Title : Η νοσταλγός
Author : Alexandros Papadiamantes
Release date
: August 10, 2010 [eBook #33395]
Most recently updated: March 29, 2012
Language : Greek
Credits : Produced by Sophia Canoni and George Canonis
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnotes have been placed at the end of the book.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Οι υποσημειώσεις του βιβλίου έχουν τεθεί στο τέλος του.
Η σελήνη επρόβαλλε, μόλις αρχίσασα να φθίνη τρίτην νύκτα μετά το ολογέμισμά της, εις την κορυφήν του βουνού, κ' εκείνη, ασπροφορεμένη, μετά τόσους στεναγμούς και τόσα περιπαθή άσματα, έκραξε·
— Να έμβαινα σε μια βαρκούλα, τώρα-δα... έτσι μου φαίνεται... να φτάναμε πέρα!
Κ' εδείκνυε με την χείρα της πέραν του λιμένος.
Ο Μαθιός δεν παρετήρησεν ίσως ότι αυτή είχε τρέψει τον λόγον εις τον πληθυντικόν, εις το τέλος της ευχής της. Αλλ' αυθορμήτως, χωρίς να το σκεφθή, απήντησε·
— Μπορώ να ρίξω εκείνη τη βάρκα στο γιαλό... Τι λες, δοκιμάζουμε;
Και αυτός επίσης έθεσε τον πληθυντικόν εις το τέλος του λόγου. Χωρίς δε να συλλογισθή, ούτως, ως να ήθελε να δοκιμάση αν είχε δυνατούς τους μυώνας, ήρχισε να ωθή την βαρκούλαν.
Ο νέος ίστατο πλησίον του αιγιαλού, όπου αλλεπάλληλα μετ' ελαφρού φλοίσβου προσπίπτοντα τα κύματα κατεπίνοντο υπό της άμμου, χωρίς ν' αποκάμνωσι ταύτα από το αιώνιον μονότονον παιγνίδιον, χωρίς να χορταίνη εκείνη από το αιώνιον αλμυρόν πότισμα. Η νεαρά γυνή ήτο επί του εξώστου της οικίας, την οποίαν είχεν ενοικιάσει όπως δεχθή αυτήν ο σύζυγός της, πρεσβύτης πεντήκοντα και τριών ετών, οικίας κειμένης παρά τον αιγιαλόν, εντός και εκτός του κύματος, κατά την πλημμύραν την οποίαν θα έφερεν ο νότος ή την άμπωτιν την οποίαν θα επροξένει ο βορράς. Η βαρκούλα επάτει επί της ξηράς και εταλαντεύετο επί της θαλάσσης, με την πρώραν χωμένην εις την άμμον, με την πρύμνην σαλευομένην από το κύμα, βαρκούλα ελαφρά, κομψή, οξύπρωρος, χωρούσα τέσσαρας ή πέντε ανθρώπους.
Μεγάλη εντοπία σκούνα είχε προσεγγίσει προ τριών ημερών φορτωμένη εις τον λιμένα, περιμένουσα ευνοϊκόν άνεμον διά να αποπλεύση εις το τέρμα του ναύλου της· ο πλοίαρχος, τρίτην ήδη νύκτα, ανεπαύετο ευφραινόμενος κατ' οίκον, πλησίον της συμβίας και των τέκνων· οι σύντροφοι, εντόπιοι όλοι, περιήρχοντο εν κύκλω τα καπηλεία, αποζημιούμενοι εις τρεις νύκτας δι' αναγκαστικήν εγκράτειαν εβδομάδων και μηνών· ο μούτσος, όστις ήτο ξένος, έμενε μόνος φύλαξ του πλοίου, των αρμένων και του φορτίου, και μόνος φύλαξ του μούτσου ο καραβόσκυλος. Αλλά την εσπέραν εκείνην, ο μούτσος, υψηλός, δεκαοκταετής, έχων όλας τας αξιώσεις του ναύτου, πλην του μισθού, είχεν αργοπορήσει εις έν καπηλειόν, ολίγον παράμερον, από τον μέσα δρόμον της παραθαλασσίου αγοράς, παρηγορούμενος και αυτός, ως ξένος εις τα ξένα... Είχεν αφήσει την φελούκαν μισοσυρμένην, με την πρώραν χωμένην εις την άμμον, με την πρύμνην σαλεύουσαν εις το κύμα, με τας δύο κώπας ακουμβημένας επί της πρύμνης, δύο ελαφράς κώπας, τας οποίας παιδίον μετ' απεριγράπτου χαράς θα εχειρίζετο, καμαρώνον την δύναμίν του πολλαπλασιαζομένην υπό της φευγαλέας μαλακότητος του κύματος, ενδοτικής ως η αδυναμία μητρός προς χαϊδευμένον βρέφος, φέρον αυτήν όπου θέλη με τους κλαυθμηρισμούς και τας απαιτήσεις του· κώπας ως δύο πτέρυγας γλάρου, οίτινες φέρουσι το λευκόπτιλον σώμα του όρνιθος επιπολής της θαλάσσης, οδηγούσας την βαρκούλαν εις την αγκάλην και την αμμουδιάν της ακτής, ως εκείναι τον γλάρον εις το σπήλαιον του θαλασσοπλήγος βράχου.
Ο Μαθιός εστήριξε τας δύο χείρας εις την πρώραν, ανεστήλωσε τους δύο πόδας όπισθεν, ώθησε με όλην την δύναμίν του, και η μικρά φελούκα ενέδωκε και έπεσε μετά πλαταγισμού εις την θάλασσαν. Παρ' ολίγον του έφευγε, υπείκουσα εις την σφοδράν ώθησιν, διότι δεν είχε προβλέψει να κρατήση την μπαρούμαν, το σχοινίον της πρώρας. Αλλά πάραυτα επέταξεν από τους πόδας τα ελαφρά πέδιλα, δεν επρόφθασε να σηκώση την περισκελίδα, εθαλάσσωσεν ως τα γόνατα, και συνέλαβε την βάρκαν από την πρώραν της. Την έσυρε προς μικρόν πρόχειρον μώλον.
Εν τω μεταξύ εκείνη είχε γείνει άφαντος από τον εξώστην, και μετ' ολίγας στιγμάς επρόβαλε, με το λευκόν κολόβιόν της στίλβον εις το φως της σελήνης, από την βορεινήν γωνίαν της οικίας, κατερχομένη εις τον αιγιαλόν.
Ο νέος την είδε και ησθάνθη χαράν μετά φόβου. Έπραττε σχεδόν ασυνειδήτως. Δεν ήλπιζεν ότι θα ήτο ικανή να το κάμη.
Εκείνη, μη αγαπώσα να εκφράση τους ενδομύχους λογισμούς της, είπεν·
— Ας είνε· ας φέρουμε μια γύρα μέσ' στο λιμάνι, τώρα με το φεγγαράκι.
Και μετ' ολίγον προσέθηκε·
— Για να δοκιμάσω πώς θα μου φανή, όταν θα 'μβαρκάρω για να πάω πέρα...
Έλεγε πάντοτε πέρα, κ' εννοούσε την πατρίδα. Όπισθεν του πρώτου πρασίνου βουνού, άνωθεν του οποίου είχεν ανατείλει η σελήνη, βουνού μαύρου την νύκτα και σκοτεινοφαίου τώρα με της σελήνης το φως, ύψωνε την κορυφήν του υψηλόν όρος και λευκόν, πότε χιονοσκέπαστον, πότε γυμνόν και βραχώδες. Εκεί ήτο η πατρίς, ο τόπος της γεννήσεώς της. Κ' εστέναζε τόσον δι' αυτήν, ως να την εχώριζεν ολόκληρος ωκεανός εκείθεν, ενώ μόλις απείχε δώδεκα μίλια, και η μικρά ραχούλα του πρασίνου βουνού δεν ίσχυε να κρύψη την ημέραν την υψηλήν οφρύν του λευκού όρους. Και την επόθει τόσον, ως να την είχε στερηθή από χρόνων πολλών, ενώ μόλις από ολίγων εβδομάδων ευρίσκετο εις την γείτονα νήσον.
Ως τόσον, ακούμβησεν αφελώς την λευκήν και τόσον απαλήν χείρα της εις τον ώμον του νέου, όστις ανετριχίασεν όλος εις την επαφήν, κ' επέβη εις την μικράν βαρκούλαν.
Εκείνος ηκολούθησε κατόπιν της, και λαβών την κώπην, ήρχισεν αδεξίως ν' αβαράρη. Αλλ' αντί ν' απωθήση τον μώλον, απώθησεν αριστερά τον πυθμένα, και ούτω η βάρκα εδιπλάρωσε κ' εκτύπησεν ελαφρώς εις μίαν των πετρών του μώλου.
— Τι κάνεις; θα σπάσουμε την ξένη βάρκα.
Τούτο την έκαμε ν' αναλογισθή νηφαλιώτερον το πράγμα, και προσέθηκε·
— Και τάχας δεν θα γυρέψουν τη βάρκα; δεν θα τους χρειαστή; Τίνος να είνε;
Ο νέος εν αμηχανία απήντησεν·
— Αφού θα κάμουμε μια γύρα στο λιμάνι και θα γυρίσουμε... δεν πιστεύω να την γυρέψουν πρωτήτερα, ότινος να είνε.
Εκάθισεν εις τας κώπας και ήρχισε να ελαύνη. Εκείνη εις την πρύμνην καθημένη, εδέχετο κατ' όψιν το ωχρόν φως της σελήνης, το οποίον επέχριεν ως με αργυράν κόνιν τους αβρούς χαρακτήρας του ωραίου προσώπου της. Ο νέος την εκύτταζε δειλώς.
Δεν ήτο ναύτης, αλλ' είξευρε να κωπηλατή, ως ανατραφείς πλησίον του κύματος. Είχεν έλθει εις το μέσον του έτους, εγκαταλείψας το γυμνάσιον της πρωτευούσης του νομού, όπου τέως εμαθήτευε, μη δεχθείς την επιβληθείσαν αύτω ποινήν ένεκα λογομαχίας τινός προς ένα των καθηγητών, όστις του εφαίνετο πλέον του δέοντος αγράμματος. Ήτο μόλις δεκαοκτώ ετών, αλλ' εφαίνετο δεκαεννέα ή είκοσι με τους πυκνούς ήδη ιούλους του καστανού γενείου και του μύστακος.
Η νεαρά γυνή, αφού εκάθισεν, ως συνέχειαν της προ μικρού εκφρασθείσης ανησυχίας της περί αναζητήσεως της βάρκας εκ μέρους του ιδιοκτήτου, ευθύμως εξέφερε και την σκέψιν της ταύτην:
— Ο καραβοκύρης θα γυρεύη τη βάρκα του, κι' ο μπάρμπα-Μοναχάκης θα γυρεύη το Λιαλιώ του.
Ο νέος εμειδίασε. Μπάρμπα-Μοναχάκης ήτο το όνομα του συζύγου της. Λιαλιώ εκαλείτο η ιδία.
Την στιγμήν εκείνην δυνατόν γαύγισμα σκύλου ηκούσθη από το κατάστρωμα πλοίου. Ήτο ο καραβόσκυλος της ιδίας φορτωμένης σκούνας, εις την οποίαν ανήκεν η φελούκα. Είχε πηδήσει επάνω εις το ακρόπρωρον, δίπλα εις την μακεδόνα, το βάναυσον κορυθαίολον ομοίωμα της πρώρας, και κατ' αρχάς έσειε μετά γρυσμού την ουράν, αναγνωρίσας την βάρκαν. Αλλ' όταν αύτη επλησίασε και δεν ανεγνώρισε πλέον τον μούτσον ή άλλον τινά του πληρώματος μεταξύ των δύο επιβατών, ήρχισε να ορύεται και να ολολύζη μανιωδώς.
Ο νέος σπουδαστής ωρτσάρισεν ολίγον ανοικτά από την σκούναν, αλλ' ο σκύλος, όσον έβλεπε την βάρκαν απομακρυνομένην, τόσον μανιωδέστερον ωλόλυζε.
— Τι έχει και δεν λουφάζει; ηρώτησεν ανησύχως το Λιαλιώ.
— Φαίνεται ότι εγνώρισε τη βάρκα.
— Αυτή η βαρκούλα είνε 'κεινής της γολέττας;
— Ως φαίνεται.
Ο νέος εξέφερε την εικασίαν μετά λύπης, προβλέπων ότι η περίστασις αύτη εξ ανάγκης θα συνέτεμνε την ονειρώδη δι' αυτόν εκδρομήν, αλλά παρ' ελπίδα η Λιαλιώ εκρότησε τας χείρας ως άτακτον παιδίον την μεγίστην ευρίσκον ηδονήν εις ότι οι άλλοι επιμένουν να του απαγορεύωσι.
— Τότε χαίρομαι, είπεν· ο σκύλος ας γαυγίζη για τη βάρκα του, κ' εμένα ας με γυρεύουνε στο σπίτι.....
Ο νέος έλαβε το θάρρος να ερωτήση·
— Πού ήτον ο κυρ-Μοναχάκης, που κατέβηκες απ' το σπίτι;
Η Λιαλιώ απήντησεν·
— Όλο στον καφενέ περνάει την ώρα του.....Ως τα μεσάνυκτα δεν ξεκολλάει... Εμένα μ' αφήνει πάντα μοναχή μου...
Κ' εφαίνετο ετοίμη να κλαύση. Αλλά με βίαιον αγώνα εκρατήθη και δεν έκλαυσεν.
Ο νέος εξηκολούθησε να κωπηλατή. Μετ' ολίγον έφθασαν ου μακράν του ανατολικού στομίου του λιμένος, οπόθεν εφαίνετο αντικρύ, φράττουσα τον ορίζοντα, η μακρυνή νήσος, εφ' ης υπερέκειτο το λευκόν, πότε χιονισμένον, πότε γυμνόν και βραχώδες όρος. Άμα έφθασαν εγγύς του ακρωτηρίου του αποτελούντος ένθεν την μίαν σιαγόνα του ακρωτηρίου του λιμένος, του κλειομένου υπό δύο ή τριών νησίδων ανατολικομεσημβρινώτερον, η νεαρά γυνή προσήλωσεν ατενώς το βλέμμα εις το βάθος του ορίζοντος, ως να ήθελε να ίδη απώτερον και ευκρινέστερον ή όσον επέτρεπε το ωχρόν φέγγος της σελήνης.
— Να ιδώ εκεί πέρα, κ' ύστερα γυρίζουμε, είπε. Κ' εστέναξεν,
Ο νέος έλαβε την τόλμην να την παρακαλέση·
— Πώς το έλεγες εκείνο το τραγούδι, που τραγουδείς κάποτε;
— Ποιο τραγούδι;
— Το τραγούδι... που λέει για πανιά, για τιμόνι... και για τα πέρα βουνά, εψέλλισεν ο νέος.
— Α!
Και πάραυτα ήρχισε μετά τρυφεράς μεσοφωνίας, μετά ψιθύρου παθητικού τόνου να υποτερετίζη:
Πότε θα κάμωμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι,
να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να
μου διαβούν οι πόνοι!
Επανέλαβε το δίστιχον τούτο δις και τρις, εις γνωστόν αυτή παλαιόν ήχον.
— Ιδού, τώρα τα βλέπεις τα πέρα τα βουνά, είπεν ο Μαθιός· μόνον πως αντί για πανιά έχουμε κουπιά· και μας λείπει και το τιμόνι.
Η νεαρά γυνή και πάλιν εστέναξεν.
— Είνε καιρός να γυρίσουμε; ηρώτησεν ο νέος.
Είπε τούτο μετά θλίψεως· εφαίνετο ότι αι λέξεις εξήρχοντο μαραμμέναι από το στόμα του.
— Ακόμα, ακόμα λίγο, είπεν η Λιαλιώ. Ο ίσκιος που ρίχνουν εκείνα τα νησιά, δεν αφήνει να φανή καλά πέρα-πέρα... Μόνο τη Δέρφη βλέπω.
— Η Δέρφη είνε μέσα, είπεν ο νέος δεικνύων την Εύβοιαν, προς μεσημβρίαν.
— Ημείς Δέρφη το νοματίζουμε το ψηλό βουνά της πατρίδος μου, αντείπε το Λιαλιώ, δεικνύουσα προς ανατολάς.
Και πάλιν επανέλαβε το άσμα της, παραλλάσσον κατά μίαν λέξιν·
Πότε να κάμουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι,
να ιδώ της Δέρφης το βουνό,
να μου διαβούν οι πόνοι!
Ο νέος αφήκε βαθείαν πνοήν, ομοίαν με στεναγμόν.
— Α! ξεχνώ που κοντεύω να σε ξεπλατίσω στο κουπί, είπεν η Λιαλιώ... Αλήθεια, εγώ κάνω σαν τρελλή... Τα χεράκια σου δεν είνε για το κουπί, κυρ Μαθιέ.
Ο νέος διεμαρτυρήθη·
— Όχι, όχι δεν απόστασα... Τα κουπιά είν' ελαφρούτσικα... Τέτοια κουπάκια θα με κουράσουνε;
Η Λιαλιώ επέμεινε να λάβη το έν των κωπίων, και προκύψασα ολίγον ήρχισε να σείη με τας λευκάς της χείρας τον ένα των σκαλμών, θέλουσα να τον μεταθέση προς το μέρος της εγγύτερον της πρύμνης. Αλλ' ο νέος ανθίστατο, και αι χείρες των συνηντήθησαν εις θερμήν επαφήν.
— Λες για τα δικά μου χέρια πως είνε τρυφερά; είπε μετά διακριτικού παραπόνου ο Μαθιός.
— Τότε έρχεσαι να κάμουμε πανιά, καθώς λέει και το τραγούδι; επρότεινε παιγνιωδώς η νεαρά γυνή.
— Με τι;
Και ακουσίως εκύτταξε το πάλλευκον κολόβιόν της.
Η Λιαλιώ εγέλασε και ακούμβησεν εκ νέου εις την πρύμνην.
Ήδη είχον φθάσει εις το στόμιον του λιμένος, και ευρίσκοντο αναμέσον του κρημνώδους ακρωτηρίου, το οποίον εφαίνετο σχηματισθέν διά σεισμού ή καταποντισμού, αποτόμως διακόψαντος την χλοάζουσαν του βουνού αρμονίαν, και των δύο ή τριών νησίδων, αίτινες έφραττον νοτιανατολικώς τον λιμένα. Η σελήνη ολονέν υψούτο εις το στερέωμα, αμαυρούσα και τα τελευταία αστεράκια, τα οποία αφανή έλαμπον δειλώς εις τας γωνίας του ουρανού. Η θάλασσα εφρικία ηρέμα από την λεπτήν αύραν την εξακολουθούσαν να πνέη ως λείψανον του ανέμου, όστις την είχεν αυλακώσει από πρωίας. Ήτο νυξ του Μαΐου θερμή, και η λεπτή αύρα επί μάλλον δροσερωτέρα καθίστατο, καθόσον πελαγιωτέρα προσέπνεεν εις το στόμιον του λιμένος. Δύο αμαυροί όγκοι, επαργυρούμενοι και στιλπνούμενοι αμυδρώς από το μελαγχολικόν φως της σελήνης, διεγράφοντο ο είς προς ανατολάς, ο άλλος προς δυσμάς, χωρίς να διακρίνωνται εις τας διαλείψεις του φωτός και της σκιάς αι λεπτομέρειαι του εδάφους. Ήσαν αι δύο γείτονες νήσοι. Μυστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν όλη η σεληνοφεγγής νυξ. Η βαρκούλα έπλεεν εγγύς της μιας των νησίδων, εφ' ης εφαίνοντο εναλλάξ σκοτεινά και φωτεινά σημεία, βράχοι στίλβοντες εις το φως της σελήνης, αμαυροί θάμνοι ελαφρώς θροούντες εις την πνοήν της νυκτερινής αύρας, και σπήλαια πληττόμενα υπό του φρίσοντος κύματος, όπου εμάντευέ τις την ύπαρξιν θαλασσίων ορνέων και ήκουε το εναγώνιον πτερύγισμα αγριοπεριστέρων, πτοουμένων εις το πλατάγισμα της κώπης και την προσέγγισιν της βαρκούλας. Πέραν βορειανατολικώς, εις μίαν κλιτύν του όρους, εφαίνοντο φώτα τρέμοντα, δεικνύοντα την θέσιν όπου την ημέραν εφαίνοντο οι λευκοί οικίσκοι υψηλού άνω της θαλάσσης χωρίου. Εις μικρόν βράχον παραπλεύρως της νησίδος, κοίλον και σπηλαιώδη, το κύμα προσπίπτον μετά βοής και ρόχθου πολλού, επλατάγιζε, κ' εφαίνετο εκεί θορυβούσα, εν τη γενική αρμονία της σεληνοφεγγούς θαλάσσης, χωριστή ορχήστρα, ήτις καθ' εαυτήν έκαμνε πλειότερον κρότον ή όσος εγίνετο εις όλας τας αγκάλας, τους όρμους και τας αμμουδιάς, εις όλας τας ακτάς και τους σκοπέλους όσους έπληττον τα κύματα. Αυθορμήτως ο Μαθιός ύψωσε τας κώπας και τας εκράτησεν επί μακρόν επί της κωπαστής, και έμεινεν εν ηρεμία, όμοιος με το λευκόν πτηνόν της θαλάσσης, το κύπτον χαριέντως προς το κύμα, ακινητούν επ' ολίγας στιγμάς, με την μίαν πτέρυγα κάτω, την άλλην άνω, πριν εφορμήση και συλλάβη το κολυμβών οψάριον και το ανυψώση ασπαίρον και λαχταρίζον εις τον αέρα. Ησθάνετο γοητείαν άρρητον. Η Λιαλιώ επίσης υφίστατο άγνωστον θέλγητρον, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν.
— Κάνουμε πανιά; επανέλαβεν η νεαρά γυνή.
Φαίνεται, δεν είχε παύσει να το σκέπτεται, αφότου πρώτην φοράν το είπε, και το έλεγε με τόσον αφελή και φυσικόν τρόπον, ως να ηρμήνευε τι εφρόνουν και οι δύο.
— Κάνουμε, απήντησεν ασυνειδήτως ο Μαθιός.
Και επειδή δεν είξευρε τι έλεγε, την φοράν ταύτην ουδ' ηρώτησε με τι .
Αλλ' η Λιαλιώ τον απήλλαξε του κόπου της αναζητήσεως του μέσου. Εσηκώθη, έκυψε χαριέντως, διά ταχείας χειρονομίας έβγαλε το λευκόν, πολύπτυχον κολόβιόν της, και το έτεινε προς τον Μαθιόν.
— Ετοίμασε συ το κατάρτι, είπεν.
Έκπληκτος, γελών και γοητευμένος, ο νεανίας έλαβε την μίαν κώπην, την ύψωσε κάθετον επί του ζυγού, εφ' ου εκάθητο, έλαβε την άκρην της μπαρούμας, και έδεσε δι' αυτής την κώπην επί του ζυγού. Είτα έλαβε την άλλην κώπην, και λύσας την άλλην άκρην της μπαρούμας από τον κρίκον της πρώρας, προσέδεσεν οριζοντίως την δευτέραν κώπην επί της πρώτης σταυροειδώς, ως κεραίαν επί του ιστού. Μεθ' ο έλαβε θερμόν ακόμη εκ της προσψαύσεως του χρωτός το πάλλευκον κολόβιον της νεαράς γυναικός, και το προσήρτησεν επί της δευτέρας κώπης, ως πανίον.
Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ' ας εμάντευέ τις τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη. Έμεινε με τα κρίνα του λαιμού της ατελώς καλυπτόμενα από την πορφυράν μεταξωτήν τραχηλιάν της, κ' εκάθισε συνεσταλμένη παρά την πρύμνην, βραχυσωμοτέρα ή όσον ήτο, με το μέτριον και χαρίεν ανάστημά της.
Και η αύρα είχε δυναμώσει, και το αυτοσχέδιον πανίον εφούσκωνε και η βαρκούλα έτρεχε.
Δεν έγεινε πλέον λόγος περί επιστροφής εις τον λιμένα. Προς τι; Ήτο προφανές του λοιπού ότι έπλεον «εις τα πέρα βουνά».
Ο Μαθιός εκάθισε δειλώς όχι πολύ πλησίον αυτής, από την άλλην πλευράν της πρύμνης, και έβλεπε την θάλασσαν, διά να μη κυττάζη παραπολύ την συνταξειδιώτιν του, και την φέρη εις αμηχανίαν.
Την στιγμήν εκείνην του ήρχετο εις την μνήμην έν άσμα επτανησίου ποιητού, το οποίον έπαιξε τόσον μέρος το πάλαι εις όλους τους ρωμαντικούς έρωτας του καιρού εκείνου: «Ξύπνα γλυκεία μ' αγάπη...», κ' ενθυμείτο το δίστιχον: «Μόνον τ' αχνό φεγγάρι...», ως και το άλλο:
Έχετε γεια, λαγκάδια, βρυσούλαις, κρύα νερά,
γλυκειαίς αυγαίς, πουλάκια,
για πάντα έχετε γεια!
Ενθυμείτο τους στίχους τούτους, αλλά δεν ήθελε να τους τραγουδήση. Του εφαίνετο ότι δεν έχουν πλέον τον τόπον των. Τουναντίον, το άσμα της νυκτός εκείνης έκρινεν ότι ήτο προσφυέστατα το προσφιλές άσμα της Λιαλιώς:
Πότε να κάμουμε πανιά, να πιάσω το τιμόνι,
να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να
μου διαβούν οι πόνοι!
Είχε καθίσει όχι πολύ παράμερα απ' αυτής, τόσον πλησίον της, ώστε να μη δύναται ανέτως να την κυττάζη, και τόσον μακράν της, ώστε να μη φθάνη να αισθανθή του θερμού χρωτός και της αναπνοής της την γειτνίασιν. Και όμως επεθύμει να την βλέπη εωσότου εζαλίσθη να κυττάζη πλέον τα κύματα.
Ο νέος έβγαλε το λεπτόν και κοντόν επανωφόρι του και την παρεκάλει να σκεπασθή με αυτό διά να μη κρυώση, διότι, όσον επροχώρει η νυξ, ήρχισε να κατεβαίνη από τα βουνά το απόγειον. Εκείνη ηρνείτο να δεχθή το ένδυμα, λέγουσα ότι ουδόλως ησθάνετο ψύχος· ήτο μάλιστα πολύ ζεστή.
Ο Μαθιός δεν επέμεινε περισσότερον, και ήρχισε ν' αναλογίζεται τα κατ' αυτήν, όσον μέρος της τύχης της και της ζωής της ήτο γνωστόν αυτώ. Διότι η νεαρά γυνή είχε σχετισθή με τους οικείους του κατά την βραχείαν διατριβήν της εν τη νήσω. Δεν ήτο η Λιαλιώ εις την πρώτην της νεότητα, καίτοι έσωζεν όλην σχεδόν την παρθενικήν δρόσον. Ουδ' ήτο νεόνυμφος εις τον μετά του κυρ-Μοναχάκη γάμον της. Ήτο εικοσιπεντούτις και είχε νυμφευθή προ πέντε ετών. Ο κυρ-Μοναχάκης την είχε λάβει εις δεύτερον γάμον, αφού έθαψε την πρώτην γυναίκα του και υπάνδρευσε την κόρην του, κατά έν έτος πρεσβυτέραν της Λιαλιώς. Του εφαίνετο ότι εγίνετο αυτός κατά είκοσιν έτη νεώτερος, νυμφευομένος την εικοσαετή ταύτην παιδίσκην. Αλλ' ενόσω έμενε μακράν του τόπου της γεννήσεώς του, υπηρετών παντού όπου η Κυβέρνησις ήθελε τον μεταθέσει ως οικονομικόν υπάλληλον, η Λιαλιώ δεν υπέφερε πολύ. Έμενε πλησίον των γονέων της, αδυνατούσα ν' ακολουθήση τον κυρ-Μοναχάκην εις τας αθιγγανικάς ανά την Ελλάδα περιπλανήσεις, όπου εκάστοτε τον επετούσαν, καθώς έλεγεν ο ίδιος, «σαν παληόβαρκα, μπάττι από δω, μπάττι από κει».
Α! δεν έπνεεν εκεί αήρ πρόσφορος διά τα άνθη τα αβρά, κ' εκεί αύτη θα εμαραίνετο εις ένα μήνα, αν ετόλμων βέβηλοι χείρες να την μεταφυτεύσωσιν. Η γάστρα ήτο αλαβαστρίνη, το φυτόν ήτο εύθραστον και το άνθος απέπνεε λεπτήν ευωδίαν, ήτις δεν ήτο διά βαναύσους ρώθωνας. Αλλ' όταν τελευταίον ο κυρ- Μοναχάκης μετετέθη, μετά παλλάς προσπαθείας, εις την γείτονα νήσον, τότε έπεισε τον πενθερόν του, όστις έτρεφε προς αυτόν μεγίστην υπόληψιν μεταξύ όλων των συνομηλίκων, να του στείλη εις την έδραν του το Λιαλιώ, διά να συζή μετ' αυτής υπό την ιδίαν στέγην. Η Λιαλιώ κλαίουσα απεχαιρέτισε την προγονήν της, προς ην έτρεφεν αδελφικά αισθήματα, λεχώ ούσαν και παύσασαν να έχη τον φόβον μη τυχόν αποκτήση μικρόν ετεροθαλή αδελφόν, θείον του νεογνού της, κ' επιβιβασθείσα εις πλοίον μετέβη, ή μάλλον μετεκομίσθη εις την γείτονα νήσον.
Την ημέραν του καλού της ερχομού, ο κυρ-Μοναχάκης έκαμε μεγάλην χαράν εις τους φίλους του, αλλ' από της επαύριον έπαυσε να δέχηται κατ' οίκον. Και τούτο ουδέν το παράξενον είχε, καθότι αυτός μάλιστα ουδέποτε ευρίσκετο κατ' οίκον. Ήτο ή εις το γραφείον του ή εις το καφενείον. Ήναπτε την οργυιαίαν τσιμπούκαν του, η οποία έκαιεν ακοίμητος σχεδόν καθ' όλον το μήκος της κυανοβαφούς βράκας του, και ήτο εύθυμος, πολύλογος πάντοτε, και θορυβώδης καγχαστής, με τας παρειάς τόσον κοκκίνας, όσον σχεδόν και το υψηλόν άλικον φέσι του, το οποίον έκλινε μετρίως διά μιας πτυχής προς το δεξιόν ους μετά της απλουμένης εις τον ώμον μακράς και στρεπτής φούντας.
Από της δευτέρας εβδομάδος η Λιαλιώ, οσάκις ήτο έξυπνος κατά τας μεσονυκτίους ώρας καθ' ας αυτός επανήρχετο οίκαδε, δεν έπαυε να γογγύζη και ν' απαιτή όπως την στείλη οπίσω εις την πατρίδα της. Δεν ηδύνατο να ζήση, έλεγε, μακράν των γονέων της. Και τω όντι, από των πρώτων ημερών του ξενιτευμού, η καρδία ήρχιζε να της πονή, η όρεξίς της εκόπη και το πρόσωπόν της εχλωμίαζεν. Αλλ' ο μπάρμπα-Μοναχάκης αυστηρώς της έδωκε να εννοήση ότι δεν ήρμοζεν, αφού άπαξ ήλθε, να του φύγη τόσον γρήγορα. Ανέπτυξε μακράν θεωρίαν, καθ' ην η γυνή οφείλει να είνε παντού όπου ευρίσκεται ο σύζυγός της, διότι άλλως ματαιούται ο σκοπός του χριστιανικού γάμου, όστις, κατά τας ορθοδοξοτέρας πηγάς, είνε όχι η πολλαπλασίασις του γένους, αλλ' η σωφροσύνη του ανδρός και της γυναικός, διότι άλλως, είπεν, εν περιπτώσει ατεκνίας, φυσικά θα εθεσπίζετο το διαζύγιον και προς πολλαπλασίασιν του γένους αρκεί, εκτός τούτου, ο φυσικός γάμος, όστις είνε άλλος παρά τον θρησκευτικόν και τον πολιτικόν γάμον, και της αράδιασε ρητά πολλά εκ των Δύο Διαθηκών, οίον: «τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου», και: «ους ο θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω», και: «ο ανήρ κεφαλή εστι της γυναικός», και τα τοιαύτα. Εκείνη, έπνιξε τους λυγμούς της ανάμεσα εις τας δύο παλάμας των χειρών της και εις τας δύο πλεξίδας της, και με τα δύο κλωνιά του λευκού τλουπανίου εσπόγγισε τα ίχνη των δακρύων της.
Ο νέος, ως γείτων, είχε πληροφορηθή τα συμβαίνοντα, και την ηγάπησε κρυφά. Η χάρις του λιγυρού αναστήματός της δεν εξηλείφετο από την άνευ μέσης περιβολήν την οποίαν εφόρει. Και τα κατσαρά, τα οποία εκόσμουν το ηδυπαθές μέτωπόν της, ήσαν φυσικά και όχι επίπλαστα. Η λάμψις των βαθέων και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά, υπό τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά χείλη της ερρόδιζον επί της ωχράς και διαυγούς χροιάς των παρειών της, αίτινες έβαπτον το μ' ελαφρόν ερύθημα εις τον παραμικρόν κόπον ή εις την ελαχίστην συγκίνησιν. Αλλά το λεπτόν και ήρεμον πυρ των οφθαλμών της έκαιε την καρδίαν του νέου.
Τέλος την ηγάπα. Εκείνη, συχνά εξερχομένη εις τον εξώστην, τον εκύτταζεν επί μίαν στιγμήν, ρεμβή και αλλόφρων. Είτα το βλέμμα της αποσπώμενον εστρέφετο προς έν ανατολικόν σημείον του ορίζοντος, εις τα πέρα βουνά, μέχρι της εσπέρας εκείνης, καθ' ην, άμα τη ανατολή της σελήνης, απόντος του συζύγου, είδεν ιστάμενον παρά τον αιγιαλόν τον νεανίσκον, όστις είχεν εξέλθει μετά το δείπνον διά να αναπνεύση την θαλασσίαν αύραν. Ο Μαθιός, ιδών αυτήν επί του εξώστου, την εκαλησπέρισε, και αφού αντήλλαξαν ολίγας λέξεις, τυχαίως και χωρίς να το σκέπτεται και αυτή, έκαμε την τόσον απροσδόκητον πρότασιν περί θαλασσίου περιπάτου, εξ ης έμελλε να προκύψη το παράδοξον τούτο ταξείδιον. Η νεαρά γυνή εφαίνετο ζώσα ονειρώδη ζωήν, ύπαρξιν ρεμβώδη. Αίφνης, από καιρού εις καιρόν, εξύπνα εκ του μακρού ονείρου της, κ' εφαίνετο ανακτώσα την αίσθησιν του πραγματικού κόσμου, αλλ' ολίγαι παρήρχοντο στιγμαί και πάλιν έπιπτεν εις την νάρκην του ύπνου της βυθιζομένη βαθύτερον ακόμη εις το προσφιλές όνειρόν της.
Ήτο ήδη μεσονύκτιον, και το ρεύμα της θαλάσσης, ή το απόγειον της ξηράς, τους είχεν εξωθήσει μικρόν κατά μικρόν, διότι δεν είχον πηδάλιον, βορειότερον, αντικρύ εις τα τρέμοντα φώτα του υψηλού χωρίου, τα οποία εφαίνοντο πλησιέστερον τώρα, και δίπλα εις το μεμονωμένον παρά την βορειανατολικήν ακτήν βραχώδες νησίδιον, το οποίον ήτο η φυλακή ολίγων κονίκλων, ριπτομένων εκεί από τους νησιώτας, και το ανάκτορον όλων των γλάρων και άλλων θαλασσίων ορνέων. Εκαλείτο δε Ασπρόνησον.
Τότε μόνον ο Μαθιός έλαβε την μίαν κώπην, (διότι εδέησε να συστείλη το αυτοσχέδιον ιστίον, ν' αποδώση εις την Λιαλιώ το κολόβιόν της, αρχίσασαν να κρυώνη, αν και δεν ήθελε να το ομολογήση, και να καθαιρέση κεραίαν και ιστίον), και την μετεχειρίσθη ως πηδάλιον, προσπαθών να στρέψη την πρώραν δεξιά, προς το ανατολικώτερον σημείον της αντικρυνής ακτής, το καλούμενον Τραχήλι. Αλλ' είδε ότι με το υποβολιμαίον πηδάλιον δεν κατώρθωνε τίποτε, καθόσον δεν ηδύτατο να εύρη ευνοϊκόν το ρεύμα, και ηναγκάσθη να καθίση εκ νέου εις τας κώπας.
Αλλ' αι νύμφαι των νυκτερινών αυρών, αίτινες ήρχισαν να πνέωσιν από της ξηράς, ή των θαλασσίων ρευμάτων των διαυλακούντων το μεταξύ των δύο νήσων πέραμα, φαίνεται ότι πολύ ευνόουν την Λιαλιώ. Διότι μόλις είχον απομακρυνθή ολίγας οργυιάς από το Ασπρόνησον, και παραπλεύρως των τριών μεσημβρινοανατολικών νησίδων, από το στόμιον του λιμένος, επρόβαλε μεγάλη σκαμπαβία, ήτις εν μεγάλη ταχύτητι έπλεεν, έχουσα την πρώραν προς το ακρωτήριον Τραχήλι, πλήττουσα με τας έξ κώπας της τα ύδατα, τρέχουσα εις της θαλλάσης τα νώτα, ως τρέχει εις το λιβάδιον η δραπέτις του ιπποδρομίου φορβάς.
Η Λιαλιώ εξαφνίσθη. Ο νέος εστράφη να ίδη. Αυτομάτως έπαυσε να κωπηλατή και έμεινεν αναποφάσιστος.
— Γρήγορα, γρήγορα, είπε με ψίθυρον τόνον το Λιαλιώ, ως να εφοβείτο μην ακουσθή ο ήχος της φωνής της· πίσω από το Ασπρόνησο, πίσω!...
Ο νέος ήρχισε ταχέως να σιάρη. Ήσαν δε ακριβώς εις την σκιάν της ακτής, αποκρυπτούσης την σελήνην. Έκαμψαν μίαν προβολήν βράχου, κ' εκρύβησαν όπισθεν του νησιδίου.
— Τι λες να είνε; ηρώτησεν εν αδημονία το Λιαλιώ.
— Χωρίς άλλο θα είνε για μας, απήντησεν ο νέος.
— Βγήκαν να μας κυνηγήσουν;
— Εμάς γυρεύουν, χωρίς αμφιβολία.
— Και τι μεγάλη βάρκα είνε αυτή;
— Αυτή είνε σκαμπαβία, με πολλά κουπιά, που κόβει δρόμο.
— Ώστε αν είμασταν μπροστά εκεί, θα μας έπιαναν;
— Αυτοί έχουν πλώρη το Τραχήλι. Σε λίγο θα μας έφταναν, αν είχαμε κάμει δρόμο προς τα εκεί.
— Ώστε καλά κάμαμε ναρθούμε προς τα εδώ;
— Δεν ήρθαμε θεληματικώς· μας έφεραν τα ρέμματα.
— Ξέρουν τι κάνουν τα ρέμματα! είπε με θεσπέσιον τόνον το Λιαλιώ, ήτις ωμοίαζε μέ τινας ανθρώπους βλέποντας σοφά όνειρα, αυτοσχεδιάζοντας αποφθέγματα κατ' όναρ. Λέγουσα δε, επίστευεν εκείνην την στιγμήν ότι υπάρχει νους εις τα άψυχα πράγματα και ότι όλα υπόκεινται εις θεού τινος την επιστασίαν.
Τω όντι, ήθελε φανή ότι η Νιρηίς των θαλασσίων ρευμάτων, ή η Αύρα των απογείων πνοών, είχον ωθήσει εσκεμμένως και εκ προθέσεως προς το μέρος εκείνο την βαρκούλαν με το χαριτωμένον φορτίον της,
— Και τώρα τι να κάμωμε; ηρώτησεν ο Μαθιός, αισθανθείς ενδομύχως τον εαυτόν του ανίσχυρον άνευ της συνδρομής αγαθοβούλου τινός νύμφης. Και τότε ενόησε διατί, από καταβολής, κόσμου, ποτέ δεν έπαυσε να είνε γυναικοκρατία.
— Τώρα, είπε το Λιαλιώ, ομιλούσα τόσον απταίστως και μαθηματικώς, ως να είχε προβλέψη το πράγμα, θα περιμένουμε μισήν ώρα, και αν δεν μας υποπτευθούν να γυρίσουν προς τα εδώ να ψάξουν, καθώς αυτοί θα τραβούν κάτω στο Τραχήλι, ημείς κολλούμε πέρα στον Άι-Νικόλα, ξέρεις; Από κει ανεβαίνουμε πεζοί σε μισή ώρα, στην Πλατάνα, στο ψηλό χωριό, κι' από κει, σα φέξη ο Θεός την ημέρα, πεζοί για τρεις ώραις, στο μεγάλο το χωριό το δικό μου. Να πατήση μοναχά το πόδι μου, στ' άγια χώματα μια φορά! Ανίσως πάλι μας υποπτευθούν και γυρίσουν την πλώρη τους προς τα εδώ, τότε μια και δυο, στο δικό σας το Ξάνεμο, πώς το λέτε, στην Κεφάλα σας· εκεί πετούμε τη βάρκα στην άμμο, και γυρίζουμε στεριά στο χωριό σας. «Πού ήσουνα, Λιαλιώ;» «Πήγα στο σεργιάνι, μπάρμπα- Μοναχάκη, και να με, γύρισα».
Εγέλασε μόνη της ειπούσα τούτο. Είτα, επειδή ο νέος εφαίνετο ανησυχών ακόμη,
— Να μη μας πιάσουν μοναχά, επέφερεν εκείνη. Δε με μέλει τι θα πη ο κόσμος, να! ούτε τόσο-δα, καρφί δε μου καίεται! Εμείς να είμαστε αθώοι και άφσε τους ανόητους να μας κατηγορούν!
