The Project Gutenberg eBook of Μοσκιές - Διηγήματα

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org . If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title : Μοσκιές - Διηγήματα

Author : Kostes G. Pasagiannes

Release date : June 17, 2010 [eBook #32851]
Most recently updated: October 23, 2010

Language : Greek

Credits : Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for his major work in proofreading

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΜΟΣΚΙΈΣ - ΔΙΗΓΉΜΑΤΑ ***

Produced by Sophia Canoni. Thanks to George

Canonis for his major work in proofreading

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words have been included in &. Words in italics have been included in &.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _.

Κ. Γ. ΠΑΣΑΓΙΑΝΗ

Μ ο σ κ ι έ ς

ΑΘΗΝΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ 1898

Σε ποιον άλλονε παρά &Σε Σένα&, που με ταθώο της ζωής αφρόγαλα μαζί, φλέβα σε φλέβα την ψυχή της Μάνης μας της ακριβής μέσα μου έχυσες, κόμπο σε κόμπο μ' επότισες τη Ρωμέικη Ψυχή τη Μεγάλη;

Σε ποιον άλλονε, σε ποιον παρά &Σε Σένα&, που με ροδόγαλα και μοσκοφιλήματα, — ω ταλησμόνητα φιλάκια σου τα ουράνια, που αιώνια την ψυχή μου δροσίζουν, — φιλόστοργα γλυκοζύμωσες την καρδιά μου την άπλερη, κατασταλάζοντας μέσα της της Ρωμέικης Ζωής την Αγάπη;

Σε ποιον, σε ποιον άλλονε παρά &Σε Σένα&, της Ζωής μου και της Ψυχής άγγελέ μου παρήγορε, που στα γλυκόλαλά σου τα νανουρίσματα, στα παραμύθια σου τα πανώρια, — της φαντασίας σου και της Μάνης μας ξόμπλια αχτιδοΰφαντα, — ανάθρεψές μου το νου, το αίοθημα ανάστησές μου, εφύσηξες μέσα μου, με την τρανή την ψυχή σου μαζί, τον έρωτα τον απέραντο στην Αθάνατη τη Λαλιά Σου;

Θάνε μια μέρα λαμπρή, — ω χαρά, χρυσανατέλλει η αβγή της, — και θάνε μέρα μεγάλη κι αγνή για την αθάνατή μας Πατρίδα.

Παληκάρι ρωμιόπουλο, θεοφώτιστο κι αντριωμένο, θαφίση τις χλωροπράσινες βουνοκορφές του Ολύμπου ή του Μαίναλου.

Αθώρητο κι αγνώριστο, στης Πολιτείας τα πολυτάραχα σπλάχνα αεροπατώντας θα κατεβή, ιεροφάντης και μάρτυρας.

Πώς ήθελα να ζήσω να το ιδώ!
Πώς ήθελα να ζούσα να τακούσω!

Φουστανέλα ολόλεφκη σεμνά τη λυγερή του μέση θα συσφίγκη.

Λεβέντικη φλοκάτα τις διάπλατές του πλάτες θα σκεπάζη.
Θα λαλή.

Χρυσάφια νάματα θα ρέη το μαγικό του στόμα.
Θα ψάλη.

Δε θάχη συνηθισμένον τόνο το τραγούδι του.
Κοινόν ήχο η φωνή του δε θάχη.
Ροδόσταμα πεντάγλυκο το τραγούδι του θα ρέη.

Θα χύνεται αγγέλου μελωδία η φωνή του.
Θάνε αηδονολάλημα ουράνιο.
Τρισάγια θάνε μουσική.

Πώς ήθελα να ζήσω να τακούσω!
Πώς ήθελα να ζήσω να το ιδώ!

Από κάθε άκρη Ελληνική θακούσουν τη Λαλιά του την Αθάνατη.

Νεκροσαβανωμένοι τότε θα τρέξουν γύρωθέ του οι Φαρισαίοι κ' οι
Γραμματικοί.

Αλαφιασμένοι θα τόνε ρωτούνε, μωροθάμαστοι.

Βαμμένοι, μιαροί θενά ζητούν να τον καταπετρώσουν.

Θακούση — ω θακούση στα βάθη της πεντάβαθης ψυχής του — της καρδιάς του της απέραντης αντίλαλο· — θακούση, θα τακούση κι ο χρυσός μας ο Λαός τ' Αθάνατο Τραγούδι Του.

Θενά ξυπνήση!

Και ξυπνώντας από τόνειρο βαθύ, — που δόλια μας τον αποκοίμησαν οι άμωροι, — μες το τρισάγιο απόφωνο του παναρμονίου τραγουδιού θαναγνωρίση τη Λαλιά του — την ψυχή του Α θ ά ν α τ η.

Θαγριέψη,

Θα χυμήση,

Θαρπάξη από τα νύχια τους τα βρώμικα,
Να δοξοστεφανώση τον Τρανόν Τραγουδιστή· Και θα τον πμ : Μ ε σ ί α ή
Ν τ ά ν τ η Του . . .

Πώς ήθελα να ζούσα να τα ιδώ!
Πώς ήθελα να ζήσω να τακούσω !

Ο ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ
Κarl Dietrich

0ι σάλπιγγες βαρύηχες εβάρεσαν από ώρα τόρα προσκλητήριο πρωινό. Μερικοί φαντάροι που αργοπόρησαν κάτω στην πόλη, έτρεχαν ένας πίσω απ' τον άλλο βιαστικοί, λαχανιασμένοι στον ανήφορο, υπάκοοι στη βροντερή φωνή της σάλπιγγας· να μην τους βγάλουν απόν και φάνε καμιά οχτάρα. Κάτω στη μεγάλη πύλη του κάστρου, στους στρατώνες μπροστά, ήταν αραδιασμένοι στη γραμμή οι πλειότεροι άντρες της φρουράς. Έρχονταν να πιάσουν τη θέση τους τρεχάτοι, όσοι έλειπαν, από κάθε τάπια και γωνιά του κάστρου μέσα, κ' εκείνοι που απόμειναν στην πόλη κάτω έτρεχαν απάνω λαχανιασμένοι, βιαστικοί.

Ήταν μια πρωινή χαρά Θεού.

Γαλάζιος, καταξάστερος ο ουρανός άπλωνε απάνωθε γλυκύτατος. Εξέφεβγε, εκατέβαινε κάτω στα διάφανα τα πέλαγα· έσμιγε, αγκάλιαζε μέσα βαθιά της θάλασσας τις άκρες, αφάνταστες και μυστικές στα γαλανά και μαγικά τους χρώματα. Δριμύς ο ήλιος καφτερός, περίχυνε αρμονικά τις τάπιες τις περίψηλες ολόγυρα, που εκρέμονταν ολόχοντρες βαρύτατες απάνω. Έχασκαν τα οδοντωτά μπεντένια τους ψηλά, μες τα γαλάζια χρώματα του ουρανού καλοζωγραφημένα και ομορφοπελέκητα, σα δόντια πριονιού αριά που εκρέμονταν στα ύψη απειλητικά. Ξερολειχήνες και άλλα αμωροχόρταρα, αλάθητα σημάδια του παλιού καιρού, της γέρικης ζωής του κάστρου, ανάδοναν κ' εβλάστιζαν στερεμένα στους τοίχους ψηλά, ανάμεσα στις πέτρες σφηνωμένα. Και μες από κάθε άνοιγμα αριό της τάπιας επρόβαναν περήφανα, βαρύκορμα και σοβαρά τα απόμαχα κανόνια, δοξοπεριχυμένα κάτω από βροχές ολόχρυσες που έχυνε άφτονες απάνω τους ο ήλιος. Άστραφταν λουσμένα μες τις φλογερές αχτίδες του. Εφάνταζαν δράκοντες σιδερόφραχτοι σωστοί, που έδειχναν ολάνοιχτα τα φοβερά τους στόματα προς τον εχτρό, με όρεξη να τον βυθίσουν, να τον καταπιούν.

Πέρα μπροστά στην πύλη της τάπιας του Αράπη, που ήταν μέσα οι φυλακές, παράμερα από τη σκοπιά του τη λιθόχτιστη, βαρύς και σκεφτικός επηγαινορχόταν πέρα δώθε ο σκοπός με το όπλο του στον ώμο περασμένο, κ' έπαιρνε απόξω το σουλάτσο του. Απάνωθε ψηλά στης τάπιας της μεγάλης τα μπεντένια, μες από τα οδοντωτά τα ανοίγματα που έχασκαν πάλι τραχιά και φοβερά ταπόμαχα κανόνια, άλλοι σκοποί εκεί επρόβαναν κάθε τόσο το κεφάλι τους ψηλά πάνω στους βαρυθέμελους τους τοίχους, κ' έπαιρναν ξενιασμένοι το σουλάτσο τους και αφτοί. Κάτω στον καλντιριμωμένο δρόμο, μπροστά, στην πύλη του Αράπη, εκυλούσαν τους ξεβιδωμένους τροχούς τους, ξεχαρβαλωμένα και αφτά, παράλυτα, βαρυφορτωμένα, με κρότους βροντερούς που αντηχούσαν οι τάπιες μες τανήλιαστα τα βάθη τους· εξερότριζαν κάτω από το βαρύ τους φόρτωμα, ετάραζαν το κάστρο μέσα από το βροντερό τους κατρακύλημα τα κάρα τα βαριά, που ανέβαζαν να φέρουν τη στερεμένη κουραμάνα μες τις φυλακές. Απόξω στο κατάχλωρο και ολόδροσο κηπαράκι του νοσοκομείου αγγαρεμένοι δυο κατάδικοι, έσκαφταν χωμένοι μες τις θηληκωμένες ουρανιές τους ποκαμίσες, και δυο φαντάροι άγρυπνοι φρουροί τους φύλαγαν παρέκει. Στην άκρη του κήπου, μες τις χλωρασιές σκαρισμένοι, σαν τους σαλήγγαρους στα πρωτοβρόχια, κιτρινιάρηδες και χλωμοί, κακοπρόσωποι και μισόμποροι, παραλυμένοι από τις καθελογήτικες αρρώστιες τους, εκάθονταν απάνω στα ξύλινα παλιόσκαμνα κ' ελιάζονταν στον καφτερόν τον ήλιο με αναγάλλιαση πολλή, οι άρρωστοι στρατιώτες.

Στις στρατώνες μπροστά, ακόμα να τελειώσουν προσκλητήριο. Οι άντρες όλοι στη γραμμή. Ο Επιλοχίας εδιάταξε και τις φρουρές. Τόσοι να παν εκεί και τόσοι εκεί. Ο τάδες πρώτο νούμερο κι ο τάδες δέφτερο κι ο τάδες τρίτο νούμερο. Ότι ήθελε να τους πουν να διαλυθούν απ' τη γραμμή οι άντρες κ' ετελείωνε πια και το προσκλητήριο, τους κατεβαίνει απάνω απ' τη φρουρά της φυλακής κακό μεγάλο κι απάντεχο·

— Μπαμ! μπαμ! μπαμ! ακούνε μια ξαφνική μπαταριά.

— Μπαμ! μπαμ! μπαμ! ακούνε στη μέσα τάπια άλλη· και μονομιάς,

— Στα όπλααα! Στα όοοπλααα ! βραχνές αγριοφωνές άπλωσαν κ' εθόλωσαν μέσα του κάστρου τον αέρα.

Όπως όταν στο χλοερόν τον κάμπο κάτω στέκουν το ένα στο πλεβρό του άλλου ορθόκορμα και ισοκέφαλα τα τροφαντά ταστάχια, γαληνεμένα και ήμερα μέσα στου λιοπυριού τη γλύκα και ησυχία, και άξαφνα δριμό σιφουνικό σηκώνεται απάνω απ το βουνό, και χύνεται ανήμερο και φοβερό μέσα στον κάμπο, και τανεμίζει μες τη ζηλεφτή την ησυχία τους, και πέρα δώθε δειλιασμένα τα τινάζει, και κυματίζει πέρα πρόσπερα ο ήσυχος ο κάμπος, ανταρεμένο τόρα πέλαγο μες τις στριγκιές του αγριοσίφουνα βοές και μες των ασταχιών το φοβισμένο φύσημα· έτσι και οι φαντάροι τόρα, καθώς ήταν κάτω ακόμα στη γραμμή, προσεχτικοί νακούσουν και την τελεφταία διαταγή του Επιλοχία, ξιπασμένοι από τις βραχνές αγριοφωνές, που εχύθηκαν απάνω από τις τάπιες κάτω στους στρατώνες τους, εσυνταράχθηκαν στις τάξες τους, εχάλασαν και τις γραμμές, και με τα όπλα όπως έφτασαν μες τη μεγάλη βία τους καθένας κρατημένα, εχύθηκαν πάνω κατά της φυλακής τις τάπιες που έβγαιναν ακόμη οι βραχνές φωνές, ακολουθώντας πίσωθε το Φρούραρχο και τον Επιλοχία, που έτρεξαν μπροστά άγριοι και αλλαξοπρόσωποι κι αφτοί.

Ο λοχίας ο Βλαχογιώργος ήταν αρχιφύλακας στα μπουντρούμνια πάνω της φυλακής. Ήταν στρυφτός άνθρωπος· ανάποδος. Να κάνη τον αντρειωμένον ήθελε κ' εξέσπαγε την ψέφτικη την αντρειά του στους άμοιρους τους φυλακωμένους. Εφερότανε σαν τύραννος σωστός. Ν' ατάχτιζε κανείς μες τα δωμάτια, το Βλαχογιώργο θάστελνε ο Φρούραρχος για να τον σωφρονίση. Να εμάλωναν πάλι αναμεταξύ τους άλλοι, το Βλαχογιώργο θάστελνε για να τους κάμη ζάπι. Έτρεχε αφτός αμέσως. Εκορδονότανε· εσειόταν κ' ελυγιόταν. Έμπαινε στο προάβλιο, έπαιρνε τα κλειδιά, άνοιγε τα δωμάτια. Έβγαζε όξω όσους ήθελε να σωφρονίση· έκλεινε πάλι. Τους έδενε καλά μες το προάβλιο· μπρος στα μάτια των άλλων καταδίκων, που έβλεπαν με θυμό πολύ και με αγανάχτηση μεγάλη μες από τους φεγγίτες τους πλεχτούς· τους πισταγκώνιαζε καλά. Εμούσκεβε ένα χοντρό, διπλό σκοινί μες το νερό· το έστρυφτε καλά, κ' επρόσταζε έναν, ένα τους φαντάρους·

— Πελέκα τουν, ουρέ βλαμ! Όντας αποστάκ'ς, σου βουητάω κ' ιγώ !…

Κ' εκατέβαινε γοργό, βαρύ, αλύπητο το σκοινί πάνω στα σκελεθρωμένα των καταδίκων τα κορμιά μες την πείνα και τα ολημερνά βασανιστήρια. Οι άλλοι, οι κατάκλειστοι στα δωμάτια, που έβλεπαν μες από τους σιδερόφραχτους φεγγίτες, ελύσσαγαν, εμάνιζαν, αστροπελέκια, σπίθες φλογερές επετούσαν τα μάτια τους, να τον κάψουν όξω το Βλαχογιώργο, τον τύραννο. Εβροντούσαν μέσαθε, εχτύπαγαν τις σιδερόφραχτες πόρτες τους, να τις ξερριζώσουν πάλεβαν. Να πηδήσουν μανιασμένοι, ακράτητοι όξω, να τον πνίξουν το φοβερό το μπόγια τους. Έβριζαν, έφτυγαν, εβλαστημούσαν αδύνατοι να ξεσπάσουν το μανιακό τους το θυμό. Σαν έβλεπαν πως άδικα επάσκιζαν και τίποτα δεν έκαναν, με την τύχη τους τάβαναν, το Θεό εβλαστημοΰσαν·

— Δεν υπάρχει, τη πίστη του, Θεός και για μας;!…

— Γιαβίς-γιαβάς, ουρέ βλαμηδέσιμ! Με του κουλάι, ουρέ τα παληκάρια μ', και θανάρθη κ' η γεδική σ' αράδα! έλεγε απόξω να τους σκάζη, να τους πλαντάζη ο Βλαχογιώργος. Κ' έπεφτε αλύπητο, εκατέβαινε γοργό και γλίγωρο, βαρύ και ολόχοντρο το μουσκεμένο το σκοινί, πάνω στα παραλυμένα κορμιά, που εκατάπεφταν οι άμοιροι ξέψυχοι από το πολύ τουμπάνισμα, χωρίς ούτε άχνα να μπορούν να βγάλουν.

Ήταν πάλι σήμερα ο Βλαχογιώργος αρχιφύλακας πάνω στα φοβερά μπουντρούμια της φυλακής, που λες κ' είνε θαμένα μες τη γη, μόνο ένα στεφάνι ουρανό απάνωθε ξανοίγουν. Καιρό τόρα, οι αρχηγοί σε κάθε δωμάτιο και σε κάθε μια αχτίνα, βαρυποινήτες αφτοί βαμμένοι μες το αίμα που τον πατέρα τους έτρωγαν, επροφωνήθηκαν κ' εκρυφοκουβέντιασαν αναμεταξύ τους μεγάλην και φριχτήν απόφαση να λάβουν. Μια πάνω στην άλλη έστελναν για το Βλαχογιώργο στα υπουργεία τις αναφορές, και καθετόσο εξέσπαγαν στου άμοιρου Νυχόπουλου την πλάτη, του δάσκαλου στο Έξη που έγραφε τις αναφορές. Ο Βλαχογιώργος πάντα έμενε στου κάστρου τη φρουρά, μπόγιας και τύραννός τους σκληρός και φοβερώτατος. Και κάθε φορά πάλι που τα υπουργεία έστελναν τις αναφορές στο Φρούραρχο, να κάμη ανάκριση, να τιμωρήση το λοχία, ο Βλαχογιώργος έβλεπε τις αναφορές, κατάγραφε τις υπογραφές, του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι και δρόμο για τη φυλακή. Στην πρώτη την παραμικρή αφορμή που θάδιναν μεταξύ τους οι κατάδικοι, συνάφορμα αφτός πως θα τους ησυχάση, έπαιρνε πέντε έξη άντρες με τα όπλα τους κ' επήγαινε μέσα στα φοβερά μπουντρούμια. Το σκοινί στη βούτα να μαλακώση. Άνοιγμα ένα, ένα τα δωμάτια. Ο τάδε και ο τάδες φυλακισμένοι, αθώοι αφτοί στην αναμεταξύ τους ταραχή αλλά για να πληρώσουν την αναφορά που υπόγραψαν, να βγουν όξω. Τους έδενε πάλι καλά μες το προάβλιο, μπρος στα μάτια, των άλλων καταδίκων, που ελύσσαγαν και εβλαστήμαγαν και εφώναζαν μες από τους σιδερόφραχτους φεγγίτες να τον πνίξουν το φοβερό το μπόγια τους· τους πισταγκώνιαζε καλά.

— Να ουρέ, για τις αναφουρές σας! Να ουρέ και για τους υπουργούς σας! τους έδερνε, τους επελέκαγε μόνος του ο φοβερός Αρβανίτης. Να χύση τη χολή του· έτσι να ξεθυμάνη. Κ' εκατέβαινε χοντρό, βαρύ, φουσκωμένο στο νερό, στρυμένο, αλύπητο το φοβερό σκοινί, στις ξεσαρκωμένες τις πλάτες τους, στους κόμπους, στους ώμους, στα μεριά, στα κωλομέρια, στα χέρια, στα πόδια, σε ξερά και σε χλωρά. Εσηκοκυλιόνταν αφτοί, έσκουζαν, εσπάραζαν, την πέτρα ράγιζαν από τους σκληρούς τους πόνους. Έπεφταν με δεμένα πίσωθε τα χέρια μπρος στα πόδια του· έσκαφταν με τη μούρη τους τα χώματα· έκλαιγαν, ετάραζαν, σπαραχτικά εθρηνούσαν·

— Ήμαρτον! κυρ-λοχία! Έλεος! του εφώναζαν· κ' εκείνος μανιακός, λες κ' έπαιρνε νέα δύναμη από τα κλάματά τους, λυσσασμένος, ακράτητος, ανέμιζε το σκοινί ψηλά, το εκατέβαζε, τανεβοκατέβαζε, κ' επελέκαγε, επελέκαγε αλύπητα, ακατάπαφτα, σκληρά, σωστό ανήμερο θεριό. Όσο που εκουραζόταν από το πολύ το δάρσιμο κ' επαράδινε το σκοινί στους στρατιώτες. Κι αν τύχαινε και κανένας δύστυχος, πνιγμένος μες το περισσό δίκιο του, να βρη μες την απελπισία την τόλμη να πη και κάνα λόγον παραπανιστό, «από το Θεό να τόβρης», «Θεός είνε κι ας σε κρίνη», ξερωγωτί· αφτός λυσσασμένος τόρα πιο πολύ, τον αλάτιζε πρώτα καλά με το σκοινί. Του επερνούσε του κανονιού τις μπάλες τις βαρύτατες στα πόδια, να μη μπορή να κινηθή, που και χωρίς το μπεδούκλωμα αφτό δε θάπαιρνε τα πόδια του, παραλυμένα από το αλύπητο τουμπάνισμα. Τον έσπρωχνε ύστερα να φάη τα μούτρα του μες το φριχτόν απόπατο, και τον εκλείδωνε μέσα εκεί ώρες ολόκληρες για τιμωρία.

Ήταν ημέρα της βδομάδας, που εσυνήθιζε η φρουρά κ' έκανε ταχτικήν επιθεώρηση στων καταδίκων μέσα τα δωμάτια. Μην έχουν μαχαίρια ή άλλα όπλα, που σκοτώνονται καμιά φορά αναμεταξύ τους. Κατά τις οχτώ η ώρα την αβγή, που εσήμανε της Επιστασίας το κουδούνι νανοίξουν τα δωμάτια, να βγούνε στον περίπατο μες το κατάστενο για τόσον κόσμο προάβλιο οι φυλακισμένοι· ο Βλαχογιώργος, αρχιφύλακας και σήμερα πάλι, κρατώντας στο χέρι κρεμασμένα μιαν αρμαθιά κλειδιά γιαλιστερά κι άσπρα απ το πολύ το τρίψιμο και τ' ολημερινό ανοιγόκλειμα, διαβαίνοντας με τον Επιστάτη μαζί μπροστά στις σιδερόφραχτες τις πόρτες των κελιών, — που σκοτεινά και ανήλιαστα εφάνταζαν υγρές και κρυερές σπηλιές στης τάπιας της ολόχοντρης τα βαρυθέμελα τειχιά ανοιγμένες, και έσφιγκαν θανατικά στα βρώμικα τα βάθη τους, ένα φουρκί τόπον εκεί, ολόκληρον κόσμον πεθαμένον κι ολοζώντανο· — έστρυφτε στα βαριά λουκέτα τα κλειδιά, έσερνε με κρότον πολύ και τους βαριούς τους μάνταλους· άνοιγε τις σιδερόφραχτες τις πόρτες που έτριζαν στις ρίζες τους χοντρές και βαρυκίνητες, κ' εφώναζε αδιάκοπα διαβαίνοντας από πόρτα σε πόρτα, με τον Επιστάτη ξοπίσω·

— Του Ένα ! του Τρία ! του _Πέντ'! του Ιφτά ! ούλοι όξου! Να βγάν'τε και τα πιάτσ'κα σας ουρέ! Να διούμε πάλι τι χαλιέβτε στα σκουτάδια!

Άνοιγαν τις πόρτες διάπλατες μέσαθε αφτοί κ' επηδούσαν μες από τις βρώμες τους, διψώντες καθαρόν αέρα και πού να τόνε βρουν. Επηδοϋσαν όξω στο προάβλιο κατάχλωμα ξεσαρκωμένα σκέλεθρα, που εφάνταζαν ισκιώματα στεγνά, θαμένα ολοζώντανα στης πείνας και της γύμνιας τα πεντασκότεινα κατάβαθα. Όλοι αρρωστημένοι και χλωμοί, και όλοι κιτρινισμένοι, χαλκοπρόσωποι. Όλοι καμπουριασμένοι, αναιμικοί, και όλοι χτικιασμένοι, θειαφοχρώματοι. Όλοι με τα μαλλιά μακριά, λυγδιάρικα και αξάγκλεγα, που εκρέμαγαν κ' εσκέπαζαν τα μάτια τους μπροστά κι άφξαιναν τη φριχτή τους όψη· και όλοι με ένα σβυσμένο ανάβλεμμα υγρό, που εχώνεβε σε αφάνταστην αγριότη. Έπαιρναν τις παλιοκασέλες πίσω τους, κ' εσήκωναν μπόγους τα ξεφτισμένα βρώμικα παλιοκούρελα πάνω στους ώμους τους, που τα μεταχειρίζονταν στρώματα ή παπλώματα. Εσυνέπαιρναν βιαστικοί όλα τα χρειαζούμενα μπαγάγια τους μες από τα μάβρα τους κελιά και τάπλωναν όξω, ναδιάσουν μέσα τα δωμάτια για την επιθεώρηση. Κασέλες, σκαμνάκια ξύλινα, σπασμένες στάμνες, μπουζούκια, σκουτιά, παλιοβελέντσες, στρώματα και παπλώματα, βρώμικα χαλιά και άπλυτα ποκάμισα, κουρέλια και ξεσκλίδια καθελογήτικα, λογιώ λογιών μούχλες και δυσωδίες απλώθηκαν σωροί κ' εγέμισαν το προάβλιο περίγυρα.

Ο Βλαχογιώργος με τον Επιστάτη ξοπίσω, διαβαίνοντας βιαστικός από δωμάτιο σε δωμάτιο πάντα, άνοιγε τις πόρτες τις βαριές της άλλης Αχτίνας τόρα φωνάζοντας·

— Του &Δύου_! του Tέchερο ! του Eκch ! Ούλοι ούξου ουρέ! Να διούμε τις μπομπές σας παλιοζιάγαρα!..

Και άνοιγαν αφτοί τις πόρτες διάπλατες απομέσα, κ' έβγαιναν όξω, δεκαπέντε και είκοσι από κάθε ποντικότρυπα, που και δύο άνθρωποι στενόχωρα θα εζούσαν μέσα στα σκοτεινά και ανήλιαστα τα βάθη της. Κ' έμοιαζαν φαντάσματα σωστά, θαμένα ζωντανά στους σιχαμένους τάφους τους. Άπλωναν και τα βρώμια τσάβαλά τους στο προάβλιο, καθελογήτικα κουρέλια που εδίπλωναν τ' αρρωστημένα μέλη τους, να μην τους τρώνε τα σκουλήκια από ζωντανούς.

Ο Βλαχογιώργος εφώναξε πέντε έξη άντρες απόξω από τη φρουρά και άρχισε την επιθεώρηση. Έπιαναν τα παλιόσκουτα από σωρό σε σωρό οι φαντάροι και τανακάτωναν. Τα ετίναζαν πέρα δώθε, τα εξετύλιγαν μην είχαν μαχαίρια διπλωμένα μέσα. Άνοιγαν και τις παλιοκασέλες, τις ανάδεβαν έβγαναν μέσαθε κουρέλια των καταδίκων τα παλιοπουκάμισα, μην είχαν κ' εκεί στον πάτο μαχαίρια. Έψαχαν και τις σκουροφουφούδες μέσα. Έψαχαν και τα παλιοστρώματα, μην τάχαν μέσα στα άχυρα χωμένα. Ολούθ' έψαχαν. Όλα τανακύλαγαν κ' εσήκωναν σύγνεφα πυκνά το βρώμιον κορνιαχτό ανάγυρα, που ετίκλωνε ολούθε μέσα στο προάβλιο, έκρυβε τους φαντάρους, εκαθόταν στα πηλήκια και στα αστραφτερά κομπιά τους, άσπριζε τα μουστάκια και τα φρύδια τους κ' εφάνταζαν καταπασπαλημένοι μυλωνάδες.

Ο Βλαχογιώργος έψαχε και αφτός. Ανάδεβε ολούθε. Ψάχοντας από σωρό σε σωρό, ξεμακρύθηκε από τους φαντάρους του.

Όλοι οι κατάδικοι, απολυμένοι τόρα μέσα στο προάβλιο, επερπατούσαν· άνω κάτω νεβρικοί· να χορτάσουν την τόσο ακριβή τους κίνηση, να ξεμουδιάσουν. Μερικοί έστεκαν δίπλα στους φαντάρους κ' εδίπλωναν τα πράματά τους, όταν πια οι φαντάροι ταπόψαχναν. Τα έκαναν πάλι σωρό μπροστά στω δωματίων τους τις πόρτες, να μην τους λείψη τίποτε.

Ξεμακρυσμένος στην άλλη άκρη ο Βλαχογιώργος, είχε ψηλά στα χέρια σηκωμένο ένα παλιόσκαμνο και το πασπάτεβε. Κάποιος κόμπος από σπάγκο, κολλημένος στο τσακισμένο πόδι του σκαμιού με μαλακό ζυμάρι, του εκίνησε την προσοχή· ετράβηξε τον κόμπο. Εσκίστη το σανίδι απάντεχα· εδιάνοιξε το ξύλο σε δύο ξαφνικά και φοβερό, μακρύτατο λεπίδι, που και μοσκάρι θα ξεκοίλιαζε, εξάστραψε ολόγυμνο στον ήλιο·

— Α! διαβουλουκούλουκα! εμούγκριξε ο λοχίας λυσσασμένος τόρα, παίζοντας μανιακός το φοβερό λεπίδι στον αέρα ξεμανίκωτο. Και ολοένα αγριεμένος περισσότερο, ξανάειπε, δείχνοντας με το δάχτυλο το δωμάτιο αγνάντια στο σωρό που βρέθη το μαχαίρι·

— Μέσα του Τρίου ! Μέσα την Παναγιά σας!..

Του Τρία οι κατάδικοι, δεκαφτά όλοι, βαρυποινίτες, και δύο τρεις πλημμελήτες αλαφρόποινοι, απλωμένοι τόρα αμέριμνοι μες το προάβλιο, στα πόδια τους μαρμάρωσαν σαν άκουσαν τη μανιακή του Βλαχογιώργου διαταγή. Εγύρισαν όλοι· είδαν το φοβερό λεπίδι που τόπαιζε ψηλά στο χέρι ξεμανίκωτο, σα να τους εφοβέριζε όλους να τους περάση από την κόχη του. Ενόησαν και το φριχτό θυμό του πως θα ξέσπαγε. Σε ανοιγοσφάλημα ματιού, σβέλτοι και παμπόνηροι, από στόμα σε στόμα προφωνήθηκαν αναμεταξύ τους. Οι βαρυποινήτες προπάντω. Επήραν την απόφαση, και δύο δύο, υπάκοοι στου Βλαχογιώργου τη βαριά την προσταγή, έτρεξαν απ όλο γύρω το προάβλιο που ήταν απλωμένοι. Εμαζέφτηκαν κ' οι δεκαφτά μπροστά στη σιδερόπορτα του τάφου τους. Δύο δύο πάντα στη γραμμή, ετρύπωναν μες το δωμάτιό τους, διαβαίνοντας κάτω από τ' αστραφτερό λεπίδι, πουτόπαιζε ρομφαία φοβερή απάνωθέ τους ο Βλαχογιώργος, στεκόμενος, μπόγιας σωστός, στην πόρτα τους απόξω, με τους φαντάρους πλάι του που έτρεξαν και αφτοί στο ξαφνικό του πρόσταγμα.

