Title : Ο Βίος του Χριστού
Author : F. W. Farrar
Translator : Alexandros Papadiamantes
Release date : August 10, 2010 [eBook #33396]
Language : Greek
Credits : Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in bold characters are included in &. Square brackets [] indicate corrections to the original. Corrections of obvious mistakes (e.g. Έκρασιν-> έκφρασιν. εργοστήριον->εργαστήριον. βασιτεία ->βασιλεία) have been performed without such indications. Footnotes have been placed at the end of the book. Pages 407-410 are missing. To fill in the text, I have translated (in dimotiki) the relevant passages from the english original.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Οι αγκύλες [] υποδεικύουν διορθώσεις στο πρωτότυπο. Διορθώσεις εμφανών λαθών (π.χ. Έκρασιν-> έκφρασιν, εργοστήριον->εργαστήριον, βασιτεία ->βασιλεία) έχουν γίνει χωρίς αγκύλες. Οι υποσημειώσεις του βιβλίου έχουν τεθεί στο τέλος του. Οι σελίδες 407-410 λείπουν. Προς συμπλήρωση του κειμένου, μετέφρασα (στην δημοτική) τις σχετικές παραγράφους του Αγγλικού πρωτοτύπου.
«Ασάλευτος η πίστης μενέτο»
1898
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Η Γέννησις
Οι αγραυλούντες ποιμένες. — Ένα Χάνι ανατολικόν. — Το σπήλαιον της Βηθλεέμ. — Η απογραφή. — Ο Ιωσήφ και η Μαρία. — «Ουχ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». — Η φάτνη και το παλάτιον. — Η γέννησις. — Προσκύνησις των ποιμένων. — Φαντασία και πραγματικότης. — Αντίθεσις των Ευαγγελίων προς τα Απόκρυφα.
Εις απόστασιν ενός μιλίου από την Βηθλεέμ, υπάρχει μικρά τις πεδιάς και εν αυτή δάσος ελαιών, όπου κείται η απέριττος και παραμελημένη εκκλησία η γνωστή υπό το όνομα «Ο Άγγελος εις τους Ποιμένας». Η εκκλησία αυτή ορθούται εν τω μέσω του καθαγιασμένου εκείνου τόπου, όπου, κατά την ωραίαν γλώσσαν του ευαγγελιστού Λουκά, την μελωδικωτέραν ειδυλλίου διά παν χριστιανικόν ους, — «ήσαν ποιμένες αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών· και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς» — και εις τα μακάρια ώτα των απήχησε το χαρωπόν άγγελμα, ότι την ημέραν εκείνην ετέχθη εν τη πόλει Δαυίδ εις Σωτήρ, ο Χριστός ο Κύριος.
Παν ό,τι συνδέεται με την γέννησιν του Χριστού είναι ταπεινόν, και αυτό δε το μέρος όπου είδε το φως της ημέρας ανακαλεί αναμνήσεις πενίας και μόχθων. Εκείνην την νύκτα, εφαίνετο αληθώς, ότι οι ουρανοί έμελλον να ραγώσιν, όπως αποκαλύψωσιν όλην την θείαν αρμονίαν των, όλην την ακτινοβόλον χαράν των. Αλλ' από τους ολίγους κατανυκτικούς στίχους του Λουκά, διά των οποίων περιγράφεται η γέννησις, δεν πληροφορούμεθα αν το μήνυμα του αγγέλου ήκουσαν και άλλοι εκτός των αγραυλούντων ποιμένων ενός πτωχικού χωρίου.
«Και εξαίφνης», προσθέτει ο μόνος Ευαγγελιστής, όστις αφηγείται τα περιστατικά της αξιομνημονεύτου εκείνης νυκτός καθ' ην εγεννήθη ο Χριστός, εν τω μέσω της αδιαφορίας ενός κόσμου μη υποπτεύοντος τον λυτρωτήν του. «Εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον Θεόν και λεγόντων, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη· εν ανθρώποις ευδοκία».
Ηδύνατο να ελπίζη τις, ότι η ευσέβεια η χριστιανική θα εξωράιζε σήμερον το μέρος της γεννήσεως του Σωτήρος με υπέρλαμπρα μνημεία, και θα επλαισίου το άξεστον σπήλαιον των ποιμένων με τα πάλλευκα μάρμαρα και με τα περίκομψα μωσαϊκά μεγαλοπρεπούς τινος ναού. Αντί τούτου, η Εκκλησία του Αγγέλου, του ευαγγελισθέντος εις τους ποιμένας την χαράν την μεγάλην, είναι μία απλή κρύπτη πενιχρά· και ενώ ο προσκυνητής κατέρχεται τας ολίγας βαθμίδας τας τεθραυσμένας, αίτινες φέρουν από το δάσος των ελαιών κάτω εις το σπήλαιον, μετά κόπου πολλού κατορθόνει να πείση εαυτόν ότι ευρίσκεται εις ιερόν χώρον. Ίσως όμως να συνετέλεσεν εις την ατημελησίαν και εις την απλότητα της διασκευής η συναίσθησις, ότι η πενιχρότης του ναΐσκου αδελφόνεται αρμονικώς με το ταπεινόν επάγγελμα των ποιμένων, εις τα θαμβωμένα όμματα των οποίων επεφάνη το αστράπτον όραμα.
«Διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ό ο Κύριος εγνώρισεν ημίν», είπον οι ποιμένες, όταν οι αίνοι των αγγέλων έπαυσαν να ταράσσουν την σιγήν των άστρων. Και ανήλθον τον ομαλόν λόφον τον απέναντι, και διασχίσαντες τους σεληνόφωτους κήπους της Βηθλεέμ, έφθασαν εις την κορυφήν της φαιάς λοφοσειράς, επί της οποίας είνε κτισμένη η πόλις. Επί της κορυφής εκείνης ευρίσκετο το πανδοχείον του χωρίου. Την εποχήν εκείνην, το χάνι ενός χωρίου της Συρίας ήτο πιθανώς όμοιον, και ως προς την εξωτερικήν άποψιν και ως προς την εσωτερικήν διάταξιν, με τα υπάρχοντα και σήμερον εις την σύγχρονον Παλαιστίνην. Το χάνι είνε χαμηλή οικοδομή λιθόκτιστος, με έν μόνον πάτωμα συνήθως. Περιλαμβάνει δε ως επί το πλείστον μίαν τετράγωνον αυλήν περίφρακτον, εντός της οποίας προσδένονται τα ζώα και φυλάσσονται την νύκτα ασφαλώς, και έν χαμηλόν ισόγειον προς διαμονην των οδοιπόρων. Το λ ε β ά ν, ήτοι το σανιδόστρωτον έδαφος του ισογείου, είνε ανυψωμένον ένα πόδα υπέρ την επιφάνειαν της αυλής. Έν μεγάλον και ευρύχωρον χάνι δύναται να περιλαμβάνη πολλά τοιαύτα ισόγεια, τα οποία πράγματι ουδέν άλλο είνε ειμή χαμηλά δωμάτια άνευ τοίχου προς το μέρος της αυλής. Το χάνι συνεπώς είνε μέρος δημόσιον· παν ό,τι γίνεται εντός αυτού, περιπίπτει εις την αντίληψιν πάντων των ξενιζομένων. Εκτός τούτου στερείται εντελώς επίπλων. Ο οδοιπόρος δύναται να φέρη το στρώμα του αν θέλη, ημπορεί να καθήση σταυροπόδι να φάγη, και να κοιμηθή κατόπιν επ' αυτού. Κατά κανόνα, πρέπει να φέρη μαζύ του και την τροφήν του, να περιποιήται μόνος τα ζώα του, να τα ποτίζη μόνος του. Δεν ελπίζει, αλλ' ούτε και απαιτεί να τον υπηρετούν, και αντί ελαχίστης δαπάνης ευρίσκει ασφάλειαν, στέγην και χώρον να κοιμηθή.
Εν Παλαιστίνη συμβαίνει κάποτε ολόκληρον το χάνι, ή τουλάχιστον η αυλή η προωρισμένη διά τα ζώα, να είνε έν από τα απειράριθμα εκείνα σπήλαια, τα οποία αφθονούν εις τας πλευράς των αργιλλωδών λόφων της. Τοιούτο φαίνεται να ήτο και το χάνι της Βηθλεέμ, του μικρού χωρίου του περιλαμβανομένου εν τη περιοχή της φυλής του Ιούδα. Ο Ιουστίνος ο απολογητής, όστις εγνώριζε κάλλιστα την Παλαιστίνην, και όστις έζησεν ένα σχεδόν αιώνα μετά την εποχήν του Χριστού, τοποθετεί την σκηνήν της γεννήσεως εντός σπηλαίου. Και τοιαύτη πράγματι είνε η αρχαία και αναλλοίωτος παράδοσις της τε Ανατολικές και Δυτικές Εκκλησίας, είνε δε η μόνη εκ των ολίγων, εις τας οποίας, καίτοι σιωπά περί αυτών η ιστορία των Ευαγγελίων, δυνάμεθα να προσδώσωμεν λογικήν τινα πιθανότητα. Υπέρ το σπήλαιον τούτο ηγέρθη η Εκκλησία και η Μονή της Γεννήσεως, και εντός άλλου τινός σπηλαίου, παραπλεύρως τούτου, κατηνάλωσε τριάκοντα έτη του βίου του εις μελέτας και εις νηστείας και εις προσευχάς είς από τους μάλλον πεπαιδευμένους και τους μάλλον ευφυείς Πατέρας της Εκκλησίας, ο μέγας Άγιος Ιερώνυμος, εις τον οποίον οφείλεται η κοινώς παραδεδεγμένη μετάφρασις της Βίβλου εις την λατινικήν.
Από την βορεινήν κατοικίαν του εν Ναζαρέτ, ο Ιωσήφ, ο ξυλουργός του χωρίου, παρέλαβε την Μαρίαν, την μνηστήν του την έγκυον, και εξεκίνησε μαζύ της διά μέσου των αμπελοφύτων δρόμων προς το χωρίον, όπου είχε ζήσει ο μέγας πρόγονός των ο Δαυίδ, όταν ήτο ακόμη μικρός ποιμήν βόσκων τα πρόβατά του επί των λόφων. Σκοπός της κουραστικής ταύτης οδοιπορίας, ήτις δεν ηδύνατο παρά να είνε ενοχλητική διά τας καθιστικάς έξεις τας ηρέμους του ανατολικού βίου, ήτο να καταγράψουν τα ονόματά των, ως μελών της φυλής του Δαυίδ, εις μίαν απογραφήν διαταχθείσαν υπό του αυτοκράτορος Αυγούστου. Εν τη πολιτική υπεροχή του Ρωμαϊκού Κράτους, του οποίου απετέλει τότε μέρος και η Ιουδαία, μία μόνον λέξις του Αυτοκράτορος ήρκει, όπως εξασφαλίση την εκτέλεσιν των διαταγών του και εις αυτάς τας απωτέρας γωνίας του πεπολιτισμένου κόσμου. Όσον μεγάλαι και αν είνε αι ιστορικαί δυσκολίαι, αίτινες παρεντίθενται εις την ακριβή εξακρίβωσιν της απογραφής ταύτης, φαίνεται όμως, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύωμεν, ότι διετάχθη αρχικώς υπό του Σεντίου Σατουρνίνου, ότι εγένετο έναρξις αυτής υπό του Ποπλίου Σουλπικίου Κυρηνίου, όταν διετέλεσε κατά πρώτην φοράν ύπατος της Συρίας, και ότι συνεπληρώθη κατά την δευτέραν περίοδον της υπατείας του. Εκ σεβασμού προς τας Ιουδαϊκάς προλήψεις, πάσα παράβασις των οποίων ηδύνατο να δώση αφορμήν εις σφοδράς ταραχάς και εις ανταρσίαν, η απογραφή αυτή δεν εξετελείτο κατά την συνήθη ρωμαϊκήν μέθοδον, δήλα δή εις τον τόπον της διαμονής εκάστου προσώπου, αλλά συμφώνως προς τα Εβραϊκά έθιμα, ήτοι εις την πόλιν, από την οποίαν αρχικώς κατήγετο πάσα οικογένεια. Οι Ιουδαίοι ήσαν ακόμη αφωσιωμένοι εις τας γενεαλογίας των και εις την ανάμνησιν των φυλετικών σχέσεων, των εκλειψασών προ πολλού· και μολονότι η οδοιπορία ήτο επίπονος και ενοχλητική, ο Ιωσήφ όμως ανεκουφίζετο από την ανάμνησιν της ηρωικής καταγωγής του, ήτις έμελλε μετ' ολίγον να του αναγνωρισθή επισήμως και αδιαμφισβήτητως, και από την λάμψιν των Μεσσιακών ελπίδων, με τας οποίας θα έβλεπε το φως της ημέρας το βρέφος το θείον, το περικλειόμενον τώρα εις τα σπλάγχνα της μνηστής του.
Η οδοιπορία εις την Ανατολήν είνε πάντοτε νωθρά και βραδεία, και θα ήτο βεβαίως περισσότερον τότε, αν, όπως είνε πιθανώτατον, η χώρα εταράσσετο κατ' εκείνην την εποχήν από πολιτικάς εχθροπαθείας. Ίσως η Ιερουσαλήμ, ήτις απέχει της Βηθλεέμ μόνον έξ μίλια, να υπήρξεν ο τελευταίος σταθμός του Ιωσήφ και της Μαρίας, προτού φθάσουν εις το τέρμα του ταξειδίου των. Αλλά της μητρός — παρθένου την πορείαν θα επεβράδυνον βεβαίως κατ' ανάγκην η βαρεία σωματική χαύνωσις, η προερχομένη εκ της εγκυμοσύνης, και αι αρχίζουσαι ίσως τώρα ωδίναι του τοκετού. Άλλοι οδοιπόροι, ταξειδεύοντες προς τον αυτόν σκοπόν, θα τους άφισαν πολύ οπίσω εις τον δρόμον τον ανωφερή, τον διερχόμενον από το φρέαρ του Δαυίδ, και άγοντα επάνω εις την κορυφήν της λοφοσειράς, όπου ήτο εκτισμένον το χάνι. Πιθανώς τούτο να έκειτο επί της τοποθεσίας του κατηρειπωμένου ήδη φρουρίου το οποίον είχε κτίσει ο Δαυίδ· και αν τούτο είνε αληθές, εκάλυπτε βεβαίως τον χώρον όπου έκειτο προ χιλίων ετών η κληρονομική οικία του Ωβήδ, του Ιεσσαί και του Δαυίδ. Κατά την άφιξίν των όλα τα χαμηλά ισόγεια δωμάτια ήσαν κατειλημμένα. Η απογραφή είχε προσελκύσει τόσους ξένους εις την πόλιν, ώστε «ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». Εντός του κρυερού σπηλαίου του αργιλλώδους λόφου, το οποίον εχρησίμευεν ως σταύλος εις το πανδοχείον, εν τω μέσω του χόρτου και των αχύρων με τα οποία είχε στρωθή το έδαφος διά να τρώγουν τα ζώα, εν τη από της μακράς οδοιπορίας εξαντλήσει μακράν από το σπήτι των, εν τω μέσω ξένων, εν τη παγετώδει χειμερινή νυκτί, — υπό περιστάσεις καθ' ας έλειπε πάσα άνεσις και πάσα περιποίησις μέχρι τοιούτου βαθμού, ώστε είνε αδύνατον να φαντασθή τις ταπεινοτέραν γέννηση — ετέχθη ο Υιός του ανθρώπου!
Εις απόστασιν ολίγων μιλίων επί της ομαλής και επιπέδου κορυφής του δυσβάτου και απομεμονωμένου λόφου, όστις καλείται σήμερον εις την διάλεκτον των Συρίων «Το όρος του μικρού Παραδείσου», έκειτο το παλάτιον του Ηρώδου του Μεγάλου. Τα μέγαρα τα μεγαλοπρεπή των φίλων του και των αυλικών του περιεστοίχιζον το ανάκτορον πανταχόθεν, κτισμένα ολοτρόγυρα εις τους πρόποδας του υψώματος. Οι ταπεινοί οδοιπόροι, διερχόμενοι εκείθεν, ήκουον την ηδυπαθή μουσικήν και τα οργιώδη άσματα, με τα οποία εωρτάζοντο τα συμπόσια του Ηρώδου, ή τας βραχνάς φωνάς των αγροίκων μισθωτών, των οποίων τα όπλα επέβαλλον την υποταγήν εις τον δεσποτικόν αυθέντην. Αλλ' ο αληθής Βασιλεύς των Ιουδαίων, — ο γνήσιος Αυθέντης του Σύμπαντος, — δεν κατώκει εις παλάτιον κ' εις φρούριον. Οι σταύλοι του πενιχρού πανδοχείου ήσαν πολύ καταλληλότερον μέρος διά να γεννηθή Εκείνος, όστις ήλθε ν' αποκαλύψη εις τον κόσμον ότι η ψυχή του μεγαλειτέρου μονάρχου δεν είνε ούτε προσφιλεστέρα ούτε μεγαλειτέρα εις τα όμματα του Θεού από την ψυχήν του ταπεινοτέρου δούλου του. Εκείνος, όστις δεν είχε πού την κεφαλήν κλίνη. Εκείνος, όστις από του ξύλου της ατιμίας έμελλε να βασιλεύση του κόσμου.
Οδηγούμενοι από το φως της λυχνίας, ήτις συνήθως κρέμαται διά σχοινίου εν τω μέσω της εισόδου του πανδοχείου, οι ποιμένες εισήλθον εις το χάνι της Βηθλεέμ, και εύρον την Μαρίαν και τον Ιωσήφ, και το νεογέννητον κατακείμενον εν τη φάτνη των αλόγων. Η φαντασία των ποιητών και των ζωγράφων ενετρύφησεν αείποτε εις ποικίλας φανταστικάς αναπαραστάσεις της υπερόχου ταύτης σκηνής. Έψαλαν τους αιγλήεντας, τους ουρανίους αγγέλους, οίτινες επτερύγιζον περί την φάτνην, και τα άστρα τα επιβραδύναντα την περιστροφικήν κίνησίν των, διά να χύσουν το φέγγος των εις το μειδιών εκείνο βρέφος. Εζωγράφισαν την ακτινοβολίαν του φωτός το οποίον εξέπεμπεν η φάτνη, καταυγάζουσα τα πέριξ, του φωτός του εκθαμβωτικού, όπερ ηνάγκαζε τους παρισταμένους ν' αποστρέφουν τους οφθαλμούς από την ουρανίαν εκείνην λάμψιν. Όλα όμως αυτά απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Τα έκπαγλα εκείνα θεάματα, άτινα παριστάνουν ως ιδόντας τους μάγους, τα είδε μόνον ο οφθαλμός της πίστεως· και ό,τι εκείνοι είδον πραγματικώς, ήτο είς απλούς χωρικός από την Γαλιλαίαν, μεσήλιξ ήδη, ο Ιωσήφ, και μία νεαρά μήτηρ η Μαρία, η παρθένος σύζυγος η τεκούσα το θείον τέκνον και σπαργανώσασα αυτό διά των ιδίων χειρών της και «ανακλίνασα αυτό εν τη φάτνη», αφού ουδείς άλλος παρίστατο εις εκείνην την κατανυκτικήν σκηνήν του τοκετού διά να την βοηθήση. Το φως το αυγάζον εν τω σκότει δεν ήτο φυσικόν, ήτο ακτίς πνευματική· και δεν εχαμογέλασαν οι ουρανοί εις όλον το ανθρώπινον γένος, αλλά μόνον εις ολίγας πιστάς και ταπεινάς καρδίας.
Τα Ευαγγέλια, πάντοτε φιλαλήθη, με την θέλγουσαν εκείνην απλότητά των, ήτις είνε η σφραγίς της ειλικρινούς και απροσποίητου αφηγήσεως, αναφέρουν το γεγονός τούτο άνευ σχολίων. Δεν υπάρχει εις αυτά η υπερβολή του απιστεύτου και του μυστηριώδους και του θαύματος, ήτις παρατηρείται εις τας Ιουδαϊκάς φαντασιοκοπίας διά τον ερχόμενον Μεσσίαν, και εις τας αποκρύφους αφηγήσεις τας σχετιζομένας με το θείον τέκνον. Η τρανωτέρα απόδειξις της αξιοπιστίας των ευαγγελιστών είνε η άκρα αντίθεσις της εργασίας των προς τα ψευδοευαγγέλια των πρώτων αιώνων και προς όλας τας άλλας φανταστικάς παραδόσεις. Αν τα Ευαγγέλιά μας δεν ήσαν αυθεντικά, θα έβριθον και αυτά από τας υπερβολάς αίτινες χαρακτηρίζουν πάσαν παράδοσιν των πρώτων χρόνων, αναφερομένην εις τον βίον του Σωτήρος. Διά τους αμαθείς και δι' όσων το πνεύμα δεν αυγάζει το φως της αληθείας, φαίνεται απίστευτον το να συντελεσθή το καταπληκτικώτερον γεγονός εν τη ιστορία του κόσμου άνευ αναστατώσεων και άνευ καταστροφών. Εις το Ευαγγέλιον του Αγίου Ιακώβου, το κοινώς γνωστόν υπό τον τίτλον «Πρωτευαγγέλιον», υπάρχει έν αλλόκοτον πραγματικώς κεφάλαιον εξιστορούν το πώς κατά την τρομεράν στιγμήν της γεννήσεως ο άξων του ουρανού εσταμάτησεν ακίνητος, και εσίγησαν τα πτηνά, και τα ποίμνια εσκορπίσθησαν καθ' όλας τας διευθύνσεις και εστάθησαν απολιθωμένα, και ανύψωσε την χείρα του ο ποιμήν διά να κτυπήση και η χειρ έμεινεν ανυψωμένη και αδρανής. Αλλά διά την πάνδημον αυτήν και εξαφνικήν σιγήν της επτοημένης και περιτρόμου φύσεως, διά τας μυστηριώδεις φωταυγείας, αίτινες περιέλουσαν επί στιγμήν όλα τα μέρη του κόσμου, και διά τον βουν και διά τον όνον που εγονάτισαν εις άφωνον λατρείαν προ της φάτνης Εκείνου, και διά την φωνήν του νεογνού, την εξαγγείλασαν αμέσως μετά την γέννησίν του εις την Μαρίαν ότι ήτο ο Υιός του Θεού, και διά τόσα άλλα θαύματα τα οποία ερριζώθησαν εις τας αρχαιοτέρας παραδόσεις, δεν υπάρχει το παραμικρόν ίχνος εν τη Νέα Διαθήκη.
Πόσον χρόνον η Παρθένος Μήτηρ και το άγιον τέκνον της έμειναν εις εκείνο το σπήλαιον; δεν δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν. Το πιθανώτερον όμως είνε ότι η διαμονή δεν υπήρξε μακρά. Η λέξις «φάτνη», την οποίαν αναφέρει ο Λουκάς, δεν έχει ωρισμένην σημασίαν, και εκείνο το οποίον δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν περί αυτής, είνε ότι χρησιμεύει ως μέρος όπου τρώγουν τα ζώα. Πιθανώς τα πλήθη τα συρρεύσαντα εις το χάνι να έμειναν ολίγας μόνον ώρας· και η κοινή φιλανθρωπία απήτει να μεταφερθή η μήτηρ και το τέκνον της εις καταλληλότερον μέρος προς ανάπαυσιν. Οι Μάγοι, όπως βλέπομεν εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, επεσκέφθησαν την Μαρίαν «εις την οικίαν». Αλλά τα Ευαγγέλια δεν χρονοτριβούν και δεν επιμένουν εις τα ασήμαντα αυτά επεισόδια. Ο Λουκάς δίδει πληρεστέραν περιγραφήν από τους άλλους, και η μοναδική γλυκύτης της αφηγήσεώς του, και η χάρις του η ειδυλλιακή, και ο ήρεμος και ο απαλός τόνος, υποδεικνύουν σαφώς ότι ήκουσε την ιστορίαν της γεννήσεως από το στόμα αυτής της Μαρίας. Και πράγματι είνε δύσκολον να φαντασθώμεν ότι ηδύνατο να προέλθη η αφήγησις από άλλην τινά πηγήν, αφού αι μητέρες είνε οι φυσικοί ιστορικοί των πρώτων ετών των τέκνων των. Εξ άλλου, εις το ύφος του Ευαγγελιστού ευρίσκομεν, όπως λέγει και ο Λανζ, «όλο εκείνο το χρώμα της απερίττου αφηγήσεως μιας γυναικός και της αντιλήψεως μιας γυναικός». Διά τον τανύοντα τα πτέρυγας της φαντασίας του, και το πλέον άσημον γεγονός και το ελάχιστον, επεισόδιον πνίγονται εις τον χείμαρρον της περιγραφής· διά την Μαρίαν όμως τα μικρά αυτά επεισόδια εφαίνοντο κοινά και τετριμμένα και ανάξια λόγου. Επομένως και ο Λουκάς, αντιγράφων πιστώς τους λόγους της Παρθένου, δεν, προσέθεσε κάτι τι παραπάνω από ό,τι ήκουσεν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Η εισαγωγή εις το ιερόν
Τέσσαρα περιστατικά της νηπιακής ηλικίας του Ιησού. — Η τάξις των γεγονότων. — Η Περιτομή. — Το όνομα Ιησούς. — Η εισαγωγή εις το ιερόν. — Ο Συμεών. — Η Άννα.
Τέσσαρα μόνον περιστατικά της νηπιακής ηλικίας του Χριστού αφηγούνται τα Ευαγγέλια, — την Περιτομήν, την εισαγωγήν εις το ιερόν, την επίσκεψιν των Μάγων και την φυγήν εις την Αίγυπτον. Εκ τούτων τα δύο πρώτα εξιστορεί μόνον ο Λουκάς, τα δε άλλα δύο ο Ματθαίος. Εν τούτοις ουδεμία υπάρχει λεπτομέρεια εις την οποίαν ν' αντιφάσκουν αι δύο αφηγήσεις. Αν επί άλλων ζητημάτων έχομεν βασίμους λόγους να παραδεχόμεθα την αξιοπιστίαν των Ευαγγελιστών και τας μαρτυρίας των ως ειλικρινείς και αδιαμφισβητήτους, έχομεν όμως πάντα λόγον να πιστεύωμεν ότι εις οιασδήποτε αφορμάς και αν οφείλεται το αποσπασματικόν, το μη συνεχές δήλα δή των αφηγήσεών των, αι αφηγήσεις όμως αύται δύνανται κάλλιστα να θεωρηθούν ως συμπληρούσαι αλλήλας. Ο αμερόληπτος και ειλικρινής κριτής δεν δύναται να υποστηρίξη ότι υπάρχουν εις τα Ευαγγέλια ασυμβίβαστοι αντιφάσεις, ούτε όμως ημπορεί να παραδεχθή ότι παρατηρείται εις αυτά τελεία αρμονία. Η ακριβής και λεπτομερής βιογραφική αφήγησις από των πρώτων ημερών του βίου ενός ανθρώπου ήτο πράγμα άγνωστον εις τους Ιουδαίους, και ασυμβίβαστον προς το ύφος των και την κράσιν των. Ανέκδοτα της νηπιακής ηλικίας, επεισόδια του παιδικού βίου, είνε σπάνιον φαινόμενον εις την αρχαίαν φιλολογίαν. Μόνον από του Χριστιανισμού και εντεύθεν η παιδική ηλικία περιεβλήθη την αίγλην μυθιστορήματος.
Η ακριβής τάξις των γεγονότων, τα οποία διεδραματίσθησαν προ της επανόδου εις Ναζαρέτ, μόνον κατά συμπερασμόν δύναται να υπολογισθή. Η Περιτομή εγένετο την ογδόην ημέραν από της γεννήσεως· ο Καθαρισμός τριάκοντα τρεις ημέρας μετά την Περιτομήν. Η Επίσκεψις των Μάγων ήτο «όταν ο Ιησούς εγεννήθη εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας», κατά τον Ματθαίον, και η Φυγή εις Αίγυπτον επηκολούθησεν αμέσως την αναχώρησιν εκείνων. Η υπόθεσις ότι η εξ Αιγύπτου επάνοδος εγένετο προ της Εισαγωγής εις το ιερόν, αν και ουχί απολύτως αδύνατος, φαίνεται λίαν απίθανος. Εκτός του ότι μία τοιαύτη αναβολή θ' απετέλει παράβασιν του λευιτικού νόμου, πρέπει να συμπεράνωμεν είτε ότι ο Καθαρισμός ανεβλήθη επί πολύν χρόνον, πράγμα το οποίον αντιφάσκει προς την διττήν διαβεβαίωσιν του Λουκά (2, 22, 39)» είτε ότι το χρονικόν διάστημα των τεσσαράκοντα ημερών ήρκεσεν αφ' ενός μεν διά το «εξ ανατολών» ταξείδιον των Μάγων, εξ άλλου δε διά την εις Αίγυπτον φυγήν και διά την εκείθεν επιστροφήν. Εκτός τούτου είνε λίαν απίθανος η εικασία ότι η οικογένεια του Ιωσήφ επανέκαμψεν εις Ιεροσόλυμα, — πόλιν μόνον έξ μίλια απέχουσαν της Βηθλεέμ, — ολίγας ημέρας ύστερον από ένα γεγονός τόσω τρομερόν όσον ήτον η Σφαγή των Νηπίων. Μολονότι ουδεμία υπόθεσις είνε απηλλαγμένη των αντιρρήσεων, αίτινες προκύπτουν κατ' ανάγκην εκ της αγνοίας των περιστατικών εις την οποίαν διατελούμεν, φαίνεται εν τούτοις βέβαιον, ότι η φυγή εις Αίγυπτον δεν έγινε προ της Υπαπαντής. Επί τεσσαράκοντα λοιπόν ημέρας η Ιερά Οικογένεια παρέμεινεν αφανής και ήσυχος εις την ταπεινήν πόλιν Δαυίδ, «την καλουμένην Βηθλεέμ», όπου τόσαι παραδόσεις ιερότητος πτερυγίζουν τώρα και όπου τόσαι σκηναί ενδιαφέρουσαι διεδραματίσθησαν.
Εις τα Απόκρυφα Ευαγγέλια δεν γίνεται μνεία της Περιτομής, και μόνον το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας περιέχει σχετικήν τινα νύξιν καταπληκτικώς αποτροπαίαν. Η περιτομή δεν ήτο γεγονός το οποίον ηδύνατο να ενδιαφέρη τους θέλοντας να παραχώσουν τας δογματικάς φαντασιοπληξίας των εις την ιεράν ταύτην ιστορίαν, και τοιούτοι φαντασιοκόποι ήσαν οι συγγραφείς των αποκρύφων, των οποίων τα έργα βρίθουν υπερβολών και ανακριβειών. Διά τους Χριστιανούς όμως έχει ιδιάζουσαν σημασίαν, — σημασίαν πάνδημον. Αποδεικνύει ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καταστρέψη τον Νόμον, αλλά να τον εκτελέση. Έλαχεν εις αυτόν ο κλήρος «να πληρώση πάσαν δικαιοσύνην». Και υπέστη τον μαρτυρικόν θάνατον προς σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, και εβασανίσθη χάριν ημών, και ηθέλησε να μας διδάξη την πνευματικήν περιτομήν, — την περιτομήν της καρδίας, — την περιτομήν πάσης αισθήσεως της σαρκός. Όπως η Ανατολή αντανακλά κατά την δύσιν του ηλίου τα χρώματα της Δύσεως, ούτω και η Βηθλεέμ είνε το προοίμιον του Γολγοθά, και του θείου Βρέφους μάλιστα το λίκνον βάφεται με μίαν ερυθράν ανταύγειαν από τον Σταυρόν του Σωτήρος. Κατά την ημέραν εκείνην ωσαύτως, — την ημέραν της Περιτομής, — ο Χριστός έλαβε δημοσία το όνομα Ιησούς, όπερ είχε προαναγγείλει ήδη ο αρχάγγελλος Γαβριήλ. Την εποχήν εκείνην ήτο όνομα κοινότατον μεταξύ των Ιουδαίων. Ήτο προσφιλές εις αυτούς διότι ήτο άλλοτε το όνομα του μεγάλου στρατηγού, όστις τους ωδήγησεν εις την νικηφόρον κατάληψιν της Γης της Επαγγελίας, και του Μεγάλου Αρχιερέως, όστις ηγήθη των εξορίστων των από Βαβυλώνος επαναστρεψάντων· από τούδε όμως, όχι μόνον διά τους Ιουδαίους, αλλά δι' όλον τον κόσμον, ήτο προωρισμένον ν' αποκτήση σημασίαν απείρως ιερωτέραν ως ονομασία παρ' ανθρώποις του Υιού του Θεού. Το εβραϊκόν «Μεσσίας» και το Ελληνικόν «Χριστός» ήσαν ονόματα αντιπροσωπεύοντα την θείαν αποστολήν του ως Κεχρισμένου Προφήτου, Ιερέως και Βασιλέως· αλλά το όνομα «Ιησούς» ήτο το όνομά του το προσωπικόν, όπερ έφερεν ως απλούς άνθρωπος, αλλ' αναμάρτητος αυτός μεταξύ των αμαρτωλών.
Την τεσσαρακοστήν ημέραν από της γεννήσεως — μέχρι συμπληρώσεως της οποίας δεν ηδύνατο να εξέλθη από την οικίαν, — η Παρθένος, φέρουσα εις τας αγκάλας της το βρέφος, παρουσιάσθη εις το εν Ιερουσαλήμ ιερόν χάριν του «καθαρισμού αυτής». «Και ούτω τότε, λέγει είς δυτικός άγιος, ήγαγον τον Κύριον του Ναού εις τον Ναόν του Κυρίου». Τα εθιζόμενα εις τοιαύτας περιστάσεις αναθήματα ήσαν είς αμνός ενός έτους, προσκομιζόμενος επί σκοπώ θυσίας, και είς νεοσσός περιστερών ή μία τρυγών, προσφερόμενα εις ένδειξιν μετανοίας· με την ωραίαν όμως εκείνην τρυφερότητα, ήτις τόσον ζωηρώς χαρακτηρίζει την μωσαϊκήν νομοθεσίαν, επετρέπετο εις όλους τους πτωχούς, τους μη δυναμένους να προσφέρουν τόσον πολυέξοδα αναθήματα, να φέρουν αντί όλων τούτων έν μόνον ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών. Με το ταπεινόν τούτο ανάθημα η Μαρία παρουσιάσθη εις τον ιερέα. Ταυτοχρόνως ο Ιησούς, επειδή ήτο πρωτότοκος, παρέστη κατά τον νόμον του Μωυσέως προ του Θεού και απηλλάγη της νενομισμένης υπηρεσίας εν τω Ναώ, αντί της καταβολής πέντε σεκέλ, ήτοι 20 περίπου φράγκων. Διά τον καθαρισμόν και διά την παρουσίασιν δεν δίδονται εις ημάς πλειότεραι λεπτομέρειαι, αλλ' η επίσκεψις αύτη εις τον Ναόν απηθανατίσθη διά τινος κατανυκτικού επεισοδίου, — της αναγνωρίσεως του θείου τέκνου υπό του Συμεώνος και της Άννης.
Περί του Συμεώνος γνωρίζομεν απλώς ότι ήτο δίκαιος και ευλαβής ανήρ, πεπροικισμένος με το δώρον της προφητείας, και ότι «ην αυτώ κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν ή ίδη τον Χριστόν Κυρίου». Ωθούμενος λοιπόν υπό ισχυράς ακαταγωνίστου εμπνεύσεως, εισήλθεν εις το ιερόν, και αναγνωρίσας το θείον τέκνον, «εδέξατο αυτό εις τας αγκάλας αυτού και ηυλόγησε τον Θεόν» και ανέτεινε τους βραχίονας και έψαλεν από βάθους καρδίας το θριαμβευτικόν εκείνο «Νυν απολύεις», όπερ καθηδύνει από δέκα οκτώ αιώνων τα χριστιανικά ώτα. Η προφητεία ότι το βρέφος θα ήτο «φως εις αποκάλυψιν εθνών», καθώς και όλη η περίεργος εκείνη σκηνή, επροξένησαν βεβαίως βαθείαν κατάπληξιν εις τους γονείς, από τους οποίους ο γέρων προφήτης δεν απέκρυψε τας ιδίας αυτών θλίψεις τας μελλούσας, προλέγων ιδίως εις την Παρθένον Μητέρα την αμείλικτον καταδίωξιν, ήτις ανέμενε το θείον Παιδίον και τους εθνικούς κινδύνους, οίτινες επεφυλάσσοντο διά το μέλλον.
Αι παραδόσεις ενησχολήθησαν πολύ με το όνομα του Συμεώνος. Εις το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας, ο γέρων αναγνωρίζει τον Ιησούν διότι τον βλέπει απαστράπτοντα ως στήλη φωτός εις τας αγκάλας της μητρός του. Ο Νικηφόρος μας λέγει, ότι η ανάγνωσις των γραφών του ενέβαλε την ιδέαν, ότι δεν θ' απέθνησκε προτού να ίδη τον Μεσσίαν. Πάσα απόπειρα προς απόδειξιν ότι άλλος Συμεών ήτο και ουχί αυτός, απέτυχεν. Αν ήτο Αρχιερεύς, όπως τον θέλει το Ευαγγέλιον του Ιακώβου, ο Λουκάς δεν θα μας τον παρίστα τόσον απλώς ως «άνθρωπον εν Ιερουσαλήμ, ω όνομα Συμεών». Η πληροφορία εν το Ευαγγελίω της Γεννήσεως της Μαρίας, ότι ήγεν ηλικίαν 113 ετών είνε εντελώς αυθαίρετος· τοιαύτη δε είνε και η εικασία ότι η σιωπή του Ταλμούδ εν σχέσει προς αυτόν οφείλεται εις τας Χριστιανικάς ροπάς του. Δεν ηδύνατο να είναι ο Ραββάν Συμεών, ο υιός του Ιλέλ και πατήρ του Γαμαλιήλ, όστις δεν θα ήτο τόσον γηραιός κατά την εποχήν εκείνην. Κατά πολύ ισχυρότερον λόγον δεν ήτο ούτε ο Συμεών ο Δίκαιος, όστις επιστεύετο ότι είχε προφητεύσει την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ και ο οποίος ήτο ο τελευταίος επιζών εκ του μεγάλου Συνεδρίου. Το περίεργον είνε, ότι οι Ευαγγελισταί δεν λέγουν τίποτε περί αυτού, ενώ διά την Άνναν την προφήτιδα μας δίδονται λίαν ενδιαφέρουσαι λεπτομέρειαι, και μεταξύ άλλων, ότι ήτον εκ της φυλής του Ασήρ, — απόδειξις τρανωτάτη ότι αι φυλετικαί σχέσεις παρέμενον ακόμη ζωνταναί εις την μνήμην του λαού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Η επίσκεψις των Μάγων
Η σημασία των Επιφανείων. — Ηρώδης ο Μέγας. — Οι «Μάγοι». — Παραδόσεις. — Αφορμαί του ταξειδίου των. — Γενική προσδοκία του κόσμου. — Ο αστήρ εν τη Ανατολή. — Αστρονομικαί εικασίαι του Κεπλέρου κλπ. — Δώρα των Μάγων.
Η σύντομος αφήγησις της επισκέψεως των Μάγων, η εμπεριεχομένη εις το δεύτερον κεφάλαιον του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, ενέχει μέγα ενδιαφέρον διά την ιστορίαν της Χριστιανοσύνης. Η επίσκεψις αύτη είνε εν πρώτοις τα Θεοφάνεια, ή φανέρωσις του Χριστού εις τους Εθνικούς. Φέρει τα γεγονότα του Ευαγγελίου εις στενήν συνάφειαν με την ιουδαϊκήν πίστιν, με τας αρχαίας προφητείας, με την επ' αιώνων ιστορίαν, με την νεωτέραν επιστήμην. Και παρέχει τοιουτοτρόπως εις ημάς νέα τεκμήρια της βασιμότητας της πίστεώς μας, εξαγόμενα από τας μάλλον αυθεντικάς, αλλά και από τας μάλλον απροσδοκήτους πηγάς.
Ηρώδης ο Μέγας, όστις ύστερον από μίαν ζωήν οργίων και εγκληματικών επιτυχιών, είχε περιπέσει ήδη εις βαθύ γήρας, — γήρας πλήρες ζηλοτυπιών και αγριότητος, — διέμενεν εν τω νέω ανακτόρω του εν Σιώνι. Και όπως ήτο τώρα φρενιασμένος από τα εγκλήματά του τα περασμένα, κατελήφθη από νέους παροξυσμούς τρόμου και αγωνίας εις μίαν επίσκεψιν μερικών Μάγων από την Ανατολήν, οι οποίοι του έφεραν το αλλόκοτον μήνυμα, ότι είχον ίδει εν τη ανατολή τον αστέρα νεογεννήτου τινός βασιλέως των Ιουδαίων και ήλθον να τον προσκυνήσουν. Ο Ηρώδης, ο άρπαξ ο Ιδαμαίος, ο αποστάτης, ο βδελυρός τύραννος αδυνάτου λαού, ο βέβηλος τυμβωρύχος του τάφου του Δαυίδ, ήκουσε την είδησιν με τρόμον και με οργήν την οποίαν δυσκόλως ηδύνατο ν' αποκρύψη. Έβλεπε σαλευόμενον τον θρόνον του, τον θρόνον εκείνον τον ιστορικόν, εις τον οποίον είχεν ανέλθει αναξίως και τον οποίον ώφειλεν εις τας τυχοδιωκτικάς επιτυχίας του. Δόλιος δε όσον και ωμός, και βλέπων, ότι όλη η Ιερουσαλήμ εταράχθη μετ' αυτού, συνήγαγεν εν τω ανακτόρω του πάντας τους Αρχιερείς και τους γραμματείς των Ιουδαίων, — τα λείψανα ίσως του Συνεδρίου εκείνου το οποίον είχεν εκμηδενίσει προ πολλού, — και ηρώτα αυτούς πού ο Μεσσίας γεννάται. Έλαβε δε την πρόθυμον και εμπιστευτικήν απάντησιν, ότι η Βηθλεέμ ήτο η πόλις η υπό της γραφής ενδειχθείσα διά τοιαύτην τιμήν. Και αποκρύπτων τον δόλιον και άσπλαγχνον σκοπόν του, απέστειλε τους Μάγους εις Βηθλεέμ με την διαταγήν να εξετάσουν ακριβώς περί του παιδίου και όταν εύρουν αυτό να τον ειδοποιήσουν, όπως μεταβή και αυτός να το προσκυνήση.
Προτού εξακολουθήσωμεν την αφήγησίν μας, ας σταματήσωμεν επί στιγμήν να εξετάσωμεν τίνες ήσαν οι οδοιπόροι εκείνοι της Ανατολής, και τι δύναται να εξακριβώση η ιστορία σχετικώς προς την μυστηριώδη αποστολήν των.
Η λέξις «Μάγοι», διά της οποίας χαρακτηρίζονται εν τω κατά Ματθαίον Ευαγγελίω, είνε εντελώς αόριστος. Αρχικώς εσήμαινε μίαν τάξιν σοφών της Περσίας και της Μηδίας· κατόπιν εδόθη η ονομασία αύτη εις τους αστρολόγους και τους ψευδοπροφήτας (Πρ. Απ. 13,6). Οι τοιούτοι ήσαν γνωστότατοι εις την αρχαιότητα υπό το όνομα Χαλδαίοι, και αι επισκέψεις των μάλιστα εξετείνοντο και μέχρις αυτών των δυτικών εθνών. Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει έν επεισόδιον εκ του Αριστοτέλους, κατά το οποίον μάγος τις εκ Συρίας επροφήτευσεν εις τον Σωκράτην ότι θα απέθνησκεν εκ βιαίου θανάτου· και ο Σενέκας μας πληροφορεί ότι οι μάγοι «οίτινες παρεγένοντο τυχαίως εν Αθήναις», επεσκέφθησαν τον τάφον του Πλάτωνος και έκαυσαν επ' αυτού θυμίαμα ως προς θείον ον. Όλαι όμως αύται αι πληροφορίαι είνε συγκεχυμέναι και αντιφατικαί παραδόσεις, αίτινες δεν ρίπτουν φως και εις άλλα μάλλον ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως είνε το της κοινωνικής τάξεως των μάγων τούτων, της πατρίδος των, του αριθμού των, των ονομάτων των. Η παράδοσις ήτις μας τους παριστά ως βασιλείς στηρίζεται πιθανώς επί της προφητείας του Ησαΐα, ότι τα έθνη θα προσέλθουν εις το φως του μέλλοντος Χριστού και οι βασιλείς θα τον προσκυνήσουν. Επίσης και η άλλη γνώμη, ότι ήσαν Άραβες, ενδεχόμενον να προέκυψεν από το γεγονός, ότι ο λίβανος και η σμύρνα είνε προϊόντα της Αραβίας, και από χωρίον τι του ογδοηκοστού δευτέρου ψαλμού, κατά το οποίον οι βασιλείς των νήσων και της Αραβίας και του Σαβά θα προσφέρουν δώρα.
Περί του αριθμού των επισκεφθέντων τον Ιησούν Μάγων, ήτο μία διπλή παράδοσις. Ο Αυγουστίνος και ο Χρυσόστομος λέγουν ότι ήσαν δώδεκα, αλλ' η κοινή πεποίθησις, η προκύπτουσα πιθανώς εκ του τριπλού δώρου, είνε ότι ήσαν τρεις μόνον. Ο Βεδ μάλιστα, άγγλος μοναχός και ιστορικός, ακμάσας κατά τον 7ον αιώνα μ. Χ., μας δίδει λεπτομερείας διά τα ονόματά των, την πατρίδα των, το πρόσωπόν των. Ωνομάζοντο Μελχίωρ, Γάσπαρος και Βαλθάσαρ. Ο πρώτος ήτο γέρων, με πάλλευκον κόμην και με μακρόν πώγωνα· ο Γάσπαρος ένας σφριγών και αγένειος νεανίας. Ο Βαλθάσαρ μελαχροινός και εις το άνθος της ηλικίας του. Η παράδοσις ωσαύτως μας πληροφορεί ότι ο Μελχίωρ ήτο απόγονος του Σημ, ο Γάσπαρος του Χαμ, και ο Βαλθάσαρ του Ιάφεθ. Κατέστησαν ούτω αντιπρόσωποι των τριών περιόδων της ζωής και των τριών διαιρέσεων της υδρογείου· όσον δε και αν είνε τα τοιαύτα μυθεύματα εστερημένα πάσης αξίας προκειμένου περί καθαρώς επιστημονικής εργασίας, κατεστάθησαν όμως ενδιαφέροντα διά την μεγάλην επίδρασιν, την οποίαν ήσκησαν επί των ωραιότερων προϊόντων της θρησκευτικής τέχνης, όπως λόγου χάριν επί των ζωγραφικών έργων του Βελλίνι, του Βερονέζ κλπ. Τα κρανία των τριών τούτων βασιλέων, ευρεθέντα, ως λέγεται, υπό του Επισκόπου Ραϊνάλδου κατά την δωδεκάτην εκατονταετηρίδα, φυλάσσονται επιμελώς μεταξύ άλλων αγίων λειψάνων εν τη Μητροπόλει της Κολωνίας, περιβεβλημένα ακόμη τους στεφάνους των τους ολοχρύσους και αδαμαντοκολλήτους.
Δι' ημάς εν τούτοις είνε μάλλον σύμφωνον προς τον σκοπόν του έργου να εξετάσωμεν τας αφορμάς του αξιομνημονεύτου ταξειδίου των εις Βηθλεέμ.