Ο νέος έκυψε περιπαθώς και της εφίλησε τα άκρα των δακτύλων της χειρός της, σκεπτόμενος ότι ήτο αθώος, ναι, όπως πολλοί οίτινες κατεδικάσθησαν αδίκως, ως λέγει η ιστορία, εις τον επί της πυράς βραδύν θάνατον. Εκείνη προσέθηκεν αυστηρώς·
— Αν ήθελα να κάμω τον έρωτα, το σιγουρότερο θα ήτο να μένω σιμά στον μπάρμπα-Μοναχάκη. Απόδειξις ότι δεν θέλω, είνε ότι εκίνησα να πάω πίσω στους γονείς μου. Οι γονείς μου δεν θα μπορούν να με σκεπάσουν, αν το κάμω, ο μπάρμπα-Μοναχάκης θα μ' εσκέπαζε, και πολύ.
Οξεία μάχαιρα έσχισε την καρδίαν του νέου. Εφαντάσθη ότι η νεαρά γυνή θα είχε χωρίς άλλο εραστήν εις την πατρίδα της. Δι' εκείνον λοιπόν έτρεχε, δι' εκείνον επεχείρει τον αλλόκοτον τούτον πλουν! Και τότε η θέσις του ποία; αυτός τι ήτο εις την περίπτωσιν εκείνην; γέφυρα εφ' ης επάτουν όπως συναντηθώσι δύο αγαπώμενα όντα, χάρων των καταχθόνιων ερώτων!...
Ω! πόσην φλόγα είχε μέσα του! Και πώς ησθάνετο όλα του τραγικού ήρωος τα ένστικτα βρυχώμενα και λυσσώντα εις τα ενδόμυχά του την στιγμήν αυτήν! (Και πώς ηδύνατο να μεταβάλη το παρόν ειδύλλιον εις δράμα, αν μόνον το επέτρεπεν η φιλολογική του συγγραφέως συνείδησις! Φαντασθήτε την σκαμπαβίαν κυνηγούσαν τους δύο φυγάδας επί της ελαφράς βαρκούλας, τον Μαθιόν διαφεύγοντα διά θαύματος κωπηλασίας την καταδίωξιν, την τελευταίαν στιγμήν ανακαλύπτοντα ότι η Νοσταλγός είχεν εραστήν εκεί πέραν, και σχίζοντα το στήθος της με το εγχειρίδιον, ή βυθίζοντα την βάρκαν και πνίγοντα την γυναίκα, πνιγόμενον και αυτόν εις τα κύματα! Τέλος την σκαμπαβίαν ερευνώσαν να εύρη τα δύο πτώματα εις τα βάθη της θαλάσσης, υπό της σελήνης το φως! Οποίον θαύμα ρωμαντικότητος, οπόσα δάκρυα ευαισθησίας!...)
Εν τούτοις μετά βίας μεγάλης εκρατήθη, και προσβλέψας την νεαράν γυναίκα την ηρώτησεν απλώς·
— Και δεν σε αγαπούσε κανείς εκεί πέρα, πριν σε πάρη ο κυρ- Μοναχάκης;
— Και πολλοί μάλιστα, ακούς εκεί! εβεβαίωσεν ευθύμως η Λιαλιώ. Μόνον να τι είνε· τα φτωχά κορίτσια δεν τ' αγαπούν παρά όπως αγαπούν τα λούλουδα, για να τα μυρισθούν μια, κ' ύστερα να τ' αφήσουν να μαραθούν, ή να τα μαδήσουν· κ' εγώ δεν ήμουν καμμιά μεγαλοπροικούσα, βλέπεις, για να με αγαπήσουν, και να με στεφανωθούν εμπομπή και παρατάξει , μ' επισημότητα, ή και να με κλέψουν και να με στεφανωθούν κρυφά μ' έναν παπά, βέβαιοι πως οι γονείς, εις όλο το ύστερο, θ' αναγκασθούν σα σκασμένοι να δώσουν την προίκα... Γι' αυτό δεν ευρέθηκε άλλος απ' τον μπάρμπα-Μοναχάκη να με ζητήση. Πάλι, καλά!
Είτα με ψίθυρον φωνήν απήγγειλε το δημώδες:
Με πανδρέψαν οι γονιοί μου
χωρίς νάχουν τη βουλή μου...
— Τότε γιατί φεύγεις απ' τον κυρ-Μοναχάκη; ηρώτησεν ο νέος αναφερομένος εις το επιφώνημα το οποίον υπήρξεν η κατακλείς του λόγου της.
— Δεν του φεύγω, γυρίζω στην πατρίδα μου, πάω ναύρω τους γονείς μου ... Ανίσως ο μπάρμπα-Μοναχάκης έρθη στην πατρίδα να μ' εύρη, καλώς νάρθη! Ξέρει πολύ καλά πως δεν είμαι ικανή να προδώσω την τιμή του. Μα ξέρει και τούτο, πως δεν μπορώ να ζήσω στα ξένα.
Ο νέος δεν ήτο ήσυχος. Υπώπτευεν ότι η γυνή ήτο δολία και εφαντάζετο τον εαυτόν του ως θύμα. Αποτόμως την ηρώτησε·
— Γίνεται να μη σ' αγάπησε κανένας χωριστά απ' τους άλλους;... και θα τον ήθελες και συ... πριν πανδρευθής... ή ύστερα αφού υπανδρεύθης;
Η Λιαλιώ εστέναξε βαθέως και είπεν:
— Αχ! ναι! ... για να είμαι ειλικρινής μαζύ σου... Εκείνος που θελά με πάρη...και τον ήθελα κ' εγώ... είνε τώρα έξη χρόνια που τον έφαγε η Μαύρη θάλασσα... Το καράβι επήγε σύψυχο... Αλλ' αν έχης έλεος, γιατί επιμένεις να μ' εξετάζης γι' αυτό;...
Ως τόσον η σκαμπαβία, την οποίαν οι δύο φυγάδες δεν έπαυσαν να κατασκοπεύωσιν, αφού έκαμεν ικανόν δρόμον με την πρώραν προς ανατολικήν κατεύθυνσιν, αίφνης, άμα έφθασεν εις την απωτάτην άκραν του τρίτου και ανατολικωτάτου νησιδίου, εστάθη επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ο Μαθιός υπέδειξε το πράγμα εις την συνταξειδιώτισσαν.
— Ξέρω τι είνε, είπεν αύτη.
— Τι είνε;
— Τώρα θα ιδής.
Ο νέος την εκύτταζε κατάμματα.
— Έχε υπομονή, και θα σε βγάλω απ' την απορία. Τώρα θα την ιδής να βάλη πλώρη το Τραχήλι.
— Πώς το ξέρεις; είσαι μάγισσα;
— Ναι, είμαι...είμαι μάγισσα! είπεν αύτη εν πεποιθήσει.
Ο Μαθιός ησθάνθη αόριστον φόβον εις το σπινθηρίζον βλέμμα της.
Την ιδίαν στιγμήν, η σκαμπαβία εστράφη οριστικώς προς ανατολάς, κ' επανέλαβε ταχύτερον τον δρόμον της.
Ο Μαθιός αφήκεν επιφώνημα θαυμασμού.
— Ιδού τι είνε, επανέλαβε το Λιαλιώ. Ο μπάρμπα-Μοναχάκης, βάζω στοίχημα ενενήντα πέντε τα εκατό, είνε μέσα στη σκαμπαβία.
— Λοιπόν;
— Οι άλλοι που τραβούν κουπί, και για να γλυτώσουν το ξεπλάτισμα του μεγάλου ταξειδιού, και γιατί έτσι τους φαίνεται σωστότερο, θα είπαν να ψάξουν γύρω-γύρω στα νησιά, ίσως μας εύρουν πουθενά τρυπωμένους. Ο μπάρμπα- Μοναχάκης που ξέρει καλά πως εγώ δεν είχα καμμιά δουλειά στα νησιά, κ' ήθελα να πάω στην πατρίδα μου και μόνο, είνε βέβαιος πως τράβηξα ίσα πέρα για τα Τραχήλι, κι' αν με προφτάση πριν πατήσω το πόδι στον Αγνώντα, το μικρό λιμανάκι του δικού μας του νησιού, ελπίζει να με καταφέρη να τον ακολουθήσω πίσω στο χωριό το δικό σας. Γι' αυτό δεν θα ήθελε να χάση καιρό ψάχνοντας τριγύρω, στα νησιά, για να μη προφτάσω και του φύγω, άμα φτάσω μια φορά πέρα. Έτσι τους κατάφερε κείνους που είνε στα κουπιά, να τραβήξουν εμπρός, κι' ας βλαστημούν μέσα τους πλεια. Τι να γείνη!
— Λοιπόν;
— Τώρα σαν προχωρήσουν κάμποσο αυτοί, εμείς περνούμε πέρα. Δος μου το ένα κουπί.
Ο νέος δεν αντέστη, και μετέθεσε προς την πρύμνην την μίαν κώπην.
Βραχεία παρήλθεν ώρα, και η σκαμπαβία είχεν απομακρυνθή τόσον, ώστε μόλις εφαίνετο εις το βάθος του αχανούς ορίζοντος ως μέλαν κυμαινόμενον σημείον και ως μαύρη κηλίς επί της επαργύρου επιφανείας της θαλάσσης.
— Τώρα να το βάλουμε στα κουπιά! ανέκραξε μετά φαιδράς χάριτος το Λιαλιώ.
Ο κυρ-Μοναχάκης ήτο τω όντι επί της σκαμπαβίας, και η νοσταλγός δεν είχεν απατηθή. Ημίσειαν ώραν μετά την επιβίβασιν των δύο φυγάδων, είχε την δυσαρέσκειαν να μάθη ότι «το Λιαλιώ του» δεν ήτο πλέον οίκοι. Εις το καφενείον όπου εκάθητο, ζωηρώς συζητών πολιτικά, με την μακράν του τσιμπούκαν ακοίμητον καπνίζουσαν πέραν της πλατείας βράκας του, δεκαετές παιδίον εισελθόν, ανυπόδητον, με υποκάμισον ραβδωτόν και περισκελίδα ομοίαν, είπε·
— Μπάρμπα, η γ'ναίκά σ' έφ'κει.
— Έφυγε; πού πάει; είπεν εξαφνισθεις ο χρηστός ανήρ.
— Δε ξέρου.
— Δε ξέρεις; Κι' από πού τώμαθες;
— Ου Βασίλ'ς τσ' Μάρκηνας ήτανε κειδά στου γιαλό κή τ'ν είδιει.
— Και ποιος είν' αυτός ου Βασί'λς τσ' Μάρκηνας;
Το παιδίον στραφέν προς την θύραν είπε·
— Να, κείνους απ' στέκειτη όξ' απ' την πόρτα.
Ο κυρ-Μοναχάκης και οι τέως ομιληταί του, των οποίων μεγάλως εκεντήθη η περιέργεια, εστράφησαν όλοι προς την θύραν.
Δεύτερον παιδίον οκταετές, ξυπόλητον, ξεσκούφωτον, με την μίαν σκελέαν ανασηκωμένην έως το γαστροκνήμιον, με τους πόδας βρεγμένους από την θάλασσαν, ίστατο έξω της θύρας, κρύπτον το ήμισυ του προσώπου όπισθεν της παραστάδος, το ήμισυ του σώματος όπισθεν του τοίχου, κυττάζον με τον ένα των οφθαλμών έσω του καφενείου.
— Εσύ, βρε, την είδες την γυναίκα μου να φεύγη; τον εφώναξεν ο κυρ- Μοναχάκης.
— Τ'ν' είδια, μπάρμπα, απήντησε το παιδίον.
— Και πού πάει;
— Ξέρου 'γώ.
Ο κυρ-Μοναχάκης εσηκώθη εν αδημονία, και με οργίλην χειρονομίαν έκαμε να τινάξη το τσιμπούκι του εις το έδαφος.
Το πρώτον παιδίον, το όποιον ίστατο πέντε βήματα απ' αυτού, ετρόμαξε, φοβηθέν μη φάγη καμμίαν με το τσιμπούκι, και έτρεξε να φύγη.
Το δεύτερον παιδίον έξω της θύρας έγεινεν άφαντον όπισθεν του τοίχου.
— Μη φοβάσαι, είπεν ο κυρ-Μοναχάκης, αν λες αλήθεια, δεν τρως ξύλο· μα έλα δω... ειπέ μου τι ξέρεις... γιατί...
Η λέξις αύτη ήτο η μόνη ην επρόφερε όπως υποδηλώση την θλίψιν, την οργήν και την εντροπήν του.
— Να, μπάρμπα, είπεν αναθαρρήσας και σταθείς εγγύς της θύρας ο παις. Ου Βασίλ'ς είδιει τη βάρκα, απ' μπήκεν η γ'ναίκα σ' μαζύ μει τ' Καλκώρ' του γυιό, κη κάμανε κατά του Δασκαλειό να σουργιανίσ'νε. Μει φώναξε κη μένα κη μώδειξε αλάργα τη βάρκα, μα τσ' ανθρώπ' δεν τσ' είδια. Λέγαμει πως θελά γυρίσ'νε γλήουρα πίσου· ύστερα τσ' είδαμει κη κάμανε πέρ' απ' τ'ν Πούντα κη βγήκανε όξ' απ' του λιμάν'. Καρτειρούμει να γυρίσ'νε πίσου, δε γυρίσανε.
— Και πόση ώρα είνε που τους είδατε;
— Να, ως δύο ώρης κη παραπάν'... ταπουτώρα.
— Και γιατί δεν ήρθατε πρωτήτερα να μου πήτε!
— Μα δεν είνε πουλλή ώρα... ως μια ώρα, μια ουρίτσα... κη παρακάτ'... λίγη ώρα... ταπουτουρίτσα.
Ο κυρ Μοναχάκης έκαμε νέαν οργίλην χειρονομίαν, διά ν' αποθέση παρά την γωνίαν το τσιμπούκι του. Το παιδίον έσπευσε να τραπή εις φυήν.
Εν τω μεταξύ ο Βασίλης της Μάρκαινας, όστις είχε προπορευθή κατά τριακόσια βήματα, έτρεχε με την προθυμίαν εκείνην, την οποίαν δεικνύουσι τα παιδία, όπως δώσωσι καλήν ή κακήν είδησιν, διά να πάρουν τα «συχαρήκια» εν τη πρώτη περιπτώσει, διά να διασκεδάσουν με την αμηχανίαν του ενδιαφερομένου εν τη δευτέρα. Έφθασεν ασθμαίνων υπό την οικίαν του πλοιάρχου της σκούνας, και σταθείς υπό τον εξώστην, όπου έβλεπε την θύραν ανοικτήν, και άφθονα φώτα εις τον θάλαμον, ήρχισε να φωνάζη με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του·
— Μπάρμπα! πήρανε τ' βάρκα!
Ο Βασίλης δεν είχε την τόλμην να εισέλθη εις το καφενείον πριν, όπως δώση την είδησιν εις τον κυρ-Μοναχάκην. Αλλά τώρα, ιδών ότι ο σύντροφός του έδωκε την είδησιν χωρίς να φάγη ξύλον, και εκτός τούτου διότι είξευρεν ότι από τον εξώστην δεν θα τον έφθανεν η χονδρή ράβδος του πλοιάρχου, είχε λάβει θάρρος και έσπευσε να προλάβη τον σύντροφόν του, όπως απολαύση αυτός την ηδονήν.
Ο καπετάν Κυριάκος, όστις εκάθητο ακόμη παρά την τράπεζαν, μη χορταίνων να ψιλοταΐζη και να κουτσοπίνη, όπως συνηθίζει ο ναυτικός όταν διά τινας ημέρας επιστρέψη παρά την εστίαν του, παρατείνων και αναλύων επ' άπειρον την τόσον σπανίαν δι' αυτόν ηδονήν ταύτην, εσηκώθη κ' εξήλθεν εις τον εξώστην.
— Τ' είνε, βρε;
— Να, πήρανε τ' βάρκα σ'.
— Ποιος;
— Ου Μαθιός τ' Μαλαμού.
— Ποιος Μαθιός του Μαλαμού;
— Να, ου γυιος τς' Καληώρ'νας, πώς 'νε λένε;
— Και πού την πάει;
— Να, όξ' απ' του λιμάν'!
— Μοναχός του;
— Μαζύ μει μια γ'ναίκα.
— Μαζύ μει μια γ'ναίκα! επανέλαβεν έκπληκτος ο καπετάν Κυριάκος. Και ποια;
Δεν ηκούσθη η φωνή του παιδιού, το οποίον διά καλόν και διά κακόν επροφυλάσσετο υπό τον εξώστην.
— Και πώς δεν ήρθες να μου πης χαμπάρι! ανέκραξεν ο καπετάν Κυριάκος.
Αλλά το παιδίον είχε γείνει άφαντον, όπισθεν της γωνίας του τοίχου, και μόνον τα βήματά του ηκούοντο δρομαία επί του λιθοστρώτου.
— Ο μούτσος του διαβόλ' ο γυιος θα τώστρωσε πουθενά στο μεθύσι, άρχισε να μονολογή ο καπετάν Κυριάκος, κι' άφησε την βάρκα στην τύχη της.
Πάραυτα έστειλε προς αναζήτησιν του μούτσου, τον οποίον μετά πολλάς ματαίας ερεύνας εις τα καπηλεία της αγοράς, εύρον τέλος εις μίαν παράμερην ταβέρναν, από τον μέσα δρόμον.
Ο πλοίαρχος παρήγγειλεν εις δύο των συντρόφων του, οίτινες ελάμβανον αναψυχήν κατ' οίκον, να δανεισθώσι λέμβον τινά όπως ανέλθωσιν εις την σκούναν και καταβιβάσωσιν από το κατάστρωμα την μεγάλην σκαμπαβίαν με τα έξ κουπιά. Δεν τον έμελε τόσον διά την γυναίκα ήτις εκλάπη, ως φαίνεται, ούτε διά τον τυχηρόν νέον όστις την είχεν συνοδεύσει, όσον διά την νεοπαγή, κομψήν και στερεάν φελούκαν του. Παρήγγειλεν επίσης να στρατολογήσωσιν εκ της προκυμαίας ως κωπηλάτας δύο ή τρεις πορθμείς και να τρέξωσιν εις καταδίωξιν της βαρκούλας.
Εν τω μεταξύ ο κυρ-Μοναχάκης, μαθών εις τίνα ανήκεν η κλαπείσα λέμβος, επαρουσιάσθη περίλυπος εις την οικίαν του πλοιάρχου.
— Μπορείς να πας μαζύ με την σκαμπαβία και του λόγου σου, του είπεν ο καπετάν Κυριάκος, όστις είχε μάθει τέλος εις τίνα ανήκεν η κλαπείσα (κατά την ερμηνείαν την οποίαν φυσικά έδιδε το κοινόν εις το συμβεβηκός) σύζυγος.
Ο κυρ-Μοναχάκης αυτό ίσα-ίσα επεθύμει, να υπάγη με την σκαμπαβίαν. Εφοβείτο να μείνη εν αγωνιώδει προσδοκία εις την πολίχνην, και του εφαίνετο ότι, αν ελάμβανε μέρος εις την καταδίωξιν, διά του αντιπερισπασμού τούτου ηπιώτερον θα ησθάνετο τον πόνον του. Έτρεφε πεποίθησιν εις την Λιαλιώ, ότι δεν ήτο ικανή, καθώς είπεν η ιδία, να προδώση την τιμήν του, αλλά και πάλιν, τις οίδε! Τις δύναται να εξιχνιάση της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας τα μυστήρια; Eγνώριζε την ασθενικήν και oνειροπόλον προδιάθεσίν της και την μεγάλην και βαθείαν νοσταλγίαν της. Αλλά πώς να δώση εις τους πολλούς να τα εννοήσωσιν αυτά; Αλλοίμονον εις όποιον πέση εις λάκκον πλήρη ύδατος, και ας είνε καθαρόν το ύδωρ. Πιθανόν ν' αποφασίσουν να σου δώσωσι χείρα βοηθείας, αλλά δεν θα παύσουν να σε περιγελώσιν. Αυτός όμως ήτο βέβαιος περί της Λιαλιώς του, όσον δύναται ανήρ να είνε βέβαιος περί γυναικός. Από τον καιρόν, καθ' ον, στενός φίλος του πατρικού της οίκου, την εφίλει και την εχόρευε τριετή εις τα γόνατά του, τριακοντούτης αυτός, από την εποχήν καθ' ην πενταετή την εφίλευε γλυκίσματα, άνευ υστεροβουλίας και προγνωστικού πνεύματος διά το μέλλον, από τον χρόνον καθ' ον τραυλίζουσα τον εκάλει «μπάρμπα-Μοναχάκη», έως της ημέρας καθ' ην, και σύζυγός του γενομένη, ακόμη εξηκολούθει να τον αποκαλή «μπάρμπα- Μοναχάκη», την είχε παρακολουθήσει παιδίσκην, νεάνιδα και γυναίκα, και την είχε μελετήσει καλώς, και είξευρεν ότι υπέρ πάσαν άλλην γυναίκα έζη με την κεφαλήν της και με τα νεύρα της.
Παρήλθεν ημίσεια ώρα εωσού οι δύο ναύται του καπετάν Κυριάκου πεισθώσι να ξεκολλήσουν από τα σπίτια των. Άλλη ημίσεια ώρα αχρισότου εύρωσι βάρκαν, ανέλθωσιν εις την σκούναν και καταβιβάσωσι την σκαμπαβίαν εις την θάλασσαν. Άλλη ημίσεια ώρα μέχρις ου στραιολογήσωσιν ως κωπηλάτας πορθμείς ή αλιείς εκ της προκυμαίας, των οποίων αι λέμβοι, δίκωποι ή τετράκωποι και βαρείαι ούσαι, δεν εκρίνοντο κατάλληλοι διά την καταδίωξιν, — και μέχρις ότου συνεννοηθώσιν όλοι, και είνε όλοι σύμφωνοι να εκπλεύσωσι. Τέλος επέβησαν της σκαμπαβίας, ο κυρ-Μοναχάκης έβδομος εκάθισεν εις το πηδάλιον, και εξεκίνησαν.
Διά συντόνου κωπηλασίας εξήλθον του λιμένος. Αλλά πού να εύρωσι την βαρκούλαν; Η θάλασσα, φλύαρος καθώς η γυνή, είνε όσον αύτη εχέμυθος, και ποτέ δεν διηγείται το μυστικόν της. Όσον είνε δυνατόν να εύρη τις τα ίχνη των αλλοτρίων φιλημάτων επί των χειλέων της γυναικός, άλλο τόσον είνε δυνατόν να εύρη επί της αχανούς κυανής εκτάσεως τα ίχνη της βαρκούλας. Τις οίδεν! επί τέλους, διελογίζετο ο κυρ-Μοναχάκης. γυνή ήτο. Ο έρως είνε πλάνος και η νεότης ευαπάτητος. Τις εγνώριζεν αν δεν είχεν αμαρτήσει ήδη; ω! καλά της το έλεγεν αυτός, ότι πλησίον του θα ήτο ασφαλής, διότι γηραιός σύζυγος επέχει προς τοις άλλοις τόπον πατρός διά νεαράν γυναίκα. Καλά το έλεγε κ' εκείνη, ότι πλησίον του θα ήτο ασφαλής, και αν ήθελε να σφάλη ακόμη. Τώρα, χιλιάκις αν ήτο αθώα, ο κόσμος θα την κατεδίκαζεν. Αλλά πλησίον του, χιλιάκις αν ημάρτανε, θα ήτο τιμία εις τα όμματα του κόσμου.
Οίμοι! καθώς η βασιλοπούλα του παραμυθιού, αν επεβάλλετο εις την διά του σαγιττεύματος θεοδικίαν, μόνον τα άκρα των δακτύλων της μιας χειρός της θα ήγγιζε το βέλος.
Εις το πέλαγος, ανάμεσα εις το μεταξύ των δύο νήσων πέραμα, έπλεεν η βαρκούλα.
Η φιλόφρων Ναϊάς των θαλασσίων ρευμάτων έφερε βοηθητικόν ρεύμα υπό την τρόπιν της, και η ευμενής Αύρα των απογείων πνοών έστειλεν ελαφράν ριπήν εις την πρύμνην της. Η δροσερά πνοή εδυνάμωσε τους βραχίονας και τους ώμους του νέου, κ' έσφιγξε τους απαλούς μυώνας της νεαράς γυναικός. Εκωπηλάτουν ως δύο ησκημένοι ερέται, τα ελαφρά κωπία δεν τους εκούραζον, και είχον υπερβή ήδη το ήμισυ της υγράς οδού.
Όταν η σκαμπαβία, η τρέχουσα με δρόμον απόλυτης φορβάδος, επλησίαζεν εις το ακρωτήριον Τραχήλι, τότε μόνον οι επ' αυτής ναυτικοί παρετήρησαν την βαρκούλαν.
— Τ' είν' εκεί;
— Η βάρκα.
Ο κυρ-Μοναχάκης έστρεψεν αριστερά την κεφαλήν.
— Α! αυτή είνε!
— Ποιος ξέρει; δεν πιστεύω να είνε αυτή, είπεν είς των ναυτών, όστις επεθύμει να ήτο τρόπος να μην ήτο αυτή, διά ν' απαλλαγή νέου, προσθέτου και λίαν ανιαρού κόπου.
— Αυτή είνε, χωρίς άλλο, είπεν άλλος, όστις επεθύμει να ήτο εκ παντός τρόπου αυτή, διότι μεγάλως τον εκέντριζεν η περίεργος αυτή θαλασσία σκηνή, αν κατώρθονον να συλλάβωσι την βάρκαν, μετά της γυναικός και του εραστού της.
— Αυτή είνε, απεφάνθη ο κυρ-Μοναχάκης· να τα γυρίσουμε κατά κει παιδιά· να ορτσάρω...
— Πού πάει από 'κεί; ηρώτησεν είς ναύτης.
— Πάει στον Άι-Νικόλα· το συντομώτερο δρόμο, βλέπεις, διαλέξανε· κ' ημείς ξεπλατισθήκαμε τόσην ώρα να τρέχουμε στο βρόντο.
— Να τα γυρίσουμε, παιδιά! έκραξεν ο κυρ-Μοναχάκης, σας παρακαλώ γλήγορα να τα γυρίσουμε· σία ένας, να ορτσάρω!
Οι έξ ερέται είχον αφήσει τας κώπας, και η σκαμπαβία έβαινεν ακόμη με την «κεκτημένην ταχύτητα». Ο κυρ-Μοναχάκης εφώναζεν εν τούτοις, φειδομένος του χρόνου τον οποίον έχαναν·
— Σία, παιδιά, σία. Γυρίστε κατά 'κεί!... όρτσα σκαμπαβία! Αλλ' ουδείς προσείχεν εις αυτόν. Συμβούλιον είχε στηθή εν μέσω του πελάγους. Άλλοι έλεγον να προχωρήσωσιν εμπρός, άλλοι να στραφώσι βορείως προς το μέρος της βαρκούλας. Τέλος υπερίσχυσεν η γνώμη των πλείστων, οίτινες ηλεκτρίζοντο εκ του προσδοκωμένου απολαυστικού θεάματος.
Έστρεψαν αριστερά την πρώραν, κ' έλαβον τας κώπας με νέαν ρώμην, οίαν μετέδιδεν εις τους ανθρώπους η φυσική προς την νίκην φιλοτιμία και η προσδοκία του παραδόξου θηράματος. Αλλ' η σκαμπαβία απείχε τώρα από τον όρμον, προς ον έπλεε, τον τριπλούν του δρόμου όσον απείχεν η βαρκούλα. Και αν η πρώτη είχε τριπλήν δύναμη κοπών, είχεν όμως και πενταπλούν όγκον και τριπλάσιον βύθισμα.
Ο Μαθιός είδεν εγκαίρως την στροφήν την οποίαν έκαμεν αιφνιδίως η σκαμπαβία, και υπέδειξε το πράγμα εις την σύντροφόν του.
— Κύτταξε, είπε· μας κυνηγούν.
— Τώρα ας μας πιάσουν! ανέκραξεν ευθύμως το Λιαλιώ. Μου φαίνεται πως είνε μακρύτερα από μας.
— Ω! βέβαια· πολύ μακρύτερα. Μα έχουν πολλά κουπιά.
— Κ' ημείς έχομε μεγάλη δύναμι!
Κ' εδιπλασίασε την ζέσιν της εις την κωπηλασίαν.
Επί μίαν ώραν και πλέον επαίχθη κατά μήκος της ακτής εκείνης, ενώ η ωχρά σελήνη κατήρχετο ηρέμα προς δυσμάς και η φωνή του αλέκτορος ηκούετο εκπέμπουσα το δεύτερον λάλημα ανά τας σπαρτάς επί των κλιτύων και των κοιλάδων αγροικίας, το παιγνίδιον του φοβερού και μεγαλοπλοκάμου οκτάποδος του κυνηγούντος την μαρίδα, και του καταδυομένου και φιλοπαίγμονος δελφίνος του θηρεύοντος την ζαργάναν. Η σκαμπαβία έτρεχε, μετά ρυθμικού κρότου των κωπών επί των σιδηρών διχαλωτών σκαλμών, με δύναμιν απαισίου καρχαρίου, πομπώδης και μονότονος. Η βαρκούλα έφευγεν επί του κύματος ως ο φελλός, μετ' ελαφρού ως ο κρότος του φιλήματος φλοίσβου, απωθούσα με τας μικράς παιγνιώδεις κώπας της τα ύδατα, τα οποία την εθώπευον και την προέπεμπον τρέχοντα μεταξύ της, ως τιμητική συνοδεία, προηγουμένη και επομένη βασιλικού άρματος, και θα έλεγέ τις ότι αόρατοι Τρίτωνες την έφερον επιπολής του κύματος διά να μη χάνη ταχύτητα με της τρόπιδος το βύθος.
Εν τούτοις, οφθαλμοφανώς, η σκαμπαβία εκέρδιζε δρόμον επί της βαρκούλας. Έτρεξαν ακόμη, έτρεξαν πολύ, και πάντοτε, η σκαμπαβία εκέρδιζε δρόμον, και πάντοτε πλησιεστέρα εφαίνετο, εωσότου η απόστασις, η χωρίζουσα ακόμη την βαρκούλαν από της παραλίας, ήτο ήδη μικρά, ελαχίστη, και όσον και αν έτρεχε, η σκαμπαβία, ο Μαθιός επρόλαβε κ' έρριψε την βαρκούλαν μεθ' ορμής εις τα ρηχά, επί της άμμου.
— Πάντα κατευόδιο, έκραξε φαιδρώς το Λιαλιώ.
Ηγέρθη, και βλέπουσα τον λευκόν τοίχον του ναΐσκου του Αγίου Νικολάου στίλβοντα εις το φως της σελήνης, έκαμε τον σταυρόν της κ' επήδησε πρώτη εις την άμμον της παραλίας, βρέξασα τας πτέρνας εις το ύδωρ.
Ο Μαθιός επήδησε κατόπιν της κ' εδοκίμασε να σύρη την βάρκαν.
Η σκαμπαβία δεν απείχεν ήδη ή είκοσιν οργυιάς από του όρμου.
Ο νέος επροσπάθει να σύρη επί της άμμου την βάρκαν, σπεύδων να συνοδεύση την Λιαλιώ επάνω εις το χωρίον. Υπώπτευεν ότι οι άνθρωποι της σκαμπαβίας θα τους εκυνήγουν κ' επί της ξηράς, και, χωρίς να ειξεύρη διατί, ήτο ευτυχής διά τούτο. Η τελευταία εκμυστήρευσις της Λιαλιώς, περί του μνηστήρος του πνιγέντος εν τω Ευξείνω, δεν ίσχυσε να τον καθησυχάση, και ο πειρασμός του ενέπνεε την σκέψιν ότι, μία γυνή ήτις ελησμόνησε τον ατυχή εκείνον διά να νυμφευθή ένα γέροντα, ήτο ικανή να εγκαταλίπη τον γέροντα δι' ένα τρίτον μένοντα εις την πατρίδα της. Αλλ' αν τους κατεδίωκον ομού εις την ξηράν, και αύτη ενεπιστεύετο εις αυτόν και απήρχοντο ομού εις το χωρίον της, ω! τότε ο έρως του θα καθηγιάζετο επί της ξηράς και της θαλάσσης.
Αίφνης, η φωνή του κυρ-Μοναχάκη, όστις εφαίνετο όρθιος, εις το φως της σελήνης, παρά την πρύμνην της σκαμπαβίας, ηκούσθη εν τη σιγή της νυκτός·
— Λιαλιώ! ε! Λιαλιώ!
Η Λιαλιώ εστάθη σύννους, κάτω νεύουσα την κεφαλήν, και είτα κράξασα, απήντησεν·
— Ορίστε, μπάρμπα-Μοναχάκη;
— Θέλεις να πας στους γονείς σου, ψυχίτσα μου; Καλά θα κάμης! Καρτέρει νάρθω κ' εγώ, να σε συνοδεύσω ως εκεί, μήπως κακοπαθήσης στο δρόμο, μοναχή σου, αγάπη μου!
— Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Μοναχάκη! απήντησεν ανενδοιάστως το Λιαλιώ.
Ο νέος ίστατο εντροπαλός πλησίον της, κυττάζων αυτήν, έμφοβος και μη εννοών.
— Σύρε στο καλό, με τη σκαμπαβία, Μαθιέ μου, π'λάκι μου, του είπε με τόνον ειλικρινούς συγκινήσεως το Λιαλιώ· κρίμα 'ς που είμαι μεγαλείτερη στα χρόνια από σένα· αν πέθαινε ο μπάρμπα-Μοναχάκης, θα σ' έπαιρνα.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
Την διήγησιν ταύτην ήκουσα εκ στόματος της κυρά-Ρήνης Ελευθέραινας, του ποτέ
Ροδίτη, σεβασμίας γερόντισσας Αθηναίας.
«Είχαμε ένα χρόνο στεφανωμένοι με τον μπάρμπα-Λευθέρη, αυτόν που βλέπεις, και όλον τον χρόνον δεν έπαυσε να είνε άρρωστος. Σου έχω ειπεί πως με είχεν ελκύσει με τα χάδια του, ενώ ήτον αυτός τριαντάρης, κ' εγώ ήμουν δώδεκα χρονών τρελλοκόριτσο, που να μην πήγαινα παραπάνω.
Σαν ήτον άρρωστος, ένα χρόνο και παραπάνω δεν του έλειπεν ο πυρετός, όλη η γειτονιά, κ' η συγγένισσές μου, κ' η κουμπάρες μου, έλεγαν πως είχε καταντήσει να γείνη φτισικός. Είχε χτικιάσει, μου είπαν. Ω! συφορά μου! Γιατροί, γιάτρισσες, γιατρικά, μαντζούνια, τίποτε δεν ωφέλησαν. Η φτώχεια μάς έδερνε, να δουλέψη ο ίδιος δεν μπορούσε. Ο θεός ξέρει πώς τάφερνα βόλτα, με ψέμματα, με αλήθεια.
Μου είπε η κουμπάρα μας μια γνώμη, να τάξω στην Καισαριανή, μεγάλ' η χάρι της, να σηκωθώ να τον πάω, ίσως λυπηθή, η Παναγία και τον κάμη καλά. Χάρες μεγάλες ακούονταν πως γίνονται τον καιρό εκείνο. Εγώ σαν τάκουσα, να τι είπα μέσα μου, σου ξεμολογούμαι: «Καλά, ανίσως δεν τον κάμη καλά η χάρι της, μπορεί, το ελάχιστο, να πεθάνη κει δα, να τον θάψω στο βουνό, για να γλυτώσω από έξοδα που δεν έχω, κι' από άλλα βάσανα και μπελάδες». Το χειρότερο, εφοβούμουν, αν πέθαινε στο σπίτι, μην κολλήση τίποτε στα ρούχα, και κολλήσω κ' εγώ. Όλοι μου λέγανε πως το χτικιό κολλάει.
Λεφτό δεν είχα, ούτε πολύτιμο κανένα μέσ' την κασέλλα μου, έξω απ' το δαχτυλίδι του αρραβώνα που φορούσα. Είχα μερικά χαλκώματα. Επήρα ένα ταψί που είχα, καινούριο, κατακόκκινο, νάτο, εκεί βρίσκεται — έδειξε προς ένα ράφι, επί του οποίου ήσαν ολίγα χάλκινα σκεύη — κ' επήγα στην γειτόνισσά μας την Παναγήνα.
— Κυρά Παναγήνα, πάρε αυτό το ταψί αμανάτι, να με δανείσης τέσσερα σβάντζικα· θέλω να πάω τον άνδρα μου, που τον έχω άρρωστο, στη χάρι της, στην Καισαριανή, και λεφτά δεν έχω.
— Να, πάρε δύο σβάντζικα, είπεν η Παναγήνα, αυτά μου βρίσκονται. Άφσε το ταψί σου εδώ, και σαν ευκολυθής, φέρε τα δυο σβάντζικα να το πάρης.
Επήρα τα δυο σβάντζικα, αν και λίγα μου έπεφταν για το ταξείδι που ήθελα να κάμω, άφησα το ταψί μου, κ' είπα κ' ευχαριστώ. Εκινήσαμε με τον άντρα μου, παραμονή της Αναλύψεως, βράδυ-βράδυ. Στο δρόμο ηύραμ' έναν καρροτσέρη, κουμπάρο μιανής συγγένισσάς μου. Τον επερικάλεσα κ' επήρε το Λευθέρη στο κάρρο του, τον πλειότερο δρόμο. Εγώ επήγα με τα πόδια.
Ενύχτωνε όταν φτάσαμε στην Καισαριανή. Πριν φτάσουμε στην εκκλησιά, μέσ' το ρέμμα, ηύραμ' ένα τσέλιγκα, μ' ένα κοπάδι πρόβατα. Καθίσαμ' εκεί κοντά, να ξαποστάσουμε και να συγυρισθούμε, πριν πάμε στην εκκλησιά. Η γυναίκα του τσέλιγκα μας είδε που καθίσαμε, κ' ήρθε κοντά μας.
Ο Λευθέρης, που από 'βδομάδες μπροστά ήτον κομμένη η όρεξί του και δεν έτρωγε τίτοτε, σαν εκαθίσαμε, μου λέει·
— Πείνασα, καϋμένη γυναίκα. Κόψε μου λίγο ψωμί.
Του έκοψα ψωμί, κι' άρχισε να τρώη με τόσην όρεξι, που απόρησα κ' εγώ. Του είχα κόψει μικρή φέτα, ξεύροντας πως δεν μπορούσε να φάη. Στη στιγμή την έφαγε, και μου γύριψε να του κόψω κι' άλλο.
Η τσοπάνισσα που ήρθε κοντά μας μου λέει:
— Άνδρας σου είνε, τσούπα; σαν ζαμπούνη τον γλιέπω... Πίνει γάλα, να σας φέρω;
— Πίνει, είπα εγώ, γιατί είνε άρρωστος.
Εννοούσα που ήτον Τετράδη. Μας έφερε ένα μεγάλο μπρίκι γεμάτο γάλα. Ο Λευθέρης εβουτούσε το ψωμί του μέσα, εμάσσαε της μπουκιές, κ' ερροφούσε το γάλα. Εγώ έτρωγα ψωμί και εληές.
Η τσοπάνισσα τότε, σαν είδε που το ψωμί μας ήτο μπαγιάτικο, δύο-τριών ημερών, μας έφερε μια μεγάλη πλακόπηττα ανεβατή, φρέσκη της ημέρας, και μου την έδωκε.
— Τι πειράζεσαι; είπα.
Κ' έβαλα την πήττα μέσ' το ταγαράκι μου.
Ο άνδρας της ήλθε και μας έφερε δύο μεγάλα κομμάτια χλωρό τυρί, αλατισμένο.
— Να, πάρε, τσούπα, για να φάτε αύριο, μου λέει. Το πουρνό, που θάχουμε σφαχτά στη σούβλα, περνάτ' απ' αυτού και σας φιλεύω καμμιά πλάτη.
Εγώ έβγαλα κάτι πεντάραις που είχα, τα ρέστα από ένα σβάντσικο, που το είχα χαλάσει, και του είπα να κρατήση ό,τι θέλει για το τυρί. Εκείνος τα έσπρωξε πίσω, με τη ράχη του χεριού του, κ' είπε·
— Δε χρειάζονται λιεφτά... Κράτα τα να κολλήσης καμμιά λιαμπάδα στη χάρ' τς για τον μορφονιό σ', που είνε ζαμπούνης.
Σαν παράξενα σου φαίνονται αυτά; — απέστρεψεν αίφνης τον λόγον προς εμέ η αφηγήτρια. — Τότε ήτον άλλος κόσμος. Οι άνθρωποι είχαν πόνο, είχαν αγάπη αναμεταξύ τους. Εύρισκες πολλούς καλούς ανθρώπους, κ' εδώ μέσα, και στα βουνά έξω. Το είχαν 'σε καλό τους να δίνουνε. Γι' αυτό ο Θεός τους ευλογούσε, κ' είχαν μπερικέτια. Άλλος κόσμος τότε! Πού κείνα τα χρόνια;
Πήγαμε στην εκκλησιά, προσκυνήσαμε, κολλήσαμε μια λαμπαδίτσα. Ύστερα ο Λευθέρης εκάθισε κοντά στην Αγίαν Εικόνα, μέσα στην εκκλησιά, και σαν να ενύσταξε. Εγώ εβγήκα να πιω νερό, στην περίφημη, την αθάνατη βρύσι...