Των άλλω δωματίων οι κατάδικοι, λαφιασμένοι από του Βλαχογιώργου την απάντεχη ανακάλυψη, προφωνημένοι και αφτοί στη φοβερή απόφαση, άγριοι και αλλαξοπρόσωποι και τρομεροί, έκοψαν τον περίπατο. Εστάθηκαν ξέμακρα από το Τρία , στην πόρτα του αγνάντια απλωμένοι, κ' επρόσμεναν το φοβερό το σύνθημα.

Όταν εμπήκαν όλοι οι κατάδικοι του Τρία στο δωμάτιο, ο Βλαχογιώργος με κίτρινα τα χείλη από το φόβο του, γιατί ένιωθε πια τόρα πως είχε με λιοντάρια ανήμερα να κάμη, εστάθηκε στης πόρτας το διαπύλι.

— Τούνους ήταν του σκαμνί, ουρέ ζιαγάρια; ρώτησε με θυμό, κ' επάσκιζε να συγκρατήση το σαγόνι του που ξέφεβγε κ' επάγαινε να ξεκολλήση απ την τρομάρα του.

Σα νάταν όλοι μέσα άφωνοι, κανένας δεν του απολογήθηκε.

Λύσσα τόρα τον έπιασε σωστή.

— Κουλούκια! Τα καντήλια σας! Για θα μ' τουνε προυδούστε, για θενά σας μπρουλιάσ' ούλους στου σουφλί! τη Βαγγελίστρα σας! Κ' εκούναε το φοβερό λεπίδι ξεμανίκωτο ψηλά.

Έγυρε τόρα στους φαντάρους.

— Του σκοινί στη βούτα ουρέ! και μάνι-μάνι!…

Ένας φαντάρος ξέκοψε και πάει για το σκοινί. Οι άλλοι μαραμένοι, άφωνοι, βουβοί απόμειναν στο πλάι του λοχία τους.

Ο Βλαχογιώργος έβριζε ολοένα από τη λύσσα του. Έγυρε μπρος στης πόρτας το διαπόρι πάλι και μανιακός μούγκριξε καταμέσα·

— Τζούτζιας! Γκότσης! Ντρούλιας! όξου παλιοκούλουκα!…

Ήταν αφτοί οι τρεις πρώτοι, οι τυχεροί, που θαλατίζονταν με το σκοινί.

Όλοι έμειναν μέσα άσειστοι, βουβοί. Κανείς δεν εκινήθηκε. Θα νόμιζες πως εκοκκάλωσαν στα πόδια τους.

Ο Βλαχογιώργος μάβρισε από το θυμό. Στην περιφρόνησην αφτή ξέχασε και το φόβο του. Το αγριεμένο το στοιχειό δεν εκρατιώταν πια. Έσιαξε νάμπη μέσα τόρα ακράτητος, παίζοντας το λεπίδι. Φωνή φριχτή, μια βροντερή κραβγή ακούστη κι αντιλάλησαν οι τάπιες μέσα οι βαριές.

— Κουτούρα, ουρέ παληκαρά, να μπης να τους τραβήξης!.. Δέκα λεπίδια φοβερά, μακρύτατα ξάστραψαν απειλητικά πάνω στου Βλαχογιώργου το κεφάλι κ' εφώτισαν του Τρία μέσα τα σκοτάδια.

Ο Βλαχογιώργος δειλιασμένος τόρα, ξέψυχος εμπρός στο φοβερόν τον κίντυνο, δεν εκουτούρησε να μπη.

Επήδησε πάλι όξω.

Το κακό μεγάλωνε ανεπάντεχα.

Οι φαντάροι ξεσπάθωσαν.

Όπλα δεν είχαν να υπερασπιστούν.

Οι κατάδικοι του Τρία λυσσασμένοι, μανιακοί, σωστοί δαιμόνοι κολασμένοι του πήδησαν του Βλαχογιώργου πίσωθε, παίζοντας τα λεπίδια στον αέρα ξεμανίκωτα.

Οι φαντάροι με τις λόχες, τους μπήκαν μπροστά, να κόψουνε το φοβερόν το δρόμο τους. Λαχανιασμένος, ξέψυχος, με την πνοή στα χείλη ο Βλαχογιώργος, στα πόδια τόβαλε. Σαστισμένος φέβγοντας αγνάντια έπεσε πάνω στους κατάδικους των άλλω δωματίων.

Μονομιάς χίλια μύρια άλλα λεπίδια αστραφτερά εγλύστρησαν εκεί, πίσω από των άλλων καταδίκων τις πλάτες κρυμμένα, κ' εθάμπωσαν τον ήλιο ψηλά.

— Ωσπότε πλια! Ωσπότε!

Λυσσασμένοι, σύσσωμοι ρίχτηκαν ξοπίσω στο λοχία όλοι.

Οι αλαφροποινήτες με φόβο, με κραβγές, με ταραχή πολλή έτρεχαν πέρα δώθε να κρυφτούν μες τα δωμάτια.

Οι φαντάροι έριξαν πλάτες σε μια αγκωνή κ' εκρατιώνταν μανιασμένοι με τις λόχες τους, παλέβοντας διπλάσιους κατάδικους με ταστραφτερά λεπίδια τους.

Ο Βλαχογιώργος αποκλείστηκε μπροστά στη μέσα πύλη, στην άκρη στο προάβλιο. Ολούθε βλέποντας τον κίντυνο, εχώθηκε μες τη σκοπιά. Ασφάλισε τις πλάτες του κ' εμάχονταν μπροστά, πάνω σε άπειρα λεπίδια αστραφτερά, — ανήμερες δεντρογαλιές που εσφύριζαν τριγύρω να τον καταπιούν, — με το ολόγυμνο μακρύτατο λεπίδι τους, που σε όλο το διάστημα το κράτησε στο χέρι.

Οι σκοποί απάνωθε από τις τάπιες τους ψηλά, κατάσπασαν των καταδίκων τα κεφάλια με τις πέτρες. Σαν είδαν που την είχε τόρα ο λοχίας άσκημα μες τη στενή σκοπιά που τον απόκλεισαν, τους φώναζε και ο Βλαχογιώργος ολοένα, «Τι τους φυλάτε ουρέ! σκυλιά!» έριξαν όλοι στον αέρα μονομιάς δυο μπαταριές κ' εφώναξαν &Στα όπλα&!

Ετρόμαξαν οι κατάδικοι στις βροντερές τις μπαταριές, μην τους βαρέσουν στα καλά και πάνε σα σκυλιά σταμπέλι. Σαστισμένοι μες τη φοβερή την ταραχή, σακατεμένοι από τω σκοπών απάνωθε της τάπιας το λιθοβόλημα τ' αδιάκοπο· άλλοι με τα κεφάλια τους σπασμένα, που έτρεχαν ζουμιά τα αίματα απάνω τους· άλλοι με τις πλάτες χαλασμένες από τις πέτρες τις βαριές, που έπεφταν βροχή απάνωθέ τους· τρομαγμένοι όλοι φοβερά, που οι σκοποί έκραζαν όλη του κάστρου τη φρουρά. &Στα όπλα& και θενά πλάκωναν φουσάτα τόρα οι φαντάροι να τους λυσσάξουνε στο ξύλο λυσσαχτούς, όσους θα ξάνοιγε μες το προάβλιο ο Φρούραρχος· άπλωναν πέρα δώθε, σωστοί δαιμόνοι που ξέβρασε πάνω στη γη ο Άδης, κ' ετρύπωναν όλοι μες τα δωμάτια.

Με βρόντους βαριούς σιδερικών, με σπαθιών χτύπους, με βουή μεγάλη και τρομερή ποδοχαλή πλάκωσε όλος ο λόχος πάνω. Εμπουκάρησε με λόχη στα όπλα μες το προάβλιο, που με των καταδίκων τα παλιοτσάβαλα, σωρούς ολόγυρα απλωμένα ακόμα, έμοιαζε μέσα εβραιοπάζαρο σωστό.

Δύο φαντάροι ήταν βαριά πληγωμένοι.

Ένας βαρυποινήτης του Εφτά που τάχε πριν ζυγά τα μάτια, το έπαιξε το ένα στο φοβερό το σπαθοπόλεμο.

Άλλουνού του άρπαξε κάποια πέτρα ολάκερο καπάκι απ' το κεφάλι, κι ούτε να τόνε μεταλάβουν επροκάμανε.

Οι άλλοι πια εχρειάζουνταν βδομάδες το γιατρό από τις φοβερές τις πέτρες, που εκατάπεφταν βροχή ασταλαμάτιγη απάνω τους.

Ο Βλαχογιώργος, ένα κομμάτι ώμο μόνον άφησε στον πόλεμο.

[1895].

Τ Ο Μ Α Κ Ε Λ Ι Ο
Γιάννη Καμπύση

— Είν' ανθρωπονόητα τα βόιδα! Ακούς;…

—Ουφ, καημένε και συ! Κουταμάρες, του λέω· παλιοκουβέντες!

Εφούσκωσαν τα μάτια του, λες κ' ήθελε πηδήσουν από τις κόχες. Άναψε, ξεροκοκκίνησε. Ετίναξε το χέρι του μ' ορμή, σαν άνθρωπος που έχασε την υπομονή.

— Πάμε! μου λέει, γέρνοντας πλάι με μεγάλα βήματα. Συ, παιδί μου, σκας Δεσπότη! Πάμε, λοιπόν, να το ιδής με τα μάτια σου…

Ήταν Σαβατόβραδο. Ο ήλιος δυο τριχιές να πέση, αβλάκωνε αποκαρωμένος το γαλάζιο θόλο απάνω. Όσο έγερνε, εχρύσωνε με λαμπρά ροδόξαθα χρώματα τασημένια πλάτια του γιαλού πέρα, καταπέρα. Εκύλαε απάνωθε αργός εμεγάλωνε τους ίσκιους· εχρωμάτιζε περίλαμπρα τις σταχτερές βουνοκορφάδες του Ταΰγετου. Έχασκαν κ' οι κάβοι κατακάτω, μες το πέλαγο. Όσο έγερνε ολοένα στο βασίλεμα, εζωγράφιζε στα ανοιχτά, πότε ένα πανί καϊκιού αρέκαντο κεικάτω βαθιά, πότ' έναν ξυλάρμενον καραβιού παπαφίγκο. Εκύλαε ολοένα αποκαρωμένος, αργός· επάγαινε να βυθίση κάτω, κεικάτω, στης Μπαρμπαριάς τάγρια τα πέλαγα, που δεν τα ίσκιωσε πανί και κουπί, ακούς, δεν ταβλάκωσε.

— Αμάν και το δικό σου το κακό! μου λέει ο φίλος, τινάζοντας ψηλά
από το σβέρκο το γιακά.

— Αι καλά· σώπα πια· θα ιδώ τόρα να πιστέψω· κ' εσταματήσαμε
παράμερα από τους μακελάρηδες.

Η μεγάλη δίπλα η ξερολιά, — ξερή γιατί ποτίζεται χρόνια τόρα μ' αίμα, — με δυο τρεις θηλιές απ αργασμένα βούνεβρα στις χοντρές κλάδες της απάνω περασμένες, και το τσιγκέλι στην άκρη καθεμιά τους κάτω, ήταν ακέρια τζελαλατίνα τω βοδιών.

Ήταν τρεις οι μακελάρηδες. Άγριοι, λεροί κι αλλαξοπρόσωποι. Οι δύο εβάσταγαν τις άκρες της θηλιάς, που είχαν σε ένα μακρύ χοντρό σκοινί δεμένη. Ο ένας τη μια άκρη το σκοινί, ακουμπημένο σίγουρα στης μιανής ελιάς τη ρίζα. Ο άλλος την άλλη άκρη το σκοινί, στης αλληνής ελιάς τη ρίζα ακουμπημένο. Η θηλιά έπεφτε στη μέση χάμου, καταμεσίς στο μονοπάτι. Ο τρίτος με τη βαριά στα χέρια. Ήταν η ώρα τους που θάγερναν το κοπάδι τα βόιδα στο χωριό, από τα βουκουλιά οι βοϊδολάτες κάτω. Κ' επρόσμεναν εκείνοι ανυπόμονα, ρίχνοντας λοξές ματιές, πότ' ο ένας πότ' ο άλλος μες από τις ελιές, κατά τον κάμπο, πέρα στα λιβάδια.

Όσο έγερνε τόρα αργός, καμαρωτός ο ήλιος ολοένα προς τη δύση του, τα τσιντζίρια μες τις ελιές, εδυνάμωναν το τσιριχτό το τραγούδι τους. Τα δέντρα, γλαρωμένα γύρω στης ημέρας το βαρύ λιοπύρι, άρχιζαν να δροσολογιώνται τόρα στο βραδινό του βουνού το φύσημα. Τα χλοερά λιοστάσια περίγυρα ξεθύμαναν μια μυρουδάτην αλαφρήν ανάπνια, ένα μεθυστικόν αιθέριο ανασασμό, που θάλεγες κ' η φύση όλη άνοιξε τους πόρους της. Ταποσπερινό αβγουστιάτικο δροσοβολιό εβαλσάμωνε τον αέρα γύρω με ουράνιους αχνούς, μ' αγγελικές εβωδίες. Εφύσαε στα ζωντανά και στα χορταρικά παντού, ζωή και δροσιά και χαρά και νειότη.

— Νάτα! είπ' ένας μακελάρης ξάφνου.

— Νάτα! μου λέει κι ο φίλος πλάι, αναπηδώντας δίπλα μου σα λαβωμένος λαγός.

Ακούστηκε τόρα φοβερό ποδοβολητό καταπέρα, κ' ετίκλωσε μες τις ελιές ο αέρας από σύγνεφα μπουχούς. Κολώνες ουρανοθεμέλιωτες εσηκώθηκαν στον κάμπο κάτω ασβόλες και χώματα, σαν από φριχτό σιφουνικό. Εξάνοιγαν ξέμακρα οι βοϊδολάτες με τις μακριές τις βουκέντρες, που εσαλάχαγαν κουκουνισμένο το κοπάδι. Εροβόλαγαν τα βόιδα με μουκανητά και ταραχή, μυρίζοντα με τα ρουθούνια αγριεμένα ψηλά, ανήσυχα τον αέρα, σα νάνιωθαν που ζύγωναν στο μακελιό.

Όσο περισσότερο εζύγωναν, άγριεβαν πάντα τα μουκανητά κι αναβοΐσματα. Ανακόρδιζαν τα βαριά λαιμοτράχηλα απάνω. Ανακλάνιζαν τα κερατοφόρα τους κεφάλια πίσω στους παχύσαρκους σβέρκους τους. Εφούσκωναν διάπλατα, φοβερά πέρα δώθε τα ρουθούνια τους εφύσαγαν. Εμύριζαν τον αέρα απάνω θυμωμένα. Έτρεχαν όλα μαζωμένα, τριποδιστά κατά το μακελιό, μανακύλησην άγρια, με μανιακόν ποδοβολητό. Ανέμιζαν τα χώματα στο φοβερό τους δρόμο. Λες κ' εφύσηξε απάνωθε σιφουνικό φριχτό κι αναβόρι ακράτητο, ανέβαινε κολώνες ο μπουχός στον αέρα.

— Χμ! έκαμε ξυώντας ταφτί, πονηρά μισοκλειώντας τα μάτια ο παράξενός μου σύντροφος.

Ως κ' εζύγωνε το κοπάδι στο μακελιό, άναφταν άγριοι κ' οι μακελάρηδες. Εκρατούσαν τη θηλιά κάργα, κ' είχαν τη βαριά σηκωμένη. Άστραφταν διψασμένες, λαίμαργες οι φοβερές οι μαχαίρες τους. Είχαν τα μάτια άγρια γουρλωμένα. Ήταν τους οι τρίχες σαν καρφιά φριγμένες, κ' ήταν τους πρησμένες οι μαγούλες, κ' ήταν πανιασμένο όλο τους το πρόσωπο. Άστραφτε διαβολικό τανάβλεμμά τους, εφύσαε αγριεμένο το ρουθούνι τους. Ανάγλυφαν, ξεροδάγκαναν στα ολόμαβρα τα χείλια τους ζωγραφισμένη απάνω τη φριχτή και παράξενη δίψα τους.

Μπρος στις ελιές το κοπάδι εκόλωσε. Εσταμάτησαν στον τόπο τους συμμαζωμένα. Σα νάνιωθαν βέβαιον τόρα τον κίντυνο, εστάθηκαν άσειστα στου στενού μονοπατιού το διάσελο.

— Το Λιάρο, Κοπρούλα, το δέφτερο· έσκουξε ο φοβερός μακελάρης με τη βαριά στον ώμο, στο μπροστινό βοϊδολάτη, τον κοντεινότερο. Οι άλλοι βοϊδολάτες, με τις μπλούζες τις σβουνιασμένες, τα στρυμένα κι αξάγκλεγα γένια τους, εκράταγαν πλάτες πίσω κι ομπρός με τις μακριές τους βουκέντρες. Μην προγκήξη αγριεμένο το κοπάδι καταπίσω, και ξεσπάση μέσα τον κάμπο, και τρέχα γύρεβε πια· πόδια μου, ποδαράκια μου. Ο πελώριος ο Κοπρούλας με τη μακριά του τριχούσα, που βρωμισμένη στα βοϊδοκόπρια έπεφτε σε λερά ξέφτια γύρω του, και τη βουκέντρα τη μακριά, που ξέφεβγε πάνω από ταναμαλλιασμένο το κεφάλι του, εχύθηκε ταβρομάχος σωστός, άγριος κι ανήμερος και τρομερός στη μέση στο κοπάδι. Τα βόιδα εμουκάνιζαν γύρω του φοβερά.

Εμυρίζονταν τον πελώριο τους βοϊδολάτη ανήσυχα. Τον εφύσαγαν άλλα απειλητικά με ταφρισμένα, διάπλατα ρουθούνια τους. Λεφτό δεν έδινε αφτός· τη δουλιά του. Το κοντό, σβουνιασμένο σκοινί, που αγκάλιαζε πριν τη χοντρή μέση του βοϊδολάτη, δεντρογαλιά φαρμακερή ξετυλίχτηκε τόρα, να σφίξη άσπλαχνα του άμοιρου Λιάρου τα κέρατα. Λες κ' ένιωσε τη συφορά του το μάβρο, ετήραε τον άγριο βοϊδολάτη μ' ένα βουρκωμένο στο παράπονο, παιδιακήσιο ανάβλεμμα.

Έδεσε το βόιδι από τα κέρατα καλά. Εσαλάχησαν οι άλλοι βοϊδολάτες με τις μακριές τους βουκέντρες καταμπροστά τάλλο κοπάδι. Δεμένος με το σκοινί από τα κέρατα ο Λιάρος, έβλεπε με λαχτάρα τα συντρόφια του ναραδίζουν ελέφτερα το στενό μονοπάτι. Κλαίγοντας τη μάβρη σκλαβιά του, μου-ου-ου! μου-ου-ου! εμουκάνιζε παραπονετικά. Εγέμιζε κλάψες και θρηνωδίες γύρω τον αέρα, που σπάραζαν την καρδιά κ' εσήκωναν την τρίχα. Ένα, ένα τάλλα τα βόιδα διάβαιναν τόρα το στενό. Πάτησαν τη θηλιά κατάστρατα απλωμένη, κ' εξεστράτισαν μες τις ελιές, λαφιασμένα στο μακελιό περίγυρα. Ο Λιάρος απόμεινε ολομόναχος, σκλαβωμένος. Ήρθε κ' η αράδα του! Μια δίνει ο Κοπρούλας, ο πελώριος ο βοϊδολάτης με τη λερή πουκαμίσα και τα κόκκινα γένια τα στρυφτά, τον απόλυσε το Λιάρο. Λεφτερωμένος τόρα από τα δεσμά, που τούσφιγκαν πριν τα κέρατα, εχύμησε μ' ορμή κατάμπροστα. Επήδησε στις δυο ελιές ανάμεσα, να σμίξη πέρα τάλλα του συντρόφια.

— Φραπ, φραπ! ετινάχτηκε ζερβόδεξα η θηλιά κ' εκαργάρησε στω δυο ελιών τις ρίζες.

Έσφιξ' η θηλιά, επεδούκλωσε του βοϊδιού τα πόδια. Επάλεψε αγριεμένο να λεφτερωθή. Ανατινάχτηκε, αναπήδησε, έσφιξε πλιότερο η θηλιά, πλιότερο επεδουκλώθη, ανακωλώθηκε ξαπλωταριά χάμου στα χώματα. Άφριζε, εφρίμαζε, εσηκοκυλιόταν, πασκίζοντας μάταιον αγώνα, να ξεφύγει με σπαρταρίσματα και κλωτσιές χάμου, να σπάση τα σκοινιά που τούσφιγκαν τα πόδια.

— Κρακρούκ! ανεβοκατέβηκε ξεροσκαστά η βαριά πάνω στο κάφκαλό του. Ελωλώθηκε ο Λιάρος. Εθόλωσαν τα παιδιακήσια του μάτια. Επρομύτισε με τη μούρη στα χώματα. Εχτύπησαν δεμένα τα πόδια του τον αέρα. Εμουκάνισε με κλάψα πολλή, με πικρό παράπονο. Ο μακελάρης πέταξε τόρα με βία τη φοβερή τη βαριά του παράμερα. Εξεφηκάρωσε ένα πλατύ χασαπομάχαιρο κοντό, που άστραψε στον ήλιο ασημένιο. Επήδησε μ' ορμή πάνω στη φουσκωμένη την κοιλιά του Λιάρου. Ξαπλωταριά χάμου σύξυλο εμουκάνιζε το βόιδι με κλάψα. Αγκομαχούσε μ' αγωνιά, κι αναχάραζε σα να ψυχοραγούσε. Εφύσαε το σβυσμένο ρουθούνι του φριχτά. Ανέμιζε στο φύσημά του κ' εσήκωνε σύγνεφα γύρω τα χώματα. Του μακελάρη το γυμνασμένο χέρι έσκισε τον αέρα μ' ορμή. Ταστραφτερό λεπίδι λαμποκόπησε ψηλά.

— Φλι, πιπλίφ! εσουράβλισε τσαμπούνες το μαβρειδερό το αίμα καταπέρα. Ετσιλάχρησε περίγυρα τον τόπο. Επιτσίλησε τη ρίζα της ξεροελιάς. Επότισε τα διψασμένα γύρω τα χώματα. Τα μανίκι του μαχαιριού χάθηκε κι αφτό μες το αίμα. Λαίμαργη κ' η λερή η μανίκα του χεριού, ρούφαε κ' εκείνη το αίμα. Εσφάδαζε το βόιδι ξαπλωταριά. Εσπαρτάριζε νεκροζώντανο το κορμί του. Ψυχοραγώντας αναχάσκιζε. Εξεθύμαινε, ραγισμένο χώνεβε στον κομμένο λαιμό του το τελεφταίο μουγκρητό. Εχουρχούριζε σπαραγμένος ο λάρυγγας. Αφρούς κ' αίματα εχούχλαζε, κάτω από τάπονο μαχαίρι, ταπονώτερο του μακελάρη χέρι. Στρυφτογύρισε τόρα το διάπλατο μαχαίρι στον ανοιγμένο λάρυγγα μ' ορμή. Το αίμα ανάβλυσε πλιότερο. Εσπάραξε το βόιδι για τελεφταία φορά. Αναχάσκισαν τάσπρα του χείλια. Εξεχύθηκαν ποτάμια αφροί κ' αίματα. Εσουράβλισαν στο στόμα, στα ρουθούνια του μ' έναν αχνό, που θάλεγες κι αλαφροκάπνιζε του Λιάρου η παιδιακή ψυχή. Τέντωσε τα πόδια του δεμένα ακόμα. Ανακόρδισε τάψυχό του κορμί. Ελαχτάρισε μια, κ' έμεινε μάρμαρο στον τόπο του, απ το κεφάλι ως την ουρά. Ο μακελάρης τόρα μόλις ανάσυρε και χέρι και μαχαίρι, από το λάρυγγα το σπαραγμένον του νεκρού. Στο αίμα βουτημένος όπως ήταν, μαγριεμένο ανάβλεμμα, με μαλλιά αναφουφουλιασμένα αναπήδησ' ορθός. Εγούρλωσε το φοβερό του μάτι· εδάγκασε στα δόντια ματωμένο το μαχαίρι του. Ρίχτηκαν, σαν τα κοράκια στο κάρμα, οι άλλοι τόρα οι μακελάρηδες με τα κοντά μαχαίρια τα πλατιά. Ο ένας τράβαε το πόδι· άλλος τα κέρατα έσερνε· τρίτος να το ξεκοιλιάση επάλεβε, τα κοιλόμπουχά του να χύση.

Τάλλο το κοπάδι τα βόιδα σκόρπησαν πέρα μες τις ελιές, που ταπαράτησαν οι βοϊδολάτες κ' εχασομέρησαν πίσω αφτοί, να βοηθήσουν να σηκώσουν το Λιάρο οι μακελάρηδες. Εσκρόπησαν μες τις ελιές τα βόιδα πέρα, κ' εμαζέφτηκαν όλα κύκλο κει παράμερα, που ήταν ποτισμένο το χωράφι μ' αίμα. Ετέντωναν στη γη τους λαιμούς λαφιασμένα, κ' εμυρίζονταν χάμου άγρια τα χώματα, ξεροποτισμένα χρόνον καιρό στων αθώων αδερφιών τους τα αίματα. Το αίμα το ξερό των αδερφιών τους, χρόνον καιρό ζυμωμένο στα χώματα, τάκραζε από τον Κατουκόσμο, ακούς. Κι ολοένα, ολοένα εμυρίζονταν. Εφύσαγαν τα ρουθούνια τους αγριεμένα. Εχτύπαγαν όλα μαζί με τα μπροστινά. Ανάσκαφταν τα ματωμένα τα χώματα. Εσήκοναν κολώνα τον ανήφορο μπουχούς. Επαράτρεχαν γύρω, με κλάψα εμουκάνιζαν, με σπαραχτικό παράπονο ερέκαζαν, λες κ' εμυρολογούσαν. Ετουμπιώνταν μεταξύ τους, μπλέχοντας τα κέρατα να σκοτωθούν. Ανακύλαγαν τον τόπο γύρω μες τα χώματα. Εσειώταν η γη στο βαρυπάτημά τους. Ολοένα εμυρίζονταν σκυφτά τα ματωμένα χάμου τα χώματα, όλο μαζί το κοπάδι, που δεν αποδίχαζαν στο σωρό βόιδι από βόιδι.

Έτσι πάντα όταν διαβαίνουν, ακούς, το μακελιό, γέρνοντας στο χωριό απ τα λιβάδια κάτω. Τα κράζει, λέει, τ' αθώο αίμα τω σφαγμένων αδερφιών τους, που το πίνει η γη και το ρουφάνε λαίμαργα τα χώματα. Πάνε πάντα εκεί και μαζέβονται ολόγυρα. Αρχινάνε να χτυπούν τη γη με τα μπροστινά. Ανασκάφτουν, κολώνες σηκώνουν τα ματωμένα γύρω τα χώματα. Μουκανίζουν και φριμάζουν και κλαιν, λες και μυρολογούν τα πεθαμένα τους. Μπλέχουν τα κέρατά τους άγρια αναμεταξύ τους, ανήμερα τουμπιώνται να σκοτωθούν. Ανταρέβουν και παρατρέχουν και βαρυπατούν, με φριχτήν ταραχή κι ανακύλησην άγρια, μανιασμένα κι ακράτητα — που τα κράζει, λέει, από τον Κατουκόσμο τω σφαγμένων αδερφιών τους το αίμα.

— Είν' ανθρωπονόητα τα βόιδα! Ακούς;… [1894]

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΦΟΝΙΑ

Τίμια και τιμημένη, που ήταν μες το χωριό η πανώρια η Αριστούλα, ήταν των κοριτσιών η ζήλια, για την προκοπή της και την ασύγκριτή της ομορφιά. Καμάρι ήταν τω λεβέντηδων ατίμητο, για τη μεγάλη της σεμνότη και τη φρονιμάδα της. Από μικρή και από άφαντη παιδούλα, πατέρα δεν εγνώρισε η άμοιρη. Απόμεινε ορφανή, εκείνη κι απομόναχη, με τη μανούλα της την ακριβή. Μες της μάβρης φτώχιας τα χάδια και της ορφάνιας τον πικρό καημό αναστήθηκε. Κρυφή χαρά της είχε να ξεδουλέβη το στερεμένο το ψωμάκι της. Να γεροκομάη τη γριά τη μάνα της· — τη μόνη αγάπη και ακριβή που είχε η άμοιρη στον κόσμο. Να οικονομάη, να υφαίνη τα προικιά της τα καλά, μέσα στα μακρυνά νυχτέρια του χειμώνα· — το μόνο όνειρό της το παρθενικό. Έρημη και απροστάτεφτη στον κόσμο τον πικρό, που απόμεινε, χωρίς καμιά βοήθεια από κανένα, εδούλεβε για δυο ζωές· την εδική της και της γριάς της μάνας της· — της μάνας της προπάντω. Επάλεβε με προκοπή μυριόκαλη και αξιάδα ζηλεφτή, ναναπληρώση ό,τι της εστέρησε ο κόσμος ο κακός κ' η μοίρα της η μάβρη.

Στου χωριού τα σύγυρα αντίπερα, έξω στα Παρακήπια, έχει το φτωχικό ξωμάχι της η θεια Χρηστίτσα η καψόχηρα. Χωμένο μες τους βαθιούς τους ίσκιους τους πυκνούς τω δεντρικών, κρύβει πιστά στα βάθη του θερμά και αγαπημένα της ορφανής την παρθενιά τη λατρεφτή, τα κάλλη τα περίσσια, ταπάρθενά της όνειρα, γλυκά αδερφωμένα με της μάνας της αγλύκαντης τις άπλαστες γεροντικές ελπίδες. Νέκρα και γύμνια κατοικεί στο φτωχικό της μείνεμα της άμοιρης Χρηστίτσας. Μα το στολίζει μέσα το σπιτάκι της, αγνή σαν του επιταφίου τα κρίνα, η παρθενιά η αγγελική της λατρεφτής της κόρης. Μα τομορφίζει η ζηλεφτή της προκοπή και η περίσσια χάρη της. Στης ακριβής της κόρης το ουράνιο χαμόγελο ξεχνά τα περασμένα της καλά η άμοιρη Χρηστίτσα. Μες της θερμής αγάπης της την αγκαλιά βρίσκει ένα λόγο, μια παρηγοριά, να θάψη, να γλυκάνη τις μάβρες, τις πικρές τις στέρησες της τορινής ζωής της. Αφίνει να γλυκοχαράζουν μες τον κουρασμένον της το νου, να φτερουγίζουν μαγικές, ολόχρυσες ελπίδες, για μια νέα ζωή ονειρεμένη, πλουσιοπάροχη, που θενά φέρη με καιρό μέσα στο φτωχικό σπιτάκι τους, η μοίρα της καλότυχής της κόρης. Εκεί στο παραγώνι ακουμπησμένη, στα πετρωτά πρεβάζια της φωτογωνιάς η γριά, κατά τα μακρυνά νυχτέρια του χειμώνα, ξένει καμπουριασμένη πάνω στην ποδιά της τα μαλακά μαλλιά, που θα τα υφάνη η προκομμένη θυγατέρα της. Από ώρα σε ώρα ξεθαλίζοντας τη θράκα στη γωνιά, λογιάζει μέσα της, σε ξύπνια ονείρατα, τη μαγική την τύχη της καλής της. Ονειροθεμελιώνει με αγάπη και στοργή μέσα στη γέρική της υπνοφαντασιά παλάτια αρμονικά· ασύγκριτα τα χτίζει και περικλεί στα αθώρητα τα βάθη τους μια ζωή πανώρια, ονειρεφτή, για την αφρόπλαστην την κόρη της, μέσα σε άφτονα αγαθά και πλούτη ανιστόρητα και αφάνταστα. Λογιάζει και ονειρέβεται η γριά γλυκά. Και μες από τα μάβρα σύγνεφα της σκοτεινής της βαρυχειμωνιάς, που άπονα την πλακώνει, βαθιά ξανοίγει να αργολάμπη, σαν ασπερίτης ξάστερο το φέγγος του, πάνω στον καπνισμένον ουρανό της φτωχικής της στεγωσιάς, σα δάκρυ υγρό και αναλυτό σαν το μαργαριτάρι, της πολυχαδεμένης κόρης της ταστέρι.

