Title : Πεζογραφήματα
Author : Kostas Krystalles
Release date : June 8, 2010 [eBook #32740]
Language : Greek
Credits : Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold words have been included in &&.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&.
ΑΘΗΝΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ 1894
Όσες βολές η σκύλλα Ξενητιά με κερνάει τα πικρά της κρατηροπότηρα, αχ! δεν ηξέρω πως μώρχεται τότε και λησμονώντας κι απαριάζοντας όλον τον περίγυρά μου κόσμο, χύνομαι σαν λυσσαγμένος μέσα μου, και με τα σιδερένια νύχια του λογισμού, σαν κακούργος, σκάφτω την έρμη μου καρδιά κι από των χρόνων τα λιθοσώρια ξεθάφτω τες παλιές μου Ενθύμησες. — Η πρώτες συγκίνησες, που κέντισαν την παιδική μας ψυχή, αφίνουν μέσα μας Ενθύμησες άσβεστες· κ' είνε το νήμα το μυστικό, όπου μας δένει και μας κολλάει με τους τόπους που πέρασε η νιότη μας.
— Χαρά στον που τώχει ειπή!
Ενθύμησες είνε και τα &Πεζογραφήματά& μου.
Τ' ανοιξιάτικα πρωινά, οπώβγαινα χαραγή για το γάλα, γύριζα κάποτες από τον καφενέ του Ζώη τ' Αζώηρου.
Στην Καραβατιά, κατά τα Δυο τ' Αδέρφια, είχεν ο Ζώης ο Αζώηρος τον καφενέ του. Είχε σιγυρίσει σε τόπον καφενέ το ίδιο το σπίτι του που καθότουν αυτός, χήρος κι άτεκνος, με τη μεσόκοπην αδερφή του, την Κυρά Τσεβούλα. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες, κ' η αδερφή του έβραζε τους καφέδες μέσα, 'ς το ίδιο το τζάκι, 'ς την ίδια γωνίστρα του σπιτιού, οπώβραζαν και το φαγί τους. Και δεν εμπέρδευεν ο Ζώης ποτέ τον καφέ του, γιατ' είχε πάντα 'ς το νου ότι το μπέρδεμα φέρνει κακό και ζημιές πλειότερες παρά κέρδα, κι αυτός το ψωμί του, οπώβγαζε με τον καφενέ του, ήθελε να το βγάζη και να το τρώη με τον ίδρω του και με την τιμιότη, κι όχι με το ψέμμα και με την αδικιά, γιατ' ήξερε πως κ' οι μουστερίδες του τον παρά, που τους έπαιρνε, τον έβγαζαν με τον ίδρω και με την τιμιότη.
Είν' αλήθια, πως κάποτε, πριν παντρευτή ο Αζώηρος, έβλεπε την καλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων κι αναστέναζε νυχτόημερα, κ' ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικά και τη νιότη του, πώς να βρη τρόπο κι αυτός ν' αρχοντέψη, ν' αποχτήση κι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια. Τότες δεν ήτον καφετζής ο Ζώης. Τότες είχεν αργαστήρι 'ς το Κουρμανιό κάτου, όπου χρυσοκεντούσε φέρμελες και σελάχια μπέηδων, κοζόκες και λαχουριά κυράδων. Κ' ήτον αργαστηριάρης αυτός, κ' είχε καλφάδες και παρακαλφάδες εις τ' αργαστήρι του, που δούλευαν και που σαν τραγουδούσαν ψιλά ψιλά, εκεί που πλούμιζαν, τα νυχτέρια, με χρυσάφια και με τιρτίρια τα ξόμπλια τους, έστριφτε το μουστάκι του το ξανθό αυτός, έγερνε το κρεμεζί φέσι του στραβά ως τα φρύδια κ' έκραζε συχνά πυκνά.
— Δόστε του, μωρέ παιδιά, δόστε του. Όξω φτώχια, μωρέ καλφάδεσιμ'.
Τότες ήτον οπούχε βάλει 'ς το νου του για ν' αρχοντέψη ο Ζώης. Έπιανε και παράν αλήθια με την τέχνη του. Επάντρεψε μιαν αδερφή του. Επαντρεύτηκε κι αυτός κόρη νοικοκυροπούλα με προικιό, και τώρα… ποιος τον κουβέντιαζε! Η μάνα του, ζούσε η κακομοίρα, κ' η δυο η αδερφάδες του, δεν είχανε που να τον βάλουν. Ο «Ζώης μας» εδώ κι ο «Ζώης μας» εκεί, το πήγαιναν νύχτα μέρα «Το μοναχό μας, τ' αρχοντοπλό μας, το μοσχοαναθρεμμένο μας, το τζοβαΐρ μας». Είχε γιομώσ' η γειτονιά με τ' όνομα του Ζώη, φορτωμένο μ' όλ' αυτά τα χαϊδευτικά χαϊμαλιά. Δεν έμεινεν άλλο τώρα. παρά να χτίση και το περιπόθητο σπίτι ο Ζώης. Να το γκρεμίση από τα θεμέλια του το χαμηλόσπιτο που εγεννήθηκε και που τ' άφηκε μαζί με την τέχνη και με τ' αργαστήρι ο σχωρεμένος ο πατέρας του ο γέρω Αζώηρος, και να χτίση απανουθιό του μεγάλο κι αρχοντικό σπίτι, σεράι ολάκερο με τρία και με τέσσερα πατώματα. Έλα όμως που ο πόνος της γρηάς για το «φτωχικό» της ήταν μεγάλος και δεν «ήταν τσαρές» για να στρέξη να χτισθή καινούργιο ψηλό σπίτι απάνω του.
— Σαν έχς σκοπό να το γκεμίσης, γιέ μ', τούλεγεν η γρηά, γκρέμσε με κ' εμένα 'ς το λάκκο μου μαζί του. Βάλε με να πλακωθώ κ' εγώ αποκάτ' από τη σκέπη του. Άσε με κάνεμ να κλείσω τα μάτια μ' εγώ, και τότες κάμε ό,τι θελς εσύ.
— Μα, μάνα· δεν κρένεις καλά, έλεγε ο Ζώης. Δε γλέπεις που δε μας χωρεί τώρα το παλιόσπιτο; Τώρ' αξήσαμαν και θ' αξήσουμε ακόμα με φαμλιά και με δούλους. Πού να ζήσουμ' εδώ μέσα 'ς αυτό το κοτέτσι όλοι μαζί. Για βάλε με το νου σου πως έχουμε και κάποιο καλό όνομα κι όλας όξω τώρα, και τσότσου παρά 'ςτη σακούλα… Άσε με να το ρίξω, δεν είνε λόγι' αυτά που λες. Δε θα ζήσουμε φτωχικά και τώρα οπ' αρχοντέψαμαν.
Τα ίδια της λαλούσε κ' η γυναίκα του Ζώη, η καλομαθημένη αρχοντοπούλα, τα ίδια της έψελναν κ' η «ξεμυαλισμένες» όπως τες έλεγε η γρηά, αδερφάδες του. Μα η Κυρά Χσούλα δεν ετέντωνε αυτί σε κανένα.
— Πιάκαμαν λίγους παράδες τώρα, εμουρμούριζε, κ' επήρε ο νους σας αγέρα. Χαλασιές και φουρτούνες σας! Πού ξέρουμε τάχατε τι μας βγάζ' η αυριανή, χαντακωμένες!
Τότες σύγκαιρα, απόχτησε και γυιόν η γυναίκα του Ζώη και για την καλοπέραση της άναψε μεγαλύτερος μέσα 'ς τους λογισμούς του ο πόθος του αρχοντικού σπιτιού. Πέρασεν όμως τότε και μια ιδέα άλλη 'ςτο νου του. Ότι, άρχοντας αυτός τώρα, πώς θα μπορή ν' ανεβοκατεβαίνη από το σπίτι 'ςτ' αργαστήρι κι από τ' αργαστήρι 'ςτο σπίτι του αυγή, γιόμα και βράδυ περπατώντας, τόσο δρόμο, τόσον ανήφορο. Εσκέφθηκε λοιπόν πως θα να ήτον καλλίτερο ν' αφήκη απείραχτο το φτωχόσπιτο της γρηάς απάνου 'ς την Καραβατιά, νοικιάζοντάς το σε κανένα φτωχό γείτονά του, και ν' αγοράση αυτός ψηλό σπίτι παρακάτου, κατά το παζάρι, 'ςτ' Αρχοντικά. Κ' η ιδέα τούτη ερρίζωσε πλια 'ςτα μυαλά του κι όλο χαρούμενος έλεγε τώρα, γυρίζοντας το βράδυ, 'ςτη γρηά του.
— Έλα, και σώγεινε το χατήρι να μην το γκρεμίσουμε, μάνα, έλα.
Κ' η γρηά δόξαζε τον «Μεγαλοδύναμο» οπέβλεπεν ότ' η κούφια και καταστρεφτικιά φλόγα των παιδιών της εσβύνονταν κ' εκατακάθονταν όσο πέρναε ο καιρός. Πού να τώξερεν η μαύρη πως ο γιός της ολημερής παράδερνε 'ςτους δρόμους των Αρχοντικών, για να βρη σπίτι της αρεσιάς του, να τ' αγοράση! Τότες άρχεψε να ψευτίζη και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα. Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν πήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά 'ςτο κορμί της, κ' οι γιατροί πούχε καλέσει ο Ζώης, οι καλλύτεροι γιατροί των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα τα φρύδια. Κάποτε κι όλας φανέρωσαν σε κάποιον 'ςτη γειτονιά ότ' η λεχώνα κιντύνευε.
Ως εδώ ήτον γραμμένο να βλαστήση και να κλαρωθή το περήφανο δέντρο της αρχοντιάς του δόλιου Αζώηρου. Σαν σάρακας είχε φωλιάσει μέσ' 'ς τον κορμό του της γυναίκας του η αρρώστεια, και το κουφάλιαζε λίγο λίγο. Και μια νύχτα, συγνεφιασμένη και θλιβερή, αστραποπέλεκας ξαφνικός έπεσε κατάκορφ' απάνω του και του γκρέμισεν όλα τα φύλλα και τα ωραία κλωνάρια, κι από το φουντωτό και ζηλεμένο δέντρο έμεινε μοναχά ένα ολόρθο κατακαμένο και κούφιο κορμί, το κορμί του ίδιου του Ζώη. Φωτιά έπιακε μια βραδιά 'ςτα «Τσαρτσίτικα» και τ' αργαστήρι τ' Αζώηρου μ' όλα τα περίγυρά του γείνηκαν στάχτη ως την αυγή. Κόλπος τούρθε τότε του βαριόμοιρου Ζώη. Πάει το πλιότερο το βιο του. Τώφαε και το επίλοιπο η αρρώστεια κ' η λεχωνιά της γυναίκας του, που τράβηξε χρόνον καιρό, κι οπού τη γκρέμισε κι αυτή μέσα στον τάφο μαζί με το παιδάκι της. Πέθανε σε κάμποσον καιρό ύστερα κ' η μαύρ' η μάνα του. Πέθανεν από τον καϋμό της για την τρομερή συφορά και με τούτα τα στερνά λόγια στα χείλη της :
— Πιαστήκαμαν από λίγους παράδες, και πήρεν ο νους σας αγέρα, παιδιά μου. Χαλασιές και φουρτούνες μας! Ποιος να τούξερε τι θα μας εύρισκε σήμερα, χαντακωμένα μου!
Κι απ' όλο τούτο τ' ανεμόχολο και τον καταποτήρα, που παράσυρε το σπίτι του ξύρριζα, γλύτωσε ο Ζώης μοναχά κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, οπού δεν είχε προφτάσει να την παντρέψη κι αυτή. Και μαζί με τους ανθρώπους του και με την ευτυχία, παν κ' η μεγάλες ιδέες του δύστυχου κ' οι πόθοι του για ψηλά σπίτια και γι' αρχοντική καλοπέραση. Σαν παραδαρμένο από βαριά νεροποντή κι ανεμοζάλη χελιδόνι, χώθηκε ζαλισμένος αποκάτου από τη στρέχα του φτωχικού πατρικού του και συμμαζώχτηκε ολότρομος σε μια γωνιά, τηρώντας πότε να περάσ' η κακή μπόρα.
Κι όλες τες συφορές του αυτές έρριχνεν ύστερα ο Αζώηρος 'ςτον κακό σκοπό πώβαλε με το νου του να γκρεμίση το χαμηλό πατρικό του και να ζητήση αλλού παλάτια και περηφάνιες.
— Κι ο σκοπός κ' οι πόθοι αυτοί μ' έφεραν, έλεγε με το νου του αναστενάζοντας, 'ςτο φρύδι του γκρεμού, της κόλασης, να ψευτίσω την τέχνη μου και να χαλαστώ ο ίδιος, να σκάψω ο ίδιος το λάκκο μου με τα χέρια μου. Διαβολομαζώματα ανεμοσκορπίσματα, καλά λέει ο λόγος. Τώρα χτυπάω το κεφάλι μου, μόν' 'ςτα χαμένα.
Κ' ένας γέροντας τούρκος προβατάρης, γείτονάς του, σα να τον έβανε επιταυτού κανένας να του ριζώση βαθύτερα την ιδέα τούτη, του απαντούσε ολοένα, όσες φορές τον εύρισκε ο Ζώης και τον ρώταε για το βιο του.
— Ινσαλά, σαν θέλ' ου Γιαραμπής, καλά πάμε, κυρ Ζώη. Όποιους τράει τν ισιάδα, πουτές δεν έχει να φουβθή τη ζμιά, είνε μαζύ τ' ου Θαγός. Μότ' παραστράτησες απού τν ισιάδα, μότ’ τη μόλεψες την τέχν' και του βιο σ', πλάκωσε του κακό, κι μότ' πλακώσ' τόνα, καρτέρ' κι τ' άλλου. Ιγώ πουτές δεν του χαλάου του γάλα μ' κι γι αυτό ούτε του χάνου πουτές, ούτε κι τα πράταμ' παθαίνουν τίπουτας. Κύτταξε του γειτουνά μας του Μπράχου· είχινε ζλέψ', μούλεγε, ψλά σπίτια κι γρόσια πουλλά. Χάλασε του γάλα τ' για να κιρδέν' πλισσότερα. Ίσια τούρθε του κακό. Το 'χασε όλου του κουπάδ' απ' αβλουγιά. Ιγώ πουτέσιμ δε ζήλεψα τρανά σπίτια κι μεγαλουσύνες. Δε λέου πως δεν τα θέλου τάχα μ', μόν' δεν τα θέλου με τν αδικιά κι με τ' ψευτιά. Αν είνε για να τ' απουχτήσου, να τ' απουχτήσου με τουν ίδρουτά μ' κι με τν ισιάδα. Να, σαν εκείνουν τουν άρχουντα του ρουμιό πώχει τα μεγαλύτερα σπίτια κι τα καλλύτερ' αργαστήρια σήμερα μέσα 'ςτα Γιάννινα, κι όπουτις περνάει αυτός 'ςτου παζάρ με τ' αριό κι περήφανου περπάτμα τ', είδες; όλ' προσκόνουνται κι' όλ' τουν χαιρετάν. Αυτός,… άσκουλσούντ'. Τ' απόχτσε με τν αξιάδα τ' κι τ' αξίζ' να τα χαίρεται κι να τα καμάρων' τώρα.
Ο τούρκος γείτονας δεν ήξερε, αλήθια, πως κι ο Ζώης από τες σάπιες εκείνες ιδέες της αρχοντιάς την έπαθε· μα ο Ζώης που πόναγε, πίστεψε 'ςτα λόγια τούτα πως τούχε τούμπανο ο κόσμος όλος το κόλασμά του, κι από τότες ωρκίστηκε να μη ξαναβγή. Εκλείστηκε με τη αδερφή του 'ςτο φτωχικό του μέσα κι αποφάσισε να περάση τες στερνές μέρες του με κάτι απομεινάρια που τούχε αφήκ' η φωτιά κι ο χάρος. Τες ώρες του πέρναε τώρα 'ςτον κήπο του μέσα, φυτεύοντας και καλλιεργώντας. Αργότερα όμως, για να φύγη τη μοναξιά και τη συλλογή που τον πλάκων' έτσι ολομόναχον, εσκέφθηκε να στήση τρεις πέντε μπάγγους ορθούς 'ςτην αυλή του και να συνάζη γύρα του τους γερόντους της γειτονιάς, και με την αφορμή να τους κάμνη τον καφετζή να βρίσκη κουβέντα και χρονοτριβή μ' αυτούς. Ύστερα ήτον ακόμα νιος, και δε θα τον εβάρενε το σερβίρισμα των καφέδων του.
Στην αυλή του σπιτιού του λοιπόν είχε στήσει τον καφενέ του ο Ζώης ο Αζώηρος. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, έβραζε τους καφέδες. Παλιός χαμηλός τοίχος από ξηρολίθι έκλειγε ολόγυρα το κτήμα τούτο τ' Αζώηρου, που τον μισό τόπο έπιανε το σπίτι με την αυλή και τον άλλο μισό ο κήπος με τες φυτιές και με τα δέντρα του, καλοσκαμμένος και καλοφυτεμένος, και φραγμένος με ψηλή καλαμωτή. Έλαμπε από πάστρα η αυλή του. Οι βασιλικοί με τους χιλιοχρώματους μενεξέδες, που στόλιζαν αραδαριά τες αλτάνες και τα πεζούλια της, εμοσχοβόλιζαν τον αέρα, και το βουνάκι της Καραβατιάς από πάνου κατέβαζε μια δροσιά παραδείσια την αυγή και τ' απόσπερνο.
Όλ' αυτά τα καλά, με τα παθήματα και με τους αμόλευτους καφέδες του Ζώη, σύναζαν 'ςτον καφενέ του τους γέρους της γειτονιάς. Είχενε και πηγάδι με σπάνιο νερό ο Αζώηρος, όπου δεν άργησαν να το μυριστούν κι άλλοι και που κατάντησεν από στόμα σε στόμα να διαλαληθή 'ς όλους εκείνους τους απάνου μαχαλάδες ο καφενές και να συχνάζουν 'ς αυτόν όχι μονάχα οι γερόντοι μα κι άλλοι πολλοί. Κ' έβγαιναν 'ςτον ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν τη δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο, κι όπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου. Οι δραγάτες οι αρβανίτες κ' οι φυλαχτάδες των μπέηδων και των αγάδων της Καραβατιάς, όλοι εκεί συναπαντώνταν κ' έλεγαν τα σκηπετάρικά τους. Άσε την Πρωτομαγιά και τέτιες άλλες χρονιάρικες μέρες, όπου δεν είχενε πού να βάλη τον κόσμο να κάτση 'ςτον καφενέ του ο Αζώηρος. Εκόντευαν κάποτε να ξυπνήσουν μέσα του και να ξανανάψουν τα παλιά όνειρα κ' οι σβεσμένοι πόθοι για ν' αρχοντέψη και με τον καφενέ. Όμως τον εκρατούσαν σφιχτά δεμένο 'ςτην τιμιότη της τέχνης του τα λόγια του «μπαμπά» όπως τον έλεγε τον τούρκο προβατάρη γείτονά του, που του θυμούσαν τα περασμένα παθήματά του.
Πολλές φορές γύριζα κ' εγώ από το γάλα 'ςτον καφενέ τ' Αζώηρου, τ' ανοιξιάτικα αυγερινά, που ανέβαινα 'ςτο βουνό χαράματα. Ετύχαινεν όμως να διαβαίνω από κει και τες σκόλες κανέν' απόβραδο, πώβγαινα κατά την Καραβατιά, είτε για τον βουνίσιον αέρα της, είτε για το κρύο νερό της, είτε για τα καστανά και γλυκά και μεγάλα και μυγδαλοσχισμένα μάτια των κορασιών της. Οι συχνότεροι γερόντοι, πώβρισκα 'ςτον καφενέ τ' Αζώηρου, ήταν ο Γεροκαλαμένιος, ο αγαπημένος μου, που τον είχα γνωρίσει απ' αλλού κι είχα μάθει τόσα παλιά κι αξετίμητα πράματ' απ' αυτόν, ο Πάνος ο Γερακάρης, ο Λυγδάς ο Λιονταρής, ο Θωμάς ο Γοργόλης, ο Μάνθος ο Μπαλιούλιας κι ο Διαμαντής ο Βάρδας. Όλοι κηράδες κι ανυφαντίδες και χρυσοκεντιστάδες 'ςτα νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζόνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κ' έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέτες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κ' εγώ, 'ςτη μέση τους, χόρταινα, ιστορίες και σοφά λόγια.
Τ' απόγιομα εκείνο, μόλις προσπέρασα το κατώφλι της αυλόπορτας του Ζώη τ' Αζώηρου κ' ηύρα τους συνετισμένους μουστερίδες του, τους γερόντους κι αρβανιτάδες, συμμαζωγμένους 'ς ένα μπάγγο, απανωτούς, με καρφωμένα και μάτια και νουν απάνου σε μιαν εικόνα, που βαστούσε καταμεσής ο Ζώης 'ςτα χέρια του. Ούτε μ' ένοιωσαν όταν εμπήκα. Τους εσίμωσα κ' ετήραξα κ' εγώ την εικόνα. Η εικόνα ήτον παλιά κι αξιοπερίεργη. Παράσταινε καβαλάρη παλληκαρά με γιγάντιο ανάστημα και με πανώργια μορφή. Είχε ασπροκόκκινο το πρόσωπο και περίσσια έμμορφο και καλοσυνάτο κ' ευγενικό, πρόσωπο βασιλικό καθαρό. Γρυπή τη μύτη, το μέτωπο καθάριο και πλατύ, το γένειο μακρύ και γυρμένο κατά εμπρός λίγο και κομμένον τον τσαμπά. Εφαίνετο σαν να του χάρισε η φύση ς' όλο του το κορμί ασύγκριτην επιδεξιότη και ξεχωριστή δύναμη. Εφόρειε μεγάλη σκούφια 'ς το κεφάλι του, στολισμένη με ωραία φτερά, και μακρύ μεταξοπράσινο δουλαμά, περιπλουμισμένον με χρυσά σιρίτια, που φάνταζε θαυμάσια, καμωμένος με πολλή μαστοριά και με τέτοια τέχνη ντυμένος, όπου σα σκέπαζεν από τη μέση και κάτου τ' άρματα, εφαίνονταν και τ' άρματα κ' εφαίνονταν κι αυτός.
