘΟΣ ις'.
Τρία ζώα ανταμομένα
Σ' έναν Γάιδαρο βαλμένα
Κάπιος είχε ξεκινήση
Σε μια χώρα να πουλήση.
Στη ζερβιά από το σαμάρι
Ενα ήμερο Κριάρι,
Και μια Αρνάδα από τη δέξια
Φορτομένα είχ' επιδέξια
Αποπάνω και στη μέση
Δίπλα πάλι είχ' αποθέσει.
Γουρουνόπουλο θρεμμένο,
Μ' αλαφρό σκοινί δεμένο.
Εξοπίσω πάει ατός του
Και το Γάιδαρον ομπρός του
Για να μην αργοπατάη,
Με το ξύλο τον χτυπάει·
Και το δόλιο το Γομάρι
Γληγορεύει το ποδάρι,
Κι' αγωνίζεται με γνώση
Της ξυλιαίς για να γλυτρώση.
Τα διο πρόβατα, σα ζώα
Απονήρευτα κι' αθώα
Δεν τηράν παρά να σώσουν
Κι' οχ τον κόπο ν' αλαφρώσουν.
Το Γουρούνι απ' όλα τ' άλλα
Με σκουξίματα μεγάλα
Να χτυπιέται δε σιγάει
Και τον κόσμο τρικυμάει·
Οχ το βάρος κουρασμένο,
Και καταγαναχτησμένο,
Το Ζοντόβολο γυρίζει,
Και παρόμια τ' ονειδίζει·
Άτζαλο Γουρούνι, αλήθεια,
Τι είν' αυτή η κακή συνήθεια·
Μια στιμή να μη τζωπαίνης,
Και τ' αυτιά μας ξεκουφαίνεις.
Πια ανάγκη, και πια χρεία,
Έτζι αδιάντροπα κι' αχρεία
Σε στενεύει να χουγιάζης,
Κι' όλους μας να μας πειράζης;
Δεν τηράς πως φορτωμένος
Μετ' εσάς εγώ ο καϋμένος,
Τι τραβώ και δοκιμάζω,
Και παράπονο δε βγάζω;
Πάρε καν παράδειμμά σου
Οχ την ίδια συντροφιά σου,
Που παράνω τυραγνιούνται,
Και καθόλου δε γρηκιούνται.
Δεν τους φτάνει, που σφιμένα
Στης τριχαίς σαν κρεμασμένα
Σ' έχουν αποπανωθιό τους,
Βάσανο ξεχωριστό τους·
Μόνε δίχως καμμιά αιτία,
Κι' από μόνη αδιακρισία,
Τους σκοτίζεις το κεφάλι
Με τις γκάβρας σου τη ζάλη.
Το Γουρούνι λόγια τόσα
Οχ του Γάιδαρου τη γλώσσα
Να ακούη, καιρό δε χάνει,
Τέτια απόκρισι του κάνει·
Να σου ειπώ, του λέει, δεν ξέρω
Τι υποφέρεις, τι υποφέρω,
Μόνε ξέρω κι' απεικάζω,
Πως με δίκιο ανησυχάζω.
Γιατί οι αθρώποι εσάς σας έχουν,
Στης δουλιαίς τους να προσέχουν,
Και στη ράχη σας να φέρουν
Όσα βάρη μεταφέρουν.
Κι' ο αφέντης που σ' ορίζει,
Αφορμής και σε γνωρίζει,
Σαν οκνόν και ακαμάτη,
Σε ραβδίζει από κομμάτι·
Όθεν είσαι αναγκασμένος,
Σα σε ταύτα μαθημένος,
Να περνάς σε ησυχία
Δίχως άλλη σου υποψία.
Αν τα πρόβατα παντέχουν
Κάννα κίντυνο δεν τρέχουν,
Μη θαρρείς απ' αγνωμιά τους
Δε νογάν τη συφορά τους.
Μόνε οι αθρώποι τα κουρεύουν,
Τα αρμέν, τα σημαδεύουν.
Κι' αφορμής συχνά το κάνουν,
Και αυτά κακό δε βάνουν.
Αμ εγώ, κυρ Γάιαδρέ μου
Που δεν έμαθα ποτέ μου
Από όλ' αυτά κανένα,
Τι καλό θωρώ για μένα;
Και τι άλλο όχ το μαχαίρι
Του αφέντη μου το χέρι
Καρτερώ για να μου δώση,
Όπου να με ξεφορτώση;
Αν φωνάξω δε σου φταίγω,
Άφινέ με καν να κλαίγω,
Κι' ως μπορώ να ξεθυμάνω,
Επειδή και θα πεθάνω.