Ο Τρύφος ο λεβέντης, του Ρουπακιά ο γιος, τ' αξιώτερο παληκάρι του χωριού και το καλήτερο νοικοκυρόπουλο, βγήκε φυγόδικος από τα πέρσυ τη Λαμπρή. Απάνω στο χορό οι παρέες ενοχλήθηκαν για τα νταβούλια. Επιάστηκαν στα χέρια τα παληκάρια μανιωμένα. Έπαιξαν τα καλαματιανά μαχαίρια στον αέρα ξεμανίκωτα. Εξάστραψαν ψηλά αναρίθμητα πιστόλια στο σωρό. Μαλλιά-κουβάρια έγιναν. Έπεσαν δυο του τόπου από του Τρύφου την παρέα. Ο Μποτσονάς ο Βάκης από τους άλλους. Άξιο πανώριο παληκάρι του χωριού, του Τρύφου ο γκαρδιακός ο φίλος, που εξεψύχησε κάτω από δυο βαριά χτυπήματα της κάμας της αδερφικής του φίλου του ο Βάκης. Γιατί ήταν, βλέπεις, με άλλη παρέα ο καθένας τους.

Δυο χρόνια τόρα, από τότε που ντύθηκαν στα μάβρα τρία πανώρια σπίτια μέσα στο χωριό, φυγόδικος ο Τρύφος, εκρυβόταν από κάθε μάτι προδοτικό. Έτρεχε δω κ' εκεί, μέσα στους ισκιερούς τους λόγκους και μέσα σταγριολάγκαδα. Κανείς δεν ήξερε πούθε βράδιαζε και πούθε ξημερωνόταν.

Άλλοι έλεγαν ότι τον απαντούσαν μες τα βαθιά μεσάνυχτα τις νύχτες, να περιπολέβη κάτω από το μεγάλον πλάτανο στη βρύση του χωριού, ντυμένος παπαδίστικα. Άλλοι έλεγαν ότι ελημέριαζε στα αθώρητα και μυστικά κελιά της Άγια Πελαγίας, που τόνε κρύβει ο Πάτερ-Παΐσιος ο ηγούμενος στα βάθη του μοναστηριού. Και άλλοι ακόμη έλεγαν, πως κάποια τυχερή κοπέλα του χωριού η ομορφότερη, τον έμπλεξε στα δίχτυα της. Κατεβαίνει από τους λόγκους τους πυκνούς που το σκεπάζουν το χωριό ολόγυρα. Μπαίνει πάντα αθώρητος και αγνώριστος ο Τρύφος μες τα βαθιά σκοτάδια, κατά τις βροχερές τις νύχτες του χειμώνα. Πάει στο σπίτι της άγνωστης καλής του, που τον προσμένει αγάπη ολόθερμη, να τόνε ζεστάνη, παγωμένο μέσα στις κρύες βαρυχειμωνιές, που τόνε δέρνουν· αφρόπλαστη αγκάλη τον ακαρτερεί, να γύρη να ξεχάση μες το ηδονικό της σφίξιμο, κάθε βαριά κούραση του κορμιού, και κάθε σκοτεινόν του νου παραδαρμό. Και μες απ όλα του κόσμου αφτά τα λόγια και τις καταλαλιές, ο Τρύφος, άγνωρος πάντοτε και αθώρητος, τραναίνει τη μεγάλη του παληκαριά και αφξαίνει την αντρειά του την ασύγκριτη, στα μυστικά και αφάνταστα λημέρια. Έτσι τον παρασταίνουν πια αληθινά αντρειωμένον της κάθε κόρης τα όνειρα τα φτερωτά. Κ' έτσι φαντάζει γίγαντας τρανός στου καθενού παιδιού τον άπλερον το νου, που όλα τα μεγαλώνει.

Ας έλεγαν εκείνοι πως βγαίνει ο Τρύφος πέρα στη βρύση, τα μεσάνυχτα, κάτω από τον πλάτανο, ντυμένος παπαδίστικα. Ας έλεγαν αφτοί πως ο Πάτερ-Παΐσιος τον κρύβει μυστικά στα σκοτεινά κελιά της Άγια- Πελαγίας. Όσοι έλεγαν πως μες τις κακουχίες τις βαριές, και μες τα βιαστικά του τα τρεχάματα, κρυφή αγάπη λατρεφτή τον θέρμαινε και τον εδρόσιζε τον Τρύφο, αφτοί είχαν κάποιο δίκιο περισσότερο. Στους ίσκιους πέρα τους βαθιούς, μες τα πυκνά τα φύλλα σκεπασμένα, αθώρητα και μυστικά, ονειρεφτά και πολυζήλεφτα, είνε τα μαγικά λημέρια της αγάπης. Κάθε απόσπερο, που θα καλαψηφόση, προφυλαγμένος από κάθε μάτι προδοτικό, μες το βαρύ σκοτάδι τυλιγμένος, γλυστρά πάνω απ το λόγκο, περνά μέσα στους σύδεντρους τους κήπους, πηδάει τις ποριές ελαφρός σαν ίσκιωμα απονύχτερο.

Έρχεται ο Τρύφος να θερμάνη το παγωμένο του κορμί, τον κουρασμένο νου του να δροσίση, μες την αφράτη αγκάλη της καλής του της πεντάμορφης. Τρώει, πίνει, καλοθερμαίνεται μαζί της. Πλαγιάζει μαγικά μες την ουράνια αγκάλη της και ξημερώνεται στο λόγκο πάλι το ταχύ. Και τρέχει ονειρεφτή και αδάκρυτη τρέχει η ζωή.

Πέρα στα σύγυρα του χωριού, όξω στα Παρακήπια, ξέμακρα από τα σπίτια τάλλα, το φτωχικό ξωμάχι της θεια-Χρηστίτσας της καψόχηρας, χωμένο τόρα μες τα χιονισμένα δεντρικά, κρυμένο τόρα μέσα στα βουβά τα χιόνια, τέλεια από τον άλλον κόσμο μυστικό, κατάκλειστο στα αφάνταστα τα βάθη του· δεν κρύβει πια της αρφανής πεντάμορφης την παρθενιά τη λατρεφτή, τα κάλλη τα περίσσια, ταπάρθενά της όνειρα, γλυκά αδερφωμένα με της μάνας της αγλύκαντης τις άπλαστες γεροντικές ελπίδες. Δεν το στολίζει μέσα πια το φτωχικό σπιτάκι της άμοιρης Χρηστίτσας, αγνή σαν του Επιτάφιου τα κρίνα, η παρθενιά η αγγελική της λατρεφτής της κόρης. Δεν τομορφίζει τόρα πια η ζηλεφτή της προκοπή και η περίσσια χάρη της.

Καταπεσμένη μάνα τόρα αμαρτωλή, η αφρόπλαστη παρθένα του χωριού, των κοριτσιών η ζήλια πριν και το κρυφό καμάρι των λεβέντηδων αρωστημένη τόρα και αδύνατη, σούφρα και κατακίτρινη, με το ένα πόδι στον τάφο, αγκομαχά και κοίτεται στο φτωχικό τους παραγώνι σύγξυλη, μες τη βαριά της λεχωνιά η Αριστούλα η ορφανή· — συντροφεμένη δίπλα της από μιαν άλλη αθώα και άπλερη ορφανή, τη νειογέννητη μικρή αμαρτωλή, που τυλιγμένη μες την αμαρτία της την έφερε στον κόσμο.

Η θεια Χρηστίτσα στην άλλη άκρη της φωτογωνιάς, στα γέρικά της γόνατα γερμένη, χίλιω χρονώνε τόρα γριά ανάμεσα σε μια νυχτιά, κρύβει τα σβυσμένα τα ματάκια της μέσα στα χέρια τα ξεραγκιανά, και κλαίει, ολοένα κλαίει. Μάβροι και σκοτεινοί οι λογισμοί της περιτριγυρίζουνε το νου σπαραχτικά, και τη νυχιάζουνε στα βάθη της ψυχής σκληρά, για την αμαρτωλή ζωή της κόρης της της ακριβής. Δε χτίζει πια παλάτια αρμονικά και ασύγκριτα η γριά να κλείση μες ταθώρητα τα βάθη τους μία ζωή πανώρια, ονειρεφτή, για την αφρόπλαστη την κόρη της, μέσα σε άφτονα αγαθά και πλούτη ανιστόρητα και αφάνταστα! Και δε λογιάζει τόρα η γριά, δεν ονειρέβεται γλυκά! Και μες από τα μάβρα σύγνεφα της σκοτεινής της βαρυχειμωνιάς, που άπονα την πλακώνει, δεν ξανοίγει πια να αργολάμπη, σαν ασπερίτης ξάστερο το φέγγος του, πάνω στον καπνισμένον ουρανό της φτωχικής της στεγωσιάς, σα δάκριο υγρό και σα μαργαριτάρι αναλυτό της πολυχαδεμένης της το αστέρι! Την πνίγουν μέσα μάβροι λογισμοί. Κατάμαβρες ιδέες τη σκοτίζουν και καταριέται η Θεια- Χρηστίτσα και κολάζεται την ώρα που γεννήθηκε απάνω στον τυραγνημένον τούτον κόσμο. Κρυφά παρακαλιέται μέσα της, να κόψη την αμαρτωλή ζωή της ο θεός. Να μην ιδή της κόρη της το τέλος…

Απόξω αριό πάντα το χιόνι κ' ήσυχο στοιβάζεται απανωτά. Αριά τα φώτα της χιονιάς, θαμπά εκρύφτηκαν πίσω από τις πυκνές τις καταχνιές. Απλώθηκε παντού βαθιά και σιγαλή μες τη χιονούρα η νύχτα.

Πέρα προς τα μεσάνυχτα, η πόρτα ξαφνικά ανοίγεται. Αλαφιασμένος και αγριωπός, λεφκοχιονισμένος πάνω στα πλούσια τα άρματά του και την κάπα του, στο φοβερό θυμό του μανιασμένος, εμπήκε ο Τρύφος ο φυγόδικος. Τινάζεται ξεμάλλιαγη η γριά, στα πόδια του να πέση. Να τον παρακαλέση για της δύστυχης της κόρης της την τύχη, που κοίτεται αναίσθητη εκεί στο παραγώνι.

— Δεν έχουμε καιρό για τέτια τόρα. Επροδοθήκαμε και κιντυνέβει να με πιάσουνε! Πρέπει να κρύψω τα παιδί!

Να μη μας βγουν όλα στη φόρα! Άρπαξε βιαστικά στην αγκαλιά του κ' έκρυψε κάτω από τη βαριά και χιονισμένη κάπα του της φοβερής του αμαρτίας τον καρπό.

Η Αριστούλα ξερή κοιτάμενη, τίποτε δεν άκουσε απαφτά.

Η Θεια-Χρηστίτσα του αντιλόγησε.

— Πού θα το πας, Τρύφο μ'; Πού θα το πας γιέμ', στα χιόνια μέσα το μωρό;..

Της έβαλε ένα γρούπο χρήματα στο χέρι.

— Πάρε, της λέει, για το γιατρό… Λεχώνα είνε, προφύλαξη θέλει… Να την καλόχης με το παραπάνου, γριά, τόρα μέσα στα κρύα… Ακούς;.. Εγώ παγαίνω. Για το παιδί ένια σας. Στην παραμάνα θα το βάλω!.. Άνοιξε πάλι την πόρτα βιαστικός και δρόμο. Αλαφιασμένος πάντα φοβερός, με το μωρό διαμάσκαλα κρυμένο, σα νάταν παλιοκούρελο, κάτω από τη βαριά του κάπα, εγλύστρησε έξω, μέσα στα χιόνια τα πηχτά, που απλώνονταν κάτω από τα βουβά του βήματα. Εχάθη μέσα στα βαθιά τρισκόταδα, που τον αγκάλιασαν περίγυρα, κατάμαβρα σαν την κακούργα του ψυχή…

Στου χωριού τα σύγυρα, στα παρακήπια πέρα, ξέμακρα από τα σπίτια τάλλα, και από της Θειά-Χρηστίτσας το φτωχικό ξωμάχι ξέμακρα, ανάπλαγα στο λόγκο τον πυκνό, στη ρίζα μιανής φράχτης· αργό κι ανάριο, πουπουλένιο, σπιθωτό αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να στρώση απάνωθέ της πλάκα μαρμαρόχυτη, λεφκή σαν την αγγελική καθάρια την ψυχούλα της, που σε μια νύχτα σκοτεινή ήρθε να ιδή τον κόσμο, και σε μια νύχτα πάλι σκοτεινή, δίχως να ιδή το φως ούτε στιγμή, τον άφησε· — αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να κρύψη, να ζεστάνη μες τους κόρφους του, θερμότερους απ του πατέρα της την άσπλαχνην αγκάλη, τ' αθώο παγωμένο μνηματάκι της μικρούλας της νεκρής· — αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να χώση μες τα τρίσβαθα τα Τάρταρα, αβλόγητον και αβάφτιστον αμαρτωλόν καρπό, της αμαρτίας της διπλής, πατέρα δυο φορές αμαρτωλού, που από της μαβρομάνας την κοιλιά και την αγκάλη το άρπαξε, για να το βάλη το άφταιγο μωρό συζώντανο στη σπλαχνική την παραμάνα όλων μας. [1895].

Ο Β Ρ Υ Κ Ο Λ Α Κ Α Σ

— Βρε τ' ήταν τούτο! βρε τ' ήταν τούτο! Πήγαινε να χάση το μυαλό του ο κόσμος.

Όλο το χωριό, αχάραγο ακόμα, ήταν ανάστατο. Παραδέ στην Απάνω Ρούγα χάλαε ο κόσμος. Όλοι οι χωριανοί ήταν στο πόδι. Αν ήταν και κανένας βάρυπνος, να βαρυκοιμάται ακόμη, ξύπναε κι αφτός, τρομαγμένος από την ποδοχαλή που εγινόταν όξω στους δρόμους· από τις σπαραχτικές φωνές τω γυναικών, που εθόλωναν τον αέρα κ' εσειώταν ο τόπος.

Βαρύς κι ολόχοντρος εκρεμόταν περακιανά στο ξάγναντο, απάνου στο σύνορο του χωριού, της Δραμαλούς ο πύργος. Λες κ' είχε βαρεθή πια κι αφτός τη μοναξή κι άδοξη ζωή του, εβάσταε με αγωνιά στους γέρικούς του ώμους τα ρειπωμένα τα μπεντένια του, που εφάνταζαν απόμακρα ξέθωρα και θαμπά σα γέρικες σαγονιές ξεδοντιασμένες. Τα μαβρισμένα στην πολυκαιρία τα τειχιά του έγερναν φουσκωμένα καταόξω, λες κ' εκουφαναστέναζαν κάτου από το βάρος τω χρόνων και την παντοτεινή τους καταφρόνια. Κάτου στα θεμέλια του πύργου, οπεκρεμώταν χοντρός κ' ισοκατέβατος, έκλειναν κάθε μπασιά κ' έφραζαν κάθε πόρο βατουλιώνες αδιάβατοι, που άπλωναν πέρα δώθε τους χλαμούς τους αγκαθερούς και θρεμένους. Ανέβαιναν απάνου ως την ολόχοντρη ζώνα του πύργου, κι αγκάλιαζαν μ' αγάπη τη διάπλατη βάση του κάτου· που να μη μπορή αθρωπινό πόδι να τον πατήση· να μη μπορεί αθρωπινό μάτι να διαπεράση τους ισκιερούς και πεντάπυκνους βατουλιώνες. Θάλεγε κανείς πως εφύτρωσαν εκεί, αντρειώθηκαν κιόλα κάτου από τον παχύν ίσκιο του πύργου, κι αγκάλιασαν μαγάπη τρανή και με στοργή περίσσια τα βαριά τα τειχιά του, για να κρύψουν πλιότερο το βαθύ μυστήριο που έκλειε στα σκοταδερά σωθικά του· να κάμουν πιο φριχτές και πεντασκότιδες τις παράξενες ιστορίες και ταερικά, τα ισκιώματα, που τον κάτεχαν. Είχε και καρπερό περβόλι η βάρδια, όπου εβλάστιζαν άπειρες συκιές, ήμερες στον καιρό τους. Μα τόρα πια ήταν αμελημένες κι ακλάδεφτες. Είχαν αγριέψει τα κλαδιά τους, κ' ήταν ξεβλασταριασμένες οι ρίζες τους. Πόδι αθρωπινό δεν είχε πατήσει τον παχύν τους ίσκιο· στόμα αθρωπινό δεν είχε δοκιμάσει τα χυμερά και κατάγλυκα σύκα τους. Της βάρδιας το στοιχειό τις αγριοσύκιζε κάθε τόσο. Αφτό εκαθόταν στον παχύν τους ίσκιο αποκάτου το καταμεσήμερο. Αφτό έτρωγε τα καρπερά και κατάγλυκά τους σύκα κ' εδροσιζότανε. Για τούτο άφξαιναν κιόλα τα σύκα. Ήταν στοιχειωμένα κι αφτά, κ' εμεγάλωναν ως ένα αθρωπινό κεφάλι. Η βάρδια της Δραμαλούς, — και τα μαξούμια πια, και τα βυζασταρούδια τόξεραν· ήταν στοιχειωμένη. Οι γεροπαλεϊκώτεροι, που την ανέβαζαν στου Βενετσάνου τον καιρό, ανατρίχιαζαν κ' εκείνοι ακόμα στάκουσμά της. Εξαφηγιώνταν φριχτά πράματα που σου σήκωναν το πετσί. Μάβρες και σκοτεινές ιστορίες, για ταερικά που κράταγαν στανήλιαστα υπόγειά της. Θαμαστά και παράξενα πράματα, για το φοβερό το στοιχειό που την κατείχε.

Όταν εμέθαε ο Λίακας ήταν τ' αξιώτερο παληκάρι που μπορούσε να σταθή στον κόσμο. Όλοι οι χωριανοί ανατρίχιαζαν μέρα μεσημέρι, όταν εδιάβαιναν μπροστά από το κοιμητήρι του Αγιοταξάρχη. Και ο Λίακας δύο φορές έβαλε στοίχημα, να κινήση τα μεσάνυχτα από την Κάτου Χώρα, να πάη στον Αγιοταξάρχη απάνου μοναχός, καταμόναχος· νάμπη στο κοιμητήρι, να διαβή τα μνήματα, πατώντας τις πλάκες, να πάη στο χωνεφτήρι· να πάρη, να γεμίση μια σακούλα αθρωποκέφαλα, να γείρη πάλι στην Κάτου Χώρα.

Και τόκαμε πανάθεμά τονε!

Επήγε και τις δύο φορές, κ' εγέμισε μια σακούλα αθρωποκέφαλα, και τάφερε και διάνοιξε τη σακούλα και τάδιασε μες του Νικολέτση το μαγαζί, ανάμεσα στους άλλους χωριανούς, που ανατρίχιαζαν, κ' εσταβροκοπιώνταν μανοιχτό το στόμα. Έτσι εκέρδισε και το 'να στοίχημα, εκέρδισε και τ' άλλο.

Τόχε πάρει απάνου του αποτότε ο Λίακας. Εκαφχιώταν πια πως ημπορούσε, ακούς, να κατεβή τα μεσάνυχτα στης Τσάτουμας κάτου τον τράφο, όπου κρατούν ξωθιές και καλομοίρες. Κ' ημπορούσε να πάη σε κάθε βαλτερόν τόπο, και σε κάθε λαγκαδιά, που κρατούν αερικά και κακά ζιζάνια. Να τα βγάλη στο σβίδο, να παλέψη άφοβα κι αντρειωμένα μαζί τους. Ακόμα εκαφχιώταν πως ημπόραε, με στοίχημα βαρύ, να πάρη μια μέρα, το καταμεσήμερο, νανεβή στο ξάγναντο απάνου στης Δραμαλούς τη βάρδια. Μια και δυο, να πηδήση την ποριά, να μπη στο περιβόλι. Εκεί θα εκαθόταν το στοιχειό, γερμένο από το κυνήγι του, στον παχύν ίσκιο καμιάς συκιάς αποκάτου να δροσιστή. Κι ο Λίακας αντρειωμένος, θάβγανε στο σβίδο το στοιχειό, θα πάλεβε να το νικήση, θανέβαινε απάνου στη συκιά, να κόψη σύκα να φάη, να φέρη και στους χωριανούς. Οι χωριανοί, άλλοι εχαμογέλασαν κι άλλοι εμπαιζογελούσαν. Μα οι πλιότεροι τον εκαμάρωναν με θαμασμό, κ' εμεγάλωνε στα θαμπωμένα μάτια τους ο Λίακας, κ' εφάνταζε αληθινά αντρειωμένος.

Ωστόσο πολλοί εφουρκίστηκαν με τον παλιοκαφχησάρη. Ακούς εκεί ο Λίακας, να πάη στο στοιχειωμένον πύργο της Δραμαλούς! Κι ακούς να σου λέη, πως θα παλέψη το στοιχειό, νανεβή στη συκιά, να κόψη σύκο να φάη, να μας φέρη κ' εμάς!

— Στοίχημα! του λένε.

— Στοίχημα; — στοίχημα !

Βάνουνε το στοίχημα. Εφτύς κιόλα διαλαλήθηκε σ' όλο το χωριό· το και το: ο Λίακας είν' αντρειωμένος, κ' είν' ήρωας τρανός, και θα πα να παλέψη με το στοιχειό της βάρδιας.

Άλλοι εχαμογέλασαν και άλλοι εμπαιζογελούσαν μαζί του.

Ωστόσο ο Λίακας κάθεται για να φάη καλά, να πάρη απάνου του· κάθεται για να πιη, να γίνη σκνίπα. Ν' αντρειωθή κιόλα με το κρασάκι το βλογημένο. Ναρματωθή κιόλα, να πάη στο ξάγναντο, να πηδήση την ποριά, να μπη στο περιβόλι που θα ήταν το στοιχειό, να το βγάλη σε σβίδο. Να παλέψη, να του κλέψη σύκα, να φάη, να φέρη και στους χωριανούς, — να κερδίση και το βαρύ το στοίχημα…

Και τόκαμε παναθεμά τονε!

Είδαν και απόειδαν δύο τρεις χωριανοί κ' εβαρέθηκαν να τον ακαρτερούν παρακάτου από τον πύργο, που τον είχαν συντροφέψει, μη λάχη και τους γελάσει. Σαν εσούρπωσε καλά πια και δεν τον έβλεπαν να βγαίνη από τη βάρδια, τα χρειάστηκαν. Μια και δυο γέρνουν πάλι στο χωριό, και παν στου Παπα-Ξυδέα. Με καρδιοχτύπι και τρομάρα πιάνουν και του μολογούν λαχανιασμένοι: το και το, παπά μου!

Παίρνει ο παπάς το θυμιατό και παίρνει το Σταβρωμένο. Περνάει βιαστικά το πετραχήλι στο λαιμό, τον παίρνουν και παν κατά το ξάγναντο στη βάρδια της Δραμαλούς. Όταν ανέβηκαν, αρχινάει ο παπάς να ψέλνη, κι αρχινάει να ξορκίζη και να διαβάζη της Παναγιάς τους ήχους. Καμιά φορά έφτασαν στη βάρδια. Μπροστά ο παπάς, πίσω οι χωριανοί, ξεφράζουν την ποριά και μπαίνουν με τρόμο φοβερό στου πύργου το περβόλι. Κάνουν έτσι, ψάχουν εδώ, ψάχουν εκεί· τηράνε σε μια συκιά αποκάτου· τι να ιδούνε! το μαβρο-Λίακα τον άμοιρον, ξαπλωταριά χάμω, ξανάστροφα!

Ψέλνει ο παπάς, ξορκίζει· σκύφτουν οι χωριανοί, τηράνε. Ήταν ζεστός ακόμα ο δύστυχος. Τον πιάνουν άλλος από τα χέρια και άλλος από τα πόδια, γέρνουν πάλι στο χωριό. Γέρνουν στο χωριό, τον παν στο σπίτι του. Σαν τον επήγαν σπίτι του, πάει κι ο παπάς απόκοντα, τρέχει κι όλο το χωριό να ιδή και να μάθη τι ξαφνικό ήταν τούτο. Πιάνουν και τόνε σταίνουν ορθό σε μιαν άκρη το μαβρο-Λίακα. Πιάνει ο παπάς και του διαβάζει όλα τα ξόρκια κι όλες τις εφκές να τόνε συνεφέρη. Ναι! του κάκου. Όλα χαμένα! Ουδέ που σειώταν καθόλου. Μα έλα, που ήταν ζεστός; Τι να του κάμουν! τι να του κάμουν! δεν ήξερε κανείς. Πιάνει ο παπάς και τους λέει:

— Ήταν αμαρτωλός, βλογημένοι μου, φαίνεται, κ' ήταν ανάξιος, και τον συνεπήραν ταγερικά με το μέρος τους, και τον εσυνεπήραν τα τελώνια τον άμοιρο. Κι ανώφελα τόρα αγωνιούμαστε, και μάταια πολεμάμε να τόνε βγάλουμ' από ταγαρινά τα νύχια τους, να τόνε φέρουμε στη ζωή πάλι. Μόν' πρέπει να βιαστούμε, βλογημένοι μου, να τόνε βγάλουμ' αποδώ μέσα, και αναγκαστά πρέπει να τόνε χώσουμε μη λάχη και βρυκολακιάσει.

Σ αφτά τα λόγια του παπά, κόβουν το αίμα τους οι χωριανοί και πα να χάσουν τον νου τους οι καψοχωριανές από τη λαχτάρα. Για να γλυτώσουν κιόλα οι άμοιροι από το κακό, και να γλυτώσουν από του μαβρο-Λίακα το βρυκολάκιασμα, πιάνουν και τον παίρνουν, και, μπροστά ο παπάς, πάνε στο κοιμητήρι νύχτα, κι ανοίγουν βαθύ λαγούμι, κατάβαθο, και τον πετάνε μέσα, ζεστόν ακόμα τον άμοιρο!

Τον πετροχωνιάζουν κιόλα, να μη μπορή να κουνηθή. Να μη μπορή να ξεβρυκολακιάση και νάβγη πάλι στον Απανωκόσμο, ερημιά του !

Ήρθε καιρός να του κάμη η καψογυναίκα του τις εννιά του. Παίρνει τον Παπα-Ξυδέα πάλι και παίρνει σπερνά, που έφτιασε, και παίρνει προσφορές και λιβάνια να πα να τόνε διαβάσουν. Πάνε στο κοιμητήρι, διαβαίνουν τα μνημούρια, φτάνουν και στου μαβρο-Λίακα τον τάφο. Τηράνε, τι να ιδούνε! Βλέπουν να κάθεται απάνου στον τάφο του ένα μεγάλο σκυλί σα δαμάλι. Κατακόκκινο, με τρίχα ορθή, φριγμένη, με μάτια κάρβουνα αναμένα. Σταβροκοπιώνται με τρομάρα πολλή, αρχινάει τα ξόρκια ο παπάς, και το σκυλί, γένεται άνεμος κ' έσβυσε, γένεται μπουχός κ' εχάθη…

Αποτότε κ' ύστερα, καθετόσο ο παπάς, που επήγαινε να διαβάση στο κοιμητήρι, σαν εδιάβαινε από του Λίακα τον τάφο μπροστά, έβλεπε στην ίδια θέση πάντα, το ίδιο σκυλί, κατακόκινο, με τρίχα ορθή, φριγμένη, με μάτια κάρβουνα αναμένα. Τήραε τον παπά άγριο, άνοιγε το στόμα του να γρούξη, έδειχνε τα φοβερά του δόντια απειλητικά, και γένεται άνεμος κ' έσβυνε, γένεται μπουχός κ' εχάθη.

Ο παπάς, μια φορά, δυο φορές, άρχιζε να τα χρειάζεται ο άμοιρος· να γίνεται σαν το κερί, να λυώνη. Έπαψε κιόλα να παγαίνη καταμόναχος στο κοιμητήρι. Ημέρα νύχτα εκατακλειώταν σπίτι του κ' εδιάβαζε τάγια του, κ' εδιάβαζε τα ιερά του.

Στις σαράντα ημέρες απάνου από τη θανή του μαβρο-Λιάκα, έπιασ' η καψόχηρά του αποβραδίς κ' έφτιασε σπερνά και προσφορές, να πάη την άλλ' ημέρα, να πάρη και τον παπά, να του κάμη τις &σαράντα& του. Σαν εσυγύρισε όλες τις δουλιές της, εκυβέρνησε και τα παιδάκια της απ' ό,τι φτωχικό είχε και δεν είχε, έκαμε το σταβρό της και έκυψε με τα παιδάκια της να κοιμηθή· να σηκωθή σύνταχα, να πα να πάρη και τον παπά, να κάνη τις &σαράντα& ταντρός της. Κατά το μεσονύχτι ακούει φοβερή ποδοχαλή στην αβλή της· ακούει γογγυτιά βαριά και κούφια αναστενάγματα. Ξυπνάει με τρομάρα. Σαν ξύπνησε, αφοκράζεται κι ακούει σπαραχτική φωνή σα νάβγαινε απ τον Αδη.

— Γιατί να με θάφτε ζωντανόοοο! γιατί να με θάφτε ζωντανόοοο!…

Ξαφνικά κι απάντεχα κρι-ι-ίκ! κρα-α-κά! βλέπει την πόρτα της νανοίγη διάπλατη απόξω, αφού είχε βαλμένη διπλή την αμπάρα μέσαθε. Ανοίγει η πόρτα και τι βλέπει η άμοιρη Λιακού, συφορά της! Τον άντρα της, ακούς· τον άντρα της! Διπλωμένο μέσα σε κάτασπρο σεντόνι, αφράτο· με το πρόσωπο ξεβαφουλιάρικο, μισοφαγωμένο· να κρεμώνται κολλητσίδες τα σκουλήκια από τη μύτη και ταφτιά του γύρω· με τα μάτια βαθουλά μέσα ρουφημένα· το κεφάλι του γυμνό, ξεπετσιασμένο· πεσμένα τα μουστάκια και τα γένια του…

Εστάθηκε λίγο στην πόρτα ολόρθος. Ύστερα με βήματα αριά, κομμένα, επήγε κ' εστάθη απάνου στα παιδιά του. Τα ξεσκέπασε ένα ένα, τα τήραξε, τα καμάρωσε· εχαμογέλασε μες τις γυμνόσαρκες σαγονιές του. Τα ξανατήραξε πάλι, τα ξανασκέπασε, και μια και δυο, έγειρε στη γωνιά, που ήταν η στάμνα με τα λουκάνικα. Εκοντοστάθηκε εκεί πάλι. Εγονάτισε απόδιπλα στη στάμνα. Έστρωσε χάμω στο πάτωμα μια κούδα από το σάβανό του· έπιασε κι άδιασε τα μισά λουκάνικα απάνου. Εβούλωσε πάλι τη στάμνα· την απίθωσε στην αγκωνή. Εδίπλωσε καλά τα λουκάνικα στην άκρη το σάβανό του, τάκρυψε διαμάσκαλα στον κόρφο του, και δώθε παν οι άλλοι.