Από τ' αλόγου του το τρεχιό κυματίζονταν ο δουλαμάς κι άφινε να λάμπη 'ς τα στήθια του χρυσή η αλυσσίδα του βασιλικού παρασήμου του κ' ένας διαμαντοκολλημένος σταυρός, όπου φαίνονταν σαν να τον φύλαε 'ς τον κόρφο του δίπλα γκόλφι με βαθύτατη ευλάβεια. Με τον κυματισμό του δουλαμά πρόβαλαν 'ς το φως και τα μεγάλα κίτρινα ποδήματά του. Δαμισκί σπαθί κρέμονταν με χρυσά λουριά από τη ζώση του κατά το ζέρβιο πλευρό και πίσω από το γόνατό του κρύβονταν το κρανένιο απελατίκι του. Κι απάνου 'ς όλ' αυτά, η λαμπράδα των ομματιών του και του κορμιού του η λεβεντιά έδειχναν ότ' ήτον 'ς την καρδιά δράκος τούτος και λιοντάρι 'ς τη δύναμη. Αρχοντιά κι ωμορφιά και στόλος 'ς το ανάστημά του όλο. Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ' αλόγου και με το δεξιό τη μακριά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιον στόκο 'ς την κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μέσ' τη μέση.
Τ' άλογό του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα. Είχε περήφανα σηκωμένο κατ' απάνω το κεφάλι του κ' η πλούσια και γιαλιστερή χιούτη του χύνονταν σα κύμα τρικυμιστή 'ς τα στήθη του αναβάτη. Σπιθοβολούσαν τα μεγάλα τα μάτια του κι άφριζαν τα διάπλατα τα ρουθούνια κ' εσπαρτάριζαν, ωσάν νάχυναν κατά πέρα χλημίντρισμα ηχερό. Ελύγαε σαν την οχιά το κορμί του κ' εσήκωνε τη μαλλιαρή ουρά πίσω, οπ' έπεφτε ανεμισμένη κι αστραφτερή, σαν καταρράχτης λαγκαδιάς, μέσα σε σκοταδερή νύχτα, οπ' αναλάμπει 'ς την αριάν αστροφεγγιά. Τα πόδια του τ' ανεμόφτερα δεν επατούσαν ολότελα γη, κ' ελαμποκοπούσαν και τα τέσσερ' ασημοπέταλά του.
Κι αποκάτου έφερνε την επιγραφή της φράγκικα χαραγμένη και πλουμερή, οπώδειχνε τ' όνομα του παλληκαρά καβαλάρη και τον τόπο οπού ιστορήθη, την ξακουσμένη Φλωρέντια.
Οι γέροι κ' οι αρβανίτες, που την τηρούσαν καταπλακωμένοι, δεν εγνώριζαν να ξεδιαλέξουν τα φράγκικα και πλουμερά γράμματα της επιγραφής, κ' έπασχαν από τη μορφή κι από τ' άρματα του καβαλάρη να τον πεικάσουν. Κι άλλος τον έλεγε Άι Γιώργη κι άλλος Άι Δημήτρη, άλλος αρχαίον έλληνα κι άλλος στρατιώτη παλιό της Φραγκιάς και της Φλάντρας. Αφού διάβασα την επιγραφή της εγώ, την εξανακύτταξα μια φορά πάλι καλλύτερα την εικόνα και ρώτησα τον καφετζή τον Αζώηρο, πού την είχε βρη. Πριν όμως μ' απολογηθή τούτος, ο Γεροκαλαμένιος, ο φίλος μου, έστρεψε κατά πάνω μου τα δυο ματογιάλια του, — σα να μου γνώρισε τη φωνή κ' εγύρευε να ιδή αν είμαι ο ίδιος, — και σα με είδε κοντά του, γύρισε κατά τους άλλους κ' είπε :
— Σταθήτε και το δασκαλόπουλο θα μας το δείξη τι φανερών' η εικόνα, μωρέ παιδιά. Το γνωρίζω γω, ξέρει πολλά πράματ' αυτό, και θαν' το ξηγήση.
Εχαμογέλασα με τ' αγαθά λόγια του γέρου, γλυκοκυττάζοντάς τον, κ' είπα :
— Δεν τον γνωρίζετε το βασιλιά μας;
— ……..
Βουβαμάρα χύθηκε για λίγην ώρα 'ςτη μέση μας με τα λόγια μου αυτά, και μ' ολάνοιχτα γλέφαρα και με σφιγμένα χείλη, κατάματα μ' εκύτταζαν όλοι, σα νάθελαν με τη δύναμη της ματιάς των να ξεθάψουν από τα φυλλοκάρδια μου το μυστικό τ' όνομα του βασιλιά τούτου. Και σα δεν έκρενα εγώ ακόμα, άρχεψαν να ξανατηράν την εικόνα αυτοί και να λεν :
— Ο Γεώργιος; οι γερόντοι.
— Σουλτάνι; (ο Σουλτάνος;) οι αρβανίτες.
— Τι Γεώργιος και τι Σουλτάνος μου λέτε… Ο βασιλιάς των Ηπειρωτών είνε τούτος.
Οι αρβανίτες ούτε μίλησαν τότες. Εμούδιασαν κ' οι γερόντοι. Κι αυτός ο Ζώης ο Αζώηρος, ο καφετζής, οπ' ούτε αυτός είξερε τι αξετίμητην εικόνα είχενε τόσα χρόνια μέσα 'ςτο σπίτι του. Μοναχά ο Γεροκαλαμένιος γύρισε πάλι κατ' εμένα τα ματογιάλια του και μ' ερώτησε αγάλια αγάλια :
— Ο Πύρρος, παιδί μου;
— Μπύρρ' μώρ' μπύρρ'. Χλαλόησαν παρευτύς τα στόματα των αρβανιτάδων.
Ο Σκεντέρμπεης….
Δεν επρόφτακα ν' αποσώσω τ' όνομα, μωρές παιδιά, κι αστραποβόλησαν με μιας όλων τα μάτια ολόγυρα και χώρια των αρβανιτάδων οπού χούμησαν απανωτοί κ' εσκέπασαν την εικόνα με χίλια φιλήματα.
Οι γέροι δεν εμίλησαν τότες. Είχαν καρφώσει γερά τα μάτια τους απάνω 'ςτην εικόνα κι ο λογισμός τους ποιος ξέρει σε τι καιρούς και σε τι τόπους αρμένιζε. Μοναχά οι αρβανιτάδες, εσυντυχιώνταν κ' έλεγαν ο ένας τ' αλλουνού με τη γλώσσα τους :
— Μωρέ Σκέντο ιχούμπουρ!(Ωρέ Σκέντο χαντακωμένε!) Νάτος ο βασιλιάς των αρβανιτάδων. Τήρα, ωρέ καψαρέ, βασιλιά πούχαμαν μια βολά οι δύστυχοι.
— Για βιστό κουρμ για βιστό τριμρί! (Για τήρα κορμί για τήρα λεβεντιά!) Τήρα ευγενική σάρκα, τήρα μορφή βασιλικιά, τήρα μάτι αετού, τήρα μέτωπο σαν κορφοβούνι που χαράζει απάνω του η μέρα!
— Τήρα άρματα κι άλογο και φορεσιά;
— Άιντε, μωρέ Σκεντερμπέο, άιντε μωρ' ινγκιούαρ μπρετ ισκηπετάρβε! (Άιντε ωρέ Σκεντέρμπεη, άιντε ωρέ ξακουσμένε αρβανιτοβασιλιά!) Δε θα ν' αναστηθής μια βολά πάλε και δε θα να μας κράξης με το τρανό και περήφανο εκείνο διαλάλημά σου: «Σα ρον Σκεντερμπέο, σκηπετάρ νουκ το τεμπένεν κουρ σκλαβ τε τιέρβε!» (Όσο ζάει ο Σκεντέρμπεης, οι αρβανίτες δε θα να καταντήσουν ποτές σκλάβοι των άλλων!) Κι αλήθια, ωρέ μπύρρο μ'. Αν δεν απέθνησκες δε θα να πέφταμαν κ' εμείς, δε θα να σερνόμασταν, ωρέ μαύρε μου Λιούλιο, κλαρίτες και παλιοδραγάτες σήμερα 'ςτα ντερβένια του κόσμου, δίχως ψωμί, δίχως καλύβι, με μισήν κάπα απάνου μας και με μισό τσαρούχι.
Μαζί με τα λόγια του Τζαφέρη σταματάει κ' η πέννα μου εδώ, γιατ' αναγιόμωσαν δάκρυα τα μάτια του δόλιου αρβανίτη. Ο Σκέντος, ο Λιούλιος κ' οι άλλοι οι συντρόφοι τους αναδάκρυσαν παρόμοια κι αυτοί κ' εκρέμασαν λυπητερά και παραπονεμένα μπροστά στην εικόνα τα ξέσκεπα κεφάλια τους με τους μακριούς και μαύρους τσαμπάδες. Α! τη σκηνή εκείνη δε θα την λησμονήσω ποτέ στη ζωή μου, καθώς και την άλλη οπ' ακολούθησεν ύστερα.
Ο καφετζής ο Αζώηρος μας είπεν ότι στα καλά χρόνια του τού την είχε πωλήσει την εικόνα ένας μπέης γείτονάς του, οπώφευγε από τα Γιάννινα κ' εξέκαμε τα σωθέματα του σεραγιού του. Ελέγονταν Ζεϊνέλμπεης τούτος, κ' η γεννιά του κρατούσε, καθώς γνώριζεν από τους παλιούς του, από τη μέσα την Αρβανιτιά, από την Κρόγια. Τι τάχα παράξενο να ήταν κι αγγόνι του Καστριώτη ο μπέης τούτος;
Κ' ύστερα, ο Γεροκαλαμένιος μας έβαλε αραδαριά ολόγυρά του κι αρχίνησε να μας μονολογάη για τον Καστριώτη.
— Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. (Για σου, ωρέ γέρο
ντελή, που τα ξέρεις όλα). Του φώναζαν κάθε τόσο οι αρβανίτες.
Κι ο Γεροκαλαμένιος μας αράδιαζε κομμάτια από τα πολλά του
Σκεντέρμπεη. Μας έλεγε :
— Πριν γεννηθή ο Σκεντέρμπεης, μωρέ παιδιά, η μάνα του, η βασίλισσα της Αρβανιτιάς, ωνειρεύτηκε πως θα ν' αποχτούσε θεριό ανήμερο κι ανυπόταχτο. Και σα γεννήθηκε, από τα μικρά μικρά χρόνια παιγνίδια του ήτανε τ' άρματα. Οι δασκάλοι του, που τον μάθαιναν γράμματα και βασιλικό φέρσιμο κι ανδρειότη, τον εσυνήθιζαν ταχτικά 'ςτα κυνήγια και τον έθρεφαν βολές βολές με καρδιές αρκουδιού και με πνεμμόνια από καπρί. Όντας πήρε ανάστημα και λεβεντιά και κορμί κι αγέρα, κ' επρόβαλε παλληκαράς κι αντρειωμένος κ' έμαθε πως αγριοδάμαλο του λόγγου έπεφτε κ' εχάλαε της αδερφής του τα κτήματα κι οπούχε σκοτώσει όσους είχαν πάει κατά πάνω του, καβαλικεύει τα αχώριστο τ' άλογό του, το μπάλλιο, κι άδραμε· το απάντησε, και με μια σπαθιά μοναχά του κατάκοψε την τραχηλιά πέρα ως πέρα και το θανάτωσε. Το ίδιο και μ' ένα καπρί μέσα 'ςτα ρουμάνια της φραγκιάς, που κυνηγούσαν με της Πούλια το βασιλιά μαζί. Ο φράγκος βασιλιάς σκιάχτηκε κι ανατρόμαξε 'ςτο συναπάντημα του θεριού. Ο Σκεντέρμπεης όμως του ρίχτηκε με το δαμισκί του 'ςτο χέρι και του χώρισε το κορμί σε δύο κομμάτια.
— Την πάλλα του τη φυλάν 'ςτην Πόλη μαζί με τους άλλους θησαυρούς των Σουλτάνων, καθώς μώλεγε ο μπέης μου· είπε ο Σκέντος. Λένε, μα το Θεό, πως και το μάλαγμά της μοναχά γιαίνει αρρώστιες και δείχνει θάμματα.
— Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ, όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ' αυτόν άνθρωπό του και του το γύρεψε να το ιδή από περιέργια. Ο Σκεντέρμπεης το 'στειλε μετά χαράς, κι ο Σουλτάνος επρόσταξε τους πλέον αντρειωμένους του να το δικιμάσουν. Μα πού να κάνη όσα έκανε το σπαθί 'ςτα χέρια του αφεντικού του. Ο Σουλτάνος γυρίζοντας το πίσω τού μήνυσε τούτα. «Τέτοια και καλλύτερα σπαθιά έχω κ' εγώ μέσα στα ασκέρια μου αμέτρητα και δεν επίστεψα πως μ' ένα τέτοιο και συ κατορθώνεις τα όσ' ακούω και δοκιμάζω θάμματά σου».
— Ο Σκεντέρμπεης τότες μπροστά 'ςτα μάτια του αποστολάτορα του Μουχαμέτη κάλεσε να του φέρουν έν' άλογο, χούφτιασε το σπαθί κι αφού τ' ανέμισε και το 'παιξε λίγο, το κατέβασε σαν αστραπή 'ςτο λαιμό του ζώου και το χώρισε με μιας. Και του είπε του αποστολάτορα: «Σύρε τώρα και ειπέ του Σουλτάνου σου, πως αν είχε μπροστά του το απλό κι ασήμαντο τούτο σπαθί, δεν είχεν όμως εκεί και το χέρι μου».
— Άιντε μώρ' πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. (Άιντε, ωρέ γέρο ντελή, που τα ξέρεις εσύ όλα). Εφώναζαν αδιάκοπα 'ς το μολογημό του οι αρβανίτες, και τον χάιδευαν 'ς τον ώμο, κ' εσέρνονταν κοντύτερα 'ς το πλευρό του. Κι ο γέρος εξακολουθούσε.
— Με δυο Σουλτάνους ολόβολους επολέμησε ο Σκεντέρ-μπέης, μωρέ παιδιά μου, κ' έσφαξε αυτός ο ίδιος με το σπαθί του 'ς τα εικοστρία χρόνια που πολεμούσε πλιότερους από δύο χιλιάδες νομάτους, μοναχά αυτός. Είχεν ολόγυρά του πότε δεκαπέντε και πότε είκοσι χιλιάδες παλληκαράκια αρβανιτόπουλα, κ' ενίκαε πάντα κ' ςσκόρπαε κάθε βολά στρατέμματ' ακέρια από εκατό και διακόσες χιλιάδες οχτρούς. Είχε καταντήσει το σκιάχτρο κ' η φοβέρα των Σουλτάνων. Είχε βρη απόγωνο κι ίσκιο αποκάτου από την πάλλα του η χριστιανοσύνη. Κι αν τον εβόηθαγε, μωρέ παιδιά, κ' η αναθεματισμέν' η Φραγκιά, εγώ σας το λέω πως μέσ' την Πόλη μια μέρα θα να 'μπαινε και θα να 'σταινε μέσ' τ' Ατ-μεϊντάν το περήφανο φλάμπουρό του, μέσ' εκεί που σήμερ' ανεμίζουν τα τούγια και λάμπουν τα μισοφέγγαρα…. Τι με τηράτε με τέτοια παραξενιά; Ο ίδιος ο Σουλτάνος ο Μουχαμέτης το είπε, πως αν ο Σκεντέρμπεης ήθελεν έχει ανώτερη δύναμη, δίχως άλλο όλον τον κόσμο ήθελε βάλει από-κάτου από το φλάμπουρό του!
— Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! (Για σου, ωρέ γέρο ντελή!) εφώναξαν πάλι οι αρβανίτες.
— Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα. Μια βολά ο φράγκος πρίγκηπας του Ταράντου, ύστερ' από καλό πετσόκομμα πώφαε από το στρατό του Σκεντέρμπεη, τώστειλε ένα πικρό γράμμα για εκδίκηση ο ανεύγενος, που του κατηγορούσε τη γενιά του Σκεντέρμπεη και που παρώμοιαζε τους αρβανίτες του με κοπάδι χαζά κι ασυλλόγιστα πρόβατα…
— Του κι τέμενε, του κι τέμενε, παλιοφρέγκ μουρντάρ! (Τη μάνα σου, παλιόφραγκε μουρντάρη!) Έβρισαν μέσ' τη μέση του λόγου του Γεροκαλαμένιου οι αρβανιτάδες.
— Μα να εδήτε τι τ' απαντάει κι ο Σκεντέρμπεης. «Εγώ ο Σκεντέρμπεης, του γράφει, βασιλιάς της Αρβανιτιάς, σ' εσένα τον πρίγκηπα του Ταράντου. Κατηγοράς πολύ βαριά κι άσχημα τους ανθρώπους μου και παρομοιάζεις τ' ασκέρι μου με χαζά πρόβατα. Τα έργατά μας σου έδειξαν την αξιάδα μας και την παλληκαριά μας. Κι αν θέλης να ξέρης πλιότερα για τη γεννιά και για το σόι μας, μάθε το, ότι κρατιούμαστε από τους παλιούς Ηπειρώτες, μέσ' από κείνους πώσυρε μια βολά ο βασιλιάς Πύρρος μαζί του και σας επάτησεν όλον τον τόπο, όπως εμείς τες προάλλες, οπού σας πήραμαν αληθινά σαν κοπάδι από τραγιά μπροστά και σας εσαλαγήσαμαν ως τα σπίτια σας, χωρίς να σας δούμε ολότελα τη μορφή, παρά μοναχά τες πλάτες σας εκτός απ' εκείνους που πιάκαμαν από σας σκλάβους.
— Άιντε, μωρέ Σκεντερμπέο τρίμ'! (Άιντε, ωρέ Σκεντέρμπεη παλληκαρά!)
Φώναξαν οι αρβανίτες.
«Άιντε, μώρ’ πλιάκ' Ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ! (Για σου, ωρέ γέρο ντελή, που τα ξέρεις εσύ όλα!)
Και πέρασαν ένας ένας και φίλησαν αραδαριά το Γεροκαλαμένιο 'ςτ' ασπρόμαλλο κεφάλι, λέγοντάς του μ' εγκαρδιακό πόνο και με τρυφερό καϋμό, που τον έδειχναν ολοφάνερα τα βουρκωμένα μάτια κ' η χαρούμενη μορφή τους:
— Γιέμε βλέζερ, μωρέ πλιάκ, λέτε γιέμε νγκα ντου μπέσ', — έ λέτε θόνε τσε ντούαν γκόλιτε βρομέψουρα τα χάσ μεβέ.(Είμεστε αδέρφια, ωρέ γέρο, ας είμεστε από δυο πίστες,-κι ας λεν ό,τι θέλουν τα μαγαρισμένα τα στόματα των οχτρών μας).
Μόλις εβγάλαμε τον ανήφορα του Διποτάμου κ' εκονέψαμε 'ςτες Δυο
Εκκλησίες.
Μας είχε πάρει το μεσημέρι.
Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν' εδώ. Και τ' αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε 'ςτην πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό. Και δε δύνονταν να μας δροσερέψουν ούτε η πρασινάδα του αριού λόγγου που διαβαίναμε, ούτε της ρεμματιάς το τρεχάμενο λιγοστό νερό. Μαραμένες από το λιοπύρι και ξεδροσισμένες εκρέμονταν από τα πουρνάρια η αγράμπελες, παρόμοιες με την κόρη του Θεόκριτου ύστερ' από το κρυφό πλάγιασμά της με το ερωτεμένο το βοσκόπουλο. Και 'ςτα λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη 'ςτα μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα. Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε 'ςτα πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη 'ςτα κουρασμένα μάτια μας.
Ξεφόρτωσαν 'ςτον ίσκιο οι αγωγιάτες. Τέσσερες αγωγιάτες, ψηλοί βλάχοι, με τες άσπρες μάλλινες φορεσιές, με ξουρισμένους τους σβέρκους και τους τσαμπάδες κοντούς αρβανίτικους. Ο Χίτας ο Πολιάνος, ο Γιάννης ο Αρβανίτης, ο Γάκης ο Γκιτρίμης κι ο Ντούλας ο Μπαρμπούτας. Εξέσφιξαν τες ίγγλες, έδεσαν τα προκόβια 'ςτα σαμάρια, έβγαλαν τα καπίστρια, πεδίκλωσαν κι απόλυκαν τα δεκατρία μουλάρια τους να βοσκήσουν 'ςτα ξηραμένα χορτάρια της πλαγιάς απόπερ' από το ρέμμα. Εγιοματίσαμε. Ήτον η σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου κ' εφάγαμε, ξερό ψωμί μ' ελιές και με ξύδι 'ς ένα πινάκι ξύλινο πώφερνε μαζί του ο Γάκης ο Γκιτρίμης.
Ύστερα ο Χίτας ο Πολιάνος πήγε να φέρη κρυόνερο με το βουτσέλι, από μια βρύση κρυφή τον ανήφορο, χωμένη μέσα 'ςτα σχοίνα, που μοναχά οι αγωγιάτες κ' οι πιστικοί την ηξέρουν. Κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης κατέβηκε 'ςτην ποταμιά για να κλέψη σταφύλια από τα λιγοστά αφύλαγ' αμπέλια των Παλιοχωρίτων
Γήραμε να πάρουμε και λίγον ύπνο.