Ο Φρόνιμος, και ο γνωστικός,
Παντού υπομονετικός,
Της τύχης την καταδρομή
Ποτέ δεν παίρει με ορμή·
Αλλ' υποφέρει τα δεινά
Με μέτρα γνώμης ταπεινά.
Και με αυτό στη συφορά
Λαβαίνει κάπια διαφορά.
Γιατί κυττάζει το κακό
Λιγώτερο ενοχλητικό.
Εξεναντίας ο τρελλός
Δεν ησυχάζει παντελώς·
Τον κόσμον όλον ενωχλάει,
Χωρίς αυτόν να ωφελάη.
Και στο γραφτό του προχωρεί
Με πέδεψίτου τρομερή.
Το Κικίδι σφαλησμένο
Σε μικρό κλουβί πλεμμένο
Όξω από το παραθύρι
Του σπιτιού ενού νικοκύρη,
Ελαλούσε πάσα βράδυ
Ότι αρχίναε το σκοτάδι·
Και μια κάπια Νυκτερίδα
Με περιέργειας φροντίδα,
Τούτο αφού παρατηράει
Το ζυγόνει, το ρωτάει,
Για να βγη οχ την απορία,
Από πια αφορμή κι' αιτία,
Την ημέρα να σιγάη
Και τη νύχτα να λαλάη.
Να σου ειπώ, αδερφή, της λέγει·
Μια φορά πασάνας φταίγει,
Μόν ο φρόνιμος σαν πάθη,
Υστερώτερα θα μάθη
Να νογάη, και να προβλέπη
Να φυλάγεται όπως πρέπει·
Έτζι εγώ μες το τριφύλλι
Δε μ' απόσταινε τ' αχείλι,
Άνοιξι και καλοκαίρι,
Να λαλώ το μεσημέρι·
Μόν αφόντης μ' έχουν πιάση,
Η ανάγκη μ' έχει βιάση
Το συνήθιο μου ν' αφήσω,
Κι' άλλα μέτρα ν' αποχτήσω.
Ήταν χρεία πριν αντέσης
Να το κάμης, να κερδέσης·
Να αλλάζης όμως τώρα
Γνώμη, φίλε, δεν είν' ώρα,
Τ' αποκρίθηκεν εκείνη,
Τι ωφέλια δε σου δίνει.
Αρκούδα από 'ναν λόγγο
Μεγάλη, δυνατή,
Να κυνηγήση βγαίνει,
Στον κάμπο περπατεί.
Κι' αλλούθε το Λιοντάρι
Στο δρόμον απαντάει,
Οπού θροφή κι' εκείνο
Πηγαίνοντας ζητάει·
Παράμερά τους βλέπουν
Στον ίδιον τον καιρό
Σε σιάδι να μουλόνη
Λαγόν τρανόν, χοντρό·
Κι' ως ήταν πεινασμένα
Δεν άργησαν στιμή
Να στρίψουν, να χυμήσουν
Απάνω του μ' ορμή.
Μόν θέλοντας το ένα,
Το άλλο μερτικό
Τελείως να μη πάρη
Να μείνη νηστικό,
Με λύσσα συνατά τους
Να πιάνονται αρχινούν,
Φριχτή μεγάλη μάχη
Πεισματικά κινούν.
Στο τέλος μη μπορόντας
Στα πόδια να σταθούν,
Οχ τον πολύν αγώνα
Καθόλου να ορθοθούν.
Αποσταμένα πέφτουν
Στη γη ξαπλοταριά,
Κειτάμενα σαν ψόφια,
Δεξιά ζερβιά μεριά.
Και το Λαγό στη μέση
Κομμάτι τρυφερό
Με θλίψι τους κυττάζουν,
Και μάτι λυπηρό.
Η Αλουπού σε ταύτο
Περνόντας αποκεί,
Καθώς τα πάντα ίδε
Καλά προσεχτική,
Τρεχάτη ανάμεσά τους
Αδράζει το Λαγό
Και φεύγει προς το δάσος
Με πάτημα γοργό·
Τα διο θηρία τότε
Με πόνου στενασμό,
Ω τρέλα ! λέν' ω γνώμη
Χωρίς συλλογισμό !