Εχάθη!

Όλο το χωριό, αχάραγο ακόμα, ήσαν ανάστατο. Αν τύχαινε και κανένας βάρυπνος να βαρυκοιμάται ακόμη, εξύπναε κι αφτός τρομαγμένος από την ποδοχαλή, που εγινόταν στους δρόμους έξω και τις σπαραχτικές φωνές τω γυναικών, που εθόλωναν τον αέρα κ' εσειώταν ο τόπος.

— Βρε τ' ήταν τούτο κακό! βρε τ' ήταν τούτο κακό! έτρεχε καθένας τρομαγμένος να μάθη.

— Την απερασμένη βραδιά, ακούς, έγινε ξαφνικό μεγάλο. Βρήκαν τον Παπα-Ξυδέα ξερόν κοιτάμενο· με τα μάτια γουρλωμένα, άγριον κι αλλαξοπρόσωπο· με τη γλώσσα μια πιθαμή έξω πεταγμένη. Είχε στο λαιμό πλατιά ζουνάρια μελανάδες, σα δαχτυλιές. Είχε την απαλάμη του διανοιγμένη στο πρόσωπό του απάνου, σα να φασκελωνόταν μοναχός του!..

— Ξαφνικό μεγάλο!..

— Η καψο-Λιακού επαραλόησε, ακούς. Επήρε τα βουνά ζουρλή η μάβρη, και τρέχει πίσωθέ της το χωριό, να την πιάσουν μην πέση πουθενά και γκρεμιστή, κι ακόμα να την πιάσουν, συφορά της!..

— Και λένε, τάχα — Χριστός κοντά μας! — ο μαβρο-Λιάκας ξεβρυκολάκιασε, ακούς, γιατί τον είχαν ζωντανό θαμένον. Κι αφτός, λέει, εβγήκε από την Κατουγής στον Απανωκόσμο, κ' επήγε κ' έπνιξε στον ύπνο τον παπά. Κι αφτός εσήκωσε το νου της άμοιρης γυναίκας του, που επήρε τα βουνά, και τρέχει το χωριό τόρα ανάστατο πίσω της, να την πιάσουν, μην πέση πουθενά και γκρεμιστή και γίνη το κακό μεγάλο…

Χρόνια πολλά τόρα ξακλήρισε σύσπιτη η γενιά του βρυκόλακα.

Μια ράτα, κάμποσον καιρό μπροστά, ανέβηκα για κυνήγι στο χωριό. Επήρα την κυρούλα μου, κ' επέρασα στου βρυκόλακα το σπίτι·

— Να, μου λέει η κυρούλα μου, δείχνοντας μιαν αγκωνή χάμω λαδωμένη·

— Να, μου λέει· εδώ ήταν οπάδιασε τα λουκάνικα στο σάβανό του ο βρυκόλακας. Απόμειν' αποτότε η λαδιά και δε βγαίνει!.. [1894 ].

Η Π Ε Ρ Μ Α Ν Τ Ο Ν Α
Μιχαήλ Μητσάκη

Ενωρίς ακόμα ο Βλογιάρης ο κήρυκας το διαλάλησε διπλές φορές. Άναψε και το μεγάλο φανάρι κάτω από τις θολωτές καμάρες απέξω κρεμαστό. Δυο φαντάροι, κορδωμένοι σαν ιδιάνοι, ήρθαν κ' έπιασαν την ανοιχτή πόρτα απομέσα. Ο Γιάνης, όταν τους είδε που εμπήκαν, έσυρε ένα σκαμνί, επήρε κ' ένα δίσκο απ το τεζάκι. Εστήλωσε το σκαμνί στην πόρτα παράμερα. Εκύλησε στο δίσκο δυο τρεις γαζέτες, για μαγιά, και τον απίθωσε στο σκαμνί απάνω. Άρχισε μέσα νανακατώνη τις ξεβιδωμένες καρέκλες. Εταίριαξε στους τοίχους ολόγυρα τους σάπικους πάγκους, που του προμήθεψαν οι φτωχοταβέρνες του χωριού, για την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, είπ' ο Βλογιάρης». Επήρε μια πετρούλα κ' εσφίνωσε κάτω από μια παλιοσανίδα του πάλκου, που έχασκε από τις άλλες πάνω στα σαποτρίποδα του κρεβατιού. Εκορδοπάτησε απάνω ο Γιάνης, να δη αν στεριώθηκε καλά. Να μην πατούν τώνα τάλλο τα σανίδια και τρίζουν. Ανέβασε τόρα στο πάλκο κ' έστησε σύριζα στην αγκωνή ένα τραπέζι. Έφερε από το μπουφέ μέσα κρυμένα, με μεγάλην προφύλαξη τα όργανα. Απίθωσε στο τραπέζι απάνω το σαντούρι, μετρώντας με το στόμα ανοιχτό τις μυριόδιπλες αστραφτερές χορδές του. Εκρέμασε στη μιαν άκρη το βιολί, στην άλλη το λαγούτο. Στον καθρέφτη αποκάτω εκρέμασε τόμορφο κομψό ντερφάκι. Αράδιασε τέσερες καρέκλες στον τοίχο, στο τραπέζι κοντά. Επήδησε αλαφρά από το πάλκο κάτω. Ήρθε δυο τρία βήματα μπροστά. Εξαναγύρισε, και το καμάρωσε.

Όξω τάλλα μαγαζιά κατάκλειστα. Όλοι εμαζέφτηκαν ενωρίς στα σπίτια τους, να δειπνήσουν για νάρθουν. Μην τύχη και χάσουν την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, — είπ' ο Βλογιάρης». Μόνο από τη χαραμίδα της κλεισμένης πόρτας του Θύμιου του μάγερα αγνάντια, ξέφεβγε κι άπλωνε πάνω στου κήπου τη φράχτη, ένα κοκινόξαθο φωτεινό ζουνάρι. Πέρα ελαμποκοπούσε του Δήμαρχου το σπίτι από το άφτονο φως, που πλημυρούσε μέσα η σάλα του. Εξεχυνόταν χείμαρος ολόφωτος από τα διάπλατα ανοιχτά παράθυρα. Άπλωνε κάτω στις κληματαριές, πέρα ως τη βρύση. Σκρόπαε κ' έπαιζε το ζωηρό το φώς, ανάμεσα στα πυκνόφυλλα κλαδιά του πλάτανου της βρύσης απάνω. Εφάνταζε στης νύχτας το βαθύ σκοτάδι, αληθινό στοιχειό της βρύσης ο πλάτανος, παλάτι ονειρεφτό του Δήμαρχου το σπίτι.

Κάτω στο σπίτι, που κατάκλειστη από την ημέρα, να μην την ιδή μάτι, θα ξεκινούσε τόρα, σωστή διαδήλωση. Του κόσμου το παιδομάζωμα. Ποδοχαλή, φωνές, σούσουρο, σφυριξιές, κακό. Χλαλοή μεγάλη, ανυπομόνια ακράτητη. Πότε να βγη, και πότε να ξεκινήση. Να την ιδούν για πρώτη φορά· να την καμαρώσουν, που μόνο ακουστά είχαν για τέτια πράματα, τα χωριατόπουλα. Όσο αργούσε να φανή να βγη, τόσο άφξαινε και δεν εκρατιώταν η στενοχώρια τους. Ετάραζαν την απαλή σιγαλεριά της νύχτας οι αγριοφωνές τους. Έσκιζαν τον ήσυχον αέρα σκληρές οι σφυριξιές τους. Έσερναν ανυπόμονα τα πόδια τους χάμου, κ' εσήκωναν νέφαλα τα χώματα στο σκοτάδι. Λίγο νάκανε πως έγερνε την πόρτα απάνω αέρας, κ' εγλυστρούσε λίγο φως στο χαγιάτι όξω, δαιμονικό κάτω τάπιανε.

— Νάτη, ρε!

— Νάτη! νάτη!

— Άνοιξ' η πόρτα!…

— Θα βγη, ρε;

— Βγαίνει, ρε· να, δε βλέπεις;…

Άφξαινε η ποδοχαλή. Άφξαινε το σούσουρο. Οι φωνές εδυνάμωναν ψιλές, δυνατές. Εσκλήρεναν οι σφυριξιές, διαπεραστικές, στρίγκλικες.

Ήρθε τόρα ο Βιολιντζής, κοντόχοντρος σα ρουμοβάρελο. Ήρθε κι ο Λαγουτιέρης, με τη μεταξωτή μεσήνα στο λαιμό. Ανέβηκαν στο πάλκο κ' έπιασαν τη θέση τους. Εξεκρέμασαν και τα όργανα. Έπιασαν να τα κουρδίσουν. Άρχισε κι ο κόσμος νάρχεται τόρα. Έμπαιναν ολοένα. Εγέμιζε δεκάρες ο δίσκος, κι όλο και τους ξεντρόπιαζε ο Γιάνης, που πήγε κ' εστάθη απάνω στο σκαμνί·

— Δυο δεκάρες να πλερώνη καθένας να μπαίνη! Να βγάλουμε κ' εμείς το πετρέλαιο! Δυο δεκάρες μονάχα!..

Ήρθαν οι παρέες πρώτα κ' οι συντροφιές τω λεβέντηδων. Ήρθαν και λιμοκοντόροι καμπόσοι. Φρεσκοξυρισμένοι, πουδραρισμένοι. Ο δικολάβος ο Κυρ-Δημητράκης, με το φανελένιο ποκάμισο με τις διπλές φούντες στο λαιμό, και το σακάκι το ξεβαμένο. Ο Διαμαντής ο μοναχογιός της Κυρά- Πάβλαινας της χήρας, με την πελώρια στραβοφορεμένη ψάθα στο κεφάλι, να μην τον κάψη βραδυνάτα ο ήλιος. Ο Κυρ-Βαγγελάκης ο Εργοδηγός, με την άσπρη του ρεμπούπλικα ομορφοτσακισμένη στην πάντα. Ήρθε ο Αργύρης ο Λοχίας, με τον Κυρ-Σταρό το γραματικό του Ειρνοδικείου, και τον Κυρ-Κωστάκη τον αδερφό της Κυρά-Δασκάλας, παρέα. Έμπαιναν, έμπαιναν ολοένα. Ολοένα εγέμιζε, εβάρενε ο δίσκος στο σκαμνί απάνω. Έσκουζε ολόχαρος, γελαστός, αστόμωτος ο Γιάνης·

— Δυο δεκάρες να πλερώνη καθένας να μπαίνη, παιδιά! Να βγάλουμε κ' εμείς το πετρέλαιο!…

Οι βιολιτζήδες, βλέποντας τον κόσμο νάρχεται ακατάπαφτα, έκαμαν να παίξουν. Να δόσουν και το σύνθημα στο Σαντουριέρη απόξω. Ήταν πια καιρός να πα να κατεβάση, την Κυρά, — που τόσοι εκεί ακαρτερούσαν ανυπόμονα, να τήνε καμαρώσουν, — μάτια μου! Έπαιξαν ένα κομάτι. Ύστερ' άλλο ένα. Γοργοί, πεταχτοί, ολόχαροι ξαπλώθηκαν οι πρώτοι ήχοι. Εκυμάτισαν από τον έναν τοίχο στον άλλο, σφιχτοκλεισμένοι, ασφυχτικοί. Εζητούσαν τρόπο να βγουν μες από τα σπασμένα τζάμια, από καμιά τρύπα, από την ανταβάνωτη στέγωση. Ναπλώσουν γοργόφτεροι όξω στον καθαρόν αέρα, προκλητικοί να φτάσουν στον κρυψώνα της Ηρωίνας της τρανής, — που τόσος δα κοσμάκης μέσα κ' έξω καρτερούσαν ανυπόμονα.

Τα χωριατόπουλα έσκουξαν, εσφύριξαν, εποδοβρόντηξαν. Αλάλαξαν τόρα από χαρά στο σπίτι της κάτω. Η πόρτα άνοιξε διάπλατη απάνω στο χαγιάτη. Χείμαρος φωτεινός εξεχύθηκε κάτω ορμητικά. Έλουσε, επερίχυσε ταμέτρητο όξω παιδολάσι, που με τόση υπομονή ακαρτερούσε τη θριαμβική παράτα της.

— Νάτη τόρα' νάτη!…

— Νάτη! νάτη!…

— Άνοιξ' η πόρτα!…

— Βγαίνει πια!…

— Βγαίνει τόρα! Βγαίνει!…

Εχάρηκαν τόρα κ' έσκουξαν κ' εσφύριξαν. Εσυγκινήθηκαν κ' εφρικίασαν απ άκρη σ' άκρη της παιδικής αχόρταγης περιέργειας τα τρελά τα φουσάτα. Εβγήκε ο Σαντουριέρης μπροστά, κρατώντας τη λάμπα ψηλά στα χέρια. Το χαγιάτι εφωτίστηκε πλούσια στο ξάστερο φως της λάμπας. Έλαμψαν οι τοίχοι του σπιτιού την καθάρια απάνω την ασπράδα τους. Επρόβαλε τόρα αγέρωχη, ναζού, γοργοκίνητη, θριαμβεφτική μες τα σούσουρο που ανακάτωσε, τζόγια μου, όλο το χωριό· με τα πλούσια μαλλιά της καλοχτενισμένα, ξαμολυτά στις πλάτες χυμένα· με το χρυσοκέντητο καλπάκι της, ίσα που να στέκεται απάνω στην κορφή της· με το πολυκέντιστο από πούλιες ολόχρυσες, τούρκικο μεϊτανογέλεκό της, και τα κοντοκομένα ως το γόνα πάνω φουστανάκια· επρόβαλε τόρα στο πλουσιοφωτισμένο το χαγιάτι απάνω, φανταστική τουρκοπούλα, χανούμισα ονειρεφτή, ζωγραφημένη ταιριαστά μέσα σε πλούσια φωτισμένη, ολόλαμπρην εικόνα. Ο Σαντουριέρης πάντα μπροστά, με τη λάμπα ψηλά στα χέρια. Ξοπίσω πάντα αφτή ορθόκορμη, βεργολύγερη, τσακίστρα πρώτης, του διαβόλου ναζού. Ωχ, βασίλισσα για μια νυχτιά, — ψυχή μου! — του μικρού του χωριού, που τόσο ακριβά θενά πωλούσε την ξέθωρη αλλού τη μπογιά της. Εκατέβηκαν τη σκάλα. Ετραβούσαν αργά, μη σκοντάψουν. Ανέβηκαν τον όχτο, να ροβολήσουν εκείθε. Να διαβούν στο χασάπικο δίπλα, να βγουν στη μικρή πλατεία.

Μια κάποια χάβνωση, μια αποκορωμάρα από το θέαμα που ξετυλίχτηκε μπροστά τους· η ανάγκη να στομώσουν την αχόρταστή τους περιέργεια, ταποσβόλωσε τόρα τα χωριατόπουλα. Δίχως να βγάνουν τσιμουδιά, δίχως άχνα ναφίνουν την πήραν ξοπίσω. Πάπαλα, χαζά, ζεβιδωμένα, παράλυτα. Απλώθηκαν γύρω της· την περικύκλωσαν. Μερικά μπροστά· άλλα στώνα της πλάι· στάλλο της άλλα· ξοπίσω της άλλα. Την πολιόρκησαν στενά, σφιχτά την απόκλεισαν. Αχόρταγα την εκυτούσαν, εκπληχτικά την εθάμαζαν. Την εκαμάρωναν βλακίστικα, λαίμαργα την έβλεπαν.

Όσο αφτή προχωρούσε στης λάμπας το φως αποκάτω, που την περίχυνε και την ελάμπρενε φανταχτερά, εκείνα πιο περίεργα τόρα, πιο χαζά και ξεχαημένα, ολοένα εζύγωναν. Να θαμάζουν και να μη χορταίνουν. Να βλέπουν και να μη στομώνουνται. Να την ιδούν πιο κοντά. Να χορτάσουν την αλλόκοτη φορεσιά της. Να καμαρώσουν τα χρυσά γαζιά και τα σειρήτια της, — του καλπακιού της τα φλουράκια γύρω, — κι ο κόσμος να χαλάση.

Η λάμπα όσο επήγαιναν εμπρός άπλωνε γύρω το πλούσιο φως της. Εφώτιζε του Σωκράτη του Καλόγερου το χασάπικο δίπλα με την πυκνόφυλλη, κατάχλωρη μουριά μπροστά. Εφώτιζε τα χαμόσπιτα δώθε και κείθε· στις στέγωσες απάνω, στους ξεβαμένους τοίχους, στα μικρούτσικα παραθυράκια τους, στις φράχτες τις ξερές, στις στοιβανιές τα ξύλα. Επερίχυνε και τη φανταχτερή νυχτερινή συντροφιά της Μαρουσώς. Τα ξέσκουφα και ξεμανίκωτα, τα ξυπόλυτα και ξεμαλιασμένα, τα ξεβιδωμένα και λιγδιάρικα χωριατόπουλα, που τόσο πανηγυρικά την εσυντρόφεβαν.

Μες από το λόγκο τόρα, κατωκεί, χαμηλά, μια κοκινάδα σκοτωμένη, κάτι σκιές αιματόχρωμες, κεικάτω χαμηλά, πίσω απ το βουνό κι από τη θάλασσα, άνοιγαν του φεγγαριού το μαγεμένο δρόμο στους άπειρους απάνω θόλους. Λίγο ακόμα, θα ξέβγαινε μες απ του λόγκου πέρα τα πυκνά φυλλώματα, στο μελαχολικό νυχτοπερπάτημά του.

Ανοιξιάτικη, γλυκύτατη βραδιά.

Ελαφρή, απαλότατη, χαδεφτική εφυσούσε κάτω απ τα κοιμάμενα ακρογιάλια μοσκομυρισμένη, δροσερή νυχτομπασιά. Εδιάβαινε απ το λόγκο αγνάντια· έγερνε στους αγρούς τους ολόδροσους· άπλωνε στα καρπερά περβόλια· στις νυχτονοτισμένες χλωρασιές, στις πλούσιες πρασινάδες. Έκλεβε στα ονειρεμένα τα φτερά της τα ουράνια της ζωής αρώματα, της υγείας τα μεθυστικά και πλούσια μύρα. Τάμπωχνε απαλή, γλυκύτατη ανάπνια του γιαλού. Τανέβαζε και τάπλωνε στο χωριδάκι το φτωχό, που κρέμεται στο βουναράκι πάνω.

Ωστόσο στο μικρό το καφενεδάκι μέσα πήχτρα ο κόσμος. Όλο το χωριό ήρθε κ' εκλείστηκε να τη χορτάση. Βελόνι νάριχτες τόπο δε θάβρισκε στο πάτωμα να πέση. Ως κ' οι κακογεράματοι γέροι, που τις μύξες τους έτρωγαν, τα πόδια τους να πάρουν δε μπορούσαν, κ' εκείνοι ακόμα εξεκίνησαν ναρθούν.

Πανηγύρι, γλέντι, κοσμοχαλασμός μέσα κ' έξω.

Ο πάγκος με τα μπουκάλια ταδιανά και τους ξεθωριασμένους &Αριστοφάνηδες& γύρω στολισμένος, έκανε τόρα χρέη θεωρείου. Ντροπαλές, μισοκρυμένες είχαν τρυπώσει από νωρίς όλες οι γειτόνισσες κ' οι καλές γειτονοπούλες του Γιάνη. Ο μπουφές παραμέσα το ίδιο. Ντροπαλούτσικα, ζωηρούτσικα, πονηρούτσικα, σμουλωχτά πρόβαναν μέσαθε άλλα εδώ όμορφα κεφαλάκια· άλλες εκεί χυμερές χωριατοπούλες, αφράτες. Τα τζαμόφυλλα γύρω των παραθυριών κ' οι πόρτες, όλα κλεισμένα μέσαθε, κατάκλειστα. Δυο κρεμαστές λάμπες, η μια στο πάλκο μπρος, η άλλη στη μεσιανή κόρδα της στέγης, έριχταν μισοκοιμισμένες, ανόρεξες το νυσταγμένο φως τους, ασυνήθιστες κι αφτές σε τέτια ξεφαντώματα απονύχτερα. Ανέβαιναν πυκνοί οι καπνοί από τα τσιγάρα γύρω. Ανεβοκατέβαιναν πνιγερότεροι από τις λάμπες τις αξεφτίλιγες. Εζητούσαν άνοιγμα να βρουν και δεν έβρισκαν. Επυκνώνονταν, ολοένα επυκνώνονταν ανάμεσα στους τέσερους τοίχους. Ο κόσμος ο περίεργος υπομονετικός μέσα, εκατάπινε καπνούς από τσιγάρα και από βρώμικα πετρέλαια καπνούς. Εφούσκωναν τα μάτια γυαλιστερά, φλογισμένα. Εξεραίνονταν οι λάρυγκες από την πνιγερή, ασφυχτική δύσπνια. Ανάδοναν ανασασμοί βιαστικοί, στενόχωροι· χνώτα βρώμικα και ίδρωτες μούχλιοι, ξυνισμένοι από το βαρύ της εργατιάς ημεροκάματo· ανάδονε ποδαρίλα από μακρυπερπάτητους δρόμους, ξυνίλα από μεγάλη κούραση, που να σηκώνη τη μύτη και στο μυαλό να σε χτυπά. Βόχες και βρώμες και άχνες και πνιγεροί καπνοί και σαπισμένοι ίδρωτες και ποδαρίλες βαρύτατες από ξυγκωμένα τσαρούχια εσυναπατιώνταν μες το χώρο το στενό και τον κατάκλειστο. Εσπρώχνονταν κ' εσωριάζονταν κατά την ανταβάνωτη στέγωση απάνω. Εκατέβαιναν κάτω πάλι ολοένα. Ολοένα ανεβοκατέβαιναν. Πυκνά πεντάπυκνα στρώματα θολής άχνας, καπνού βρωμερού, συμπυκνώθησαν σε σύγνεφα βαριά. Ετίκλωσαν κ' εθόλωσαν όλο το καφενείο μέσα. Ετρεμόφεγγαν σαν καντηλάκια μες τους θολούς καπνούς οι λάμπες πάνω, και δεν καλοξεχώριζαν ένας από τον άλλον κάτω.

Φανταστική, σκεπασμένη κάτω απ τα παράξενα λιβάνια, τυλιγμένη μες τα θολά κι αλλόκοτα θυμιάματα, που τόσο πλούσια εκαίγονταν στο βωμό της· έξαλλη, μεθυσμένη από των περιέργων θαμαστών της τον ακράτητο ενθουσιασμό, εχόρεβε τόρα η τουρκοπούλα στο πάλκο πάνω.

Εχόρεβε χασάπικο.

Εμινίριζε το βιολί ψιλά. Εκλάγκαζε πολύχορδο το σαντούρι. Εκουφοηχούσε το βαθύ λαγούτο. Εκροτάλιζαν &κρικ-κρι-κρίκ, κρι-κρι- κρίκ&, τατσαλένια ζίλια στα δάχτυλά της ανάμεσα. &Ε-ε-ε-έ, έεεεέ, έεεεεεεέ&, εβοηθούσε παράτονα, κακόφωνα, να τη σιγοντάρη ο Σαντουριέρης. Κάτω από τους παράχορδους, αταίριαστους, γροθοκοπημένους ήχους· κάτω από τα κακόηχα ξελαρυγκιαστικά ε-ε-ε-έ του Σαντουριέρη· κάτω από τους ατσαλένιους κροταλισμούς τω ζιλιών της, που εσούβλιζαν κ' εσπάραζαν ταφτί· έξαλλη, θεότρελη, δαιμονισμένη, μανιακή εχόρεβε. Εχόρεβε γοργόστροφη, εσφάδαζε σπαρταριστή, ετράνταζε άσεμνη, εταρνάριζε προκλητική. Ελύγιζε τη μέση της. Ετρεμούλιαζε τα χυμερά της μαστάρια. Ανοιγόκλειε υγρά τα ματόκλαδά της, χάβνα, ηδονικά, λάγνα, λιγωμένα.

Εχόρεβε, εχόρεβε, εχόρεβε.

Έπαιρνε το πάλκο απάνω από τη μιαν άκρη στην άλλη. Με μικρά, κοντά, γοργά, ρυθμικά, χτυπητά στο πάτωμα πηδηματάκια. Έφτανε στην άκρη· απαντούσε τον τοίχο. Μια έδινε, ξαναμένη πάντα, βεργολυγερή πάντα, γοργή. Εσήκωνε ψηλά, πάνω απ το βελουδένιο καλπάκι της το χέρι το δεξί. Έδιωχνε πίσω στη μέση της ανάζερβα το άλλο. Εχαμήλωνε το κεφάλι. Ελύγιζε λίγο κάτω τα γόνατα. Ετσάκιζε τη μέση.

Εχόρεβε, εχόρεβε, εχόρεβε.

Εστριφογύριζε κάτω απ το ψηλά σηκωμένο χέρι που εκροτάλιζε απάνουθε τα ζίλια. Εστριφογύριζε με το κεφάλι χαμηλωμένο, τη μέση τσακισμένη, τα γόνατα λυγισμένα. Εστροβίλιζε μια καρτέλα· άλλη καρτέλα· άλλη, άλλη. Εφούσκωναν, ανέμιζαν, εκλωθογύριζαν δώθε, κείθε, ψηλά, χαμηλά, πέρα τα κοντά φουστανάκια της. Εξέφεβγαν πάνω από τα γόνατα λίγο· απάνω, παραπάνω. Εξεσκέπαζαν τις σαρκωμένες τις άντζες της πίσω· πάνω, παραπάνω τις αντζακλείδες της. Εξεσκέπαζαν την κατακόκινη καλτσοδέτα πάνω, παραπάνω, ψηλότερ' ακόμη· λιγάκι· τόσο δα. Εγλυστρούσαν στρογγυλές, γεμάτες, κανονικές οι γάμπες. Με το δεξί χέρι πάνω απ το κεφάλι, στη μέση πίσω διωγμένο τάλλο, εγύριζε, εγύριζε. Εστριφογύριζε μια καρτέλα, άλλη καρτέλα· άλλη, άλλη. Έξαλλη, ξελιγωμένη, σπαρταριστή, συναρπασμένη, προκλητική, δαιμονισμένη, μανιακή.

Εμινίριζε το βιολί ψιλά. Εκλάγκαζε το σαντούρι πολύχορδο. Εκουφοηχούσε το βαθύ λαγούτο. Εκροτάλιζαν &κρι-κρι-κρίκ, κρι-κρι- κρίκ&, τατσαλένια ζίλια στα δάχτυλά της ανάμεσα. Εβοηθούσε ε-ε-έ, ε- ε-έ , να τη σιγοντάρη ο Σαντουριέρης παράτονα, κακόηχα, δυσαρμονικά.

Άλλαξε τόρα ο χαβάς. Άλλαξε κι αφτή το χορό της. Στρωτόν τόρα, αργοκίνητον τόρα, ήσυχον. Εστεκόταν στη μέση καταμεσίς στο πάλκο. Με τα όργανα σύφωνα, εχόρεβε στον τόπο της τόρα. Λες κ' ήταν λυμένη, ξεβιδωμένη από τους αρμούς της. Άλλη κίνηση έδινε στο κεφάλι. Μπροστά πίσω, πέρα, δώθε. Σαν νάταν ξεκολλημένο απάνω από το ραχοκόκαλο. Άλλη έδινε στα μεστωμένα και χυμερά της στήθια, στα αφράτα και φουσκωμένα μαστάρια της. Καταμπροστά, καταπίσω, δεξιά, αριστερά. Τρεμουλιαστή, άσεμνη, νεβρική, ξελιγωμένη, υστερική. Σα νάταν ξεβιδωμένο ταπανωκόρμι της, από τη λαιμαριά της απάνω, ως κάτω στη μέση της· ξεκολλημένη κ' η μέση της πίσω στα απάκια. Άλλη κίνηση έδινε πάλι στα κάτω μέλη της· από τα λαγαρά της τα καλοθρεμένα και κάτω. Εσειόταν κ' ελυγιόταν, κ' εταρνάριζε, κ' έτρεμε. Με διαφορετικά αντίθετα κουνήματα πάνω ως το λαιμό. Με άλλα κάτω ως τα λαγαρά. Με άλλα κάτω, κάτω. Σε τρία, σε τέσσερα ξεβιδωμένο το κορμί της. Λυμένη όλη· όλη ξεκλειδωμένη. Σαν κούκλα, που της σφίγκουν τάψυχα στηθάκια της, και λυέται όλη, και κουνιέται όλη, και παίζουν χαρωπά τα παιδάκια.

Έπαβε τόρα να τραντάζη νεβρικά, να κουνιέται άσεμνα. Εστριφογύριζε στον τόπο της μια καρτέλα. Έπαιρνε στριφογυρίζοντας με ψιλή, γαργαλιστική φωνή του σκοπού που εχόρεβε το γοργογύρισμα·

&Έτσι-ντο, τσι-ντο, τσι-ντο, Το βελεσάκι σου κοντό…&

Εστεκόταν πάλι στον τόπο της. Έδινε μια, επηδούσε σύφωνα με του τραγουδιού το γύρισμα. Έριχτε όλο το κορμί της στα πόδια κάτω. Μια πάλι, αναπηδούσε απάνω. Εκροτάλιζε τα ζίλια. Εστριφογύριζε μια καρτέλα. Έπαιρνε πάλι στριφογυρίζοντας, με ψιλούτσικη, γαργαλιστική φωνή το γοργογύρισμα·

&Κι αποπίσω σου μακραίνει, Να μην ήσαι γγαστρωμένη;..&

Επηδούσε πάλι. Έριχτε το κορμί της ολόβολο στα πόδια κάτω. Πάλι αναπηδούσε. Εστριφογύριζε άλλη καρτέλα. Έπαιρνε πάλι στριφογυρίζοντας το γαργαλιστικό το γοργογύρισμα,

&Έτσι-ντο, τσι-ντό, τσι-ντό,
Το παντελόνι σου κοντό,
Κι αποπίσω κάνει ζάρες,
Του κορμιού σου νοστιμάδες…&

Εκόπηκε τόσην ώρα τόρα κ' εκάθισε να ξεκουραστή, δίπλα στο
Σαντουριέρη.

Η πρώτη εντύπωση επέρασε κάθε λογαριασμό, κάθε προσδοκία.