Ένας από τους αγωγιάτες πήγε κοντά 'ςτα πράμματα για να μη πηδήσουν δώθε από το ρέμμα και μπουν μέσα 'ςτα καλαμπόκια και κάμουν ζημιά. Τα λίγα χωράφια των Παλιοχωρίτων, χωρισμένα με ξερολίθι και βασταγμένα με τοίχους απάνου 'ςτες κατωφέριες και 'ςτους βράχους, ήταν σπαρμένα με καλαμπόκια. Ξερκά όμως, δίχως νερό τα καϋμένα τα σπαρτά, μπροστέλευαν εδώ κ' εκεί ανάριες τες λυγνές καλαμιές τους με τ' αχαμνά στάχια, κ' έγερναν καταμεριά τες μαραμένες τους φούντες λυπητερά, σαν κεφάλια παραπονεμένων ραγιάδων.
Εγώ έπιακα έναν παχύν ίσκιο βαλανιδιάς, σιμά σε παλιόν ξερότοιχο χωραφιού, έστρωσα της καβάλας μου τη φλοκωτή βελέντζα καταγής 'ςτ' απάτητα ξηρόχορτα, έβαλα προσκέφαλο το δισάκκι μου το τράγιο, και χωρίς να βγάλω ούτε φόρεμα ούτε τσαρούχια, ξαπλώθηκα τ' ανάσκελα σκεπασμένος μ' ένα λαφρό κοντοκάπι. Όσο να με πάρη ο ύπνος, έρριχνα τα μάτια μου 'ςτα ντυμένα βουνά του Δρύσκου και του Βασταβετσιού αντίπερα, οπού τα σκέπαζε μια αγανή καταχνιά γαλάζια, άκουα τους εύθυμους τραγουδιστάδες του καλοκαιριού, τους ζιζικάδες, παρέβαλλα τους ήχους οπ' έρχονταν από τα πέντε τσοκάνια των μουλαριών, κ' εκύτταζα μια κόκκινη πλουμιστή πασχαλίτσα, που κολλημένη απάνου 'ς ένα κίτρινο αγριολούλουδο, πούχε ανθίσει ανάμεσα 'ςτα χορτάρια και 'ςτα περιπλοκάδια του παλιού τοίχου, βύζανε το γλυκό χυμό του. Μου θύμησε το ζαχάρωμα που απολάβει κανένας κολλημένος 'ςτα κόκκινα και φλογερά χείλη της κορασιάς. Και με τη θύμηση αυτή την κατάγλυκια, αποκοιμήθηκα.
Όταν μ' εξύπνησαν για να κινήσουμε, είδα που ξέβγαιναν από τες ζόρκες κορφές του Σπανού, απάνου, μεγάλα μαυριδερά σύγνεφα, μ' άσπρες ράχες, ωσάν κύματα αφρισμένα. Εχρυσώνονταν κ' εγιάλιζαν τα μπροστινά ασπράδια τους από τον ήλιο και πίσω πίσω η μαυρίλα τους πρόβαινε φοβερή.
Φόρτωσαν οι αγωγιάτες.
Πρώτα έκαμαν τες καβάλες μας κ' ύστερα τα φορτιά. Εγώ μοναχά κι ο ξάδερφός μου ήμεσταν καβάλες. Τ' άλλα τα πράμματα τάχαν φορτωμένα με μαλλιά δικά τους και ξένα οι αγωγιάτες.
Σαν αποφόρτωσαν και ξεκινήσαμε γνοιάστηκε ο Πολιάνος τα σύγνεφα κ' είπε :
— Βροχή θα μας πάρη.
— Σύγνεφο είνε και θα διαβή, απολογήθηκε ο Αρβανίτης.
— Γκέσ' γκέσ'! ρούσ' ρούσ'!
Φώναξε ο Γκιτρίμης 'ςτες δυο μούλες, τη γκέσα και τη ρούσα, πούχαμ' εγώ κι ο ξάδερφός μου κι οπού τραβούσαν μπροστά. Κ' η γλήγορες μούλες, μόλις άκουσαν τη σαλαγή τ' αγωγιάτη, έσφιξαν την περπατησιά τους και μας μάκρεναν από το καρβάνι. Τους μπήκαμε κ' εμείς ύστερα με τα συρτάρια του καπιστριού 'ςτα καπούλια και με τες φτέρνες μας 'ςτα λαγγόνια κ' έστρωσαν 'ςτον ανήφορα της βρύσης του Ζαβογιάννη το πλιο γλήγορο και πλιο καμαρωμένο ραβάνι τους. Εμείς στη βρύση του Ζαβογιάννη κι αυτοί 'ςτον Πλάτανο της ρεμματιάς. Αυτοί 'ςτη βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτου Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα.
Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή.
Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κ' έν' ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα. Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κ' εκεί 'ςτο χάος του αθέρα και τ άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτα λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή. Κατόπι ξανάλθε τ' ανεμόχολο με χοντρές στάλες βροχής, και της βροντής οι αντίλαλοι μας εσίμωναν. Ως που τ' ανάριο ανεμόβροχο έγεινε πυκνότατο κι ως που τ' αστροπελέκια τ' ουρανού έσκαγαν κατακεφαλής μας.
Τότε σα νάνοιξαν αποπάνου μας καταρράχτες αρίφνητοι.
Μας έζωσε η μπόρα στενά στενά ολόγυρα, μας έδερνε το νεροπόντι αλύπητα, μας έσπρωχνε ο άνεμος, μας φλώμοναν τα μάτια η αναλαμπές των αστραπών οπ' έσχιζαν τα σύγνεφα από χίλιες μεριές κι οπού γιόμοζαν τον αέρα με τη βαριά μυρουδιά της θιάφης, και μας ξεκώφεναν οι βρόντοι και τα ρεκάσματα κ' οι βρουχισμοί του ανήμερου αστραποπέλεκα, που πήδαε φλογερός και θανατοφόρος από κορφοβούνι σε κορφοβούνι κι από λογγιά σε λογγιά, κυνηγώντας τον Πειρασμό.
Τρικυμός μέγας. Γαζέπι απάντεχο.
Ο ξάδερφός μου ερχόταν παραπίσω. Στες κοδέλες του δασωμένου ανήφορα του Τρίκκα τον έχασα, μέσα 'ςτα κοτρόνια, 'ςτες πουρναρότουφες και 'ςτη θολούρα.
Ξεπέζεψα γλήγορα να πάρω απάνω μου την καπότα. Τραβώντας την όμως έγειρε η καβάλα μου, κι ούτε ανάκαρα είχα, ούτε ο συρμυτός μ' άφινε να την ανασηκώσω. Ξάφνου πελάγωσε ο δρόμος μου και κατάθολο ορμητικό ρέμμα νερού μου πόντιασε τα καλαμοπόδαρα ως τα γόνατα. Σύνωρα η μαυρίλα με κυκλώνει πηχτότερη, η βροχή πέφτει πλιο πυκνή και πλιο δαρτή και 'ςτο πλάγι μου ο κεραυνός εμπουμπούνιζε τρανταχτά κι άγρια τον αθέρα κ' εφώτιζεν υπέρλαμπρα τη σκοτεινάδα, ως πώμεινα πολλήν ώρα ολότρομος με κλεισμέν' από τη θαμπάδα τα μάτια. Τότε το φόρτωμα του μουλαριού μ' έφυγε από την αγκαλιά που το βάσταγα πάσχοντας να τ' ανασηκώσω, και κύλισε 'ςτα ποδάρια μου μέσ' το νερό το θολωμένο.
Όταν εγύρισ' από το χωριό, με μέρες, είδα παράμερα του δρόμου εδώ έναν ξέρακα ουρανογείτονα περιγδαρμένον από τη φλούδα κι από τα κλωνάρια του. Ήτον ο έλατος ο τρανός, πούχε κάψει τ' αστραποπέλεκο δίπλα μου τώρα.
Τώρα η καπότα μου έγεινε δυσκολόβρετη. Την είχε αποκάτω του το πεσμένο σαμάρι του μουλαριού. Τα χρειάστηκα τώρα. Έπλεγαν 'ςτο νερό τα ποδάρια μου, μ' έπνιγε η βροχή αποπάνου, μώμπαινε από την τραχηλιά μέσα κατάσαρκα η σταλαματιά της, μου μούσκεσε τα σκουτιά, μου πόντιαζε το κορμί κ' έπεφτε κάτου, 'ςτα λαγαρά και 'ςτα σκέλια. Βόηθαε κι ο άνεμος. Μου ξάνοιγε τα φορέματα κ' εύρισκε η βροχή καιρό και τόπο να με προυχάη οπού της βόλειε. Άρχισα να τρεμουλιάζω από το κρύο που με σήκωνε. Μ' εφόβιζε κ' η θεομηνία. Μ' έσκιαζαν και τα κλαριά γύρα που μώμοιαζαν 'ςτη μεγάλη μου παραζάλη, 'ςτη φοβερή μαυρίλα και 'ςτο άναμμα του τρικυμού, με κακούς ανθρώπους, με φαντάσματα, μ' ίσκιους. Φώναζα του ξαδερφού μου. Ούτ' εγώ δεν αγροίκησα τη φωνή μου. Τόσο ήτον αδύνατη μέσ' τη μέση της μανισμένης χλαλοής του τρικυμού και 'ςτην ταραχή των κατεβασμένων λαγκαδιών.
Το καϋμένο το ζώο μου, ολόγυμνο, με κρεμασμένο το σαμάρι από τη ζερβιά του μεριά, τώπνιγε η βροχή. Εγιάλιζε μουσκεμμένη η τρίχα του κ' έσταζε το νερό από τ' αυτιά τα κατεβασμένα, από τα ρουθούνια τα χαρβαλωμένα, από την κοντή χύτη, από τη μακριάν ουρά, από την κοιλιά, απ' ολούθε. Μ' ετήραε παραπονετικά με τα μάτια του τα μεγάλα, σα να μου ζητούσε βοήθεια. Γιατί πάσχιζε να γυρίση τα πισινά του κατά το συρμητό της βροχής και δε δύνονταν, καρφωμένο εκεί, 'ςτον τόπο, από το πεσμένο σαμάρι, που ολοένα το καταπλάκωναν οι άμμοι και τα χαλίκια που παρέσερνε η σούδα του δρόμου. Το λυπιόμουν το μαύρο πλιότερο κι από τον εαυτό μου. Φοβόμουν να μην κάμη 'ςτα μάτια. Αλλά ποια βοήθεια μπορούσα να του προσφέρω και δεν του την πρόσφερα;
Εφώναξα πάλι του ξαδερφού μου. Εφώναξα έναν ένα κατ' όνομα τους αγωγιάτες. Τα μπουμπουνίσματα τ' ουρανού μ' αποκρινόνταν κ' οι βρουχισμοί του ανέμου.
Το μουλάρι, σα νάνοιωσε τους φόβους μου, άρχισε να φυσομανάη δυνατά με τα διάπλατα ρουθούνια του, ν' ανασηκώνη τ' αυτιά του και να χύνη χλημιντρίσματα δυνατά κατά εκεί που γύριζα εγώ το πρόσωπό μου φωνάζοντας. Τώρα μώδινε αυτό το καϋμένο βοήθεια. Όμως ούτε η φωνές μου ούτε τα χλημιντρίσματά του μας έφερναν απάντηση ανθρωπινή, μέσ' τη νεροποντή που μας έπνιγε.
Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτου Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι.
Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτο πεσμένο σαμάρι της. Ψάχνω εκεί και βρίσκω εύκολα τα λουριά της μάλλινης ίγγλας της, τα λύνω και την ξαλαφρόνω από το σαμάρι. Ύστερα την ετράβηξ' από το καπίστρι κ' εσηκώθηκε ορθή. Όταν σηκώθηκε ορθή έρευαν ποτάμι τα νερά από πάνου της, σαν είχε βουτηχθή 'ςτο βηρό μέσα. Έτσι την έσυρ' από το καπίστρι, κι αφίνοντας εκεί το σαμάρι της με τη καβάλα μου ολόβολη, κολυμπημένα 'ςτο νερό μέσα, γύρισα μαζύ με τη μούλα τον κατήφορο 'ςτο χάνι του Τρίκκα.
Το χάνι ήτον κλεισμένο. Έλειπε 'ςτο χωριό του ο Παλιοχωρίτης χαντζής. Στου κατωγιού του την πόρτα στέκονταν 'ς ένα παραστάτη ριζωμένος ο ξάδερφός μου, ζυφτάρι καμωμένος από τη βροχή. Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτο συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα δυο τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτο σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτα κλαριά του λόγγου μέσα.
Όλη την επίλοιπη βροχή εκεί την εφάγαμε, ολόρθοι 'ςτην πόρτα του κατωγιού, με τον ξάδερφό μου.
Ύστερα, σα πήρε ν' ανασταλάζη, φάνηκαν κ' οι αγωγιάτες. Πρόφτακαν αυτοί κ' έπιακαν τα μεγάλα κλαριά του λόγγου.
Ο Πολιάνος πήγε να βρη τη χαμένη μούλα του, που καβαλίκευε ο ξάδερφός μου, ο Γκιτρίμης πήρε τον ανήφορο να ξεθάψη από την αρίνα την καβάλα μου, ο Μπαρμπούτας ετσόλιαζε τα φορτωμένα τα πράμματα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σκαρφάλωσε από χαρακιά σε χαρακιά του τοίχου με τα ποδάρια του 'ςτο παραθύρι του χανιού, τάνοιξε μ' ένα γερό γρόθο, πήδησε μέσα και μας άνοιξε από μέσα την πόρτα.
Η καλή μας τύχη πούχε καν κοντοπούρναρα ξηρά το χάνι μέσα. Τους βάλαμε φωτιά και κάμαμε μια τζόρα για να στεγνώσουμε. Απόξω, ανασταλάζοντας ο ουρανός, σουρούπωσε. Άστοχα από τη σκοτεινάδα της μπόρας βρεθήκαμε 'ςτον ίσκιο της νύχτας που πρόβαινε αγαλιγάλι. Τον ήλιο δεν τον ξανάειδαμε ως την αυγή. Να ξενυχτίσουμε 'ςτο χάνι δεν ειμπορούσαμε, γιατί τα πράμματα ήθελαν θροφή και 'ςτο χάνι θροφή δεν ήτον.
— Απάνου 'ς του μοναστηριού τα σιάδια θα βγούμε νάβρουμε βοσκή, λέει ο
Πολιάνος.
Βγήκαμε και 'ςτου μοναστηριού τα σιάδια με το σουρούπωμα. Εδώ μας εύρηκε κ' η νύχτα. Κονέψαμε. Στα κράκουρα κατάψηλα. Στην κορφή τ' ανήφορα. Είχαμε μπροστά τα Χαλάσματα. Ο Γάκης ο Γκιτρίμης έλεγε να περάσουμε αποβραδύς και τα Χαλάσματα, για να μη βρούμε το δρόμο χαλασμένο την αυγή. Μα νύχτα πάλι πώς να περάσουμε τα Χαλάσματα, που κινδυνεύαμε χωρίς άλλο να χαθούμε; Ύστερα ο Γιάννης ο Ροκάς από το χωριό κι ο Δήμος ο Αλοίμονος από το Παλιοχώρι, πούχαν πάρει τη χρονιά εκείνη το δρόμο, θάβγαιναν την άλλη μέρα με τους αργάτες και με τα σύνεργά τους και θα τον έφτιαναν.
— Έτσι θα κάνουμε τρεις μέρες ως το χωριό, λέει ο Γκιτρίμης.
— Κ’ εκεί πού να χαθούμε τέτοιαν ώρα 'ςτα Χαλάσματα ολότελα; Τον ρωτάει ο Μπαρμπούτας.
Όλ' εύραμε καλλίτερα τα λόγια του Μπαρμπούτα κ' έτσι μείναμ' εδώ, 'ςτα Χαλάσματα. Ξεφόρτωσαν οι αγωγιάτες κι άπλωσαν 'ςτα θεόρατα κοτρώνια, περίγυρα της χορταριασμένης πλαγιάς, τα τσόλια των μουλαριών τους με τα δικά μας τα διπλάρια και τες καπότες. Κατόπι κουβάλησαν κάτι χοντρά κούτσουρα που κατέβασαν ως εκεί τα ζερολάγκαδα από τες ράχες. Τέτοιαν πύρα δεν ξανάειδα ποτές άλλη φορά.
Ξέκοψε σιγά σιγά η βροχή.
Τα σύγνεφα τραβήχτηκαν ένα έν' από τον ουρανό και ξαστέρωσε το απέραντο χάος του. Το σκοτάδι που μας περίφραξε ήτον βαθύτατο. Το κρύο τ' απόβροχου αψύ. Έλαμπαν συμπυκνωμένα τ' αστέρια αποπάνου μας γλυκύτατα, σα να ζητούσαν να μερέψουν χαϊδευτικά με τα θεϊκά φιλήματά τους το καταπονεμένο μας από τη θολούρα κορμί. Η ασημένια αχτίδα ενού μεγάλου και λαμπερώτατου, πούχε προβάλει κατά την Τσούμα του Δράκου τ' αψήλου, έπεφτε ως τα φυλλοκάρδια μου και τα γλύκαινε και τα βαλσάμωνε. Η νύχτα ήτον σιωπηλότατη. Μόνον ο καταρράχτης της σιμοτινής λαγκαδιάς θορυβούσε τα σκότη. Φυφύριζαν τα βρεμμένα ξύλα της πύρας μας κ' η απλωτερή λάμψη της έβαφε με το πορφύρινο χρώμα της τα κοτρώνια και τες όψες μας, που καθόμασταν αραδαριά σταυροπόδι ολόγυρά της.
— Τι χάση κόσμου που ήτον αυτή! Λέει ο Μπαρμπούτας, αναγυρίζοντας τα σύδαυλα της φωτιάς.
— Τέτοια νεροποντή ποτέ δε με μετάχε βρη, λέει ο Πολιάνος.
— Ούδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης.
Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θά τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτο στρώμα.
Απόδειπνα άρχεψαν, άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες.
Είπαν τα χωριανικά πρώτα. Πιάνονταν τότε οι χωριανοί για τες βοσκές απάνου, για τα βουνά, κ' είχαν χωριστή σε δύο μερίδες, 'ςτους καποτορραφτάδες, οπού δεν έχουν πρόβατα κι οπού γύρευαν πλερωμή για τα βοσκοτόπια του Γαλαρόκαμπου, και 'ςτους προβατάρηδες οπούθελαν να βόσκουν τα κοπάδια τους ανέξοδα 'ςτα βουνά. Κ' είχαν ερθή σε μεγάλους καυγάδες η δυο τούτες μερίδες αναμεταξύ τους. Αρματώνονταν από τη μια κι από την άλλη μεριά. Έπιαναν έτσι σαν οχτροί τα βοσκοτόπια απάνου. Λημέριαζαν, ξενύχτιζαν εκεί όλο το καλοκαίρι. Εκείνοι εχυμούσαν με χουγιακτά και με ποδοβολή κ' έβγαζαν τα κοπάδια από τα βοσκοτόπια. Τούτοι πάλι πετιώνταν από τα ριζιμιά που παραφύλαγαν το ζωντανό βιο τους κ' έπαιρναν ομπροστά σαν τραγιά τους κυνηγητάδες. Κ' έτσι καμμιά βολά έρχονταν και 'ςτα χέρια και κάπου κάπου και 'ςτ' άρματα, κ' έπαιζε ξύλο κι άνοιγαν λαβωματιές. Κακοπάθαιναν και τα μαύρα τα πρόβατα.
Αυτά ξανάλεγαν οι αγωγιάτες. Κ' έπαιρναν όλο το δίκιο με το μεράδι τους αυτοί, γιατ' ήταν από τη φάρα των τσελιγκάδων.
Ύστερα, είπαν για τους νέους μουχτάριδες που θα νάβγαζαν τη χρονιά
εκείνη. Δυο βγάζ' η φάρα τους, και συζητούσαν ποιους θα να προτιμούσαν
Κι ανάφερναν ονόματα, Γάκης Σούλτης, Λάμπης Γκιτρίμης, Κώστας Μάκης,
Μήτρος Νίκας.
Κατόπι πέσαν 'ςτων χειμαδιών το ζήτημα. Πού θα να ξεχείμαζαν φέτο, 'ςτης Άρτας ή 'ςτης Πρέβεζας τον κάμπο. Κι αράδιαζαν ονομασίες χειμαδιών, Κάμπος, Μαμτσαούση, Γρεμενίτσα, Λούρος, Λάμαρη, Τρανταφυλλιά, Φραξίλα, Παλιουρόφορο, Παλιόκαστρο, Πούντα.
Εγώ, ακούγοντας, αναγύριζα τη φωτιά κι αποστέγνωνα ολοένα όσα σκουτιά του κορμιού μου δεν είχα προφτάσει να στεγνώσω 'ςτο χάνι του Τρίκκα.
Ξάφνου γροικάμε να ροβολάν από τον ανήφορο 'ςτους χαλιάδες ποδοβολητά και κουδουνισμοί κοπαδιού.
— Κύπρους έχουν, γιδερά είνε. Πετιέται και λέει ο Γκιτρίμης.
Κι αληθινά. Σε λίγο πέρασαν από κοντά μας καμμιά πενηνταριά γίδια πηδώντας τον κατήφορο.
— Γουάι, γουάι! φίου!… Ακούστηκε και του γιδάρη η στριγγιά σαλαγή
και το ψηλό σούρισμα, και χέρι χέρι νάτος μας πρόβαλε ξαφνικά μπροστά.
— Καλμέρα σας.
Μας χαιρέτισε ορθός με την αγκλίτσα 'ςτο χέρι και με την τραβατσίκα 'ςτον ώμο.
— Τον ανάποδό σου το χρόνο, στραβόξυλο του διατάνου, του λέει ο Αρβανίτης. Μέρα για μεσάνυχτα είνε τώρα, ωρέ χαντακωμένε; Τι την κακή σ' καλημερνάς;
— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο.
— Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά;
— Άσ' τον άνθρωπο και καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος.
— Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός.
— Πούθ’ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης.
— Απ' το Παλιοχώρι.
— Πώς σε λεν;
— Μπάρτζο.
Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα. Παρόμοιος ήταν 'ςτο πρόσωπο κι ο γιδάρης τούτος. Παιδί ακόμα, παλληκαράς, κ' είχε τα κοντά του μαλλιά μεριές άσπρα και μεριές μαύρα. Παρασήμαδος άνθρωπος. Το πηγούνι του μακρύ μακρύ, απόλαε το κατήφορο μυτερό τραχιό γένειο, μόλις ίδρωναν τα μουστάκια του, σπανός θα να γένονταν, η μύτη του γερακάτη, υπερβολικά καμαρωτή, έγγιζε με την άκρα της τ' απάνω αχείλι κ' έδινε στην όψη του μορφή μπούτσικου τράγου. Τα μαύρα και μεγάλα του μάτια, που γιάλιζαν σα σβυσμένα κάρβουνα μέσα στες κόχες τους, ήταν γιομάτα βαρβατίλα, άλλης ειδής μάτια, και τα φρύδια του τάχε γυρμέν' ανάποδα κατ' απάνω, σαν των νεράιδων που λεν τα παραμύθια. Σωστός τράγος ο αβάσκαγος. Όλα του κορμιού του και της όψης τα σημάδια με τράγο τον παρώμοιαζαν. Ο Γεροθεόκριτος, αν ήτον, θα τον παρώμοιαζε με τον Πάνα. Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει :
— Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη;
Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο.
— Είνε μεγάλο το χωριό σου, ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης.
— Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα.
— Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελώντας ο
Πολιάνος.
— Ε, σαν την Πόλη, ντε κ' εγώ.
— Έχς πάει εσύ στα Γιάννινα;
— Όχι.
— Τότενες που τα ξέρς;
— Όπως τα γλέπω από τη ράχη. Έτσ' είνε κι αυτά μέσα στο λόγγο χωμένα, σαν το χωριό μ'. Έχουν και μια λούτσα στν' άκρη. Εκεί ποτίζουν τα πράμματα τσ' αυτοίνοι; Για, μαλλιά τράω κ' έχετε φορτωμένα. Άιντε άιντε, ωρέ, τι τσελιγκάδες θα νάν' εκεί; Μα τσ' φτάν' εκείν' δα η τοσούλα η μκρή η λούτσα για να ποτίζουν τα κοπάδια τσ'; Κι όλο 'ςτον κάμπο αυτοίν' κάθουνται; Δε βγαίνουν στο βνο μπιτ και μπιτ; Ζάνε τα πρόβατα τσ' και το καλοκαίρ' στον κάμπο;
Ο Αρβανίτης, που τον εκύτταζε και τόρα με ολάνοιχτα τα μάτια για τα παράξενα λόγια του, δε φτούρησε πλια και του φώναξε με ειρωνικό χαμόγελο.
— Τι κουτοκουβεντιάζεις, ώρ' αγριόγιδο;…
Δεν πρόφτακε να πη άλλο, κ' εμείς όλοι σκάσαμε τα γέλοια δυνατά. Τούτο τον πείραξε το γιδοβοσκό, κοκκίνησε 'ςτο πρόσωπο από ντροπή, δεν ξαναγέλασε, μας κύτταξε αραδαριά όλους γοργά γοργά και λέγοντας :
— Ωρέ, σεις με περγελάτε! έκαμε τρεχάλα τον κατήφορο πηδώντας σαν το κατσίκι.
Τότες αχολόγησαν τα σιάδια από χαχάγελα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σούριζε δυνατά με τα δυο δάχτυλα του καταπίσω του γιδοβοσκού πώφευγε, και του ρέκαζε σαν τραγί :
— Μπε κε κε κε κε! τσαπ, τσαπ!
— Ου, το ζωντόβολο! φώναξε, ο Πολιάνος.
— Ωρέ είμεστε κ' εμείς εκεί 'πάνου, μα τούτος είνε μπιτ για το
διάτανο, άμ' ντιπ αγρίμ', ώρ’ αδερφέ;
Κ’ ύστερ' από μιαν ώρα ακόμα θυμούμασταν τη μορφή και τα λόγια του
Μπάρτζου και γελάγαμε.
— Γιατί παραξενεύεστε; λέει ο Γκιτρίμης, πόσ' είνε τέτοι' έδ' απάν'!
— Μπορεί νάνε, μα όχι τόσο σαν τούτον λέει ο Αρβανίτης.
— Και χειρότερ' ακόμα, ξαναλέει ο Γκιτρίμης. Πού να εδήτε τον Κώστα Θόδωρο, εδώ δα, στην Ποσβάλα! Εγώ δεν τον είδα, μα όπως μου μολόγησαν. Είν' ενενήντα χρονών άνθρωπος. Αφ' όντας μικρό παιδί πήρε τον τρουβά και τη γκλίτσα στο χέρι του και πάει στα πρόβατα, δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Ξέμαθε ολότελ' από το χωριό τώρα. Άλλοι του παν το ψωμί, άλλοι του παν την αλλαξιά· όλο στα βουνά του αυτός, στα κλαριά, στους ίσκους. Το χειμώνα κατεβαίνει στα χειμαδιά της Λάμαρης. Πού να ζυγώσ' εκεί στο χωριό! Ούτε κι από γυναίκα ξέρει ακόμα. Μια βολά πέρναε απόξω από τα Γιάννινα κατηφορώντας στα χειμαδιά. Ο χωριανός του ο Καράλης τώγεινε κολτσίδα για να τον πάρη μια ψύχα στα Γιάννινα. Ο Κώστα Θόδωρος δεν το κουνούσε από το κοπάδι. Στον πάτο τον κατάφερε ο Καράλης. Ακούτε ή όχι; Ο Κώστα Θόδωρος καρτέρειε να εδή στα Γιάννινα στρούγγες κι αυτός και μαντριά. Για τσελιγγάτο τάχε πάρει στο νου του κι αυτός. Μήνα ρώτησε καμμιά βολά για να μάθη; Τι τον έγνοιαζε για να ρωτήση; Κ' ύστερα, σα γέροντας, έλεγε, πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για τη τσομπάνικη ζωή· και να ρωτήση τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννινα, του 'ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κ' έτσι τάπλασε αυτός στο λογισμο του σα μεγάλο τσελιγκάτο. Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτια με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια, από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος. Κ' ύστερα πώφυγε, τύναξε στο κουμέρκι τον κορνιαχτό από τα βοϊδοτσάρουχά του, πήρε κ' ένα λιθάρι κ' έρριξε πίσω του, και του λέει του Καράλη: «Πίσω μου είσε, διάτανε! άμ' που μ' έφερες εδώ, ωρέ κουμπάρε; πάντεχα που ήμουν πεσμένος μέσα στην κόλαση; Ακόμα βουίζουν τ' αυτιά μ' απ' την αχλαλουή των κολασμένων. Μπα, π' να τους κάψ’ η αστραπή ντε. Μ' τι ήταν τούτ’ ωρέ Καράλ'! Σα διατάν' μώμοιαζαν όλοι ντυμέν' έτσι. Σαν εκείνους π' γλέπω τ' Λαμπρή 'στν' Αγιά-Παρασκευή 'στν' εκκλησιά, πώχουν ζουγραφσμέν' την κόλασ'. Κ' εκείν' οι δρόμ', κ' εκείνα τα σπίτια; Μπα, Θε μ', φύλαξέ με!» Κ' έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πώς ζαν έτσ' απανουτοί, πώς παίρνουν αέρα!» Έλεγε. Ο Καράλης γέλαε, τι νάκανε. Τώρ' αν το ρωτήσης τον Κώστα Θόδωρο για τα Γιάννινα: «Φεύγα, γιέ μ', θα σου πη, από δαύτα, μη μπης εκεί μέσα τι θα πεθάν'ς. Μια ψύχα μπήκα 'γω μέσα μια βολά όλ' όλ' 'ςτη ζωή μ' και πήγε να μ' πιαστή η ανάσα. Φεύγ' από δαύτα μακριά. Βνο και πάλε βνο. Στάν' και πάλε στάν'».
— Κ' εγώ το 'χω ακουστά για τον Κώστα Θόδωρο, λέει ο Πολιάνος.
— Να σας μολογήσω 'γω άλλο ένα.
Λέει ο Μπαρμπούτας. Και μας μολόγησε για τους δώδεκα τσελιγκάδες, πούχαν τα δεκατρία σαμσιά (τσιμπούκια), «βέργ' αγιό, μαμέ παφίλ, λουλέ βοϊδοκέ» (βέργ' απ' αγιόκλημα, μαμέν από παφίλα και λουλέν από βοϊδοκέρατο). Που πήγαν μια φορά στην εκκλησιά και πήραν το διάκο για τράγο, τ' άγιο βήμα για τσαγκαδομάντρα, τους ψαλμούς για τραγούδια, το θυμιατό για σιδεροσφεντόνα και τα κλωνιά του λιβανιού για γιδοκακαράντζες. Πώχασαν μέσα το Γώγο, σα σκώθηκαν να φύγουν, κ' έμπηξαν τες φωνές για να τον βρουν. Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν. Πούρθε ο Γεροκουδούνας ύστερα, ο θρήσκος, που πήγαινε ταχτικά κάθε χρονιά μία βολά στην εκκλησιά, κ' ήξερεν όλα τα εκκλησιαστικά και τους είπε πως ανάμεσα από Σαββάτο και Δευτέρα πέφτ' η Λαμπρή.
Κι άλλα τέτοια μας είπε ο Μπαρμπούτας.
Ως που με δείλιασε η φωτιά εμένα και τυλιγμένος σε μια καπότα αποκοιμήθηκα στο χέρι.
Με τα γλυκοχαράμματα διαβήκαμε τα Χαλάσματα. Κάπου κάπου βρήκαμε χαλασμένον το δρόμο. Ο τόπος εδώ είνε όλος σάπιο χώμα, δίχως βράχο ολότελα. Κι όποτε βρέχει ξεκόβονται μπλάνες μπλάνες τα χώματα και ρεύουν στο χάο κάτου. Παρασέρνονται τότε και δρόμος και κλαριά, ό,τι τύχει απάνου τους. Βλέπαμε την αυγή απ' αντίπερα το πανόραμα τούτο, που μας το σκέπασε ο ήλιος κατόπι με τους αχνούς πώβγαλαν, από τη νώπη του τόπου, η καυτερές του αχτίνες.
Στα Γιάννινα, σε μιαν ακρινή γειτονιά, ζούσε τώρα και λίγα χρόνια ο Γεροκαλαμένιος, εννενηντάρης και μεγαλύτερος, παλιό κόκκαλο. Ύστερ' από τον πεθαμό του, ανάμεσα στες παλιές φυλλάδες, που μπόρεσα για να ιδώ, βρήκα το &Σημειωματάρι& του τούτο:
&1821, Αυγούστου 21&, μέρα Σαββάτο· κλείσθηκε ο Αλήπασας στο Κάστρο και στες 24 μέρα Τετράδη έβαλαν φωτιά στα Γιάννινα και τάκαψαν. Την Πέφτη το πουρνό στες 25 του μηνός βρεθήκαμαν δίχως σπίτια, δίχως τίποτας. Όποιος πρόφταινε και γλύτωνε τίποτας, γλύτωσε. Οι άλλοι μείναμαν ζάρκοι κ' έρμοι. Χαιρετίζοντας τότε για πάντα με δάκρυα τα καϋμένα τα Γιάννινα, πήραμαν τα βουνά. Άλλοι πήγαν κατά τα Κούρεντα κ' άλλοι κατά τα Ζαγόρια. Εμείς καμμιά εκατονπενηνταριά φαμήλιες πήγαμαν στο Μέτσοβο και στα χωριά του, περάσαμαν πέντε χρόνια ακέρια κακά κι ανάποδα. Στες 5 Τρυητή του 1826 γυρίσαμαν πάλι στα Γιάννινα.
&1827, Μαϊού 22&. Ήρθε στα Γιάννινα ο γιος του Ρούμελη Βαλεσή Ιμήν Πασάς έχοντας μαζί του και το Σουλεϊμάν - μπέη κεχαγιά της Κόνιτσας. Το ερχόμενο Σάββατο ήρθε το χαμπέρι, ότι παραδόθηκε η Αθήνα. Ο Μάης όλος ήταν βροχερός. Το παζάρι είνε γιομάτο από σκλάβους του Μεσολογγιού που τους έφεραν τ' ασκέρια του Βαλή και τους πωλούν σα πρόβατα στο ικάντο στους αρχόντους και μπέηδες Τούρκους Γιαννιώτες.
&1830, Απριλιού 21&. Χαλασμός κόσμου σήμερ' από βροχή. Ύστερ' απ' αυτήν έρριξε χαλάζι δυνατό που κάθε σπιρί του ζύγιαζε δέκα δράμια κ' έκαμε μεγάλες καταστροφές.
&1830, Τρυητή πρώτη&. Απέθανεν ο εν Κυρίω μακάριος Βενέδικτος δεσπότης του Γιαννίνου. Τον ίδιον καιρό διωρίστηκε κι ο γιος του Βαλή Ρεσίτ ο Ιμήν-πασάς Βαλής στα Γιάννινα.
&1831, Άι-Ταξάρχη 18&, μέρα Τετράδη. Εφώναξε το Δεσπότη ο Κεχαγιά- μπέης και τον πρόσταξε να βγάλη όξω από το σπίτι τη φαμιλιά του Δημήτρη Μωραΐτη. Έστειλε και τον Περιστεράς Άγιον και το Σπύρο Γκούμα κ' έναν άνθρωπό του και του πήραν όλο το βιο κι αυτόν με τη φαμηλιά του τους έκλεισαν στα μπουτρούμια του Κάστρου. Κανένας δεν ήξερε την αιτία.
&1832&. Όλο το Θερτή και τον αλωνάρη και τον Αύγουστο δεν έβρεξε στάλα. Γι' αυτό στέρφεψαν και τα πηγάδια των Γιαννίνων όλα κι ο κόσμος όλος πίνει από το νερό της λίμνης.
&1832, Τρυητή 20&. Επειδής τα Γιάννινα δεν είχαν ακόμα Κισλά, τ' ασκέρια στέλνουνταν από τον Πασά κονάκια στα σπίτια των Χριστιανών και των Οβραίων. Ένας μπίμπασης κάθονταν σ' ένα σπίτι σιμά από το σπίτι του κυρ Αναστάση Γοργόλη. Ο μπίμπασης είδε μια μέρα τες δυο ώμορφες τσιούπρες του κυρ Γοργόλη κ' εκολάστηκε· κύτταξε με κάθε τρόπο να τες απατήση. Μα σαν του εστάθη αδύνατο τι συλλογίστηκε να φέρη μπροστά στον Αχμέτ-αγά κεχαγιά δυο φανατικούς Τούρκους να πουν πως άκουσαν αυτοί με τ' αυτιά τους τες δυο τσιούπρες του κυρ Γοργόλη να λεν πως θέλουν να γίνουν Τούρκισσες. Ο Κεχαγιάς έστειλε ίσια να φέρουν τες τσιούπρες στο μιντζιλίσι. Οι δημογερόντοι και η αρχοντιά των Γιαννίνων σαν τώμαθαν, κατάλαβαν το τι έτρεχε κ' ίσια πήγαν και πήραν κρυφά τες τσιούπρες από το πατρικό τους σπίτι και τες πήγαν στη Μητροπολη. Όμως ο Μεχμέτ αγάς, άνθρωπος φανατικός κι αυτός και σκύλινος, άμα τώμαθε αυτό σηκώθηκε ο ίδιος μια νύχτα και πήγε στη Μητρόπολη με δυο ταμπόρια ασκέρι· μπήκε στους οντάδες του Δεσπότη, τον εφοβέριξε, τον έβρισε και πρόσταξε τ' ασκέρι του να πάρουν τες δυο τσιούπρες και να τες παν σε Τούρκικο σπίτι. Τι να εδής τότες. Δυο ώμορφες και τρυφερές αρχοντοπούλες να σέρνωνται άσπλαχνα από τα μαλλιά κι από τα χρυσά μανίκια τους με κλάμματα και με μεγάλους σκουσμούς. Εταράχτηκαν όλα τα Γιάννινα εκείνη τη νύχτα. Όλοι είμασταν στο ποδάρι, μα κανένας δεν έκρινε για να μη γένη διπλό και τρίδιπλο το κακό. Τες συνοδέψαμαν μοναχά, έτσι αμίλητοι, ως στο σπίτι που τες έκλεισαν. Αύριο οι χριστιανοί συνάχτηκαν στη Μητρόπολη κ' είπαν να παν όλοι μαζί στο σαράι να πέσουν στα ποδάρια του Κεχαγιά (γιατί ο Ιμήν πασάς έλειπε στα Μπιτώλια) να ζητήσουν τες τσιούπρες λέγοντας, ότι ψέμματα είπαν οι Τούρκοι του μπίμπαση. Μα αντίς δίκιο εκεί ηύραν βρισιές και δαρμούς. Δεν έφτακε κι αυτό μοναχά· ο Κεχαγιάς τους κατηγόρησε στον Ιμίν πασά στα Μπιτώλια πως οι χριστιανοί των Γιαννίνων επαναστάτησαν και χύθηκαν σα λύκοι απάνω του. Ο Ιμήν πασάς αφορμή γύρευε· και στέλνει διαταγή να κάμουν σουργούνι πέντε αρχόντους των Γιαννίνων, τον κυρ Δημητράκη Αθανασίου, τον κυρ Νικολάκη Τζίνη και τον κυρ Σπύρο Γκούμα στα Μπιτώλια, τον κυρ Δημήτρη Δρόσο και τον κυρ Γιαννάκη Νάγιου στο Πρεμέτι, και πρόσταξε να ξετάζουν τες δυο τσιούπρες του κυρ Γοργόλη στο Δεφδερδάραγά του που έστελνε εξεπιτούτου στα Γιάννινα. Φώναξαν τότες στο σπίτι του κυρ Αλέξη τες τσιούπρες και τες ξέταξε ο Δεφδερδάραγας του Ιμήν πασά αν ήθελαν αλήθεια να γίνουν Τούρκισσες ή όχι. Κ' επειδής με τόσα ταξίματα και με τόσους φοβερισμούς ούτε λόγο μπόρεσέ να τες βγάλη από το στόμα για να Τουρκέψουν τες έκαμε σουργούνι μαζί με τον πατέρα τους στην Άρτα.
&1833, Φλεβάρης μήνας&. Γυρνώντας ο Ιμήν πάσας από τα Μπιτώλια έστησε τα τσιγγέλια.
&1834, Αλωνάρη 27&. Του Αγίου Παντελεήμονος έγεινε μεγάλος σεισμός που έπεσαν καμπόσα σπίτια, σκοτώθηκαν και δυο άνθρωποι.
&1840, Μάης μήνας& γύρισα από τη Βλαχιά πούχα ξενιτευθή για έξ χρόνια με το μπάρμπα μου.
&1841, Απρίλη πρώτη&. Εκοιμήθη ο μακαρία τη λήξει γενόμενος Λεόντιος δεσπότης, που δεν ήτον Κυριακή και γιορτή που να μη βγάλη λόγο στες εκκλησιές μέσα στα Γιάννινα και στα χωριά.
&1841, Απρίλη 15&. Από την πολλή φουρτούνα κι απ' τες αστραπές έπεσε το τζαμί του Πασά Καλού στο Κάστρο.
&1853, Οχτώμβρη 3&. Ελειτούργησε στη Μητρόπολη ο Ζαγορίσιος Ιωαννίκιος με τέσσερες άλλους δεσποτάδες τον Παραμυθίας, Περιστεράς, Ξανθουπόλεως και Ευδοξιάδων καθώς και με τον Έξαρχο και όλους τους ηγουμένους και την άλλη μέρα έφυγε για την Πόλη με κάμποσους αρχόντους των Γιαννίνων
&1854, Φλεβαριού 26&. Των Αγίων Θεοδώρων ο καπετάν Θοδωράκης Γρίβας στο Κουτσουλιό πολέμησε με τ' ασκέρια του Αβδή πασά από το πρωί ως στο βράδυ με ολίγα παλληκάρια και με το γιο του το Δημητράκη. Το βράδυ τ' ασκέρια φοβήθηκαν μην πλακώσουν και Σουλιώτες και γύρισαν στα Γιάννινα και την αυγή ο Γρίβας έφυγε για το Μέτσοβο.
&1866, Φλεβαριού 6&, μέρα Τετράδη, ήρθε δεσπότης στα Γιάννινα ο Παρθένιος ή Κόκκινος και τον εδεχτήκαμαν όλος ο κόσμος με μεγάλη παράταξη από την Αγία Κατερίνα ως τη Μητρόπολη.
&1855, Τρυητή 15&, μέρα Πέφτη, στες 3 η ώρα έπιασε τρομερή βροχή με νερό καταπράσινο. Και στες 5 η ώρα ήρθε το χαμπέρι που νίκησαν η σύμμαχες δυνάμεις τη Ρωσία στην Κριμαία και σήκωσαν στο Κάστρο τες σημαίες της Τουρκίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Σαρδηνίας. Το βράδυ άναψαν φώτα και κανδύλια σ' όλα τα σπίτια και σ' όλο το παζάρι, ανέβασαν και καμπάνες στα καμπαναριά του Αγίου Νικολάου, του Αρχιμανδριού και της Αγίας Κατερίνας. Αλλά στες δύο της νυχτός με προσταγή του Πασά τες κατέβασαν πάλι. Την Παρασκευή ο δεσπότης με όλους τους Προξένους έκαμε δοξολογία στη Μητρόπολη.
&1856, Φλεβαριού 22&. Διαβάστηκε στο Σαράι Σουλτανικό φιρμάνι.
