The Project Gutenberg eBook of Ιλιάδος Ραψωδία Α: Μεταφρασθείσα εις δημοτικούς στίχους This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook. Title: Ιλιάδος Ραψωδία Α: Μεταφρασθείσα εις δημοτικούς στίχους Author: Homer Translator: Athanasios Christopoulos Release date: March 16, 2010 [eBook #31669] Most recently updated: January 6, 2021 Language: Greek Credits: Produced by Sophia Canoni *** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΙΛΙΆΔΟΣ ΡΑΨΩΔΊΑ Α: ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕΊΣΑ ΕΙΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΎΣ ΣΤΊΧΟΥΣ *** Produced by Sophia Canoni Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει IΛIΑΔΟΣ ΡΑΨΩΔΙΑ A COLLECTION DE MONUMENTS POUR SERVIR A L' ÉTUDE DE LA LANGUE NEO-HELLÉNIQUE No 11 LE PREMIER CHANT DE L'ILIADE TRADUIT EN VERS GRECS VULGAIRES PAR ATH. KHRISTOPOULOS. PARIS CHEZ MAISONNEUVE ET Cie l5, QUAI VOLTAIRE, l5 MDCCCLXX IΛIΑΔΟΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Α Μεταφρασθείσα εις δημοτικούς στίχους ΥΠΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΕΚΔΙΔΟΝΤΟΣ ΑΙΜΥΛΙΟΥ ΛΕΓΡΑΝΔΙΟΥ. ΑΘΗΝΗΣΙΝ Εν τω γραφείω της Πανδώρας. ΑΩΟ 'Brisant des potentats la couronne éphémère. Trois mille ans sont passes sur la cendre d'Homère, Et depuis trois mille ans Homère respecte Est jeune encor de gloire et d'immortalité. ANDRE CHENIER PARIS.-IMPRIME CHEZ JULES BONAVENTURE, 55, QUAI DES GRANDS AUGUSTINS. A MON AMI ET ANCIEN CONDISCIPLE LOUIS CAREL (DE FONTENAY-LE-MARMION) CE LIVRE EST DEDIE. PREFACE Cette traduction du premier chant de L' Iliade A pour auteur le célèbre poète Athanasios Khristopoulos, si justement surnomme l'Ana- creon de la Grèce moderne. Khristopoulos était, comme on le sait, partisan déclaré de l'idiome vulgaire qu'il a illustre par des poésies érotiques qui sont de petits chefs-d’œuvre de grâce, de mignardise et de délicatesse. Cette traduction est remarquable pour son élégance et son exactitude ; le poète s'est attache a rendre mot a mot le texte original, et il a par- faitement réussi. Les épithètes homériques qui font le désespoir de tous les traducteurs, ont en romaïque de très-heureux équivalents. Du reste, s'il est au monde une langue susceptible de reproduire les incomparables beautés d'Homère, c'est sans contredit celle qui a succédé à l'idiome dans lequel « l'immortel Aveugle » composa son Iliade, ce poème merveilleux qui n'a pas de rival dans l'œuvre de l'esprit humain. Il ne sera pas non plus sans intérêt de com- parer la traduction de Khristopoulos a celle de Loukanis, qui forme le no 5 de notre collection. Nous avons suivi dans notre édition le texte déjà publie par M. Triantaphyllos Bartas (Athènes, 1853). Paris, 12 mai 1870. EMILE LEGRAND. ΙΛΙΑΔΟΣ ΡΑΨΩΔΙΑ ΠΡΩΤΗ. Την έχθραν ψάλλε την κακήν, θεά, του Αχιλλέως· 'Πού έφερε τους Αχαιούς αναρίθμητους πόνους· Και εις τον άδην έρριξε πολλαίς ψυχαίς ανδρείαις Ηρώων· και τους έκαμεν αυτούς φαγί των σκύλων, Κι' όλων των όρνιων κ' η βουλή τελείωσε του Δία. Από τι δα εμάλωσαν, κ' εχώρισαν τα πρώτα Ο δοξασμένος Αχιλλεύς, κ' ο βασιλεύς Ατρείδης; Και ποιος θεός τους έβαλε εις λόγια να μαλώσουν; Ο υιός του Διός και της Λητούς· αυτός τον βασιλέα Ωργίσθη· και 'ς το στράτευμα κακήν σήκωσ' αρρώστιαν. Και οι λαοί εχάνουνταν· γιατί ο βασιλέας Ατρείδης τού ατίμασε τον ιερέα Χρύσην. Ότ' ήρθ' αυτός εις τα γοργά των Αχαιών καράβια, Δια την θυγατέρα του να την ελευθερώση, Άπειρα λύτρα φέροντας, βαστώντας και 'ς τα χέρια Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον. Και παρακαλεί ολουνούς τους Αχαιούς· και πλέον Τους δυω Ατρείδας του λαού αρχιστρατήγους πρώτους. Ατρείδες, είπε, κι' Αχαιοί ευμορφοκνήμιδ' άλλοι· Οι θεοί οπού κατοικούν τα δώματα τ' Ολύμπου, Να δώσουν, να πορθήσετε την πόλιν του Πριάμου, Και 'ς την πατρίδα σας καλά να κατευοδοθήτε. Την κόρην λύστε μ' την γλυκήν, και πάρτ' αυτά τα λύτρα. Σεβόμεν' τον μακρόχτυπον Απόλλων' υιόν του Δία. Τότ' όλ' εκεί εφώναξαν οι Αχαιοί οι άλλοι, Τον ιερέα να 'ντραπούν, και να δεχθούν τα λύτρα. Όμως ο Αγαμέμνονας δεν τ' άρεσ', ο Ατρείδης· Αλλά κακά τον έδιωξε, και προσταγή φρικτή 'πε· Μη σ' εύρω, γέροντα, εγώ 'ς τα βαθουλά καράβια, Ή να αργήσης τώρ' αυτού, ή ύστερ' πάλε να 'ρθης· Και του Θεού δεν σ' ωφελήσ' το στέμμα και το σκήπτρον Αυτήν εγώ δεν απολνώ, πριν την ερθή το γήρας, 'Σ το Άργος, εις το σπήτι μου, μακριά 'πό την πατρίδα, Έχοντας έργον το πανί, και το δικό μου στρώμα. Μόν' φύγε· μη με σύγχιζε, γερός για να πηγαίνης. Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν ο γέρος, κ' υποτάχθη 'Σ τον λόγον και εκίνησε σιωπηλά 'ς την άκραν Της φλισβερής της θάλασσας, και περισσά μακρόθεν Παγαίνοντας προσεύχουνταν 'ς τον βασιλέ' Απόλλων'. Οπού τον γέννησ' η Λητώ η ευμορφομαλλιάρα. Άκουσ' μ', αργυροδόξαρε, οπού την Χρύσαν σκέπεις, Και Κίλλαν και την Τένεδον ανδρεία βασιλεύεις· Σμινθέα, αν ωρόφωσα ποτέ μου τον ναόν σου, Ή αν και σέ κατάκαυσα μηριά παχιά ποτέ μου, Γιδιών, και ταύρων, τέλειωσε τον πόθον μου ετούτον. Οι Δαναοί τα δάκρυα μου με βέλη σ' ας πλερώσουν. Έτσ' είπε προσευχόμενος. Τον άκουσ' ο Απόλλων. Κι' απ' του Ολύμπου ταις κορφαίς κατέβη θυμωμένος, Έχοντας εις τους ώμους του δοξάρι και φαρέτραν. Κ' εις τον θυμόν κινούμενος, βρόντιξαν η σαΐτες 'Σ τους ώμους του· κ' επήγαινεν, ομοιάζοντας σαν νύχτα. Εκάθησε τότ' έπειτα μακριά 'πό τα καράβια· Και μετά τούτο έρριξε κατοπινά σαΐταν· Κ' έγινε βρόντος τρομερός απ' τ' αργυρό δοξάρι. Πρώτα ταις μούλαις λάβωσε, και τους γοργούς τους σκύλους. Αλλά κατόπι ρίχνοντας πικρό κ' εκείνους βέλος Χτυπούσε· και πυκνές φωτιές νεκρών εκαίγαν πάντα. 'Μέραις εννιά 'ς το στράτευμα έτρεχαν θεού βέλη. 