Τα λεβεντόπαιδα ενθουσιάστηκαν. Άναψαν κ' εκάηκαν μαζί της. Να τη βλέπουν να ταρναρίζη ορθοβύζα τα στήθια, να τρεμουλιάζη τα μαστάρια πλαδαρά· να σιγοκλή ηδονικά, φλογισμένα τα βλέφαρα· να λυγίζη τη μέση, να κολπώνη την κοιλιά, να προβάλη με λύσα τα λαγαρά· να προκαλή τον καημό, λάδι να ρίχνη στη φωτιά· νανάβη τους γλυκούς τους πόθους, με τα ολοζώντανα, σπαρταριστά, ξετσίπωτά της κουνήματα. Άναβαν, έκαιαν, σπίθες ολόθερμης επιθυμίας επετούσαν τα μάτια τους. Γλαρά, φλογισμένα, γυαλιστερά ελαμποκοπούσαν στης ξυπνισμένης σάρκες την καφτερή τη λάβρα, στου ξαναμένου πόθου το πύρινο καμίνι. Οι λιμοκοντόροι ξετρελάθηκαν μαζί της. Τα γεροντοπαλήκαρα όλους στη λύσα ξαπερνούσαν. Μανιασμένοι γερόλυκοι! Έτρεμαν τα χείλια τους. Έτρεμαν τα χέρια τους. Έτρεμαν τα ποδάρια τους. Έτρεμαν τα πηγούνια τους. Ίδρωνε και ξίδρωνε το σουφρωμένο μέτωπό τους. Έφριξαν οι ψαρές τους τρίχες αγριεμένες. Ολόσωμοι έτρεμαν. Και όλο και στο μουστάκι το χέρι. Όχι λόγια! Ο Κυρ-Σταρός ο γερογραματικός μάλιστα, χήρος ο καημένος ξερομαχημένος, βλέπεις, γερολιχουδιάρης πιο πολύ από τους άλλους, επήγαινε να λυώση σαν τάδολο κερί. Άρχισε κιόλα να τα φέρνη βόλτα. Έστειλε το Γιάνη, να τη ρωτήση τι θα πάρη, «με τη παρέα της». «Από ένα λουκουμάκι και κονιάκ μαζί». — Είχε πια και κονιάκ ο Γιάνης. Πρώτη σαγονιά την πήρε ο γραματικός. Με το δίκιο του βλέπεις.

Μόν' ο κυρ Δημητράκης, ο δικολάβος, με το φανελένιο ποκάμισο, με τις διπλές φούντες στο λαιμό, και το σακάκι, το ξεβαμένο, εγύριζε στην καρέκλα του απάνω νεβρικός. Έβλεπε, κ' εχαμογελούσε ειρωνικά τάχα μου, με τους χαζούς τους χωριανούς του.

— Πφ! τι λες εκεί! — αφτός από τέτια!..

Όξω από το καφενεδάκι πάλι κόσμος και κοσμάκης. Όλα τα κοπελούδια του χωριού κι όλα τα παλιοπαίδια, που δεν είχαν δεκάρες να μπουν. Έπιαναν τις κλεισμένες πόρτες, να ιδούν από καμιά τρυπούλα. Έπιαναν και τα παράθυρα να ιδούν από τα τζάμια τα κλεισμένα απόξω. Μερικά επήγαν κ' έκλεψαν μια σκάλα απ του Γερο-Θοδόση τη μάντρα παράμερα. Την έφεραν και την εστήριξαν μπρος τα τζάμια τ' ακρινού παραθυριού. Εμαζέφτηκαν όλα κ' έπεσαν κουβάρι πάνω στη σκάλα. Ποιο να πρωτανεβή να πιάση θέση. Εσφίχτηκαν, εσκαρφάλωσαν, εκρεμάστηκαν συμαζωμένα, τσουπωτά σα σταφύλια. Όσα εκρεμάστηκαν χαμηλά κάτω να βλέπουν, ετρωγόνταν, εμαλλοτραβιώνταν με τάλλα που δεν έβρισκαν θέση. Ποιο να νικήση να πάρη τη θέση ταλλονού. Από τα τραβήγματα, από τον πολύ σαματά, από το μεγάλο βάρος, κρακ! κάνει απάνουθε και σπα η σκάλα. Γκρεμίζονται τώνα πάνω στάλλο κουβάρι, μες τη γούβα του υπογείου. Φωνές, βουή, κλάματα, κακό. Αχ! αχ! ωχ! ωχ! Το χεράκι μου, το ποδαράκι μου! Εσκοτώθηκα, ετσακίστηκα! Χλαλοή μεγάλη, σαματάς τρανός. Κοσμοχαλασιά. Εταράχτη ο κόσμος μέσα. Έτρεξαν όξω οι φαντάροι. Έπαψαν τα τραγούδια και τα όργανα. Βγήκαν ξοπίσω στους φαντάρους οι πιο περίεργοι, να μάθουν. Ο Γιάνης μέσα, φοβισμένος μη λάχη και κοπή και χαλάση στη μέση η διασκέδαση για το τίποτα, και «δε βγάλουμε και μεις το πετρέλαιο», καθησύχαζε τον ταραγμένον τον κόσμο·

— Τίποτ' αδερφέ! Μπιτ τίποτε! Εκουβάλησαν μια σκάλα, ακούς, να μου σπάσουν τα τζάμια. Βέβαια! Έχομε τα μπόλικα καπτάλια, βλέπεις! Να ιδούν μαθές, κι ο κόσμος να χαλάση! Ακούς; Διαστρεμένα! Έπεσαν στη γούβα να τσακιστούν. Έτσι ντε! να! Μπομπιεμένα!.. Ίχιτας!

Εγύρισε με το δίσκο τόρα και τους εφλόγισε και τους κατάκαψε όλους με τα νάζια της και τα γλυκόλογά της. Ο Διαμαντής, ο γιος της Κυρά- Πάβλαινας της χήρας, που έκαν' αέρα με την πελώριά του σαν ανεμόμυλου φτερό ψαθοβουρλιά και δεν εδροσιζόταν· ο Κυρ-Λοχίας στην άκρη, (είπαν πως την τσίμπησε τάχα ο Λοχίας, τόσο δα, λιγάκι· ποιος τα πιστέβει;) με τον Κωστάκη, τον αδερφό της Κυρά-Δασκάλας και τον Εργοδηγό το Βαγγελάκη, είπαν και την παρακάλεσαν να ειπή το &Μέμο&.

Ανέβηκε πάλι στο πάλκο απάνω. Άδιασε το διάφορο του δίσκου στο τραπέζι. Εκάθισε στην καρέκλα της, ανάμεσα στο Βιολιντζή και το Σαντουριέρη. Εσφούγκισε τα φλογισμένα χείλη της με το μαντήλι. Ακούμπησε το δεξή της άγκωνα πίσω στο ξύλο της καρέκλας. Εστήλωσε το κεφάλι της στην απαλάμη απάνω. Εξερόβηξε. Τα όργανα άρχισαν το &Μέμο& τόρα. Άπλωσε μια ματιά κάτω. Εσήκωσε ολάνοιχτα τα μεγάλα της ψιχαλιστά μάτια στη στέγη απάνω, σα να ζητούσε κάτι κει ψηλά. Έκλεισε μεμιάς ηδονικά, εκφραστικά τα βλέφαρα. Σιγά, απαλά, μυστικά, νανουριστά, άρχισε. Άρχισε να σκορπίζη γύρω θλιβερούς, πικρούς, σπαραχτικούς στεναγμούς·

— Αχ! Μεεέμο! Με-ε-έ-μο! Μέμο! Μέμο !

Όμορφο παληκάρι, του ήλιου ζηλεφτό βλαστάρι ήταν ο Μέμος. Χρυσόμαλος, σαν τον ουράνιον πατέρα του, φλογερός, ολόξαθος. Ανάμεσα από την πυκνή μαντήλα της, μια μέρα, πεντάμορφη Σουλτάνα τον είδε. Κρυφή σαΐτα η ματιά του, πούχε το χρώμα του γιαλού, στη μαλακή καρδιά την κέντησε. Καλήτερα να μην ταπαντούσες μπροστά σου, καλή Σουλτάνα, το ξαθό παληκάρι· να μην τόβλεπες ποτέ καλήτερα…

— Αχ! Μέμο ! Μεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . .

Μια βραδιά που ταστέρια ετρεμοφέγγαν ψηλά στα ουράνια, κ' η νύχτα πλάκωνε της γης τα στήθια βαριά, — μυστική θύρα άνοιξε, — ελαφρή τρυγόνα επήδησε, — στη θερμήν αγκάλη του μάγισα έπεσε· — εμυροκόπησε η νυχτερινή δροσούλα όξω τα φιλιά τους. . .

— Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . .

Άλλη μια, ξανάρθε η πέρδικα του Ξαθού της το φλογερό χειλάκι να πιπιλίση. Μάβρος σαν την πίσα, δεν εξεχώριζε απ το βαθύ της νύχτας το σκοτάδι ο εβνούχος. Δεν τον είδε. . .

— Αχ ! Μέμο ! Μέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . .

Την τρίτη δεν ήρθε να χαδέψη με ταπαλό της χεράκι, σαν το μετάξι μαλακά τα ολόξαθα μαλιά του. Δεν ήρθε να γλυκαθή στα ζαχαρένια χείλη του. Ήρθε να κλάψη τόρα· — να θρηνήση ήρθε. Τα κοψίδια, που τόνε μοίρασε ο φριχτός του Σουλτάνου δήμιος, να μετρήση ήρθε! . .

— Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . .

Θεριά δακρύζουν στο κλάμα της ορφανής τρυγόνας. Πέτρες σπαράζουν στου πικρού χωρισμού της το θλιβερό στεναγμό. . .

— Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! καημένε Μέμο ! . . .

Πάνω απ το λόγκο τόρα ψηλά, ήρεμο, αργοκίνητο, μαγεμένο το φεγγάρι, έπαιρνε το νυχτερινό του δρόμο στους ουράνιους απάνω θόλους. Έστελνε συμπαθητικές τις ασημένιες ματιές του να φώτιση τα ερωτικά ζεβγάρια. Επερίχυνε και το μικρό το χωριδάκι με πλούσιους, ολόφωτους καταράχτες· με ολάργυρες γάζες νεραϊδοΰφαντες το σκέπαζε. Εφώτιζε αρμονικά τη μικρή πλατεία. Εφώτιζε σκοτεινό τόρα, κοιμάμενο του Δήμαρχου το σπίτι. Έπεφταν σε φανταστικά, παράξενα σχήματα οι ίσκιοι του πλάτανου στη βρύση αποκάτω. Αντανακλούσαν μαλακές, χλωμές αντιφεγγίδες του καφενείου τα γιαλιά απόξω. Όλο το χωριδάκι, κουρασμένο φαίνεται, από την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, είπ' ο Βλογιάρης», έπεσε τόρα σε βαθύν ύπνο.

Άχνα δε φύσαε. Φύλλο δε σειόταν. Μόνο στο πέτρινο γεφύρι, περακεί που ελίμναζαν στις γούρνες της βρύσης τάφτονα νερά, απόλυτοι κυρίαρχοι της νυχτερινής σιγαλιάς τόρα ξελαρυγκιάζονταν οι βάτραχοι. Μόνο το κρεμαστό φαναράκι του κλειστού τόρα καφενείου κεικάτω, νυσταγμένο στην άχαρη ερημιά του, θαμπό μέσα στα πλούσια γύρω σεληνόφωτα, έριχτε τις τελεφταίες αναλαμπές του, κάτω απ τις ισκιερές καμάρες λησμονημένο κ' ετρεμόσβυνε. Και πέρα ακόμα, ακόμα πέρα, μες απ του λόγκου τα σκοταδερά τρίσβαθα που ίσκιοι βαριοί τα πλάκωναν και φεγγάρι δεν τα διαπερνούσε, άπλωνε ολόγυρα, στους κρύους της νύχτας κόρφους βαθυηχούσε θλιβερό, νανουριστό, πένθιμο, κλαψερό το μυστικό παράπονο του Γκιώνη·

— Γκιω! Γκιωώ! Γκιωωώ ! [1895].

Τ Ο Σ Φ Α Χ Τ Ο

— Μια τουφεκιά ξανάμακρα από τη ράχη που βλέπεις κεικάτω· είπ' ο Γέρο-Σειστής, δείχνοντας με της βίτσας του την άκρη μιαν από τις προσηλιακές γυμνόραχες του Πενταδάχτυλου, όπου άρχιζε να ξεδιπλώνεται κήπος μαγικός της Σπάρτης ο καταπράσινος κάμπος.

Τη μια φορά στο ρέμα της σπηλιάς το νερό μαζί με τους αφρούς, έλεγαν, εκύλησε κάτω νωπά αγριολούλουδα. Άλλοτε εξέβρασε ολόλεφκα κόκαλα, ξασπρισμένα. Την τρίτη φορά δε γλυκογεράνιζε η νεροσυρμή. Δεν έπεφταν κάτασπροι οι αφροί, χιονάτοι σαν πρώτα. Εξέρναε αίμα η σπηλιά. Εροδοκοκίνιζαν βαμένοι στο αίμα οι αφροί. Έπεφταν ρόδινοι κ' έπεφταν φλωμάτοι. Κοντοζύγωσε με δίψα η αγελάδα να πιη. Είδε ματωμένον τον ίσκιο της στην νεροσυρμή. Ελαχτάρισε κ' έφυγε. Αντήχησε βαθύ το παραπονετικό μουκάνημά της στην ακροποταμιά τον κατήφορο. Χαμήλωσε διψασμένο και το πουλάκι να δροσιστή. Είδε ματωμένα τα φτερά του στους ροδοκόκινους αφρούς. Τάνοιξε φοβισμένο κ' επέταξε. Εχτύπησαν τον αέρα ψηλά τα τινάγματα της τρομαγμένης του φτερούγας.

— Είνε μια ακέρια ιστορία που θα σου ειπώ τόρα. Μα πρέπει νάχης το νου σου καλά, και πρέπει να κάμης κ' υπομονή να μακούσης. Γιατ' είνε, οπού λες, θαμαστή ιστορία ετούτη· κ' είν' αληθινή ξεστόρηση, που δεν τη βρίσκεις στα χαρτιά και δεν τη γράφουν τα βιβλία. Κ' είνε οπού τη λέμε μεις ιστορία, και τη λέει παραμύθι ο κοσμάκης. Μα είνε ένα πράμα που γυρίζει ο νους ναν τακούση, και στέκεται το μυαλό ταθρώπου. Κ' εγώ σου λέω πως δεν είνε παραμύθι και δεν είνε ξεστόρηση. Θάνε πράμα αληθινό, που δε σου βγαίνει από το νου σαν τακούσης, πως δε γίνηκε τάχαμου κείνα τα χρόνια. Εγώ το πίστεψα σαν τάκουσα· και το πιστέβω όπως σε βλέπω. Θα πιστέψης και λόγου σου, για δε μπορεί τέτιος λόγος νάβγη του κουτουρού. Δε μπορεί να ειπωθή παραμύθι, και να ειπωθή ψέφτικη ξεστόρηση, που δεν έχει τον τόπο της, και δεν έχει το γιατί της. Ή πώς λες και του λόγου σου;…

— Ντε Ψαρή μ' ντεεεέ!

— Τουρκιάς καιρός, οπού λες, του Νάκο-Μήτρα το σπίτι στο χωριό, ήταν βοήθεια του κάθε φτωχού κ' ήταν του κάθε καψοραγιά καταφύγι. Εκεί ήταν οπώβρισκε ο κάθε χριστιανός σπλαχνικό αφτί να ειπή τον πόνο του, το Νάκο-Μήτρα. Κ' έβρισκε χέρι αγαπημένο τη Νάκο-Μήτραινα να τον πορέψη με κάθε βοήθεια και με κάθε γλυκόλογο το χρυσό της χείλι να τον παρηγορήση. Μα τουρκιάς καιρός τότε, σου λέει ο άλλος. Δεν ήταν τρόπος νάβρη ο ραγιάς καταφύγι. Και δεν ήταν πρεπειό για τον Τούρκο, να τα βολέψη ο μαβρο-χριστιανός, και νάβρη σύντρεξη και νάβρη παρηγοριά και παραθάρι· να καψογύρη ναλαφρώση τον πικρόν πόνο του. Οι καταδότες δεν απολείπουν πάντα από τον κοσμάκη, οπού λες. Κι από τα πολλά κάποιο ρεμένο στόμα πάει και το προδόνει! Πάει στου Πασά του Μιστρώς ταφτί, πως ο Νάκο-Μήτρας, τως και τως· σήκωσε κεφάλι με τα καλά του και σήκωσε κεφάλι, ακούς, με την πλουτοσύνη του. Μαζώνει τάχα μου εκεί τους ραγιάδες γύρω και ξεφαντώνει. Και τους συβάνει να το σηκώσουν μιαν αβγινή ξαφνικά, να βαρέσουν τον Τούρκο. Δε χάνει καιρό, οπού λες, ο καλός σου Πασάς και βάνει μια νύχτα κρυφά και σκοτώνει το Νάκο-Μήτρα, το χρυσόν άθρωπο. Κ' εχάθηκ' έτσι πάσα βοήθεια του κάθε φτωχού. Κ' εχάθηκ' έτσι κάθε παραθάρι…

— Χααά! Ψαρή μ', κ' εξεχαστήκαμε…

— Έτσι πια, ακούς του λόγου σου. απόμεινε καψόχηρα η Νάκο-Μήτραινα, η Ζαχαρούλα. Ζαχαρούλα τη λέγανε, κ' ήταν ζάχαρη κ' ήταν μέλι η καψούλα. Μα πάντα ο μεγαλοδύναμος, — δοξασμένο τόνομά του — , δεν αφίνει τον κόσμο να χαθή. Της έδοσε μια παρηγοριά της δύστυχης και την είπ' Αργύρη την παρηγοριά της. Τον τάγιζε φιλιά, οπού λες, και τον πότιζε μόσχο να μεγαλώση. Με καιρό εμεγάλωσε ο Αργύρης. Έπαιρνε τη φλογέρα του κάθε αβγή κ' επάγαινε κ' ελουζόταν αγνάντια στο Βαθυλάκωμα που το λέμε. Ελουζόταν κ' ερόδιζε το νερό από τα ροδομάγουλά του, κ' έλαμπε η σπηλιά από το καμάρι του, κ' εζήλεβαν οι Νεράιδες το λεβέντικό του αντρόσταμα. Σκάλωνε ύστερα στο βράχο απάνου, έγερν' εκεί, και στην πρώτη αντήλια οπάστραφτε κάτου στη νεροσυρμή, έσμιγαν τ' Αργύρη τα χείλη τη φλογέρα. Εγέλαε όλος ο κάμπος πέρα το τραγούδι του, κ' εζήλεβαν τα πουλάκια, κ' εφτεράκαε ζηλόφτονο ταηδόνι. Πάγαιναν τα βοσκαρούδια να ποτήσουν τα ζωντανά, πάγαιναν κ' οι κοπελιές να λεφκάνουν. Αγνάντεβαν τον Αργύρη ψηλά στο βράχο κ' εγλυκολάλειε η φλογέρα του. Εζήλεβαν τα βοσκαρούδια, επλάνταξαν από κεντέρι οι κοπελιές. Κ' εχαιρόταν τον Αργύρη της η Ζαχαρούλα…

— Χάι! Ψαρή μ', χάιιι, αγιάτικο!…

— Τον είπαν Αργύρη-Μήτρα τόρα, οπού λες. Κ' εμεγάλων' ο γιός του Νάκο-Μήτρα και της Ζαχαρούλας η παρηγοριά. Ήταν πια δεκαπέντε χρονώ λεβέντης· Μιαν αβγινή, το λοιπόν, ήταν γερμένος ο Αργύρης στο Βαθυλάκωμα απάνου κι αλαφρά απάλαφρα φύσαε τη γλυκειά τη φλογέρα του. Έπαιρνε του βουνού το πρωινό τ' αγεράκι τον τρελόν αχό, το γλυκολάλημα της φλογέρας, και τάπλωνε ολούθε στο κάμπο και τόφερνε στη δεμοσιά δωκάτου. Καληώρα όπως εμείς τόρα, έτυχε να διαβαίνη κείνη την ώρα τη δεμοσιά ο Μπέης της Αρκαδίας, ερχάμενος από το Μαραθονήσι και πηγαινάμενος στην Τριπολιτσά. Μες την ώρα, εγλυκολάλειε η φλογέρα τ' Αργύρη στο Βαθυλάκωμα απάνου κι άκουσε ο Τουρκάλας διαβαίνοντας το γλυκολάλημα της φλογέρας δωκάτου, που απαλό, τρυφερό στην πρωινή σιγαλεριά μέσα, ακουότανε στη δεμοσιά το βαθιό του ταντίφωνο. Παραστρατίζει ο καλός σου ο Μπέης από τη δεμοσιά, και πάει απάνου στο Βαθυλάκομα. Σαν πήγε απάνου στο Βαθυλάκωμα, κεντάει τάλογό του, βυθίζει τα σπερούνια σταλόγου την κοιλιά. Φρενιάζει τάλογο, σαλτάρει, κολλάει απάνου στο βράχο πούταν ο Αργύρης γερμένος. Μια κι ανέβη το βράχο, καλημερίζει το παιδί και του λέει:

«Άξιο μου παληκάρι· αλήθεια αξίζει η γλυκειά σου φλογέρα να ξυπνάη από βαθύν ύπνο τις Νεράιδες της λίμνας μου. Κι αλήθεια αξίζει να συντροφέβη της γλυκειάς μου Χανούμ το τραγούδι στην οχθιά. Κι αξίζει να συντροφέβη τάπειρά μου κοπάδια στις βοσκές. Έλα κοντάμου, παληκάρι, στης Αρκαδιάς τα δάση απάνου, έλα!» Ο Αργύρης θυμώνει, βρίζει, σκούζει, μα ήταν αδύνατο πράμα, και δεν έτυχε νάχη αρματωσιά στο σεχαχλίκι του, για να μπορέση ναντισταθή. Έδοσε μια ο Μπέης, τον άρπαξε στην αγκαλιά του· τον κάθησε πισωκάπουλα στ' αράπικο τάτι του. Εκάρφωσε τα σπερούνια στα πλεβρά ταλόγου, έκαμε τάτι φτερά και δώθε παν οι άλλοι. Χάθηκε μέσα τον κάμπο, συνεπαίρνοντας του χωριού το καμάρι, της καψο-Ζαχαρούλας την παρηγοριά…

— Χάι! χάι! Ψαρή μ'…

— Οπού λες. Απάνου στης Αρκαδιάς τα πυκνά τα δάσα εκ' ήταν οπέβοσκε τις άπειρες κοπές του Μπέη, του Νάκο-Μήτρα ταρφανό. Κ' εκ' ήταν οπούχε τα μαντριά του. Ήταν κοντά μια λίμνα απόδιπλα. Σαλάχαε ο Αργύρης τα πρόβατα στη λίμνα, να τα ποτίση. Έγερνε εκεί στην οχθιά κ' έσμιγε με τα φαρμακωμένα τα χείλη του τη φλογέρα κ' εξύπναε από βαθύν ύπνο τις Νεράιδες της λίμνας, που αναπάβονταν στα γιάλινα τα παλάτια τους. Κ' ήταν πικρό και παραπονιάρικο το τραγούδι του άμοιρου Αργύρη. Έβλεπε πολλές φορές μαπορία και τρόμο, να σουρώνη η λίμνα στη μέση και νανοίγη αφαλό στα βάθη της. Να ρουφάη αποκεί κλαριά ολάκερα από έλατα και χορτάρια. Έβλεπε να καταπίνη ξύλα κι ό,τι ετύχαινε στο ρέμα της· να χάνωνται μαφρούς τα νερά, να βυθίζουν στη μέση της. Ρώτησε ο Αργύρης μαπορία και τρόμο κι άλλους Αρκαδινούς τσοπάνηδες και καθένας τους τούλεγε και μιαν άλλη ιστορία. Τούπαν πως τα νερά της λίμνας τα σουρώνει ή καταβόθρα και βρίσκει άλλες καταβόθρες κάτου, κι άλλες παρακάτου, κ' ετρούπησαν τα σωθικά του Ταΰγετου τα νερά, κ' εξέσπασαν δωκάτου στο Βαθυλάκωμα που το λέμε. Αφογκράζεται ο Αργύρης μανοιχτό το στόμα. Μια νυχτιά παίρνει κι απαρατάει του Μπέη τα πρόβατα στο μαντρί, και κατεβαίνει στη λίμνα. Πάει στη λίμνα ολόχαρος, και γελαστός πάει στην οχθιά, και ζυγώνει αποκεί την καταβόθρα. Βγάνει τη φλογέρα απ το σελάχι του και τη φιλεί, τη φιλεί. Δακρύζει και την πετάει στην καταβόθρα. Και φέβγει, φέβγει, αφίνει πίσω του του Μπέη τις άπειρες κοπές και τα πυκνά της Αρκαδίας τα δάσα….

— Χάι! Ψαρή μ', χάι ! μαγκουφίτη μ'….

— Οπού λες. Η καψο-Ζαχαρούλα η μαβρόχηρα, σα να της το είπε ο άγγελός της, σηκώνεται μιαν αβγινή κι απαρατάει το χωριό και πάει δωκάτου στο Βαθυλάκωμα να λεφκάνη. Πάει στο Βαθυλάκωμα, χτυπάει με τον κόπανο το πανί, χτυπιέται κι απομοναχή της. Κάθεται και μοιρολογάει τον άντρα της το Νάκο-Μήτρα, και κλαίει τον Αργύρη της, την παρηγοριά της. Κ' εκεί οπέκλαιε κ' εμοιρολογούσε, κάνει να ξεδιπλώση το πανί και βλέπει στο νερό ξαφνικό μεγάλο. Βλέπει να κατεβάζη το νερό τ' Αργύρη της τη φλογέρα. Βουτάει, χώνεται στα νερά σαν πάπια ως τη μέση, την αρπάζει με δάκρυα στα μάτια, την κολλάει στα χείλη της και τη φιλεί, τη φιλεί, τη φιλεί. Μα δεν ήξερε τι να στοχαστή κιόλα, και βάνει με νου της χίλιες δυο συφορές και κακά. Πιάνει και κλαίει και λιγάν τα πόδια της και λιγοθυμάει. Και πιάνει και παίρνει αλέφκαντο το πανί, και κρύβει στον κόρφο της τη φλογέρα. Γέρνει μάτα στο χωριό. Γέρνει στο χωριό και πάει στο ρημάδι της. Πάει στο σπιτικό της κι ανοίγει, κλαίοντας την πόρτα. Τηράει, και τι να ιδή! Τον Αργύρη της μέσα….

— Χάι! Ψαρή μ' περπάτα· χάι! οκνιάρη, ντέεεε!…

— Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά. Κείνη τον εφκήθηκε, τον εφίλησε, τον ξαναφίλησε και πάει στην εφκή της. Έγυρε πάλι στην Αρκαδιά. Πήγε στην Αρκαδιά ολόχαρος και πήγε στη στάνη γελαστός. Ο Μπέης δεν ήξερε πως έλειψε ο Αργύρης, και δεν ένιωσε πως κατέβηκε στο χωριό του. Αποκεί κ' ύστερα, κάθε αβγή ο Αργύρης, νυχτούλια ακόμα, σαλάχαε τα πρόβατα στα βοσκοτόπια. Τα κατέβαζε και στη λίμνα. Πάγαινε στη λίμνα τα πρόβατα κάθε αβγή, και πάγαινε να στείλη την καλημέρα στη καλή του τη μάνα. Έπιαν' εκεί το παχύτερο αρνί του Μπέη· τόσφαζε, τόγδερνε, το ξεκοίλιαζε κρυμένος μες το λόγκο. Το λιάνιζε καλά, τα τύλιγε μες το τομάρι του, τόδενε με βούρλα καλά στο τομάρι και τόριχνε στην καταβόθρα της λίμνας. Η μάνα του δωκάτου, πάγαινε κάθε αβγινή να λεφκάνη τάχα στο Βαθυλάκωμα κ' εδεχότανε ολόχαρη και γελαστή του Αργύρη της την καλημέρα, που την κατέβαζε της σπηλιάς το δροσάτο νερό. Έγερνε μάτα στο χωριό η Ζαχαρούλα, κ' εμέρναε με τη φτωχολογιά την γλυκειάν καλημέρα τ' Αργύρη της, κ' έπαιρν' εφκές κ' εφλογίες από τόσα στόματα πεινασμένα του Νάκο-Μήτρα τάξιο παληκάρι. Επάγαινε έτσι κάμποσον καιρό η δουλειά. Εκύλαε τον κατήφορο της σπηλιάς το νερό του Μπέη ταρνιά, κ' εχαιρόταν η χαροκαμένη τ' Αργύρη η μάνα, κ' εξεφάντωναν τόρα οι χωριανοί όλοι, κι όλοι οι γειτόνοι του Νάκο-Μήτρα του συχωρεμένου. Μα κ' οι κοπές του Μπέη λιγόστεβαν από μέρα σε ημέρα. Κι αφτό ήταν πούκαμε τον Μπέη να υποψιαστή και να παραμονέψη τον Αργύρη. Καμιά φορά, το λοιπόν, πάει ο Μπέης κρυφά και χώνεται ανάπλαγα μες το λόγκο, οπαράδιζε ο Αργύρης κάθε αβγή με τα πρόβατα. Πάει εκεί και χώνεται, και λουμώνει και παραμονέβει τον Αργύρη. Αγναντέβει το πώς τάβοσκε και τα διαφέντεβε τα πρόβατά του το βοσκαρούδι. Χαμογέλασε ο τούρκος πίσω από τα κλαδιά. Παίρνει και φέβγει και γέρνει στον πύργο του. Αφίνει ήσυχο το βοσκαρούδι, να κάνη τη δουλιά του· να στέλνη την καλημέρα της άμοιρης μάνας του…

— Ντε! Ψαρή μ' ντεεεέ! πάρ τα ξερά σου!..