&1856, Αυγούστου 3&. Έγεινε δοξολογία για τον Ναπολέοντα.
&1857, Θερτή 11&, μέρα Κυριακή. Όλη τη νύχτα έκαμε μεγάλη θεομηνία. Εξεριζώθηκαν πολλά δέντρα κι ανθρώποι κάηκαν από αστροπελέκια. Φόβος έπιακε όλα τα Γιάννινα.
&1858, μήνας Γεννάρης&. Από το πολύ κρύο πάγωσε η λίμνη πέρα πέρα.
&1858, Απριλίου 12&. Ήρθαν 30 Κοζάκοι.
&1858, Θερτή 29&, μέρα Κυριακή. Εκκλησιάστηκαν οι Κοζάκοι για πρώτη φορά στη Μητρόπολη με μεγάλη παράταξη και με βάρδια στην πόρτα της εκκλησιάς.
&1861, Θερτή 18&, μέρα Κυριακή, των Αγίων Πάντων Εφάνηκε κομήτης στον ουρανό και την άλλη μέρα ήρθε χαμπέρι από την Πόλη ότι έγεινε Σουλτάνος ο Αβδούλ Αζίζ Χαν.
&1861, Τρυητή 14&. Έγεινε δοξολογία για την αποτυχία της δολοφονίας της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.
&1863, Φλεβαριού 7&. Ένα Οβραιόπουλο, πώκαμε τον πραγματευτή στη Ζίτσα, γύρεψε να γένη χριστιανός και έγεινε.
&1863, Οχτώμβρης, 27& μέρα Κυριακή. Έγεινε μεγάλη δοξολογία, για την ανάβαση στο θρόνο του Γεωργίου Α' βασιλέως των Ελλήνων.
&1864, Πρώτη Γενναριού&. Επάγωσε η λίμνη κι οι ανθρώποι περπατούσαν στον πάγο της ως το νησί.
&1865, Πρώτη Μαϊού&. Ένα Οβραιόπουλο έγεινε Ρωμιός και το έβγαλαν στ' όνομα Γιώργη.
&1866, Μάης μήνας& κ' έπεσε φοβερό χαλάζι που στρώθηκε σα χιόνι στη γης. Έκαμε μεγάλες ζημιές.
&1868&. Εχθροπραξίες αναμεταξύ Ελλάδος και Τουρκιάς. Άναψε ο Κρητικός πόλεμος. Κ' εδώ κρυφά κρυφά εστήθηκαν κομητάτα κ' έφερναν τουφέκια και μπαρούτες από την Ελλάδα, κ' ετοιμάζονταν για επανάσταση.
&1869&. Το Γεννάρη μήνα έπεσε το χιόνι μέσα στα Γιάννινα μία πήχη. Από το κρύο δε μπορούσαν να δουλέψουν ο κόσμος. Το παζάρι κλείστηκε όλο.
&1869, Θερτή 10&. Ήρθε δεσπότης ο Σωφρόνιος.
&1869, Θερτή 13&. Εχειροτονήθη επίσκοπος Παραμυθιάς ο κυρ Άνθιμος Τσάτσος.
&1869&. Στες 29 Θερτή ημέρα Τρίτη κατά τα ξημερώματα εκάηκαν τα Γιάννινα. Τη φωτιά την έβαλαν οι ίδιοι Τούρκοι.
&1870, Απριλίου 19&. Εκάηκαν τα παλάτια τ' Αλήπασα στο Κάστρο.
&1872&. Τη νύχτα της 24 Γενναριού φάνηκε ο ουρανός σκεπασμένος με ένα κόκκινο χρώμα. Οι γραμματισμένοι τώλεγαν Βόρειο Σέλας.
&1872, Απριλιού 15& την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου οι Οβραίοι έβρισαν το Χριστό. Χύθηκαν τότες οι Χριστιανοί κ' έδερναν κ' έσφαζαν κ' έρριχναν τα σπίτια των Οβραίων. Και τόση ήταν η οργή των Χριστιανών που κατέβηκαν όλα τ' ασκέρια και δε μπορούσαν να τους κάμουν καλά.
&1872&, Όλος ο Νοέμβρης ζεστός. Τόσο που φύτρωσαν και καλοκαιρινά λουλούδια, μανουσάκια.
&1874, Θερτή 17&. Εφάνηκε κομήτης μέγας.
&1874&. Στες 14 Αυγούστου μαζώχτηκαν όλοι οι Χριστιανοί στη Μητρόπολη κ' εγύρευαν να καθαιρέσουν το Σωφρόνιο.
&1874. Αυγούστου 14&. Επανάσταση της Αρζεγοβίνας.
&1875, Τρυητής μήνας&. Η Ελλάδα κ' η Τουρκιά συνάζουν ασκέρια στα σύνορα.
&1876&. Έπεσε ο Σουλτάν Αβδούλ-Αζίζ κ' έγεινε Σουλτάνος ο Μουράτ το Μάη μήνα, και τον Αύγουστο έδωκε και τούτος την παραίτησή του κι ανέβηκε ο Αβδούλ-Χαμήτ.
&1876&, Στες 15 Αγιαντριά λημούριαξαν οι ρεντίφιδες Αρβανίτες το παζάρι των Γιαννίνων και στες 17 κάηκε το Ελληνικό Προξενείο.
&1877, Θερτή 10&. Πέθανε ο αγαθώτατος Χουσνή πασάς. Τον έκλαψαν όλα τα Γιάννινα.
&1878, Μάρτη 4&. Έφεραν 120 σκλάβους από την επανάσταση του Λυκουρσιού. Τους είχαν ζάρκους και δεμένους με την ελληνική σημαία τους μαζί. Τους έκλεισαν στα μπουτρούμια του Κάστρου. Κ' οι χριστιανοί έτρεξαν και σύναξαν απ' όλα τα σπίτια φορέματα και θροφή και τους συμπονέθηκαν
&1878, Μαϊού 5&. Έπεσε στα γεννήματα ακρίδα. Τόση πολλή που όντας πετούσε σκοτάδιαζε τον ήλιο. Την ίδια μέρα ήρθε χαμπέρι από τη Θεσσαλία, ότι μια γυναίκα απόχτησε τρία παιδιά κολλημένα σ' ένα κορμί και τα τρία.
&1878, Οχτώμβρη 30&. Μεγάλη ξέρα. Πείνα τρομερή στα χωριά. Το ψωμί πήγε γρόσια 3 την οκά, το κριάς 7 1/2, το βούτυρο 21, το τυρί 10, τ' αυγά σαράντα παράδες το ένα.
&1879&. Κατά τον Απρίλη μήνα έγεινε μεγάλη πλημμύρα. Τα νερά έφτακαν ως το Νιοχώρι και τα καΐκια πάγαιναν ως το χάνι της Ασφάκας.
&1879&. Η πείνα πήρε ποδάρι. Τ' αλεύρι πήγε γρόσια 4 ως 4 την οκά.
&1880, 7 Γενναριού&, πάγωσε η λίμνη. Και το χιόνι βάσταξε 15 μέρες καταγής.
&1880, Φλεβαριού 27&, έπεσε η μονέδα της Τουρκιάς. Το μετζίτι από γρόσια 23 ήρθε 19.
&1880, Αυγούστου 1&. Ο Κ. Τσακμάκης και Β. Παπά Κρεμύδας κατηγορήθηκαν για επαναστάτες και τους έκαμαν σουργούνι για την Πόλη.
&1881, Απρίλης μήνας&, και έπεσε χιόνι στες κορφές των βουνών.
&1881, Θερτή 24&. Έπιακαν τους νοικοκυραίους Κύρον Κυρούσην, Σ. Π. Κολοβόν, Δ. Πλάτονα, Δ. Στατερά και Γ. Καλαντζή και τους έκαμαν σουργούνι στον Ταρσανά της Πόλης, γιατί τους κατηγόρησαν για επαναστάτες και ότι έβρισαν το Σουλτάνο.
&1881, Αλωνάρη 10&. Ελευθερώθηκε η Θεσσαλία. Η δικές μας ελπίδες εσβύστηκαν.
** *
Ύστερ' από λίγες μέρες πέθανεν ο Γεροκαλαμένιος με το μαράζι και με το παράπονο που δεν είδ' ελεύθερη την πατρίδα του.
Κατέβαινε αγάλια αγάλια κατακόκκινος ο ήλιος στο πέλαγο, πίσω από τα παλιά κάστρα και τα πυκνά κυπαρίσσια της Πάργας. Είχεν απ' ώρα αποχαιρετήσει τον πλατύ κάμπο του Φαναριού κ' έδινε τώρα τα στερνά του γλυκοφιλήματα στες ψηλές κ' ένδοξες κορυφές του Σουλιού. Ξηρές κι ολόγυμνες η κορυφές τούτες, δίχως κλαρί, δίχως φυτιά, σαν καψαλισμένες από την πολλή μπαρούτη που κάηκε απάνω τους, ερροδοβάφοντο, σα να κοκκίνιζαν παρθενικά στα φιλήματα του ερωτεμένου ηλιού, σα νάνοιωθαν κάποια ζωή νιότικη μέσα τους, σα νάθελαν να δείξουν ότι ποτέ δε γεράζουν τα βουνά ταύτα, ότι χτυπάει μέσα τους πάντα λεβέντικη καρδιά κι ανυπόταχτη, και βράζει μέγας θυμός κι απάτητος. Και σμιγμένο με το καθάριο, με το γάργαρο του λαμπρού ουρανού τ' ώμορφο εκείνο φως της ύστατης αντηλιάδας, τα δυο μαζί, παρουσιάζαν ένα είδος φανταστικό φως, μιαν απερίγραφτη λάμψη, πώλεγες ότ' είνε το φως τ' αθάνατο κ' η λάμψη η ιερή που περιχύνει η δόξα τα ηρωικά τούτα και τιμημένα βουνά.
Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κύτταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα από κει και με λογισμό βυθισμένο σ' απέραντες σκέψες. Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πώσπερνε.
Τώρα αλώνιζε.
Το σπίτι του, χτισμένο από τα χρόνια του παπού του, ξηρολίθι απλό, δίπατο όμως και κάπως ψηλό, πιάνει τον όχτο του Γλυκύ, μέσ' εκεί που κατεβαίνουν απόκρημνα τα πλευρά του Σουλιού και του Τσεκουράτη και που πηδάει ακράτητος προς τον κάμπο ο πόταμος, ξεβγαίνοντας από τα βαθιά φαράγκια των βουνών που κακοσέρνεται τόσο δρόμο. Λες και φυλάει εδώ σαν πολεμικός πύργος, το μοναδικό διάβα της Λάκκας από το μέρος του Φαναριού. Βογγάει άγρια στο πλευρό του το θυμωμένο ρέμμα γιομάτο αφρούς και φοβέρα, κρέμονται απανουθιό του οι κοκκινόβραχοι του γκρεμού σαν ατίναχτ' αστροπελέκια, γύρου το περιζώνουν λίγ' αγριοπρίναρα οπ' αρματώνουν τον τραχιόν εκείνο ριζό και κάτου απλώνεται ολάνοιχτος ο παχιός και καρπερός κάμπος ως την Πάργα κι ως την Παραμυθιά πέρα.
Ο Λάμπρος Ζάρμπας ήτον σαράντα ως σαρανταδυό χρονών άντρας. Ψηλός και λιγνός, με μάτια αετού, ολόρθο κορμί, μακριά ξανθόμαλλα, μουστάκι ψαρό και περήφανα κατ' απάνου στριμένο. Ολοζώντανη σουλιώτικη λεβεντιά. Στεφανωμένος με παρόμοια Σουλιώτισσα, φυσικό ήτο ν' αποχτήση και γιόν τέτοιο, παλληκαρά.
Την ώρα εκείν’ η γυναίκα του είχεν αποκουβαλήσει τα στερνά σακκιά του ρυζιού από τον οβορό στο κατώγι και πήρε να ποτίση στον ποταμό τ' άλογο. Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια. Κι αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάσθηκε αγάλια αγάλια.
** *
Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή.
— Μάνα,… πούνε ο Λάμπρος;
Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' αλαφιασμένα στήθια.
— Τ' έπαθες μωρέ Φώτο;
Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού.
Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα. Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον. Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια.
— Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο;
Το ρώτησε κι ο Λάμπρος.
— Σκότωσα!.. σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο!
Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι. Έρριξ' εδώ καταγής τ' άρματα κ' έπεσε ξάπλα σ' ένα προσκέφαλο απάνου σφουγγίζοντας τον ίδρω του. Ο πατέρας κ' η μάνα του, αμίλητοι, σα βουβοί, τον ακολούθησαν ως μέσα, κ' εδώ στάθηκαν ολόρθοι και τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι.
— Τι με τηράτε; Σκότωσα σας λέω το Μπεϊλούλαγα, σκωθήτε να φύγουμε!
Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος.
— Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα!
Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του.
— Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου;
— Στη Σκάλα της Παραμυθιάς, μες τον ανήφορο, π' ανέβαινα με τα φορτώματά μου, τον ηύρα μπροστά μου το βουρκόλακκα. Πάαινε καβάλα στάλογό του για τα Γιάννινα κι αυτός. Είχε πέσ' η κάψα. Είχε γήρει ο ήλιος. «Για σου Μπεϊλούλαγα» τον χαιρετάω. «Καλώς το Φώτο», μου λέει. «Για πού ώρα καλή;» «Για τα Γιάννινα». «Κ' εγώ για τα Γιάννινα είμαι». «Ε, μαζί θα λα πάμε, καλή συντροφιά θάμεστε». Ύστερα, με ρώτησε για τ' εσένα. Κατόπι μου γύρεψε καπνό από το μεσακό χωράφι. Τώδωκα καπνό και πααίναμ' έτσι κουβεντιάζοντας το δρόμο δρόμο, αυτός μπροστά κ' εγώ παραπίσω. Δεν περπάταγε γλήγορα τ' άλογό του και κοντεύαμε να νυχτώσουμε κατάστρατα. «Βάρτο, του λέω, αυτό το παλιάλογο γιατί μας πήρε η νύχτα». Αυτός θύμωσε γιατί να του πω παλιάλογο το ψώφιο του κι αρχινάει να με βρίζη. «Μη βρίζης, αγά, του κάνω, γιατί δε σου είπα και κάνα βαρύ λόγο». Εκείνος τίποτα, δε σταμάταε τα βρισίδια του. Φούσκωσα τότενες, Λάμπρο. «Τσώπα, μωρέ βρωμόσκυλλε, του κρένω, γιατί σου τρώω το κεφάλι». Ο αγάς πιάστηκε από το μαρτίνι του. Εγώ άρματα δεν είχ' απάνου μου άλλ’ από το σουγιά και τα καληγοσφύρια των αλόγων. Χύνουμαι ίσ' απάνου του, τ' αρπάζω το τουφέκι από τα χέρια και φωτιά τώχω. Μες το ριζάφτι τον πήρε. Έμπηξε μια δυνατή φωνή κ' έγηρε κάτου από τ' άλογο. Του παίρνω τότες και τα φουσεκλίκια κ' εκεί που ξεψύχαε γυρίζω και του λέω: «Ε, ωρέ αγά, πάρτα τώρα εσύ και τα ρύζια και τ' άλογα κι άει κατά διαόλου». Και τ' απαριάζω όλα ουδ' εκεί στην ερημιά και κάνω μοναχός μου έτσι για τον κατήφορο γλήγορος.
— Και τώρα;
— Τώρα να σκωθούμε και να φύγουμε, θα μας γνωρίσουν τ' άλογα και θα λα μας πιάκουν.
— Να φύγουμε! Πού να φύγουμε και πού να πάμε; Τ' ήταν αυτό που μας έκαμες, μπρε παιδί μου. Αμ' εγώ δεν έχω τρεις μήνους που βήκ' από τα σίδερα και τώρα πάλε για τα μπουτρούμια με ξεκινάς, μωρέ Φώτο;
Κι ο δόλιος πατέρας έκρυψε στα δυο του χέρια το πρόσωπο, σα νάκλαιγε.
Τότες η μάνα τίναξε περήφανα, σαν τη λιόντισσα, το κεφάλι κατ' αυτόν και του λέει με καταφρονητικό πικρόγελο.
— Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δεν είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό το παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε. Ειδεμή ξεντύσου τη φουστανέλα κ' έλα να σου δέσω το μαντήλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγγούνια μου, και κάτσε εσύ εδώ να φυλάξης το ρημαδιακό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα σήμερα κι όχι γι' άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για το πού 'νε το το ρωμέικο, ουδ' εδώ, στην Άρτα.
Τα λόγι' αυτά τ' αντριωμένα της Βασίλως τον εζεμάτισαν το Λάμπρο, κι ανατινάχτηκε αδάκρυτος από τον τόπο του, σα λαβωμένο λάφι.
— Να φύγουμε, είπε, να φύγουμε. Δεν είν' άλλη προκοπή, δεν είν' άλλο σελιαμέτι. Να νυχτώση και να φύγουμε. Τοίμασε, Βασίλω, να φορτώσουμε. Ό,τι να φορτώσουμε στο ντουρί και να φύγουμε.
** *
Νύχτωσε.
Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια, τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' από τ' άλλο. Φιδωτό το ποτάμι, στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζοδρόμος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια. Το σπίτι του Λάμπρου Ζάρμπα, σα νάνοιωθε — το δόλιο! — τη συφορά που του μέλλονταν, τη μοναξιά, την κλεισμάρα και την ερήμωση που θα το δέχονταν, έστεκε μες το ριζοβούνι, ορθό, ατάραγο, σκηθρωπό, παραπονεμένο, σα χαροκαμένος ήρωγας, οπ' αν του στέρφεψαν η πολλές συφορές τα δάκρυα, νοιώθει όμως τ' ανεμόχολο να φουσκώνη στα στήθια του μέσα και το χαλασμό να του πλακώνη βαριά την καρδιά. Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του.
Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας. Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί.
Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη. Ήταν τα στριφογυρίσματα του κλειδιού της πόρτας του σπιτιού και τα πατήματα του Λάμπρου και της Βασίλως, οπώφευγαν από τα χώματά τους δίχως μιλιά, δίχως δάκρυα.
** *
Ο δρόμος, λιθοστρωμένος κάπου κάπου από τον καιρό τ' Αλήπασ' ακόμα, ακολουθάει την ποταμιά κι ανεβαίνοντας κατά τη Λάκκα πέφτει μέσα στα βάθη των Στενών του Σουλιού. Εδώ βογγάει ο ποταμός σα στοιχιό και χτυπάει από 'να βράχο σ’ άλλονε τ' αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες χιλιόχρονες στολίζουν τους όχτους του. Δεξιά και ζερβιά τα βουνά σηκώνονται μεσουρανής ορθά και κατάκρημνα, όλο στεφάνια και ζωνάρια σπαρμένα με αγριοπρίναρα. Ζερβιά μεριά στάθηκε ο Φώτος με τάλογο για να καρτερέση. Μες εκεί που ολομόναχο στενό και δυσέβρετο μονοπάτι φέρνει, από τα χρόνια εκείνα της παλληκαριάς και του πολέμου, από το ποτάμι στο Κακοσούλι απάνου, κι οπού τ' ανέβαιναν τότες η Σουλιώτισσες ζαλικωμένες με βαρέλες νερό και τραγουδώντας.
Το σκοτάδι πίσσα περίγυρα. Κάτι λίγο ξεχώριζε μπροστά του τ' άσπρο ρέμμα του ποταμού που μούγγριζε σα να τον φοβέριζε να τον καταπιή. Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κ' εβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.
Σε λίγην ώρα όμως, ξάφνου, πετιέται ορθός σα μαχαιρωμένος, αγκαλιάζει τ' αλόγου του το λαιμό και του καταφιλεί το μέτωπο με δάκρυα και με τέτοια θλιβερά λόγια, μισοκομέν' από λυγμούς.
— Κακότυχέ μου ντουρί, δε θα λα ιδής άλλη βολά τώρα τη Χάιδω την ώμορφη, δε θα λα σου χαϊδέψη πάλε τη χιούτη σου με τα μαρμαρένια της χέρια, δε θα λα σε ταγίση άλλη βολά το βρώμι στην πλουμισμένη της την ποδιά. Πάει, απ' απόψε η Χάιδω μας χάνει. Πώς θα λα τον φτουρίσουμε αυτόν το μισεμό. Κακότυχέ μου ντουρί, κακότυχέ μου ντουρί…
** *
Τώρα και πέντε χρόνια πέρναγ' από την Άρτα.
Μέσα στο περιαύλι της Πυργιορίτσας μου δείξαν τον τάφο του κακότυχου Φώτου. Και κλαίοντας ο πατέρας του ο ίδιος, ο Λάμπρος Ζάρμπας, μου διηγήθηκε την ιστορία του.
— Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του.
— Κι ο καϋμός της Χάιδως.
Είπα γω με το νου μου.
Με το καϊκάκι το βράδυ βράδυ προς το ηλιοβασίλεμμα, πλέοντας τη νερατόστρωτη λίμνη, βγήκαμεν από τη Σκάλα του Κάστρου σε μιάμισην ώρα εις τ' αντίπερα βουνό της Καστρίτσας κατά το μύλο του Βεήπ Εφέντη. Ο μύλος τούτος βρίσκεται στα βάθη της λίμνης, κατά την όχθη, μέσα σε πυκνόν καλαμιώνα. Στρέφεται με τα νερά της κι απαντιέται απ' αυτά με ψηλό και κουρασανόχτιστον τοίχο. Κ' έχει αποκάτω του τη μεγάλη και παλιά καταβόθρα της λίμνης τη Βοϊνίκοβα, οπού χάνονται τα νερά που τόνε κινούν. Την άνοιξη όμως και το καλοκαίρι μονάχα δουλεύει, κι αλέθει τα γεννήματα των γύρωθε χωριών του κάμπου, γιατί το χινόπωρο και το χειμώνα από τες πολλές βροχές κι από τα χιονόνερα που λυόνουν στα βουνά και κατεβαίνουν στους κάμπους πλημμυρίζ' η λίμνη και τον αποσκεπάζει ολότελα.