Ήτον ως τρεις ώρες νύχτα. Δροσιά, αστροφεγγιά, χαρά Θεού. Εκεί αντίκρυ, πέρ' απ' τα πλατάνια, στο ξέφαντο, είχαν αρχίσει να παίζουν λαλούμενα, φλογέρες, νταούλια, ζουρνάδες, και μερικοί είχαν στήσει χορό. Εγώ, σαν τρελλοκόριτσο που ήμουν ακόμα — είχα παντρευτή πολύ μικρή, καθώς σου είπα, και τώρα δεν θα ήμουν περαπάνω από δεκαφτά χρονών — ξέχασα και άνδρα άρρωστο, και τάξιμο, κ' εκκλησιά, κ' επήγα ίσα προς το μέρος που έπαιζαν τα λαλούμενα κ' εγινόταν ο χορός, για να κάμω χάζι.
Εστάθηκα εκεί ολίγην ώρα, ύστερ' απόστασα να στέκωμαι, κ' εκάθισα στα χορταράκια. Εύρισκα μεγάλη διασκέδασι. Εκεί, ακούω από μερικές γυναίκες κάτι φωνές, που έλεγαν η μια με την άλλη·
— Στην Εύρεσι!... είνε ώρα... πάμε στην Εύρεσι!
— Η Περιστέρα... στην Εύρεσι... στην σπηλιά.
Εκείνες που το έλεγαν αυτό, η μία με την άλλη, είχαν έρθει, τώρα κοντά, εκεί, στο μέρος που ήτον το γλέντι το νυχτερινό, κ' εφώναζαν άλλες να της ακολουθήσουν... Κ' έφευγαν όλαις μαζύ, η μία κατόπι της άλλης, κι' άδειασε πολύς τόπος. Γυναίκες πάρα-πολλές, και καμπόσοι άνδρες και παιδιά, μονοκοπανιά έφυγαν από 'κεί που ήμουν, κι' άρχισαν να τρέχουν τον ανήφορο.
Εγώ δεν είξευρα καλά καλά τι ήτον η Εύρεσι, και σχεδόν δεν είχ' ακούσει ποτέ μου για Περιστέρα. Αυτή τη στιγμή θυμήθηκα που η κουμπάρα μας, εκείνη 'που πρώτη μου είχε βάλει στο νου για να τάξω στην Καισαριανή, μου είχε 'πεί ότι η χάρι της περισσότερο ενεργάει στην Εύρεσι, που είνε στη σπηλιά, κι' ότι εκεί κατεβαίνει, τινάζοντας τα πτερά της, μία περιστέρα...
Τότε μία που με μισογνώριζε, και μας είχε ιδεί αρχήτερα με τον άνδρα μου στο δρόμο, κ' είχε καταλάβει πως ο άνδρας μου ήτον άρρωστος, καθώς εσηκώθηκε να φύγη, γυρίζει και μου λέει·
— Δεν έρχεσαι κ' ελόγου σου στην Εύρεσι;...Πάρε τον άνδρα σου, κ' ελάτε.
Εσηκώθηκα εγώ, έτρεξα κατά τη βρύσι, ξαναήπια νερό, ύστερα 'μβαίνω στην εκκλησιά, και βρίσκω το Λευθέρη, που τον είχε πάρει καλά ο ύπνος, δίπλα στο προσκυνητάρι που καθότανε. Επήγα κοντά, τον έσεισα, κι' άνοιξε τα μάτια.
— Δεν ξεκολλάς από κοντά μου; μου λέει. Τώρα εγώ λιανονυστάζω. Σύρε έξω στη βρύσι να πάρης τον αέρα σου.
— Πάμε στην Εύρεσι, του λέω!
— Στην Εύρεσι;...τι Εύρεσι;
Τον έσεισα πάλι, τον ετράβηξα βιαστικά με το χέρι μου, και τον εσήκωσα. Τότε μου είχε έρθει η στόχασι, πως έπρεπε να κάμω γλήγορα, για να προφτάσω τ' ασκέρι που έτρεχε τον ανήφορο, γιατί δεν είξευρα αν ήτον πολύ κοντά ή μακρυά, και τον δρόμο εγώ δεν τον είξευρα. Έπειτα έπρεπε να προφτάσω να ιδώ την Περιστέρα, καθώς μισοθυμούμουν, που μου είχε 'πεί η κουμπάρα, πως τίναζε τα φτερά.
Έσυρα τον Λευθέρη κ' εβγήκαμε απ' το μοναστήρι.
— Η χάρι της, του είπα, θα σε κάμη καλά.
Εκινήσαμε, καταπόδι 'ς άλλους, που τους βλέπαμε να τρέχουν μπροστά. Ήτον μεσάνυχτα. Περπατήσαμε κάμποσο ανήφορο, και σε λίγην ώρα φτάσαμε στη σπηλιά.
Ήτον μία σπηλιά ωραία, στον βράχο τον θεόρατο, με χρώμα σταχτερό, που έσταζε δροσιές ολόγυρα. Μοσχοβολούσε ο τόπος από θυμάρια, από σκοίνους κι' αγριοδυόσμο. Κόσμος ένα πλήθος, γυναίκες ένα σωρό, άνδρες πολλοί και παιδιά ένα μελίσσι, άλλοι ορθοί, άλλοι καθισμένοι, μερικοί άρρωστοι από διάφορες ασθένειες, μισεροί και σακατεμμένοι, βρίσκονταν εκεί, κ' έκαναν το σταυρό τους. Ένας παπάς με το πετραχήλι έστεκε στη μέση· είχε κάμει Παράκλησι, και τώρα ήτον στο τέλος. Έψαιλναν «Την πάσα ελπίδα μου», κ' έκαναν μετάνοιες. Σαν είπε το «Δι' αυκών» ο παπάς, πάλι άρχισε να ψαίλνη αγιασμό, μέσα 'σε μια λεκάνη μεγάλη, σαν κολυμβήθρα, φυσικά φτιασμένη στο βράχο, θεόχτιστη, ως φαίνεται.
Σαν άρχισε ο αγιασμός, η γυναίκες εψιθύριζαν η μια με την άλλη·
— Η Περιστέρα... τώρα θα φανή!
— Τώρα θα κατεβή η Περιστέρα!
— Να, τώρα... τώρα θα βγη η Περιστέρα.
Σε λίγην ώρα, κοντά στο τέλος του Αγιασμού, την στιγμή που ήθελε να βαφτίση ο παπάς το Σταυρό στη λεκάνη, ακούστηκ' έξαφνα ένα φρου-φρου, κ' εβόιξ' η σπηλιά, κ' επαρουσιάστηκε για μια στιγμή, για όσην ώρα σας το λέγω, ένα ωραίο πουλί, μια περιστέρα, με άσπρα και σταχτιά και χρυσά φτερά, κ' εφτερούγιασε φρστ!... φρστ!... κ' ετίναξε τα φτερά της, κ' εχτύπησε με τα φτερά της το νερό, που ήτον μέσα στη λεκάνη του Αγιασμού, κι' αμέσως έγεινε άφαντη... Για δυο-τρεις στιγμές εξακολουθούσε, απ' το θόλο της σπηλιάς, να πέφτη νερό μέσ' τη λεκάνη, ύστερα έπαψε. Ο κόσμος εκύτταζε χωρίς φωνή, χωρίς πνοή...
Ύστερα μονομιάς από πολλών τα στήθια εβγήκ' ένα «Μέγας ει, Κύριε!» και δυο τρεις χωριάτισσες είπαν «Χριστός 'δε σέρ-** Μαρία!»
Την ίδια στιγμή εβούτηξ' ο παπάς το Σταυρό, κ' έψαλε «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου», κ' ύστερα όλος ο λαός, παιδιά, άνδρες, γυναίκες, έπεσαν με τα μούτρα στην αγιαστούρα του παπά και μέσα στη λεκάνη, κ' έπαιρναν αγίασμα με τα φλασκιά τους, με τα τασσάκια τους, κ' έπιναν, κ' εξεφωνούσαν: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι! ».
Με πολύν κόπο, επήρα κ' εγώ αράδα, κ' έσυρα σπρώχνοντας με όλη τη δύναμί μου το Λευθέρη απ' το μπράτσο, κι' απ' της πλάτες, και μπορέσαμε με πολλά βάσανα να πλησιάσουμε τον παπά, και μας φώτισε με την αγιαστούρα του· ύστερα έσκυψα με το στόμα κ' ήπια αγίασμα· ύστερα εγέμισα της δύο φούχτες και της έφερα στο στόμα του ανδρός μου να πιή. Ήτον δροσερό, γλυκό νερό, αγίασμα· είχε μία δροσούλα και μία μοσχοβολιά που δεν ξανάγεινε.
Κατόπι γυρίσαμε πάλι, με όλο το μελίσσι μαζύ, κ' εφτάσαμε στην εκκλησιά.
Το πουρνό, αφού ελειτουργηθήκαμε, δεν ξεχάσαμε να περάσουμε απ' το μέρος όπου είχε τη στάνη του προσωρινά ο ψεβραδυνός ο τσέλιγκας.
Μας έδωκε γάλα, γιαούρτι, χλωρό τυρί· ύστερα σαν εψήθηκαν τ' αρνιά, μας εφίλεψε ένα μεγάλο κομμάτι από παγίδια κι' από πλάτη, κ' εξεφαντώσαμε. Μία φαμίλια απ' την Πλάκα, που κάθισαν εκεί κοντά να ξεφαντώσουν, μας εγνώριζαν· μας έστειλαν ένα φλασκί γεμάτο κρασί, κ' ήπιαμε στην υγειά τους.
Περάσαμε πολύ καλά ολημέρα. Το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι μας. Στη στράτα που γυρίζαμε, δεν είχε νυκτώσει ακόμα πολύ, και βλέπω ένα μικρό κομπόδεμα χάμου. Σκύφτω, το μαζεύω, τ' ανοίγω και βλέπω που είχε μέσα τρία σβάντζικα.
Η φαμίλια η Πλακιώτικη, που μας είχε φιλέψει το κρασί, μία γυναίκα με τον άνδρα της και με δυο παιδιά, είχαν ξεκινήσει κ' εκείνοι πεζοί ολίγο μπροστά από μας, κ' είχαν προπεράσει ως μία τουφεκιά τόπο. Κατ' αρχάς έκαμα να βάλω το κομπόδεμα στην τσέπη μου, ύστερα είπα· «κι αυτοί φτωχοί σαν εμάς είνε, μην τους έπεσε, κ' είνε κρίμα να το κρατήσω». Τους φωνάζω·
— Μη σας έπεσε κανένα κομπόδεμα!; Τι λογής ήτον, και πόσα λεπτά είχε μέσα;
Εψάχτηκαν.
— Όχι, μου είπαν δεν μας έπεσε τίποτε...
Τότε είπα κ' εγώ, μπορεί νάπεσε καμμιανής που νάχη τον τρόπο της· κισμέτι ήταν ας το κρατήσω.
Ο Λευθέρης ήτον πολύ καλλίτερα. Εγύρισε όλο το δρόμο με τα πόδια. Η όψι του εκαλλιτέρεψε πολύ. Είχε γυρίσει η όρεξί του, κ' έφαε κ' ήπιε καλά στο πανηγύρι. 'Σε λίγον καιρό έγεινε καλά, εδυνάμωσε, κ' έζησε κ' είνε τώρα ογδοντάρης, όπως τον βλέπεις.
Το πρωί της άλλης ημέρας πηγαίνω στην Παναγήνα την γειτόνισσα.
— Να, πάρε, κυρά Παναγήνα, τα δύο σβάντικά σου και δώσε μου τ' αμανάτι μου.
Είχα χαλάσει το ένα σβάντζικο απ' τα δυο που με είχε δανείσει, έκαμα όλα τα έξοδα του ταξειδιού, έφαγα και ήπια καλά, έφερα και δυο μεγάλα κομμάτια τυρί στο σπίτι, καθώς και μισό καρβέλι από μαύρο ψωμί χωριάτικο, έδωσα τα δύο σβάντζικα τα δανεικά, και μου περίσσευσαν και δύο ακόμα σβάντζικα.
— Να, πάρ' το, κυρά Λευθέραινα, το ταψί σου, μου λέει η Παναγήνα, αφού επήρε τα δυο σβάντζικα. Επήρα το ταψί μου, και να το αυτό είνε! βρίσκετ' ακόμα, ύστερ' από σαρανταοχτώ χρόνια».
Εσηκώθη, ύψωσε την χείρα της εις το ράφι, και μου επαρουσίασε χάλκινον αγγείον παλαιόν, ολίγον τρύπιον εις την μίαν άκρην.
Μεγάλο θάμμα έγεινε εις όλη τη γειτονιά — και εις όλο το χωριό μάλιστα — ένα
Σάββατον πρωί, καθώς επήγεν η νεαρά δασκάλισσα, συνοδευομένη και από την
μικρήν υπασπιστίναν της, το Ουρανιώ, το θυγάτριον του Παναγή του Κυραντώνη,
διά ν' ανοίξη την πόρταν του σχολείου· η μικρή υπασπίστρια επροπορεύετο
κρατούσα ένα κομψόν κουτί και δύο τυλιγμένα εργόχειρα, έκαμνε χαριτωμένους
μορφασμούς και τσακίσματα, είχε την ξανθήν πλεξίδα της λοξά προς το ένα αυτί, κ'
ήτο όλη μειδίαμα και χάρις, ώστε η μεν μυτίτσα της εγίνετο πλακαρή και σχεδόν
εξηλείφετο από τους δύο μορφασμούς και τ' αυλακάκια τα σχηματιζόμενα
εκατέρωθεν, από το πτερύγιον της ρινός έως τα κάτω βλέφαρα, και τα ματάκια της
μισοκλεισμένα, ετόξευαν υγρόν σπινθήρα· η διδασκάλισσα χλωμή, με παιδικόν
πρόσωπον, λευκοφορεμένη, καθώς και η μικρή συνοδός της, αναδεδεμένη τον
στέφανον της πλουσίας κόμης της, άμεμπτος εις τα της μόδας — αλήθεια, τα
κορίτσια του σχολείου, είχαν μάθει καλούς, πολιτισμένους τρόπους απ' αυτές της
δασκάλες· εμάθαιναν γράμματα και χειροτεχνήματα, έκαμναν ως και γυμναστικήν,
έν-δύο-τρία, εις το προπύλαιον του Σχολείου· η κόρη του Ντάκου είχε μάθει πώς να
χτενίζη τ' αχυρόχροα μαλλιά της, ξέπλεκα, απλωμένα επί των νώτων, μέχρι της
μέσης, λευκοφορούσα ωσάν ανεράιδα του βουνού· η παιδίσκη του Στάιου και του
Λεγαντή είχον μάθει μπλε μαρρέν, και καρρέ, ακόμη και τρανσπαράν και το
θυγάτριον του Σταμάτη του Μπλατσίνη είχε μάθει εις ένα μονότονον αχρωμάτιστον
ήχον διάφορα ανόητα τραγουδάκια· όσον αφορά την ξανθήν πλεξίδα λοξήν προς το
αυτί, όλαι σχεδόν αι μαθήτριαι την είχον αναπετάσει εσχάτως· άλλοι έλεγον ότι απ'
εκείνο το αυτί εβγήκε το μυαλό της δασκάλας και των κοριτσιών, άλλοι έλεγον ότι
εξητμίσθη από την κορυφήν της κεφαλής, διά μέσου των ριζών εκάστης τριχός, και
άλλοι έλεγον ότι είχε φύγει απάνω από την οροφήν του Σχολείου· πλην ταύτα ήσαν
λόγια των γραϊδίων της γειτονιάς, των γλωσσαλγών, όπου μεταχειρίζονται την
ρόκαν μόνον ως συνόδευμα των κινήσεων της γλώσσας, ή έχουν την κακολογίαν
οιονεί ως κέλευσμα προς ανακούφισιν του κόπου της ρόκας. Ο κόσμος θα
εξακολουθή πάντοτε να βαδίζη εμπρός, πότε κούτσα-κούτσα, πότε σήκω-πέσε· με
σκιρτήματα μονοπόδαρα, με σκοντάμματα, ή με βήματα καρκίνου· και αλλοίμονον
εις τους όσοι εγήρασαν κ' εκουράσθησαν και δεν δύνανται να παρακολουθήσουν·
εις όσους «επαλαιώθησαν και χώλαναν από των τρίβων αυτών».
Λοιπόν εκείνην την πρωίαν Σαββάτου, περί τας αρχάς Μαΐου, καθώς ηνοίχθη η πόρτα, και εισήλθεν η Ευανθία, η νεαρά διδασκάλισσα, δεν επέρασαν δύο λεπτά, και η μικρή ακόλουθός της, το Ουρανιώ, αφήκε βαθείαν κραυγήν εκπλήξεως·
— Κυρία! Κυρία!
— Τι είνε;
— Ιδέτ' εδώ!... έλα να ιδής.
Η νεάνις έκαμε τρία βήματα προς το μέρος όπου την εκάλει η παιδίσκη. Δίπλα εις την μεγάλην τράπεζαν της δασκαλοκαθέδρας, όπου απετίθεντο συνήθως οι έλεγχοι και κατάλογοι, ως και τα τετράδια των μαθητριών, επί του μικρού τραπεζίου του χρησιμεύοντος διά την διδασκαλίαν και εξάσκησιν των χειροτεχνημάτων, έκειντο φύρδην μίγδην μερικά αντικείμενα ξένα όλως, προς το Σχολείον, τα οποία ήτο όλως άπορον πώς ευρέθησαν εκεί. Εν πρώτοις χόρτα τινά και άγρια άνθη, παπαρούνες και σταχυοειδή, λυσσοχόρταρα, μαϊόχορτα, και ολίγαι κλωσταί καννάβιναι και καραβοσχοίνου, μακραί τρίχες γυναικείαι μαύραι, άλλαι τρίχες φοράδας κόκκινες, μικρά κόκκαλα από το Κοιμητήρι, και τέλος έν κρανίον ανθρώπινον. Τι ήσαν όλ' αυτά; και τι ήθελαν εκεί; Βεβαίως μάγια· εχθροί τα είχαν ρίξει της δασκάλας.
Της μικράς παιδίσκης εξηλείφθη ο μορφασμός της, το χαμόγελόν της έσβυσε και η μυτίτσα της η πλακαρή εσχηματίσθη εις προεξοχήν. Η νεαρά διδασκάλισσα εγέλασε. Δεν εφαίνετο να πιστεύη τα μάγια.
Η Ουρανιώ συνέπλεξε τας χείρας της εν αδημονία.
— Μάγια σας κάμανε, κυρία, μάγια!...
— Δεν είνε τίποτε, Ουρανία· μάζωξέ τα να τα πετάξης έξω.
— Εγώ κυρία, να τα πιάσω, με τα χεράκια μου!;
— Κάμε αυτό που σου λέω, διέταξεν εν ανυπομονησία η δασκάλισσα· δεν είνε τίποτε,...πριν έλθη κ' η άλλη, και τα ιδή· και τότε το μικρό γίνεται μεγάλο.
Έτι λαλούσης αυτής εισήλθεν η Ευθαλία, η δευτέρα διδασκάλισσα, συνοδευομένη και από την μητέρα της. Ήτο στρογγυλωτέρα ολίγον το ανάστημα, όπως η άλλη ήτο λιγνή, παχουλή, όσον ισχνή εκείνη, με παιδικόν πρόσωπον όπως η πρώτη, ολιγώτερον κομψή, αλλά συμπαθής την έκφρασιν. Είχεν έλθει εφέτος, πρώτην φοράν εις τον τόπον, καθώς είχε λάβει το δίπλωμά της από το εν Αθήναις Αρσάκειον, όπου όλαι ως γνωστόν αριστεύουν· ενώ η πρώτη ήγε τον τρίτον χρόνον από του διορισμού της. Η Ευθαλία ηκολουθείτο από την μητέρα της· ήτο αύτη καλή γερόντισσα, ευσεβής, καταγομένη από την γείτονα νήσον, και ελέγετο ότι ήτο εκ μιας των καλλιτέρων οικογενειών της πατρίδος της.
Διηυθύνθησαν προς το μέρος της δασκαλοκαθέδρας, προς το εσώτερον δυτικόν πλάτος του ισογείου, από την θύραν την νοτιοανατολικήν. Η Ευανθία, ως τας είδε, έρριψε βλέμμα ανήσυχον προς τα μαγικά αντικείμενα, όπου δεν ήτο καιρός πλέον να τα κρύψη ή να τα κάμη άφαντα, και εν σπουδή, προχείρως, ανεσήκωσε το ίδιον τραπεζομάνδηλον, και με αυτό εδοκίμασε να τα σκεπάση. Αλλά δεν έφθανεν η ποδιά του οθονίου διά να συγκαλύψη όλα τα μαγικά, καθώς έκειντο σκόρπια επί της μικράς τραπέζης, όθεν βιαίως ετράβηξε το τραπεζομάνδηλον προς το μέρος της, διά να κάμη μακροτέραν την κρεμαμένην άκραν πλην τότε έγεινε μικρός θόρυβος, τα σκληρά αντικείμενα εκρότησαν, και δύο πεθαμμένα κόκκαλα σπρωχθέντα αποτόμως, έπεσαν μετά κρότου εις το σανιδένιον πάτωμα.
Η Ευανθία εμόρφασεν οργίλως, θυμωμένη κατά του ιδίου εαυτού της· αφήκε μικράν κραυγήν εκπλήξεως ως ν' ανεκάλυψεν αίφνης έν πράγμα, το οποίον ήτον εμπρός εις τα μάτια της, και όμως δεν το έβλεπεν έως τότε· και ταχεία, έλυσε την ιδίαν λευκήν ποδιάν της και την εφήπλωσεν επί του τραπεζίου.
Η Ευθαλία και η γερόντισσα, εν τω μεταξύ αργοπατούσαι και συνομιλούσαι, μόλις έφθασαν πλησίον της πρώτης δασκάλας, και την εκαλημέρισαν. Πλην η μία άκρα της λευκής εμπροσθέλλας έπεσεν ακριβώς επί του νεκρικού κρανίου, και μόνον κατά τα δύο τρίτα το εσκέπασε. Το πρόσωπον, το στόμα, και το χάσμα της φαγωμένης ρινός του κρανίου έμειναν ορατά προς το μέρος οπόθεν ήρχοντο αι δύο γυναίκες.
Η γραία αφήκε κραυγήν θάμβους και φόβου·
— Μπα!.... τ' είν αυτό, πουλάκι μ';
Εδείκνυε τα αραιά διαλείποντα οδόντια, και τα χάσματα των οφθαλμών του κρανίου.
Η Ευανθία εκάλεσεν εις επικουρίαν όλην την ετοιμότητα του πνεύματός της.
— Εμάς, κυρία, ο καθηγητής μας, ο Β., μας εδίδασκεν ανθρωπολογίαν, ως και ανατομίαν... μας εσυνείθισε να μελετάμε τους σκελετούς των αποθαμμένων, και να μην έχουμε προλήψεις.
Η αγαθή γραία την εκύτταξεν, ως να μη ενόει.
— Παρήγγειλα να μου φέρουν αυτό το κεφάλι και τα κόκκαλα, διά να διδάξω τας μαθητρίας μου από πού και πώς είμεθα φτιασμένοι.
Η γραία ανεσήκωσε την άκραν της ποδιάς, κ' εξήτασε διά του βλέμματος όλα τ' αντικείμενα.
— Α! θα της μάθης ούλα τα πάντα, μαθές, είπεν αφελώς, εις τρόπον ώστε δεν ήτο πολύ σαφές, αν είχε πεισθή ή αν ειρωνεύετο· και για τούτο, έφερες, πουλάκι μ', ούλα τα σκέλεθρα αυτά, απ' τα Μνημούρια... και της κανναβένιες κλωσταίς, και της τρίχες της αλογίσιες, και της παπαρούνες, και τα μαϊολούλουδα;
— Καιρός είνε να λάβουν τα κορίτσια μίαν ιδέαν γι' αυτά τα πράγματα, είπεν η δασκάλα· κοντεύουν η εξετάσεις, και πώς θα κάμουμε κ' ημείς φιγούρα;
Όταν είχαν φθάσει την πρώτην στιγμήν η Ευανθία και η μικρά συνοδεύτριά της εις το σχολείον, έξω εις το προαύλιον ήσαν πέντε ή έξ μαθήτριαι, με τα τετράδιά των και με τα εργόχειρα, περιμένουσαι. Αύται είχον εισέλθει ήδη κ' επήγαν εις τα θρανία των. Άλλαι δέκα έως δεκαπέντε έφθασαν ευθύς κατόπιν. Το Σχολείον εγέμιζεν ήδη από κορίτσια.
Δύο ή τρεις κορασίδες, είτα επτά ή οκτώ, ύστερον όλαι όσαι ήρχοντο, αφήκαν της σάκκες επί των θρανίων των, και κατηυθύνθησαν προς το μέρος όπου ίσταντο αι τρεις γυναίκες. Η μία είπε της Ουρανίας·
— Αρή, τι είνε;
— Μάγια, είπε με μορφασμόν το Ουρανιώ. Ήδη της είχε περάσει ο φόβος και της επανήρχετο η συνήθης ευθυμία της.
— Μάγια; ηρώτησεν η Σινιωρίτσα του Μυτιληνιού,
— Μάγια; επανέλαβεν η Ματούλα του Καλοειδή.
— Μάγια· εβεβαίωσε το Ορσάκι του Ζαχαριάδη.
— Μάγια· επεκύρωσεν η Φλωρού του Λαμιαίου.
Τα κορίτσια είχον περικυκλώσει την μικράν τράπεζαν, κ' εκύτταζαν με μεγάλα μάτια και με ανοικτά στόματα τ' αξιοπερίεργα αντικείμενα.
— Τι θέλετ' εδώ; έκραξε με αυστηρότητα η Ευανθία. Γλήγορα στα θρανία σας... στας θέσεις σας!
Έδραξε την βέργαν, κ' εφοβέρισε τας μαθητρίας.
Η γραία Μονεβασιά, η μητέρα της δευτέρας δασκάλας, συνέπλεξε τας χείρας, κ' έκραξε·
— Τώρα, τι να κάνουμε! τ' ήταν αυτό;... Μη λες πουλάκι, μ', πως το είχες παραγγελιά, για να μάθης τα κορίτσια κατά πώς είμαστε φτιασμένοι, ούλα τα πάντα. Μάγια σας ρίξανε· ακούς τα κορίτσια τι λένε;
— Ξέρουν τα κορίτσια τι τους γίνεται; είπεν η Ευανθία.
— Τώρα χρειάζεται αγιασμός να ψαλή εδώ... ξορκισμοί να διαβαστούνε... Μην αρχινάτε, πουλάκι μ', το μάθημα, πριν ξορκιστή ο εχτρός από δω μέσα.
Εκάλεσε την μικράν Ματιώλαν, κόρην του Παπαγληγόρη.
— Πας, πουλάκι μ', ν' πης τ' παπά σ', να πάρη το πετραχήλι του, νάρθη εδώ;... Να πάρη, πες, και το ευχολόγιο μαζύ του... ξορκισμούς πρέπει να διαβάση.
Η μικρή δεν επερίμενε να επικυρώση την διαταγήν η διδασκάλισσα. Πάραυτα έτρεξε προς την θύραν. Η Ευανθία, ως ναρκωμένη, δεν είπε τίποτε. Μόνον όταν η παιδίσκη εξήλθεν, εστράφη προς την γερόντισσαν και της είπε·
— Τι θέλεις, σταυρομάνα, για να μας ακούσουν κι' άλλοι;
— Αυτό, πουλάκι μ', δεν είνε πράμμα που να κρυφτή, μαθές, είπεν η γραία· ο παπάς που θάρθη δεν θα το κοινολογήση; έχεις ψαλίδι για να κόψης της γλώσσες όλων των κοριτσιών;
Η Ευανθία έσεισε τους ώμους.
— Κη να της κόψης, πουλάκι μ', άλλαις θα φυτρώσουνε· μια θα κόφτης, δυο, τρεις, τέσσαρες θα βγαίνουνε.,. Δεν έχουν παιδεμμό των γυναικών η γλώσσες.
Η Ευανθία εν ανία, περιήρχετο περί τας δύο τραπέζας και τα πρώτα θρανία. Η γραία Μονεβασιά, επλησίασε προς τα μάγια, και ήρχισε να θεωρή μετά προσοχής το νεκρικόν κρανίον.
— Να, εδώ είνε τα γράμματα, που γράφουν τη μοίρα μας, είπε δεικνύουσα τα ιερογλυφικά εκείνα σημεία της συναρμογής του μετώπου· εδώ είνε γραμμένο όλο το ριζικό μας. « Έπαθα, τάπαθα· τα μέλλω πάθω;»
— Τι θα πη αυτό, μητέρα; ηρώτησεν η Ευθαλία.
— Αυτό θα πη, κορίτσι μ', ξέρουμε τα όσα πάθαμε, μα δεν ξέρουμε τι μας μέλλει ακόμας. Ήταν μια ζηλειάρα, και είδε που ο άνδρας της είχε ένα γυναικείο καύκαλο κλεισμένο μέσ' το αρμάρι του, απ' την μανία της το έρριξε στο φούρνο και τόκαψε, κι' ο άνδρας της το είχε φυλάξει από περιέργεια, επειδή ήταν μάντις, κ' εγνώριζε να διαβάζη τα μυστικά γράμματα του ριζικού, και απόρησε σαν τι έμελλε να πάθη αυτό το κούτελο· κ' εκείνη, απ' τη ζήλεια της επίστεψε πως ήταν της παληάς αγαπητικιάς του, και σαν το είδ' εκείνος ύστερα που κάηκε, εκατάλαβε γιατί επάνω στο κούτελο ήτον γραμμένο· «έπαθα, τάπαθα· τα πάθω μέλλω;»
Η Ευθαλία ηκροάτο εν σιωπή. Η μήτηρ της επανέλαβε·
— Κι' αυτό εδώ, πουλάκι μ', φαίνεται να είνε γυναικείο κούτελο· και εις αυτό επάνω επάνω κάτι τέτοιο είνε γραμμένο.
Τέλος έφθασεν ο Παπά-Γληγόρης. Εφόρεσε το πετραχήλι του, ήνοιξε το ευχολόγιον και ήρχισε να διαβάζη με ψίθυρον και βόμβον φωνής:
«Επιτιμά σοι Κύριος, διάβολε... φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαιμόνιον ακάθαρτον και εναγές, καταχθόνιον, βύθιον, απατηλόν, άμορφον, ή αυτός ει ο Βεελζεβούλ, ή καταπείων, ή δρακοντοειδής, ή θηριοπρόσωπος, ή ως ατμίς ή ως καπνός, ή ως «άρρεν ή ως θήλυ, ή ως ερπετόν, ή ως πετεινόν, ή νυκτόλαλον, ή κωφόν, ή άλαλον... ή λάγνον ή δυσώδες, ή φαρμακόφιλον, ή ερωτομανές, ή αστρομαγικόν, ή φιλόνεικον, ή ακατάστατον, ή εωθινόν· μεσημβρινόν ή μεσονύκτιον, ή αωρίας τινός, ή αυγής..· ή κρημνών, ή εκ λάκκου, ή καλαμώνος, ή λίμνης, ή εκ στέγης λουτρού, ή εκ μνήματος ειδωλικού, ή όθεν ίσμεν και ουκ ίσμεν;.. φιμώθητι, φοβήθητι, φύγε, μη υποστρέψης, μηδέ υποκρυβής, αλλ' άπελθε εις γην άνυδρον, έρημον, αγεώργητον, ην άνθρωπος ουκ οικεί. Θεός μόνος επισκοπεί, ο σειραίς ζόφου ταρταρώσας σε πάντων κακών, τον εφευρετήν διάβολον, ότι μέγας ο φόβος του Θεού, και μεγάλη η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Όλην την ημέραν η Ευανθία, ούτε τας μαθητρίας απέπεμψεν, ούτε μάθημα είχεν όρεξιν να κάμη, αλλ' αυτοσχεδίασε προχείρους ανακρίσεις, και ήρχισε να εξετάζη τα κοράσια αν εγνώριζον τίποτε ως προς τα μαγικά αντικείμενα τα ευρεθέντα εις το Σχολείον. Προ πάντων ήτο άπορον, πώς και πόθεν εισήλθε το πρόσωπον το οποίον είχε ρίψει αυτά τα περίεργα πράγματα εντός του Σχολείου. Η πόρτα ήτον κλειδωμένη, τα παράθυρα ήσαν εφωδιασμένα με δικτυωτά... από την στέγην τάχα, καθώς έλεγαν κ' οι εξορκισμοί, κατήλθεν ο εχθρός, ή κάτωθεν από το ισόγειον δάπεδον του κτιρίου ανήλθε το καταχθόνιον δαιμόνιον;
Τέλος, η νεαρά δασκάλισσα, μετά πολλής προσπαθείας, ανεκάλυψεν έν ίχνος, πραγματικόν ή απατηλόν. Και την εσπέραν, όταν εσχόλασαν τα κορίτσια, εγνώσθη ότι αι δύο μαθήτριαι, αίτινες είχον κρατήσει τα κλειδιά διά να σκουπίσουν την προλαβούσαν εσπέραν, είχαν έλθει εις συγκοινωνίαν με μίαν πρώην μαθήτριαν, την Αρετώ Καλκατζάκη, και μ' ένα κορίτσι του δρόμου, την Μαχώ της Τσούναινας. Αυταί αι δύο είχαν κάμει τάχα τα μάγια;
Τον υιόν της τον καπετάν Κομνιανόν, τον επαντρολογούσεν ήδη η γρηά
Κομνιανάκαινα, αν και δεν είχε χρονίσει ακόμη η νύμφη της, η μακαρίτις. Τα δύο
ορφανά, μία κόρη οκταέτις και έν τετραετές παιδίον, εφόρουν μαύρα, κατάμαυρα,
όπου εστενοχώρουν κ' εχλώμιαιναν τα πτωχά κάτισχνα κορμάκια των, και ήτον
καϋμός καρδιάς να τα βλέπη τις. Ενθύμιζαν το δημώδες δίστιχον:
Βαρύτερ' απ' τα σίδερα είνε τα μαύρα ρούχα,
γιατί τα φόρεσα κ' εγώ για μιαν
αγάπη πούχα.
Η γραία έκειτο επί της κλίνης καθ' όλην την Εβδομάδα των Παθών, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Εβεβαίου ότι «αγγελιάστηκε» και ητοιμάζετο ν' αποθάνη. Επέβαλλεν εις την Μόρφω, την μικράν εγγονήν της, εργασίας ανωτέρας της ηλικίας του πτωχού κορασίου. Αίφνης εν μέσω δύο γογγυσμών, έβαλλε μίαν φωνήν, κ' έκραζεν από της κλίνης προς την εκτός του ισογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην και υπηρετούσαν παιδίσκην·
— Μη χύνης στην αυλή τα νερά· χίλιαις φοραίς σ' το είπα, στο νεροχύτη!
Κ' επανελάμβανε τους αφορήτους στεναγμούς, επιτείνων μάλιστα αυτούς οσάκις τυχόν, πτωχή γειτόνισσα, μη τολμώσα να εισέλθη, ήρχετο δειλώς μέχρι της θύρας και ηρώτα πώς ήτο η ασθενής.
Βεβαίως η γρηά Κομνιανάκαινα έπασχεν, αλλ' ίσως εμεγαλοποίει το πράγμα. Έκλαιε «τα νειάτα της», έλεγεν ότι δεν θα προφθάση να κάμη εφέτος Πάσχα. Η γειτόνισσα η Μηλιά εβεβαίου ότι η γραία είχε και «κομπόδεμα», αλλά πού να εμβάση μέσα καμμίαν εκ των γειτονισσών της! Ελλείψει άλλης ασθενείας ήτο ικανή ν' αποθάνη από την φιλαργυρίαν της. Δεν εβάστα η ψυχή της να δώση κάτι τι εις μίαν πτωχήν γυναίκα διά να την «κυττάξη», κ' επέβαλλε βαρείαν αγγαρείαν εις την Μόρφω, οκταετή παιδίσκην. Ενίοτε παρελήρει αληθώς. Είτα έβαλλε αγρίαν κραυγήν. Έκραζε την παιδίσκην να την σκεπάση με το σινδόνιον, αλλά χωρίς αύτη να την εγγίση καν, η γερόντισσα έβαλλε τοιαύτην ωρυγήν, ώστε η μικρά κατετρόμαζεν.
Ο καπετάν Κομνιανός έλειπε με το γολεττί, κ' επεριμένετο να έλθη. Είχε μαζύ του με το γολεττί και τον πρωτότοκον υιόν του, τον Γεώργην, δωδεκαετή παίδα. Τούτο ήτο ένας από τους καϋμούς της γραίας, ότι έμελλε ν' αποθάνη, ως έλεγε, χωρίς να επανίδη τον υιόν της και τον εγγονόν της τον μεγάλον, όστις ωμοίαζε τόσον με τον μακαρίτην τον πάππον του. Και ποίος να της σφαλήση τα μάτια; αι ανεψιαί της, υπανδρευμέναι και αι δύο, της εβαστούσαν κακίαν διά κάτι κληρονομικάς διαφοράς, και δεν έσπασαν το πόδι, «η λαχταριασμέναις, η αχρόνιασταις!», να έλθουν να την ιδούν. Ούτω της ήρχετο και αυτής ν' αποθάνη εις το πείσμα των, ν' αποθάνη χωρίς να της φιλήσωσι την χείρα.
Ιατρός, πού να ευρεθή; Είχεν αυτή να πληρώνη; Αυτή ώφειλε να κάμνη οικονομίαν διά τα ορφανά, και δεν έπρεπε να φθείρη το βιο του υιού της εις τα γιατρικά, και δεν ξέρω τι. Ψευτογιάτρισσες! κάμε τη δουλειά σου! Έχουν εμπιστοσύνην τώρα αυταί αι γυναίκες; Ο κόσμος εχάλασε, τι τα θέλεις! Έμβαζε αυτή μες το βιο της, μες τα καλά της ξένην γυναίκα; Της ήρχετο να επαναλάβη προς τας γειτονίσσας την ιδίαν κραυγήν, δι' ης απεδίωκε το πάλαι παρείσακτον όρνιθα από τον ορνιθώνα της: ξου, ξένη!
Ως τόσον επεθύμει να ήρχετο ο υιός της διά να τον νυμφεύση, να του δώση και την ευχήν της. Σαράντα χρόνων άνθρωπος, κι' ο κόσμος είνε πέλαγος, σαν εκείνο που αρμένιζε τώρα. Πώς να περάση την ζωήν του χωρίς να έλθη εις δεύτερον γάμον; Και τα ορφανά, και αυτά θα εύρισκαν μητέρα, μίαν οικοκυράν, ήτις από τώρα επροσφέρετο μάλιστα να έλθη να την υπηρετήση, καλήν εις την ασθένειάν της. Αλλ' η γραία Κομνιανάκαινα, μη θέλουσα να παραβή την αρχήν της, δεν εδέχθη την εκδούλευσιν.
Το βέβαιον είνε ότι εκ των δύο ορφανών, η Μόρφω, ήτις είχεν ήδη αίσθησιν, αν δεν επεθύμει ν' αποκτήση μητέρα, ενεθυμείτο κ' ελυπείτο την μητέρα της. Ο Ευαγγελινός, νήπιον τριετίζον εν καιρώ της συμφοράς, ούτε είξευρε τίποτε, ούτε ενεθυμείτο. Έκλαιε μόνον όταν η μάμμη τον εβίαζε να φορέση τον κατάμαυρον σάκκον του. Η Μόρφω, λευκή και ωχρά, με τα μαύρα φουστανάκια της, και με το μαύρον μανδήλιον το σκεπάζον τα ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κ' ενεθυμείτο το περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από την γένναν της, το παρελθόν θέρος, και το βρέφος μετ' αυτής. Τώρα η κορασίς είχεν αντί της καλής και πονετικής μητρός την μάμμην με την αφόρητον παραξενιά της, ήτις, ενώ εβεβαίου ότι όλα της επόνουν, κεφαλή, λαιμός, χείρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση και τα λοιπά, πνιγομένη δε από τον βήχα και γογγύζουσα δυνατά και βάλλουσα κραυγάς αγρίας εφείδετο να δώση εις ιατρούς και φάρμακα, αίφνης ηγείρετο υποβαστάζουσα την κοιλίαν της, εξήρχετο μέχρι της θύρας, έρριπτε βλέμμα εις τον εκτός, κόσμον, κι' έλεγεν·
— Αχ! τι γλυκειά πούν' η ζωή!
Πέρυσι, ω! πέρυσι, την μεγάλην Πέμπτην πρωί, αφού εγύρισαν από την εκκλησίαν, όπου είχον μεταλάβει όλοι, η καλή και προκομμένη μήτηρ, καίτοι άγουσα ήδη τον έβδομον μήνα της εγκυμοσύνης της, ανεσφουγγώθη και ήρχισε να βάφη εν τη χύτρα τα αυγά, με ριζάρι, κιννάβαρι και όξος. Είτα ήρχισαν να έρχονται εις την θύραν ανά ζεύγη τα παιδία της πολίχνης, με τον υψηλόν καλάμινον σταυρόν στεφανωμένον με ρόδα ευώδη και με μήκωνας κατακοκκίνους, με δενδρολίβανον και με ποικιλόχροα αγριολούλουδα, με τον αποσπασθέντα από τ' Οχτωήχι χάρτινον εσταυρωμένον εις το μέσον του σταυρού, και με ερυθρόν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα το άσμα:
Βλέπεις εκείνο το βουνό με κόκκινη παντιέρα;
Εκεί σταυρώσαν το Χριστό τον
πάντιον βασιλέα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σύρε, μητέρα μ', στο καλό και στην καλή την ώρα,
κ' εμένα να με καρτεράς το
Σάββατο το βράδυ,
όταν σημαίνουν εκκλησιαίς και ψαίλνουνε παπάδες,
τότες
και συ, μανούλα μου, νάχης χαραίς μεγάλαις.
