Title : Αι δύο διαθήκαι
Author : Polyvios Demetrakopoulos
Release date : June 13, 2010 [eBook #32796]
Language : Greek
Credits : Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in italics have been included in _. A correction indicated at the end of the book has been incorporated in the text.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες έχουν περικλειστεί σε _. Το κείμενο διορθώθηκε βάσει ενός παροράματος που αναφέρεται στο τέλος του βιβλίου.
(Εικόνες τον κ. Φρίξου Αριστέως)
ΑΘΗΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΤΕΝΑ 1901
Αναρίθμητοι συμβουλαί εδόθησαν προς τους ανθρώπους και αναρίθμητα συμπεράσματα εκ της λογικής και της πείρας απορρέουσι καθ’ εκάστην, τα οποία, όχι μόνον εις όσους τα ήκουσαν, αλλά και εις όσους τα συνήγαγον, κατ' ουδέν εχρησίμευσαν.
Τα όντα θα εκλείψωσιν εκ της γης κατ' ουσίαν αμετάβλητα, ο δε τελευταίος άνθρωπος δεν θα διαφέρη από τον πρώτον, ειμή κατά το ένδυμα και κατά το όπλον — αμφότερα τελειοποιημένα.
Ο πρώτος Κάιν εδολοφόνησε τον αδελφόν του.
Ο τελευταίος Κάιν θ' αυτοκτονήση από ανίαν και πλήξιν, διότι ούτε αδελφόν θα εύρη δια να δολοφονήση.
Δια τούτο συμπεράσματά τινα, τα οποία συνήγαγον εκ των πραγμάτων του κόσμου, θεωρών άχρηστα δια τον εαυτόν μου και άχρηστα διά τους ανθρώπους, εθεώρησα καταλληλότερον να τα κληροδοτήσω εις τον Πετεινόν μου.
Τις οίδεν εις εποχήν, καθ' ην οι έρωτες και οι πόλεμοι διεξάγονται εντιμώτερον και ιπποτικώτερον παρά τοις πετεινοίς, ή παρά τοις ανθρώποις, ίσως ευεργετήσω τον Πετεινόν μου διά της αχρήστου φιλοσοφίας μου.
Φίλε κ. Δημητρακόπουλε
Γίνεται τωόντι δυστυχής ο άνθρωπος διά της γνώσεως; και πρέπει άρα να πεινάση η καρδία, διά να τραφή ο νους, όπως πρέπει να μαρανθή το άνθος, ίνα ωριμάση ο σπόρος; Άλυτον μένει και θα μείνη ίσως πάντοτε το πρόβλημα, όσον καταφατικώς και αν απαντώσιν οι ποιηταί, όσον αρνητικώς και αν αποφαίνονται οι επιστήμονες. Τις όμως θ' αρνηθή, ότι πάσα, και η ελαχίστη γνώσις μας, διαλύει μίαν και μεγάλην πολλάκις πλάνην, και ότι η μεγίστη πάντως πλάνη του τελείου αυτού, αλλά και ατελούς συνάμα όντος, όπερ καλείται άνθρωπος, είνε η πλάνη της επιγείου ευτυχίας; Όλη μας σχεδόν η ζωή αναλίσκεται και φθίνει εις επιδίωξιν της ευτυχίας ταύτης. Μόλις ανοίγεται κατάπληκτος προς το φως του βίου ο δειλός ημών οφθαλμός, και βλέπει — νομίζει ότι βλέπει — μακράν, εις τα βάθη του κυανού ορίζοντος της ζωής, λάμπον το φαεινόν της ευτυχίας είδωλον. Μακρός φέρει εκεί και τραχύς και ανάντης ο δρόμος· τι πειράζει; και τι μας μέλει της οδού το μήκος και η τραχύτης; Είμεθα νέοι, ακμαίοι και σφριγώντες. Γλυκείς, αόριστοι και ανεπίγνωστοι πόθοι, ογκούσι τα στήθη μας και θερμή σφύζει εντός της καρδίας ημών η άπληστος ελπίς. Εμπρός, εις κατάκτησιν του ωραίου ειδώλου! Και τρέχομεν γοργοί και ασθμαίνοντες προς την γόησαν εκείνην, την τόσον επαγωγόν και οιονεί προσμειδιώσαν και καλούσαν ημάς φωτατμίδα. — Πώς; Εφθάσαμεν ήδη τόσον πλησίον της; Ναι! έν έτι βήμα, και την συνελάβομεν εις την πρώτην καμπήν της οδού. Εκτείνομεν την χείρα. . . την έχομεν, την εδράξαμεν! — Όχι· ηπατώμεθα παράδοξον οπτικήν απάτην. Το επίχαρι εκείνο και θέλγον φάσμα ήλλαξε μορφήν και μετέβαλεν όψιν· ουδ' είνε πλέον εγγύς ημών, υπό τους δακτύλους μας αυτούς, ως επλανώμεθα πιστεύοντες προ μικρού. Απεμακρύνθη, υπεχώρησεν εις τα βάθη του ορίζοντος, αλλά φέγγει πάντοτε, και προσμειδιά και μας καλεί. Είνε πάντοτε η ευτυχία! Και αρχίζει πάλιν ο δρόμος ο ταχύς, και πολλάκις επαναλαμβάνεται, καθ' όσον μεταλλάσσει προ ημών μορφήν η γοητευτική οπτασία. Αποκάμνομεν πολλάκις τρέχοντες κατόπιν της, προσοχθούμεν ενίοτε, ολισθαίνομεν άλλοτε και πίπτομεν. Αλλ' εγειρόμεθα πάλιν ακάματοι και διώκομεν όση δυνάμει το μάγον όραμα, το πάντοτε προσμειδιών και πάντοτε νέον. Πάντοτε νέον! ενώ ημάς κατέφθασεν ήδη βραδυπατούν όπισθεν ημών το γήρας, και ήρχισε παραλύον των ποδών ημών τα νεύρα. Δεν δυνάμεθα πλέον να τρέξωμεν, αλλά βαδίζομεν όμως, και βαδίζομεν εκεί, εκεί πάντοτε, προς το φωσφορίζον είδωλον ατενώς εστραμμένοι. Βαίνομεν ήδη, βραδέως, ολονέν βραδύτερον, συρόμεθα μόλις επί της ατέρμονος οδού, αιμάσσομεν τους πόδας ημών κατά των πετρών της, εξαντλούμεθα, και καταρρέομεν τέλος λιπόθυμοι εν μέσω του δρόμου, μετά το έσχατον, ολιγοδρανές ημών βήμα. Μόλις έχει την δύναμιν το στήθος ημών να εκπνεύση την υστάτην αυτού πνοήν· αλλά το ύστατον όμως και θνήσκον ημών βλέμμα ατενίζει πάντοτε προς τον απατηλόν εκείνον αντικατοπτρισμόν, τον ακτινοβολούντα εις τα βάθη του ορίζοντος. Ω! αν είχομεν έτι δυνάμεις! διότι την πλάνην την έχομεν πάντοτε, όσον και αν επλανήθημεν. Πόσοι όμως εξ ημών αναγνωρίζουσι κατά την τελευταίαν εκείνην και μοιραίαν στιγμήν, ότι πλανηθέντες ηυτύχησαν, ότι αυτή ακριβώς η τοσάκις επαναληφθείσα γοητεία υπήρξεν η ευτυχία των; Πολλοί, οι πλείστοι, καταρώνται την μοίραν, ότι τους επλάνησεν, αντί να καταρώνται αυτήν, ότι τους εξήγαγε της πλάνης. Δεν ενθυμούνται πόσον ηυτύχουν, ότε επίστευον εις έρωτα ψευδή· ελησμόνησαν, πόσον ήσαν ευδαίμονες, ότε υπελάμβανον αρραγή την υπόσαθρον αφοσίωσιν ευγλώττου φιλίας, ή ελικνίζοντο υπό των ροδίνων ονείρων της δόξης, ή ανέπλαττον κενήν μακαρίαν πλούτου και τιμών και μεγαλείων· ουδέ συλλογίζονται πόσον αρρήτως υπήρξαν δυστυχείς, ότε η σκυθρωπή αλήθεια ανέστη μαύρη προ των οφθαλμών των, αποκαλύπτουσα της γυναικός την προδοσίαν, και του φίλου τον δόλον, και της δόξης τον εμπαιγμόν, και των μεγαλείων την μηδαμινότητα.
Άλλοι, οι πλούσιοι το πνεύμα, οι περίεργοι, ζητούσι να ανατάμωσι την στιλπνήν πομφόλυγα, ήτις περιέπεσε τυχόν εις τας σοφάς αυτών χείρας, και εκρήγνυνται εις αράς και βλασφημίας, όταν εκείνη διαρραγή εις ατμόν και μηδέν, ως αναλύονται εις κλαυθμούς τα περίεργα νήπια, όταν σπαράττωσι τα χάρτινά των ανάκτορα, όπως ανεύρωσιν εντός αυτών τον χρυσοστεφή βασιλέα. Διώκουσι την βασιλείαν των ουρανών, και λησμονούσιν, ότι μόνον εις τους πτωχούς τω πνεύματι επεφύλαξεν αυτήν ο Θεός.
Τας σκέψεις ταύτας μου ανεκίνησεν η ακρόασις των αποσπασμάτων των Δ ύ ο Δ ι α θ η κ ώ ν σας, όσα είχετε την ευμένειαν να μου αναγνώσετε πρό τινων ημερών. Συμπίπτουσιν, ως βλέπετε, κατ' ουσίαν προς την κυρίαν ιδέαν, ήτις σας τας υπηγόρευσε· χαίρων δε παρετήρησα, ότι η αποφθεγματική μορφή, δι' ης ενεδύσατε τας βαθείας πολλάκις και πρωτοτύπους παρατηρήσεις σας, — μορφή ακροσφαλής ενίοτε και ανιαρά εις τον αναγνώστην, τον αποστέργοντα συνήθως την αξιωματικήν διδαχήν — έχει τουναντίον παρ' υμίν πολλήν την χάριν και την εγκρατή αρτιότα, χωρίς να παραβλάπτεται εκ της αποφθεγματικής συντομίας η ευκρίνεια των νοημάτων.
Αν η πλάνη εκείνη της ευτυχίας, περί ης έλεγον προ μικρού, και περί της οποίας τόσα διδάσκει ευφυώς ο μαδηθείς πετεινός σας, — ο κατά Διογένην πλατωνικός άνθρωπος — γίνεται κατ' εξαίρεσιν ενίοτε και πράγμα, το πράγμα τούτο εύχομαι εις το βιβλίον σας. Αν δε η γνώσις — ως την εννοεί ο ελληνικός λαός — δεν αποκλείει πάντοτε την ευτυχίαν, έστω και εμού και υμών ευχή, επ' ευκαιρία του προσεχώς ανατέλλοντος νέου έτους και νέου αιώνος, να καταπέση τέλος κόκκος ολίγης γνώσεως εις τους ελέω καθολικής ψηφοφορίας άρχοντας της Ελλάδος, και κόκκος ολίγης ευτυχίας εις τους εν αυτή ελέω φατρίας αρχομένους. Καιρός είνε, νομίζω.
Εν Αθήναις, τη 20 Δεκεμβρίου 1900
Άκουσέ με καλώς· απεφάσισα να μη σε φάγω, αλλά να σε καταστήσω σοφόν μεταξύ των ομογενών σου. Δεν λέγω όμως να σε κάμω και άνθρωπον. Πρόσεξε· να γίνης σοφός, όσον αρκεί δι' ένα πετεινόν· διότι εάν γίνης σοφός, όσον αρκεί δι' ένα άνθρωπον, δεν θα βραδύνη η ώρα, όπου θα βγάλης τα μάτια του διδασκάλου σου.
2
Σε εισάγω εις τον κόσμον και έχεις ανάγκην όπλων, διότι εις έκαστον βήμα σου θα παλαίσης. Αλλά πρόσεξε μη φανερώσης εις ουδένα του οπλισμού σου το σύστημα, διότι θα νικηθής δι' αυτού του ιδίου.
3
Θέλεις να γίνης σοφός; μάθε όσα αρκούν διά να δυσπιστής προς την ιδίαν σου σοφίαν. Πρόσεξε όμως μη τα μάθης όλα, διότι δεν θα πιστεύης πλέον εις τίποτε.
4
Εφ' όσον βλέπεις, ότι το κράτος του πνεύματος δεν κατισχύει των προλήψεων και της ύλης, έκαστος δε δεν είνε υπεύθυνος διά τας ιδίας του μόνον πράξεις, εφ' όσον ο πατήρ ερυθριά διά τον υιόν και ο υιός διά τον πατέρα, η ευτυχία και η δυστυχία θα ήνε αι μάλλον και ακροσφαλείς καταστάσεις του βίου.
5
Μη επιδείξης ποτέ την τιμήν σου· είνε πράγμα, το οποίον, όσω πλειότερον εκθέτεις εις την κοινήν θέαν, τόσω μάλλον καθιστάς την υπόστασίν του αμφίβολον.
Επιδεικνύων την τιμήν σου εις τους διαβάτας, είνε ωσάν να λέγης:
— Βεβαιώσατέ με, χριστιανοί· είνε τάχα τιμή αυτό, που έτυχε να έχω, ή μήπως είνε τίποτε άλλο και κάμνω λάθος;
6
Μεγαλοποιείς τα προτερήματά σου; δίδεις υπονοίας, ότι έχεις ολιγώτερα των όσων προσπαθείς να επιδείξης· μεγαλοποιείς τα ελαττώματά σου; κινδυνεύεις να θεωρηθής ως υποκρύπτων πλειότερα.
7
Όταν ο δαίμων αποφασίζη να σε σύρη προς την καταστροφήν σου, δεν σε ωθεί προς αυτήν· σε έλκει.
8
Ο άνθρωπος είνε παραδόξως γελοίος· καταναλίσκει ολόκληρον την σήμερον, διά να σκεφθή τι θα πράξη αύριον.
***
Η αύριον δεν είνε ιδική σου· ανήκει ακόμη εις τον θεόν, ή εις τον διάβολον.
9
Η ισχύς, εις την μυθολογίαν των αρχαίων εσυμβολίζετο δι' αετού· σήμερον θα συναντήσης ισχυρούς, οίτινες, εάν είχον ιδιαιτέραν μυθολογίαν, θα εσυμβόλιζον την ισχύν των διά μικροβίου.
10
Μη ζητήσης να μετρήσης τον έρωτα με το ωρολόγιον· δεν έχει χρόνον ωρισμένον· όταν πάσχη, η στιγμή είνε αιών· όταν ευδαιμονή, ο αιών είνε στιγμή.
Διά του έρωτος μόνον κατορθούται η λύσις του μεγίστου μαθηματικού προβλήματος· να μετρηθή το απείρως σμικρόν διά του απείρως μεγάλου. Ε, είνε αρκετόν το θαύμα τούτο, διά να μη ζητήσης και περισσότερα.
11
Θέλεις να μεταβάλης διά μιας την όψιν όλων των πραγμάτων; γίνου εμπαθής.
12
Βλακεία: το γήρας της νεότητος. Αχρειότης: η νεότης του γήρατος.
13
Όταν βλέπης μίαν υψηλότητα, αποφασίζουσαν να κύψη ολίγον, να την θεωρής ως ευρισκομένην χαμηλότερον και της ταπεινοτέρας ταπεινότητος.
14
Ο πλούτος δεν είνε πάντοτε πρόοδος· η πρόοδος είνε πάντοτε πλούτος.
15
Αλλοίμονόν σου όταν αρχίσης να ζης με αναμνήσεις· εγήρασες.
16
Ν' απεχθάνεσαι την γυναίκα ως υ π ο κ ε ί μ ε ν ο ν, να την λατρεύης ως α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο ν, να την υποφέρης ως ρ ή μ α, και να την καταδικάζης πάντοτε ως κ α τ η γ ο ρ ο ύ μ ε ν ο ν.
17
Να θεωρής τον ανεμοδείκτην ενός ανακτόρου χρησιμότερον ενός βασιλέως ανικάνου· τουλάχιστον δεν έχει ανάγκην εξόδων, και στρέφεται προς όλα τα μέρη του βασιλείου.
18
Φοβού τα τελειότερα εκ των θηρίων, και τους ημιτελείς εκ των ανθρώπων· εκείνα καθιστά θρασύτερα η τελειότης των, τούτους πανουργοτέρους η ατέλειά των.
19
Λάλησον και εκρίθης.
20
Από τους ανθρώπους, τους έχοντας το συμφέρον εις την θρησκείαν, να προτιμάς πάντοτε τους έχοντας την θρησκείαν εις το συμφέρον· τουλάχιστον οι δεύτεροι έχουν μίαν θρησκείαν, ενώ οι πρώτοι δεν έχουν καμμίαν.
21
Όσον άσημος και αν ήσαι, πρόσεχε και εις το απλούστερον βλέμμα σου· είνε ικανόν να δημιουργήση ολόκληρον ιστορίαν.
22
Θέλεις να πιστεύσουν ότι είσαι εγωιστής; διακήρυττε πάντοτε ότι είσαι μετριόφρων.
23
Ανεγνώρισες την αμαρτίαν σου; ημάρτησες κατά το ήμισυ· αποπειράσαι να την δικαιολογήσης; την εδιπλασίασες.
24
Όταν ίδης άνθρωπον θαυμάζοντα και λατρεύοντα την μορφήν του, γνώριζε ότι αυτός αγαπάται.
25
Το γήρας δεν άρχεται απ' εκεί, όπου λευκαίνεται η κόμη, αλλ' απ' εκεί, όπου μαυρίζει η καρδία.
26
Θ' ακούσης να λέγουν ότι ο Θεός είνε άνω, και ο Διάβολος κάτω· πλάνη· ρίψε έν βλέμμα εντός σου, και θ' ανακαλύψης τον ένα εκ τούτων κοιμώμενον, και τον έτερον αγρυπνούντα.
27
Το καθήκον δεν είνε λέξις, ήτις να μεταλλάση σημασίας αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρος εκάστου ανθρώπου· είνε συνθήκη καθιερωμένη διά της συμπράξεως θείου και ανθρωπίνου νόμου, προς διαιώνισιν της αρμονίας του κόσμου. Εάν δε και ο Θεός ακόμη εφωράτο παραβαίνων το καθήκον του, θα εδικαιούτο ν' αποδοκιμάση αυτόν και εκείνος ο σκώληξ της γης, διότι αφού άπαξ τον έπλασε, δεν θα είχε το δικαίωμα να διαταράξη την ευδαιμονίαν και την ειρήνην του βίου του.
28
Η κακία των ανθρώπων είνε απέραντος και ανεξερεύνητος, ως το χάος· είνε το αρνητικόν άπειρον του ηθικού κόσμου.
29
Προφύλαττε μετά προσοχής το θερμόμετρον της φιλίας, και έχε το πάντοτε υπό τας ακτίνας του ηλίου της ευτυχίας· μη το θέσης υπό σκιάν, διότι θα θραυσθή.
30
Μη πιστεύης ότι θ' αγαπάς ισοβίως· εάν συνέβαινε τούτο, η γη θα ήτο φωτεινοτέρα και του ηλίου, και θα είχομεν ρόδα και κατά τον χειμώνα.
31
Η ευσυνειδησία του παντοπώλου ζυγίζεται ακριβέστερον μόνον δια της ιδίας του πλάστιγγος.
32
Όταν σου ομιλούν περί γυναικός πανούργου, πίστευε, χωρίς να την ίδης, ότι δεν είνε πλέον ωραία.
33
Υπάρχει και κάτι χειρότερον από το σκότος των οφθαλμών· το μίσος, σκότος της ψυχής.
34
Όταν ίδης άνθρωπον, αρχίζοντα να επιδεικνύη την αξίαν του, μη δίδης πλέον προσοχήν εις αυτόν· την έχασε.
35
Θα ίδης πολλά μεγαλουργήματα εις την φύσιν, τα οποία θα σε καταπλήξουν· το άπειρον, ο ήλιος, οι αστέρες εις τον ουρανόν, και εις την γην. . . η γυνή όταν λέγη ψεύματα.
36
Η στιγμή της πραγματικής ησυχίας σου δεν είνε εκείνη, καθ' ην κοιμάσαι συ, αλλ' εκείνη, καθ' ην κοιμάται η συνείδησίς σου.
37
Μη σε ενθουσιάζη η πρόωρος πνευματική ανάπτυξις· πλησίον της ίσταται απειλητικόν το πρόωρον γήρας.
38
Εφ' όσον έχης στόμαχον και σάρκας, η απόλυτος αρετή είνε αυτόχρημα ουτοπία.
39
Μη πιστεύης ότι η επαγωγότης του λόγου είνε ιδιοφυία μόνον· είνε και σοφίας είδος, έστω και αν ο λαλών δεν λέγει μεγάλα πράγματα.
40
Μη μακαρίζης πάντοτε την ευτυχίαν· διότι η ευτυχία του ενός, είνε κατά γενικόν κανόνα απόρροια της δυστυχίας κάποιου άλλου.
41
Να μη υβρίσης ποτέ τον δημοσιογράφον· είνε φιλόπονος εργάτης, σπείρων δι' ημέρας και νυκτός, και δρέπων εν τέλει καρπούς, πολύ διαφορετικούς εκείνων, ους έσπειρεν· ανοίγει τους οφθαλμούς άλλων και χάνει τους ιδικούς του· ελευθερώνει χείρας και τον πνίγουν· παρέχει τέλος την ευγενεστέραν τροφήν εις τους άλλους, και συνηθέστατα δειπνεί με την ευτελεστέραν. Μάρτυς αιώνιος, του οποίου και η αποτυχία είνε μαρτύριον, και ο θρίαμβος μαρτύριον.
42
Αγάπα τον χορόν· είνε η λογική των ποδών.
43
Η τραγωδία μιας αδυναμίας, είνε πολύ υψηλοτέρα και δεινοτέρα από την τραγωδίαν μιας ανάγκης· ουδείς πόλεμος διεξήχθη πεισματωδέστερον από τον Τρωικόν, και πολύ συνηθέστερον συνέβη να κομματιασθούν δύο πεινασμένοι δι' έν βλέμμα, παρά δι' έν καρβέλιον.
44
Έχε εμπιστοσύνην εις την λεγομένην θ ε ί α ν ο ι κ ο ν ο μ ί α ν· δεν αφίνει τίποτε ίνα χαθή επί της γης· είνε μήτηρ φιλόστοργος, τόσον διά την διαιώνισιν του χρυσού, όσον και διά την διαιώνισιν των τ ε ν ε κ έ δ ω ν.
45
Μη παραδεχθής ποτέ ότι η ιστορία διδάσκει· είνε ανόητος ιδέα. Εάν η ιστορία εδίδασκε, δεν θα ήτον η μία σελίς της αντιγραφή της άλλης.
46
Το παρελθόν είνε κτήμα των παρελθόντων, και το μέλλον είνε κτήμα των μελλόντων. Το παρόν μόνον είνε ιδικόν σου, εφ' όσον δε έχεις αγρόν καλλιεργήσιμον, είνε ανοησία να χάνης τον καιρόν σου καταπατών αγρούς, ανήκοντας εις άλλους.
47
Όταν ακούης αλήθειαν, ήτις, μόλις προφερομένη, αναγνωρίζεται παρ' όλων, έσο βέβαιος, ότι δεν είνε προωρισμένη να εξασκήση μεγάλην επιρροήν επί της τύχης της ανθρωπότητος.
48
Μη φοβηθής ποτέ την ειμαρμένην είνε η μάλλον θρασύδειλος θεότης, εξ όσων εφιλοξένησεν ο ουρανός, ή συνέλαβεν η ανθρωπίνη φαντασία. Επιτίθεται κατά της αδυναμίας και της δειλίας, και υποχωρεί προ της δυνάμεως και του θράσους. Η αυθάδεια την καταπλήττει και την τρέπει εις φυγήν. Ομοιάζει με τον θρασύδειλον κύνα, όστις σου επιτίθεται άνευ λόγου, αρκεί δε μόνον να προσποιηθής, ότι κύπτεις ίνα λάβης λίθον εκ της γης, διά να φύγη ουρλιαζόμενος.
49
Προσευχήθητι και οργίασε κατόπιν, διά να εννοήσης τι εστι προσευχή· οργίασε και προσευχήθητι, διά να εννοήσης τι εστι όργιον.
50
Ουδέποτε ν' αμφιβάλης, ότι η αύριον δεν βραδύνει επί πολύ διά τα έθνη, τα προωρισμένα να ζήσουν.
51
Μη αποπειραθής ματαίως ν' ανακαλύψης το μυστήριον της Δόξης· είνε φίλτρον μαγικόν, το οποίον άλλοτε παρασκευάζεται με τα ακριβώτερα βότανα, και άλλοτε με καθαρό νερό.
52
Απόφευγε την πρώτην λέξιν και επιφύλασσε πάντοτε δια τον εαυτόν σου την τελευταίαν· ουδέποτε δε να λαλής πριν εξημερώση, όσον και αν ήσαι βέβαιος ότι και τούτο θα γίνη.
53
Υποπτεύου πάντοτε τον θόρυβον· πίθος πλήρης ουδέποτε θορυβεί· ο κενός, ορχήστρα ολόκληρος.
54
Μη εμπιστεύεσαι εις την όρασιν του ανθρώπου· σπανιώτατα αντιλαμβάνεται όπως βλέπει· συνηθέστατα βλέπει όπως αντιλαμβάνεται.
55
Ουδέποτε προς μέτρησιν της ηθικής του άλλου να μεταχειρισθής την ιδικήν σου· διότι τόσω μείζονα εμπιστοσύνην έχεις εις το μέτρον σου τούτο, όσω περισσότερον τυγχάνει βεβλαμμένον και ελλειπές.
56
Η ψυχή της μεγάλης τέχνης δεν είνε όγκος, όστις δύναται να προσπέση εις τας αισθήσεις σου ευθύς αμέσως· είνε έν σημείον ελάχιστον· σου διέφυγε το σημείον αυτό; σου διέφυγεν ολόκληρος η ψυχή της· δεν ενόησες τίποτε.
57
Ξεύρεις; αι γυναίκες κλαίουν συνήθως, αλλά μη δίδης εις τούτο προσοχήν πάντοτε. Εάν οι κροκόδειλοι εγνώριζον πώς κλαίουν αι γυναίκες, βλέποντες κανένα κλαίοντα μεταξύ αυτών, θα έλεγον προς χλευασμόν του:
— Κύτταξε! αυτός ο κροκόδειλος κλαίει σαν γυναίκα.
58
Μη εμπιστεύεσαι εις τας χείρας, όσον επιμελώς και αν εκαθαρίσθησαν από μιας κηλίδος·
έφτιασε και το λελέκι άλλην μια φωληάν παρέκει, μα δεν πρόφθασε να μείνη και τη λέρωσε κ' εκείνη!
59
Ν' αγαπήσης άπαξ, είνε αίσθημα· ν' αγαπήσης δις, είνε τέχνη· ν' αγαπήσης τρις, είνε έξις· τετράκις, ανισορροπία· και πέραν; — ω θεέ μου!. . .
60
Υπάρχουσι καταπλήξεις, υπάρχουσι κεραυνοβόλα θεάματα, προ των οποίων δύνασαι να βάλης ένα στεναγμόν. Αλλ' υπάρχουσι και κεραυνοί, οίτινες σε μεταβάλλουσιν εν ακαρεί εις ψυχρόν και αναίσθητον αυτόματον, αφαιρούντες εν τέλει και αυτού του άλγους την συναίσθησιν. Το πνεύμα παύει τότε λειτουργούν, η δε καρδία μεταπίπτει διά της υπερευαισθησίας εις την εντελή αναισθησίαν. Τη αληθεία όμως, η τοιαύτη ακαριαία άμβλυνσις του αισθητικού, αποτελεί μεγίστην ευεργεσίαν εκ μέρους της φύσεως, αποτελεί ασπίδα ισχυράν κατά των υπολοίπων πληγών, ας δύναται να καταφέρη· εξακολούθητικώς ο αγρίως διεγερθείς περιβάλλων σε κόσμος, και κηρύξας αμείλικτον πόλεμον κατά του περιβαλλομένου εν σοι. Εις την περίστασιν ταύτην, η αναισθησία είνε αληθής ηρωισμός.
61
Τρέμε, δυστυχή, τον ηθικόν θάνατον· είνε τόσον τρομερώτερος του φυσικού, ώστε η ανάστασις των ζώντων είνε έργον πολύ μεγαλείτερον από την ανάστασιν των νεκρών· εάν εδοξάσθη ο Ιησούς, εδοξάσθη μόνον διά το πρώτον.
62
Αληθώς η δυσκολωτέρα γνώσις, είνε η γνώσις σεαυτού.
Νομίζω μάλιστα, ότι εν όλω τω δικαίω του ηδύνατο να θεωρηθή ως μεγαλοφυής και ο μωρός ακόμη εκείνος, όστις θα εξύπνα μίαν πρωίαν και θα έλεγεν εις τον υπηρέτην του:
— Φίλε μου, σε αποβάλλω της υπηρεσίας μου, διότι, διά να υπηρετής άνθρωπον σαν εμέ, ή πολύ ανόητος πρέπει να ήσαι, ή πολύ αχρείος!
63
Η καρδία· μέλος των εντοσθίων σου, αιωνίως αιχμάλωτον, σύρον μόνον σε, και συρόμενον από όλους τους άλλους.
64
Ο Θεός· το ηθικόν στήριγμα της συνειδήσεώς σου, παρά του οποίου σπανίως ζητείς συγγνώμην διά την χθες, πάντοτε όμως αναθέτεις εις αυτόν την φροντίδα της αύριον. Με την σήμερον, ο Θεός δεν έχει καμμίαν σχέσιν.
65
Όταν συναντάς έρωτα πολύ θερμόν και ολίγον ειλικρινή, να του συμβουλεύης ψυχρολουσίας και νοσοκομείον.
66
Ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξη εν τω κόσμω ισότης· υπάρχει όμως και πρέπει να υπάρχη ισορροπία, ήτις, κατά θείαν πρόνοιαν, έχει διακανονισθή ούτως, ώστε να επιτυγχάνεται και δι' αυτής της ανισότητος.
67
Όταν βλέπης, ότι ο βασιλεύς κάμνει τον ένα μόνον να μειδιά, έσο βέβαιος, ότι πέριξ χίλιοι κλαίουν.
68
Απόφευγε όρνιθα την οποίαν δεν αγαπάς· ουδέν ανιαρώτερον από την αφοσίωσιν και από τα κακαρίσματά της.
69
Σεβάσθητι τα δάκρυα του πρώτου έρωτος υπέρ πάντα τα άλλα· εμπερικλείουσιν ολόκληρον το μυστήριον της δημιουργίας και της διαιωνίσεως της ζωικής ύλης· εκείνα λαλούσιν ευγλωττότερον της γλώσσης, εκείνα ισχύουσιν, όπως καταστήσωσι τον κόσμον αιώνιον και ευδαίμονα.
Οι αδάμαντες της γης είνε το πρώτον ερωτικόν δάκρυ των πρωτοπλάστων· δύναταί τις να είπη, ότι εις το δάκρυ τούτο ρευστοποιείται η ψυχή ολόκληρος, όπως συνελκύση ασφαλέστερον την ύλην προς την ύλην, όπως εμφυσήση αληθή ζωήν και σφρίγος εις το τέως αυτόματον, του ανοίξη, ως διά μαγείας, την χρυσήν πύλην του ναού της φύσεως, και φέρη αυτό γονυπετές προ του βωμού του Αιωνίου.
70
Ουδεμία πράξις υπάρχει, την οποίαν δεν περιβάλλει κατά συνθήκην έν ιδεώδες· ουδέ το έγκλημα εξαιρείται.
71
Όταν βλέπης, ότι μία αλήθεια αρχίζει να προκαλή οργήν ή τρόμον, πίστευε ότι το ήμισυ του προορισμού της έχει ήδη εκπληρωθή.
72
Κατά τα φαινόμενα ούτε ο Θεός ευνοεί πάντοτε τον αθώον, διότι αν ήθελε να τον σώση από τον κεραυνόν, θα έρριπτεν αυτόν μετά την βροντήν. Αλλά δεν θέλει· ρίπτει τον κεραυνόν, φονεύει και τον αθώον, κατόπιν δε βροντά, ως εάν λέγη:
— Κάπου εφόνευσα άνθρωπον· πηγαίνετε να τον εύρετε και να τον κλαύσετε!
73
Θέλεις να μετρήσης καλήτερον τους οδόντας του διαβόλου; κάμε τον να γελάση.