'Σ ταις δέκα κάλεσ' εις βουλήν λαόν ο Αχιλλέας. Αυτόν εφώτισ' η θεά ασπραγκαλιάρα Ήρα, Λυπούμενη τους Δαναούς, ότ' έβλεπε 'παιθαίνουν. Λοιπόν σαν εσυνάχθηκαν, και κάθησαν αντάμα, Ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σηκώθ' εις τούτους, κ' είπε· Ατρείδη, θα ποδίσομεν εμείς, νομίζω, τώρα, Κι' οπίσω θα γυρίσομεν, αν φύγομεν τον Χάρον· Ότ' ο λοιμός, κι' ο πόλεμος τους Αχαιούς δαμάζει. Έλ' ας 'ρωτήσωμέν τινα μάντιν, ή ιερέα, Να 'πη τι τόσον θύμωσεν ο Φοίβος ο Απόλλων; Μη μέμφεται για τάξιμον; Ή μη για εκατόμβην; Ή μήπως θέλει λίπ' αρνιών, ή και γιδιών τελείων Να λάβη, κ' ύστερ' το κακόν να μας τ' απομακρύνη; Έτσ' είπ' αυτός· και κάθησε. Κ' εις τούτους εσηκώθη Ο Κάλχας Θεστορόπουλος, μέγας ορνιθομάντις· 'Πού ήξευρε τα όσα είν', και ήταν, και θα είναι· Κ' εις την Τρωάδ' ωδήγησε των Αχαιών τον στόλον Με την μαντείαν του, οπού τον έδωσ' ο Απόλλων. Αυτός εκείνους φρόνιμα ωμίλησε, και είπε· Φίλε του Δία Αχιλλεύ, προστάζεις να λαλήσω Του μακροχτύπη βασιλέ' Απόλλωνα την κάκια; Την λέγω 'γώ· αλλά εσύ υπόσχου κι' όμνεξέ με, Να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγια, και με χέρια· Γιατί, νομίζω, βέβαια άνθρωπον θα θυμώσω, 'Πού τους Αργείους ολουνούς μεγαλοβασιλεύει· Και εις αυτόν οι Δαναοί υποταγμένοι είναι. Ότι νικάει ο βασιλεύς, αν 'ς τον μικρόν θυμώση. Κι' άνκε χωνεύση τον θυμόν την ίδιαν ημέραν, Κρατεί πλην πάθος 'ς την καρδιά, κατόπι να το κάμη. Κ' εσύ στοχάσου το λοιπόν, ανίσωςκε με σώσης. Τον αποκρίθ' ο Αχιλλεύς ο γοργοπόδης· κ' είπε· Υπερθαρρεύοντας ειπέ ό,τι χρησμόν γνωρίζεις· Γιατί, μα τον Απόλλωνα, τον φίλτατον του Δία, Προς τον οποίον και εσύ προσεύχεσαι, ω Κάλχα, Και εις τους Δαναούς χρησμούς ' ξηγάς και φανερόνεις, Όσο εγώ 'μαι ζωντανός, κι' απάν' 'ς την γην θωρηούμαι, Κανένας απ' τους Δαναούς εδ' όλους 'ς τα καράβια Δεν βάνει χέρ' απάνω σου· κι' αν 'πής κι' ο Αγαμέμνων, 'Πού τώρ' ότ' είν' δοξάζεται των Αχαιών ο πρώτος. Και τότε δα θαρρεύθηκε, και είπ' ο άγιος μάντις· Δεν μέμφεται για τάξιμον αυτός, ή εκατόμβην, Μον για τον ιερέα του, 'π' ατίμασ' ο Αγαμέμνων. Κι' ουδέ την κόρ' απόλυκε, ουδέ τα λύτρ' εδέχθη. Για τούτο πόνους έδωσε· κι' ακόμα θέλει δώσει. Ούτε σηκώνει του λοιμού προτού τα βαριά χέρια, Ως που δεν παραδώσομεν την μαυρομμάταν κόρην, Άλυτρην, αναγόραστην 'ς τον ποθητόν πατέρα, Κ' εις Χρύσαν δεν προσφέρομεν αγίαν εκατόμβην· Και τότε να ελπίσωμεν πως τον εξιλεούμεν. Έτσ' είπ' αυτός, και κάθησε. Κ' εις τούτους εσηκώθη Ο ήρως μέγας βασιλεύς Ατρείδης Αγαμέμνων θλιμμένος, και κατάκαρδα όλος θυμόν γεμάτος· Και όμοια τα μάτια του ωσάν φωτιά λαμπρή 'ταν. Πρώτα τον Κάλχαντα κακά κυττάζοντας, τον είπε· Κακόμαντι, χαροποιόν ποτέ σου δεν με είπες. Πάντοτε τα κακά 'γαπά ο νους σου να μαντεύη. Λόγον καλόν δεν λάλησες· ούτ' έκαμες ποτέ σου. Και τώρα προφητεύοντας 'ς τους Δαναούς, φωνάζεις· Πως τάχα πόνους γιατ' αυτό τους κάμν' ο Μακροχτύπης, Γιατί εγώ δεν ήθελα της κόρης Χρυσηίδας Τα λαμπρά λύτρα να δεχθώ· ότι περισσά θέλω Να 'χω αυτήν 'ς το σπήτι μου· γιατί και την προκρίνω Απ' την κορασιδένιαν μου γυναίκα Κλυταιμνήστρα· Ότι δεν είν' κατώτερη αυτή από εκείνην 'Σ το σώμα, και 'ς το κάλλος της, 'ς τη γνώση, και 'ς τα έργα. Αλλά και έτσι δέχομαι, οπίσω να την δώσω. Ότ' ο λαός θέλω να ζη, και όχι ν' απαιθάνη. Αλλ' όμως ετοιμάστε με πάραυτα δώρον άλλο· Μη 'ς τους Αργείους μεταξύ μονάχος απομείνω Αφιλοδώρητος εγώ· ότ' επειδή δεν πρέπει. Το βλέπετ' όλοι πως αλλού το δώρον μου πηγαίνει· Τον αποκρίθ' ο Αχιλλεύς κατόπ', ο γοργοπόδης· Ένδοξ' Ατρείδη, και πολλά φιλόπλουτε απ' όλους· Οι μεγαλόψυχ' Αχαιοί πώς να σε δώσουν δώρον; Δώρα πολλά δεν ξεύρομεν πούποτ' αποθεμένα· Αλλά τα όσ' αρπάξαμεν από ταις πολιτείαις, Αυτά διαμοιράσθηκαν· κι' αυτά δεν παραπρέπει Να τα μεταμαζώξωμεν απ' τους λαούς οπίσω. Πλην τώρ' αυτήν στείλ' 'ς τον θεόν· κ' οι Αχαιοί κατόπι Να σε πληρώσωμεν τριπλά, και τετραπλά, οπόταν Δώση ο Ζευς ν' αρπάξωμεν την πολιτείαν Τροίαν. Τον αποκρίθ' ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων, κ' είπε· Ω ομοιόθε' Αχιλλεύ, ωσάν καλός που είσαι, Μη δόλια· δεν με περνάς, ουδέ με καταπείθεις. Ή θέλεις να 'χης δώρο συ, κ' εγώ να κάθομ' έτσι; Προστάζεις με να δώσ' αυτήν; Την δίδω, αλλ' ανίσως Οι μεγαλόψυχ' Αχαιοί με δώσουν δώρον άλλο, Τεριάζοντάς το 'ς την καρδιά μ', ισότιμον για να 'ναι. Ειδέκε δεν με δώσουνε, τότε λοιπόν ο ίδιος Εγώ μονάχος έρχομαι· κ' ή παίρνω το δικόν σου Το δώρον, ή του Αίαντος, είτε του Οδυσσέως. Και θα θυμώση και αυτός, προς όποιον υπάγω. Αλλά αυτά μεν και μετά θα στοχασθούμεν πάλε. Τώρ' όμως έλ' να σύρωμεν 'ς την θάλασσαν καράβι, Κ' εις τούτο να συνάξωμεν 'πιτήδειους λαμνοτάδαις· Και ν' αποκαταθέσωμεν την εκατόμβην μέσα· Και να την αναιβάσωμεν την εύμορφην Χρυσίδα. Κι' ας γένη άνδρας αρχηγός κανένας βουληφόρος, Ο Αίας, ή Ιδομενεύς, ήτε ο Οδυσσέας, Ή κατατρομερώτατε απ' όλους τους ανθρώπους Υιέ Πηλέως και εσύ, διά να θυσιάσης Θυσίαν τον Απόλλωνα, να μας τον ιλεώσης. Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς τον στραβοκύτταξ', κ' είπε· Όιμε, δολερόγνωμε, 'ντυμέν' αναισχυντίαν Πώς πρόθυμ' ένας Αχαιός τους λόγους σου θ' ακούση, Ή να 'ρθη δρόμον, ή γερά να πολεμάη ανθρώπους; Διατί για τους κονταρευτάς εγώ τους Τρωαδίτας Δεν ήρθ' αυτού να πολεμώ· ότ' αίτιοι δεν μ' είναι. Ότ' ούτε βόδια μου ποτέ, ούτ' άλογα μ' επήραν· Ουδέ 'ς την πολυκάρπιμην, κι' ανδρειοθρέπτραν Φθίαν Καρπούς ποτέ μ' εχάλασαν· γιατ' είναι μεταξύ μας Πολλά κατάσκια βουνά, και θάλασσα βοήστρα. Αλλά ακολουθήσαμεν, αναίσχυντε, μ' εσένα, Να λάβωμεν εκδίκησιν από τους Τρωαδίτας, Για τον Μενέλαν και για σε, να χαίρεσαι, αυθάδη. Αυτά δεν τα στοχάζεσαι ούτε ποσώς φροντίζεις· Και φοβερίζεις μάλιστα το δώρο να με πάρης, Οπού κοπίασα πολλά, κ' οι Αχαιοί μ' εδώσαν. Ούτ' έχω δώρον όμοιον εγώ ποτέ μ' εσένα, Όταν πορθούν οι Αχαιοί Τρωάδας πλούσιαν πόλιν. Αλλά το μέρος το πολύ τ' ορμητικού πολέμου Το κυβερνούν τα χέρια μου· Οπόταν όμως έρθη Ο μοιρασμός, τότε λοιπόν εσύ το δώρον έχεις Το πλέον μεγαλήτερον· εγώ δε το ολίγον Δεχόμενος ευχάριστα έρχομαι 'ς τα καράβια, Αφούκε κατακουρασθώ, 'ς ταις μάχαις πολεμώντας. Τώρα 'ς τη Φθί' αναχωρώ. Καλήτερα πολλ' είναι Με τα κορωνοκάραβα να πάγω 'ς την πατρίδα. Κ' εσύ, νομίζω, πως αυτού ατιμασμένος όντας, Πλούτον και εισοδήματα δεν θα παραρρουφήξεις. Τον αποκρίθ' ο βασιλεύς κατόπ' ο Αγαμέμνων. Φεύγα τ' ογλιγωρότερον, αν λαχταρ' η καρδιά σου. Εγώ δεν σε παρακαλώ να μένης για τ' εμένα. 