Και τι χαραίς μεγάλαις, τω όντι, τι χαραίς δι' όλα τα παιδία! Και η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δύο αρτιβαφή αυγά εις όλα τα παιδία· δύο αυγά κόκκινα, και τι ευτυχία! τι νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν ότι αρκετά παιδία ήλθαν, και αρκετά ετραγούδησαν, και ότι έπρεπε να υπάγουν και αλλού.
Μετά ταύτα η μήτηρ ήρχιζε να ζυμώνη, και έπλασε αρκεταίς κουλούραις μετ' αυγών, διά τον σύζυγον, επιδημούντα τοτε, διά την πενθεράν της, δι' εαυτήν, διά ταις κουμπάραις, ως και μικραίς «κοκκώναις» διά την Μόρφω, διά τον Ευαγγελινόν, διά τ' αναδεξίμια της και διά τα πτωχά παιδιά της γειτονιάς.
Κ' επειδή ο μικρός Ευαγγελινός έκλαιε, λέγων ότι δεν είνε αρκετά μεγάλη η κοκκώνα του, η μήτηρ του έδιδεν άλλην να εκλέξη, αλλ' αυτός δεν ημέρωνεν ούτε ήθελε να ταιριασθή. Το βέβαιον είνε ότι τας ήθελεν όλας διά τον εαυτόν του. Και τότε η μήτηρ τον επαρηγόρει λέγουσα ότι το Σαββάτο το βράδυ θαρθή η κουρούνα (κρα-κρα!) να φέρη το τυρί και το κρέας (τσι-τσι!), και τότε να ιδής χαραίς ο Ευαγγελινός, σαν ακούση κρα-κρα! την κουρούνα να χτυπά το παραθύρι. «Πάρε Βαγγελινέ το τυρί, πάρε και το τσι-τσι να φάτε!» Και ο μικρός εψέλλιζε και αυτός, «θα θη κουούνα να φέη του τσι-τσι» και συνάπτων τας χείρας, δακτύλους μεταξύ δακτύλων, κατά το υπόδειγμα της μητρός, εμιμείτο την ειρεσίαν των πτερών της κουρούνας, το δε παιδίον της γειτόνισσας της Μηλιάς, εξαετές, άνιπτον, ρακένδυτον, οκλάζων εις μίαν γωνίαν, κρατούν την κοκκώναν του, την οποίαν εσκέπτετο αν δεν ήτο καλόν να την φάγη τώρα που είνε ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλίζον και λέγον: «Ναι! θαρθή η κουρούνα! αμ' δε θαρθή!»
Και την Μεγάλην Παρασκευήν, περί την δύσιν του ηλίου, η μήτηρ ωδήγησε τα δύο παιδία εις την εκκλησίαν, όπου, αφού έκαμναν τρεις γονυκλισίαις προ του ανθοστεφούς κουβουκλίου, ησπάσθησαν τον μυρόπνουν Επιτάφιον, το αργυρόχρυσον Ευαγγέλιον με τ' αγγελούδια, και τον Σταυρόν με τ' ανθρωπάκια και της παναγίτσαις (τι χαρά, τι δόξα!), και είτα επέρασαν τρις υπό τον υψηλόν, μεγαλοπρεπή Επιτάφιον, ο δε Ευαγγελινός (όλα τα ενεθυμείτο η μικρά Μόρφω) ανέτρεψεν εξ απροσεξίας πήλινον αμφορέα με ύδωρ, εξ εκείνων ους θέτουσιν υπό τον επιτάφιον προς αγιασμόν, διά να μεταχειρισθώσι το ύδωρ εις το καματηρό , ήτοι τους μεταξοσκώληκας, και εις άλλας χρείας αι νεώτεροι μυροφόροι, γυναίκες διακαώς ποθούσαι «να ξενυχτίσουν το Χριστό» μένουσαι άγρυπνοι εν τω ναώ πέραν του μεσονυκτίου, διότι η ακολουθία του Επιταφίου ψάλλεται εκεί το Μέγα Σάββατον περί όρθρον βαθύν. Ο αμφορεύς πεσών εθραύσθη, η δε γυνή ης ήτο κτήμα ωργίσθη και είπεν ότι το έχει «σε κακό της». Τότε η μήτηρ του Ευαγγελινού, αφού επέπληξεν αυστηρώς το παιδίον, πειραχθείσα είπεν ότι «αν είνε κακό ας είνε για μένα!». Και την πτωχήν δεν την ηύρε ο χρόνος!
Το Μέγα Σάββατον δε, μικρόν μετά τα μεσάνυκτα, η μήτηρ εξύπνησε τον Ευαγγελινόν και την Μόρφω, κ' ενώ εσήμαιναν διά μακρών οι κώδωνες, επήγαν εις την εκκλησίαν, όπου εψάλη το «ω γλυκύ μοι έαρ» και άλλα ακόμη παθητικά άσματα. Είτα οι πιστοί όλοι με αναμμένας λαμπάδας εξήλθον εις το ύπαιθρον, υπό το αμαυρωθέν φέγγος της φθινούσης σελήνης, ενώ η αυγή έλαμπεν ήδη ροδίνη και ξανθή, προπέμποντες τον Επιτάφιον αγλαόφωτον με σειράς λαμπάδων. Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβύνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέβαλλε και αυτή «ω γλυκύ μοι έαρ, γλυκύτατόν μοι τέκνον!» και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επανελάμβαινε «οίμοι! γλυκύτατε Ιησού!» Τα δε παιδία προπορευόμενα της πομπής μεγαλοφώνως έκραζον: Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Ο Ευαγγελινός εψέλλιζε μετά των άλλων: Κύιε έησον! Κύιε έησον!
Και ύστερον, όταν ανέτειλεν ο ήλιος του Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων την απαραίτητον ομίχλην της Μεγάλης Παρασκευής (ήτις καθιστά μελαψήν μιγάδα την ημέραν και παμμέλαιναν αράβισσαν την νύκτα), ο Ευαγγελινός εξύπνησεν από τα βελάσματα του αρνίου, το οποίον ητοιμάζετο να σφάξη διά την οικογένειαν του καπετάν Κομνιανού ο γείτονας Νικόλαος, ο σύζυγος της Μηλιάς. Ο Ευαγγελινός και η Μόρφω εξήλθον εις το προαύλιον. Τι ωραίον! τι ήμερον! τι λευκόμαλλον που ήτο το αρνί! Και πώς εβέλαζε (μπε! μπε!) το καϋμένο. Εν τούτοις δεν εφαίνετο πολύ δυσαρεστημένον, διότι έμελλε να σφαγή. Και άλλος Αμνός άμωμος, Αμνός αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, και άλλος ατίμητος Αμνός εσφάγη..
Την εσπέραν έφερεν οίκαδε ο πατήρ τας πασχαλινάς λαμπάδας, ωραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τι χαρά, τι θρίαμβος! Φαντασθήτε ωραίας μικράς λαμπάδας με άνθη τεχνητά, με χροσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός ήθελε να πάρη την της αδελφής του λέγων ότι εκείνη είνε μεγαλειτέρα. Η μήτηρ του την έδωκεν, αλλ' ο μικρός την έσπασε, εκεί που έπαιζε με αυτήν, έσπασε και την ιδικήν του, και ύστερον έβαλε τα κλάμματα. Ο πατήρ του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υποχρέωσε να υποσχεθή ότι δεν θα την πιάση εις την χείρα έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν.
Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων.
Μετά τα μεσάνυκτα, αφού έγεινεν η Ανάστασις, και ήστραψεν ο ναός όλος, ήστραψε και η πλατεία από το φως των κηρίων, τα παιδία ήρχισαν να καίουν μετά κρότου σπίρτα και μικρά πυροκρόταλα έξω εις τον πρόναον καί τινες παίδες δεκαετείς επυροβόλουν με μικρά πιστόλια, άλλοι έρριπτον εντός του ναού επί των πλακών του εδάφους τα βαρέα καρφία με τα καψύλια καταπτοούντες και σκανδαλίζοντες τας πτωχάς γραίας, αίτινες μεθ' όλον τον διωγμόν, ον εκίνουν κατ' αυτών την Μεγάλην Εβδομάδα κατ' έτος οι επίτροποι αξιούντες να περιορίσωσιν αυτάς εις τον γυναικωνίτην, ουχ' ήττον επέμενον και παρεισέδυον εντός του ναού αριστερά, εις την μίαν κόγχην. Είς δ' επίτροπος της επάνω ενορίας, άνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ότι όλοι οι εθελονταί ψάλται, νεανίαι εικοσαετείς, εφοίτων κατά προτίμησιν εις την κάτω εκκλησίαν, εις δε την επάνω ηναγκάζοντο να ψάλλωσιν οι ιερείς, τι εσοφίσθη; Πιάνει και αποσπά από τον γυναικωνίτην τα καφάσια , τα δικτυωτά, δι' ων εφράττοντο τέως αι γυναικείαι μορφαί από της όψεως των ανδρών, και αφήνει τον γυναικωνίτην άφρακτον. Τότε διά μιας όλοι οι ευλαβείς και μουσόληπτοι νεανίσκοι αφήκαν την κάτω εκκλησίαν έρημον ψαλτών, κ' έτρεξαν όλοι εις την επάνω.
Είτα τα μικρά παιδία καί τινες παιδίσκαι τετραετείς, με τας κομψάς πoικιλτάς λαμπάδας, ετάχθησαν ανά τον χορόν, περί τα δύο αναλόγια, και παρά το εικονοστάσιον, και ήρχισαν να θορυβώσι, να παίζωσι, να στάζωσιν εις τους λαιμούς αλλήλων, και να τσουγγρίζωσι τα αυγά των. Και έν παιδίον εξαετές, πονηρότερον των άλλων (ήτο ο υιός της Μηλιάς της γειτόνισσας), είχε πλαστόν αυγόν εις τον κόλπον του, πορώδη λίθον, στρογγυλευμένον, κοκκινοβαφή, και δι' αυτού έσπαζε τ' αυγά όλων των παιδιών, και τα έπαιρνε κατά την συμφωνίαν και τα έτρωγε.
Μία παιδίσκη και είς παις πενταετής, ήρχισαν να φιλονεικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφοτέρα.
— Όχι, η δική μου η λαμπάδα είνε καλλίτερη.
— Όχι, η δική μου.
— Εμένα ο πατέρας μ' την εδιάλεξε και είνε πιο καλή.
— Εμένα η μάνα μ' την εστόλισε μοναχή της.
— Και ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάνα σ';
— Όχι, δε ξέρει; Σαν τη δική σ';
— Τέτοια παληολαμπάδα!
— Ναι, παληολαμπάδα;...να!...
— Να κ' εσύ!
— Να κι' άλλη μια!
Και ήρχισαν να τύπτουν αλύπητα τας κεφαλάς αλλήλων με τας λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τα κλάμματα και οι δύο.
Το απόγευμα πάλιν, αφού εψάλη η Β' Ανάστασις κ' έγεινεν η Αγάπη, εξήλθαν όλοι εις την πλατείαν κ' εθεώντο την πυρπόλησιν του Εβραίου, Τι άσχημος και τι ευμορφοκαμωμένος που ήτον ο Εβραίος! Είχε μίαν χύτραν ως κεφαλήν, είχε και λινάρι ως γένειον. Έφερε και ζεύγος γυαλιά (η Μόρφω τα ενεθυμείτο όλα) όμοια μ' εκείνα που φορεί η γραία μάμμη όταν ράπτη ή εμβαλώνη τα παλαιά ρούχα της. Είχε κ' ένα σακκούλι ή πουγγί κρεμασμένον εις το αριστερόν πλευρόν του. Εφόρει μακρυά- μακρυά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Και αφού τον εκρέμασαν υψηλά- υψηλά, έως επτά οργυιάς επάνω, ήρχισαν οι άνδρες να τον ματιάζουν, να τον τουφεκίζουν όλοι, έως ότου τον έκαυσαν.
Και ύστερον η μήτηρ έστρωσε την τράπεζαν εις την οικίαν, και παρέθεσε τα αυγά τα κόκκινα, το τυρί, που είχε φέρει η κουρούνα, και το αρνί ψημένο, και τα παιδία εκάθισαν εις την τράπεζαν και ήρχισαν να τσουγγρίζουν τ' αυγά των. Τι χαρά! τι αγαλλίασις!
Εφέτος, δηλαδή κατά το έτος εκείνο της δυστυχίας διά τα δύο ορφανά, δεν ήτο πλέον εκεί ούτε ο πατήρ των, όστις έλειπεν, ούτε η μήτηρ των, ήτις επήγε μακρύτερα ακόμη. Αντί των δύο ήτο η γηραιά μάμμη, ρογχάζουσα επί της κλίνης και γογγύζουσα. Αντί των κοκκίνων αυγών, ήσαν αι φλέγουσαι εκ του πυρετού παρειαί της. Αντί των επιχρύσων λαμπάδων, ήσαν οι δύο τρεμοσβύνοντες και βλοσυροί οφθαλμοί της. Αντί της αθώας χαράς, αντί της αφάτου ευτυχίας του παιδικού Πάσχα, ήτο η λύπη η βαρεία, η ανεπανόρθωτος συμφορά.
Ευτυχώς η γρηά Κομνιανάκαινα δεν απέθανε, και ο υιός της έφθασεν απόπασχα με το γολεττί, και ήρχιζε να καλλωπίζηται και να στρίβη τον μύστακα αποβλέπων εις δεύτερον γάμον. Αλλά, διά τα δύο παιδία, θα επανήρχετο πάλιν η χαρά εκείνη, θ' ανέτελλεν εκ νέου γλυκεία η παιδική Πασχαλιά; Διά τον Ευαγγελινόν ίσως, διά την Μόρφω ποτέ. Αύτη ησθάνετο την απουσίαν της μητρός της και είξευρεν ότι δεν έμελλε να την επανίδη πλέον επί της γης.
Γλυκεία Πασχαλιά! η μήτηρ της χαράς! Γλυκεία μήτηρ! της Πασχαλιάς η ενσάρκωσις!
Αλλ' ο Χριστός υπεσχέθη να πίη με τους εκλεκτούς του καινόν το γέννημα της αμπέλου εν τη βασιλεία του Πατρός του, και οι υμνωδοί έψαλλαν: «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ! δίδου ημίν εκτυπώτερον σου μετασχείν εν τη ανεσπέρω ημέρα της Βασιλείας Σου!».
Εις του Γιάννη της Παντελούς το στενό έβγαινε μία Καντίνα με τον λευκόν φερετζέν
και το γιασμάκι της και τούτο πολύ συχνά, σχεδόν κάθε μήνα. Την είδε δύο φοραίς
με τα μάτια της η γρηά Παντελού, και ο υιός της ο Γιάννης, και διάφοροι άλλοι
γείτονες. Ήτον ένα
κατάλυμα
, παλαιά οικία καταρρεύσασα, χωριζομένη
διά του στενού από της οικίας εν ή κατωκει η γραία μετά του υιού της και της
νύμφης της, είτα ένας αυλόγυρος έρημος, μ' ένα φούρνον τον οποίον από πολλού
έπαυσε να
κολλά
η γερόντισσα και δύο ετοιμόρροποι οικίσκοι ακατοίκητοι,
όλα έρημα και σκοτεινά.
Της νύμφης της τής Γιάνναινας, «της είχεν έρθει άτυχα», εβεβαίου η γρηά Παντελού. Μίαν εσπέραν, όπου είχε καταβή εις το κατάλυμα μοναχή της, βλέπει έξαφνα την Καντίνα λευκόπεπλον, με το μέτωπον, την ρίνα και τας σιαγόνας σκεπασμένα, με τα όμματα σπινθηροβολούντα, κ' εκάθητο ως καλή οικοκυρά εις την αγκωνήν του ερειπίου, επί τινος λίθου, καπνίζουσα το μικρό τσιμπουκάκι της, και πώς της έπρεπε τω όντι! Ήτο άλλως η μόνη οικοκυρά του μέρους, διότι αφού ο χώρος είχε μείνει από ετών έρημος ανθρώπων, επόμενον ήτο να ευρεθή μία καντίνα να λάβη κατοχήν. Η παράδοσις έλεγεν, ότι το πάλαι, ότε είχον οικήσει Τούρκοι εν τη νήσω, ο χώρος ούτος και πολλά κύκλω οικόπεδα ανήκον εις ένα Αράπην, όστις έτρεφεν ουκ ολίγας γυναίκας, και το κατάλυμα τούτο ήτο ακριβώς το χαρέμι του. Είνε αληθές ότι των Τούρκων οι νεκροί γίνονται την νύκτα ζωντανοί σκύλοι, αλλ' ίσως η μία των γυναικών του αράπη να ήτον εις το κρυφόν χριστιανή, και αν και εξεβαπτίσθη διά της μετά του απίστου κοινωνίας, δεν είχε κατορθώσει να γίνη εντελώς Τούρκισσα.
Άμα είδε το απίστευτον θέαμα, η πτωχή γυνή, έτρεξε με τρεμούσας κνήμας, με την γλώσσαν κρεμαμένην έξω, λευκή ως σινδών, έτρεξεν επάνω εις την οικίαν, κ' έπεσεν αμέσως εις την στρωμνήν πυρέσσουσα. «Της ήρθε άτυχα». Είχε χτυπηθή. Και δεν της επήρε μεν η Καντίνα τη μιλιά της, διότι με την γλώσσαν παραλυθείσαν δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση κραυγήν, αλλ' έμεινε τραυλή διά βίου.
Επί τρεις μήνας και πλέον την εδιάβαζεν ο ιερεύς της Παναγίας της Κεχρεάς, και κατ' αρχάς αι φωναί της ήσαν ακατάληπτοι. Ύστερον όμως ο τραυλισμός εμετριάσθη, και ηδύνατο μετά δυσκολίας να εκφράση τι επεθύμει. Αλλά πέπλος βαθύς ηπλώθη επί της διανοίας της, όμοιον μ' εκείνον όστις έκρυπτε τους χαρακτήρας της μορφής της Καντίνας.
Η πενθερά της «την είχε 'μόσιμο», τόσον πολύ την ηγάπα. Και την ηγάπα δημοσία, εις το φανερόν, δεν το έκρυπτεν. Η γειτόνισσά της, η γρηά Περμάχου, ηγανάκτει και διεμαρτύρετο κατά της τόσης αδυναμίας της ομήλικός της προς την ασθενή νύμφην. Διότι η πτωχή Γιάνναινα, τριακοντούτις γυνή, ωχρά, αναιμική εξ αρχής, εφύλαττε την στρωμνήν επί μήνας πολλούς, μετά την όψιν του φαντάσματος. Της έλεγεν «ε! σαν πεθάνη, και τι τάχα; θα ξελευθερωθή...» Αλλ' η γραία Παντελού ούτε αστεϊσμού χάριν ηδύνατο να ακούση τοιαύτην ευχήν εκφερομένην. Ν' αποθάνη η νύμφη της; Μη γένοιτο! Και είχεν άλλην νύμφην;
Και όμως, μ' όλους τους απαισίους κρωγμούς της γρηάς Περμάχου, η Παντελού δεν έπαυε να την έχη έμπιστον, να της λέγη όλα τα μυστικά της. Μίαν πρωίαν ελθούσα παρά την θύραν της καλύβης, όπου κατώκει η απαίσιος γραία, υπό την φυλλορροούσαν κληματαριάν, της είπεν ότι η νύμφη της είχε περάσει πολύ άσχημα την νύκτα, ότι δις ήλθεν εις κίνδυνον, ότι «ακόμα λίγο και θελά σώσει», ότι εξύπνησαν τα μεσάνυκτα τον εφημέριον διά να την μεταλάβη, και ότι μόλις τώρα τα χαράγματα ησύχασεν ολίγον και απεκοιμήθη. Αλλ' ότι ακόμη είνε φόβος, φόβος και κίνδυνος.
Στρέψασα τότε η γρηά Περμάχου πολυσήμαντον βλέμμα προς την συνηλικιώτιν και ομότριχά της, της λέγει·
— Σα σ' ακούω, γειτόνισσα! Θα φάη κι' άλλη ψωμί!...
Εν τούτοις η ταλαίπωρος γυνή υπέφερε και ήτον αξία οίκτου. Έπασχεν από συνεχή πνιγμονήν, είχε λήρους, λιποθυμίας, παραμιλήματα, έκλαιε κ' εκόπεττο άνευ αιτίας παννυχί υπό τον σκληρόν εφιάλτην. Ετραύλιζεν, ετραύλιζε πάντοτε. Εφώναζεν αίφνης: «Να την! την βλέπω!» Εφαντάζετο ότι βλέπει πάντοτε την καντίναν με τον φερετζέν και με το τσιμπουκάκι της. Έκραζεν, έξυπνος ή κοιμωμένη, την κόρην της, παιδίσκην επταετή: «Έλα, μικλό μου! Κατελνιώ μου! καλδιά μ' πονεί...» Και η μικρά ήρχετο πλησίον της και την ενηγκαλίζετο. Η κορασίς αύτη ήτο απαράλλακτον αντίτυπον της μητρός της, μικρογραφία της αυτής εικόνος. Μακρά, ισχνή, λευκοτάτη, κηρόπλαστος. Εν τούτοις η μάμμη της δεν την ηγάπα. Επροτίμα τον αδελφόν της, τον μικρόν Πολυχρονάκην, τετραετές παιδίον «με τέσσαρα μάγουλα», ακριβές αντίγραφον του πατρός του.
Ο χρηστός ούτος νοικοκύρης, γεωργοκτηματίας εκ των πρώτων της νήσου, επαρχιακός σύμβουλος, βραχύσωμος, παχύς, προγάστωρ, επανήρχετο πάντοτε την εσπέραν από το χωράφι (συνήθως ήρχετο πολύ μετά την δύσιν του ηλίου, ενίοτε δύο-ώραις-νύχτα,) κουρασμένος, πεινασμένος, ολιγόλογος, αλλ' όχι και οργίλος, ούτε παράξενος. Δεν ηρώτα ποτέ την πάσχουσαν πώς επέρασε την ημέραν, αλλά και δεν εγόγγυζε ποτέ ούτε παρεπονείτο διατί να είνε άρρωστη. Είχεν εργασίας, είχε σχέδια, ειργάζετο ο ίδιος, αλλά και δεν έπαυε να έχη παραγυιούς, να δανείζεται και να πληρώνη ημεροκάματα. Είχε δύο τρεις ελαιώνας λαμπρούς, φθονετούς, κ' εύρισκε τους δανειστάς προθύμους. Εφαντάζετο ότι η προθυμία αύτη ήτο εκ σεβασμού και αβροφροσύνης προς αυτόν, ως πρόκριτον εκ καλής οικογενείας του τόπου. Όλον τον χρόνον δεν του έλειπον οι εργάται. Είχε δύο βουνά ολόκληρα να καλλιεργήση. Είχε να ξανοίξη, να ξεσκαλώση, να θαμνέψη, να βοτανίση, να φυτέψη, να θηλιάση, να οργώση. Έπειτα είχε να συγκομίση τους καρπούς, να εκθλίψη τα έλαια, να πατήση τας σταφυλάς. «Καιρός του φυτεύσαι και καιρός του εκτίλλαι». Εδανείζετο λοιπόν κ' επλήρωνε. Έλεγε: «παίρνοντας και δίνοντας». Συνήθειαν δεν είχε να λογαριάζεται ποτέ, αν και έδιδεν εις τους τόκους ό,τι του επερίσσευεν. Οι δανεισταί του, ως εκ της οφειλομένης αβροφροσύνης προς αυτόν, ως εκ προγόνων προεστώτα του τόπου, δεν τω έλεγον ποτέ: «Έλα να λογαριασθής». Δεν εφαντάζετο ότι όλα και όλα τα χρέη του θα υπερέβαιναν ποτέ τα χίλια τάλληρα. Εις την πρώτην ελαιοφορίαν είχε σκοπόν να τα εξωφλήση όλα. Αλλά μίαν εσπέραν πολύ δυσαρέστως εξεπλάγη, όταν, επανελθών από το χωράφι, εύρεν εις την θύραν του τοιχοκολλημένην αγωγήν «περί πληρωμής, δραχ. 19,892 και 85% εντόκως, από της επιδόσεως μέχρις εξοφλήσεως». Ο αυθάδης κλητήρ, όστις μόνος αυτός ετόλμησε να λησμονήση την οφειλομένην προς τον απόγονον των προεστώτων αβρότητα, παρεπονέθη ότι δεν εύρισκε ποτέ τον εναγομένον, ότι ήτο αιωνίως εις το χωράφι, ότι ποτέ ούτε κατά Κυριακήν δεν κατέβαινεν εις την αγοράν, και επειδή αι γυναίκες δεν είξευραν να υπογράψουν, ούτε ήθελαν να δεχθούν το έγγραφον, προεικάζουσαι ότι θα ήτο φοβερόν τι, εκόλλησε την αγωγήν επί της θύρας, κ' επήγε να πίη το ορεκτικόν του.
Και είνε παραδεδεγμένον ότι μία δυστυχία δεν έρχεται ποτέ μόνη της. Μόλις είχε παρέλθει μην από του ανεξηγήτου παθήματος της γυναικός του, και η αγωγή του εκοινοποιήθη. Εννοείται ότι, αν και ήτο επαρχιακός σύμβουλος, δεν ενόει τίποτε από δικαστικά πράγματα, και οι δικολάβοι τον εξεμεταλλεύοντο όπως ήθελαν αυτοί. Έπαυσε τους εργάτας διά να πληρώση τους δικηγόρους. Η γρηά Παντελού ήλθεν εις την ακμήν να μετανοήση ότι έπαυσε να κολλά τον φούρνον, ας ήτο και μήτηρ συμβούλου επαρχιακού. Δεν της ήρκουν τα άλλα βάσανα, είχε και την γραίαν στρίγλαν την γειτόνισσάν της, ήτις δεν έπαυε να επαναλαμβάνη την σκληράν επωδόν: «Θα φάη κι' άλλη ψωμί!».
Και αυτή, την νύμφην της, «την είχε 'μόσιμο». Ηδύνατο να ακούη τοιούτον κακόηχον κρωγμόν; Μίαν ημέραν έχασε την υπομονήν και της λέγει: «Για να σου πω, γειτόνισσα, δεν μ' αρέσει να μ' το λες αυτό». Τότε η γραία στραφείσα της απεκρίθη: «Το ξέρω δα πως αμόνεις στ' όνομά της, γειτόνισσα· μα ησύχασε· το όνομά της δε θα χαθή!».
Ήτον ημέρα Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως, και η γρηά Παντελού, επιστρέψασα εκ της λειτουργίας, όπου είχεν ακούσει «ταις γεννεαίς δεκατέσσαρες», ανέβη εις την οικίαν. Η ασθενής ανέκειτο επί της στρωμνής παρά την εστίαν, και η μικρά Αικατερίνη καθημένη παρά το προσκέφαλόν της τής εκράτει την χείρα. Η γρηά Περμάχου είχεν έλθει να κάμη την συνήθη πρωινήν επίσκεψιν, να δώση κανέν ψευτογιατρικόν εις την πάσχουσαν και να πίη την φασκομηλιά της με το πετιμέζι· οκλάζουσα εις μίαν γωνίαν αντικρύ της εστίας, ομοία με την κουκουβάγια, προσήλου τους μεγάλους οφθαλμούς της επί την ασθενή, και κατεμέτρει τους προϊόντας βαθμούς της φθοράς επί του προσώπου της. Είτα ηγείρετο και κατέβαινεν εις την καλύβην της, και η γρηά Παντελού την προέπεμπε συνήθως μέχρι της κλίμακος. Τότε η Περμάχου επανελάμβανε, ταπεινή τη φωνή, την προφητείαν της ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί», η δε γραία διεμαρτύρετο ασθενώς κατά της επιμονής της.
Και την ημέραν εκείνην το αυτό συνέβη, και το παράδοξον, ότι μόλις εσηκώθη η Περμάχου, ευχομένη «περαστικά» κατά το σύνηθες, και η ασθενής εστήλωσε τα ώτα, προσβλέπουσα διά της ημικλείστου μεινάσης θύρας προς τον εξώστην, καθ' ην διεύθυνσιν εξήλθον αι δύο γραίαι. Ήκουσε τους ψιθυρισμούς των, και η όψις της έγινε πελιδνοτέρα ή όσον ήτο. Διέκρινεν άρα την δύσηχον φράσιν της γραίας κακομάντιδος;
Στραφείσα τότε προς την κόρην της, μετά κόπου και δυσκολίας της είπε τραυλίζουσα·
— Αχ! παιδί μου, εγώ έχω ως τώλα πεθελά, και συ από δω κ' εμπλός θα έχης... Και εστάθη.
— Τι θα έχω; ηρώτησε μετά παιδικής περιεργείας η παιδίσκη. Η ασθενής ανένευσεν, ως να ήθελε να είπη· «Άφησέ τα, τώρα δεν είνε καιρός». Αλλ' η μικρά επέμεινε·
— Τι θα έχω, μητέρα;
— Τι να σου πω, παιδί μου, εψιθύρισεν η πάσχουσα, ο Θεός ξέλει...
Ίσως ήθελε να είπη «μητρυιά», Αλλά δεν είχε το θάρρος να αρθρώοη την λέξιν.
— Γιατί, μητέρα, επανέλαβεν η παιδίσκη, είπες πως έχεις πεθερά, σαν να μην είσ' ευχαριστημένη; Και δεν σ' αγαπάει η μαμμίτσα μου;
Η ασθενής έσεισε την κεφαλήν, αλλά δεν είπε λέξιν.
— Η μαμμίτσα μου, μητέρα, την ακούω εγώ πολλαίς φοραίς, που λέει της θειά-Περμάχους πως σ' έχει 'μόσιμο. Δεν μου λες, μητέρα, τι θα πη αυτό, να έχη κανείς έναν άνθρωπο 'μόσιμο;
— Θα πη, παιδί μου, εμορμύρισεν η ημίπληκτος, πως αμόνει τάχα στ' όνομά του.
— Και τι θα 'πη ν' αμόνη στ' όνομά του;
— Θα 'πη να παίλνη όλκο στ' όνομά του, πώς λένε καμπόσοι, μα τον Θεό, μα την Παναγιά...
— Α! κ' η μαμμίτσα μου αμόνει στ' όνομά σου;
— Θεός ξέλει...
— Την άκουσα, μητέρα, να το λέη της θειά-Περμάχους, κ' η θειά- Περμάχου της έλεγε...
Η ασθενής έκαμε κίνημα όχι περιεργείας ή ανυπομονησίας διά ν' ακούση, αλλά μάλλον αποτροπιασμού όπως μη ακούση τα λεγόμενα. Η μικρά εξηκολούθησε χωρίς να εννοήση·
— ...Της έλεγε· «Ε! γειτόνισσα, γειτόνισσα! θα φάη κι' άλλη ψωμί...» Δε μου λες, μητέρα, τι θα 'πη να φάη κι' άλλη ψωμί;
Αλλ' η δύστηνος γυνή είχε γείνει πελιδνοτάτη, και τα όμματά της είχον την αλαμπή εκείνην στιλπνότητα, την οποίαν ο λαός ονομάζει βασίλεμμα των ματιών , και οι οδόντες της έμειναν συνεσφιγμένοι.
— Τι έχεις, μητέρα, τι έχεις; έκραξεν η Αικατερίνη.
Την στιγμήν εκείνην επέστρεψεν η γραία Παντελού, αφού είχε προπέμψει μέχρι της κλίμακος την γηραιάν φίλην της.
— Κουράγιο, νυφούλα μου, κουράγιο, είπεν ιδούσα την έκτακτον ωχρότητά της, και μη μαντεύουσα τι είχε λεχθή.
Η ασθενής κατέβαλεν υπεράνθρωπον αγώνα, και συνήλθε. Δεν εξέφερε κανέν παράπονον. Εβίασε εαυτήν να μειδιάση προς την πενθεράν και προς το θυγάτριόν της.
Η γραία επανέλαβε και πάλιν·
— Δεν έχεις τίποτε. Κουράγιο, νυφούλα μου, κουράγιο!
Πτωχή γυνή! υπέφερεν ως μάρτυς. Είχε γείνει θύμα της άγαν ταύτης φιλοστοργίας της πενθεράς της. Τόσον την ηγάπα, ώστε την είχεν απομακρύνει από τους εξ αίματος συγγενείς της. Δεν επέτρεπεν εις την μητέρα και τας αδελφάς της να έλθωσι να την νοσηλεύσωσιν. Αύται αι ίδιαι παρεπονούντο πικρώς κατά της ομαίμονος, την απεκάλουν ξεχωρισμένην . Έλεγαν ότι η πενθερά της κατώρθωσε να την ξεχωρίση από τον κόσμον. Η γραία έβαλε μαναφούκια και εις τα δύο μέρη. Εις εκείνας έλεγεν ότι η νύμφη της δεν τας θέλει να έρχωνται και ότι είνε μία παράξενη, μία ανάποδη... Εις ταύτην παρίστα ότι η μήτηρ της και αι αδελφαί της την εδυσφήμουν πάντοτε, και διά τούτο τας κατηράτο εξ όλης ψυχής. «Η λοχεμμέναις, η στερεμμέναις, η αχρόνιασταις. Αντί να χαρούν που 'μπήκε σε τέτοιο σπίτι η αδελφή τους, την εζηλοφθονούσαν...» κτλ. Την νύκτα η γραία έρρεγχε, καθώς ο Ιωνάς εν καιρώ της τρικυμίας, και δεν εσηκώνετο να δώση το ιατρικόν εις την νύμφην της, ή να της ψήση τουλάχιστον έν θερμόν ποτόν. Τον υιόν της τον είχε πείσει ότι δεν ήτο ανάγκη να καλέση τον ιατρόν εις την οικίαν. «Οι γιατροί δεν ξέρουνε τι τους γίνεται, καλλίτερα τα καταφέρνουν η γυναίκες. Με τα ψευτογιατρικά είδαμε πολλούς να γιατρευτούνε». Και ήρχοντο καθ' εκάστην τρεις ή τέσσαρες ψευτογιάτρισσες εις την οικίαν, ων η μία ήτο η γραία Περμάχου, ήτις έλεγεν ότι με τας αλοιφάς θεραπεύονται αυτά τα νοσήματα, και όχι με τας επωδάς και τα περίαπτα, καθώς ισχυρίζονται αι άλλαι. Και σχεδόν καθ' εκάστην την έτριβε με κηραλοιφήν, και της ήλειφε τα πλευρά, επιφωνούσα: «Κηραλοιφίτσα να το γιάνη!».
Θλιβερά ανέτειλαν τα Χριστούγεννα διά την μικράν Αικατερίνην. Ο κόσμος εώρταζε, και η μήτηρ της εψυχομαχούσε! Και ο πατήρ της δεν έπαυσε να δικάζεται με τους δανειστάς, και άφησε την οικίαν άνευ οψωνίων, διά να πληρώση τους δικολάβους. Και η γραία Παντελού ήτο απαρηγόρητος, λέγουσα ότι δεν ήθελε «να χάση την νυφούλα της, όπου την είχε 'μόσιμο!» Και η γειτόνισσά της η Περμάχου ηγωνίζετο να την παρηγορήση επαναλαμβάνουσα ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί!».
Εκοιμήθη η δυστυχής υπό την κυπάρισσον αντικρύ του ωραίου περιβολίου του συζύγου της, του συγκειμένου εξ ελαιώνος, αμπέλου και κήπου, το οποίον οι δανεισταί θα εξέθετον μετά ένα μήνα εις πλειστηριασμόν. Ουδέν ήττον η γρηά Περμάχου διακαώς ποθούσα να εύρη παρηγορίαν διά την λευκότριχον φίλην της (ήτις έχασε την νυφούλα της, όπου την είχε 'μόσιμο), ήρχισε να τρέχη δεξιά και αριστερά προς αναζήτησιν συζύγου διά τον Γιάννην της Παντελούς. «Και αν εφοβέριζαν να βγάλουν τα υποστατικά του στην δημοπρασίαν, τάχα τι; Αυτός είχε πολύ βιο, ήτον και προκομμένος...» Και η μικρά Αικατερίνη είχεν ακριβώς τόσον ηλικίαν, όση ήρκει διά να αισθάνεται την δυστυχίαν της και να κλαίη. Η μήτηρ της, διά των πραγμάτων, δεν είχε βραδύνει να της δώση απάντησιν εις την αφελή ερώτησίν της περί του «τι θα 'πή να φάη κι' άλλη ψωμί».
— Το Γιάννη το Νυφιώτη, και τον Αργύρη της Μυλωνούς, τους έκλεισε το
χιόνι απάν' στο Κάστρο, τ'μ πέρα πάντα, στο Στοιβωτό τον ανήφορο· τ'
ακούσατε;
Ούτως ωμίλησεν ο παπά-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ οσπρίων κ' ελαιών οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23 Δεκεμβρίου του έτους 186... Παρόντες ήσαν, πλην της παπαδιάς, των δύο αγάμων θυγατέρων και του δωδεκαετούς υιού, ο γείτονας ο Πανάγος ο μαραγκός, πεντηκοντούτης οικογενειάρχης, αναβάς διά να είπη μίαν καλησπέραν και να πίη μίαν ρακιά, κατά το σύνηθες, εις το παπαδόσπιτο, κ' η θειά το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ελθούσα διά να φέρη την προσφοράν της, χήρα εξηκοντούτις, ευλαβής, πρόθυμος να τρέχη εις όλας τας λειτουργίας και να υπηρετή δωρεάν εις τους ναούς και τα εξωκκλήσια.
— Τ' ακούσαμε κ' ημείς, παπά, απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος· έτσ' είπανε.
— Τι είπανε ; Είνε σίγουρο, σας λέω, επανέλαβεν ο παπά- Φραγκούλης. Οι βλοημένοι, δεν θα βάλουν ποτέ γνώσι. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν' απ' του Κουρούπη τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί που δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν!
— Μυαλό δεν έχουν, αυτός ου κόσμους, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ. Τώρα οι αθρώποι γεινήκαν απόκοτοι.
— Να είχανε τάχα τίποτα κ'μπάνια μαζί τσ'; είπεν η παπαδιά.
— Ποιος του ξέρ'; είπεν η θειά το Μαλαμώ.
— Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια, υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. Αλλοιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειαίς στένουν για τα κοτσύφια. Είχαν πάρει κι' αλάτι μπόλικο μαζί τους, για να τ' αλατίσουν για τα Χριστούγεννα.
— Τώρα Χριστούγεννα θα κάμουν απάν' στο Στοιβωτό τάχα; είπε μετ' οίκτου η παπαδιά.
— Να μπορούσε κανείς να τους έφερνε βοήθεια; εψιθύρισεν ο ιερεύς, όστις εφαίνετο κάτι μελετών μέσα του.
Ήτον έως πενήντα πέντε ετών ο ιερεύς, μεσαιπόλιος, υψηλός, ακμαίος και με αγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εις την νεότητά του υπήρξε ναυτικός, κι εφαίνετο διατηρών ακόμη λανθανούσας δυνάμεις, ήτο δε τολμηρός και ακάματος.
— Τι βοήθεια να τους κάμουνε; είπεν ο Πανάγος ο μαραγκός. Από τη στεριά, ο τόπος δεν πατιέται. Έρριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά. Ο Άη-Θανάσης έγιν' ένα με τα Καμπιά. Η Μυγδαλιά δεν ξεχωρίζει απ' του Κουρούπη.
Ο Πανάγος ωνόμαζε τέσσαρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο πάπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς·
— Κι απ' τη θάλασσα, μάστρο-Πανάγο;
— Απ' τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Πού μπορείς να ξεμυτίσης έξ' απ' το λιμάνι κατά τ' Ασπρόνησο!
— Από Σοφράν, το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;
Ο ιερεύς επρόφερεν ούτω τους όρους sopra vento και sotto vento, ήτοι το υπερήνεμον, και υπήνεμον, εννοών ειδικώτερον το βορειοανατολικόν και το μεσημβρινοδυτικόν.
— Από Σταβέτ, παπά... μα είναι φόβος μην τονέ γυρίση στο μαΐστρο.
— Μα ... τότε πρέπει να πέσουμε να πεθάνουμε, είπεν ως εν συμπεράσματι ο ιερεύς. Δεν είναι λόγια αυτά, Πανάγο.
— Ε! παπά μ', ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ'. Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ' εσένα.
Ο πάπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ης ζώσα ηχώ εγένετο ο Πανάγος.
— Και τι θα πάθουνε το κάτω-κάτω; επανέλαβεν, ως διά ν' αναπαύση την συνείδησίν του ο μαραγκός. Να, θα είναι χωμένοι σε καμμιά σπηλιά, τσακμάκι θάχουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι να μούχε κι εμέ η Πανάγαινα απόψε στην παραστιά μου τη φωτιά που θενάχουν αυτοί. Για μια βδομάδα, πάντα θα είχανε κουμπάνια, και δεν είναι παραπάν' από πέντε μέρες που αγρίεψε ο χειμώνας.
— Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό, στο Κάστρο, επανέλαβεν ο ιερεύς, θα είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσι, που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε... φέτος που είναι βαρύς...
Και διεκόπη, ως να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερεύς είχεν ήθος ανθρώπου λέγοντος οιονεί κατά δόσεις ό,τι είχε να είπη. Εκ των υστέρων θα φανή, ότι είχε την απόφασίν του και ότι όλα τα προοίμια ταύτα ήταν μεμελετημένα.
— Και γιατί δεν κάνει καλόν καιρό ο Χριστός, παπά, αν θέλη να πάνε να τον λειτουργήσουνε στην εορτή του, είπεν αυθαδώς ο μάστρο-Πανάγος.