Μαλόσαμαν οι άθλιοι
Σχεδόν ως τη σφαγή,
Τοιμάζοντας και μόνον
Της Αλουπούς φαγί.
Ένας Γέρος σε φτώχιας ανάγκη,
Άλλον τρόπο να ζήση δεν είχε,
Χώρια ξύλα να κόφτη στον λόγγο,
Μεταβιάς το ψωμί του να βγάζη.
Μιαν ημέρα βαριά φορτομένος,
Περπατόντας σ' ορθό μονοπάτι,
Οχ τον κόπο, και κάμμα του ήλιου
Την ανάσσα να πάρη δε φτάνει·
Σ' έναν όχτο τ' ανάσκελα πέφτει·
Και στο μέγα πολύ κούρασμά του
Τη ζωή του μισόντας βαριέται,
Και το χάρο με πόθο του κράζει.
Να ο χάρος ομπρός του πετιέται,
Το δρεπάνι κρατόντας στο χέρι,
Μ' άγριαν όψι, και σχήμα τρομάρας,
Για είμαι, Γέρο, του λέγει· τι θέλεις;
Αχ! ο γέρος ευτύς αποκρίθη,
Το ζαλίκι μου αυτό δεν μπορούσα
Να σηκόσω· σε φώναξα ο δόλιος
Να μου δόκης ολίγη βοήθεια.
Λιοντάρι, Λύκος, κι' Αλπού αντάμα
Τα τρία βγήκαν να κυνηγήσουν
Με συμφωνία, πως ό,τι πιάκουν,
Να το μοιράσουν ανάμεσά τους.
Πολύ και πλούσιο κυνήγι κάνουν,
Κι' αφού σε μέρος τα αραδιάζουν,
Του Λύκου λέγει το Λεοντάρι
Σε τρία μέρη να τα χωρίση.
Εκείνος τότε, κι' αν λαιμαργάει,
Σα φυσικό του, βαστιέται ωστόσο·
Κι' από το φόβο του ανώτερου του
Με δικαιοσύνη τα διαμοιράζει.
Ο Βασιλέας των τετραπόδων
Με άγριο βλέμμα καταφρονόντας
Ισοτιμία, που δεν του πρέπει,
Μ' οργή το Λύκο ευτύς ξεσκίζει·
Και της Πανούργας το βάρος δίνει
Να κάμη εκείνη, καθώς ηξέρει.
Σωρόν ομπρός του τ' απανωτιάζει,
Κι' αυτή κρατάει πολλά ολίγο.
Πιος σ' έχει μάθη, της λέει, Κουμπάρα,
Με τόσο δίκιο να διαμοιράζης;
Σκυφτά εκείνη του απηλογήθη.
Του Λύκου, αφέντη, η δυστυχία {4}·
Θέρος ήταν κι' ο Ζίνζιρας όλος
Σ' της φωνής του το μέριμνο μόνο,
Μες τον ίσκιο των δένδρων κρυμμένος·
Τον καιρό του διαβαίνει λαλόντας.
Το φιλόπονο ωστόσο Μυρμήγκι,
Με δουλιάς συγκρατούμενης κόπο,
Μέρα νύχτα στιμή δε σιγάει
Στη φωλιά του θροφαίς να συνάζη.
Το γλυκό καλοκαίρι σκολνάει,
Και μαζί του ημερών η γαλήνη·
Αρχινάν η βροχαίς κι' οι ανέμοι,
Το χειμώνα κοντά προμηνόντας.
Στη περίστασι εκείνης της ώρας·
Ο τρανός λαλητής μαζομένος,
Νηστικός σε μιαν άκρα μουλλόνει.
Κι' οχ την πείνα βαριά κιντυνεύει.
Στη μεγάλη του αυτή στενοχώρια
Στο Μυρμήγκι βιασμένος προστρέχει·
Δείξου, φίλε, του λέγει, ευεργέτης
Προς εμένα με μια καλοσύνη.
Ανεπάντεχα κρύα μ' επήραν
Δεν ποτάζω σπειρί να πορέψω.
Πρόφτασέ με μ' ολίγο μειράδι
Δανεικό οχ την πλούσια εισοδιά σου.
Μη φοβάσαι καθόλου να χάσης,
Τι σαν έρθη ο θέρος, σου τάζω
Να σου δώκω οπίσώ με πρώτο,
Και κεφάλι και διάφορο αντάμα.
Μόν ο φίλος σε ταύτα αποκρίθη.