'Σ εμένα κι' άλλ' ευρίσκονται οπού θα με τιμήσουν. Μάλιστ' ο Δίας ο σοφός. Εσύ δε μ' είσ' απ' όλους Τους διοθρέπτους βασιλείς ο καταμισημένος. Πάντα μαλώματ' αγαπάς, και πόλεμους και μάχαις. Ει δε πολ' είσαι δυνατός, τούτ' ο Θεός σε το 'δωσ'. Ύπαγε 'ς την πατρίδα σου με τους δικούς σου φίλους, Και μ' όλα τα καράβια σου, και δα τους Μυρμηδόνας Βασίλευε. Κ' εσέν' εγώ δεν σε ψηφώ, αλλ' ούτε Φροντίζω, αν εθύμωσες· αλλά και σε καυχηούμαι. Πως την Χρυσίδα με στερεί ο Φοίβος ο Απόλλων, Κ' εγώ μεν με καράβια μου, και φίλους μου την στέλνω, Αλλά την καλομάγουλην Βρισίδα κ' εγώ παίρνω, Το δώρον σου, ερχόμενος ο ίδιος 'ς την σκηνήν σου, Για να ιδής εσύ καλά το πόσον απ' εσένα Είμαι καλλίτερος εγώ· να φοβηθή και άλλος Ίσια μ' εμένα να 'μιλή, και όμοιος να γένη. Έτσ' είπε· και ο Αχιλλεύς μάνισε, κ' η καρδιά του Στα στήθη του τα μαλλιαρά φαντάσθηκε δυω γνώμαις. Ή το σπαθί το κοφτερό απ' το μηρί να σύρη, Και να σκορπίση τους λοιπούς, να σφάξη τον Ατρείδη. Ή να κρατήση τον θυμόν, να παύση την ορμήν του. Ως που αυτά στοχάζουνταν 'ς τον νουν, και 'ς την ψυχήν του Κι' απ' το θηκάρι σέρνουνταν το μέγα το σπαθί του, Η Αθηνά 'π' τον ουρανόν επρόφθασε, και ήρθε. Ότι την έστειλ' η θεά ασπραγκαλιάρα Ήρα, Ίσια 'γαπώντας και τους δυω, και προστατεύοντάς τους. Εστάθ' οπίσω· κ' έπιασεν απ' τα ξανθά μαλλιά του Τον Αχιλλέα, προς αυτόν φαινόμενη μονάχα· Αλλ' όμως από τους λοιπούς δεν έβλεπε κανένας· Ξιππάσθηκεν ο Αχιλεύς· γύρισ', κ' ευθύς εγνώρισ' Την Αθηνά, και τρομερά τα μάτια της τον φάνκαν. Και δα φωνάζοντας αυτήν, λόγους είχε φτερώτους· Τι ήρθες, κόρη του Διός, οπ' όχεις την Αιγίδα; Ή τ' Αγαμέμνονος να 'δής την ύβριν του Ατρείδη ; Αλλά σε λέγω και αυτό, νομίζ', ότι θα γένη· Με ταις υπερηφανειαίς του θα χάσει την ζωήν του. Τον είπε πάλε η θεά γαλανομμάτ' Αθήνα· Ήρθα εγώ, αν πείθεσαι, να παύσω τον θυμόν σου. Με έστειλε δε η θεά ασπραγκαλιάρα Ήρα, Ίσια 'γαπώντας και τους δυω, και προστατεύοντάς σας. Κ' έλ' άφησε τον πόλεμον, μη σέρνης το σπαθί σου Με το χέρι, μόν' ονείδισ', όπως κι' αν είν', με λόγους· Ότι σε λέγω έτσι δα· τ' οποίον και θα γένη· Έναν καιρόν θα σε ερθούν τρις τόσα λαμπρά δώρα, Γι' αυτήν την ατιμίαν σου· και στάσου, άκουσέ με· Την αποκρίθ' ο Αχιλλεύς ο γοργοπόδης, κ' είπε· Πρέπει, θεά, τον λόγον σου να τον δεχθή καθένας, Κι' αν θυμωμένος είν' πολλά· ότ' είν' καλλίτερ' έτσι. Όποιος ακούει τους θεούς, κ' αυτοί τον πάρ' ακούουν. Είπε· κ' εσταμάτησε το χέρι το βαρύ του 'Σ την ασημένια τη λαβή· κι' οπίσω 'ς το θηκάρι Το μέγα σπαθί έσπρωξε· κ' εις της θεάς Αθήνας Τον λόγον δεν απείθησε. Τότε λοιπόν κ' εκείνη 'Σ τον Όλυμπον ανέβηκεν, εις του αιγιδοφόρου Του Δία τα βασίλεια, προς τους θεούς τους άλλους. Ο Αχιλλεύς δε και μετά προς τον Ατρείδην είπε Λόγους πικρούς, κι' απ' τον θυμόν δεν έπαυεν ακόμα. Μεθύστακα, σκυλόμματε, και με καρδιάν ελάφου! Δεν τόλμησες ν' αρματωθής εις πόλεμον ποτέ σου Με τον λαόν, ή μ' Αχαιούς τους πρώτους εις καρτέρι· Αλλά σε φαίνεται αυτό, ότ' είν' η μαύρη μοίρα. Και βέβαια 'ς το στράτευμα των Αχαιών το μέγα είναι πολύ καλλίτερον να κάθεσαι, να παίρνης Τα δώρα από όποιον σ' ειπή το εναντίον. Φαγάς του κόσμου βασιλεύς, κι' αχρείους βασιλεύεις. Αλλεώς μόν' τώρα θα 'βλαβες το ύστερον Ατρείδη. Αλλά σε λέγω βέβαια, κι' ομνέγω μέγαν όρκον Ναι μα το σκήπτρον τούτο να· (οπού δεν θα φυτρώσει Φύλλα και ρόζους πώποτε, αφού 'ς τα όρ' εκόπη, Ουδέ θ' ανθίσει, επειδή τα φύλλα και την φλούδαν Τα λέπισε το σίδερο, κ' οι βασιλείς δε τώρα Οι Αχαιοί, που έλαβαν το κράτος απ' τον Δία, 'Σ ταις απαλάμαις το κρατούν)· κι' αυτός θα 'ν 'όρκος μέγας. Έναν καιρόν οι Αχαιοί όλοι θα 'πιθυμήσουν Τον Αχιλλέα βέβαια· κ' εσύ καταθλιμμένος, Δεν θα 'μπορέσεις τίποτε αυτούς να ωφελήσης, Οπόταν απ' τον Έκτορα τον ανδρειοφόνον πέφτουν 'Παιθαίνοντας· μον την καρδιάν μέσα σου θα ξεσχίσης Πικρά· γιατί δεν τίμησες των Αχαιών τον πρώτον. Λέγοντας έτσι έρριξε κάτω 'ς την γην το σκήπτρον Το μαλαμματοκάρφωτον, κ' εκάθησε κ' εκείνος Ο δε Ατρείδης έβραζε κι' αυτός απ' τ' άλλο μέρος.!! Τότε απάν' τεινάχθηκεν ο γλυκολόγος Νέστωρ, Ο λιγυρός δημήγορος των πολιτών της Πύλου, 'π' έχυν' η γλώσσα του λαλιά γλυκότερ' απ' το μέλι. Σ' αυτόν 'ς την Πύλον πέρασαν δυω γενεές ανθρώπων, Όσοι προεγεννήθηκαν, κ' εθράφηκαν μαζί του, Και πλέον εβασίλευε ανάμεσα 'ς τους τρίτους. Αυτός εις τούτους φρόνιμα ωμίλησε, και είπε· Πα! πα! τι θρήνος έφθασε την Αχαΐαν μέγας! Ε πόσο δα θα ευφρανθή ο Πρίαμος, κ' οι υιοί του, Και θα χαρούν πάρα πολλά κι' οι άλλοι Τρωαδίτες, Αν μάθουν όλα τούτα σας, και ότι πολεμηέσθε Εσείς των Δαναών οι πρώτ' εις ταις βουλαίς και μάχαις. Πεισθήτε όμως, ότ' οι δυω νεώτεροί μου είσθε. Εγώ συνέζησα ποτέ μ' άνδρας καλλίτερούς σας, Κ' εκείν' εμένα πώποτε δεν με καταφρονούσαν. Δεν είδ' ανθρώπους τέτοιους, ούτε θα ιδώ ποτέ μου, Ωσάνκε τον Πειρίθοον, Δρύαντα βασιλέα, Πολύφημον ισόθεον, Εξάδιον, Καινέα· Τον όμοιον με τους θεούς Θησέα τον Αιγείδην. Ότ' ήταν δυνατώτατοι απ' όλους τους ανθρώπους. Δυνατώτ' ήταν· και θηριά βουνίσια πολεμούσαν Δυνατώτατ'· και τρομερά τ' αφάνισαν διόλου· Μ' αυτούς περνούσα το λοιπόν, σαν ήρθ' από την Πύλον, Μακριά 'πό τόπον μακρινόν και μ' έκραξαν εκείνοι. Και πολεμούσα δα κ' εγώ κατά την δύναμίν μου· Όμως μ' αυτούς αδύνατον ήταν να πολεμήση Κανένας απ' τους τωρινούς της γης αυτής ανθρώπους. Και μ' άκουαν ταις συμβουλαίς, και πείθουνταν 'ς τον λόγον. Αλλά πεισθήτε και εσείς· κάλλιο 'ναι να πεισθήτε. Ούτε εσύ, ωσάν καλός, την κόρην μη τον παίρνης, Μον άφσ', καθώς οι Αχαιοί του την έδωκαν δώρον. Μήτε Πηλείδη και εσύ θέλε, ν' αντιλογίζης Τον βασιλέα· επειδή ποτέ βασιλεύς άλλος Απ' όσους τίμησεν ο Ζευς, δεν έλαβ' όμοιαν δόξαν. Ειδέκ' εσ' είσαι δυνατός, κ' έχεις θεάν μητέρα, Αυτός πλην είν' καλλίτερος· πλειότερους ορίζει. Ατρείδη, παύσε την οργήν· κ' εγώ τον Αχιλλέα, Οπού 'ναι εις τους Αχαιούς προπύργιον μεγάλον Της μάχης, τον παρακαλώ να παύση την οργήν του. Τον αποκρίθ' ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων, κ' είπε. Ναίσκε, τούτ 'όλα, γέροντα, τα είπες κατά λόγον. Αλλά αυτός ο άνθρωπος θέλ' να 'ν' απάν' απ' όλους. Θέλ' όλους να εξουσιάζ', όλους να βασιλεύη, Να προστάζ' όλους· πλην αυτά κανείς, θαρρώ, δεν στρέγει. Αν οι αιώνιοι θεοί τον έκαμαν ανδρείον, Διά ετούτο η βρισιές τον τρέχουν να ταις λέγη; Αυτόν δε διακόπτοντας ο Αχιλλεύς, τον λέγει. Και δα να ονομάζομαι δειλός και τιποτένιος, Αν 'ς ότι έργον και μ' ειπής ποτέ μου σε ακούσω. Σ' άλλους αυτά παράγγελνε, κ' εμένα μη προστάζης· Γιατί εγώ δεν πείθομαι ποτέ σ' εσένα μη πλέον. Άλλο σε λέγω, και εσύ βάλε το 'ς τα μυαλά σου. Εγώ με χέρια βέβαια δεν θέλω πολεμήσει Διά την κόρην, ούτ' εσέν', ούτε κανέναν άλλον· Ότι εσείς την παίρνετε, 'πού μέ την εδωσέτε. Από δε τ' άλλα, όσα μ' είν' 'ς το μαύρο το καράβι, Δεν θέλεις πάρη τίποτε χωρίς το θέλημά μου. Ει δ', έλα δα δοκίμασε, για να ιδούν και τούτοι. Ευθύς το μαύρο αίμα σου θα ρεύσ' εις το κοντάρι. Έτσι αυτοί μ' αντιλογιαίς μαλώνοντας, σηκώθκαν· Και την βουλήν απόλυσαν 'ς Αχαϊκά καράβια. Κι' ο μεν Πηλείδης 'ς ταις σκηναίς και 'ς τα καράβια πήγε Με του Μενοίτιου τον υιόν και με τους σύντροφούς του· Ο δε Ατρείδης έσυρε 'ς την θάλασσαν καράβι Γοργό· και εδιόρισε