Πληροφορούμεθα από τον Τάκιον, τον Σουετώνιον και τον Ιώσηπον, ότι καθ' όλην την Ανατολήν επεκράτει εις εκείνους τους χρόνους μία ακλόνητος πεποίθησις, εκπηγάσασα εκ τον αρχαίων προφητειών, κατά την οποίαν έμελλεν όσον ούπω ν' αναφανή εν Ιουδαία κραταιός τις μονάρχης και να κυριαρχήση του κόσμου. Υπήρξαν είνε αληθές, και πολλοί εκ των συγχρόνων οίτινες συνεπέραναν, ότι οι ανωτέρω δύο Ρωμαίοι ιστορικοί απηχούσιν απλώς μίαν διάδοσιν, η αυθεντία της οποίας στηρίζεται εις μόνον τον Ιώσηπον. Αλλά και αν παραδεχθώμεν την αβάσιμον ταύτην υπόθεσιν, υπάρχουν όμως τραναί αποδείξεις εις τας Ιουδαϊκάς και τας πανθεϊστικάς συγγραφάς της εποχής εκείνης, ότι ο τότε κόσμος, ο κατηρειπωμένος και ένοχος, ανέμενεν αγωνιωδώς την έλευσιν του Λυτρωτού του. «Η δρόσος της ευλογίας δεν πίπτει εφ' ημάς και οι καρποί ημών είνε άνευ χυμού», εκραύγαζεν ο Ραββάν Συμεών, ο υιός του Γαμαλιήλ· και αι κραυγαί του συνοψίζουν τρόπον τινά ολόκληρον την φιλολογίαν μιας εποχής, ήτις, όπως λέγει και ο Νίεμπουρ, είχε «στειρεύσει από την δίψαν του εγκλήματος».
Ουδέν λοιπόν το έκτακτον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Μάγοι εκείνοι της Ανατολής ώδευσαν προς την Ιερουσαλήμ, και μάλιστα αν εις την ανατολήν υπήρχον αφορμαί να πιστεύεται τότε ότι η προφητεία, η τοσάκις εξαγγελθείσα, προσήγγιζεν ήδη να εκπληρωθή. Αν ήσαν μαθηταί του Ζωροάστρου, θα έβλεπον εις το θείον Βρέφος τον μέλλοντα κατακτητήν του Αριμάνην τον θεόθεν προωρισμένον κυρίαρχον του κόσμου. Η ιστορία του ταξειδίου των εξητάσθη αληθώς με αφελή περιφρόνησιν, ως απλούς μύθος ποιητικός· αλλά μολονότι αι μόναι εγγυήσεις του ιστορικώς πιστευτού του ταξειδίου τούτου είναι η μαρτυρία του ευαγγελιστού Ματθαίου, υπάρχουν πολλά περιστατικά τα οποία μας δικαιολογούν να πιστεύωμεν ότι εις τας γενικάς γραμμάς του δεν παρουσιάζει τίποτε το αδύνατον ή το απίθανον.
Ο Ματθαίος μας πληροφορεί ότι η αφορμή του ταξειδίου των ήτο ν' ανακαλύψουν τον νέον Μεσσίαν, του οποίου είχον ίδει τον αστέρα εις την ανατολήν.
Το να εκληφθή έν ουράνιον φαινόμενον ως σημείον της ελεύσεως νέου Βασιλέως, ήτο συνεπέστατον προς τας πεποιθήσεις της εποχής εκείνης. Μία τοιαύτη έννοια προέκυψε πιθανώς εκ της προφητείας του Βαλαάμ, ήτις, διά την δύναμιν του ρυθμού της και διά το εξόχως ευφάνταστον αυτής, διεδόθη ευρύτατα ανά τας ανατολικάς χώρας. Μετά ένα σχεδόν αιώνα, επί της βασιλείας του Αδριανού, ο ψευδής Μεσσίας επωνομάσθη υπό του πεφημισμένου Ραβδί Ακίβα «Υιός Αστέρος», και ετύπωσε την εικόνα άστρου επί του νομίσματος το οποίον εξέδωκε. Μετά έξ εκατονταετηρίδας, ο Μωάμεθ παρέστησεν ως σύμβολον των αξιώσεών του ένα κομήτην επιφανέντα επί της εποχής του. Και αυτοί μάλιστα οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι εφρόνουν πάντοτε ότι αι γεννήσεις και οι θάνατοι των μεγάλων ανδρών συμβολίζονται διά της εμφανίσεως και εξαφανίσεως ουρανίων σωμάτων, μία δε τοιαύτη παράδοσις διεσώθη και μέχρι νεωτέρων σχετικώς χρόνων. Το εφήμερον άστρον, το οποίον επεφάνη επί της εποχής του Σουηδού αστρονόμου Τύχωνος Βράχε και όπερ ούτος ανεκάλυψεν εις το στερέωμα την 11 Νοεμβρίου του 1752, επιστεύθη από τους τότε ανθρώπους ότι υπεδήλου το βραχύ, αλλ' έκλαμπρον στάδιον πολεμιστού τινος από βορρά προερχομένου, και εθεωρήθη ως προφητικόν της τύχης του Γουσταύου Αδόλφου. Και εις την προκειμένην λοιπόν περίπτωσιν, μολονότι το αληθές έτος της γεννήσεως του Χριστού δεν εξάγεται μετά θετικότητος εκ της μελέτης των Γραφών, εν τούτοις επεφάνη αναμφιβόλως κατά την εποχήν εκείνην εις τους ουρανούς φαινόμενόν τι αστρονομικόν, το οποίον δεν ηδύνατο να διαλάθη την προσοχήν ενός αστρολογούντος λαού.
Την 17 Δεκεμβρίου 1603, έγινε σύνοδος των δύο μεγαλειτέρων πλανητών του Κρόνου και του Διός εν τω Ζωδίω των Ιχθύων εις το υδάτινον τρίγωνον (1). Την ακόλουθον άνοιξιν, οι δύο πλανήται συνηντήθησαν μετά του Άρεως εις το τρίγωνον του πυρός και τον Σεπτέμβριον του 1604 επεφάνη νέον τι άστρον παρά τους πόδας του Οφιούχου και μεταξύ Άρεως και Κρόνου, το οποίον αφού έλαμψεν επί έν ολόκληρον έτος, ήρχισεν από τον Μάρτιον του 1606 να σμικρύνεται βαθμηδόν, έως ου εξηφανίσθη εντελώς. Ο Βρουνόβσκι, ο μαθητής του Κεπρέλου, όστις ανεκάλυψε πρώτος το άστρον εκείνο, λέγει ότι έλαμπεν εναλλάσον χρώματα ως αδάμας, και ότι δεν ήτο καθόλου νεφελώδες και δεν παρουσίαζε καμμίαν ομοιότητα με κομήτην. Τα αξιοσημείωτα ταύτα ουράνια φαινόμενα είλκυσαν την προσοχήν του μεγάλου Κεπλέρου, όστις, γνώστης τέλειος της αστρολογίας, ήξευρε την μεγάλην σημασίαν, την οποίαν μία τοιαύτη σύνοδος θα είχεν εις τους οφθαλμούς των μάγων και προσεπάθησε ν' ανακαλύψη αν εγένετο τοιαύτη τις και κατά τους χρόνους της γεννήσεως του Χριστού.
Του Διός και του Κρόνου γίνεται σύνοδος εν τω αυτώ τριγώνω ανά πάσαν εικοσαετίαν, ενώ κάθε διακόσια έτη οι δύο πλανήται μεταβαίνουν εις άλλο τρίγωνον, και αφού διέλθωσιν ολόκληρον τον ζωδιακόν κύκλον, συνέρχονται εις το αυτό τρίγωνον μετά 794 έτη, τεσσάρας μήνας, και δώδεκα ημέρας. Υπολογίζων αναδρομικώς, ο Κέπλερος ανεκάλυψεν ότι η αυτή συρροή του Διός και του Κρόνου συνέβη ουχί ολιγώτερον από τρεις φοράς κατά το έτος 747 από κτίσεως Ρώμης, και ότι ο πλανήτης Άρης είχε συναντηθή μετ' αυτών κατά την άνοιξιν του 748· το δε γεγονός ότι εγένετο η τοιαύτη συνάντηση κατά την χρονικήν εκείνην περίοδον εξηκριβώθη και υπό πολλών άλλων επιστημόνων και ουδεμίαν επιδέχεται αμφισβήτησιν.
Μία τοιαύτη σύμπτωσις δεν ηδύνατο βεβαίως να εξηγηθή από τους Χαλδαίους αστρολόγους παρά ως σημαίνουσα την προσέγγισιν αξιοσημειώτου τινός γεγονότος. Και αφού εγένετο εις τον αστερισμόν των Ιχθύων, τον οποίον οι αστρολόγοι υπέθετον αμέσως συνδεόμενον προς τας τύχας της Ιουδαίας, αι σκέψεις των φυσικώς τοιαύτην θα ελάμβανον τροπήν. Άλλως τε η εξήγησις της σημασίας του επιφανέντος αστέρος οφείλεται αφ' ενός μεν εις τας αστρολογικάς γνώμας των Ιουδαίων, κατά τας οποίας η εν λόγω σύνοδος θα υπεσήμαινε την έλευσιν του Μεσσία, εξ άλλου δε εις την προσδοκίαν όλου του τότε κόσμου, αναμένοντος αγωνιωδώς τον Λυτρωτήν του.
Η εμφάνισις και εξαφάνισις νέων άστρων δεν είνε τόσον σπάνιον φαινόμενον, ώστε να διεγείρη σπουδαίαν τινά αμφιβολίαν. Το γεγονός ότι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ομιλεί περί τοιούτου άστρου δύο ή τρία έτη ύστερον από την αξιοσημείωτον εκείνην πλανητικήν σύνοδον, και ότι το άστρον τούτο επεφάνη και πάλιν εν τω ουρανώ μετά 1600 έτη, οπότε δηλαδή και νέα σύνοδος εγένετο, δύναται μόνον να θεωρηθή ως περίεργος σύμπτωσις. Και θα είχομεν μίαν ισχυροτάτην και μίαν περίεργον επιβεβαίωσιν του γεγονότος τούτου, όπερ αναφέρει ο Ματθαίος, αν ηδυνάμεθα να έχωμεν εμπιστοσύνην εις τον ισχυρισμόν του Βιεσέλερ, ότι εις τους αστρονομικούς πίνακας των Χαλδαίων διεσώθη μία σημείωσις καθ' ην άστρον τι επεφάνη εις τους ουρανούς κατά την εποχήν εκείνην. Είνε όμως τολμηρόν να βασισθώμεν επί διαβεβαιώσεως, της οποίας είνε τόσον δύσκολος η εξακρίβωσις και ήτις περικαλύπτεται από τόσον σκότος και τόσον μυστήριον.
Και αγόμεθα συνεπώς εις το συμπέρασμα ότι αι αστρονομικαί έρευναι, διά των οποίων απεδείχθη η αλήθεια της αξιοσημειώτου εκείνης πλανητικής συνόδου, έχουν την αξίαν των μόνον εφ' όσον αποδεικνύουν ότι δυνατόν η σύνοδος αυτή να προδιέθεσε τους μάγους να ελπίζουν μέγα τι γεγονός. Και η προσδοκία αυτή τους έκαμε βεβαίως να οδεύσουν προς την Παλαιστίνην, όταν και άλλο παροδικόν άστρον μεταγενέστερον έλαμψεν εις το στερέωμα, ούτινος η εμφάνισις δεν είναι μεν πρωτοφανές γεγονός εν τη αστρονομία, αλλ' εις την προκειμένην περίπτωσιν βασίζεται επί της μαρτυρίας ενός ευαγγελιστού.
Οι Μάγοι ήλθον εις Βηθλεέμ και προσήνεγκον εις το θείον Βρέφος εν τη ταπεινή και πτωχική «οικία του» φόρον λατρείας, με την οποίαν δεν έκρινον καλόν να τιμήσουν τον Ηρώδην εν τω μαρμαίροντι ανακτόρω του, τον Ιδουμαίον άρπαγα. «Και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών, προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν». Η φαντασία των πρώτων Χριστιανών εύρεν εις έκαστον δώρον ιδιαιτέραν σημασίαν· η σμύρνα είναι διά την φύσιν την ανθρωπίνην, ο χρυσός εδόθη προς τον Βασιλέα και ο λίβανος προς την θεότητα· ή και άλλως, ο χρυσός διά την φυλήν του Σημ, η σμύρνα διά την φυλήν του Χαμ, και ο λίβανος διά την του Ιάφεθ, — αθώαι φαντασιοπληξίαι, φωτειναί και θέλγουσαι, άξιαι μνείας μόνον και μόνον διότι απεκρυσταλλώθησαν εις αιωνίας παραδόσεις, από τας οποίας ήντλησαν υπερόχους εμπνεύσεις η ποίησις και η τέχνη η χριστιανική.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
Η φυγή εις Αίγυπτον και η σφαγή των νηπίων
Αναχώρησις των Μάγων. — Παραδόσεις περί της φυγής εις Αίγυπτον. —
Σφαγή των νηπίων. — Η ιστορική αξιοπιστία της. — Χαρακτήρ Ηρώδου του
Μεγάλου. — Σιωπή του Ιωσήπου. — Θάνατος και ταφή Ηρώδου του Μεγάλου.
— Ανάρρησις του Αρχελάου.
Αφού οι Μάγοι προσήνεγκον τα δώρα των και προσεκύνησαν τον Χριστόν εσκέπτοντο βεβαίως να επιστρέψωσι προς τον Ηρώδην, «χρηματισθέντες όμως κατ' όναρ» υπό του Θεού, ανεχώρησαν δι' άλλης οδού εις την ιδίαν αυτών χώραν. Και δεν ευρίσκομεν πλέον τα ίχνη αυτών και δεν μανθάνομεν τι απέγιναν κατόπιν, ούτε από την Γραφήν, ούτε από την αυθεντικήν ιστορίαν, ούτε εξ αυτών των αποκρύφων παραδόσεων· η επίσκεψίς των όμως έδωκεν αφορμήν εις αξιομνημόνευτα και σοβαρώτατα γεγονότα.
Το όνειρον όπερ ανήγγειλεν εις αυτούς τον κίνδυνον, συνέπιπτε πιθανώς με τας υπονοίας εις τας οποίας τους ενέβαλεν ο ωμός και δόλιος τύραννος, όστις είχεν εκφράσει υποκριτικήν επιθυμίαν να σπεύση και αυτός να προσκυνήση το θείον Τέκνον· και επειδή ευλόγως δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι εγνωστοποίησαν τους φόβους των και εις τον Ιωσήφ, ούτος ευρέθη προπαρεσκευασμένος διά την καθ' ύπνους ειδοποίησιν του αγγέλου και την εξαγγελίαν του κινδύνου και την προσταγήν να φύγη εις Αίγυπτον, όπως σώση το Βρέφος από την ζηλοτυπίαν του Ηρώδου.
Η Αίγυπτος υπήρξε καθ' όλους τους αιώνας το φυσικόν καταφύγιον όλων των από Παλαιστίνης φευγόντων ένεκα διωγμών ή οικονομικής στενοχωρίας ή δυσαρεσκείας. Περί της φυγής και της διαρκείας της, η Γραφή δεν δίδει περισσοτέρας λεπτομερείας. Πληροφορούμεθα μόνον, ότι η Ιερά Οικογένεια έφυγε διά νυκτός εκ Βηθλεέμ, και επανέκαμψεν όταν ο Ιωσήφ εβεβαιώθη και πάλιν κατ’ όναρ υπό του αγγέλου ότι τώρα θα ήτο πλέον ασφαλής η επάνοδος του Σωτήρος εις τον τόπον της γεννήσεώς του, αφού απέθανον οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου. Και αι απόκρυφοι παραδόσεις, αι απαθανατισθείσαι υπό της μεγαλοφυούς τέχνης των Ιταλών καλλιτεχνών, μας πληροφορούν και πάλιν ότι οι δράκοντες ήλθον προς τον Χριστόν και προσεκύνησκν αυτόν, και οι λέοντες και αι λεοπαρδάλεις τον ελάτρευσαν, και τα άνθη της Ιεριχούς ήνοιγαν τα πέταλά των οπουδήποτε επάτει, και οι φοίνικες εις την προσταγήν του εχαμήλωναν τους κλώνας των διά να δώσουν καρπούς, και οι λησταί οι πλανόδιοι κατεπτοήθησαν από το μεγαλείον του και ο χρόνος του ταξειδίου εσυντομεύθη καταπληκτικώς. Μας λέγουν επίσης πως άμα τη αφίξει του εις την χώραν, όλα τα είδωλα της γης Αιγύπτου ανετράπησαν εκ των βάθρων των με εξαφνικόν πάταγον και εσκορπίσθησαν εις το έδαφος και κατέκειντο με θρυμματισμένας τας μορφάς, και πως πλείσται όσαι θαυμασταί θεραπείαι λέπρας και δαιμονικής καταλήψεως συνετελέσθησαν με μίαν μόνην λέξιν του. Όλος αυτός ο πλούτος και η σπατάλη των περιττών, των ασκόπων, των άνευ εννοίας τινός θαυμάτων, — όστις προκύπτει κυρίως εξ απλής δίψης του υπερφυσικού και εν μέρει εκ φανταστικής εφαρμογής των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης, — παρουσιάζει ζωηράν αντίθεσιν προς την απλοϊκήν φιλαλήθειαν της αφηγήσεως του Ευαγγελίου. Ο Ματθαίος δεν μας πληροφορεί ούτε πού κατέλυσεν η Ιερά Οικογένεια εν Αιγύπτω, ούτε πόσον χρόνον διήρκεσεν η εξορία της· αι αρχαίαι όμως παραδόσεις ισχυρίζονται ότι απουσίασε δύο μήνας εκ Παλαιστίνης, και ότι διέμενε κατά το χρονικόν τούτο διάστημα εν Ματαρηέχ, πολίχνην κειμένην εις απόστασιν ολίγων μιλίων βορειοανατολικώς του Καΐρου, όπου επί αιώνας πολλούς μία πηγή εδεικνύετο της οποίας τα ύδατα είχε καταστήσει δροσερά ο Χριστός, και μία αρχαία συκομορέα υπό το φύλλωμα της οποίας εκάθισεν η Οικογένεια ν' αναπαυθή. Ο Ευαγγελιστής υπαινίσσεται μόνον την αφορμήν της φυγής και της επανόδου, και ευρίσκει εις την επάνοδον την εκπλήρωσιν της παλαιάς προφητείας του Ησαΐα, «Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον Υιόν μου».
Η φυγή εις Αίγυπτον είχεν συνεπείας τραγικωτάτας. Βλέπων ότι οι Μάγοι δεν επανήλθον προς αυτόν, ο Ηρώδης κατελήφθη από τρόμον ισχυρότερον και μίαν ζηλοτυπίαν πλέον μαύρην και πλέον μοχθηράν. Δεν είχε τα μέσα να εξακριβώση την ταυτότητα του τέκνου του βασιλικού, του τέκνου του εκ σπέρματος Δαυίδ, και ούτε βεβαίως του επήλθε κατά νουν να το αναζητήση εις τον σταύλον του πανδοχείου της Βηθλεέμ. Εγνώριζεν όμως ότι το παιδίον, όπερ η επίσκεψις των Μάγων τον εδίδαξε να θεωρή ως μέλλοντα αντίπαλον αυτού και του οίκου του, ήτο ακόμη βρέφος θηλάζον· και επειδή αι μητέραις εν τη Ανατολή θηλάζουν τα τέκνα των επί δύο έτη, εξέδωκε την αγρίαν και ωμήν διαταγήν να φονευθούν όλοι οι παίδες της Βηθλεέμ και των περιχώρων «από διετούς και κατωτέρω». Περί του τρόπου καθ' ον εξετελέσθη η διαταγή δεν γνωρίζομεν τίποτε. Τα παιδία δυνατόν να εφονεύθησαν κρυφίως, βαθμηδόν και διαφοροτρόπως· πιθανόν να είνε βάσιμος η άλλη υπόθεσις η γενική, ότι διετάχθη και εξετελέσθη εν μια μόνον ώρα φρικώδης σφαγή, — υπόθεσις ήτις προέκυψεν από την ρήσιν του Ευαγγελίου του Ιακώβου, ότι ο Ηρώδης «έπεμψε τους φονευτάς εις Βηθλεέμ». Διαταγαί τυράννων ως ο Ηρώδης περικαλύπτονται συνήθως υπό απαίσιου σκότους· βυθίζουν τον κόσμον εις νάρκην, κατά την οποίαν δεν είνε ασφαλές να ομιλή τις μεγαλοφώνως. Αλλ' ο άγριος θρήνος της αγωνίας και οι οδυρμοί των μητέρων, από τας αγκάλας των οποίων ηρπάγησαν τόσον ασπλάγχνως τα τέκνα των, δεν ήτο δυνατόν να σιγήσουν, και οι ακούσαντες θα εφαντάζοντο ότι η Ραχήλ, η μεγάλη πρόγονος της φυλής των, της οποίας ο τάφος κείται παρά τον δρόμον τον προς την Βηθλεέμ, εις απόστασιν ενός μιλίου από της πόλεως, ανεμίγνυε μίαν ακόμη φοράν, όπως εν τη παθητική εικόνι του προφήτου Ιερεμίου, την φωνήν της με τους γόους και με τους κοπετούς των γυναικών, αι οποίαι έκλαιον τόσον απαρηγόρητα τα σφαγέντα μικρά των.
Εις ημάς φαίνεται ακατανόητον ένα έγκλημα τόσον ωμόν· αλλ' αι σκέψεις μας και τα αισθήματά μας εξημερώθησαν από χριστιανοσύνην δέκα οκτώ αιώνων, και τοιαύται πράξεις δεν είναι πρωτοφανείς εν τη ιστορία των ειδολολατρών δεσποτών και του αρχαίου κόσμου. Η παιδοκτονία, και μάλιστα αγριωτέρα της του Ηρώδου, ήτο έγκλημα αποτροπαίως κοινόν επί των ημερών της Αυτοκρατορίας, και η σφαγή των Νηπίων, καθώς και τα αίτια άτινα εξώθησαν εις ταύτην, έχουν εφάμιλλα πολλά άλλα τοιαύτα δράματα κατά την αυτήν ακριβώς εποχήν. Ο Σουετώνιος, εν τω βίω του Αυγούστου, ερανίζεται εκ της βιογραφίας του Αυτοκράτορος της γραφείσης από τον απελεύθερον Ιούλιον Μάραθον, μίαν παράδοσιν κατά την οποίαν ολίγον προ της γεννήσεώς του επεκράτει η προφητεία, ότι έμελλεν όσον ούπω να γεννηθή είς Βασιλεύς και να κυριαρχήση του Ρωμαϊκού λαού. Προς διάσωσιν της Δημοκρατίας εκ του κινδύνου τούτου, η Σύγκλητος διέταξεν όπως εγκαταλειφθούν ή εκτεθούν όλα τα άρρενα τα οποία θα εγεννώντο κατ' εκείνο το έτος· αλλ' οι συγκλητικοί των οποίων αι σύζυγοι ήσαν έγκυοι, έλαβον μέτρα όπως εμποδίσουν την επικύρωσιν του δόγματος εκείνου, διότι έκαστος ήλπιζεν ότι η προφητεία ηδύνατο ν' αναφέρεται εις το ίδιον τέκνον. Εξ άλλου, ο Ευσέβιος εναφέρει μίαν ιστορίαν του Ηγησσίππου, Εβραίου το γένος, κατά την οποίαν ο Δομιτιανός, έντρομος προ του ολονέν επιτεινομένου γοήτρου του ονόματος του Χριστού, εξέδωκε διαταγήν όπως εξολοθρευθούν όλοι οι απόγονοι του οίκου του Δαυίδ. Δύο έγγονοι του Ιούδα — του «αδελφού του Κυρίου» — έζων τότε ακόμη και ήσαν γνωστοί υπό το όνομα Δ ε σ π ό σ υ ν ο ι. Επροδόθησαν δε εις τον Αυτοκράτορα από ένα κάποιον Ιόκατον και άλλους Ναζωραίους αιρετικούς, και ήχθησαν ενώπιον του· αλλ' όταν ο Δομιτιανός παρετήρησεν ότι ήσαν απλοί χωρικοί, και ότι αι χείρες των έφερον τα ίχνη βαναύσου εργασίας, τους αφήκε σώους και υγιείς με αίσθημα οίκτου και περιφρονήσεως.
Μολονότι η Σφαγή των ακάκων βρεφών διήγειρε την δυσπιστίαν, συμφωνεί όμως πληρέστατα με τας πληροφορίας τας οποίας έχομεν περί του χαρακτήρος του Ηρώδου. Τα δεσπόζοντα πάθη του επιτηδείου και μοχθηρού εκείνου ηγεμόνος ήσαν αχαλίνωτος φιλοδοξία και υπέρμετρος ζηλοτυπία, φθάνουσα μέχρι θηριωδίας. Η ζωή του όλη είχε βαφή με το αίμα φόνων. Είχε σφάξει ιερείς και ευγενείς· είχεν αποδεκατίσει το Συνέδριον· είχεν αναγκάσει τον Αρχιερέα, τον γαμβρόν του, τον νεαρόν και ευγενή Αριστόβουλον, να πνιγή κατά τινα δήθεν παιδιάν προ των ομμάτων του· είχε διατάξει τον στραγγαλισμόν της ευνοουμένης συζύγου του, της ωραίας ηγεμονίδος Μαριάννης της Μακκαβαίας, αν και αύτη φαίνεται να υπήρξε το μόνον πλάσμα το οποίον εμμανώς ηγάπησεν. Οι υιοί του Αλέξανδρος, Αριστόβουλος και Αντίπατρος, ο θείος του Ιωσήφ, ο Αντίγονος και ο Αλέξανδρος, θείος και πατήρ της συζύγου του, η πενθερά του Αλεξάνδρα, ο συγγενής του Κοτσόβαρος, οι φίλοι του Δοσίθεος και Γαδίας, ήσαν ολίγοι εκ των πολλών, οίτινες έπεσαν θύματα της θυριωδίας του, της φιλυποψίας του και τον ενόχων φόβων του. Ο αδελφός του Φερόρας και ο υιός του Αρχέλαος μόλις διέφυγαν τον θάνατον, τον υπ' εκείνου διαταχθέντα. Ούτε η ανθούσα νεότης του Αριστοβούλου, ούτε αι λευκαί τρίχες του βασιλέως Υρκανού, επροστάτευσαν αυτούς από την ύπουλον και την προδοτικήν μανίαν του. Θάνατοι διά στραγγαλισμού, θάνατοι διά του πυρός, θάνατοι διά καθείρξεως και απομονώσεως εντός απαισίων δεσμωτηρίων, θάνατοι διά κρυφίων δολοφονιών, ανεκλαλήτως ωμά και απάνθρωπα βασανιστήρια, στολίζουν τα χρονικά μιας βασιλείας, ήτις, υπήρξε τόσον σκληρά, ώστε κατά την έντονον γλώσσαν τον εβραίων πρεσβευτών προς τον Αυτοκράτορα Αύγουστον, οι επιζόντες ήσαν περισσότερον άθλιοι από τους παθόντας και βασανισθέντας. Και όπως συνέβη εις τον Ερρίκον Η', παν σκοτεινόν και άγριον ένστικτον εφαίνετο ωσάν να απέκτα νέαν δύναμιν δροσερωτέραν καθόσον προσήγγιζεν εις το τέρμα του βίου του. Κατατρυχόμενος αεννάως από τα φάσματα της δολοφονηθείσης συζύγου του και των θανατωθέντων υιών του, με την αγρίαν πάλην ήτις διεδραματίζετο μέσα του, πάλην μεταξύ συνειδήσεως και αίματος, το ανοικτίρμον τέρας, όπως αποκαλεί αυτόν ο Ιώσηπος, κατελήφθη εις τας τελευταίας ημέρας του βίου του από μαύρην αγριότητα μεγαλειτέρας εντάσεως, ήτις εξέσπασε καθόλων εκείνων με τους οποίους ήρχετο εις συνάφειαν. Ουδεμία ευνόητος δυσκολία υπάρχει να υποθέσωμεν ότι τοιούτος άνθρωπος — είς άγριος βάρβαρος με ζωηράν φλέβα διαφθοράς, με ένα λεπτόν επίχρισμα πολιτισμού, — προσηνέχθη ακριβώς καθ' ον τρόπον περιγράφει ο Ματθαίος· και η επί το γεγονός πεποίθησις ενισχύεται και από διαφόρους άλλας πηγάς αξιοπίστους. «Όταν ο Αύγουστος επληροφορήθη», λέγει ο Μακρόβιος, «ότι μεταξύ των παιδίων των από διετούς και κατωτέρω, άτινα διέταξε να σφαγούν ο Ηρώδης ο Μέγας εν Συρία, συνεθανατώθη και ο ίδιος αυτού υιός είπεν, ότι «κάλλιον είνε τινα υν Ηρώδου ή υιόν». Μολονότι ο Μακρόβιος είνε μεταγενέστερος συγγραφεύς και περιέπεσεν εις το σφάλμα να υποθέτη, ότι ο υιός του Ηρώδου Αντίπατρος, όστις εθανατώθη κατά την εποχήν της Σφαγής των Ακάκων, είχε συμπεριληφθή και αυτός εις την σφαγήν ταύτην, είνε όμως βέβαιον ότι η παρατιθεμένη ευφυολογία του Αυγούστου υπαινίσσεται ζοφεράν τινα ανάμνησίν της σφαγής ταύτης.
Αλλά διατί λοιπόν, ερωτώσι μερικοί, δεν μνημονεύει ο Ιώσηπος μίαν τόσον άτιμον ωμότητα; Ίσως διότι εξετελέσθη τόσον μυστικώς και κρυφίως, ώστε ούτε καν να την μάθη ηδυνήθη. Ίσως διότι εις τας τρομεράς εκείνας ημέρας, ο θάνατος εικοσάδος παιδίων, εξ αφορμής μιας απλής υπονοίας εθεωρείτο εντελώς ασήμαντος εις τον κατάλογον των σφαγών του Ηρώδου. (2) Ίσως διότι το γεγονός παρεσιωπήθη από τον Νικολάον τον Δαμασκηνόν, όστις γράφων συμφώνως προς το πνεύμα των ελληνιζόντων εκείνων αυλικών, οίτινες προσεπάθουν πάντοτε να παριστάνουν ως πολιτικούς Μεσσίας τυράννους διεφθαρμένους και αιμοσταγείς, εμεγαλοποίησε τας αρετάς του αυθέντου αυτού και απέκρυψεν ή εμετρίασε το μέγεθος των εγκλημάτων του. Αλλ' ο πιθανώτερος λόγος είνε ότι ο Ιώσηπος, τον οποίον παρ' όλας τας φιλολογικάς προς αυτόν υποχρεώσεις μας, δυνάμεθα να θεωρώμεν ως αρνησίθρησκον και συκοφάντην, δεν έκρινε καλόν να υπαινιχθή γεγονότα τα οποία μάλιστα δεν συνεδέοντο στενώς με τον βίον του Χριστού. Το μόνον χωρίον, εις το οποίον ο Ιώσηπος κάμνει λόγον περί του Χριστού, βρίθει προσθηκών από τους αντιγραφείς, αν δεν είναι εντελώς υποβολιμαίον, και ουδεμία αμφιβολία ότι η σιωπή του εις το ζήτημα του χριστιανισμού είνε όσον εσκεμμένη τόσον και απαίσχυντος.
Αλλά μολονότι ο Ιώσηπος δεν κάμνει σαφή μνείαν του γεγονότος, πάσα όμως λεπτομέρεια, την οποίαν μας χορηγεί διά την περίοδον ταύτην του βίου του Ηρώδου, υποστηρίζει το πιθανόν αυτού. Κατ' εκείνους ακριβώς τους χρόνους, δύο ευφράδεις Ιουδαίοι διδάσκαλοι, ο Ιούδας και ο Ματθαίος, είχον παρορμήσει τους μαθητάς των να καταρρίψουν τον μέγαν χρυσούν αετόν, τον οποίον ο Ηρώδης είχε τοποθετήσει υπεράνω της μεγάλης πύλης του Ναού.
Ο Ιώσηπος συνδέει την τολμηράν ταύτην απόπειραν με προώρους τινάς θρύλους περί του θανάτου του Ηρώδου· η εικασία όμως του Λάρδνερ ότι η απόπειρα εκείνη ενεθαρρύνθη από τας περί του νέου Μεσσίου ελπίδας τας νεωστί αναζωπυρηθείσας υπό των Μάγων, φαίνεται απαράδεκτος. Η απόπειρα εν τούτοις απέτυχε, και ο Ιούδας και ο Ματθαίος, μετά τεσσαράκοντα μαθητών, εκάησαν ζώντες. Τοιαύτα εγκλήματα έχων υπ' όψει του, ο Ιώσηπος πιθανώς να ηγνόει την μυστικήν δολοφονίαν ολίγων θηλαζόντων έτι Νηπίων εις μικρόν τι χωρίον. Το αίμα των ήτο μία μικρά σταγών εις εκείνον τον ερυθρούν ποταμόν εις τον οποίον ο Ηρώδης είχε βουτηχθή μέχρι του λαιμού.
Ο Ηρώδης απέθανεν ολίγον χρόνον μετά την βρεφοκτονίαν. Πέντε ημέρας προ του θανάτου του προέβη εις παράφορον απόπειραν αυτοκτονίας, και διέταξε την αποκεφάλισιν του πρεσβυτέρου υιού του Αντιπάτρου. Το τέλος του υπήρξε φρικαλέως τραγικόν, βεβαιούται δε ότι απέθανεν εξ αηδεστάτου νοσήματος, εκ φθειριάσεως, ήτις σπανίως μνημονεύεται εν τη ιστορία, εκτός όταν πρόκειται περί ανθρώπων οίτινες διεκρίθησαν διά την ωμότητα και τους διωγμούς αυτών, όπως ο Αντίοχος ο Επιφανής, Σύλλας, ο Μαξιμιανός, ο Διοκλητιανός, ο Ηρώδης Αγρίππας κλπ. Εις την επιθανάτιον κλίνην του, μίαν κλίνην αφορήτου αγωνίας, εν τω μεγαλοπρεπεί και πλουσίω ανακτόρω του, όπερ είχε κτίσει υπό τους φοίνικας της Ιεριχούς, οιδαλέος εκ της νόσου και φλογιζόμενος υπό της δίψης, με τας σάρκας περιτρωγομένας από έλκη αηδώς πυορροούντα, περιστοιχιζόμενος υπό συνομωτούντων υιών και κλεπτών υπηρετών, τους πάντας βδελυσσόμενος και υφ' όλων μισούμενος, καλών τον θάνατον ως την υστάτην παρηγορίαν και την υστάτην ανακούφισιν από του δεινού άλγους του σωματικού, και όμως φοβούμενος αυτόν ως απαρχήν μεγαλειτέρων βασάνων, κατατρυχόμενος υπό τύψεων, αλλά και διψών ακόμη φόνους και αίμα και κακουργίας, — βδέλυγμα εις όλους τους περί αυτόν, αλλ' εν τη ενόχω συνειδήσει του χειρότερος τρόμος δι' εαυτόν, — φθίνων εκ προώρου σωματικής αποσυνθέσεως, κατατρωγόμενος από σκώληκας, ως να τον είχε πλήξει καταφανώς η οργή του Θεού ύστερον από εβδομήκοντα ετών επιτυχείς κακουργίας, — ο άθλιος γέρων, τον οποίον οι άνθρωποι είχον ονομάσει Μέγαν, κατέκειτο εις μίαν αγρίαν αλλοφροσύνην αναμένων την τελευταίαν ώραν του. Και επειδή εγνώριζεν ότι ουδείς θα έχυνεν έστω και έν δάκρυ χάριν αυτού, απεφάσισε να τους κάμη να κλαύσουν δι' εαυτούς και διέταξε να προσέλθουν αμέσως εις Ιεριχώ επί ποινή θανάτου αι μεγαλείτεραι οικογένειαι του βασιλείου και οι αρχηγοί των φυλών. Όταν δε εκείνοι ήλθον, τους ενέκλεισε πάντας εις το ιπποδρόμιον και διέταξε κρυφίως την αδελφήν του Σαλώμην να σφαγώσιν ανηλεώς κατά την στιγμήν του θανάτου του. Και ούτω, πνιγμένη όπως ήτο εις το αίμα, και σφαγάς επιτάσσουσα εις το ύστατον αυτής παραλήρημα, η ψυχή του Ηρώδου απήλθεν εις το σκότος.
Εν πορφύραις εγκεκαρδυλημένος, με το στέμμα και με το σκήπτρον το βασιλικόν, καταγλαϊζόμενος εξ' αδαμάντων, ο νεκρός ετέθη εις μεγαλοπρεπές φέρετρον και προεπέμφθη εν στρατιωτική πομπή, μέσω νεφών θυμιάματος, μέχρι του εν Ηρωδείω τάφου του, όχι μακράν του μέρους όπου ο Χριστός εγεννήθη. Αλλ' η γοητεία της Ηρωδείου δεσποτείας είχε λυθή, και ο λαός είδε πόσον ψευδής ήτο η απαστράπτουσα επιφάνειά της. Η ημέρα του θανάτου του τυράννου εθεωρήθη ως εορτή, όπως και αυτός είχε προΐδει. Αι τελευταίαι θελήσεις του ημφισβητήθησαν, η βασιλεία του κατηρειπώθη, η ύστατη διαταγή του δεν εξετελέσθη· οι πλείστοι των υιών του απέθανον αθλίως εν εξορία· η κατάρα του Θεού είχε πέσει επί τον οίκον του, και μολονότι είχεν αποκτήσει από τας δέκα συζύγους του και τας πολλάς παλλακίδας του, εννέα υιούς και πέντε θυγατέρας, εντός εκατόν ετών η γενεά του Ιεροδούλου της Ασκάλωνος εξέλιπε μέχρις ενός, και ουδείς διεσώθη απόγονος, όπως διαιωνίση το όνομά του.
Αν η είδησις του θανάτου του Ηρώδου εγνώσθη ταχέως εις τον Ιωσήφ, η εν Αιγύπτω διαμονή θα υπήρξε βεβαίως πολύ βραχεία και ουδόλως θα επέδρασεν εις την ανάπτυξιν του Κυρίου ημών ως ανθρώπου. Τούτο ίσως είνε και ο λόγος διά τον οποίον ο Λουκάς αντιπαρέρχεται εν σιγή τα της διαμονής ταύτης.
Κατ' αρχάς φαίνεται ότι ο Ιωσήφ εσκόπευε να εγκατασταθή εν Βηθλεέμ. Ήτο η πόλις των προγόνων του, μία πόλις ιερά, πλήρης ωραίων και ηρωικών αναμνήσεων, θα ηδύνατο ευκόλως να εξοικονομή τα προς το ζην, εξασκών το επάγγελμά του. Είνε αληθές ότι ο Ανατολίτης σπανίως εγκαταλείπει την εστίαν του, αλλ' όταν αναγκασθή υπό των περιστάσεων να πράξη τούτο, εγκαθίσταται ευκόλως οπουδήποτε αλλού. Διαταχθείς να επιστρέψη εις Βηθλεέμ, ο Ιωσήφ θα μετέβαινεν εκεί τόσω μάλλον προθύμως, όσον η μικρά πόλις εγειτνίαζε με την Ιερουσαλήμ. Αλλά καθ' οδόν ήκουσεν ότι εβασίλευε της Ιουδαίας ο Αρχέλαος αντί του πατρός αυτού Ηρώδου. Ο λαός μετά μεγάλης αγαλλιάσεως θα έβλεπεν εξολοθρευομένην ολόκληρον την φυλήν των Ιδουμαίων· εν πάση περιπτώσει θα επροτίμα τον Αντίπαν από τον Αρχέλαον. Αλλ' ο Αύγουστος έκλινεν απροσδοκήτως υπέρ του Αρχελάου, όστις καίτοι νεώτερος του Αντίπα, ήτο ο κληρονόμος ο ενδειχθείς διά τελευταίας βουλήσεως του πατρός του· και ως να επεθύμει τρόπον τινά να δείξη ότι ήτο αληθής υιός του γεννήτορος, ο Αρχέλαος, προτού ακόμη η ανάρρησις επικυρωθή υπό του Αυτοκράτορος, έδωκε κατά τον Ιώσηπον, εις τους υπηκόους του δείγμα των αρετών του, διατάξας μίαν σφαγήν 3,000 συμπολιτών του εν τω Ναώ. Ήτο φανερόν ότι υπό τοιαύτην κυβέρνησιν δεν ηδύνατο να υπάρξη ούτε ελπίς ούτε σωτηρία· και ο Ιωσήφ, υπακούων εις νέαν προσταγήν του Θεού, ανεχώρησεν εις τα μέρη της Γαλιλαίας, όπου αφανής, προστατευομένη από την πενίαν της και από την ασημότητά της, η Ιερά Οικογένεια ηδύνατο να ζήση ασφαλώς υπό το σκήπτρον ενός άλλου υιού του Ηρώδου, του εξ ίσου ασυνειδήτου, αλλά πλέον ανεξικάκου και μάλλον αδιαφόρου Αντίπα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
Η παιδική ηλικία του Ιησού
Γεωγραφία της Παλαιστίνης. — Γαλιλαία. — Ναζαρέτ. — Η φιλαλήθεια των Ευαγγελίων εν αντιθέσει προς τας Αποκρύφους Παραδόσεις. — Η ζωή των χωρικών της Γαλιλαίας. — Φαντασία και πράγματα. — «Ότι Ναζωραίος κληθήσεται».
Η φυσική γεωγραφία της Παλαιστίνης είνε ίσως ευκρινέστερον ωρισμένη πάσης άλλης χώρας του κόσμου. Κατά μήκος της ακτής της Μεσογείου, διήκει η παραθαλασσία πεδιάς, διακοπτωμένη μόνον υπό του όρους Καρμήλου· παράλληλος προς τούτο είνε μία μακρά σειρά λόφων, στρογγυλών και αμόρφων ως προς τα χαρακτηριστικά των· οι λόφοι ούτοι προς ανατολάς βυθίζονται εντός της κοιλάδος του Ιορδάνου· και άνωθεν ταύτης διήκει η ευθυτενής, η αδιάκοπος, η πορφυρόχρους γραμμή των ορέων Μωάβ και Γαλαάδ. Η όλη επομένως χώρα από βορρά προς νότον διαιρείται εις τέσσαρας τρόπον τινά μεγάλας ταινίας, — την ακτήν, την ορεινήν χώραν, την κοιλάδα του Ιορδάνου, και την βουνοσειράν την πέραν του Ιορδάνου.
Η ορεινή, ήτις καταλαμβάνει όλον τον χώρον τον μεταξύ της παραλίας και της βαθείας κοιλάδος του Ιορδάνου, τέμνεται εις δύο μεγάλα μέρη υπό του αγρού της Ιεσράελ. Το μεσημβρινόν μέρος ήτο άλλοτε η Ιουδαία, το βόρειον η Γαλιλαία.
Η λέξις Γαλίλ εβραϊστί σημαίνει «κύκλον», και η ονομασία αυτή εδίδετο αρχικώς εις την περιφέρειαν του Κηδές-Νεφθαλείμ, την οποίαν ο Σολομών εχάρισεν εις τον Χειράμ, βασιλέα της Τύρου, διότι τον εβοήθησεν εις την ανέγερσιν του ναού με ξύλα κέδρου και με ξύλα πεύκης και με χρυσίον, και ην ούτος απεκάλεσε περιφρονητικώς «Γην Καβούλ». Ούτω φαίνεται ότι ήτο πάντοτε μοιραίον να περιφρονήται η Γαλιλαία· και η περιφρόνησις αυτή υπετρέφετο εις τα πνεύματα των Ιουδαίων εκ του γεγονότος, ότι το διαμέρισμα εκείνο είχε καταστή από παλαιοτέρων χρόνων το κέντρον αναμίκτου πληθυσμού και εχαρακτηρίζετο διά της ονομασίας «Γαλιλαία των Εθνών.» Όχι μόνον υπήρχον πολλοί Φοίνικες και Άραβες εις τας πόλεις της Γαλιλαίας, αλλ' επί της εποχής του Ιησού ήσαν ωσαύτως και πολλοί Έλληνες, και η Ελληνική γλώσσα ωμιλείτο και εννοείτο ευχερώς.
Οι λόφοι οι αποτελούντες το βορεινόν όριον της πεδιάδος Ιεσραέλ, διήκουν από της κοιλάδος του Ιορδάνου μέχρι της Μεσογείου και αι μεσημβριναί κλιτύες των περιελαμβάνοντο εις την κληροδοσίαν της φυλής Ζαβουλών.
Σχεδόν εν τω κέντρω της λοφοσειρής ταύτας υπάρχει έν αλλόκοτον ρήγμα ή μάλλον χαράδρα τις βαθεία από άνω έως κάτω, αποτελούσα είσοδον εις μακράν τινα κοιλάδα. Ο οδοιπόρος εγκαταλείπων την πεδιάδα, ανέρχεται διά στενής και αποτόμου ατραπού, χλοοφύτου και ανθοστολίστου, και έχει προ αυτού άποψιν, ήτις δεν είνε επιβάλλουσα και μεγαλοπρεπής, αλλ' απείρως ωραία και γραφική. Κάτωθεν αυτού, προς τα αριστερά, η κοιλάς ευρύνεται βαθμηδόν αποκτώσα ένα πλάτος ημίσεως περίπου μιλίου. Η λεκάνη της κοιλάδος κατατέμνεται από φράκτας υψηλούς κάκτων εις μικρούς αγρούς, και εις κήπους, οίτινες κατά την εποχήν των εαρινών βροχών, παρουσιάζουν μίαν όψιν απεριγράπτου γαλήνης, με το θάλλος των το πράσινον και την ζωηράν σπαργήν των. Πλησίον της στενής ατραπού, εις μικράν απόστασιν αλλήλων, υπάρχουν δύο φρέατα, και αι γυναίκες αι ιδρευόμεναι εκείθεν είνε πολύ ωραιότεραι, και οι ροδοκόκκινοι και ζωηρόφθαλμοι μικροί βοσκοί, οι οποίοι κάθηνται ή παίζουν πλησίον των φρεάτων, με τας ανοικτοχρόμους ανατολικάς ενδυμασίας των, αποτελούν μίαν φυλήν, ευτυχεστέραν και ζωηροτέραν της οποίας ουδαμού αλλού της γης βλέπει ο περιηγητής.
Βαθμηδόν η κοιλάς διευρυνομένη σχηματίζει μικρόν φυσικόν αμφιθέατρον εκ λόφων, το οποίον υποθέτουν τινές ότι είνε ο κρατήρ εσβεσμένου ηφαιστείου· επί του αμφιθεάτρου τούτου απλούνται αι οικίαι και αι στεναί οδοί μικράς τινος ανατολικής πόλεως. Υπάρχει μία μικρά εκκλησία· η ογκώδης οικοδομή ενός μοναστηρίου· ο υψηλός μιναρές ενός τζαμιού· μία διαυγής, άφθονος πηγή· λευκαί οικίαι λιθόκτιστοι, και κήποι χλοεροί μεταξύ αυτών, σκιαζόμενοι από συκάς και ελαίας, ένα αιώνιον χαμόγελον λευκών και ερυθρών ανθέων πορτοκαλλεών και ροιών. Την άνοιξιν τουλάχιστον τα πάντα έχουν μίαν απερίγραπτον απαλότητα, ένα άρρητον θέλγητρον· αι περιστεραί τρύζουν εις τα δένδρα· αι μέλισσαι πτερυγίζουν εις ακαταπόνητον δραστηριότητα· ο λαμπρός κυανόχρους κολοιάτης, το κοινότερον και ερασμιώτερον πτηνόν της Παλαιστίνης περιίπταται ως ζωντανός σάπφειρος υπέρ τους αγρούς τους απείρως διηνθισμένους. Και η μικρά αύτη πόλις είνε η Ναζαρέτ, όπου ο Υιός του Θεού, ο Σωτήρ του ανθρωπίνου Γένους, κατηνάλωσε τριάκοντα περίπου έτη του θνητού βίου του. Ήτο πραγματικώς το χωρίον, οπού διέμεινε καθ' όλην την ζωήν του, εκτός τριών ή τεσσάρων ετών· το χωρίον, ούτινος το επονείδιστον τότε όνομα περιελήφθη εις την επιγραφήν, την επί του σταυρού του χαραχθείσαν· το χωρίον το οποίον δεν απηξίωσε να μνημονεύση, όταν οραματικώς ωμίλησεν εις τον διώκοντα Σαούλ (Πρ. Απ. 22, 8). Και κατά μήκος της στενής ατραπού του βουνού, την οποίαν περιέγραψα, οι πόδες Του πολλάκις θα επάτησαν, διότι είνε το μόνον μέρος, δι' ου επιστρέφων προς βορράν από Ιερουσαλήμ, ηδύνατο να φθάση εις τον τόπον της νηπιακής, της νεανικής και της ωρίμου ηλικίας του.