— Με καιρό ύστερα, οπού λες, θάταν φαίνεται Μεγάλη Σαρακοστή, που νηστέβουμε εμείς στα χωριά, γιατ' είχε καιρό πια να κυλήση αρνί της σπηλιάς το νερό για τη χήρα του Νάκο-Μήτρα, κ' είχε καιρό να κυλήση την καλημέρα στην καλή τη Ζαχαρούλα. Ημέρα την ημέρα καμιά φορά μπήκε Μεγαλοβδόμαδο. Τ' Αργύρη η μάνα πρόσμενε μαγωνιά μεγάλη και χαρά τρανή, νάρθη η Μεγάλη Λαμπρή, για να δεχτή το χαιρετισμό του γιου της· να λάβη κ' είδηση για τον Αργύρη της τον ακριβό. Του Νάκο-Μήτρα το χωριό εσήκονε τόρα μεγάλη Ανάσταση. Οι καμπάνες της μικρής του εκλησούλας έστελναν τον αχό τους πέρα περιανά κι αντιλάλαε ο κάμπος. Οι χωριανοί κ' οι χωριατοπούλες έτρεχαν λαμπροφορεμένοι στο χαρμόσυνο το κράξιμο, κι όλο το χωριδάκι εφώταε από τα πασκαλιάτικα τα φωτερά. Εξημέρωνε, — βοήθεια μας! — Μεγάλη Λαμπρή και το αγνό το χωριδάκι εσήκωνε Μεγάλη Ανάσταση. Όλοι οι χωριανοί ξύπνησαν νυχτούλια, ποιος να πρωτοπάη στην εκλησιά να ειπή και να κάμη &Χριστοσανέστη&. Επήγε κ' η καψο-Ζαχαρούλα η Νάκο-Μήτραινα, έρημη αφτή κι απομόναχη, με δυο λαμπάδες η άμοιρη, τη μια για τον Αργύρη της πια τον ακριβό της. Σήκωσαν οι χωριανοί Μεγάλη Ανάσταση κι απόλυκε η εκλησιά αχάραγο ακόμα. Εσκόρπησαν οι χωριανοί μέσα στο χωριό ολόχαροι, να μαζεφτούν στις αβλές τους, που τους καρτέραε θράκα ολάναφτη κι ακαρτέραε ταρνί στο σουβλί περασμένο. Να κάτσουν να ψήσουν ταρνί το λαμπριάτικο πια, να στρωθούν να ξεφαντώσουν. — Ας πάω κ' εγώ να πάρω η άμοιρη το λαμπριάτικο ταρνί μου· είπε κ' η κάψο-Ζαχαρούλα σα βγήκε από την εκλησιά, κ' εροβόλησε τον κατήφορο. Βγήκε από το χωριό και κατέβηκε στο Βαθυλάκωμα με το χάραμα. Την πήραν γλυκοχαράματα που έσκυβε απάνου στο νερό κι ακαρτέραε το λαμπριάτικο ταρνί της. Καμιά φορά εκουφογόγκηξ' η σπηλιά μέσαθε. Το νερό εκύλαε με πλειότερη βουή τόρα. Σε λίγο πλαφ! πλαφ! κάνει και πέφτει κάτου μαφρούς ένα τραγήσιο τομάρι φουσκωμένο. Βουτάει μες τα νερά τ' Αργύρη η μάνα κι αρπάζει με χαρά του γιου της το λαμπριάτικο δώρο. Το σήκωσε στην αγκαλιά της και τόσφιγκε τόσφιγκε, λες κ' ήταν ο Αργύρης της μέσα. Ήταν βαριό τόρα το δώρο, γιατ' ήταν λαμπριάτικο πια. Τόσφιγκε τόσφιγκε ανηφορίζοντας τη ραχούλα-ανάπλαγα κατά το χωριό. Τόσφιγκε, εφίλειε τις τραγότριχες του τομαριού, και της φαινονταν μαλακές, απαλότατες, σα νάσμιγαν τα μαραμένα της χείλη τ' Αργύρη το χνουδωτό στοματάκι· &Χριστοσανέστη& με τον ίδιον τον Αργύρη της λες κ' έκανε. Πάει με χαρές στο σπιτικό της η μαβρόχηρα. Πάει τρεχάτη νανάψη φωτιά, να γίνη θράκα· να ψήση το κρέας να φάη, να ξεφαντώση στην υγειά τ' Αργύρη της· να πορέψη και την άμοιρη φτωχολογιά, οπακαρτέραε το χρυσό της χεράκι. Φτάνει στο σπιτικό της η άμοιρη κι απιθώνει το σφαχτό. Παίρνει ένα μαχαίρι να σκίση το τομάρι. Σκίζει το τομάρι, τηράει· τι να ήδη! Τον Αργύρη της μέσα, λιανισμένον, κοψοκέφαλο…

………….

Αποτότε, οπού λες, μια φορά το χρόνο, τη Λαμπρή, κοντά, η σπηλιά ξερνάει κόκαλα ξασπρισμένα και κυλάει ματωμένους αφρούς…

— Ντε! Ψαρή μ', τόρα, να παγαίνουμ' αναγκαστά…
[1894].

Α Ν Τ Ρ Ο Γ Υ Ν Ο Χ Ω Ρ Ι Σ Τ Ρ Α
Γιάννη Ψυχάρη

Με τα πρόσωπα χλωμά ξεραγκιανά, με τα μάτια βαθουλά σβυσμένα, τα μαλλιά τους λερά κι αξάγκλεγα έβλεπαν μες από τα σιδερένια δίχτυα των παραθυριών. Όλοι βουβοί κι αμίλητοι. Όλοι με την απόκρυφη φωτιά του πόθου μέσα τους. Όλοι με την ακόλαστη μανία πολυκαιρινοϋ στερεμού στη ματιά τους.

Τα παραθύρια του Ένα εκρέμονταν πάνω από την καγκελωτή της αβλής σιδερόπορτα κ' έβλεπαν τα πεζούλια αποκάτω. Εκαθόνταν κι ακαρτέραγαν οι επισκέφτες κάτω στα πεζούλια αραδαριά. Έβλεπαν και δε χόρταιναν πάνω από τα παράθυρα, με τα κεφάλια στα χοντρά σίδερα κολλημένα, όλοι του Ένα οι κατάδικοι απανωτά στοιβαγμένοι.

Έτσι βουβοί κι αμίλητοι, άγριοι και χαλκοπρόσωποι, χαβνομερακωμένοι στου πόθου τον καημό τον πικρόχολο, ένας πάνω στον άλλον καβαλωτά διασκελωμένοι δεν έβγαναν μιλιά. Άχνα δεν έβγαινε από τόσα στόματα εκεί, στεγνωμένα στο σύφλογο της διψασμένης σάρκας κρυφαναπύρωμα· άχνα από τόσα χείλη χλιαροφριγμένα στων ξαναμένων νέβρων τανακόρδισμα, αφροστεφανωμένα στων αγριεμένων δοντιών το σύσφιγκο συγκλείδωμα. Να βλέπουν, να χορταίνουν, — μάβρο χορτασμό! — τις γυναικούλες όπου εκαθόνταν στα πεζούλια κάτω, με τα κοφίνια και τα σακούλια τους πλάι. Τόση φωτιά μέσα τους άναβε, άσβεστη φλόγα τόση στα ολάναφτα νέβρα τους γλυκόχυνε· εμέθαε τους ποθοπλανταγμένους λογισμούς τους η μυρουδιά του κυδωνιού η χνουδάτη. Να βλέπουν. Μόνο να βλέπουν. Να οσφραίνουνται μόνο, μες από τα ολόχοντρα σίδερα των παραθυριών. Έτσι δα με ξελιγωμένα τα μάτια, να ξαχαρώνουν μονάχα. Τόσο μόνο!

Μες την ώρα να κι ο Γέρο-Ντούντουνας, ο καθαριστής. Επρόβαλε με τη μακριά του σκούπα στα χέρια, αγνάντια στης Επιστασίας την ολάνοιχτην πόρτα. Ακούμπησε τα χέρια λερά και ξεμανίκωτα στο μακρύ του σκουπόξυλο, να ξεκουραστή. Εσήκωσε τα μάτια κατά τα παραθύρια του Ένα απάνω. Εχαμογέλασε πονηρά ο Γέρο-Ντούντουνας κ' εχαμήλωσε τη λοξή τη ματιά του κάτω στα πεζούλια. Εξάνοιξε τις ομορφοστολισμένες Σουλημοχωρίτισες, όλες αφράτες, κι όλες μια κοψιά, όπου εκαθόνταν αραδαριά νάβρουν αράδα. Εκούνησε ταχτένιστο κεφάλι του, χαμογελώντας πάντα πονηρά, κ' εστήλωσε τα μάτια του ψηλά στα παραθύρια·

— Φάτε μάτια ψάρια, ωρέ ταδέρφι! έσκουξε μια κ' εχώθηκε πάλι, γελώντας, μες την Επιστασία να σκουπίση.

Όταν άλλαζε η φρουρά το πρωί, τότε άφιναν και τους επισκέφτες να μπαίνουν, από δύο κι από τρεις μες το προάβλιο. Άφιναν πρώτους τους αλαργινούς, για να προφτάσουν στα χωριά τους πάλι ως το βράδι. Κάθε Κυριακή έρχονταν πλιότεροι από κάθ' άλλη μέρα. Ήταν και παζάρι στη χώρα την Κυριακή. Καθένας εκίναε από το χωριό του με κάνα αρνί, κάνα ζεβγάρι πουλακίδες, άλλος με λαχανικά και τέτια, κάθε λογής φαγουλάρικα. Να τα ξεκάμη στο παζάρι, να πάρη, ναφίση και κάνα λιανό στον εδικό του φυλακισμένον.

Είχαν κατεβή πλιότεροι από κάθε άλλη Κυριακή σήμερα, απ όλα τα χωριά της Αρκαδίας γύρω. Παραδέ γυναίκες. Ήταν όλες πια στολισμένες τα καλήτερά τους στολίδια, λες κ' επήγαιναν σε χαρές και σ' αραβώνες. Εκίναγαν μέρες μακριά, νάρθουν να ιδούν τους εδικούς τους οι άμοιρες. Άλλη να ιδή τον άντρα της, κι άλλη να παρηγορήση το γεροπατέρα της, κι άλλη να ειπή ένα γλυκό λόγο στον αδερφό της, κι άλλη με τον καλό της, πιστή στα λόγια της αγάπης, να χαμογελάση. Εκαθόνταν αραδαριά στα πεζούλια απόξω, μπρος στη μεγάλη ξώπορτα· άλλες χαρωπές, κι άλλες θλιμένες, κι άλλες πολύλογες γαλιάντρες η γλώσα τους, κι άλλες άφωνες και βουβές, κι ακαρτέραγαν νάβρουν αράδα. Όταν ερχόταν η ώρα τους, άνοιγε την καγκελωτήν ξώπορτα ο Σκοπός. Έμπαιναν από δύο κι από τρεις, κ' έκλεινε πάλι με κρότον η βαριά σιδερόπορτα πίσωθέ τους. Ο Αρχιφύλακας απομέσα, τάχα πως θα ψάξη μην έχουν μαχαίρια, άνοιγε αγριωπός τα σακούλια τους. Άνοιγε τα κοφίνια με τα σταφύλια, κ' έπαιρνε για λόγου του δυο τρία από καθεμιά τους.

Καμιά φορά πρόβαλε κ' η νειόνυφη του Βεργή, πεταχτούλα και περδικωτή, η ομορφότερη αφτή στις χάρες και στα στολίδια. Άνοιξε διάπλατη την πόρτα ο Σκοπός, κι αλαφρή σαν πέρδικα, πήδησε μέσα. Ζύγωσε ο Κυρ-Λοχίας να την ψάξη. Την καλόειδε τόρα από κοντά κ' εγαργαλίστηκε πιο πολύ ο μάβρος. Καμαρώνοντας τα στρογγυλά σφιχτοδεμένα στήθια της, εζύγωσε πιο πολύ χαμογελώντας, κι απλώνοντας το ρεμένο του ανάλαφρα στη χνουδωτή τραχηλιά της, τη ρώτησε χαϊδεφτά, ξελιγωμένα·

— Μη λάχη κ' έχης στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;..

Εχαμογέλασε ντροπαλά. Εχαμήλωσε τα γραμένα της ματάκια με νάζι, που θα το ξήλεβε κ' η καλήτερη αρχοντοπούλα.

— Ψάξε με, Καπτάνιο μ', ψάξε με!..

Ο Κυρ-Λοχίας άναψε κ' εψήθηκε ο δόλιος. Εκόλλησε η γλώσα του στον ουρανίσκο, κ' εστέγνωσε η φωνή στον καταπίτη του. Δεν έβρισκε λόγια να ειπή.

Πού να την ψάξη!

Ας είχε και κανόνια απάνω της…

— Φάτε, μάτια, ψάρια, Κυρ-Λοχία μ'! ακούστη ξαφνικά μες από της
Επιστασίας την πόρτα.

Του Γέρο-Ντούντουνα η γελαστή φωνή, λες και τους ξύπνησ' από βαθύν ύπνο. Όλα εκείνα ταγριόμαλα κεφάλια που κολλημένα στα σιδερένια δίχτυα των παραθυριών, ξελιγωμένα εκαμάρωναν τη βεργολυγερή τη Σουλημοχωρήτισα αποκάτω κι άναφταν στου Κυρ-Λοχία τα καμώματα· όλα ανατινάχτηκαν στου Γέρο-Ντούντουνα το πείραγμα·

— Φάτε, μάτια, ψάρια, Κυρ-Λοχία μ'!

Εξέσπασαν μες από τα ολόχοντρα σίδερα σε τρανταχτό, ακόλαστο γέλιο, κ' οι ρείπιοι θόλοι της φυλακής αντιλάλησαν την ξαφνική τη χαρά τους. Τα μάτια τους γιάλισαν φουσκωμένα στου πόθου τη λύσα· τα μαλλιά τους έφριξαν σαν της γάτας που ξάφνου βλέπει σκύλο νάρχεται καταπάνω της, και σ' όλων τα κατάχλωμα πρόσωπα ξωγραφήθηκε ο πόθος ο μανιακός της πιο ακόλαστης κι άγριας αγάπης. Λες και τους άναβε μέσα τους λάγνη μέθη. Λες και τους λάβριζε τα σωθικά, τα νέβρα τους έκαιγε ο ανυπόφορος πολυκαιρινός στερεμός του υλικού έρωτα· του έρωτα του σαρκικού, που δε συγκρατιέται με σίδερα, μ' αλυσίδες δε δένεται.

Ο Γιάρανος, ο Κατσικερός κι ο Χλιβέρης, οπού εκαθόνταν στο ακρινό το παράθυρο, ήταν νειογάμπροι αφτοί κ' ήταν καρδιομαραμένοι πιο πολύ από τους άλλους μες το Ένα . Απόκρυφος ο πόνος τους ελίγωνε. Θάλεγες πως τα κορμιά τους ήταν εκεί, κι ο λογισμός του έτρεχε μακριούς, μακριοπερπάτητους, τραχιούς κι ανάντιους δρόμους. Σιγά, δίχως κι αφτοί να το νιώθουν γιατί, μπορεί για ναλαφρώσουν το φαρμακερόν τους τον καημό, τόσκουξαν λιγάκι το πικρό το τραγούδι τους· κατάπικρο σαν τους μάβρους τους λογισμούς, που παραδέρνουν του κουρασμένου νου τους θλιβερούς τους πόνους.

Η φυλακή έχει σίδερα κι όξω Σκοποί φυλάνε,
Θέλω για νάρθω να σε ιδώ και τους Σκοπούς φοβάμαι.

Έβγαινε κλαψάρικο, κ' έρεε συρτό των πονεμένων καταδίκων το τραγούδι. Ήταν πικρός, κ' ήταν παραπονιάρικος ο αχός του. Έμοιαζε αρώστου αγγελόκρουσμα γλαρό, κ' ήταν του πόνου ακράτητο ξεχείλισμα, μαράζι ήταν κ' εξεθύμαινε και της απελπισιάς λυγμός και ρόγχος,

Η φυλακ' είναι μια φωτιά, η φυλακ' είνε λάβρα,
Η φυλακή μού τάβαψε τα σωθικά μου μάβρα…

Μόνο ο Βεργής, απ όλους μες το Ένα , ήταν τυχερός. Ήρθε η γυναίκα του από το χωριό, να τον ιδή, να του φέρη και καθελοής δώρα, πούχε στο φτωχικό τους. Βρήκε αράδα, κ' εμπήκε στην αβλή, κι ο Κυρ-Λοχίας άναψε από τη λιμπιστή την ομορφάδα της. Της άγκιξε τη χνουδωτήν τραχηλιά, και της είπε χαδεφτά «μη λάχη κ' έχεις στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;», και τούπε ο Γέρο-Ντούντουνας «φάτε μάτια, ψάρια, Κυρ- Λοχία μ'». Ανέβηκε πεταχτή, σαν πέρδικα, τη σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα , κ' ήρθε κ' εκόλλησε το ροδοκόκινο προσωπάκι της όξω, στο σιδερό — πλεχτο φεγγίτη του Ένα , που καρτερούσε με λαχτάρα ο άμοιρος ο Βεργής απομέσα. Επέρασε μες από το φεγγίτη της πόρτας τα δώρα πούχε φέρει του καλού της ένα ένα. Έστησαν ύστερα ολόθερμην κουβέντα οι δυο τους, αγαπημένο αντρόγυνο· εκείνος μες από τα σίδερα χλωμός, κ' εκείνη ροδοκόκινη απόξω. Τούπε ότι εγένησε διπλάρια, «να της ζήσουνε!» η Βασίλενα· ο Τόλιας επαντρέφτη, ακούς· «μας άφησε πια χρόνους κ' η Θεια-Σίγουρη!» Χιλιαδυό καινούρια άλλα, που διαφερόταν ο Βεργής.

— Αααλαή! μες τη θέρμη της ομιλίας τους, έσκουξε ο Σκοπός σπαραχτικά.

Τους την έκοψε την καρδιά των αμοιρώνε.

— Όξω οι πισκέφτες! Όξω οι πισκέφτες! Ήταν περασμένη η ώρα, πούταν ωρισμένη για τους ξένους. Οι εβζώνοι επεριδιάβαζαν την αβλή κάτου, από πόρτα σε πόρτα, κι από δωμάτιο σε δωμάτιο. Εβλαστημούσαν κ εφώναζαν, να διώξουν τους επισκέφτες, κ' έσκουζαν να βγαίνουν όξω αναγκαστά·

— Όξω οι πισκέφτες! όξω!..

Ο Βεργής πήγε να λιγοθυμήση που τάκουσε.

Πώς ήθελε ο άμοιρος, νάταν αιώνας η στιγμή, να χορτάση την ακριβή του γυναικούλα!

— Όξω οι πισκέφτες! όξω! όξω! ακούστηκε άγρια τόρα του φύλακα η
φωνή.

Ο Βεργής εχλώμιασε πλιότερο. Δάκρυ πικρό θόλωσε υγρά τα ματόκλαδά του κ' εκύλησε κάτω. Επέρασε το χέρι του τάσαρκο μες από το δίχτυ του φεγγίτη, κ' έπιασε της γυναίκας του το παχουλό χεράκι απόξω. Της τράβηξε τα χέρι καταμέσα τόσο, που ακούμπησαν στα βαριά σίδερα της πόρτας τα χυμερά κι αφράτα της στήθια· το ροδοκόκινο προσωπάκι της, ξαναμένο, εκόλλησε πάνω στα δίχτυ του φεγγίτη. Με κατάθολα τα μάτια τόρα, έγυρε τα κουρασμένο το κεφάλι του· έσιαξε ξεροφριγμένα τα χείλη του, μες από το δίχτυ του φεγγίτη· τα κόλλησε πάνω στα φλογερά χειλαράκια της γυναίκας του. Έσμιξαν σε γλυκό, πεντάγλυκο, αχ! μα και πόσο στερεμένο φιλί!

— Έχε γεια, Γιώργο μ'!…

— Στο καλό, Λενιώ μου, στο καλό!..

Ο Βεργής απόμεινε δακρυσμένος πίσω απ' το φεγγίτη, να την καμαρώση την άμοιρή του γυναικούλα, που με κομένα γόνατα κατέβαινε τη σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα , σφογκίζοντας με της άσπρης της τσεμπέρας την άκρη τα μάτια.

Σαν είδε πια που εχώνεψε αγνάντια σταγκωνάρι, βάρεσε τη γροθιά του μ' ορμή στην πόρτα πίσω· μανιασμένος, άγριος τη βλαστήμησε, — σα νάχε ψυχή αφτή, κ' ένιωθε τον πικρόν καημό του·

— Αχ! αντρογυνοχωρίστρα!

Κ' εμπήκε καταλυπημένος στο δωμάτιο.

Αποτότε κ' ύστερα τη βαριά σιδεροκάρφωτην πόρτα του Ένα , τη λέγαμ' Αντρογυνοχωρίστρα .

Πώς της άξιζε, αλήθεια, τόνομα!

[1894].

Χ Ι Ο Ν Ο Π Ο Λ Ε Μ ΟΣ

Ολοένα αριό και σπιθωτό, απαλό και μαλακώτατο, ολοένα αλαφρό και σπιρωτό, αγανό και ήμερο, άλλοτε πυκνό και γλίγωρο, άλλοτε αργό και πουπουλένιο, τόρα κατεβατό και ήσυχο, τόρα χυτό κι ομαλό, βουβό και κούφιο, και πάλι πλαγιαστό και ανεμισμένο έπεφτε· ολοένα έπεφτε το χιόνι απάνωθε, κι ολοένα τα παιδιά, χωμένα μέσα στην αρμονική χιονιά που εσκέπαζε τον κόσμον όλον ολοτρίγυρα, εμάχονταν, χωρισμένα σε δυο ανυπόταχτα στρατόπαιδα, — η Κατωρούγα η φοβερή με την αντρειωμένη Απανωρούγα.

Ήταν παραμονή μεγάλη, και την άλλη μέρα θα ξημέρωναν Χριστούγενα, — βοήθεια μας! Από την πρώτη μέρα της βδομάδας βροχές ασταλαμάτιγες, νεροποντές ακράτητες και βαρυχειμωνιές επάτησαν τον τόπον όλον. Τόρα εξέσπαε από χτεβράδυ στη χιονούρα. Ντυμένο μες τους αθογαλερούς αφρούς, χωμένο μες τ' αμάλαγα μπαμπάκια το χωριό, εφάνταξε πανώρια ζωγραφιά, θεόγραφτη, κρεμάμενη στου χιονισμένου του βουνού τον κάτασπρον το ρόβολο. Τα δέντρα τα πυκνά του λόγκου ανάγυρα, οι λεμονιές κ' οι βυσινιές στους κήπους μέσα, κρατώντας πάνω στ' άπειρα κλωνιά τους και στα παγωμένα φύλλα τους γρούπους πυκνούς τα χιόνια τα στεγνά, εφάνταζαν πελώρια μπουκέτα με ονειρεμένους, σαν τα κρίνα κάτασπρους ανθούς, που χέρι θεϊκό αόρατο τα σκόρπισε κάτω στη γη· για να στολίση τους αμαρτωλούς τους κόρφους της, και να δεχτή την άγια και λεφκότερη από τα χιονάτα κρίνα αλήθεια του Θεού, που σε τέτοια βραδιά μέσα μαγικήν κι ονειροφάνταστη γενήθηκε στον κόσμον κάτω. Οι ξύλινες οι φράχτες γύρω, πλεγμένες από λυγαριές μες τα κηπάρια, έδειχναν τόρα, κάτω από το χιόνι το πυκνό που τις εσκέπαζεν ολόπηχτο, πανώριες μάντρες μαρμαρόχυτες, φανταχτερές, χτισμένες μαγικά από το πιο άδολο κι ασπρήτερο μάρμαρο, που μες τα πέτρινα τ' αβάθητα τα σπλάχνα της βουτώντας, ανέβασε στη γη ο άνθρωπος, να βαρυθεμελιώση παλάτια ονειρεμένα, μυριοπέτυχα.

Όξω στους δρόμους τα παιδιά, εγιόρταζαν κ' εχαιρετούσαν, με τον πιο χαρούμενον τρόπο, την άγια μέρα που ξημέρωνε. Εδιαμεράστηκαν οι συντροφιές· εχωρίστηκαν. Έπιασαν άλλα τις φράχτες στους κήπους μέσα. Νάχουν ταμπούρια να φυλάγωνται· νάχουν και τα πολεμοφόδια άφτονα και πρόχειρα, που ήταν γεμάτες χιόνια, γόνα πάνω από τη γη, οι πρασιές. Έπιασαν άλλα τω σπιτιών τις απόγωνες γωνιές περίγυρα, που όταν ξεφυσούσε ανάλαφρος ο άνεμος, το ρίπιζε πάνω στους τοίχους τους το χιόνι και τόσπρωχνε, το σώριαζε στω σπιτιών κάτω τις απάνεμες γωνιές. Να βρίσκουν άφτονα και πρόχειρα κι αφτά πολεμοφόδια· να κρύβωνται κι αφτά πίσω από ταγκωνάρια· να φυλάγωνται κιόλα τα φοβερά τα βόλια του εχτρού. Άλλα πάλι έπιασαν ταμπούρια ασύγκριτα τις μεγάλες τις αβλόπορτες, να μάχωνται όξω στ' ανοιχτά· να τρυπώνουν και στις αβλές μέσα, αν θα τους τσάκιζε ο εχτρός καμιά φορά· να του κλειούν και τα θυρόφυλλα μπροστά· να μην τους ξανοίγουν καθόλου μέσα τα βόλια. Άλλα πάλι έπιασαν τις χιονισμένες καμάρες, και τους φούρνους τους καπνισμένους στους τοίχους τους και χιονισμένους απάνω, ταγκωνάρια τα λαδωμένα τω λιτριβειών, τις χτιστές κολώνες, τα μεγάλα και κυκλόβολα δεντρικά· όλα ασπροντυμένα, αφρόχυτα και μαγικά μες την κρινόλεφκη, παρθένα φορεσιά τους, και τάβαλαν μπαστούνες στον εχτρό, καλοπροφυλαγμένες κι απολέμητες.

Ολοένα αριό και σπιθωτό, απαλό και μαλακώτατο, ολοένα αλαφρό και σπιρωτό, αγανό και ήμερο, άλλοτε πυκνό και γλίγωρο, άλλοτε αργό και πουπουλένιο, τόρα κατεβατό, χυτό κ' ήσυχο, και τόρα ομαλό βουβό και κούφιο, και πάλι πλαγιαστό κι ανεμισμένο έπεφτε, έπεφτε, ολοένα έπεφτε απάνωθε το χιόνι· και ολοένα τα παιδιά, χωμένα μέσα στην ονειρεφτή χιονιά που σκέπαζε τον κόσμον όλον ολοτρίγυρα, εμάχονταν χωρισμένα σε δυο ανυπόταχτα στρατόπεδα, — η Κατωρούγα η φοβερή, με την αντρειωμένη Απανωρούγα.

Έκαναν πρώτα σωρούς, να τάχουν άφτονα και πρόχειρα στον πόλεμο τα πύρινα πολεμοφόδια. Να μην τους βρίσκη ο εχτρός ανέτοιμους, και τους τσακίζη κιόλα. Εφούχτιαζαν, μες τα κοκινισμένα, ψημένα από την παγουνιά τα χέρια τους, γρούπους χοντρούς τα χιόνια, πάνω απ τους σωρούς. Τα έσφιγκαν ανάμεσα στις φούχτες τους. Τα αζύμωναν, τα ετσούπωναν, τα έκαναν μπάλες στεγνές σαν πέτρες, και σαν τα πορτοκάλια ολοστρόγγυλες. Και όλα σβέλτα φτερωτά, κι όλα γοργά χαρούμενα, εκυνηγιώνταν ακράτητα, κ' εχτυπιώνταν λυσάρικα, μανιακά αναμεταξύ τους, κ' εμάχονταν ηρωικά, αντρειωμένα. Εσφύριζαν οι άσπρες μπάλες φλογερές, μέσα στη θολωμένην τη χιονιά. Έσκιζαν τον πυκνόν αέρα φτερωτές· ολόδρομες εδιάβαιναν απάνω· εδιασταβρώνονταν από τη μιαν άκρη του δρόμου στην άλλη. Εχτυπούσαν στις χιονισμένες στέγωσες, στ' άσπρα κεραμίδια πάνω· κάτω σταγκωνάρια, στους κήπους μέσα τους αφρόστρωτους· στις ξύλινες φράχτες τις μαρμαρόχυτες απάνω. Εβροντούσαν στις ισκιερές καμάρες κάτω, και πάνω στις κλειστές αβλόπορτες, και τους κουκουλωμένους φούρνους· στις στοιβανιές τα ξύλα, στα δέντρα, στα κλειστά παραθυρόφυλλα. Εσπόριζαν οβούζια αστραφτερά, ολάναφτα, που άπλωναν τις φλογερές τις σπίθες τους ολούθε, συνέπαιρναν κ' εσκόρπιζαν κι ανέμιζαν ολούθε τα χιόνια σύγνεφα πυκνά. Άχνιζε ο τόπος, εθόλωναν τα φώτα της ημέρας στην πυκνή χιονιά. Κι αφτοί γοργοί κι ακούραστοι, φτερωτοί κι ολόχαροι έτρεχαν ολοένα. Εμάχονταν οι φοβεροί αρματωλοί, κ' εχτυπιώνταν με τις φοβερές τους μπάλες αναμεταξύ τους, με φωνές και σφυριξιές κι αλαλητόν και τάραχο μεγάλο, οι τρανοί οι ήρωες, που ετίκλωναν τον κούφιον και βουβόν αγέρα της πηχτής χιονιάς. Ολοένα κι ο ουρανός απάνω, χωμένος μες τη χειμωνιάτικην τη γούνα του, λες κ' εχαιρότανε κι αφτός με τον τρελό τους πόλεμο, έστελν' έστελνε ολοένα, άπλωνε, σώριαζε άφτονα πυκνά πολεμοφόδια, στους αντρειωμένους του πολεμιστάδες κάτω.

Ολοένα το χιόνι κάτω αριό και σπιθωτό, απαλό και μαλακώτατο, ολοένα αλαφρό και σπιρωτό, αγανό και ήμερο, άλλοτε πυκνό και γλίγωρο, άλλοτε αργό και πουπουλένιο, τόρα κατεβατό χυτό και ήσυχο, και τόρα ομαλό βουβό και κούφιο, και πάλι πλαγιαστό κι ανεμισμένο έπεφτ' έπεφτε, ολοένα έπεφτ' απάνωθε· ολοένα κ' οι πολεμιστάδες οι τρανοί, χωμένοι μέσα στην αρμονική χιονιά, καλοπροφυλαγμένοι πίσω στ' απολέμητα ταμπούρια τους, εμάχονταν αγριεμένοι, τρομεροί, σε δυο ανυπόταχτα στρατόπεδα χωρισμένοι, — η Κατωρούγα η φοβερή με την αντρειωμένη Απανωρούγα. [1895].

Θ Α Λ Α Σ Ι Ν Ε Σ Γ Ρ Α Φ Ε Σ
Από την Τίκλα μου.
Κωστή Παλαμά

……..

…Το ξέρεις πια πως ξετρελαίνομαι με τη θάλασα. Χρόνον καιρό να μείνω ξέμακρα από την Τίκλα μου, μαραζώνω, μα την αγάπη μας. Το ξέρεις, που και στην πιο απόκοσμην άκρη να βρεθώ, ναρχίσουν να χλιαίνουν οι καιροί, να γλυκαίνουν και τα λιοπύρια, στα δεσμά να με βάλης, στα κάστρα να με κλείσης, θάβρω τρόπο, στην Τίκλα μου να τρέξω ακράτητος. Γεια νάχουμε, και μια φορά, θα σε πάρω να περάσουμε το καλοκαίρι μαζί. Να θαμάσης και συ με την πανώρια την Τίκλα μου. Να ξετρελαθής και συ. Να μη μαδικάς κιόλα, που όλες του κόσμου τις θάλασες δεν τις αλλάζω με ταμουδερά της Τίκλας μου κυμοθάλασα· με τις απόγκρεμνές της ακροπελαγιές. Όπως, δε θα σου χάριζα μια τρυφερή γραμούλα του ξακουσμένου μου Ταΰγετου, πάνω στον καθάριον ουρανό, μπρος σ' όλες σου του κόσμου τις βουνοκορφές.