είκοσι λαμνοτάδαις· Και έμπασε για τον θεόν την εκατόμβην μέσα. Και την ευμορφομάγουλην αναίβασε Χρυσίδα· Κι' αρχηγός ο πολύγνωσος ο Οδυσσεύς εμβήκε. Κι' αυτοί μεν εταξίδευσαν 'ς τον νερουλόν τον δρόμον, Τους δε λαούς να αγνισθούν επρόσταξ' ο Ατρείδης· Κι' αγνίζουνταν, και έρριχναν 'ς την θάλασσαν ταις λέραις· Και 'ς τον Απόλλων' έκαμναν θυσίαν εκατόμβαις Τέλειαις ταύρων και γιδιών, σιμά 'ς το περιγιάλι Της θάλασσας της άπατης· κι' αναίβαινεν η λίπα 'Σ τον ουρανόν με τον καπνόν στριφοκουλουριασμένη. Αυτά μεν εκοπίαζαν 'ς το στράτευμα εκείνοι· Όμως κι' ο Αγαμέμνονας δεν έπαυ' απ' την μάχην, Οπού τον εφοβέρισε τον Αχιλλέα πρώτα. Αλλά προς τον Ταλθύβιον και Ευρυβάτην είπε, (Οπού τον ήταν κήρυκες, και πρόθυμ' υπηρέτες)· Πηγαίνετε εις την σκηνήν οι δυω του Αχιλλέως, Κι από το χέρι πιάνοντας την Βρισοπούλαν, φέρτε. Αν δεν την δώση, τότ' εγώ ο ίδιος την παίρνω, Πηγαίνοντας με πλειότερους· κι' αυτό θα τον τρομάξει. Έτσι λαλώντας, και αυστηρά προστάζοντας, τους πέμπει. Αυτοί δε και αθέλητα, κατάγιαλα κινώντας, 'Σ των Μυρμηδόνων ταις σκηναίς, και 'ς τα καράβια πήγαν Τον ηύραν 'ς το καράβι του σιμά και 'ς την σκηνήν του Καθήμενον τους είδ' αυτός, και δεν επαραχάρη. Φοβήθκαν, και συστάλθηκαν αυτοί τον βασιλέα, Και στάθκαν· δεν τον 'ρώτησαν τίποτε, ούτε είπαν. Εκείνος όμως με τον νουν τ' εγνώρισε, κ' εφώναξ'. Χαίρετε, κήρυκες, Διός μηνύτορες κι' ανθρώπων. Σιμόστε· δεν με φταίτ' εσείς, αλλά ο Αγαμέμνων, Οπού σας έστειλεν εσάς για την Βρισίδα κόρην. Κ' έλαδα, Πάτροκλ' ένδοξε, την κόρην έβγαλ' έξω. Και δός' την τούτους να την παν· κι' ας είν' αυτοί μαρτύροι 'Μπρός τους αθάνατους θεούς, 'μπρός τους θνητούς ανθρώπους, Και 'μπρός εις τον απάνθρωπον αυτόν τον βασιλέα, Το πώς θα γέν' έναν καιρόν πάλε δική μου χρεία, Να σώσω από τον κακόν αφανισμόν τους άλλους. Ότι αυτός ξεπάρθηκε με τα ζουρλά μυαλά του, Και δεν ηξεύρει να νοή τα 'μπρός, και τα οπίσω, Διά να μάχωνται γεροί οι Αχαιοί 'ς τα πλοία. Έτσ' είπε· και ο Πάτροκλος 'ς τον φίλον τ' υποτάχθη· Και την ευμορφομάγουλην εβγάζοντας Βρισίδα Απ' την σκηνήν, την έδωκε, διά να την πηγαίνουν. Κι' αυτοί οπίσω κίνησαν 'ς τ' Αχαϊκά καράβια· Και η γυναίκ' αθέλητα επήγαινε μαζί τους. Εδάκρυσεν ο Αχιλλεύς· κ' ευθύς απ' τους συντρόφους Χώρισε· κ' εις της θάλασσας της ασπρουλής την άκραν Κάθησεν, εις το πέλαγος το μελαψόν θωρώντας· Και δα προς την μητέρα του την πόλλ' αγαπημένην Περίσσα προσευχήθηκεν, απλώνοντας τα χέρια. Μητέρα, σαν μ' εγέννησες 'λιγόζωος να είμαι, Τιμήν ο υψιβρόντης Ζευς χρωστούσε να με δώση. Τώρ' όμως δεν μ' ετίμησε ουδέ καν ολιγάκι· Ο βασιλεύς μ' ατίμασεν Ατρείδης Αγαμέμνων· Ότ' άρπαξε το δώρον μου, το πήρε, και το έχει. Έτσ' είπε, δακρυχύνοντας· κ' η σεβαστή μητέρα Τον άκουσε, καθήμενη 'ς της θάλασσας τα βάθη, Σιμά εις τον πατέρα της τον γέροντα, κι' αμέσως Σαν καταχνιά απ' την θάλασσαν την ασπρουλήν ανέβη. Και δα εκάθησε σιμά 'ς αυτόν τον δακρυσμένον, Και με το χέρ' τον χάδευσε, και είπεν· Αχιλλέα, Τι' κλαις, παιδάκι μου, και τι λύπ' ήρθε 'ς την καρδιά σου ; Λάλησε, μη το κρύβεσαι· για να ιδούμ' οι δυω μας. Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς βαριά εστέναξ', κ' είπε· 'Ξεύρεις· τι όλα να σ' ειπώ, αφού κε τα γνωρίζεις; Πήγαμε 'ς του Ηετίωνος μεγάλην πόλιν Θήβαν· Την επορθήσαμεν λοιπόν, και φέραμεν εδ' όλα· Κ' οι Αχαιοί τα μοίρασαν καλά 'ναμεταξύ τους· Κ' εχάρισαν την εύμορφην Χρυσίδα τον Ατρείδην· Κ' ήρθ' ο ιερεύς τ' Απόλλωνος ο Χρύσης 'ς τα καράβια Τα γλήγωρα των Αχαιών των χαλκοποκαμίσων, Διά την θυγατέρα του, να την ελευθερώση, Άπειρα λύτρα φέροντας, κρατώντας κ' εις τα χέρια Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον, Και παρακάλει ολουνούς τους Αχαιούς, και πλέον Τους δυω Ατρείδαις, του λαού αρχιστρατήγους πρώτους. Τότ' όλ' εκεί εφώναξαν οι Αχαιοί οι άλλοι Τον ιερέα να 'ντραπούν, και να δεχθούν τα λύτρα. Όμως ο Αγαμέμνονας δεν τ' άρεσ' ο Ατρείδης, Αλλά κακά τον έδιωξε, σκληρά προστάζοντάς τον. Κι' ο γέρος ανεχώρησεν οπίσω θυμωμένος. Και προσευχόμενος λοιπόν, τον άκουσ' ο Απόλλων, Ότ' επειδή πάρα πολύ αγαπημένος τ' ήταν· Κ' εις τους Αργείους έρριξε θανατηφόρον βέλος. Σωρ' οι λαοί απέθνησκαν, και του θεού τα βέλη Παντού 'ς το στράτευμ' έτρεχαν των Αχαιών το μέγα. Μας είπ' ο μάντις ο σοφός χρησμούς του Μακροχτύπη· Κ' ευθύς 'γώ πρώτος τον θεόν να ιλεάσωμ' είπα. Ο δε Ατρείδης θύμωσε, κι' αμέσως εσηκώθη, Και λόγον εφοβέρισε, οπού κ' ετελειώθη. Κ' εκείνην μεν οι Αχαιοί με το γοργό καράβι Την παν 'ς την Χρύσαν· και τον παν τον βασιλέα δώρα· Προτώρα δε απ' την σκηνήν οι κήρυκες μ' επήραν Την κόρην, 'πού οι Αχαιοί μ' έδωκαν του Βρισέως. Αλλά εσύ, αν δύνασαι, βοήθα το παιδί σου. Πήγαινε εις τον Όλυμπον, κ' ικέτευσε τον Δία, Αν την καρδιάν τον έκαμες μ' έργον ποτέ, ή λόγον. Πολλάκις 'ς τα βασίλεια σ' άκουσα του πατρός σου· Καυχούσουν, κ' έλεγες το πώς τον μελανοσυννέφαν Υιόν του Κρόνου μόνη σου μέσα 'ς τους αθανάτους Από τον φοβερόν χαμόν τον έχεις γλυτωμένον, Οπόταν οι θε' ήθελαν οι άλλοι να τον δέσουν, (Η Ήρα, και ο Ποσειδών, και η Παλλάδ' Αθήνα)· Κ' εσύ θεά 'π' το δέσιμον τον έλυσες, σαν πήγες, Κ' εκάλεσες εις τον μακρύν τον Όλυμπον αμέσως Αυτόν τον εκατόχερον, οπού τον ονομάζουν Οι μεν θεοί Βριάρεον, οι άνθρωποι δε όλοι Αιγαίον 'π' ανδρειότερος απ' τον πατέρα τ' είναι. Αυτός λοιπόν εκάθησε σιμά εις τον Κρονίδην Μεγαλοκαμαρόνοντας· και τον εφοβηθήκαν Αυτ' οι αθάνατοι θεοί· και πλέον δεν τον δέσαν. Εκείνα τώρα θύμισ' τον, και κάθησε σιμά του· Και πιάσ' τον απ' τα γόνατα, και παρακάλεσέ τον, Τους Τρωαδίτας, αν δεχθή· διά να βοηθήση, 'Σταις πρύμναις και 'ς την θάλασσαν τους Αχαιούς να διώξουν, Σκοτόνοντας, για να χαρούν τον βασιλέα όλοι. Να νοιώσ' ο μέγας βασιλεύς Ατρείδης Αγαμέμνων Την βλάβην του, 'π' ατίμασε των Αχαιών τον πρώτον. Τον αποκρίθηκ' έπειτα, χύνοντας δάκρ' η Θέτη· Ωχ, τέκνο μου, τι σ' έθρεφα 'γώ η πικρογεννήτρα ! Κι' ας κάθουσουν καν άπαθος, κι' άδακρος 'ς τα καράβια, Αφού 'ν' κοντή, κι' όχι μακρή η μοίρα της ζωής σου. Τώρ' είσαι κι' ολιγόζωος, κι' άτυχος παρ' απ' όλους. Ώρα κακή σ' εγέννησα μέσα εις τα βασίλεια. 