Αποτί, δε μου λες Ζίνζιρά μου,
Ν' αμελήσης παρόμια σου χρεία
Ως τα τώρα, οπού καθόσουν άδιος;
Αμ δεν άδιαζα εγώ να φροντίσω,
Σαν κι' εσένα, αφορμής ελαλούσα,
Μήτε ήλπιζα ογλήγορα τόσο
Να διαβούν η καλαις η ημέραις.
Στον καλόν τον καιρό σα λαλούσες
Στον κακόν ημπορείς να χορεύης.
Και της πλάταις γυρίζοντας μπαίνει
Μές την τρύπα του ευτύς το Μυρμήγκι.
Όσοι τον καιρό ξοδεύουν,
Και το μέλον δε μετρούν.
Στα χαμένα τον γυρεύουν,
Σαν και πρώτα να τον βρουν.
Ο καιρός φτερά βαστάει,
Φεύγει, τρέχει σα νερό,
Κι' όποιος δεν τον κυνηγάει,
Δεν του βρίσκει πλιο τορό.
Σύναξε νιος όσο ημπορείς,
Γέροντας άνεσι να βρης.
Στα νιάτα σου αν οκνεύεις,
Κακά υστερνά πορεύεις.
Μη, παιδιά, ξεμακραίνετε τόσο
Οχ το δρόμο, 'πού εγώ σημαδεύω.
Ποταμιού προς το βάθο με θάρρο
Τρέξτε παίζοντας όσο ποθάτε.
Σε ριχά μη γελιέστε και σ' άκραις
Να ζυγόνετε ολότελα εκείθε·
Είν' οχτροί λογιαστοί να σας βλάψουν·
Φυλαχτήτε μη άδικα αντέστε.
Με παρόμια αγάπης φροντίδα
Τα μικρά του Ψαράκια μια ημέρα,
Σέροντάς τα κοντά του το ψάρι
Σα φιλόστοργη μάνα ορμηνεύει.
Μόν αυτά απ' ανήλικη γνώμη,
Και παιδιά χωρίς πράξη καθόλου,
Φρονιμάδας και γνώσης τα δίκεα
Δεν ψηφάν· και σε γέλιο τα παίρουν.
Ηταν τότε, που χιόνα και πάγοι
Στα βουνά αναλάν και στης ράχαις.
Πυκνωτά ροβολάν οχ τα ύψη,
Και τα κάτω παντού πλημμυρίζουν.
Το ποτάμι μ' ορμή κατεβάζει,
Αφρισμένο τα όρια πηδάει·
Τα νερά του αμπομένα σε πλήθος
Θαλασσόνουν των κάμπων την όψη.
Ω, τι θιάμα! απορόντας φωνάζουν
Τα Ψαράκια· τι θιάμα μεγάλο!
Σιάδια κι' όχτοι και σπίτια και δέντρα
Σ' ένα πέλαγο κείτουνται όλα.
Ήρθε, ήρθε ο καιρός ο δικός μας·
Κατοικιά μας εγίνηκε ο κόσμος.
Τι λες, Μάνα, ο φόβος να λείψη,
Ή θελά βρης σαν πρώτα υποψίαις.
Τώρα μάλιστα πρέπει, παιδιά μου.
Να προσέχετε ακόμη παράνω.
Γιατί τάχα; της είπαν, γελόντας·
Αλλ' αυτή σοβαρή τ' αποπαίρει·
Το πολύ το νερό θα περάσει.·
Η στεριά θέλα μείνη στον τόπο·
Στα συνόρατα μέσα σταθήτε,
Μη αργά μετανιόστε κατόπι.
Ε κι' εσύ! νομουκόπου μας σκιάζεις·
Κι' οχ τη γκρίνια δεν παύεις ποτέ σου.
Άιντε, αδέρφια, λεν ένα το άλλο,
Ξένα μέρη να πάμε να ιδούμε!
Κι' εν τω άμα κινάν στο ταξίδι
Βιαστικά με χαρά τους μεγάλη.
Σταματάτε ανόητα τέκνα^
Θα χαθήτε, φωνάζει η μάνα·
Έχε υγιά, αποκρένουνται εκείνα,
Άλλα λόγια εμείς δεν ακούμε.
Και μ' αυτό προς τους κάμπους τρεχάτα
Όσο δύνουνταν, έκοφταν δρόμο.
Τα μωρά! δεν το βάνουν με νου τους·
Τα νερά αρχινάν να τραβιούνται.