74
Και η απόλυτος αλήθεια καταντά ουτοπία, εφ' όσον χίλιοι έχουν επί του αυτού αντικειμένου χιλίας ιδέας. Βλέπεις τον ήλιον; την ύπαρξίν του παραδέχονται όλα τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων. Ε, αν και συ ακόμη αποφασίσης να τον αρνηθής, ο δίσκος του πρέπει να θεωρηθή ηλαττωμένος κατά το τοσάκις δισεκατομμυριοστόν.
75
Πρόσεχε· δεν είνε ηρωισμός να ρίπτης δυο πτώματα εις έν λεπτόν· ηρωισμός είνε να τ' ανεγείρης.
76
Φοβού τας πληγάς των φίλων· αυτοί γνωρίζουν που πονείς περισσότερον. Μη φοβού τας επιδημίας και τους λιμούς· είνε οξείς, αλλά παρέρχονται· αι χειρότεραι νόσοι είνε αι ενδημικαί.
77
Εάν δυνηθής, αρκέσθητι μόνον εις την ιδέαν της απολαύσεως, είνε η διαρκεστέρα απόλαυσις.
78
Έχει και η καρδία την φιλοσοφίαν της, — ο οίκτος· έχει και την ποίησίν της — ο έρως· έχει και την παραφροσύνην της, — το μίσος.
79
Και η υπερβολή της ηδονής σου, γλυκεία οδύνη· και η υπερβολή της οδύνης σου, ηδονή πικρά.
80
Ο ευγενέστερος προορισμός του θάλπους είνε, όταν το έχης, να το παρέχης και εις τους άλλους· διότι εάν ο ήλιος εκράτει την θερμότητα και το φως δι' εαυτόν, και ήτο τόσον εγωιστής, ουδέν ον θα ευρίσκετο σήμερον διά ν' ανυψώση προς αυτόν το βλέμμα, διά να τον θαυμάση και του αναγνωρίση την ευεργεσίαν.
81
Παρά να δύνασαι να πράξης το καλόν και να μη θέλης, είνε προτιμώτερον να θέλης και να μη δύνασαι.
82
Ασφαλεστέραν θεώρει την στέγην της καλύβης σου, επί θεμελίου ιδικού σου, παρά την στέγην του μεγάρου σου, επί θεμελίου δανεικού.
83
Κεφαλή γυμνή έξωθεν, ημπορεί και να μη προδοθή· αλλά κεφαλή γυμνή έσωθεν, όσον και αν κρυφθή, θα προδοθή.
Η κεφαλή είνε το μόνον πράγμα εν τω κόσμω, του οποίου τα έσω φαίνονται καλήτερον από τα έξω.
84
Η γη δεν ενέκλεισεν εις τους κόλπους της αδάμαντα πολυτιμώτερον, ούτε η θάλασσα μαργαρίτην, από το δάκρυ, το κυλιόμενον εκ των οφθαλμών ευτυχούς ανθρώπου διά την δυστυχίαν του άλλου.
85
Εάν ακούσης να λέγουν, ότι η τιμή είνε και χρήμα και πλούτος, μη το πιστεύσης· πλούτος, είνε δι' εκείνους πού την έχουν· χρήμα, δι' εκείνους που την έχασαν.
86
Εις δύο περιστάσεις δεν επιτρέπεται η δειλία· εις τον πόλεμον και εις τον έρωτα.
87
Η Δουλεία είνε κατάστασις, την οποίαν αισθάνεται βαθύτερον η καρδία, παρ' όσον την αντιλαμβάνεται ο νους· διά τούτο γεννά περισσότερα αισθήματα, παρά ιδέας.
88
Μία μεγάλη γυνή, επιβάλλεται πλειότερον από ένα μέγαν άνδρα εις πνεύμα, και ασκεί τόσω μείζονα επί της κρίσεως βαρύτητα, όσω μείζονα ελαφρότητα ανέμενέ τις εξ αυτής.
89
Εάν ερωτήσης ανθρώπους, τι προτιμούν; να παραδώσουν την ψυχήν των εις ένα διάβολον με πορφύραν, ή εις ένα άγγελον με κουρέλια; Όλοι τον διάβολον θα προτιμήσουν.
90
Να βδελύττεσαι και να φοβήσαι ολιγώτερον τον αχρείον, που είνε και δεν φαίνεται, από τον αχρείον, που είνε και φαίνεται.
91
Θαύμαζε τους καλούς τρόπους, αλλά μη τους εμπιστεύεσαι πάντοτε· εις το τρυφερώτερον πόδι απαντώνται συνήθως οι σκληρότεροι κάλοι.
92
Η νυξ είνε καλός σύμβουλος, αλλά διά τους έχοντας εις την ψυχήν των ημέραν· διά τους έχοντας όμως και εις την ψυχήν των νύκτα, είνε ολέθριος σύμβουλος.
93
Μη υποχρεώσης την ψυχήν σου να αισθανθή ακούσιον αίσθημα· ζητείς να διεγείρης τρικυμίαν εις ένα ωκεανόν με τον δάκτυλον.
94
Και καθήμενος και μηδέν πράττων ακόμη, κουράζεις τους άλλους· θέλεις να μη τους κουράζης ποτέ; ύβριζε.
95
Από την αλήθειαν, ήτις λέγεται όταν δεν πρέπει, να προτιμάς και αυτό το ψεύδος, το οποίον λέγεται όταν πρέπει.
96
Αυτό θα ειπή αγών της ζωής· ζητείς κάτι επιμόνως από τον ουρανόν, καθ' ην στιγμήν ευρίσκεται προ των ποδών σου, και σκοντάπτων επ' αυτού, ή το συντρίβεις, ή συντρίβεσαι ο ίδιος.
97
Ο χρυσός είνε ο ισχυρότερος μαγνήτης, όστις έλκει ό,τι αντικρύση προς αυτόν. Να ήσαι βέβαιος, ότι εάν ο ήλιος δεν είχε το χρώμα του, ηλιακόν σύστημα δεν θα υπήρχεν· ουδείς πλανήτης θα τον υπήκουε και θα εστρέφετο περί αυτόν.
98
Αίσχος· το μόνον αθάνατον, το οποίον δημιουργεί ο θνητός.
99
Ουδείς υπάρχει πράγματι δυστυχής· όλοι, όσοι φαίνονται τοιούτοι, νομίζουν πρώτον ότι είνε, και κατόπιν γίνονται.
100
Φοβού τους όνυχας και ρόδα φέροντας.
101
Δύναται και η ουρά σου ν' απαστράπτη εις τον ήλιον, και το στέμμα σου να θαυμάζεται· εφ' όσον έτι δεν ελάλησες, δεν έδειξες τι πετεινός είσαι.
102
Οσάκις συναντήσης σοφόν καθ' οδόν, σταμάτησέ τον και ερώτα:
Τι προετίμας, ω σοφέ; να σου δώσω 100 χιλιάδας νέων δραχμών, ή να σου εμπνεύσω 100 χιλιάδας νέων ιδεών; Ή ακόμη τι προετίμας; να εσφετερίζεσο έν εκατομμύριον δραχμών από ένα τραπεζίτην, ή έν εκατομμύριον ξένων ιδεών από ένα φιλόσοφον, με την βεβαιότητα, ότι δεν θα σε εννοήση κανείς;. . . . Μη λαμβάνης τον κόπον ν' απαντήσης, διότι την απάντησίν σου την μαντεύω· ποσάκις δεν επώλησες ιδέας αντί δραχμών, και ποσάκις δεν παρεκάλεσες τον Θεόν, ίνα σου εμβάλη εις την κεφαλήν εκατομμύρια ιδεών, διά να τας πωλήσης αντί ολίγων δεκάδων δραχμών, αφού δεν έστερξεν εις τας ικεσίας σου, ίνα εμβάλη εις τα θηλάκιά σου εκατομμύρια δραχμών, και να μη σου αφήση εις την κεφαλήν ουδεμίαν άλλην ιδέαν, ειμή την ιδέαν μόνον. . . .ότι είσαι εκατομμυριούχος! Βλέπεις λοιπόν, ω σοφέ, αυτό το χαρτονόμισμα το ξεσχισμένον, το λερωμένον, το βρωμερόν; η βρώμα του αποτελεί το ελιξίριον της μακροβιότητος και της αθανασίας· πολλοί εβλάβησαν από χρήσιν βρωμερών βιβλίων, από χρήσιν όμως βρωμερών χαρτονομισμάτων ουδείς. Με τούτο ημπορείς, όσον κτήνος και αν ήσαι, να εγείρης ένα ανδριάντα εις την γελοίαν ύπαρξίν σου, να τον ίδης ζων τοποθετούμενον εις το άκρον μιας οδού, φερούσης το όνομά σου, και να διαιωνίσης διά του λίθου ξύλινον ον, μεταξύ του οποίου και σού η μόνη διαφορά υπάρχει, ότι το ξύλον επλήρωνε και ανηγείρετο ο λίθος!
103
Το Μεγαλείον έχει όρια, πέραν των οποίων, ή γελοίον αποβαίνει, ή ειδεχθές.
104
Εξέλεγχε πάντοτε την Αιδώ· ομοιάζει με τα πολύτιμα προσόντα· όσω μάλλον εκλείπει, τόσον και πολλαπλασιάζεται η α π ο μ ί μ η σ ι ς της.
105
Η φύσις κατέχει και τα αντίδοτα όλων των δηλητηρίων της· το δυστύχημα όμως είνε, ότι είνε δύσκολος η ανεύρεσις αυτών.
106
Μέγας νους μετά μεγάλης καρδίας, ανέρχεται μέχρι της Αρετής διά να την φθάση.
Μέγας νους μετά μικράς καρδίας, ανέρχεται μέχρι της Αρετής· διά να την κρημνίση.
Μικρός νους μετά μεγάλης καρδίας, καταβιβάζει την Αρετήν μέχρις εαυτού διά να την φθάση.
Μικρός νους μετά μικράς καρδίας, καταβιβάζει την Αρετήν μέχρις εαυτού διά να την συντρίψη.
107
Θέλεις να κρίνης την εργασίαν του άλλου ασφαλέστερον; δοκίμασε πρώτον αν ημπορής να την κάμης, και ερώτησε τον εαυτόν σου διατί δεν την έκαμες.
108
Μη δίδης ποτέ πίστιν εις τα χρώματα· και τα δηλητήρια ανθούσιν, αλλά τα άνθη των φονεύουσι ταχύτερον.
109
Ουδέποτε θα δυνηθής να εννοήσης και τούτο· πώς υπάρχουν άνθρωποι αναμιγνυόμενοι εις ξένα όνειρα, μολονότι δεν εξώφλησαν ακόμη με τα ιδικά των.
110
Ποτέ μη λέγης τι είσαι· δεν θα σε πιστεύση κανείς, ουδ' εάν κατηγορήσης σεαυτόν. Ο κόσμος τείνει εις το να έχη συνήθως περί σου πολύ διάφορον ιδέαν της ιδικής σου.
111
Όταν αγαπήσης και ανταγαπηθής, ερώτησε τον εαυτόν σου: — Τι πλειότερον εγνώρισε και απήλαυσεν ο Μαθουσάλας από το έντομον εκείνο, το καλούμενον Εφήμερον, του οποίου ο βίος άρχεται με την ανατολήν του ηλίου και εκλείπτει με την δύσιν του;
112
Όταν σε πάρη ο κατήφορος, και εις τον Παράδεισον αν ταξειδεύσης, θ' ακούσης περισσοτέρας κακολογίας επανερχόμενος, παρ' όσας θα ήκουες εάν εταξείδευες εις αυτήν την Κόλασιν.
113
Το μεγαλείτερον ελάττωμα είνε η προσπάθεια προς απόκρυψιν ενός ελαττώματος· αντί ν' αλλάξης όψιν, παρουσιάζεις αυτήν με έν ελάττωμα επί πλέον.
114
Και το γελοίον έχει όρια, πέραν των οποίων αποβαίνει συμπαθές.
115
Η γυνή ορκιζομένη, θάπτει ζώντας και εκθάπτει νεκρούς μετά τοσαύτης ευκολίας, ώστε ο έρως δι' αυτήν καταντά νεκροθάπτης αυτόχρημα.
116
Μη θαυμάζης τον ταώ· έχει χρυσάς πτέρυγας, αλλά μυαουρίζει ως η γάτα· προτίμησε την γάταν, η οποία δεν μιμείται κανέν άλλο ζώον.
117
Ο ενθουσιασμός είνε σύμπτωμα, μαρτυρούν αναβίωσιν και αναγέννησιν.
118
Ο Γολγοθάς της Τέχνης έχει δυο ατραπούς, οδηγούσας εις την αυτήν κορυφήν· από την μίαν ανέρχονται διά να σταυρωθούν, κι από την άλλην διά να πάρουν τον αέρα των· και συμβαίνει συνήθως οι μεν πρώτοι να σταυρούνται, οι δε δεύτεροι να φαίνωνται εις τον κόσμον περιβεβλημένοι την αίγλην του αγίου Πνεύματος και τον στέφανον του μαρτυρίου.
119
Αγάπα τα άνθη· είνε το σιωπηλόν και άγραφον ευαγγέλιον της φύσεως.
120
Δεν υπάρχει θέσις οικτροτέρα δι' ένα άνδρα, από το πλευρόν γυναικός, παρ' ης δανείζεται το όνομά του, έστω και αν λέγεται «ο σύζυγος της Βασιλίσσης». Όταν του απονέμεις τον τίτλον του είνε ωσάν να λέγης εις τους άλλους:
« — Ησυχάσετε, δεν είνε κ α ν ε ί ς.»
121
Μεσονύκτιον· η τελευταία θωπεία της χθες, και το πρώτον ράπισμα της αύριον.
122
Μη πιστεύσης ποτέ, ότι η καρδία δεν έχει και ολίγον πνεύμα· το πνεύμα όμως είνε ανηλεές· δεν έχει ούτε ίχνος καρδίας.
123
Αλλοίμονον εις εκείνον, όστις εσυνείθισε να βλέπη όλα τα πράγματα ανάποδα· θα καταγγείλη επί εσχάτη προδοσία κατά της φύσεως και τον εαυτόν του ακόμη, όταν αποφασίση να εννοήση, ότι περιπατεί με την κεφαλήν άνω και με τους πόδας κάτω.
124
Απόφευγε την αυταπάτην· είνε η οικτροτέρα κωμωδία της ανθρωπίνης ψυχής.
125
Ο έρως ή αιθήρ θα ήνε, ή βόρβορος.
126
Εις τον κόσμον αυτόν ουδέποτε θα εννοήσης διατί υπάρχουν τόσα πράγματα απαίσια, περιβαλλόμενα με το αισιώτερον κάλυμμα.
Και ακόμη δεν θα εννοήσης, διατί ο ήλιος αντανακλάται και εις τον βόρβορον ούτε διατί ο βόρβορος αποξηραινόμενος, ανέρχεται ως κονιορτός μέχρι του αιθέρος.
Και δεν θα εννοήσης ακόμη, ούτε το δάκρυ της χαράς, ούτε το μειδίαμα της λύπης· ούτε την διαφοράν του στεναγμού της οδύνης από του στεναγμού της ηδονής.
Και δεν θα εννοήσης, ούτε διατί η φύσις αποδεικνύεται ενιατού και προς εαυτήν ανειλικρινής και ψευδομένη· παρουσιάζει ζώα με μοναδικήν υπόστασιν και ανθρώπους με διπλήν· σε θωπεύουν διά του βλέμματος, καθ' ην στιγμήν διά της ψυχής των σε καταξεσχίζουν· ωκεανούς, υπό την λείαν των οποίων και χαρίεσσαν επιφάνειαν, κρύπτεται μαύρη άβυσσος με μυρίους θανάτους.
127
Ολόκληρος ο βίος είνε έν όνειρον, από το οποίον αφυπνιζόμεθα, όταν πίπτωμεν ίνα κοιμηθώμεν διά παντός.
128
Την στιγμήν όπου ο διάβολος θα εννοήση ότι έχει κέρατα, τα χερουβείμ θα του παραχωρήσουν την θέσιν των.
129
Συνήθως καταναλίσκουν οι άνθρωποι τα τρία τέταρτα του βίου των, προς συντομωτέραν εξόφλησιν του υπολοίπου τετάρτου.
130
Λαοί δούλοι εξιδανίκευσαν την δουλείαν των, και λαοί ελεύθεροι κατεσπίλωσαν την ελευθερίαν των· εάν εκαλείσο να εκλέξης μεταξύ τοιαύτης δουλείας και τοιαύτης ελευθερίας, απάντησε ανενδοιάστως, ότι προτιμάς σκότος μετά συνειδήσεως, παρά φως μετ' ασυνειδησίας.
131
Δύνασαι να ήσαι αχθοφόρος, δύνασαι να ήσαι βασιλεύς· δύνασαι ν' αποφύγης όλας τας διατάξεις του Ποινικού Νόμου· διά τον Ηθικόν Νόμον είσαι πάντοτε υπόδικος.
132
Όταν βλέπης λαόν, όστις βαδίζει προς τον θάνατον άδων, πίστευε ότι βαδίζει προς την ζωήν.
133
Ουδείς θα κηρυχθή πολέμιός σου, εάν πρώτον δεν αναγνωρίση την αξίαν σου· περί τούτου έσο βέβαιος.
134
Αναγινώσκων διαρκώς περί της ευτυχίας του άλλου θα πλήξης· ουδέποτε όμως θα κουρασθής παρακολουθών την δυστυχίαν του.
135
Διά την αληθώς ερώσαν γυναίκα ουδέν είνε αδύνατον· είνε ικανή να ονειρευθή, ότι ανατρέπει και το σύμπαν, διά να ίδη πριν εξυπνήση, ότι δίδει εις αυτό πνοήν εκ της πνοής του εραστού της, και ότι κατορθώνει ν' αναφλέξη εκ νέου τον ήλιον με ένα σπινθήρα του έρωτός της.
136
Πρόσεξε και εις τον οκνηρόν· η αργία του είνε έν είδος ηδονής, και όταν ακόμη συνοδεύεται από τας αναποφεύκτους στενοχωρίας της.
137
Μη επικαλεσθής ματαίως την ψυχράν λογικήν, όπου η ψυχή σου θα λαλήση ευγλώττως· δεν θα σε υπακούση.
138
Εκ της χαράς του άλλου, προσθέτεις εις την λύπην σου λύπην και εκ της λύπης του άλλου, εις την λύπην σου χαράν.
139
Όσω στον κόσμον βλέπωμεν ποδόγυρον, κι' όσω ακόμη έχωμεν πατρίδα, το ράσσον δεν θα φτιάνη τον καλόγηρον, ούτε τον μασκαράν η προσωπίδα.
140
Απόφευγε τους εμπόρους των μεγάλων εκδουλεύσεων· είνε λαθρέμποροι δηλητηρίων.
141
Μάθε και κατά τι διαφέρει η γυνή της γάτας: ότι η μεν γάτα είνε γυνή με ουράν, η δε γυνή, γάτα χωρίς ουράν.
142
Η σήμερον είνε μία σφην μεταξύ της χθες και της αύριον· είνε δηλαδή μία στιγμή ελαχίστη, μεταξύ δύο απείρων.
143
Η ηθική δύναμις, αφ' ης εκπηγάζει και εξαρτάται το μεγαλείον, είνε τι ένθεον, εδρεύον εν τη ψυχή, και απολύτως ανεξάρτητον των μέσων, άτινα ο εξωτερικός κόσμος διαθέτει προς την ανάπτυξιν και την δράσιν του.
144
Δύο, αντιθέτου φύσεως όντα, δεν στρέφονται όπισθέν των· ο λύκος και ο αθώος άνθρωπος. Θέλεις να πλήξης επιτυχέστερον; ελθέ εκ των νώτων.
145
Όσω μάλλον πεπωρωμένη είνε μία καρδία, τοσούτον και ιλιγγιά προ της ιδέας του θανάτου· θα έλεγέ τις, ότι φοβείται μήπως ο θάνατος αποσβέση το αίσχος της.
146
Ολιγώτερον φαίνεσαι, ολιγώτερον υβρίζεσαι· είς φιλικός χαιρετισμός, ισοδυναμεί πολλάκις προς δέκα εχθρικάς ύβρεις.
147
Η τύχη σου είνε έργον των χειρών σου· εάν δε συμβαίνη να λαμβάνη ταχυτέραν ή βραδυτέραν φοράν, τούτο δεν είνε συμπτωματικόν· εξαρτάται από μυρίας συγκεκριμένας αιτίας, απορρεούσας και ταύτας συνήθως εκ της ιδίας θελήσεώς σου.
148
Η Ειρήνη είνε το ιλαρόν προσωπείον του Πολέμου· ο Πόλεμος, το τραγικόν προσωπείον της Ειρήνης.
149
Οι μάρτυρες της ιδέας είνε κατά το μάλλον και ήττον ισότιμοι· αδιάφορον ποία υπήρξεν η ιδέα των και ποία η επί της ανθρωπότητος επιρροή της.
150
Όταν ίδης σύζυγον, ανησυχούντα διά την πίστιν της γυναικός του, λάλησε εις το ους του: — Ηλίθιε! θέλεις να κοιμάσαι ήσυχος; αφαίρεσε ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου, και πρόσθεσε τα εις την ψυχήν της.
151
Ούτε ο ήλιος τυφλώνει ταχύτερον τους οφθαλμούς σου, από την λάμψιν, την οποίαν διαβλέπεις εις τον εαυτόν σου.
152
Τα έθνη δεν φονεύονται, ούτε διά της πείνης, ούτε διά των χρεωκοπιών, ούτε διά της ήττης· φονεύονται διά της ιδέας.
153
Είνε παράδοξος ο έρως, πολύ παράδοξος κατάστασις· μεταφέρει τον άνθρωπον ακαριαίως εκ της περιωπής του αγγέλου εις την του θηρίου· κάλλιον ειπείν, συγχέει τας δύο ταύτας ιδιότητας εις βαθμόν ακατανόητον και επικίνδυνον· προξενεί λύπην και χαίρει· ενίοτε προξενών χαράν, ευρίσκει ηδονήν μη συμμεριζόμενος αυτήν· πολλάκις δημιουργεί μόνος την δυστυχίαν, και άλλοτε κενώει την κύλικα της ευδαιμονίας μέχρι πυθμένος, μόνον και μόνον, όπως αναζητήση εν αυτή την μυστηριώδη κόκον της δυστυχίας. Είνε είς περιπλανώμενος παράφρων, όστις ουδέν άλλο ζητεί, ή την εξόντωσιν εαυτού διά παντός μέσου, και ούτινος η γη της επαγγελίας είνε συνήθως το πλησιέστερον νεκροταφείον.
154
Πιστεύεται, ότι διά του οίνου λησμονεί ο άνθρωπος τας συμφοράς του. Έσο βέβαιος ότι εάν ο οίνος έλειπεν από τον κόσμον, ουδέποτε ο άνθρωπος θα είχεν ανάγκην αυτού, διά να λησμονήση τας συμφοράς του.
155
Το μέγα ονόμαζε μέγα, και το μικρόν ονόμαζε μικρόν· μη επιχειρήσης όμως να τα περιγράψης, διότι θα σμικρύνης το πολύ μέγα, και θα μεγαλώσης το πολύ μικρόν.
156
Η αυτοκτονία δεν είναι αποτέλεσμα δειλίας και απελπισίας· είνε το θάρρος των δειλών, και η ελπίς των απηλπισμένων.
157
Ο ανήρ φαινομενικώς είνε ο σύζυγος της γυναικός· κυρίως είνε το υ π ο σ υ ζ ύ γ ι ον της.
158
Το κάλλος υπήρξε πάντοτε η ασφαλεστέρα παγίς του ανθρωπίνου πνεύματος, ταυτοχρόνως δε και το ταχύτερον όχημα, όπερ έσυρεν αυτό διά δρόμου καταπληκτικού επί της οδού της προόδου.
159
Το κακόν είνε μία άβυσσος απύθμενος, εις τα χείλη της οποίας φύονται τα μεθυστικότερα και περικαλλέστερα άνθη.
160
Καλλονή άνευ πνεύματος, θέλγει διαβαίνουσα· πνεύμα άνευ καλλονής, θέλγει παραμένον.
161
Σοφός εβραίος παραβάλλει τον οίνον προς τον φίλον, υποστηρίζων ότι ο παλαιότερος είνε και ο καλήτερος. Δεν προσέθηκεν όμως, ότι οι παλαιότεροι φίλοι γίνονται και οι ασπονδότεροι εχθροί μας, όπως ο παλαιότερος οίνος μεταβάλλεται εις το δριμύτερον όξος, όταν ο διάβολος αποφασίση να βουτήση την ουράν του εις το βαρέλιον του οινοπώλου
162
Από της αναγνωρίσεως μιας αληθείας, μέχρι της επικρατήσεως αυτής, εμεσολάβησε πάντοτε χάος, όπερ, ουχί σπανίως, επληρώθη διά πτωμάτων.
163
Μη εμπιστεύεσαι εις όλα τα τελείως δικαιολογημένα πράγματα· συμβαίνει και το δίκαιον να μη ήνε πάντοτε τελείως δικαιολογημένον, και το δικαιολογημένον να μη ήνε τελείως δίκαιον.
164
Όταν ακούης τοκογλύφον, τρέμε· ουδεμία πληγή δύναται να συγκριθή προς αυτόν. Αι επτά πληγαί της Αιγύπτου, κατέστρεψαν τα επ' αυτής, αλλ' αφήκαν την Αίγυπτον. Ο Θεός ελησμόνησε τον τοκογλύφον· ούτος θα κατέτρωγε και αυτήν την Αίγυπτον, και θα κατέπινε τον Νείλον διά να την χωνεύση.
165
Η αληθής σοφία παρουσιάζει τόσον παραδόξους ιδιοτροπίας, ώστε αναγκάζεσαι να πιστεύης ότι, άνευ αυτών, ουδέν δικαίωμα θα είχεν επί του τίτλου της.
166
Η αφροσύνη ως αδυναμία, είνέ τι οικτρόν· αλλ' η αφροσύνη ως δύναμις, είνε πράγμα τρομερόν.
167
Έσο μεγαλόψυχυς και μη απελπίζεσαι ποτέ· διά τας μεγάλας ψυχάς υπάρχει πανταχού στάδιον αναγνωρίσεως και νίκης.
168
Και από τον σίδηρον και από τον μόλυβδον ακόμη, ο χρυσός επήνεγκε τας ασφαλεστέρας και ταχυτέρας καταστροφάς επί της γης.
169
Μη λαβάνης υπ' όψιν σου τους εραστάς· έχουσι πολύ μαραδόξους ιδέας· εάν ηδύναντο να πλάσωσι τον κόσμον εκ δευτέρου, θα έπλαττον αντί ανθρώπου μίαν γιγάντιον καρδίαν, και άνωθεν αυτής θα προσεκόλλων μιαν κεφαλήν, έχουσαν μόνον οφθαλμούς διά να βλέπη, και χείλη διά να φιλή.
170
Το κακόν δεν έχει απόλυτον βάρος· ζυγίζεται διά της χειρός του διαπράξαντος αυτό.
171
Όταν ο Θεός κλείη τους οφθαλμούς, ο Διάβολος ανοίγει τους ιδικούς του. Τούτο είνε βεβαιωμένον· αμφίβολον μόνον είνε το ζήτημα της προτεραιότητος· κοιμάται ο Θεός, διότι γνωρίζει ότι θα αγρυπνήση ο Διάβολος, ή βλέπει ο Διάβολος, διότι κοιμάται ο Θεός; θα μου επιτραπή να πιστεύσω εις το πρώτον.
172
Όταν ίδης άνδρα, αποφασίζοντα να π ρ ο σ θ έ σ η εις την πλευράν του το ελλείπον μέρος της, πείσθητι ότι συνέλαβε την χειρίστην έννοιαν της π ρ ο σ θ έ σ ε ω ς.
173
Δεν υπάρχει υψηλότερον αίσθημα από την μετάνοιαν και την συγγνώμην· τελείται μία μεταμόρφωσις εν τη ψυχή ένθεος, την οποίαν εν τη φύσει συμβολίζει η μεταμόρφωσις της κάμπης εις χρυσαλίδα, ήτις, αναλαμβάνουσα αιθερίας πτέρυγας, σπεύδει και καταφιλεί ικέτις το άνθος, του οποίου το φύλλον είχε καταφάγη, η δε χρυσαλίς της σήμερον ζητεί συγγνώμην διά τον σκώληκα της χθες.
174
Αγωνίζου, κοπίαζε, μαρτύρει εν ανάγκη· αλλά τρέμε την απόλυτον ανάπαυσιν και την ησυχίαν, διότι και ταύτα ονομάζονται θάνατος· ο δε θάνατος, όταν καταβάλλη διά του απλέτου φωτός, είνε τρομερώτερος, παρ' όταν καταβάλλη διά του σκότους.
175
Η πύλη του Παραδείσου και η οπή της Κολάσεως ευρίσκονται πλειότερον συνορεύουσαι, παρ' όσον συνήθως τας φαντάζονται οι άνθρωποι.
176
Η ψυχή είνε ακόρεστος εις την συναίσθησιν του ιδανικού, πάντοτε δε ζητεί ν' αντλή αυτό και εκεί ακόμη, ένθα γνωρίζει ότι πράγματι δεν υπάρχει.
177
Ουδέποτε ν' αποπειραθής, όπως καταστής ακριβής τιμητής της αρετής και της κακίας, ουδέ να βάλης πρώτος του αναθέματος τον λίθον· διότι ο λίθος ούτος ευρίσκεται μεν ευκόλως εις την γωνίαν εκάστης οδού, αλλά πλησίον αυτού ευρίσκεται πάντοτε και μία πέτρα σκανδάλου. Υπάρχει δε τοιαύτη ομοιότης μεταξύ των δύο τούτων, ώστε πολλάκις αντί να ρίψης τον λίθον, ρίπτεις την πέτραν, ήτις έχει την ελαστικότητα, πίπτουσα,να επανέρχεται συνήθως κατά της ιδίας κεφαλής σου.
178
Όταν η πατρίς ευρίσκεται εν πενία, ο πλούτος σου μηδέν· όταν η πατρίς ευπορή, και η πενία σου θησαυρός.
179
Πρόσεχε εις τας χείρας των κυβερνώντων· είνε το κάτοπτρον της καταστάσεως της χώρας.
180
Περιόριζε το βλέμμα σου εις το να βλέπης όπου βαδίζεις· διότι, όταν το σώμα σου βαίνη προς τα εμπρός και η κεφαλή σου στρέφεται προς τα οπίσω, αλλοίμονον και εις το σώμα και εις την κεφαλήν.
181
Λόγος στηλώνει την ψυχήν και λόγος την κρημνίζει.
182
Μη περιφρονής την στέγην σου· είνε ολόκληρος βιβλιοθήκη· έκαστον κεραμίδι αυτής αποτελεί ανά έν μυθιστόρημα της οικίας σου.
183
Όσω πλειότερον δυστυχείς είμεθα, τόσω μάλλον πιστεύομεν, ότι η ευτυχία προωρίσθη δι' ημάς.
184
Και η ισχυρά κρίσις, όταν συμβαίνη να οδηγή εις τα άκρα, καθίσταται πολυτέλεια ανωφελής.
Ο ορθολογισμός και η ουτοπία τόσον παραλλήλως βαίνουσιν, ώστε η ελαχίστη παρεκτροπή αρκεί ίνα ρίψη τούτον εις την τροχιάν εκείνης.
185
Ο Θεός δεν σε αφίνει ποτέ να χαθής· τούτο είνε αληθές· αλλά την υποχρέωσιν ανταποδίδεις ίσην, διότι και συ δεν αφίνεις ποτέ ίνα χαθή ο Θεός σου.
Μεταξύ Θεού και όντων υπάρχει μία ηθική αλληλεγγύη· όταν αύτη εκλείψη, και τα όντα μένουσιν άνευ θεού, αλλά και ο θεός άνευ όντων.
186
Όταν διαψεύδωνται τα όνειρά σου, τότε τα αναπολείς λεπτομερέστερον· όταν πραγματοποιούνται τα λησμονείς όλα.
187
Και αυτό το σμικρόν μεγαλώνει αρκετά, όταν γνωρίζη να εκτιμήση το μέγα.
188
Δεν ηδυνήθην ποτέ να εννοήσω τον επί πατραγαθία εγωισμόν· απορώ δε πώς ευρίσκονται άνθρωποι, αναπαυόμενοι επί δαφνών ξηρών και ανηκουσών εις άλλους, χωρίς να τας αισθάνωνται ενοχλητικώς τριζούσας και διαμαρτυρομένας υπό την ράχην των.