'Πάγω λοιπόν 'ς τον Όλυμπον τον καταχιονισμένον Εγώ, να 'πώ τον λόγον σου εις τον αστράφτην Δία, Αν πείθεται· και κάθου τώρ' εις τα γοργά καράβια· Και κάκιωνε τους Αχαιούς, και παύσ' απ' τους πολέμους. Ότι προς τον Ωκεανόν ο Ζευς εχθές επήγε 'Σ τους ευσεβείς Αιθίοπας, διά να τον φιλεύσουν· Και τον συνακολούθησαν όλ' οι θεοί αντάμα· Μετά δε 'μέραις δώδεκα 'ς τον Όλυμπον γυρίζει· Και τότε 'ς τα χαλκόπατα βασίλεια του Δία Εγώ πηγαίνω έπειτα· και δα τα γόνατά του Θα πιάσω, και στοχάζομαι πώς θα τον καταπείσω. Έτσ' είπε, κι' αναχώρησε· κι' αυτού τον άφσ' εκείνον, Διά την ευμορφόζωνην γυναίκα θυμωμένον, Που του την πήραν στανικά. — Λοιπόν ο Οδυσσέας, Την εκατόμβην 'πάγοντας, έφθασεν εις την Χρύσαν. Και όταν 'ς τον πολύβαθον λιμέν' αυτοί εμβήκαν, Τα μεν πανιά τα μάζωξαν, τα 'θέσαν 'ς το καράβι, Το δε κατάρτ' απόθεσαν εις τον καταρτοδόχον, Με τους προτόνους παρευθύς αφίνοντάς το κάτω. Και το καράβι, λάμνοντας, 'ς το άραγμα το πήγαν. Έρριξαν και ταις άγκυραις· 'δέσαν τα πρυμοσχοίνια· Κ' εβγήκαν τότε και αυτοί 'ς της θάλασσας την άκραν· Την εκατόμβην έβγαλαν τον μακροχτύπ' Απόλλων'. Βγήκ' απ' το θαλασσότρεχον καράβ' η Χρυσηίδα. Και τούτην ο πολύγνωσος ο Οδυσσεύς κατόπι, 'Πηγαίνοντάς την 'ς τον βωμόν, την έθεσε 'ς τα χέρια Τ' αγαπητού της του πατρός, και προς εκείνον είπεν· Ο Αγαμέμνων μ' έστειλεν, ο βασιλεύς, ω Χρύση, Να φέρω και την κόρην σου, να κάμω κ' εκατόμβην Τον Φοίβον για τους Δαναούς· ώστε τον βασιλέα Να τον εξιλεώσωμεν, οπού εις τους Αργείους Έστειλε πολυστέναχτα παθήματ' αυτός τώρα. Έτσ' είπε, και 'ς τα χέρια του την έθεσε· κ' εκείνος, Χαρούμενος, εδέχθηκε την ποθητήν του κόρην. Κι' αυτοί τον θεόν έστησαν ευθύς την εκατόμβην 'Σ τον ευμορφόκτιστον βωμόν τριγύρου 'ς την αράδα. Έπειτα χερονίφθηκαν, ταις ουλοχύταις πήραν. Κι' ο Χρύσης μεγαλεύχουνταν, σηκώνοντας τα χέρια· Άκουσ' μ', αργυροδόξαρε, οπού την Χρύσαν σκέπεις, Και Κίλλαν, και την Τένεδον ανδρεία βασιλεύεις. Σε παρακάλεσα προτού, κ' εσύ ακούοντάς με, Κατάβλαψες τους Αχαιούς, και τίμησες εμένα. Και τώρ' αποτελείωσε μ' ακόμ' αυτόν τον πόθον· Τώρα σήκωσ' τους Δαναούς το κακόν πάθος πλέον. Έτσ' είπε προσευχόμενος, τον άκουσ' ο Απόλλων. Λοιπόν σαν προσευχήθηκαν, κ' έρριξαν ουλοχύταις, Απάνω στρέψαν τους λαιμούς, και έσφαξαν, κ' εγδάραν· Και τα μηριά τα έκαψαν, τα σκέπασαν με πάχος, Διπλόνοντας, και έθεσαν τα σπλάγχν' απάν' 'ς εκείνα. Κι' ο γέροντας τα έκαιγε 'ς ταις σχίζαις, κι' από πάνω Μαύρο κρασί ερράντιζε· οι νέοι δε σιμά του Κρατούσαν τα πεντόσουγλα εις τα δικά τους χέρια. Λοιπόν σαν κάικαν τα μηριά, και έφαγαν τα σπλάγχνα, Τα άλλα τα κομμάτιασαν, τα πέρασαν 'ς ταις σούγλαις· 'Πιτήδεια τα καλόψησαν· και τα 'συραν' πίσ' όλα. Κι' απ' τη δουλειά σαν έπαυσαν, κ' ετοίμασαν τραπέζι, Έτρωγαν· τίποτ' η καρδιά φαγ' ίσιο δεν στερηούνταν. Λοιπόν αφού απ' το πιοτό, και φαγητό χορτάσαν, Κρασί κρατήρας γέμισαν οι νέοι ως τα χείλη· Και αρχινώντας μοίρασαν εις όλους με ποτήρια· Και τον θεόν ιλέωναν με ψάλσιμ' όλ' ημέρα, Παιάνα καλόν ψάλλοντας των Αχαιών οι νέοι· Με μελωδίαις, και χορούς τον Μακροχτύπ' υμνώντας. Εκείνος δε ακούοντας, χαίρονταν 'ς την καρδιάν του. Κι' ο ήλιος σαν βασίλευσε, και ήρθε και το σκότος, Τότε προς τα πρυμόσχοινα του καραβιού κοιμήθκαν. Σαν φάνκ' η ροδοδάχτυλη κι' ανοιξογεννημένη Αυγή, τότε 'ς το στράτευμα το μέγα εκινούσαν· Και τότε πρύμον άνεμον τους έστειλ' ο Απόλλων. Και το κατάρτι έστησαν· τ' άσπρα πανιά απλώσαν· Και το πανί ο άνεμος εφούσκωσε 'ς τη μέση. Το κύμα δε το μελαψό καταβροντούσε γύρου Εις την τροπίδ' του καραβιού, οπού περιπατούσε· Κι' αυτό τους δρόμους σχίζοντας, έτρεχ' απάν' 'ς το κύμα. Λοιπόν 'ς το μέγα στράτευμα των Αχαιών σαν πήγαν, Ετράβιξαν εις την στεριάν το μελανό καράβι Ψηλά 'ς τον άμμον κ' έβαλαν στυλώματ' αποκάτω· Κ' εσκόρπισαν εις ταις σκηναίς αυτοί, και 'ς τα καράβια. Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς, ένδοξος υιός Πηλέως, Εκάθουνταν εις τα γοργά καράβια κακιωμένος. Ποτέ δεν πήγαιν' εις βουλήν, ούτε ποτ' εις πολέμους· Μόνον προσμένοντας αυτού, έτηκε την καρδιά του, Αλαλαγμόν, και πόλεμον υπερεπιθυμώντας. Aλλ' όταν έκτοτ' έγινεν η δωδεκάτ' ημέρα, Τότ' οι αιώνιοι θεοί πήγαν 'ς τον Όλυμπ' όλοι Μαζί, προπορευόμενος ο Ζευς. Ούτε κ' η Θέτη Δεν ξέχασ' ταις παραγγελιαίς του υιού του εδικού της, Αλλά από της θάλασσας το κύμ' απάν' εβγήκε, Και την αυγήν 'ς τον Όλυμπον και ουρανόν ανέβη. Τον μακροφώνην εύρηκε Κρoνίδην καθισμένον Μονάχον 'ς την 'ψηλήν κορφήν του πολυλαίμ' Ολύμπου. Λοιπόν σιμά του κάθησε, κ' έπιασ' τα γόνατά του Με το ζερβί· με το δεξί τον πήρ' απ' το πηγούνι· Και λάλησ' ικετεύοντας τον βασιλέα Δία· Δία πατέρ', αν μεταξύ εγώ 'ς τους αθανάτους Με λόγον σε ωφέλησα ποτέ μου, ή με έργον, Τέλειωσ' αυτόν τον πόθον μου, τίμησε τον υιόν μου· Οπού 'ν' λιγοζωότατος από τους άλλους όλους, Κι' ατίμασεν ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων τώρα· Ότ' άρπαξε το δώρον του, το πήρε και το έχει. Αλλά συ, Ζευ Ολύμπιε, σοφέ, τίμησε μέ τον· Και έως τότε δύναμιν τους Τρωαδίτας δίδε, Έως οπού οι Αχαιοί τιμήσουν τον υιόν μου, Και έως ότου με τιμήν τον υπερμεγαλώσουν. Έτσ' είπ' αυτή· όμως ο Ζευς ο συννεφοσυνάχτης Τίποτε δεν την λάλησε, κι' ολό' 'στεκε σιωπώντας. Η Θέτη δε σαν έπιασε τα γόνατα, κρατηούνταν Σφιγμένη· και το δεύτερον τον ερώτησε πάλε. Αληθινά υποσχέσου με, και δέξου, ή αρνήσου. Φόβον δεν έχεις παντελώς· να ιδώ καλά το πόσον Μέσα εις όλους είμ' εγώ θεά ατιμασμένη. Κι' ο συννεφοσυνάχτης Ζευς καταπειράχθη, κ' είπεν Ω 'ς τα κακά! Θα κάμεις δα να μ' εχθρευθή η Ήρα, Οπόταν μ' ονειδιστικαίς 'μιλίαις με συγχίζη. Αυτή ' μπρος τους αθάνατους θεούς με ' βρίζει κ' έτσι Πάντα, και λέει 'ς τον πόλεμον βοηθώ τους Τρωαδίτας. Τώρ' όμως εσύ πήγαινε, να μη σε νοιώσ' η Ήρα· Κ' εγώ αυτά εγνοιάζομαι, για να τα τελειώσω. Κ' έλα με το κεφάλι μου να νεύσω, να πιστεύσης. Γιατί αυτό 'ν' το μέγα μου μες τους θεούς σημείον· Το πώς με το κεφάλι μου εγ' ό,τι και αν νεύσω, Δεν απατά, και δεν γυρνά, κι' ατέλειωτον δεν μένει. Είπε, και με τα φρύδια του τα μαύρ' ένευσ' ο Δίας· Και χύθηκαν τ' άφθαρτα μαλλιά απ' τ' άφθαρτο κεφάλι Του βασιλέως, κ' έσεισαν τον Όλυμπον τον μέγαν. Έτσι αυτοί βουλεύθηκαν, και χώρισαν· κ' η Θέτη Πήδησ' απ' τον λαμπρόλυμπον 'ς της θάλασσας τα βάθη Κι' ο Δίας εις το δώμα του. Κ' οι θεοί μαζί όλοι Απ' τα θρονιά σηκώθηκαν έμπροσθεν του πατρός τους. Ούτε κανένας τόλμησε να μείνη, όταν ήρθεν, Αλλά ορθοί εστάθηκαν όλοι τους απαντίκρυ. Έτσι αυτός μεν κάθησεν εκεί απάν' 'ς τον θρόνο Η Ήρα όμως έμαθε, και είδε ότ' η Θέτη, Η κόρ' η ασημόποδη του θαλασσένιου γέρου, Βουλαίς εσυμβουλεύθηκεν αντάμα μετ' εκείνον· Κι' αγκιχτικά 'μίλησ' ευθύς τον Δία τον Κρονίδην. Ποιος πάλε, δόλιε μου, θεός μ' εσέν' είχε συμβούλιο Πάντα σ' αρέζει χωριστά να είσ' απότ' εμένα, Κρυφά να συλλογίζεσαι, και