Ο ιερεύς τον εκοίταξε με λοξόν βλέμμα, και είτα ηπίως του είπε·
— Ε! Πανάγο, γείτονα, δεν ξέρουμε, βλέπω, τι λέμε... Πού είμαστε ημείς ικανοί να τα καταλάβουμε αυτά!... Άλλο το γενικό, και άλλο το μερικό και το τοπικό, Πανάγο. Η βαρυχειμωνιά γίνεται για καλό, και για την ευφορίαν της γης, και για την υγείαν ακόμα. Ανάγκη ο Χριστός δεν έχει να πάνε να τον λειτουργήσουνε... Μα όπου είναι μια μερική προαίρεσις καλή, κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι, και τόλμη ακόμα, και όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός, και εναντίον του καιρού, και με χίλια εμπόδια... Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλάς, και με θαύμα ακόμα, τι νομίζεις, Πανάγο; Έπειτα, πώς θέλεις να κάμη ο Χριστός καλόν καιρό, αφού άλλες φορές έκαμε, κι ημείς από αμέλεια δεν πήγαμε να τον λειτουργήσουμε;
Όλοι οι παρόντες ηκροάσθησαν εν σιωπή την σύντομον και αυτοσχέδιον ταύτην διδαχήν του παπά. Η θειά το Μάλαμα έσπευσε να είπη·
— Αλήθεια, παπά μ', δεν είναι καλό πράμα αυτοδά, θα πω, ν' αφήσουν τόσα χρόνια τώρα το Χριστό αλειτούργητο την ημέρα της Γέννας του... Για ταύτο θα μας χαλάσ' κι ου Θεός!
— Κι είχαμε, κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκάμερο, αλήθειά, παπαδιά; είπεν αίφνης, στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς.
Η παπαδιά τον εκοίταξεν ως να μην ενόει.
— Οπού ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης, επανέλαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του. Θυμάσαι το τάμα που κάμαμε;
Η παπαδιά εσιώπα.
— Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε, ίσα-μπροστά, να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του.
— Το θυμούμαι, είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.
Τω όντι, ο μόνος υιός του παπά, ο δωδεκαετής Σπύρος, ον αυτός απεκάλει ειρωνικώς και θωπευτικώς Λαμπράκην, ένεκα της άκρας ισχνότητος και αδυναμίας, εξ ης έφεγγεν οιονεί το προσωπάκι του, είχε κινδυνεύσει να αποθάνη πέρυσι τας ημέρας των Χριστουγέννων. Η παπαδιά, ήτις ήγγιζεν ήδη το πεντηκοστόν, και τον είχε μόνον και υστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων επιζώντων κορασίων, ων αι δύο πρώται ήσαν υπανδρευμέναι ήδη, και μετά οκτώ γέννας, ων αι δύο διδύμων, και πέντε θανάτους, η παππαδιά είχε τάξει, αν εγλύτωνε το αγόρι της, να υπάγη του χρόνου να λειτουργήση τον Χριστόν.
Το ενεθυμείτο και το εσυλλογίζετο προ ημερών, και απ' αρχής της ομιλίας του παππά αυτό μόνον εσκέπτετο. Αλλ' έβλεπεν ότι εφέτος θα ήτο δυσκολώτατον, φοβερόν, ανήκουστον τόλμημα, ένεκα του βαρέος χειμώνος, και εφρόνει ότι ο Χριστός θα ήτο συγγνώμων και θα παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.
Εν τούτοις, γνωρίζουσα την συνήθη τακτικήν του παπά, ως και την ισχυρογνωμοσύνην του, απεφάσισεν ενδομύχως να μη αντιλέξη. Και ου μόνον τούτο, αλλά και άλλο τι ηρωικώτερον και εις πολλούς απίστευτον· όπου αποφασίση να υπάγη ο παπάς, να υπάγη κι' αυτή μαζί του.
Ήτο γυνή δειλοτάτη, αλλά μόνον ενόσω ευρίσκετο μακράν του παπά. Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο, και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς, χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ' εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη.
Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις, το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή εις το ους της μητρός της.
— Πού θα πάτε, θα πω; Παλαβώσετε, θα πω; Με τέτοιον καιρό!... Να πάτε στο Κάστρο! Ωχ! καϋμένη... Τι να γείνω;
Η νεωτέρα κόρη, η δεκαεξαέτις, το Βασώ, αρχίσασα και αυτή να εννοή, υπεψιθύρισε·
— Τι λέει;... θα πάνε στο Κάστρο;... Κι' άρχισες τα κλάμματα! Μουρλάθηκες! Σιώπα, θα με πάρουν κ' εμέ μαζί... θα με πάρετε, μα;...
— Σουτ! Λ'φάξτε! είπεν αυστηρώς η παπαδιά.
— Τι τρέχει; είπεν η θειά το Μαλαμώ, ακούσασα τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας.
— Τίποτε, Μαλαμώ, είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς· ησύχασε. Πανάγο, είπε στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, εύρων εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, δεν πας, νάχης την ευχή μου, να πης του μπάρμπα-Στεφανή του Μπέρκου, ναρθή από δω, τόνε θέλω να τ' πω;...
Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάξας τα σκέλη του.
— Πηγαίνω, παπά, είπε. Θέλω κ' εγώ να πάω να ιδώ μη μώχη τίποτα η Πανάγαινα για να φάμ' απόψε.
— Πήγαινε να του πης πρώτα, κ' ύστερα γυρίζεις και τρώτε.
— Η ευχή σας. Καληνύχτα, παπαδιά.
Κ' εξήλθε.
— Τι λέει, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ, μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, θα πας στο Κάστρο, παπά;
— Να ιδούμε τι θα μας πη κι' ο μπάρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος.
— Ηγώ, ένας-ιμ, είπεν η θειά το Μαλαμώ, α θε πας, έρχουμη.
— Κ' εγώ, είπεν η παπαδιά.
— Δεν είνε για ναρθής εσύ, παπαδιά, είπεν ο ιερεύς. Φτάνει που θα κακοπαθήσω εγώ... Δεν πρέπει να λείψουμε κ' οι δύο από το σπίτι.
— Ηγώ τώκαμα του τάμα, είπεν η παπαδιά.
— Μα αν πάω εγώ το ίδιο είνε.
— Δεν είμαι ήσυχη αν δεν είμαι κοντά σου, παπά μ', είπεν η παπαδιά.
— Κ' ημάς πού θα μας αφήσετε! έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιώ.
— Σιώπα, καϋμένη, είπε το Βασώ. Θα με πάρ'νε κ' εμένα μαζί, σιώπα!
— Ναι, εσένα σ' φαίνεται πως είσ' ακόμα μικρή, χαδούλα μ'! Γιατί έτσ' σ' μάθανε. Δεν φταις εσύ! είπε το Μυγδαλιώ, εκχύνουσα την ενδόμυχον ζήλειαν της επί τη τύχη της αδελφής της, ήτις, ως μικροτέρα, δεν είχε κρυφθή ακόμη, ήτοι δεν απείργετο της κοινωνίας ως αι προς γάμον ώριμοι, και απήλαυε σχετικής τινος ελευθερίας.
Ο μικρός Λαμπράκης είχε πέσει επί τον τράχηλον της μητρός του.
— Θα με πάρετε κ' εμένα μαζί, μάνα; εψιθύρισε περιπτυσσόμενος τον λαιμόν της.
— Τι λες, χαδούλη μ'! τι λες, πηδί μ'; απήντησε φιλούσα αυτόν η παπαδιά. Εγώ, αν πάω, για σένα θα πάω, γυιέ μ'· κι' αν απομείνω, για σένα θ' απομείνω, γυιόκα μ', για να μην κρυώσης. Όπως αποφασίση ο παπάς σ' και να κάμης μετάνοια του παπά σ', να πλαγιάσης, για να μη μαργώνης, κανάρι μ'!
— Ναι θα πας· αμ δε θα πας! έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώσα εις έν ρήμα της μητρός της.
— Σιωπάτε! ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε, κ' εσηκώσατ' επανάστασι, είπεν ο παπάς. Να ιδούμε τι θα μας πη κι' ο μπάρμπα-Στεφανής.
Είτα στραφείς προς την παπαδιά.
— Μας φέρανε τίποτε λειτουργιαίς, μπάριμ;
Η παπαδιά έδειξε διά του βλέμματος, σκεπασμένας με ράβδω την δίχρουν σινδόνα, τας ολίγας προσφοράς όσας είχαν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μέλλουσαι να μεταλάβωσι την επαύριον, παραμονήν των Χριστογέννων. Η θειά το Μαλαμώ τας είχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπάθει να τας ξεσκεπάση οιονεί με τας ακτίνας του βλέμματος, να μαντεύση ως πόσαι να ήσαν.
— Μας βρίσκεται και τίποτα παξιμάδι; ηρώτησε πάλιν ο ιερεύς.
— Θα έμεινε κάτι ολίγο απ' της Παναγιάς. Όλο το Σαρανταήμερο ζυμώνομε κη τρώμε απ' τα βλογούδια, είπεν η πρεσβυτέρα.
Βλογούδια ήσαν οι μικροί σταυροσφράγιστοι αρτίσκοι, οι προσφερόμενοι υπό των ενοριτών εις τους οίκους των ιερέων κατά το Σαρανταήμερον. Αντί όμως αρτίσκων, αι περισσότεροι ενορίτισσαι, κατά τους τελευταίους χρόνους, επροτίμων να προσφέρωσιν απλούν άλευρον, και διά τούτο η παπαδιά είπεν ότι «εζύμωναν από τα βλογούδια».
Βήμα ηκούσθη εις τον πρόδομον. Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπάρμπα- Στεφανής ο Μπέρκος, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μαλλίνην βαθυκύανον, με το ζωνάρι κόκκινον δύο πιθαμαίς πλατύ. Κατόπιν τούτου εφάνη και άλλη μορφή, ορθή, ισταμένη παρά την θύραν. Ήτο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και είχεν αφήσει την καλήν νύκτα ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ' ήττον, κεντηθείσης, φαίνεται της περιεργείας του να μάθη τι τον ήθελαν τον μπάρμπα-Στεφανή τον Μπέρκον, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά.
— Καπετάν-Στεφανή, είπεν ο ιερεύς, τι λες, μ' αυτόν τον καιρό, μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο, με τ' βάρκα, από Σταβέτ;
— Από Σταβέτ;... με τ' βάρκα;... στο Κάστρο;... ηκούσθη από της θύρας ως καινή τις πρωθύστερος και ανάστροφος ερωτηματική ηχώ. Ήτο ο μάστρο- Πανάγος ο μαραγκός, με την κεφαλήν προέχουσαν εις το ανώφλιον, με την μίαν πλευράν οιονεί κολλημένην επί του παραστάτου.
Αλλ' ο μπάρμπα-Στεφανής, μόλις ήκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν, κ' εμπερδεμμένην προφοράν του ανέκραξε·
— Μπράβο! μπράβο! ακούς! ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς! όρεξι νάχης, όρεξι νάχης, παπά!
— Να, άνθρωπος! είπεν ο παπάς. Έτσι σε θέλω, Στεφανή! Τι λες, είνε κίνδυνος;
— Κίντυνος, λέει; Ντιπ, καταντίπ, καθόλ'! Εγώ σας παίρνω απάνου μ', παπά! Μονάχα πως μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο. Θαρθή, θαρθή κ' η παπαδιά, θαρθή κι' άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είνε μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει και τριάντα νομάτοι, κη σαράντα νομάτοι, κη μ' ούλαις της κουμπάνιες σας, με τα σέγια σας, με τα πράμματά σας. Κ' η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσον πάει κη πέφτ'. Ταχιά θάχουμε καλοσύνη, μπουνάτσα, κάλμα. Όλο κη καλοσ'νεύει, να, τώρα, καλοσύνεψε!
Ως διά να ψεύση την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως, οξύς συριγμός παγερού βορρά ηκούσθη σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου επί του σκεπαστού εξώστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν διά γοερού στεναγμού.
— Να! ακούς; καλοσύνεψε! είπε καγχάζων θριαμβευτικώς ο μάστρο- Πανάγος.
— Σιώπα εσύ, δεν ξέρ'ς εσύ, ανέκραξεν ο Στεφανής. Εσύ ξέρ'ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αυτή είνε η στερνή δύναμι της φουρτούνας, είν' αέρας που ψ'χομαχάει. Αύριο θα μαλακώσ' ο καιρός, σας λέω εγώ! Μπορεί νάχουμε ακόμη και καμμιά μικρή χιονιά, δε σας λέω, μα ημείς, από Σταβέτ, ανάγκη δεν έχουμε.
— Και σαν τονέ γυρίση στο μαΐστρο; επέμεινεν ο μαραγκός.
— Κη χωρίς να τονέ γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ' λέω, πως απ' την Κεχρεά κ' εκεί θε νάχουμε θαλασσίτσα, είπε τρίβων τας χείρας ο Στεφανής. Αυτά είνε αποθαλασσιαίς και δεν λείπουν, κατάλαβες, κι' ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι' ούλο στρήβει. Μα δε μας πειράζ' ημάς αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνω μ', ο Στεφανής σας παίρνει απάν' τ'!
— Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ' έκαμες ν' αποφασίσω. Ήπιες ρακή; τράβα κι' άλλο ένα, είπεν ο παπάς.
— Έχω πιή πέν' έξ ως τώρα, έτσι νάχω την ευχή σ', παπά.
Πιε κι' άλλο ένα να γίνουν εφτά.
Ο μπάρμπα-Στεφανής ερρόφησε γενναίαν δόσιν εκ της μικράς φιάλης, της πάντοτε κενουμένης και ουδέποτε στειρευούσης, του ιερατικού μελάθρου.
— Είσαστ' έτοιμοι; είσαστ' έτοιμοι; είπεν ακολούθως. Πήρες τα ιερά σ', παπά, τα χαρτιά σ' ούλα, τάχεις έτοιμα; Έχετε τίποτε πράμματα να σας κουβαλήσω, για νάμαστ' α-σένιο ;
— Από τώρα; είπεν ο παπά-Φραγκούλης.
— Από τώρα! Τί λες; Να είμαστ' α-πρόντο , παπά, Εγώ σταις δύο θαρθώ να σας φωνάξω, κ' εσείς να είσατ' α-λέστα . Διάβασε, τι θα διαβάσης, παπά, κη σταις τρεις να μπαρκάρουμε.
— Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ' τη μια, είπεν ο ιερεύς, γιατί έχω το ξυπνητήρι μου... κ' έπειτα είμαι και μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα σταις τρεις είνε πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφανή, και μπαρκάρουμε.
— Σταις τρεις, σταις τέσσαρες, παπά, για να μην πέση αέρας, να τον έχουμε πρίμα ως ταις Κουκ'ναριαίς, νάχουμε μέρα μπροστά μας. Από κει ως το Μανδράκι, κι' ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά-σιγά με το κουπί. Από κει ως της Κεχρεαίς κι' ως την Αγίαν Ελένη, θα μας παίρνη αγάλι- αγάλια με το πανάκι. Κι' απ' την Αγία Ελένη κι' εκεί, αν δεν μπορέσουμε, να μ'ντάρουμε...
— Ε, ύστερα;
— Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σας τραβώ με τη μπαρούμα ως τον Άι-Σώστη.
Εκάγχασαν όλοι προς τον αστεϊσμόν του απλοϊκού ναύτου, ο δε παπάς, όστις εφοβείτο και αυτός την τροπήν του ανέμου εις το μέρος περί ου ο λόγος, παρετήρησε προς παραμυθίαν των ακροατών·
— Μα εγώ λέω ότι θα μπορέσουμε στεριά να τραβήξουμε στην ακρογιαλιά, τον κρεμνό τον ανήφορο. Όσο ψηλά κι' αν το στήβαξε στα βουνά το χιόνι, σταις ακρογιαλιαίς ο τόπος πατιέται.
Έμειναν σύμφωνοι να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση, είδησιν εις τας τρεις, διά να ετοιμασθούν, και εις τας τέσσαρας να εκκινήσωσιν. Ο παπά-Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί όσας είχε, καί τινα δίπυρα, και εις δύο μεγάλα κλειδοπινάκια έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δύο επταοκάδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετύλιξεν εις χαρτία δύο ή τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ισχάδας και μεγαλόρραγας σταφίδας. Τα δύο παπαδοκόριτσα με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τους κρυφίους γέλωτας και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξειδίου η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, έως τέσσαρας δωδεκάδας, και τα έθεσαν εις τον πάτον ενός καλαθιού, το οποίον απεγέμισαν είτα με δύο πρόσφορα τυλιγμένα εις οθόνας με κηρία και με λίβανον. Προσέτι ο παπά- Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπάρμπα-Στεφανήν να περάση από τα σπίτια δύο εμποροπλοιάρχων φίλων του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρίσκετο, ολίγον κρέας σαλάδο , εξ εκείνου το οποίον μαγειρεύρουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μακρούς πλους. Εκείνοι φιλοτιμηθέντες έστειλαν δύο μεγάλα τεμάχια, έως πέντε οκάδας τα δύο.
Όλας ταύτας τας προμηθείας έκαμνεν ο παπάς προβλεπτικώς διά τους αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιόνα, περί ων έγινε λόγος εν αρχή, καθώς και δι' εαυτόν και τους μεθ' εαυτού συνεκδημήσοντας προσκυνητάς, καθ' όσον ενδεχομένον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός, και να τους κλείση ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω έμελλον να φθάσουν σώοι και υγιείς.
Πριν κατακλιθή, ο παπά-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπ' Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν, παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τω ενοριακώ ναώ, καθόσον απεφάσισε, συν Θεώ βοηθώ, τα υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού, εις το Κάστρον.
Είχαν πάρει είδησιν αφ' εσπέρας δύο-τρεις ενορίτισσαι, γειτόνισσαι του παπά, διότι ο Πανάγος εξελθών ανεκοίνωσε το πράγμα εις την γυναίκα του, και αύτη το διηγήθη εις τας γειτόνισσας. Επίσης και η θειά το Μαλαμώ εστάλη να φέρη είδησιν εις τον κυρ-Αλεξανδρήν τον ψάλτην, μεθ' ο εξελθούσα έσπευσε να προσηλυτίση δύο ή τρεις πανηγυριστάς και άλλας τόσας προσκυνητρίας.
Όταν έμελλον να επιβιβασθώσιν, ευρέθησαν δεκαπέντε άτομα. Η απόφασις του παπά και η γενναιότης του μπάρμπα-Στεφανή μετά την πρώτην έκπληξιν ενέβαλε θάρρος εις άνδρας και γυναίκας. Ήσαν δε όλοι εξ εκείνων, οίτινες συχνά τρέχουσιν, άρρητον ευρίσκοντες ηδονήν εις πανηγύρια και εις εξωκκλήσια. Ήσαν ο παπά- Φραγκούλης μετά της παπαδιάς, της Βασώς και του Σπύρου, ο μπάρμπα-Στεφανής μετά του δεκαεπταετούς υιού του, όστις ήτο και ο ναύτης του, η θειά το Μαλαμώ, ο κυρ-Αλεξανδρής ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυρισταί και τέσσαρες προσκυνήτριαι. Την τελευταίαν στιγμήν προσετέθη και δέκατος έκτος.
Ούτος ήτο ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργύρη, του αποκλεισμένου από τας χιόνας. Ήλθεν εις την αποβάθραν με σάκκον πλήρη τροφίμων και με άλλα τινά εφόδια διά την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς,
— Πώς το έμαθες, Βασίλη; του λέγει.
— Το έμαθα, παπά, απ' τον μάστρο-Πανάγο τον μαραγκό.
— Τι ώρα και πού τον είδες;
— Κατά τας δέκα τον ηύρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα. Είχε φάει ψωμί κ' εβγήκε να πιή δύο τρία κρασιά με το ισνάφι. Έλεγε πως αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σας εκατάκρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω ναρθώ μαζί σας, αν με παίρνετε.
— Ας είνε, καλώς ναρθής, είπεν ο ιερεύς.
Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικόν του λιμένος, έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός, και ο πλους ευοίωνος ήρχιζε. Ναι μεν εκρύωναν πολύ, αλλ' ήσαν όλοι βαρέως ενδεδυμένοι. Ο παπάς εκάθησεν εις το πηδάλιον φορών την γούναν του. Η πρεσβυτέρα είχε το σάλι της το διπλό, η θειά το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι και την κουζούκα της. Ο μπάρμπα- Στεφανής ήτο με την νιτσεράδα του, με τον κηρωτόν πίλον του, με τον ιμάντα δεδεμένον υπό τον πώγωνα, με τα μακρά πτερύγια σκεπάζοντα τα ώτα, και ο υιός του Σπύρος, ο καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι, με τας πρεκνάδας και με τας βούλας εις το πρόσωπον, ήτο με τα μανίκια της μαλλίνης καμιζόλας του ανασφουγγωμένος ως τους αγκώνας.
Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ' ο άνεμος ήτο παγερός. Αίθριος ο ουρανός σταυρωμένος από τον βορράν. Η σελήνη ήτο εις το πρώτον τέταρτον και είχε δύσει προ πολλού. Τα άστρα έτρεμαν εις το στερέωμα, η πούλια εμεσουράνει, ο γαλαξίας έζωνε τον ουρανόν. Ο πήχυς και η άρκτος και ο αστήρ του πόλου έλαμπαν με βαθείαν λάμψιν εκεί επάνω. Η θάλασσα έφρισσεν υπό την πνοήν του βορρά, και ηκούοντο τα κύματα πλήττοντα μετά ρόχθου την ακτήν, εις ην μελαγχολικώς απήντα ο φλοίσβος του ύδατος παρά την πρώραν της μεγάλης και δυνατής βάρκας.
Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Ήρχιζε μόλις να γλυκοχαράζη πέραν της αγκάλης του Πλατανιά. Έφεξαν εις τον Στρουφλιά, αντικρύ του τερπνού και συνηρεφούς δάσους των πιτύων, εξ ου η θέσις ονομάζεται Κουκ'ναριές. Τότε οι επιβάται είδον αλλήλους υπό το πρώτον λυκόφως της ημέρας, ως να έβλεπαν αλλήλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ωχρά και χείλη μελανά, ρίνες ερυθραί και χείρες κοκκαλιασμέναι. Η θειά το Μαλαμώ είχεν αποκοιμηθή δις ήδη υπό την πρύμνην, όπου έσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδήλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα γόνατα. Ο κυρ-Αλεξανδρής είχε πάρει δύο τροπάρια παραπλεύρως αυτής, ονειρευόμενος ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς αύτη εκινείτο ευρύθμως ως βρεφικόν λίκνον. Ο υιός του παπά, ο Σπύρος, έκαμνε συχναίς μετάνοιες , και όσον αίμα είχε, είχε συρρεύσει όλον εις την ρίνα του, ήτις ήτο και το μόνον ορατόν μέλος του σώματός του. Η παπαδιά εν τη ευσεβεί φιλοστοργία της είχε κρίνει ότι ώφειλε να τον πάρη μαζί, αφού δι' αυτόν ήτο το τάξιμον. Τον απέσπασεν αποτόμως της κλίνης, τον ένιψε και τον ενέδυσε με διπλά υποκάμισα, δύο φανέλλας, χονδρόν μάλλινον γελέκιον, διπλούν σακκάκι κ' επανωφόρι, και περιετύλιξε τον λαιμόν του με χνοώδες μάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν και ραβδωτόν, μακρόν καταπίπτον επί το στέρνον και τα νώτα. Τώρα παρά την πρύμνην αριστερόθεν του παπά καθημένη, αριστερά της είχε τον Σπύρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι' ης είχε περιχαρακώσει τον υιόν της.
Ο παπάς, όστις δεν είχεν αποβάλει την φαιδρότητά του, ουδ' έπαυε ν' ανταλλάσση αστεϊσμούς και σκώμματα με τον μπάρμπα-Στεφανήν, στρεφομένος προς αυτήν ενίοτε της έλεγε·
— Να, γι' αυτόνε το Λαμπράκη, το γυιο σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά·
— Κη τι πάθαμε με τ' δύναμ' τ' Θεού; απήντα η παπαδιά, ήτις κατά βάθος πολύ ανησύχει με αυτό το παράτολμον ταξείδιον. Ευτυχώς η παρουσία του παπά της έδιδε θάρρος.
— Δε μ' λες, παπαδιά, είπε με την τραχείαν φωνήν του ο μπάρμπα- Στεφανής, θελήσας ν' αστεϊσθή και με την πρεσβυτέραν, δε μ' λες, γιατί λένε: «Κύρι' ελέησον· παπαδιά· πέντε μήνες δυο παιδιά! »
— Γιατί, μαθές, το λένε; απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβυτέρα. Πάρε παράδειγμα από μένα. Οχτώ γένναις, δέκα παιδιά.
— Θα πη, το λοιπόν, πως η παπαδιαίς είνε πολύ καρπεραίς. Μα γιατί;
— Γιατί οι παπάδες δεν λείπουν χρόνο-χρονικής από κοντά τους, είπεν η θειά το Μαλαμώ.
— Να το Μαλαμώ, πάλι το κατάλαβε, είπεν ο παπάς· δεν σας τώλεγα γω; Εσύ κι' ο εξάδελφός σου ο Αλεξανδρής (εννοών τον ψάλτην) έχετε μεγάλον νου.
Ο παπάς δεν έπαυε να αστεΐζεται με όλας τας εν τω πλοιαρίω ενορίτισσάς του. Εις την μίαν έλεγε: «Μα κείνος ο Θοδωρής (εννοών τον άνδρα της) κοιμάται όταν τα φτιάνη αυτά τα παιδιά;» Εις την άλλην: «Μα δεν είνε καμμιά, που να μη θέλη παντρειά! Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπάν' από διακόσια ανδρόγυνα, και καμμιά δεν ευρέθη να πη πως δεν θέλει! »
Αλλά το κυριώτερον θύμα του παπά-Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:
— Δε μου λες, Αλεξανδρή, τι θα πη, τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, «ο ανυψώσας το κέρας ημών;» Ποιος είν' αυτός ο ανυψώσας ;
— Να, ο ανηψός σας , απήντα ο κυρ-Αλεξανδρής μη εννοών άλλως την λέξιν.
— Και τι θα πη «Σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;», ηρώτα πάλιν ο παπάς. — Να, σκύλλα Βαβυλών, απήντα ο ψάλτης νομίζων ότι περί σκύλλας πράγματι επρόκειτο.
Ταύτα ελέγοντο ενόσω ήτο υπήνεμος η βάρκα, με τας κώπας βραδυπορούσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τον Ανάγυρον και τον Ασέληνον, αριστερόθεν πελαγωμένη αντικρύ των Τρικκέρων και του Αρτεμισίου. Ο παπά- Φραγκούλης εκάθητο κυβερνών εις το πηδάλιον, οι άλλοι εβοήθουν εις την κωπηλασίαν. Και αυτός ο κυρ-Αλεξανδρής, αν και ατζαμής περί τα ναυτικά πράγματα, ησθάνθη την ανάγκην να κωπηλατήση διά να ζεσταθή. Κ' η θειά το Μαλαμώ εκωπηλάτησε σχεδόν επί ημίσειαν ώραν. Ευτυχώς, αν κ' εκρύωναν όλοι, και αι ψυχραί ριπαί αι κατερχομέναι από των χιονοφόρτων ορέων εξύριζον τα ώτα και τους λαιμούς των, είχον όμως τους πόδας θερμούς, το ευεργετικόν τούτο αποτέλεσμα της γειτνιάσεως του πόντου. Ο ήλιος είχε προβάλει από τα σύννεφα επ' ολίγας στιγμάς (ήλιος με τα δόντια — γρηά με το χταπόδια· ανέκραζεν ο Λαμπράκης), διότι ενώ την νύκτα ηθρίαζε κ' εγίνετο «ο ουρανός καντήλι», την ημέραν συνήγοντο πάλιν τα νέφη και ο βορράς εφαίνετο υποχωρών εις τον απηλιώτην, ως να ηπηλείτο βροχή· αλλά μόλις επρόβαλε, κ' εφάνη ως να έβλεπε ποία ήτο η υψηλοτέρα κ' εγγυτέρα κορυφή εκ των καταλεύκων ορέων ολόγυρα, η του Πηλίου ή η του Όθρυος, διά να σπεύση το ταχύτερον να κρυφθή. Αλλά τα νέφη σωρευθέντα πάλιν τον απήλλαξαν του κόπου τούτου.
Η ακριβής απόστασις από του μεσημβρινού λιμένος έως το βορεινότερον άκρον της νήσου, όπου έπλεον, θα ήτο ως δέκα ναυτικών μιλίων. Ο παπάς έβλεπεν ότι ήθελον νυκτώσει, πριν φθάσωσιν εις το Κάστρον. Ήτο μεσημβρία ήδη, και δεν έφθασαν ακόμη εις την Κεχρεάν, την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα, με τας ελαιοφύτους κλιτύς, με τον Αραδιάν, τον πυκνόν δρυμώνα της, με το ρεύμα και τας πλατάνους και τους υδρομύλους της. Όταν έφθασαν εις την Κεχρεάν, συνέβη εκείνο το οποίον ο μεν κακομάντης Πανάγος προέλεγεν, ο δε Στεφανής δεν ηγνόει, και ο παπά- Φραγκούλης προέβλεπεν. Είτε τροπή εις τον μαΐστρον ήτο, είτε αποθαλασσιά και «μπουκάρισμα του κόρφου», τα κύματα ήρχισαν να ογκούνται κατάπρωρα του μικρού σκάφους, και η βάρκα με το λευκόν πανίον της, και με τον φλόκον και την αντένα της, ήρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, ομοία με Ελληναλβανόν χορεύοντα ηρωικούς χορούς με τον λευκόν χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντα τα δάκτυλα. Αι γυναίκες ήρχισαν να δειλιώσιν. Η θειά το Μαλαμώ ηρώτα τον παπάν αν δεν ήτο καλόν ν' αποβιβασθώσι και ανέλθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεάν να λειτουργήσωσιν, όπως εορτάσωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κυρ- Αλεξανδρής ζαλισθείς εζάρωσεν εις μίαν γωνίαν, και οι άλλοι επιβάται μεγάλως ανησύχουν. Μόνον δύο άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπάρμπα- Στεφανής και ο παπά- Φραγκούλης.
Είς των επιβατών επρότεινε ν' αράξωσι προσωρινώς εις την Κεχρεάν, εωσότου κοπάση ο άνεμος. Ο Στεφανής και ο ιερεύς συνεννοούντο διά νευμάτων. Απείχον ακόμη από το Κάστρον υπέρ τα τρία μίλια. Δύο μέσα ηδύναντο να δοκιμάσωσιν, αν τα εύρισκον τελεσφόρα· ή να συστείλωσι τα ιστία και να προχωρήσωσι με τας κώπας, καταφρονούντες τον αφόρητον διά τας γυναίκας μάλιστα σάλον, περιβρεχόμενοι από τα θραυόμενα και εισπηδώντα εις το σκάφος κύματα, ριγούντες και δεινώς πάσχοντες, ή ν' αποβιβασθώσιν εις την ξηράν και να δοκιμάσωσιν αν θα εύρισκον δρομίσκον τινά, όχι πολύ πλακωμένον από την χιόνα, ώστε να είνε βατός εις ανθρώπους. Πτυάρια και αξίνας δύο τρεις είχε πάρει μαζί του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέπων ότι ίσως θα εχρησίμευον διά ν' ανοίξη δρόμον προς ανεύρεσιν του αποκλεισμένου αδελφού του. Ο παπά- Φραγκούλης απεφάνθη ότι, αφού εξάπαντος θα ενύχτωναν, κάλλιον θα ήτο να δοκιμάσωσι το πρώτον, διότι κέρδος θα ήτο, είπεν, όσον ολίγον και αν ηδύναντο να προχωρήσωσι διά θαλάσσης, και ύστερον θα είχον καιρόν να καταφύγωσι και εις την δευτέραν μέθοδον.
Ήδη ο ήλιος επιφανείς ακόμη μίαν φοράν έκλινε προς την δύσιν. Ήτο τρίτη και ημίσεια ώρα. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα του μπάρμπα- Στεφανή με το ανθρώπινον φορτίον της, εχόρευεν, εχόρευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχομένη εις υγρά όρη, πότε κατερχομένη εις ρευστάς κοιλάδας, νυν μεν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νυν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την Παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι' ο μπάρμπα- Στεφανής εστενοχωρείτο μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας εμάσσα κ' έπνιγε μέσα του υποτονθυρίζων: «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμέτη σου, μέσα!». Κ' η θειά το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείον του σταυρού έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κ' επανελάμβανεν «Έλα, Χ'στέ μου! βοήθα Παναϊά μου! » Και τα κύματα έπληττον την πρώραν, έπληττον τα πλευρά του σκάφους, και εισορμώντα εις το κύτος εκτύπων τα νώτα, εκτύπων τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν' αφανισθή. Και η απορρώξ βραχώδης ακτή εφαίνετο διαφιλονεικούσα την λείαν προς τον βυθόν της θαλάσσης.
Τέλος ήρχισε να σκοτεινιάζη. Ενύκτωσεν ακριβώς την στιγμήν καθ' ην θα έβλεπον αντικρύ το Κάστρον, ου απείχον τώρα δύο ακόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα προς ανατολάς ημπόδιζον να φανή το παρήγορον φέγγος της σελήνης. Αλλ' ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθέριευε, και ο πλους κατέστη αδύνατος του λοιπού. Δεν έβλεπον πλέον ούτε εμπρός ούτε δεξιά τίποτε, ειμή δύο όγκους φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς ο μπάρμπα-Στεφανής εγνώριζε καλά το μέρος.
— Εδώ, εδώ, είν' ένα λιμανάκι, παπά, κατ' απ' το Πρυί, αποκάτ' απ' την Αγία Αναστασία, στα Μποστάνια.
— Θυμάσαι καλά, Στεφανή;
— Όπως ξέρ'ς η αγιωσύνη σ' τα γράμματα τσ' εκκλησιάς απ' όξω, παπά, έτσι κ' εγώ τα ξέρ' απ' όξω όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κη τσ' αμμουδιές, όλες της ξέρες κη τα γκρίφια κη τα θαλάμια.
Και προσήγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι.
— Εκεί, εκεί διαναστάει;
Υπήρχεν έν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθάνθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν κ' ευλίμενον μέρος.
— Πάντα κατευόδιο! είπε ποιών το σημείον του σταυρού ο κυρ- Aλεξανδρής, όστις τότε εξεζαλίσθη κ' εστάθη εις τους πόδας του.
Επήδησαν είς είς έξω· εξεφόρτωσαν τας αποσκευάς και ηλάφρυναν την βάρκαν. Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματίζετο μικρά αμμουδιά όση θα ήρκει διά να σύρη αλιεύς την ψαροπούλαν του, γυρμένην από την μίαν πλευράν επί της άμμου, και να εξαπλωθή και αυτός υπό την άλλην πλευράν να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.
— Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά, είπεν ο μπάρμπα-Στεφανής, κ' ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράμματα, και ν' αρχίσουμε σιγά-σιγά ν' ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κ' η γυναίκες ό,τι μπορούν.
— Να τώρα τι άξιζε νάχα το μ'λάρι μαζί μ', είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς· σου είπα, μπάρμπα-Στεφανή,να το μπαρκάρουμε· δε θέλησες.
Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δύο φανάρια που είχαν. Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τας αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ήρχισε να κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιόνα, ώστε να δύνανται οι άνθρωποι να βαδίσωσιν. Από το μέρος εκείνο έως το Κάστρον, το οποίον διεκρίνετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς βορράν, η οδός δεν θα ήτο πλέον της ώρας, αλλ' εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο δρόμος από τας χιόνας, τις οίδεν, αν θα ήρκει και το τριπλάσιον του χρόνου όπως φθάσωσιν. Εδείπνησαν όλοι επί ποδός με δίπυρα και με ελαίας και έπιον ολίγον οίνον ή ρακήν.
Ο Βασίλης επανελθών ανήγγειλεν ότι ανεύρε το μονονάπι, πλακωμένον πολύ από την χιόνα, αλλ' ότι με πολύν κόπον αν προπορεύωνται δύο άνθρωποι και ξεχιονίζουν, ελπίζει να φθάσουν εις το Κάστρον, το γρηγορώτερον... έως τα μεσάνυκτα. Εφορτώθησαν τας αποσκευάς. Ο κυρ- Αλεξανδρής έλαβε το ένα φανάρι και μία των γυναικών το άλλο. Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπάρμπα-Στεφανής και ο υιός του έλαβον τα πτυάρια και τας αξίνας και προπορευόμενοι ήρχισαν να ξεχιονίζωσιν. Ο δρομίσκος ανήρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ' αρχάς, είτα κατήρχετο εις έν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επάτουν προσεκτικώς, ως να εμετρούσαν τα βήματά των. Η σελήνη είχεν απαλλαγή εκ νεφών και προσεπάθει να φέξη τον δρόμον με το κρυερόν φως της. Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κ' ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελωρίων βράχων, κατά των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατέβαινον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων. Ανείρπον εις τον κρημνόν ως μικρόν κοπάδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις την μάνδραν από τους δύο βοσκούς του, οίτινες το ανεζήτησαν κρατούντες φανάρια, και μακρόθεν αν τους έβλεπέ τις, ηδύνατο να τους εκλάβη ως συστρεφόμενον κρικωτόν τέρας, φωσφορίζον την κεφαλήν και την ουράν, με τους δύο φανούς. Με όλον το ξεχιόνισμα, το οποίον εννοεί τις πόσον ατελώς ενηργείτο, επάτουν ενίοτε σφαλερώς, κ' εχώνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιόνα.
Επλησίαζε μεσάνυκτα, όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιόνα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.
Εκεί επάνω, πριν διέλθωσι την γέφυραν από την σιδηρόπορταν του Κάστρου, ηκούσθησαν φωναί·
— Ποιοι είστε; ποιοι είστε;
Και αντήχησε βαρύς ο τριγμός των εσκωριασμένων στροφέων, ως να εδοκίμαζέ τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκούσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκίου.
— Καλοί! καλοί! πατριώτες! απήντησεν ο μπάρμπα-Στεφανής. Μα εσείς ποιοι είστε;
— Πέτε μας τα ονόματά σας!
— Ημείς είμαστε... ήρχισεν ο μπάρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν.
— Μπα! αυτή είνε η φωνή του αδερφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς.
Και είτα εκτείνας την φωνήν·
— Αργύρη! εγώ είμαι!... εφώναξε.
— Τόσο καλλίτερα...μας έβγαλαν κι' από έναν κόπο, εψιθύρισεν ο ιερεύς.
Ανέβησαν εις το Κάστρον όπου συνήντησαν τον Αργύρην της Μυλωνούς και τον σύντροφόν του τον Γιάννην τον Νυφιώτην. Ούτοι εν ολίγοις διηγήθησαν πως τους είχε κλείσει το χιόνι, επάνω στο Στοιβωτό, όπου ετρύπωσαν δύο νύκτας εις μίαν σπηλιάν, και πώς την προχθές, ήτοι εις τας 22 του μηνός, ελθόντες τους απελευθέρωσαν εκείθεν, εκτοπίσαντες μεγάλους όγκους χιόνος, δύο αιγοβοσκοί, ο Γιαλής ο Κόνιζας και ο Γεώργης ο Μπάντας, οίτινες και ευρίσκοντο την στιγμήν ταύτην με όλον το αιπόλιόν των εις το φρούριον.
Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγράψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον προς την θάλασσαν και να την προεκάλει· φοβερός μονοκόμματος γρανίτης αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι ήριζον περί κατοχής, διαφιλονεικούντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλής σκοπός του Βορρά και των γειτόνων του, του Καικίου και του Αργέστου, ων το στάδιον ευρύ εκτείνεται αναμέσον της Χαλκιδικής, του Θερμαϊκού, του Ολύμπου και του Πηλίου· μεμονωμένος υψιτενής βράχος, εφ' ου οι κάτοικοι εξ ανάγκης είχον κλεισθή διά φύλαξιν κατά των πειρατών και των βαρβάρων, εγκαταλιπόντες αυτόν έρημον μετά το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινή μεσημβρινή πολίχνη.
Μέχρι προ ολίγων ετών εσώζοντο ακόμη οικίαι τινές με τας στέγας και τα πατώματα των, εντός του φρουρίου, αλλά τελευταίον, η ολιγωρία των δημοτικών αρχών, ο όκνος των ανθρώπων εις το να επισκέπτωνται το Κάστρον συχνότερα, και η ασυνειδησία ολίγων τινών συλαγωγών, πλεονεκτών ή οικοδόμων, είχε καταστήσει ερειπίων σωρόν το Κάστρον. Εντεύθεν αμελήσαντες και οι εφημέριοι της σημερινής πολίχνης, άφηνον από ετών ήδη αλειτούργητον τον Ναόν της Χριστού Γεννήσεως κατ' αυτήν την ημέραν της εορτής.
Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και όχι πολύ εφθαρμένος. Ο παπά-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθύρισε μετ' ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κ' η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ'στάνα της την βρεγμένην και εφόρεσεν άλλην στεγνήν, και το γ'νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμοκλάδων, και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδήλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δύο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζε το μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζομένου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κ' εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον το σωζόμενον εντός του ιερού βήματος, κ' έθεσαν το πύραυνον εν τω μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας.
Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην και επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της Αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των Αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στίλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελάλει, φαντάζεταί τις εις μίαν στιγμήν ότι ακούει το Δόξα εν υψίστοις Θεώ.
Εν τω μέσω δε κρέμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολύκλαδος πολυέλαιος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τας εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ' ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανικών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσίων και Ομολογητών, ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τω Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τας περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγον τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και δρων, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβύνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν' αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, κ' εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Αγίας Ιουλίττης. Διά δώρων και θυσιών εζήτει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδίον, και διά του παιδίου την μητέρα. Αλλ' ο παις καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, κ' εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και διά στεφάνου πλασθέν κρανίον.