… Χτες πάλι, αχάραγο ακόμα, ήρθε να με ξυπνήση ο Γερο-Γουργάρος. Χρυσός άνθρωπος αλήθεια. Μα δεν ξέρεις πόσο τον αγαπώ. Την καρδιά μου νανοίξης, μέσα θα τη βρης την αγαθή την εικόνα του. Με τις βρύχωρες τις βρακούλες του· με τα ξεγυμνωμένα πάνω ως το γόνα, στραγκημένα, ξεραγκιανά καλαμόπουδά του· με το σουλουπιάρικο, τόσο δα, κατάξαρο, σουφρωμένο προσωπάκι του· με τα ψαρά γενάκια του, μαδημένα σαν του τσόλου τα φτερούγια, σπαρμένα δώθε κείθε στο αλατοψημένο το πετσί του, πάνω στάσαρκα ριζάφτια του κολλημένα· με δυο ματάκια, ρουφημένα μέσα, γουβωμένα, μικρούτσικα κ' έξυπνα, σπίθες στο γιαλό, γεμάτα αγάπη και χαρά, γεμάτα καλοσύνη και γλύκα. Στην καρδιά μου τον έχω, που λες. Μα να τόνε γνωρίσης σαν έρθης. Θαφήσης το θάμα σου, να σε χαρώ. Όχι πως τον αγαπώ. Την έχει μέσα του την καλοσύνη ο Καπτάν-Μιχάλης. Μαζί του νάσαι, χίλιες καρδιές αλλάζεις. Κομάτι μάλαμα, μα το ναι.

… Αποβραδίς είχαμε πη, να βγούμε με την καθετή σύνταχα. Ως που να ζεστάνη καλά, όσο νάχη, μια τηγανιά καλή πάντα θα την πάρουμε, ελόγιαζε ο Καπτάν-Μιχάλης. Αχάραγο ακόμα, ήρθε και μαγουροξύπνησε απάνω, που ως τα μεσάνυχτα τόχαμε ρίξει έξω, κάτω στακρογιάλι, με τον Κυρ-Λιάκο τον τηλεγραφητή.

— Όσο να ντυθής συ, μου κάνει, να πάρης και τον καφέ σου, γέρνω γω στο Λιμιονάκι για δόλους.

Τούπα να καθήση, να τον πιούμε μαζί·

— Μουντζουριές μου λέει, γελώντας· μαβρίζει τάντερο. Κ' εκατέβηκε, ανεμίζοντας τις βρακούλες του πίσω, με την απόχη στον ώμο, να πα για γαρίδες στο Λιμιονάκι κάτω. Όσο να ντυθώ, αλήθεια, να πιω και τον καφέ μου, τόνε ξάνοιξα, απ το παράθυρο, στο μουράγιο κάτω. Με την απόχη πάντα στον ώμο, ανασκομπωμένη τόρα τη σέλα της βρακούλας του πίσω, επάγαινε να σύρη το παλαμάρι. Εβιάστηκα κ' εγώ τόρα. Επέρασα την ψαθοβουρλιά στο κεφάλι· άρπαξα από το τραπέζι μου και το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του φίλου μας, πούχε την καλοσύνη να μου το στείλη δωκάτω. Εροβόλησα στο μουράγιο. Είχε παρμένο το σίδερο τόρα ο Καπτάν-Μιχάλης. Εκαλόστρωσε πίσω τη βάρκα, πούταν ολόποντες οι κουπαστές απ τη νυχτερινή δροσιά· εδιπλάρωσε στη σκάλα και μακαρτερούσε. Ανοιχτήκαμε.

…Οι στεριές, θολωμένες ακόμα μες το αιθέριο διάφωτο της χαραβγής, εδροσοβολούσαν μαλακό, απαλό το πρωινό αγεράκι. Αγκριθερά, θειαφόχρωμα, βαρύκορμα τακρογιάλια, εκρέμαγαν στηθάτες κ' ισοκέφαλες τις λαιμαριές τους, στις διάπλατες κάτω ακροπελαγιές. Ψηλότερ' απάνω οι βουνοκορφές του Ταΰγετου, μισοφωτισμένες, θαμπές ακόμα, βυθισμένες κι αφτές μες ταβγινό πούσι, μόλις εχαράκωναν ανάλαφρα τον ουράνιο θόλο ψηλά, ωχρογάλαζο μες της αβγής τα διάφανα χρώματα, απαλοφωτισμένον, σαν την αλήθεια κατακάθαρον. Εξέσερναν απάνουθε ψηλά, εχαμήλωναν λίγο κατακάτω. Εξετύλιγαν φειδωτές, παιγνιδιάρικες, αρμονικές τις γραμές τους πάνω στον ουρανό. Εχαμήλωναν, ολοένα εχαμήλωναν, κ' έσβυναν απαλά, εχώνεβαν μαλακά κάτω στα μαγεμένα κοιμάμενα ακρογιάλια. Περακεί, κάτω, βαθιά, στου διάπλατου κόρφου το απέραντο ξετύλιγμα, αναπηδούσαν μες από τα ονειρεμένα βάθη του γιαλού, εμαντέβονταν πάνω σταπόμακρα βουνά, τα μαγικά τα κάστρα της Κορώνης. Κάτω ακόμα, βαθύτερα ακόμα, εγλυκοφώταε λίγο μες ταδύνατα χρώματα της χαραβγής, εξεχώριζε μες το νυχτονοτισμένον του πελάγου ανασασμό, καθισμένο πάνω στα διάπλατα κοιμάμενα νερά, ολοστρόγγυλο, καμαρωτό το Πινακούλι. Βόσκουν μέσα του τα τόσα αγριόγιδα, ακούς που άνθρωπος δεν τα ζυγώνει. Έχει άπειρες σπηλιές ανήλιαστες κι άπατες καταβόθρες το νησί. Ροβολούν μέσα ταγριόγιδα και κρύβονται, και βόσκουν μέσα κει αθώρητα στα βάθη του γιαλού. Πάνω στον Αγιανάκη πάλι, καταδώ, του Μούρτζινου οι βάρδιες οι ολόχοντρες, άπλωναν κ' εκαθρέφτιζαν τους βαρυθέμελους τους πύργους, στα πηγμένα κάτουθε ακρογιάλια. Φαρδιοί και βαριοΐσκιωτοι εκαθρεφτίζονταν οι μακρουλοί και πολεμόχαροι πύργοι, πάνω απ το καταράχι, μέσα στο γιαλό. Εφάνταζαν ονειρεμένα παλάτια μυστικά, νεροθεμελιωμένα μαγικά στης θάλασας τα ποντισμένα βάθη. Δώθε πάλι έσβυναν, εχάνονταν στα πλάτια του πελάγου, μέσα βαθιά, του Καβογρόσου οι βραχωμένες πλέβρες, που μόλις αξεχώριζαν μες το άπειρο διάστημα του ανοιγμένου κόρφου. Οι αψηλότερες κορφάδες του Ταΰγετου, φωτοπεριχυμένες μες της ανατολής τα ουράνια αφρόροδα, εγλυκοφωτούσαν τόρα χίλια μύρια χρώματα, πορφυρωτά και κατατρύφερα. Ερόδιζε η ανατολή περίλαμπρα, πίσω απ τις δασωμένες ράχες, πέρα περιανά· επερίχυνε με πλούσια, ονειρεμένα χρώματα, τις ανατολικές βουνοκορφάδες του Ταΰγετου. Εχαμογελούσε ο ουρανός απάνω όλος μαγικά, κι αγκάλιαζε, εκαθρέφτιζε μέσα ο γιαλός, πάνω στα αθογαλερά του και ασημένια χρώματα, τις πλούσιες ροδαριές της χαραβγής και τουρανού τα ερωτάρικα χρυσόγελα. Στεριές και περιγιάλια και βουνά και πέλαγα, η φύση όλη ερόδιζε κι ασπρολογούσε τόρα, γλυκοβαμένη μες τα ουράνια διάφωτα της κονταβγής, φωτολουσμένη μες τα μαγικά, ροδόχρυσα ηλιοβαρέματα. Ο ήλιος θα πρόβανε σε λίγο πίσω απ τα βουνά, και περακεί, πάνω απ το πέλαγο, πάνω απ της Κούρσας ταπόγκρεμνα και κρεμαστά κεφάλια, πάνω στους πλουσιοφωτισμένους θόλους, ξέθωρο βλέφαρο, μάτι σβυσμένο εξεχάστηκε στον ουρανό ψηλά, εκρέμαγε ακόμα, ξέχρωμο τόρα, ξεβαμένο, άδοξο το φεγγάρι.

…Φτερωτή, ολόχαρη, πατημένη κάτω απ τα κουπιά του Καπτάν-Μιχάλη η μικρούτσικη η βαρκούλα μας, έσκιζε πεταχτή τα γαλανά νερά. Εγλυστρούσε ολόδρομη πάνω στα κοιμισμένα πέλαγα, εδιάνοιγε το δρόμο χαροπή. Μια εχύμαε την πλώρη στο νερό, και μια αναπηδούσε πάνω ελαφρή. Εζάρωναν, εσούφρωναν σε φειδωτά, αφροστεφανωμένα κυματάκια τα τρομαγμένα τα νερά· εξετυλίγονταν ολοένα, μυριόπτυχες, συδίπλωτες οι ζάρες, πίσω απ την καθισμένη πρύμη μας, σαν άπειρες ραφές στου γιαλού πάνω τα κοιμισμένα πλάτια. Καθισμένος κι αφτός στο μεσιανό παγκάρι ο καλός μας ο ψαράς, ολόχαρος πάντα και γελαστός, χωμένος μες την καταβρεγμένη τη βρακούλα του, έλαμνε ολοένα με τάξη και ρυθμό τα ελαφρά κουπάκια. Εγλυκόφεβγαν γαληνεμένα, πήχτρα τα νερά. Εκαθρέφτιζαν της αβγής τα τρυφερά τα χρώματα και τουρανού τα γαλανά τα φωτά· ερόδιζαν μες ταργυρόχλωμα τα πλάτια τους. Εγλυκογεράνιζαν κάτω από της αβγής τα μαλακά και διάφανα ροδόφωτα· εγιάλιζαν απαλά, εξάστραφταν κι αγκάλιαζαν μέσα στους διάπλατους τους κόρφους τους, μυριόχρωμους τους ίσκιους από τις βαριές πέρα ακροπελαγιές, κι από ταμουδερά δώθε τα κυμοθάλασα. Εφέβγαμε κ' εμείς, γλυστρούσαμε, ετρέχαμ' ολοένα.

…Στο πανώριο νησάκι της Τίκλας μας απόξω, θα ψαρέβαμε. Επήραμε τον κάβο του νησιού. Παράτησε τόρα τα κουπιά ο ψαράς, ο γέρος μου· εφούνταρε το σίδερο στανοιχτά. Αρμάτωσε πρώτα την εδική μου καθετή· τη δόλωσε και μου την έδοσε. Αρμάτωσε και τη δική του τόρα, τη δόλωσε κι αφτή. Στα παγκάρι αφτός γερμένος, πίσωθε καθισμένος εγώ, τις εβουλιάξαμε από την κουπαστή κ' εψαρέβαμε. Εδιάβαζα εγώ και το βιβλίο του φίλου μας. Έκαμε και το θάμα του ο Καπτάν-Μιχάλης ο καημένος, συνηθισμένος νακούη και να μη νιώθη τω δασκάλων τις φυλλάδες. Πώς τάχα ημπορούσα και του τα ξηγούσα, τόσο απλά και ταιριαστά, ακούς, που να δοκιέται όπως κουβεντιάζαμε. Είδα κ' έπαθα να τον πείσω, πως ήταν έτσι τυπωμένα στο χαρτί, όπως του τα διάβαζα, κι ακόμα να πιστέψη. Φτωχολαέ μας, πόσο σε ζημιώνουν οι δάσκαλοί σου!..

… Δίπλα μας κει κοντά, πάνω απ το κεφάλι μας, στις χλωρασιές ντυμένο, καταπράσινο εκρεμόταν το πανώριο το νησάκι μας. Πάνω στα κρεμαστά τα βράχια του, έχασκαν οι ρειπωμένες τάπιες του χαλασμένου κάστρου, ντυμένες κι αφτές στην καρπερή την κάπαρη, που βλάστιζε άφτονη στους τοίχους, με τους πεντάπυκνους κισούς. Κάτω απ τα ρειπωμένα τα τειχιά, στα φρύδια γύρωθε του βράχου, πυκνές οι αγριαμυγδαλίτσες, εκρέμαγαν τα φουντωτά κλωνάρια τους πάνω στο γιαλό, κ' εκαθρεφτίζονταν με χάρη. Ασπρουδερά κι ολόχαρα τα κουνελάκια, που βόσκουν άφτονα μες το νησί, εξέβγαιναν βόσκοντας πάνω στου βράχου το στεφάνι. Επρόβαναν τα κεφαλάκια τους κατάνακρα στο βράχο έπαιζαν ταφτιά τους τσουλωμένα· μας εκυτούσαν περίεργα, και χοπ χοπ, αλαφροπηδούσαν κ' ετρύπωναν, άλλο στα χαλάσματα, κι άλλο μες τα σκοίνα, ξιπασμένα.

…Ο Καπτάν-Μιχάλης τις εσακάτεψε τις πέρκες. Μια με την άλλη, είχε πέντε έξη τόρα πιασμένες. Κ' η καθετή ανεβοκατέβαινε ολοένα. Εγώ, μια στα χαροπά κουνελάκια πάνω ξεχασμένος, πότε θα τρυπώση το ένα μες τα σκοίνα, και πότε θα ξεβγή τ' άλλο από τα χαλάσματα· και μια πάλι στο βιβλίο του φίλου μας βυθισμένος, ούτε που το λάβωσα καθόλου. Μου τρώγαν το δόλον ολοένα, τα παμπόνηρα. Είχα και του γέρου μου τις κοροϊδίες·

— Α δε σου σχωρούν ταπεθαμένα, μου λεγε, ανάθεμά τα! Τους την ετίλωσες την κοιλιά. Και να πης κιόλα! Όλο και διαλεχτή γαρίδα! Και φραπ, φραπ, ανέβαζε ολοένα λαχταριστές τις πέρκες τις πολύχρωμες, τους γαζωμένους ζήλους, τις λάπενες τις πρασινοπές, τους καλούς τους γάϊτανους, τασημένια σπαράκια, χιλιωδυό λογιών. Το κοφινάκι μας εγέμιζε ολοένα.

…Επρόβαλε ο ήλιος τόρα πίσω απ τα βουνά. Έλουσε, επερίχυσε, εχρύσωσε τον κόσμον όλον. Εσβύστηκαν, εχώνεψαν τα πούσια της αβγής μεμιάς. Εφάνηκε καθάριο τόρα, ολόφωτο το Πινακούλι μέσα εκεί, βαθιά. Εφάνηκαν τα κάστρα της Κορώνης, πάνω στα βουνά τα πόμακρα. Έλαμψε ο κόρφος όλος μέσα, καταξάστερος. Εφώτισαν τα περιγιάλια γύρω κ' οι στεριές. Εξάναψαν οι στοιχειωμένοι πύργοι στον Αγιανάκη πάνω χρυσοφώτιστοι. Και μόνο εξάπλωνε πέρα ως το πέλαγο μέσα, φαρδύν τον ίσκιο του ο γίγαντας Ταΰγετος. σηκώνοντας ψηλά στους γέρικούς του ώμους τολόξανθο το μάτι της ημέρας.

…Τόρα που άρχιζε να μας πυρώνη τις πλάτες ο ήλιος, να μας ανάβη τα κορμιά μας φλογερός, έδεσε στο σκαρμό την καθετή του ο Καπτάν- Μιχάλης· εσήκωσε κι άπλωσε απανουθέ μας την τέντα μας την ισκιερή. Σκεπασμένοι έτσι κάτω απ τον παχιόν της ίσκιο, δροσισμένοι τόρα από τον πρωινόν το μπάτη, που άρχιζαν μέσα να ξανασένουν τα πέλαγα, εψαρέβαμε τις πέρκες τις πολύχρωμες, τους γαζωμένους ζήλους, τις πράσινες τις λάπενες, τους γάιτανους, τα ολάργυρα σπαράκια, διαβάζοντας και το φρεσκοτυπωμένο το βιβλίο, που ο Καπτάν-Μιχάλης έκανε τα θάμα του, πώς στον άνεμο έκανα, και ταξηγούσα τόσο απλά και ταιριαστά, ακούς, να ταπεικάζη όπως κουβεντιάζαμε.

…Ανέβαινε ολοένα πυρωμένος ο ήλιος, φλογερός. Εζέστενε όξω τις στεριές, εξάστραφτε μέσα στα πέλαγα, έσβυνε και τον φαρδύν τον ίσκιο του Ταΰγετου. Εξύπνησε και τους τζιτζικάδες μέσα στο νησάκι, δίπλα μας, που καθισμένοι πάνω στις αμυγδαλιές μας εγλεντούσαν με τα τρυφερά τραγούδια τους. Εψαρέβαμ' εμείς ολοένα, ολοένα εδιαβάζαμ' εμείς, σκεπασμένοι κάτω από της τέντας τον ίσκιο τον παχύ, δροσισμένοι από το μπάτη τον ανάλαφρον, αψηφώντας τα βαριά τα λιοπύρια έξω, που έψηναν κ' ελάβριζαν τις ξέρες.

…Θα σου το πω κι αφτό, για να ζηλέψης πλιότερο την τύχη μου. Άβριο τα βράδυ, είπαμε με το γέρο μου, θα πάρουμε τον τελωνοφύλακα και τον τηλεγραφητή, να βγούμε όλη τη νύχτα, με τα παραγάδια και τις πετονιές. Θα σου τα γράψω που λες όλα. Όλα θα σου ταραδιάσω. Έτσι να σκάσης απ τη ζήλεια σου…

Β' ……..

… Επήγαμε χτεβράδι με τα παραγάδια και τις πετονιές, όπως σου τόγραφα. Ήταν κι ο Κυρ-Λιάκος ο τηλεγραφητής, παιδί της Αθήνας, που μου τον έριξε η τύχη δωθεκάτου στο ερημικό τακρογιάλι μου. Ήτανε κι ο Γερασιμάκης ο τελωνοφύλακας, — ο Θυμιάτος, από τα Περατάτα τση Κεφαλονιάς, καλέ. Εγώ κι ο γέρος μου· ο χρυσός μου γέρος. Τέσεροι όλοι.

…Τάχε όλα έτοιμα αποβραδίς ο Καπτάν-Μιχάλης. Εκατέβασε τις κόφες με τα παραγάδια. Εκατέβασε τις κολοκύθες με τις πετονιές. Εκατέβασε κι άφτονα χράμια και παπλώματα, να καλοσκεπαστούμε τη νύχτα που βγάζουν κρυανά αναβόρια οι στεριές και νοτίζουνε μέσα τα πέλαγα μην κρυώσουμε. Επήρε και το μαντολίνο του Κυρ-Λιάκου απ το τηλεγραφείο. Επήρε κ' έναν πότη κοκινέλι· να μας κόβη λίγο τη δίψα μες ταλατοποτισμένα πέλαγα. Επήρε και μια στάμνα δροσερό νεράκι. Όλα τα πήρε. Όλα τα ετοίμασε ο καλός μου γέρος. Κι ακαρτερούσε στη βάρκα κάτω. Να δειπνήσουμε κ' εμείς έξω· να βγη και το φεγγάρι πάνω στα βουνά· να κατέβουμε ενωρίς, να ξεβγούμε όπου ήξερε ο Καπτάν-Μιχάλης.

… Γιαλό, γιαλό το περιγιάλι εγλυστρούσαμε πάνω στο μαγεμένον του φεγγαριού καθρέφτη, κατά την ακροπελαγιά. Αργή, καμαρωμένη εκατέβαινε η βάρκα μας μες την ονειρεμένη σιγαλιά της νύχτας. Γεμάτο τόρα το φεγγάρι έχυνε τους ασημένιους ποταμούς του μες το πέλαγο. Εσπίθιζε μπρος την πλώρη της καμαρωτής βαρκούλας μας, χαριτωμένα έπαιζε μες τα αργυρά ταβλάκια που άφινε πίσω η πρύμη μας. Εφώτιζε, εστεφάνωνε ταιριαστά και τα ψαρά μαλιά ταχτένιστα, τα μαδημένα γένια του Καπτάν- Μιχάλη μας, που ανεμίζονταν στης νύχτας την ανάλαφρη φρεσκάδα. Έξω οι στεριές στης νύχτας τη φεγγαροφώτιστη χλωμάδα βυθισμένες εθόλωναν φανταχτερά. Τα ριζοβούνια πάνω του Ταΰγετου εκάπνιζαν χωμένα μες τους διάφανους ατμούς, που ανάσεναν οι ρεματιές του μέσα οι πεντασκότεινες. Ψηλότερ' ακόμα εφλώμωναν κι ασπρολογούσαν οι βουνοκορφές φωτολουσμένες. Εξέφεβγαν, ξεμάκρεναν πάνω στον άπειρο ουρανό φανταστικές στης νύχτας το βαθύ μυστήριο. Δίπλα μας τακρογιάλια, βαθύτερα απάνω τα χωράφια και τα λιοτόπια εκοιμώνταν μαγικά κι ονειρεμένα, χωμένα κι αφτά μες στους βαθιούς τους ίσκιους τους. Εδιαβαίναμε τόρα ανάμεσα τους κάβους του Αγιανιού και στο νησάκι. Ακίνητος εδώ, διάπλατος ποταμός απλωνόταν το στένωμα. Ορθόκορμο από τη μια μεριά το χλοερό νησάκι, έκοβε της ξεπνοϊσμένης νυχτομπασιάς το δροσερό το φύσημα, μες απ τα πέλαγα ταπέραντα. Ούτε φύλλο εσάλεβε στο νησάκι πάνω, ούτε πνοή εφυσούσε μέσα στο στένωμα. Αζάρωτο ποτάμι μαγικό, εγλυκοκοιμώταν μες τ' αθώρητα τα βάθη του τα μυστικά, περικλεισμένο γύρωθε ανάμεσα στα βράχια του νησιού και της στεριάς τις ξέρες. Γερμένα τα δέντρα πάνω στο νησί, φωτολουσμένα κι αφτά κάτω από τα λαμπρό φεγγάρι, εκρέμαγαν φανταχτερές πλεξούδες τα κλωνάρια τους απάνου στου γιαλού τακίνητα τα πλάτια, κ' εμάκρεναν τους πυκνωμένους ίσκιους τους κάτω στην ασημένια πλάκα. Εχάιδεβαν τα ολόγλυκα αργυρόφωτα τις ρειπωμένες τάπιες του Χαλασμένου κάστρου πάνω στο νησί· εξέκοβαν, εξέσερναν κάτω μαλακά, στα σωριασμένα πάνω τα χαλάσματα. Έτρεχε η βάρκα μας αργή· εδιάνοιγε η καρίνα μας ταφροστεφανωμένα αβλάκια πίσωθε· να παίζη, να κυλιέται, να χορέβη το φεγγάρι μέσα τους. Βουβός ο γέρος ο ψαράς έλαμνε τα κουπιά μας. Και ξαπλωμένοι πίσω εμείς, εξεχαστήκαμε στο άπειρο μεγαλείο του μαγεμένου πάνω τουρανού, που βυθισμένος μέσα στα ανοιχτά γαλάζια του αγκάλιαζε τον κόσμον όλον κάτω τον αρμονικό, χωμένος μες τη μυστική νυχτοσιγαλεριά και την ονειρεφτή μεγαλοπρέπεια.

…Με το φεγγάρι ψάρια δεν ψαρέβονται, έλεγε ο Καπτάν-Μιχάλης. Θα επαγαίναμε ναράξουμε πέρα στο Καλαμίτσι απόξω στη Σπηλιά. Να κοιμηθούμε λίγο· να μας πάρουν τα μεσάνυχτα. Να ξεφεγγαρώση κιόλα· να σβύση τέλεια το φεγγάρι μες τη θάλασσα, και τότε θα ψαρέβαμε. Η μπουκάλα μας είχε μεσιάσει τόρα. Ο γέρος μας σε κάθε ποτηριά που εστράγκιζε, εσούφρωνε τα ζαρωμένα χείλη, εσούρωνε τη γλώσα πάνω στον ουρανίσκο μ' εφχαρίστηση, έλαμνε ξαναγενημένος τόρα τα κουπιά, κ' έλεγε, ολοένα έλεγε ακράτητος. Ο Γερασιμάκης ο τελωνοφύλακας, — ο Θυμιάτος, καλέ, από τα Περατάτα — εχρειάστηκε ένα δυο ποτηριές ακόμα, για νάρθη στο ντουζένι. Ο Κυρ-Λιάκος πια, — στην Πλάκα τόχουνε, ακούς, το σπίτι, — πιθαμές την κατέβαζε τη μπουκάλα. Ε, κ' εγώ πίσω πίσω τόκανα, που λες, το μέρος μου. Όταν εκουρδίστηκε ο Κεφαλωνίτης στα καλά, επήρε κι ο τηλεγραφητής το μαντολίνο. Κιθάρα δεν είχαμε, βλέπεις, που «την έπαιζε τόσο καλά» ο Γερα-σιμάκης, — έλεε. «Του την έσπασε μια μέρα, διάολ' έμπα μέσα του, το παιδάκι του», — έλεε. «Από τολότελα, καλή κ' η Παναγιώτενα», — έλεε.

… Ετραγουδούσε ο Μεμάς, τον εβοηθούσε ο Κυρ-Λιας, εκομπανιάριζε και με το μαντολίνο. Έφεβγε η βάρκα μας αργή, έφεβγαν δίπλα τα νερά, έφεβγε το νησάκι πίσω μας, βαθιά. Έφεβγαν οι στεριές στο πλάι μας, έφεβγε απάνουθέ μας το φεγγάρι. Όλα έφεβγαν χόρεβαν ισκιωμένα πάνω στη στεριά, ξεμάκρεναν φανταχτερά μέσα στα πέλαγα. Άπλωναν πάνω στα γαληνεμένα τα νερά νανουριστοί του μαντολίνου οι τόνοι. Έσμιγαν τολόγλυκο τραγούδι του τελωνοφύλακα· έσμιγαν το βαθύ της νύχτας το μυστήριο· έσμιγαν τη γαλήνη γύρω τη φεγγαροφώτιστη. Εγλυκοηχούσαν πάνω στο μαγεμένο πέλαγο, έξω στις ισκιωμένες γύρω τις στεριές, σε μια αρμονία ξωτική κι ονειροφάνταστη, που σου συνέπαιρνε το νου, σ' έφερνε σ' άλλους κόσμους μυστικούς κι απόκοσμους. Ξαφνισμένα μες την αρμονία, που την άφξαιναν, όχι τόσο τω μουσικών η τέχνη, όσο της ώρας η βαθιά σιγή, κ' η μαγική της νύχτας η γαλήνη, επρογκούσαν στα βραχωτά ακρογιάλια γύρω, μες από τις σπηλιές τους τις αθώρητες, τα ολόλαμπρα κ' ερημικά θαλασοπούλια. Άφιναν στρίγλικα άγρια τσιριχτά, πάνω στις ακροπελαγιάς τα βράχια· άστραφταν την ολόχρυση φτερούγα τους μες τα γαληνεμένα τα νερά, κ' εχάνονταν στα πλάτια του γιαλού κεικάτω τρομαγμένα.

… Αλήθεια, εκοιμήθηκες καμιά φορά στη βάρκα μέσα; Συ κιόλα, πολυχαϊδεμένε μου! Συ κιόλα, που θες να μη σου λείψη μες τα πνιγερότερα λιοπύρια η πιο μαλακή φανέλα της Τριπολιτσάς, και τη διπλιάζεις το χειμώνα; Συ κιόλα, που λίγο να κρυαδίζη η καλοκαιρινή βραδιά, δεν ξεκολάς διπλά ταπανωφόρια απάνωθέ σου; Χα! χα! Στη βάρκα εσύ να κοιμηθής! Αν είχες μέσα και την κουνουπιέρα σου και την καλή μαμά σου δίπλα, να ξαγρυπνά την νύχτα κάθε λίγο στο πλεβρό, να σε αλαφροσκεπάζη, το πιστέβω.

…Ξεπνοϊσμένη, ελαφρή νυχτερινή φρεσκάδα του γιαλού, ανέβαινε απ τα πέλαγα βαθιά. Πάνω από τις ράχες δροσερό το στεριανό αγεράκι εκατέβαινε. Συναπαντιώνταν μες την αραγμένη τη βαρκούλα μας, έξω από της Μορτσίλιας τη σπηλιά· την αργοσάλεβαν ανάλαφρα μες του γιαλού τον μαγικό τον κόρφο κοιμισμένη. Μας εγλυκονανούριζαν κ' εμάς μες τον ουράνιον ύπνο μας, σταμπάρι κάτω πλαγιασμένους.

…Ο γέρος μου ο χρυσός, απ ώρα ξύπνιος φαίνεται, εδόλωνε τα παραγάδια τόρα και τις πετονιές, στην πρύμη καθισμένος. Θάχαν πάρει μεσάνυχτα. Όλος ο κόσμος είχε αλλάξει όψη γύρω μας. Το φεγγαράκι εβύθισε και πάει μέσα στα αθώρητα τα βάθη του γιαλού. Έσβυσαν πάνω, μες τη σκοτεινιά, και οι βουνοκορφάδες του Ταΰγετου. Εμούντωσαν τα πέλαγα στα πλάτη τους τρομαχτικά. Εμάβρισαν τα περιγιάλια γύρω μας. Δίπλα μας της Μορτσίλιας η νεραϊδοκατοικημένη η σπηλιά, εφάνταξε μες τη φριχτήν ανατριχίλα της νύχτας της τρισκόταδης, ωσάν πελώριο στο βράχο στόμα σκιαχτερό, που εχτυπούσαν τα φτερά τους οι νυχτερίδες μες τους βαριοΐσκιωτους τους θόλους της, κ' έσκουζαν θλιβερά τα μάβρα νυχτοπούλια. Γύρωθ' από τη βάρκα μας, των πετονιών οι κολοκύθες μες το πέλαγο απλωμένες, αργοσαλέβαν ολοζώντανα κεφάλια πάνω στο γιαλό. Και μες της ώρας την τρομαχτική σιγαλεριά, εφάνταζαν τόσα ανθρωποκέφαλα Ουγολίνικα, πνιγμένα μες τη μάβρη κόλαση του Ντάντη, που μας έκραζαν σπαραχτικά, βοήθεια!

…Αργά πολύ, ύστερα από τα μεσάνυχτα, εσηκώσαμε τα παραγάδια. Επήραμε και τις πετονιές. Ψάρι άφτονο. Και τι δεν είχαμε! Ως και σαλάχια εσήκωσε το παραγάδι μας. Ένα δεν το κατάφερε καλά ο Καπτάν- Μιχάλης στο ξαγγύστρωμα. Του την κάρφωσε στο χέρι τη φαρμακερή του ουρά, και τον πονούσε ύστερα δυο μέρες.

…Αχάραγο ακόμα, κάτω από την πρωινή δροσούλα, με την πρωινή μαντολινάτα μας, εψάλαμε της κονταβγής τη χάρη. Εγυρίζαμε ολόχαροι, εφτυχισμένοι απ το κυνήγι στην πανώρια Τίκλα μας. Αποβραδίς εστράγκιξε τη μπουκάλα ο Καπτάν-Μιχάλης και τόρα στα χαράματα εμέθυσε από χαρά κι αφτός. Και λάμνοντας σιγόκλαιε·

Να ήταν η θάλασα κρασί,
Ω, τύχη και ζωή χρυσή!
Να ήταν η βάρκα κούπα…
[ 1895 ].