Ποίος ήτο ο τρόπος του βίου του, καθ' όλην εκείνη την τριακονταετίαν;
Εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών, ο Ιωάννης, ο επιστήθιος μαθητής και ο Μάρκος, ο φίλος και «υιός» του Πέτρου, αντιπαρέρχονται τα τριάκοντα ταύτα έτη εις απόλυτον, εις άλυτον σιγήν. Ο Ματθαίος αφιεροί έν ολόκληρον κεφάλαιον εις την επίσκεψιν των Μάγων και εις την φυγήν εις Αίγυπτον και είτα προχωρεί εις το κήρυγμα του Βαπτιστού. Μόνον ο Λουκάς, εκτός της περιγραφής των επεισοδίων της εισαγωγής εις το Ιερόν, διασώζει και έν ανεκτίμητον ανέκδοτον της παιδικής ηλικίας του Σωτήρος και ένα πολύτιμον εδάφιον περιγραφικόν της αυξήσεως αυτού μέχρι της συμπληρώσεως του δωδεκάτου έτους της ηλικίας. Και ο στίχος ούτος δεν εμπεριέχει τι ικανοποιούν την περιέργειάν μας· δεν μας χορηγεί πληροφορίαν τινά περί της ζωής του, δεν αποκαλύπτει περιπετειώδες τι ανέκδοτον· μας λέγει μόνον πως εις την γλυκείαν και ιεράν παιδικότητά του «ηύξανε το παιδίον, και εκραταιούτο πνεύματι, πληρούμενον σοφίας· και χάρις Θεού ην επ' αυτό». Εις την περίοδον ταύτην του βίου του δυνάμεθα να εφαρμόσωμεν και το επόμενον εδάφιον: «Και Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία, και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις». Η ανάπτυξίς του ήτο καθαρώς ανθρωπίνη ανάπτυξις. Δεν ήλθεν εις τον κόσμον πεπροικισμένος με απειρίαν γνώσεων, αλλ' ως μας λέγει ο Λουκάς προέκοπτε βαθμηδόν σοφία. Δεν ήτο θωρακισμένος διά σιδηράς δυνάμεως, ησθάνετο όλους τους πειρασμούς της αδυναμίας και της ατελείας της ανθρωπινής φύσεως. Ηύξησεν όπως και οι άλλοι άνθρωποι, και η παιδική του ηλικία είχεν ένα ακηλίδωτον και αναμάρτητον κάλλος, όπως την άνοιξιν τα άνθη των ρόδων και όπως τα κρίνα παρά τα ύδατα.
Τα Ευαγγέλια όθεν τηρούσι βαθυτάτην σιωπήν διά την περίοδον ταύτην του βίου του Ιησού· αλλ' οία ευγλωττία εν τη σιωπή ταυτή! Εν πρώτοις δυνάμεθα να την ερμηνεύσωμεν ως δείγμα και ως επιβεβαίωσιν της αξιοπιστίας των. Βλέπομεν εκ της σιωπής ταύτης ότι οι Ευαγγελισταί ήθελον να είπουν την απλήν και καθαράν αλήθειαν, και όχι να χαλκεύσουν απιθάνους ή ευλογοφανείς μύθους. Ότι ο Χριστός διήλθε τριάκοντα έτη του βραχυτάτου βίου του τού επιγείου εις έν άσημον χωρίον· ότι ηύξησε και ηνδρώθη όχι μόνον εις μίαν κατακτηθείσαν χώραν, αλλά και εις την μάλλον περιφρονημένην επαρχίαν της· ότι καθ' όλον το μακρόν χρονικόν διάστημα ουδέν εγένετο θαύμα αλλόκοτον και υπερφυσικόν, όπως αναγγείλη και αποκαλύψη και δοξάση τον ερχόμενον Βασιλέα, είνε πράγματα, τα οποία, ουδείς ηδύνατο να περιμένη και τα οποία ουδείς ηδύνατο να φαντασθή ή να εφεύρη.
Και όμως ούτω συνέβησαν και οι Ευαγγελισταί συνεπώς αφηγούνται αυτά όπως συνέβησαν· και το γεγονός ότι αντιφάσκουν προς παν ό,τι ηδυνάμεθα ημείς να φαντασθώμεν είνε μία επιπρόσθετος απόδειξίς της αληθείας των. Επιπρόσθετος απόδειξις, διότι οι Ευαγγελισταί ήσαν προδιατεθειμένοι να πιστεύουν όπως και ημείς το υπερφυσικόν και το απίθανον. Αν συνέβαινε τι θαυμαστόν και παράδοξον κατά την παιδικήν ηλικίαν του Κυρίου ημών δεν θα εδίσταζον φυσικώς να το αναγράψουν ως έντιμοι και ειλικρινείς μάρτυρες· αν ήσαν ψευδόλογοι και αναξιόπιστοι θα εφεύρισκον υπερβολάς και θαύματα, αν δεν συνέβαινον τοιαύτα.
Δεν έχομεν παρά να στραφώμεν εις τα Απόκρυφα Ευαγγέλια διά να ίδωμεν πόσον ριζικώς διαφέρει το ψευδές ανθρώπινον ιδεώδες από τα αληθή γεγονότα. Βλέπομεν εκ τούτων πως οι μυθολόγοι του χριστιανισμού, αιρετικοί εκ συστήματος, ακολουθούντες τας φυσικάς ροπάς των, τας ήκιστα πνευματικάς περιβάλλουν την παιδικήν ηλικίαν του Χριστού με θάμβος θαυμάτων και μας την παριστάνουν ως παντοδύναμον, τρομακτικήν, υπερφυσικήν. Απόδειξις του ότι οι Ευαγγελισταί εμφορούνται υπό του πνεύματος του θείου, αφηγούμενοι τον βίον Εκείνου, παρ' ω ο Θεός απεκαλύφθη εις άνθρωπον, είνε ότι όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον ανακαλύπτομεν ότι τας γενικάς εκείνας γραμμάς της ιεράς αφηγήσεως δεν δύναται να τας θίξη μια βέβηλος και ασεβής χειρ, χωρίς να τας μολύνη και να τας διαστρεβλώση. Εάν οι συγγραφείς των αποκρύφων εσκόπευον να επιβάλουν εις τους μεταγενεστέρους τας παραδόσεις των ως αληθή ιστορίαν ή ως μυθολογίαν, είνε τουλάχιστον βέβαιον, ότι ως επί το πλείστον ήθελον να περιβάλουν το μέτωπον του Χριστού με φωτοστέφανον τιμής. Πόσον εν τούτοις αι ιστορίαι των τον σμικρύνουν και τον ατιμάζουν και τον παρανοούν! Πόσον είνε η ευγενής απλότης της ευαγγελικής εκείνης σιωπής απείρως ανωτέρα όλων των περί της παιδικής παντοδυναμίας του Χριστού μυθευμάτων, εκ των οποίων βρίθουν το Πρωτευάγγελον και ο ψευδο-Ματθαίος και το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας! Ήθελον να δοξάσουν τον Χριστόν αλλ' ουδείς μύθος δύναται να τον δοξάση· ο περί αυτού άλλα εκτός της αληθείας φανταζόμενος τον ταπεινόνει· ο Ιησούς αντιπροσωπεύει την ασθενή, την ατελή, την υπό πειρασμών κατατρυχομένην φύσιν του ανθρώπου μαζύ με την θείαν και άψογον υπόστασιν. Ο παιδικός Χριστός των Ευαγγελίων είνε απλοϊκός και γλυκύς, ευπειθής και ταπεινός· υπακούει εις τους Γονείς Του. Επιδίδεται εις τας ενασχολήσεις Του τας οικογενειακάς και εις τας ενασχολήσεις της ηλικίας Του· αγαπά όλους τους ανθρώπους, και όλοι οι άνθρωποι αγαπούν το αγνόν, το χαριτωμένον και ευγενές Παιδίον. Γνωρίζει ήδη ότι ο Θεός είνε ο Πατήρ Του, και του Θεού η χάρις καταλούει Αυτόν ηδέως ως το φως της ημέρας, ή ως η δρόσος του ουρανού, και καταλάμπει ως αδιόρατος φωτοστέφανος περί το παιδικόν και άγιον μέτωπόν του. Αόρατον με τας πτέρυγάς του τας αργυράς και με τα χρυσά πτερά του, το Πνεύμα το Άγιον κατήλθεν εν είδει περιστεράς και ανέλαβεν υπό την προστασίαν του το θείον Τέκνον. Πόσον όμως διαφορετικός είνε ο παιδικός Χριστός των Αποκρύφων Ευαγγελίων! Είνε κακοποιός, προπετής, οιηματίας, μνησίκακος, εκδικητικός. Μερικά εκ των θαυμάτων των αποδιδομένων εις αυτόν είνε άσκοπα και παιδαριώδη, — όπως όταν κομίζη το χυθέν ύδωρ εντός της εσθήτος του· ή μακραίνει την κοντήν σανίδα εις το απαιτούμενον μήκος· ή πλάσσει στρουθία με πηλόν και εμφυσά εις αυτά ζωήν και τα κάμνει να πετούν, ή ρίπτει όλα τα ενδύματα εντός της σκάφης του βαφέως και τα εξάγει κατόπιν έκαστον βαμμένον με το απαιτούμενον χρώμα. Μερικά όμως εξ άλλου είνε απλώς παράλογα και αηδή, ως όταν κακίζει και καταισχύνει και επιβάλλει σιωπήν εις τους θέλοντας να τον διδάξουν· ή επιπλήττει τον Ιωσήφ· ή μεταμορφόνει τους παιδικούς συντρόφους του εις ερίφια. Άλλα είνε πάλιν σκληρά και βλάσφημα, όπως όταν με μίαν μόνην κατάραν θανατόνει τα παιδία, τα οποία τον υβρίζουν ή τρέχουν κατόπιν του, μέχρις ότου, εγείρεται τέλος θύελλα λαϊκής αγανακτήσεως και η Μαρία φοβείται να τον αφήση να εξέλθη από την οικίαν. Εις μίαν επιμελή έρευναν και εξέτασιν όλων αυτών των δυσπέπτων, των ακαλαίσθητων και συχνάκις πονηρών μύθων, ευρίσκω έν μόνον ανέκδοτον εις ο υπάρχει δόσις τις αληθούς αισθήματος και πιθανότητος αληθείας· και τούτο μόνον μνημονεύω, διότι είνε οπωσδήποτε αβλαβές και ίσως βασίζεται επί πατροπαραδότου τινός γεγονότος. Είνε από το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής ηλικίας του Χριστού, του οποίου την θαυμασίαν μετάφρασιν οφείλομεν εις τον κ. Χάρρις Κόουπερ, και έχει ως εξής:
«Εις το Όρος Αδάρ συνήθροισεν ο Ιησούς τα παιδία ως αν ήτο Βασιλεύς των· έστρωσαν τα ενδύματά των εις το έδαφος, και εκάθησεν επ' αυτών. Τότε έθεσαν εις την κεφαλήν του στέμμα εξ ανθέων, και ωσάν ακόλουθοι ευλαβείς προ Βασιλέως, εστάθησαν εν τάξει προ αυτού δεξιόθεν και αριστερόθεν. Και τα παιδία συνελάμβανον διά της βίας οιονδήποτε διερχόμενον εκείθεν και εκραύγαζον προς αυτόν: «Ελθέ και προσκύνησον τον Βασιλέα, έπειτα εξακολούθησον τον δρόμον σου!»
Δεν είμαι εν τούτοις βέβαιος αν δεν αντιφάσκει προς την σιωπήν των Ευαγγελίων ακόμη και αυτή η χαριέσσα και απλοϊκή ιστορία· διότι, το παιδίον Ιησούς προπαρασκευάσθη διά το μέγα επί γης έργον του ησύχως και αφανώς, εν προσευχή και κατανύξει, εν τω μέσω των ηρέμων οικογενειακών ασχολιών του, — όπως ο Δαυίδ μεταξύ των ποιμνίων, όπως ο Ιερεμίας εις το ήσυχον σπήτι του εν Αναθώθ της γης Βενιαμίν, όπως ο Αμώς εις τα άλση τον συκομορεών της Θεκουέ. Η ζωή του η εξωτερική ήτο η ζωή όλων εκείνων οι οποίοι ήσαν της αυτής ηλικίας και είχον την αυτήν κοινωνικήν θέσιν. Έζη όπως έζων και τα άλλα παιδία των χωρικών εις εκείνην την φιλήσυχον κωμόπολιν. Εκείνος όστις είδε τα παιδία της Ναζαρέτ με τα ερυθρά των καφτάνια, και τους λαμπρούς χιτόνας των τους μεταξίνους ή μαλλίνους, ζωσμένα με τας ζώνας των τας πολυχρώμους, και κάποτε φέροντα και τα πλατέα επανωφόριά των τα κυανά ή λευκά, — εκείνος όστις παρηκολούθησε τας πολυθορύβους και φαιδράς παιδιάς των και ήκουσε τους αργυροήχους γέλωτάς των, εκεί όπου πλανώνται ανά τους λόφους της μικράς γενεθλίου κοιλάδος των, ή παίζουν καθ' ομίλους επί των κλιτύων παρά την γλυκείαν και άφθονον πηγήν των, — δύναται ίσως να σχηματίση ιδέαν τινά περί του πώς εφαίνετο και πώς έπαιζεν ο Ιησούς όταν ήτο και αυτός μικρόν παιδίον. Και ο περιηγητής όστις ηκολούθησεν όπως εγώ, μερικά εξ εκείνων των παιδίων εις τας απλοϊκάς οικίας των και είδε την πενιχράν επίπλωσιν, την λιτήν αλλ' υγιεινήν τροφήν, την ήρεμον και πατριαρχικήν ζωήν, δύναται ν' αναπαραστήση ζωηρώς κατά νουν τον τρόπον καθ' ον έζη ο Ιησούς. Ουδέν ωραιότερον εκείνων των οικιών, εις τας λευκάς στέγας τον οποίων λιάζονται αι περιστεραί και τας οποίας αγκαλιάζουν τα κλήματα. Οι τοίχοι είνε επεστρωμένοι με τάπητας· τα υποδήματα και τα σανδάλια αφίνονται εις το κατώφλιον· από το κέντρον κρέμαται μία λυχνία, ήτις αποτελεί το μόνον κόσμημα της οικίας· εις έν ερμάριον εις τον τοίχον είνε κλεισμένον το ξύλινον κιβώτιον, το βαμμένον με ζωηρά χρώματα, εντός του οποίου φυλάσσονται τα βιβλία ή άλλα πολύτιμα κτήματα της οικογενείας· παρά την θύραν είνε τοποθετημένα τα μεγάλα κοινά δοχεία τα πήλινα και πλήρη ύδατος, με τα στόμιά των βουλωμένα από πράσινα φύλλα αρωματικών πολλάκις θάμνων, διά να διατηρήται το νερόν δροσερόν. Την ώραν του γεύματος ένα ξύλινον σκαμνί τοποθετείται εις το κέντρον του δωματίου, ένας μέγας δίσκος τίθεται επ' αυτού, και εντός τούτου το κοινόν πιάτον το πλήρες φαγητού, από το οποίον τρώγει όλη ανεξαιρέτως η οικογένεια. Προ και μετά το γεύμα, ο υπηρέτης ή το νεαρώτερον μέλος της οικογενείας, χύνει ύδωρ υπέρ τας χείρας όλων. Τόσον ήσυχος, τόσον απλή, τόσον ταπεινή ήτο η ζωή της οικογενείας εν Ναζαρέτ.
Η ευσέβεια και η φαντασία τον ζωγράφων των πρώτων μεσαιωνικών χρόνων μας αναπαρέστησαν όλως διαφορετικήν εικόνα. Οι πλούσιοι χρωστήρες του Γιόττο και του Φρα Αντζέλικο εζωγράφησαν την Παρθένον και το Τέκνον της, καθημένους επί μεγαλοπρεπών θρόνων, υπό ουρανούς χρυσούς· τους ενέδυσαν με χρώματα πλούσια ωσάν του θέρους και αβρά ως των ανθέων της ανοίξεως, και εκόσμησαν τα κράσπεδα των εσθήτων με χρυσά κεντήματα και τους εστεφάνωσαν με ανεκτιμήτους αδάμαντας. Πολύ διάφορος ήτο η πραγματικότης. Όταν ο Ιωσήφ επέστρεψεν εις την Ναζαρέτ, εγνώριζε κάλιστα ότι μετέβαινεν εις μέρος περιωρισμένον, όπου θα έζη ασφαλής, και ότι ολόκληρος η ζωή της Παρθένου και του θείου Τέκνου θα κατηναλίσκετο όχι εις το πλήρες φως της δόξης και του πλούτου, αλλ' εν κρυπτώ εν πενία και εν εργασία.
Εν τούτοις η πενία αυτή δεν ήτο και των πάντων η απόλυτος στέρησις· δεν υπήρχεν εις αυτήν τι το άθλιον και βδελυρόν· ήτο γλυκεία, απλή, αυτάρκης, ευδαίμων και μάλιστα πλήρης χαράς και πλήρης ευφροσύνης. Η Μαρία, όπως αι άλλαι γυναίκες της τάξεως της, ύφαινε και εμαγείρευε και μετέβαινε προς αγοράν καρπών και κάθε εσπέραν επεσκέπτετο την πηγήν, εις την οποίαν εδόθη και το όνομα «Η πηγή της Παρθένου», με την στάμναν της επί του ώμου ή επί της κεφαλής. Ο Ιησούς έπαιξε και υπήκουε, και εβοήθει τους γονείς του εις την καθημερινήν εργασίαν των και επεσκέπτετο την Συναγωγήν κάθε Σάββατον. «Υπήρχέ ποτε, λέγει ο Λούθηρος, ευσεβής τις και άγιος Επίσκοπος, όστις ικέτευεν ενθέρμως τον Θεόν να τω αποκαλύψη τι έπραττεν ο Ιησούς κατά την νεότητά του. Και ο Επίσκοπος είδε μίαν φοράν όνειρον αποκαλυπτικόν. Του εφαίνετο ότι έβλεπε καθ' ύπνους ένα ξυλουργόν εργαζόμενον και πλησίον του μικρόν τι παιδίον, το οποίον συνήθροιζε σχίδακας. Τότε εισήλθεν εις το εργαστήριον μία παρθένος ενδεδυμένη πράσινα, ήτις τους εκάλεσεν εις το γεύμα και παρέθηκεν εις αυτούς ζωμόν. Όλην αυτήν την σκηνήν ενόμιζεν ότι την έβλεπεν ο Επίσκοπος κρυμμένος όπισθεν της θύρας, διά να μη τον βλέπουν. Τότε ήνοιξε το στόμα του το μικρόν παιδίον και είπε: «Διατί αυτός ο άνθρωπος στέκεται εκεί; Δεν θα έλθη και αυτός να φάγη μαζύ μας;» Και τούτο τόσον πολύ ετρόμαξε τον Επίσκοπον, ώστε αμέσως εξύπνησεν. Είτε αληθής είτε ψευδής είνε η ιστορία αύτη, — προσθέτει ο Λούθηρος — δεν θα παύσω να πιστεύω ότι ο Χριστός κατά την παιδικήν ηλικίαν του και την νεότητά του ήτο και έπραττεν, ως παν άλλο παιδίον, αναμάρτητον όμως και προώρως ανδρικόν.»
Ο Ματθαίος μας πληροφορεί ότι διά της εγκαταστάσεως της Ιεράς Οικογενείας εν Ναζαρέτ επληρώθη η αρχαία προφητεία «Ναζωραίος κληθήσεται». Είνε γνωστόν, ότι η ρήσις αύτη δεν απαντά εις ουδεμίαν εκ των διασωθεισών προφητειών. Αν είνε αληθές, ότι ο τίτλος ούτος εδίδετο περιφρονητικώς, ως δυνάμεθα να συμπεράνωμεν εκ της παροιμιώδους φράσεως του Ναθαναήλ, καθ' ην ουδέν αγαθόν δύναται να προκύψη εκ Ναζαρέτ, ο Ματθαίος τότε φαίνεται ότι συνώψισε διά της εκφράσεως ταύτης τας διαφόρους προφητείας, τας οποίας τόσον ολίγον ηννόουν οι ομόφυλοί του και δι' ων υπεδηλούτο ο ελευσόμενος Μεσσίας, ως άνθρωπος θλίψεων, ως άνθρωπος όστις πολλά θα υπέφερεν. Ακόμη και μέχρι σήμερον ο «Ναζαρηνός» είνε επωνυμία υβριστική. Οι Ταλμουδισταί αποκαλούν πάντοτε τον Χριστόν «Χανοζερί.» Λέγεται ότι ο Ιουλιανός εψήφισε να προσαγορεύωνται οι Χριστιανοί με ένα τίτλον ολιγώτερον τιμητικόν, «Γαλιλαίοι»· και μέχρι σήμερον ακόμη οι Χριστιανοί της Παλαιστίνης είνε γνωστοί υπό το όνομα Ν ο υ σ ά ρ α ι. Αλλ' η ερμηνεία κατά την οποίαν ο Ματθαίος υπαινίσσεται τα χωρία εκείνα των προφητειών, εις τα οποία ο Ιησούς αποκαλείται «Κλάδος», φαίνεται πολύ πιθανωτέρα. Το χωρίον δυνατόν ν' απεκλήθη Ναζαρέτ μόνον ένεκα των αφθόνων φυλλωμάτων του· αλλ' η Παλαιά Διαθήκη είνε πλήρης αποδείξεων, ότι οι Εβραίοι, — οίτινες προκειμένου περί φιλολογίας ησπάζοντο το σύστημα των Αναλογιστών, — έδιδον άπειρον και μυστικήν σημασίαν εις τας ομοιότητας εν τη απηχήσει των λέξεων. Ο Ματθαίος γνήσιος Εβραίος, έβλεπεν αδιστάκτως προφητικήν σημασίαν εις την διαμονην του Χριστού εν τη πόλει ταύτη της Γαλιλαίας, διότι το όνομά της υπενθύμιζε τον τίτλον «Κλάδος» με τον οποίον εχαρακτηρίσθη εν τη προφητεία του Ησαΐου.
«Μη γαρ εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται;» ηρώτησεν ο θαυμάζων λαός. «Ερεύνησον και ιδέ!», είπον οι Φαρισαίοι εις τον Νικόδημον, «ότι προφήτης εκ της Γαλιλαίας ουκ εγήγερται.» Δεν χρειάζεται πολύς κόπος ούτε εμβριθής τις αναδίφησις των Γραφών, όπως ανακαλύψωμεν ότι οι λόγοι ούτοι προήρχοντο εξ αγνοίας των γεγονότων ή ότι ήσαν ψευδείς· διότι αν μη ο Βαράκ ο ελευθερωτής, και ο κριτής Ελών και η Άννα η προφήτις, εν τούτοις τρεις, αν όχι τέσσαρες εκ των μεγαλειτέρων προφητών, ο Ιωνάς, ο Ηλίας, ο Ωσηέ και ο Ναούμ, εγεννήθησαν ή επροφήτευσαν εν τη περιοχή της Γαλιλαίας. Και παρ' όλην την περιφρόνησιν με την οποίαν εγίνετο λόγος περί αυτής, η μικρά Ναζαρέτ, κειμένη εις μίαν υγιεινήν και περίκλειστον κοιλάδα, συνορεύουσαν με μεγάλα έθνη, και εν τω κέντρω αναμίκτου πληθυσμού, ήτο καταλληλοτάτη όπως αποβή τόπος διαμονής του Κυρίου ημών και σκηνή της προκοπής εκείνης «εν σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις».
Ό Ιησούς εις ηλικίαν δώδεκα ετών. — Ταξείδιον από Ναζαρέτ εις Ιερουσαλήμ. — Σκηναί καθ' οδόν. — Ο Ιησούς χάνει την συνοδείαν. — Η αναζήτησις. — Ο Ραββί εν τω Ναώ. — «Ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς». — «Τι ότι εζητείτε με;». — Υποταγή.
Όπως υπάρχει έν ημισφαίριον της σελήνης, το οποίον εν τη ολότητι αυτού ουδέποτε είδεν ο οφθαλμός του ανθρώπου, ενώ ταυτοχρόνως αι κινήσεις του ουρανίου τούτου σώματος μας βοηθούν εις το να μαντεύσωμεν και να καθορίζωμεν ασφαλώς τον γενικόν χαρακτήρα του και την αληθή όψιν του, ούτω και εις τον βίον του Χριστού υπάρχει έν μέγα μέρος περί του οποίου ουδεμία παρέχεται εις ημάς λεπτομέρεια· εν τούτοις, εκ των όσων ήδη γνωρίζομεν χύνεται φως τόσον ζωηράς εντάσεως, ώστε είμεθα εις θέσιν να μαντεύωμεν ότι ηγνοούμεν και να συμπληρώμεν ασφαλώς παν ό,τι είνε κενόν και χασματώδες.
Και πάλιν, όταν η σελήνη είνε εις το πρώτον τέταρτον, ολίγα φωτεινά σημεία είνε ορατά διά του τηλεσκοπίου επί του μέρους της του αφωτίστου· τα φωτεινά ταύτα σημεία είνε κορυφαί ορέων, τόσον υψηλαί ώστε προσπίπτουν επ' αυτών αι ηλιακαί ακτίνες. Έν τοιούτον σημείον λαμπηδόνος και μεγαλείου αποκαλύπτεται εις ημάς εν τη άλλως ανεξερευνήτω χώρα της νεότητος του Χριστού, και τόσον φως προχέει και είνε τόση η δύναμίς του η αποκαλυπτική, ώστε δυνάμεθα να ρίψωμεν ασφαλές βλέμμα εις ολόκληρον το μέρος τούτο της ζωής του. Και διά να είμεθα πλέον καταληπτοί, το φωτεινόν τούτο σημείον είνε έν ανέκδοτον της παιδικής ηλικίας του Σωτήρος. Και είνε το ανέκδοτον τούτο η μόνη φωτεινή πληροφορία, ήτις χορηγείται εις ημάς περί του Χριστού ως παιδίου μετά την άφιξίν του εις Ναζαρέτ.
Οι Ιουδαίοι διήρουν την παιδικήν ηλικίαν και την νεανικήν ηλικίαν εις οκτώ στάδια: του νηπίου (γιελέδ)· του θηλάζοντος (γιονέκ)· του θηλάζοντος μεν ακόμη, αλλά μεγαλειτέρου την ηλικίαν (ολέλ)· του απογαλακτισμένου παιδίου. (γκαμούλ)· του παιδίου, όπερ δεν αποχωρίζεται ακόμη της μητρός του (ταφ)· του παιδίου του μάλλον ανεπτυγμένου (ουλέμ)· του αυξάνοντος (ναάρ)· του ωρίμου (βραχούρ). Τα Ευαγγέλια μας χορηγούν πληροφορίας διά τον Ιησούν όταν ήτο νήπιον, όταν απεγαλακτίσθη και όταν ήτο παιδίον.
Το δωδέκατον έτος της ηλικίας ήτο κρίσιμον διά τα παιδία των Εβραίων. Ήτο η ηλικία καθ' ην, συμφώνως προς τας Εβραϊκάς παραδόσεις, ο Μωυσής είχε καταλίπει τον οίκον της θυγατρός του Φαραώ· και ο Σαμουήλ είχεν ακούσει την φωνήν ήτις εκάλεσεν αυτόν εις το προφητικόν έργον· και ο Σολομών εξήνεγκε την κρίσιν, διά της οποίας απεκαλύφθη το πρώτον η σοφία του· και ο Ιωσίας ωνειρεύθη την μεγάλην αναμόρφωσίν του. Εις την ηλικίαν αυτήν, έν παιδίον οιασδήποτε κοινωνικής τάξεως ηναγκάζετο τη διαταγή των Ραββί και συμφώνως προς τα έθιμα της χώρας να εκμάθη έν επάγγελμα προς πορισμόν του ιδίου άρτου. Και μάλιστα τόσον πολύ εχειραφετείτο από την πατρικήν εξουσίαν, ώστε οι γονείς του δεν ηδύναντο πλέον να το πωλήσουν ως δούλον. Μετά έν έτος καθίστατο «μπεν-χατ-τοράχ», ή «Υιός του Νόμου». Μέχρι συμπληρώσεως του δεκάτου τρίτου έτους εκαλείτο «κατόν», ή «μικρός». Ύστερον εγίνετο «γκατόλ» ή «ανεπτυγμένος» και εθεωρείτο μάλλον ανήρ· μετά το στάδιον τούτο ήρχιζε να φέρη «τεφιλλίν» ή «φυλακτήρια» και παρουσιάζετο μίαν ημέραν του Σαββάτου υπό του πατρός του εις την Συναγωγήν, ήτις ωνομάζετο διά τούτο «σαββάθ τεφιλλίν». Περιπλέον, κατά τινα ραββανικήν πραγματείαν, το «Σεφέρ Γιλγουλίμ», το μέχρι της ηλικίας ταύτης παιδίον κατείχε μόνον το «νεφέχ», τουτέστι την ζωήν του ζώου· αλλ' από τούδε και εις το εξής ήρχιζε ν' αποκτά το «ρουάχ», ήτοι το πνεύμα, όπερ, αν ήτο ενάρετος ο βίος του, ανεπτύσσετο κατά το εικοστόν έτος της ηλικίας εις «νισάμα», ήτοι ψυχήν ορθοφρονούσαν.
Η περίοδος αύτη επίσης, — η συμπλήρωσις του δωδεκάτου έτους, — εσημείονε μιαν οριστικήν εποχήν εις την ανατροφήν ενός εβραιόπαιδος. Κατά τον Ιούδαν Βεν Τέμαν, εις ηλικίαν πέντε ετών ώφειλε να μελετήση τας Γραφάς, εις ηλικίαν δέκα το «Μισνά», ήτοι την συλλογήν των Ιουδαϊκών νόμων και των αποφάσεων των ραββίνων, και εις ηλικίαν δεκατριών ετών το Ταλμούδ· κατά το δέκατον όγδοον έτος ώφειλε να νυμφευθή, κατά το εικοστόν ν' αποκτήση πλούτη, το τριακοστόν δύναμιν και ρώμην, το τεσσαρακοστόν φρόνησιν και ούτω καθεξής μέχρι θανάτου. Δεν πρέπει δε να λησμονώμεν σχετικώς προς ταύτα, ότι η εβραϊκή φυλή, και μάλιστα γενικώς όλοι οι Ανατολίται αναπτύσσονται πρωιμώτερον ημών και ότι παιδία δωδεκαετή (όπως μας πληροφορεί ο Ιώσηπος) ηδύναντο να μάχωνται εις τον πόλεμον και εμάχοντο, ότι δε προς μεγάλην βλάβην της φυλής, η συμπλήρωσις του δωδεκάτου έτους θεωρείται ως ηλικία γάμου μεταξύ των Εβραίων της Παλαιστίνης και της Μικράς Ασίας.
Οι γονείς του Κυρίου ημών συνείθιζον κατ' έτος να επισκέπτωνται την Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν του Πάσχα. Αι γυναίκες, είνε αληθές, δεν εμνημονεύοντο εν τω νόμω, όστις απήτει την εν τω ναώ παρουσίαν όλων των αρρένων κατά τας τρείς μεγάλας ενιαυσίους εορτάς του Πάσχα, της Πεντηκοστής και της Σκηνοπηγίας· αλλ' η Μαρία, ευλαβώς τηρούσα τον κανόνα του Χιλλήλ συνώδευε κατ' έτος τον μνήστορά της, και εις την περίστασιν ταύτην παρελάμβανον μεθ' εαυτών και το παιδίον Ιησούν, όπερ ήρχιζε τώρα να διατρέχη μίαν ηλικίαν συνεπαγομένην την ευθύνην του νόμου. Και δυνάμεθα ευκόλως να φαντασθώμεν πόσον ισχυρά ήτο εις την ανάπτυξίν του την ανθρωπίνην η επίδρασις της παραβάσεως εκείνης των κανόνων του μοναχικού και καθιστικού βίου· της εισόδου εκείνης εις τον μέγαν εξωτερικόν κόσμον· εκείνης της οδοιπορίας διά μέσου μιας χώρας, της οποίας πας λόφος και παν χωρίον ανεκάλει και μίαν ανάμνησιν εις το πνεύμα· της πρώτης επισκέψεως εις εκείνον τον Ναόν του Πατρός του, όστις συνεδέετο με τόσα έκτακτα γεγονότα εν τη ιστορία των βασιλέων προγόνων του και των προδρόμων του προφητών.
Η Ναζαρέτ κείται εις απόστασιν οκτώ περίπου μιλίων από την Ιερουσαλήμ, και παρ' όλην την σφοδράν και την πλήρη αντιζηλιών εχθρότητα των Σαμαρειτών, είναι πιθανόν ότι η μεγάλη και πολυάριθμος συνοδία των Γαλιλαίων προσκυνητών ηκολούθησε τον δρόμον τον ευθύτερον και ολιγώτερον επικίνδυνον, όστις εξετείνετο διά των χωρών του Μανασσή και του Εφραΐμ. Καταλιπόντες τους λόφους τους κυκλικώς περιβάλλοντας την μικράν πόλιν, ωσάν πέταλα ανοίγοντος ρόδου, κατά την ωραίαν παρομοίωσιν του Ιερεμίου, κατήλθον διά της στενής και υπό ανθέων περιχειλιζομένης ατραπού, ήτις άγει εις την μεγάλην κοιλάδα του Ιεσραέλ. Επειδή δε το Πάσχα συμπίπτει κατά τα τέλη Μαρτίου και εις τας αρχάς Απριλίου, η χώρα ήτο περιβεβλημένη την λαμπροτέραν, την μάλλον χλοάζουσαν και ερασμιωτέραν όψιν της, και τα άκρα των σταχυοσπάρτων αγρών εκατέρωθεν του δρόμου, του απλουμένου διά μέσου της ευρείας κοιλάδος, ήσαν ούτως ειπείν κεντημένα, ως ο χιτών του Μεγάλου Ιερέως, με κυανά και με πορφυρά και με κόκκινα άνθη αναρίθμητα. Πέραν του αρχαίου ποταμού Κισόν, ο δρόμος ήγεν εις το Εν- Γανμέν, όπου παρά τας πηγάς και εν τω μέσω των σκιερών και ωραίων κήπων, οίτινες στολίζουν ακόμη το μέρος, οι προσκυνηταί εσταμάτησαν όπως αναπαυθούν την νύκτα. Την ακόλουθον ημέραν ήρχισαν βεβαίως ανερχόμενοι τα όρη του Μανασσή και διέβησαν τον «Πνιγόμενον Λειμώνα», όπως καλείται σήμερον, και διέσχισαν τα πλούσια δάση των συκών και τους ελαιώνας, οίτινες καλύπτουν εκείνο το διαμέρισμα, και άφησαν προς τα δεξιά τους λόφους, οίτινες εις το έκπαγλον κάλλος των αποτελούν το «στέμμα της υπερηφανείας» διά την οποίαν εκαυχάτο η Σαμάρεια, αλλ' ήτις κατά του προφήτου την πρόρρησιν θα ήτο ως «άνθος μαραινόμενον». Ο δεύτερος σταθμός των ήτο πιθανώς παρά το φρέαρ του Ιακώβ, εν τη ωραία και ευφόρω κοιλάδι μεταξύ του Εβάλ και του Γεριζίμ, και ουχί μακράν της αρχαίας Σηχέμ. Η οδοιπορία της τρίτης ημέρας τους έφερε πιθανώς πέραν του Σιλόχ, του Βεθήλ και του Βηρόθ· και μετά βραχύν σταθμόν, και μετ' ολίγον ακόμη δρόμον, ευρέθησαν απέναντι των πύργων της Ιερουσαλήμ. Το πτέρωμα το βέβηλον του ρωμαϊκού αετού εσκίαζεν ήδη την Ιεράν Πόλιν· αλλά δεσπόζων των τειχών της, ήστραπτεν ακόμη ο μέγας Ναός, με τας χρυσάς στέγας του και τας μαρμαρίνους κιονοστοιχίας του, και ήτο ακόμη η Ιερουσαλήμ την οποίαν έψαλλεν ο Δαυίδ ο Βασιλεύς, και διά την οποίαν ελαχτάριζαν με τόσον πόνον οι εξόριστοι, παρά τα ύδατα της Βαβυλώνος, όταν έλαβον τας άρπας των από τας ιτέας διά να τονίσουν το θρηνώδες άσμα των. Ποίος δύναται ν' αναμετρήση την άφραστον συγκίνησιν, με την οποίαν το παιδίον Ιησούς απελάμβανε το αλησμόνητον εκείνο θέαμα;
Οι προσκυνηταί, οι συρρέοντες κατά το Πάσχα εις την Ιερουσαλήμ από όλας τας χώρας της Ανατολής, ήσαν απειράριθμοι. Η πόλις δεν ηδύνατο να τους χωρέση ευκόλως· και όπως τώρα, οι οδοιπόροι έφερον και τότε μεθ' εαυτών τας σκηνάς των και όλα τα σκεύη τα εξυπηρετούντα τας πρώτας ανάγκας των. Η εορτή διήρκει μίαν εβδομάδα, — μίαν εβδομάδα πιθανώς αρρήτου ευδαιμονίας και ισχυρών θρησκευτικών συγκινήσεων· και με τους ημιόνους των και με τους ίππους των και με τους όνους των και τας καμήλους των, οι ευσεβείς προσκυνηταί εξεκένουν τα καταληφθέντα μέρη και ανεχώρουν διά τας εστίας των. Ο δρόμος εζωογονείτο από την φαιδρότητα και ήτο μία ακατάπαυστος μουσική και έν αδιάκοπον άσμα και μία κατανυκτική ψαλμωδία. Την μονοτονίαν και την οχληρότητα της πεζοπορίας διεσκέδαζον πολλάκις με τους ήχους τυμπάνων και με άσματα και με ψαλμούς, και εσταμάτων προς αναψυχήν, δροσιζόμενοι εις τα φρέατα ή εις τας κρυσταλλώδεις και αφθόνους πηγάς. Αι πεπλοφόροι γυναίκες και οι μεγαλοπρεπείς γέροντες επέβαινον ως επί το πλείστον υποζυγίων, ενώ οι υιοί των ή οι αδελφοί των, μακράς ράβδους φέροντες εις τας χείρας, έσυρον κατά μήκος του δρόμου τα ζώα με τα έμψυχα και τα άψυχα φορτία των. Τα παιδία πολλάκις εβάδιζον παίζοντα παρά το πλευρόν των γονέων των, και όταν εκουράζοντο ανήρχοντο επί ίππου ή ημιόνου. Δεν ευρίσκω ουδέν ίχνος του ισχυρισμού ή της εικασίας του Βεδ, ότι αι γυναίκες και τα παιδία και οι άνδρες αποτέλουν τρεις διακεκριμένας τάξεις εν τη συνοδεία, και τοιαύτη βεβαίως συνήθεια δεν επικρατεί ούτε κατά τους νεωτέρους χρόνους. Αλλ' εν πάση περιπτώσει, εις ένα τοιούτον ωκεανόν ανθρωπίνων πλασμάτων, πόσον ήτο εύκολον ν' απολεσθή ή να παραπλανηθή έν μικρόν παιδίον!
Η απόκρυφος παράδοσις λέγει, ότι κατά την εξ Ιερουσαλήμ προς την Ναζαρέτ οδοιπορίαν το παιδίον Ιησούς αφήκε την συνοδίαν και επέστρεψεν εις την Ιεράν Πόλιν. Με μεγαλειτέραν ειλικρίνειαν και απλότητα, ο Λουκάς μας πληροφορεί ότι ο Χριστός, απορροφημένος κατά πάσαν πιθανότητα υπό νέων και υψηλών συγκινήσεων, «υπέμεινεν εν Ιερουσαλήμ». Παρήλθε μία ολόκληρος ημέρα προτού ανακαλύψουν οι γονείς την απώλειαν του παιδίου· τούτο βεβαίως συνέβη την εσπέραν, όταν εσταμάτησαν ν' αναπαυθούν, και όλην την ημέραν ήσαν απηλλαγμένοι πάσης ανησυχίας, υποθέτοντες ότι το παιδίον ήτο με άλλον τινά όμιλον φίλων ή συγγενών εκ της συνοδίας. Αλλ' όταν ήλθεν η νυξ, και ανεζήτησαν επιμελώς και ουδέν ίχνος εύρον, είδον μετ' απελπισίας ότι ο Ιησούς είχεν απολεσθή χωρισθείς της συνοδίας. Την ακόλουθον ημέραν, ανήσυχοι και αγωνιώντες, αισθανόμενοι ίσως τύψεις συνειδήσεως, διότι δεν κατέβαλον την δέουσαν προσοχήν, υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, ζητούντες το παιδίον. Η χώρα ευρίσκετο εις αγρίαν και ανώμαλον κατάστασιν. Ο εθνάρχης Αρχέλαος, μετά δεκαετή σκληράν και επονείδιστον βασιλείαν, είχε καθαιρεθή εσχάτως υπό του Αυτοκράτορος, και εξωρίσθη εις Γαλατίαν. Οι Ρωμαίοι είχον προσαρτήσει εις το κράτος των την επαρχίαν, εφ' ης εκείνος εβασίλευε, και η υπό του Κοπονίου, του πρώτου διώκτου, εισαγωγή του ιδίου αυτών φορολογικού συστήματος εγέννησε την ανταρσίαν, ήτις υπό τον Ιούδαν τον εκ Γαμάλας και τον Φαρισαίον Σαδέκ περιέβαλεν ολόκληρον την χώραν με μίαν θύελλαν σιδήρου και πυρός. Η ανώμαλος αυτή κατάστασις του πολιτικού ορίζοντος, όχι μόνον θα καθίστα δυσκολωτέραν την οδοιπορίαν των, όταν ήθελον αποχωρισθή της λοιπής συνοδίας, αλλά και επέτεινε τον τρόμον των μήπως είχε πάθει τι το Τέκνον των εν τω μέσω όλων εκείνων των αγρίων στοιχείων των συγκρουομένων εθνικοτήτων, άτινα είχον συρρεύσει περί τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Αληθώς δε κατ' εκείνην την ημέραν του τρόμου και της αγωνίας η ρομφαία, την οποίαν επροφήτευσεν ο Συμεών, διήλθε την ψυχήν της Παρθένου μητρός!
Οι γονείς δεν εύρον το τέκνον των ούτε εκείνην την ημέραν, ούτε εκείνην την νύκτα, ούτε κατά το πλείστον μέρος της επομένης, έως ότου τέλος ανεκάλυψαν αυτό εις το μέρος, όπου τελευταίον εξ όλων εσκέφθησαν να το ζητήσουν, εν τω Ιερώ «καθεζόμενον εν τω μέσω των διδασκάλων και ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς· εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες αυτού επί τη συνέσει και ταις αποκρίσεσιν αυτού».
Η τελευταία φράσις καθώς και ολόκληρον το κείμενον και, παν ό,τι γνωρίζομεν περί του χαρακτήρος του Ιησού και της φύσεως των γεγονότων, αποδεικνύουν ότι το Παιδίον ήτο εκεί διά να ερωτά και διά να διδαχή, και όχι ως το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας ισχυρίζεται, διά να εξετάζη τους διδασκάλους κατ' αντιπαράστασιν «ένα έκαστον με την σειράν του», — όχι διά να εξηγή τον αριθμόν των σφαιρών και των ουρανίων σωμάτων, και την φύσιν και τας κινήσεις των, πολύ δε ολιγώτερον «διά να συζητή ζητήματα φυσικά και μεταφυσικά, υπερφυσικά και υποφυσικά»(!). Όλα αυτά ουδέν είνε ή μύθοι εφευρημένοι υπό των προτιμώντων τας φαντασιοσκοπίας των από την απλοϊκήν ειλικρίνειαν με την οποίαν οι Ευαγγελισταί μας αφίνουν να ίδωμεν ότι ο Ιησούς, ως παν άλλο παιδίον, προέκοπτεν εις σοφίαν βαθμιαίως και συμφώνως προς την εξέλιξιν της φυσικής αναπτύξεώς του. Εκαθέζετο εν τω Ναώ, όπως μας πληροφορεί ο Λουκάς εν πάση ταπεινοφροσύνη, πλήρης σεβασμού προς τους πρεσβυτέρους του, ως μαθητής φλογιζόμενος υπό της δίψης της γνώσεως, με ένα ενθουσιασμόν άγιον, όστις εκίνει τους διδασκάλους εις θαυμασμόν και είλκυε την εκτίμησίν των και την αγάπην των προς το Παιδίον. Η οίησις και η προπέτεια ήσαν ελαττώματα ξένα προς τον χαρακτήρα του, όστις από της παιδικής του ηλικίας μέχρι του θανάτου του, ήτο γλυκύς, εράσμιος, ταπεινόφρων. Ο Σεπ εικάζει ότι μεταξύ των παρισταμένων εις εκείνην την σκηνήν ήσαν πιθανώς και ο μέγας Ιλλήλ τον οποίον οι Εβραίοι τιμώσι και σέβονται ως δεύτερον σχεδόν Μωυσήν, και ο υιός του Ραββάν Συμεών, ο θεωρών την σιγήν ως την υψίστην των αρετών· και ο εγγονός του, ο ευγενής και χαρίεις και φιλελεύθερος Γαμαλιήλ· και ο Σαμμαΐ, ο μέγας αντίπαλός του, διδάσκαλος όστις ηρίθμει μεγαλειτέραν στρατιάν μαθητών και ο Αννάν ή Ανάς, υιός του Σηθ, του μέλλοντος δικαστού του Σωτήρος· και ο Βοίθος, ο πενθερός του Ηρώδου· και ο Ραββάν Βεν Βουτάχ, του οποίου τους οφθαλμούς εξώρυξεν ο Ηρώδης· και ο Νεχανιά Βεν Χισκανά, ο τόσον δοξασθείς διά τας νικηφόρους προσευχάς του· και ο Ιωχανάν Βεν Ζακχαίος, όστις προέλεξε την καταστροφήν του Ναού· και ο πλούσιος Ιωσήφ ο εξ Αριμαθείας· και ο συνεσταλμένος αλλά φλογερός Νικόδημος· και ο νεανίας Ιωνάθαν Βεν Ουσριήλ ο γράψας κατόπιν την περίφημον χαλδαϊκήν παράφρασιν, ο απείρως τιμώμενος υπό των ομοφύλων του. Αι αόριστοι χρονολογίαι των ραββινικών βιογραφιών καθιστώσιν απίθανον αν τινές εκ των ανωτέρω παρίσταντο εις το Ιερόν· όλα όμως τα πρόσωπα ταύτα αντιπροσωπεύουν ποικίλους τύπους ιουδαίων διδασκάλων της εποχής εκείνης. Και μολονότι ουδείς εξ αυτών ηδύνατο να υποθέση τις ο προ αυτών παριστάμενος, και μολονότι ουδείς εξ αυτών έζησεν όπως πιστεύση εις Εκείνον, ήσαν όμως όλοι γοητευμένοι και εξίσταντο εις την θέαν εκείνου του ευγενούς Παιδίου, όπερ ήκμαζεν εις όλον το πρώιμον κάλλος του βίου του και το οποίον εδείκνυε τόσην σύνεσιν και τόσον βαθείαν γνώσιν των θείων πραγμάτων, αν και ουδέποτε εφοίτησεν εις τας σχολάς των Ραββίνων.