189
Φρονήσεως δείγμα είνε και το να γελάσης πρώτος διά την αφροσύνην σου, πριν γελάσουν οι άλλοι.
190
Δύνασαι να ήσαι όσον θέλεις σοφός, όσον θέλεις μέγας διά τον εαυτόν σου, όσον θέλεις σιδηρούς· δύνασαι να αισθάνεσαι κόσμον ολόκληρον εντός σου, απειλούντα να διαρρήξη της ψυχής σου το περίβλημα και να κατακτήση τον κόσμον, όστις σε περιβάλλει· δύναται η γη να διατηρή επί σειράν χιλιετηρίδων κεκρυμμένον εις τα σπλάγχνα της τον σκληρόν και άκαμπτον σίδηρον· εφ' όσον η σκαπάνη δεν διασχίζει το κέλυφός της, και δεν εκθάπτει αυτόν, ο σίδηρος θα παραμείνη αιωνίως αφανής και ακατέργαστος και άχρηστος διά τον κόσμον. Η ώθησις είνε το παν· δόσε τοιαύτην και ενίκησες και τον κόσμον και την φύσιν.
191
Η θετικωτέρα εκδήλωσις της σοφίας του Θεού, δεν είνε ούτε ο έρως, ούτε η φιλία, ούτε η μνημοσύνη· είνε η λήθη.
192
Προτίμα ν' αγωνίζεσαι ισοβίως διά να φθάσης την Αρετήν, παρά να την καταβιβάζης, και ιππεύων επί των νώτων της, να την μεταχειρίζεσαι ως υποζύγιον κατά τας ορέξεις και τας ανάγκας σου.
193
Υπερηφάνεια: έπαρσις υπό μορφήν υποφερτήν· έπαρσις: υπερηφάνεια υπό μορφήν ανυπόφορον.
194
Ο συκοφάντης ομοιάζει με τον σκύλλον εκείνον, όστις εν ώρα νυκτός υλακτεί σκιάς εις το μέσον ενός χωρίου· μετά τινας στιγμάς όλοι οι σκύλλοι ευρίσκονται επί ποδός.
195
Οι άνθρωποι, προβαίνοντες επί τα πρόσω, κρατούν δύο σκαπάνας· με την μίαν ανοίγουν τον δρόμον, όπου θα πατήσουν, με την άλλην μεταβάλλουν εις χάος τον δρόμον, όπου επάτησαν. Ιδού διατί πάσα οπισθοδρόμησις αποτελεί κατακρημνισμόν.
196
Η ευτυχία και η δυστυχία είνε τόσον ακατανόητοι, ώστε συνήθως επιβάλλονται και κυριεύουσι της ψυχής διά του μυστηρίου των μάλλον, παρά διά της ουσίας των.
197
Να ήσαι βέβαιος, ότι το απόλυτον βάρος της κεφαλής είνε πάντοτε το αυτό, ουδέν δε προσθέτει ο Διάβολος επί πλέον εις το μέτωπον ενός συζύγου· ό,τι φαίνεται ότι προσθέτει εκεί, το έχει αφαιρέση απλούστατα εκ του εγκεφάλου.
198
Ομιλούν περί ανθρώπων πωλούντων την συνείδησίν των· ουτοπία· — είνε εμπόρευμα η συνείδησις, το οποίον τότε επώλησεν ο άνθρωπος, ότε έπαυσε να το έχη.
199
Ολόκληρος η φύσις είνε έρως· και ο δημιουργός θεός είνε έρως και η ζωή εξ έρωτος πηγάζει, αλλά και ο θάνατος θα κατενικάτο άνευ του έρωτος.
200
Πάσα ανθρωπίνη πράξις, όσον μεγάλη και αν ήνε, δεν θέλει τίποτε άλλο διά να εξευτελισθή, παρά μίαν επανάληψιν.
201
Εάν εύρης τινάς εκ των σκέψεών μου, ή και όλας ταύτας ανοήτους, μη τας απορρίψης ασυζητητεί. Διά του ψεύδους ερευνάται ασφαλέστερον η αλήθεια.
***
Δίδε προσοχήν πάντοτε και εις την μεγαλειτέραν ανοησίαν. Ο Νεύτων από την πτώσιν ενός σάπιου μήλου ανεκάλυψε τον παγκόσμιον νόμον· βλέπεις λοιπόν, ότι έν σάπιον μήλον κατώρθωσεν, ό,τι δεν θα κατώρθωνον όλα τα γερά μαζευμένα.
202
Η αγαθοεργία είνε ευρύτατον πλαίσιον, υπό το οποίον δύνασαι να περάσης οίαν δήποτε εικόνα θέλης.
203
Αρετή επιδεικνυομένη, είνε εύσχημον προσωπείον της χειρίστης κακίας· όταν συναντηθής μετ' αυτής, προσκύνησέ την ως αρετήν, και φεύγε μίλια.
***
Αληθής αρετή είνε εκείνη, την οποίαν δεν βλέπεις.
204
Υπάρχουν άνθρωποι, οίτινες προσκυνούντες χλευάζουν, και ασπαζόμενοι δάκνουν, και μειδιώντες δηλητηριάζουν· τοιαύτα πρόσωπα οι ποιηταί καλούσι πρόσωπα κυνός, και οι χημικοί καλούσι χάλκινα.
205
Θέλεις να πεισθής εάν σε αγαπά η ερωμένη σου; Ερώτησέ την πόσους ηγάπησε πριν σε γνωρίση. Όσω πλειοτέρους σού αριθμήση, τόσω και ειλικρινέστερου σε αγαπά.
206
Είνε μεγαλειτέρα η εντροπή των γονέων, όταν βλέπουν τα τέκνα των κατώτερά των, παρ' όταν ούτοι δεικνύωνται κατώτεροι αυτών.
207
Ο ανήρ μέχρι των 30 ετών αγαπά την γυναίκα διά τον έρωτα· εκείθεν, αγαπά τον έρωτα διά την γυναίκα.
208
Έκλεγε την ευτυχίαν σου· ευτυχία, ήτις πνίγεται εις τον κόρον, δεν είνε ευτυχία.
209
Το συναίσθημα του θαυμασμού και της καταπλήξεως, οφείλεται μάλλον εις την σπάνην ενός γεγονότος, παρά εις την πραγματικήν του αξίαν.
Είμαι βέβαιος, ότι και αυτή η μωρία θα ήτο μέγα πράγμα, εάν διηγκωνίζεσο με τους μεγαλοφυείς, όπως με τους στραγαλατζήδες.
210
Και η μελαγχολία, η ήρεμος και φυσική, ενέχει ηδονάς αρρήτους, από τας οποίας δύναταί τις ν' αντλήση ολοκλήρων ωρών γοητείαν και απόλαυσιν.
211
Μη επαναπαύεσαι ποτέ εις την σοφίαν· είνε το επικινδυνωδέστερον όπλον κατά της ανθρωπότητος, όταν χειρίζεται αδεξίως· λαμπάς, ήτις φωτίζει, ή κατακαίει.
212
Τόλμη: πτέρυγες διά το μεγαλείον, — βάραθρον διά την σμικρότητα.
213
Δύνασαι να λυτρωθής από τας έξεις της σαρκός, εφ' όσον η σαρξ σου γηράσκει· εφ' όσον όμως γηράσκει το πνεύμα σου, αι έξεις σου προσκολλώνται εις αυτό ισχυρώτερον.
214
Η παρατηρουμένη μεταξύ των όντων και των πραγμάτων διαφορά, είνε εντελώς επιπολαία· η δε λεγομένη ποικιλία της φύσεως είνε απλούστατα μία αιωνία μονοτονία, την οποίαν δεν προφθάνει ν' αντιληφθή ο άνθρωπος, διότι είνε τόσον βραχύβιον ον, ώστε, μόλις ανοίγει τους οφθαλμούς, τους κλείει διά παντός.
215
Δύνασαι να ίδης πίπτοντα τον κεραυνόν, και να είπης: «Μπα! αυτό είνε όλον;» Ουδέποτε όμως εθεώρησες άνευ δέους την μεμακρυσμένην αστραπήν, ήτις τον προήγγειλεν.
216
Είνε τόσον περίεργον και τόσον ασύλληπτον πράγμα ο βίος, ώστε και μία χιόνος νιφάς, πίπτουσα εις το τζάμι του παραθύρου σου και μη πίπτουσα εις το πλαίσιον, πίπτουσα εδώ και μη πίπτουσα εκεί, δύναται ν' αποτελέση ακαριαίως συνθήκην, από την οποίαν εξαρτάται η ψυχολογία μιας στιγμής της ζωής σου.
217
Τρομερόν διά την τύχην ενός λαού, να έχη πόδας παραλύτους και κεφαλήν υγιά· αλλ' είνε ασυγκρίτως τρομερώτερον, να έχη υγιείς πόδας και κεφαλήν παράλυτον.
218
Δύο τινά παραμένουν αθάνατα διά τον νουν του ανθρώπου· ο Θεός εις τον ουρανόν, και η μεγάλη Ιδέα επί της γης· ό,τι δε διετέθη κατ' αυτών, εις ουδέν άλλο συνέβαλεν, ή εις την ιδίαν εξόντωσίν του.
219
Αι έκτακτοι περιστάσεις γεννώσι τας εκτάκτους φύσεις, και αι συνήθεις τας συνήθεις· αλλοίμονον δε εις τον άνθρωπον της γαλήνης, όστις εγεννήθη εν τρικυμία· και εις τον άνθρωπον της τρικυμίας, όστις εγεννήθη εν γαλήνη· ο πρώτος ασφυκτεί, ο δεύτερος πνίγεται.
220
Η βία είνε μηδέν ως έργον εξοντώσεως, η καταστολής μιας γεννωμένης ιδέας· η ιδέα μόνον διά της ιδέας καταπολεμείται.
221
Η Ανάγκη είνε ο άξων, περί τον οποίον όλα μεταβάλλουσιν όψιν, ουδέποτε δε υπό το κράτος αυτής ηδυνήθη να εύρη ηχώ η Αλήθεια, και να μετρηθή η Αρετή διά του χρυσού μέτρου, το οποίον έρριψε μεν εξ αγαθότητος ο Θεός εκ του ουρανού, αλλ' ο επί της γης αντίπαλος αυτού αφήρεσεν επιτηδείως εκ των χειρών του ανθρώπου και έκοψε δι' αυτού νομίσματα.
222
Το δένδρον της ελευθερίας έχει όρια, άνω των οποίων υψούμενον, αποβαίνει αυθάδεια προς τον ουρανόν, όστις το ραίνει διά της δρόσου του, και προς την γην, ήτις το εγέννησε και το βαστάζει εις τους κόλπους της.
223
Υπάρχουν και αλήθειαι ψευδοφανείς· υπάρχουν και ψεύδη αληθοφανή· η δε λογική μιας ιδέας, δεν συμβαίνει να ήνε πάντοτε και ιδέα της λογικής.
224
Η αθωότης, και διεφθαρμένη εάν ήνε, δύναται να τύχη συγγνώμης· η διαφθορά όμως, όσον αθώα και εάν ήνε, ουδέποτε
225
Όταν ο στόμαχος παίζη βιολί, ο εγκέφαλος αρχίζει πολύ κακόν χορόν.
226
Επί εκατόν αυτοχειριών, αι εννενήκοντα εννέα δεν είνε αποτέλεσμα της επιρροής του περιβάλλοντος ημάς κόσμου, αλλά του περιβαλλομένου εν ημίν, όστις, ουχί σπανίως, είνε πλειότερον του πρώτου αμείλικτος.
227
Η ώθησις προς την πρόοδον είνε μέγα ευεργέτημα διά τους δυναμένους να προχωρήσουν· μέγα όμως έγκλημα κατά των μη στηριζομένων καλώς εις τους πόδας των· θα ίδης πολλούς τοιούτους, πίπτοντας μετά το πρώτον βήμα των υπό τους γέλωτας του κόσμου.
228
Η επιρροή των μεγάλων ανδρών επί του κόσμου, ουδαμού ασκείται ισοδυνάμως, εφ' όσον ο κόσμος αποτελεί πλάστιγκα, της οποίας, όταν ανυψούται ο είς βραχίων, συνεπάγεται την κατάπτωσιν του ετέρου.
229
Η εναλλαγή της ελπίδος με την απελπισίαν εν τη ψυχή, αποτελεί το δεινότερον των μαρτυρίων· κάποιος μέσος όρος μεταξύ θανάτου και ζωής· κάποιον νέον είδος ζωής, ή κάποιον νέον είδος θανάτου.
230
Θ' ακούσης να λέγουν, ότι ουχί σπανίως παρουσιάζονται τα πράγματα εκτοπισμένα και ανακατωμένα εις τον κόσμον· εν τούτοις, μεθ' όλον το ανακάτωμά των, αργά ή γρήγορα κατορθώνουν να ευρίσκουν την σειράν των, και την εποχήν των, και τον τόπον των. — εφ' όσον τουλάχιστον η γη δεν αποφασίζει να μείνη ακίνητος.
231
Ο ευγενέστερος άγριος: άνθρωπος οργιάζων υπό προσωπίδα.
232
Η κοινή γυνή είνε ο μόνος δαίμων αντάρτης, όστις φρουρεί την χρυσήν πύλην του παραδείσου και προστατεύει την ειρήνην και την ευδαιμονίαν του.
233
Ν' απεχθάνεσαι τον φιλάργυρον, όσον και τον βδελυρώτερον των κακούργων· αμφότεροι κάτι θ' αφαιρέσουν από την φύσιν.
234
Οσάκις ακούεις ότι απέθανε φιλάργυρος, να πιστεύης ότι επανεδόθη κάτι εις τον κόσμον, ότι η γη ελάφρωσεν, ότι εμεγάλωσεν η ημέρα, ότι τα άνθη ευωδιάζουν περισσότερον, ότι ο ήλιος έγινε θερμότερος, ο ορίζων διαυγέστερος και αι σκιαί διαφανέστεραι.
235
Η φήμη είνε η γελοιωδεστέρα θεότης, η οποία δύναται να έχη εκατό στόματα, αλλ' οφθαλμού ούτε ίχνος έχει. Πόσοι γνωρίζουν ποίος κατεσκεύασε τον εν Εφέσω ναόν της Αρτέμιδος; ελάχιστοι· ποίος όμως αγνοεί, ότι τον έκαυσεν ο Ηρόστρατος;
236
Όταν γίνεται κακώς η εγχείρησις, αντί να κλείση η πληγή, ανοίγει μεγαλειτέρα.
237
Όταν η ζηλοτυπία δεν αποτελή φρενολογικόν φαινόμενον, είνε τόσον υψηλά, ώστε ούτε ο ποιητικώτερος έρως δύναται προς αυτήν να συγκριθή.
238
Συντελούνται πολλάκις επί της γης ολέθρου και καταστροφής έργα, διά τα οποία θα είπης, ότι και αυτός ακόμη ο Θεός δίδει χείρα βοηθείας εις τον Σατανάν.
239
Η πραγματική ευτυχία δεν είνε αντικειμενική, είνε υποκειμενική. Έκαστος άνθρωπος γεννάται με την ευτυχίαν εντός του, και την τοποθετεί όπου θέλει. Διά τούτο οι δυστυχείς, ή δεν έχουν πλέον εντός των το πτηνόν αυτό, ή δεν ευρίσκουν πού να το τοποθετήσουν
240
Φοβού τα ακροσφαλή ύψη· από υψηλότερα θα πέσης, εις πλείονα τεμάχια θα συντριβής.
241
Η φιλελεύθερος φύσις, ο αδαμάντινος χαρακτήρ, η απεριόριστος και μεγάλη καρδία, μόνον διά των ιδίων δυνάμεων δύνανται ν' αποκαταστήσωσι την ευδαιμονίαν των εν τω κόσμω τούτω· όταν συνδεθώσι μετ' άλλης υπάρξεως, και η φύσις δεσμεύεται, και ο χαρακτήρ αλλοιούται, και η καρδία περιορίζεται και περιστέλλεται.
242
Η γυναικεία καρδία ομοιάζει προς μαλακόν σπόγγον, επί του οποίου υπάρχει κεκολλημένον τεμάχιον λίθου· ο λίθος προκαλεί εκδοράς, ο σπόγγος τας θωπεύει μαλακά, πολύ δε αργά κατανοείς, ότι διά της συνεργασίας αυτής σου αφηρέθη και η τελευταία του αίματος σταγών.
243
Το σπουδαίον δεν είναι πώς να ρίψης κάτω μίαν κεφαλήν χαλασμένην, αλλά πώς να επαναφέρης αυτήν εις την θέσιν της.
244
Υπάρχει μία περίοδος διά τους ερωτευμένους, καθ' ην οι οφθαλμοί των ουδέν βλέπουν πέραν του προσφιλούς των όντος, και τα ώτα ουδέν ακούουν πλειότερον της φωνής του· είνε μία εκ των καταστάσεων εκείνων, ήτις χαρακτηρίζει τους αγγέλους εν τω ουρανώ, και επί της γης τους ηλιθίους. Ουδέν εκ των εγκοσμίων προσελκύει την προσοχήν των, παν δε ό,τι δεν καθηδύνει, ή δεν εκπικραίνει τας στιγμάς των, παρέρχεται απαρατήρητον, ως πράγμα αφορών εις άλλους κόσμους, αλλοτρίους εκείνου, εν τω οποίω ζώσι, και εκ του οποίου αντλούσι τας μικροηδονάς και τας μικροπικρίας των.
245
Ό,τι δεν συγχωρεί η κρίσις, το συγχωρεί το αίσθημα· είνε δύο δικαστήρια εντός σου, εκ των οποίων συνήθως το έν αναιρεί την καταδίκην του άλλου.
246
Η φορά των πραγμάτων είνε πολύ δύσκολον να μεταβληθή, πολύ δε μάλλον όταν τυγχάνη φύσεως κακής· παν πνεύμα, όπερ ήθελε προταχθή, όπως παρεμποδίση τον ρουν των, συνετρίβη όσον μέγα και ισχυρόν αν ήτον· αδιάφορον αν μετά ταύτα επεκράτησε και επέτυχε.
247
Ουρανός θυελλώδης και φλεγόμενος εκ των κεραυνών, ωκεανός εν τρικυμία, με τα κύματα ως όρη, δεν παρέστησαν τρομερώτερον θέαμα, από την θύελλαν και την τρικυμίαν ενός λαού.
248
Ο χρυσός είνε ο διαβολικότερος φακός, διά του οποίου θεώμενα τα πράγματα, φαίνονται εις τους οφθαλμούς του ανθρώπου, τα μεν ανάποδα όρθια, τα δε όρθια κατωκέφαλα.
249
Μη στηρίξης ποτέ τας ελπίδας σου εις τον ουρανόν, αφού και αυτός ουδαμού στηρίζεται.
250
Αδικείς; ικανοποίει. Όταν βλέπω άνθρωπον πράξαντα κακόν, και αναβάλλοντα την ικανοποίησιν του αδικηθέντος, ενθυμούμαι τον εαυτόν μου, όταν αναβάλλω τον καθαρισμόν των υποδημάτων μου από του βορβόρου, με την ιδέαν ότι μετά δύο βήματα θα τα λερώσω εκ νέου.
251
Δεν υπάρχει παραδοξώτερον εν τη φύσει από τον οργανισμόν του ανθρώπου· βλέπει μίαν βάσανον καθ' ύπνους, εξυπνά έντρομος· την υφίσταται εγρηγορών, πίπτει ήσυχα και κοιμάται.
252
Μάθε προσέτι και τούτο: ό,τι άσχημον ίδης, δεν είνε διάβολος· εάν ούτος ήτο τόσον δυσειδής, όπως τον ζωγραφίζουν οι αγιογράφοι, θα ήτον ακινδυνότερος και αυτών των Χερουβείμ· δεν θα είχε κανένα οπαδόν.
253
Μεταξύ των ανθρώπων δύο μεγάλοι τύποι υπάρχουσιν, υπέρτεροι πάσης περιγραφής, προ των οποίων ιλιγγιά η αντίληψις και σκοτίζεται η κρίσις· ο του εξόχως αγαθού και ο του εξόχως αχρείου. Αποτελούσιν αμφότεροι δύο άπειρα, εντός των οποίων ούτε ωρισμένη διεύθυνσις υπάρχει, ούτε σταθμός διά το βλέμμα.
254
Μέγα πράγμα είνε να προχωρής προς τα εμπρός, αλλά μέγιστον να στρέφης ενίοτε και προς τα οπίσω το βλέμμα σου.
255
Περισσότερον φοβείσαι την συμφοράν, όταν την μετρής διά της φαντασίας σου, παρ' όταν καταβάλλεσαι υπ' αυτής, παλαίσας σώμα προς σώμα.
256
Δεν αρκεί να δύνασαι διά να πράττης, πρέπει και να θέλης. Μόνον επί του αξιώματος τούτου στηρίζεται η επιβολή εις τον κόσμον και το αληθές μεγαλείον.
257
Ουδέν των ανθρωπίνων έμεινέ ποτε άνευ μυστικής τίνος τιμωρίας ή μυστικής ικανοποιήσεως· η κακία, όσον και αν έζησεν, απέθανεν· η αρετή, όσον και αν απέθανεν, ανέζησεν.
258
Εάν υπάρχουσι στιγμαί, καθ' ας πρέπει να θαυμάζη τις εαυτόν, είνε εκείναι, καθ' ας υφίστασαι έν μαρτύριον, χωρίς να παραφρονήσης. Η δε ιδέα του Σίλλερ, ότι, «όταν εις τοιαύτην περίστασιν δεν χάση τις τον νουν του, σημαίνει ότι δεν έχει νουν διά να χάση», δεν είνε καθόλου ορθή.
259
Φρόντισε να έχης αξίαν, αλλά και να σου την αναγνωρίζουν· και ο ηλιθιότερος των ανθρώπων ημπορεί με μίαν μωρίαν του να σου καταστρέψη εργασίαν δεκαετηρίδων ολοκλήρων.
260
Ο ασθενής χαρακτήρ και το ασθενές πνεύμα δεν συλλαμβάνουν τίποτε· επλάσθησαν διά να συλλαμβάνωνται αιωνίως. Τα τοιαύτα όντα έχουσιν ιδιαιτέραν μυθολογίαν, ένθα εξεικονίζονται οι θεοί των ως υποζύγια, συρόμενα και τυπτόμενα επί της σπονδυλικής στήλης υπό των παθών των.
261
Η αθεΐα είνε επιστήμη και αυτής της θεολατρείας αψηλοτέρα, άθεος δε, χωρίς βαθείας θεολογικάς γνώσεις, εξευτελίζει τον τίτλον.
262
Οι άνθρωποι όχι μόνον δεν είνε οι ίδιοι, αλλά διαφέρουσι πολλάκις κατά τεράστιον λόγον και διίστανται και απόστασιν δυσυπολόγιστον. Διότι, νομίζω, ουδείς μαθηματικός υπολογισμός δύναται ν' ανεύρη την διαφοράν μεταξύ δύο ανθρώπων, του ενός μεθυομένου επί τη θέα του αίματος, και του ετέρου λιποθυμούντος εκ φρίκης.
263
Η ατομική του ανθρώπου ανατροφή, δεν είνε αποτέλεσμα διδασκαλίας, αλλ' αυτόχρημα λογικής· οι δε επιβαλλόμενοι τύποι, οι αποτελούντες τους λεγομένους «καλούς τρόπους», είνε συνηθέστατα απόρροια ανησίας, ασυγγνώστου διά σωφρονούντας ανθρώπους, και μάλιστα όταν επιβάλλωνται ως κοινωνικαί ανάγκαι.
264
Δεν θα έσφαλέ τις εάν έλεγεν, ότι οι λεγόμενοι «καλοί τρόποι» τόσω μάλλον θεωρούνται αναγκαίοι, όσω πλειότερον ανόητοι είνε.
265
Η πρόοδος δεν υπήρξε ποτέ από του πρώτου βήματός της επιτυχία· εξ εναντίας, όσω μείζονας δυσκολίας απήντησε, και όσω τραχυτέραν και σκολιωτέραν οδόν ηύρυνε, κατά τοσούτον υπήρξε και αξιοθαύμαστος, κατά τοσούτον και θετικωτέρα.
266
Η ηθική δύναμις, αφ' ης εκπηγάζει το μεγαλείον, είνέ τι ένθεον, εδρεύον εν τη ψυχή και ουχί εν τω χρηματοκιβωτίω, και απολύτως ανεξάρτητον των μέσων, άτινα ο εξωτερικός κόσμος διαθέτει προς την ανάπτυξιν και την δράσιν του.
267 Όταν θελήσης να πράξης κάτι μέγα, ουδέποτε σου λείπει η ευκαιρία.
268
Ότι το ήμισυ εκάστης γενεάς είνε ευεργετικόν και αγωνίζεσαι υπέρ του άλλου ημίσεως, είνε φαινόμενον πασιφανές· αλλ' ότι το παθητικόν ήμισυ, τείνει πολλάκις εις την ματαίωσιν του ευεργετικού αγώνος του πρώτου, δεν είνε πασιφανές δι' όλους· από τους μεν δεν συμφέρει να κατανοηθή, από τους δε διαλανθάνει, και ούτως η δρώσα μερίς ομοιάζει προς μηχανήν κεκορεσμένην ατμού, ήτις, ή οπισθοδρομεί, ή έχει κάτωθεν άφρακτον δικλείδα, διά της οποίας ο ατμός ματαίως χάνεται, η δε μηχανή παραμένει συνήθως αδρανής και ακίνητος.
269
Πολύ περίεργος είνε η διαδοχή των πραγμάτων και των όντων εις τον κόσμον τούτον, αλλ' είνε φαινομενική μόνον· αλλάσσουσι πράγματι θέσεις από αιώνος εις αιώνα και από στιγμής εις στιγμήν αλλ' εάν ήτο δυνατόν να ενσαρκωθώσιν οι αιώνες και να θεωρήσωσιν αλλήλους, ταχύτατα θ' ανεγνώριζεν ο πατήρ τον υιόν, και ο υιός τον πατέρα.
270
Η τιμή δεν διαφεύγει τόσον εύκολα από τους όνυχας της γυναικός, όταν ευρίσκεται καλώς εδρεωμένη εκεί, όπου την έταξεν ο Θεός — ή ο διάβολος, διότι περί τούτου υπάρχουν και κάποιαι αμφιβολίαι. Είνε ιδέα· το να κλαπή δε μία ιδέα τόσον εύκολα, σημαίνει ότι δεν ευρίσκεται εντός του κρανίου, αλλά κυματίζει επάνω από τα πτερά του καπελλίνου.
271
Το καλόν πνεύμα ομοιάζει με το καλόν βιολί· όσω παλαιότερον γίνεται, τόσω και ωραιότερα παίζει.
272
Όταν ίδης πολύπλοκα συστήματα, να τα θεωρής πάντοτε ως αποτελούντα κίνδυνον διαλύσεως, παρά συναρμογής. Μη λησμονής, ότι δύο πλάκες περιείχον τους νόμους των Εβραίων, και δώδεκα πίνακες εν τω Καπιτωλίω, τους νόμους των Ρωμαίων.
273
Την χαράν τότε θα αισθανθής βαθυτέραν, όταν την εννοήσης ως βραχυτέραν.
274
Φευ! ποίαν ποινήν φρικτήν επέβαλεν ο Θεός εις τον άνθρωπον. Έδωκεν ως μέτρον της ηδονής του την στιγμήν, και ως μέτρον της οδύνης του τον αιώνα. Απαίσιον μετρικόν σύστημα, καθ' ο το απείρως μέγα κέκτηται ως πολλοστόν το απείρως σμικρόν.
275
Ουδέποτε ο ανήρ εδείχθη τόσον εμφύτως μύστης της αισθητικής, όσον η γυνή· με την διαφοράν, ότι την κρίσιν αυτής διέπει βαθεία αίσθησις, όπερ σημαίνει, ότι την αίσθησίν της δεν διέπει βαθεία κρίσις.
276
Μεγαλειτέραν δυσκολίαν θα δοκιμάσης, εάν επιχειρήσης να δείξης ότι δεν αγαπάς, όταν αγαπάς, παρ' ότι αγαπάς, όταν δεν αγαπάς.
277
Το βιβλίον, και εις όσους δεν ενέκυψαν εις αυτό, και εις όσους δεν το ήγγισαν, προκαλεί πάντοτε είδος τι σεβασμού, μη προκαλουμένου εις τον κόσμον, ουδ' απ' αυτό το ακαταγώνιστον μυστήριον του πλούτου και της ισχύος.
278
Εάν υπάρχη ευγενεστέρα συγγένεια και επαφή μεταξύ των ανθρωπίνων πνευμάτων, είνε εκείνη, καθ' ην η σοφία του ενός μεταδίδεται εις το έτερον, καθ' ην το έν εργάζεται και εξαντλείται, όπως καταστήση το άλλο ακμαιότερον και σοφώτερον, χάριν κοινού σκοπού και κοινής πατρίδος.
279
Ω, το κακό είνε κρυφό και άγνωστο μυστήριο, κόκκος μικρός κι' αόρατος, που στην καρδιά μας κρύβεται, μα σαν ξεσπάση μια φορά αφίνει δηλητήριο, που κι' ένας κόσμος απ' αυτό χαλιέται και συντρίβεται.
280
Έν παροδικόν και επιπόλαιον συναίσθημα, στηριζόμενον εις μίαν πτερόεσσαν ανάμνησιν, είνε ικανόν πολλάκις να καθηδύνη και την πικροτέραν πραγματικότητα.
281
Το μέγα, εν όσω δήποτε ελαχίστω και αν ευρέθη εσφηνωμένον, πάντοτε εθαυματούργησε και ενίκησεν· η νίκη του ήτον αυτής της φύσεως νίκη, ουδεμία δε πίεσις ηδυνήθη ποτέ να τα εξισώση.
282
Οσάκις το αγαθόν ερμηνεύθη και εχειρίσθη κακώς, υπήρξε το μεγαλείτερον όργανον της καταστροφής· κατέστρεψε διά της εμπιστοσύνης.
283
Απόφευγε τας αβασανίστους πεποιθήσεις· όταν μία τοιαύτη ριζωθή εις την ψυχήν σου, δεν θ' αποσπασθή, ειμή μετ' αυτής.
284
Η ανθρωπίνη ψυχολογία αναστρέφεται πολλάκις τοσούτον παραδόξως, ώστε και η υπερβολή της λύπης να εκδηλούται διά γελώτων, και η υπερβολή της χαράς διά δακρύων.
285
Συμβαίνει πολλάκις να φαντάζεσαι πράγμά τι, και να λέγης: — «Βεβαίως· αυτό είνε δυνατόν να γίνη». Συμβαίνει δε να το βλέπης πραγματοποιούμενον, και να λέγης: — «Α, αυτό είνε αδύνατον»
286
Τα ημιτελή έργα καθιστώσιν οικτροτέραν την όψιν του κόσμου· ουδέν δε ευάρεστον προσθέτουν εις την ποικιλίαν αυτού, ούτε ελαττώνουν τας ανάγκας του· πολλάκις μάλιστα τας διπλασιάζουν.
287
Θέλεις να σε αγαπήση περισσότερον η ερωμένη σου; κάμε την να πιστεύση, ότι δυνατόν και να παύσης να την αγαπάς· πρόσεξε όμως μη σου παίξη το ίδιον παιγνίδιον, διότι την έχασες.
288
Οσάκις ο άνθρωπος το αποφασίση με τα σωστά του, υπερβαίνει και αυτήν την φύσιν εις το μυστήριον.
289
Εάν ηδύνατο ο ευτυχής να είπη διατί είνε ευτυχής, και ο δυστυχής διατί είνε δυστυχής, έσο βέβαιος, ότι και η ευτυχία και η δυστυχία θα ήσαν τόσον γνωσταί εις τον κόσμον, ώστε θα καθίσταντο άγνωστοι εις αυτόν. Διότι η ευτυχία και η δυστυχία, είνε τα μόνα πράγματα, τα οποία, όταν γίνουν τελείως γνωστά, είνε ωσάν να μένουν άγνωστα.
290
Δεν ηξεύρω πώς εσκέφθη ο πρώτος άνθρωπος, ο αποφασίσας να καλύψη το πρόσωπόν του υπό προσωπίδα· όπως δήποτε όμως και αν εσκέφθη, φαίνεται ότι είχε την αρίστην ιδέαν περί της αξιοπρεπείας και του προορισμού του ανθρώπου.