Και εις την χιβάδα του ιερού βήματος, υψηλά, εφαίνετο στεφανουμένη υπό Αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτέρω περί το θυσιαστήριον ίσταντο άρρητον σεμνότητα αποπνέουσαι αι μορφαί των Μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθέου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, κ' εφαίνοντο ως να έχαιρον διότι έμελλον ν' ακούσωσι και πάλιν τας ευχάς και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ους αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δε και εντός και εκτός εικονίζετο περιτέχνως όλον το Δωδεκάορτον και τα Τάγματα των Αγγέλων και η Βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο Ληστής ο επί του Σταυρού ομολογήσας.
Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον Ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε αν και ήσαν κατάκοποι, και αν ενύσταζόν τινες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι, ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν όπως καπνίζωσι καθήμενοι και ενίοτε όπως εξαπλώνωνται και κλέπτωσιν από κανένα ύπνον τυλιγμένοι με ταις κάπαις των παρά το πυρ, είχον ανάψει έξω δύο πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν του ιερού βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος. Εντός του ναού η θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος τη βοηθεία των έσωθεν και έξωθεν πυρών. Και είχον σωρεύσει παμπόλλας δέσμας ξηρών ξύλων και κλάδων οι εκεί καταφυγόντες. αιπόλοι, με τας ολίγας αίγας και τα ερίφιά των, όσα δεν είχον ψοφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του έτους εκείνου, οι τραχείς αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δύο υλοτόμους εκ του αποκλεισμού της χιόνος. Και είτα ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν, και εψάλη η λιτή της μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ' ό ο κυρ- Αλεξανδρής ήρχισε τας αναγνώσεις, και όσοι ήσαν νυστασμένοι απεκοιμήθησαν σιγά εις τα στασίδια των. (Α! έμελλον άρα του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμών να καταντήσωσιν ανάγνωσις νυστακτική, και ως ανάγνωσις να παραλείπονται όλως ως φορτικόν τι και παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι από την έρρινον και μονότονον απαγγελίαν του κυρ- Αλεξανδρή. Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμιμήτου εκείνου τύπου των ψαλτών, ων το γένος εξέλιπε δυστυχώς σήμερον. Έψαλλε κακώς μεν, αλλ' ευλαβώς και μετ' αισθήματος. Κανέν σχεδόν κώλον δεν έλεγεν ορθώς, ούτε μουσικώς ούτε γραμματικώς. Πότε έν και ήμισυ κώλον τα ήνου εις έν, πότε δύο και ήμισυ τα διήρει εις τέσσαρα. Αλλά προκριτωτέρα η αμάθεια της δοκησισοφίας ....
Αλλ' ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλε το «Δεύτε, ίδωμεν πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός», τότε αι μορφαί των Αγίων εφάνησαν ως να εφαιδρύνθησαν εις τους τοίχους. «Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κυρ-Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλαιον με τας λαμπάδας όλας ανημμένας. «Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», κ' εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπά-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος «Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι» και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ους, αναγνωρίσαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον.
Και είτα ο ιερεύς επήρε καιρόν, και ήρχισε να προσφέρη τω Θεώ θυσίαν αινέσεως.
Αίφνης ηκούσθησαν φωναί έξωθεν του ναού. Εξήλθόν τινες των ανδρών να ίδωσι τι τρέχει. Εξήλθε κ' η θειά το Μαλαμώ, κι' ο κυρ-Αλεξανδρής έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς έρριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψάλτην και τον εκάρφωσεν εις την θέσιν του.
Τας φωνάς είχον ρήξει ο είς των αιπόλων, και ο είς των υλοτόμων, οίτινες έτυχον καθήμενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικώς του ναΐσκου. Διά των φωνών τούτων είχον απαντήσει είς τινας κραυγάς ελθούσας απ' αντικρύ, εκ της θαλάσσης.
Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρούπη, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός. Αι κραυγαί ήρχοντο ακριβώς εκ της γειτονίας των απεσπασμένων βράχων και σκοπέλων υπό την φοβεράν ακτήν του Κουρούπη.
Παρήλθε πολλή ώρα εωσού εννοήσωσι τι τρέχει. Όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι είχον εξέλθει του ναού. Έμειναν μόνοι ο ιερεύς, όστις εκρατείτο ακλόνητος εις το χρέος του, φορεμένος ήδη τα ιερά άμφια, ετοιμαζόμενος να προσέλθη εις την προσκομιδήν, και ο κυρ-Αλεξανδρής, τον οποίον εκράτει το βλέμμα του ιερέως.
Εν τούτοις, κατ' εικασίαν μάλλον ή εκ βεβαίας πληροφορίας, ενόησαν ότι εκεί υπό το Κουρούπη είχε προσαράξει πλοίον από του πελάγους ερχόμενον. Η σελήνη είχε δύσει, και ο πυρσός δεν έρριπτε πόρρω το φως. Έβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλίου σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των αλικτύπων βράχων, έβλεπον σώμα τι, αμυδρώς κινούμενον, μελανώτερον των βράχων. Αντήχουν εν τη σιγή της νυκτός, μεγεθυνόμεναι από τας ήχους, κραυγαί αγωνίας και ταραχής, όμοιαι μ' εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι ή ναυαγοί σαστισμένοι.
Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδία είχον πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Άλλο μέσον βοηθείας δεν είχον ταχύ.
Εν τούτοις ο Στεφανής ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιώτης ο Γιάννης και ο Αργύρης και ο αδελφός του έλαβον ανά ένα δαυλόν και τα δύο φανάρια, και απεφάσισαν να κατέλθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν. Αλλ' εάν ο κρημνώδης δρομίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειάζετο σχεδόν ημίσεια ώρα διά να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα όπου ήτο χιονισμένος, και ήτο νυξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, ούτε μία ώρα δεν θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων.
Ουχ' ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκείνης φιλανθρωπίας, ήτις είνε οιονεί φυσική δομή, ως συμπάθεια της σαρκός προς την σάρκα, και είνε το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθάσασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, έλαβον τους δαυλούς των κ' έτρεξαν έξω της πύλης και της γεφύρας, και ήρχισαν να τρέχωσι τον κατήφορον.
Οι λοιποί, μείναντες επάνω, ησχολούντο ν' ανανεώσιν ολονέν την φλόγα, μη παύοντες να ρίπτωσι ξηρά κλαδία εις το πυρ.
Ο ιερεύς εβράδυνεν επίτηδες εις την Πρόθεσιν, κ' εμνημόνευσε την πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν αποθαμμένα, ου μόνον τα ιδικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ου μόνον όσα είχε γραπτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνώριζεν· εγνώριζε δ' εκ μνήμης όλα τα ονόματα της πολίχνης, αποθαμμένα και ζωντανά. Εδεήθη και υπέρ διασώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου, περί ου χωρίς να ζητήση εξήγησιν αμέσως είχεν εννοήσει τα συμβάντα.
Τέλος αι κραυγαί μικρόν κατά μικρόν έπαυσαν, ησυχία επήλθεν. Εφάνη ότι βωβή συμφορά είχεν ενσκήψει, ή ότι η δυσχέρεια έλαβε πέρας. Δύο άλλοι άνδρες ανησυχήσαντες εξήλθον έως την Αγίαν Κυριακήν, πέραν της ξυλίνης γεφύρας με δύο πυρσούς εις τας χείρας.
Παρήλθεν ολίγη ώρα· ο ιερεύς αργά-αργά εμβήκεν εις την λειτουργίαν ελπίζων να ήρχοντο εν τω μεταξύ και οι απόντες. Αλλ' η λειτουργία προυχώρει, και ψυχή δεν εφαίνετο. Τέλος εις το «μετά φόβου Θεού» επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι εξελθόντες προς επισκόπησιν, είτα εισήλθεν ο μπάρμπα-Στεφανής και οι μετ' αυτού καταβάντες εις τον αιγιαλόν, και μετ' αυτόν τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με κηρωτούς επενδύτας.
Έφθασαν όλοι ακριβώς όπως ασπασθώσι τας εικόνας και λάβωσι το αντίδωρον.
Ενώ ο κυρ-Αλεξανδρής ανεγίνωσκε το «Ευλογήσω τον Κύριον», οι άνδρες εξηγούντο ταπεινή τη φωνή τα συμβάντα. Το εξοκείλαν πλοίον ήτο το γολεττί του καπετάν-Κωνσταντή του Λημνιαραίου, αυτοπροσώπως παρόντος εκεί. Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο τα εξής: Προ δύο ημερών ήτο προσορμισμένος εις την Δάφνην, τον μεσημβρινόν όρμον του Αγίου Όρους, αλλ' ο βορηάς τον εξούριασε, αι αλυσίδες των αγκυρών του εκόπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη διά μιας δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθει με όλας τας δυνάμεις του να προσεγγίση εις τον Κωφόν, τον γνωστόν όρμον της Συκιάς, του μεσαίου λαιμού της Χαλκιδικής, όπου άμα εισπλεύση τις δεν βλέπει πλέον πόθεν εισέπλευσεν, αλλ' όπου δυσκόλως εισπλέει τις. Ο όρμος ομοιάζει με λίμνην μεσόγειον, μη έχουσαν ορατόν στόμιον, τόσον είνε ασφαλής. Και το γολεττί ξυλάρμενον μετά ματαίας προσπαθείας, παρεσύρθη υπό της τρικυμίας προς τας νήσους, όπου την νύκτα εκείνην των Χριστουγέννων οι αγωνιώντες ναυβάται είδον έξαφνα φως ως φάρον οδηγούντα αυτούς τους πυρσούς, ους είχον ανάψει έμπροθεν του ναΐσκου του Χριστού οι τραχείς αιπόλοι. Ο πυρσός εκείνος εφάνη προς αυτούς ως θείον πράγματι θαύμα, ως να εθερμαίνοντο περί αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι ακούοντες το Δόξα εν υψίστοις . Επλησίασαν φερομένοι μάλλον ή πλέοντες προς το μέρος τούτο, και τότε εκινδύνευσαν να κατασυντριβώσιν εις τους βράχους του Κουρούπη. Ευτυχώς, δι' επιτηδείου χειρισμού απέφυγον την καταστροφήν, κ' εκάθισαν το σκάφος εις τα ρηχά, επί της άμμου, όπου τόσον καλά ήτο εξησφαλισμένον, όσον δεν ηδύνατο να είνε με τας δύο αγκύρας του, τας μεινάσας ως ομήρους εις τον βυθόν του όρμου της Δάφνης.
Έφεξεν ο θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ αι υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν- Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν όπως ήτο καθισμένον αν δεν έπνεεν νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και έν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότας, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ' εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ κ' επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος απεφάσισαν ν' απέλθωσιν. Ο μπάρμπα-Στεφανής και ο υιός του μετά δύο άλλων βοηθών επανήλθον εις την μικράν αμμουδιάν υπό τα Μποστάνια, καθείλκυσαν την λέμβον, επέβησαν αυτής, και κάμψαντες το Κάστρον, την έφεραν από Σοφράν εις το βορειανατολικόν μέρος. Τη βοηθεία της δυνατής βάρκας του μπάρμπα- Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λημνίου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δεν εβράδυναν να ξεκαθίσωσιν από την άμμον το γολεττί, το οποίον δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ' εφαίνετο ως μαλακώς πλαγιασμένον και αναπαυομένον κατόπιν πολλών κόπων. Και αποχαιρετήσαντες τους αιπόλους, επεβιβάσθησαν οι μεν εις το γολεττί, οι δε εις την βάρκαν, πότε ρυμουλκουμένην, πότε ρυμουλκούσαν, και με ιστία και με κώπας πλέοντες, διά της βορειανατολικής οδού την φοράν ταύτην ως συντομωτέρας και ευπλοωτέρας εις την κάθοδον, έφθασαν αισίως εις την πολίχνην.
Όταν ήμεθα παιδία, μη έχοντες τι να κάμωμεν, διότι το χωρίον μας δεν είχεν άφθονα τα μέσα της ψυχαγωγίας, συνωδεύομεν πολλάκις τας μητέρας και τας θείας μας εις εκδρομάς ανά τους αγρούς και τους ελαιώνας, διημερεύομεν εις γραφικούς όρμους παρά τους αμμώδεις και ασπίλους αιγιαλούς, απλώς και μόνον διά να παρενοχλώμεν και χασομερούμεν με τας αταξίας μας τας φιλέργους γυναίκας, τας ασχολουμένας εις το λεύκασμα των οθονών.
Εάν γειτόνισσά της είχε τάξιμο ν' ανάψη τα κανδήλια του δείνος αγροτικού αγίου, χάριν του ξενητεύοντος και θαλασσοπορούντος συζύγου της, εάν αγαθός τις ιερεύς μετέβαινε να λειτουργήση εις εξωκκλήσιον, διεφεύγομεν την επίβλεψιν των γονέων μας και ετρέχομεν εθελονταί κατόπιν των ευλαβών προσκυνητριών, αίτινες εξεπλήττοντο αι ίδιαι ανακαλύπτουσαι ημάς συνοδοιπόρους, χωρίς άλλο εφόδιον ειμή ολίγον άρτον, ον είχομεν κλέψει από το ερμάριον της πατρώας οικίας.
Η εξοχωτέρα των εκδρομών τούτων ήτο εις το Κάστρον , την παλαιάν πόλιν της νήσου, ερημωθείσαν μετά το 1821.
Το Κάστρον τούτο ήτο αληθής φωλεά γλάρου, βράχος εξέχων υπέρ τας εκατόν οργυιάς υπεράνω της επιφανείας της θαλάσσης και διά στενού λαιμού συνδεόμενος με την ξηράν, μεθ' ης συγκοινωνεί διά κινητής ξυλίνης γεφύρας.
Γράφω απλώς τας αναμνήσεις και εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας μου, δεν λέγω δε υπερβολήν βεβαιών ότι το μέρος εκείνο ήτο μία των αγριωτέρων τοποθεσιών, όσαι απαντώνται εις τα ευκραή κλίματα και τας μειδιώσας ημών παραλίας.
Η σημερινή κώμη, όπου συνωκίσθησαν μετ' άλλων αποίκων οι συμπατριώται μου, κείται εις ευλίμενον μεσημβρινόν τοπίον. Το παλαιόν Κάστρον ήτο κατά την βορειοτάτην εσχατιάν, εις άβατον και απρόσιτον μέρος, και δύο επιπροσθούντα αυτού νησίδια, βράχοι επίσης χθαμαλώτεροι του πρώτου, ουδόλως ίσχυον να το σκεπάσουν από του ανέμου. Επί των νησιδίων εκείνων, ουδέ δράκα χώματος εχόντων, εφύετο παραδόξως είδος αγρίας κράμβης, υπόπικρον αλλ' ευχυμότατον έδεσμα, και πολλοί πολλάκις εκινδύνευον την ζωήν των αγωνιζομένοι να το συλλέξωσιν επί του απορρώγος βράχου. Τρομερόν επάγγελμα , ως λέγει ο Άγγλος τραγικός.
Τόσον κραταιός έπνεεν ο βορράς εις το μέρος εκείνο, τα δένδρα μαστιζομένα εκάμπτοντο και καθίσταντο ραχιτικά υπό την πνοήν του, μόνον δέ τινες ερπηστικοί θάμνοι, προσφυομένοι εις τας πτυχάς του εδάφους, εύρισκον οικτρόν άσυλον.
Εκείνο, όπερ δυσκολευόμενος να νοήση σήμερον ο επισκέπτης ίσταται απορών, είνε πώς κατώρθωναν άνθρωποι να ζώσιν επί του ανύδρου και αξένου εκείνου βράχου, αλλ' η συνελαύνουσα και προσβιάζουσα αυτούς ήτο προδήλως η ανάγκη. Ο φόβος των Αλγερινών, των Βενετών και των Τούρκων τους συνεπίεζε και τους εστοίβαζεν επί της φύσει, απορθήτου εκείνης κόγχης.
Εντός λοιπόν και πέριξ του παλαιού εκείνου φρουρίου εσώζοντο εισέτι, ότε ήμην παιδίον, περί τα τριάκοντα παρεκκλήσια, λείψανα ευσεβούς παρελθούσης εποχής· τα πλείστα τούτων ήσαν ερείπια, άλλα με τους τέσσαρας τοίχους ορθούς, και άλλα σεσυλημένα τα ιερά και τας εικόνας, ολίγα μόνον ελειτουργούντο ακόμη. Τούτων τινά υψούντο γραφικώς επί υπερηφάνων βράχων και επί σκοπέλων παρά τον αιγιαλόν, εν τη θαλάσση, χρυσιζόμενα το θέρος υπ' απλέτου φωτός, βρεχόμενα τον χειμώνα υπό των κυμάτων, άτινα μαινόμενος Βορράς ετάραττε και ανετίναζεν, οργώνων ανενδότως το πέλαγος εκείνο, σπείρων εις τους αιγιαλούς ναυάγια και συντρίμματα, αλέθων τους γρανίτας εις άμμον, ζυμώνων την άμμον εις βράχους και σταλακτίτας, εκλικμίζων τον αφρόν εις ακτινωτούς ραντισμούς.
Βαθύς και ατέρμων εξετείνετο ο ορίζων, ευρεία και αχανής ηπλούτο η θάλασσα. Αλλ' οποία ανηλεής τρικυμία εθόλωνεν εκείνον και συνετάραττε ταύτην κατά τας ημέρας του χειμώνος. Εκείθεν ηδύνατό τις ν' απολαύση πράγματι το αίσθημα του υψηλού, οίον μόνος ο εν ασφαλεία θεατής από του ύψους απορρώγος ακτής δύναται να εκτιμήση.
Εις το μέρος λοιπόν τούτο έτρεχον εκάστοτε μετά των ομηλίκων μου, κατά τας εορτάς μάλιστα, όταν ετελούντο πανηγύρεις. Και έβλεπες διά μιας το ερημωμένον μέρος ζωοποιούμενον και λαμβάνον χαρωπήν όψιν, και αι από μακρών χρόνων σιγώσαι ηχοί ήρχιζαν ν' αντιλαλώσι τας φαιδράς κραυγάς των παιδίων, και την χελιδονώδη λαλιάν των νεαρών γυναικών.
Οσάκις μικρός τις σύντροφός μας εξετέλει διά πρώτην φοράν την ευσεβή προσκύνησιν (διότι έκαστος ημών ανετρέφετο με την ιδέαν του Κάστρου και εδειματούτο με τας εικόνας των εν αυτώ επιδημούντων απειραρίθμων φασμάτων), η πρώτη φιλάδελφος φροντίς μας ήτο, παραφυλάττοντες την ώραν καθ' ην θα εισείρπε χάσκων και τεθηπώς εις τον υποσκότεινον πυλώνα, να κτυπήσωμεν, διά το καλορρίζικον, την κεφαλήν του επί της σιδηράς πύλης, επιφωνούντες: Σιδεροκέφαλος!
Οι πλείστοι όμως εξ ημών άφατον εύρισκον τέρψιν εις το να κρούωσι μανιωδώς τους ραγισμένους παλαιούς κώδωνας των δύο ή τριών ναΐσκων, των σωζομένων ακόμη εντός του φρουρίου, αμιλλώμενοι τις να διαρρήξη αυτούς μίαν ώραν αρχήτερα, μεθ' όλας τας διαμαρτυρίας του αγαθού ιερέως και το επισειόμενον μαστίγιον του κλητήρος της δημαρχίας ή του χωροφύλακος.
Προσέτι δε είχον την συνήθειαν, μικροί βάνδαλοί τινες εξ ημών (πώς να το γράψω;), να καταρρίπτωσι διά πυγμών και λακτισμάτων τους ολίγους τοίχους των οικιών, όσοι ίσταντο ακόμη όρθιοι, ανεκλάλητον ηδονήν ευρίσκοντες εις το να ρίπτωσι τους λίθους τούτους εις το πέλαγος, το απλούμενον βαθύ και βοΐζον μανιωδώς κάτωθεν του μεγαλοπρεπούς βράχου, οπόθεν μακραί παρήρχοντο στιγμαί, έως ου ακουσθή και φθάση εις τα ώτα ημών υπόκωφος ο πλαταγισμός της πτώσεως των συντριμμάτων τούτων.
Τρεις ή τέσσαρες οδοί έφερον από της νεωτέρας πολίχνης εις το Κάστρον. Τούτων η κυριωτέρα ωνομάζετο: Ο μεγάλος δρόμος.
Ο δρόμος ούτος, αφού διήρχετο διά πολλών τοποθεσιών, ων εκάστη είχε την ιστορίαν της και τας περί φαντασμάτων και νεραϊδών παραδόσεις της, έφθανεν εις μέρος τι αρκούντως υψηλόν, αποτελούν ζυγόν μεταξύ δύο κορυφών της νήσου. Η θέσις αύτη ωνομάζετο Σταυρός .
Ίσταντο τω όντι εκεί, πράγμα συνηθέστατον άλλως, ουχί σταυρός, αλλά τρεις ξύλινοι σταυροί παμπάλαιοι, ων ο χρόνος και αι καταιγίδες είχον εξαλείψει το ερυθρόν επίχρισμα. Ο είς τούτων ίστατο εξ ανατολών, ο δεύτερος έβλεπε προς αργέστην και ο τρίτος προς λίβα.
Εκατόν βήματα απωτέρω, όπου η οδός εκατηφόριζε και ετρέπετο προς το Κάστρον, ημισείας ώρας δρόμον απέχον ακόμη, το έδαφος ήτον όλον κοκκινόχωμα εν μέσω ερεικών και σχοίνων, αι δε μάμμαι μας και προμάμμαι διηγούντο ότι το χώμα εκείνο, έχον ασυνήθη κοκκινωπόν χροιάν, εξέπεμπε προσέτι ευωδίαν ανεξήγητον.
Ίσως είπη τις ότι ήμεθα και ημείς «ακροαταί των έργων, θεαταί δε των λόγων» (άλλος ας διορθώση οσφρανταί των λόγων, αν θέλη), αλλά το βέβαιον είνε ότι εφαίνετο και εις ημάς ότι το χώμα εκείνο πράγματι ευωδίαζεν.
Άνθρωπος είχεν αγιάσει εκεί, έλεγον. Πώς; πότε; Με την επιπόλαιον παιδικήν περιέργειαν, δεν εξήτασα αρκετά και δεν ηδυνήθην να το μάθω. Φαίνεται όμως ότι η παράδοσις έμεινεν αμυδρά και τα καθέκαστα απωλέσθησαν. Και ου μόνον τούτο, αλλά και το όνομα του μάρτυρος παρεδόθη εις λήθην. Κατά το κοινόν δε λόγιον «φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει».
Παρήλθον πολλά έτη έκτοτε. Τω 1872, εικοσαετής ων, έτυχε να μεταβώ και να διατρίψω επί τινας μήνας εν Μακεδονία.
Εγνώρισα εκεί έντιμον συμπατριώτην από πολλών ετών αποδημούντα. Μετ' αφελείας και άνευ στόμφου ο ανήρ ούτος μ' εδίδαξε πολλά, μοι διηγήθη δε και πολλάς αρχαίας παραδόσεις του τόπου της γεννήσεώς μας.
Ενεθυμήθην τότε να τον ερωτήσω, αν εγνώριζέ τι περί της παραδόξου εκείνης ευωδίας, ή αν ήκουσε περί του ανδρός όστις είχεν αγιάσει πλησίον των τριών Σταυρών· μοι διηγήθη δε τα εξής:
Εγερθείς περί όρθρον βαθύν ο πτωχός Τσόμπανος , ο βοσκών ολίγας αίγας και μανδρίζων αυτάς εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, ήμελξε τας αίγας του, και αφυπνίσας τον παραγυιόν του, τον έστειλε να φέρη την καρδάραν πλήρη εις το χωρίον, προς τον κολλήγαν του, τον προεστόν, και να γυρίση γλήγορα οπίσω. Εάν ιδή και αργούν ν' ανοίξουν την γέφυραν, του είπε να κράξη τον φύλακα, τον πυλωρόν, και ν' ανεβάση το γάλα με το παλάγκο εις το Κάστρον επάνω. Αλλά να μη φύγη πριν λάβη είδησιν από τον κυρ-Αναγνώστην, τον προεστόν, τον κολλήγαν του, μη τυχόν ήθελε να του παραγγείλη τίποτε. Ο παις επέταξε την κάπαν του, ενίφθη με την στάμναν, εσφογγίσθη με τα μανίκια του υποκαμίσου του, ήρπασε την καρδάραν και έφυγε τρέχων.
Είτα, αφού ενέβαλε το πολύ γάλα εις μέγαν λέβητα και έρριψεν άφθονον άλας εντός, εξ εκείνου το οποίον μόνος του εμάζευεν από ακρογιαλιά εις ακρογιαλιά, τρέχων επάνω εις τους βράχους, όπου έβγαζε κογχύλια και πεταλίδας, ο αιπόλος ήναψε πυρ και ησχολείτο να το βράση, καθότι επρόβλεπεν ότι θα ευρίσκετο εις την ανάγκην να γευματίση ο ίδιος με γάλα, πράγμα δυσάρεστον, εάν, ως ήτο λίαν πιθανόν, ο κολλήγας του ωλιγώρει να του στείλη «κανένα αρμυρό ψάρι». Διότι αυτός ο αιπόλος δεν ήτο από εκείνους που γίνονται φόρτωμα εις τους άλλους, και αν ο κολλήγας δεν είχε την καλήν διάθεσιν, αυτός δεν θα έρριχνε την υπόληψίν του διά να τον κάμη στανικώς να τον φιλέψη ή αρμυρό ή άλλο τίποτε, ας πούμε. Άλλοι όμως ευρίσκουν, τρόπον τινά, το μέσον να τα έχουν καλά με τον κολλήγα, κ' ενώ τα αρνάκια τα μισακά, κατά κανόνα, ο αετός τα τρώγει, αν και τα ιδικά τους τίποτε δεν παθαίνουν, αυτοί και πάλι, νάχουμε καλή ψυχή, τα καταφέρνουν μια χαρά! Και να ήτο τουλάχιστον αρκετόν το γάλα, διά να πήξη τυρόν ή μυζήθραν, υπομονή! Αλλ' οργή Θεού είχε πέσει το έτος εκείνο εις τα βοσκήματα. Τα πράμματα τα μισά του είχαν ψοφήσει· ολίγαι μόνον γαλάραις του έμειναν· όλο και στέρφαις. Δεν έκαμε ο Θεός καλόν καιρό να βγάλη η γη χορταράκι, να βοσκήσουν τα πράμματα. Τι - σε κάμουν τα καϋμένα τα πράμματα!
Είτα ο πτωχός Τσόμπανος ήρχισε να σοβή το αιπόλιον, εξάγων τα ζώα προς νομήν είς την παρακειμένην κοιλάδα. — Τσου! τσου! στέρφα! ε! ψαρρή! όι! όι!
Μόλις προέβη ολίγα βήματα, και ιδού δύο άγνωστοι άνθρωποι παρουσιάζονται ενώπιόν του και του κόπτουσι τον δρόμον. Εφόρουν ασυνήθη αναβολήν, και το ήθος των εφαίνετο όχι πολύ άγριον, αλλ' οπωσούν αλλόκοτον. Ο βοσκός δεν εφοβήθη, εξεπλάγη μόνον.
Ο μικρός σκύλαξ, προπηδήσας εις υπάντησίν των, τους υπεδέχθη με οργίλους υλακάς.
Και οι δύο εχαιρέτισαν τον αιπόλον, φέροντες την χείρα εις το στήθος, είτα εις το μέτωπον.
Ο είς των δύο ξένων, ο πρεσβύτερος, αποταθείς προς τον αγρότην είπε με λαρυγγώδη σκληράν φωνήν εις ελληνοβάρβαρον ακατανόητον γλώσσαν·
— Εσύ μπελλέκ ανάραφ εμείς ντρόμο σουφτ ;( 1 )
Ο αιπόλος δεν ενόησε γρυ.
Ο ξένος επανέλαβε συνοδεύων τας λέξεις δι' εκφραστικών χειρονομιών:
— Μπελλέκ , πού πάει ντρόμο ... πολλοί, πολλοί, ελέφ, ελεφίν! ( 2 )
Ο βοσκός τότε ήρχισε να εννοή ότι τον ηρώτησαν τον δρόμον τον άγοντα εις το Κάστρον.
Χωρίς να υποπτεύση τίποτε, τους έδειξε τον κυριώτερον δρόμον, τον φέροντα εις το φρούριον, όστις άλλως τε ήτο και ο μόνος ορατός, και διά νευμάτων τους έδωκε να εννοήσωσιν ότι, αν επροχώρουν ακόμη εκατοστύας τινάς βημάτων, θα έβλεπον μακρόθεν το Κάστρον, προκύπτον εκεί εις τον αιγιαλόν μεταξύ γης και θαλάσσης.
Οι ξένοι έκαμαν νεύμα αποχαιρετισμού και απεμακρύνθησαν. Αλλά μετά τινας στιγμάς βλέπει και άλλους τεσσάρας με όμοια ενδύματα εξερχομένους από της γείτονος λόχμης και βαδίζοντας μετά προφυλάξεως προς συνάντησιν των πρώτων.
Ούτοι μόλις επί μίαν στιγμήν έγειναν ορατοί, άμα εξελθόντες είς τινα αλωήν, και έστρεφον οπίσω τας κεφαλάς ως να ανησύχουν μη τυχόν παρετηρήθησαν, και πάλιν εχώθησαν πάραυτα εις το δάσος.
Ο αιπόλος αυθορμήτως, και χωρίς να ειξεύρη το διατί, έσπευσε προλαβών κ' εκρύβη όπισθεν των θάμνων. Είχεν αισθανθή αμυδρώς ότι συνέφερε να μη εννοήσωσιν οι τέσσαρες εκείνοι ότι τους είδε.
Τέλος και οι έξ έγειναν άφαντοι.
Ο βοσκός εστάθη επί του όχθου της γης, εφ' ου ευρίσκετο, υψηλός, ευθυτενής, με αγριόξανθον την τραχείαν στοιβωτήν κόμην, εστάθη ακουμβών επί της ράβδου του της μακράς και ήρχισε να σκέπτηται, και υποψίαι και φόβοι τον εκυρίευσαν. Κατ' εκείνην την στιγμήν η πρώτη ακτίς του ανατέλλοντος ηλίου εφώτισε το προώρως ερρυτιδωμένον μέτωπόν του και τους χαρακτήρας του ισχνού προσώπου του, προσώπου μόλις τεσσαρακονταετούς, και η μορφή του εφάνη μυστηριώδους θελγήτρου μετέχουσα, και δεν εφαίνετο άμοιρος ψυχικού ή και αισθητού κάλλους ο τραχύς και άξεστος τσόμπανος, ο υψηλός και σκληραγωγημένος και ηλιοκαής, ο βόσκων τας ολίγας αίγας του εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών.
Ολίγαι παρήλθον στιγμαί, και ακούει όπισθέν του, όχι πολύ μακράν, θρουν φύλλων και κλάδων κινουμένων. Ο βοσκός ανεσκίρτησεν.
Ο θόρυβος ούτος ήτο ως εκ βηματισμών ανθρώπων μετά πολλής πατούντων προφυλάξεως, αλλά μη κατορθούντων, εν μέσω του χλοερού δάσους, να βωβάνωσιν εντελώς το βήμα.
— Κι' άλλοι, κι' άλλοι έρχονται, εψιθύρισε· τ' είνε τάχα, Θεέ μου!
Τότε φως επέλαμψε διά μιας εις τους οφθαλμούς της ψυχής του, και οιονεί μυστηριώδης επίνοια επεφοίτησεν εις τον νουν του.
— Θα είνε κλέφταις· είπε.
Και χωρίς να χάση καιρόν, πηδά ελαφρώς όπισθεν των θάμνων και αρχίζει να τρέχη επί της οδού της αγούσης εις το φρούριον.
— Εις όνομα Κυρίου· εψιθύρισε μόνον.
Περί τας αρχάς της προλαβούσης εκατονταετηρίδος πειρατικόν πλοίον πλήρες αγρίων και αιμοχαρών Βαρβαρέζων προσωρμίσθη διάνυκτος εις τον όρμον Ασέληνον, κατά το νοτιοδυτικόν της νήσου.
Πάνοπλος συμμορία εκ δεκαπέντε ή είκοσιν ανδρών, αποβιβασθείσα περί το λυκαυγές, ήρχισε ν' ανέρχηται τας κλιτύας του Αναγύρου, γραφικωτάτου βουνού εις πολλάς ράχεις τεμνομένου, προφυλαττομένη και βαίνουσα από στενωπού εις στενωπόν.
Ως διά να ψεύση το όνομα του λιμενίσκου, ωχρά μήνη φθίνουσα είχεν ανατείλει αρτίως, φέγγουσα τον νυκτερινόν δρόμον των πειρατών.
Η αγκάλη εκείνη, μυστηριώδης και σκοτεινή, εθεωρείτο απαίσιος διά τους τιμίους θαλασσοπόρους· εχρησίμευε μόνον διά να εκβράζη η θάλασσα τα πτώματα των πνιγομένων, όσους ο αντικρύ κείμενος Λευτέρης — η περίφημος αύτη ύφαλος, ην ο Ηρόδοτος ονομάζει Μύρμηκα και ιστορεί ότι ο Ξέρξης διέταξε να κτισθή υψηλόν σήμα επ' αυτής — όσους, λέγομεν, ο Λευτέρης, ηλευθέρωνε κατά καιρούς, απαλάττων τα μεν πλοία του βάρους του φορτίου, τους δε ναυβάτας του προσκαίρου άχθους της ζωής.
Ο Σολμάν βεν-Μεϊμέτ, ο πρεσβύτερος της συντροφίας, εβεβαίου ότι είχεν επισκεφθή άλλοτε το φρούριον και είξευρε πού κατώκουν οι άπιστοι. Άλλως είχον παρέλθει, έλεγε, χρόνοι πολλοί, και δεν ενεθυμείτο καλώς τον δρόμον.
Καθ' ον χρόνον ο Σολμάν είχεν ανδραγαθήσει κατά των απίστων, ο μακρός στρημμένος και αγκιστροειδής μύσταξ του ήτο παμμέλας, ως κόρακος πτερόν και τώρα η χιών του γήρατος είχε λευκάνει δαψιλώς την πλουσίαν χαίτην του.
Εν τούτοις ο γέρω-Σολμάν είχε βάλει σημάδι, φαίνεται, την κορυφήν του βουνού της Καραφιλτζανάκας, και υπ' αυτής οδηγούμενος εβάδιζε προς βορράν. Εκεί ήτο η φωλεά των νησσών, τας οποίας ήθελον να μαδήσωσι.
Το σχέδιον των Αφρικανών δεν ήτο πολύ πεπλεγμένον. Όσον μικρά και αν ήτο η τριήρης των, δεν είχε τόσους μόνον επιβάτας. Τα δύο τρίτα του πληρώματος είχον μείνει επί της νηός.
Προσωρμίσθησαν νύκτα εις τον Ασέληνον διά να μη προδοθώσιν. Αν έπλεον υπ' αυτό το φρούριον, ήτο ως να έδιδον είδησιν εις τους απίστους να κλείσωσι τας σιδηράς πύλας και να σηκώσωσι την γέφυραν. Οι δεκαπέντε ή δεκαοκτώ ούτοι άνδρες προεπορεύοντο πρόσκοποι, όπως εξαφνίσωσι τους απίστους, και μη προλάβωσιν εκείνοι να φυλαχθώσιν. Εν τω μεταξύ, το πλοίον μετά του λοιπού πληρώματος, άμα τη ανατολή του ηλίου, υπήνεμον, εκ μεσημβρίας, θα έπλεεν εις τον Άγιον Σώστην, καταντικρύ του φρουρίου, και όλη η μικρά στρατιά θα εκυρίευεν εξαπίνης την πόλιν.
Οι θησαυροί των Βενετών, των Τούρκων, τα λάφυρα των Ελλήνων κλεφτών, όσοι είχον πατήσει κατά καιρούς τον πόδα εις την μικράν νήσον, την γενομένην πολλάκις ορμητήριον πολέμων και εκστρατειών και ούσαν αληθή δρόμον μεταξύ Κασσάνδρας, Ολύμπου και Άσπρης Θάλασσας, εφημίζοντο πόρρωθεν ως κεκρυμμένοι εις άγνωστα άντρα και υπόγεια του Κάστρου και όλης της νήσου. Αι γυναίκες του τόπου δεν ήσαν μεν ως αι χανούμισσαι μαλθακαί, αλλ' εργατικαί, μελαχροιναί και νόστιμαι εκρίνοντο άξιαι να στολίζωσι τα χαρέμια των αληθών πιστών ως σκλάβαι.
Όταν οι πρόσκοποι έφθασαν εις την κορυφήν του Αγίου Κωνσταντίνου, η αυγή είχε πορφυρώσει την ανατολήν με την ροδίνην αλουργίδα της, και αι δύο θάλασσαι εφαίνοντο ένθεν εξαπλούμεναι, η μία ως οθόνη με κυανούν στήμονα και με άλικην κρόκην δεχομένη τας ανταυγείας της παμφαούς ανατολής, η άλλη ως υπόσκιος μελανή άρουρα φέρουσα την σκωρίαν του σκότους ακόμη εγκατεσπαρμένην.
Τότε οι βάρβαροι εστάθησαν εις μίαν στενωπόν, αόρατοι υπό τα πεύκα, εξ ων ήτο κατάφυτον το βουνόν, και ο αρχηγός τους διέταξε να μοιρασθώσιν εις τρεις ομάδας και να βαδίσωσιν εκάστη χωριστά, εις πεντακοσίων βημάτων απόστασιν η μία από της άλλης, διά να μη φανώσιν ύποπτοι εις πάντα αγροδίαιτον, όστις τυχόν ορθρίζων από της αυγής εις το βουνόν, θα τους παρετήρει μακρόθεν. Είχον κρύψει επιμελώς τα όπλα υπό τα πλατέα βουρνούζιά των, είχον αφαιρέσει τα σαρίκια από τα φέσια των τα μακρά, ορθά και υποστρόγγυλα, και ομοίαζαν με Ανατολίτας ζωεμπόρους ή με περιπλανωμένους πραγματευτάς.
Η οδός διά το Κάστρον, εάν εκατηφόριζαν κατ' ευθείαν από της κορυφής του Αγίου Κωνσταντίνου εις την κοιλάδα την καλουμένην «τ' Αρβανίτη», ήτο πολύ συντομωτέρα, αλλ' ο γέρω-Σολμάν, επειδή είχε βάλει σημάδι την υψηλοτέραν κορυφήν, την Καραφιλτζανάκαν λεγομένην, τους ωδήγησεν ανατολικώτερον, προς τα δεξιά, και κατήλθον εις την ωραίαν γραφικήν τοποθεσίαν του Προφήτου Ηλιού, όπου έπιον ύδωρ δροσερόν εκ της κρήνης της διαυγούς, υπό την αμφιλαφή σκιάν γιγαντιαίων πλατάνων. Ήτο δε περί τα τέλη του Απριλίου, και με όλην την επικρατούσαν δρόσον, ήτο ακρανηνεμία, και η ημέρα προηγγέλλετο, λίαν θερμή, ει και ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει ακόμη.
Εκείθεν στραφέντες προς τα βορειοανατολικά, διέτρεξαν μέγα επικλινές οροπέδιον, οπόθεν η θέα εκτείνεται ανά το Αιγαίον αχανής μεταξύ του υψηλού Άθω, της Ευβοίας και των νήσων, και όταν έφθασαν εις την ρίζαν του βουνού της Καραφιλτζανάκας ήρχισαν ν' ανέρχωνται προς τ' αριστερά βορειοδυτικώτερον.
Εισήλθον εις σύδενδρον σκιερόν ρεύμα, εις θέσιν καλουμένην «Κρύο Πηγάδι», γείτονα των «Τριών Σταυρών», όπου το παμπάλαιον φρέαρ είνε στοιχειωμένον, και παρά το χείλος αυτού ουχί σπανίως εξέρχονται φαντάσματα, συν τοις άλλοις είς αράπης με την τσιμπούκα, ουχί άραψ μελαψός, όπως αυτοί, αλλ' αιθίοψ παμμέλας, ως εξ εβένου. Ο γέρω- Σολμάν, όστις εγνώριζε το πράγμα, τους επρότεινε κ' έκαμαν όλοι, ανατέλλοντος του ηλίου, ευσεβή προσευχήν, κροτήσαντες τρις τα μέτωπα εις το λιθόστρωτον, επικαλούμενοι ίλεων την σκιάν του αρχαίου ομοθρήσκου των, όστις, τις οίδε διά ποίαν αμαρτίαν, είχε μείνει έξω του Παραδείσου και το φάσμα του εξηκολούθει μετά τόσα έτη να περιπλανάται εις την μελαγχολικήν εκείνην τοποθεσίαν.
Τας αίγας του ο πτωχός αιπόλος τας άφησεν όπως ευρέθησαν εις το έλεος του Θεού, ουδέ είχε καιρόν να τας οδηγήση οπίσω εις την μάνδραν, και να τας ασφαλίση. Βοσκόν άλλον ν' αφήση αναπληρωτήν δεν είχε την στιγμήν εκείνην. Ο ψυχογυιός του δεν είχεν επιστρέψει ακόμη από το φρούριον. Το παληόπαιδο θα ηύρε τας πύλας ανοικτάς και θα το έστρωσε με φίλους εις κανέν καπηλείον. Τις οίδεν αν δεν επώλησε το ήμισυ της καρδάρας, της προορισμένης διά τον κολλήγαν, αντί ημισείας δωδεκάδος ιχθυδίων παστών;
Ο βοσκός ολίγα μόνον βήματα έτρεξεν επί της μεγάλης οδού και είτα εστράφη προς τα αριστερά και εχώθη εν μέσω συστάδος θάμνων. Δεν ήτο μωρός αυτός να υπάγη εις το Κάστρον διά της μεγάλης οδού, την οποίαν είχε δείξει αρτίως εις τους κλέπτας. Εγνώριζε παμπόλλας πλαγίας οδούς, και μονοπάτια γνωστά μόνον εις τους ανθρώπους του επαγγέλματός του.