Απάνω από το μύλο διαβαίνει ξύρριζα στο βουνό το λιθοστρωμένο ντερβένι του Μετσόβου. Μονοπάτι μικρό, οπού πολλές βολές το χάναμε μπροστά μας, μας έφερεν ύστερ' από λίγον ανήφορο ανάμεσ' από βράχους κι απ' αγκαθερές φυτιές στο μοναστήρι ψηλά. Το μοναστήρι είνε τεσσεράγκωνο με ψηλούς και πλατιούς τοίχους και με σιδερένιες χοντρές πόρτες. Μέσα στο περιαύλι είνε τα κελλιά, η αποθήκες κ' η στέρνα του, και καταμεσής η εκκλησιά, μικρή σταυρωτή εκκλησιά, χτισμένη απάνου σε μεγάλα θεμέλια παλιού ελληνικού ιερού, μ' ώμορφες ζωγραφιές μέσα και με ψηλήν τούρλα, οπού πηδάει απάνω από τη στέγη κι οπόχει κακότεχνα χαραγμένα στο κουρασάνι της τα γράμματα &τ ο γ'&, επιγραφή ίσως του καιρού που χτίστηκε. Έχει και μια στενή πλακοστρωμένη αυλή γύρω.
Ήτον η 23 Τρυγητή, μέρα τ' Αϊγιαννιού, και το μοναστήρι πανηγύριζε. Γι' αυτό τα κελλιά όλα κ' η κρεββάτες του, κι η αποθήκες και τα χαμώγια κ' η αυλή κ' η εκκλησιά ακόμα μέσα ήταν πέρα πέρα πιασμέν' από πλήθη προσκυνητών, οπούχαν συμμαζωχτή εκεί μες απ’ τα Γιάννινα κι απ' τα χωριά ολόγυρα. Φτάσαμ' εκεί νύχτα εμείς. Ο καλόγερος αναγκάστηκε να μας φιλοξενήση· στο δικό του κελλί και να μας παραδώκη για την επίλοιπη περιποίηση στα χέρια τ' αναγνώστη του μοναστηριού, ενού προθυμότατου και ξυπνού χωριατόπουλου, γιατ' αυτός έτρεχεν όξω εδώ κ' εκεί να καταλαρώση το πολύπληθο κι ανήσυχο πνεματικό του κοπάδι. Ο καλόγερος οπού δε δείχνονταν και τόσο ζωηρός, δεν αγαπούσε πολύ, φαίνεται, και την καψοπαστράδα. Γιατί το κελλί του μέσα ώμοιαζε στάνη, καλύβι τσοπάνικο, γιομάτο λύγδες και στρωσίδια και διπλάρια χοντρά μάλλινα. Οι τοίχοι ήταν κατάμαυροι σαν τοίχοι καπνισμένης σπηλιάς κι ο μικρός λύχνος που φώτιζε θαμπός και μισόφωτος τον απλό δείπνο μας, έβγαζε μιαν αφόρετη βαριά μυρουδιά πολυκαιρισμένου λαδιού. Θαμπότερο όμως ήτον το μικρό καντυλάκι, που σε μιαν αραχνιασμένη γωνιά έλουε με το νυσταγμένο του φως τρεις μεγάλες γυμνές εικόνες, που απ' την πολυκαιριά ούτε ξεχώριζαν ζωγραφιές και πρόσωπ' απάνωθέ τους. Ολόγυρα κρέμονταν από σιδερένια καρφιά κι από πουρναρένια παλούκια μπηγμένα μέσα στους τοίχους σχισμένα και καταλερωμένα ράσα, δυο μεγάλες λαγύνες απ' ασπρόχωμα, μια φοβερή πλόσκα χαλκωματένια γιομάτη από λάδι και τότε γλήγωρα καλαλισμένη, δώδεκα αραδιαστές σκορδαρμάθες περασμένες απάνω σε καπνισμένη δοκάρα κ' ένα ζευγάρι δεκανίκια από κρανιά. Κι απάνω στα ράφια μαύριζαν λίγες φυλλάδες η μια απάνω στην άλλη, σκεπασμένες με παχιά σκόνη ποιος ξέρει από τι καιρό, ένα μπρούζινο καλαμάρι μικρό και μια μαύρη παλιά καλογερική σκούφια.
Ύστερ' από το δείπνο, πούταν λιάνωμα, ψημμένο βετούλι, βγήκαμε κ' εμείς στην αυλή όξω. Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχονται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους. Κατά τα μεσάνυχτα άρχισεν ο χορός μεγάλος και συρτός χορός γύρ' από το μασαλά. Τον έσερναν τρεις Αρβανίτες δραγάτες, από κείνους που παίρνουν πάντα μεράδι στα πανηγύρια και στους γάμους των χωριών που βρίσκονται, φορτωμένοι με τες βαριές κάπες τους, με διπλές αρμαθιές φουσέκια απάνω στα στήθια σε τόπο σταυρωτού που φορούσαν μια φορά οι κλέφτες, με ζευγάρι πιστόλες μαλαμοκαπνισμένες στο σελιάχι και με καινούρια τουφέκια μαρτίνι στους ώμους τους. Κι ακολουθούσε από κοντά συγκρατούμενη η λεβεντιά των χωριών, αντρειωμένοι παλληκαράδες και ροδοπρόσωποι, που τους τραγουδούσαν· γιατ' οι Αρβανίτες δεν ήξεραν τα ρωμέικα τραγούδια να ειπούν, και το χορό πώσερναν, τον έσερναν κι αυτόν μηχανικά κι όπως ήθελαν. Κ' έφερνε κάθε τόσο τους γύρους της από στόμα σε στόμα η πλόσκα με το κρασί, σα να χόρευε κι αυτή ανάμεσα στους πανηγυριστάδες. Ως πούρθαν στο κέφι οι Αρβανίτες και δε δείλιασαν να ειπούν τότε κι αυτοί τα τραγούδια τους, αδιάφορο αν μετρητοί από τους μαζωμένους περίγυρα τους καταλαβαίναν. Ούτε λόγον ειμπόρεσα να κατακρατήσω κ' εγώ στο νου μου άλλον από τα γυρίσματα που συχνά συχνά ξανάλεγαν: «Γκιολέκκα μορ Γκιολέκκα» και «ω μπυρ ω μπυρ Αλή πασά». Και σαν απόστασαν ύστερα κομμένοι και καταϊδρωμένοι κι οι τρεις, τραβήχτηκαν από το χορό, κ' επήραν αράδα 'ς αυτόν τα χωριατόπουλα μπάζοντες τώρα μια μια και πολλές από τες γυναίκες τους. Τα τραγούδια τους ήταν όλα τραγούδια της ζωής τους, του χωραφιού, της στάνης, του καλυβιού, της δουλιάς και της αγάπης τραγούδια και κάπου κάπου και κανένα της ξενητιάς. Κλέφτικο όμως τραγούδι ουδ' ένα δεν άκουσα. Μα κι ο χορός τους ακόμα δεν ήτον ο πολύδιπλος και ζωηρός εκείνος χορός οπώβλεπα στα χωριά των βουνών. Συρτός, ολόστρωτος και σιγαληνότατος χορός, παρόμοιος με πλεούμενην αρμάδα βαρκούλες, οπού οι ναύτες με τα κουπιά τρεις τες σπρώχνουν μπροστά και μια τες γυρίζουν πίσω. Μικρά ξυπόλυτα και ξεσκούφωτα παιδαρέλια, πηδώντας στη μέση τ' ανοιχτού χορού σύμφωνα με του τραγουδιού το σκοπό και την αρμονία, έτρεφαν βολές βολές με τα δαυλιά την πύρα του μασαλά.
** *
Πολύ λίγοι έκλεισαν εδώ μάτι τη νύχτα κείνη. Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερινό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα. Κατάρραχα το βουνό της Καστρίτσας ανοίγεται απλωτό και καλόχτιστο και πέφτει σιγά σιγά κι ομαλά κατά την άκρα του προς τη λίμνη. Τ' απλωτό τούτο σιάδι είνε ζόρκο από δέντρα και κατασκεπασμένο από ρεπιθέμελα και χαλάσματ' αμέτρητα, από ναούς, από τάφους, από παλάτια, από στέρνες και βρύσες του καιρού των ελλήνων, των ρωμέων και των βυζαντινών· κι ολούθε απάνω ξεθάφτονται κάθε τόσο από τον καλόγερο κι από τους χωρικούς σκέλεθρ' ανθρωπινά, παλιές μονέδες και στολίδια ακριβά κι αξετίμωτα. Και γύρα, κατά τες άκρες, που τα πλευρά του κατεβαίνουν στον κάμπο βραχόσπαρτα, ζώνεται το βουνό με καταχαλασμένα θεμέλια πολύγωνου κάστρου, γιομάτου πύργους και παραπόρτια, χτισμένου πρώτα με μεγάλα χοντροκομμένα πελασγικά ξερολίθια κ' ύστερα με μικρά λιανολίθαρα συγκολλημένα μ' ασβεστόχωμα και με βύσαλα. Τα μεγάλα πελασγικά χάλαρα, προσαρμοσμένα τόσο πιτήδεια τόνα με τ' άλλο, με κάτι μικρούλες σφίνες κάπου κάπου ανάμεσα, δείχνουν τη μεγάλ' υπομονή και την τέχνη των χεριών που τάχτιζαν. Λάμπουν και σήμερ' ακόμα τα γιαλιστερά μάρμαρα του παλατιού.
Και το πλατύχωρο του τόπου, η λαμπρότη κ' η μεγαλοπρέπεια των χαλασμάτων ύστερ' από τόσες χιλιάδες χρόνια αφ' όντας χτίσθηκαν, τα στολίδια κ' η μονέδες οπού ξεθάφτονται, κ' η θέση αυτή τους ακόμα κοντά στη λίμνη κι απάνω σε βουνό, μες τη μέση της χώρας των Μολοσσών και κατάστρατα του δερβενιού που φέρνει από την Ήπειρο στη Θεσσαλία, δείχνουν πως, μια βολά, μεγάλη και περίφημη πολιτεία ηπειρωτική ακούονταν εδώ δα, που ποιος ξέρει πότε θα να φανερωθούν τάχα το όνομά της κ' η ιστορία της. Αυτοί που κατοικούν τον κάμπο ολόγυρά της λένε, καθώς μαθαίνουν από παπούν και γονιό, ότι τα κάστρ' αυτά ήταν θρόνος βασιλιά μεγάλου μια μέρα και δείχνουν καταμεσής των χαλασμάτων εις έναν όχτο απάνω, οπ' αγναντεύει δεξιά ζερβιά κι ολόγυρα ολούθε τον κάμπο, «το μνήμα της βασιλοπούλας».
Και λένε για το χαλασμό της οι ίδιοι, πως Αλαμάνοι κουρσάροι την είχαν τριγυρισμένη έναν καιρό, και σα δε μπόρεσαν με την παληκαριά να την πατήσουν, διάλεξαν συμμαχό τους την πονηριά και το δόλο. Πήραν ξελάκκου ένα κοπάδι κριάρια μια νύχτα σκοταδερή, δίχως αστροφεγγιά και σελήνη, δέσαν στα κέρατά τους λαμπάδες αναμμένες και φρύγανα και σαλαγώντας τα σκάρισαν από τον κάμπο στον ανατολικόν ανήφορο του βουνού κατά το κάστρο απάνω, φωνάζοντας κι αυτοί και τραγουδώντας. Βλέποντας το πλήθος των φώτων που κινούνταν κι οπώρχουνταν κατ' απάνω με σάλαγο και με χλαλοή οι άγρυπνοι του κάστρου φυλαχτάδες, νοιώθουν πως οι Αλαμανοί χούμησαν να τους πατήσουν κράζουνε στ’ άρματα το λαό, κ' οι πολεμιστάδες τετραπάνωτοι πλακώνουν κι αραδιάζονται αρματωμένοι κι ακράτητοι απάνω στες τάπιες. Κ' οι Αλαμανοί, απ' άλλη μεριά, από κει πούχαν αφεθή τα τείχι' αφύλαχτα κ' έρημα, χυμάν και κρυφά μπαίνουν στα κάστρα μέσα και την πατούν την πολιτεία και σφάζουν και χαλνούνε και σκλαβώνουν. Απάνω από τριάντα χιλιάδες λαό, λένε οι χωρικοί σήμερα, έπαιρνε η πολιτεία αυτή τότε.
Παύλε Αιμίλιε! Σκληρέ κι άπονε πολέμαρχε της Ρώμης! Ποιος ξέρει με πόσων γυναικοπαίδων σκλαβιά χόρτασες εδώ δα τα βάρβαρα πάθη σου! Απ' άκρη 'ς άκρη στην Ήπειρο σήμερα, σε κάθε κορφή, σε κάθε χαμήλωμα βουνού, σε κάθε όχτο κάμπου, σε κάθε περιγιάλι και σε κάθε ακροποταμιά, τα ρεπιθέμελα και τα χαλάσματα των κάστρων και των ναών που αναποδογύρισε η αλύγιστη σπάθη σου, σωριασμένα πέτρα απάνου σε πέτρα, σηκώνονται ολούθε σα μεγάλα και βαριά αναθέματα στ' άγριο κ' αιματόχαρο όνομά σου!
Από την κορφή του βουνού της Καστρίτσας ανοίγεται μπροστά στα μάτια του περιηγητού μεγάλο πανόραμα κ' έμμορφο. Ο ουρανός απλώνεται απάνω καθάριος και γαλανός κι από τ' αμέτρητα κι ανερεύνητα ύψη του χύνει ο χινοπωριάτικος ήλιος τες θαλπερές του αχτίδες στην πλάση κάτω, που προβάλλει σα νιόπαντρη γυναίκα, ζωηρή, γιομάτη φως και χρώματα κι ωμορφιά. Δεξά ο κάμπος, μοιρασμένος από τους ζευγολάτες αδερφικά 'ς ίσια και κανονικά τετράγωνα κομμάτια, αναχαράζει κι ακαρτερεί ώρα 'ς ώρα ταλέτρια και τα καματερά, να διαβούν από πάνω του και να τον οργώσουν. Ζερβά η λίμνη ατάραγη, απλωτερή, ολόστρωτη και μακρουλή, με το χαϊδεμμένο κι ακριβό νησάκι της μες τη μέση και με τον καλαμιώνα περίγυρα, καθρεφτίζει στα βάθη της, σα να σφίγγη απάνου στα στήθη της ερωτικά τον γαλανόν ουρανό και τ' αντίπερα καμαρωμένο βουνό της. Κάπου κάπου οργώνει τα νερά της κανένα καϊκάκι. Ανάλαφρη κι αγανή καταχνιά σηκώνεται σα σινδόνι από πάνω της, σαν καιάμενου λιβανιού καπνός. Κατά τες δυτικές οχθιές της, που ανάμεσ' απ' αυτή κι από σειρά χαμηλών βουνών απλωμένων από βορριά σε νότο σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα, στενή λουρίδα, που ανταμώνει τον πέρα με τον δώθε πλατύκαμπο, συμπυκνώνεται η πόλη του Γιαννίνου σε μεγάλο άπλωμα, με τα βυζαντινά κι αληπασαλήτικα κάστρα της, χωμένα μέσα στη λίμνη, με τους στενούς και λιθόστρωτους δρόμους, τα παλιά σπίτια και σαράγια, τα μπεζιστένια, τες εκκλησιές και τα σκολιά, με τες πυκνές σκεπές και τα πολλά δέντρα και με τους δεκαοχτώ ψηλούς μιναρέδες της, που με περίσσιο θράσο πετιούνται απάνου από κάθε χτίριο και κάθε κλαρί κι οπού τα κατακίτρινα μεσοφέγγαρά τους αστραποβολούν στον ήλιο. Κι ολοτρόγυρα τα Καμποχώρια, αμέτρητα μικρά και μεγάλα χωριά, που στολίζουν με τα σπιτάκια τους κάθε όχτο κάμπο και κάθε ριζό βουνού. Κι ολόγυρ' από τα χωριά κι από τον κάμπο ορθώνονται σα φράχτες και σα ταμπούρια, οι λόφοι, τα χαμηλώματα των γύρωθε βουνών, οπ' ανεβαίνοντας απανωτά σα σκαλοπάτια σχηματίζουν σιγά σιγά τα ψηλά κι άγρια και κακοτράχαλα καταρράχια του Πίνδου, του Σουλιού και του Δέλβινου, που κλειούν περίγυρα, σα γιγάντιες κορνίζες, τη μεγάλη αυτή κι ωμμορφότατη εικόνα. Και τα καταρράχια αυτά όλα πλυμένα τώρ' από τα πρωτοβρόχια τοιμάζονται να καρτερέσουν απάνω τους τα χιόνια και τ' αστροπελέκια και τα δρολάπια του κακού χειμώνα, ζόρκ' από δάσα γιατ' έχουν πέσει τα φύλλα τους κ' έρημ' από κοπάδια γιατ' ολοένα κατέβαιναν τότε στα χειμαδιά κ' επλημμυρίζαν δαιδάλαια κι απλωτερά τα λιβάδια του κάμπου πέρα και τα ριζοβούνια.
Αλλά και στην κορφή του βουνού απάνω το όραμα της ημέρας εκείνης ήτον εμμορφώτατο. Τρεις χιλιάδες και πλειότερες πανηγυριστάδες τήραε κανένας σκορπισμένες ανάμεσα στ' ανοιχτά ρεπιθέμελα των παλαιών χτιρίων. Έλεγες ότ' είχαν σηκωθή σύγκορμοι από τους τάφους των οι παλιοί κάτοικοι της μεγάλης αυτής και ξακουσμένης των Μολοσσών πολιτείας. Κ' εσυγχίζονταν κ' επαρδάλωναν κατά τους σωρούς η φορεσιές κ' η φυσιογνωμίες των χιλιάδων εκείνων. Κ' είχεν ολομπροστά του ο παρατηρητής σχεδόν όλες τες ενδυμασίες κι όλες τες φυσιογνωμίες των λαών της Ηπείρου. Όχι βέβαια γιατί φρόντισαν να κατεβούν τούτοι κατευθείαν από τα μέρη τους στο πανηγύρι. Αλλά γιατί τυχαίνουν να βρίσκωνται καθημερινώς στα Γιάννινα μέσα. Κ' έβλεπες τους Γιαννιώτες, τους παλιούς Γιαννιώτες, τους Ζαγορίσιους και τους Πρεβεζάνους με τους πανένιους τσουμπέδες τους σκουροχρωματισμένους, τες μακριές και παχιές γούνες, τα κατακκόκινα φέσια τους, τες ευγενικές, κάτασπρες και κάλοψες σάρκες τους· τους Αρτινούς, τους Σουλιώτες και τους Αρβανιτάδες, φουστανελλοφόρους, μ' αλαφρούς άσπρους σκούφους στα κεφάλια τους, αλλά με διαφορετικές φυσιογνωμίες, τους Αρτινούς με την πονηριά και την εξυπνάδα στα μάτια, τους Σουλιώτες με την περηφάνια στο μέτωπο και την πολεμικότη στο κορμί όλο, τους Αρβανίτες, τους Λιάπιδες με τη μπέσα και την εκδίκηση και τους Τσάμιδες με την απιστιά και το δόλο στο στόμα· του Πίνδου τους λαούς τους βλαχόφωνους με τες κοντές φουστανέλλες και με τα χονδρά μάλλινα τσιπούνια τους, άσπρα και μαύρα, ανθρώπους του βουνού, προβατάριδες, τραχιούς, απονήρευτους, αγαθούς, μ' αόριστες ματιές, με παχιές άντζες, με στήθια ολάνοιχτα και δασιά και με την καρδιά στα χείλη· τους κατοίκους των περιχώρων της Κόνιτσας και του Δέλβινου, τους γνωρισμένους χτίστες και βαρελάδες, που μαύριζαν σαν καλιακούδες με τες μακρυές κι ολόμαυρες ενδυμασιές και τα πουτούρια τους· όμως πολυπληθέστεροι απ' όλους ήταν οι χωρικοί του Γιαννίνου, με τ' άσπρα φορέματα και τες χοντρές μπαρμπούτες, με τα ρωμαλέα, κορμιά και τες κάκοψες μορφές, ανθρώποι του δικελλιού και της αλετροπόδας όλοι.
Παρόμοιες μ' αυτούς είνε κ' η γυναίκες τους, με τη διαφορά ότι τούτες καταφορτώνονται από βαριά ασημένια και μαλαμοκαπνισμένα στολίδια από το κεφάλι ως τη μέση κι ότι κάπου κάπου ανάμεσά τους βρίσκεται, σαν την αγράμπελη ανάμεσα στα βάτα, και καμμιά υποφερτή εμμορφιά.