να αποφασίζης. Ποτέ σου δεν υπόφερες, να με ειπής κ' εμένα, Κανέναν λόγον πρόθυμα, οπού 'ς τον νουν σου έχεις. Ύστερα είπε των θεών κι' ανθρώπων ο πατέρας· Ήρα, όλους τους λόγους μου μη έλπιζε να μάθης· Αυτό σε είναι δύσκολον, κι' αν είσαι σύζυγός μου. Αλλ' όποιον πρέπει να ακούς, αυτόν δεν θέλει μάθει Ούτε θεός, ούτ' άνθρωπος ποτέ προτήτερά σου. Όσα δε δίχως τους θεούς να στοχασθώ θελήσω, Εσύ αυτά μην ερωτάς, μήτε να εξετάζης. Τον είπε πάλ' η δοξαστή και βοϊδομμάτα Ήρα· Πώς τέτοιον λόγον λάλησες, σκληρότατε Κρονίδη. Μάλιστα πρώτ' ούτ' ερωτώ, και ούτε σ' εξετάζω· Στοχάζου ησυχότατα οπόσα κι' αν θελήσης. Τώρα φοβούμαι δυνατά, μη σε πλανέσ' η Θέτη, Η κόρ' η ασημόποδη του θαλασσένιου γέρου. Ταχύ σιμά σου κάθησε, κ' έπιασ' τα γόνατά σου. Θαρρ' ότι συγκατάνευσες πιστά για να τιμήσης Τον Αχιλλέα, κι' Αχαιούς πολλούς να αφανίσης. Την αποκρίθηκεν ο Ζευς ο συννεφοσυνάχτης· Πανούργα, πάντοτε θαρρείς, και ούτε σε λαθεύω· Πλην τίποτε δεν δύνασαι να κάμης· αλλά πλέον θα σε μισήσω· και αυτό θα 'ν' τρομερώτερό σου. Ειδέκε έτσι είν' αυτό, έτσι μ' αρέζ' εμένα. Και κάθου, και σιώπαινε· 'ς τον λόγον μ' υποτάξου· Μήπως και όλοι οι θεοί, όσοι 'ς τον Όλυμπό 'ναι, Δεν σ' ωφελήσουν παντελώς, σιμά ανίσως έρθουν, Οπόταν βάλ' επάνω σου τ ανίκητά μου χέρια. Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν η δοξασμένη Ήρα. Και σιωπώντας κάθησε, σφίγγοντας την καρδιά της. Πικράθκαν οι ουράνιοι θεοί 'ς του Διός το δώμα· Κι' ο καλλιτέχνης Ήφαιστος αρχίνησε να λέγη Προς χάριν της μητέρας του ασπραγκαλιάρας Ήρας· Ω τι καμώματα πικρά, κι' αβάστακτα 'ναι τούτα, Οπού μαλώνετ' 'έτσ' εσείς διά θνητούς ανθρώπους, Κι' αχλοβοήτε 'ς τους θεούς· ούτ' ηδονή θα είναι Της καλής τράπεζας, γιατί νικούν τα τιποτένια. Τη φρόνιμη μητέρα μου εγώ τη συμβουλεύω, Να τρέχ' εις τα θελήματα τ' αγαπητού πατρός μου, Οπού και ο πατέρας μας να μη μαλώνη πάλε, Και όλον το συμπόσιον μας το καταταράξη. Γιατί αν ο Ολύμπιος αστράφτης και θελήση, Μας ρίχν' απ' τα καθίσματα, ότ' είν' καλλίτερος μας Όμως εσύ με μαλακούς καλόπιανε τον λόγους· Κ' έπειτα ο Ολύμπιος ίλεος θα μας είναι. Έτσ' είπε· κ' έτρεξ' κ' έβαλε το δίκουπο ποτήρι 'Σ το χέρι της αγαπητής μητέρας, και την λέγει· Υπόφερε, μητέρα μου, και βάστα λυπημένη· Μη σε ιδώ, σ' αγαπώ, 'ς τα μάτια μου δαρμένη. Και δεν 'μπορώ, κι' αν λυπηθώ να χρησιμεύσω τότε. Βαρ' είναι τον Ολύμπιον να τον αντιφερθούμεν. Ότι ζητώντας κι' άλλοτε διά να σ' απαντήσω, Μ' έρριξ' απ' το θεϊκόν κατόφλοιον απ' το πόδι. Ολημερίς επήγαινα, και 'ς του ήλιου τη δύσι 'Σ τη Λήμνο κάτω έπεσα, ψυχήν με πολλά 'λίγην. Κ' ευθύς εκεί σαν έπεσα μ' εσήκωσαν οι Σίντες. Έτσ' είπε· κ' η ασπράγκαλη εχαμογέλασ' Ήρα. Κι' απ' τον υιόν της δέχθηκε γελώντας το ποτήρι. Κέρασ' αυτός και τους θεούς τους άλλους επιδέξια, Απ' τον κρατήρα χύνοντας νέκταρ γλυκόν εις όλους. Μεγάλα χάχαν' έγιναν εις τους θεούς, σαν είδαν Τον Ήφαιστον, που δούλευε 'ς τα δώματα με γνώσιν Έτσι δα τότ' ολημερίς ως του ηλιού τη δύσι Έτρωγαν· τίποτ' η καρδιά φαγ' ίσιο δεν στερηούνταν· Ούτε την λύραν την καλήν, 'πού είχεν ο Απόλλων, Ούτε ταις Μούσαις, π' έψαλλαν καλόφωνα με τάξιν. Κι' όταν βασίλευσε το φως το λαμπερό του ήλιου, Πήγε 'ς την κατοικίαν του καθένας να πλαγιάση, Οπού καθέν' ο Ήφαιστος, ο τίμιος διπλοκούτζης, Το δώμα τους το έκτισε με την σοφήν του γνώσιν. Κι' ο Δίας ο Ολύμπιος αστραπητής επήγε 'Σ την εδικήν του κλίνην του, όπου κοιμούνταν πρώτα, Όταν ο ύπνος ο γλυκός τον έρχουνταν· κι' ανέβη, Κ· εκεί κοιμήθκε· και σιμά η χρυσοθρόνα Ήρα. ΤΟ [?????} ΒΙΒΛΙΟΝ ΕΤΥ[????] ΕΝ ΠΑΡΙΣΙΟΙΣ ΠΑΡΑ ΙΟΥΛΙΩ ΒΟΝΑΒΕΝΤΟΥΡΑ εν τω παραποταμίω των μεγάλων Αυγουστίνων, αριθ. 55. *** END OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΙΛΙΆΔΟΣ ΡΑΨΩΔΊΑ Α: ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕΊΣΑ ΕΙΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΎΣ ΣΤΊΧΟΥΣ *** Updated editions will replace the previous one—the old editions will be renamed. Creating the works from print editions not protected by U.S. copyright law means that no one owns a United States copyright in these works, so the Foundation (and you!) can copy and distribute it in the United States without permission and without paying copyright royalties. Special rules, set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to copying and distributing Project Gutenberg™ electronic works to protect the PROJECT GUTENBERG™ concept and trademark. Project Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you charge for an eBook, except by following the terms of the trademark license, including paying royalties for use of the Project Gutenberg trademark. If you do not charge anything for copies of this eBook, complying with the trademark license is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose such as creation of derivative works, reports, performances and research. Project Gutenberg eBooks may be modified and printed and given away—you may do practically ANYTHING in the United States with eBooks not protected by U.S. copyright law. Redistribution is subject to the trademark license, especially commercial redistribution. START: FULL LICENSE THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK To protect the Project Gutenberg™ mission of promoting the free distribution of electronic works, by using or distributing this work (or any other work associated in any way with the phrase “Project Gutenberg”), you agree to comply with all the terms of the Full Project Gutenberg™ License available with this file or online at www.gutenberg.org/license. Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg™ electronic works 1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg™ electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to and accept all the terms of this license and intellectual property (trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy all copies of Project Gutenberg™ electronic works in your possession. If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project Gutenberg™ electronic work and you do not agree to be bound by the terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. 