291
Όταν και αυτή η τρέλλα είνε αναγκαία δι' όλους, ο πραγματικώς τρελλός είνε εκείνος που κάμνει τον φρόνιμον.
292
Είνε ευκολώτερον να γεμίσης με χρήμα τα θηλάκια ενός σπατάλου, παρά ενός επαίτου.
293
Ο προορισμός του μεγαλείου είνε να φαίνεται· μεγαλείον κρυπτόμενον, θεώρει κατώτερον και της ασημότητος εκείνης, ήτις προσπαθεί να υπερβή τα ελεεινά όριά της.
294
Και αυτή η ηθική έχει τα όριά της, πέραν των οποίων προβαίνουσα, περιπίπτει εις άλλην κατηγορίαν, ήτις, δεν ηξεύρωμεν εάν ημπορή να κληθή ανηθικότης, της αρκεί όμως ότι δεν λέγεται ηθική.
295
Η ηθική δεν θέλει φρουράν· μόλις εννοήση τοιαύτην, δραπετεύει.
296
Η μεγαλειτέρα δύναμις της γυναικός είνε αυτή η αδυναμία της.
297
— Αγαπάς; — Ναι. — Είσαι άγγελος. Και ανταγαπάσαι;
— Όχι. — Ε, λοιπόν είσαι και κτήνος.
298
Θέλεις να ήσαι ευτυχής; γνώριζε πώς να ήσαι, και τούτο αρκεί διά να γίνης.
299
Μη αναπτύσσης μακράς θεωρίας περί τιμής εις τους ανθρώπους· ματαιοπονείς· όσοι έχουν ανάγκην αυτών, δεν θα τας εννοήσουν· όσοι θα τας εννοήσουν, δεν έχουν την ανάγκην των.
300
Οι λαοί δεν αποθνήσκουν ευκόλως· νεκροφανείας μόνον υφίστανται και επανέρχονται εις την ζωήν — αρκεί να μη ενταφιασθώσι ζώντες.
301
Άκουσον, ω Πετεινέ, και τούτο. Να μη επαίρεσαι ούτε διά το στέμμα σου, ούτε διά την λαμπρότητα των πτερών σου· η ειμαρμένη είνε συνήθως τοσούτον ανεπιτηδεία και βιαστική, ώστε, αποσπώσα έν στέμμα από μίαν κεφαλήν, το αποσπά ενίοτε μαζύ με το δέρμα.
302
Όταν διέλθης από την καλύβην ενός σοφού, και από το μέγαρον ενός ηλιθίου, και ίδης γίγαντας να εισέρχωνται εις την καλύβην και νάννους εις το μέγαρον, δύνασαι να κραυγάσης, ως ο Αρχιμήδης: — Εύρον! εύρον!
Και αν οι διαβάται σ' ερωτήσωσι τι εύρες, δείξε και απάντησε:
— Το μέγιστον εν τω ελαχίστω, και το ελάχιστον εν τω μεγίστω.
303
Εκτίμα ό,τι έχεις· συνήθως απολαμβάνομεν ενός αγαθού όταν δεν δυνάμεθα να το εκτιμήσωμεν, και το εκτιμώμεν, όταν δεν δυνάμεθα να το απολαύσωμεν.
***
Ό,τι έχεις είνε πάντοτε αγαθόν, αρκεί να γνωρίζης πώς να το έχης.
304
Εάν ο έρως δεν εγεννάτο προ των θεών, αναμφιβόλως το θείον θα συνελάμβανε την ιδέαν της δημιουργίας του, από το σύνολον της εικόνος εκείνης, την οποίαν επαρουσίασαν στιγμαίως ο Οδυσσεύς και ο Κύκλωψ, ο είς φερόμενος υπό την κοιλίαν του κριού, ο δ' έτερος ψηλαφών και μη ευρίσκων τίποτε· εικών πανούργου, γίγαντος και τυφλού. Ιδού ο Έρως.
305
Λέγουν, ότι αι υψηλοτέραι κορυφαί αποσπώσι τον κεραυνόν· είνε αληθές, αλλά συ μη φοβήσαι ν' ανέλθης. Διά να σου ρίψη ο άλλος τον κεραυνόν, πρέπει να ήνε υψηλότερον σού· φρόντιζε λοιπόν να τον υπερβής.
306
Το τελειότερον των μέχρι νυν εφευρεθέντων όπλων παρά του ανθρώπου, είνε η λογική του· είνε το μόνον όπλον, διά του οποίου επιτίθεται ισχυρότερον, και αμύνεται ασφαλέστερον.
307
Εις ουδεμίαν άλλην περίστασιν δύνασαι να μετρήσης ακριβέστερον του έρωτός σου το μέγεθος, ειμή όταν λαμβάνης τα μέτρα του, διά να κατασκευάσης το φέρετρόν σου.
308
Εάν έχης εντός σου τον δαίμονα της μεγαλοφυίας, ουδαμού θα εύρης θέσιν κατάλληλον διά να σταθής· κ' εάν δεν υπάρχη οδός, διά να σε ωθήση ούτος προς τα εμπρός, δεν θα ησυχάση πριν σε διαρρήξη.
309
Όταν βλέπης ότι νυκτώνει, τρέμε· δεν παρέρχεται εκάστη νυξ δι' όλους τους ανθρώπους· είνε αδύνατον να μη παραμείνη επί ενός τουλάχιστον μετώπου.
310
Η συμφορά είνε φιλοσοφία σιωπηλή.
311
Βεβαίως δεν βασιλεύει επιτυχώς επί ενός λαού, ο μη βασιλεύων εαυτού.
312
Εάν συμβή να εκλέξης μεταξύ ενός, θαυμάζοντος την υπερτέραν της ιδικής του κακίαν, και ενός, μισούντος την υπερτέραν της ιδικής του αρετήν, να προτιμήσης πάντοτε τον πρώτον, ως ειλικρινέστερον.
313
Διά πάσαν περίπτωσιν έν και έν κάμνουν δύο· τούτο λέγεται π ρ ό σ θ ε σ ι ς. Όταν όμως εφαρμόζεται ο αυτός κανών και εις τον γάμον, τούτο λέγεται δ ι α ί ρ ε σ ι ς.
314
Το ψεύδος ενέχει τόσον γόητρον, ώστε, όταν δειχθή ως αλήθεια, ουδείς λόγος γίνεται πλέον περί αυτού.
***
Το ψεύδος ενέχει τα μυστήριον της αμφιβολίας, το οποίον δεν έχει μία πασιφανής αλήθεια· είνε περιβεβλημένον με σκιόφως, το οποίον του προσδίδει την επιβολήν του κατά τα ήμισυ αγνώστου, και του κατά το ήμισυ γνωστού.
315
Ο καλήτερος στρατηγός δι' έν στράτευμα είνε η ιδέα.
316
Δεν θα εύρης ελεεινότερον φαινόμενον εις την φύσιν από το παράκαιρον· εν τούτοις και τούτο επροστατεύθη από την Σοφίαν, ήτις διέπει τον κόσμον, διότι του εδώρησε την ορμητικότητα εκείνην, ης στερείται το ομαλώς εξελισσόμενον, το μη φοβούμενον διά την επαύριον, της οποίας την γονιμότητα έχει εξασφαλίση από της προτεραίας.
317
Και ισόβιοι στρατηγοί απεστρατεύθησαν· ισόβιοι έξεις ουδέποτε.
318
Διά την γυναίκα καλόν είνε ό,τι την ευαρεστεί, κακόν, ό,τι δεν την κολακεύει.
319
Η τιμή είνε τοσούτον ισχυρά, αλλά και τοσούτον εύθραυστος, ώστε, ενώ όρος πίπτον επ' αυτής αδυνατεί να την κλονήση, μία θριξ την καταρρίπτει εις άπειρα τεμάχια.
320
Ουδέποτε να δίδης πολλήν προσοχήν εις τας θεωρίας· η ιστορία των πραγμάτων είνε πολύ διαφορετική των θεωριών, — αίτινες αυτό τούτο αποδεικνύουσιν: ότι δεν υπάρχει θεωρίας ανάγκη, όπου τα πράγματα λαλούσι, και λειτουργούσιν ομαλώς και κανονικώς.
321
Το συναίσθημα της τιμής υπήρξε πάντοτε αιτία μεγίστων κακών· αλλά τα κακά ταύτα, όσην και αν προεκάλεσαν βλάβην και διατάραξιν εις την κοινωνικήν ισορροπίαν, κατ' ουσίαν εξησφάλισαν αυτήν πλειότερον.
322
Η ανθρωπίνη διάνοια είνε ωχρόν κάτοπτρον των συναισθημάτων της ψυχής, μηδέν δυναμένη να εξεικονίση εκ τούτων, διά τούτο, εγκαταλείποντες την ιστορίαν των θειοτέρων εμπνεύσεων, κατατριβόμεθα συνηθέστατα με τα επεισόδια, αποπειρώμενοι να επιδείξωμεν την δύναμίν μας εκεί, ένθα μόνον την αδυναμίαν μας αποδεικνύομεν.
323
Εάν σου είνε πεπρωμένον να κινήσης τον οίκτον ή τον γέλωτα του κόσμου, να προτιμήσης τον οίκτον· καλήτερον θύμα, παρά σαλτιμπάγκος.
324
Και αυτή η ήττα, ηρωικώς υφισταμένη, αναγορεύει τον ηττηθέντα ήρωα, ίσως υπέρτερον και του νικητού.
325
Νεάζομεν; διευθύνομεν το βλέμμα προς τα εμπρός· γηράσκομεν; στρέφομεν αυτό προς τα οπίσω· ουδείς βλέπει προ των ποδών του, διά τούτο δε οι πλείστοι καθ' έκαστον βήμα μας, σκοντάπτομεν και εις τα απλούστερα πράγματα.
326
Ο έρως είνε η λυδία λίθος της ψυχής.
327
Όταν θ' αρχίσης ν' αγαπάς, πρόσεξε καλώς, και θ' ακούσης εντός σου μίαν άλλην φωνήν, ήτις θα σου ομιλήση διά πρώτην φοράν πολύ παράδοξα πράγματα. Είνε αυτός ο έρως, ο οποίος θα σου λέγη:
— Εγώ είμαι η νόσος σου, και το πάθος σου είμαι εγώ· αλλά σου περιβάλλω τούτο με τόσην γοητείαν, ώστε ημπορείς ν' απορρίψης πάσαν άλλην ηδονήν, διά να βασανίζεσαι αιωνίως από την γλυκείαν μου οδύνην, την οποίαν, ούτε θα θελήσης, εάν δυνηθής, να την αποφύγης, ούτε θα δυνηθής, εάν το θελήσης.
328
Η γυνή μόνον όταν δεν θέλει δεν απατά τον άνδρα· σπουδαίον μόνον είνε το πώς να μη θέλη.
329
Δεν είνε τόσον αυτοκτονία το να φονεύης εκουσίως το άτομόν σου, όσον το να καταβιβάζης αυτό κατωτέρω της αξίας του.
330
Όπου βλέπεις στέφανον δάφνης, αμφίβαλε· όπου βλέπεις ακάνθινον στέφανον, πίστευε· περισσοτέραι άκανθαι έστεψαν την αληθή δόξαν, παρά δάφναι.
331
Τα ελευθέρια ήθη είνε οι φρουροί των αυστηρών.
332
Η δας δεν είνε μόνον διά να καίη, αλλά και διά να φωτίζη· το ζήτημα είνε πώς να γνωρίζη τις από πού να την κρατή.
33
Οσάκις οι φιλόσοφοι έκλαυσαν διά τας συμφοράς του κόσμου, και ο κόσμος δεν εβράδυνε να κλαύση διά τας ιδικάς των·
334
Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είνε τόσον παράδοξος και τόσον εκτός των φυσικών νόμων, ώστε, ενώ χείμαρρος συμφοράς αδυνατεί να τον κλονήση, δύναται να κατορθώση τούτο έν απλούστατον δάκρυ.
335
Άνευ του έρωτος, ο ιερεύς δεν έφερε πάντοτε την ευτυχίαν· και άνευ του ιερέως όμως, την έφερε πάντοτε ο έρως.
336
Οι τύποι και η ουσία των πραγμάτων εναλλάσσουσι τας θέσεις των εις τοσούτω αισθητόν βαθμόν, ώστε προς τήρησιν τούτων και περιφρόνησιν εκείνης, καταναλίσκεται όλη η ζωή και όλη η δύναμις του ανθρωπίνου πνεύματος.
337
Θέλεις να γράφης; όρεξιν να έχης και γράφεις ό,τι θέλεις· ο κόσμος περιέχει άπειρα ζητήματα, ή, διά να ήμαι ακριβέστερος, ολόκληρος ο κόσμος είνε ζήτημα.
338
Όπου ακούεις στόμαχον διεγειρόμενον, τρέμε· ο στόμαχος είνε η λογική των λαών.
339
Η οδύνη, είνε πολύ υψηλοτέρα της ηδονής· η ηδονή είνε ειδύλλιον, αλλ' η οδύνη είνε εποποιία.
340
Δύναται και η ουσιαστική ελευθερία να καταλυθή, αλλά να ζη το ιδεώδες της· όταν όμως καταλύεται το ιδεώδες αυτής, η ελευθερία είνε και της δουλείας χειροτέρα.
341
Όταν βλέπης επαίτην άνευ χειρών, μη ερωτάς ποίος είνε και από πού έρχεται· ελέει αυτόν αφειδώς· δύο χείρες ολιγώτερον, δύο χιλιάδες καλά περισσότερον εις τον κόσμον.
342
Θετικώτερον και μάλλον αναμφισβήτητον σύμπτωμα της σήψεως ενός λαού είνε, ότι εκάστη πληγή, αντί να προκαλή άλγος γίνεται δεκτή αναισθήτως.
343
Ο πανικός είνε η άρνησις του ενθουσιασμού· μέθη και ο είς, μέθη και ο έτερος· πτερά ο είς και ταχύτητα θυέλλης, πτερά ο έτερος και ταχύτητα ανέμου· συντρίμματα ο είς έμπροσθεν, ναυάγια ο έτερος όπισθεν.
344
Η Δουλεία υπήρξε πάντοτε η αχάριστος κόρη της Ελευθερίας, ο δε άνθρωπος, μόλις αισθάνεται τας χείρας του ελευθέρας, ουδέν άλλο πράττει, ή να σφυρηλατή, διά παντός υλικού, δεσμά.
345
Όταν η σοφία αρχίζη να λέγεται ανία και πλήξις, είνε μυριάκις προτιμωτέρα μία μετριότης, ήτις ανακουφίζει το πνεύμα, έστω και αν διδάσκη ολιγώτερα.
346
Θέλεις να ήσαι βέβαιος ότι θ' αγαπηθής ειλικρινώς από μίαν γυναίκα; μη την ζητήσης εντός του περιβόλου της ζωής, ανάμεινέ την παρά την πύλην, εισερχομένην ή εξερχομένην, αδιάφορον· εκεί θ' ανταλλάξητε την ειλικρινεστέραν χειραψίαν.
347
Μη παραξενευθής διότι το κακόν υπερισχύει εις τον κόσμον· αιτία τούτου είνε αυτός ο θεός, όστις έχει ακατανόητον αδυναμίαν προς τον διάβολον και του κάμνει τρομεράς παραχωρήσεις. Πρόσεξε εις τους εξιλασμούς των θρησκειών· ουδέποτε ηννοήθησαν τοιούτοι, άνευ του αίματος, ή των δακρύων του αθώου.
348
Είνε κοινώς παραδεδειγμένη η θεωρία, ότι τα έθνη γηράσκουσιν όπως τα άτομα.
Πώς συμβαίνει όμως να θεωρήται ως γηραλέον έν έθνος, αποτελούμενον από νέους ανθρώπους; φαίνεται, ότι η ζωή και το σφρίγος, τα διαπνέοντα την ψυχήν ενός εκάστου ατόμου, δεν είνε ομοφυή και ομοούσια με την ζωήν και το σφρίγος του άλλου· συναντώμενα δε εν κοινή δράσει, παράγουσι κάτι αρνητικόν και αποκρουστικόν, αποτελούν εν συνόλω διαρκή εξουδετέρωσιν πάσης ενωτικής δυνάμεως· θα έλεγέ τις, ότι είνε νέφη, ετερωνύμως ηλεκτρισμένα, άτινα, συναντώμενα προς κοινήν δράσιν, αντί να ρίψωσιν από κοινού σκιάν ευεργετικήν επί του συνόλου, ρίπτουσιν ένα κεραυνόν.
Τούτο μαρτυρεί, ότι ο λεγόμενος εκφυλισμός των λαών, έχει μεγάλην διαφοράν από τον εκφυλισμόν των ατόμων.
349
Η ελευθερία του πολίτου έγκειται εις την ελευθερίαν του πνεύματός του· δούλος με ελεύθερον πνεύμα, ευρίσκεται εις υψηλοτέραν ηθικήν σφαίραν, από ελεύθερον με πνεύμα δούλου.
350
Πολιτική με κ ό μ μ α, — έθνος με τ ε λ ε ί α ν.
351
Ο έρως είνε και νόσος και φάρμακον· άλλοτε καθιστά τους υγιείς ασθενείς, άλλοτε τους ασθενείς υγιείς.
352
Υπάρχουσιν άνθρωποι, μηδέν άλλο πράττοντες, ειμή πώς να παρεμποδίζουν και ν' απογοητεύουν τους δυναμένους να προχωρήσουν· δύναταί τις να είπη, ότι τους αναγνωρίζουσι και τους φοβούνται· τους βλέπουσιν ανατρεπτικούς, με νέας αρχάς, με νέας ιδέας, ετοίμους όπως κατακρημνίσωσι τας ευρωτιώσας ιδικάς των, και, συσσωματούμενοι εν ενί, τίθενται προ της οδού των άμα τω πρώτω βήματί των, δικαιολογούμενοι, ότι οι νεώτεροι δεν εγεννήθησαν τέλειοι, και δεν εφιλοσόφησαν από των σπαργάνων των.
Τους ανθρώπους τούτους να τους βδελύττεσαι και να τους πατάσσης· ζητούν να περισώσωσι τα ελεεινά ναυάγιά των, αποπειρώμενοι κατά της ανθρωπότητος ολοκλήρου.
353
Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκην μακράς διδασκαλίας διά να εκπολιτισθή· όταν έχη διάθεσιν προς τούτο, εκπολιτίζεται αφ' εαυτού, μόλις ακούση ότι υπάρχει πολιτισμός.
354
Μη νομίσης ποτέ, με όσα και αν πάθης κατά τον βίον σου, ότι απέκτησες την πείραν της ατυχίας· είνε αύτη τοσούτον ανεξάντλητος και ποικίλη, ώστε συνήθως μία και η αυτή, δύναται να μας εύρη απροκαλύπτους, και να μας πλήξη εξ εκατόν ακόμη διευθύνσεων, υπό εκατόν μορφάς, δι' εκατόν τρόπων και εκατοντάκις κατά λεπτόν.
355
Μη λαμβάνης μέτρα, διά να φρουρήσης ηθικήν, μηδόλως κινδυνεύουσαν· την προσβάλλεις συ πρώτος.
356
Είνε αστεία τα δηλητήρια της γης προ των δηλητηρίων, τα οποία ρέουσι διά του ιδίου αίματός μας εις τας φλέβας μας. Ελάχιστοι εφονεύθησαν από τον κεραυνόν των νεφών του ουρανού· πόσοι όμως δεν φονεύονται καθ' εκάστην, από τον κεραυνόν των νεφών του ιδίου των εγκεφάλου.
357
Να οικτείρης την αρετήν, την εξασκουμένην και προκαλουμένην διά βραβείων· η πραγματική αρετή δεν έχει ανάγκην βραβείων· είνε και βραβείον αυτή η ιδία.
358
Όταν ακούης μουσουργόν να τον ονομάζωσι μέγαν νουν, πίστευε ότι η μεγαλοφυία του δεν εδρεύει εις τον νουν του, αλλά εις την καρδίαν.
Η μουσική, δεν είνε τόσον αντίληψις του εγκεφάλου, όσον αίσθησις της καρδίας, και διά τούτο την αισθάνεσαι πρώτον επανερχομένην εις την κοιτίδα της, και ύστερον την εννοείς.
359
Η ιστορία δεν θα σου αποκαλύψη αγριώτερον τύραννον, ούτε τρομερώτερον δεσπότην από το Εγώ του ανθρώπου.
Έκαστος ημών έχει ενθρονίση εν εαυτώ από ένα τύραννον, απαύστως απαιτούντα, απαύστως κορεννύοντα την δίψαν του από το ίδιον αίμα του, και συνεπώς απαύστως διψώντα. Σε βεβαιώ, ότι ο Νέρων ήτον ο δυστυχέστερος των υποτελών του, διότι είχεν εαυτώ έτερον Νέρωνα, αγριώτερον και θρασύτερον του τυραννούντος την Ρώμην.
360
Η κακία είνε η ασφαλεστέρα συγγένεια μεταξύ των ανθρώπων.
361
Ό έρως είνε μέγιστος, αλλά και ακατανόητος οικονόμος της φύσεως· δημιουργεί διά του θανάτου, και φονεύει διά της ζωής.
362
Δεν είνε παράδοξον να ίδης και το ελάχιστον, να στενοχωρήται εν τω μεγίστω πλειότερον, παρ' όσον το μέγιστον εν τω ελαχίστω.
363
Η αμαρτία αρχήν μόνον έχει, τέλος δεν έχει ποτέ.
364
Ούτε αι μεγάλαι δυστυχίαι, ούτε αι μεγάλαι ευτυχίαι, ούτε οι μεγάλοι έρωτες σβέννυνται από την ανάμνησιν, εφ' όσον δεν εδοκίμασες μεγαλειτέρους.
365
Και το σκοτεινόν χάος διεπέρασεν η ακτίς του ηλίου και του άστρου η μαρμαρυγή· το σκότος όμως της ανθρωπίνης ψυχής τίποτε δεν το εφώτισεν ακόμη.
366
Το ν' αποκρύπτης ελάττωμά σου είνε το μέγιστον των ελαττωμάτων σου· το ν' αποκρύπτης δε προτέρημά σου είνε το ελάχιστον των προτερημάτων σου.
367
Είνε τόσον γλυκύ το παρελθόν, και τόσον συμφυές καθίσταται με την ατομικήν σου ιστορίαν, ώστε θ' αντήλλασσες πολλάκις ευχαρίστως και μίαν αβεβαίαν πορφύραν του μέλλοντος, αντί ενός ράκους του παρελθόντος.
368
Όταν τύχη ν' ακούσης εραστάς, λέγοντας ανοησίας, μη γελάσης· η διάλεκτος του έρωτος είνε τόσον εκφραστική, ώστε και αυτή η ασυναρτησία της, ισοδυναμεί προς την υψηλοτέραν ποίησιν και προς την βαθυτέραν φιλοσοφίαν.
369
Ό,τι δεν δύνασαι να λύσης διά του νοός, προσπάθει και το λύεις διά της καρδίας· ό,τι δεν δύνασαι να κατανοήσης, φρόντιζε να το αισθάνεσαι.
370
Το πραγματικόν άπειρον εδρεύει εις την καρδίαν μάλλον, παρά εις τον νουν· διότι υπάρχουν πράγματα, τα οποία αισθάνεσαι, χωρίς να εννοήσης· ουδέν όμως εννοείς, χωρίς προηγουμένως να το αισθανθής.
371
Ο φόβος και η μοχθηρία είνε οι χειρότεροι φύλακες εαυτών.
372
Από μίαν πασιφανή καλλονήν ημπορείς και να κορεσθής, και να μείνης αναίσθητος προς την απόλαυσίν της· αλλ' από καλλονήν, της οποίας συ ανακαλύπτεις το μυστήριον, δεν κορέννυσαι ποτέ.
373
Ο γάμος όταν δεν είνε σ ύ ν δ ε σ μ ο ς, είνε ε π ι φ ώ ν η μ α.
374
Πραγματική πατρίς διά τους ανθρώπους, δεν είνε η περιωρισμένη έκτασις της γης, την οποίαν κατοικούσιν, ούτε προσέτι η κοινή θρησκεία· είνε η κοινή γλώσσα και η κοινή ιδέα.
375
Ο ημεροδείκτης του έρωτος αρχίζει πάντοτε από την άνοιξιν· κατόπιν ακολουθεί αναποφεύκτως θέρος, φθινόπωρον και χειμών· μη επιχειρήσης ν' αρχίσης πάλιν με νέαν άνοιξιν, διότι θα βαίνης εις νέον έτος με το καλενδάριον του προηγουμένου.
376
Καρδία 20 ετών, ξίφος κατακτητού.
Καρδία 40 ετών, σκήπτρον βασιλέως.
Καρδία 60 ετών, σαμάριον υποζυγίου.
377
Ασφαλέστερον στηρίζεσαι εις τους πόδας σου, όταν τρέμης από την γυναίκα, παρ' όσον νομίζεις ότι στηρίζεσαι, όταν εκείνη τρέμει από σε.
378
Όπου η ατιμία πληρώνεται με χρυσόν, η τιμιότης πληρώνεται με μόλυβδον.
— Και τώρα, τι πλειότερα τούτων να σου είπω, και τίνων να σου συμβουλεύσω ίνα παραλείψης την εκτέλεσιν;
Και πολλά είνε όσα ήκουσες, και ολίγιστα.
Ολίγιστα, διότι ο κόσμος είνε απέραντος· πολλά, διότι ο κόσμος είνε πανταχού και πάντοτε ο ίδιος.
Κρατείς τόσας αλήθειας εις τας χείρας σου, τας οποίας τις οίδε και πόσοι άλλοι εσκέφθησαν προ εμού· αλλά τούτο δεν αρκεί.
Το δύσκολον είνε πώς να τας αναγνωρίσης.
Και το δυσκολώτερον είνε πώς να τηρήσης αυτάς.
Και το πάντων δυσκολώτατον είνε, να πείσης και τους άλλους όπως αναγνωρίσωσιν αυτάς.
Αλλ' όχι· δεν θα τας αναγνωρίσουν, διότι και ο κόσμος και η φύσις ολόκληρος είνε μυστήριον, εις το οποίον ουδείς ουδέποτε κατόρθωσε να εισδύση, και εξηυτέλισε τούτον εν τη αντιλήψει του ο άνθρωπος, και παρεξήγησεν εκείνην ανοήτως.
Αυτή η φύσις, εάν την ερωτήσης, θα σου δώση το πρώτον μάθημα, και θα σε ποδηγετήση προς την ευτυχίαν.
Θέλεις να την προσεγγίσης και να την αισθανθής;
Άφησε την ψυχήν σου ελευθέραν εν μια νυκτί εαρινή, ίνα λουσθή εις το μυστήριόν της. Θα εννοήσης, ότι η ευωδία του άνθους και του φυτού, απετέλεσαν το μαγικόν φίλτρον, το οποίον επανέδωκεν εις τον Φαύστον την νεότητα και την καλλονήν, το οποίον χυνόμενον κατά σταγόνας εις τα νεκρά της φύσεως στήθη, επαναφέρει τους διαλείποντας παλμούς της, και φυγαδεύον τον τελευταίον στεναγμόν του παγετώδους Βορρά, με την χλιαράν και μυροβόλον των Ζεφύρων πνοήν περιλούει ηδέως.
Εάν κατά την νύκτα εκείνην ηδύνασο να ερωτήσης το άνθος διά της γλώσσης του, ή εάν η ακοή σου δεν ήτο τοσούτον πεπερασμένη, ή εάν προς στιγμήν ηδύνασο να περιβάλης το άπειρον διά των ώτων σου και να κύψης παρά τα φρίσσοντα πέταλα του διανοιγομένου κάλυκος, θα ήκουες μίαν αλήθειαν άγνωστον και μεγάλην, μάγον και καταπλήττουσαν αλήθειαν, ήτις θ' απεκάλυπτεν ενώπιον του εσκοτισμένου από τα ταπεινά πάθη πνεύματός σου, νέον κόσμον πεποιθήσεων και ιδεών, και θα επαρουσίαζεν ενώπιόν σου την πλάσιν, όπως την ηννόησεν ο δημιουργός αυτής, και ουχί όπως ο άνθρωπος την αντελήφθη.
— Τώρα — θα σου έλεγεν ο διανοιγόμενος κάλυξ — ότε των ομμάτων σου η αχλύς παρεσύρθη υπό του απείρου, τώρα, ότε η ακοή σου απεφράχθη από τον ανυπέρβλητον του πεπερασμένου φραγμόν, στρέψε γύρωθεν το βλέμμα σου και αναζήτησε της δημιουργίας το μυστήριον· δεν θα κοπιάσης επί πολύ· θα το εύρης και εις τον φαλόν του πρώτου άνθους, και εις τον βλαστόν του πρώτου δένδρου, και εις την χυμώδη ρίζαν του πρώτου φυτού· τι και αν το φυτόν καλήται κάκτος, ή καλήται ευτελές χαμαίμηλον, ή ευγενές ρόδον, ή καμέλια περικαλλής; η φύσις διεμοίρασεν εις ημάς εξ ίσου και φιλοστόργως τας χάριτάς της, και ό,τι εδώρησεν εις το ταπεινόν φυτόν, εδώρησεν εξ ίσου και εις το ευωδέστερον άνθος.
Όχι· δεν είμεθα, ως εκλαμβάνετε ημάς σεις, διηρημένα εις γένη· όχι· εις της ευδαιμονίας τα μυστήρια είμεθα εξ ίσου μεμυημένοι, και εξ ίσου απολαύομεν των ζωογόνων του ηλίου φιλημάτων, και υπό την αυτήν του Βορρά πνοήν αποφυλλιζόμεθα και θνήσκομεν.
Ο έρως περιίπταται μεταξύ των πετάλων και των φύλλων μας, ανεξαρτήτως γένους και είδους· η δυσγένεια και η ευγένεια είνε άγνωστοι μεταξύ ημών· εις τους βλαστούς μας ο αυτός χυμός κυκλοφορεί, και των ανθέων μας το σπέρμα μετά στοργής ίσης αποθέτει ο Ζέφυρος επί της μητρός γης.
Και θα σου προσέθετεν ακόμη:
— Ύπαγε και ειπέ εις τους ανίσους ανθρώπους, ότι ουδεμία μεταξύ των όντων και των πραγμάτων διαφορά υπάρχει· ύπαγε και είπε, ότι το συναίσθημα της ζωής ενυπάρχει παντού, το δε μυστήριον της ευδαιμονίας του κόσμου, είνε το μύρον, το οποίον κατά την νύκτα ταύτην αναπνέεις· είνε το χρώμα, τα οποίον καθηδύνει την όρασίν σου· είνε του ηλίου η ζωογόνος ακτίς· είνε του άστρου η χρυσή μαρμαρυγή, και οι μύχιοι παλμοί της αναδημιουργίας, ους, βυθισμένος εις τον βόρβορον της ζωής, δεν ακούεις πλέον· είνε τέλος του θείου έρωτος η φωνή, ήτις μάτην σε προκαλεί, απόκληρε της ευδαιμονίας, και μάτην εις το πρόσταγμά της αναπετάννυσιν ενώπιόν σου την χρυσήν πύλην της Ζωής!. .
Ύπαγε και ειπέ εις εκείνους, ότι εις μάτην θ' αγωνίζωνται· δεν είνε προωρισμένη η ασθενής χειρ των ίν' ανεγείρη τον μέγαν πέπλον, και ο άνθρωπος ν' απογυμνώση του μυστηρίου του ένα θεόν!. . .
***
Εάν κατορθώσης ν' ακούσης την φωνήν ταύτην, εάν δεν παρασυρθής από των ιδίων παθών σου τον χείμαρρον, ως κάρφος αχύρου, η Δ ι α θ ή κ η αύτη η Χ ρ υ σ ή θα σε φρουρήση πλειότερον, παρ' όσον τείχος σινικόν, και η αιγίς της Παλλάδος. . . . .
— Τοκ. . . τοκ. . . τοκ!. . .
Ήτο κτύπος, όστις αντήχησεν εις την κεκλεισμένην θύραν μου, κτύπος μυστηριώδης, όστις έφθασε πενθίμως μέχρι των ώτων μου· ήτον ήχος, μακρότερος από έν απλούν τ ο κ, και μυστηριωδέστερος ακόμη, όστις εύρεν ευθέως την οδόν της ψυχής μου, και κάτι αφύπνισεν εν αυτή, και κάτι διήγειρεν εν τω πνεύματί μου.
— Τοκ. . . τοκ. . . τοκ!. . .
Επανελήφθη και εκ δευτέρου.