Απομνήσκουν απάνω σε ξέρη,
Καταντάν των διαβάτων κυνήγι·
Ο Νιος και δίχως του κόσμου πράξη,
Στης όρεξαίς του δεν έχει τάξη·
Ορθά δεν ξέρει να συλλογιέται,
Και στους σκοπούς του γι' αυτό γελιέται·
Τυφλά κινιέται και κιντυνεύει,
Και τη ζωή του συχνά ξοδεύει.
ΠΙΝΑΞ
ΤΩΝ ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ.
Ιωάννης Βηλαράς, σ. 1.
Ιωάννου Βηλαρά μύθοι, σ. 11.
Πρόλογος, σ. 11.
Μύθος α'. — Τζίντζιρας και Μυρμήγκι, σ. 16.
Μύθος β'. — Το Ψάρι και τα Ψαρόπουλα, σ. 18.
Μύθος γ'. — Η Κουτζιονούρα Αλουπού, σ. 23.
Μύθος δ'. — Γάτος και Καθρέπτης, σ. 26.
Μύθος ε'. — Αηδόνι και Γεράκι, σ. 29.
Μύθος ς'. — Φοράδα και Πουλάρι της, σ. 31.
Μύθος ζ'. — Περιστέρι, σ. 38.
Μύθος η'. — Ο Χωριάτης και τα Παιδιά του, σ. 41.
Μύθος θ'. — Τιμή, Φωτιά και Νερό, σ. 45.
Μύθος ι'. — Αλουπού και Τράγος, σ. 47.
Μύθος ια'. — Μπάκακας και Βόιδι, σ. 52.
Μύθος ιβ'. — Οι Λαγοί, σ. 5ό.
Μύθος ιγ'.— Ο Γάιδαρος ντυμένος Λιοντορόμαρο, σ. 60.
Μύθος ιδ'. — Κόρακας και Αλουπού, σ. 63.
Μύθος ιε'. — Αλουπού και Λιοντάρι, σ. 67.
Μύθος ις'.__Κριάρι, Αρνάδα, Γουρούνι και Γάιδαρος,
σ. 69.
Μύθος ιζ'. — Κικίδι και Νυκτερίδα, σ. 75.
Μύθος ιη'. — Αρκούδα και Λιοντάρι, σ. 77.
Μύθος ιθ'. — Γέρος και Θάνατος, σ. 80.
Μύθος κ'. — Λιοντάρι, Λύκος και Αλουπού, σ. 81.
Μύθος Α'. — Ζίνζιρας και Μυρμήγκι, σ. 83.
Μύθος Β'. — Το Ψάρι με τα Ψαρόπουλά του. σ. 86.
1} Ο σοφός περιηγητής, καθώς και πολλοί άλλοι σύγ- χρονοί του δεν ημπόρεσαν να γνωρίσουν ότι κάτω από ταις στάχθαις ευρίσκοντο ακόμη πολλά κάρβουνα αναμ- μένα.
2} Εις τους 1814 ο Βηλαράς ετύπωσεν εις την τυ- πογραφίαν των Κορφών ένα βιβλιάριον οπού ονομάζει η ρ ο μ ε η κ ή γ λ ό σ α, περιέχον ολίγους στίχους και ολίγα κομμάτια μεταφράσεων από τους δεινότερους παλαιούς συγγραφείς. Αυτό εξεδόθη χωρίς τον τρόπον του γράφειν οπού ονομάζομεν ορθογραφίαν, μεταχειριζόμενος μόνον τόσα γράμματα, όσα είναι αναγκαία διά την εκφώνησιν της γλώσσης. Αλλά φαίνεται ν' άλλαξε σκοπόν από τότε έως τώρα, επειδή τα ιδιόχειρά του αντίγραφα, από τα οποία ετυπώθη τό παρόν, είναι γραμμένα απαράλλακτα καθώς φαίνονται εδώ τυπωμένα· εις τα οποία μολοντούτ δείχνει ότι είχε κάποιας ιδιοτροπίας περί του τρόπου του ορθογράφειν.
3} [οχ = απ']
4} Οι εφεξής δύω μύθοι έχουν το ίδιον νόημα με τον Α' και Β' οπού φαίνονται εις την αρχήν, είναι όμως γραμμένοι με στίχους ανομοιοκαταλήκτους. Ίσως ο Συγ- γραφεύς είχε σκοπόν να κάμη όλους τους προηγουμέ- νους μύθους κατά τον ίδιον αυτόν τρόπον.