Ενταύθα λοιπόν, εν τω ναώ τω μεγαλοπρεπεί και απαστράπτοντι, καθήμενον εις τους πόδας των διδασκάλων, επί του πολυχρώμου ψηφιδωτού του καλύπτοντος το έδαφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία εύρον το θείον Παιδίον. Οι δε γονείς, διακατεχόμενοι υπό του πνεύματος εκείνου της λατρείας και του σεβασμού προς τους μεγάλους ιερείς και τους θρησκευτικούς διδασκάλους, όπερ εχαρακτήριζε επί των ημερών των τους απλοϊκούς και ευσεβείς Γαλιλαίους, εξεπλάγησαν ιδόντες αυτό, ήρεμον και ευτυχές, εν τω μέσω τόσον σεπτού κύκλου. Και πιθανόν να ησθάνθησαν ότι το παιδίον ήτο σοφώτερον των διδασκάλων και υπερόχως μεγαλείτερον αλλά μέχρι τούδε το είχον γνωρίσει μόνον ως σιωπηλόν, γλυκύν, ευπειθή Υιόν, και ίσως η αδιάκοπος συνάφεια του καθημερινού βίου είχεν εξαλείψει την συναίσθησιν της θείας καταγωγής του. Και όμως είνε και πάλιν η Μαρία και ουχί ο Ιωσήφ, ήτις τολμά να του απευθύνη τον λόγον εις μίαν γλώσσαν τρυφεράς μομφής: «Τέκνον, τι εποίησας ημίν ούτως; Ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμεν σε». Και επακολουθεί η απάντησις του παιδός, η τόσον συγκινητική εν τη απλοϊκή αθωότητι αυτής, η τόσον ανεξερεύνητος εις το βάθος της σοφίας της, η τόσον απείρως σημαντική, αφού αποτελεί τους πρώτους λόγους τους οποίους είπεν ο Χριστός:
«Τι ότι εζητείτε με; ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δει είναι με;»
Η απάντησις αύτη, η τόσον θείως φυσική και τόσον υπερόχως ευγενής, φέρει εν εαυτή την βεβαίαν σφραγίδα της αυθεντίας. Η ελαφρά οργή και έκπληξις του παιδός, διότι τόσον ολίγον το ηννόησαν οι γονείς του, και η ευγενής εκείνη αξιοπρέπεια η συνδυαζομένη με τόσον μεγάλην ταπεινοφροσύνην, δεν είνε δυνατόν να έχουν εφευρεθή, να είνε αποκυήματα της φαντασίας του Ευαγγελιστού. Και εκτός τούτου η θαυμαστή απάντησις είνε σύμφωνος προς πάσαν άλλην ρήσίν του, και προς εκείνην την θαυμασίαν αποστροφήν του προς τον πειρασμόν: «Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι Θεού», και προς την ήρεμον απάντησίν του εις τους μαθητάς αυτού παρά το φρέαρ της Σαμάρειας: «Εμόν βρωμά εστιν, ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον». Η Μαρία είπεν αυτώ «ο πατήρ σου», αλλά διά της απαντήσεώς του δεν αναγνωρίζει άλλον πατέρα εκτός του ουρανίου. Διά της ερωτήσεως «ουκ ήδειτε;» υπενθυμίζει λεπτώς εις τους γονείς του παν ό,τι εγνώριζον εν σχέσει προς την εκ Θεού καταγωγήν του, και διά του «δει είναι με» καθορίζει ευκρινώς τον άγιον νόμον της αυτοθυσίας, όστις ήγαγεν αυτόν εις τον επί του σταυρού θάνατον.
«Και αυτοί ου συνήκαν το ρήμα ό ελάλησεν αυτοίς». Ακόμη και αυτός ο γέρων, όστις είχε προστατεύσει το βρέφος, ακόμη και αυτή η μήτηρ η εγκλείουσα εν τη καρδία της το σεπτόν μυστικόν της γεννήσεώς του, δεν ηννόησαν τελείως την βαθείαν έννοιαν των ηρέμων εκείνων λόγων. Ήσαν οι πρώτοι λόγοι του Χριστού, οι αναφερόμενοι υπό του Ευαγγελίου, και ήσαν λόγοι πενθίμως και αλλοκότως προφητικοί ολοκλήρου της ζωής του: «Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον».
Και εν τούτοις μολονότι η συναίσθησις της θείας καταγωγής του ήτο σαφής εις το πνεύμά του, αν και μία ακτίς του κρυπτομένου ακόμη μεγαλείου του είχεν εξαστράψει αιφνιδίως, ευπειθής όμως και απλοϊκός και ταπεινός «κατέβη μετ' αυτών και ήλθεν εις Ναζαρέτ· και ην υποτασσόμενος αυτοίς».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
Η Οικογενειακή ζωή εν Ναζαρέτ
Ο «τέκτων». — Η αξιοπρέπεια της πενίας. — Η αξιοπρέπεια της εργασίας. — Ο κοινός κλήρος. — Η σύνεσις καλλιτέρα της γνώσεως. — Πρωτοτυπία. — Η γλώσσα την οποίαν ωμίλει ο Ιησούς. — Τα βιβλία του Θεού. — Ο Ιησούς κατ' οίκον. — Έργον και παράδειγμα των ετών εκείνων. — «Οι αδελφοί του Κυρίου».
Εάν διά τα δώδεκα πρώτα έτη του επί γης βίου του Ιησού έχομεν το μόνον τούτο ανέκδοτον, όπερ μας απησχόλησεν εις το προηγούμενον κεφάλαιον, διά τα επόμενα δέκα οκτώ έτη ουδεμία διεσώθη πληροφορία, εκτός της περιλαμβανομένης εις μίαν μόνον λέξιν.
Η λέξις αύτη απαντά εν τω κατά Μάρκον Ευαγγελίω, 6, 3: «Ουχ ούτος εστιν, ο τ έ κ τ ω ν;»
Πρέπει αληθώς να είμεθα ευχαριστημένοι, διότι η λέξις περιεσώθη, καθόσον η σημασία της είνε μεγίστη και η επίδρασις αυτής εις τας τύχας του ανθρωπίνου γένους υπήρξε βαθυτάτη, αγνή, σωτήριος. Συντελεί εις την παρηγορίαν των πτωχών και των ενδεών, εις τον εξαγιασμόν της πενίας· εξευγενίζει την εργασίαν· ανυψοί τον προορισμόν του ανθρώπου και τον μεγαλύνει προ των ομμάτων του Θεού.
Αποδεικνύει λόγου χάριν, ότι όχι μόνον κατά τρία έτη της διδασκαλίας του, αλλά και εις ολόκληρον την ζωήν του, ο Κύριος ημών ήτο πτωχός. Εις τας πόλεις οι τέκτονες ήσαν Έλληνες και επιτήδειοι εργάται· ο τέκτων ενός πτωχικού χωρίου, — και, αν η παράδοσις είνε αληθής, ο Ιωσήφ «δεν ήτο πολύ ικανός», — έχει ταπεινήν θέσιν και μόλις δύναται να εξοικονομή τα προς το ζην. Καθ' όλους τους αιώνας υπήρξε πάντοτε είς φλογερός πόθος προς πλουτισμόν· είς υπέρμετρος θαυμασμός προς τους κατέχοντας αυτόν· μία ακλόνητος πεποίθησις επί της επιδράσεως αυτού ως παραγωγού της ευτυχίας του βίου· και ύστερον από τοιαύτας πλάνας η ζωή του ανθρώπου παρεσύρθη εις ένα χείμαρρον μεριμνών, αντιζηλιών, ποταποτήτων. Και διά τούτο ο Ιησούς εξέλεξεν εκουσίως την «ταπεινήν θέσιν του πτωχού», όχι βεβαίως μίαν απορροφητικήν, ατιμάζουσαν, λιμοκτονούσαν ένδειαν, ήτις είνε πάντοτε σπανία και πάντοτε σχεδόν ευθεράπευτος, αλλά τον κοινότατον κλήρον της εντίμου πενίας, ήτις, καίτοι απαιτούσα αυταπάρνησιν, δύναται εν τούτοις να εξοικονομή ευκόλως όλας τας ανάγκας μιας λιτής και απλοϊκής ζωής. Η δυναστεία των Ιδουμαίων, ήτις είχεν αρπάσει τον θρόνον του Δαυίδ, ηδύνατο να αφίεται ελευθέρα εις τα όργια διευθαρμένου Ελληνισμού, και να επιδεικνύη την μεγαλοπρεπή χλιδήν παρακμάζοντος πολιτισμού· αλλ' ο ελθών όπως καταστή ο Φίλος και ο Σωτήρ, προσέτι δε, και ο Βασιλεύς όλων, καθιέρωσε τας αγνοτέρας, τας καλλιτέρας και απλουστέρας παραδόσεις του έθνους του, και εξέλεξε την κοινωνικήν εκείνην θέσιν, εις την οποίαν θα εξακολουθή πάντοτε ν' ανήκη η πλειονότης του ανθρωπίνου γένους.
Και πάλιν, επεκράτησεν ανέκαθεν εις τας αφωτίστους καρδίας μία σφοδρά επιθυμία προς αεργίαν μία τάσις εις το να θεωρήται αύτη ως δείγμα αριστοκρατικότητος· μία επιθυμία εις το να επαφίεται πάσα εργασία εις τους κατωτέρους και τους ασθενεστέρους και να εγκολάπτεται εις αυτήν το στίγμα της ταπεινώσεως και της περιφρονήσεως. Αλλ' ο Κύριος ημών ηθέλησε να δείξη ότι η έντιμος εργασία εξευγενίζει τον εργάτην· είνε το άλας της ζωής, είναι το δείγμα του ανθρωπισμού· σώζει το σώμα από την χαύνωσιν του εκφυλισμού και την ψυχήν από τας μιαράς σκέψεις. Και διά τούτο ο Χριστός ειργάζετο διά των ιδίων αυτού χειρών, κατασκευάζων «άροτρα και ζυγά» διά πάντα δεόμενον τούτων.
Από τον μονότοτον και ταπεινόν αυτόν βίον, τον άνευ επεισοδίων και άνευ περιπετειών ή άλλου τινός σφοδρού κλονισμού, διδασκόμεθα ότι η αληθής ημών ύπαρξις, το κατά Θεόν είναι, έγκειται εις τον εσωτερικόν και όχι εις τον εξωτερικόν βίον. Ο κόσμος μόλις δίδει σημασίαν εις την ζωήν άλλου τινός εκτός των ηρώων του και των ευεργετών του και των εμπνευσμένων διδασκάλων του ή των αγερώχων κατακτητών του. Ούτοι όμως είνε και θα είνε πάντοτε κατ' ανάγκην ολίγοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι πρέπει να θεωρούν τον βίον των ως μίαν σταγόνα εκ των μυριάδων, αίτινες πίπτουν εις έν έλος, ή εις έν βουνόν, ή εις μίαν έρημον, ως μίαν νιφάδα εκ των μυριάδων αίτινες πίπτουν και αναλύονται εντός αχανούς θαλάσσης· Αποθνήσκουν και λησμονούνται αμέσως· παρέρχονται ολίγα έτη και οι έρποντες λειχήνες εξαλείφουν τα γράμματα των ονομάτων των από το μνήμα του κοιμητηρίου· αλλά και ανεξάλειπτα αν ήσαν τα γράμματα ταύτα, ουδεμίαν ανάμνησιν θ' ανεκάλουν εις το πνεύμα εκείνων οίτινες θα ίσταντο παρά τον τάφον. Και αυτοί ακόμα οι κοινοί θνητοί ρέπουν εις το να νομίζουν ότι είνε σπουδαίοι· απ' εναντίας, ούτε αυτός ο μεγαλείτερος άνθρωπος είνε απολύτως αναγκαίος εις τον κόσμον, και μετά τινα χρόνον ο τάφος και τούτον θα καλύψη.
Επομένως ο κλήρος της μεγάλης πλειονότητος είναι μία σχετική ασημότης, και πολλοί άνθρωποι ηδύναντο εκ τούτου να καταλήξουν εις το συμπέρασμα, ότι αφού ο άνθρωπος πληροί τόσον μικρόν χώρον εν τω κόσμω και είναι ένα μέγα μηδέν απέναντι του σύμπαντος, το καλλίτερον είναι να τρώγη κανείς, να πίνη και ν' αποθνήσκη. Αλλ' ο Χριστός ήλθεν όπως μας πείση ότι το σ χ ε τ ι κ ώ ς ασήμαντον δύναται να είναι α π ο λ ύ τ ω ς σπουδαίον. Ήλθε να μας διδάξη ότι η ακαταπόνητος δραστηριότης, η υπέροχος δράσις, αι διακεκριμένοι υπηρεσίαι, αι λαμπραί επιτυχίαι δεν αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της αληθούς κατά Θεόν ζωής, και ότι αι μυριάδες των λατρευτών του υψίστου ευρίσκονται μεταξύ των ασήμων και των ταπεινών. Μία ζωή ήρεμος και αφανής είναι πολλάκις ευτυχεστέρα, και δυνάμεθα ευκόλως να συμπεράνωμεν ότι τα έτη εκείνα της εργασίας τα διαρρεύσαντα εις την εν Ναζαρέτ οικίαν του τέκτονος, ήσαν πλήρη ευδαιμονίας εις τον βίον του Σωτήρος. Αργότερα ακόμη, κατά τα τελευταία έτη του βίου του, αι λέξεις του είναι λέξεις ανθρώπου όστις υπήρξεν ευδαίμων· είναι λέξεις αίτινες φαίνονται ρέουσαι από τον υπερεκχειλισμένον ποταμόν μιας ανεξαντλήτου ευτυχίας. Αλλά οπόση άρά γε να ήτο η ευδαιμονία αυτή κατά τα πρώτα έτη της ζωής του, όταν δεν είχον ταράξει την γαλήνην της ψυχής του εκείναι αι θύελλαι της δικαίας οργής, όταν δεν εφλέγετο ακόμη η καρδία του εξ αγανακτήσεως διά τας αμαρτίας και διά την υποκρισίαν του ανθρώπου.
Και μολονότι τα έτη ταύτα παρήλθον εις διαρκή εργασίαν, έχομεν ισχυράς αποδείξεις να πιστεύωμεν ότι δεν έμειναν εκμετάλλευτα και διανοητικώς. Ουδεμία σημασία δύναται ν' αποδοθή εις τας χυδαίας ιστορίας των Αποκρύφων Ευαγγελίων, είνε όμως πιθανόν ότι οι διδάσκαλοι της συναγωγής παρείχαν μικράν τινα θρησκευτικήν εκπαίδευσιν εις τους μικρούς Ναζαρηνούς. Εις τα σχολεία ταύτα, ο Χριστός, ο κατά πάντα όμοιος προς τους άλλους ανθρώπους, έμαθε τα πρώτα στοιχεία της ανθρωπίνης γνώσεως. Πιθανώτερόν όμως είνε, ότι ο Ιησούς εδιδάχθη κατ' οίκον τα πρώτα μαθήματα υπό του πατρός του, συμφώνως προς τους ορισμούς του νόμου (Ιδέ Δευτ· ΙΑ'. 19.) Εν πάση περιπτώσει ήκουε κατά την καθημερινήν προσευχήν εν τη Συναγωγή παν ό,τι οι πρεσβύτεροι ηδύναντο να τον διδάξουν περί των νόμων και των προφητών. Ότι δεν μετέβη εις Ιερουσαλήμ επί σκοπώ εκπαιδεύσεως και δεν εφοίτησεν εις τα σχολεία των Ραββίνων, αποδεικνύεται εκ της ερωτήσεως, της πλήρους οργής των φθονερών εχθρών του: «Πόθεν τούτω ταύτα; Πώς ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς;» Διά των λέξεων τούτων διήκει το ραββινικόν πνεύμα της αυθάδους περιφρονήσεως προς πάντα «αμ-χα-αρέτς», ήτοι αγράμματον χωρικόν. Η στερεοτυπημένη διάνοια του έθνους, εθισθείσα, αν δύναμαι να μεταχειρισθώ τοιαύτην έκφρασιν, εις την μουμιοποιηθείσαν εκείνην θρησκείαν την νεκράν, την οποίαν είχε βαλσαμώσει ο Προφορικός Νόμος, ήτο ανίκανος να εκτιμήση την θείαν πρωτοτυπίαν μιας σοφίας εκπορευθείσης αμέσως εκ του Θεού. Οι Ραββίνοι δεν ηδύναντο να ίδουν πέραν της αποφθεγματικής πλάνης του υιού του Σειράχ, όστις έλεγε, ότι διά να είναι τις σοφός πρέπει να έχη καιρόν εις την διάθεσίν του να μάθη. Αν ο Ιησούς επροικίζετο με την τεχνικήν μόρφωσίν των, δεν θα ήτο τόσον ισχυρώς ωπλισμένος, όπως αντιμετωπίση και καταισχύνη την προπετή αποκλειστικότητα της στενής και περιωρισμένης σοφίας των.
Η μαρτυρία αυτή των εχθρών του μας χορηγεί την πειστικήν απόδειξιν, ότι η διδασκαλία του δεν ήτο, ως υποθέτουν πολλοί, απλούν εκλεκτικόν σύστημα ερανισθέν από διαφόρους διδασκάλους της εποχής του. Είνε βέβαιον, ότι ουδέποτε κατετάχθη μεταξύ των μαθητών των Γραμματέων εκείνων, οίτινες ανέλαβον να διδάσκουν τας παραδόσεις των πατέρων. Μολονότι τα σχολεία εις τας μεγάλας πόλεις είχον ιδρυθή προ ογδοήκοντα ετών υπό του Σίμωνος Βεν Σατάχ, εις την ταπεινήν όμως και περιφρονημένην Ναζαρέτ δεν ήτο δυνατόν να υπάρχουν τοιαύτα. Και από ποίους θα ηρανίζετο ο Ιησούς; Από τους Γυμνοσοφιστάς της Ανατολής ή τους Έλληνας φιλοσόφους; Ουδείς σήμερον τολμά να εκφράση τοιαύτην παράλογον εικασίαν. Από τους Φαρισαίους; Τα θεμέλια και αι αρχαί του συστήματός των και η γενική ιδέα της θρησκείας των αντέκειντο προς παν ό,τι Εκείνος απεκάλυψεν. Από τους Σαδδουκαίους; Η αμεριμνησία των η επικούρειος, ο επιπόλαιος ορθολογισμός των και η οκνηρία των, εκείνουν περισσότερον την απέχθειαν της χριστιανοσύνης παρά του αληθούς ιουδαϊσμού. Από τους αιρετικούς Ιουδαίους της εποχής των Μακκαβαίων; Ήσαν μία αποκλειστική, μία ασκητική, μία απομεμονωμένη κοινότης προς τα αποθαρρυντικά περί γάμου δόγματα, των οποίων και προς την αδράνειάν των ουδόλως συμπαθούν τα Ευαγγέλια, και τους οποίους ουδέποτε υπηνίχθη ο Κύριος ημών, εκτός εις τα χωρία εκείνα όπου κακίζει τους απέχοντας να χρισθώσιν εν καιρώ νηστείας και τους κρύπτοντας τον λύχνον υπό το μόδιον. Από τον Φίλωνα και τους Αλεξανδρινούς Ιουδαίους; Ο Φίλων ήτο πράγματι αγαθός ανήρ και μέγας φιλόσοφος και σύγχρονος του Χριστού· αλλά και αν το όνομά του ηκούσθη ποτέ, — όπερ λίαν αμφίβολον, — εις μέρος τόσον μακρυνόν όσον η Γαλιλαία, θα ήτο αδύνατον να εκλέξη ο Χριστός μεταξύ όλων των φιλοσοφιών του κόσμου ένα σύστημα τόσον ανόμοιον προς το ιδικόν του, όσον είνε η μυστική θεοσοφία και αι αλληγορικαί υπερβολαί και εκείνη η θάλασσα των αφηρημένων ιδεών, αίτινες απεκρυσταλλώθησαν εις τα συγγράμματά του. Από τον Ιλλήλ και Σαμμαΐ; Ελάχιστα περί αυτών γνωρίζομεν· αλλά καίτοι έν ή δύο χωρία των Ευαγγελίων υπαινίσσονται τας έριδας και τας διχογνωμίας, αίτινες εσπάρασσον τας σχολάς των, καθώς και μερικά από τα καλλίτερα σχετικώς αξιώματά των, οι τοιούτοι υπαινιγμοί ουδέν άλλο αποδεικνύουσιν ή ότι το πνεύμα του Θεού λαλεί την κοινήν αλήθειαν εις πάντας τους ανθρώπους· εξ άλλου το σύστημα των δύο τούτων διδασκάλων ήτο η προφορική παράδοσις, το σύνολον των ανοήτων και νεκρών εκείνων λευιτικών τελετών, τας οποίας τοσάκις κατήγγειλεν και επολέμησεν ο Ιησούς. Τα σχολεία εις τα οποία εξεπαιδεύθη ο Ιησούς δεν ήσαν τα σχολεία των Γραμματέων, αλλά το σχολείον της σεμνής ευπειθείας της γλυκείας αυταρκείας, της αναλλοιώτου απλότητος, της αγνότητος της ακηλιδώτου, της προθύμου και ευχαρίστου εργασίας. Η πηγή από την οποίαν ήντλησε τας γνώσεις του δεν ήτο η σοφία του ραββινισμού, εις την οποίαν διά να εύρωμεν μίαν σκέψιν δικαιοσύνης ή μίαν σκέψιν ευσεβείας πρέπει να παραπλανηθώμεν εντός λαβυρίνθων παιδικών φαντασιοπληξιών ή καββαλιστικών ανοησιών, αλλά τα Βιβλία του Θεού τα εξωτερικά, η Γραφή, η Φύσις και η Ζωή, και τα Βιβλία του Θεού τα εσωτερικά, τα γραμμένα επί των σαρκικών πινάκων της καρδίας.
Η εκπαίδευσις ενός εβραιόπαιδος κατωτέρας τάξεως ήτο σχεδόν αποκλειστικώς γραφική και ηθική· και οι γονείς του ήσαν κατά κανόνα οι διδάσκαλοι του. Και δεν υπάρχουν λόγοι ν' αμφιβάλλωμεν, ότι ο Ιησούς εδιδάχθη από τον Ιωσήφ και από την Μαρίαν ν' αναγινώσκη το Σεμά και το Χαλλήλ και τα απλούστατα μέρη των ιερών εκείνων βιβλίων, επί των σελίδων των οποίων η θεία σοφία του έμελλε κατόπιν να χύση τόσα κύματα φωτός.
Αλλ' έτυχε προφανώς μεγαλειτέρας εκπαιδεύσεως.
Η τέχνη του γράφειν δεν είναι κοινώς γνωστή ούτε σήμερον εν Ανατολή· πολλοί όμως υπαινιγμοί όσον αφορά το σχήμα των αλφαβητικών γραμμάτων (Ματθ. 5, 18) και η φράσις του Ιωάννου (8, 6) ότι ο Ιησούς έκυπτε και έγραφεν εις το έδαφος διά του δακτύλου τας αμαρτίας εκάστου, αποδεικνύουν ότι ο Κύριος ημών ήξευρε να γράφη. Ότι όχι μόνον είχε μελετήσει εμβριθώς τας αγίας Γραφάς, αλλά και τας εγνώριζε λεπτομερώς από στήθους, αποδεικνύεται εκ των περικοπών τας οποίας συχνάκις ανέφερεν εις τους λόγους του και εκ των πολυαρίθμων παραπομπών του εις τον Νόμον, καθώς και εις τους προφήτας Ησαΐαν, Ιερεμίαν, Δανιήλ Ιωήλ, Ωσηέ, Μιχαίαν, Ζαχαρίαν, Μαλαχίαν, και υπέρ πάντα άλλον εις το Βιβλίον των Ψαλμών. Είνε πιθανόν, αν και όχι βέβαιον, ότι εγνώριζεν όλα τα μη κανονικά βιβλία των Εβραίων. Η βαθεία αύτη γνώσις των Γραφών δίδει μεγαλειτέραν σημασίαν εις την πλήρη θυμού ερώτησιν, την τοσάκις επαναλαμβανομένην. «Ουκ ανέγνωτε;» Η γλώσσα την οποίαν ο Κύριος ημών ωμίλει κοινώς ήτο η Αραμαϊκή. Την εποχήν εκείνην η εβραϊκή ήτο εντελώς νεκρά γλώσσα, γνωστή μόνον εις τους πεπαιδευμένους, εκμανθανομένη διά πολλού κόπου. Εν τούτοις είναι φανερόν ότι ο Ιησούς την εγνώριζε, καθόσον μερικά ρητά από τας Γραφάς ελήφθησαν παρ' αυτού απ' ευθείας εκ του εβραϊκού πρωτοτύπου. Ήξευρεν ωσαύτως κατά πάσαν πιθανότητα και την ελληνικήν, καθόσον ωμιλείτο ευχερώς εις πόλεις εγγυτάτας προς το χωρίον του, όπως η Τιβεριάς και η Καισαρεία. Ο Μελάαγρος, ο ποιητής της ελληνικής ανθολογίας, εν τω επιταφίω του εις εαυτόν, ισχυρίζεται ότι τα ελληνικά του θα εννοηθούν υπό των Συρίων και των Φοινίκων· ομιλεί ωσαύτως περί της γενεθλίου πόλεως του Γάδαρα, ήτις εκείτο εις μικράν από της Ναζαρέτ απόστασιν, ως αν ήτο είδος Αθηνών της Συρίας. Από των ημερών Αλεξάνδρου του Μεγάλου, ως εκ της στενής συναφείας των Ιουδαίων με τους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδας, η ελληνική επίδρασις δεν έπαυσε καθισταμένη αισθητή εν Παλαιστίνη. Η ελληνική γλώσσα ήτο, πράγματι κοινόν μέσον συνεννοήσεως, και άνευ αυτής ο Ιησούς δεν θα ηδύνατο να συνδιαλέγεται με τους ξένους, όπως λόγου χάριν με τον εκατόνταρχον ούτινος εθεράπευσε τον παίδα, ή με τον Πιλάτον, ή με τους Έλληνας, οίτινες επεθύμησαν να τον ίδουν κατά τας τελευταίας ημέρας του βίου του. Εκτός τούτου μερικαί περικοπαί εκ των Γραφών ελήφθησαν απ' ευθείας εκ της ελληνικής μεταφράσεως των εβδομήκοντα, και μάλιστα από μέρη τα οποία διαφέρουν του εβραϊκού πρωτοτύπου. Όσον αφορά την λατινικήν, είναι ελάχιστα πιθανόν ότι την εγνώριζεν, αν και ουχί απολύτως αδύνατον. Οι Ρωμαίοι ήσαν βεβαίως πολυάριθμοι την εποχήν εκείνην εν Ιουδαία, και η γλώσσα των εγράφετο κατά τον συνήθη τρόπον επί της προτομής των κυκλοφορούντων νομισμάτων. Αλλ' οσονδήποτε ευρέως και αν ήξευρε τας γλώσσας ταύτας, είναι φανερόν ότι επέδρασαν ολίγον ή μάλλον ότι ουδόλως επέδρασαν εις την ανάπτυξίν του ως ανθρώπου, και εις όλην την διδασκαλίαν του δεν ευρίσκομεν ούτε ένα υπαινιγμόν εις την φιλολογίαν, εις την φιλοσοφίαν ή την ιστορίαν της Ελλάδος και της Ρώμης.
Εν τούτοις όσα και αν εδιδάχθη το παιδίον Ιησούς εν τω οίκω της μητρός του ή εις το σχολείον της Συναγωγής είναι γνωστόν ότι ηρύσθη την αρτίαν μόρφωσίν του απ' ευθείας εκ της εξετάσεως των θελημάτων του Πατρός του. Η φωνή εκείνη του Θεού, ήτις ελάλησεν εις τον πατέρα του ανθρωπίνου Γένους υπό τους φοίνικας του Παραδείσου, συνεκοινώνει περισσότερον μετ' αυτού. Την ήκουεν εις πάντα ήχον της φύσεως, εις πάσαν ασχολίαν της ζωής του, εις πάσαν σκέψιν του και πάντα λογισμόν. Η ζωή του η επί της γης ήτο ωσάν μία επιγραφή, εις την οποίαν ενεγράφετο η λέξις Θεός. Γεγραμμένον εν τω μυχώ της συνειδήσεώς του, γεγραμμένον εις τας κοινοτέρας δοκιμασίας του, γεγραμμένον με ακτίνας ηλίου, γεγραμμένον με των άστρων το φως, ανεγίνωσκε παντού το όνομα του Πατρός του. Η ήρεμος και αδιατάρακτος απομόνωσις εις εκείνην την ευδαίμονα κοιλάδα, με τους χλοάζοντας αγρούς της και τας ωραίας σκηνογραφίας της, ήγεν εις μίαν ζωήν πνευματικής επικοινωνίας· και γνωρίζομεν πως εις παν γεγονός, και εις παν επεισόδιον της ζωής εν τω ταπεινώ εκείνω χωρίω — εις τας αθώας παιδιάς των μικρών Ναζαρηνών, εις τας αγοραπωλησίας τας τελουμένας εν τη μικρά αγορά, εις τα δροσερά, νάματα της προαιωνίου πηγής, εις το κάλλος των ορεινών κρίνων, εις τους κρωγμούς τους ακουομένους από τας φωλεάς των κοράκων, — ο Ιησούς εύρισκε τροφήν δι' ωραίας παρομοιώσεις και διά πνευματικάς σκέψεις.
Δεν πρέπει να λησμονώμεν το γεγονός, ότι κατά τα σιωπηλά, κατά τα αφανή εκείνα έτη του βίου του, επετέλεσε μέγα μέρος του έργου αυτού. Όχι μόνον «περιεζώνετο την ρομφαίαν του εις τον μηρόν», κατά την ρήσιν των ψαλμών, αλλά και την εχειρίζετο εις ένα αμείλικτον και ακατάπαυστον πόλεμον εναντίον του πειρασμού. Η αθόρυβος αυτή πάλη, καθ' ην δεν ακούεται των όπλων η κλαγγή, αλλ' εις την οποίαν οι αγωνιζόμενοι καθ' ημών είνε τόσον μάλλον τρομεροί, όσον είνε αφανείς, διεξήγετο καθ' όλην την μακράν περίοδον του πρώτου σταδίου της ζωής του. Κατά τα έτη εκείνα «ήρξατο ποιείν» πολύ προτού αρχίση «πράττων» (Πρ. Απ. 1, 1). Ήσαν έτη αναμαρτήτου παιδικής ηλικίας και αναμαρτήτου νεότητος και αναμαρτήτου ωριμότητος, καταναλωθέντα εν ταπεινοφροσύνη, εργασία, ασημότητι, ευπειθεία, αυταρκεία, προσευχαίς, — έτη μιας ζωής καθισταμένης αιώνιον παράδειγμα εις όλον το ανθρώπινον γένος. Δεν δυνάμεθα να τον μιμηθώμεν εις τας ενασχολήσεις της περιόδου της διδασκαλίας του, ουδέ δύναται να υπάρχη ομοιότης μεταξύ των περιστατικών του εξωτερικού βίου του καθ' όλην εκείνην την θριαμβευτικήν τριετίαν, και των περιστατικών της ιδικής μας ζωής. Η μεγάλη όμως πλειονότης των ανθρώπων προωρίσθη θεία βουλήσει εις ένα βίον κοινόν και αδιατάρακτον, όστις αναλογεί προς τα τριάκοντα έτη, άτινα διήλθεν ο Ιησούς εν αφανεία· και η καθ' όλην την τριακονταετίαν ταύτην ζωή του είνε δι' ημάς σωστικόν παράδειγμα περί του πώς πρέπει να ζώμεν. «Και σημειώσατε, — λέγει ο άγιος Ευτύχιος της Δυτικής Εκκλησίας, — ότι το γεγονός, ότι ουδέν έπραξε θαυμαστόν καθ' όλον τούτο το χριστιανικόν διάστημα, είνε αυτό καθ' εαυτό θαύμα. Και όπως υπήρχε δύναμις εις την δρασίν του, ούτω υπήρχε δύναμις και εις την σιωπήν του, την αδράνειάν του, την απομόνωσίν του. Ο Βασιλεύς ούτος του κόσμου, όστις έμελλε να διδάξη πάσαν αρετήν, και να μας διδάξη τον τρόπον του ζην, ήρχισε πρώτος να εφαρμόζη τας αρχάς του εναρέτου βίου, τον οποίον ήλθε να διδάξη, αλλά κατά θαυμαστόν, ανεξερεύνητον και έως τότε πρωτάκουστον τρόπον».
Η παρουσία του εις την ήρεμον εκείνην οικογενειακήν εστίαν επλήρου αυτήν ευδαιμονίας και μακαριότητος. Η ώρα της πάλης, η ώρα της ρομφαίας, η ώρα καθ' ην πολλοί εν Ισραήλ έμελλον ν' ανυψωθούν ή να πέσουν εξ αιτίας του, η ώρα ότε αι σκέψεις πολλών καρδιών έμελλον ν' αποκαλυφθούν, η ώρα κατά την οποίαν η βασιλεία των ουρανών επέπρωτο να υποστή την βίαν, δεν είχεν ακόμη σημάνει. Εις πάντα οικογενειακόν κύκλον η ευμενής επίδρασις μιας αγαπώσης ψυχής αρκεί, όπως εμφυσήση εις αυτόν άρρητον γαλήνην. Έχει θωπευτικήν και παρήγορον δύναμιν, όπως αι ακτίνες του ηλίου. Ουδέν κοινόν, ουδέν τυραννικόν, ουδέν ανήσυχον δύναται ν' αντιπαλαίση τελεσφόρως προς την ευεργετικήν γοητείαν της· ουδεμία παρατονία δύναται να διαταράξη την βασιλεύουσαν αρμονίαν. Αλλ' ο οίκος του Ιησού δεν ήτο εκ των κοινών οίκων. Με τον Ιωσήφ, όστις απετέλει το στήριγμα και τον οδηγόν αυτού, με την Μαρίαν, ήτις τον εξήγνιζε και τον καθήδυνε, με τον νεαρόν Ιησούν τον φωτίζοντα αυτόν διά του φωτός του ουρανού, ήτο εις εκείνην την οικογενειακήν εστίαν μία ζωή αληθούς ευσεβείας, αγγελικής αγνότητος, τελείας σχεδόν ειρήνης. Αι παραδόσεις των πρώτων Χριστιανικών χρόνων μας λέγουν, ότι ημέραν και νύκτα, όταν ο Ιησούς εκινείτο και όταν εκοιμάτο, η φωτεινή νεφέλη έλαμπε περί αυτόν. Και ούτω βεβαίως εγίνετο· αλλά το φως εκείνο δεν ήτο ορατόν· ήτο το κάλλος της αγιότητος· ήτο η ειρήνη του Θεού.
Εις το ενδέκατον κεφάλαιον της αποκρύφου ιστορίας του τέκτονος Ιωσήφ, ευρίσκομεν την πληροφορίαν, ότι ο Ιωσήφ είχεν άλλους τέσσαρας υιούς και πολλάς θυγατέρας εξ άλλης γυναικός, και ότι οι πρεσβύτεροι υιοί ο Δίκαιος και ο Συμεών, και αι θυγατέρες Εσθήρ και Θαμάρ, νυμφευθέντες εις κατάλληλον ώραν, απεχώρησαν του πατρικού οίκου, εγκατασταθέντες εις τον ίδιον. «Αλλ' ο Ιούδας και ο Ιάκωβος ο Νεώτερος, και η Παρθένος μήτηρ μου», εξακολουθεί ο ομιλών, όστις υποτίθεται ότι είναι αυτός ο Ιησούς, «παρέμειναν εις τον οίκον του Ιωσήφ. Εξηκολούθησα καγώ παραμένων μετ' εκείνων, ως αν ήμην είς εκ των υιών. Διήλθον αναμαρτήτως όλον μου τον βίον. Εκάλουν την Μαρίαν μητέρα και τον Ιωσήφ πατέρα, και υπήκουον εις παν ό,τι έλεγον και ουδέποτε αντέστην εις αυτούς, — αλλ' υπετασσόμην…και ουδέποτε ενέβαλον αυτούς εις οργήν, ουδέ ωμίλησα αυτοίς ποτε δριμέως· τουναντίον, έτρεφον άπειρον δι' αυτούς αγάπην, ως προς κόρην οφθαλμού».
Το χωρίον τούτο, όπερ παραθέτω ολόκληρον διότι μας παρέχει μίαν τελείαν εικόνα της αρμονίας, ήτις επεκράτει εις την ταπεινήν οικογένειαν της Ναζαρέτ, μας ενθυμίζει το περίπλοκον ζήτημα: είχεν ο Κύριος ημών ομομητρίους τινάς αδελφούς και αδελφάς; Και αν όχι, τίνες είναι τότε οι τόσον συχνάκις εις τα απόκρυφα Ευαγγέλια αποκαλούμενοι αδελφοί του Κυρίου; Ολόκληροι τόμοι εγράφησαν επί του σπουδαίου και αμφισβητουμένου τούτου ζητήματος, και δεν προτίθεμαι να εξετάσω ενταύθα εν πλάτει καθόσον δεν επιθυμώ να διοχετεύσω εις τας σελίδας μου ταύτας πολεμικήν συζήτησιν, και εξ άλλου επραγματεύθην αυτό αλλαχού. Αι αποδείξεις αι αντιφατικαί είναι τόσον αβέβαιαι και αι δυσκολίαι πάσης γνώμης τόσον σαφείς, ώστε το να επιμείνη τις δογματικώς εις θετικήν τινα λύσιν του προβλήματος θα ήτο υπεροπτικόν και ανειλικρινές. Μερικοί εν τούτοις παρεδέχθησαν την φυσικήν υπόθεσιν ότι μετά την θαυμαστήν σύλληψιν του Κυρίου ημών ο Ιωσήφ και η Μαρία έζησαν ηνωμένοι εν τω γάμω και ότι ο Ιάκωβος και ο Ιούδας και ο Συμεών και ο τέταρτος υιός και αι θυγατέρες, των οποίων τα ονόματα δεν αναφέρονται, εγεννήθησαν κατόπιν. Κατά την δοξασίαν ταύτην ο Ιησούς είναι ο πρεσβύτερος, και μετά τον θάνατον του Ιωσήφ, όστις, αν πρέπει να πιστεύσωμεν την παράδοσιν, συνέβη όταν ο Χριστός ήγε το δέκατον έννατον έτος της ηλικίας του, ανέλαβε την φυσικήν αρχηγείαν και την υποστήριξιν της απορφανισθείσης οικογενείας. Κατ' άλλην όμως γνώμην, την οποίαν εδημιούργησεν ο Άγιος Ιερώνυμος, οι αδελφοί εκείνοι του Κυρίου ημών ήσαν πράγματι εξάδελφοί του. Η Μαρία πιστεύεται, είχε μίαν αδελφήν συνώνυμον, ήτις συνεζεύχθη τον Αλφαίον ή Κλωπάν και εγέννησεν εκ τούτου τα εν λόγω τέκνα. Πας τις δύναται να σχηματίση επί του ζητήματος τούτου ιδίαν πεποίθησιν· αλλ' είναι δυνατόν να παραδεχθώμεν ότι δυνάμεθα να καταλήξωσεν εις βέβαιον συμπέρασμα, το οποίον ήθελε γείνη παραδεκτόν από όλους. Εν πάση περιπτώσει, είναι φανερόν ότι ο Κύριος ημών είχε στενάς σχέσεις από απαλών ονύχων με πολλούς και διαφόρους συγγενείς ή αδελφούς, μεγαλειτέρους ή μικροτέρους αυτού κατά την ηλικίαν, οίτινες ήσαν άνθρωποι διαπύρου ζήλου, απλότητος εξικνουμένης σχεδόν μέχρις Εσαίου ασκητισμού, εχθρικώς διακείμενοι προς παν είδος διαφθοράς, παρεκτροπής ή αμαρτήματος, ευλαβούμενοι και αφωσιωμένοι εξ όλης ψυχής εις τας περί Μεσσίου ελπίδας του έθνους, ακόμη δε και εις την τήρησιν όλων των θρησκευτικών τελετών της χώρας. Γνωρίζομεν δε ότι, καίτοι βραδύτερον υπήρξαν οι στυλοβάται της νηπιώδους ακόμη εκκλησίας, εν τούτοις κατ' αρχάς δεν επίστευον εις την θεότητα του Κυρίου ημών, ή τουλάχιστον είχον ιδέας αντικειμένας προς την αποστολήν του. Εν πάση περιπτώσει ο Ιησούς δεν εύρε μεταξύ τούτων τους πιστοτέρους οπαδούς του ή τους προσφιλεστέρους συντρόφους του. Εφαίνετο ότι υπήρχε παρ' αυτοίς δόσις τις ισχυρογνωμοσύνης, Ιουδαϊκής επιμονής, έλλειψις συμπαθείας, απουσία πλήρης παντός στοιχείου τρυφερότητος και σεβασμού. Ο Πέτρος ο πλήρης αγάπης προς το πρόσωπον του Χριστού και εις αυτάς τας στιγμάς της χειροτέρας αδυναμίας του, ο πάντοτε γενναιόφρων και πάντοτε μεγαλόψυχος, ο Ιάκωβος ο υιός του Ζεβεδαίου, ο ήρεμος και επιφυλακτικός και συνετός και φιλαλήθης, και υπέρ πάντας ο Ιωάννης ούτινος η ορμητικότης εχύνετο από μίαν ψυχήν εμπεπλησμένην απείρου τρυφερότητος ήσαν προσφιλέστεροι και πολυτιμότεροι δι' αυτόν από όλους τους αδελφούς του και τους συγγενείς του. Μία αγρίως επιθετική ηθική είναι ολιγώτερον ωραία από μίαν απορροφητικήν και ανεξίκακον αγάπην.
Αν παραδεχθώμεν ότι ο Ιησούς είχεν αδελφούς, είναι πιθανόν ότι ειργάζοντο μαζύ του εις το αυτό ταπεινόν επάγγελμα, και ότι συνέζων μετ' αυτού υπό την αυτήν πτωχικήν στέγην. Εν τούτοις είμεθα βέβαιοι εξ άλλου ότι ο Ιησούς συνείθιζεν ως επί το πλείστον να μένη μόνος. Η απομόνωσις και η ερημία τού έφερε την έμπνευσιν, τον έθετεν εις άμεσον επικοινωνίαν με τον ουράνιον Πατέρα του. Και αναμφιβόλως εζήτει την σπομόνωσιν ταύτην εις μακρούς περιπάτους ανά τους χλοάζοντας λόφους, υπό τας συκάς και τας ελαίας, εν τω μέσω ηρέμων αγρών, κατά τα μεσημβρινά καύματα και υπό τα άστρα της νυκτός. Ουδεμία ψυχή δύναται να διασώση το άρωμα και την αβρότητα της υπάρξεώς της άνευ της σιωπηλής προσευχής και του ρεμβασμού και της σκέψεως· και το μέγεθος της ανάγκης ταύτης είναι ανάλογον προς το μέγεθος της ψυχής. Υπάρχουν πολλαί στιγμαί εις το τριετές διάστημα της διδασκαλίας του Κυρίου ημών, καθ' ας απεμάκρυνεν αφ' εαυτού τους πιστοτέρους και προσφιλεστέρους μαθητάς του, διά να μείνη μόνος με τον εαυτόν του.
Ελέχθη ότι δύο μόνον μέρη υπάρχουν εν Παλαιστίνη, όπου δυνάμεθα να έχωμεν την απόλυτον ηθικήν βεβαιότατα ότι περιεπάτησαν οι πόδες του Χριστού, — και ονομαστικώς τα περίχωρα του εν Σεχέμ φρέατος, και η καμπή του δρόμου εκείνου, όστις άγει από Βηθανίας εις το όρος των Ελαιών, οπόθεν διακρίνεται καθαρώς η Ιερουσαλήμ. Αλλ' εις ταύτα προσθέτω και δύο τουλάχιστον άλλα, τον στενόν απότομον δρόμον, όστις φέρει εις το χωρίον Ναΐν, και την κορυφήν του λόφου, εφ' ου είναι εκτισμένη η Ναζαρέτ. Η κορυφή αύτη δεν στολίζεται σήμερον υπό χριστιανικού τινος μνημείου· μολύνεται δυστυχώς από το άθλιον, το κατεστραμμένον, το απαίσιον κενοτάφιον αφανούς τινος μωαμεθανού αγίου. Βεβαίως δεν υπάρχει σήμερον εν Ναζαρέτ κανέν δεκαετές παιδίον, όσον μελαγχολικόν και αναίσθητον και αν υποτεθή, το οποίον να μη ανήλθε πολλάκις εις την κορυφήν εκείνου του λόφου· και βεβαίως κατά τους παλαιοτέρους χρόνους δεν είνε δυνατόν να ευρέθη έν παιδίον, το οποίον να μη ηκολούθησε το κοινότατον ένστικτον της ανθρωπίνης φύσεως και να μη ανερριχήθη εις εκείνας τας θυμοφύτους κλιτύας και να μη έφθασεν εις την κορυφήν, από την οποίαν παρουσιάζεται ένα θέαμα τόσον μαγευτικόν της μεγάλης πόλεως της πολυανθρώπου. Ο λόφος υψούται εις ύψος εξακοσίων ποδών άνωθεν της επιφανείας της θαλάσσης. Τετρακοσίους ή πεντακοσίους πόδας κάτω απλούται η ευδαίμων κοιλάς. Η άποψις εκ μέρους τούτου θα εθεωρείται εις πάσαν χώραν του κόσμου θελκτική και ερασμία· προσδέχεται δε έν θέλγητρον μάλλον απερίγραπτον εκ της πεποιθήσεως ημών ότι, εκεί, εν τω μέσω των ανθέων του όρους, ριπιζόμενος υπό της αύρας, ήτις ηνέμιζε την κόμην εκ των κροτάφων του, ο Ιησούς παρηκολούθει πολλάκις διά των οφθαλμών την πτήσιν των αετών εις τον κυανούν αιθέρα και ανέτεινε την κεφαλήν του προς τα άνω εις το άκουσμα του κρότου των πτερύγων της μακράς σειράς των πελαργών, των αεροπορούντων από τον χείμαρρον Κισών προς την λίμνην της Γαλιλαίας. Και οίον θέαμα εξηπλούτο προ αυτού από τον χλοάζοντα εκείνον λόφον, όστις εμυρόνετο από τας αποπνοίας του θύμου! Δι' αυτόν πας αγρός και πάσα συκή, οι φοίνικες και οι κήποι, αι οικίαι και αι συναγωγαί ήσαν γνώριμα αντικείμενα· και υπέρ πάσας τας άλλας οικίας, με τας τετραγώνους στέγας των, ο οφθαλμός του θα προσηλούτο ευδαιμόνως εις το μικρόν κατάλυμμα του τέκνονος. Προς βορράν, κάτω της πολίχνης, έκειτο η στενή και εύφορος πεδιάς η σήμερον καλουμένη Ελ-Βουτέφ, από μέσα από την οποίαν ορθούνται οι δενδρόφυτοι λόφοι της Νεφθαλείμ· και περίοπτος εις ένα εκ τούτων ήτο η Σαφέδ, «η πόλις η επί λόφου εκτισμένη». Υπεράνω τούτων, μακράν εις τον ορίζοντα, το όρος Ερμών, ύψωνεν εις την κυανήν ατμόσφαιραν τον μεγαλοπρεπή όγκον των κολοσσαίων νώτων του, των λευκών από τας αιωνίους χιόνας. Προς ανατολάς εις απόστασιν ολίγων μιλίων, ωρθούτο η πράσινη και στρογγυλή κορυφή του Θαβώρ, πλήρης δρυών. Προς δυσμάς, ο Χριστός προσήλονε τους οφθαλμούς του διά μέσου του διαφανούς αέρος επί της πορφυράς αλύσεως του Καρμήλου, εις τα δάση του οποίου ο Ηλίας είχεν εύρει κατοικίαν. Προς νότον, διακοπτομένη μόνον από την γλαφυράν κατατομήν του μικρού Ερμόν και του Γιλβοά, ηπλούτο πεδιάς του Εσδρακλόν, η τόσον αξιομνημόνευτος εν τη ιστορία της Παλαιστίνης και του κόσμου· διά της πεδιάδος ταύτης ειλίσσετο ο από νότου δρόμος προς την πόλιν εκείνην, ήτις υπήρξε το σφαγείον των προφητών, και όπου προέβλεπεν ίσως από τώρα ο Ιησούς, εις ένα προφητικόν δράμα, την αγωνίαν εν τω κήπω, τους εμπαιγμούς και τους εμπτυσμούς, τον σταυρόν και τον ακάνθινον στέφανον.