Αναμφιβόλως ο κρούων, δεν έκρουε δι' ώτα ανθρώπου· έκρουε διά ν' ακουσθή από κάποιαν ψυχήν, ήτις ουδέποτε εις την ακοήν της απατάται, ήτις δεν έχει ανάγκην συλλαβών, λογικώς τοποθετημένων, ούτε ρυθμού, υπαγομένου εις κανόνας, όπως διεγερθή.
Και ήρκεσεν είς αόριστος ήχος, όστις διά τους άλλους δεν θα έλεγε τίποτε, ίνα λαλήση εις την ψυχήν μου πολλά.
Ναι, ον μυστηριώδες έκρουε την θύραν μου, το οποίον μου διήγειρεν άγνωστον φωνήν, το οποίον συνεκοινώνησε μετά του εν εμοί μυστηρίου ακαριαίως, και απέσυρεν από του πνεύματός μου του πεπερασμένου τον φραγμόν.
Και, χωρίς να γνωρίζω πώς και από πού, από της κεφαλής ή από του στήθους μου, φωνή, πρωτάκουστος δι' ανθρώπινα ώτα, απέτεινεν ερώτησιν εις τον άγνωστον της νυκτός επισκέπτην:
— Τις ει!
Κτύπος δεν ηκούσθη πλέον.
Φωνή κλαυθμηρά, συριγμός βραχνός, ως ο του συρίζοντος βορρά, όστις κατά την αυτήν ώραν εις το παράθυρόν μου εμαίνετο, απήντησεν εις την ερώτησίν μου, και ρίγος καθ' ολόκληρον το σώμα μου ησθάνθην, και αι τρίχες της κεφαλής μου ωρθώθησαν, και εις τας φλέβας μου εσταμάτησε παγωμένον το αίμα.
Οίμοι! δυστυχής τις έκρουε την θύραν σου, τον οποίον ο βορράς κατεδίωκε, και εμιμήθη τον στεναγμόν του διά ν' απατήση αυτόν.
Δυστυχής, τον οποίον έτυπτεν η παγωμένη βροχή, και έχυνεν ίσον ποσόν δακρύων, διά να θερμανθή με την θέρμην του άλγους του.
Δυστυχής, τον οποίον είς Θεός άγιος εγκατέλιπεν άνευ στέγης, και ήρχετο ίνα ζητήση αυτήν από ένα άνθρωπον αμαρτωλόν!. . .
— Περίμενε!
Ανετινάχθην εκ της κλίνης μου, ήτις μου εδαψίλευε την ευεργετικήν θαλπωρήν της.
Ήμην ο κύριος της θερμότητος εκείνης, και ουδείς ηδύνατο να μου αμφισβητήση αυτήν — πλην του θανάτου· ήτο ζωή τέλος, από την οποίαν ουδείς να με απομακρύνη ηδύνατο — πλην της κακίας των ανθρώπων.
Αλλ' είχον θερμανθή ίσως πολύ, και δύναμίς τις οικονομική, δύναμις εξ εκείνων, αίτινες επιβάλλουσιν αναπόφευκτον διανομήν των αγαθών της φύσεως εις τα όντα άπαντα, εξώθησε την ριγούσαν ύπαρξιν προ της θύρας της υπάρξεως της θερμαινομένης!. . .
— Είσελθε!
Και ήνοιξα την θύραν, ήτις αφήρεσεν από του θαλάμου μου αέρα θερμόν, και ορμητικά κύματα παγερού βορρά μου απέστειλε, παρασύραντα και κυλίσαντα προ των ποδών μου όγκον σπαίροντα και σφαδάζοντα, άμορφον όγκον, τον οποίον δεν ηδυνάμην να διακρίνω εν τη σκοτία της νυκτός.
Θα ήτο δυστυχές ον, αφού ωμίλησε προς την ψυχήν μου και την αφύπνισε· διότι προς την ψυχήν μόνον η δυστυχία, λαλεί.
Θα ήτο δυστυχές ον, το οποίον έζη και ως όγκος· ον, του οποίου η μορφή είχε καταστραφή, αλλ' η εντός αυτού ψυχή, τις οίδε, θα διετήρει πάντως μίαν μορφήν.
Τι προς εμέ η όψις του η άμορφος; τόσας είδον όψεις ευμόρφους και ευρύθμους, αλλ' εγκλειούσας ψυχήν άνευ ουδενός χαρακτήρος και ρυθμού.
Του ωκεανού του βίου θα ήτο ναυαγός, εξ εκείνων, οίτινες δεν εξωθούνται προς απορρώγας βράχους, αλλά προς τας θύρας των ανθρώπων· οίτινες δεν ωθούνται κατά του αμόρφου γρανίτου, αλλά κατά του καλλιμόρφου μαρμάρου· οίτινες δεν θραύουσι την κεφαλήν κατά βραχώδους και αλαξεύτου προεξοχής, δημιουργήματος του χρόνου και του κύματος, αλλά θραύουσιν αυτήν ασφαλέστερον κατά γωνίας μαρμαρίνης, δημιουργήματος της σμίλης, εφ' ης εκρούσθη επιμόνως της ματαιοδοξίας η σφύρα.
Είδον άνθρωπον ωθήσαντα σπαίρουσαν σάρκα διά του ποδός, διά να πεισθή εάν ζη, και ο πους του εδιπλασίασε τον σπαραγμόν της· και αντί να επαναδώση εις αυτήν την εκφεύγουσαν ζωήν, εξ ολοκλήρου την αφήρεσεν.
Είχε λησμονήση ο άνθρωπος, ότι αι χείρες επλάσθησαν διά ν' ανεγείρουν.
Και διά τούτο έτεινα τας δύο χείρας, και έλαβον μεταξύ των θερμών παλαμών μου το βαθμηδόν ψυχραινόμενον σώμα, και έφερον αυτό εις τον θάλαμον μου, και επί της κλίνης μου εναπέθηκα.
Ανήψα και το φως, και εφώτισα το ον το εσκοτισμένον.
Και τότε είδον ενώπιόν μου αγνώστου όψεως πλάσμα, το οποίον με εθεώρει δι' οφθαλμού δακρύοντος αίμα.
Και ήκουσα γλώσσαν πρωτάκουστον, ήτις μου ωμίλει διά στεναγμών.
Και έλεγε:
— Δεν με αναγνωρίζεις, ω Άνθρωπε; και όμως συ, προ παντός άλλου, να με αναγνωρίσης ώφειλες, διότι, εάν δεν αναγνώριζες σήμερον το χθεσινόν δημιούργημα των ιδίων χειρών σου πώς είχες την αξίωσιν να γνωρίζης τον κόσμον, τον οποίον άλλος εδημιούργησε;. . . τον κόσμον, όστις αυτός εαυτόν αγνοεί;. . . τον κόσμον τον απέραντον, του οποίου το άκρον ανεζήτησα και δεν ανεύρον· του οποίου το κέντρον ηρεύνησα και ουδέν κατώρθωσα να καθορίσω;. . .
Τι εγνώριζες, εξ όσων μου είπες, ή τι θα γνωρίσης εξ όσων θα σου είπω;
Συ πρώτος ωμίλησες, συ πρώτος εξεικόνισες τον κόσμον, και έθεσες εις την εικόνα του πλαίσιον. Ανόητε! το άπειρον επλαισίωσες και δεν ηννόησες την πλάνην σου. . . .
Πόσον άνω ανήλθες, και παρετήρησες τόσον κάτω;. . . Και με ποίας πτέρυγας ανήλθες, και κατέπεσες, ως ο Ίκαρος, ικανοποιημένος ότι ευρέθης υπό στέγην και εντός των τεσσάρων τοίχων, εις ους σ' επανευρίσκω μακαρίως κοιμώμενον;. . .
Εκπλήττεσαι και σιγάς;. . .
Σίγα λοιπόν και φέρε την χείρα εις τους οφθαλμούς σου τους τυφλούς, και όπλισε με αληθείς πτέρυγας την ψυχήν σου, και πέταξε πρώτον υψηλά, πολύ υψηλά, διά να θεωρήσης καλώς προς τα κάτω· και άφες, εάν δύνασαι, των οφθαλμών σου την αχλύν, ίνα καταπέση ως φθινοπωρινής πρωίας ομίχλη, όταν αι ακτίνες του ηλίου εξαποστέλλουσιν αυτήν ως σκιεράν θεραπείαν εις τα σκότη της νυκτός. . .,
Ενόμισες ότι εγνώρισες τον κόσμον και μου εδίδαξες την γνώσιν του!
Αλλοίμονον! δεν κατενόησες, ω Άνθρωπε, ότι είσαι φρουρός του ιδίου σου μυστηρίου, — φρουρός, αλλά και φρουρούμενος;. . .
Ακόμη δεν με ανεγνώρισες;
Αλλά δικαίως· δεν είμαι πλέον ο σφριγών ανόητος και άπειρος της χθες· είμαι ο συντετριμμένος σοφός και ανάπηρος της σήμερον. . .
Είχον πτέρυγας και εγώ, απαστράπτουσας εις τον ήλιον, είχον στέμμα, μαρτυρούν σφρίγος και ζωήν, την οποίαν απελάμβανον, χωρίς να την γνωρίζω· σήμερον την γνωρίζω, αλλά δεν την απολαμβάνω πλέον. . .
Οίμοι! είχον κεκλεισμένα τα όμματα εις την σοφίαν, και διά της αμαθείας μου έβλεπον τον κόσμον· σήμερον έχω ανοικτά εις την σοφίαν τα όμματα, αλλά τον κόσμον τον έχασα!. . .
Και ο λαλούν άμορφος όγκος εστέναξε βαθέως από της κλίνης μου, και εξηκολούθησε πνευστιών:
— Εάν εγνώριζον και συνηντώμην ποτέ μετά του θεού μου, θα υπέβαλλον εις αυτόν ερωτήσεις, προ των οποίων και αυτός έτι, αναπολόγητος θα έμενε· θα του εζήτουν την κλείδα του μυστηρίου του κόσμου, την οποίαν και ούτος έχει χάση πλέον, διότι το μυστήριον υπερεξεχείλισεν, αποκρύψαν αυτήν και από τους ιδίους οφθαλμούς του!. . .
Τι ήμην εγώ; πτωχόν και ασθενές πλάσμα, το οποίον εφαντάσθης να δημιουργήσης και εδημιούργησες· το οποίον εξαπέστειλες εις τον κόσμον, πάνοπλον ως την Αθηνάν, ίν' αντιπαραταχθή προς την Κακίαν, και συμμαχήση με την Αρετήν. . .
Άφρον! ιδού τ' αποτελέσματα της πείρας της ανθρωπίνης, ιδού τα άχρηστα ναυάγιά της, συρόμενα επί της κλίνης σου. Δεν με ανεγνώρισες ακόμη;
— Όχι.
— Δεν με συνήντησες ποτέ;
— Ποτέ.
— Περίεργον! και όμως συ είσαι εκείνος, όστις μου εγέμισες την ψυχήν με άφρονα εγωισμόν, και το αμαθές πνεύμα μου διά του φωτός της γνώσεως μου απετύφλωσες.
Συ, με εξαπέστειλες εις τον κόσμον, έρμαιον της ματαιοδοξίας μου, κούφην πομφόλυγα, ήτις, αντικατοπτρίζουσα λαμπρώς τας ακτίνας του ηλίου, απερροφήθη και απεσβέσθη υπ' αυτών των ιδίων!. . .
Και ενόμισα ότι τα πάντα πλέον εγνώριζον, και ότι τα πάντα ηδυνάμην από του μυστηρίου των να γυμνώσω. .
Και εισήλασα θριαμβευτικώς εις το μυστήριον διά της μεγάλης πύλης, και εις τα ερέβη του επλανήθην, αλλ' εξήλθον, ολισθήσας διά μαύρης οπής, από ακάνθας φρουρουμένης, αίτινες με κατεξέσχισαν, ω Διδάσκαλε!
Ναι· ενόμισα, ότι αι πτέρυγές σου ήσαν ικαναί, ίνα με οδηγήσωσι πανταχού· επίστευσα, ότι της φαντασίας μου η δύναμις εξήρκει, ίνα με οδηγήση διά πτερύγων ανέμων εις του κόσμου τα πέρατα, και να κατανοήσω, και να κατανικήσω, και να κατακτήσω.
Και έλαβον, ο μωρός, μίαν κλωστήν διά να βολιδοσκοπήσω το χάος· και ελαίου μίαν τρίχα προσφιλούς κεφαλής, διά να σύρω οπίσω μου τους ηλίους του στερεώματος· και έλαβον μίαν πλάστιγγα ξυλίνην, διά να ζυγίσω την ύλην, και έν κάτοπτρον, ίνα εγκατοπτρίσω εν αυτώ την ψυχήν των ανθρώπων.
Αλλ' απεκόπη η κλωστή, και εκυλίσθην εις το χάος· αλλ απεκόπη η θριξ, και ευρέθην αιωρημένος, ως αντάρτης τιτάν, από του απείρου· και διά της πλάστιγγος την μωρίαν μου μόνον εμέτρησα, εν δε τω κατόπτρω εθεώρησα φρίττων την ιδίαν μόνον μορφήν μου!
Ναυάγιον και άνω, και κάτω ναυάγιον.
Επίστευσα, ότι εξηπάτησα τον άνεμον και την τρικυμίαν, αλλ' ετιμωρήθην διά την ιδέαν μου αυστηρώς.
Υπέθεσα, ότι ενηγκαλίσθην τον ήλιον της γνώσεως και της αληθείας, αλλά κατεκάην πριν εις αυτόν προσεγγίσω.
Και η άγνοιά μου ηυξάνετο, εφ' όσον αι γνώσεις μου επλουτίζοντο, οι δε οφθαλμοί μου εκλείοντο, εφ' όσον τους ενόμιζον ανοιγομένους. Ηπόρουν, και η απορία μου εκορυφούτο, εφ' όσον ελύετο· εμάνθανον, και η αγνωσία επυκνούτο, εφ' όσον ενόμιζον ότι μανθάνω· ήμην τέλος σοφός, εφ' όσον ηγνόουν, και εφ' όσον επιστάμην, μωρός!. . .
Ω Διδάσκαλε! ιδού ο κόσμος σου! —
***
Και τέλος, ιδού εγώ, άνευ πτερύγων, άνευ στέμματος, με ένα πόδα ολιγώτερον, έκτρωμα και άμορφος όγκος.
Κρύψε με από της φύσεως τα όμματα· θα με ίδη και θα με αποκηρύξη.
Κρύψε με από του θεού το βλέμμα, διότι θα κεραυνοβολήση τον αντάρτην. . .
Σιωπάς;. .!
Με ανεγνώρισες τώρα και έκπληκτος θεωρείς το δημιούργημά σου το μωρόν, το οποίον ετάνυσε πτέρυγας και επέταξε προς τον κόσμον πλήρες ζωής, αλλ' επανήλθεν εξ αυτού συρόμενον, και γεμάτον από θάνατον και χλεύην!. .
Ιδού η Χ ρ υ σ ή Δ ι α θ ή κ η σου· την ρίπτω και πάλιν προ των ποδών σου.
Ο χρυσός της έκαμε και ήδη το θαύμα του, και ιδού ο κληρονόμος σου πώς κατήντησε.
Και τώρα, έλεος!
Οίκτον διά τον συντετριμμένων νικητήν!
Οβολόν εις τον Βελισσάριον!
Είμαι — ο Πετεινός σου!
Πώς;
Τοιαύτη επάνοδος, κατόπιν αναχωρήσεως τοσούτον θριαμβευτικής;
Τόσον σκότος, κατόπιν τόσου φωτός;
Τόσον στενός ο ορίζων, ώστε η δύσις να συνορεύη με την ανατολήν και ο βορράς με τον νότον;
Δεν ήτον ασπίς εκείνη, δι' ης περιέβαλον του πτηνού την ψυχήν; δεν ήτο δόρυ εκείνο, με το οποίον ώπλισα το πνεύμα του;
Πού επέταξε; πού επλανήθη; ποίαν μεγάλην οδόν αφήκε και ποίαν ατραπόν ηκολούθησεν;
Αφού με πτέρυγας ανεχώρησε, πώς άνευ πτερύγων επανήλθε, και με ράμφος μόνον, αποστάζον το ίδιον αίμα του;
Μυστήριον.
Μυστήριον, του οποίου την λύσιν έπρεπε να ζητήσω από το ον εκείνο το άμορφον· άγνοια, την οποίαν έπρεπε να φωτίση έν σώμα, στερούμενον φωτός και οφθαλμών.
Την σκέψιν μου εμάντευσε· διότι η σκέψις μου και σκέψις ήτον ιδική του.
Και πάλιν η φωνή η βαθεία ηκούσθη εντός μου, και πάλιν αφήκεν ηχώ διά δονήσεων και παλμών:
— Σβέσε το φως, και του ωρολογίου δέσμευσε τους δείκτας.
Περί σκοτίας θα ομιλήσω, και τον αιώνα θα εικονίσω.
Όπλισε την ψυχήν σου με σίδηρον και χαλκόν.
θα διέλθη ενώπιόν σου θριαμβευτικώς η κακία.
Άφησε ελευθέρους των δακρύων σου τους καταρράκτας.
Έχει ανάγκην βαλσάμου και παρηγορίας η αρετή.
Απέραντον σου ανοίγω βίβλον, της οποίας εκάστη σελίς έν άπειρον είνε, της οποίας εκάστη έννοια είνε έν χάος.
Ατελεύτητον σου ανοίγω βιβλίον, — εις το οποίον την πρώτην λέξιν εχάραξεν ο θεός, τας ακολούθους χαράσσει ο άνθρωπος και την τελευταίαν ο διάβολος θα χαράξη!
Απέραντον θ' αναπετάσω εικόνα, εις την οποίαν έκαστος προσθέτει μίαν γραμμήν, και αφαιρεί προγενεστέραν.
Καλλιτέχνημα του θεού· τερατούργημα του ανθρώπου.
Όπου εξεικονίζετο άστρον, προστίθεται νέφος· και νέφος αποξέεται εκεί, ένθα εφαίνετο πίπτων ο κεραυνός.
Και ιδού κεραυνός αδικαιολογήτως κατερχόμενος, συνέχεια της μαρμαρυγής προστεθέντος αστέρος, κεραυνός, τον οποίον ουδείς νόμος του Αιωνίου δικαιολογεί, και η φύσις αποκηρύττει· του οποίου πηγή είνε του ουρανού το αζούριον, και τέρμα έν άκακον της φύσεως άνθος.
Δύο σημεία θαυμαστά και αγνά, το έν φωτοβολούν, το έτερον μυροβόλον, τα οποία συνδέει αναιτίως πυρίνη οδός.
Ω, τον αδέξιον ζωγράφον! Ποίαν θείαν εικόνα μετέβαλε και παρεμόρφωσε, και εις την σοφίαν του μεγάλου καλλιτέχνου αφήρεσε θείαν γραμμήν και ανθρωπίνην προσέθηκε!
β'.
Λοιπόν, άφες το μωρόν και ανόητον πτηνόν διά τελευταίαν φοράν να λαλήση.
Θα σύρη ενώπιον σου την Αλήθειαν, με την γυμνότητα ενδεδυμένην.
Αλλά διά ταύτης τι θα κερδίσης, ή τι θα μάθης, ή τι θα εννοήσης;
Ο κόπος είνε μεγαλείτερος του κέρδους.
Η γλώσσα κινουμένη ουδέν προσθέτει εις τον νουν, και ό,τι από το ους προστίθεται ποσάκις διά της γλώσσης δεν εχάθη.
Άνοιξε λοιπόν, πλειότερον από το στόμα σου, τα ώτα σου· αλλά και από τα δύο ταύτα άνοιξε πλειότερον τους οφθαλμούς σου.
Και συ ωμίλησες και σοφόν με κατέστησες, — όσον ήρκει δι' ένα πετεινόν.
Εάν καθίστας εμέ σοφόν, όσον δι' ένα άνθρωπον ήρκει, θα έβγαζα τα μάτια τα ιδικά σου, ω Διδάσκαλε, αλλά θα έσωζον τα ιδικά μου.
Και αν συ δεν έβλεπες, διά να θαυμάσης το έργον σου, θα έβλεπον εγώ διά να θαυμάσω το ιδικόν μου.
Τότε συ θα εγνώριζες την Σοφίαν από το σκότος της, και από το φως της εγώ.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Πού ήτον η Σοφία του ανθρώπου κεκρυμμένη;
Ουδαμού την συνήντησα.
Μίαν πάνοπλον Αθηνάν είδον μόνον, αναπηδώσαν εκ των κρανίων των ανθρώπων, αλλά κινδυνεύουσαν να τυφλώση τον κόσμον με το δόρυ της.
Και είπον προς αυτήν:
— Ευλογημένη! Σοφία είσαι συ η πάνοπλος, η σιδηρόφρακτος κατακτητής; Τι θέλει το δόρυ εις χείρας γυναικός; Αντί να εξέλθης, με κίνδυνον να τυφλώσης τον κόσμον, προτιμότερον δεν ήτο να έμενες ακόμη εντός του κρανίου και να έκλωθες την ρόκαν σου;
Εκλονίσθη η πεποίθησίς της και κατεβίβασε το δόρυ· αλλ' ήταν αργά.
Φάσμα πελώριου ενώπιον αυτής ανυψώθη και της αφήρεσε το έγχος, εστράφη δε προς εμέ και είπε:
— Τούτο θα κατέχω εγώ. Είνε του κόσμου η κλεις, η ανοίγουσα και την εμπροσθίαν και την οπισθίαν θύραν. Θα ήνοιγεν αύτη την πρώτην· εγώ θ' ανοίξω την δευτέραν. Πύλην του κόσμου θ' αναπετάσω, αδιάφορον ποίαν και πώς.
Και εχάθη και πάλιν ανεφάνη.
Διότι ήτο και σώμα και φάσμα· ήτο και σαρξ σφριγώσα, και σκιά, άνευ σώματος· και ύλη απαστράπτουσα, και ατμός πνιγηρός.
Συνεπτύσσετο, ως σκώληξ, και ανεπτύσσετο, ως αετός, μέχρι των άστρων.
Είχε δε οφθαλμούς γεμάτους από μαγγανίαν, και γλώσσαν αποστάζουσαν μέλι.
Ερωτώ:
— Ποία είσαι συ, ω σκιά παράδοξος, ήτις αφώπλισες την Σοφίαν, και με το δόρυ αυτής απειλείς να διαπεράσης τον ήλιον και να αιματώσης την γην;
Δεν απαντά· αλλ' εκτείνει δάκτυλον, φέροντα όνυχα μαύρον, και μου δεικνύει οδόν μακράν και ομαλήν, αλλ' οδόν χωρίς άκρον και τέρμα και σταθμόν αναψυχής, χανομένην εις του ορίζοντος τα βάθη.
— Προχώρει, λέγει. Η οδός μου ιδού. Αρχίζεις οδοιπορίαν από του κόσμου το άκρον, και εις το αυτό θα επανέλθης σημείον, Αλλ' ιδέ επί του εδάφους ίχνη βημάτων γιγαντώδη· δι' αυτών διήλθον οι Αιώνες και ηκολούθησεν ο είς τον άλλον. Βλέπεις, εκεί πλαγίως, ίχνη σωμάτων καταπεσόντων; Όσοι ηθέλησαν να παρεκλίνωσι συνετρίβησαν· αριστερά ο Σωκράτης, ο Ιησούς δεξιά.
Δεν με γνωρίζεις;
Η Κακία είμαι και η οδός μου ιδού.
Προχώρει!
Και το Φάντασμα εχάθη προς τα εμπρός, ταχέως διασχίζον το άπειρον της οδού βάθος, εγώ δε φέρομαι ακατασχέτως επί τα ίχνη αυτού, οδηγούμενος από αστέρα σκοτεινού, ρίπτοντα υπέρ την κεφαλήν μου παραδόξους ακτίνας, ώστε το σώμα μου να φαίνεται μαύρον και η σκιά μου λευκή.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Κρατώ ισχυρώς την Χρυσήν Διαθήκην, αλλ' ο αστήρ αντανακλάται, ως εν κατόπρω, και εις αυτόν στίλβοντα χρυσόν, εις έκαστον δε επί τα πρόσω βήμα μου, μάτην παλαίω προς τον άνεμον, αρπάζοντα ανά μίαν σελίδα.
Και ερωτώ αντιθέτως ερχόμενον διαβάτην:
— Πού βαίνω εγώ, και συ πού βαίνεις;
— Έρχομαι απ' εκεί, όπου συ μεταβαίνεις, και βαίνω εκεί, όπου θα φθάσης και συ, Κύκλος είνε η οδός μας, και πολλάκις θ' ανταλλάξωμεν χαιρετισμόν διαβάτου, εφ' όσον θα έχωμεν πόδας διά να βαστάζωσι τας κεφαλάς μας, και κεφαλάς διά να βαστάζωσιν οι πόδες μας· και εφ' όσον δεν αποπειραθώμεν να παρεκκλίνωμεν και ν' ακολουθήσωμεν ανάντεις οδούς, φρουρουμένας από φάραγγας, και από πτώματα γεμάτας.
Ερωτώ:
— Δεν τρομάζεις συ, ακολουθών την οδόν ταύτην;
— Κατ' αρχάς ετρόμαξα, αλλ' εις έκαστον επί τα πρόσω βήμα μου, ησθανόμην ότι προσετίθεντο εις τα νεύρα μου νέαι δυνάμεις. Άλλως τε, ποίος μου είπε να τρομάξω; Και εσκέφθην: οδός πεπατημένη κάπου οδηγεί. Λοιπόν εμπρός. Όμως ιδέ την ατραπόν εκείνην, την γεμάτην από αίματα· ακούεις κραυγάς; πρόσεξε μη απατηθής και πλησιάσης. Εκεί εκρημνίσθη μία μεγάλη Σφιγξ, η οποία αιωνίως ψυχορραγεί, αλλ' ουδέποτε αποθνήσκει. Μη δώσης ποτέ εις αυτήν χείρα βοηθείας· είνε αχάριστος ασθενής και κατατρώγει πρώτους τους ιατρούς της. Θα την κρατήσης σφικτά εν τη αγκάλη σου, εφ' όσον σιωπά. Όταν όμως της δώσης δύναμιν να κραυγάση, θα φύγης μίλια, θα διακόψης δε και την συγκοινωνίαν της οδού, διότι οι διαβάται δεν τολμούν προς τα εκεί να λοξεύσουν. Εγώ την εγνώρισα καλώς την Θεάν. Υπήρξα έμπορος των ειδώλων της· αλλά την εύρον αχάριστον εμπόρευμα και δι' όσους την επώλησαν, και δι' όσους την ηγόρασαν. Και τα είδωλά της έρριψα εις το άκρον της οδού ταύτης, βαδίζω δε, έντιμος δι' εμαυτόν χρεωκόπος, αλλά διά τους άλλους πάντας χρεωκόπος δόλιος.
— Πώς; δεν ευρίσκουν γλυκείαν οι άνθρωποι την Θεάν αυτήν, ω Διαβάτα;
— Πολύ γλυκείαν, εφ' όσον την θεωρούσι ψεύδος· μόλις όμως αποκαλυφθή, πολύ πικράν.
Είνε η μόνη θεότης την οποίαν οι άνθρωποι λησμονούσιν εφ' όσον υπάρχει, και λατρεύουσιν όταν χαθή· θεότης, ακατανοήτως ατυχής, εις τον βωμόν της οποίας οι ιερείς δεν σφαγιάζουσι κτήνη, αλλά τα κτήνη σφαγιάζουσιν ιερείς!
Και ο πρώην πωλητής των ειδώλων της Αληθείας παρήλθε γελών — αποσπάσας, χάριν αστειότητος, και ολίγα πτερά από την ουράν μου.
Και εκείνος είχε γίνη κακός.
γ'.
Σύνθημα τότε τρομερόν εδόθη, ω Διδάσκαλε, και η νυξ εβοήθησε την άρπαγα χείρα.
Γυνή τρυφερά πλησίον μου διέρχεται, στηριζομένη επί προστάτου βραχίονος νεαρού ανδρός.
Και λέγει κρύφα προς εκείνον:
— Κύτταξε αυτόν τον πετεινόν· τι ωραία πτερά που έχει! μάδησε του την ουράν· νύκτα είνε, κάνεις δεν θα σε ιδή.
Επλησίασε τότε ο Άνθρωπος σιγά-σιγά και με εμάδησεν ολόκληρον.
Υπέστην την ειμαρμένην μου άνευ κραυνής και στεναγμού.
Την επομένην, το ανδρόγυνον εξήλθεν εις περίπατον επί ωραίας αμάξης, σχήματος φαέθωνος , με ένα άνθρωπον όπισθεν, αντιθέτως προς του δρόμου την φοράν καθήμενον, η δε Γυνή έφερεν επί της κεφαλής και του λαιμού τα πτερά μου.
— Περίεργον, εσκέφθην· ουδέποτε θα επίστευον, ότι τα οπίσθιά μου
είχον τόσον πολύτιμα πράγματα, διά κεφαλήν γυναικός.
Αλλ' ότε η Γυνή με είδε περιπατούντα και μαδημένον, φαίνεται δεν με ανεγνώρισε, διότι ήκουσα να λέγη προς τον συνοδόν της:
— Καλέ, κύτταξε εκεί! τι ελεεινόν πράγμα που είνε, ένας πετεινός,
γυμνός σαν άνθρωπος!
Τότε είπον κατ' εμαυτόν:
— Φαίνεται, θα ήνε πολύ ωραίον πράγμα μία γυναίκα, ντυμένη σαν πετεινός!
Εν τούτοις ο φαέθων επροχώρησεν, ως αστραπή, απομακρύνων από το γυμνωθέν σώμα του γυμνού, το περιττόν ένδυμα του ενδεδυμένου, ενώ ο όπισθεν της αμάξης καθήμενος άνθρωπος με παρετήρει απομακρυνόμενος διά βλέμματος ηλιθίου.
Και ερωτώ διαβάτην:
— Άνθρωπε, εξήγησέ μου· τι σημαίνει άνθρωπος, να προχωρή προς τα εμπρός, και όμως να βλέπη προς τα οπίσω;
— Σημαίνει Δούλος.
Περίεργον! τολμηρός αυθέντης, να κρατή ένα υπηρέτην, εστραμμένον προς το παρελθόν του!
Και το παρελθόν του ήμην εγώ.
Είχε λησμονήση ο Άνθρωπος την ληστείαν της νυκτός.
Ναι, την είχε λησμονήση· και όμως τους καρπούς του εγκλήματος έφερεν η Γυνή επί της ιδίας κεφαλής της, — και την ιδέαν του εγκλήματος εντός αυτής.
Εμαδήθην και απέμεινα γυμνός.
Και όμως μόλις ολίγα βήματα είχον προχωρήση εις την Μεγάλην Οδόν.
Τουλάχιστον δεν εφοβούμην την γυμνότητα πλέον· συμφορά επελθούσα, κατέλυσε τον φόβον της.
Προχωρώ. —
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Και βλέπω ανθρώπους διερχομένους πλησίον μου και θεωρούντας με διά βλέμματος γλυκυτάτου, και γεμάτου από συμπάθειαν.
Περίεργον! Όλοι άγγελοι, και όμως εβάδιζον τόσον κακήν οδόν.
Μόλις εσκέφθην ούτω, αισθάνομαι αίφνης πληγάς και πόνους εις τα νώτα, και στρέφομαι περιδεής προς τα οπίσω.
Τεραστία μεταμόρφωσις!
Όλοι ήσαν άγγελοι, εφ' όσον ήσαν ενώπιόν μου· όπισθεν μου εγίνοντο όλοι διάβολοι και με εκτύπων εκ των νώτων.
Το στήθος μου, Διδάσκαλε, ουδεμίαν πληγήν φέρει.
Αλλ' ερώτησε την ράχιν μου και θα σου είπη το διατί.
Όλοι προσέβαλλον εκ των νώτων· τούτο όμως δεν είνε σφάλμα του διαβόλου· είνε έλλειψις του θεού, όστις δεν προσέθηκεν οφθαλμούς και ώτα και εις τον αυχένα· θα ήτο πολύ διάφορος και του ανθρώπου η τύχη, και η όψις του κόσμου.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Τότε εστέναξα διά πρώτην φοράν, και ηρώτησα εμαυτόν:
— Πόσον ευτυχής ήμην χθες, και πόσον δυστυχής θα ήμαι αύριον;
Και ιδού η δυστυχεστέρα του βίου στιγμή:
Να μακαρίζης το παρελθόν, και να τρέμης δια το μέλλον.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Επείνασα τότε και εστάθην εις το άκρον της οδού· και διήλθεν άρχων, ακολουθούμενος από πληθύν οικετών.