— Εκεί μεταξύ των θάμνων ήρχιζε ένα μονοπάτι γνωστότατον αυτώ· χιλιάκις το είχε διατρέξει. Διά του μονοπατίου τούτου θα προελάμβανε τους πειρατάς κατά χίλια τουλάχιστον βήματα. Είχε καιρόν να υπάγη, να έλθη, κ' εκείνοι να μην έχουν φθάσει ακόμη!
Ήτο μονοπάτι και ήτο κρημνός. Ωμοίαζε με τον κρημνόν και με το μονοπάτι του δημώδους άσματος. Αλλ' εγνώριζεν αυτός από μονοπάτια. Από τέτοια «δεν ίδρωνε το μάτι του». Επάτει τόσον ελαφρά εις την γην, ώστε δεν άφινε σχεδόν ίχνος. Εις το επίπεδον οι πόδες του έκοπτον ως τροχοί, εις το κρημνώδες προσεκολλώντο ως αρπάγαι. Οι καλώς εσφιγμένοι περί τα σφυρά και φολιδοειδώς ανερχομένοι εις την κνήμην ιμάντες των πεδίλων του ήσαν ως πτερά εις τους πόδας.
Έτρεχεν, έτρεχεν αναρριχώμενος εις βράχους, υπερπηδών χάνδακας, κατερχόμενος την κρημνώδη ακτήν, ταλαντευόμενος επί του πρανούς, όπου άγρια ανθύλλια και θάμνοι άζωοι και άφιλοι ασφόδελοι εφύοντο μόνον αιωρούμενοι υπεράνω του πελάγους, προσπαίζοντες μαλθακώς προς τους βράχους της απορρώγος ακτής, έτρεχε και συγχρόνως εμελέτα νοερώς το σχέδιόν του. Οι εν τω φρουρίω είχον συνήθειαν υπό της ανάγκης υπαγορευθείσαν, ν' αναβιβάζωσι την γέφυραν καθ' εκάστην μικρόν προ της δύσεως του ηλίου, να την καταβιβάζωσι δε το πρωί άμα τη ανατολή. Εάν εύρισκε την γέφυραν υψωμένην ακόμη, αν και προ πολλού είχεν εξημερώσει ήδη, θα εφώνει εις τον φύλακα της πύλης του φρουρίου να μη την καταβιβάση δι' όνομα Θεού· εάν την εύρισκε καταβιβασμένην, ως ήτο πιθανόν, θα τον εξώρκιζε να την σηκώση, να την υψώση, να την μεταρσιώση, κόπτων πάσαν συγκοινωνίαν με την ξηράν, αν αγαπά τον Θεόν, άλλως το Κάστρον χάνεται.
Και τοιαύτας σκέψεις ανεκύκλου εν τω νω, και τοιούτους φόβους έτρεφε κατερχόμενος την αγρίαν εκείνην βορειοδυτικήν ακτήν, όπου αίγες μόνον δύνανται να πατώσι.
Φθάσας αντικρύ του παρεκκλησίου του Αγίου Σώζοντος, του εγειρομένου ιδιορρύθμως επί τινος σκοπέλου, ολίγας οργυιάς από του αιγιαλού, έκαμε τρις το σημείον του Σταυρού, κ' επεκαλέσθη τον Άγιον τώρα να το δείξη, να μη ψεύση το όνομά του.
Είτα διά το ασφαλέστερον, κατήλθεν ακόμη χθαμαλώτερον προς τον αιγιαλόν, και πάλιν ήρχισεν ελαφρά και γοργά πατών ν' ανέρχηται προς την γέφυραν του Κάστρου. Ευρίσκετο ενώπιον του φρουρίου.
Φοβερόν βραχώδες βάραθρον, όπου ίλιγγος και σκοτοδίνη κυριεύει τον άνθρωπον, άβυσσος ξηρά αιωρουμένη υπεράνω της υγράς αβύσσου χάσκει υπό την γέφυραν.
Η γέφυρα ήτο υψωμένη ακόμη, αν και ο ήλιος είχεν ανατείλει προ μικρού.
Ο βοσκός δεν ηδυνήθη την ώραν εκείνην να μη ενθυμηθή τον παραγυιόν του και ηπόρει τι να έγεινε. Μην έπαθε τυχόν τίποτε; μην έπεσε (Θεός φυλάξοι) εις τας χείρας των κορσάρων; μήπως τον συνέλαβον ούτοι περιπλανώμενον και τον επήραν σκλάβον; Διότι ο βοσκός ενόει αμυδρώς ότι, αν αυτού εφείσθησαν οι βάρβαροι, το έκαμαν εκ περισσής προφυλάξεως, διά να μη προδοθώσι πριν φθάσωσιν εις το Κάστρον. Αλλ' όχι· ο παραγυιός του δεν είχε πάθει (σίδερο στη μέση του·) τίποτε. Εκ της απορίας έμελλε να εξαχθή ο βοσκός πριν μάλιστα ερωτήση.
Ασθμαίνων ο πτωχός Τσόμπανος εστάθη αριστερόθεν, κρυπτόμενος παρά την βάσιν του υψηλού πετρίνου θριγκού, και ήρχισε μεγαλοφώνως να καλή τον πυλωρόν του φρουρίου·
— Ε! απ' το Κάστρο! ε! πορτάρη!
Ουδεμία φωνή απήντησεν.
Ο βοσκός έκραξε με όσην δύναμιν είχε, διά της κεφαλικωτέρας και βραχνοτέρας φωνής του·
— Ε! πορτάρη! ε! απ' την Ταράτσα! ε! απ' το Κιόσι!
Ταράτσα ήτο υψηλός ακρόδομος υπεράνω της σιδηράς πύλης κτισμένος, με τας πολεμίστρας και με την απαραίτητον ζεματίστραν του, την ύπερθεν της πύλης μακράν οπήν, δι' ης ως τελευταίον όπλον και καταφύγιον, ηπείλουν να ζεματίσωσι πάντα επιδρομέα, κατορθώσαντα να ζυγώση εις την σιδηράν πύλην κ' επιχειρούντα να την βιάση. Κιόσι (κιόσκι) ήτο το μικρόν περίπτερον, όπου συνερχόμενοι εβουλεύοντο ή απλώς ηργολόγουν οι προεστοί με την μακράν τσιμπούσαν, με τας ποικιλτάς μανίκας και τας κεντητάς ζώνας των.
Και πάλιν εκ τρίτου επανέλαβεν·
— Ε! πορτάρη! ε! σεις οι προεστοί!
Την φοράν ταύτην ηκούσθη βραχνός ο βαρύς και οξύς τριγμός των σιδηρών μοχλών. Αλλ' ουχ' ήττον παραδόξως η πύλη έμεινε κλειστή, ως να μετενόησεν εκείνος όστις έμελλε να την ανοίξη.
Συγχρόνως διά τινος πολεμίστρας από του ύψους του ακροδόμου ηκούσθη φωνή.
— Ε! συ, πώς βιάζεσαι τόσο, Τσόμπανε; έχε υπομονή να κατεβάσουμε το γεφύρι. Ή θέλεις να σ' ανεβάσω και σε με το παλάγκο, καθώς ανέβασα τον παραγυιό σου την αυγή;
— Τον ανέβασες με το παλάγκο; είπεν αυτομάτως ο βοσκός.
— Έφερε το γάλα του κυρ-Αναγνώστη του προεστού, και ο κυρ- Αναγνώστης το θέλει φρέσκο, κατάλαβες. Εγώ κατέβασα το παλάγκο, για να περάση την καρδάρα στο γάντζο, κ' η αφεντειά του εδέθηκε ο ίδιος, χωρίς να μου 'πη. Σα βαρύ το γάλα, είπα, σαν άρχισα να τραβώ το παλάγκο. Σαν τον ανέβασα ως το μισό το ύψος, βλέπω τη μούρη του ψυχογυιού σου, και μ' εκύτταζε και γελούσε σαν μαϊμού. Είπα να του παίξω καμμιά δουλειά, ν' αφήσω μια το σκοινί, που να του φανή ο ουρανός σφοντύλι... να σου τον φτιάσω εγώ κοπανιστή... Μα ας έχη χάρι, λυπήθηκα το γάλα του κυρ- Αναγνώστη, ει δε μη, ένα τσομπανόπουλο ολιγώτερο, ένα περισσότερο, θελά χάση, κατάλαβες, η Πόλι...
— Δε με μέλει εμένα γι' αυτά, του εφώνησεν απ' αντικρύ ο βοσκός, αρχίσας να δυσφορή επί τη πολυλογία του φύλακος, όστις αόρατος όπισθεν του τοίχου, διά της πολεμίστρας βλέπων τον βοσκόν, ηυχαριστείτο να τον πειράζη, καπνίζων το βραχύ τσιμπούκι του, έχων αξώσεις δημογεροντικάς και τρέφων περιφρόνησιν προς το γένος των ποιμένων.
— Και για τι πράμματα εσένα σε μέλει; απήντησεν ο πυλωρός μιμούμενος την επίρρινον φωνήν του αιπόλου.
— Άκουσε να σου 'πω! πού είσαι! έκραξεν ανυπόμονος ούτος τρέχα να πης στους προεστούς το καλό π' σας θέλω, να μην κατεβάσετε σήμερα το γεφύρι! Το καλό π' σας θέλω! Ακούς;
— Να μην κατεβάσωμε το γεφύρι; επανέλαβε μηχανικώς ο πυλωρός όπισθεν της πολεμίστρας.
— Να μην το κατεβάσετε! εφώνησεν εμφαντικώτερον ο βοσκός.
— Και γιατί; εσύ θα μας προστάξης; Να μην ωνειρεύτηκες τίποτε;
Και ήτο έτοιμος, όπως πρότερον ανέβαλε ν' ανοίξη τας πύλας του φρουρίου απλώς διά να βασανίση τον βοσκόν, διότι τον ενόμισε θέλοντα να εισέλθη εις το φρούριον δι' ιδιαιτέραν του υπόθεσιν, ούτω τώρα ν' ανοίξη την πύλην και να σηκώση διά του αρχετύπου μοχλού την γέφυραν μίαν ώραν αρχήτερα, εις το πείσμα του αιπόλου, κελεύοντος να μείνη υψωμένη η γέφυρα.
Ο μπάρμπα-Δήμος (ούτως εκαλείτο ο πυλωρός του φρουρίου) ήτο η παραξενιά και η αντιλογία εμπρόσωπος.
— Ήρθαν κλέφταις! επανέλαβεν η φωνή του βοσκού. Ήρθαν κορσάροι! Τους είδα με τα μάτια μου!
— Κλέφταις; Κορσάροι; επανείπε και ο μπάρμπα-Δήμος.
— Σύρε να 'πής στους προεστούς, 'πες και του κυρ-Αναγνώστη του κολλήγα μου, χαιρετίσματα πολλά από μένα, ήρθαν κορσάροι! Τους είδα απάν' στο Σταυρό! Έτσι να έχω καλό τέλος! Είδα παραπάν' από δέκα- δώδεκα. Θα είνε κι' άλλοι κρυμμένοι. Δεν ξέρω πού έχουν αραμένο το καΐκι τους... Ως τόσο τους είδα. Ήρθαν να ερωτήσουν το δρόμο του Κάστρου από μένα...
Ο μπάρμπα-Δήμος ήρχισε να λαμβάνη υπό σπουδαιοτέραν όψιν το πράγμα, εν τούτοις όπως μη αφήση εξ ολοκλήρου την αντιλογίαν του.
— Μην είδες όνειρο, άνθρωπε; εφώναξε. Πού θελά βρεθούν οι κορσάροι;
— Τους είδα, σου λέω, με τα μάτια μου. 'Όπου κι' αν είνε έφτασαν! Μην κατεβάζης το γεφύρι, πριν σου δώσουν την άδειαν οι προεστοί. Ας βάλουν βάρδια και 'ς το Πρεγάδι κι' αλλού για να μη σας πατήσουν νύχτα.
Και ταύτα λέγων ο βοσκός ήρχισε ν' απομακρύνεται από την γέφυραν.
— Είσαι στα συγκαλά σου; του εφώναξε διά τελευταίαν φοράν ο μπάρμπα- Δήμος.
— Εγώ είμαι στα λογικά μου, ησύχασε· τώρα θα ιδής.
— Και συ πού θα πας; τον ηρώτησεν ο πυλωρός.
— Εγώ έχω τα γίδια μου, και ξέρω κι' όλαις ταις σπηλαίς να κρυφτώ, απήντησεν ο βοσκός.
Τω όντι, την τελευταίαν στιγμήν του ήλθε του μπάρμπα-Δήμου η απορία: διατί, αν πράγματι είχαν έλθει πειραταί, ο Τσόμπανος δεν εφρόντιζε και περί της προσωπικής ασφαλείας του; Αλλ' ο βοσκός εξηκολούθησε ν' απομακρύνεται και μετ' ολίγον έγεινεν άφαντος,
Ο μπάρμπα-Δήμος ήρχισε να σταυροκοπήται αφειδώς όπισθεν της πολεμίστρας, είτα έσπευσε να καταβή από την Ταράτσαν και εισήλθεν εις το Κιόσκι και μετέδωκε την είδησιν εις τους δημογέροντας του φρουρίου.
Τω όντι, ούτε η ιδέα δεν του ήλθε του πτωχού αιπόλου, του βόσκοντος ολίγας αίγας εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, να ζητήση παρά του μπάρμπα-Δήμου να του ρίψη την σχοινίνην κλίμακα ή να του καταβιβάση τον κάλων με την αρπάγην και την θηλειάν, δι' ης ανήλθεν εις την Ταράτσαν του φρουρίου ο παραγυιός του, κατά την αφήγησιν του πυλωρού· αλλά πρώτον ήλπιζεν ότι οι πειραταί δεν θα υπωπτεύοντο το παρ' αυτού γενόμενον διάβημα, έπειτα αυτός, όστις εγνώριζεν όλους τους κρημνούς και όλα τα μονοπάτια, εγνώριζεν επίσης και όλα τα σπήλαια και τας κρύπτας, τας ανοιγομένας ανά τας βραχώδεις βορεινάς εσχατιάς της νήσου. Ελυπείτο δε το πτωχόν αιπόλιόν του, το οποίον εθεώρει ως παρακαταθήκην εμπιστευθείσαν αυτώ υπό της φειδωλής μοίρας του προς φύλαξιν.
Ο κολλήγας του, ο κυρ-Αναγνώστης, ο προεστός, δεν ήτο άνθρωπος με ανοιχτό χέρι, βλέπεις, και αν ο πτωχός Τσόμπανος έχανε τας αίγας του, ήτο κατεστραμμένος, και πολλάς ελπίδας δεν είχε να εύρη σερμαγιά διά να αγοράση άλλας. Έπειτα όλοι θα τον ωνόμαζαν ανάξιον. Ενόει αυτός καλά από κόσμον, ας ήτο κ' αιγοβοσκός. Και τυχερός να είσαι, κατάλαβες, καλό δεν σου λέγουν, μόνο «σου κάνουν πρόσωπο», και από πίσω σου σκάβουν το λάκκο· και άτυχος να είσαι πάλιν, «τύφλα! » σου φωνάζουν όλοι. Και ούτε ωνειροπόλει αμοιβήν ή μισθόν τινα, διότι, κατά το φαινομένον, προσέφερε μεγάλην εκδούλευσιν προς τους συμπατριώτας του, αναγγέλλων τον επικρεμάμενον φοβερόν κίνδυνον, και σώζων εκ φόνου και διαρπαγής ολόκληρον χωρίον. Αυτά είνε (πώς να είπη τις;) «ιερά πράγματα», και αν υπάρχη αμοιβή τις, θα είνε αλλού κάπου· είχεν αμυδράν την συναίσθησιν ταύτην.
Τοιαύτα τινά ανελογίζετο ο πτωχός αιπόλος, ο βόσκων ολίγας αίγας εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, και ανήρχετο δρομαίος την ιδίαν ατραπόν, δι' ης είχε κατέλθει εις το φρούριον.
Αλλ' όταν έφθασεν εις το ύψος του κρημνού, οπόθεν αρχίζει η ατραπός να διαχαράττηται, τρεις άνδρες κεκρυμμένοι εις τους θάμνους αναπηδήσαντες τον συνέλαβον. Ο βοσκός αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν. Οι ένοπλοι άνδρες εν ακαρεί τον εφίμωσαν και τον έδεσαν. Τον μετέφερον δε πλησίον των συντρόφων των.
Ήτο η οπισφοφυλακή των Αγαρηνών, ήτις, φθάσασα εις την κοιλάδα την εκτεινομένην κάτω του ζυγώματος των Τριών Σταυρών, εύρε καλόν έρμαιον τας αίγας του πτωχού αιπόλου. Οι βάρβαροι έσφαξαν πάραυτα τρεις τράγους, και όσα ερίφια υπήρχον τα έγδαραν και τα εσούβλισαν.
Επερίμεναν το σημείον των πέντε τουφεκισμών, τα οποίον είχε συμφωνηθή μεταξύ αυτών και των προπορευθέντων συντρόφων των. Άμα επατείτο το Κάστρον, είχον καιρόν να ψήσωσι τα σφάγια και να ευωχηθώσιν. Ουχ' ήττον είς τούτων ήναψε πυρ και κατεγίνετο να ψήση το τρυφερώτερον των εριφίων.
Τρεις ή τέσσαρες αυτών είχον τοποθετηθή παρά τον κρημνόν επισκοπούντες προς τον Άγιον Σώστην. Επερίμεναν οσονούπω την εμφάνισιν του πλοίου των.
Αυτοί ούτοι ήσαν οι συλλαβόντες τον πτωχόν αιπόλον.
Τον εκράτησαν εν ασφαλεία και δεν τον ηνώχλησαν άλλως. Προφανώς ούτοι ευρίσκοντο εν αγνοία της καθόδου του βοσκού προς το φρούριον, και ουδ' υπώπτευσαν ότι αυτός είχε φέρει εις τους συμπατριώτας του την είδησιν της αφίξεώς των.
Παρήλθε μακρά ώρα και οι πειραταί ήρχισαν ν' ανησυχώσι. Το μεν πλοίον εφάνη πλέον δειλώς πέραν του ακρωτηρίου της Αγίας Ελένης, και ελθόν προσωρμίσθη ου μακράν του Αγίου Σώστη. Εκ του φρουρίου όμως ουδέν σημείον ηκούσθη.
Τέλος, περί ώραν τετάρτην της ημέρας, όταν ο ήλιος είχεν ανέλθει ήδη πολύ υψηλά, οι δώδεκα σύντροφοί των κάθιδροι και πνευστιώντες έφθασαν άπρακτοι πλησίον των.
Ο πτωχός τσόμπανος, ο δεσμώτης, ενόει εκ των οργίλων βλεμμάτων και εκ της θηριώδους εκφράσεως του προσώπου των (χωρίς να ενοή τίποτε εκ της βαρβαροφώνου γλώσσης των), ότι εύρον τας πύλας του φρουρίου κλειστάς και την γέφυραν υψωμένην. Ο Άγιος Σώστης είχε κάμει το θαύμα του. Αίφνης είς των βαρβάρων διαπρεπής και μεγαλόσωμος, όστις εφαίνετο εξασκών εξουσίαν τινά επί τους άλλους, υψώσας τους οφθαλμούς προς ανατολάς, είπεν αραβιστί·
— Ομνύω εις τον Αλλάχ, αν πέση ο προδότης εις τας χείρας μου, να τον θυσιάσω ως αυτούς τους τράγους!
— Ποίος προδότης; ηρώτησεν είς των συντρόφων του.
Την στιγμήν εκείνην ο πρώτος λαλήσας, όστις ήτο αυτός εκείνος, όστις μετά του γέρω-Σολμάν, του λαλούντος την ελληνοβάρβαρον, είχεν ερωτήσει το πρωί τον αιπόλον περί της οδού της αγούσης εις το φρούριον, έστρεψε το βλέμμα προς τον σωρόν, ον απετέλει ο δέσμιος βοσκός κείμενος παρά τινα σχοίνον.
— Τι είν' αυτό; είπε.
Και κύψας εξήτασε το πρόσωπον του αιπόλου.
— Ιδού ο προδότης! σύντροφε, απήντησε τότε ο μεγαλόσωμος βάρβαρος προς τον ερωτήσαντα προηγουμένως.
Και είτα ήρχισε να εξηγή εν συντόμω προς τους πειρατάς, ότι εκ της κινήσεως ην παρετήρησεν εντός του Κάστρου με το εξησκημένον όμμα του, εκ των βλεμμάτων τα οποία εμάντευεν όπισθεν των πολεμιστρών εκ του ακροδόμου, είχεν υποπτεύσει ότι κάποιος έδωκεν είδησιν εις τους απίστους περί της αφίξεως του μουσουλμανικού στρατεύματος.
Ακολούθως τους ηρώτησε πού ηύραν τον άπιστον αυτόν.
Οι σύντροφοι του διηγήθησαν ότι τον συνέλαβον αναρριχώμενον εις τον κρημνόν, εκεί κάτω, όπου τινές των ανδρών είχον κρυβή παραμονεύοντες.
Και τότε ηλήθευσε διά μυριοστήν φοράν η δεσποτική πρόρρησις, και είς περιπλέον ενώμοτος βάρβαρος έδοξε λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Απήχθη μεταξύ των ερεικών και σχοίνων, όπου δειλά ανθύλλια εποίκιλλον τον πράσινον εαρινόν της γης τάπητα· εκεί τον έσυραν οι Αγαρηνοί αλαλάζοντες, κ' εκεί έλουσε με το αίμα του τα άνθη και τους χλωρούς κλάδους, και ζέον ρείθρον εκοκκίνησε την γην, ήτις ευμενής το εδέχθη, η δε αύρα πραεία ανέλαβεν επί πτίλων την πνοήν του, κ' εκεί εκοιμήθη τον ύπνον τον παραδείσioν, ο πτωχός αιπόλος· μιμηθείς τον Ποιμένα τον καλόν, τον τιθέντα την ψυχήν υπέρ των προβάτων .
Και ύστερον πώς να μη μοσχοβολά το χώμα;
Πόσις. — Ναι, εγώ ο Πόσις. Σου επλήρωσα, ω Δάμαρ, την δεσποτείαν ακριβά.
Δάμαρ. — Τι μ' επλήρωσες;
Πόσις. — Έσκαψα, ως ασπάλαξ, βαθέως την γην, δια να ανακαλύψω χρυσόν και άργυρον, διά να κεντήσης τα πέδιλά σου, να τα φορής, να πατής και να τρίζη η γη υπό τους πόδας σου. Εξεκοίλιασα τους σκώληκας της γης και απέσπασα τα έντερά των, διά να έχης να υφάνης μέταξαν και κατασκευάσης πολύπτυχον εσθήτα, διά ν' ανεμίζωνται τα άκρα σου, και αποτελή το βάδισμά σου μέγαν θρουν. Κατέβην εις τα έγκατα της γης να εύρω αδάμαντα, διά να έχης πόρπην, ήτις είθε να είνε αρκετά στερεά διά την ζώνην σου την χρυσήν. Κατέδυν εις τα βάθη των θαλασσών όπως εύρω μαργαρίτας λευκούς, στιλπνούς, διά να περισφίγγουν οφιοειδώς τον τράχηλόν σου τον θεσπέσιον, άνωθεν του στέρνου σου του θαλπερού και του κόλπου σου του ζωηφόρου. Ηρεύνησα να εύρω σμαράγδους και σαπφείρους όπως κοσμήσω δακτύλιον, δεσμόν πίστεως περί τον δάκτυλόν σου τον τορνευτόν. Έκοψα τας ρίνας δύο Ινδών όπως αποσπάσω τους χρυσούς και λιθοκολλήτους κρίκους των, διά να κατασκευάσω ενώτια διά τα ώτα σου τα διάτρητα, τα διαφανή, τα οποία χρησιμεύουν ως δύο θύραι εισόδου και εξόδου διά τους λόγους τους παρ' εμού — Και τώρα τι άλλο απαιτείς ακόμη, ω Δάμαρ;
Δάμαρ. — Τίποτε, ω, τίποτε! Αναγνωρίζω, τας ευεργεσίας σου, ω Πόσι.
Πόσις. — Λοιπόν ειρήνευε, και έσο αυτάρκης.
Δάμαρ — Μόνον, μου έδωκες χρυσοκέντητα πέδιλα εις τους πόδας, και αδάμαντα εις την ζώνην, και περιδέραιον εις τον λαιμόν, και τόσα άλλα πράγματα!... Ω! Να έχω χρυσά πέδιλα διά να στενάζη υπό τους πόδας μου η γη, να φορώ πολύθρουν μέταξαν περί τα σφυρά και τα σκέλη, να φέρω σκληρόν αδάμαντα εις την ζώνην την χρυσήν, όφεις εκ μαργαριτών να μου περισφίγγουν τον ζωοποιόν τράχηλον, να φέρω κρίκους περιειλητούς εις τους δακτύλους, άλλους κρίκους κρεμαστούς εις τα ώτα, και να έχω την ευπλόκαμον κόμην γυμνήν!... Έν μικρόν πράγμα μου χρειάζεται, ω Πόσι !
Πόσις. — Το ποίον; Λέγε.
Δάμαρ. — Έν μικρόν διάδημα, ω Πόσι, διά την κεφαλήν,
Πόσις. — Ω! διάδημα!... Αντιποιείσαι βασιλείαν;
Δάμαρ. — Διατί να μη αντιποιούμαι; Δεν είμεθα οι δύο μας επί της γης; Δεν είσαι συ ο βασιλεύς πάντων των κτηνών και πάντων των ερπετών, και των πετεινών και των θηρίων; Και αν είσαι συ βασιλεύς, εγώ δεν είμαι βασίλισσα; Τι είμαι;
Πόσις. — Σκληρόν το αίτημά σου, ω Δάμαρ.
Δάμαρ. — Εκράτησες συ δι' εαυτόν παν το αξίωμα και πάσαν την αρχήν και πάσας τας προνομίας. Θέλω κ' εγώ να συμμετάσχω των δικαιωμάτων σου, καθώς συμμετέχω όλων των υποχρεώσεων και όλων των κόπων σου και όλων των λυπών σου — Επιθυμώ να ψηφίζω, να γραμματεύω, να βουλεύω, να στρατηγώ, να καταδυναστεύω... Καιρός να μοι δοθή ισοπολιτεία, ώ Πόσι.
Πόσις. — Επιθυμείς, είπες, να στρατηγής. Και πώς θα δύνασαι να στρατηγής, πριν μάθης να θητεύης; Και πώς θα μάθης να θητεύης, οπόταν έχης τρυφερά τα στέρνα και ευπαθή τα σπλάγχνα και ασθενείς τους βραχίονας; Είσαι ικανή να τρομάζης τους εχθρούς, να τρέπης και να νικάς τούτους;
Δάμαρ. — Δεν θα τρέπω τους εχθρούς, θα τους ελκύω. Θα τους νικώ διά των θελγήτρων. Θα έρχωνται να κύπτωσι και να καταθέτωσι τα όπλα εις τους πόδας μου.
Πόσις. — Ω της αισίας, ω της μακαρίας πίστεως! ω της καλής γνώμης!
Δάμαρ. — Ναι, εις τους πολέμους όσους διεξάγεις συ, εγώ νοσηλεύω τους τραυματίας όσους πληγώσης, εγώ συστέλλω τους νεκρούς όσους θανατώσης, εγώ σπείρω αγάπην και συμπάθειαν και έλεον. Και όταν αναδήσω την κόμην με διάδημα, τότε ειρήνη θα βασιλεύση από περάτων έως περάτων. Τ' όνομά σου είναι πόλεμος, Πόσι, τ' όνομά μου είνε ειρήνη επί της γης.
Πόσις. — Και όταν βασιλεύσης συ, δεν θα υπάρχη πλέον πόλεμος;
Δάμαρ. — Ουδαμού.
Πόσις. — Και ουδείς ο πολεμών την ειρήνην;
Δάμαρ. — Ουδείς.
Πόσις. — Το εναντίον της ειρήνης δεν θα υπάρχη;
Δάμαρ. — Ουχί! Συ ποιείς τον πόλεμον. Εγώ φέρω ειρήνην.
Πόσις. — Ισχυρογνωμονούσα και θέλουσα δήθεν την ειρήνην, δεν πολεμείς;
Δάμαρ. — Αγωνίζομαι κατά του πολέμου.
Πόσις. — Άρα πολεμείς.
Δάμαρ. — Δεν πολεμώ, αλλ' ειρηνεύω.
Πόσις. — Δεν πολεμείς, αλλά ψευδωνυμείς. Το ψευδώνυμόν σου, ώ Δάμαρ, είνε Ειρήνη. Το αληθές σου όνομα είνε Έρις, Ερινύς.
Δάμαρ. — Ω! μου δίδεις τόσα ονόματα...
Πόσις. — Α! έχεις πλείστα ονόματα συ!... Και διά τίνα εγώ πολεμώ πάντοτε, ειμή διά σε και ένεκα σου και χάριν σου;... Συ είσαι η Ελένη όλων των πολέμων, η Κλεοπάτρα-Αλκιόνη όλων των εμπρησμών και των δηώσεων, η Δαλιδά και η Ομφάλη όλων των εξανδραποδισμών... Και όταν εγώ πεισθώ εις τους λόγους σου και πιστεύσω ότι δεν υπάρχει πλέον βία και πόλεμος, άλλος μακρόχειρ θα έλθη γαμψώνυξ να σε αρπάση και σε απαγάγη απ' εμού του νωδού τας αγκάλας, και συ χαίρουσα θα προσκυνήσης την βίαν και την αλκήν παρ' αυτώ, διότι ταύτην πάντοτε, μετά της τύχης, θαυμάζεις και λατρεύεις...
Δάμαρ. — Συ είσαι σκληρός και με ονειδίζεις.
Πόσις. — Διότι είσαι πείσμων και απειθής, φιλόνεικος και γλωσσώδης.
Δάμαρ. — Εγώ γλωσσώδης; Εγώ είμαι αβρά και λεπτοφυής. Συ είσαι τραχύς και άξεστος.
Πόσις (κινεί aπειλητικώς την χείρα). — Μόνον διά της βίας δύναταί τις ν' άρξη σου.
Δάμαρ. — Βαβαί! Με απειλεί ο... με απειλεί την άοπλον και ασθενή.
Πόσις (οργίλος). — Μη λέγε ότι είσαι άοπλος. Έχεις τόσας οπλάς και όνυχας και οδόντας και γλώσσαν τομόν και ηκονημένην. Και το βλέμμα σου είνε ιταμόν, και το ήθος σου αύθαδες.
Δάμαρ. — Απειλείς σκαιώς και υβρίζεις κακώς.
(Ο Πόσις εγείρει κατ' αυτής την χείρα. Η αυλαία πίπτει. Ακούονται ολολυγμοί της Δάμαρτος).
Πόσις (όπισθεν της σκηνής). — Πριν σε τύψω, ήδη κλαίεις!
Δάμαρ (όπισθεν της σκηνής). — Ω! με κτυπά ο βάναυσος!...
Α' Αγχιστεύς. — Εδώ είνε ανάγκη συγγενικού συμβουλίου. Το ανδρόγυνον δεν
βαίνει καλώς.
Β' Αγχιστεύς. — Διά τούτο ήλθομεν όλοι. Οφείλομεν να λάβωμεν μέτρα.
Εκυρός. — Η Δάμαρ πρέπει να σωφρονισθή· οφείλει ν' αναγνωρίση τον Πόσιν ως κεφαλήν, και όχι να είνε αυτοκέφαλος.
Κηδεστής. — Ο ανήρ οφείλει ν' αγαπά την γυναίκα του· και τότε η Δάμαρ οφείλει υπακοήν εις τον άνδρα.
Πενθερά. — Πάντοτε ημείς αι γυναίκες τα πταίομεν όλα· η νύμφη μου αμαρτάνει τώρα. Δεν βλέπω εις τι πταίει ο Πόσις.
Δάμαρ. — Οφείλουν αι γυναίκες υπακοήν εις τους άνδρας.
Κηδεστής. — Κατ' εμήν γνώμην, ο Πόσις πρέπει να τεθή υπό κηδεμονίαν· προς τούτο συνήλθομεν.
Γάλως. — Ω, ναι, σύμφημι· καίτοι ως κασιγνήτη συμπαθώ...
Αδελφίδη. — Νομίζω ότι πταίουν και τα δύο μέρη· ο θείος πταίει και η θεία αμαρτάνει.
Κηδεστής (αυστηρώς). — Οι νεώτεροι δεν έχουσι ψήφον.
Ανεψιά. — Ας τους ειρηνεύσωμεν, διά να μη μάχωνται προς αλλήλους.
Ανεψιάδους. — Και να υποσχεθή η θεία ότι δεν θα επαναλάβη τα ίδια.
Εξανεψιός. — Άλλως, ας διαζευχθώσι, διά να μη έχωμεν και ημείς βάσανα.
Πόσις (εισερχομένος εις την σκηνήν). — Ακούσατε, ω αγχιστείς· έκαστος εξ υμών ας φροντίση πρώτον να διορθώση, όπερ δύσκολον, τον εαυτόν του, είτα να διορθώση, όπερ απείρως δυσκολώτερον, την ιδίαν αυτού Δάμαρτα, και κατά τρίτον λόγον πρέπει να φροντίση διά τους αγχιστείς του.
Δάμαρ (εισερχομένη εις την σκηνήν). — Εκάστη εξ υμών, ω Γάλωες και λοιπαί ομαίμωνες, ας φροντίση πρώτον να συμμορφώση τον ίδιον αυτής Πόσιν, και είτα να φροντίση διά τους ομαίμωνας.
Πόσις. — Οπόσον σε στέργω, ω Δάμαρ, οπόσον έραμαι σού! Η ψυχή μου ίσταται
εις το στόμα ετοίμη να κολλήση εις τα χείλη σου τα κοράλλινα. Ας γείνη έν η πνοή
σου με την πνοήν μου. Σου είπα κακόν τι, ω γύναι, σ' ελύπησα; Ω, σύγγνωθι. Ας
πίωμεν την Λήθην ομού... Διατί χαμηλώνεις τα όμματά σου, ώ Δάμαρ;... Ω, τόσον
μου θίγεις τα σπλάγχνα, μου νύσσεις την καρδίαν... Ομίλει...
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Δάμαρ. — Είπες να πίωμεν την Λήθην ομού;...Άκουσον· την ημέραν καθ' ην σ' εφίλευσα εις τον Παράδεισον τον εύχυμον εκείνον καρπόν, ελησμόνησα να σε κεράσω έν ποτήριον διά να τον χωνεύσης... Έκτοτε σοι το οφείλω. Ιδού, λάβε και πίε! (του προσφέρει ποτήριον πλήρες ροδίνου το χρώμα ρευστού). Τούτο είναι κράμα απ' όλα τα φίλτρα και τους χυμούς και τα αρώματα... απ' όλους τους αναρχισμούς και τας χειραφετήσεις και τας ουτοπίας και τους παραλογισμούς... απ' όλας τας μαγγανείας και τας αλχημείας... Όταν εφάγαμεν ομού εκ του καρπού εκείνου, εμάθομεν να γνωρίζωμεν το πονηρόν και το αγαθόν, και συνείδομεν ότι γυμνοί είμεθα, και το πρώτον ερύθημα της αιδού επήνθησεν εις τας παρειάς ημών. Όταν πίωμεν ομού το ποτήριον τούτο, θα μάθωμεν να συγχέωμεν το πονηρόν και το αγαθόν και τον ήττονα λόγον κρείττονα να ποιώμεν, και θα φύγη αφ' ημών πάσα συνείδησις γυμνότητος, και θα έχωμεν την γύμνωσιν ως καλλίστην περιβολήν, και θα είμεθα ανώτεροι της αιδούς, της βαναύσως κοκκινοπροσωπούσης και παιδαριώδους...
Πόσις. — Α· (πίνει και νυστάζει).
Δάμαρ. — Τούτο το ποτόν φέρει ύπνον. (λικνίζει εις τους βραχίονάς της την κεφαλήν του Πόσιος). Τώρα πλέον εγώ είμαι η ...πόσις, και συ ο ...πότης.
Πόσις. — (ονειροπολών). Πότε θα έλθη η έγερσις!;
Βαθείαν θυελλώδη νύκτα, προς όρθρον βαθύν, ο όμβρος εκόπασεν αίφνης, και
δαιμονιώδης τυφών, κραταιός άνεμος εφύσησε, κ' έπαυσεν ο κατακλυσμός του
νερού, αφού επί τρεις ώρας είχε κάμει να πλεύση όλον το χωρίον εις την κοιλάδα
την παράλιον. Ο μέγας χείμαρρος εις το μέσον της ωραίας λεκάνης, εξεχείλισε,
παρέσυσε δύο γεφύρας, επλημμύρησεν εις όλα τα χαμόγεια και τα σπιτάκια των
πτωχών, και έκαμνε να κολυμβούν γυναίκες και παιδία και κτήνη εις τον
καταρράκτην τον βαθύν. Το νερόν υψώθη έως τα πατώματα των πτωχικών οικιών,
οι περισσότεροι των κατοίκων επρόφθασαν να φύγουν εις τα υψηλά και μετέωρα.
Ό,τι ηδύνατο να διακρίνη τις εις το στίλβον εκείνο σκότος, ήτο μόνον έν χάος
πλωτόν. Δεν εφαίνετο πλέον άστρον ούτε πούλια, ούτε πετεινός ελάλει, ούτε
ωρολόγι εσήμαινεν. Εφαντάζετό τις ότι η νύκτα εκείνη του φθίνοντος Νοεμβρίου
δεν έμελλε ποτέ να τελειώση. Αίφνης περί τα μεσάνυκτα ηκούσθη μεγάλη, εξωτική
κραυγή:
— Πι,πι,πι! πι,πι! πι,πι!
Η φωνή εκείνη ήτο ανεξήγητος. Καμμία πτωχή γραία δεν θα ήτο ικανή να φωνάξη, τέτοιαν ώραν, της πάπιες της, αίτινες, άλλως, θα είχον εύρη την χαράν των, και, καθώς εβεβαίωσεν είς χωρικός όστις έλεγεν ότι ειξεύρει απ' αυτά, βεβαίως «εκοιμώντο πλέουσαι εις το νερόν». Η φωνή εκτάκτως οξεία, ήτο ίση με τον ήχον δέκα συριγγών, και δεν ηδύνατο να είνε ανθρωπίνη. Κατά την λογικωτέραν τότε φανείσαν εξήγησιν, αύτος ο άρχων του σκότους είχε τολμήσει να προβάλη το άσχημον ρύγχος του από καμμίαν θυρίδα του ζοφερού αγνώστου, μέσα εις το υγρόν εκείνο έρεβος, και μη δυνάμενος να κρύψη την μαύρην χαιρεκακίαν του, διότι έβλεπε τους ανθρώπους να πλέουν ως να είχον μεταμορφωθή εις το γένος των νησσών, έρρηξε την κραυγήν εκείνην του πικρού σαρκασμού προς την ταλαίπωρον ανθρωπότητα.
Τέλος, μετά μακράς ώρας, μέγας άνεμος τυφών μανιωδώς εφύσησεν. Εσίγησεν ο μονότονος ροίβδος της βροχής, ο βαθύς ρόχθος των κυμάτων αντήχει τώρα από τον λιμένα, και ο φρενιαστικός συριγμός των τροχαλιών, και η βάναυσος κλαγγή των αλύσεων, τας οποίας εξέσυρε κ' έπαιζεν η τρικυμία. Σιμά εις πέντε ή έξ ογκώδη σκάφη, ασφαλώς αραγμένα, ένα μικρόν κόττερον, νέο σκαρί, εφαίνετο να σαλεύη εις τον γνόφον τον βαθύν, ανάμεσα εις το Δασκαλειό, το βραχώδες χθαμαλόν νησίδιον, και εις τον παλαιόν Μώλον, δίπλα εις τα ρηχά, τα απλούμμενα εκείθεν των εκβολών του χειμάρρου. Στιγμήν τινα, όταν ο άνεμος είχε φθάσει εις το έπακρον της λύσσης του, κρότος οξύς ηκούσθη από το κόττερον, όστις εξεχώριζε και από τον ρόχθον των κυμάτων και από τους συριγμούς των τροχαλιών. Ήτον ως κραυγή αγωνίας.
Δύο ή τρεις θαλασσινοί κατοικούντες εις το παραθαλάσσιον, σιμά εις την προκυμαίαν, είχον ανοίξει τα παράθυρά των και εκύτταζαν ανήσυχοι τα χειμαζομένα πλοία. Ούτοι ενόησαν τι εσήμαινεν η κραυγή ή ο κρότος αυτός. Ο είς εφώναξε προς τον γείτονά του·
— Ποιος να πάη, καπετάν-Στέργιο, να φωνάξη αυτόν τον Μήτρο, τον νειόγαμπρο; Δεν το βλέπω καλά το κόττερο.
— Ποιος να πάη, καπετάν-Νικόλα! απήντησεν απαθής ο Στέργιος.
— Αλοί-α στον καϋμένον τον Φραγκούλα! είπεν ο πρώτος ομιλήσας.
Οι δύο ναυτικοί ήσαν με τα νυκτικά των. Άλλως είξευραν ότι ο ιδιοκτήτης του μικρού σκάφους είχε συνήθειαν να κοιμάται κατ' οίκον, η δε οικία του δεν είχε το πλεονέκτημα να είνε παραθαλασσία. Το κόττερον ήτον «νέο σκαρί», και ο καπετάνιος του ήτον «νειόγαμπρος». Μόνον υπήρχον εντός του πλοίου ο σύντροφός του, γέρων ναυτικός, ο Κώτσος ο Φραγκούλας, όστις είχεν έργον να φυλάττη το πλοίον.