Η γυναίκες του Σουλιού και των Κατσανοχωριών φοράν σιγγούνια πολύλοξα κι ολίγα στολίδια· είνε ψηλές όμως σκληρομαθημένες και περήφανες, με μέτριαν εμμορφιά κι αυτές, αλλά με τη δυσκολόβρετην αξιάδα να πιάνουν στα δουλευτικά χέρια τους με την ίδια πιτηδειοσύνη και τ' αλέτρι και το τουφέκι, η λεβέντισσες. Έρχοντ' ύστερα η Ζαγορίσσιες κι η Βλάχισσες του Πίνδου, που δένουν τόσ' ώμορφα το μαντηλάκι τους στο κεφάλι και που συνειθίζουν να περικεντούν με κόκκινα και πλουμερά μεταξωτά γαϊτάνια τες καλοκομμένες κι αρμονικά ταιριασμένες στο λιγερό τους κορμί σάρικες· ανάμεσα σε τούτες η ωμορφιά δεν είνε σπάνια, κι όπου βρίσκεται προβάλλει στην εντέλεια, κ' ίσα ίσα κατ' αυτό πλειότερο παραλλάζουν από τες γυναίκες της Κόνιτσας. Κι όλες η γυναίκες της Ηπείρου φοράν μαύρα. Τ' Αργυρόκαστρου μοναχά και του Δελβινακιού η γυναίκες, παντού ξεχωρίζουν για την ασπράδα της φορεσιάς και την ασπράδα της ώμορφης όψης των αντάμα. Και στερνές η γυναίκες του Γιαννίνου, κ' έπειτα της Άρτας και της Πρέβεζας, που με τα ίδια μεταξωτά κι ατλαζένια και λαχουριά απλά φουστάνια φοριούνται, ντύνονται με τα ίδια απαλά κοντογούνια και με το ίδιο μαύρο γεμενί δένουν στον ίδιο τρόπο τα μαυροπλέξουδα κεφάλια τους. Η ευγένεια κ' η λεπτότη τούτων εδώ ξεχωρίζει από μακριά ανάμεσα στες άλλες ομόφυλλές τους. Παρόμοια κι η γλυκιά, η μαλακή κι ήμερη εκείνη προφορά τους, όντας μιλούν κι όντας τραγουδάνε. Ξεχωρίζουν όμως κ' η μία από την άλλη κατά την ωμορφιά και τα σημάδια του κορμιού των. Και τον ξεχωρισμό τούτο φανερώνει και το χαριτωμένο τραγούδι, που γεννήθηκ' εκεί σε παλιά χρόνια κι ακόμα ζη αθάνατο κι άγγιχτο από στόμα σε στόμα:
Στα Γιάννινα είν' η ώμορφες, στην Άρτα η μαυρομμάτες
Και στην καϋμένη Πρέβεζα κοντούλες και γιομάτες.
Όλες αυτές η ηπειρωτικές μορφές είχαν συμμαζωχθή την ημέρα κείνη απάνου στα πλατιά της Καστρίτσας χαλάσματα. Όλ' αυτά τα ηπειρωτικά πλήθια συνειθίζουν μια φορά κάθε χρόνο κατά τον Τρυγητή να ξυπνάν με τον ποδοβολητό και με τες φωνές τους από τον χιλιόχρονο ύπνο τους τους παλιούς αντίλαλους των σκόρπιων και θλιβερών χαλασμάτων της ερημωμένης Καστρίτσας. Τα παιδιά τα μικρά κ' η κοπέλλες έτρεχαν εδώ κ' εκεί, σαν πεταλούδες, κ' εμάζευαν χεριές χεριές τα χινοπωριάτικα τ' αγριολούλουδα. Οι παλληκαράδες δοκίμαζαν να σηκώσουν απάνου χοντρά χάλαρα, θεμέλια ποιος ξέρει τίνων σπιτιών, και πλάκες θεριωμένες, σκεπάσματα τις ξέρει ποιανών πεθαμένων. Κ' εθύμιζαν έτσι τους αντρειωμένους αγαπητικούς της βασιλοπούλας του τραγουδιού, οπ' αγωνίζονταν ποιος να σηκώση τον παλαιγό βράχο, το ριζωμένο λιθάρι, που κοίτονταν μέσα στο περιβόλι της, στη μέση στην αυλή της, για να την πάρη γυναίκα του, καθώς τους είχε τάξει. Οι άντρες και με τα μάτια και με τα χέρια και με τα λόγια έδειχναν τον τρανό θαυμασμό τους για τα έργατα των παπούδων τους, και κάποτε κάποτε δε λησμονούσαν να ρίχνουν βαριά κατάρα και φοβερό ανάθεμα, σ' εκείνους τους άθεους που τα χάλασαν και τα ξεχώνιασαν. Κ' έτρεχαν όλοι μαζί από πόρτα σε πόρτα κι από προμαχώνα σε προμαχώνα. Κάποιος έβλεπε δίπλα στους παραστάτες καμμιάς πόρτας από μέσα μεγάλες τετράγωνες τρύπες ως βαθιά στον τοίχο χωμένες κ' εφώναζε: — «Μωρέ, τηράτε· με ξύλινους σύρτες αμπάρωναν σαν εμάς τες πόρτες τους κ' οι παλιοί. Να η τρύπες από τους σύρτες!.» — Κάπου εύρισκε ο άλλος στη γη κάνα κομμάτι αγγειό πήλινο, είτε καμμιά πέτρα καλοπελεκημένη ή κάνα παλιό κόκκαλο ανθρωπινό ξεθαμμένο από τους τάφους και συμπυκνώνονταν εκεί ολόγυρά του οι άλλοι απανωτοί για να ιδούν, για να πιάκουν κι αυτοί για να περιεργαστούν. Κ' έλεγε ο καθένας το θαυμαστικό λόγο του. Κι όταν ο γούμενος έβγαλε κ' έδειξ' εκεί μπροστά ασημένιες μονέδες και στολίδια μαλαματένια που ξέθαφτε κάποτε από τα μνήματα των χαλασμάτων π' άνοιγε τακτικά, σαν το θεριό των λόγγων της Αραπιάς, είδα τους καϋμένους χωριάτες να βγάζουν από τες λερωμένες κι αχαμνές σακκούλες τους μετζίτια ολάκερ' ασημένια και τάλλαρα και να τ' αλλάζουν με τα παλιά κείνα λείψανα, μόνο και μόνο για να τα κρεμάσουν σα γκόλφι και φυλαχτό μαζύ με τους σταυρούς και τα κωνσταντινάτα απάνω στα φέσια και στα χαϊμαλιά των μικρών παιδιών τους. Τ' απομεινάρια των ειδωλολάτριδων Ελλήνων, οπού με τόση μανία και μίσος τα κατάτρεχαν και τα χαλνούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, οι σημερινοί χωρικοί μας τα θωρούν άγια, γιομάτα γιατριά και δύναμη φυλαχτική.
Δε μείναμε ως το τέλος του πανηγυριού. Ενώ κατεβαίναμε τα κατσάβραχα προς τη λίμνη κατά το μεσημέρι, ακούγαμε ότι μας συνόδευε από πίσω το κατηφόρισμά μας ποιμενικό τραγούδι, π' αντιλαλούσαν απ' αυτό τα πλευρά του βουνού και τα τείχια του παλιού κάστρου. Ήτον ο γιδάρης του μοναστηριού, που τραγουδώντας κατέβαινε να ιδή τι να γίνωνται τα βακούφικα, πούχαν μείνει την ημέρα κείνη για χάρι του πανηγυριού με τα μικρό κοπέλλι του και με τα δυο σκυλιά. Ολόγυρά μας από τα χορταριασμένα κομμάτια της γης πρόβαλλαν ολόχαρα εδώ κ' εκεί τα πρωτόλουβα λουλούδια του χινόπωρου, η ξανθές κυκλαμιές, που τες ανάκραζαν ερωτικά από τα κλωνάρια του πριναριού οι συμπαθητικοί καλογιάννοι με το μονότονο κ' επαναληπτικό, το γλυκό και χαριτωμένο κελαϊδισμό τους. Κι όντας εμπήκαμε στο καϊκάκι κ' ετράβηξε τα κουπιά του κατά τα Γιάννινα ο γέρος καϊξής μας, σα νάκλειε με μαλαματένιο κλειδί μέσα σε διαμαντένιο σεντούκι όλες εκείνες μας τες εντύπωσες από τ' ωραίο πανηγύρι, μας είπε:
— Σα σήμερα το βράδυ, μωρέ παιδιά, μώλεγεν ο πατέρας μου, πως καθώς γύρναγαν οι πανηγυρίσιοι στα Γιάννινα της στεριάς κι απέρναγαν από τον πλάτανο τ' Αλήπασα, είδαν απόξω κει το σκοτωμό του κλέφτη του Κατσαντώνη και τ' αδερφού του.
Ταξίδεψα κάποτε, — μας έλεγε ο Μήτρος, — με τη δασκάλα ενού χωριού. Ο δρόμος μας ήτον μακρινός, κ' είχαμε συντροφιά τον αγωγιάτη μας, δυο μεσόκοπους πεζούς κ' ένα νιοστεφανωμένο αντρόγυνο. Η δασκάλα τότε πρωτοπήγαινε στο χωριό, ύστερ' από τέσσερα πέντε χρόνια που μαθήτευε στα σχολειά του Κεστοράτη. Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυο καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα και το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου. Και μοναχή της να ταξίδευε με τον αγωγιάτη, δεν εκιντύνευε ποτέ. Μα για κάθε κακό ένας δικός της την είχε παραδώκει στην προστασία και στην ευθύνη του νιου τ' αντρόγυνου.
Το βράδυ κονέψαμε σ' ένα μοναστήρι παλιό και μεγάλο, κατάστρατα, στην ερημιά. Όσο να φτάκουμ' εδώ, όλο τον κάμπο, που διαβήκαμε, τον εσήκωσα με τα σωστά στο πόδι εγώ με τα τραγούδια και με τα εύθυμα λόγια μου. Αλλ' ούτε λόγο, ούτε καν χαμόγελο ένα δε μπόρεσα να της κλέψω της σκληρής. Το μοναστήρι είνε χτισμένο μέσα στο λόγγο. Έχει ψηλούς τοίχους περίγυρα κι από μέσα τα κελλιά αραδιασμένα με τες κρεββάτες τους, την πλακοστρωμένη αυλή με τα δέντρα της και το εκκλησάκι, μικρούτσικο και παλιό, από τα χίλια εκατό, καθώς γράφει στο νάρθηκά του, σκοτεινό, ήσυχο, όλο ευλάβεια και θρησκευτική ανατριχίλα. Φάγαμε σ' ένα τραπέζι κοινό, διπλοπόδι καταγής στρωμένοι, ό,τ' έφερνε καθένας μαζή του κι ό,τι μας ψευτοτοίμασε ο φιλόξενος καλόγερος του μοναστηριού. Πολλά λόγια για απόδειπνα δεν αλλάξαμε, γιατί κι αποσταμέν' είμεσταν και την αυγή έπρεπε να ξυπνήσουμε γλήγορα για να φύγουμε δίχως ήλιο. Και πλαγιάσαμε.
Πλαγιάσαμε στην αυλή του μοναστηριού αραδαριά. Ήτον καλοκαίρι, θερτής μήνας, που 'νε μια χαρά να κοιμάται κανένας όξω. Αλλά πού να βρω ύπνο 'γω. Όχι γιατ' είχα κοντά μου προσάναμμα. Ο Θεός μάρτυράς μου. Η δασκάλα κοιμώνταν πολύ μακριά, στην άκρη άκρη, πίσω από το νιο τ' αντρόγυνο. Αλλά γιατ' όταν έτσι τυχαίνει να ξενυχτίζω στην οξοχή, η όψη, η θέα της ξυπνάει κάποιο αίσθημα κρυφό κι άγνωρο μέσα μου, που δε μπορώ να το λαρώσω. Κι αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε. Ούτε λαλίτσα νυχτοπουλιού, ούτε ήχος φλογέρας. Ουδέ βάδισμα σκύλου, ουδ' αγωγιάτη σαλαγή, ουδέ κυπρί ζώου δεν αγροικάτο. Ο λογισμός μου πέταγε ελεύθερος, ανέμποδος και γοργός στ' άπειρο τ' αψήλου κ' εδροσολογιέταν μέσα στα μυστικά κάλλια της σεληνοφώτιστης νύχτας. Κάποτε κάποτε μούρχετο και να σηκωθώ, να πεταχτώ όξω από το μοναστήρι και να χωθώ μέσα στα ρουμάνια του, να μονιάσω σαν το θεριό. Μου φαινότουν πως έτσι μονάχα θα να 'βρεσκα λαρωμό, πως έτσι θα να γλυκοκοιμιώμουν. Κι όσο να σκάση της χαραγής τ' άστρι στο καταρράχι του βουνού, κ' εγώ δε θυμάμαι πλια πόσα γλυκομιλήματα κρυφά ν' άλλαξα με τη δροσερή και μοσχοβολισμένη εκείνη νύχτα, σα βασίλεψε και το φεγγάρι στερνά και μας αφήκε στα σκοτεινά έτσι ολομόναχους.
Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια. Τον ανασασμό του τον ήσυχο κι απαλό, σαν εργατάρη, σα ζευγά, μοσχοβολισμένον από τες ευωδιές τον ανθών του, τον έφερνε τον ανήφορο η χασκωτή και δασιά λαγκαδιά π' ανέβαινε ολόιση κατά το κόρφοβούνι. Μ' εχτύπησε του μοσχοβολισμού του η πλημμύρα τρικυμιστά κι άξαφνα κι ανάσαναν βιαστικά και πνιχτά τα πνεμμόνια μου, σα να βουτούσα μέσα σε μοσχοβολισμένο νερό άπατης λίμνης. Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο!
Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα. Χλιμίντρησαν δυνατά και δυο μουλάρια, σα να χαιρέτιζαν κι αυτά τα καϋμένα το γλυκοξημέρωμα, εκεί που δρόσιζαν τα διψασμένα ρουθούνια τους στο νερό. Ο αγωγιάτης τ' αράδιασε ύστερ' από κουτσάκι σε κουτσάκι σαμαριού με τα καπίστριά τους και τάσυρε κατά το μοναστήρι σουρίζοντας. Κ' εγώ βρέχοντας στη βρυσούλα το πρόσωπό μου, συλλογιζόμουν πόσες κρυόβρυσες τέτοιες, σε τέτοια παρόμοια μαγική ώρα, έχουνε δροσερέψει το θερμασμένο μου μέτωπο κ' έχουν ανοίξει τα βάρυπνα μάτια μου με τα κρυσταλλόνερά τους.
Όσο να γυρίσω 'γω στο μοναστήρι είχαν σηκωθή κ' είχαν φορτώσει κιόλας οι άλλοι. Βγήκα στερνός από τη χαμηλή σιδερόπορτα του ξώτοιχου, σέρνοντας από το καπίστρι το μουλάρι μου κι ακολουθάμενος από ψηλόν ήμερο σκύλλαρο με οκνά μάτια και μαλλιά μακρύτατα παρδαλά. Όξω από το περιχύλι, που κατηφορνούσε χορταριασμένο το σιάδι κατά τη λαγκαδιά, ξάνοιξα μες το θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού, κρεμασμένην απάνου σ' ένα χιλιόχρονο πουρνάρι. Σίμωσα το πουρνάρι, βαστώντας το καπίστρι του μουλαριού στα χέρια μου, και πιάνομαι από το σχοινί της καμπάνας, που το κούναε δώθε και κείθε τ' απαλό φύσημα τ' αυγερινού δροσόπαγου. Με τους πρώτους της χτύπους όμως προγγάει το μουλάρι μου ξαφνιασμένο και ξεφεύγει από τα χέρια μου με κίντυνο να με παρασύρη κ' εμένα τον κατήφορο, αν δεν τ' απολούσα. Το μουλάρι το ξανάπιακε ο αγωγιάτης, κ' εγώ ξακολούθησα να βαράω την καμπάνα δυνατά κι αδιάκοπα. Δεν ξημέρωνε, όχι, γιορτή, για να καλέσω μ' αυτή τους γύρωθε χριστιανούς στην εκκλησιά, κι όσοι θα την άκουσαν κείνη την ώρα, ποιος ξέρει τι θα να βάλαν με το νου τους, — αλλά μου ερχότουν έτσι καλά να την γροικάω να σημαίνη, κ' οι ήχοι της κ' οι αντίλαλοί τους να σμίγουν με τους κελαηδισμούς των πουλιών, με το μουρμούρι του λόγγου και με τα ξεφωνητά των ορνιθιών, σ' έναν αρμονικό ύμνο της Χρυσαυγής που πρόβαινε στο βουνό γλυκοθώρητη και ντροπαλή, σα νυφούλα.
Οι άντρες δεν εκαβαλίκεψαν. Ένας απ' αυτούς, ο νιόγαμπρος, είχε αγοράσει ένα πιστόλι, κι ανεβαίνοντας όλοι μαζή απάνου από το δρόμο, στους όχτους, έρριχναν στα πουρνάρια μ' αυτό, δοκιμάζοντά το πόσο έκοφτε. Εγώ μοναχά ακολουθούσα τες γυναίκες, — τη νιόνυφη και τη δασκάλα, — κι ο αγωγιάτης, που χάζευε κι αυτός με το πιστόλι από μακριά κ' έμνησκε πίσω πίσω. Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδινή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι. Όταν τυχαίνω σε δρόμο, ή θα μου κρατάη μέσα κάθε αναπνοή και κάθε κρίση ο θαμασμός της φύσης ολόγυρα, ή θ' απολύεται ακράτητ' η χαρά κι ο ενθουσιασμός μου σε τραγούδια και σε γελούμενα λόγια. Είχα πάρει, — θυμάμαι σαν τώρα — , το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισσένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούτον άσπρος σα χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.
Η νιόνυφη, ζωηρή κι ανοιχτόκαρδη γυναίκα, δοκιμασμένη στα τέτοια γλυκοξυπνίσματα της αυγής στο νυφιάτικο στρώμα της, δείχνονταν περίχαρη και δεν άφινε κλωθογύρισμα δρόμου που να μη γυρνά και να μου πιδοκιμάζη με χαμόγελο την επιτυχία του καλού τραγουδιού. Μα η δασκάλα…. μωρέ τσιμουδιά, η σκληρή. Αν δεν είχε δοκιμάση κι αυτή, σαν τη νιόνυφη, τη γλυκάδα της χαραγής του τραγουδιού, τάχα δεν την ωνειρεύονταν όμως;
Ξάφνου σε μια λόξα της ρεμματιάς, απάνου στο γύρισμα του τραγουδιού μου, ακούω ένα σφιχτό ξεφωνητό και βλέπω τη δασκάλα να κατρακυλίζεται στο χαμηλό γκρεμό του βράχου. Μη παντέχετε πως ήτον αυτοκτονία. Κάθε άλλο. Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα. Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση, την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κι όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδηση, την συνέφερα εγώ. Η νιόνυφη δε μπορούσε να πηδήση κι αυτή από την καβάλα της να μου δώση βοηθητικό χέρι, κ' έστεκε εκεί ορθή κ' εφώναζε. Ως και τα μουλάρια τα καϋμένα σταμάτησαν μοναχά τους κ' είχαν κι αυτά γυρμένα κι ολάνοιχτα τα μάτια τους κατά εμάς. Εκείνο που καβαλίκευε η κόρη, γυμνό και ξαφνιασμένο, τρεμούλιαζε ολόρθο, τρομαγμένο από το ξαφνικό και βαρύ πέσιμο της κυράς του. Ο πρώτος μου λόγος, άμα τη συνέφερα, ήτον να τη ρωτήσω πού βάρεσε. Η κόρη σήκωσε τα μεγάλα καστανά μάτια της, κυκλωμένα περίγυρα κατά τες κώχες με μια αλαφριά μελανή λουρίδ' από τη λαχτάρα, και νοτισμένα από δυο χοντρά μαργαριτάρια, δάκρυα που τότες άρχιζαν ν' αναβρύζουν, με κύτταξε τόσο συμπαθητικά που ποτέ δε θα το λησμονήσω στη ζωή μου, και μούπε ανάλαφρα:
— Πουθενά,… σ' ευχαριστώ.
Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της καλλίτερα. Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξαν, — έτσι θα το ειπώ, - από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος, ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ' εγώ πολύ. Είχα 'πη στην αρχή πως δε θα την εύρισκα, εκεί που έτρεξα, ζωντανή, — τόσο βαριά και τόσο άσχημα είχε πέσει η καϋμένη, — κ' είχε πανιάσει το πρόσωπό μου πλειότερο κι από το δικό της. Σα μ' αναμέρισαν εμένα, τραβήχτηκα σε μια τούφα κ' έκατσα ν' ανασάνω. Αυτή αγάλια αγάλια ήρθε στα συγκαλά της και τη σήκωσαν να κινήσουμε γιατ' είχε περάσ' η ώρα, είχε δόσει ο ήλιος. Πέρασε κοντά μου, μ' είδε πανιασμένον και με ρώτησε σιγαλινά:
— Πού χτύπησες, πού σε πονεί;
Στην ταραχή και στη λαχτάρα της ενόμισε πως είχα πέσει κ' εγώ. Και μώκαμε την ίδια ρώτηση που της είχα κάμει εγώ, όταν την πρωτόφερα στο λογισμό της μοναχός μου.
Άσχημα έκαμα που είπα ότι μου την άρπαξαν πλέον από τα χέρια μου οι άλλοι κι ότι μ' αναμέρισαν ολότελα εμένα. Γιατ' όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυο πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφτιάσουν την καβάλα της, ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνισμένη καλή του, κ' η δόλια η κόρη, εκτός που θα 'μνησκε μόνη της πίσω, μα στενοχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.
Τους κρυφούς συλλογισμούς της κόρης ο νιος τους νοιώθει. Χωρίς να καβαλικέψω, τραβώντας από το συρτάρι το μουλάρι μου, τη σίμωσα και τη ρώτησα αν μπορεί να ξανακαβαλικέψη το δικό της. Σα να τώξερα.
— Να μώδιναν άλλο καλλίτερα θα να ήτον, μου είπε χαμηλοκυττάζοντας.
— Πάρ' το δικό μου, της λέω.
— Και συ;
— Το δικό σου.
— Καϋμένε, θα σε ρίξη, μώκαμε μ' έκφραση ανατριχίλας.
— Έγνοιά σου.
— Μα και το δικό σου είν' άγριο.
— Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει;
— Ναι, μα 'κει που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα… στο μοναστήρι κάτου;
— Μα εκεί ξαφνίστηκε.
— Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο.
— Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια.
Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή. Ήτον το πρώτο χαμογέλοιο που είδα να γλυκοχαράζη στα χείλη της. Φαντασθήτε τη χαρά μου. Έτσι μείναμε σύμφωνοι για τα μουλάρια μας και την παρακάλεσα να περάση να καβαλικέψη. Τη βοήθησα ν' ανεβή. Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασκάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της.