— Φαίνεσαι ότι πεινάς, μου λέγει ο άρχων. Συ έχεις μικράν κοιλίαν, αλλ' εγώ δεν έχω μικρά νομίσματα δι' αυτήν· έχω μεγάλα. Τρώγεις άλλοτε.
Έκλινα την κεφαλήν ταπεινώς και είπον κατ' εμαυτόν:
— Ιδού η πενία του πλούτου.
Ο τελευταίος όμως των οικετών του, ώκτειρεν εμέ, έθεσε δε νόμισμα εις το ράμφος μου, και είπεν: — Εγώ έχω μικράν κοιλίαν· λάβε μικρόν νόμισμα διά σήμερον και αύριον — ο Θεός.
Εμειδίασα αδιοράτως, και είπον πάλιν κατ' εμαυτόν:
— Ιδού ο πλούτος της πενίας.
Αλλ' ο οικέτης είχε μείνη πολύ οπίσω εις την Οδόν, διότι οι άλλοι είχον κερδίση τον χρόνον των· δεν είχον ασχοληθή περί εμού, και επροχώρουν πολύ.
Και επέσπευσε το βήμα του διά να φθάση τους άλλους, αλλά λοξοδρομήσας, ωλίσθησεν εις το άκρον της Οδού και εκρημνίσθη.
Και δεν τον είδον ν' ανεγερθή πλέον.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Ο οβολός εκείνος παραζάλην μου έφερεν.
Εφ' όσον επείνων, δεν εσκεπτόμην τίποτε.
Αφού απέκτησα, εβασανιζόμην από την ιδέαν του τι θα φάγω.
Και εσκέφθην:
— Δεν είχον οβολόν, και δεν είχον ανάγκην. Ιδού είς οβολός, όστις δέκα ανάγκας μου γεννά. Εάν αποκτήσω δέκα οβολούς, θα μου γεννήσουν εκατόν ανάγκας· και οι εκατόν, θα μου γεννήσουν χιλίας. Τι λοιπόν θα απογίνω, εάν καταντήσω και εκατομμυριούχος; Βεβαίως δεν θα σκέπτωμαι τότε άλλο, ειμή πώς να μη αποθάνω από την πείναν!
δ'.
Τότε βλέπω Άνθρωπον, καθήμενον εις το μέσον της Οδού, και καταβροχθίζοντα απλήστως ατελείωτον τροφήν.
— Τρώγεις, τρώγεις, λέγω προς αυτόν· δεν βλέπω όμως και να
χορταίνης, αλλ' ούτε και να αισθάνεσαι εις τον στόμαχον βάρος.
Απαντά, χωρίς να διακόψη το έργον του:
— Είνε γλυκυτάτη η τροφή μου και δεν την εχόρτασε κανείς.
Την απάντησιν όμως ταύτην ήκουσεν όμιλος ανθρώπων εξ εκείνων, οίτινες κατέκειντο ψυχορραγούντες εις τα κατηραμένα άκρα της Οδού.
Και εκραύγασαν όλοι ομού, ημιεγειρόμενοι επί κατεσκληκότος αγκώνος, όστις μόλις τους συνεκράτει:
— Πρόσεξε! αυτός ξεκοκκαλίζει καρπόν κλοπής.
Και ηκούσθη προσέτι δαιμονιώδης ηχώ πέριξ, επαναλαμβάνουσα:
— Είνε άτιμος!. . . . είνε άτιμος!. . . .
Τότε παράδοξον φαινόμενον ενώπιόν μου προέκυψεν.
Ο Άνθρωπος αισθάνεται αμέσως στομαχικήν επανάστασιν, αρχίζει δε να εξαιμή την τόσον γλυκείαν και τόσον χωνευτικήν τροφήν.
Ερωτώ και εγώ:
— Τι άρά γε συμβαίνει, δυστυχή! έτρωγες δηλητήριον λοιπόν και δεν το
ηννόεις;
Ιδού και πάλιν τον ακούω να βάλλη κραυγάς ισχυράς και να αισθάνεται πόνους φρικώδεις.
Και ν' αποθάνη επερίμενα, ότε αίφνης μ' ερωτά:
— Έπεσαν εκείνοι πάλιν;
— Ναι, δεν ακούονται πλέον. Τι συνέβη; διατί ησθάνθης πόνους; ή
διατί δεν απέθανες;
— Διατί ν' αποθάνω, αφού πάλιν κανείς δεν γνωρίζει τι τρώγω; Να,
φάγε και συ και μη λέγης όσα ήκουσες.
Έλαβον την δοθείσαν μερίδα και εδοκίμασα να την γευθώ, αλλ' απέπττυσα αυτήν αμέσως.
— Είνε πικρά, λέγω, και οξυνή.
— Δίκαιον έχεις, απαντά. Σου την έδωκα εγώ. Πλησίασε τώρα κρυφίως και άρπασέ την μόνος όπισθέν μου. Εγώ δεν θα σε ιδώ.
Πλησιάζω κρυφίως, προτείνω το ράμφος, και τρώγω κλέπτων.
Ήτον η ιδία τροφή, και όμως ήτο τόσον γλυκεία, και τόσον χωνευτική!
Τότε ηννόησα την φυσιολογίαν του ανθρωπίνου του στομάχου.
Εχώνευεν ανενοχλήτως δηλητήριον, και ότε του είπον: — «Τρώγεις δηλητήριον», τότε ησθάνθη τας αλγηδόνας.
Ο Άνθρωπος εκείνος, Διδάσκαλε, εάν κατέπινε και πραγματικόν δηλητήριον, θα το εχώνευε χωρίς ουδεμίαν ενόχλησιν.
Αρκεί να το είχε κλέψη.
Και αρκεί να μη του έλεγε κανείς:
— Άτιμε! το έκλεψες!
Τετέλεσται!
Ήτο καιρός να συρθώ και πάλιν προς τον ορνιθώνα, και πάλιν να θρηνήσω την πλάνην μου.
Ήτο καιρός ν' αποφύγω το επίμονον φως του μαύρου αστέρος, όστις εδέσποζεν εις τον στενόν ορίζοντά μου, και καθίστα μαύρον τα σώμα μου και την σκιάν μου λευκήν.
Και εστράφην έντρομος προς τα οπίσω, αναζητών οδόν φυγής, ότε ιδού και πάλιν το παράδοξον Φάσμα ορθούται ενώπιόν μου υπερήψηλον.
Και ακούω λαλιάν, από μυστήριον γεμάτην:
— Πού φεύγεις, πριν ακόμη ακούσης και πριν ίδης; Ελθέ μετ' εμού. Ο ορνιθών θα ήνε πολύ στενός διά την αμάθειαν σου· μάθε πολλά, και θα γίνη ευρύς διά την σοφίαν σου. Ακόλουθοι τα βήματά μου και ουδέποτε θα κουρασθής. Έν άπειρον θα εγκλείσω εις τους οφθαλμούς σου, και έν ακόμη άπειρον εις τα ώτα σου. Και όμως ουδ' αυτά θα σε βοηθήσουν, διά να περιβάλης το χάος της ανθρωπίνης ψυχής. Εν τούτοις ακολούθει με. Ίσως ίδης, και ίσως ακούσης.
Η μαγγανεία του βλέμματος και της φωνής η γλυκύτατης, με κατέστησαν του Φάσματος δούλον.
Η δε γλώσσα μου, της θελήσεώς μου εκφυγούσα, απήντησεν:
— Εμπρός λοιπόν, σε ακολουθώ, Δαίμων σκότιε, όστις κατέκτησες και εξευτέλισες το φως.
Και ιδού αμέσως ενώπιόν μου παράδοξος αγορά, ω Διδάσκαλε.
Πλήθος ανθρώπων αγοράζει και πωλεί· πλούσιοι και πένητες εις τας διόδους συνωθούνται.
Τότε το Φάσμα μου λέγει:
— Βλέπεις τους πωλούντας;
— Ναι.
— Είνε πάντοτε οι πλούσιοι. Βλέπεις και τους αγοράζοντας;
— Ναι.
— Είνε πάντοτε οι πτωχοί.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Και θεωρώ άνθρωπον, κρατούντα πήχυν ελαστικόν, και μετρούντα τους διαβάτας.
— Τι μετρεί αυτός; ερωτώ.
— Μετρεί την ηθικήν των άλλων με την ιδικήν του. Αλλ' ο πήχυς είνε ελαστικός, όταν δε βλέπη ηθικήν ανωτέραν της ιδικής του, εντείνει τα μέτρον και την αποδεικνύει ελλειπή. Ουδείς εσώθη από το μέτρον του, και όλοι του έμειναν χρεώσται!
Έντρομος ητοιμάσθην να φύγω, ότε ρακένδυτος διαβάτης τείνει την χείρα ενώπιόν μου και λέγει:
— Έλεος, ω πτηνόν ξένον και αδιάφορον· συ, το οποίον δεν είσαι άνθρωπος, βεβαίως δεν θα μου αρνηθής τον οβολόν σου. Δος εις εμέ ολίγην ευτυχίαν.
— Πώς; όλος ο κόσμος εδώ είνε ευτυχής· πού είνε η ιδική σου ευτυχία;
— Την εδάνεισα βαθμηδόν ολόκληρον, αλλ' άνευ συναλλαγματικής, και μου αρνούνται τώρα αυτήν και ως χρέος, και ως ελεημοσύνην.
Ερωτώ τότε τα Φάσμα:
— Πώς θα ηδυνάμην να γίνω ευτυχής, εάν το επεθύμουν;
— Εφ' όσον έχεις τους όνυχας στερεούς, η ευκαιρία ουδέποτε θα σου λείψη.
— Περίεργον! Τι είνε λοιπόν ευτυχία και τι είνε δυστυχία;
— Καταστάσεις, εις τας οποίας συνήθως ευρίσκονται, όσοι δεν τας αξίζουν. Τώρα θα ίδης και θα πεισθής.
β'.
Και το Φάσμα διά μιας κινήσεως της ατμώδους χειρός του, απεκάλυψεν ενώπιόν μου δένδρον ξηρόν, παρά την ρίζαν του οποίου ευρίσκετο σωρεία χρυσού, εφ' ου έπιπτεν επιμόνως η σκιά του δένδρου.
Επί της κορυφής του δένδρου παράδοξος γυνή, τραγέλαφος τερατώδης, με κεφαλήν φέρουσαν μυρία στόματα, εσάλπιζε διά μυρίων σαλπίγγων.
Ούτε οφθαλμούς δε, ούτε ώτα είχε.
Στόματα μόνον, στόματα, και πάλιν στόματα, διά των οποίων μυριάκις επαναλάμβανεν:
— Ο Ζακχαίος ανήλθεν εις την συκομωρέαν!
Λέγω προς το Φάσμα:
— Ουδέποτε θα επίστευον, ότι ο Θεός ετόλμησέ ποτε να δημιουργήση τοιούτον τέρας. Περί τίνος Ζακχαίου ομιλεί;
— Αύτη είνε η Φήμη των ανθρώπων, την οποίαν κάποιος θεός εδημιούργησεν εν ώρα μέθης. Βλέπεις το δένδρον εκείνο; είνε αυτή η συκομωρέα, εφ' ης ανήλθεν ο Ζακχαίος διά να ίδη τον Ιησούν. Ήτο τελώνης ο Ζακχαίος και πλούσιος, είπε δε προσέτι εις τον Ιησούν το θαυμάσιον: — «Κύριε, ιδού· τα ημίση των υπαρχόντων μου δίδωμι τοις πτωχοίς, και εί τινος εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν». Ιδού ο χρυσός, τον οποίον έδωκε, λησμονημένος εις την ρίζαν του δένδρου· δεν ελησμονήθη όμως και παρεδόθη από γενεάς εις γενεάν, ότι ανήλθεν εις μίαν συκομωρέαν! Τυχηρός άνθρωπος· εάν ανήρχετο εις κυπάρισσον ή εις πορτοκαλέαν, τις οίδεν εάν η Φήμη θα εσάλπιζε και εκ της κορυφής αυτών. Από την συκομωρέαν εκείνην επέτυχε δύο θαυμάσια· είδε τον Ιησούν, και τον είδεν όλος ο κόσμος!
Δεν το επίστευσα, μολονότι αι φωναί των σαλπίγγων κατεξέσχιζον τα ώτα μου και απαύστως επαναλάμβανον:
— Ο Ζακχαίος ανήλθεν εις την συκομωρέαν!
Αλλά το Φάσμα προσέθηκε, δαιμονίως καγχάζον:
— Τώρα θα εννοήσης και θα πιστεύσης. Λάλησε ισχυρώς!
Και ελάλησα ισχυρώς.
Με ανεβίβασε κατόπιν εις ύψος, και είπε:
— Λάλησε και ασθενώς τώρα.
Και ελάλησα ασθενώς.
Τότε ηννόησα. —
Ελάλησα ισχυρώς από πολύ χαμηλά, και δεν με ήκουσε κανείς· όλοι με περιεφρόνησαν.
Ελάλησα και ασθενώς από πολύ υψηλά, και με ήκουσαν όλοι· τότε τους περιεφρόνησα εγώ.
Ναι· ο Δαίμων είχε δίκαιον.
Λέγω τότε κατ' εμαυτόν:
— Και είνε τάχα μηδέν η Αξία;
Το Φάσμα ενόησε την σκέψιν μου και απήντησε:
— Βλέπεις εκεί σάκκους ορθίους και υψηλούς, φαινομένους από τόσον μακράν; Πλησίον αυτών και επί του εδάφους ευρίσκονται άλλοι σάκκοι κενοί, και ερριμένοι κάτω. Μόλις τους διακρίνεις εκείνους. Και όμως οι δεύτεροι είνε από πολύτιμον ύφασμα κατεσκευασμένοι, και οι πρώτοι από καραβόπανον. Μη πλησιάσης τους πρώτους, διότι είνε γεμάτοι από κόπρον και βρωμούν αλλ' ούτε τους δεύτερους πριν τους γεμίσης.
— Δεν υπάρχει λοιπόν πραγματικόν ε π ά ν ω εν τη κοινωνία;
Ο Δαίμων ανεκάγχασε και έδειξεν αλλαχού παράδοξον εικόνα, εν τη οποία το ε π ά ν ω ήτο συγκεχυμένον με το κ ά τ ω·
Και τότε είδον ανθρώπους, ανερχομένους πολύ άνω, ενώ ταυτοχρόνως εμάνθανον να πίπτουν και πολύ κάτω.
Και είδον την τύχην να ελκύη τον αιθέρα κάτω, εις τον βόρβορον, και τον βόρβορον επάνω εις τον αιθέρα.
Έκπληκτος ερωτώ:
— Λοιπόν, ποίαν σχέσιν έχει η τύχη με την κεφαλήν;
Εγέλασεν ο Δαίμων και είπεν:
— Όταν έχης τύχην, την κεφαλήν τι την θέλεις; Καλή κεφαλή και κακή τύχη, — κακή κεφαλή· κακή κεφαλή και καλή τύχη, — κεφαλή καλή.
γ'.
Ποίος κυκεών διευθύνσεων!
Και σύγχισις θέσεων, και λέξεων, και εννοιών!
Και προσωπεία ψευδή από χάρτην, αμιλλώμενα εις το ψεύδος με πρόσωπα από σάρκα και δέρμα.
Απόκρεω διαρκής, καταλύουσα και αυτήν την ευωχίαν δι' ανθρωπίνης σαρκός.
Ανάμικτα δάκρυα και καγχασμοί· μορφασμοί και μειδιάματα· όργια και προσευχαί.
Είδον τον ουρανόν θεράποντα του νικητού, και τύραννον διά τον ηττημένον.
Είδον την Αλήθειαν ψυχορραγούσαν και στενάζουσαν, χωρίς ουδείς να τείνη χείρα προς αυτήν βοηθείας.
Μου είχες είπη, Διδάσκαλε, ότι ο Νεύτων από έν σάπιον μήλον, ανεκάλυψε τον παγκόσμιον νόμον.
Φαίνεται όμως, ότι μόνον τα σάπια μήλα είχον την ιδιότητα να έλκουν την αλήθειαν.
Διότι τα σάπια λεμόνια λ. χ. είδον να καταδιώκουν την αλήθειαν, όπου έτυχε να την συναντήσουν.
Εν τούτοις και η μηλέα και η λεμονέα ευρίσκοντο εις τον αυτόν κήπον, και πλησιέστατα αλλήλων.
Περίεργον! και όμως τα τέκνα των ευρέθησαν εις τόσην απ' αλλήλων απόστασιν!
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Και πάλιν το Φάσμα ελάλησε·
— Απ' εδώ αρχίζει ο αγών, και ιδού το πρώτον της Οδού μου σημείον.
Βλέπεις το άγαλμα εκείνο, το ευρισκόμενον επάνω εις τον υψηλόν οβελίσκον;
— Όχι· δεν βλέπω τίποτε· βλέπω τον οβελίσκον, αλλά το βλέμμα μου
μέχρι της κορυφής του δεν φθάνει.
— Εκεί ευρίσκεται τοποθετημένη η Τιμή των ανθρώπων· ο οβελίσκος είνε κτισμένος από λόγια και θεωρίας· έκαστος δε διερχόμενος, προσθέτει ανά μίαν θεωρίαν εις την βάσιν αυτού, και η κορυφή διαρκώς υψούται.
Και διέρχονται οι άνθρωποι κάτωθεν, και βλέπουν προς τα άνω ιλιγγιώντες, και παρέρχονται λέγοντες:
— Αυτή είνε η Τιμή: ω! πολύ υψηλά· ποίος τάχα θα ημπορέση να την φθάση; Ας προσθέσω κ' εγώ ένα λίθον, και ας εξακολουθήσω τον δρόμον μου.
Και ο στυλοβάτης ανυψούτο απαύστως, το δε άγαλμα εχάνετο βαθμηδόν εις τα νέφη.
Τούτο ελέγετο διά τον κόσμον Τιμή.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Και όμως πάντες περί αυτής ωμίλουν.
Και έλεγον:
Τούτο είνε τ ι μ ή· τούτο είνε υ π ό λ η ψ ι ς.
Αλλά και πάλιν, θεέ μου! ποίος κυκεών!
Εάν με ηρώτας τι πραγματικώς είνε το έν, και τι το άλλο, θα σου απήντων, ω Διδάσκαλε:
— Τιμή: ιδέα, μη προερχομένη πάντοτε από υπόληψιν· υπόληψις: ιδέα,
μη προερχομένη πάντοτε από τιμήν.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Λέγει τότε το Φάσμα:
— Δεν πιστεύεις εις ό,τι βλέπεις;
Απαντώ:
— Υπάρχουσιν αλήθειαι τρομεραί, τας οποίας θα προετίμα κανείς να μη
ήκουεν.
— Όχι· πρέπει να πιστεύσης διά του ιδίου εαυτού σου. Και με σύρει
διά του βλέμματος πλησίον κιβωτίου κεκλεισμένου
— Τι είνε εδώ;, ερωτώ.
— Ο αιώνιος δεσμώτης, όστις, μόλις φαίνεται εις το φως του ηλίου, φυλακίζεται αμέσως. Αυτός διαπράττει τα μεγαλείτερα κακά· αλλ' είνε εκ των κακούργων, οι οποίοι εγκληματούσιν εφ' όσον ευρίσκονται εν τη φυλακή· εάν μίαν ημέραν αφίνετο ελεύθερος εις την οδόν, θα έχανεν όλην την δύναμίν του, και ούτε τα παιδία θα καταδέχοντο να τον μεταχειρισθώσιν ως παίγνιόν των. Είνε τέλος μέταλλον πολύτιμον, φρουρούμενον από τα ευτελέστερα· χρυσός, φυλαττόμενος από σίδηρον και από τ ε ν ε κ έ δ ε ς.
Και το Φάσμα ήνοιξε βραδέως του κιβωτίου το πώμα κάτωθεν δε αυτού απήστραψαν νομίσματα χρυσά.
— Κλέψε τώρα εξ αυτών, λέγει, εκατόν δραχμάς.
Έκλεψα εκατόν δραχμάς· αλλά μόλις απεμακρύνθην, ήκουσα φωνάς όπισθεν μου να λέγουν:
— Ο άτιμος. . . ο άτιμος!. . .
Απέρριψα έντρομος το κλαπέν ποσόν.
Το Φάσμα εγέλασε και επανέλαβε:
— Πλησίασε πάλιν, και κλέψε εκατόν χιλιάδας δραχμών. Επλησίασα και
έκλεψα αναιδώς χιλιάδας εκατόν.
Και πάλιν ήκουσα τας φωνάς όπισθέν μου, αλλά την φοράν ταύτην έψαλλον εν μουσική συμφωνία:
— Ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . . ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . .
— Ακούεις; λέγει το Φάσμα.
— Ναι, ακούω καλώς· τώρα με υμνούσι βεβαίως.
— Και όμως δεν ακούεις όσον νομίζεις, ούτε βλέπεις όσα θεωρείς. Λάβε πάλιν το άπειρον εις το όμμα και το άπειρον εις το ους και προχώρει. Αλλά κρύψε πρώτον τον θησαυρόν σου, και κατόπιν επίδειξέ τον.
Έκρυψα τον θησαυρόν μου, και κατόπιν τον επέδειξα
Ποίον τεράστιον ψεύδος
Ότε εφαινόμην πτωχός, μ' εχαιρέτων από πολύ μακράν, και έλεγον από πολύ πλησίον:
— Α, τον κακομοίρην!
Ότε εφαινόμην πλούσιος, μ' εχαιρέτων από πολύ πλησίον, και έλεγον από πολύ μακράν:
— Α, τον άτιμον!
Και ήσαν οι ίδιοι εκείνοι, οι οποίοι προ στιγμής με εξύμνουν.
Και ήμην ο ίδιος και εγώ!
δ'.
— Αλλά τότε πού ευρίσκομαι; ποίους ευρίσκω; και το βιβλίον, όπερ εις χείρας μου κρατώ, και εις έκαστον βήμα μου από μίαν σελίδα του χάνω, διά ποίους εγράφη;
— Άφες με, λέγω, ω δαιμόνιον Φάσμα, να ονειρευθώ ολίγον.
Θέλω εκείνο, το οποίον εφαντάσθην, να ίδω· όχι τούτο, εις το οποίον κυλύομαι και σύρομαι.
Δος μου και πάλιν τας παλαιάς πτέρυγάς μου, ή καν δος μου του ονείρου τας απατηλάς πτέρυγας, ίνα πετάξω υψηλά, εις της Ιδέας τον κόσμον.
Ω, πόσον ωραία είνε τα όνειρα!
Κατασκευάζεις, ως Θεός, όπως θέλεις τον κόσμον· τα πράγματα, όπως τα εννοείς· τα όντα, όπως σε εννοούν.
Άφες, ω Δαίμων, να ονειρευθώ.
Διότι το όνειρον διαρκεί πλειότερον από την πραγματικότητα, και είνε γλυκύ, διότι και αυτό είνε ψεύδος.
Ψεύδος και εκείνο, το οποίον θα φαντασθώ· ψεύδος και τούτο, το οποίον βλέπω
Ας απολαύσω λοιπόν το ψεύδος, το οποίον θ' αγαπήσω πλειότερον.
Τι θα ζημιωθή ο κόσμος, από έν ψεύδος επί πλέον;
Αφαίρεσε λοιπόν το άπειρον από τα ώτα μου, και το πνεύμα μου περιέβαλε διά τούτου.
Και άφες, ω Δαίμων, να ονειρευθώ.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Καγχασμός τραχύς εις την ακοήν μου αντήχησε, φωνή δε, άγνωστος ήδη και αυστηρά, ηκούσθη:
— Ποίος ζητεί να ονειρευθή; ποίος ζητεί να πλάση κόσμον όπως θέλει,
εδώ, όπου ο κόσμος όπως θέλει πλάττει;
Τρομερά ήτον η φωνή και εστράφην προς το μέρος, ένθα ηκούσθη.
Τέρας παράδοξον ενώπιόν μου διήρχετο, με εριννύος κεφαλήν, φέρουσαν όφεις αντί κόμης, και με σώμα υποζυγίου.
Άνθρωποι ισχνοί και λιπόσαρκοι, με τρίχας ηνωρθωμένας, και με βλέμματα άγρια και εστραμμένα κατά της ιδίας ψυχής των, προηγούντο κλαίοντες.
Και άνθρωποι παχείς και ευδαίμονες, με γαστέρας προκλητικώς προτεταμένας, ηκολούθουν γελώντες.
Ελάχιστοι οι προηγούμενοι· μύριοι οι επόμενοι.
Ερωτώ το Φάσμα:
— Ποίον είνε τούτο, το παράδοξον τέρας, το οποίον τόσον ολίγους τύπτει έμπροσθεν αυτού, και τόσον πολλοί το τύπτουν όπισθεν;
Απαντά:
— Είνε η Συνείδησης· τέρας διφυές· εριννύς και υποζύγιον· τους ολίγους τύπτει, οι πολλοί — την τύπτουν και αυτήν!
Σκέπτομαι τότε και λέγω:
— Ποίος λοιπόν εκ τούτων όλων έπραξαν το Καθήκον των;
Και το Δαιμόνιον απαντά:
— Ανόητε! ούτε οι μεν, ούτε οι δε· εάν οι τυπτόμενοι το εξετέλουν,
δεν θα ετύπτοντο· εάν το εξετέλουν οι τύπτοντες, δεν θα έτυπτον.
— Αλλά το καθήκον είνε συνθήκη μεταξύ Θεού και Ανθρώπου. Κώδηξ,
αρχόμενος από το Ζενίθ, και τελειώνων εις το Ναδίρ.
Λέγει πάλιν το Φάσμα:
— Ιδού ο Κώδηξ σου.
Και είδον, ω Διδάσκαλε, ανθρώπους, κρατούντας βιβλίον από κ α ο υ τ σ ο ύ κ.
Και οι μεν ετραβούσαν αυτό, και το έκαμνον όσον ήθελον μεγάλον· οι δε επίεζον, και το έκαμνον όσον ήθελον μικρόν.
Ο μέγας Κώδηξ ήτο ζήτημα ορέξεως και ισχύος νεύρων.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Περίεργος ηκολούθησα τους ανθρώπους εκείνους εις την Μεγάλην Οδόν.
Και είδον τον Κώδηκα συστελλόμενον, και εκείνους τασσομένους εκατέρωθεν εις στίχους, έκαστος δε απεσπάτο εκ του αριστερού, διήρχετο ενώπιον των άλλων, και προσετίθετο εις το δεξιόν.
Ο αποσπώμενος διήρχετο σκυθρωπός, εν ώ οι λοιποί εκάγχαζον· και ότε ίστατο, εκάγχαζε και εκείνος διά τον νεωστί διερχόμενον.
Ερωτά το Φάσμα:
— Εννοείς τι συμβαίνει εδώ;
— Όχι· βλέπω, αλλά δεν εννοώ.
— Οι ιστάμενοι κρίνουσι τον διερχόμενον· έκαστος ούτω κρίνει όλους τους άλλους· τον εαυτόν του όμως ποτέ· δεν του μένει πλέον καιρός.
Και ο Κώδηξ διαρκώς συνεστέλλετο.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Αλλ' ιδού, βλέπω και διαστελλόμενον αυτόν, και δύο τιτάνας, αναπηδώντας εκ του τεραστίου του όγκου.
Ο είς ήτο σκότιος, ο δ' έτερος φωτεινός· ο είς εμάχετο με εγχειρίδιον, και ο έτερος με πέλεκυν· αμφότεροι δε εκυλίοντο εις δάκρυα και εις αίμα.
— Ιδού τιτάνες, ωπλισμένοι και οι δυο· ο είς κτυπά εν τω σκότει, και φρίττοντος του κόσμου, ο δε έτερος υπό το φως του ηλίου, και του κόσμου χειροκροτούντος.
Και ανέγνωσα εις το μέτωπον του ενός: — ΕΓΚΛΗΜΑ.
Και εις το μέτωπον του έτερου: — ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
Αμφότεροι αι λέξεις ήσαν γεγραμμέναι με αρκετόν ιδεώδες και με αρκετόν αίμα.
Τότε είπον κατ' εμαυτόν:
— Αίμα: κάποιον έγκλημα του ανθρώπου· — ιδεώδες: κάποιον έγκλημα του
Θεού
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Λέγει ακόμη το Φάσμα:
— Είδες ποτέ άνθρωπον κρεμασμένον;
— Όχι· τι σημαίνει κρεμασμένος άνθρωπος;
— Έν ευτελές τεμάχιον σχοινιού επαναστατεί κατά της έλξεως της ύλης, ήτις φονεύει ασυνειδήτως έν τέκνον της, έλκουσα αυτό φιλοστόργως εις την αγκάλην της. Ιδέ λοιπόν ο άνθρωπος· καθιστά και τον παγκόσμιον νόμον, όστις είνε σοφός, όργανον και εκτελεστήν του ιδικού του, όστις είνε γελοίος.
Και βλέπω τότε ενώπιόν μου δύο ανθρώπους, εις τερατώδη ασχολουμένους εργασίαν.
Ο εις εκρέμα τον άλλον!
Λέγω προς τον Δήμιον:
— Άνθρωπε! διατί κρεμάς ούτω τον όμοιόν σου; Έχει και αυτός δύο πόδας, διά να βαστάζωσι του σώματός του το βάρος όπως και συ· και λαιμόν έχει ελεύθερον, διά τον αέρα. Με ποίον τάχα δικαίωμα μεταβάλλεις συ την φύσιν του άλλου, και μεταθέτεις το βάρος του σώματος εις τον λαιμόν, αφίνεις δε εις τον αέρα τους πόδας: Ποίαν σχέσιν έχει με τους πόδας ο αήρ, όταν ο λαιμός δεν έχει τοιαύτην; Διατί δε δεν εκτελείς πρώτον το πείραμα τούτο επί του ιδίου σου ατόμου, διά να πεισθής περί της ορθότητος αυτού;
Στρέφεται ο Δήμιος και απαντά:
— Υπάρχει πολιτεία, τιμωρούσα τους κακούς· και αυτός είνε κακός· έκλεψε διά να φάγη.
Ερωτώ τον κρεμασμένον:
— Ποίος είπεν εις σε να μη κλέψης;
Και ο κρεμασμένος απαντά:
— Ο Νόμος, όστις μόνον διά να περιορίση την φύσιν εγράφη. Είς άνθρωπος εσκέφθη να φρουρήση του χρυσού του τα πλεόνασμα, διά να ικανοποιήση ανοήτους εμπνεύσεις· και ο παρευθείς νόμος εγράφη. Πρέπει όμως να γνωρίζης, ω Διαβάτα, ότι ο χρυσός είνε τοσούτος, ώστε ν' αρκή, όπως όλοι οι άνθρωποι τρέφωνται επαρκώς δι' αυτού· ήτοι τοσούτος, ώστε να μη υπάρχη διά κανένα. Αλλ' η διαρπαγή εγένετο κακή, και επλεόνασεν εδώ, και έλειψεν εκεί· ο δε λεγόμενος νομοθέτης εσκέφθη, ουχί πώς να διανείμη εξ ίσου, αλλά πώς να περιφρουρήση το πλεόνασμα, — διότι το αρκούν και φυσικόν δεν έχει ανάγκην φρουρού· αφ' εαυτού φρουρείται. Και εθέσπισε νόμον τρομερόν, διά του οποίου η υπερβολή τιμωρεί την έλλειψιν, και ο κόρος την πείναν και ανύψωσεν αγχόνην, ήτις μεταθέτει εις τον λαιμόν ολόκληρον τα βάρος του σώματος εκείνου, όπερ ετράφη και εβάρυνε διά τροφής ατυχούς, κλαπείσης δις· κλαπείσης από τας χείρας ενός κλέπτου, όστις την είχε κλέψη από την φύσιν — δηλαδή από τον Θεόν. Ο δε κλέπτης του Θεού δεν τιμωρείται· τιμωρείται μόνον ο κλέπτης του ανθρώπου — και ιδού εγώ κρεμασμένος. Αλλ' έστω· είμαι τουλάχιστον χορτάτος, και ευχαριστημένος, ότι θ' αποδώσω εις την φύσιν εκ νέου εκείνο, όπερ είχε δι' εμέ προορίση, αλλά της το είχε κλέψη ο κατήγορός μου!
Λέγει τότε το Φάσμα:
— Ιδού λοιπόν δύο άνθρωποι, χορτάτοι και οι δύο, εκ των οποίων ο είς φονεύει τον άλλον. Ο είς φονεύεται, διότι ετράφη με το πλεόνασμα του πλουσίου· ο έτερος φονεύει, τρεφόμενος δια του αίματος ενός πτωχού.