Η σκηνογραφία, ήτις ηπλούτο εκεί υπό τους οφθαλμούς του νεαρού Ιησού ήτο το κεντρικώτερον μέρος του κόσμου, το οποίον ήλθε να σώση. Έκειτο εις αυτήν την καρδίαν της γης Ισραήλ και εν τούτοις εκεί πλησίον ήσαν, χωριζόμεναι από ένα στενόν όριον λόφων και χειμάρρων, η Φοινίκη, η Συρία, η Αραβία, η Βαβυλών, η Αίγυπτος. Αι Νήσοι των Εθνών, και όλαι αι δοξασμέναι χώραι της Ευρώπης ήσαν σχεδόν οραταί υπεράνω της απαστραπτούσης επιφανείας των υδάτων της δυτικής εκείνης θαλάσσης. Αι σημαίαι της Ρώμης εκυμάτιζον εις την πεδιάδα την προ αυτού· η γλώσσα των Ελλήνων ωμιλείτο εις τας κάτω απλουμένας πόλεις. Και όσον γαληνιαία και αν εφαίνετο τώρα η χώρα εκείνη, η πρασινίζουσα ως να είχε στρωθή με σμαράγδους, η πλουσία εις φως, υπήρξεν από ετών ένα πεδίον μάχης μεταξύ των εθνών. Φαραώ και Πτολεμαίοι, Εμίραι και Αρσίται, Κριταί και Ύπατοι, είχον αποδυθή όλοι, εις μίαν αιματηράν αμφισβήτησιν της μειδιώσης εκείνης χώρας. Απήστραψεν από την λάμψιν τον δοράτων τον Αμαληκιτών· διεσείσθη από τους βαρείς τροχούς των αρμάτων του Σεσώστριδος· απήχησεν από τας συριζούσας νευράς του Σεναχερίβ· είχε ποδοπατηθή υπό των φαλαγγών του Μακεδόνος· ηκούσθη εκεί η κλαγγή των ρωμαϊκών όπλων· προωρίζετο κατόπιν να αισθανθή το μένος των σταυροφόρων — μίαν μεγάλην εποποιίαν ηρωισμού και δόξης — και ν' αντιλαλήση τας αγρίας κραυγάς των από Αγγλίας και Γαλλίας καταβάντων πολεμιστών. Εις την κοιλάδα εκείνην του Ιεσραέλ η Ευρώπη και η Ασία, ο Ιουδαϊσμός και ο Χριστιανισμός, η Βαρβαρότης και ο Πολιτισμός, το Παλαιόν και το Νέον Συμβόλαιον, η Ιστορία του παρελθόντος και αι ελπίδες του παρόντος, εφαίνετο ως να είχον συναντηθή επί το αυτό. Και ενείχεν η σκηνογραφία εκείνη, επί της οποίας πολλάκις προσήλωσε ρεμβός τους οφθαλμούς του ο Ιησούς, μίαν σημασίαν πλέον πάσης άλλης βαθυτέραν διά τας τύχας της ανθρωπότητος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
Το βάπτισμα του Ιωάννου
Χαρακτηριστικά της εποχής. — Βαθύτατον σκότος προ της αυγής. — Ασκητισμός. — Ιωάννης ο Βαπτιστής. — Ο χαρακτήρ του. — Η διδασκαλία του. — Οι ακροαταί του. — Σκηνή εκ της διδασκαλίας του. — Το κήρυγμά του. — Ο Ιωάννης προ του Ιησού. — Διατί εβαπτίσθη ο Χριστός. — Αναγνώρησις του Μεσσίου.
Ούτω λοιπόν η παιδική του ηλικία και η νεότης του και τα πρώτα έτη της ωριμότητος αυτού παρήλθον εν ταπεινή ευπειθεία εις τα κελεύσματα του Θεού και εν ιερά σιγή, και ο Ιησούς ήτο τώρα τριάκοντα ετών. Το βαθύ μάθημα, το σωτήριον διά πάντα άνθρωπον πάσης τάξεως και ηλικίας, όπερ προκύπτει από μίαν μακράν ήσυχον εργασίαν και από ένα αφανή και ήρεμον βίον, το είχε διδαχθή ήδη τελείως ο Ιησούς, και τώρα πλέον είχε σημάνει οριστικώς η ώρα της διδασκαλίας του και η ώρα του μεγάλου έργου της αναγεννήσεως του ανθρώπου. Έμελλε να γίνη ο Σωτήρ του γένους όχι μόνον διά του παραδείγματος, αλλά και διά της αποκαλύψεως και διά του θανάτου.
Και ήδη είχεν αρχίσει ν' ακούεται η Φωνή η εν τη ερήμω, ήτις συνεκίνει μέχρι των μιχιαιτάτων τας καρδίας του έθνους βοώσα: «Μετανοείτε και προσεύχεσθε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των Ουρανών!»
Ήτο εποχή μεταβατική, εποχή αβεβαιότητος, αμφιβολίας. Εις εκείνον τον κατακλυσμόν της γενικής διαφθοράς, εις το ναυάγιον των ιερών θεσμών, εις εκείνα τα μεγάλα νέφη τα οποία επυκνούντο συσκοτίζοντα ολονέν περισσότερον τον πολιτικόν ορίζοντα, εφαίνετο εις πολλούς ευσεβείς Ιουδαίους ότι επέκειτο η συντέλεια του κόσμου. Ήδη το σκήπτρον είχε ξεφύγει από τας χείρας της φυλής· ήδη το ισχυρόν αξίωμα και η κολοσσαία δύναμις του μεγάλου Αρχιερέως είχεν εκμηδενισθή προ των Ιδουμαίων τετραρχών ή των Ρωμαίων υπάτων· ήδη η καταπιεστική επίδρασις, η ασκουμένη επί του παρηκμακότος Συνεδρίου, ήτο εις χείρας ασυνειδήτων οπαδών της Ηρωδείου δυναστείας ή δολίων Σαδδουκαίων. Εφαίνετο ως να μη είχε μείνει τίποτε προς παρηγορίαν του έθνους, παρά η πίστις του μόνον προς τους μωσαϊκούς θεσμούς και αι ελπίδες τας οποίας ηδέως έθαλπε περί του ελευσομένου Μεσσίου. Εις εποχήν τόσον τεταραγμένην και τόσον ανήσυχον, — καθ' ην παν ό,τι παλαιόν παρήρχετο ανεπιστρεπτεί και παν ό,τι νέον εξηκολούθει να μένει άγνωστον, — εδικαιολογείτο κάλλιστα ο Φαρισαίος ζητών ευκαιρίαν προς επανάστασιν, και περισσότερον αυτού ο Εσσαίος ασπαζόμενος τον βίον τον μοναχικόν, τον βίον τον άγαμον, και βυθιζόμενος εις αγρίαν απομόνωσιν από της κοινωνίας. Υπήρχε γενική προσδοκία «της μελλούσης εκείνης οργής», ήτις έμελλε να είναι η ωδίς του τοκετού της ερχομένης βασιλείας, το σκότος το βαθύτατον το προ της αυγής. Ο κόσμος είχε γηράσει, και η ειδωλολατρεία εξώκειλεν εις μυσαράς καταχρήσεις. Η αθεΐα είχεν ως συνέπειαν την ηθικήν κατάπτωσιν, όπως συμβαίνει πάντοτε μεταξύ των εθνών. Η αδικία εφαίνετο ότι είχε πάρει ένα δρόμον αχαλίνωτον πλέον. Η φιλοσοφία η τόσα καυχηθείσα, ήτο τώρα η παρηγορία των ολίγων. Το έγκλημα ήτο παγκόσμιον, και δεν υπήρχε φάρμακον διά την φρίκην και τον όλεθρον που επροκάλει εις χιλιάδας καρδιών. Και αυτή η τύψις του συνειδότος είχεν εξαντληθή, ούτως ώστε η ανθρωπίνη φύσις «είχε διεξέλθει παν είδος κακίας». Ήτο μία πώρωσις καρδιών, μία απολίθωσις του ηθικού συναισθήματος, καταθλιπτική και πανίσχυρος, ως την εύρισκον και εκείνοι ακόμη όσοι έπασχον εξ αυτής. Και αυτός δε ο εθνικός κόσμος είχε τώρα την αμυδράν συναίσθησιν, ότι επέστη πλέον το πλήρωμα του χρόνου.
Εις τοιαύτας κρισίμους περιόδους η τάσις προς την ασκητικήν απομόνωσιν καθίσταται ισχυροτάτη. Η σιωπηλή επικοινωνία μετά του Θεού εν τω μέσω των αγρίων σκηνών της φύσεως φαίνεται προτιμοτέρα του ενοχλητικού συμφυρμού μέσα εις μίαν απογοητευμένην κοινωνίαν. Η ανεξαρτησία και η συντήρησις της ζωής διά των πλέον λιτών μέσων, τα οποία εξαρκούσιν εις τας πρώτας ανάγκας μας, ελκύουν περισσότερον από την αένναον αγωνίαν και από την σαπίζουσαν αθλιότητα μιας ταπεινωτικής και αγωνιζομένης πενίας. Η αγριότης και η σιωπή της αδιαφορούσης φύσεως φαίνονται ότι παρέχουν εις τοιαύτας περιστάσεις θελκτικόν καταφύγιον μακράν του θορύβου, της ποταπότητος και της μοχθηρίας των ανθρώπων. Ο Βάνος ο Φαρισαίος, όστις απεσύρθη εις την έρημον και έζησεν εκεί ένα χρονικόν διάστημα ίσον προς τους κατόπιν ερημίτας της Θηβαΐδος, ήτο μόνον είς εκ των πολλών εις τους οποίους επέδρασαν αι τοιαύται βιωτικαί συνθήκαι. Ο Ιώσηπος, όστις έζησε τρία έτη μετ' αυτού εις το ορεινόν σπήλαιόν του, περιγράφει τας αυστηράς στερήσεις, τας οποίας επέβαλεν εις εαυτόν και τον πλήρη σκληραγωγιών βίον του, και μας λέγει, πως ενεδύετο με φύλλα, και πως ετρέφετο με ρίζας και πως νυχθημερόν κατεβυθίζετο εις τα παγερά ύδατα, διά να διατηρήται το σώμα του πάντοτε καθαρόν και η καρδία του αγνή.
Αλλ' ο ασκητισμός προέρχεται εκ διαφόρων αιτίων. Δυνατόν να προκύπτη εκ της οιήσεως του κυνικού, όστις θέλει να ευρίσκεται μακράν παντός ανθρώπου· ή από τον αηδή πλέον κόρον του επικουρείου, όστις ποθεί να εύρη καταφύγιον, όπως προφυλαχθή και από τον ίδιον εαυτόν του· ή από τον εγωιστικόν τρόμον του φανατικού, του σκοπούντος μόνον την ιδίαν σωτηρίαν. Πλέον διαφορετική και υψηλοτέρα ήτο η απλοϊκότης και η αυταπάρνησις του Βαπτιστού. Οι ζωγράφοι του μεσαιώνος δεν απομακρύνονται της αληθείας παριστώντες αυτόν κάτισχνον από αυστηράν άσκησιν εξ απαλών ονύχων. Η φυσική ροπή προς την ζωήν της απομονώσεως είχε φανερωθή εις τον νεαρόν Ναζαρηνόν από τα πρώτα έτη της παιδικής ηλικίας του· αλλ' εν αυτώ προέκυψεν εκ της συναισθήσεως, ότι ήτο προωρισμένος να εκπληρώση ένδοξον αποστολήν, εκ του πόθου ν' ακολουθήση ένα πεπρωμένον εμπνεόμενον από φλογεράς ελπίδας. Το φως το εν αυτώ έμελλε ν' ανάψη εν ανάγκη εις παμφάγον φλόγα όχι χάριν αυτού, αλλά προς τον σκοπόν τού να φωτίση τον δρόμον του ερχομένου Βασιλέως.
Υπό φυσικήν έποψιν, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήτο πλήρης ορμών και πλήρης πυρός. Ο μακρός αγών, κατά τον οποίον κατώρθωσε να καθυποδουλώση τελεσφόρως εαυτόν και να παρασυρθή υπό μιας μοναδικής, της σκέψεως του Θεού, ο αγών όστις του ενέπνευσε την αφοβίαν προ του κινδύνου και την ταπεινοφροσύνην εν τω μέσω του θριάμβου, — είχεν αφήσει τα ίχνη του εις τον αυστηρόν χαρακτήρα και εις την όψιν και εις την διδασκαλίαν του ανδρός. Αν είχεν εύρει την ειρήνην και την ησυχίαν εις την μακράν προσευχήν και εις την μετάνοιαν της ζωής του εν τη ερήμω, η ειρήνη αύτη δεν ήτο η ειρήνη η αυτόματος ανεξικάκου εκ φύσεως και αγίας ψυχής. Η νίκη την οποίαν ήρατο ήτο ακόμη πλήρης από τα ίχνη του αγώνος· και η ειρήνη την οποίαν κατέκτησεν απήχει έτι από τον μακρυνόν θόρυβον της θυέλλης. Η διδασκαλία του αντικατώπτριζε της ερήμου τας εικόνας — τους βράχους, τον όφιν, το γυμνόν δένδρον. Και του Λανζ η περιγραφή είναι πλήρης ευγλωττίας: «Όταν εξεδηλούτο εις προφήτην, ήτο ωσεί δαυλός ανημμένος· ο δημόσιος βίος του υπήρξε σεισμός, — ολόκληρος ο άνθρωπος ήτο ένα κήρυγμα· ηδύνατο κάλλιστα ν' αποκαλέση εαυτόν φωνήν, — την φωνήν ενός όστις εβόα εν τη ερήμω: «Ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου».
Ενώ δε ήτο βυθισμένος εις τους βαθείς διαλογισμούς του, το πυρ το εν αυτώ ήναψεν, και ωμίλησεν επί τέλους με την γλώσσαν του. Από παιδικής σχεδόν ηλικίας υπήρξεν εκουσίως ερημίτης. Εν τη απομονώσει του είχε κατανοήσει τα άρρητα μυστήρια της φύσεως. Εκεί ο αόρατος κόσμος κατέστη δι' αυτόν πραγματικότης. Επικοινωνών με την ιδίαν του μόνον μεγάλην καρδίαν, — επικοινωνών με τας υψηλάς σκέψεις της μακράς εκείνης σειράς των προφητών, των προδρόμων του μέσα εις ένα ανυπότακτον λαόν, — επικοινωνών με τας μυστικάς φωνάς, αίτινες ήρχοντο προς αυτόν από το όρος και από την θάλασσαν, — έμαθε μάθημα βαθύτερον και πλέον αποκαλυπτικόν εκείνου όπερ ηδύνατο να διδαχθή εις τους πόδας του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ. Εις την τροπικήν μεσημβρίαν της βαθείας εκείνης κοιλάδος του Ιορδάνου, όπου ο αήρ φαίνεται πλήρης μιας λεπτής και φρισσούσης φλογός, ακούων τους ωρυγμούς των αγρίων θηρίων κατά τας μακράς νύκτας, υπό το φέγγος των άστρων «τα οποία εφαίνοντο κρεμάμενα ωσάν σφαίραι πυρός εις πορφυρόχρουν στερέωμα» — περιδιαβάζων παρά τα θολά ύδατα της νεκράς και κατηραμένης εκείνης λίμνης, — ο Ιωάννης είχε διδαχθή ένα μάθημα, ο Ιωάννης είχε φωτισθή από μίαν αποκάλυψιν, ήτις δεν κατέρχεται μέχρι των κοινών ανθρώπων, και ήτις δεν εμπνέεται εις τα σχολεία των Ραββίνων, αλλ' εις το σχολείον της ερημίας και εις το σχολείον του Θεού.
Τοιούτοι διδάσκαλοι είνε κατάλληλοι διά τοιαύτας εποχάς. Κηρύσσουν την αλήθειαν και λαλούν την γλώσσαν της πραότητος και προφητεύουν τον δόλον του ανθρώπου. Οι συνήθεις γραμματείς ή Φαρισαίοι, εκτεθηλυμμένοι εκ της ευωδίας, οιηματίαι προ του γενικού σεβασμού, συνήρχοντο εν τη συναγωγή με τα πλατέα φυλακτήριά των και τους πολυτελείς χιτώνας των, και προέβαινον εις υπνηλήν εποικοδόμησιν των ακροατών αυτών, κρατούντες ανά χείρας το μ ι δ ρ ά ς το βρίθον παιδαριωδιών και αγόνων και κοινών παραδειγμάτων· αλλά μόνη η θέα του Ιωάννου του Βαπτιστού εδείκνυεν ότι ήτο άλλου είδους διδάσκαλος. Ο παλμώδης τόνος φωνής απηχούοης εκ περιφρονήσεως και θυμού, η ηλιοκαής όψις, οι ακτένιστοι πλόκαμοι, τα συνεσφιγμένα χείλη, η δερματίνη ζώνη, και το εκ τριχών καμήλου ένδυμα, εδείκνυον παρευθύς άνδρα πλήρη μεγαλείου και ατρόμητον εις την δύναμίν του, όστις όπως ο τραχύς προφήτης Ηλιού, ο οποίος ήτο το πρωτότυπόν του, ίστατο απτόητος ενώπιον των πορφυρογεννήτων Αχαάβ και των μοιχών Ιεζάβελ. Δεν ήτο επιδεικτικός τις και πομπώδης Φαρισαίος, κατάφορτος εκ κροσσών και φυλακτηρίων· ουδέ χιτωνοφόρος τις ιερεύς απορροφημένος εις μικράς τελετάς· ωμοίαζε προς τους μεγάλους προκατόχους του και ήτο επικριτής αμφοτέρων τούτων των τάξεων. Η αξία της διδαχής του ήτο ότι παρέβλεπε την πατροπαράδοτον ορθότητα των εξωτερικών τύπων και κατέρριπτε την οίησιν των προνομίων και εδίδασκεν ότι η ηθική είνε ο σκοπός και τέρμα της θρησκείας. Είνε γνωστόν ότι το μόνον ποτόν του ήτο το ύδωρ του ποταμού και ότι ετρέφετο με ακρίδας και μέλι άγριον. Οι άνθρωποι ησθάνοντο εν αυτώ την δύναμιν εκείνην της υπεροχής, με την οποίαν είνε πάντοτε πεπροικισμένη η τελεία αυταπάρνησις. Εκείνος όστις είνε ανώτερος των κοινών φιλοδοξιών του ανθρώπου, είνε ωσαύτως ανώτερος και των κοινών φόβων του. Εάν ολίγα έχη να ελπίζη εκ της ευνοίας των ομοίων του, ολίγα έχει και να φοβήται εκ της δυσμενείας των και της αποστροφής των· αφού δεν έχει τίποτε να κερδίση κολακεύων ευτελώς, δεν έχει τίποτε να χάση επικρίνων δικαίως. Είνε τρόπον τινά υπεράνω των ομοίων του, επάνω εις ένα ηλιόλουστον ύψωμα ειρήνης και αγνότητος, μη τυφλούμενος από την ομίχλην, ήτις επισκοτίζει τους οφθαλμούς των, ασυγκίνητος από τας ολεθρίας επιδράσεις, αίτινες ταράσσουν τον βίον των.
Ουδέν θαυμαστόν αν τοιούτος άνθρωπος επεβλήθη εν τω άμα ως κολοσσαία δύναμις εις τον λαόν του. Εθρυλήθη καθ' άπασαν την χώραν ότι έζη εν τη ερήμω της Ιουδαίας είς προφήτης, τους φλογερούς λόγους του οποίου ήξιζε τον κόπον ν' ακούση τις· ένας ασκητής, όστις υπενθύμιζε τον Ησαΐαν διά των εκφράσεών του και τον Ηλιού διά της ζωής του. Είς Τιβέριος εμίαινε με τας ατιμίας του τον θρόνον της Αυτοκρατορίας· είς Πόντιος Πιλάτος με την αυθάδειάν του και με τας ωμότητας και τους διωγμούς και τας σφαγάς εξετρέλλαινεν ένα φανατικόν λαόν· ο Ηρώδης Αντίπας επεδείκνυεν εις προθύμους μιμητάς το παράδειγμα της αποστασίας και της ακορέστου απληστίας· ο Καϊάφας και ο Άννας διήρουν τα καθήκοντα μιας αρχιερατείας την οποίαν ητίμαζον. Αλλ' η ομιλία του νέου προφήτου δεν ενεπνέετο από τας πολιτικάς ταύτας περισπάσεις· τα μαθήματα τα οποία είχε να διδάξη ήσαν βαθύτερα και πλέον παγκόσμια εν τη ηθική και κοινωνική σημασία των. Οιοιδήτοτε και αν ήσαν οι ακροαταί, οίτινες συνέρρεον εις το αυστηρόν ερημητήριόν του, η διδασκαλία του ήτο κατ' εξοχήν πρακτική, αλγεινώς ερευνητική της ανθρωπίνης καρδίας, πλήρης αφόβου παρρησίας. Και ούτω οι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι, γραμματείς και στρατιώται, ιερείς και λαϊκοί, έσπευδον ν' ακούσουν τους λόγους του. Το μέρος όπου εκήρυσσε ήτο η αγρία εκείνη έρημος, η ακαλλιέργητος και ακατοίκητος, ήτις εξετείνετο δυσμικώς από της Ιεριχούς και από των αβαθών μερών του Ιορδάνου μέχρι των ακτών της Νεκράς Θαλάσσης. Οι άβατοι βράχοι, οίτινες εδέσποζον του στενού του άγοντος από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ ήσαν κρησφύγετον επικινδύνων ληστών· τα άγρια θηρία και οι κροκόδειλοι δεν είχον εκλίπει ακόμη από τους καλαμώνας τους παρά τας όχθας του Ιορδάνου· αλλ' όμως τα πλήθη εξεπορεύοντο προς αυτόν πανταχόθεν, και από της ιεράς Ιερουσαλήμ και από της μειδιώσης Γαλιλαίας και από των περιχώρων του Ιορδάνου, όπως ενωτισθώσι του ήχου της αλλοκότου εκείνης φωνής. Και αι λέξεις της φωνής ταύτης ήσαν ωσεί σφυρίον θρυμματίζον τας μάλλον απολιθωμένας καρδίας, ήσαν ως μία φλοξ διατρυπώσα τας μάλλον ενδομύχους σκέψεις. Άνευ σκιάς εκφυλισμού, χωρίς τον ελάχιστον τόνον υποταγής, άνευ ενδοιασμών και άνευ φόβου, επετίμα τους τελώνας διά τας καταπιέσεις των· τους «στρατευομένους» διά την παράφορον βίαν των και διά τας παρανομίας των και διά την πλεονεξίαν των· τους πλουσίους Σαδδουκαίους και τους μεγαλοπρεπείς Φαρισαίους διά την προσήλωσίν των εις τους τύπους και διά την απιστίαν των, ήτις τους μετέβαλλεν εις «γεννήματα εχιδνών». Τον δε λαόν προειδοποίει ότι τα πολύτιμα προνόμιά του ήσαν κατά τι χειρότερον από μηδαμινά, αν τα εθεώρει άνευ μετανοίας άξια να τον προστατεύσουν από της μελλούσης οργής. Υπερηφανεύετο διά την πατριαρχικήν καταγωγήν του, έλεγεν ότι πατέρα είχε τον Αβραάμ· αλλ' ο Θεός, όπως είχε πλάσει εκ του χώματος τον Αδάμ, ούτω ηδύνατο εκ των λίθων εκείνων της ερήμου του Ιορδάνου να «εγείρη τέκνα τω Αβραάμ». Και οι ακροαταί ήκουον τον κήρυκα της αληθείας με συντετριμμένας καρδίας· και επειδή είχεν ορίσει το βάπτισμα ως σύμβολον της μετανοίας των και του εξαγνισμού των, «εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ' αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών».
Είχεν όμως και άλλο τι να κηρύξη, ένα κήρυγμα πλέον παράδοξον και πλέον αυστηρόν, αλλά πλήρες ελπίδων· δι' εαυτόν δεν απήτει άλλο κύρος εκτός το του προδρόμου ενός άλλου· το βάπτισμά του το εθεώρει απλώς ως μύησιν εις την επικειμένην βασιλείαν των ουρανών. Όταν η πρεσβεία του Συνεδρίου, η εξ ιερέων και λευιτών το ηρώτησε τις ήτο, όταν όλος ο λαός διηρωτάτο ενδομύχως αν ήτο ο Χριστός, ο Ιωάννης ουδ' επί στιγμήν εδίστασε να είπη· ότι δεν ήτο ούτε ο Χριστός, ούτε ο Ηλίας, ούτε άλλος τις προφήτης. Ήτο «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», και ουδέν πλέον· αλλά μετ' αυτόν, — και ήτο τούτο η αναγγελία, ήτις συνεκλόνει βαθύτατα τας καρδίας τον ανθρώπων, — ήρχετο Είς, «ος έμπροσθεν μου γέγονε, ότι πρώτος μου ην» — Είς, ούτινος δεν ήτο ικανός, ίνα λύση τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού, — Είς, όστις δεν θα εβάπτιζεν εν ύδατι, αλλ' εν Πνεύματι Αγίω και Πυρί, — Είς, ου το πτύον ήτο εν τη χειρί αυτού, και όστις θα εκάθαιρε τελείως την άλωνα και θα συνήγε τον σίτον εις την αποθήκην αυτού, αλλά θα κατέκαιε το άχυρον πυρί ασβέστω. Η ώρα της αιφνιδίας ελεύσεως του από πολλού ονειροπολουμένου, του από αιώνων ποθητού Μεσσίου είχε σημάνει. Ήτο πλησίον των φοβερός, ήτο μεταξύ των, αλλά δεν τον εγνώριζον.
Ούτω, η μετάνοια και η βασιλεία τον ουρανών ήσαν τα δύο κυριώτερα σημεία του κηρύγματος αυτού, και μολονότι δεν ηξίου το βραβείον ουδενός θαύματος, εν τούτοις ενώ ηπείλει τιμωρίαν εις τους υποκριτάς και όλεθρον εις τους κακούς, υπέσχετο ωσαύτως άφεσιν αμαρτιών εις τους μετανοούντας και την βασιλείαν τον ουρανών εις τους αγνούς και τους αναμαρτήτους. Προς το κήρυγμα τούτο και προς το βάπτισμα, κατά το τριακοστόν έτος της ηλικίας του, προσήλθε και ο Ιησούς εκ της Γαλιλαίας. Ο Ιωάννης ήτο συγγενής του εξ αίματος, αλλ' αι περιστάσεις αι βιωτικαί τους είχαν χωρίσει τελείως. Ο Ιωάννης διήγαγε τον παιδικόν βίον αυτού εν τω οίκω του αγνού ιερέως, του πατρός του, εν τη πόλει Ιούτα, κατά την μεσημβρινήν εσχατιάν της χώρας του Ιούδα· ο Ιησούς είχε ζήσει εις πλήρη απομόνωσιν εν τω εργαστηρίω του τέκτονος, εις την κοιλάδα της Γαλιλαίας. Όταν ήλθε κατά πρώτον εις τας όχθας του Ιορδάνου, ο μέγας πρόδρομος, κατά την ιδίαν αυτού εμφαντικήν και δις επαναληφθείσαν μαρτυρίαν, δεν τον εγνώριζε. Και εν τούτοις, μολονότι ο Ιησούς δεν είχεν ακόμη αποκαλυφθή ως Μεσσίας εις τον μέγαν προφήτην, τον κηρύσσοντα την έλευσίν του, υπήρχε κάτι τι εις το βλέμμα του, κάτι τι εις το αναμάρτητον κάλλος των τρόπων του, κάτι τι εις το πάνδημον μεγαλείον της όψεώς του, όπερ είλκυσεν αμέσως την ψυχήν του Ιωάννου και εκυριάρχησεν αυτής. Διά τους άλλους ήτο ο αμάλακτος προφήτης· ηδύνατο και βασιλείς ακόμη να επιτιμήση· αφήρει το προσωπείον των Φαρισαίων μετ' αγανακτήσεως· αλλά προ της παρουσίας εκείνου, όλη η υψηλοφροσύνη του καταπίπτει. Όπως όταν απρόοπτός τις τρόμος σταματά την αχαλίνωτον πτήσιν του αετού, και τον ρίπτει με ένα πεπνιγμένον κρωγμόν και με μαζωμένα τα πτερά εις το έδαφος, ούτω και προ εκείνης της αγνότητος του αναμαρτήτου βίου, και προ της υπεροχής της εσωτερικής ευδαιμονίας, ο άγριος προφήτης της ερήμου μεταβάλλεται εις ευπειθές και συνεσταλμένον παιδίον. Ο Ιωάννης έκυψε προ του ακηλιδώτου ανθρώπου, πρωτού αναγκασθή ν' αναγνωρίση αυτόν ως Θεόν. Προσεπάθησε μετά ζέσεως να «διακωλύση» τον σκοπόν του Ιησού. Αυτός όστις είχε δεχθή τας εξομολογήσεις όλων των άλλων, μετά σεβασμού τώρα και ταπεινώς ποιείται την ιδίαν αυτού εξομολόγησιν. «Εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;»
Η απάντησις αύτη περιλαμβάνει τους δευτέρους λόγους, ους αναφέρεται ειπών ο Ιησούς, και αποτελεί τας πρώτας λέξεις της διδαχής του ενώπιον πολυαρίθμου κοινού: — Άφες άρτι· «ούτω γαρ πρέπον εστιν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην.»
«Θέλω ράνει επάνω σας καθαρόν ύδωρ και θέλω σας καθαρίσει»(Ιεζ. 36, 25) — τοιούτο φαίνεται να ήτο το κήρυγμα του Ιωάννου προς τους αμαρτωλούς, οίτινες μετενόουν ειλικρινώς.
Αλλ' αν ούτως είχε το πράγμα, διατί ο Κύριος ημών δέχεται το βάπτισμα από τας χείρας του δούλου του; Οι ίδιοι λόγοι του μας λέγουν το διατί: ήθελε να πληρώση πάσαν δικαιοσύνην υποδεικνυομένην παρά του Θεού. Δεν εδέχετο το βάπτισμα ως συνέπειαν εξομολογήσεως, διότι ήτο αναμάρτητος· και υπό τοιαύτην έποψιν, προτού μάλιστα τον αναγνωρίση ως Χριστόν, ο Βαπτιστής σαφώς υπέδειξεν ότι η τελετή αύτη ήτο ως προς αυτόν εξαιρετική. Το εδέχθη ως επικυρωτικόν της αποστολής του μεγάλου προδρόμου του, ως ωραίον σύμβολον του ηθικού εξαγνισμού και ως ταπεινόν εγκαίνιον της διδασκαλίας του, ήτις δεν ήλθε να καταστρέψη τον νόμον, αλλά να πληρώση αυτόν. Αι ίδιαι λέξεις του αποκρούουν πάσαν ενδεχομένην παρερμηνείαν. Δεν λέγει «Οφείλω», αλλά «πρέπον εστιν ημίν». Δεν λέγει «χρείαν έχω βαπτισθήναι», ουδέ λέγει «χρείαν ουκ έχεις βαπτισθήναι υπ' εμού», αλλ' «άφες άρτι». Το βάπτισμα τούτο είναι αληθώς βάπτισμα μετανοίας.
Ούτω ο Ιησούς κατεβυθίσθη εις τα ύδατα του Ιορδάνου, — «προσευχόμενος», όπως τόσον χαρακτηριστικώς προσθέτει ο Λουκάς, — και τότε εδόθη άνωθεν το σημείον ότι αυτός ήτο «ο μέλλων να έλθη». Από τους σχισθέντας ουρανούς το Πνεύμα το Άγιον κατέβη εν είδει ακτινοβόλου περιστεράς και επτερύγισεν υπέρ την κεφαλήν του και φωνή εγένετο λαλούσα εις τα ώτα του Βαπτιστού.
— «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
Ο Πειρασμός
«Μετά των θηρίων». — Τεσσαράκοντα ημέραι. — Η στιγμή της εξαντλήσεως.
— Ο πρώτος πειρασμός. — Η πονηρία του. — «Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο
άνθρωπος». — Αι προτάσεις του πειρασμού. — Το πτερύγιον του Ναού. — Ο
Ρωμαίος Αυτοκράτωρ — Η νίκη.
«Τότε ο Ιησούς ανήχθη εις την έρημον». Το ανθρώπινον πνεύμα του ήτο πλήρες ισχυρών συγκινήσεων, και εζήτησε την απομόνωσιν και ηθέλησε να μείνη μόνος με τον Θεόν και να βυθισθή άπαξ έτι εις λογισμούς διά το μέγα έργον του! Από τα ύδατα του Ιορδάνου ήχθη, — και κατά την ζωηροτέραν και γραφικωτέραν έκφρασιν του Μάρκου, «εξεβλήθη, — υπό του Πνεύματος εις την Έρημον. «Ήχθη, — λέγει ο Ιερεμίας Ταίυλορ, — υπό του Αγαθού Πνεύματος, όπως πειραχθή υπό του Κακού Πνεύματος». Είχε περιβληθή τώρα την πανοπλίαν του όχι διά να καθίση και αναπαυθή, αλλά διά να παλαίση τον αγώνα τον δεινόν.
Μία παράδοσις, χρονολογουμένη από της εποχής των Σταυροφοριών, θέτει την σκηνήν του πειρασμού εις ένα όρος ουχί μακράν της Ιεριχούς, όπερ ωνομάσθη εκ τούτου «Τεσσαρακοντάς.» Γυμνόν και άνυδρον ως όρος κατηραμένον, ορθούται αποτόμως εν τω μέσω αυχμηράς και ερήμου πεδιάδος, και δεσπόζει των νεκρών και ασφαλτούχων υδάτων της Σοδομιτικής Θαλάσσης, εις εκπλήσσουσαν αντίθεσιν προς την μειδιώσαν γλυκύτητα του Όρους των Μακάρων και προς το διαυγές κρύσταλλον της Λίμνης της Γεννησαρέτ. Η φαντασία είδεν εις εκείνο το όρος κατάλληλον καταφύγιον των κακών πνευμάτων, ένα μέρος όπου, κατά την γλώσσαν των προφητών, εμφωλεύουν αι γλαύκες και χορεύουν οι σάτυροι.
Και ενταύθα ο Ιησούς, σύμφωνα με εκείνην την γραφικήν και κατανύσσουσαν έκφρασιν του δευτέρου Ευαγγελιστού, «ην μετά των θηρίων». Δεν τον επείραζον ταύτα. «Επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα». Ούτω είχε λαλήσει άλλοτε η φωνή της παλαιάς επαγγελίας· και εν τω Χριστώ όπως εις πολλά εκ των τέκνων του, η προφητεία εξεπληρώθη. Εκείνοι των οποίων η δειλή πίστις καταπτοείται προ του θαυμαστού, δεν έχουν αφορμήν ν' ανησυχούν ενταύθα. Δεν είναι φυσικόν να το προσβάλλουν τα θηρία αγρίως τον άνθρωπον, όστις είναι ο φυσικός αυτών δεσπότης, ουδέ το να φεύγουν τρομαγμένα προ αυτού. Ένας ποιητής έψαλλε μίαν τροπικήν νήσον «όπου η ζωή ήτο τόσον αγρία, ώστε ήτο ήμερος». Η μανία ή ο τρόμος των θηρίων αν και διαιωνισθείς διά του κληρονομικού ενστίκτου, ήρχισε το πρώτον ένεκα της σκληράς επιθέσεως του ανθρώπου· και αφθονούν τα ιστορικά παραδείγματα κατά τα οποία η αγριότης ενικήθη από την πραότητα, το μεγαλείον, την ευγένειαν του ανθρώπου. Δεν υπάρχει αναλόγου βαρύτητος λόγος όπως αποκρούσωμεν την κοινήν πεποίθησιν των πρώτων αιώνων, ότι τα θηρία της Θηβαΐδος έζων ελεύθερα και αβλαβή εν τω μέσω των αγίων ερημιτών, και ότι τα αγριώτερα και ωμότερα πλάσματα της φύσεως ήσαν ήμερα και φιλικά προς τον όσιον Γεράσιμον τον εν τω Ιορδάνη· τις δεν εγνώρισεν ανθρώπους των οποίων το βλέμμα γοητεύει τα πτηνά, και οίτινες δύνανται να πλησιάσουν άνευ του ελαχίστου κινδύνου τα αγριώτερα ζώα; Και δυνάμεθα να πιστεύωμεν ακραδάντως ότι η γοητεία την οποίαν ως άνθρωπος ήσκει ο Ιησούς επί των αλόγων πλασμάτων, τον επροφύλαξε παντός κινδύνου. Εις τας κατακόμβας και εις άλλα αρχαία μνημεία των πρώτων χριστιανών παριστάνεται κάποτε ως Ορφεύς γοητεύων με το άσμα του τα ζώα. Παν ό,τι είναι ωραίον και αληθές εις τας αρχαίας παραδόσεις εξεπληρούτο εν αυτώ, και ήτο σύμβολον του βίου του και του έργου του.
Και παρέμεινεν εις την έρημον ημέρας τεσσαράκοντα. Ο αριθμός των ημερών τούτων απαντά επανειλημμένως εν ταις Γραφαίς, συνδεόμενος πάντοτε με γεγονότα πειρασμού, άτινα επακολουθεί η αμοιβή της νίκης. Είνε προδήλως ιερός και συμβολικός αριθμός, και ανεξαρτήτως άλλων περιστατικών μετ' αυτού συνδεομένων, τεσσαράκοντα ημέρας έμεινεν ο Μωυσής επί του όρους Σινά και ο Ηλιού εις την έρημον. Εν στιγμαίς μεγάλης εξάψεως ή βαθέων λογισμών, αι συνήθεις ανάγκαι του σώματος φαίνεται ως να μεταβάλλωνται ή επί στιγμήν εκλείπουν· και αν δεν πρέπει να λάβωμεν κυριολεκτικώς τας λέξεις του Λουκά «ουκ έφαγεν ουδέν», δυνάμεθα τουλάχιστον να υποθέσωμεν, ότι ο Ιησούς εύρισκε παν ό,τι ήτο αναγκαίον προς συντήρησίν του εις τους αγρίους καρπούς τους οποίους ηδύνατο να τω χορηγή η έρημος, αλλ' όπως και αν έχη το πράγμα, — ζήτημα άλλως τε μικράς σπουδαιότητος, — συντελεσθεισών των τεσσαράκοντα ημερών, ο Χριστός επείνασε. Και αύτη ήτο η στιγμή η κατάλληλος προς πειρασμόν. Κατά το χρονικόν εκείνο διάστημα αι ηθικαί και πνευματικαί δυνάμεις του Ιησού υπέστησαν δεινήν έντασιν. Εις τοιαύτας υψηλάς στιγμάς εκστάσεως, ο άνθρωπος δύναται να υποβληθή εις απείρως καταπονητικόν μόχθον χωρίς να υποκύψη, και ο στρατιώτης ημπορεί να εξακολουθή πολεμών καθ' όλην την ημέραν αναίσθητος προ των τραυμάτων του και λησμονών αυτά. Όταν όμως ο ενθουσιασμός εξαντληθή και όταν η έξαψις εξατμισθή και όταν το καίον πυρ σβέση, όταν η Φύσις, κατάκοπος και εκνευρισμένη, ανακτά τα δικαιώματά της, — όταν εν ενί λόγω αρχίση η ισχυρά αντίδρασις, ήτις αφίνει τον πάσχοντα άνθρωπον εξηντλημένον και λιπόψυχον, — τότε είνε η ώρα του εσχάτου κινδύνου και είνε στιγμή κατά την οποίαν ο άνθρωπος πίπτει θύμα μιας δολεράς υποσχέσεως ή μιας τολμηράς εφόδου. (3) Και εις τοιαύτην στιγμήν ο Κύριος ημών απεδύθη εις πόλεμον κατά των δυνάμεων του Κακού και ενίκησεν.
Η πάλη δεν ήτο προδήλως απλή αλληγορία. Είνε περιττόν και ασεβές να θελήσωμεν να εξετάσωμεν την εξωτερικήν υπόστασιν του πειρασμού· περιττόν, διότι παν απόλυτον συμπέρασμα και πάσα οριστική απόφασις φαίνεται αδύνατος· ασεβές, διότι οι Ευαγγελισταί ήκουσαν το επεισόδιον από τα χείλη του Ιησού, ή από εκείνους εις τους οποίους το διεκοίνωσε, και ο Κύριος ημών αφηγήθη αυτό κατά τρόπον δυνάμενον να παράσχη την πλέον ζωηράν εντύπωσιν και ν' αποβή διδακτικόν μάθημα. Οι διάφοροι συγγραφείς έσχον διαφορετικήν έκαστος αντίληψιν του γεγονότος τούτου και της υποκειμενικής ή αντικειμενικής υποστάσεως αυτού. Από του Ωριγένους μέχρι του Σλαϊερμάχερ μερικοί εθεώρησαν αυτό ως απλούν όραμα ή αλληγορίαν, — μίαν συμβολικήν περιγραφήν καθαρώς εσωτερικής πάλης· και την γνώμην ταύτην ησπάσθη μάλιστα και ο Καλβίνος, ο τόσον κυριολεκτικός και τόσον αυστηρός σχολιαστής. Επί του ζητήματος τούτου, — ζητήματος απλής ερμηνείας, έκαστος δύναται να έχη την γνώμην, ήτις φαίνεται εις αυτόν μάλλον συνάδουσα προς την αλήθειαν· το ουσιώδες όμως είναι ότι η πάλη υπήρξεν ισχυρά, προσωπική, πραγματική, — και ότι ο Χριστός χάριν ημών αντιπαρετάχθη, και κατέβαλε τας ανεγνωσμένας προσπαθείας του Σατανά.
Το ζήτημα αν ο Χριστός ήτο ή ου ικανός ν' αμαρτήση, — και διά να εκφρασθώμεν εις την γλώσσαν της σχολαστικής και θεολογικής εκείνης χώρας, εν τη οποία ηγέρθη και συνεζητήθη, το ζήτημα του αμαρτωλού ή αναμαρτήτου της ανθρωπίνης φύσεώς του, — είνε ζήτημα το οποίον ουδέποτε θα εγεννάτο εις απλοϊκόν και ευσεβές πνεύμα. Πιστεύομεν και γνωρίζομεν ότι ο Κύριος ημών ο ευλογητός ήτο αναμάρτητος, — ήτο ο Αμνός του Θεού ο άνευ ελαττωμάτων και ακηλίδωτος. Ποία προκύπτει εποικοδόμησις ή τι το όφελος εκ της συζητήσεως περί του αν το αναμάρτητον προκύπτει εκ του posse non peccare ή non posse peccare. Μερικοί, με ζήλον άκρατον και εν ταυτώ αμαθή, βλέπουν εις τον Χριστόν όχι μόνον το απολύτως αναμάρτητον, αλλά και φύσιν εις την οποίαν το αμαρτάνειν ήτο θεόθεν αδύνατον. Και εκ τούτου, τι; Αν η μεγάλη πάλη η προς τον Σατανάν, ήτο απλή απατηλή φαντασμαγορία, ποίον το όφελος όπερ δύναται να προκύψη δ' ημάς εκ ταύτης; Ποίαν ανακούφισιν ή ποίαν παρηγορίαν θα αισθανθώμεν, όταν γνωρίζωμεν ότι ο Κύριος ημών επάλαισεν όχι μόνον νικηφόρως, αλλά και χωρίς να διατρέξη τον ελάχιστον πραγματικόν κίνδυνον; Ότι όχι μόνον έμεινεν άτρωτος, αλλά και ότι δεν ήτο δυνατόν να λάβη το παραμικρόν τραύμα; Πού είναι το θάρρος του πολεμιστού, όταν γνωρίζη ότι αποδύεται εις ψευδή πόλεμον; Οι θέλοντες τοιουτοτρόπως να δοξάσουν Αυτόν μας στερούσιν ενός Χριστού ζωντανού, ενός Χριστού όστις ήτο, όσον Θεός τόσον και άνθρωπος, και υποκαθιστούν εις την θέσιν του ένα επικίνδυνον φάντασμα ανίκανον να εμπνεύση πίστιν και αγάπην.
Οθενδήποτε λοιπόν και αν προέρχεται η δοξασία αύτη, είτε εκ φαρισαϊκής ψευδοορθοδοξίας, σκοπούσης απλώς να καταδικάση την υποτιθεμένην αίρεσιν των άλλων, είτε εξ υπερβολικού σεβασμού μεταβληθέντος εις πνεύμα φόβου και δουλείας, ημείς πρέπει να προσέχωμεν μη τυχόν αναιρέσωμεν την αξιοπιστίαν των Γραφών, και, σχετικώς με το επεισόδιον τούτο, την αξιοπιστίαν αυτού του Χριστού, διά της υποθέσεως, ότι δεν υπέκειτο εις αληθή πειρασμόν. Απεναντίας υπέκειτο εις πειρασμούς τόσω μάλλον αλγεινοτέρους και βασανιστικωτέρους, όσον παρουσιάζοντο υπό το σχήμα αγωνίας εις μίαν φύσιν απείρως ισχυράν και απείρως αγνήν.
Και ο Ιησούς επειράχθη υπό του Κακού Πνεύματος. Η έρημος της Ιεριχούς και ο κήπος του χωρίου Γεθσημανή υπήρξαν οι άφωνοι μάρτυρες των δύο μεγαλειτέρων αγώνων του, καθ' ους απέκρουσε τας φοβερωτέρας εφόδους του εχθρού των ψυχών· αλλ' ουδέποτε καθ' όλην την ζωήν του την επίγειον υπήρξεν απηλλαγμένος πειρασμών, αφού άλλως εν τω κόσμω τούτω υπήρξε και αυτός άνθρωπος και αφού έπρεπε να καταλίπη εις ημάς αξιομίμητον παράδειγμα. «Υπήρξαν και πολλαί άλλαι περιστάσεις, καθ' ας επειράχθη», λέγει ο Άγιος Ευτύχιος. «Οι ισχυριζόμενοι ότι τρις μόνον επειράχθη ο Κύριος ημών, δεικνύουν ότι αγνοούσι τας Γραφάς», προσθέτει ο άγιος Βερνάρδος. Και παραπέμπει εις το έβδομον κεφάλαιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, εις την «προς Εβραίους Επιστολήν», 6, 15· ηδύνατο να παραπέμψη ασφαλέστερον εις την μαρτυρίαν του Λουκά, ότι όταν ο πειρασμός εν τη ερήμω τον αφήκεν, «απέστη απ' αυτού ά χ ρ ι κ α ι ρ ο ύ», τουτέστιν έως ότου παρουσιασθή νέα ευκαιρία καταλληλοτέρα. Εν τούτοις δυνάμεθα να πιστεύωμεν, ότι κατά την θριαμβευτικήν νίκην, κατά τον δεινόν εκείνον αγώνα του τον εν τη ερήμω, πας μεταγενέστερος πειρασμός μέχρι του τελευταίου επεσκίασε τόσον ελαφρώς την αναμάρτητον ψυχήν του, όσον επισκιάζουν τα ασθενή και παροδικά νέφη μίαν εαρινήν ημέραν, κυμαινόμενα ασταθώς εις το κυανούν στερέωμα χωρίς να δύνανται να το κηλιδώσουν. Ο Άγιος Θωμάς παριστάνει τας βαθμίδας της αμαρτίας αποτελουμένας, πρώτον από την σ κ έ ψ ι ν, ύστερον από την φ α ν τ α σ ί α ν, και κατόπιν από την στιγμήν την ατιμωτικήν, ήτις είναι η σ υ γ κ α τ ά θ ε σ ι ς· «και ούτω», προσθέτει, «ο πονηρός εχθρός εισέρχεται βήμα προς βήμα, αλλ' εντελώς, διότι δεν απεκρούσθη εις την πρώτην βαθμίδα». Αλλ' εις την καρδίαν του Χριστού δεν ηδύνατο να εισέλθη βαθμιαίως και να την κατακτήση, διότι από της πρώτης βαθμίδος είχεν αποκρουσθή αποτελεσματικώς.