— Κύτταξε, μου είπε, πως έγεινα από τα νερά εκεί πώπεσα.
— Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.
Κοκκίνισε σαν την παπαρούνα τ' Απρίλη στο πρόσωπο, μου χάρισε και δεύτερη συμπαθητικιά ματιά που μου ανατάραξε τα σωθικά όλα, όπως θολώνει κάθε διαβάτης στο πέρασμά του τα λαγαρά βάθη του ποταμού, και με το σιγαλό της «ευχαριστώ» την άκουσα να μουρμουρίση και τούτα:
— Αλλοίμονό μου, πώς κατάντησα.
Ήταν σεμνότατα τα λόγια της και δεν της αντιλογήθηκα.
Όσο να μας προφτάκουν οι πισινοί με το μουλάρι, ανέβηκα κάμποσον δρόμο πεζός εγώ στο πλάι της. Είχε τραβήξει πολύ μπροστά και το νιο τ' αντρόγυνο. Στο διάστημ' αυτό βρεθήκαμε οι δυο μας ολομόναχοι και συμφιλιωμένοι μέσα στο λόγγο. Χίλια γλυκά λόγια μώρχονταν στο νου για να της 'πω. Αλλ' όλα πνίγονταν ξαφνικά μες το λάρυγγά μου, που τον εστένευε δεν ξέρω κ' εγώ ποια δύναμη αόρατη κι αυστηρή. Όμως σε τέτοιες περίστασες γένονται καλοφωνότερο στόμα τα καϋμένα τα μάτια. Τότες μιλούν αυτά. Στο διάστημα κείνο, πόσα δεν της είπαν της κόρης τούτης τα μάτια μου. Κι ακούν τα μάτια τότες. Κι αυτινής μιλούσαν κι άκουγαν μοναχά τα μάτια. Έννοιωθα 'γω ότι τα μάτια της άκουγαν το τι της λέγαν τα δικά μου, όπως παρόμοια έννοιωθα το τι μου λέγαν τα δικά της. Όμως τι μούλεγε και τι της έλεγα, δε σας το μολογώ. Μπορεί να το φαντάζεστε.
Καβαλίκεψα κ' εγώ. Κάποιος λέει πως πλάγιασε σε κοριτσιού κρεββάτι και δεν τον άφηκαν να κλείση μάτι όλη τη νύχτα οι ψύλλοι. Εμένα, καθισμένον στην καβάλα της δασκάλας, δε μ' έφαγαν ούτε ψύλλοι ούτε κορέοι. Δεν έμεινα όμως κι ανέβλαβος ολότελα. Από την ώρα που με το πέσιμό της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά. Τραγουδούσαν οι άλλοι οι άντρες, φώναζαν, γελούσαν, έρριχναν πιστολιές από καβάλα στα δέντρα που διαβαίναμε, χωράτευαν με τους διαβάτες που συναπαντούσαμε, έσκιαζαν με ρεκασμούς τα γίδια που βρίσκαμε να βόσκουν κατάστρατα σκαρφαλωμένα στ' αγριοπρίναρα, ξάφνιζαν με χουγιακτά τον πιστικό που στον όχτο παράμερα βαρούσε την τζαμάρα του. Εγώ αναίσθητος, ξένος και παντάξενος σ' όλ' αυτά. Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα και να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους.
— Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δω, τήρα μπροστά σου.
Στες κακοτοπιές, πούτον στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά. Μια φορά μου είπε ήσυχα, σα για να μη την ακούσουν ούτε τα πουλιά που γλυκοτσιμπιώνταν απάνω στα κλωνάρια του δάσου.
— Γιατί δε λες και συ τίποτα, πούνε η πρώτη χαρά σου;
Χαμογέλασα μοναχά και δεν έχω αντιλογιά ότι τα μάτια μου, που την αντίκρυσαν, της φανέρωσαν τη γλυκειά ανατριχίλα που περίτρεξε από φλέβα σε φλέβα κι απ' αρμό σ’ αρμό το αίμα μου.
— Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε.
Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι:
— Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίζω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;
Ήτον πολύ τολμηρός ο λόγος μου τούτος κ' έφερε στο απαλό μάγουλό της το βαθύτερο της φωτιάς χρώμα. Αλλά δεν επειράχτηκε, γιατ' είδα να ξεβάψη γλήγορα πάλι και να με γλυκοτηρά.
Έτσι περάσαμε όλο το δρόμο, ως το χωριό. Εγώ παντού την επεριποιόμουν. Εγώ την ανεβοκατέβαζα από το ζώο μου στους ανήφορους και στους κατήφορους, εγώ την έπιανα από το χέρι στα ποτάμια και στους γκρεμούς, εγώ την επότιζα νερό με τ' αχώριστο πιξαρένιο καυκοπουλό μου στες κρυόβρυσες του Πίνδου, εγώ της έδωκα το ψάθινο σκιάδι μου, πώφερνα πάντα στα ταξείδια, για να μη την κάψουν τα λιοπύρια του Θερτή. Κι αυτή όλο μ' ευχαριστούσε και μου χαμογελούσε γλυκά, κ' εγώ, αμίλητος πάντα, όλο ανατρίχιαζα γλυκότερα μέσα μου.
Κάποτε τη ρώτησα στο δρόμο να μου ειπή πού χτύπησε.
— Πουθενά, μώλεγε αυτή συμπαθητικά. Αλλ' από τ' αλαφρό σούφρωμα τ' άμορφου προσώπου της κι από το συχνό βάλσιμο του χεριού της στη μέση, κατά τα νεφρά, ένοιωθα 'γω ότι χτύπησε κι ότι πονούσε και τόκρυφτε. Όσο που της είπα μια φορά.
— Μα, μη το κρύβης από μένα.
Τώρα που με κύτταξε, τα μάτια της ήταν υγρότατα και στην υγρότη τους μέσα ξάνοιξα σα μέσα σε καθαρή ανάβρα, πως είχαν βουρκώσει και τα δικά μου.
Κι άλλη μια φορά τη ρώτησα πώς έκαμε κ' έπεσε στη λαγκαδιά εκεί κάτου.
Κι αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο:
— Μ' είχε συνεπάρει… κάποια συλλογή… η πρωινή νύστα,… το
ξημέρωμα… ξέρω κ' εγώ… το τραγούδι σου…
Δεν είπεν άλλο. Χαμήλωσε και τα μάτια. Ούτ' εγώ μπόρεσα να την τηράω περισσότερο κατά πρόσωπο γιατ' ο λόγος της τούτος άναψε θέρμη μες τα μελίγγια μου.
Ύστερ' από καμμιά δεκαριά μέρες απαντηθήκαμε σ' ένα στενό κατηφορικό δρόμο του χωριού. Εγώ ανέβαινα κι αυτή κατέβαινε. Βαστούσε στ' αριστερό χέρι της κατιφένιο σακκουλάκι, πλουμισμένο με μετάξι απ' όξω και γιομάτο από βιβλιαράκια. Ήταν πρωί ακόμα. Δεν είχε πάει δυο βουκέντρες ο ήλιος. Χαιρετισθήκαμε. Κύτταξα ότι κ' εγώ κι αυτή σφίξαμε τα χέρια μας και δε μας έρχονταν να τ' αφήκουμε ο ένας τ' αλλουνού. Στα πρόσωπα είχαμε γίνει κ' οι δυο, σαν το καρπό της κερασιάς όταν ουρμάζει, κατακόκκινοι. Κι όσο τηράγαμε ο ένας τον άλλον κατάματα, τόσο πλειότερο ανάφταν η όψες μας κ' υγραίνονταν τα μάτια. Τη ρώτησα:
— Πώς πάει το χτύπημα;
— Τώρα,… με πονεί εδώ.
Μου είπε γλυκά και μώδειξε με το χεράκι της δίπλα στο πλευρό της κατά το ψυχικό.
Καταλάβατε τ' ήθελε να 'πη η κόρη;
Ε, σας φτάνουν ως εδώ, τάλλα δε σας τα φανερώνω.
— Ακούστε, χωριανοί! Ταχιά, που θα σημάνουν η καμπάνες, να σκωθήτε όλ' σας, για να πάμε για μάρμαρα! Όποιος δε σκωθή και δεν πάη, νάχη τ' Άι-Νικόλα την κατάρα!
Τέτοια διαλάλησε προσταγή το σαββατόβραδο στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια ο πρωτόγερος, ανεβαίνοντας σε ξάγναντους και σε πεζούλια απάνου, ακουμπώντας κατά πίσω το χοντροκαμωμένο κορμί του στο δεκανίκι του το κρανένιο και προβάλλοντας κατά 'μπρός τ' ανοιχτά στήθια του, ως νάθελε να βγάλη μες από τα σωθικά όλη του τη βροντερή φωνή και να την χύση σ' όλο το χωριό γύρα.
Και το ταχύ, μόλις ετσάκισαν τα εφτά μεσάνυχτα κ' έσκασε μες τ' ανατολικά κορφοβούνια το λαμπρότατο αστέρι, ο Γελαντζής, ξάφνου μαζί κ' η πέντε καμπάνες των αψηλών μας καμπαναριών ανατάραξαν το χωριό, σκόρπισαν από τα ματόφυλλα των χωριανών τον γλυκόν αυγερινό ύπνο, σαν ανεμοζάλη ωργισμένη που σηκώνετ' άξαφνα και σκορπάει την πάχνη και την καταχνιά που πλακώνουν την πλάση.
Η καμπάνες χτυπάνε ζωηρά κι αδιάκοπα. Άλλες με παιδιάτικους ασημένιους ήχους, μαθημένες από τα παιδιά που κράζουνε στο σχολιό σημαίνοντας αυγή κι απόγιομα κι άλλες με ήχους θλιβερούς και βαρύτατους συνηθισμένες από τους θανάτους κι από τα ξόδια που συχνότερα διαλαλούσαν· και μια, η μεγαλύτερη του καμπαναριού τ' Άι-Νικόλα, τρυπημένη κατάκορφ' από τουφεκιά κλέφτικη, ξεχώριζε απ' όλες με το βραχνό και σχισμένον ηχό της.
Τ' αυγουστιάτικο το φεγγάρι, κυκλωμένο κι ολόλαμπρο, έφεγγε καταμεσής τ' ουρανού, ίσκιωνε τες φυτιές και τα λαγκάδια, τες σπηλιές και τα ριζιμιά, τους φράχτες και τους πλοκούς, τα κλαριά και τες στοιβανιές· κ' εφώταε περίγυρα τα βουνά όλα και τους γκρεμνούς και το χωριό μέσα. Ήταν θεού χαρά. Μέρα η νύχτα. Τα καλτερίμια των ανηφορικών δρόμων του χωριού, η πέτρινες ρούγες, τα μαρμαρένια πεζούλια, η αφρόπλακες και τ' ασπρολίθια των σπιτιών γιάλιζαν, λαμπύριζαν στο σεληνόφωτο. Άνοιγαν ανάρια κι αραδαριά τα παραθύρια τα καγγελωτά, σα βάρυπνα μάτια μεγάλα, κ' έφεγγαν μέσα τα σπίτια. Ύστερ' άνοιγαν πόρτες και παραπόρτια κ' εχύνονταν στους δρόμους πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα κ' έπερναν τον ανήφορο.
Η καμπάνες ολοένα δε σταμάταγαν. Τα πλήθη όσο ψηλότερ' ανέβαιναν τόσο συμπυκνώνονταν, κι αγάλια αγάλια οι κορφινοί του χωριού δρόμοι ώμοιαζαν σκοταδερές ρεμματιές και λαγκάδια δασιά, τόσο μαυρολογούσαν. Κι ο θρος, οπ' ακούγονταν στα χαμηλώματα, στα καλτερίμια και στα χαλίκια από τα πατήματα των λιγοστών διαβατών, σιγά σιγά γένονταν τον ανήφορο σάλαγος, κι από σάλαγο πλιο ψηλά χλαλοή. Κι από τη χλαλοήν αυτή τη μεγάλη και αφ' το πολύ το σημανταριό ξαφνισμένα τα ορνίθια ξύπναγαν στην κούρνια τους και φώναζαν κι αυτά πάρωρα. Και πίσω πίσω οι δημογέροντες του χωριού με τες κραυγές και με τα βιολιά, από ρούγα σε ρούγα κι απ' αυλόπορτα σ' αυλόπορτ' ανηφορώντας, ξύπνιζαν κ' έπαιρναν ομπροστά όσους δε δυνήθηκαν να ξυπνίσουν η καμπάνες.
** *
Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομμένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο τόν' απάν' από τάλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή. Και με το σχήμα του το τριγωνικό μοιάζει τη νύχτα, με τ' αναμμένα τα φώτα, σα μέγα πολυκάντυλο το χωριό μας.
Βγήκανε στην κορφή απάνου. Εδώ σώνεται ο ανήφορος, κι ανοίγονται στρωτά σάδια και πλαγιές. Συμπυκνωμένο εδώ το πλήθος σωρούς σωρούς, μαύριζε τα σάδια και τες πλαγιές. Ως πούρθαν κ' οι δημογέροντες με τα βιολιά. Με τα βιολιά τώρα, με τες χαρές και με τα τραγούδια που κάμανε πέρα, σμιγμένοι και χωριστά οι άνδρες από τες γυναίκες, δεν παράλλαζαν από συμπεθεριό κι από ψίκι. Ένα μοναχά. Οπ' ούτε νύφην ούτε γαμπρό πήγαιναν για να πάρουν. Με τες τριχιές ριγμένες πισόπλατα, είτε κρεμάμενες από τα χέρια, πήγαιναν για τα μάρμαρα.
Είχε καή το χειμώνα η πλιο μεγάλη εκκλησιά του χωριού μας, ο Άι- Νικόλας, και το καλοκαίρι εκείνο την ξανάχτιζαν οι χωριανοί. Πλέρωναν μοναχά τα μεροδούλια των μαστόρων και κουβαλούσαν αυτοί από τα βουνά απάνου κάθε βδομάδα την πλάκα και τα μάρμαρα.
Εκεί που τελειώνουν πλέον τα σάδια κι αρχίζει πάλε η μπροστέλλα του βουνού, εκεί ήταν τα μάρμαρα. Εκεί με τους κασμάδες και με τους λοστούς δουλεύοντας όλο το μεροβδόμαδο τάχαν αραδιάσει σωρούς σωρούς χοντροκομμένα τ' αφράτα μάρμαρα οι μαρμαράδες. Σαν ο γονός του μελισσιού που ρίχνει και φεύγει από το κρινί και σκαλώνει απανωτό στριμωμμένο στο πρώτο κλωνάρι του κλαριού που τυχαίνει μπροστά του και το κλωνάρι μαυρίζει ολόβολο, έτσι μαύρισαν τώρα τα κάτασπρα εκείνα κι αστραφτερά σα χιόνια μαρμαροσώρια, από τα πλήθη που κόλλησαν απανουθιό τους. Άντρες και γυναίκες, δίπλωναν τες φλοκάτες τους σταυρωτά κατά πίσω, τες πίστρωναν ύστερα σα προσκέφαλα κ' εφορτωνόνταν ένας με τον άλλον τα θεόρατα μάρμαρα. Ως που φορτώθηκαν όλοι κι ως π' αναλήφτηκαν από μπροστά οι άσπροι σωροί.
Όταν ξεκίνησαν τον κατήφορο κατά το χωριό, χάραζε.
Άχνιζε τώρα κατά τη δύσι του το φεγγάρι και στ' ανατολικά κορφοβούνια, εκεί που πρώτα έλαμπε ο Γελαντζής, έσκαε ο Αυγερινός τώρα. Ο Μπάρρος, ο Καταρραχιάς, τ' Αυτί, η Νύφες κι άλλες ολόγυρα κορφές ασπρογάλιαζαν στο γλυκοχάραμμα. Πλήθος αυλάκια αφρόδροσα, οπ' έρχονται από τα κεφαλόβρυσ' απάνου κι οπ' αυλακώνουν εδώ κ' εκεί ολούθε τα πλάγια εκείνα, ξύπναγαν στα πατήματα του λιθοφορτωμένου κόσμου και με τα τρυφερά τους μουρμουρητά έλεγες ότι τόνα ρωτάει τάλλο, νυσταγμένο το μαύρο ακόμα, για το ξαφνικό εκείνο και παράωρο ποδοβολητό του λαού. Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμώταν, έλουε τον ώμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκειά του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.
** *
Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφορο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι' αυτοί, και πίσω το πλήθος. Και πάρα πίσω ακόμα, τα ξακουστότερα του χωριού παλληκάρια, οπού συν τρία και συν τέσσερα μαζί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους ώμους τους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους. Εδώ θυμώνταν κανένας τους παλιούς αντρειωμένους των τραγουδιών, τους σαραντάπηχους των παραμυθιών.
Κάπου κάπου σταμάταγαν για να ξανασάνουν και να συγκεντρωθούν.
Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ' ύστερ' από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησιάς, η χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπά τους. Τα λιθοσώρια οπ' άσπριζαν ολονυχτής στο βουνό απάνου, λαμποκοπούσαν τώρα στο περιαύλι της εκκλησιάς· και γύρα τους ολόρθος ο κόσμος του χωριού, ξεφορτωμένος και κατακόκκινος και χαριτωμένος κι ώμορφος και λαμπρός, εδέχονταν με χαρές και με παινετικά λόγια τους αντρειωμένους, οπού στερνοί στερνοί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους των ώμους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους.
Είχαν οι μαστόροι τώρα για μια βδομάδα μάρμαρα να δουλέψουν. Ως το σαββατόβραδο τάλλο, που ο πρωτόγερος θα φώναζε πάλι στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια το συνηθισμένο διαλάλημά του.
— Ακούστε, χωριανοί! Ταχιά, που θα σημάνουν η καμπάνες, να σκωθήτε όλ' σας, για να πάμε για μάρμαρα! Όποιος δε σκωθή και δεν πάη νάχη τ' Άι- Νικόλα την κατάρα!
Η ΕΙΚΟΝΑ…………………… Σελ. 7
ΣΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ………………… » 26
ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΚΑΛΑΜΕΝΙΟΥ » 44
ΤΟ ΣΟΥΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟ……………… » 53
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΚΑΣΤΡΙΤΣΑΣ…….. » 62
Η ΔΑΣΚΑΛΑ……………………. » 76
ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ…………………… » 90
Εν Φιλιππουπόλει
Τη ευγενεί φροντίδι του κ. Π. Α. Ψαλτίδου
Σώμ.
Α. Γ. Αναστασιάδης 2
Γρηγορ. Α. Κοτίτσης 2
Π. Α. Ψαλτίδης 2
Γεώργιος Ιωάννου
Π. Βογιαρίδης
Α. Κ. Τσιάτσιος
Β. Κ. Δημητριάδης
Π. Κιτανίδης
I. Αναστασιάδης
Β. Σίμτσιος
Στέφανος Σωτηριάδης
Ηλίας Ν. Λαβέτσης
Δημήτριος Άγγελος
Γεώργιος Θεοδώρου
Αργύριος Αποστόλου
Αργύριος Λυγαριάς
Γεώργιος Πιστόλας
Χριωσαριάδης
Μ. Β. Κούρτογλους
Αχιλλεύς Καρομφολίδης
Γεώργιος Γκένογλου
Απόστολος Ν. Κόζας
Γ. Παπαδόπουλος
Δημοσθένης Χουρμούζης
Βασίλειος Δ. Μοίρας
Στέργιος Αποστόλου
Γεώργιος Υψηλάντης
Γ. Βαλταρίδης
Χ. Γρηγοριάδης
Μενέλαος Κωνσταντινίδης
Στυλιανός Κ. Καραστάς
Μ. Μοντεσάντος
Αθ. Θωμίδης
Α. Ζαχαριάδης
Αθ. Δ. Φαρέσης
Β. Ζαρζαβατσής
Θεόδωρος Μ. Ταλαμποκίδης
Αναστάσιος Χλοΐδης
Δημήτριος Παρόπουλος
Παρ. Παππαδόπουλος
Χρήστος Ν. Καζάσης 2
Εμμ. Αθανασιάδης
Δημήτριος Ραφανίδης
Αθανάσιος Αποστολίδης
Σωτήριος Τσεκερδέκης
Δημήτριος Γ. Παλαγκίας
Αργύριος Αλεξίδης
Πέτρος Διάκος
Ευάγγελος Μπαρμπέρης
Δονάτος Σπανόπουλος.
Γ. Π. Βασιλείου
Εν Αθήναις
Τάκης Αραβαντινός 50
I. Κ. Μπίτσιος 8
Γ. Πίκος 5
Εν Πειραιεί
Ν. Κ. Μπίτσιος 29
Εν Τρικκάλοις
Γ. Πίχτος 45
Εν Πάτραις
Π. Πριμικύρης και
Σπ. Παπαθανασίου 50
Εν Βουκουρεστίω
Μ. Τσιπόγιας 10
Εν Τούλτση
Θ. Ασλάνης 10
Εν Λευκάδι
Περικλής Κοκκότης
Ηλίας Βαρλαμίτης
Δ. Γ. Μήτσος
Α. Δ. Σταύρος
Γ. I. Φλώρος
Κ. Φατούρος
Θ. Μαχαιράς
Χρ. Οικονομίδης
Ε. Θεριανός
Γ. Β. Λούρος
Αθ. Πολύμερος
Άλλαι αγγελίαι δεν επεστράφησαν ακόμη.
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
Εκ του Τυπογραφείου της ΕΣΤΙΑΣ 1894 — 388
ΑΓΡΟΤΙΚΑ [ποιήματα]….. Δρ. 1. — και Φρ. Χρ. 1
0 ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ… » 1. — » » » 2
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ….. » 1. — » » » 1
Η ΓΚΟΛΦΩ [ποιμενικό ειδύλλιο].
Τιμάται δραχμής.
Εν Αθήναις εκ του Τυπογραφείου της Εστίας 1894 — 388.