Έντρομος τότε κράζω προς το Φάσμα:
— Φύγωμεν! φύγωμεν! Να κλέψης ολίγον χρήμα ενός πλουσίου, είνε έγκλημα· να κλέψης ολόκληρον την ζωήν ενός πτωχού, είνε Νόμος· Φύγωμεν! φύγωμεν!. . .
Ό,τι είδον ήτο τρομερόν.
Οι πόδες μου, βεβαρυμέναι από τον κάματον, μού σημειώνουν: οπίσω.
Αλλ' η ψυχή μου, βεβαρυμένη και εκείνη, μού σημειώνει: εμπρός.
Λέγει το Φάσμα.
— Τίποτε δεν είδες ακόμη και εκουράσθης, ανόητον πλάσμα. Ο κόσμος δεν έγινε διά σε· αλλ' εκείνοι, διά τους οποίους δεν έγινε, είνε οι ευτυχέστεροι.
Και προσθέτει μειδιών:
— Εις τον κήπον τώρα, εις τον κήπον!
Περίβολος μέγας εξετάθη ενώπιόν μου, με αναπεπταμένην την πύλην του.
Παράδοξος πύλη!
Οι εισερχόμενοι έκυπτον και περίφοβοι εισήρχοντο.
Οι εξερχόμενοι είχον το σώμα όρθιον και το μέτωπον υψηλά.
Ερωτώ:
— Πρέπει να κύψω και εγώ διά να εισέλθω;
— Όχι· συ δεν θα φυτεύσης τίποτε εις τον κήπον. Προφύλαξε μόνον τους
πόδας σου.
— Πώς; μήπως εδώ κατοικούυ οι άγριοι, οι οποίοι θα μου φάγουν τους
πόδας;
— Μη φοβείσαι από τους αγρίους· δεν θα σου αφήσουν πόδας οι ήμεροι, διά να φθάσης μέχρις αυτών και μη φοβηθής τον μορφασμόν του διαβόλου, διότι δεν θα τον ίδης ποτέ· θα σε καταφάγη διά του μειδιάματος ασφαλέστερον. Αλλ' ελθέ υπό την σκιάν μου και τίποτε δεν θα πάθης.
Και όντως επλησίασα προς το Φάσμα, και με την σκιάν του περιεβλήθην.
Και ησθάνθην σιδηράς τας κνήμας μου, και την ψυχήν μου χαλυβδίνην.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Άνθρωποι εκράτουν εις τας χείρας των κλάδον δένδρου αγνώστου, ο είς δε έλεγεν εις τον άλλον:
— Φύτευσε συ.
— Όχι συ φύτευσε.
Και ουδείς ετόλμα να φυτεύση.
Λέγουν τότε όλοι προς εμέ, προσφέροντες έκαστος τον κλάδον του.
— Καλώς ώρισες, ξένε. Ιδού κλάδος, φύτευσε συ.
Ερωτώ το Φάσμα:
— Τι σημαίνει η προσφορά των; Να φυτεύσω λοιπόν;
Μου απαντά:
— Φύτευσε· δεν σημαίνει· εγώ σε βοηθώ.
Τότε έλαβον ένα κλάδον και τον εφύτευσα· έβαλε δε ρίζας ακαριαίως και εις δένδρον γιγάντιον ανεπτύχθη, με γλυκυτάτους καρπούς.
Κραυγή χαράς διεύφυγεν από όλα τα στήθη, πάντες δε έλαβον ράβδους, και ραβδίσαντες τους κλάδους του δένδρου, εγεύθησαν τους καρπούς του απλήστως.
Ερωτώ:
— Τι δένδρον είνε τούτο, το οποίον καρποφορεί μετά τοσαύτης ταχύτητος;
Και το Φάσμα απαντά:
— Το ιδικόν μου είνε· το δένδρον του Κακού.
Παράδοξου δένδρον, ω Διδάσκαλε!
Ουδείς τολμά να το φυτεύση, και όμως πάντες ευαρέστως τους καρπούς του δρέπουσιν, όταν άπαξ φυτευθή.
Και το Δαιμόνιου προσθέτει ακόμη:
— Είδες τους καρπούς, αλλά δεν είδες τας ρίζας του δένδρου, πόσον
παραδόξως λιπαίνουσι το έδαφος.
Και έδειξε προς εμέ Γεωργόν, όστις έσπειρε με την μίαν χείρα, και με τας δύο ταυτοχρόνως εθέριζε.
— Ναι, λέγω· γόνιμον το έδαφος πρέπει να καθιστά αυτό το δένδρον.
Και λέγω προς τον Γεωργόν:
— Άνθρωπε, τυχηρέ και ευτυχή· σπείρεις βλέπω ολίγα, αλλά θερίζεις πολλά.
Ο Γεωργός εκράτησε το δρέπανον και το άροτρόν του, και απήντησε.
— Ιδού δέκα κόκκοι εκ της σποράς μου· σπείρε και συ.
Και έλαβον τους δέκα κόκκους, και τους έσπειρα, αμέσως δε εφύτρωσαν ένδεκα φυτά, των οποίων αι κορυφαί εστράφησαν κατ' εμού, ως μαστίγια, και ανηλεώς μου κατερράβδισαν τα νώτα.
Τότε ο Γεωργός απομακρύνθη κλαίων, το δε Φάσμα λέγει προς εμέ:
— Ανόητε! δεν ηννόησες τι έσπειρες; έσπειρες δέκα ευεργεσίας και εφύτρωσαν ένδεκα αχαριστίαι· η δε ενδεκάτη ήτον εκείνη, ήτις και σε ερράβδισεν ισχυρότερον!
β'.
Λέγω τότε και εγώ:
— Είδον του δένδρου τους καρπούς, ησθάνθην και τας ρίζας αυτού και ηννόησα. Αλλά ποία είνε τα άνθη εκείνα, τα οποία αποπνέουν τόσον γλυκείαν και μεθυστικήν ευωδίαν, βαλσαμώνουσαν τον αέρα του κήπου;
— Πλησίασε και θα εννοήσης.
Επλησίασα έν άνθος, και όμως δεν ηννόησα.
Λέγει το Φάσμα:
— Λάβε όρασιν οξείαν, ως του αετού, και ιδέ διά μέσου των πετάλων.
Και ενεφανίσθη τότε ενώπιόν μου πρόσωπον γνωστόν, το οποίον μου επροξένησε ρίγος.
Ήτον η Γυνή, ήτις είχε μαδήση τα πτερά μου!
Ηθέλησα να φύγω έντρομος, αλλά το Φάσμα με συνεκράτησε και είπε:
— Δεν είνε εκείνη, την οποίαν νομίζεις· αλλά δεν σημαίνει· και αυτή το ίδιον είνε. Η γυνή είνε παντού γυνή· πολλάκις μάλιστα και κάτι πλέον· ολιγώτερον όμως ουδέποτε. Περιβάλλω την ψυχήν σου διά σιδήρου, ώστε να δυνηθής να πλησιάσης, και το πνεύμα σου διά πανουργίας, ώστε να δυνηθής ν' απομακρυνθής.
Ιδού εγώ, Διδάσκαλε, ερωτών τότε:
— Ω άνθος θαυμάσιον! ειπέ μου· βλέπεις τον ουρανόν και τον ήλιον και τα άστρα;
Και το άνθος απεκρίθη αφελώς:
— Δεν τα βλέπω.
Λέγει τότε το Φάσμα:
— Ήκουσες; και αυτά ακόμη τα ηρνήθη· εν τούτοις με αυτά προσποιείται ότι ζη.
Τότε είδον στρατιάν ερώτων, διευθυνομένην προς του άνθους τα πέταλα.
Επλησίασεν ο πρώτος και το άνθος ηρυθρίασε, είδον δε διά των πετάλων αυτού να ρεύση θαλερόν δάκρυ.
Και είδον να παρέρχεται ο πρώτος και να διέρχεται ο δεύτερος.
Και ο τρίτος κατόπιν, και ολόκληρος η στρατιά.
Αλλά δεν είδον πλέον ούτε ερύθυμα, ούτε δάκρυ.
Προσήγγισε και ο τελευταίος.
Το άνθος ηρυθρίασεν εκ νέου και προσεπάθει να συγκρατήση αυτόν.
Και έρως να συγκρατηθή προσεπάθει.
Αλλ' απεσπάσθη και έφυγε, αφήσας μόνον έν δάκρυ επί των ερυθρών του άνθους πετάλων, το οποίον παρέσυρε το ερύθημα και εκυλίσθη μετ' αυτού εις την γην.
Πλησιάζω και λαμβάνω το πρώτον δάκρυ, και λαμβάνω και το έσχατον.
Με το πρώτον δάκρυ είχε κλαύση η γυνή τον έρωτα, και με το έσχατον έκλαυσεν ο έρως την γυναίκα!
Ουδεμία διαφορά, ειμή μόνον εις το χρώμα!
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Ιδού τότε πλησίον μου ανήρ, φαινόμενος δυστυχής.
Λέγω προς αυτόν.
— Πλησίον τοιούτου ανθώνος ευρίσκεσαι, ω Άνθρωπε, και δυστυχής είσαι; Δεν εκλέγεις έν άνθος εξ αυτών, διά να σε μεθύσκη το μύρον του και το χρώμα του να σε τέρπη;
— Αυτό έπραξα και την έπαθα, και το άνθος μου απήλθεν. Εννοείς; την γυναικά μου έχασα, ω Διαβάτα.
Και ο δυστυχής εκόπτετο και ωδύρετο.
— Πώς; λέγω. Δεν εμνηστεύθης πριν νυμφευθής, και δεν διέγνωσες τι άνθος εξέλεγες;
Ερρίφθη επί λίθου, και απήντησε μειδιών πικρώς:
— Ω, ήτο πλάσμα θαυμάσιον τότε· ρόδα είχε εις την κεφαλήν και ρόδα εις το πρόσωπον· τόξα ήσαν αι οφρείς, και τα βλέμματα βέλη.
— Και μετά τον γάμον;
— Αλλοίμον! το ανθοκομείον εχρεωκόπησε και διελύθη· το δε οπλοστάσιον ήλλαξε θέσιν· τα τόξα εις την γλώσσαν ετοποθετήθησαν, τα δε βέλη εις τους όνυχας!
Και έκλαιε, και έκλαιε.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Ανοίγω την Διαθήκην την Χρυσήν και λέγω προς τον δυστυχή:
— Το βιβλίον τούτο θα σε εφρούρει από την συμφοράν. Ο Διδάσκαλος θα σε εδίδασκε ν' αφαιρέσης και ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου και εις την ψυχήν της να τα προσθέσης. Έπραξες τούτο;
— Έπραξα και τούτου κάτι πλέον· αφήρεσα όλα του καπελλίνου τα πτερά, κατέστρεψα δε μάλιστα και το καπελλίνον· αφού δε μετέβαλον την ψυχήν της εις έν θαυμάσιον πτηνόν, έπεσα και εκοιμήθην ήσυχος.
Και ο άνθρωπος προσέθηκε κλαίων:
— Οίμοι! την πρωίαν όμως, ότε αφυπνίσθην, εις μάτην το πτηνόν μου ανεζήτησα· τα πτερά το είχον βοηθήση εις το να πετάξη ταχύτερον, — και επέταξε μάλιστα και άνευ καπελλίνου!. . .
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Λέγω τότε προς το Φάσμα:
— Λοιπόν, δείξε μου γυναίκα σοφήν, και άνδρα μωρόν.
Κινεί και πάλιν την ατμώδη του χείρα, και ιδού ανήρ ηλίθιος, εγγύς γυναικός σοφωτάτης
Λέγει δε προς εμέ:
— Ιδού τα δύο άκρα συναντημένα· η γυνή θαυμάζεται παρά πάντων, ο δε ανήρ περιφρονείται· εις την λαλιάν ταύτης αποκαλύπτονται, και εις την λαλιάν εκείνου γελούν. Η γραφή αυτής εκτελεί το γύρον του κόσμου· και η γραφή τούτου εξευτελίζει τον χάρτην. Αλλά τώρα θα ίδης.
Και βλέπω αίφνης τον άνδρα και την γυναίκα να πίπτουν κάτω, ως νεκροί, το δε Φάσμα ν' ανοίγη τα κρανία αμφοτέρων, και ν' ανταλλάσση τους εγκεφάλους.
Και εις της γυναικός το κρανίον, θέτει τον εγκέφαλον του ανδρός· εις δε το κρανίον του ανδρός, της γυναικός τον εγκέφαλον.
Τα πάντα ετελείωσαν, και οι δύο αναίσθητοι ηγέρθησαν και εξεκίνησαν.
Και τότε βλέπω τον άνδρα να παρατηρή τους διαβάτας διά βλέματος παραδόξου· ευρίσκει έν άπνουν πτηνόν, διέπει άνθη του αγρού, και τοποθετεί αυτά εις τον πίλον του τον ανδρικόν.
Τον βλέπω ακόμη ν' ανασύρη την περισκελίδα του, διαβαίνων ενώπιόν μου, και να επιδεικνύη την κνήμην του την αηδή, την οποίαν εθεώρει ως ωραίαν, και αξίαν ίνα επιδειχθή.
Βλέπω δε την γυναίκα, αφαιρούσαν τα άνθη του καπελλίνου, απορρίπτουσαν τα κοσμήματα εις την οδόν, και καταβιβάζουσαν το φόρεμα μέχρι του άκρου των ποδών της.
Και βλέπω τους χλευάζοντας τέως τον άνδρα, προς το φρενοκομείου να το σύρουν τώρα.
Βλέπω δε ακόμη τους θαυμάζοντας την γυναίκα, να την θαυμάζουυ πλειότερον.
Και όμως εκείνος είχεν ήδη πνεύμα σοφόν, εκείνη δε είχε πνεύμα μωρόν.
Λέγει τότε το δαιμόνιον Φάσμα:
— Ακολούθει τούτους μετ' εμού.
Και ακολουθούμεν τον άνδρα, προς το Φρενοκομείον συρόμενον, την δε γυναίκα ελευθέραν, αλλ' ηλιθίως προς τα εκεί φερομένην·
Και ανοίγεται τότε του Φρενοκομείου η πύλη, λέγει δε ο θυρωρός προς τον άνδρα:
— Είσελθε.
Ωθώ και εγώ προς αυτόν την ηλιθίαν γυναίκα και λέγω:
— Κράτησε και αυτήν έχει βεβλαμμένον τον νουν· δεν το βλέπεις;
Λέγει τότε ο θυρωρός προς εμέ:
— Αι γυναίκες εδώ αναλογούσι προς τους άνδρας είκοσιν επί εκατόν·
Ηξεύρεις διατί παρατηρείται η δυσαναλογία αυτή;
— Όχι· περίεργος είμαι να το μάθω.
— Διότι δεν υπάρχει χώρος, διά να κλεισθούν όλαι.
Και έκλεισεν ο θυρωρός την θύραν κατά προσώπου της γυναικός της τρελλής.
γ'.
Ερωτώ τον εαυτόν μου:
— Αλλά λοιπόν τι είναι τρέλλα;
Απαντά η Σκιά:
— Δεν είνε νόσος του περιεχομένου της κεφαλής, αλλά του περιέχοντος αυτήν. Άφρονες κεφαλαί, περιβεβλημένοι διά στέμματος, εθεωρήθησαν σοφαί· κεφαλαί σοφαί, κεκαλυμμέναι διά καλύμματος ευτελούς, εθεωρήθησαν άφρονες. Εις το φρενοκομείον τούτο θα εύρης και παραφροσύνην χλευαζομένην, η οποία εν τούτοις είνε είδος λογικής· αλλ' εις το φρενοκομείον εκείνο, — τον Κόσμον — θα εύρης και λογικήν θριαμβεύουσαν, προ της οποίας και αυτή η παραφροσύνη θα ιλιγγία. Ιδέ τους παρερχομένους ανθρώπους.
Και βλέπω ενώπιόν μου ανθρώπους, διερχομένους πλησίον αλλήλων, οίτινες αντήλλασσον χαιρετισμούς, εξάγοντες δήθεν τα καπέλλα, οι μεν προς τους δε.
Κατά γενικήν δε συνθήκην, το παλαιότερον καπέλλον εκινείτο πρώτον και εχαιρέτα το καινουργέστερον.
Αδιάφορον αν οι φέροντες ταύτα είχον αντίθετον των καπέλλων ηλικίαν.
Εσκέφθην:
— Περίεργον! εδώ ευρίσκω καπέλλων κοινωνίαν, και ουχί ανθρώπων. Αλλά φαίνεται, ότι μεταξύ του γένους των καπέλλων είνε πολύ περιφρονημένον το γήρας!
Αίφνης αισθάνομαι τιναγμόν και ρίπτομαι εντός περιφραγμένου οικοπέδου, ένθα βλέπω ενώπιόν μου Καπέλλον, στενάζον υπό την βροχήν και τον ήλιον.
Το ερωτώ:
— Πώς ευρέθης συ εδώ, καπέλλον χωρίς κεφάλι;
— Δικαίως ερωτάς, ω Διαβάτα· είσαι το πρώτον ον, εις το οποίον εκμυστηρεύομαι τον πόνον μου. Υπήρξα και εγώ νέον, ο δε άνθρωπός μου είχε στηρίξει επί εμέ ολόκληρον την αξίαν του· τούτο όμως δεν το ηννόουν εγώ, διότι ενύκτωνε και εξημέρωνε, αυτός δε ήτο πάντοτε ο ίδιος· δεν έβλεπον να προστίθεται τίποτε επί πλέον εις το κεφάλι του, το οποίον εκάλυπτον μετά τοσαύτης προσοχής. Φαίνεται όμως, ότι ο άνθρωπός μου είχε δίκαιον διότι όσον ο χρόνος παρήρχετο και έχανον το χρώμα μου, παρετήρουν ότι τα άλλα καπέλλα, τα οποία μ' εχαιρέτων καθ' οδόν, ήρχιζαν να ελαττώνουν του σεβασμού των τας ενδείξεις· μίαν ημέραν δε ο κύριος μου έχασε την υπομονήν, και είπε προς εμέ με θυμόν: — Πήγαινε να χαθής πλέον! δεν σε χαιρετά τώρα κανείς και δεν μου χρειάζεσαι.
Μετ' ολίγην ώραν ευρέθην εδώ.
Και το καπέλλον εξηκολούθησεν:
— Ιδού, ω Διαβάτα, η μαύρη ιστορία μου, — ή μάλλον η ξεθωριασμένη ιστορία μου, διότι η ιστορία των καπέλλων είνε εντελώς αντίθετος από την ιστορίαν των ανθρώπων· όσω πλειότερον μαύρη είνε, τόσω και ευτυχεστέρα.
Και το δυστυχές Καπέλλον συνεπλήρωσε την λευκήν ιστορίαν του δι' ενός στεναγμού.
Έφυγα και εγώ, Διδάσκαλε, περίλυπος εκ της διηγήσεως εκείνης, και λέγων προς το Φάσμα:
— Ηννόησα καλώς τώρα· ένα καπέλλον χωρίς κεφάλι είνε αληθώς άχρηστον πράγμα· φαίνεται όμως, ότι είνε αχρηστότερον πράγμα διά τους ανθρώπους, ένα κεφάλι χωρίς καπέλλον!
Ιδού διατί, συναντώνται μεν οι άνθρωποι, αλλά χαιρετώνται πρώτα τα καπέλλα.
Λέγει το Φάσμα:
— Μη εκπλήττεσαι· διότι ολίγα έως τώρα είδες, αλλ' εκ των ολίγων τούτων θα κρίνης πολλά, εάν έχης νουν εις την κεφαλήν του. Και το όλον είνε μηδέν, όταν δεν βλέπης αυτό· και το μέρος είνε πολύ, όταν γνωρίζης πώς να το ίδης.
Και προσθέτει, μεταφέρον με αλλαχού:
— Θα βλέπης όλα τα προβλήματα λυόμενα προ των οφθαλμών σου, μέχρις ότου και οι οφθαλμοί σου τυφλωθούν από της αποκαλύψεώς των το φως. Αλλά το πρόβλημα τούτο, ουδ' εγώ ηδυνήθην να λύσω.
Και εκτείναν τον δάχτυλον, έδειξε προς εμέ το Φάσμα παράδοξον εικόνα.
Γυνή θαυμαστή, του κάλλους της οποίας η ανταύγεια αμιλλάται προς τας ακτίνας πολυτίμων λίθων και χρυσού, κατέρχεται ταχέως οπισθίαν κλίμακα μεγάρου πολυτελούς.
Παρατηρεί δεξιά και αριστερά, — με τον ένα οφθαλμού προδίδοντα φόβον, και με τον άλλον προδίδοντα θράσος — και προχωρούσα εισέρχεται εις στρατώνα, ένθα προ στιγμής στρατιώται αποδειπνήσαντες, αφήκαν του φαγητού των τα αγγεία επί ακαθάρτου τραπέζης.
— Ιδέ τι κάμνει εκεί, λέγει το Φάσμα.
Ω! ό,τι είδον, Διδάσκαλε, ήτο τρομερόν και άμα αηδές, και υπεχώρησα φρίττων.
— Αυτή η γυνή, λέγω, βουλιμιά· πρέπει να ήνε νηστική προ καιρού.
Απαντά το Φάσμα γελών:
— Όχι· προ μιας μόλις στιγμής περιεφρόνησε πλήρες πινάκιον βασιλικής τραπέζης, διά να γλύψη με όρεξιν την καραβάναν του τελευταίου φρουρού!
Λέγω τότε:
— Ιδού γυνή εγκληματούσα· αλλά τούτο δεν είνε κανών· βλέπω πολλάς καραβάνας επί της τραπέζης, αλλ' η γλύφουσα αυτάς είνε μία.
Δείξε μου και γυναίκα μετανοούσαν.
Με περιβάλλει το Φάσμα διά της σκιάς του, και ιδού κελλίον σκοτεινόν και στενόν· εις γωνίαν αυτού γυνή λυσίκομος προσεύχεται, τύπτουσα το στήθος, και προφέρουσα μετά συντριβής εις εκάστην της προσευχής της στροφήν, φράσιν εις λυγμούς πνιγομένην:
— Κύριε! ελέησόν με την αμαρτωλήν!. . Υπήρξα εις τον πατέρα μου άπιστος, χάριν του συζύγου μου· και εις τον σύζυγόν μου υπήρξα άπιστος, χάριν του πρώτου εραστού μου· και εις τον πρώτον εραστήν μου υπήρξα άπιστος χάριν του δευτέρου· και εις τους δέκα εραστάς, χάριν των άλλων δέκα· και εις τον ίδιον εαυτόν μου τέλος υπήρξα άπιστος, χάριν του όλου αριθμού των εραστών μου. Κύριε! ελέησόν με την αμαρτωλήν!. . .
Λέγει το Φάσμα:
— Ακούεις; μετανοεί και προσεύχεται.
Έκπληκτος ερωτώ:
— Εις πόσους θεούς προσεύχεται;
— Εις ένα.
— Και θα εξαρκέση άρά γε η αιωνιότης ολόκληρος ενός Θεού, διά να συγχωρήση τοσαύτας απιστίας; Ενόμιζον ότι επεκαλείτε χιλίους θεούς με ισαρίθμους αιωνιότητας.
Απαντά το Φάσμα:
— Και πάλιν δεν θα ήρκουν· ευτυχώς δι' αυτήν, ότι και ο είς θεός έχει την αυτήν οξύτητα ακοής και οράσεως με τους χιλίους. Πλησίασε τώρα και παρετήρησε εις τα βάθη των οφθαλμών της.
Πλησιάζω αόρατος, και παρατηρώ διά μέσου των δακρύων.
Και βλέπω έν μέρος ουρανού, και έν μέρος νέφους, και έν μέρος κεραυνού, και έν μέρος όρους· εκ του ουρανού είς θεός κεραυνοβολεί, και εκ του όρους είς γιγάντιος άνθρωπος, προτείνει δόρυ αντάρτου.
Και λέγω υποχωρών μετά τρόμου:
— Τρομερά μάχη συγκροτείται εδώ μεταξύ ανθρώπου και Θεού.
— Ναι· τρομερά μάχη, διά της οποίας δεν χάνεται αίμα, αλλά χάνεται ψυχή. Έτυχέ ποτε ν' ακούσης περί Γιγαντομαχείας;
— Όχι.
— Αυτή είνε!
Σκέπτομαι τότε περίλυπος:
— Ψυχή πάσχει, η φύσις πταίει.
Απαντά το Φάσμα:
— Ουτοπίας σκέπτεσαι· η φύσις είνε σοφή και εις ουδέν πταίει. Αλλ' οφείλω να προσθέσω και τούτο:
Ο εγκέφαλος της γυναικός δεν είνε πάντοτε τέλμα· πάντοτε όμως είνε ευαίσθητος αγωγός αναθυμιάσεως· τέλμα δε είνε ο εγκέφαλος του ανδρός, — είτε συζύγου, είτε εραστού, είτε πατρός.
Από κακήν στέγην δεν εκρημνίσθη οίκος· από κακόν θεμέλιον εκρημνίσθη.
Είσελθε εις το μέγαρον τούτο και άκουσε.
Και εισέρχομαι εις πλούσιον οίκον. Ο πατήρ εκάθητο προ του γραφείου του, έναντι δε αυτού ίστατο κόρη αβρά με οφθαλμούς δακρυβρέκτους.
Και έλεγεν εν οργή ο πατήρ προς την κόρην:
— Για να σου ειπώ, κυρά εσύ! Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου διαλέξης όποιον θέλεις· θα πάρης εκείνον, που σου ευρήκα εγώ. Εγώ, δεν έκαμα τους παράδες διά να μου τους φάγη ο καλαμαράς, που εδιάλεξες, γράφοντας και τυπώνοντας φυλλάδες, που της διαβάζουν ωρισμένοι άνθρωποι· γιατί, αν εδιάβαζε της ψωροφυλλάδαις τους όλος ο κόσμος, δεν θα είχεν ανάγκην ο εκλεκτός σου από της δικαίς μου της πεντάραις. Αν θέλη να πουλήση λουκάνικα, μάλιστα· με την ευχή μου· λουκάνικα, κορίτσι μου, τρώγει ο κόσμος σήμερα, δεν τρώγει χαρτιά· αν έτρωγε χαρτιά, θα ετύλιγε τα βιβλία με τα λουκάνικα. Δυστυχώς, βλέπεις, συμβαίνει το εναντίον. Λοιπόν ετελείωσε· θα πάρης εκείνον, που βγάζει πράγμα, που τυλίγεται, και όχι εκείνον, που βγάζει πράγμα, που τυλίγει!. . .
Και ο μπαμπάς, αφού υπελόγισε με το κονδύλι το εισόδημα το ιδικόν του και το εισόδημα του γείτονος του μπακάλη, τον ειδοποίησεν αμέσως, ότι είνε έτοιμος να του ανοίξη την αγκάλην του και να τον κάμη γαμβρόν του· — περί της αγκάλης της θυγατρός του δεν έκαμε κανένα λόγον!
Επειδή δε η κόρη ήρχισε να κλαίη, έρριψε το κονδύλιον μετ' οργής ο πατήρ και εξήλθε.
Τότε και εγώ, ευρών ευκαιρίαν, ήρπασα το κονδύλιον εις το ράμφος μου και έφυγα, λαλών κατ' εμαυτόν:
— Πατρικό κονδύλι, διαβόλου κέρατο· ας το φυλάξω!. . . . . .
δ'.
Λέγει το Φάσμα:
— Ιδού λοιπόν ο πρόλογος του πατρός· θα ίδης τώρα και της θυγατρός τον επίλογον· είδες το τέλμα, θα ίδης και της αναθυμιάσεως τον αγωγόν.
Και δεικνύει εις δένδρον υψηλόν Αηδόνα, ψάλλουσαν γλυκύτατον άσμα, το οποίον περισυλλέγει η ηχώ μετά στοργής, και κατακηλοί την ακοήν του διαβάτου.
— Ακούεις την αηδόνα ταύτην, πόσον ωραία ψάλλει; Διάκοψε το άσμα της, και ηρώτησε διατί ψάλλει τοιουτοτρόπως.
Έρχομαι κάτωθεν του δένδρου του ερημικού, και ερωτώ την Αηδόνα:
— Με συγχωρείς, ω αδελφή, εάν διακόπτω την διασκέδασίν σου. Αλλά διατί συ λαλείς τόσον γλυκά; πτηνόν είμαι και εγώ, ουδέποτε όμως ελάλησα ούτω. Φαίνεται ότι συ είσαι πολύ ευτυχής.
Διακόπτει το άσμα η Αηδών, και απαντά με φωνήν, από παράπονον γεμάτην:
— Όχι, αδελφέ! πολύ δυστυχής είμαι, διά τούτο και ο άνθρωπος
ευρίσκει ηδονήν και τέρψιν εις την φωνήν μου.
— Αλλά διατί είσαι δυστυχής; τι σου λείπει; σε πρώτην χαιρετά η ηώς, και της πρωινής αύρας την πνοήν συ πρώτη ηδονικώς αναπνέεις. Ανεξάρτητος είσαι προσέτι, και όπου θέλεις πετάς.
Στενάζει η Αηδών και απαντά:
— Αλλοίμονον! ανεξαρτησία είνε της ψυχής, και ουχί του σώματος αι πτέρυγες. Άκουσε λοιπόν οδυνηράν ιστορίαν, και θα εννοήσης ότι το θαυμασιώτερον άσμα, είνε αλληλουχία των περισσοτέρων στεναγμών. . . Έν άνθος ηγάπησα, άνθος θαυμάσιον, από το χρώμα του οποίου εδανείζετο ολόκληρος η φύσις, του οποίου το άρωμα παραμένει εις την ψυχήν μου ακόμη και την μεθύσκει. Αλλά το άνθος εκείνο, αναίσθητου εις το αίσθημά μου, και εις το άσμα μου αναίσθητον, το οποίον απέστελλον από τόσον υψηλά, είχε πολύ προς τα κάτω στραφή και ηγάπησε πομπώδη και επιδεικτικόν Διαβάτην, όστις διήρχετο πλησίον του, συρόμενος επί της γης. . .
Τετέλεσται! Ο Διαβάτης κατέκτησε το άνθος μου, και εγώ απέμεινα με το μέλι εις τον λάρυγγα και με το δηλητήριον εις την καρδίαν.
Ερωτώ έκπληκτος:
— Και ποίος ήτον ο Διαβάτης εκείνος, ο τόσον λαμπρός, όστις
υπερέβαλε σε, τον βασιλέα του άσματος και της χαράς;
Στροφή άσματος αλγεινή την ερώτησίν μου ηκολούθησε, και το πτηνόν απήντησε με τονισμόν υψίστου πόνου:
— Ήτον ένας Σ ά λ ι α γ κ α ς, όστις υπερίσχυσεν εμού· εγώ, πτωχός ψάλτης, έφερον επί της ράχεώς μου ελαφράς μόνον πτέρυγας· εκείνος, έρπων Διαβάτης, έσυρεν επί της ράχεώς του ολόκληρον σπίτι! Και τον επροτίμησε το άνθος μου!. . Έφυγα, ω αδελφέ, κατησχημένος ότι ενικήθην. Περιεπλανήθην πανταχού διά να λησμονήσω· αδύνατον· μετά χρόνον δε μακρόν, ως οι αιώνες, επανήλθον και πάλιν εις το παλαιόν μέρος: Ουδεμία μεταβολή· τα πάντα ήσαν εις την θέσιν των, — και το άνθος μου και ο εκλεκτός του ακόμη. . Εδώ είνε η θέσις και ιδού η εικών.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Περίεργος εστράφην, ω Διδάσκαλε και ανεζήτησα την παράδοξον εικόνα.
Θεέ μου! διά την εικόνα εκείνην, το τρομερόν είχε δώσει βοήθειαν εις το γελοίον.
Άνθος θαυμάσιον έθαλλε, το δε μύρον του εβαλσάμωνε τον αέρα· αλλ' επί των πετάλων αυτού αντανεκλάτο ο ήλιος εις αηδές περιδέραιον εκ σιέλων.
Κάτωθεν, επί του χώματος, εξηπλούτο μακαρίως είς Σ ά λ α γ κ α ς, φέρων μεν πάντοτε το αναπόσπαστον σπίτι επί της ράχεως, αλλά και επί της κεφαλής δύο κέρατα μακρά, τα οποία υπερηφάνως επεδείκνυε προς τον ανεξίκακον ήλιον.