Η εξάντλησις μακράς νηστείας θα είχεν επιδράσει επί του οργανισμού του Χριστού, εις την περίστασιν ταύτην περισσότερον ή άλλοτε. Έζη με ευγενή σκοπόν, όχι ως απομεμονωμένος ασκητής επιβάλλων εις εαυτόν στερήσεις και αλγηδόνας, αλλ' ως άνθρωπος μεταξύ των ανθρώπων. Επιβάλλει, δε την νηστείαν ως θετικήν υποχρέωσιν, και εις δύο χωρία του Ευαγγελίου την παραδέχεται ως τοιαύτην (Ματθ. 6, 16 — 9, 15). Γενικώς όμως γνωρίζομεν ότι έτρωγε και έπινε, και ότι δεν συνίστα την α π ο χ ή ν αλλά την ε γ κ ρ ά τ ε ι α ν. Μετά την νηστείαν του όθεν την τεσσαρακονθήμερον, όσον και αν υπεστήριζον τας δυνάμεις του οι βαθείς λογισμοί και η υπερφυσική βοήθεια, η πείνα την οποίαν ησθάνθη ήτο μεγάλη. Και τότε ήλθεν ο πειρασμός· υπό ποίον σχήμα, — αν ως πνεύμα σκότους ή ως άγγελος φωτός, αν υπό ανθρωπίνην μορφήν ή ως άυλος υποβολή — δεν γνωρίζομεν ούτε δυνάμεθα να καυχηθώμεν ότι είμεθα εις θέσιν να είπωμεν, αρκούμενοι απλώς εις την αφήγησιν των Ευαγγελίων και, ουχί δογματικώς βεβαιούντες ότι αι εκφράσεις τούτων είναι κατά το μάλλον και ήττον αλληγορικαί. Ο σκοπός ημών είναι να επωφεληθώμεν των βαρυσημάντων ηθικών εκείνων μαθημάτων, τα οποία μόνον μας αφορώσι και άτινα μόνον είναι επιδεκτικά αδιαμφισβητήτου ερμηνείας.
«Ει υιός ει του Θεού, ειπέ τω λίθω τούτω ίνα γένηται άρτος». Ούτως ωμίλησε κατά πρώτον ο πειρασμός. Ο Ιησούς επείνα, και «ο λίθος ούτος» ήσαν βεβαίως αι χαλικώδεις εκείναι πέτραι, αι γνωσταί υπό το όνομα «ιουδαϊκοί λίθοι», μερικαί εκ των οποίων έχουν ακριβώς το σχήμα μικρών άρτων, ενώ άλλαι ομοιάζουσαι με πέπονας παριστάνονται εν τη παραδόσει ως απολιθωμένοι καρποί από τας Πόλεις της Πεδιάδος. Το μαρτύριον της πείνης είναι τόσω μάλλον αλγεινόν, όσον διερεθίζεται από τας επιπροσθέτους βασάνους της φαντασίας. Και αν η ανωτέρω εικασία είναι ορθή, τότε και αυτό το σχήμα και αυτή η θέα των λίθων εκείνων υπεβοήθουν μεγάλως το καταχθόνιον και πονηρόν έργον του πειρασμού.
Ο πρώτος πειρασμός απηυθύνετο εις τας αισθήσεις. Ήτο μία πρόκλησις εις την όρεξιν, — μία παρόρμησις προς ικανοποίησιν της ταπεινής εκείνης φυσικής ανάγκης, ήτις υπάρχει εξ ίσου εις τον άνθρωπον και εις τα ζώα. Αλλ' αντί να γίνη με ένα απότομον ή απροκάλυπτον τρόπον, κολακεύοντα την αίσθησιν, περιεβλήθη ένα λεπτότατον πέπλον πονηρίας. Και ο Ισραήλ ωσαύτως είχε ταπεινωθή αφ' εαυτού και υπέφερεν εκ της πείνης εις την έρημον, και εκεί, εν τη εσχάτη αυτού ανάγκη, ο Θεός τον έθρεψε με μάννα, όπερ ήτο ωσεί τροφή αγγέλων πίπτουσα εξ ουρανού. Διατί και ο Κύριος ημών δεν επεκαλέσθη την εξ ύψους βοήθειαν εν τη ερήμω; Ηδύνατο να το πράξη, αλλά διατί εδίστασε; Αν οι άγγελοι είχον αποκαλύψει εις την λιπόψυχον Άγαρ την πηγήν του Βεέρ-Λαχαί, — αν είχον βοηθήσει τον λιμοκτονούντα Ηλιού και έδειξαν εις αυτόν τροφήν, διατί και αυτός να μη επικαλεσθή την βοήθειαν των αγγέλων, ήτις τόσον προθύμως θα τω εχορηγείτο;
Πόσον δε βάθος κρύπτει η σοφία της απαντήσεως! Αναφερόμενος εις το μάθημα, το οποίον διδάσκει η πτώσις του μάννα, και παραπέμπων εις μίαν εκ των βαθυτέρων εμπνεύσεων της Παλαιάς Διαθήκης, ο Κύριος ημών απήντησε: «Γέγραπται, ότι ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι Θεού». Και το μάθημα το εγκλειόμενον εις τους λόγους τούτους, — μάθημα το οποίον ενισχύεται διά τόσον μεγάλου παραδείγματος, — είναι ότι δεν πρέπει ν' αφίνωμεν να μας οδηγούν αι ανάγκαι αι ταπειναί της ημετέρας φύσεως· είναι ότι δεν πρέπει να καταχρώμεθα της φύσεως ταύτης προς τον σκοπόν του ν' απολαμβάνωμεν παν αγαθόν· είναι ότι δεν ανήκομεν εις ημάς αυτούς και δεν δυνάμεθα να διαθέσωμεν κατά βούλησιν εκείνο το οποίον φανταζόμεθα ότι μας ανήκει· ότι και εκείνα ακόμη τα πράγματα, άτινα φαίνονται νόμιμα, δεν είναι αποτελεσματικά· ότι ο άνθρωπος έχει αρχάς υψηλοτέρας εν τω βίω του από την συντήρησιν του σώματος, όπως έχει και ύπαρξιν πολύ υψηλοτέραν της υλικής αυτού υπάρξεως. Ο φρονών ότι επ' άρτω μόνω ζώμεν, καθιστά την προμήθειαν του άρτου κύριον σκοπόν της ζωής του, αποφασίζει να προμηθεύηται αυτόν αντί πάσης θυσίας, είναι δυστυχής και εξανίσταται αγρίως, όταν προς στιγμήν στερηθή αυτού· και επειδή δεν ζητεί θειοτέραν τινά τροφήν, αφεύκτως θέλει αποθάνει της πείνης εν τω μέσω αυτού. Αλλ' ο γνωρίζων ότι ο άνθρωπος δεν ζη μόνον επ' άρτω, δεν απόλλυσι τοιουτοτρόπως, μόνον και μόνον διά να ζήση, παν ό,τι καθιστά την ζωήν προσφιλή. Όταν πράττη το καθήκον του, αναθέτει εμπιστευτικώς εις τον Θεόν την μέριμναν του να προμηθεύη αυτώ παν ό,τι είναι αναγκαίον προς συντήρησιν του σώματος, όπερ εκείνος έπλασε· θα ζητήση μετά περισσοτέρας θέρμης τον άρτον εκείνον τον εξ ουρανού, και το ζείδωρον εκείνο ύδωρ εκ του οποίου, όστις πίνει δεν διψά πλέον.
Και ούτω ο πρώτος αυτού πειρασμός ήτο ανάλογος κατά την διατύπωσιν προς τον τελευταίον χλευασμόν, τον απευθυνθέντα κατ' αυτού επί του σταυρού. «Ει υιός ει του Θεού, κατάβηθι από του σταυρού». Επί του σταυρού ο Ιησούς δεν απαντά· απαντά ενταύθα μόνον και μόνον, όπως εκφράση μίαν μεγάλην αρχήν αθάνατον. Δεν λέγει, «Θεού ειμί υιός». Εν τη βαθεία ταπεινοφροσύνη του, εν τη άκρα αυτοθυσία του, δεν έκρινε καλόν να στηριχθή επί της ισότητος αυτού προς τον Θεόν, «Ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσω Θεώ», αλλ' ηθέλησε να παραστήση εαυτόν ως ταπεινόν άνθρωπον. Νικά τον πειρασμόν όχι ως Θεός, αλλ' ως άνθρωπος.
Διαφορετικά παριστάνουν την σειράν των πειραγμάτων ο Ματθαίος και ο Λουκάς, καθόσον ο μεν πρώτος φέρει ως δευτέραν την σκηνήν επί του πτερυγίου του Ναού, ο δε δεύτερος το όραμα της βασιλείας του κόσμου. Αμφότεροι σφάλλονται χρονολογικώς· αλλ' από ηθικής απόψεως η διαφορά έχει μεγάλην σημασίαν και είναι διδακτική, διότι οι άνθρωποι, — κατά το λέγειν του Αγίου Θωμά του Ακουινάτου, — μεταπίπτουν ενίοτε από της υπερηφανείας εις τον πόθον και από του πόθου εις την υπερηφάνειαν. Και δυνατόν ο Λουκάς να ωρμήθη εις μίαν τοιαύτην κατάταξιν των διαφόρων πειρασμών εκ της σκέψεως, ότι ο πειρασμός ο απευθυνόμενος εις την ικανοποίησιν της υπερηφανείας και της φιλοδοξίας, ήτο λεπτότερος και συνεπώς ισχυρότερος του πειρασμού της πτώσεως. Αλλ' αι λέξεις «ύπαγε οπίσω μου Σατανά», αι αναφερόμεναι υπ' αμφοτέρων των Ευαγγελιστών, το γεγονός ότι μόνος ο Ματθαίος δίδει ένα ωρισμένον ειρμόν αφηγήσεως («Τότε», «και πάλιν») και ίσως ο λόγος ότι ο αυτός Ευαγγελιστής ως είς εκ των Αποστόλων, ήκουσε πιθανώς τον ίδιον Χριστόν αφηγούμενον την σκηνήν ταύτην, — προσδίδουν μεγαλείτερον βάρος εις την κατάταξιν ην κάμνει. Περιπλέον δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν ότι ο πειρασμός ούτος είναι εντελώς αντίθετος του πρώτου. Ο Σατανάς, αποτυχών να παγιδεύση τον Ιησούν εις το αμάρτημα της δυσπιστίας, προσπαθεί να περιτυλίξη αυτόν εις το της αυτοπεποιθήσεως.
Ο Ιησούς ενίκησε τον πρώτον πειρασμόν διά της εκφράσεως απολύτου εμπιστοσύνης εις τον Θεόν. Κατανοήσας όθεν πονηρότατα την ψυχικήν διάθεσιν του Σωτήρος, ο Σατανάς εις τον επόμενον πειρασμόν, προυκάλεσεν αμέσως την απόλυτον ταύτην πεποίθησιν και εζήτησεν όπως εκδηλωθή αύτη όχι εν τη θεραπεία αμέσου τινός ανάγκης, αλλ' εν τη αποτροπή μεγάλου τινός κινδύνου. «Τότε παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις την αγίαν πόλιν και ίστησιν αυτόν επί το πτερύγιον του ιερού». Οι Ευαγγελισταί υπονοούσι βεβαίως κάποιον γνωστότατον πτερύγιον του γνωστοτάτου εκείνου κτιρίου· ίσως την στέγην της Β α σ ι λ ι κ ή ς Σ τ ο ά ς, κατά την μεσημβρινήν πλευράν του Ναού, ήτις ήτο εστραμμένη προς την κοιλάδα των Κέδρων, και ωρθούτο εις ύψος τόσον ιλιγγιώδες, ώστε, κατά τον Ιώσηπον, αν ετόλμα τις να κυττάξη κάτω, η κεφαλή του εσκοτίζετο από το αμέτρητον βάθος· ίσως το πρόστοον του Σολομώντος, την Ανατολικήν Στοάν, την οποίαν περιέγραψεν ωσαύτως ο Ιώσηπος, και από την οποίαν κατά την παράδοσιν κατεκρημνίσθη κάτω εις την αυλήν ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου.
«Ει», — ο Σατανάς μεταχειρίζεται και πάλιν την αμφιβολίαν με τον σκοπόν του να διεγείρη εις τον κόσμον το πνεύμα της υπερηφανείας, — ει υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Και ο Σατανάς επικαλείται τας Γραφάς: «Γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου, και επί χειρών αρούσί σε μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου». Τόσον βαθύς και πονηρός ήτο ο πειρασμός ούτος. Και ούτω, αφού ο Ιησούς επεκαλέσθη εις την πρώτην απάντησίν του τας Γραφάς, τας επεκαλέσθη ωσαύτως και ο διάβολος προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του. Καθόσον δεν υπήρχε τίποτε το κοινόν, ουδέν το εγωιστικόν, ουδέν το σαρκικόν εις το δεύτερον τούτο πείραγμα. Ήτο μία έκκλησις ουχί προς ικανοποίησιν φυσικών ορέξεων, αλλ' εις διεστραμμένα διανοητικά ένστικτα. Και δεν μας αποδεικνύει η ιστορία των αιρέσεων και η ιστορία των κομμάτων και των εκκλησιών, ότι χιλιάδες ανθρώπων οίτινες δεν ήθελόν ποτε διολισθήσει εις την κατωφέρειαν του κορεσμού της σαρκός, ερρίφθησαν εν τούτοις επιδεικτικώς εις ασκόπους κινδύνους και κατεκρημνίσθησαν θρυμματισθέντες εκ του πτερυγίου της πνευματικής υπερηφανείας; Και πόσον ήρεμος, αλλά και πόσον σημαντική, υπήρξεν η απλή εκείνη απάντησις: «Πάλιν γέγραπται, ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου». Ο εστι δεν πρέπει να πειράζης αυτόν μέχρις εσχάτων· δεν πρέπει να φαντάζεσαι ότι τα πάντα δύναται να πράξη προς χάριν σου· δεν πρέπει να ζητής την θαυμαστήν επέμβασίν του, όπως σε σώση από την ιδίαν οίησίν σου και την τρέλλαν σου· δεν πρέπει να υποβάλλης την δύναμίν του εις δοκιμασίαν. Όταν βαδίσης την οδόν του καθήκοντος, επαναπαύου εις αυτόν μετά της μεγαλειτέρας εμπιστοσύνης. Και ο Ιησούς ούτε καν υπενίσσεται τον φαινομενικόν κίνδυνον τον οποίον διατρέχει. Ο κίνδυνος ο μη εκζητηθείς είναι η σωτηρία. Οι λόγοι του πειρασμού υπήρξαν ωσεί μία εκμυστήρευσις της ιδίας αυτού αδυναμίας. — «Βάλε σεαυτόν κάτω». Δεν είχε την δύναμιν να εκσφενδονίση εις το κενόν από του ιλιγγιώδους εκείνου ύψους Εκείνον, τον οποίον επροστάτευεν ο Θεός. Η εκ της Γραφής περικοπή ήτο αληθής, αν και διέτρεψεν αυτήν. Ουδείς πειρασμός, όσον μέγας και αν είναι, έχει ως συνέπειαν αναπόφευκτον την αμαρτίαν. Διά πάντα πειρασμόν ο Θεός επιφυλάσσει και τα μέσα της σωτηρίας.
Νικηθείς εις την προσπάθειάν του εκείνην, όπως επωφεληθή της πείνης και διεγείρη την πνευματικήν υπερηφάνειαν, ο Σατανάς ηθέλησε να εκμεταλλευθή «την τελευταίαν αδυναμίαν των ευγενών πνευμάτων». Από υψηλού όρους, έδειξεν εις τον Χριστόν πάσας τας βασιλείας της οικουμένης και την δόξαν αυτών, και ως κοσμοκράτωρ, και ως βασιλεύς του κόσμου τούτον τας προσέφερεν όλας εις Εκείνον, όστις μέχρι τούδε είχε διαγάγει την ζωήν του χωρικού, την ζωήν του τέκτονος, ως αμοιβήν μιας λέξεως υποταγής, ως αμοιβήν αναγνωρίσεώς του υπό του Ιησού.
«Την βασιλείαν του κόσμου και την δόξαν αυτών».
«Υπάρχουν πολλοί οίτινες θα είπουν», λέγει ο Επίσκοπος Άνδριους, «ότι ουδέποτε πειραζόμεθα υπό του πόθου της Βασιλείας. Εν τούτοις ο Χριστός υπέκειτο εις τοιούτον πειρασμόν το πνεύμά του το μέγα, το πνεύμα του το υψηλόν δεν ήτο δυνατόν να αισθάνεται τον πειρασμόν των μικρών, των ευτελών πραγμάτων. Αλλά δεν συμβαίνει το αυτό και δι' ημάς, οίτινες εκτιμώμεν ολιγώτερον τους ιδίους εαυτούς. Έχομεν μικράς και ταπεινάς φιλοδοξίας· ο Σατανάς ημπορεί να μας αγοράση ευθυνά. Δεν ευρίσκεται εις την ανάγκην να μας συναρπάση μέχρι του ύψους ενός όρους. Το πτερύγιον είναι πολύ υψηλόν, μία κατωτέρα βαθμίς δύναται κάλλιστα να εξυπηρετήση τους σκοπούς του Σατανά. Ας μη μας μεταφέρη μάλιστα έξω των οικιών μας· ας σταθώμεν εις το παράθυρόν μας ή εις την θύραν μας· αν μας προσφέρη ότι δυνάμεθα εκείθεν να ίδωμεν, θα υποκύψωμεν εις τον πειρασμόν· θα αποδεχθώμεν την προσφοράν και μάλιστα θα τον ευχαριστήσωμεν. Ολίγα χρήματα, έν ζεύγος υποδημάτων, έν φόρεμα, κάτι τι ευτελές, θα μας ρίψη γονυπετείς προ των ποδών του Διαβόλου.»
Αλλ' ο Χριστός εδίδαξε, τι ωφελεί τον άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την εαυτού ψυχήν;
Έζη τότε είς άνθρωπος, διά τον οποίον δύναται να λεχθή άνευ υπερβολής, ότι εδέσποζεν ολοκλήρου του κόσμου. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ Τιβέριος ήτο εκείνην την εποχήν ο κραταιότερος των συγχρόνων του, ο απόλυτος, ο μέγας παντοκράτωρ και μέγας δεσπότης παντός ό,τι ωραιότερον και πλουσιώτερον υπήρχεν εις τα βασίλεια της γης. Ουδείς φραγμός υπήρχεν εις την δύναμίν του, ουδέν όριον εις τον πλούτον του και εις τας ηδονάς του. Και διά να δίδεται μάλλον ελευθέρως εις την αχαλίνωτον απόλαυσιν των τρυφηλών οργίων του, έκτισεν ανάκτορον εις έν εκ των ωραιοτέρων μερών της επιφανείας της γης, υπό την σκιάν του κοιμωμένου ηφαιστείου, εις μίαν μαγευτικήν νήσον, υπό το γλυκύτερον κλίμα του κόσμου. Τι καλόν προέκυψεν εξ όλων τούτων; Ήτο, όπως αποκαλεί αυτόν ο Πλίνιος, «ο ομολογουμένως μάλλον τεθλιμμένος των ανθρώπων». Και εκείθεν από την οικίαν εκείνην των κρυπτομένων ατιμιών του, από εκείνην την νήσον, όπου είχε προσπαθήσει να εύρη την ευτυχίαν εις μίαν εγωιστικήν ζωήν πλήρη απολαύσεως και ηδονών, έγραψε προς την δουλόφρονα και διεφθαρμένην Σύγκλητόν του: «Αν γνωρίζω τι να σας γράψω, ή τίνι τρόπω να σας γράψω, ή εν γένει τι να μη γράψω τώρα, οι θεοί και αι θεαί να με καταστρέψουν χειρότερον παρ' όσον αισθάνομαι ότι καταστρέφομαι καθ' εκάστην». Σπανίως ο κόσμος έσχε μεγαλειτέραν απόδειξιν ότι τα πλουσιώτερα δώρα του δεν είναι παρά χρυσός όστις κατατρίβεται εις κόνιν, και τα πλέον κολοσσαία οικοδομήματα της προσωπικής λαμπρότητος και του μεγαλείου είναι φραγμοί, τους οποίους η δυστυχία συντρίβει με την αυτήν ευκολίαν με την οποίαν τα κύματα του Ατλαντικού σαρόνουν ένα σωρόν άμμου εις την ακτήν.
Και πάντοτε εις τοιαύτην αμηχανίαν και εις τοιαύτην αγωνίαν καταλήγει η αμαρτωλός κατοχή του πλούτου, η συγκέντρωσις πάσης εξουσίας. Τοιαύτη είναι η αναλλοίωτος Νέμεσις της αχαλινώτου φιληδονίας. Δεν χρησιμοποιεί τους οφιοειδείς πλοκάμους των μυθολογουμένων Εριννύων. Η ένοχος και υπό τύψεων ταρασσομένη συνείδησις είναι το μόνον όργανον της εκδικήσεως· και «αν ο κόσμος όλος ήτο είς μέγας χρυσόλιθος», και αν ο χρυσόλιθος ούτος ήτο αποκλειστικόν ημών κτήμα, πάλιν δεν θα ήρκει να μας παρηγορήση και να αντισταθμίση μίαν μόνον ώραν εσωτερικής βασάνου και αγωνίας.
Αλλ' ο κληρονομών την βασιλείαν των ουρανών δεσπόζει ευρυτέρων και αληθεστέρων κόσμων, και είναι απείρως ευτυχέστερος διότι είναι απείρως αγνότερος. Και εις την βασιλείαν ταύτην, από την οποίαν αποκλείεται ο «ακάθαρτος κόσμος» του Αγίου Αυγουστίνου, ο Σατανάς ουδεμίαν έχει επιρροήν και δύναμιν. Είναι η Βασιλεία του Θεού· και αφού ο άνθρωπος δεν δύναται να λάβη το παραμικρόν δώρον από τον Σατανάν χωρίς να υποβάλη την ψυχήν του εις την βάσανον της υποταγής, η απάντησις εις πάντα πειρασμόν του είναι η απάντησις του Χριστού: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. Γέγραπται γαρ: «προσκυνήσεις Κύριον τον Θεόν σου και αυτώ μόνω λατρεύσεις».
Και ούτω ο Χριστός εξήλθε νικητής, χάρις εις εκείνην την αυταπάρνησίν του ήτις μόνη δύναται να εξασφαλίση την νίκην. Ο Σατανάς μάτην τον είχε πειράξει· μάτην επετέθη κατά του προσώπου του, κατά της φύσεως αυτού, κατά της δυνάμεως την οποίαν είχεν ο Χριστός να επικαλήται την εξ ύψους βοήθειαν. Ενικήθη. Αι στιγμαί μιας τόσον ευγενούς πάλης, στεφομένης υπό της νίκης, είναι αι γλυκύτεραι και ευτυχέστεραι εν τω βίω ενός ανθρώπου· είναι πλήρης εξάρσεως και ηδονής, ήτις δύναται να περιγραφή μόνον διά της γλώσσης των αγγέλων.
«Και συντελέσας πάντα πειρασμόν», λέγει ο Λουκάς, «ο διάβολος απέστη απ' αυτού», αν και ουχί οριστικώς, αλλά «άχρι καιρού», ή απλούστερον, μέχρις ου παρουσιασθή και πάλιν η κατάλληλος ευκαιρία. Μάτην είχεν εξαντλήσει όλους τους πειρασμούς του, πειρασμούς σαρκός, πειρασμούς οφθαλμού, πειρασμούς υπερηφανείας. Εν τέλει «απέστη απ' αυτού».
«Και ιδού άγγελοι προσήλθον και διηκόνουν αυτώ». Και ήτο μία ιδιαιτέρα ευχαρίστησις και μία ιδιάζουσα τιμή διά τα πνεύματα εκείνα τα στελλόμενα προς διακονίαν παντός κληρονόμου της σωτηρίας, να διακονούν τον Κύριον της Σωτηρίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ.
Οι πρώτοι μαθηταί
Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου. — «Ο αμνός του Θεού». — Ο Ανδρέας και ο
Ιωάννης. — Σίμων. — Προσωπική επιρροή του Ιησού. — Φίλιππος. —
Ναθαναήλ. — «Υπό την συκήν».
Και αφού ενίκησε τον πειρασμόν και εξήλθε σώος και αμόλυντος εκ της μεγάλης εκείνης δοκιμασίας, ο Σωτήρ εγκατέλιπε την έρημον και επανέκαμψεν εις τας όχθας του Ιορδάνου.
Τα συνοπτικά Ευαγγέλια, άτινα περιγράφουν μόνον την εν Γαλιλαία διδασκαλίαν, χρονολογουμένην από της φυλακίσεως του Ιωάννου, παραλείπουν πάντα τα μεσολαβούντα γεγονότα και μνημονεύουν μόνον την αναχώρησιν του Ιησού εις Γαλιλαίαν (Ματ. 4, 12). Αλλ' εις τον τέταρτον Ευαγγελιστήν οφείλομεν την ωραίαν περιγραφήν των ημερών, αίτινες επηκολούθησαν αμέσως τον πειρασμόν του Σατανά. Ούτω η εν Ιουδαία διδασκαλία φέρεται υπ' αυτού το πρώτον εις φως. Ο Ιωάννης φαίνεται ως να είχε διαρκώς υπ' όψει το να μη αφηγηθή τίποτε εκ των όσων δεν είδεν ιδίοις όμμασι, και υπάρχουν σαφείς τινες ενδείξεις, ότι ο Ευαγγελιστής συνεδέετο ιδιαιτέρως με την Ιερουσαλήμ (Ιω. 19, 27 — 18, 16). Ο Ιωάννης ήτο αλιεύς το επάγγελμα, και δεν είνε απίθανον, αφού η Ιερουσαλήμ επρομηθεύετο μεγάλην ποσότητα ιχθύων εκ της λίμνης της Γαλιλαίας, να μετέβαινεν εκεί εις ωρισμένας εποχάς και να εβοήθη το πατέρα του και τον αδελφόν του εις τας εργασίας των. Ούτοι ως ιδιοκτήται ιδίου αλιευτικού πλοίου και προϊστάμενοι πολλών εμμίσθων εργατών, κατείχον προφανώς καλήν κοινωνικήν θέσιν. Όπως και αν έχη το πράγμα, ο Ιωάννης είνε ο μόνος Ευαγγελιστής, όστις εξιστορεί την προσχώρησιν των πρώτων Αποστόλων εις τας αρχάς του Ιησού, και αφηγείται μάλιστα όλα εκείνα τα επεισόδια μετά των λεπτομερειών και της γραφικής τρυφερότητος ανθρώπου εις την ψυχήν και εις την καρδίαν του οποίου αφήκαν βαθυτάτην εντύπωσιν.
Η εξ ιερέων και Λευιτών πρεσβεία του Συνεδρίου, περί ης εγένετο λόγος ανωτέρω, απεστάλη εις τον Βαπτιστήν την προτεραίαν της επανόδου του Κυρίου ημών εκ της ερήμου· και όταν ο Ιωάννης είδε την ακόλουθον ημέραν πλησιάζοντα τον Ιησούν, εμαρτύρησε δημοσία ότι Αυτός ήτο «ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Αν ο Βαπτιστής υπενόει τον αμνόν του Πάσχα, ή τον αμνόν της πρωινής και της εσπερινής θυσίας, αν η λέξις κόσμος είναι απλή εκδοχή της Ελληνικής λέξεως «λαός», αν αντελαμβάνετο την βαθείαν σημασίαν των λόγων του ή ωμίλει εξ απλής προφητικής εμπνεύσεως, — δεν δυνάμεθα να είπωμεν.
Όσον όμως σημαντική και αν ήτο η προφητεία του εκείνη, φαίνεται ότι την πρώτην ημέραν δεν επέφερεν άμεσόν τι αποτέλεσμα. Την επαύριον όμως ενώ ο Βαπτιστής «ειστήκει πάλιν» εν τω μέσω δύο μαθητών του, είδε τον Ιησούν περιπατούντα, και προσηλώσας επ' αυτού εκστατικόν και φλογερόν όμμα, ανεφώνησεν εκ νέου, ωσεί υπό ακουσίου τρόμου και θαυμασμού συσχεθείς: «Ίδε ο αμνός του Θεού!»
Οι λόγοι ούτοι ενείχον βαθυτάτην έννοιαν και ενεποίησαν μεγάλην αίσθησιν εις τους δύο μαθητάς του Ιωάννου, οίτινες ηκολούθησαν τον αντιπαρερχόμενον Ιησούν· Εκείνος ήκουσε τον θόρυβον των βημάτων, στραφείς δε και «θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας», τους ηρώτησεν ηπίως: «τι ζητείτε;
Ήτο ήδη η αρχή της διδασκαλίας του· και οι μαθηταί του Βαπτιστού δεν ηδύναντο ακόμη να γνωρίζουν τις πράγματι ήτο· δεν είχον ακούσει μέχρι τούδε τους γλυκείς λόγους, οίτινες έρρεον εκ του στόματός του· ήρχοντο προς αυτόν ίσως εξ απλής περιεργείας· εξ άλλου όμως δυνατόν να τους έφερε προς αυτόν μία ακαταμάχητος εσωτερική ώθησις.
Πόσον όμως βαθεία και πλήρης σημασίας είναι η ερώτησις του Χριστού. Είς από τους μεγαλειτέρους αγίους της Δυτικής Εκκλησίας, ο Άγιος Βερνάρδος, συνείθιζε να προοιδοποή εαυτόν διά της μεγάλης ταύτης ερωτήσεως: Ber! narde, ad quid venisti ? — «Βερνάρδε προς τίνα σκοπόν ήλθες ενταύθα;» Προκειμένου να εξετάση τις εαυτόν, προκειμένου ν' ανιχνεύση εντός της συνειδήσεώς του, δεν υπάρχει βαθυτέρα ερώτησις· όλη όμως η σημασία της συνεκεντρούτο εις δύο απλάς λέξεις: «Τι ζητείτε;»
Οι νεαροί Γαλιλαίοι δεν ηδύναντο βεβαίως πρώτην φοράν να εισχωρήσουν εις το βαθύ νόημα τον λόγων του Ιησού και ν' απαντήσουν καταλλήλως. Απεδείκνυεν όμως η απάντησίς των την δίψαν ήτις τους εφλόγιζε να μάθουν και να φωτισθούν. «Διδάσκαλε», είπον (και ο τίτλος ο τιμητικός ον απένειμαν εις τον Ιησούν, εδείκνυεν οπόσον βαθείαν αίσθησιν είχεν εμποιήσει εις αυτούς η παρουσία του) «πού μένεις;»
Πού έμενε δεν γνωρίζομεν. Ίσως εις μίαν προσωρινήν καλύβην, κατεσκευασμένην με κλάδους και φύλλα. Και ούτω φαίνεται ότι εστεγάζοντο και όλα εκείνα τα πλήθη άτινα είχον συρρεύσει πανταχόθεν εις το βάπτισμα του Ιωάννου. «Λέγει αυτοίς, έρχεσθε και ίδετε.» Αι λέξεις ήσαν πάλιν απλούσταται, αν και απαντώσιν εις χωρία εγκλείοντα βαθύτατα νοήματα. Τώρα όμως είχον αποτέλεσμα πλέον ή άλλοτε αξιοσημείωτον. Ήλθον και είδον πού έμενεν ο Ιησούς, και επειδή ήτο τότε ωσεί τετάρτη μετά μεσημβρίαν, έμειναν παρ' αυτώ την ημέραν εκείνην· και πιθανώς εκοιμήθησαν παρ' αυτώ την νύκτα εκείνην· και προτού ο ύπνος κλείση τα βλέφαρά των, εγνώριζον και ησθάνοντο εις τα μύχια της καρδίας των ότι η βασιλεία των ουρανών είχεν έλθει, ότι αι ελπίδες των αιώνων τώρα είχον πληρωθή, ότι ευρίσκοντο προ Εκείνου, τον οποίον επόθουν όλα τα έθνη, προ του Ιερέως του μεγαλειτέρου του Ααρών, του προφήτου του μεγαλειτέρου του Μωυσέως, του βασιλέως του μεγαλειτέρου του Δαυίδ, του αληθούς Αστέρος του Ιακώβ και Σκήπτρου του Ισραήλ.
Είς εκ των δύο εκείνων νέων, οίτινες τόσον ενωρίς προσεχώρησαν εις Χριστόν, ήτο ο Ανδρέας. Ο άλλος παρέλειψε το όνομά του, διότι ήτο ο αφηγούμενος το επεισόδιον, ο αγαπητός μαθητής, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Ουδέν θαυμαστόν αν αι παραμικροτέραι λεπτομέρειαι, μέχρι και αυτής της ώρας της συναντήσεως, έμειναν εντετυπωμέναι εις την μνήμην του αλησμόνητοι μέχρι γήρατος.
Πρώτη φροντίς του Ανδρέα ήτο να εύρη τον αδελφόν του Σίμωνα και να αναγγείλη εις αυτόν το μέγα «Εύρηκα». Ωδήγησεν αυτόν εις τον Ιησούν, και ο Ιησούς εμβλέψας προς αυτόν ζωηρώς με το υπέροχον εκείνο όμμα, όπερ εισέδυε μέχρι των μυχιωτέρων σκέψεων, εννοήσας δι' ενός μόνου βλέμματος όλην την αδυναμίαν του χαρακτήρος, αλλά και όλον το έκλαμπρον μεγαλείον του ταπεινού εκείνου αλιέως, είπεν εις αυτόν αποδούς όνομα, βραδύτερον έμελλε να επικυρωθή τόσον πανδήμως: «Συ ει Σίμων, ο υιός Ιωνά· συ κληθήση Κηφάς·» δηλαδή: «Συ είσαι ο Σίμων, ο υιός της π ε ρ ι σ τ ε ρ ά ς· από τούδε και εις το εξής θα είσαι ως ο βράχος εις τον οποίον η περιστερά κτίζει την φωλεάν της». Ο Ιησούς έπαιζε βεβαίως με την λέξιν, αλλά το λογοπαίγνιον ήτο συμβολικόν και βαθύτατον. Μόνον οι ανόητοι και οι αμαθείς θα ίδουν εις τούτο παρεκτροπήν από της αξιοπρεπείας του Χριστού. Η κεκρυμμένη σημασία των λέξεων υπήρξε καθ' όλους τους αιώνας συμβολική διά τους Ιουδαίους, οίτινες εθεώρουν την γλώσσαν των όχι ολιγώτερον ιεράν των πολυτίμων λίθων των κοσμούντων τα στήθη του Ααρών. Η πεποίθησίς των επί την μυστικήν παντοδυναμίαν των ήχων, η δοξασία ότι αι λέξεις υπεδήλουν το πεπρωμένον ενός ανθρώπου και τον επί γης προορισμόν αυτού, ημπορεί να φανούν ανόητοι εις τους τυχόντας τεχνικής μορφώσεως, υπήρξαν όμως καθ' όλους τους αιώνας μεγάλοι φιλόσοφοι, οίτινες απέδωκαν εις αυτάς την πρέπουσαν σημασίαν.
Πώς συνέβη οι νέοι εκείνοι της Γαλιλαίας, — είς Ιωάννης τόσον φλογερός, αλλά και τόσον σκεπτικιστής, και είς Πέτρος τόσον ορμητικός εις τας συμπαθείας του, αλλά και τόσον δειλός εις τας αποφάσεις του, να προσπέσουν με έν μόνον βλέμμα, με μίαν μόνον λέξιν, εις τους πόδας του Σωτήρος! Πώς συνέβη, ώστε εις μίαν αιφνιδίαν αποκάλυψιν, εις ένα απρόοπτον κύμα εμπνεύσεων, ν' αναγνωρίσουν εν τω προσώπω του τέκτονος της Ναζαρέτ τον Μεσσίαν της προφητείας, τον Υιόν του Θεού, τον Σωτήρα του Κόσμου;
Αναμφιβόλως εκ των όσων περί Αυτού εμαρτύρησεν ο Ιωάννης, αλλ' ίσως και εκ μόνου του βλέμματός του. Επί του ζητήματος τούτου η παράδοσις ποικίλλει σημαντικώς· και αφού τόσον ενέχει ενδιαφέρον, δεν είναι άσκοπον να ενδιατρίψωμεν ολίγον επ' αυτού.
Οι μελετήσαντες τας μεσαιωνικάς εικόνας του Χριστού παρετήρησαν βεβαίως, ότι τινές εκ τούτων είναι αισχρώς και απεχθώς βδελυραί, ενώ άλλαι παρουσιάζουν μίαν σύλληψιν του πλέον αιθερίου και πλέον ερασμίου ιδεώδους του ανθρωπίνου κάλλους. Πόθεν προήλθεν η περίεργος αύτη διαφορά;
Προήλθεν εκ των προφητικών χωρίων, άτινα ενομίσθησαν ότι υπεδείκνυον την εμφάνισιν του Μεσσίου καθώς και την ζωήν αυτού.
Η Εκκλησία των πρώτων χριστιανικών χρόνων, συνειθισμένη εις την υπέροχον τελειότητα με την οποίαν η γλυπτική περιέβαλε τας ωραίας συλλήψεις των νεωτέρων θεών του Ολύμπου, και γνωρίζουσα εκτός τούτου την απαισίαν διαφθοράν την οποίαν ασκεί πάσα φιλήδονος φαντασία, έλαβεν ως ιδεώδες, διά να παραστήση το πρόσωπον του Χριστού, τας μελαγχολικάς εικόνας των προφητών Ησαΐα και Δαυίδ, εικόνας πασχόντων εξορίστων, ταπεινών και εξηντλημένων. Το κάλλος του, λέγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός ήτο εν τη ψυχή του και εις τας πράξεις του, αλλά σωματικώς ο Ιησούς ήτο ταπεινός. Ιουστίνος ο Μάρτυς παριστά τον Χριστόν αειδή, άδοξον, άτιμον. «Το σώμα του» λέγει ο Ωριγένης, «ήτο μικρόν και δυσειδές και αγενές.» «Το σώμα του», λέγει ο Τερτυλλιανός δεν είχε καμμίαν ανθρωπίνην ωραιότητα, και κατά πολύ ισχυρότερον λόγον ουδεμίαν ουρανίαν λαμπρότητα.» Ο εθνικός Κέλσιος, ως πληροφορούμεθα εκ του Ωριγένους, εποφελείτο της πατροπαραδότου ταύτης σωματικής ποταπότητος και ασχημίας διά ν' αποκηρύσση την εκ Θεού καταγωγήν του. Η άμιλλα αύτη όπως παριστάνεται ο Χριστός όσον το δυνατόν δυσειδέστερος, προέβη μάλιστα και περαιτέρω. Τον εφαντάσθησαν και λεπρόν ακόμη, αυτόν τον τόσους θεραπεύσαντα λεπρούς.
Εξ αντιδράσεως αφ' ετέρου προς τας αηδείς ταύτας φαντασιοπληξίας, υπήρξαν πολλοί οίτινες υπεστήριζον ότι ο Ιησούς, ως προς το είδος το ανθρώπινον, αντικατώπτριζε πιστώς την γοητείαν της μορφής και το κάλλος του Δαυΐδ, του μεγάλου προγόνου του· και ο Άγιος Ιερώνυμος και ο άγιος Αυγουστίνος επροτίμων να εφαρμόζουν εις αυτόν τας λέξεις των Ψαλμών: «Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων.» Φυσικόν ήτο, αφού ελλείπουν θετικαί αποδείξεις, ν' αποκτήση η γνώμη αύτη περισσοτέρας συμπαθείας, και να εμπνεύση όλας τας εκείνας τας περιγραφάς της ποιήσεως, τας πλήρεις μεγαλείου και συμπαθείας, και όλας εκείνας τας αναπαραστάσεις του Χριστού τας οποίας βλέπομεν εις τα μεγάλα ζωγραφικά έργα του Φρα Αντζέλικο, του Βερναρδίνου Λουίνη, του Λεονάρδου Βίντσι, του Ραφαήλ και του Τιτιανού.
Ανεξαρτήτως πάσης παραδόσεως δυνάμεθα ασφαλώς να πιστεύωμεν ότι ουδέν υπήρχε το δυσειδές ή το απεχθές, — ότι απεναντίας υπήρχε κάτι το ωραίον, ως λέγει ο Άγιος Ιερώνυμος, — εις το φθαρτόν περίβλημα όπερ ενέκλειε μίαν Αιωνίαν θεότητα και μίαν Άπειρον Αγιότητα. Παν αληθές κάλλος είνε «το μυστήριον της θεότητος», και συνείδησις τόσον ακηλίδωτος, πνεύμα τόσον αρμονικόν, ζωή τόσον αγνώς ευγενής, δεν ηδύναντο παρά ν' αντανακλώνται εις τους τρόπους και εις το πρόσωπον του Υιού του Ανθρώπου. Ουδαμού ευρίσκομεν βεβαίως υπαινιγμόν τινα σχετικόν προς το θέλγητρον τούτο της μορφής, όπως ευρίσκομεν εν τη περιγραφή του νεαρού Αρχιερέως Αριστοβόλου, τον οποίον ο Ηρώδης εδολοφόνησεν· αλλ' αφ' ετέρου δεν ευρίσκομεν εις την γλώσσαν των εχθρών του και μίαν λέξιν ή ένα υπαινιγμόν όστις ηδύνατο να βασισθή επί της δυσμορφίας του Χριστού. Εκείνος περί του οποίου ο Ιωάννης εμαρτύρησεν ότι ήτο ο Χριστός, — Εκείνος, ον τα πλήθη μετά χαράς θα καθίστων Βασιλέα των, — Εκείνος, τον οποίον η αγία πόλις εχαιρέτισε διά θριαμβευτικών κραυγών ως Υιόν του Δαυίδ, — Εκείνος, τον οποίον υπηρετούν αι γυναίκες μετά τόσον βαθείας ευλαβείας και τοιαύτης αφοσιώσεως, και ούτινος η μορφή επλήρωσεν εις μίαν τεταραγμένην εικόνα ονείρου την φαντασίαν μιας Ρωμαίας δεσποίνης με τρόμον και ενδιαφέρον, — Εκείνος, όστις με δύο μόνον λέξεις ηνάγκασε τον Φίλιππον και τον Ματθαίον και πολλούς άλλους να καταλίπουν το παν και να τον ακολουθήσουν, — Εκείνος, ούτινος έν μόνον βλέμμα συνέτριψε την αγωνιωδώς μετανοούσαν καρδίαν του Πέτρου, — Εκείνος, προ της παρουσίας του οποίου οι κατειλημμένοι υπό δαιμονίων εθεραπεύοντο και εις την ερώτησιν του οποίου, εν αυτή τη κρίσει της αδυναμίας του, οι αγριώτατοι εχθροί του κατελήφθησαν υπό τρόμου και έπεσαν κατά γης εις μίαν στιγμήν καθ' ην η λύσσα των είχε κορυφωθή, — δεν ηδύνατο να στερήται του προσωπικού μεγαλείου Προφήτου και Ιερέως. Όλα τα γεγονότα της ζωής του λαλούσι πειστικώς περί της δυνάμεως εκείνης του χαρακτήρος, και της καρτερικότητος και της αξιοπρεπείας και της ηλεκτρικής επιρροής, προσόντα τα οποία ουδείς δύναται να έχη, αν δεν είναι πεπροικισμένος με μεγάλα ανθρώπινα και πνευματικά δώρα. «Βεβαίως», λέγει ο Άγιος Ιερώνυμος, «φλοξ πυρός και λαμπρότης άστρου απήστραπτεν εκ του οφθαλμού του, και το μεγαλείον της θεότητος έλαμπεν εις το πρόσωπόν του». Η περιγραφή αύτη δύναται να θεωρηθή ακριβής· διότι η λέξις «θάμβος» είναι έκφρασις την οποίαν συχνάκις μεταχειρίζονται οι Ευαγγελισταί, όπως εκφράσουν το αποτέλεσμα όπερ είχεν η παρουσία του εις τους εχθρούς και φίλους του.
Η τρίτη ημέρα μετά την επάνοδον εκ της έρημου φαίνεται ότι κατηναλώθη υπό του Ιησού εις συζητήσεις μετά των νέων μαθητών του. Την επαύριον ηθέλησε να επιστρέψη εις Γαλιλαίαν, και καθ' οδόν συνήντησε και άλλον αλιέα, τον Φίλιππον τον από Βηθσαϊδά. Εξ όλων των Αποστόλων μόνος ο Φίλιππος είχεν ελληνικόν όνομα, προερχόμενον ίσως εκ του τετράρχου Φιλίππου, αφού η συνήθεια του να δίδωνται εις τα παιδία τα ονόματα των βασιλευόντων ηγεμόνων ήτο κοινή. Αν το πράγμα έχη ούτω, ο Φίλιππος ήτο κατ' εκείνην την εποχήν τριάκοντα περίπου ετών. Πιθανώς το ελληνικόν τούτο το όνομα δεικνύει συγγένειαν με ελληνόφωνόν τινα πληθυσμόν, εκ των πολλών οίτινες ήσαν την εποχήν εκείνην ανάμικτοι με τους Γαλιλαίους εις τας όχθας της Γεννησαρέτ, και εις τούτο ίσως οφείλεται το γεγονός ότι οι Έλληνες, οίτινες επεθύμησαν να ίδουν τον Σωτήρα, κατά την τελευταίαν εβδομάδα του βίου του, επροτίμησαν ν' απευθυνθούν μάλλον εις αυτόν παρά εις άλλον τινά Απόστολον. Μία λέξις, μία μόνη πρόσκλησις: «Ακολούθει μου», ήρκεσεν όπως συνδέση διά παντός με τον Ιησούν τον ευγενή και άδολον Απόστολον, τον οποίον κατά πάσαν πιθανότητα είχε γνωρίσει προηγουμένως.
Την ακόλουθον ημέραν προσετέθει και πέμπτος νεόφυτος εις τον άγιον και ευδαίμονα εκείνον όμιλον. Φλεγόμενος υπό του πόθου να διακοινώση την μεγάλην ανακάλυψιν, την οποίαν είχε κάμει, ο Φίλιππος εύρε τον φίλον του Ναθαναήλ εξασκών τοιουτοτρόπως το θειότατον προνόμιον της φιλίας, όπερ είνε το ν' ανακοινώμεν εις τους άλλους παν ό,τι θείον ησθάνθημεν και είδομεν ημείς αυτοί. Ο Ναθαναήλ εν τω καταλόγω των Αποστόλων εξομοιούται γενικώς και σχεδόν αδιαμφισβητήτως με τον Βαρθολομαίον· διότι «Βαρθολομαίος» είναι λέξις σύνθετος εκ του «Βαρ» και «θολμαί» και σημαίνει τον «υιόν του Θολμαί» και ενώ του Ναθαναήλ γίνεται μνεία υπό το όνομα τούτο μόνον εις έν χωρίον (Ιω. 21, 2) ο Βαρθολομαίος συνδέεται εν τω καταλόγω των Αποστόλων σχεδόν πάντοτε με τον Φίλιππον. Επειδή δε κατώκει εν Κανά της Γαλιλαίας, ο υιός του Θολμαί ηδύνατο να σχετισθή ευκόλως με τον νεαρόν αλιέα της Γεννησαρέτ. Και εν τούτοις ήτο τόσον μεγάλη η απομόνωσις εις την οποίαν είχε ζήσει μέχρι τούδε ο Χριστός, ώστε, μολονότι ο Ναθαναήλ εγνώριζε τον Φίλιππον, ήκουεν όμως πρώτην φοράν το όνομα του Ιησού. Το απλοϊκόν πνεύμα του Φιλίππου εφαίνετο αρεσκόμενον εις την αντίθεσιν, ήτις υπήρχε μεταξύ του μεγαλείου της αποστολής του Χριστού και της ταπεινότητος της καταγωγής του. «Ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν». Και τις ήτο εκείνος τον οποίον ευρήκε; Κανείς νεαρός ηγεμών της δυναστείας του Ηρώδου; Νεαρός τις Ασμοναίος ιερεύς; Φωτεινόν τι πνεύμα εκ των σχολών του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ; Όχι, ήτο μόνον «ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, ο από Ναζαρέτ».
Ο Ναθαναήλ φαίνεται ότι ησθάνθη την αντίθεσιν. Ηννόησε την σημασίαν των λόγων του Φιλίππου. Ο Μεσσίας ευρέθη, και όμως ήτο από την Ναζαρέτ! Ήτο πιθανώς, όπως λέγει και η παράδοσις, ο μάλλον ανεπτυγμένος των Αποστόλων. Και η απάντησίς του θεωρείται πλέον παροιμιώδης: «Εκ Ναζαρέτ δύναται τι αγαθόν είναι;» Ο Ναθαναήλ ίσως υπαινίσσετο την λέξιν «ναζόρα» εξ ης παράγεται το όνομα Ναζαρέτ, και ήτις σημαίνει: «άξιος περιφρονήσεως». Ίσως όμως και να ηνόει ότι η Ναζαρέτ ήτο πόλις ασήμαντος και ταπεινή, κλεισμένη μέσα εις μίαν μικράν αγρίαν κοιλάδα. Και ο Φίλιππος, τέλειος πλέον μαθητής του Ιησού, απαντά εις τον Ναθαναήλ με τας ιδίας λέξεις του διδασκάλου του:
«Έρχου και ίδε».