1.B. “Project Gutenberg” is a registered trademark. It may only be used on or associated in any way with an electronic work by people who agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few things that you can do with most Project Gutenberg™ electronic works even without complying with the full terms of this agreement. See paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project Gutenberg™ electronic works if you follow the terms of this agreement and help preserve free future access to Project Gutenberg™ electronic works. See paragraph 1.E below. 1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation (“the Foundation” or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project Gutenberg™ electronic works. Nearly all the individual works in the collection are in the public domain in the United States. If an individual work is unprotected by copyright law in the United States and you are located in the United States, we do not claim a right to prevent you from copying, distributing, performing, displaying or creating derivative works based on the work as long as all references to Project Gutenberg are removed. Of course, we hope that you will support the Project Gutenberg™ mission of promoting free access to electronic works by freely sharing Project Gutenberg™ works in compliance with the terms of this agreement for keeping the Project Gutenberg™ name associated with the work. You can easily comply with the terms of this agreement by keeping this work in the same format with its attached full Project Gutenberg™ License when you share it without charge with others. 1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in a constant state of change. If you are outside the United States, check the laws of your country in addition to the terms of this agreement before downloading, copying, displaying, performing, distributing or creating derivative works based on this work or any other Project Gutenberg™ work. The Foundation makes no representations concerning the copyright status of any work in any country other than the United States. 1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: 1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate access to, the full Project Gutenberg™ License must appear prominently whenever any copy of a Project Gutenberg™ work (any work on which the phrase “Project Gutenberg” appears, or with which the phrase “Project Gutenberg” is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, copied or distributed: This eBook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this eBook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook. 1.E.2. If an individual Project Gutenberg™ electronic work is derived from texts not protected by U.S. copyright law (does not contain a notice indicating that it is posted with permission of the copyright holder), the work can be copied and distributed to anyone in the United States without paying any fees or charges. If you are redistributing or providing access to a work with the phrase “Project Gutenberg” associated with or appearing on the work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the Project Gutenberg™ trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or 1.E.9. 1.E.3. If an individual Project Gutenberg™ electronic work is posted with the permission of the copyright holder, your use and distribution must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked to the Project Gutenberg™ License for all works posted with the permission of the copyright holder found at the beginning of this work. 1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg™ License terms from this work, or any files containing a part of this work or any other work associated with Project Gutenberg™. 1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this electronic work, or any part of this electronic work, without prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with active links or immediate access to the full terms of the Project Gutenberg™ License. 1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any word processing or hypertext form. However, if you provide access to or distribute copies of a Project Gutenberg™ work in a format other than “Plain Vanilla ASCII” or other format used in the official version posted on the official Project Gutenberg™ website (www.gutenberg.org), you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon request, of the work in its original “Plain Vanilla ASCII” or other form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg™ License as specified in paragraph 1.E.1. 1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, performing, copying or distributing any Project Gutenberg™ works unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. 1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing access to or distributing Project Gutenberg™ electronic works provided that: • You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from the use of Project Gutenberg™ works calculated using the method you already use to calculate your applicable taxes. The fee is owed to the owner of the Project Gutenberg™ trademark, but he has agreed to donate royalties under this paragraph to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments must be paid within 60 days following each date on which you prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax returns. Royalty payments should be clearly marked as such and sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the address specified in Section 4, “Information about donations to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation.” • You provide a full refund of any money paid by a user who notifies you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he does not agree to the terms of the full Project Gutenberg™ License. You must require such a user to return or destroy all copies of the works possessed in a physical medium and discontinue all use of and all access to other copies of Project Gutenberg™ works. • You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the electronic work is discovered and reported to you within 90 days of receipt of the work. • You comply with all other terms of this agreement for free distribution of Project Gutenberg™ works. 1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg™ electronic work or group of works on different terms than are set forth in this agreement, you must obtain permission in writing from the Project Gutenberg Literary Archive Foundation, the manager of the Project Gutenberg™ trademark. Contact the Foundation as set forth in Section 3 below. 