Μόλις εξέφερεν ο ονομασθείς Καπετάν-Νικόλας τον ελαφρόν εκείνον ταλανισμόν, και ως απάντησις εις το αλλοί εκείνο φοβερός τριγμός και κρότος μετά οξέος συριγμού αντήχησεν. Ήτον ως καγχασμός θαλασσίου δαίμονος εις το σκότος. Μέσα εις την πάλην των στοιχείων και εις τον ποικίλον ορυμαγδόν, άπειρον όμμα και μη εξησκημένον ωτίον τίποτε δεν θα ηδύνατο να διακρίνη. Μόνον οι δύο πλοίαρχοι, από τα παράθυρά των, πάραυτα ενόησαν και αφήκαν διπλήν κραυγήν.
— Πάει το κόττερο! είπε μετ' αληθούς πόνου ο Νικόλας. Κρίμα 'στο. Κρίμα 'ς!
— Τύφλα! είπεν ανάλγητος, αυστηρός τιμητής ο Στέργιος.
Το πρωί όλοι έμαθον ότι η τρικυμία εξέσυρε τας αγκύρας του μικρού κοττέρου, και το πλοίον εγένετο άφαντον, μαζύ με τον Κώτσον τον Φραγκούλαν, τον μόνον επ' αυτού ναυβάτην. Ευρέθησάν τινες διά να υπάγουν να κράξουν τον πλοίαρχόν του, του οποίου η οικία ευρίσκετο ένα δρομίσκον παραμέσα από την προκυμαίαν αλλ' ήτο αργά πλέον. Απόπειρα είχε γίνει, με μίαν μεγάλην σκαμπαβίαν με έξ κωπία, να πλεύσωσι προς το νότιον μέρος, εις το στόμιον του λιμένος, με τον λυσσώντα άνεμον τον πνέοντα από της ξηράς, αλλά δεν ημπόρεσαν να «μπουτάρουν», ήτοι να κατευθυνθώσι προς τα εκεί. Το πλοίον είχε γίνει άφαντον.
Την επαύριον είχε γίνει ευδία. Δεν υπήρχε πλέον η μικρά φουσκοθαλασσιά κ' ελαφρά πνοή, ομοία με τον πείσμονα γρυσμόν του μετά κόπου κατασιγασθέντος εξηγριωμένου σκύλου. Όλοι εσυλλυπούντο τον νεαρόν καπετάν-Μήτρον, και όλοι έκαμνον, όπως συνηθίζουν οι ναυτικοί, ή κατά πρόσωπον ή όπισθεν των νώτων, τας αμειλίκτους εκ των υστέρων επικρίσεις των. Βέβαια, ο Μήτρος ήτο νέος κυβερνήτης. Έως τότε είχε ταξειδεύσει επί χρόνους ως ναύτης εις μεγάλα πέλαγα με την σκούναν του πατρός του. Επόμενον ήτο να είνε «ατζαμής» και να μην ειξεύρη καλά ούτε από ακτοπλοΐαν ούτε πώς να «σιγουράρη» το πλοίον εις τον λιμένα, αφού μάλιστα εκοιμάτο κατ' οίκον. Νειόγαμπρος, νέο σκαρί. Αλοί-α στον Φραγκούλαν.
Ναι, ο Φραγκούλας ήτο γέρος, και ημπορεί να ήτο σχεδόν ανίκανος, παράξενος, στραβός, μισοπάλαβος, αλλοίθωρος, αλλόκοτος και αλλόφρων. Τον είχε διώξει η γυναίκα του. Επί τινα χρόνον έμενεν εις ένα κατώγι, διά ψυχικόν. Επήγαινε με της βάρκες, εις ψάρευμα ή μικρούς ναύλους, αλλά συνήθως εξενυχτούσε στο κατώγι. Τέλος, όταν έφτιασε το κόττερο ο Μήτρος, όστις ήτο δεύτερος ανεψιός του, τον προσέλαβεν ως τακτικόν συμπλωτήρα άμα και νηοφύλακα. Προς τι να υποχρεώνεσαι, του είπε, «μπάρμπα», να κοιμάσαι στο ξένο κατώγι, αφού «καλλίτερα για σένα» σ' έδιωξεν η γυναίκα σου; έλα να κοιμάσαι μέσ' το κόττερο, κάτω στην πλώρη, που κάνει μεγάλη ζέστη, ζέφκι και καλοπερασιά.
Ο καϋμένος ο Κώτσος, ολίγας ημέρας πριν, είχε συμβή, εις την κηδείαν ενός παλαιού γείτονός του, να εισέλθη εις τον ναόν, ενώ εψάλλετο η νεκρώσιμος ακολουθία. Δεν ήτο τακτικά φιλακόλουθος. Μερικοί τον επείραζαν και τον έλεγαν «φαρμασώνον». Αλλ' αυτός ήτο εξ ιδιοσυγκρασίας σκεπτικός, ιδιότροπος εν τη ασυνειδήτω φιλοσοφία του. Διήλθεν άνωθεν του χορού, προ των βαθμίδων του βήματος, κ' επλησίασεν εις ένα νέον δημοδιδάσκαλον, όστις εσυνήθιζε να ψάλλη και κατά την κηδείαν αυτήν ίστατο αριστερά βοηθών τους ιερείς, εις τον στίχον «Κύριε, ανάπαυσον την ψυχήν του δούλου σου», τον οποίον επανελάμβανεν εκ περιτροπής ο ψάλτης. Ο Φραγκούλας αλλοκότως εγέλασε, και είπε με φωνήν σχεδόν ακουστήν·
— Ανάθεμα στην ψυχήν του δούλου σου; Τι λες, δάσκαλε;
Ο ψάλτης του ένευσε μόνον να σιωπήση. Και με κυκλοτερές βλέμμα προς τους άλλους, τους εσύστησε να μη δώσουν προσοχήν, διά να μη γίνη χασμωδία.
Ο Φραγκούλας μετ' ολίγον και πάλιν επανέλαβε·
— Τι τους ψαίλνετε;... Τι τους κάνετε νάνι-νάνι;... Όλοι στ' ανάθεμα θα πάμε!...
Ο διδάσκαλος και πάλιν του ένευσεν αυστηρώς. Και ο Κώτσος απεμακρύνθη.
Και μετ' ολίγας ημέρας επέπρωτο ο γέρων ούτος ναυτικός, όστις την πρωίαν εκείνην — τις οίδε; — με την πένθιμον εκείνην ευθυμίαν του άλλην πρόθεσιν ίσως δεν είχεν, ειμή να υποδείξη το μάταιον και το συνθηματικόν και το αγοραίον πάσης ανθρωπίνης συνηθείας, ως και αυτής της νεκρωσίμου πομπής· ο γέρων ούτος, όστις δεν ήτο ειμαρμένον ν' αξιωθή ούτε της εσχάτης παραμυθίας, ούτε της κηδεύσεως, έμελλε να ίδη όλην την φοβεράν, την δαιμονιώδη πομπήν, όλων των στοιχείων τ' ουρανού, των ανέμων, των κυμάτων την φρικώδη συνοδείαν ορχουμένην μανιωδώς περί την γηραιάν κεφαλήν του, γύρω εις την λευκήν ακτένιστον κόμην του· κ' έμελλεν εν τριγμώ αλύσεων και τροχαλιών και αρμένων να καταποντισθή εις το κύμα «άψαλτος, ασαβάνωτος, αμοιρολόγητος».
Εκινδύνευε να βυθισθή εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη,
πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει διά να ανατρέψη
πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμη, και εις αβύσσους, εκάστη των
οποίων θα ήτο ικανή να καταπίη εκατόν καράβια
και να μη χορτάση. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο. Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα διά να μην αρμενίζη κατεπάν' τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κ' εδοκίμαζε να κάμη βόλταις. Του κάκου. Μετ' ολίγον η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της, και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κ' εκεί, και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας είξευρε και ησχολείτο να κάμη την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέση εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθή κολυμβών, και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν' αρμενίση τις τόσην θάλασσαν διά να πνιγή, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάση με το χώμα της τόσους και τόσους.
Εκινδύνευε ν' αποθάνη από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλού και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν. Αι δύο γυναίκες, τεχνίτισσαι εις το είδος των και η μήτηρ του συζύγου της κοιλοπονούσης, φιλόστοργος, ως πάσα πενθερά ήτις δεν επιθυμεί τον θάνατον της νύμφης της όταν αύτη είνε πρωτάρα, πριν βεβαιωθή ότι θα επιζήση το παιδίον διά να ασφαλισθή η κληρονομιά της προικός, επροσπάθουν όσον το δυνατόν να ανακουφίσουν τους πόνους της ωδινούσης. Και είχεν ανατείλει ήδη η άλλη ημέρα και ακόμη η γυνή εκοιλοπόνει, και η μαμμή η εμπροσθινή και η πενθερά συνεπόνουν με αυτήν, και ο καλογερόπαπας του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος είχε λάβει εντολήν να ψάλη μικράν και μεγάλην παράκλησιν προς βοήθειαν της ωδινούσης.
Το σπιτάκι έκειτο επάνω εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου προς μεσημβρίαν. Την πρωίαν της Παρασκευής, η βάρκα του Πλαντάρη είχε φανή αντικρύ αγωνιώσα εις τα κύματα, και δύο παιδία του γιαλού, απ' εκείνα που περνούν τον καιρόν των κάτω από τον αρσανάν, μη γνωρίζοντα επί της ξηράς άλλην διατριβήν από τας συρμένας έξω φελούκας, ούτε άλλο παιγνίδι από την θάλασσαν, ήλθαν να πάρουν τα συχαρήκια της Πλανταρούς, ακούσαντα την είδησιν από πορθμείς, οι οποίοι είχαν αναγνωρίσει μακρόθεν την βάρκαν. Και τότε η Πλανταρού είδε κ' εκατάλαβεν από την τρικυμίαν όπου ήτο εις το πέλαγος, ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινεν εις τα κύματα κ' εκινδύνευε να βουλιάξη, και τότε ενόησε τι θα 'πη νάχη κανείς «δυο χαρές και τρεις τρομάρες». Διότι διπλή μεν χαρά θα ήτο να έφθανεν αισίως ο υιός της, να εγέννα με το καλόν και η νύμφη της· τριπλή δε τρομάρα ήτον ο κίνδυνος του υιού της, ο κίνδυνος της νύμφης της και ο κίνδυνος του προσδοκωμένου νεογνού. Ίσως δε θα ήτο τετραπλή η τρομάρα, αν προσετίθετο και ο φόβος μήπως τυχόν και η νύμφη της γεννήση αισίως... θήλυ.
Επάνω εις την κορυφήν του λόφου, ευρίσκετο μονήρες το σπιτάκι, και κάτω εις την ακρογιαλιάν ήτο κτισμένον το χωρίον. Διακόσια σπίτια αλιέων, πορθμέων και ναυτών. Έν μίλιον απείχε το σπιτάκι από το χωρίον. Υπήρχε μικρός επικεφαλής όρμος, αλλά δεν ήτο λιμήν. Έβλεπε μόνον προς μεσημβρίαν. Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήτο ορατή από την πολίχνην, ορατή και από τον μεμονωμένον οικίσκον.
Η Πλανταρού ήρχισε τότε να μέμφεται πικρώς τον υιόν της διά την τόλμην και την αποκοτιά του. Τι ήθελε, τι γύρευε, τέτοιαις μέραις, να κάμη ταξείδι; Δεν άκουε, ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τι του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει. Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε; Δεν εκαρτερούσε ο απόκοτος δύο τρεις ημέραις, να φωτισθούν τα νερά, ν' αγιασθούν η βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν τα σκαλικαντζούρια; Καλά να πάθη, γιατί δεν την άκουσε.
Όσον υψώνετο ο ήλιος προς το μεσουράνημα, τόσον ηύξανε και η αγωνία της Πλανταρούς. Η νύμφη της υποστηριζομένη όπισθεν από την Μπαλαλού και κρεμαμένη έμπροσθεν από τον τράχηλον της Σωσάννας, εμούγκριζεν ως αγελάδα. Ο άνεμος εκεί κάτω, εις το πέλαγος, εφαίνετο ότι απεμάκρυνε το πλοιάριον αντί να το προσεγγίζη εις την ακτήν. Η βάρκα ολονέν εξέπεφτε μακρύτερα, αισθητώς εις το βλέμμα. Εις την νύμφην της η Πλανταρού εφυλάχθη να είπη τίποτε. Μόνον εξήρχετο συχνά εις τον εξώστην, προσποιουμένη ότι ήθελε να κουβαλήση το έν ή το άλλο, και έμενεν επί μακρόν κ' εκύτταζεν. Δεν επανήρχετο ειμή αν την ανεκάλει η μαμμή η Μπαλαλού.
Επλησίαζεν ήδη μεσημβρία, και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχη ελπίς. Ο υιός της θα επνίγετο εκεί εις το άσπλαγχνον πέλαγος, και την νύμφην της με το έμβρυον θα την εσκέπαζεν η «μαύρη γης».
Τέλος, η γραία απέκαμε. Η βάρκα έγινεν άφαντη... Και η σύζυγος του υιού της εγέννησεν... άρρεν. Ω! το στρίγλικο, το κακοπόδαρο, ω! το γρουσούζικο, όπου ψωμόφαγε τον πατέρα του!
Πνίξτε το! Σκοτώστε το! Τι το φυλάτε; Πετάτε το στο γιαλό, να πα να βρη τον πατέρα του! Κι' αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάνα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμμένη!... Ειμπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξης, κειδά που θα ψοφολογήση, στο κρεββάτι της, να στραμπουλήξης με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε πεθαμμένο το παιδί, και πως η μάνα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ειμπορείς;
Δεν την εσκέπασεν η μαύρη γης την ταλαίπωρον μητέρα ομού με τον καρπόν των σπλάγχνων της, και το πέλαγος ίλεων δεν έπνιξε τον πατέρα. Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχήν του, και ο μικρός ναύτης ο Τσάτσος είχε φορέσει εκ νέου το υποκάμισον και την περισκελίδα του. Ο ζωέμπορος ο Πραματής επείσθη ότι ήτο καλός χριστιανός και ότι ήτο προωρισμένος να ταφή εις ευλογημένον χώμα. Ο άνεμος είχε κοπάσει περί το δειλινόν, και ο κυβερνήτης ανέλαβε το κράτος του επί του μικρού σκάφους. Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήλθεν η φελούκα εις μέρος απαγγερόν, δίπλα εις την ξηράν ολίγα μίλια απώτερον του μικρού όρμου. Διά τούτο η βάρκα είχε γίνει άφαντος εις τα όμματα της Πλανταρούς, ήτις δεν είχε παύσει ν' αγναντεύη από το ύψος του εξώστου. Έφθασε δε ασφαλώς εις τον όρμον, ευθύς ως έπεσεν εντελώς ο άνεμος, βασίλεμμα ηλίου.
Δεύτερα συχαρήκια επήραν της Πλανταρούς. Ο υιός της, αποστάζων άλμην, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, έφθασεν εις το σπιτάκι άμα ενύκτωσε, κ' εκεί μόνον έμαθε την ευτυχή είδησιν, ότι η συμβία του τού είχε γεννήσει κληρονόμον.
Την επαύριον ήσαν Φώτα. Την άλλην ημέραν ολόφωτα. Την εσπέραν της μεγάλης εορτής, άμα τη τριημερεύσει της λεχούς και του παιδίου, έβαλαν την σκαφίδα κάτω εις το πάτωμα και την εγέμισαν με χλιαρόν νερόν βρασμένον με δάφνας και με μύρτους. Επρόκειτο να τελέσουν τα «κολυμπίδια» του παιδίου.
Η καλή μαμμή η Μπαλαλού εξήπλωσε το βρέφος μαλακά επί των ηπλωμένων κνημών της και ήρχισε να λύη τα σπάργανα. Είχε νυχτώσει. Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης. Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός, ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ' όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων. Εμειδία προς το φως το οποίον έβλεπε, κ' έτεινε την μικράν χείρα διά να συλλάβη την φλόγα. Την άλλην χείρα την είχε βάλει εις το στόμα του, κ' επιπίλιζεν, επιπίλιζε. Τι ησθάνετο; απερίγραπτον.
Η καλή μαμμή αφήρεσεν όλα τα σπάργανα, απέσπασεν αβρώς την φουστίτσαν και το υποκάμισον του βρέφους και το έρριψεν απαλώς εις την σκαφίδα. Ήρχισε να το πλύνη και να αφαιρή τα άλατα, με τα οποία το είχε πιτυρίσει κατά την στιγμήν της γεννήσεως, αφού το είχε αφαλοκόψει. Αφήρεσε και το βαμβάκιον, με το οποίον είχε περιβάλει τας παρειάς και την σιαγόνα του παιδίου, διά να κάμη άσπρα γένεια.
Έλαβε την «μασσάν», την σιδηράν λαβίδα από την εστίαν, και την έβαλε μέσα εις την σκάφην διά να γίνη το παιδίον σιδεροκέφαλον.
Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμηρίζη, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνη μαλακά, και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ', όχι, χαδιάρη μ'! όχι κεφαλά μ', πάπο μ', χήνο μ'»! Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μάμμη Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, διά ν' ασημώσουν το παιδίον. Τα επέθετον αβρώς επί του στέρνου και της κοιλίας του βρέφους, και ολισθαίνοντα έπιπτον εις τον πάτον της σκάφης.
Το παιδίον δεν έπαυε να κλαίη, και η μαμμή το εκολύμβιζεν ακόμη, το εκολύμβιζε. Καλύμβα, τέκνον μου, εις την σκάφην σου, κολύμβα, και απόβαλε την άλμην σου εις το γλυκόν νερόν. Θα έλθη καιρός ότε θα κολυμβάς εις το αλμυρόν κύμα, καθώς εκολύμβησεν όλος, χθες ακόμη, ο πατήρ σου με την σκάφην του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί υδάτων πολλών».
Την επαύριον, εορτήν της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, έμελλε να βαπτισθή το παιδίον, επειδή είχε συμβή να γεννηθή ούτω τας παραμονάς της εορτής, πριν περάσουν όλως τα Φώτα. Αλλά την εσπέραν, μετά τα κολυμπίδια, δείπνον παρετέθη εις την οικίαν. Η μαμμή εμάζωξε μετά προσοχής όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμάς, τα εκομβόδεσεν εις το μανδήλιόν της, ενώ οι παρεστώτες εφώναζαν γύρωθεν: «Να ζήση! σιδεροκέφαλος! » και επηύχοντο εις την μαμμή «καλή ψυχή».
Είτα η Μπαλαλού εσπόγγισε καλώς το παιδίον με μέγα λευκόν προσόψιον, του εφόρεσε καινούργιο λευκόν υποκαμισάκι και ποδίτσαν, το ανέκλινεν επί των κνημών της, και ήρχισε να το περιβάλλη με τα σπάργανα.
Ο ζωέμπορος ο Πραματής είχεν έλθει εις τα κολυμπίδια, και εδήλωσεν ότι επεθύμει να γίνη ανάδοχος του βρέφους, εις μνήμην του προχθεσινού εν θαλάσση κινδύνου και της διασώσεως.
Ο μικρός ναύτης ο Τσάτσος είχεν έλθει έως την θύραν, και ίστατο θεωρών μακρόθεν την τελετήν του κολυμβήματος. Ο γείτων ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτεξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανή εις την οικίαν από πέρυσιν, από την ημέραν του γάμου. Αλλά την εσπέραν ταύτην επήρε την γυναίκα του την Δελχαρώ και τα παιδιά του, εκ των οποίων δύο εκράτει αυτός αρμαθιαστά από την μίαν χείρα, το έν πενταετές και το άλλο τετραετές, τρίτον διετές έφερεν υπό την μασχάλην, έν πενταμηνίτικον βρέφος εβύζαινεν εις τους κόλπους της η γυνή του, και δύο άλλα επτά και οκτώ ετών την ακολούθουν κρατούμενα από το φουστάνι της, κ' επαρουσιάσθη χαμογελών, χαίρων διά την χαράν του συγγενούς του, γεμάτος από ευχάς και συγχαρητήρια.
Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του.
Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα. Εφώναζαν, εγρίνιαζαν κ' εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμμά. Το τρίτον κλαυθμηρίζον εζήτει βρυ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσκε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον.
Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήση και εις την λεχώ «καλή σαράντισι». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα η μπροσθινή.
Όταν ήλθεν η σειρά της Πλανταρούς να πίη εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρεις διαφόρους τόνους φωνής·
— Εβίβα, νύφη, με καλό να σαραντίσεις... Κι' ό,τ' είπα, παιδάκι μ'... αστοχιά στο λόγο μου!
Απ' όλας τας οικοκυράς, όσαι εώρταζον τα ονόματα των συζύγων των την 7
Ιανουαρίου ημέραν του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, καμμία δεν ήσκει
μεγαλειτέραν καθαριότητα, λεπτότητα και ιδιοτροπίαν παρ' όσην η κυρά
Διαμαντηρείζενα, η σύζυγος του καπετάν-Γιάννη του Τζαφέρη. Ο καπετάν- Γιάννης,
αφού είχεν αλλάξει δύο ή τρεις βρατσέρες, ένα γολεττί, ένα «λόβερ», και δύο
σκούνες, όλα σκάφη, έκαστον των οποίων δεν εκράτησε παραπάνω από δύο έτη
εις την κατοχήν του — άμα εύρισκε καλόν αγοραστήν τα εξέκαμνε το έν μετά το
άλλο, και τέλος εκ των διαφόρων τούτων πωλήσεων, αφού έκαμε τον ισολογισμόν
τον, ευρέθη να έχη αυξήσει κατά οκτώ ή δέκα χιλιάδας δραχμάς το αρχικόν
κεφάλαιον, το οποίον κατείχεν όταν εναυπήγει την πρώτην του βρατσέραν, μη
υπερβαίνον τας τρισχιλίας δραχμάς.
Λοιπόν, νέος ακόμα, σαρανταπέντε ετών, επειδή είχε πάθει και ολίγον από έν μικρόν ξεπάγιασμα εις τας κνήμας, εβαρύνθη την θάλασσαν και άνοιξε ένα καλόν μαγαζάκι, κατάμπροστα στην Κολώναν, εις τα άνω της παραθαλασσίας αγοράς, ακριβώς όπου οι άλλοι εμποροπλοίαρχοι των παλαιών ημερών έδεναν τα καραβάκια τους, με γερά παλάμια και με διπλάς αγκύρας, από του Νοεμβρίου μέχρι του Μαρτίου μηνός, διά να παραχειμάσουν εις την πατρίδα, διά ν' απολαύσουν το θάλπος της εστίας, και μη χάσουν, κοντά εις τους εχίνους και τα οστρείδια, και τους αστακούς τους μαγειρευτούς με μάραθα, και τα οχταπόδια τα τηγανιστά με όξος, της τυρόπητταις και τα «τυλιχτά» και τα «καλαπόδια» και «της γρηαίς» ή μεγάλαις τηγανίταις και τόσα άλλα «χάδια της κοιλιάς», όσα αι καλαί οικοκυράδες είξευραν τόσον περιτέχνως να παρασκευάζουν διά τους συζύγους και τους υιούς των τους θαλασσοδαρμένους και ζητούντας της εστίας την αναψυχήν. Το καραβάκι το δικό του, ο Γιάννης ο Τζαφέρης, καθώς έλεγε κοινώς, το άραξεν ασφαλώς εις την ξηράν, εν τη πλατεία της Εκκλησίας, διά ν' αντικρύζη με τα πλωτά καράβια των θαλασσινών, των πρώην συναδέλφων του.
Η οικιακή άνεσις και γαλήνη του πρώην ναυτικού ήτο σχεδόν εντελής. Η γυνή του, ολιγότεκνος, είχε γεννήσει ένα υιόν, άλλο έν νεκροτόκιον, έν θυγάτριον αποθανόν βρέφος, και πλέον ου. Το τέκνον του ο Κώστας, όστις είχε μεγαλώσει και ήτο ήδη έφηβος, ήτο το μόνον στόλισμα της μητρός, η μόνη του πατρός βακτηρία. Έν μόνον παράπονον είχεν ο καπετάν-Γιάννης. Η Διαμαντηρείζενα, αν και εξόχως καλή οικοκυρά, ήτον, ως είπομεν, εις άκρον λεπτολόγος όσον αφορά την καθαριότητα της οικίας της.
Η μικρά οικοδομή εις την βορειοανατολικήν εσχατιάν της πολίχνης, συνορεύουσα με κήπους, μυρίζουσα εξοχήν και άνοιξιν, συνίστατο από έν ανώγεων μετά ισογείου κάτω και από έν υπερώον εις το οποίον ανήρχετό τις διά σκάλας έξ επτά βαθμίδων. Λέγομεν ανήρχετό τις , απλώς διά το σύνηθες της εκφράσεως, διότι άλλως είνε πολύ αμφίβολον, εάν τις «ανήρχετό» ποτε εις το άδυτον εκείνο. Η κυρά Διαμαντηρείζενα τόσον το άσπριζε, το ασβέστωνε, το εσφουγγάριζε, το επαράκαμνε — σχεδόν καθημερινώς — το ανωφερές εκείνο άδυτον του οίκου, όπου είχε τα Εικονίσματα με την κανδήλαν, ολίγα κιβώτια, ένα κομμόν, καναπέν κτλ., ώστε τούτο ήστραπτε κυριολεκτικώς από την λευκότητα και την καθαριότητα. Ουδέποτε επ' ουδενί λόγω θα επέτρεπεν εις τον σύζυγόν της, εις τον υιόν της, εις την μητέρα της, εις την αδελφήν της, εις την πενθεράν της, εις την ανδραδέλφην της, ν' αναβώσιν εκεί επάνω. Αυτή και μόνη ανέβαινε, συνήθως άπαξ της ημέρας, την ώραν καθ' ην ηκούετο ο κώδων του εσπερινού, διά ν' ανάψη το κανδήλι, να κάμη τον σταυρόν της, και να θυμιάση. Προς τούτο είχεν έν ζεύγος από λευκοτάτας εμβάδας, τας οποίας εκεί επάνω μόνον εφόρει. Ανέβαινε με τας συνήθεις γόβας της έως το κεφαλόσκαλον, τας άφηνεν εκεί και εφόρει τας ιδιαιτέρας εμβάδας ή κουντούρες. Είχε και δύο ή τρία «πατήματα» ή «ψαθιά», καθαρώτατα, στρωμένα κατ' αποστάσεις, ανά έν ήμισυ βήμα, όπως ρίπτουν εις τα ποτάμια και τα περάματα των χειμάρρων λίθους εδώ-εκεί κατά πλάτος του ρεύματος, διά να πατήτουν· επάτει εις αυτά και μετ' ευλαβείας επλησίαζεν εις το εικονοστάσιον, διά να εκπληρώση τα προς τους Εφεστίους χρέη.
Ο άλλος, ο καπετάν-Γιάννης, διηγείτο ταύτα κατά το φαινόμενον παραπονούμενος, ίσως μάλλον πράγματι ευχαριστημένος, εις τους στενωτέρους φίλους του.
— Ακού εσύ, βρε αδελφέ!... Να έχη βάλη όλο το σεβντά της στο σπίτι της, στο προικιό της, στο επάνω πάτωμά της! Να θέλη και καλά, να το κάμη να μιλή, να φέγγη, ν' αστράφτη!... Δεν λυπάται τον κόπο της, η σκύλα, ν' ασβεστώνη τρεις φορές την εβδομάδα, πέντε φορές την εβδομάδα να σφουγγαρίζη!... Μ' έχει αφανίσει στον ασβέστη, δεν προφταίνω να της αγοράζω σφουγγάρια... Κάθε Σάββατο έρχεται ο Στέργιος ο Καμινής και μου γυρεύει λεπτά... Τακούτε σεις!... Οι βουτηχτάδες, οι Καλύμνιοι, οι Αιγηνίτες, οι Τρικεριώτες, δεν έχουν άλλο μουστερή από μένα... Μάθανε τώρα το δρόμο, και πηγαίνουν τα ίσα — στο σπίτι. «Σφουγγάρια καλά! Σφουγγάρια καλά!» Απ' το Θεό να τωύρη, η σκύλα, μ' αφάνισε...
Αλλά και το κάτω πάτωμα, η συνήθης κατοικία της οικογενείας, δεν έμενεν οπίσω εις την καθαριότητα και την επιμέλειαν εκ μέρους της οικοκυράς. Η εστία, οι τοίχοι, η οροφή, όλα έλαμπον. Το πάτωμα ήτο στρωμένον με ψάθες και με μεντέρια, τα οποία κάθε πρωί, συχνά και το βράδυ, εξεστρώνοντο, ετινάσσοντο επιμελώς, εσκουπίζετο το πάτωμα, είτα εσφουγγαρίζετο, πότε όλον, πότε μέρος, και πάλιν τα μεντέρια εστρώνοντο και διηυθετούντο μετά φιλοκαλίας, ώστε να εζήλευε κανείς να τα βλέπη.
Έν απόγευμα, η Διαμαντηρείζενα συνέβη ν' ανακαλύψη — ανήκουστον πράγμα — ένα κοριόν έρποντα επί της ψάθας, προϊόν μη έχον δικαίωμα εισόδου εις την οικίαν. Υπώπτευσεν αμέσως ότι το ζωύφιον θα είχε πέσει από το φόρεμα μιας πτωχής γειτόνισσας, ήτις προ μικρού είχεν έλθει να ζητήση εν δοχείον ελαίου δανεικόν. Τόσον εσυγχίσθη, ώστε ενώ προ μιας ώρας μόλις είχε στεγνώσει το πάτωμα από το πρωινόν σφουγγάρισμα και μόλις είχε στρώσει τα μεντέρια, αμέσως εβάλθη εις νέον κόπον πάλιν, κι' άρχισε να τα ξεστρώνη όλα, ψάθες, κυλίμια, μαξιλάρες, μεντέρια, και να τα μεταφέρη έξω εις την αυλήν, να τα τινάζη εκ νέου, να ερευνά λεπτομερώς το πάτωμα, και τέλος, όταν δεν εύρε που δεύτερον άτομον του μυσαρού ζωυφίου, απεφάσισε να στρώση εκ νέου όλα τα μεντέρια της.
Κατά την Σύναξιν Αγίου Ιωάννου, την επαύριον των Φώτων, εώρταζεν, ως είπομεν, και ο καπετάν-Γιάννης ο Τζαφέρης, μαζί με όλους τους άλλους Γιάννηδες. Υπήρχον δε πολλοί εις το χωρίον — σχεδόν πάσα τρίτη οικία είχε ένα Γιάννην — τους οποίους είξευρον ακριβώς όλους, και είχον τον κατάλογον, οι δύο πιστοί φίλοι, ο Αποστόλης ο Καλούμας και ο Πέτρος ο Γύφταρος, αμφότεροι βαστάζοι της αγοράς. Εδέχετο δε εξαιρετικώς κατ' εκείνην την ημέραν η Διαμαντηρείζενα όλους τους επισκέπτας, όλον το χωρίον, σχεδόν χωρίς να μορφάζη. Την ημέραν εκείνην έκαμνε θυσίαν το κάτω πάτωμα της οικίας της. Είχεν όμως ιδιαιτέραν υπηρεσίαν διωργανωμένην εις την αυλήν, ένδοθεν της αυλόπορτας, διά τα ξυπόλητα και τους μάγκες της αγοράς, τους οποίους εφίλευεν εκεί διά χειρός της μητρός της ή της αδελφής της, χωρίς να τους επιτρέπη να εισέλθωσιν εις την οικίαν.
Μίαν χρονιάν, πριν έλθωσιν ακόμη αι μεγάλαι εορταί του χειμώνος, οι δύο ειρημένοι πιστοί φίλοι, ο Αποστόλης ο Καλούμας κι' ο Πέτρος ο Γύφταρος, διαβολική συνεργεία είχαν μαλλώσει μεταξύ των. Κατά τάλλα έτη εσυνήθιζαν οι δύο να πηγαίνουν «κονσέρβα», ως έλεγαν, δηλ. ως δύο συμπλέοντα πλοία, να φέρουν γύραν εις όλας τας οικίας όσαι εώρταζον, και του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Ιωάννου και τας άλλας εορτάς τας εχούσας πολλά ονόματα. Οι δύο αχώριστοι φίλοι, ο είς στολισμένος τα εορτάσιμα, ο έτερος με τα μόνα ενδύματά του, ο πρώτος φέρων εις τους πρησμένους πόδας του πατημένα πέδιλα, ο δεύτερος ανυπόδητος, άρχισαν το πρωί, απολείτουργα, την περιοδείαν των από την μίαν άκρην της κωμοπόλεως εις την άλλην. Μίαν φοράν, ο Πέτρος ο Γύφταρος, με ελαφρότητα κάπως, είχεν ειπεί αυθαδώς, ότι «σηκώνουν τα υψώματα» οι δύο τους. Ακούσας την ασεβή παρωδίαν ο Αντώνης Μαραγκάκης ονωματάρχης, Κρης την πατρίδα, τους εφίμωσε με την επιφώνησιν:
— «Ψώμματα! ψώμματα!» δηλ. «ψέμματα! ψέμματα!», και έκτοτε ο Γύφταρος δεν ετόλμησε πλέον να το ξαναπή. Ως τόσον εξηκολούθουν πάντοτε την περιοδείαν των ανά τας οικίας. Αλλού τους εφίλευον τηγανίτες ή λουκουμάδες, σπανιώτερον μισό χαϊμαλί (μικρόν τρίγωνον γλύκισμα), συνηθέστερον λουκούμι ή μόνον στραγάλια, από τα οποία εγέμιζαν τους κόλπους των. Σχεδόν εις όλα τα σπίτια τους εκερνούσαν ροσόλι ή μαστίχαν ή εντόπιαν εκ στεμφύλων ρακήν.
Ο Αποστόλης ο Καλούμας συνήθιζε λίαν πρωί, τας ημέρας των εορτών, που είχαν πολλά ονόματα, διά να μη κάμνη λάθος και παραλείπη κανένα εορτάζοντα, ενώ ακόμη ο κόσμος ήτο εις την Εκκλησίαν, και αυτός ήτο νηφάλιος, να περιέρχεται όλας τας οικίας των Γιάννηδων (ή των Νικολάκηδων, των Γεώργηδων κτλ.) και να σημειώνη δίπλα εις την εξώπορταν ή την σκάλαν, επί του τοίχου, με μικρόν κάρβουνον, λεπτοτάτην μαύρην γραμμήν, έν ιώτα, ορατόν εις αυτόν και μόνον. Τούτο το έκαμνε διά να μη λησμονήση κανένα εορτάζοντα ζαλισμένος, όπως θα ήτο κοντά το μεσημέρι, από τα πολλά πιοτά, ύστερον όταν εξήρχετο της οικίας, μετά την επίσκεψιν, ή και πριν εισέλθη, λίαν επιδεξίως, με κιμωλίαν άσπριζε και εξήλειφε όσον το δυνατόν την μαύρην γραμμήν. Εφέτος όμως ο Πέτρος ο Γύφταρος απεφάσισε να τον εβγάλη απ' αυτόν τον κόπον.
Ήτο την πρωίαν του Αγίου Νικολάου, και οι δύο φίλοι, ως είπομεν, ήσαν μαλλωμένοι. Ο Πέτρος είξευρεν ότι, αφού τα είχε χαλασμένα με τον Αποστόλην, ούτος θα έκαμνε τας επισκέψεις μόνος του, αυτός δε, ξυπόλητος όπως ήτον και απεριποίητος, «αζήλευτος», δυσκόλως θα ετόλμα να εισέλθη εις τας οικίας, και δεν θ' απήλαυε πολλά κεράσματα, ούτε θα έπινεν αρκετά ποτά χωρίς να πληρώση. Κοντά στον Αποστόλην, όστις ήτο οιονεί προστάτης του, επέρνα κι' αυτού η μπογιά του. Τώρα όμως, μόνος του, δεν θα εκαλοπερνούσε πολύ εις τας επισκέψεις.
Διά να εκδικηθή τον Αποστόλην, ιδού τι τον εσόφισεν ο διάβολος να πράξη· την πρωινήν εκείνην ώραν του όρθρου της εορτής της 6 Δεκεμβρίου, ενώ ο Αποστόλης βαίνων από οικίας εις οικίαν, εχάραττε το μυστηριώδες σημείον του εις το πλάι εκάστης θύρας, ο Πέτρος ακολουθών αυτόν με προφύλαξιν, κρυπτόμενος εις τας γωνίας και τας ρύμας, ήρχετο κατόπιν του, ανεκάλυπτε την μαύρην γραμμήν, την οποίαν είχε χαράξει αρτίως ο Καλούμας, καθότι έφεγγεν ήδη αρκετά η ανατέλλουσα ημέρα, και με την κιμωλίαν επεσημείωνε και άσπριζε το μαύρον σημείον. Αλλά δεν ηρκέσθη εις τούτο μόνον το αρνητικόν έγκλημα· ηθέλησε να προσθέση και άλλην θετικήν επιβουλήν, και όπου έτυχεν εις τέσσαρα ή πέντε σπίτια, όπου δεν υπήρχον Νικολάκηδες εορτάζοντας, έγραψε με κάρβουνον το σημείον όπου συνήθιζεν ο Αποστόλης. Ούτω ήτο βέβαιος, ότι ο αρχαίος φίλος και νυν εχθρός του θ' απεπλανάτο να εισέλθη εις σπίτια Γεώργηδων ή Γιάννηδων ή Κωνσταντήδων, όπου θα την επάθαινε... και τότε ο Πέτρος, όστις θα εφρόντιζε να βρεθή εκεί σιμά, εξ όλης καρδίας θα εγέλα.
Την πρωίαν, ο Αποστόλης, αφού είχε γυρίσει όλον το χωρίον, έφθασεν εις την βορεινήν εσχατιάν, σιμά εις την οικίαν του Τζαφέρη. Δίπλα εις την αυλήν ταύτης ήτο κολλητή μία άλλη αυλόπορτα, του Νικολάκη του Κουνιέλη, όστις θα εώρταζε την ημέραν εκείνην. Ο Αποστόλης έγραψε το μαύρον ιώτα, πλησίον της δευτέρας αυτής αυλόπορτας και απεμακρύνθη.
Μετά μίαν στιγμήν ο Πέτρος εξήλθεν από την σκιάν μιας καμπής της οδού, επλησίασεν, έσβυσε με την κιμωλίαν το μαύρο σημάδι από την θύραν του Νικολάκη του Κουνιέλη, εχάραξε μαύρον εις την αυλόπορταν του Γιάννη του Τζαφέρη κ' έφυγεν.
Κοντά το μεσημέρι, ο Αποστόλης, αφού είχε φάγει πολλούς λουκουμάδες και τηγανίτες στα σπίτια και είχε πίει υπέρ τα είκοσι ροσόλια, ρόμια και ρακιά, φέρων αδιακόπως την χείρα εις τον κόλπον του, εξάγων στραγάλια και μασσών εις τον δρόμον, έφθασεν εις την γειτονιάν του Τζαφέρη. Βλέπει την μικράν κάθετον γραμμήν εις την θύραν τούτου και αδιστάκτως εισέρχεται.
Την ιδίαν στιγμήν ο Πέτρος ο Γύφταρος, προβάλλει από μίαν γωνίαν εκεί, πλησιάζει και ίσταται έξω από την αυλόπορταν.
— Καλή 'μέρα σας! Καλή χρονιά Χρόνους πολλούς!... Πολλά τα έτη σας! Να χαίρεστε το Νικολάκη σας! Να ζήσετε!
Ό,τι επιποθείτε! Μ' ένα καλό γυιο, κόρη μου! Να χαίρεστε! Να είστε καλά! Να ζήση ο Νικολάκης!
Ηκούετο ένδοθεν της αυλής, ερχομένη ηχηρά η φωνή του Αποστόλη. Και μετά μίαν στιγμήν απήντησε γυναικεία φωνή·
— Μη!... Μη!... Μη!... Μη μου λερώνεις τη σκάλα! Όξω Αποστόλη! Τι σου ήρθε; Μουρλάθηκες, Αποστόλη! Τι καληχρονίζεις και καλό να μώχης; Τι Νικολάκη μου λες;... Εδώ δίπλα γιορτάζει ο Νικολάκης ο γείτονας... Θα ζαλίστηκες, πιστεύω, καϋμένε, απ' τα κεράσματα τα πολλά που ήπιες στα σπίτια! Στο καλό, Αποστόλη!
Εις την φωνήν ταύτην απήντησε μέγας καγχασμός από τον δρόμον έξωθεν, και συγχρόνως ο Πέτρος ο Γύφταρος, εισώρμησεν εις την γειτονικήν αυλήν και την οικίαν όπου ήρχισε να διηγήται εις τους οικοκυραίους και τους επισκέπτας το πάθημα του Αποστόλη, μετερχομένος το μέσον τούτο ως εισιτήριον διά τον εαυτόν του τον ξυπόλητον.
— Καλή μέρα, καλή χρονιά σας! Να χαίρεστε τον Νικολάκη! Ακούτε, ακούτε τι γένηκε από κει, στην αυλή του γείτονά σας, του Γιάννη! Ο Αποστόλης ο συνάδελφός μου, μεθυσμένος, έκαμε λάθος κ' εμβήκε στο σπίτι του γείτονά σας του Γιάννη, αντί στο δικό σας. Εβίβα! Να χαίρεστε!... Καλή χρονιά!... Αυτά έπαθε ο Αποστόλης ο φίλος μου.
1) Εσύ του χωριού, ειξεύρεις εις ημάς τον δρόμον να δείξης; ↩
2) Εις το χωρίον πόθεν φέρει ο δρόμος . . . (όπου κατοικούν) πολλοί, πολλοί, χίλιαι χιλιάδες! ↩