Και σήμερον ακόμη, η ερώτησις — «Εκ Ναζαρέτ δύναται τι αγαθόν είναι;» — Επαναλαμβάνεται συχνάκις, και η μόνη απάντησις — σχεδόν η μόνη δυνατή απάντησις, — είνε και τώρα, όπως ήτο τότε, «Έρχου και ίδε». Τότε εσήμαινε, έρχου και ίδε τον Λαλούντα ως ουδέποτε άνθρωπος ελάλησεν· έρχου και ίδε Εκείνον, τον ταπεινόν τέκτονα τον από Ναζαρέτ, όστις δεσπόζει των ψυχών πάντων τον προσεγγιζόντων αυτόν, αποκαλύπτων διά μόνης της παρουσίας του τα μυστικά των καρδιών, και σύρων όπισθέν του τους αμαρτωλούς εις μίαν φλογεράν λατρείαν· έρχου και ίδε Εκείνον, όστις αποπνέει την ακαταμάχητον γοητείαν αναμαρτήτου αγνότητος, το άψογον κάλλος θείας ζωής. «Έρχου και ίδε», είπεν ο Φίλιππος πεπεισμένος εν τη απλότητι της καρδίας και της πίστεως αυτού, ότι βλέπων τις τον Ιησούν θα τον ανεγνώριζε και θα τον ηγάπα και θα τον ελάτρευεν. Υπό τοιαύτην σημασίαν, δεν δυνάμεθα βεβαίως σήμερον να είπωμεν «Έρχου και ίδε»· διότι αφ' ότου οι κυανοί ουρανοί εκλείσθησαν μετά το δράμα του Αγίου Στεφάνου και του Αγίου Παύλου, το ανθρώπινον σχήμα του Ιησού δεν ώφθη πλέον υπ' ουδενός. Δυνάμεθα όμως να είπωμεν το «έρχου και ίδε»· υπό άλλο πνεύμα, Έρχου και ίδε ένα ετοιμοθάνατον κόσμον αναζωογονηθέντα, ένα κόσμον παρηκμακότα όστις εγεννήθη, ένα γηραλέον κόσμον ανακτήσαντα σφρίγος της νεότητος· έρχου και ίδε την αγάπην εισχωρούσαν εις την ειρκτήν του καταδίκου, την ελευθερίαν αποδιδομένην εις τον σιδηροδέσμιον δούλον· έρχου και ίδε τους πτωχούς και τους αμαθείς και τους πολλούς χειραφετηθέντας διά παντός από την αφόρητον τυραννίαν των πλουσίων, των πεπαιδευμένων και των ολίγων· έρχου και ίδε νοσοκομεία και άσυλα φιλανθρωπικά, ορθούμενα εις αιωνίαν φιλανθρωπίαν παραπλεύρως των ερειπίων των κολοσσαίων αμφιθεάτρων, τα οποία άλλοτε εβάφοντο με ανθρώπινον αίμα· έρχου και ίδε την εξαγνισθείσαν οικογένειαν· έρχου και ίδε τα άντρα της χλιδής και της τυραννίας μεταβληθέντα εις γλυκείας και ευδαίμονας οικίας, τους αθέους εις πιστούς χριστιανούς, τους πολυθεϊστάς εις αγίους. Ναι, έρχου και ίδε τας μεγαλοπρεπείς πράξεις ενός μεγάλου δράματος εξακολουθούντος επί δεκαεννέα χριστιανικούς αιώνας· και όταν ιδήτε και μάθητε εν ευλαβεί ταπεινώσει ότι ακόμη και η φαινομένη Τύχη είνε κόρη της Προνοίας — «Ευνομίας τε και Πειθούς αδελφή και Προμαθείας θυγάτηρ», καθώς λέγει ο αρχαίος ποιητής Αλκμάν, όταν ακούσητε την φωνήν του Σωτήρος όστις ήλθε να ζητήση το απολωλός, τότε πιθανόν και σεις ν' αποβάλητε την αθλίαν έξιν της αμφιβολίας και ν' αναφωνήσητε ομού με τον καθαρόν και άδολον Ναθαναήλ «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού, συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ!»
Ο Χριστός, καθώς τον είδεν ερχόμενον, ανεγνώρισεν ότι η σφραγίς του
Θεού ήτο επί του μετώπου του, κα' είπεν:
«Ίδε αληθής Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ έστι». Πόθεν με γνωρίζεις; ηρώτησεν ο Ναθαναήλ. Τότε εδόθη η καρδιογνωστική απάντησις. «Προτού σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν, ειδόν σε».
Έθιμον είχον οι θεοσεβούντες Ιουδαίοι να μελετώσι το προσευχητάριόν των υπό δένδρον συκής. Τινές δε ενόμισαν ότι έχει τι το σημαντικόν η κλήσις του Αποστόλου από της σκιάς δένδρου το οποίον εσυμβόλιζε τα εβραϊκά έθιμα και την Συναγωγήν. Αλλ' εκ της όλης σκηνής οφείλομεν να φιλοσοφήσωμεν βαθύτερον ακόμη. Και εις το γεγονός τούτο ανευρίσκομεν και άλλην απερίγραπτον χροιάν πραγματικότητος, άλλο τεκμήριον της γνησιότητος και αξιοπιστίας του τετάρτου ιερού Ευαγγελίου.
Υπάρχουν στιγμαί καθ' ας η θεία χάρις κινεί βαθύτερον την καρδίαν μας. Εις τοιαύτην δε στιγμήν πρέπει να ευρέθη ο άδολος Ισραηλίτης καθώς εκάθητο κ' εμελέτα και προσηύχετο εν σιωπή υπό την συκήν. Και την χορδήν ταύτην, την μόνον εις καρδιογνώστην ορατήν, έθιξεν ο Κύριος. Εάν τις εις παρομοίαν ευρέθη θέσιν, πώς θα εθεώρη ζώντα άνθρωπον όστις θα του απεκάλυπτεν ότι, την δείνα ώραν, ακαταλήπτως τον είδε κ' εμέτρησε τας συγκινήσεις της ψυχής του; Τοιαύται εξάρσεις και συγκινήσεις, τοιαύται μεταρσιώσεις εις τρίτον ουρανόν, οπόταν η ψυχή αγωνίζεται να υπερβή τα όρια του χώρου και χρόνου, υπάρχουν αναμφίλεκτα τεκμήρια και γεγονότα ότι είναι εκ των μεμαρτυρημένων παραδειγμάτων του βίου του Χριστιανικού. Και αν τις εκ των αναγνωστών εγνώρισέ ποτε τον παλμόν τούτον της θείας αλλοιώσεως, όστις κτίζει καρδίαν καθαράν, και πνεύμα ε[;;;]ές εγκαινίζει, ούτος μόνος θα εννοήση το ρίγος της ηλεκτρικής συμπαθείας, την ηκονημένην αιχμήν της ισχυράς πεποιθήσεως, ήτις διήλθεν εν ακαρεί την καρδίαν του Ναθαναήλ και τον έκαμε να κλίνη πάραυτα οιονεί καρδίαν και γόνυ και ένθους ν' αναφωνήση. «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού!»
Είναι τόσον δυσεύρετοι οι Ναθαναήλ σήμερον! Η ψυχή του φαίνεται να υπήρξε μία από τας ψυχάς εκείνας τας γαληνίους, τας ερημικάς, τας μελετητικάς, των οποίων η σφαίρα της υπάρξεως έγκειται όχι εδώ, αλλ' εν τη γη των ειρηνοποιών και των πραέων. Ουδέποτε δε, μέχρι του μαρτυρικού θανάτου του, ελησμόνησε τας λέξεις εκείνας, αίτινες έδειξαν ότι ο Κύριός του τον είχε δοκιμάσει και τον είχε γνωρίσει. Ουχί δε άπαξ, αλλά πολλάκις επληρώθη δι' αυτόν και τους άλλους Αποστόλους η υπόσχεσις ότι, «Απ' άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Υιόν του Ανθρώπου».
Ο τίτλος «ο Υιός του Ανθρώπου», τον οποίον λαμβάνει εδώ ο Ιησούς, είναι ο πρώτος προσδιορισμός δι' ου περιγράφει τον εαυτόν Του. Ως Υιόν του Ανθρώπου, πράον και ταπεινόν τη καρδία, οι μαθηταί του ηδύναντο μόνον να μάθουν να τον γνωρίζωσι, πριν βαθμηδόν φθάσωσι να ίδωσιν αυτόν ως Υιόν του Θεού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
Το πρώτον θαύμα
Ο Γάμος εν Κανά. — «Οίνον ουκ έχουσιν». — Η απάντησις προς την
Παρθένον. — Το θαύμα. — Χαρακτήρες τούτου και άλλων θαυμάτων.
«Τη τρίτη ημέρα (λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) γάμος εγίνετο εν Κανά της Γαλιλαίας». Γράφων εν πλήρει γνώσει και ζωηρά αναμνήσει παντός γεγονότος το οποίον συνέβη κατά τας θεσπεσίας εκείνας ημέρας, σημειοί τας χρονολογίας ως να ήσαν τα γεγονότα ταύτα τόσον οικεία εις τους άλλους όσον και εις αυτόν. Η τρίτη ημέρα πρέπει να εννοηθή ως η τρίτη μετά την αναχώρησιν του Ιησού εις Γαλιλαίαν. Εάν ωδοιπόρει συντόνως ακολουθών την κοινήν οδόν, θα κατέλυε την πρώτην νύκτα εις Σιλώ ή Συχέμ, την δευτέραν εις Εγγανίμ, την τρίτην θα έφθανεν εις Ναζαρέτ, και μη ευρίσκων εκεί την μητέρα Του και τους αδελφούς Του (ήτοι τους οικείους Του (4)), θα ηδύνατο εις μίαν και ημίσειαν ώραν ακόμη, να φθάση εις Κανά εν καιρώ, διά να παρευρεθή εις τον γάμον.
Είναι γνωστόν ότι αι τελεταί αύται, ήρχιζαν περί την αμφιλύκην της εσπέρας, εν Παλαιστίνη, ως και εν Ελλάδι, ωδήγουν δε την νύμφην, και οψιαίτερον ακόμη, την νύκτα, βαθύπεπλον, ανθοστεφή, και λαμπροστόλιστον. Προεπέμπετο με λαμπάδας, με άσματα και με χορούς εις την οικίαν του γαμβρού. Συνωδεύετο υπό νεανίδων της κώμης, και ο νυμφίος ήρχετο εις προϋπάντησίν της μετά των νεαρών φίλων του. Η παράδοσις λέγει, ότι παράνυμφος ήτο ο Ναθαναήλ αλλ' η παρουσία της Παρθένου, επίτηδες μεταβάσης ίσως, φαίνεται να δεικνύη ότι ο γαμβρός ή η νύμφη ήτο εκ των συγγενών των. «Εκλήθη δε και ο Ιησούς και οι μαθηταί Αυτού εις τον γάμον». Η χρήσις του ενικού ίσως σημαίνει ότι οι μαθηταί εκλήθησαν προς χάριν του, όχι Αυτός προς χάριν εκείνων. Το ότι η Παρθένος έλαβε προφανώς εξάρχουσαν θέσιν εις τον γάμον, και προστάττει τους υπηρετούντας με τόνον εξουσίας. («Ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε») πιθανόν καθιστά ότι ο γάμος ήτο ενός των ανεψιών της, των υιών του Αλφαίου, ή των θυγατέρων του Ιωσήφ, εις τας οποίας η παράδοσις αποδίδει ονόματα Εσθήρ και Θάμερ. Ο δε Ιωσήφ είχεν αποθάνη, ως φαίνεται εκ της άκρας σιωπής των Ευαγγελιστών, οίτινες, μετά την πρώτην επίσκεψιν του δωδεκαετούς Χριστού εις Ιεροσόλυμα, δεν μνημονεύουν πλέον το όνομά του.
Είτε επτά ημέρας διήρκεσεν ο γάμος, όπως παρά τοις ευπόροις είθιστο, είτε τρεις μόνον, όπως ήτο συνηθέστερον, αίφνης ο οίνος έλειψεν. Όστις γνωρίζει πόσον ιερά και πλουσία είναι η φιλοξενία ανά την Ανατολήν, και πόση μεγάλη η φιλοτιμία των αγόντων χαράν ή εορτάς κατ' οίκον, εκείνος μόνον δύναται κατανοήση την λύπην και την στενοχωρίαν εις ην ευρέθησαν τότε οι νεόνυμφοι και οι οικείοι των. Εις την Ανατολήν το έχουν αυτό ως δυστύχημα και όνειδος.
Δυνατόν η αιτία της ελλείψεως ταύτης του οίνου να ήτο η παρουσία του Ιησού και των πέντε συντρόφων του. Η πρόσκλησις έγεινε κυρίως διά τον Ιησούν μόνον, ο δε νεαρός νυμφίος δεν θα ήξευρεν ότι από τεσσάρων ημερών ο Ιησούς είχεν αποκτήσει πέντε μαθητάς και ακολούθους. Είναι πιθανόν ότι δεν είχε γείνη πρόσθετος προμήθεια διά την αύξησιν ταύτην των δαιτυμόνων. Ούτε είναι πιθανόν ότι, από μακράν πορείαν εννενήκοντα μιλίων ελθούσα, η συνοδία του Ιησού συνεμορφώθη με το ιουδαϊκόν έθιμον, και έφερε μεθ' εαυτής τροφάς και ασκούς οίνου.
Τούτων ούτως εχόντων, η μήτηρ του Ιησού θα είχεν ιδιαίτερον λόγον διά να του είπη. «Οίνον ουκ έχουσιν». Η παρατήρησις ήτο βεβαίως εύστοχος και σκόπιμος. Κανείς δεν είξευρεν, ως είξευρεν η Παναγία, ποίος ήτον ο Υιός της· και όμως επί τριάκοντα έτη, καθ' α επερίμενεν εν υπομονή την φανέρωσίν Του, τον έβλεπε να μεγαλόνη καθώς μεγαλόνουν τα άλλα παιδιά· έζη εν πραότητι και ταπεινώσει και χάριτι και αναμαρτήτω σοφία, ως νεόφυτον δένδρον ενώπιον του Θεού, πλην κατά τα άλλα όμοιος με τους άλλους νέους, υπερέχων μόνον κατά το άκρως άσπιλον. Αλλά τώρα ήτο τριακοντούτης, και η φωνή του μεγάλου Προφήτου, εκ της φήμης του οποίου αντήχει το έθνος, τον είχε κηρύξει τον επηγγελμένον Χριστόν. Ηκολουθείτο δημοσία υπό μαθητών, οίτινες τον ανεγνώριζον ως Διδάσκαλον και ως Κύριον. Ιδού υπήρχεν εδώ μία δυσχέρεια να θεραπευθή, μία καλωσύνη να γείνη, μία έλλειψις ν' αναπληρωθή. Δεν ήλθεν ακόμη η ώρα του; Ποίος ημπορεί να είπη τι ηδύνατο να κάμη αν ήθελε, και αν το ήξευρε συμφέρον; Δεν ηδύνατο τάχα να διατάξη στρατιάν φαιδρών αγγέλων, ως εκείνην ήτις εκήρυξε την εν σπηλαίω γέννησίν Του, να έλθωσι και μεταβάλωσι το ταπεινόν τούτο γαμήλιον συμπόσιον εις ουρανίαν σκηνήν;
Ισχυρά ήτο η πίστις της Παρθένου, καθαροί οι σκοποί της, εκτός ίσως της τόσον φυσικής εκείνης επιθυμίας του να ίδη τον υιόν ενώπιόν της τιμώμενον, καθά παρετήρησεν ήδη ο ιερός Χρυσόστομος. Και η ώρα του υιού Της σχεδόν είχεν έλθη, αλλ' ήτο αναγκαίον τώρα και εισάπαξ να δείξη προς αυτήν ότι από τούδε δεν ήτο μόνον Ιησούς ο Υιός της Μαρίας, αλλ' ο Χριστός ο Υιός του Θεού. Και το έδειξε με αποφασιστικόν τρόπον.
«Τι εμοί και σοι, γύναι;» Αι λέξεις φαίνονται τραχείαι και απότομοι, αλλά τούτο οφείλεται εν μέρει εις τους τρόπους μας και εν μέρει εις τας νεωτέρας μας γλώσσας. Το «γύναι» ήτο τόσον αβρόν και ευλαβές εις την Αραμαϊκήν γλώσσαν, εις ην ωμίλει πιθανώς ο Κύριος. Και επί του Σταυρού ακόμη είπε το «Γύναι, ιδού ο υιός σου». Και το «τι εμοί και σοι,» είναι κατά γράμμα μετάφρασις κοινής Αραμαϊκής φράσεως (μαχ λι βελάκ), η οποία λύει μεν το ζήτημα και κόπτει τον λόγον, αλλ' όμως μετέχη αβρότητος και φιλοφροσύνης. Η δε φιλοφροσύνη αύτη θα επετάθη ακόμη διά του τόνου και του βλέμματος του Ιησού, διό και η Παρθένος, χωρίς ποσώς να προσβληθή ή να λυπηθή, εστράφη προς τους διακονούντας και είπεν: — Ό,τι σας λέγη κάμετε.
Εκεί ήσαν υδρίαι λίθιναι έξ κείμεναι, διά την ανάγκην του συνήθους λουτρού και της καθαριότητος των ποδών και των χειρών, όπως είθιστο μετά πάσαν οδοιπορίαν και προ του δείπνου εν τη Παλαιστίνη. Αι υδρίαι αύται εχωρούσαν ανά μετρητάς δύο ή τρείς, τουτέστιν ως δεκαπέντε γαλλόνια. Ο Ιησούς διέταξε τότε τους υπηρέτας·
— «Γεμίσατε τας υδρίας ύδατος». Και τας εγέμισαν ως επάνω. Είτα ο Ιησούς διέταξε ν' αντλήσουν εκ του περιεχομένου και να το φέρουν εις τον αρχιτρίκλινον, ήτοι τον συμποσίαρχον. Ο άνθρωπος, άμα εγεύθη το ύδωρ το οποίον είχε μεταβληθή εις οίνον, τω παντοδυνάμω πνεύματι του Χριστού, και δεν ήξευρε πόθεν τούτο — μόνον οι υπηρέται το ήξευραν, οι οποίοι είχον γεμίσει οι ίδιοι τας υδρίας, και πάλιν οι ίδιοι εκένωσαν εκ των υδριών εις αγγείον μικρότερον — εστράφη προς τον νυμφίον και του λέγει ευθύμως: — Κάθε άνθρωπος βάλλει πρώτον τον καλόν οίνον, και όταν οι καλεσμένοι μεθύσουν, τότε τον χειρότερον· συ όμως εφύλαξες τον καλόν οίνον τελευταίον.
Τούτο ήτο το πρώτον σημείον, ή το πρώτον θαύμα του Ιησού. Πόσον απλούν και πόσον θεσπεσίως γαλήνιον! Η μέθοδος του θαύματος, όπερ είναι πολύ θαυμασιώτερον από τας συνήθεις ιάσεις των αρρώστων, υπερβαίνει την ημετέραν κατάληψιν· και όμως δεν έγεινε με πομπήν ούτε με επίδειξιν. Υπήρξαν εις τας ημέρας ταύτας της απιστίας άνθρωποι οίτινες μωρώς και αλαζονικώς ηξίωσαν ότι ο Υιός του Θεού ώφειλε να κάμη τα θαύματά του ενώπιον σοφών και επιστημόνων, εάν ήθελε να Τον πιστεύσωμεν. Αλλά πρώτον ο Υιός του Θεού δεν έχει ανάγκην να Τον πιστεύσωμεν, κ' έπειτα οι σοφοί και επιστήμονες του κόσμου τούτου δεν είναι ως τίποτε ενώπιόν Του. Η δε πίστις των χριστιανών εις τον Υιόν του Θεού θα ήτο ακόμη ακλόνητος, και αν δεν είχεν ευδοκήσει να κάμη θαύματα, καθώς δεν έκαμεν ο Ιωάννης. Τα θαύματα του Χριστού υπήρξαν θαύματα απευθυνόμενα ουχί εις ψυχράν και λεπτολόγον περιεργίαν, αλλ' εις στέργουσαν και ταπεινήν πίστιν. Υπήρξαν τα σημεία της θείας αποστολής Του· αλλά το κυριώτερον τέρμα των ήτο η ανακούφισις των ανθρωπίνων κακοπαθειών, η ανάδειξις ιεράς τινος αληθείας, ή, ως εις την παρούσαν περίστασιν, η αύξησις της θεμιτής και αθώας χαράς. Έν αφανές χωρίον, πτωχικός γάμος, οικία πενιχρά, ταπεινών αγροτών ομήγυρις, παρέστησαν εις έν των μεγίστων δειγμάτων της θείας παντοδυναμίας.
Το θαύμα είνε θαύμα, και παραδεχόμενοι αυτό, αναγκαίως παραδεχόμεθα υπερφυές τι. Τι το όφελος, και πώς το θαύμα γίνεται καταληπτότερον, αν υποθέσωμεν μετά του Ολσχάουζεν ότι το γενόμενον ήτο επιτάχυνσις των ενεργειών της φύσεως; ή μετά του Νεάνδρου, ότι αι δυνάμεις του ύδατος εμαγνητίσθησαν προς τας του οίνου; οι μετά του Λάγγε, ότι αι δαιτυμόνες ήσαν εις κατάστασιν υπερφυσικής εξάρσεως; ή μετά του Μπάουρ, του Κάιμ και άλλων ότι το θαύμα ήτο κάπως μόνον παραπλήσιον, όχι πραγματικόν; Όσοι ευρίσκουν λυσιτελές να εκφέρουν τοιαύτας υποθέσεις, ας το κάμνουν· εις ημάς φαίνονται δυσμήχανοι και ανωφελείς. Ωφέλει τις να πιστεύη ή ν' απιστή· άλλον μέσον όρον δεν βλέπομεν. Η λέξις Φύσις ποίαν έννοιαν έχει, αν δεν εμπερικλείη την ιδέαν του δημιουργού της; Εάν απλώς αναγνωρίσωμεν το γεγονός, το οποίον μας διδάσκει η επιστήμη, ότι η απλουστάτη και στοιχειωδεστάτη ενέργεια των νόμων της φύσεως είνε ασυγκρίτως υπερτέρα της κατανοήσεως και της υψίστης νοημοσύνης μας· εάν μόνον πιστεύσωμεν ότι η πρόνοια του Θεού δεν είνε αφηρημένη ιδέα, αλλά ζώσα και φιλόστοργος μέριμνα υπέρ της ζωής του ανθρώπου· τέλος, εάν εισάπαξ πιστεύσωμεν ότι ο Χριστός ήτο ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο ελθών ίνα αποκαλύψη και φανερώση τον Πατέρα Του εις την ανθρωπότητα, τότε τίποτε δεν υπάρχει εις τα θαύματα τα ιστορούμενα εν τοις Ευαγγελείοις το οποίον να προσβάλη την πίστιν μας. Οφείλομεν να θεωρούμεν τα θαύματα του Χριστού ως πηγάζοντα απ' αυτήν την ύπαρξιν και την αποστολήν Του, φυσικώς και αφεύκτως, όπως αι ακτίνες από τον ήλιον. Ήσαν όχι απλώς τέρατα, ή δυνάμεις, ή σημεία, αλλ' ήσαν έ ρ γ α, κατά την λέξιν του Ευαγγελιστού Ιωάννου, τα συνήθη και άφευκτα έργα Εκείνου του οποίου αύτη η ύπαρξις ήτο το υψηλότατον πάντων των θαυμάτων. Ήτο αναμάρτητος, και τούτο ήτο θαύμα μέγιστον, περισσότερον ή όσον η πλάσις του κόσμου. Είπέ τις των φιλοσόφων ότι δύο πράγματα τον εξέπληττον· οι έναστροι ουρανοί και ο ηθικός νόμος ο εν αυτοίς· αλλ' εις ταύτα προσετέθη τρίτη πραγματικότης η πλήρωσις του ηθικού νόμου η εν τω Ιησού Χριστώ. Ήλθε Θεός επί της γης, και ως Θεός έπραξεν.
Υπάρχουσι δε δύο χαρακτήρες του πρώτου τούτου θαύματος αξιοσημείωτοι.
Ο είς τούτων είνε το ανθρωπιστικόν και το κοινωνικόν του θαύματος. Η αποστολή Του είνε χαράς και ειρήνης αποστολή. Δεν επιβάλλει την άσκησιν και σκληραγωγίαν, αν και την δέχεται εν μετανοία και συντριβή προσφερομένην, αλλ' επιτρέπει την αθώαν χαράν· δεν επιτάσσει την αναγκαστικήν αγαμίαν και αγνείαν, αν και την αναγνωρίζει εις όσους δέδοται, αλλ' εγκρίνει τον ιερόν δεσμόν του γάμου. Διά την ιδίαν πείναν του δεν ήθελε να μεταβάλη τους λίθους εις άρτους, και προς χάριν των άλλων μεταβάλλει το ύδωρ εις οίνον. Το πρώτον θαύμα του Μωυσέως υπήρξε το να μεταβάλη τον ποταμόν ανόμου έθνους εις αίμα. Το πρώτον του Ιησού το να γεμίση τας υδρίας ακάκου οικογενείας με οίνον.
Ο έτερος χαρακτήρ είνε το συμβολικόν του θαύματος. Καθώς όλα σχεδόν τα θαύματα του Χριστού, μετέχει ελέους, εμβλήματος, και προφητείας. Ο κόσμος αποδίδει πρώτον ό,τι καλόν έχει και είτα όλην την υποστάθμην και την πικρίαν. Αλλ' ο Χριστός ήλθε να μετατρέψη όλα τα χθαμαλώτερα εις τα πλουσιώτερα και γλυκύτερα, τα βάρη του Μωσαϊκού νόμου εις τον τέλειον νόμον της ελευθερίας, το βάπτισμα του Ιωάννου εις βάπτισμα εν Αγ. Πνεύματι και πυρί, την λύπην και την μόνωσιν εις συμβίωσιν αρμονικήν, την θλίψιν και τον στεναγμόν εις ελπίδα και ευλογίαν, και το ύδωρ εις οίνον. Και ούτω η κατά Θεόν πολιτεία την οποίαν ο Χριστός εκόσμησε κ' εκάλλυνε διά της Παρουσίας Του και του πρώτου θαύματός Του εν Κανά της Γαλιλαίας προεικονίζει την μυστικήν ένωσιν του Χριστού και της Εκκλησίας Του· και το κοινόν στοιχείον το οποίον θαυμασίως μετέβαλεν εις οίνον αποβαίνει τόπος της ζωής μας μεταμορφωμένης κ' εξευγενιζομένης διά των προσδοκιών της ουρανίου ευφροσύνης· τύπος του οίνου τον οποίον Εκείνος θα πίη καινόν μεθ' ημών εν τη βασιλεία του Πατρός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
Σκηνογραφία της Γαλιλαίας
Η κοιλάς του Ιορδάνου και η Τιβεριάς Θάλασσα. — Καλλονή της
Γεννησαρέτ. — Η τοπογραφία. — Η σημερινή ερήμωσις και η αρχαία
Πολυανθρωπία. — Η προφητεία του Ησαΐου. — Η διδασκαλία του Χριστού. —
Τοποθεσία της Καπερναούμ.
Το πρώτον θαύμα του Χριστού εν Κανά ήτο σημείον ότι ήλθεν, όχι διά να καλέση τους μαθητάς Του έξω του κόσμου και των συνήθων καθηκόντων Του, αλλά διά να κάμη τους ανθρώπους ευτυχεστέρους, ευγενεστέρους, αγαθωτέρους εν τω κόσμω. Και υπήρχέ τι το σημαντικόν εις τον τόπον τον οποίον εξέλεξεν ως την σκηνήν της πρώτης διδασκαλίας του. Ο Ιωάννης είχε κηρύξει εις τας ερήμους τας παρά την Νεκράν θάλασσαν. Η φωνή του αντήχησεν εις τους κρημνούς και τας φάραγγας. Η πόλις η πλησιεστέρα είχε κτισθή εναντίον αρχαίας αράς υπαρχούσης, και ο δρόμος εις αυτήν έφερε διά της «Οδού αίματος.» Όλα γύρω του απέπνεαν πνοήν ερημίας και πένθους, και ανεκάλουν φοβεράς αναμνήσεις ανόμου και θεηλάτου φυλής. Παρά τα ύδατα εκείνα τα μολύβδινα και υπό τον ουρανόν τον χαλκούν είχε κηρύξει το βάπτισμα της μετανοίας. Αλλ' ο Χριστός, εν μέσω της φαιδράς συνοδίας της Μητρός Του και των συγγενών Του και των Μαθητών Του, εξέλεξεν ως πρώτον κέντρον της διδασκαλίας Του μίαν λαμπράν και πολυάσχολον πόλιν, της οποίας αι μαρμάριναι οικοδομαί κατωπτρίζοντο εις διαυγή θάλασσαν.
Η μικρά αύτη πόλις ήτο η Καπερναούμ. Ηγείρετο υπό τας ομαλάς κατωφερείας των λόφων των πυρικυκλούντων επίγειον παράδεισον. Εις κανέν άλλο μέρος εν Παλαιστίνη δεν υπήρχον δένδρα και κήποι οίοι εν τη χώρα της Γεννησαρέτ. Αυτό το όνομά της σημαίνει «κήπος αφθονίας», και τα αναρίθμητα άνθη ανθούσιν επί τινος κοιλάδος ήτις είνε «ομοία την όψιν με σμάραγδον». Ηθέλησε βεβαίως ο Χριστός ίνα η διδασκαλία του, η ανοίγουσα τους ορίζοντας της αγαθότητος και του ελέους εις τον κόσμον, αρχίση κηρυττομένη εις τόπους τερπνούς.
Ο περιηγητής σήμερον, καθώς εξέρχεται από την κοιλάδα των Περιστερών, και ρίπτει το πρώτον άπληστον βλέμμα εις την Γεννησαρέτ, θα ίδη μικράν λίμνην, ομοιάζουσαν με κινύραν το σχήμα, δεκατριών μιλίων το μήκος, έξ δε το πλάτος. Κατά την απωτέραν ή ανατολικήν όχθην εκτείνεται πρασίνη λωρίς, πέραν της οποίας υψούται εις εννεακοσίους πόδας υπεράνω της επιφανείας της λίμνης, σειρά ερήμων λόφων διατρήτων με χαράδρας, χωρίς δένδρον ή χωρίον ή ίχνος καλλιεργείας, το άσυλον όπου ο Κύριος ημών συχνά επεζήτει την αναψυχήν της μονώσεως μετά του Θεού. Η λίμνη, με τα στίλβοντα κρυσταλλώδη νερά της, κείται εις τον πυθμένα μεγάλης λεκάνης, υπέρ τους πεντακοσίους πόδας κατωτέρω της επιφανείας της Μεσογείου. Εντεύθεν ο πνιγηρός καύσων εκεί. Αι όχθαι είνε τώρα έρημοι. Εξαιρέσει της μικράς και φθινούσης πολίχνης της Τιβεριάδος, και του χωρίου Μετζέλ των αρχαίων Μαγδάλων, δεν υπάρχει κατωκημένον μέρος εις τας πάλαι ανθούσας όχθας της· έν άθλιον και υπόσαθρον πλοιάριον αντικατέστησε τον πάλαι ποτέ στολίσκον. Και τούτο δεικνύει την φυγοπονίαν και αναλγησίαν των σημερινών κατοίκων, διότι τα οψάρια είνε ακόμη άφθονα εις την λίμνην. Αλλ' οι φυσικοί χαρηκτήρες ακόμη μένουσιν. Η λίμνη κείται αμετάβλητος, ως οπάλιον σμαραγδοκόλλητον, αναμέσον των πρασίνων λόφων· τα ύδατα είνε ακόμη τόσον ωραία εν της διαυγεία των, ως ότε ο Πέτρος έρριπτε τα δίκτυα εις αυτά, και ο Ιησούς ενέβλεπεν εις τα κρυστάλλινα βάθη των· το φως του ηλίου περιλούει ακόμη τον τόπον, και ο αήρ ευωδιάζει από φυσικά αρώματα, και η τρυγών μορμυρίζει εις τας κοιλάδας, και ο πελεκάν αλιεύει εις τα ύδατα· και υπάρχουν φοίνικες και πρασινίζοντες κάμποι και ρεύματα και αμαυροί ερειπίων σωροί. Και ό,τι έχασε κατά τον πληθυσμόν και την δραστηριότητα, εκέρδισε κατά την σεμνότητα και το ενδιαφέρον. Και αν παν ίχνος ανθρωπίνης κατοικίας εξέλειπεν εκ των πέριξ της, και αν ο θως και η ύαινα ωρύοντο μόνον επί των ερειπίων των Συναγωγών όπου εδίδαξεν ο Χριστός, ακόμη το γεγονός ότι Εκείνος την εξέλεξεν ως την σκηνήν της ενάρξεως της διδασκαλίας Του θα μεταδίδη έννοιαν ιερότητος και περιπαθείας εις τα ερημικά της ύδατα μέχρι συντελείας των αιώνων.
Πολύ εκπαγλοτέρα και ωραιοτέρα ήτο εις τους χρόνους της Παρουσίας Του η λίμνη και το τοπίον εκείνο. Ο Ιώσηπος, αφού περιγράφει μετά θαυμασμού τας καλλονάς της, συμπεραίνει ότι αι ώραι του ενιαυτού εφαίνοντο να ερίζωσι περί της κατοχής της, και ότι η φύσις την είχε πλάσει ως πρότυπον και ως δείγμα. Οι δε Ταλμουδισταί είχον παροιμίαν — ήτις είνε πολύ αληθεστέρα ή όσον φαντάζονται — ότι «ο Θεός είχε πλάσει επτά θαλλάσας εις την γην της Χαναάν, αλλά μίαν μόνον, την θάλασσαν της Γαλιλαίας, εξέλεξε διά τον εαυτόν του.»
Όχι δε μόνον διά την καλλονήν της, αλλά διά το κεντρικόν της θέσεως και το πολυάνθρωπον, η χώρα ήτο θαυμασίως προσηρμοσμένη διά το υπούργημα εκείνο δι' ου επληρώθη η παλαιά προφητεία του Ησαΐου, ότι η «γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλίμ, πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών», έμελλε να ιδή φως μέγα, και «οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φως λάμψει επ' αυτούς». Επειδή ο Χριστός έμελλε να είνε και σωματικώς παρών ακόμη επί της γης «φως εις αποκάλυψιν εθνών,» όσον και «δόξα λαού Ισραήλ». Το μικρότερον χωρίον της Γαλιλαίας τότε, μαρτυρεί, ο Ιώσηπος, είχεν υπέρ τους δεκαπεντασχιλίους κατοίκους. Ήτο δε ο λαός φιλόπονος και εργατικός, κ' εκαλλιέργει παν πλέθρον της ευκάρπου εκείνης γης. Τέσσαρες οδοί ήγον εις τας όχθας της λίμνης. Η μία έφερε διά της κοιλάδος του Ιορδάνου εις την δυτικήν όχθην· η δευτέρα, διασχίζουσα γέφυραν προς μεσημβρίαν της λίμνης, διήρχετο διά της Περαίας, κ' έφθανε μέχρι της Ιεριχούς, η τρίτη απέληγεν εις την παραλίαν της Μεσογείου, και η τετάρτη διήκε διά των ορέων της χώρας Ζαβουλών εις Ναζαρέτ, και είτα διά της πεδιάδος Εσδραελών εις Σαμάρειαν και Ιεροσόλυμα. Κατά τους χρόνους του Χριστού, η Γαλιλαία ήτο κέντρον δραστηριότητος δι' εθνικούς και Ιουδαίους, και περί τα τετρακισχίλια πλοιάρια διέπλεον τας όχθας της λίμνης. Διασχίζων τις την λίμνην, τον ποταμόν, ή τα όρη, έφθανεν εις Σαμάρειαν εις Συρίαν και εις Φοινίκην. Η πόλις Τιβεριάς, την οποίαν Ηρώδης ο Αντίπας έκτισεν ως πρωτεύουσαν της Γαλιλαίας, ονομάσας αυτήν επί τω ονόματι του τότε βασιλεύοντος Τιβερίου Καίσαρος, ηυξήθη και ανεπτύχθη μετά θαυμαστής ταχύτητος, και μετέδωκε το όνομά της εις την λίμνην. Αν και ο Χριστός δεν εισήλθεν ίσως ποτέ εις τας οδούς της (επειδή εκτίσθη επί της τοποθεσίας παλαιών τάφων, απηγορεύετο εις τους Ιουδαίους να εισέρχωνται άνευ αυστηρού καθαρμού), μακρόθεν θα είδε πολλάκις τας επάλξεις της και την Χρυσήν Οικίαν του Αντίπα. Καθ' όλον το μήκος των οχθών της Γεννησαρέτ, Ιουδαίοι και εθνικοί ήσαν αλλοκότως αναμεμιγμένοι, και ο άγριος Άραψ της ερήμου διηγκωνίζετο με τον υπερόπτην Ρωμαίον και με τον πανούργον Έλληνα.
Παρήλθον αι ημέραι της ησύχου μονώσεως εις Ναζαρέτ, και βίος εργασίας, περιπλανήσεως, κηρύγματος, ιάσεων και αγαθοεργίας έμελλε τώρα ν' αρχίση. Ολίγας μόνον ημέρας έμειναν εις Καπερναούμ, αλλ' η διατριβή αύτη έμελλε να είναι το υπόδειγμα δι' όλον το λοιπόν της επιγείου ζωής Του. Θα εκήρυττεν εις την Συναγωγήν, την κτισμένην υπό Ρωμαίου εκατοντάρχου, και τα έργα της αγάπης Του θα εγίνοντο γνωστά εις πάσης φυλής ανθρώπους. Θα εγίνετο γνωστόν εις όλους ότι ο νέος εγερθείς Προφήτης ήτο ανόμοιος με τον μέγαν Πρόδρομόν Του. Ήλθε να διδάξη ότι ο Θεός δεν ήτο ιδέα αφηρημένη, πόρρω αφεστώσα και συγχεομένη εις το κυανούν, αλλ' ήτο ο Πατήρ πάντων, «εν ω ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», και ότι δεν αρέσκεται εις ολοκαυτώματα και θυσίας, αλλ' εις έλεον και δικαιοσύνην και αγάπην και ταπείνωσιν.
Εν ω δε τοιαύτη ήτο η σημασία της ζωής του Χριστού εις την ερατεινήν εκείνην χώραν, είνε παράδοξον ότι η ακριβής τοποθεσία της Καπερναούμ, «της ιδίας πόλεως», κατά τον Ματθαίον, ήτις υπήρξε μάρτυς τοσούτων θαυμάτων Του, και τοσαύτας ήκουσεν εκ των μεγάλων αποκαλύψεών του, έμεινε μέχρι τούδε αβέβαιος. Δύο χωρία ερίζουσι περί τούτου το Χαν Μινυέ και το Τελ Χουμ, αλλ' εις ποίαν εκ των δύο θέσεων έκειτο η πόλις;
Εις εμέ αι αξιώσεις του Τελ Χουμ φαίνονται ευλογώτεραι. Εκεί σώζονται τα ερείπια αρχαίας Συναγωγής, ενώ εις Χαν Μινυέ δεν σώζεται σχεδόν τίποτε, ειμή ερείπια ερειπίων. Αλλά πού να ήτον η οικία του Πέτρου, ήτις ήτο και οικία του Ιησού; Αλλ' επληρώθη και ενταύθα του Χριστού η προφητεία: «Και συ, Καπερναούμ, η μέχρις ουρανού υψωθήσα, έως άδου καταβιβασθήση· ει αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοι εγένοντο εν Σοδόμοις, έμενον αν έως της ημέρας ταύτης».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
Ο Ιησούς το Πάσχα
Εις τα Ιεροσόλυμα. — Οι πωλούντες και οι αγοράζοντες εν τω ναώ. — Η αγανάκτησις του Ιησού. — Διατί δεν ετόλμησαν ν' αντισταθώσι. — «Καταλύσατε τον ναόν τούτον». — Η εκ των λόγων εντύπωσις και το βαθύ της εννοίας των.
Η διατριβή του Ιησού εις Καπερναούμ υπήρξε λίαν βραχεία, και δεν είνε απίθανον ότι απλώς περιέμενε την αναχώρησιν της μεγάλης συνοδίας των προσκυνητών οίτινες ητοιμάζοντο ν' απέλθωσιν εις Ιεροσόλυμα διά την εορτήν.
Οι τρεις ευαγγελισταί σιωπώσι περί πάσης επισκέψεως του Χριστού διά το Πάσχα από του δωδεκάτου έτους της ηλικίας μέχρι του Πάθους Του· και μόνον ο Ιωάννης μνημονεύει το πρώτον τούτο Πάσχα από της ενάρξεως του κηρύγματος του Χριστού. Το κυριώτερον συμβεβηκός το χαρατηρίσαν την επίσκεψιν ταύτην ήτο η έξωσις από του ναού των πωλούντων και των αγοραζόντων και των κολλυβιστών και αργυραμοιβών. Αλλ' η πλεονεξία και το φιλοχρήματον των Ιουδαίων ήτο τόσον επίμονον κακόν, ώστε ο Χριστός ηναγκάσθη να επαναλάβη και εκ δευτέρου την πράξιν, και τούτο τέσσαρας ημέρας προ του Πάθους Του.
Γνωρίζομεν πόσον πλήθος συνέρρεεν εις την αγίαν πόλιν κατά την ενιαύσιον μεγάλην εορτήν. Και σήμερον ο περιηγητής όστις επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ εν καιρώ του Πάσχα δεν δύναται να φθάση εις τας πύλας του ναού του Αγίου Τάφου χωρίς να διέλθη εν μέσω πλήθους πραγματευτών πωλούντων μικρούς σταυρούς, κομβολόγια και πλείστα άλλα πράγματα, οίτινες πληρούσιν όλον τον πέριξ χώρον. Αλλά τότε οι Ιουδαίοι πραγματευταί δεν επώλουν μόνον μικρά αντικείμενα, αλλά βους και πρόβατα και περιστεράς. Οι αργυραμοιβοί ήσαν σχεδόν αναγκαίοι εκεί. Διότι είκοσιν ημέρας προ του Πάσχα οι ιερείς ήρχιζον να εισπράττουν τον παλαιόν ιερόν φόρον του ημίσεως σεκέλ, τον οποίον ώφειλε να πληρώνη πας Ισραηλίτης πτωχός ή πλούσιος, δεν ήτο δε νόμιμον να πληρώνεται ο φόρος ούτος εις έν των διαφόρων νομισμάτων των συρρεόντων εθνικών, αλλ' έπρεπε να πληρώνεται εις αργυρούν εγχώριον νόμισμα. Όθεν οι κολλυβισταί εύρισκον μέγα συμφέρον εις την ανταλλαγήν ταύτην.
Αι στοαί και τα πρόθυρα του Ναού είχον γεμίσει από τους κολλυβιστάς τούτους με τας τραπέζας των, από τους πραγματευτάς και ζωεμπόρους. Και ήτο εκεί η είσοδος εις τον ναόν του Υψίστου. Ο ναός όστις έπρεπε να είνε οίκος προσευχής δι' όλα τα έθνη, εβεβηλώθη και εξέπεσεν εις τόπον ένθα ο μυκηθμός των βοών, η βρηχή των προβάτων, και η βαβέλ των πολλών γλωσσών και ο κωδωνισμός των νομισμάτων και ο κλιγμός των πλαστιγγών και ζυγαριών (των όχι πάντοτε δικαίων ίσως) πρέπει να ηκούοντο εις τας γείτονας αυλάς, διαταράσσοντα το άσμα των Λευιτών και τας προσευχάς των ιερέων!
Εμπλησθείς δικαίως περιφρονήσεως προς την ασέβειαν ταύτην, φλέγων εξ ακαθέκτου και αγίας αγανακτήσεως, ο Ιησούς, εισερχόμενος εις τον ναόν, κατεσκεύασε μαστίγιον από τα βρύα τα κείμενα επί του εδάφους· και καταρχάς απεδίωξε τα πρόβατα και τους βους, καθώς και τους οδηγούντας αυτά. Είτα ελθών προς τας τραπέζας των αργυραμοιβών τας ανέτρεψε μεθ' όλων των σωρών των νομισμάτων, αφήσας τους κτήτορας να κύπτωσι και ν' αναζητώσι τα χρήματά των. Αλλά και εις εκείνους οίτινες είχον τους κλωβούς των περιστερών είπε: Πάρετε τα από δω! δικαιολογήσας την πράξιν του μόνον διά των λέξεων: «Μη ποιήτε τον οίκον του Πατρός μου οίκον εμπορίου.» Και οι μαθηταί του ιδόντες τον ένθεον τούτον θυμόν, ανεμνήσθημεν τότε του στίχου του Δαυΐδ του Προφήτου και βασιλέως, «Ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με».
Διατί όλον αυτό το πλήθος δεν αντεστάθη; Διατί οι πλεονέκται εκείνοι και άρπαγες ηρκέσθησαν εις πεπνιγμένους μορμυρισμούς και ταπεινοφώνους αράς; Διατί, θα ερωτήσωμεν, ο Σαούλ υπέφερε να τον αψηφήση ο Σαμουήλ κατέμπροσθεν του ιδίου στρατού του; Διατί ο Δαυΐδ υπήκουσεν εντελώς εις τας προσταγάς του Ιωάβ; Διατί ο Αχαάβ δεν ετόλμησε να συλλάβη και τιμωρήση Ηλιού;
&Διότι η αμαρτία είνε αδυναμία&· διότι δεν υπάρχει εις τον κόσμον τίποτε ευτελέστερον ενόχου συνειδήσεως, τίποτε τόσον ακαταμάχητον όσον το ανερχόμενον κύμα θεοειδούς αγανακτήσεως κατά παντός του χαμερπούς και του πονηρού. Πώς ηδύναντο οι βέβηλοι εκείνοι και ρυπαροί πλεονέκται, συνειδότες ότι κακώς εποίουν, ν' αντισταθώσιν εις τας αστραπάς των οφθαλμών εκείνων των ανημμένων εν θεία οργή; Η κακία ουδ' επί στιγμήν δύναται να σταθή προ του υψωμένου βραχίονος της αρετής. Όσον ευτελείς και διεφθαρμένοι αν ήσαν οι χρηματολάτραι ούτοι Ιουδαίοι, ησθάνοντο εις τα βάθη της ψυχής των ότι ο Υιός του Ανθρώπου είχε δίκαιον.
Ακόμη και οι ιερείς, οι Φαρισαίοι και οι Λευίται και οι γραμματείς, όσον και αν κατεβιβρώσκοντο υπό της τυπολατρείας και της επάρσεως, δεν ηδύναντο να καταδικάσουν μίαν πράξιν, ήτις θα ηδύνατο να εκτελεσθή υπό τινος Νεεμία ή Ιούδα του Μακκαβαίου, και ήτο σύμφωνος προς τας αρίστας παραδόσεις των. Αλλ' όταν έμαθον την πράξιν ταύτην, ή είδον αυτήν, και έλαβον καιρόν να συνέλθωσιν από τον θαυμασμόν και την έκπληξίν των, ήλθον προς τον Ιησούν, και μη τολμώντες να καταδικάσωσιν ό,τι έπραξε εν συγκεκαλυμμένη αγανακτήσει, του εζήτησαν σημείον ότι είχε δικαίωμα να πράττη ούτω.
Η απάντησις του Κυρίου, ακατάληπτος εις αυτούς, τους αφήκεν εμβροντήτους εν θυμώ και καταπλήξει. «Καταλύσατε, είπε, τον Ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν».