1.F. 1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread works not protected by U.S. copyright law in creating the Project Gutenberg™ collection. Despite these efforts, Project Gutenberg™ electronic works, and the medium on which they may be stored, may contain “Defects,” such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by your equipment. 1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the “Right of Replacement or Refund” described in paragraph 1.F.3, the Project Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project Gutenberg™ trademark, and any other party distributing a Project Gutenberg™ electronic work under this agreement, disclaim all liability to you for damages, costs and expenses, including legal fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH DAMAGE. 1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a written explanation to the person you received the work from. If you received the work on a physical medium, you must return the medium with your written explanation. The person or entity that provided you with the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a refund. If you received the work electronically, the person or entity providing it to you may choose to give you a second opportunity to receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy is also defective, you may demand a refund in writing without further opportunities to fix the problem. 1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth in paragraph 1.F.3, this work is provided to you ‘AS-IS’, WITH NO OTHER WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. 1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any provision of this agreement shall not void the remaining provisions. 1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone providing copies of Project Gutenberg™ electronic works in accordance with this agreement, and any volunteers associated with the production, promotion and distribution of Project Gutenberg™ electronic works, harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, that arise directly or indirectly from any of the following which you do or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg™ work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any Project Gutenberg™ work, and (c) any Defect you cause. Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg™ Project Gutenberg™ is synonymous with the free distribution of electronic works in formats readable by the widest variety of computers including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from people in all walks of life. Volunteers and financial support to provide volunteers with the assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg™’s goals and ensuring that the Project Gutenberg™ collection will remain freely available for generations to come. In 2001, the Project Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure and permanent future for Project Gutenberg™ and future generations. To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 and the Foundation information page at www.gutenberg.org. Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non-profit 501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal Revenue Service. The Foundation’s EIN or federal tax identification number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent permitted by U.S. federal laws and your state’s laws. The Foundation’s business office is located at 809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email contact links and up to date contact information can be found at the Foundation’s website and official page at www.gutenberg.org/contact Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation Project Gutenberg™ depends upon and cannot survive without widespread public support and donations to carry out its mission of increasing the number of public domain and licensed works that can be freely distributed in machine-readable form accessible by the widest array of equipment including outdated equipment. Many small donations ($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt status with the IRS. The Foundation is committed to complying with the laws regulating charities and charitable donations in all 50 states of the United States. Compliance requirements are not uniform and it takes a considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up with these requirements. We do not solicit donations in locations where we have not received written confirmation of compliance. To SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any particular state visit www.gutenberg.org/donate. While we cannot and do not solicit contributions from states where we have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition against accepting unsolicited donations from donors in such states who approach us with offers to donate. International donations are gratefully accepted, but we cannot make any statements concerning tax treatment of donations received from outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. Please check the Project Gutenberg web pages for current donation methods and addresses. Donations are accepted in a number of other ways including checks, online payments and credit card donations. To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate. Section 5. General Information About Project Gutenberg™ electronic works Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg™ concept of a library of electronic works that could be freely shared with anyone. For forty years, he produced and distributed Project Gutenberg™ eBooks with only a loose network of volunteer support. Project Gutenberg™ eBooks are often created from several printed editions, all of which are confirmed as not protected by copyright in the U.S. unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily keep eBooks in compliance with any particular paper edition. Most people start at our website which has the main PG search facility: www.gutenberg.org. This website includes information about Project Gutenberg™, including how to make donations to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.