Τ Ο Σ Ε Λ Α Χ Ι

Η σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα ακούσαμε που κουφογόγκηξε, σα να την ανέβαιναν τρεις τέσεροι απανωτά. Μερικοί κατάχαμα διπλοπόδι στρωμένοι, που τάκοβαν στην πασέτα, κι άλλοι γύρω, που εκαμάρωναν με ζήλιαν ολοφάνερη τον τζόγο, όταν αγρήκησαν τα βαριά πατήματα όξω, έκρυψαν με βία τα τραπουλόχαρτα, κ' εσκόρπησαν φοβισμένοι, άλλος εδώ κι άλλος εκεί μες το δωμάτιο. Δυο τρεις έτρεξαν στην πόρτα κ' εκόλλησαν τα μάτια τους περίεργα στο σιδερόφραχτο φεγγίτη. Άλλοι έτρεξαν κ' εστήλωσαν τα κεφάλια τους στα χοντρά κάγκελα του παραθυριού κατά τη σκάλα, να ιδούν όξω τι τρέχει. Όταν έπαψαν τα πατήματα απόξω, εφάνηκε ανάμεσα από το σιδερόφραχτο φεγγίτη της πόρτας του Αρχιφύλακα η λιοκαημένη μορφή, κάτου από το βυσινοκόκινο φέσι του.

— Εδώ, Σκοπέ! έκαμε βροντερή κι άγρια του Κυρ-Λοχία η φωνή, μπρος την πόρτα. Εχτύπησε στα πλάγια του γκρα κι άφησε μεταλικόν ήχο η σουβλερή ξιφοθήκη, ανεμίζοντας πέρα δώθε τη λερή φουστανέλα του Σκοπού. Ο γκρας με βιασύνη σηκώθηκε κι αφτός πάνου στον πλατύν ώμο του έβζωνα, από τη γη χάμου, οπαναπαβόταν ακουμπισμένος

Νέα πατήματα βαριά και γοργοκίνητα τόρα ακούστηκαν πάλι πάνου στη σαπισμένη σκαλωσιά από της σκοπιάς το μέρος, και νέος χτύπος βαρύς του γκρα, που τον κατέβασε ο έβζωνας μπρος την πόρτα μας, έσεισαν όλη την ξεχαρβάλωτην ταράτσα απόξω. Η μορφή του Σκοπού εζωγραφήθηκε κι αφτή τόρα στην πόρτα μας μπροστά, ανάμεσα από το δίχτι του σιδερόπλεχτου φεγγίτη, κάτου από την ανεμισμένη φούντα του φεσιού του.

Ο Επιστάτης με μιαν αρμαθαριά κλειδιά γιαλιστερά κι άσπρα από την αδιάκοπη χρήση, μπήκε μπροστά στον Αρχιφύλακα. Επέρασε ένα κλειδί· ύστερ' άλλο ένα. Τα στρυφογύρισε μ' ορμή στις κλειδαριές· άνοιξε το βαρύ λουκέτο· έσυρε τον ολόχοντρο μάνταλο έσπρωξε τη σιδεροκάρφωτην πόρτα με τον ώμο του. Μπήκε μπροστά ο Επιστάτης με τα χαρτιά στο χέρι. Μπήκε ξοπίσω ξιπασμένος κι ο Αρχιφύλακας.

— Όλοι στη γραμή! είπ' ο Κυρ-Λοχίας· κ' εμπήκαμε στη γραμή.

Ύστερα έναν ένα διάβαινε μπροστά μας και μας μέτραε, δείχνοντας με το δάχτυλο·

— Ένας!.. δύο!.. τρεις!.. πέντε!.. δέκα!.. είκοσι!.. εικοσιδύο!..

— Πλήρεις, πανοπλήρεις! είπ' ο Επιστάτης, χαμογελώντας μέσα στο ξανθό του μουστάκι και ξεδιπλώνοντας τα χαρτιά στα χέρια.

Εμείς στεκόμαστε άλαλοι, βουβοί· σαν κούτσουρα αραδαριά.

Ο Επιστάτης άρχισε να διαβάζη·

— &Δήμος Καναβιός&! ήρθ' από τ' Ανάπλι το βούλεμά του αθωτικό. Νάβγη, λέει, τέλεια ελέφτερος· σήμερα εικοσιτρείς, Σετέμπρης μήνας, έτος χιλιοστό οχτακόσια ενενήντα, και με γεια και το πράτιγο!..

— Με γεια και το πράτιγο! εσκούξαμε κ' εμείς οι άλλοι κατάδικοι,
όλοι μ' ένα στόμα.

— Δόξα σ' ο Θεός, Χριστούλη μου! δοξασμένο τόνομά σου, Παναγίτσα
μου! είπ' ο άμοιρος ο Καναβιός ολόχαρος, κ' εσταβροκοπιόταν.

Εμείς οι άλλοι αναστενάξαμε βαθιά.

Πώς τον εζηλέβαμε τον Καναβιό!

— Έλα τόρα, του κάνει ο Κυρ-Λοχίας· έλα τόρα, του λέει, παράτα τα σταβροκοπήμια· τα τσάβαλά σου, άραχνε, και δρόμο!

Ο Καναβιός πασίχαρος, δεν εκαρτέραε άλλο. Άρχισε να ξεκρεμάη από τον τοίχο την παλιοκασέλα του· να ξεκαρφώνη το πρόσθετό της σουρτάρι αποκάτου. Εμάζεψε μια παλιοβελέντζα πούχε ψιριάρικη ο μάβρος· εδίπλωσε μέσα της μισό φύλλο φουστανέλα λιγδερή, πούχε απομείνει κουρελιασμένη· επέρασε το μουχλιασμένο του σελάχι, εσυγυρίστηκε καλά, κ' ήταν έτοιμος.

Εμείς οι άλλοι, όσο εσυγυριόταν βιαστικά πότε να βγη, τον εκαμαρώναμε με κάποιο πικρό παράπονο, και τον καλοτυχίζαμε που θάβλεπε τη λεφτεριά του ο μάβρος.

Το καταλάβενε ο άμοιρος, που εζηλέβαμε την τύχη του·

— Σωπάτε, ωρές παιδιά, κ' έχει ο Θεός και γιατ' εσάς! Καλή απομονή, και θανάρθη κ' η εδική σας αράδα! Τι να κάνης για ταδέρφι! Καλή απομονή το λοιπόν!…

— Μάβρ' υπομονή! είπ' ένας βαρυποινίτης, σειώντας πάνου κάτου με πικρό παράπονο ταχτένιστό του κεφάλι.

— Μάβρη κι αράχνη! είπ' ένας άλλος.

Μας έδινε ενού ενού το χέρι, μας εφίλειε δακρυσμένος από μεγάλη του συγκίνηση. Να πάρη να φύγη, που τον έβιαζε κι ο Αρχιφύλακας να κάνη αναγκαστά.

Έδοσε το χέρι και στον Ψυχομάνη. Αφτός κάτι του ψιψίρισε σταφτί και τον αποτράβηξε παράμερα στην αγκωνή.

Ο Ψυχομάνης ήταν μάγεράς μας μέσα στο Ένα . Ήταν και καφεντζής. Ήταν ο πιο βαρυποινίτης κι ο πιο άγριος κι αχόρταγος μέσα στο Ένα . Στη φυλακή, όπως κι όξω στην κοινωνία, ο πιο δυνατός βάνει κάτου όλους τους άλλους, που δε βρίσκουν λόγια να φωνάξουν το δίκιο τους. Για τούτο κι ο Ψυχομάνης, ο πιο βαρυποινίτης αφτός κι ο πιο άγριος κι αχόρταγος αναμεταξύ μας, είχε τη φουβού και το τεζάκι στο Ένα . Ωφελιόταν σημαντικά από μας τους άλλους, που μας ρούφαε σα γιδοβύζι το αίμα, δίχως να βγάνουμ' άχνα από το φόβο μας.

Σαν τον αποτράβηξε στην αγκωνή παράμερα, κάτι του είπε ο Ψυχομάνης σιγά. Ο Καναβιός λαφιασμένος, επάσκιζε να τον πείση με θερμά παρακάλια, όπως έδειχναν οι ζωηρές του χειρονομίες, πως δεν ήταν βολετό να γίνη κείνο που του ζήταε του άμοιρου. Εκείνος, αγρίμι καθώς ήταν πάντα, δεν έπαιρνε από λόγια. Έτσι εφιλονίκαγαν στην άκρη κάμποσο, για μεγάλη στενοχώρια του Επιστάτη και του Αρχιφύλακα οπακαρτέραγαν ανυπόμονοι.

Καμιά φορά, ξαφνικά ο Ψυχομάνης αγριέβει· ρίχνει το χέρι μορμή, του κόβει το σελάχι από τη μέση του άμοιρου Καναβιού. Απόμεινε αφτός στην άκρη αποσβολωμένος απ τη ντροπή του.

— Να, του λέει, κ' εγώ σα δεν έχης!

Αποτραβήχθη με το σελάχι στα χέρι αλλαξοπρόσωπος.

— Μα κει που θα μου πάρης την ψυχή, αδερφούλη μου, κάλλια το σελάχι! ξεφώνησε ντροπαλά ο δύστυχος Καναβιός, κ' εγύρισε κατά μας, συχνοσηκώνοντας με μεγάλη στενοχώρια τους ώμους.

Ο Κυρ-Λοχίας τόρα οπού εκατάλαβε τι τρέχει άναψε. Γύρισε κατά τον
Ψυχομάνη στην άλλην άκρη.

— Τ' είν', ωρέ, παλιόσκυλο; του λέει· τ' έχς για, ωρέ, και κάνς
έτσι;

Ο Ψυχομάνης τάχασε.

— Ωρέ, γω σ' κρένω, τι χαλιέβς εκεί;…

Ο Ψυχομάνης τάχασε πλιότερο. Εκούναε του Καναβιού το σελάχι στα χέρια κ' εγύρεβε λόγια.

ε μασιέται, Κυρ-Λοχία μου! Δεν τρώεται πλιο! Μου χρωστάει δυόμιση δραμές από φαΐ και καφέδες. Του λέω να μου τις δώκη· δεν έχει, λέει σα βγη όξω, λέει. Και που θα τόνε ξαναϊδώ γω, Κυρ-Λοχία μου; Του πήρα γιά το σελάχι, να μου τις φέρη. Και μεις φτωχοί λεγόμαστε, Κυρ-Λοχία μου· μα δεν το φκιάνουμ' έτσι μάτα, Κυρ- Λοχία μου…

— Κι αφού και δεν έχει, ωρέ παλιόλιγδα, τι τον παλιέβς, ωρέ, να σου δόνη τόρανες; α; Έτσ' για, το λοιπόν, τς πνιουν τς ανθρώπους;.. α;..

Όσο τούλεγε, τόσο άναβε κ' εφούντωνε πλιότερο ο Κυρ-Λοχίας. Μπραφ! τον έχει του κόβει κ' έναν κατακέφαλο στο τέλος. Του παίρνει και το σελάχι από τα χέρια και τόδοσε πάλι στον άμοιρον Καναβιό, οπεστεκόταν στην άκρη αποσβολωμένος.

Ο Κυρ-Λοχίας, — Μπαλατσό τόνε λέγαν, αλήθεια, — έσπρωξε τον Καναβιό με τα παλιοτσάβαλά του καταόξω. Βγήκε κι αφτός. Βγήκε κι ο Επιστάτης αποπίσω. Σαν βγήκαν κ' οι τρεις, ξανάτριξαν τα βαριά κλειδιά, ξανάκλεισε η πόρτα. Πήγε κι ο Σκοπός στη σκοπιά του.

Ο Ψυχομάνης δαιμονισμένος δάγκανε τα μελανιασμένα του χείλη από θυμό. Εταπεινώθηκε στα μάτια κείνων, που τους είχε συνηθισμένους να ζαρώνουν πάντα μπροστά του. Δεν ήταν λίγο το κακό! Έτριξε τα δόντια όπως συνήθαε και πήγαινε να φρενιάση.

Ο Καναβιός ελέφτερος τόρα απόξω, ξαναγύρισε πάλι σα νάθελε ο άμοιρος να συχωρέση τον Ψυχομάνη για το κακό που τούκαμε. Εκόλλησε το χλωμό πρόσωπό του στο σιδερόφραχτο φεγγίτη μπροστά, και μας άφισε τον υστερνό χαιρετισμό·

— Έχετε γεια, ωρ' αδέρφια! Καλή κοινωνία, ωρές παιδιά! είπε κ' εροβόλησε περίχαρος τη σάπικη σκάλα του Ένα και του Τέσερα .

Του Ψυχομάνη τάγρια μάτια αστραποβόλησαν στη φωνή, κατά την πόρτα, πούχε χαθή πίσωθέ της του Καναβιού η ολόχαρη μορφή. Ξανάτριξε τόρα τα δόντια με λύσα, από μέσα. Έσφιξε τη γροθιά του μανιασμένος κατά το φεγγίτη. Σαν είδε που δεν ήταν απόξω ο Καναβιός, εμούγκριξε σα δαμάλι·

— Κατ' ανέμου, παλιόλεπρα! κ' εχώθηκε στο βάθος του δωματίου ντροπιασμένος. [1894].

Ο Τ Ε Μ Π Ε Λ Η Σ

— Ήταν, οπού λέτε, τεμπέλης ο άμοιρος. Οκνιάρης φοβερός, που δεν είχε το ταίρι του. Να τρώη, να τρώη ήθελε. Να περιδρομιάζη αδούλεφτο. Σαν εφούσκωνε καλά την παραδαρμένη του, εξεζωνόταν τη φουστανέλα του, κ' έγερνε σε καμιά λάκα ανάσκελα. Άνοιγε το στόμα στον ήλιο σα λουρίτης, κι αγκομάχαε από το πολύ πρήσιμο. Μα όσο να τον τρέφουν, παιδιά μου, οι γονήδες του τον καθένανε, έρχεται, καιρός που τους χάνει. Κ' είνε πια πρεπειό του κι ανάγκη του, να ξεδουλέψη κι ατός του το ψωμάκι του. Μην ψοφήση από την πείνα, σα μολεμένο κουτάβι. Έτσι ήρθε καιρός, που κι ο δικός μας ο φιλαράκος έχασε από τον κόσμο τους γονήδες του. Έχασε από το ράφι το καρβέλι· κι απ τη λαγήνα τα λουκάνικα· κι από τ' ασκάκι τα τυροψίχαλα. Όλα τάχασε. Αν ήταν τεμπέλης, ήταν ξυπνητός όμως, να ειπούμε τη μάβρη αλήθεια. Τι να κάμη, τι να κάμη· συλλογιζότανε. Τούρχεται μια σοφή ιδέα: Δουλεφτής να είμαι, δεν είμαι· νοικοκύρης να είμαι, δεν είμαι· άμαθος καθώς είμαι στη δουλιά, — τεμπέλης νάλεγε, δεν τόλεγε· είχε μεγάλη ιδέα για λόγου του· — τι να κάμω; τι να κάμω; Παπάς να γίνω! Παπάς να γίνη, καλό τόβρισκε. Μα έπρεπε να βρη και τον τρόπο. Ας πάω, έβαλε με νου του· ας πάρω το στρατί στρατί, και ρωτώντα ρωτώντα κανείς πάει στην Πόλη, κάποιο χωριό θα βρω που να μην έχη Παπά. Μια και δυο, το σακούλι στον ώμο, δώθε παν οι άλλοι. Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις ημέρες, ρωτώντα τον ένα και τον άλλο διαβάτη, μαθαίνει πως το τάδε χωριό δεν έχει Παπά. Μια και δυο, πάει στο χωριό· στο Νιοχώρι να ειπούμε.

— Γεια σας, χωριανοί μου. — Καλώς κοπιάζεις. — Παπά δεν έχετε, Παπά γυρέβετε. Μου δίνετε υπογραφάδες στο Δεσπότη, να με κάνετε Παπά, όπου έχω από προσπάπου μου, να μιλώ με το Θεό, όποτε θέλω να βρέχη κι όποτε θέλω να μη βρέχη; Ήταν και μεγάλη ανεβροχιά κείνον τον καιρό· είχαν έλλειψη κι από Παπά οι χωριανοί. — Σε κάνουμε, του λένε, Παπά. Του δίνουν και υπογραφάδες, γίνεται Παπάς. Ήρθε η μια Κυριακή να λειτουργήση· ελειτούργησε. Απολείτουργα βγαίνει στην Ωραία Πύλη. Βγήκε στην Ωραία Πύλη, και πιάνει και τους λέει. — Ε, βλογημένοι μου, θα εφκηθώ τόρα στο Θεό, να βρέξη ή να μη βρέξη. Μα θέλω να μου πήτε πρώτα· να βρέξη θέτε, ή να μη βρέξη;… Ήταν καιρός, που άλλοι είχαν ταραποσίτια στις λιάστρες· άλλοι τις ελιές τους στο φούσκωμα· άλλ' ήθελαν να οργώσουν, να σπείρουν, και τέτοια. Άρχισαν, το λοιπόν, μες την εκλησιά φωνές, κακό. Οι μισοί να βρέξη, κ' οι μισοί να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς! Έκλεισε τη λειτουργία και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους λέει, την άλλην Κυριακή. Ήρθε κ' η άλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγήκε πάλι ο Παπάς και τους ρώτησε το ίδιο πάλι· να βρέξη, ή να μη βρέξη; Κείνοι άρχισαν τα ίδια πάλι. Άλλοι να βρέξη, κι άλλοι να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς! Κλει τη λειτουργία πάλι, και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους κάνει, την πιριάλλην Κυριακή. Έρχεται κ' η πιριάλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγαίνει ο Παπάς, και τους ρωτάει το ίδιο πάλι· να βρέξη ή να μη βρέξη; Κείνοι τα ίδια και τα ίδια. Άλλοι να βρέξη, άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη να τους οικονομήση κι ο βλογημένος ο Παπάς. — Ε, βλογημένοι μου, τους λέει· σα δε μπορείτε να συφωνήστε, ή το 'να, ή τ' άλλο, ή να βρέξη, ή να μη βρέξη να ταφήσουμε, λέγω γω, στου Μεγαλοδύναμου το θέλημα. Ό,τι θέλει, ας κάμη, δόξα νάχη! Θέλει ας βρέξη, θέλει ας μη βρέξη!.. [1894]

Τ Α Λ Α Λ Α Γ Κ Ι Α

— Τι βραδιά κ' εκείνη, τι βραδιά! Την καρδιά μου σπάραξε!

Η μάνα με την ψυχοπαίδα, δεν είχαν πάρει μεσάνυχτα ακόμη, κ' ήταν ξύπνιες. Εσηκώθηκαν, έβαλαν φωτιά, κι άρχισαν να ψήνουν τα λαλάγκια. Μας πήρε η τσίκνα του λαδιού, που τίκλωσε μέσα το σπίτι. Ακούσαμε και το τσιτσίρισμα του τηγανιού στη φωτογωνιά. Επεταχτήκαμ' από τα στρώματα κ' εμείς τα παιδιά. Ετριγυρίσαμε τη φωτογωνιά γύρω ολόχαρα. Ακαρτερούσαμε λαίμαργα, να ψήση η μάνα τα λαλάγκια, να μας ρίξη κανένα.

— Δεν κάνει, μας έλεγε η μάνα, να κάμετε αρχή, πριν αποψηθούν όλα.
Δεν το θέλει κι ο Χριστούλης μας!

Οι ξερές οι λιοπυρίνες ελαμπάδωναν τόρα στη φωτογωνιά, που καθετόσο επαραγέμιζε το τζάκι η ψυχοπαίδα. Εξερότριζαν τα σπασμένα λιοκούκουτσα κάτουθε στη σιδεροστιά. Εψιψίριζε, εχόχλαζε μες το βαθουλό τηγάνι το φρέσκο ταγουρόλαδο, ξεροψήνοντας ταφράτα φειδωτά λαλάγκια. Εξερογλυφόμαστε εμείς, τρίβοντας με τα δυο χέρια τα μάτια. Όχι τόσο από τον πυκνό τον καπνό, όσο από την παιδιακήσια μας λιχουδιά. Η μάνα ανακάτεβε το τηγάνι με ταδράχτι. Μας εξάνοιγε καθετόσο μες απ τον καπνό, κ' εχαμογελούσε. Γύριζε πάλι και μας έλεγε χαϊδεφτά,

— Σα δεν το θέλει ο Χριστούλης μας;

Χαλασμός κόσμου έξω. Εμούγκριζε κάτω δαιμονισμένη η θάλασα. Εκύλαε με διαβολική βουή βουνά θεώρατα τα κύματά της, κ' επάλεβε με τις Τίκλας τα σιδερένια καταγιάλια. Τα θυμωμένα κύματα, όπως πάντα σε τέτιες θαλασοταραχές, εμούγκριζαν κ' εξεθύμαιναν τον οργισμένον τον αφρό τους κάτω στου σπιτιού τα θεμέλια. Φορές φορές, ύστερα από τη βουή που εκύλαε σπορίζοντας το κάθε κύμα, ενιώθαμε να τραντάζη ολόβολο το σπίτι κάτου από τα πόδια μας.

Απάνουθε πάλι ο Ταΰγετος εκατέβαζε κύματα τ' ανεμόχολο. Ετάραζαν τα γιαλιά στα παράθυρα. Εκουφοσφύριζε ο άνεμος στα κλαδιά της μεγάλης μουριάς. Εβογκούσε κ' εγύρεβε να ξεριζώση τις τζαμόπορτες της μπασιάς. Δυο τρία κεραμίδια ξεκόλησαν απάνουθε, κ' επλατάγησαν κάτου στο δρόμο. Μια γλάστρα από την ταράτσα ετινάχτηκε στης αβλής τις πλάκες. Η στέγη απάνου εχοροπηδούσε σαν τρελή. Η καπνοδόχη εκατέβαζε ολοένα τον άνεμο. Έπεφτε κάτου, εσκόρπιζε τις στάχτες, ανέμιζε τον καπνό, τον εστρυφογύριζε μέσα τις κάμαρες, τον ελίχνιζε κ' ετίκλωνε όλο το σπίτι. Οι φλόγες του λυχναριού ελύγιζαν πέρα δώθε, κ' εξεχώριζαν σε διπλές γλώσες γλυκοπράσινες.

Η μάνα περίχαρη και γελαστή, — τι μέρα ξημέρωνε αλήθεια! — ανακάτωνε τα λαλάγκια με ταδράχτι, να ξεροψηθούν. Κόκινη κόκινη, φουντωμένη, με ροδισμένο το πρόσωπο από τη φωτιά, μας ξάνοιγε μες απ τον καπνό που σήκωναν οι λιοπυρίνες κ' εχαμογελούσε. Έγερνε, μας έβλεπε με μάτια πλημυρισμέν' αγάπη· μας εξανάλεγε χαϊδεφτά,

— Σα δεν το θέλει ο Χριστούλης;

— Τι βραδιά κ' εκείνη, τι βραδιά! Μου τήνε σπάραξε την καρδιά!

Το μικρό ταδερφάκι ήταν ξεπεταμένο λίγο· μα ήταν και μωρουδάκι ακόμα. Ήθελε να χαζέβη δώθε κείθε μέσα το σπίτι, και ταφίναμ' ελέφτερο. Σαν είδε που ξυπνήσαμ' εμείς, του είπε ο άγγελός του εξύπνησε κι αφτό. Είδε που λείπαμ' εμείς από το στρώμα. Άκουσε και το κακό που γινόταν έξω. Έβαλε τις φωνές. — Μάνα μάνα· πού &είσατε& μάνα; Επήγε η ψυχοπαίδα μας, που νάκοβε το πόδι της κάλλιο· τόφερε κι αφτό. Το πήρε η μάνα, τόσφιξε στην αγκαλιά· «πουλάκι μου!», το φίλησε, τόβαλε στην ποδιά της. Άρχισε πάλι νανακατώνη με ταδράχτι τα λαλάγκια, να ξεροψήνωνται. Η ψυχοπαίδα ξεμπρατσαλωμένη ως τον άγκωνα, έπλαθε μασούρια το ζυμάρι στην πινακωτή. Ύστερα έπιανε τις άκρες, τα δίπλωνε, τους έδινε διάφορα σχήματα, τα βύθιζε μες τ' αναβραστό το λάδι. Το μικρό την έβλεπε μανοιχτά μάτια την ψυχοπαίδα, να βυθίζη στο τηγάνι τα ωμά τα λαλάγκια, σα φείδια κουλουριασμένα κι άλλα σα σταβρουλάκια διπλά. Κάτι του φαινόταν ποιος ξέρει.

Η μάνα προσηλωμένη στ' ανακάτωμα, ούτε που τόβλεπε το παιδί στην ποδιά της. Άξαφνα φωνές, κακό· Παναγιά μου! τρομάρα μου! Χριστούλη μου! ξεφωνητά, ανακατοσούρα. Τα χάσαμ' εμείς τα παιδιά. Τρόμαξε κι ο πατέρας, πήδησε από το κρεβάτι· έτρεξε στη φωτογωνιά λαφιασμένος, δίχως παντούφλες.

Το μικρό ταδερφάκι, εκατάλαβες, ήθελε να δοκιμάση το μωρό γιατί τάχα η ψυχοπαίδα εβύθιζε τα χέρια στο τηγάνι. Έδοσε μια, πριν το προφτάση η μάνα· άπλωσε απ την ποδιά της, εβύθισε το κατατρυφερό χεράκι του στ' ολόκαφτο το λάδι, που σίδερο νάταν θα τόψηνε.

Για τούτο κάθε χρόνο αποτότε, τη νύχτα της παραμονής, μέσα στη μεγάλη μας χαρά που τέτια μέρα ξημερώνει, θυμόμαστε κ' εκείνη τη βραδιά. Κι αν την ξεχάσουμε κανείς, μα της μανούλας η καρδιά δε λησμονά, τέτιες λαχτάρες. Χαδέβει ταλαφρά σημάδια της φωτιάς σταγαπημένο χέρι του λεβέντη της, και μας θυμίζει πάντα·

— Τι βραδιά κ' εκείνη, Χριστούλη μου! Μου την έσκισε την καρδιά! Δόξα νάχης που μου το φύλαξες!.. [1894].

Ο Ν Α Ο Σ Τ Η Σ Γ Ι Α Ν Ο Υ Λ Α Σ

Ανάμεσα στο λόγκο, πέρ' από το ρέμα, αγνάντια στο βουναράκι, ξέμακρ' από το χωριό, διωγμένη από την πικρήν καταφρόνια, του κόσμου, κυνηγημένη από τω χωριανών της τη μάβρη κατακραγή, έρημη κι απομόναχη, ανάφεντη κι απροστάτεφτη, δίχως παρηγοριά κ' ελπίδα, δίχως κανένα παραθάρι και συμπάθεια παραμικρή, λησμονημένη από τους εδικούς της, ξεγραμένη από της ζωής το βιβλίο, — αφού εξεγράφτηκε κι απ το βιβλίο της τιμής. — σέρνει στο μοναξό της καταφύγι τη μισητή ζωή της η Γιανούλα.

Πυκνές πεντάπυκνες βλάστησες γύρω στο λογκαράκι, και δροσερές ολόδροσες πρασινάδες και χλωρασιές, κρύβουν με ένοχην προσπάθεια και φροντίδα στα χλοερά βάθη τους το εκλησιδάκι το αλειτούργητο· που πνίγει μέσα του τα τρελά παιγνίδια και ταγκαλιάσματα τακόλαστα, τα καφτερά φιλιά και ταναστενάγματα τα παράφορα, τα ερωτικά ορχητά και τα σαρκικά ξεφαντώματα της νέας χωριανής Αφροδίτης. Αφροδίτης στη λύσα μόνο του ολόθερμου φιλιού, στη μανία του φλογερού, του ολόκαφτου της σάρκας έρωτα· στης λαγνείας τη φλόγα, στα ολόγυμνα όργια, στον ακράτητον του πόθου αγώνα, στην κούρασην τη νεβροκαταλύτρα και την ηδονική αποκάρωση. Όχι στην ομορφιά· στα πλαστικά κάλλη όχι. Όχι στο εβγενικό φέρσιμο· στους τρόπους τους γλυκούς ούτε. Όχι με ναούς λατρείας σε κάθε άκρη και γωνιά· με πλούσια θυμιάματα ούτε. Ούτε μ' αξετίμητα δώρα, με σκλάβους της ομορφιάς της αναρίθμητους, μαγαπητικούς διαλεχτούς, με χρυσοποίκιλτες κι αργυροκέντητες παστάδες, με αρώματα μεθυστικά μες τα φανταχτερά δώματα. Με ένα μόνο φτωχοκλησιδάκι μες το λόγκο ρείπιο κι ανεβλόγητο, που τόχε τάμα κάποιος χριστιανός και τόχτισε, μα δεν εδιάβηκε Δεσπότης να ταγιάση· με λίγα ψιλά από τη δεκαμερία του Κόλια του χωροφύλακα σήμερα· με το διάφορο μιας λαγίνας του Βασίλη του καμιναρά από την Κορώνη άβριο· ξερωγωποιού μεθάβριο· με μια ποντικοφαγωμένη βρώμικη παλιόψαθα στην άκρη στο ρημοκλησάκι εκεί, στρωμένη σε μιαν αγκωνή μπροστά στο ιερό, απάνω στα χαλίκια· με του αγνού στις συνήθιες και τα αισθήματα χωριού της τη φριχτήν κατακραγή και τάφτονα πυκνά μαλιά της τα τετράξανθα, που χύνονται ανεμιστά κι αξάγκλεγα στις πλάτες πίσω τις σφιχτές, κι ορμούν ολόχρυσες δεντρογαλιές στις αντζακλείδες κάτω, μοναδικό στολίδι και καμάρι της, και μια φορά, έχουν να ειπούν οι τίμιες χωριανές, θενά τα δέση πλεχταριάν ολόχοντρη, γερή, να σφίξη τον αμαρτωλό λαιμό της.

Και σέρνει έτσι τη ζωή της η Γιανούλα την ακόλαστη και μισητή, διωγμένη από την πικρήν καταφρόνια του κόσμου, κυνηγημένη από τω χωριανών της τη μάβρη κατακραγή, έρημη κι απομόναχη, ανάφεντη κι απροστάτεφτη, δίχως παρηγοριά κ' ελπίδα, δίχως καμιά συμπάθεια και παραθάρι παραμικρό, λησμονημένη από τους εδικούς της, ξεγραμένη απ το βιβλίο της ζωής, — αφού εξεγράφτηκε κι απ της τιμής το βιβλίο, — πέρ' από το ρέμα, στο βουναράκι αγνάντια, ανάμεσα στο λόγκο, στο εκλησιδάκι μέσα, ξέμακρ' απ το χωριό. [1894].

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελ.
Ο Αρχιφύλακας 7
Το Μακελιό 23
Η αγάπη του φονιά 31
Ο Βρυκόλακας 39
Η Περμαντόνα 49
Το Σφαχτό 66
Αντρογυνοχωρίστρα 76
Χιονοπόλεμος 84
Θαλασινές γραφές 89
Το Σελάχι 103
Ο Τεμπέλης 109
Τα Λαλάγκια 112
Ο Ναός της Γιανούλας 116

ΑΡΓΟΤΕΡΑ:

ΦΡΕΣΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΤΙΜΗ
Εσωτερικού δραχ. 2.50
Εξωτερικού φρ. χρ. 2.50

Τυπογραφείο της Εστίας, Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρη — 1790