Εικών παράδοξος!
Και εζήτησα να πλησιάσω ακόμη, διά να θαυμάσω το ζεύγος εκείνο, αλλ' ο Σ ά λ ι α γ κ α ς, ακούσας τον θρουν των πέριξ φυλλωμάτων, έλαβεν ως πρώτην φροντίδα να προφυλάξη τα κέρατά του. Και είδον να κρύπτη αυτά ταχέως — miserable visu! — εντός της ιδίας κεφαλής του!
Λέγει τότε το Φάσμα:
— Είδες τι έκρυψε;
— Ναι, είδα· έκρυψε, νομίζω, τα κέρατά του.
— Τω όντι. Τα έχει, και δεν τον μέλλει· η μόνη φροντίς του είνε, να μη τα ίδουν οι άλλοι. Ε λοιπόν, εκεί έχει συγκεντρωθή η ευαισθησία του ολόκληρος!. . .
Ολίγον ακόμη, Διδάσκαλε, και το πτηνόν διά παντός θα σιγήση.
Ολίγον ακόμη, διότι η Ηώς θα προαγγείλη το φως διά τον κόσμον, και το σκότος δι' εμέ.
Η νυξ μ' εβοήθησε να είπω πολλά· διότι νύκτας πνευμάτων περιγράφω, και σκότη ψυχών διερευνώ.
Σύρω μετ' εμού την ανάμνησιν βίου, από πικρίας γεμάτου, περιπλανήσεως ποικιλομένης από πτώσεις.
Πληγάς φέρω από χείρας ανθρώπων εις το σώμα, και πληγάς από γλώσσας ανθρώπων εις την ψυχήν.
Δεν παρηγορεί πλέον εμέ, ούτε ο ήλιος, ούτε η ημέρα· διότι ημέρα διά τον τυφλόν δεν υπάρχει.
Επείγομαι να κοιμηθώ, και να κλείσω εκ νέου οφθαλμούς κεκλεισμένους και ανοιχθέντας ψευδώς.
Άφες, ω Άνθρωπε, να κοιμηθώ.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Σου επιστρέφω τον κόσμον σου.
Όπως τον εύρον τον αφήκα· διότι αι πτέρυγες, τας οποίας μου αφήρεσε, κατέστησαν αιτία όπως πλειότερον καταπέση.
Διότι τας έκλεψε.
Και δεινότερον δι' αυτών τον αγώνα κατέστησε, διότι έκαστος έκλεψε μόνον δι' εαυτόν, ουχί δε, ως ο Προμηθεύς, διά τον κόσμον.
Και σαρκός μεν κλοπή, είνε έγκλημα κατά του ανθρώπου· αφαιρείς από την γην· αλλά πτερύγων κλοπή είνε έγκλημα κατά του Θεού· από τον ουρανόν αφαιρείς.
Σφάλμα Θεού, να φρουρήση τον ουρανόν, την δε ψυχήν του ανθρώπου ν' αφήση αφρούρητον.
Και ν' αφήση εις έκαστον ιδικήν του ημέραν και ιδικήν του νύκτα να εκλέγη.
Και ιδού ό,τι νυξ διά τον ένα, διά τον άλλον ημέρα· και ό,τι σκότος διά τούτον, δι' εκείνον φως.
Ποία σύγχισις, ποία σύγκρουσις, ποίος σπαραγμός!
Αυταπάρνησις, Θρησκεία, Ελευθερία, Δημοκρατία, ακατανόητοι θεότητες, των οποίων τα είδωλα λατρεύονται, αλλά τοποθετημένα με τους πόδας άνω και με τας κεφαλάς κάτω.
Και κατεκρήμνιζεν αυτά διά μιας πνοής του και διά μιας κινήσεως της ατμώδους χειρός του το κυρίαρχον Φάσμα της Μεγάλης Οδού.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Είδον μέθυσον, πίνοντα εις υγείαν παντός, όστις διήρχετο εκ του οινοποιείου.
— Θαυμάσιος άνθρωπος! λέγω. Πόσον αγαπά τους διαβάτας, και εύχεται
υπέρ της υγείας αυτών!
Μετά τινα ώραν βλέπω αυτόν να καταπίπτη αναίσθητος.
Λέγω προς το Φάσμα:
— Ιδού ένας ήρως αυταπαρνήσεσεως· χαίρε, ω γλώσσα μελίρρυτος! ενεκρώθης ευχομένη τον κόσμον!
Λακτίζει αυτόν διά του ποδός το Δαιμόνιον, και λέγει καγχάζον:
— Ναι, είχεν ο μακαρίτης την μόνην ανθρωπίνην αυταπάρνησιν· έπεινε
διαρκώς εις υγείαν των άλλων, μέχρις ου κατέστρεψε την ιδικήν του!
Και ήτον η μόνη αληθώς α υ τ α π ά ρ ν η σ ι ς, την οποίαν είδον μεταξύ των ανθρώπων!
Και το Φάσμα εξακολουθεί:
— Εις την γλώσσαν του οφείλει την καταστροφήν του· ωμίλει με την μίαν άκραν, διότι η μέθη του είχε παραλύση την ετέραν.
Έκπληκτος ερωτώ:
— Διγλωσσίαν έχει ο άνθρωπος;
Αισθάνομαι τότε δύναμιν εις την ακοήν, και οδηγούμαι προς δύο ανθρώπους, κρατούμενος εκ των χειρών, και ανταλλάσσοντας τας θερμοτέρας του θαυμασμού εκφράσεις.
Και συνδέομαι διά της δυνάμεως του νου με την ψυχήν εκατέρου, ακούω δε εντός των άλλας λέξεις, αντιθέτους των λαλουμένων.
Περίεργον, ω Διδάσκαλε! άλλα έλεγον προς αλλήλους, και άλλα προς εαυτούς· ενώ δε ελάλουν ωραίους λόγους, κατέπινον τους αθλιεστέρους.
Φαίνεται ότι προς τον στόμαχόν των είχον την χειρίστην υπόληψιν, αφού έτρεφον αυτόν με τοιαύτην κόπρον!
β'.
Αίφνης ακούω ύβρεις και δούπον, προερχόμενον από ραβδισμόν συνεχή.
— Εξήγησέ μου, λέγω προς το Φάσμα· εδώ ήκουσα ύβρεις καταπινομένας, εκεί ακούω ύβρεις εξαιμουμένας. Τι συμβαίνει;
Μειδιά το Φάσμα και λέγει:
— Είνε ο ίδιος άνθρωπος, όστις εξαιμεί ενώπιον αφώνου τετραπόδου, ό,τι κατέπιεν ενώπιον του διπόδου.
Και φέρομαι εις αυλήν αγροικίας, ένθα όνος ετύπτετο ανηλεώς υπό του Ανθρώπου, τον οποίον ήκουσα προ στιγμής να προφέρη τόσον ωραίους λόγους, και τόσον αθλίους να καταπίνη.
Πλησιάζω προς τον Όνον και ερωτώ διά φωνής μυστικής:
— Διατί δεν κραυγάζεις και συ, όταν πονής, ω Αδελφέ, όπως όλα ημείς τα ζώα;
Μου απαντά διά του βλέμματος:
— Σιώπα! άφησε πρώτον να χορτάση ο δίπους από το ξύλον το οποίον τρώγω εγώ, ο τετράπους, και κατόπιν σου εξηγώ το διατί.
Και προσέθηκε θεωρών με υπόπτως:
— Μολονότι δίπους είσαι και συ και δίκαιον έχω να σε φοβούμαι.
Απαντώ στενάζων:
— Ναι, δίπους είμαι και εγώ, αλλά τούτο ουδέν σημαίνει. Μη βλέπης
την ομοιότητα των ποδών, αλλά την διαφοράν των κεφαλών.
— Τω όντι, απαντά· δίκαιον έχεις· αλλ' απομακρύνθητι λοιπόν, διά να
μη πάθης και συ τα ίδια, και δεν αντέχεις.
Απεσύρθην και εκρύβην όπισθεν φράκτου, εκ φόβου μη ο Άνθρωπος στραφή και κατ' εμού, παρετήρησα δε καλώς την σκηνήν εκείνην.
Ο Άνθρωπος έδερεν, και όμως ύβριζε· το ζώον εδέρετο, και όμως εσιώπα.
Ολίγη ώρα ακόμη, και ο Άνθρωπος έρριπτε το ξύλον κατά γης, και απεσύρετο συντετριμμένος από τον κόπον.
Είχε καταβληθή διά της υπομονής.
Πλησιάζω τότε προς τον Όνον και λέγω:
— Ιδού εγώ· λάλει, σε ακούω, αδελφέ.
Έντρομος ερωτά ο Όνος και χωρίς προς τα οπίσω να στραφή:
— Έφυγεν ο Άνθρωπος;
— Έφυγεν· είμεθα μόνοι.
— Παρετήρησε καλά.
— Έφυγε και είνε μακράν.
— Λοιπόν άκουσε, διαβάτα· με ηρώτησες διατί δέρομαι και υβρίζομαι χωρίς να κραυγάζω. Σου απαντώ: το δίπουν δέρει εμέ το τετράπουν, διότι εγώ δεν έχω δύο χείρας, και αυτό δεν έχει τέσσαρας πόδας. Δεν εννοείς ακόμη;
— Όχι, αδελφέ· ομολογώ. . .
— Τώρα θα εννοήσης. Ιδέ την κεφαλήν μου.
— Την βλέπω.
— Βλέπεις και την ιδικήν του;
— Την βλέπω και αυτήν.
— Η ιδική μου κεφαλή δεν είνε διπλασία της ιδικής του;
— Τω όντι, διπλασία είνε.
— Ε λοιπόν, αδελφέ, — δι' αυτό σιωπώ!
γ'.
Λέγει πάλιν το Φάσμα:
— Και όμως εάν ηκολούθεις κατά πόδα τον άνθρωπον εκείνον, θα τον ήκουες κοπτόμενον εις θεωρίας υπέρ της Μεγάλης Δημοκρατίας, δι' ης έκαστον ον έχει έν σημείον επί της γης, διά να ίσταται, και έν Ζενίθ εις τον ουρανόν, διά ν' ατενίζη.
Ερωτώ:
— Και δεν υπάρχει Δημοκρατία επί της γης;
— Ναι, υπάρχει μία, αλλά και εκείνη εις μίαν εικόνα. Αι λοιπαί είνε τερατώδεις της ελευθερίας ειρωνίαι, υπό το προσωπείον των οποίων οργιάζουσι μοναρχικοί οδόντες, καταξεσχίζοντες πάσαν ελευθερίαν.
Και ευρίσκομαι ακαριαίως εις μεγάλην Πινακοθήκην, ένθα βλέπω κόσμον πολύν θεωρούντα εικόνα.
Άλλοι έλεγον:
— Τι ωραία χρώματα!
— Τι ωραίον πλαίσιον!
Και άλλοι:
— Τι φυσικόν εκείνο το βώδι!
— Τι ζωηρός εκείνος ο αστήρ!
— Τι φυσικά εκείνα τα άχυρα!
Λέγει τότε το Φάσμα:
— Ακούεις; Όλοι ούτοι θεωρούν την εικόνα, αλλ' όμως, δεν την βλέπει
κανείς. Ερώτησε και τον πλησίον σου άνθρωπον.
Και ερωτώ ευγενώς θεατήν λαμπρώς ενδεδυμένον και σύροντα Σκύλλον όπισθεν του από αλύσεως στιλπνής.
— Κύριε Άνθρωπε! θα καταδεχθής τάχα να εξηγήσης εις έν αμαθές και
ανόητον πτηνόν τι παριστάνει η θαυμασία αυτή εικών;
Ο Άνθρωπος εστράφη εις την φωνήν μου, με παρετήρησε περιφρονητικώς και δεν απήντησε.
Τότε ο Σκύλλος απήντησεν αντ' αυτού:
— Ματαίως περιμένεις απάντησιν· αυτός μόνον εις εμέ ομιλεί, και όμως εγώ δεν του απήντησα ποτέ. Βλέπεις ότι με έχει δεμένον;
— Πράγματι· δεμένον σε βλέπω δι' αλύσεως.
— Ε λοιπόν πλανάσαι· αυτός είνε δεμένος παρ' εμού, και τον σύρω όπου
θέλω.
— Ευτυχής είσαι, να σύρης, ζώον συ, ένα άνθρωπον τόσον λαμπρόν. Αλλά
γνωρίζεις τουλάχιστον τι σημαίνει η εικών αυτή;
— Ναι· εγώ το γνωρίζω, διότι η θυμοσοφία μου το εξηγεί· αλλ' ο άνθρωπός μου δεν το γνωρίζει. Παριστάνει τον Χριστόν, τον θεόν των ανθρώπων, γεννώμενον εντός σταύλου. Βλέπεις τα άχυρα εκείνα; σημαίνουν ότι γεννάται είς άνθρωπος. Βλέπεις και εκείνο το άστρον; σημαίνει ότι αναγεννάται είς θεός.
Και ο Σκύλλος με απεχαιρέτισε.
Κατόπιν κινεί την άλυσιν διά του λαιμού του μετά πείσματος και διευθύνεται προς την θύραν, σύρων όπισθεν τον άνθρωπόν του.
Λέγει τότε το Φάσμα:
— Ιδέ ο Σκύλλος!. . . Ιδέ ο Άνθρωπος!
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Λέγω κατ' εμαυτόν:
— Όντως, ιδού η μεγάλη και αληθής Δημοκρατία, αλλ' η οποία μόνον διά μιας εικόνος θα διαιωνίζεται.
Συνδυασμένα εις αυτήν δύο αντίθετα πράγματα.
Οι αστέρες εκ του ουρανού, και τα άχυρα εκ της γης.
Η βαρυτέρα ύλη του σύμπαντος και η ελαφροτέρα· το μέγιστον και ελάχιστον· το αιώνιου και το στιγμιαίον.
Το έν χαιρετά το αναγεννώμενον Πνεύμα διά των μαρμαρυγών του· το έτερον περιθάλπει μετά στοργής το τρυφερόν σώμα, και αποθέτει την ασθενή του θωπείαν.
Το έν παρέχει το πρώτον ουράνιον φως· το έτερον παρέχει το πρώτον επίγειον θάλπος — αδελφωμένα, το ελάχιστον μετά του μεγίστου, το άχυρον μετά του αστέρος!
Ιδού η Μεγάλη Δημοκρατία, ω Διδάσκαλε, την οποίαν ουδέποτε θα εννοήσουν οι συρόμενοι από τους σκύλλους των!
Λέγω τότε προς το Φάσμα:
— Μέγα έδειξες πράγμα. Το άχυρον λοιπόν και η πορφύρα είνε τόσον συγγενή, και όμως ουδείς το έχει εννοήση!
Και το Δαιμόνιόν μου απαντά μετά χλεύης:
— Ναι· και ιδού ο λόγος, διά τον οποίον έν άχυρον ευτελές, δύναται να θεωρήται δικαίως ως πορφύρα, κατά λάθος άβαφος και ιδού ακόμη ο λόγος, δι' ον μία πορφύρα χωρίς αξίαν, δύναται να θεωρείται ως άχυρον, ερυθριών από εντροπήν! Και τέλος ιδού το φαινόμενον, ότι άνθρωπος, ενώ γεννάται ως άλλος θεός, εντός χρυσού και επιστατούσιν εις την γέννησίν του σοφοί, αποθνήσκει κτήνος· και άνθρωπος, ενώ γεννάται εντός αχύρων, και επιστατούσιν εις την γέννησίν του κτήνη, αποθνήσκει θεός!. . . .
δ'.
Ιδού ο Άνθρωπός σου, ω Διδάσκαλε, προς τον οποίον με εξαπέστειλες με θεωρίας ωπλισμένον.
Εάν επανηρχόμην νικητής, αυτός θα ενίκα· ηττημένος επανέρχομαι, αυτός ηττήθη.
Προς πτώμα με απέστειλες να πολεμήσω, σπαράσσον τας ιδίας του σάρκας, και εφευρίσκον μέσα όπως ταχύτερον και ασφαλέστερον συντριβή.
Τον είδον εφευρίσκοντα και ανακαλύπτοντα, πλην διά του ιδίου του θριάμβου ναυαγούντα.
Είδον εξηπλωμένας τας επιστήμας, αλλά και τους επιστήμονας εξηπλωμένους.
Και είδον εξ άλλου ανθρώπους, εισδύοντας εις τα έγκατα της γης, και εις τους βυθούς της θαλάσσης, και υπέρ τα νέφη ανερχομένους.
Ουδέν εκέρδιζον· διότι, μόλις επανήρχοντο επί της επιφανείας της γης, επανελάμβανον το ταξείδιόν των εκ νέου· και πολλάκις ουδέ καν επανήρχοντο.
Ουδείς κατώρθωσε να εννοήση, ότι όπου υπάρχει άνθρωπος, υπάρχει και άρτος· διότι ο άρτος δεν κατεσκευάζει τον ανθρώπον, αλλ' ο άνθρωπος τον άρτον.
Εν τούτοις δεν ηρκέσθη εις το Εδώ, αλλ' ανεζήτησε εις το Εκεί.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Είδον Άνθρωπον παρασκευάζοντα μηχανήν παράδοξον, δι' ατμού κινουμένην.
Και ερωτώ αυτόν:
— Εις τι θα σου χρησιμεύση τούτο; και τους πόδας έχεις υγιείς και τας χείρας.
Απαντά:
— Περίμενε και θα ίδης.
Και βλέπω αυτόν τοποθετούντα επί ράβδων σιδηρών μηχανήν, ανυπομονούσαν να εκκινήση και να συρθή προς τα εμπρός επί οδού χωρίς τέρμα. Και ακόμη βλέπω τον Άνθρωπον, να τοποθετή επ' αυτής τον άρτον του, τον οποίον εκράτει εις χείρας του ασφαλώς, και ν' αφίνη την μηχανήν ελευθέραν εις την οδόν την ατέρμονα.
— Άνθρωπε! λέγω· κατείχες τον άρτον εις χείρας σου, και όμως τον αφήκες ν' απομακρυνθή τόσον ταχέως από σου. Τώρα τι θα φάγης;
Δεν ήκουσε τους λόγους μου, διότι ετέραν ετοιμασίαν επέσπευδεν.
Παρεσκεύασεν άλλην μηχανήν, ομοίαν της πρώτης, και εισελθών εντός αυτής, ανεχώρησεν αστραπιαίως εις αναζήτησιν του ιδίου του άρτου!
Και είδον τον πεινώντα τρέχοντα κατόπιν του διαφυγόντος άρτου του, τας δε δύο μηχανάς, χανομένας εις τα βάθη της οδού, και επ' άπειρον διωκούσας αλλήλας!
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Και ητοιμάσθην να φύγω, κλαίων διά την μωρίαν του κόσμον, ότε ιδού και έτερος άνθρωπος ενώπιόν μου, εις την αυτήν ασχολούμενος εργασίαν.
Λέγω προς αυτόν:
— Θα πράξης και συ το αυτό με τον ανόητον εκείνον; Αλλ' ιδέ ακόμη δεν συνέλαβε τον διωκόμενον άρτον του. Άλλως τε συ δεν βλέπω να έχης και δευτέραν εις την διάθεσίν σου μηχανήν.
Ουδέ με ήκουσε καν· ετοποθέτησε μόνον τον άρτον εντός της μηχανής και αφήκεν αυτήν ελευθέραν εις την οδόν την σιδηράν.
Και είδον τον Άνθρωπον να τρέχη όπισθεν, πεζός και ασθμαίνων, την δε μηχανήν να φεύγη αστραπιαίως, εξαποστέλλουσα μακρόθεν προς τον βραδύποδα εφευρέτην συριγμούς χλευασμού και ατμώδη καπνόν!
Και εγέλασα ήδη διά τον Άνθρωπον εκείνον.
Είχεν ενισχύση διά της σοφίας του την μηχανήν, και την μωρίαν του εκράτησε προς ενίσχυσιν των ποδών του.
Η δε μωρία του ήτο πολύ βραδύτερα της σοφίας του, και δεν την έφθανε ποτέ!
Είδον ακόμη εις τον αέρα διασταυρούμενα σύρματα σιδηρά, και διοχετεύοντα σκέψεις ανθρώπων, από μακριάν ανταλλασσομένας, τας οποίας οι ανεξίκακοι του αέρος κόλποι περιέθαλπον και μετεβίβαζον από σημείου εις σημείον.
Και είπε το Φάσμα:
— Ιδού του ηλεκτρισμού το αληθές ευεργέτημα· ανταλλάσσουν οι άνθρωποι δι' αυτού τας ανοησίας των μακρόθεν — αλλά πολύ ακριβά και κάπως συντομωτέρας. Και ουδέν άλλο.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Και όμως ουδείς εκ των ναυαγών του αέρος, και εκ των ναυαγών της θαλάσσης, και εκ των ναυαγών της ξηράς, έπαυε να επικαλήται την Πρόοδον, αγωνιών και ψυχορραγών.
Αστεία η λέξις, ω Διδάσκαλε, όσον και του γένους σου η Ιστορία.
Πρόοδος, Πρόοδος και πάντοτε Πρόοδος.
Πάντες περί ταύτης ωμίλουν, και εζήτησα να ίδω την Θεάν.
Και ιδού ενώπιόν μου πολυκέφαλον και πολύπουν τέρας, γυνή με χείρας αναριθμήτους, απαύστως εργαζομένας και κινουμένας.
Η μία χειρ συνέθλιβε τον αέρα, η ετέρα διετρύπα τα όρη, η άλλη κατέσκαπτε την γην, και υπέτασσε τα νέφη, και τας θαλάσσας υπεδούλωνεν.
Η κεφαλή της έφθανε μέχρι των άστρων, αλλ' οι πόδες της εις τον βόρβορον εκυλίοντο.
Και είδον ανθρώπους καθαρίζοντας τους πόδας αυτής με ιδρώτα και αίμα, και πλειότερον σπιλούντας αυτούς.
Και την είδον ν' αφαιρή από τους χιλίους και να δίδη εις τον ένα· ο δε είς να σπαταλά, όσα ήρκουν διά να ζήσουν δεκάκις χίλιοι.
Και την είδον ακόμη μυρίους να φονεύη εις το νεύμα του ενός· και να εφευρίσκη μέσα του ν' αποκτείνη ταχύτερον ένα κατάδικον — διά λόγους φιλανθρωπίας και οίκτου!
Και ακόμη είδον να διευθύνη ειρήνης μάχας και μάχας πολέμων, να στρέφη δε κατά στηθών ανθρωπίνων πυροβόλον στόμιον, και στόμιον κάλπης κατά συνειδήσεων και ελευθεριών.
Στόμια εξ ίσου τρομερά, και εξ ίσου καταλύοντα χώρας — το μεν εξαιμούν τον μόλυβδον, το δε καταπίνον αυτόν.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Εν τούτοις πάντες έπιπτον και επροσκύνουν αυτήν, και έλεγον προς αλλήλους, παρερχόμενοι ενώπιόν μου:
— Πόσον ατυχείς ήσαν οι πατέρες μας! Τι έχασαν!
— Πόσον ευτυχείς είμεθα ημείς! Τι έχομεν!
— Πόσον ευδαίμονα θα ήνε τα τέκνα μας! Τι θα ίδουν!
Και όλοι ταυτοχρόνως ελούοντο εις ιδρώτα και εις αίματα!
Τούτο ελέγετο Πρόοδος, ω Διδάσκαλε.
Και προσέτι τούτο ελέγετο Άνθρωπος:
Ιστορικός, δι' αιώνας παρελθόντας· ποιητής, δι' αιώνας μέλλοντας, και διά τον ιδικόν του: —
Κ Ω Μ Ω Δ Ο Σ! ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
— Άφες τώρα, Άνθρωπε, να υποκύψω εις το μοιραίον, και ν' αποθάνω ταπεινωμένος, εγώ, ο ανελθών επί του κόσμου και κατακτήσας διά της φαντασίας αυτόν.
Ω, ποία κωμωδία! και ποία γελοία και ανόητος ικάρειος πτήσις επί σφαίρας αιωνίως κινουμένης, και αιωνίως μεταβαλλούσης θέσιν, αλλά και αιωνίως επανερχομένης εις το αυτό.
Ναι· ποία κωμωδία, διαρκής και μονότονος, με την οποίαν, όσοι την ανεγνώρισαν ως τοιαύτην, εγέλασαν, και όσοι την εξέλαβον ως δράμα, έκλαυσαν πολύ.
Τι πρώτον και τι ύστερον ν' αφηγηθώ· τι ύστερον και τι πρώτον να ιστορήσω!
Θέλω να περιβάλω με πτέρυγας αετού τον νουν μου, και θέλω να πετάξω μίαν φοράν ακόμη, διά να μετρήσω την άβυσσον, εν τη οποία κατέπεσα, και να ρίψω έν βλέμμα αφ' ύψους εις το δημιούργημα τούτο, το οποίον τοσούτον εαυτό παρερμηνεύει, ώστε να πιστεύη, ότι είνε το δυστυχέστερον του Θεού του δημιούργημα!
Και η ιδέα αυτή είνε η μόνη δημιουργούσα την πραγματικήν του δυστυχίαν, διότι η φύσις ουδέν ον έπλασε δυστυχές, και ουδεμίαν ανοησίαν εις τον αιώνα διέπραξεν. Είνε περιβεβλημένη πανταχού με αίγλην και φέρει εφ' εαυτής την σφραγίδα του Κάλλους του αιωνίου· είνε γλυκασμός και σοφία, την οποίαν από της πρώτης της γης ημέρας παρήγαγε θείον σπέρμα, διαρκώς υπό του ανθρώπου καταπατούμενον!. . .
Από τα πέρατα του κόσμου μία ακτίς κατ' αρχάς έλαμψε διά του απεράστου ερέβους, και εκείνη ήρκεσεν, ίνα καταλύση το σκότος, και κατακλύση το σύμπαν από φως και ζωήν· το κύτταρον έλαβε την πρώτην ώθησιν και προσεκολλήθη εις το κύτταρον, και η προσέγγισις εκείνη παρήγαγεν αρμονίαν ένθεον και ζωοποιόν, δι' ης ερρυθμίσθη ο αιώνιος Κώδηξ.
Μεταξύ των κενών εμεσολάβησε μία Ιδέα, ήτις συνέδεσε τα τέως ασύνδετα, ήτις παρενετέθη ως κρίκος άρρηκτος εδώ, και απετέθη εκεί ως σφραγίς μυστηριώδους ουσίας, προκαλούσα τον ίλιγγον εις το πνεύμα, και την έκτασιν εις την ψυχήν, και εις την καρδίαν τον παλμόν.
Και παν ό,τι φέρει την σφραγίδα ταύτην, ελκύει ακαταμαχήτως· είνε η αγχέγονος Ιδέα, η προ αιώνων αγρυπνούσα, ήτις αφυπνίζει νοσταλγίας προς ιδέας, προ αιώνων κοιμωμέναι· είνε ο παλμός, όστις προκαλεί και σύρει προς εαυτόν τον παλμόν· είνε η Αρετή η αΐδιος, η εγκατασπαρμένη πανταχού φωτεινή και αστραπηβόλος· είνε η Πρόοδος, υπό ασύληπτον μορφήν και έκφρασιν· είνε η ώθησις τέλος προς την Εξέλιξιν, την μέχρι του Ακαταλήπτου ανιούσαν —
Είνε το Κάλλος.
Το Κάλλος — το οποίον, πτωχόν εγώ πτηνόν, κατενόησα και ελάτρευσα· ασθενές εγώ πλάσμα, επέταξα μέχρι της πηγής του διά της σκέψεως, και εγονυπέτησα προ του βωμού του.
Αλλ' ήτον αδύνατου να μείνω πλειότερον, διότι ο περιβάλλων με κόσμος με συνέθλιβε, με συνέτριβε, και από τα πτερά μου με απεγύμνου.
Και ιδού εγώ, ανηρτημένος από του αχανούς, ως αντάρτης, και πάλιν καταπίπτων εντός της ιδίας κεφαλής σου, ως μολύβδινος όγκος.
Και νυν, σε ζητώ εις μάτην, ω Σοφία, με το βλέμμα μου το τυφλόν, και εις μάτην η συντριβείσα ψυχή μου ανακύπτει και ζητεί να λουσθή εις τα ζωογόνα νάματά σου.
Και σε ζητώ εις μάτην, ω Φως, όπερ έδυσες, του ορίζοντος της ψυχής μου υποκάτω, — ορίζοντος παραδόξου, με δύσιν άνευ ανατολής. Πού θα σε εύρω πλέον εις τους κόλπους του ατέρμονος, και ποία εις το εξής ακτίς θέλει καθοδηγήση εκ νέου εμέ, τον πλανηθέντα διαβάτην, εις την πηγήν σου την ανεξάντλητον;
Και σε ζητώ εις μάτην, ω Όνειρε, ίνα περιβάλης καν εκ νέου τον νουν μου με την ιδέαν την απατηλήν, και τον κόσμον με την αόριστον ομίχλην σου και το φως το ψευδές.
Άφες να κλίνω τώρα την συντετριμμένην κεφαλήν επί του ερειπωμένου ανακτόρου, εις του οποίου τον θρόνον είχον αναβιβάση αναχωρών ευτυχή βασιλέα, ταφέντα και τούτον υπό τα άμορφα ερείπια.
Σύνελθε λοιπόν, ω Άνθρωπε, εις σεαυτόν, ρίψε έν βλέμμα εντός των ιδίων σου στέρνων, και θα ίδης την ψυχήν σου ενδεδυμένην το φως, όπερ εις μάτην συ ζητείς εκ των άνω.
Το ταχύ και φευγαλέον του νου σου άρμα, κατέχει δύναμιν υπερκόσμιον, ην κακώς εχειρίσθης και κακώς δι' αυτού επορεύθης· και οι ίπποι οι ατίθασσοι παρεξέκλινον της οδού της μεγάλης, ο δε αδέξιος Φαέθων επυρπόλησεν, αντί να φωτίση, τον κόσμον, και διαρκώς αυτόν πυρπολεί.
Μεταξύ της στέγης σου ταύτης, — ήτις κρύπτει από των ομμάτων σου κόσμον ολόκληρον, — και της σαρκός σου, ήτις καλύπτει έτερον κόσμον, — υπάρχει κλίμαξ, μεγαλειτέρα και της κλίμακος του Ιακώβ, ην ανήλθον ως βασιλεύς, και κατήλθον ως κλέπτης.
Και όμως η τιμωρία μου ήτον η άνοδος, και η κάθοδος αμοιβή μου.
Τιμωρία, — διότι ανήλθον εις κόσμους φωτεινούς, υπερβαίνοντας της αντιλήψεώς μου τα όρια· αμοιβή — διότι εκυλίσθην εις κόσμους ερεβώδεις, και επανήλθον εις τον ορνιθώνα, δι' ον επλάσθην και προωρίσθην.
Και του Φωτός η πηγή, την οποίαν υπέδειξες εις εμέ διά της Χ ρ υ σ ή ς σου Δ ι α θ ή κ η ς, κατέστη ερέβους πηγή, ην υποδεικνύω εις σε, διά της Δ ι α θ ή κ η ς μου της Σ ι δ η ρ ά ς.
Λάβε τώρα και συ ταύτην ως αντάλλαγμα του κόπου σου, και εύχου, όπως ο σίδηρος ο ιδικός μου, φρουρήση σε ασφαλέστερον, παρ' όσον εφρούρησεν εμέ ο ιδικός σου χρυσός!. . . . . . . .
Είχεν ήδη εξημερώση,
Και, κλείσας με βαθύν στεναγμόν το αιμόφυρτον στόμα, εκυλίσθη από της κλίνης μου επί του δαπέδου άψυχος ο Πετεινός μου, ο ατυχής, της φαντασίας μου το θύμα.
Και ο αντάρτης αυτός παρατηρητής, — ο αναχωρήσας εκ του ορνιθώνος του τοσούτον νεαρός και σφριγών και ακμαίος, και επανελθών τοσούτον γέρων και συντετριμμένος και ναυαγός, — όστις έζη ευτυχής διότι δεν ήξευρε τίποτε, και απέθανε δυστυχής, διότι ηθέλησε να τα μάθη όλα, — ετάφη με την ηώ εις μίαν γωνίαν του κήπου μου, συμπαραλαβών εν ώρα ημέρας εν τη σκοτία του τάφου του άχρηστον το δολοφόνον εκείνο φως, όπερ ήντλησεν από την ατελεύτητον σκοτίαν του κόσμου!
End of Project Gutenberg's The Two Testimonies, by Polyvios Dimitrakopoulos