Καταλύσατε τον Ναόν τούτον! «τον ναόν διά τον οποίον βασιλεύς υπερέχων εν πλούτω και μεγαλοπρεπεία, οίος ο βασιλεύς Σολομών, εδαπάνησεν όλους τους θησαυρούς του, και ούτω μόνον κατέστησεν ανεκτήν εις τους Ιουδαίους την αφόρητον τυραννίαν του· τον Ναόν διά την οικοδόμησιν του οποίου χίλιαι άμαξαι εχρειάσθησαν και δεκακισχίλιοι εμισθώθησαν τεχνίται, και χίλιοι ιερείς εν ιερατικαίς στολαίς ειργάσθησαν διά να καταθέσωσι τους λίθους τους οποίους οι τεχνίται είχον πελεκήσει ήδη· τον Ναόν, ενί λόγω, όστις ήτο θαύμα του κόσμου! Ούτος εκτίζετο επί 46 έτη και ακόμα ήτον ατελείωτος· και αυτός ο άγνωστος Γαλιλαίος νεανίας τους εκάλει να τον κατεδαφίσωσι, και Αυτός θα ήτον ικανός τον ανεγείρη εις τρεις ημέρας! Τοιαύτην κατά γράμμα ερμηνείαν έδωκαν, και ουδ' υπώπτευσαν το μυστήριον το υποκρυπτόμενον εις τους λόγους του νεαρού Γαλιλαίου.
Πόσον ανεξάλειπτος έμεινεν έκτοτε η εντύπωσις των λόγων αποδεικνύεται εκ του ότι, τρία έτη ύστερον, την μαρτυρίαν ταύτην μάλιστα επεκαλέσθησαν εναντίον του Ιησού οι κατήγοροί Του, και οι ψευδομάρτυρες, οι διαστρέψαντες τους λόγους του ως εξής: «Δύναμαι καταλύσαι τον Ναόν τούτον» ενώ ο Ιησούς ουδέποτε είπεν ότι Αυτός θα κατέλυε τον Ναόν. Αλλ' η διαστροφή αύτη συνέφερεν εις τους σκοπούς των εχθρών Του, όπως τον παραστήσωσιν εις τους κρατούντας ως στασιαστήν. «Εκείνος δε ελάλει (προσθέτει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) περί του Ναού του ιδίου σώματος». Και μόνον μετά την ανάστασίν Του εννόησαν οι μαθηταί την σημασίαν των λόγων Του. Και ουδέν παράδοξον τούτο, επειδή ήσαν λόγοι βαθυτάτης εννοίας. Μέχρι τούδε υπήρξε μόνον είς Ναός του αληθούς Θεού, και ούτος χειροποίητος. Από τούδε το Πνεύμα του Θεού κατώκει εν ναώ ουχί χειροποιήτω, αλλ' εν τω ιερώ Σώματι του Υιού του Θεού όστις εγένετο σαρξ. Ούτος εσκήνωσεν εν ημίν. Κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της Πεντηκοστής, τρία έτη ύστερον, και από τότε εις τους αιώνας το Άγιον Πνεύμα του Θεού έμελλε να προτιμά υπέρ πάντα ναόν την ευθείαν και καθαράν καρδίαν. Πας δε χριστιανός έμελλε να είναι, εις το θνητόν σώμα του, ναός του Αγίου Πνεύματος.
Ουδέν προσβλητικώτερον εις το παχυλόν, εις το φαρισαϊκόν πνεύμα, το προσκολλώμενον εις τα υλικά, ουδέν αντιπαθέστερον της υψηλής ταύτης αληθείας, ότι ο καθηγιασμένος ναός εις τα Ιεροσόλυμα δεν θα ήτο πλέον του λοιπού ο προνομιούχος τόπος εν ώ οι άνθρωποι θα ελάτρευον τον Πατέρα. Και όμως θα ηδύναντο, αν ήθελον, να λάβωσιν ασθενή τινα έννοιαν των υπό του Χριστού λεχθέντων. Πρέπει να εγνώριζον ότι διά της φωνής του Ιωάννου Αυτός είχε κηρυχθή ο Μεσσίας· πρέπει να κατενόησαν τι τους είπεν ύστερον ότι εν τω τόπω τούτω υπήρχέ τις μείζων του Ναού· πρέπει να εμελέτησαν την έκφρασιν ενός των ραββίνων των, την σχετιζομένην με την προφητικήν γλώσσαν του Δανιήλ ότι ο Άγιος των Αγίων ήτο Αυτός ο Μεσσίας.
Υπάρχει δε μία βαρυσήμαντος ένδειξις ότι εισέδυσαν κάπως εις την έννοιαν των λόγων του Ιησού. Κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν καθ' ην ο Ιησούς έκειτο νεκρός εν τω λιθίνω τάφω, αυτοί προσήλθον εις τον Πιλάτον και είπον αυτώ: «Κύριε, εμνήσθημεν ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζων, «Μετά τρεις ημέρας εγείρομαι». Λοιπόν δεν υπάρχει που ίχνος ότι ο Ιησούς είπε ποτέ τοιούτους λόγους ευκρινώς προς αυτούς· και αν δεν το ήκουσαν από τον Ιούδαν, ή από την φήμην, τουτέστιν, αν το «εμνήσθημεν» δεν είνε κατάφωρον ψεύδος, δεν ηδύναντο ν' αναφέρωνται εις άλλην περίστασιν ειμή εις αυτήν. Και ότι το ήκουσαν παρά τινος των Αποστόλων ήτο λίαν απίθανον· διότι οι Απόστολοι με τας βραδείας καρδίας των δεν είχον εννοήσει την ρήσιν του Ιησού. Πώς τότε συνέβη οι Φαρισαίοι και ιερείς να εννοώσι καλλίτερον από τους ιδίους μαθητάς Του ό,τι έλεγεν ο Κύριος; Επειδή δεν ήσαν καθώς οι Απόστολοι απονήρευτοι, άδολοι και απλοϊκοί άνθρωποι, και επειδή, με όλην την γνώσιν και την διορατικότητά των, αι καρδίαι των ήσαν ήδη πλήρεις του μίσους και της αποστροφής ήτις απέληξεν εις τον φόνον του Χριστού, και ήτις απέρριψε την ενοχήν του αίματος Του επ' αυτούς και επί τα τέκνα αυτών.
Αλλ' υπήρχεν ακόμη και άλλη έννοια την οποίαν ενείχον αι λέξεις, όχι βεβαίως ολιγώτερον απεχθής εις τας προλήψεις των, αλλ' ουχ' ήττον πλήρης νουθεσίας, και εναργεστέρα εις την αντίληψίν των. Ο Ναός ήτο η καρδία του όλου Μωσαϊκού συστήματος, το στραταρχείον, ούτως ειπείν, της όλης λευιτικής τελετουργίας. Βεβηλούντες τον ναόν εκείνον, και ανεχόμενοι να βεβηλούται ούτος — ανεχόμενοι Εκείνον τον οποίον ήθελον απλώς να θεωρούν ως πτωχόν Γαλιλαίον διδάσκαλον να κατορθοί την αποκάθαρσιν εκείνην του Ναού την οποίαν, είτε εκ νωθρότητος, είτε εξ ιδιοτελείας, ούτε ο Καϊάφας, ούτε ο Άννας, ούτε ο Ιλλήλ ούτε ο Σαμμαΐ, ούτε ο Γαμαλιήλ ούτε ο Ηρώδης είχον ριψοκινδυνεύσει επιχειρήσωσι — δεν κατέστρεφον οιονεί τον Ναόν εκείνον, δεν κατέλυον το σύστημα, δεν εμαρτύρουν δι' αυτών των πράξεών των ότι δι' αυτούς η αληθής σημασία του είχε παρέλθη; Τελειώσατε λοιπόν, θα ηδύνατο να τους είπη, προφητεύων άμα και παρέχων αυτοίς άδειαν, τελειώσατε άνευ αναβολής το έργον τούτο της διαλύσεως· εις τρεις ημέρας εγώ, ως Λυτρωτής εγηγερμένος, θ' ανορθώσω κάτι καλλίτερον και μεγαλείτερον όχι υλικόν Ναόν, αλλά ζώσαν Εκκλησίαν. Τοιαύτην έννοιαν φαίνεται να ενείδεν εις λόγους τούτους ο Άγ. Στέφανος. Τοιαύτην έννοιαν αναπτύσσει εις πολλά χωρία των επιστολών η απαράμιλλος λογική του Παύλου. Αλλ' εις αυτήν την έννοιαν και εις πάσαν άλλην ήσαν κωφοί, και αμβλείς και τυφλοί. Φαίνεται δε ότι απήλθον από του Ιησού σιωπηλοί, αλλά σκυθρωποί, φιλύποπτοι και οργίλοι.
Ποία μεγάλα έργα ετέλεσε τότε ο Ιησούς δεν δυνάμεθα να είπωμεν. Επίστευσάν τινες εις Αυτόν, αλλ' αι καρδίαι των ήσαν ψυχραί και νωθραί και ψευδείς ακόμη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.
Ο Νικόδημος
Χαρακτήρ του Νικοδήμου. — Οι μαθηταί του Ιησού βαπτίζουσι. — Τα παράπονα των μαθητών του Ιωάννου. — Γενναία και θλιβερά απάντησις.
Πάσα αίρεσις ή σύστημα ανθρώπων δυνατόν να συνίσταται κατά το πλείστον από αλαζόνας φανατικούς και ισχυρογνώμονας ψευδευλαβείς, αλλά θα είνε παράδοξον αν δεν ευρίσκωνται μεταξύ αυτών και εξαιρέσεις· παράδοξον αν δεν υπάρχουσι και ευαίσθητοι ή ειλικρινείς άνθρωποι μεταξύ αυτών. Και μεταξύ των αρχόντων, των γραμματέων, Φαρισαίων, και των πλουσίων μελών του Συνεδρίου, ο Χριστός εύρε τους πιστεύοντας και τους ακολουθούντας. Ο πρωιμώτατος και επισημότατος τούτων ήτο ο Νικόδημος, πλούσιος άρχων, Φαρισαίος, και μέλος του Συνεδρίου.
Εντοσούτω φυσική τις δειλία φαίνεται εις παν ό,τι τα Ευαγγέλια λέγουσι περί του Νικοδήμου· δειλία ήτις δεν δύναται να κατανικηθή εξ ολοκλήρου ούτε υπό της ειλικρινούς επιθυμίας να γνωρίση και να φιλιωθή μ' Εκείνον τον οποίον εγνώριζεν ως προφήτην, καί τοι δεν τον ανεγνώρισε παρευθύς ως τον επηγγελμένον Μεσσίαν. Ούτω αι ολίγαι λέξεις τας οποίας παρενέβαλε διά να περιστείλη την άδικον μανίαν των συναδέλφων του ερείδονται προφυλακτικώς επί γενικής αρχής, και δεν ελέγχουσιν ένδειξιν της ιδίας πίστεώς του εις τον Γαλιλαίον, τον οποίον η αίρεσίς του μισεί και καταδιώκει. Και όταν ακόμη η δύναμις της αγάπης του Χριστού, η φανερωθείσα επί του Σταυρού, κατέστησε τολμηρούς τους δειλοτάτους των μαθητών, ο Νικόδημος δεν προέρχεται εις το μέσον με τα λαμπρά δώρα της ιδίας στοργής Του εωσότου το παράδειγμα εδόθη υπό άλλου εφαμίλλου του κατά την κοινωνικήν τάξιν και τον πλούτον.
Ο Νικόδημος ήλθε διά νυκτός προς τον Ιησούν. Επεθύμει να γνωρίση καλλίτερον τον νεαρόν Γαλιλαίον προφήτην ον ανεγνώριζεν ως διδάσκαλον θεόπεμπτον· αλλά δεν ήθελε να εκθέση την ιδίαν αξιοπρέπειάν του επισκεπτόμενος αυτόν δημοσία. Ο δε τρόπος των ερωτήσεών του ήτο μάλλον πλάγιος, και ωμίλει δι' εισηγήσεων και υποδηλώσεων προς τον Ιησούν.
Ο κύριος είδε βαθέως εις την καρδίαν αυτού, και αποφεύγων πάσαν διατύπωσιν και παν προοίμιον, τον εξέπληξε διά της απαντήσεως: «Εάν μη τις αναγεννηθή, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού». Ο μαθητής μου οφείλει να είναι ιδικός μου ψυχή και καρδία, άλλως δεν είναι μαθητής μου παντάπασιν.
Ο Κύριος δεν ωμίλει περί σαρκικής γεννήσεως, αλλά περί της πνευματικής εκείνης αναγεννήσεως, ήτις οφείλει να είναι γέννησις δι' ύδατος και πνεύματος, τουτέστι κάθαρσις άμα και ανακαίνισις, εξωτερικόν σύμβολον και εσωτερική χάρις, θάνατος τη αμαρτία και νέα γέννησις εις δικαιοσύνην.
Ο Νικόδημος ηδύνατο μόνον ν' απαντήση δι' εκφράσεως δυσπίστου εκπλήξεως. Εθνικός δυνατόν να είχεν ανάγκην νέας γεννήσεως διά να γείνη δεκτός εις την Ιουδαϊκήν κοινωνίαν· αλλ' αυτός, τέκνον του Αβραάμ, Ραββίς και ζηλωτής φύλαξ του νόμου, ηδύνατό ποτε να έχη τοιαύτην ανάγκην; Πώς γίνεται;
Συ είσαι ο διδάσκαλος του Ισραήλ ηρώτησεν ο Κύριος, και δεν γνωρίζεις ταύτα; Συ είσαι το τρίτον μέλος του Συνεδρίου, ο σ α κ ά μ, ήτοι ο σοφός, και όμως δεν γνωρίζεις το πρώτον και απλούστερον μάθημα της μυήσεως εις την βασιλείαν των ουρανών; Εάν η γνώσις σου είναι τόσον σαρκική, τόσον περιορισμένη, εάν ούτω προσκόπτεις επί του ουδού, πώς δύνασαι να εννοήσης τας βαθυτέρας εκείνας αληθείας, τας οποίας Εκείνος μόνον όστις κατήλθεν εξ ουρανού ήλθε να αποκαλύψη;
Ο Σωτήρ εξηκολούθει ν' αποκαλύπτη εις τον διδάσκαλον τούτον του Ισραήλ πράγματα μεγαλείτερα και υψηλοτέρα ακόμη. Και το «υψωθήναι δει τον Υιόν του Ανθρώπου» είναι άμα και κυριολεκτικόν (= σταυρωθήναι) και μεταφορικόν, ήτοι δοξασθήναι. Και πώς ο Θεός εξεδήλωσε την αγάπην Αυτού πέμψας τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή, ουχί ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ' ίνα σώση τον κόσμον· και την απολύτρωσιν πάντων διά της πίστεως της εις Αυτόν· και την καταδίκην την μέλλουσαν να πέση επί εκείνους οίτινες οικειοθελώς απορρίπτουσι τας αληθείας τας οποίας ήλθε να διδάξη.
Ταύτα ήσαν τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, και ταύτα πρέπει να εισήλθον βαθέως εις την ψυχήν του προληπτικού Φαρισαίου. Μετά πραότητος δε ήλεγξεν ο Χριστός και τον φόβον όστις έκαμε τον επίσημον τούτον ραββίνον να ζητή την σκέπην της νυκτός προκειμένου περί πραγμάτων τα οποία έπρεπεν εις το φως της ημέρας και δημοσία και αφόβως να κηρυχθώσι.
Ποια άλλα διδάγματα εκηρύχθησαν και πόσα εγένοντο σημεία κατά το πρώτον τούτο Πάσχα, δεν λέγουν οι Ευαγγελισταί. Ευρών πείσμονα και τυφλήν αντίστασιν, ο Κύριος απήλθε μετά των μαθητών Του εις την Ιουδαίαν, ως φαίνεται, παρά τας όχθας του Ιορδάνου, διότι εκεί ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής μας λέγει, ότι οι μαθηταί Του ήρχησαν να βαπτίζωσι. Οι θεολόγοι συνεζήτησαν μετά λεπτολογίας οποίον ήτο το πρώτον τούτο βάπτισμα, το οποίον φαίνεται να υπήρξε προεικόνισμα του μέλλοντος Μυστηρίου, επιτραπέν, όχι διαταχθέν υπό του Χριστού.
Ιωάννης ο Βαπτιστής εξηκολούθει ακόμη το βάπτισμα της μετανοίας. Μεθ' όσα και αν ελογομάχησαν οι θεολογούντες, το βάπτισμα του Ιωάννου, όπως και το των μαθητών του Χριστού, πρέπει να θεωρήται ως σύμβολον μετανοίας και καθαρότητος. Όστις δε φρονεί ότι η μετάνοια είνε «η νεωτέρα αδελφή της αθωότητος», και ότι δι' όλους τους αμαρτήσαντας είνε αύτη ο σκοπός και το έργον της ζωής, δεν θα εκπλαγή ότι το πρώτον κήρυγμα του Ιησού, ως του Ιωάννου, υπήρξε. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών».
Ο αστήρ του Ιωάννου, όστις έλαμψεν εις το λυκαυγές της Ευαγγελικής αναγεννήσεως, ήρχισε ν' αμαυρούται ήδη. Το πνεύμα του, εν άκρα ταπεινώσει και πραότητι, υπετάγη εις το θέλημα του Θεού. Είχε μεταβή εις Αινών, εγγύς της Σαλήμ, περί της θέσεως της οποίας οι γεωγράφοι δεν συμφωνούσιν. Ολίγοι ακόμη ήρχοντο εις το βάπτισμά του, πολύ δε περισσότεροι συνέρρεον εις το βάπτισμα των μαθητών Χριστού. Η αγεννής ζηλοτυπία, ήτις δεν ηδύνατο να επισκοτίση την φωτισμένην ψυχήν του Βαπτιστού, εύρεν έτοιμον χώρον εις τας καρδίας των οπαδών του. Κάποιος Ιουδαίος φιλόνικος τους είχεν ενοχλήσει δι' έριδος περί καθαρισμού, εκείνοι δε είπον προς τον διδάσκαλόν των:
— «Ραββί, ιδού ος ην μετά σου πέραν του Ιορδάνου, περί ου και εμαρτύρησας, βαπτίζει, και πάντες προς αυτόν, έρχονται».
Η παράλειψις του ονόματος, ο τόνος οργής, όλα εμφαίνουσι την αντιζηλίαν εις την παρατήρησιν ταύτην. Η απάντησις του Ιωάννου υπήρξε γενναία και αξία αυτού. «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι». Δεν ήτον αυτός ο Νυμφίος, αλλ' ο φίλος του Νυμφίου. Δεν ήτον το φως, αλλ' ο λύχνος. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, ο Υιός του Θεού, είχεν ανατείλη ήδη, και μόνον όστις πιστεύση εις Αυτόν θα έχη ζωήν αιώνιον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.
Η Σαμαρείτις
Επάνοδος του Ιησού εις Γαλιλαίαν. — Το φρέαρ του Ιακώβ. — Η συνδιάλεξις μετά της γυναικός. — Ιερουσαλήμ και Γαριζέν. — Αποκάλυψις του Μεσσίου.
Ο φιλόνικος Ιουδαίος όστις τόσον βαθέως συνεκίνησε τους μαθητάς του Ιωάννου δυνατόν να ήτο είς των εξοχόντων Φαρισαίων· και ο Κύριος τάχιστα εγνώρισεν ότι επετήρουν τας κινήσεις του με εχθρικόν όμμα. Η προς τον Ιωάννην έχθρα των εγένετο βαθυτέρα έχθρα προς Αυτόν. Ακούσας δε ο Χριστός ότι ο Ιωάννης συνελήφθη υπό Ηρώδου του Αντίπα και εβλήθη εις την φυλακήν, απήλθεν εκ της Ιουδαίας και ανεχώρησε πάλιν εις την Γαλιλαίαν.
Εκκινήσας λίαν πρωί, εστάθη μετά πολλάς ώρας εις τα εγγύς της πόλεως Συχάρ προς αναψυχήν, όπου ήτο το φρέαρ του Ιακώβ. Ήτο μεσημβρία, και ο Κύριος ημών κεκμηκώς εκάθισε παρά το φρέαρ. Οι μαθηταί Του, ίσως τα δύο ζεύγη των αδελφών (Πέτρος και Ανδρέας, Ιάκωβος και Ιωάννης), και μετ' αυτών ο Φίλιππος και Βαρθολομαίος, είχον απέλθη ν' αγοράσωσι τροφάς εις την πόλιν· και πεινών και διψών, Εκείνος όστις έφερεν όλας τας ασθενείας μας, εκάθισε κουρασμένος, περιμένων αυτούς. Τότε η μοναξία Του διεκόπη διά της εμφανίσεως μιας γυναικός. Τον Μάιον κατά την μεσημβρίαν εν Παλαιστίνη ο καύσων δυνατόν να είνε σφοδρός, αλλά δεν είνε και τόσον υπερβολικός ώστε να εμποδίζη την έξοδον από της οικίας και την σύντομον πορείαν· και η γυνή αύτη, ή κατά τύχην, ή διότι δεν ήτο καλής φήμης, και ήθελε ν' αποφύγη την ώραν καθ' ην αι γυναίκες όλης της πολίχνης θα συνέρρεον εις το φρέαρ, ήρχετο ν' αντλήση ύδωρ.
Ο Κύριος ήτο διψασμένος και κουρασμένος, κατά το ανθρώπινον, και η παρουσία της θα τον ηυχαρίστησε, διότι «άντλημα ουκ είχε, και το φρέαρ ην βαθύ». Η σκηνογραφία της χλοεράς κοιλάδος με τους αστάχυς και τα μεγάλα δένδρα, αι μεγάλαι αναμνήσεις του Ιακώβ και του Ιωσήφ, του οποίου ο τάφος ευρίσκετο εκεί πλησίον, του Ιησού του Ναυή και του Γεδεών, ενέπνεον και παρείχον αφορμήν εις μελέτας. Η γειτνίασις των δύο ορέων, δεξιόθεν και αριστερόθεν, του Γαριζίν και του Γεβάλ, διηγούντο ολόκληρον ιστορίαν. Εις το πρώτον των δύο τούτων ορέων προσεκύνουν οι Σαμαρείται, καθώς οι Ιουδαίοι εις Ιερουσαλήμ, και επί των δύο αι φυλαί του Ισραήλ ανά έξ, απήγγειλαν το πάλαι τας περιφήμους ευλογίας και τας αράς: «Ευλογημένος ει εν πόλει, και ευλογημένος ει εν αγρώ», κτλ.
Ο Κύριος είπε προς την γυναίκα: «Δος μοι ύδωρ πιείν».
Πας όστις εταξείδευσεν εις την Ανατολήν γνωρίζει πόσον πρόθυμος και φιλόφρων είνε η απάντησις. Ο ελεεινός Φελλάχος και ο άξεστος Βεδουίνος φαίνεται αισθανόμενος μεγάλην ευχαρίστησιν να υπακούση εις την εντολήν του παρ' αυτώ μεγάλου προφήτου, και να δώση ύδωρ εις τον διψώντα. Και όμως τόσον θανάσιμος ήτο η έχθρα και αντιζηλία μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών, ώστε η αίτησις έκαμε την γυναίκα να εκπλαγή μόνον. Η ενδυμασία του Ιησού, ως και ο τρόπος καθ' ον επρόφερε την φράσιν «Τενί λιστόθ» (δος μοι να πίω), έδειξαν αυτή ότι Εκείνος ήτο Ιουδαίος, Ιουδαίοι δε και Σαμαρείται «ου συγχρώνται», τουτέστι δεν συγκοινωνούσι προς αλλήλους.
Μετά πραότητος είπεν αυτή ο Κύριος, ότι, εάν είξευρε την δωρεάν του Θεού, και τις ήτον ο λέγων αυτή δ ο ς μ ο ι π ι ε ί ν, αυτή θα του εζητούσε, κ' εκείνος θα της έδιδεν ύδωρ ζων. Εκείνη εκύτταξε το φρέαρ, εκατόν πόδας βαθύ, και άντλημα Αυτός δεν είχε. Πόθεν λοιπόν είχε το ύδωρ το ζων; Μήπως Συ είσαι μεγαλείτερος από τον πατέρα ημών Ιακώβ, όστις έσκαψε το φρέαρ τούτο και έπιεν εξ αυτού;
Ο πατήρ σας Ιακώβ έπιεν εκ του φρέατος τούτου και απέθανε· το ύδωρ, το οποίον θα δώσω Εγώ, όστις πίη, δεν θα διψήση εις τον αιώνα. — Κύριε, δος μοι από το ύδωρ αυτό, διά να μη διψώ, και να μην έρχομαι καθημερινώς εις το φρέαρ.
Ο Κύριος είπεν αυτή: Ύπαγε, φώνησόν σου τον άνδρα. Αυτή ηναγκάσθη τότε ν' απαντήση ότι δεν είχεν άνδρα. Και ο Κύριος, επιβεβαιών την εξομολόγησίν της, έδειξεν ότι γνωρίζει ως καρδιογνώστης το μυστικόν του εκλελυμένου βίου της: «Αληθώς είπας ότι ουκ έχεις άνδρα· πέντε γαρ έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ».
Είδε τότε εκείνη ότι Προφήτης ήτο ενώπιόν της, αλλά συγχρόνως έδειξε την κορυφήν του όρους Γαριζέν, και λέγει προς αυτόν: «Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν, και ημείς λέγετε ότι εν Ιερουσαλήμ εστιν ο τόπος όπου δει προσκυνεί».
Εν συγκρίσει προς την νόθον λατρείαν των Σαμαρειτών ο Ιουδαϊσμός ήτο αγνός και αληθής. Αλλ' όμως παρά τούτο εξέφερε προς αυτήν την ισχυράν και αξιομνημόνευτον πρόρρησιν ότι έρχεται ώρα ότε οι αληθινοί προσκυνηταί, ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιερουσαλήμ, αλλ' εν παντί τόπω προσκυνήσουσι τω Πατρί εν πνεύματι και αληθεία.
Βαθέως τότε συνεκινήθη εκείνη, και είπεν ότι, όταν έλθη, ο Μεσσίας, θα διδάξη πάντα ταύτα· και ο Κύριος είπε τότε την απλήν και φοβεράν αλήθειαν: «Ο λαλών σοι Εγώ ειμι».
Η γέννησίς Του απεκαλύφθη το πρώτον διά νυκτός εις ολίγους ταπεινούς και αφανείς ποιμένας· η πρώτη πλήρης και σαφής υπ' Αυτού αναγγελία του αξιώματός Του ως Μεσσίου εγένετο πλησίον ερημικού φρέατος εν μεσημβρία και προς αφανή εκ Σαμαρείας γυναίκα. Και προς την πτωχήν ταύτην, την αμαρτωλόν και αμαθή ξένην εξηνέχθησαν λόγοι αθανάτου σημασίας, προς τους οποίους όλαι αι μέλλουσαι γενεαί έμελλον να τείνωσι τα ώτα με συνεχομένην πνοήν και γονυκλινείς.
Τις θα επενόει, τις θα εφαντάζετο απλώς πράγματα τόσον ανόμοια με τους λογισμούς των ανθρώπων όπως αυτά;
Κ' εδώ η συνδιάλεξις διεκόπη· διότι οι μαθηταί, και μεταξύ αυτών κ' εκείνος όστις τα διηγείται, επέστρεψαν προς τον διδάσκαλόν των. Μακρόθεν είδον και εσκανδαλίσθησαν. Αυτός ο Ιουδαίος, αυτός ο Ρεββί, να ομιλή με γυναίκα, και μάλιστα Σαμαρείτιδα και αμαρτωλήν! Και όμως δεν ετόλμησαν τίποτε να είπουν ούτε να Τον ερωτήσουν. Το αίσθημα του μεγαλείου Του, η αγάπη και η πίστις ην μόνη η παρουσία Του ενέπνευε, επεσκίαζον πάσαν περιέργειαν.
Εν τω μεταξύ η γυνή έτρεξεν εις την πολίχνην και διηγήθη πάντα όσα ήκουσε. Δεύτε ίδετε καρδιογνώστην. Μήτοι ούτος εστιν ο Χριστός;
Οι Σαμαρείται έτρεξαν έξω της πόλεως, κ' ενώ ούτοι επλησίαζον, οι μαθηταί προέτρεπον τον Κύριον να φάγη, διότι παρήλθεν η μεσημβρία, και είχε κουρασθή πολύ. Αλλ' η πείνα εθεραπεύθη εν τη εξάρσει του κηρύγματός Του. Έχω βρώμα φαγείν, είπεν, ό υμείς ουκ οίδατε. Τάχα δεν ενόησαν ότι από παιδός δεν είχε τραφή με άρτον μόνον; Αι Γραφαί των ήσαν πλήρεις ζωντανών μεταφορών, και όμως δεν ηδύναντο να εξαρθώσιν εις ανωτέραν έννοιαν, και η μόνη ερμηνεία των ήτο ότι κάποιος Του έδωκε να φάγη. Πόσον σκληρόν πρέπει να ήτο δι' Αυτόν το να ευρίσκη συνεχώς μεταξύ των ιδίων εκλεκτών Του τοιαύτην ανικανότητα εις το κατανοείν! Αλλά δεν είχεν ανυπομονησίαν Αυτός ο πράος και ταπεινός τη καρδία. «Εμόν βρώμα, είπεν, ίνα ποιώ το θέλημα του Πέμψαντός Με, και τελειώσω Αυτού το έργον».
Η συνομιλία των ελθόντων τότε Σαμαρειτών τους έπεισε πολύ βαθύτερον ή όσον η διήγησις της γυναικός ότι Αυτός ήτον ο Σωτήρ του Κόσμου. Ευμενώς δεχθείς την αίτησίν των έμεινε παρ' αυτοίς μετά των μαθητών Του επί δύο ημέρας. Η δε διδασκαλία των δύο τούτων ημερών μεγάλως συνετέλεσεν εις την ύστερον επιστροφήν των Σαμαρειτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'
Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι
«Οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον». — Μία ιουδαϊκή Συναγωγή. — Ο λόγος του Ιησού. — Η μανία των Ναζαρηνών. — Διαφυγή του Ιησού και αναχώρησις από την Ναζαρέτ.
Μέχρι τούδε ηκολουθήσαμεν την χρονολογικήν οδηγίαν του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, εδώ δε διά πρώτην φοράν συναντώμεν το δύσκολον ζήτημα περί της ορθής χρονολογικής τάξεως τον συμβεβηκότων εν τω κηρύγματι του Κυρίου.
Πληθύς συγγραφέων εις όλα τα χριστιανικά έθνη αφιέρωσαν έτη, τινές εξ αυτών όλην την ζωήν των, εις την λύσιν του ζητήματος τούτου, και ακόμη το ζήτημα μένει άλυτον. Το επ' εμοί, θα προσπαθήσω να διηγηθώ τα γεγονότα κατά την τάξιν εκείνην ήτις φαίνεται η πιθανωτέρα.
Η θεία έμπνευσις ήτις ωδήγει τους Ευαγγελιστάς εις την διήγησιν του βίου του Χριστού ήτο οποία ήρχει διά να τους καταστήση ικανούς να είπωσι παν ό,τι αναγκαίον διά την ειρήνην και την ευεξίαν των ψυχών μας, αλλά πόρρω απέχουσα του να ευχαριστήση την περιέργειάν μας ή και το ιστορικόν ενδιαφέρον μας. Ενταύθα δε υπάρχει και άλλη ένδειξις ότι οι λογισμοί μας πρέπει να προσκολλώνται εις το πνευματικόν μάλλον ή το υλικόν· εις τον Χριστόν όστις ζη εις τους αιώνας και είναι μαζύ μας πάντοτε πολλώ μάλλον παρά εις τα εξωτερικά συμβάντα της ανθρωπίνης εκείνης ζωής ήτις, κατά την θείαν βουλήν, υπήρξε το όργανον της απολυτρώσεως του ανθρώπου.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέγει ότι, μετά διήμερον διατριβήν αναμέσων των ανοικτοκάρδων Σαμαρειτών της Συχάρ, ο Ιησούς απήλθεν εις την Γαλιλαίαν, διότι Αυτός εμαρτύρησεν ότι προφήτης ου τετίμηται εν τη πατρίδι αυτού. Προσθέτει δε ότι, ότε ήλθεν εις την Γαλιλαίαν, οι Γαλιλαίοι Τον εδέχθησαν, καθό ιδόντες όλα όσα έπραξεν εν Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν. Και λέγει, ευθύς ύστερον, ότι ο Ιησούς ήλθε πάλιν εις Κανά της Γαλιλαίας όπου εθεράπευσε τον υιόν του άρχοντος.
Ο σκοπός του Ιωάννου δεν ήτο να ενδιατρίψη επί της διδασκαλίας της εν Γαλιλαία, ήτις ιστορήθη ήδη υπό τον συνοπτικόν, τουτέστι τον τριών άλλων Ευαγγελιστών. Από το Ευαγγέλιον του Λουκά λαμβάνομεν την πληρεστέραν γνώσιν περί της περί πρώτης δημοσίας πράξεως του Κυρίου ημών εις την ιδίαν πατρίδα του.
Φαίνεται ότι ο Ιησούς δεν διηυθύνθη από Συχάρ εις Ναζαρέτ. Καθ' οδόν εδίδασκεν συνεχώς, εν μέσω του γενικού θαυμασμού και της αποδοχής, εις τας Συναγωγάς της Γαλιλαίας. Ούτω έφθασεν εις Ναζαρέτ, και κατά το σύνηθες αυτώ από της παιδικής ηλικίας, εισήλθεν εις την Συναγωγήν εν Σαββάτω.
Υπήρχε μόνον μία Συναγωγή εις την πολίχνην, και πιθανώς ωμοίαζε καθ' όλα, εκτός κατά το πενιχρόν της προσόψεως και της κατασκευής, προς τας Συναγωγάς των οποίων βλέπομεν τα ερείπια εις Τελ Χουμ και Ιρβίδ. Ήτο απλώς ορθογώνιος στοά μετά τινος εκ στύλων προπυλαίου, με το αγιαστήριον βλέπον προς τα Ιεροσόλυμα. Εδώλια υπήρχον από την μίαν πλευράν διά τους άνδρας, από την άλλην, όπισθεν δρυφάκτου, διά τας γυναίκας, αίτινες εκάθηντο εκεί βαθύπεπλοι. Εις έν άκρον υπήρχε το ομοίωμα της κιβωτού, το οποίον περιέκλειε τας Ιεράς Γραφάς· και εις το πλάγιον υπήρχε το αναλόγιον διά τον αναγνώστην ή κήρυκα. Εις τας πρώτας έδρας εκάθηντο οι πρεσβύτεροι, προεξήρχε δε αυτών ο αρχισυνάγωγος, και κατώτεροι τον βαθμόν υπήρχον ο βιβλιοφύλαξ, ο ιεροφύλαξ και οι διάκονοι της Συναγωγής.
Η ακολουθία και η προσευχή η εν τη Συναγωγή ωμοίαζε με την των προτισταντικών εκκλησιών των ημερών μας. Μετά τας προσευχάς, δύο περικοπαί ανεγινώσκοντο πάντοτε, μία από την Πεντάτευχον και μία από τους Προφήτας. Επειδή δε δεν υπήρχον χειροτονημένοι λειτουργοί όπως διεξάγωσι τας ακολουθίας, διότι το αξίωμα των ιερέων και των Λευιτών ήτο όλως διάφορον εν Ιερουσαλήμ, τα αναγνώσματα ταύτα ηδύναντο όχι μόνον να γείνωσιν από πάντα αρμόδιον όστις θα εζήτει άδειαν από τον αρχισυνάγωγον, αλλ' ο αναγινώσκων ηδύνατο και να προσθέση το σχόλιόν του.
Η ανάγνωσις της περικοπής της εκ των βιβλίων του Μωυσέως φαίνεται να είχε τελειώσει όταν ο Ιησούς ανέβη τας βαθμίδας του αναλογίου. Ο βιβλιοφύλαξ τότε ενεχείρησεν Αυτώ τον τόμον ή κύλινδρον, εφ' ου ήτο γεγραμμένη η προφητεία του Ησαΐου, και ο Κύριος ήρχισε ν' αναγινώσκη το γνωστόν κεφάλαιον.
«Πνεύμα Κυρίου επ' εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους τη καρδία, κηρύξαι αιχμάλωτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν…»
Όλη η Συναγωγή ητένιζεν εις Αυτόν. Ο Χριστός εν πνεύματι τρυφερότητος εσταμάτησε προ της εκφράσεως, «ημέραν ανταποδόσεως του Θεού ημών», και τελευταίας απήγγειλε τας λέξεις, «κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Είτα ετύλιξε πάλιν τον κύλινδρον και τον απέδωκεν εις τον βιβλιοφύλακα, και, ως έθιστο μεταξύ των Ιουδαίων, εκάθισε να εκφωνήση την διδαχήν Του.
Η λαμπροτάτη εκείνη περικοπή οπόσον να προσέλαβε μεγαλείον απαγγελομένη εκ στόματος εκείνου δι' ον εγράφη και εν ώ επληρώθη! «Πάντες ήσαν ατενίζοντες Αυτώ», λέγει ο ιερός Λουκάς, και δυνάμεθα να φαντασθώμεν το ρίγος της φοβεράς προσδοκίας και την έξαψιν ήτις διήλθε τας καρδίας των ακροατών, καθώς Εκείνος ανέπτυσσε το θέμα ότι Αυτός ήτον ο Μεσσίας, περί ου ο μέγας προφήτης είχε ψάλη προ 700 ετών. Οι λόγοι Του ήσαν πλήρης χάριτος, εξουσίας, δυνάμεως, ήτις ήτο το πρώτον ακαταμάχητος, και κατέπληττε τους πάντας. Αλλά καθώς επροχώρει, ενόησε την επελθούσαν μεταβολήν. Η γοητεία της σοφίας και της γλυκύτητός Του ερράγη εις τας σκληράς καρδίας των αξέστων και βιαίων Ναζαρηνών, όταν ήρχισαν να εννοούν τας θείας αξιώσεις Του. Ήτο σύνηθες παρ' Ιουδαίοις, προσευχόμενοι εν τη Συναγωγή, να δίδωσι πλήρη διέξοδον εις τα αισθήματά των, και τότε ψιθυρισμοί μίσους και βλέμματα ζηλοτυπίας ήρχισαν να ρίπτωνται απειλητικώς προς τον Ιησούν.
«Δεν είνε αυτός ο τέκτων; Δεν είνε ο αδελφός του Ιακώβου και του Ιωσή και του Σίμωνος και του Ιούδα; Δεν είνε αι αδελφαί του μεταξύ μας; Και αυτοί οι ίδιοι δεν τον πιστεύουν!»
Αυτός δεν ήτο κανείς νεαρός και ευπαίδευτος ραββίνος από τας σχολάς του Γαμαλιήλ και του Σαμαΐ, και όμως ωμίλει μετά κύρους και εξουσίας την οποίαν δεν ελάμβαναν οι μεγαλείτεροι γραμματείς! Ο Ιλλήλ ο ίδιος, όταν η διδασκαλία του δεν έπειθε, επεκαλείτο το αρχαιότερον κύρος του Σεμαΐα και του Αβδαλιών. Αλλ' αυτός ο διδάσκαλος δεν επεκαλείτο κανένα· αυτός όστις υπήρξε τέκτων εις το χωρίον των! Τι έργον είχε να διδάσκη; Πώς ημπορούσε να ειξεύρη γράμματα ενώ δεν έμαθεν;
Ο Ιησούς εγνώρισε και άλλο αίσθημα ακόμη εις την καρδίαν των· μίαν ζηλοτυπίαν, διατί να κάμη θαύμα εις Κανά, και θαύματα εις Καπερναούμ, και εις αυτούς, τους συμπολίτας του, τίποτε. Είξευρεν ότι η παροιμία, «Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν», ήτον εις τας καρδίας των, αν όχι εις τα χείλη των. Αλλά διά να τους δείξη ότι δεν ήτο απλώς Ναζαρηνός, αλλ' ανήκεν εις όλον τον κόσμον, τους υπέμνησεν ότι ο Ηλίας είχε βοηθήσει μόνον την χήραν την εις Σάρεφθα της Σιδωνέας, και ο Ελισαίος εθεράπευσε μόνον τον λεπρόν τον Σύρον.
Τι λοιπόν; Κατά την εκτίμησίν Του δεν ήσαν καλλίτεροι από τους εθνικούς και τους λεπρούς; Τούτο ήτο το μη περαιτέρω, το οποίον δεν ημπορούσαν να υποφέρουν εκ μέρους ενός συμπολίτου των, τον οποίον ήθελον να βάλουν εις την ιδίαν τάξιν με τον εαυτόν τους· και εις τας λέξεις ταύτας η συνεχομένη μανία των εξερράγη. Ο αγορητής δεν διεκόπτετο πλέον διά ψιθυρισμών αποδοκιμασίας, αλλά διά θορύβου και βοής. Με μίαν των εκρήξεων εκείνων της αιματηράς εξάψεως, αίτινες εχαρακτήριζον τον αλλοκότως βίαιον εκείνον και εμπαθή λαόν· λαόν του οποίου τα πνεύματα ελαύνονται υπό τρικυμιών τόσον αιφνιδίων όσον εκείναι αίτινες εν μια στιγμή εξεγείρουσι μετά μανίας την ως κάτοπρον επιφάνειαν της λίμνης των· ηγέρθησαν πάντες εν σώματι, εξέβαλον Αυτόν της πόλεως, και τον είλκυσαν προς την εφρύν του όρους υπεράνω. Κατά την μεσημβρινήν υπώρειαν του όρους κείται τούτου η πολίχνη Ναζαρέτ. Πολλοί όγκοι βράχων και κρημνών υψούνται επί των κλιτύων του, και ίσως η κατωφέρεια να ήτο πλέον κρημνώδης προ δεκαεννέα αιώνων. Εις ένα των βραχωδών τούτων κρημνών Τον είλκυσαν διά να τον ρίψουν κατά κεφαλής κάτω. &Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι Αυτόν ου παρέλαβον&.
Αλλ' η ώρα Του δεν είχεν έλθη ακόμη, κ' εκείνοι εσώθησαν από έν έγκλημα το οποίον θα τους εκάλυπτε με αιωνίαν ατιμίαν. «Διήλθε διά μέσου αυτών και απήλθε». Δεν είναι ανάγκη να υποθέσωμεν ότι έγεινε πραγματικόν θαύμα, ακόμη ολιγώτερον να φαντασθώμεν κρυφίαν και αιφνιδίαν εκφυγήν ανά τους στενούς και ελικοειδείς δρομίσκους της πολίχνης. Ίσως η σιωπή Του, ίσως η ατάραχος ευγένεια του ήθους Του, ίσως το έκλαμπρον και διαυγές του βλέμματός Του, τους ετρόμαξαν. Χωριστά από παν το υπερηφυές, φαίνεται ότι υπήρχεν εν τη παρουσία του Ιησού μυστηριώδης τις γοητεία και μεγαλείον, το οποίον οι σκληρώτεροι και απηνέστεροι εχθροί Του ανεγνώριζον, και ενώπιον του οποίου έκλινον.
Εις τούτο ώφειλε την εκφυγήν του όταν οι εμμανείς Ιουδαίοι εν τω Ναώ έλαβον λίθους ίνα λιθοβολήσωσιν Αυτόν· τούτο έκαμε τους θρασείς και φανατικούς αξιωματικούς του Συνεδρίου ανικάνους να Τον συλλάβωσιν ότε εδίδασκε δημοσία κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας εν Ιερουσαλήμ· τούτο έκαμε την ένοπλον σπείραν των εχθρών Του, εις το βλέμμα Του μόνον, να πέσωσι προ Αυτού μέχρι εδάφους εις τον κήπον του Γεθσημανή. Αιφνιδίως και ησύχως κατετρόμαξε τους διώκτας με το βλέμμα του και απήλθεν αβλαβής. Υπάρχουσι παραδείγματα τοιαύτα εν τη ιστορία.
Και ούτω τους άφησε διά να μην επανέλθη, ως φαίνεται, ποτέ. Άρά γε αίσθημά τι απλώς ανθρωπίνης λύπης να έθλιψε την ψυχήν του ενώ, κατήρχετο την κατωφέρειαν πορευόμενος εις Κανά; Δάκρυ τι ύγρανε τα βλέφαρά Του, καθώς ίστατο, ίσως διά τελευταίαν φοράν, να προσβλέψη εντεύθεν την πλουσίαν πεδιάδα του Εσδραελών, και εις τα πορφυρίζοντα ύψη του Καρμήλου, και εις τας λευκάς άμμους τας πλαισιούσας τα κυανά της Μεσογείου ύδατα; Υπήρχέ τις από τον οποίον ελυπείτο να χωρισθή, εις την πρασίνην κλειστήν κοιλάδα όπου είχε ζήσει και είχεν ανατραφή; Έρριψεν άρα μακρόν τακερόν βλέμμα εις την ταπεινήν οικίαν όπου επί τόσα έτη ως τέκτων ειργάζετο; Ούτε σύντροφος της αθώας παιδικής ηλικίας Του, ούτε φίλος της αναμαρτήτου νεότητός Του, δεν τον συνόδευε με σέβας, με έλεος και με λύπην; Τοιαύται ερωτήσεις είναι βεβαίως φυσικαί, και ανευλαβείς· αλλά μένουν άνευ απαντήσεως. Όσον αφορά τας ανθρωπίνους απλώς συγκινήσεις της καρδίας Του, εκτός εφ' όσον αύται συνδέονται με την αποστολήν Του επί της γης, τα Ευαγγέλια σιωπώσι. Γνωρίζομεν μόνον ότι από τούδε ότι άλλοι φίλοι τον εδεξιούντο έξω της πόλεως των αξέστων Ναζαρηνών, μεταξύ των προσηνών και ευγενών την καρδίαν αλιέων της Βιθσαϊδά· και ότι, από τούδε η οικία Του, εάν είχε πού την κεφαλήν να κλίνη, ήτο εις την μικράν πόλιν Καπερναούμ, πέραν των ηλιοφεγγών υδάτων της λίμνης της Γαλιλαίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'.
Διατριβή εν Γαλιλαία
Ο βασιλικός και η πίστις του. — Ο Ιησούς ομιλεί εις Καπερναούμ — Το
πρώτον Σάββατόν του εκεί. — Ο δαιμονιζόμενος. — Η πενθερά του Πέτρου.
— Ομιλία από του πλοίου. — Κλήσις του Πέτρου, του Ιακώβου και του
Ιωάννου. — Ο τελώνης Απόστολος.
Μόλις έφθασεν ο Ιησούς εις Κανά, και αξιωματικός τις εκ της γειτονικής αυλής Ηρώδου του Αντίπα, μαθών την άφιξίν Του, ήλθε και επιμόνως τον παρεκάλει να καταβή εις Καπερναούμ και θεραπεύση τον θνήσκοντα υιόν του. Αν και ο Κύριος ουδέποτε εισήλθεν εις την πόλιν Τιβεριάδα, όμως η φωνή του Ιωάννου είχεν αντηχήσει πολλάκις, προξενούσα ταραχήν μετά σεβασμού, εις την αυλήν του φιληδόνου τετράρχου. Γνωρίζομεν ότι ο Μαναήμ, ο ομογάλακτος του Ηρώδου, εγένετο ύστερον χριστιανός, και γνωρίζομεν ότι μεταξύ των γυναικών των διακονουσών τω Χριστώ ήτο η Ιωάννα, η γυνή του Χουζά, του αρχιοικονόμου του Ηρώδου. Επειδή δε ο αυλικός (βασιλικός) επίστευσεν εις Χριστόν μεθ' όλου του οίκου του συνεπεία του γενομένου θαύματος, εικάζεται μετά τινος πιθανότητος ότι ουδείς άλλος ήτο ή αυτός ο Χουζάς.
Ενδούς εις την περιπαθή επιθυμίαν του πατρός, ο Ιησούς τον απέπεμψε διαβεβαιώσας αυτόν ότι ο υιός του έζη. Η συνάντησις είχε συμβή κατά την εβδόμην ώραν της ημέρας, τουτέστι την περί την πρώτην μετά μεσημβρίαν. Εάν η πόλις Κανά είναι, ως πιστεύω, το σημερινόν Κεφρ Κεννά, θ' απείχε πέντε ώρας από της Καπερναούμ, και ο βασιλικός θα είχε καιρόν να φθάση εις Καπερναούμ την εσπέραν. Αλλ' η καρδία του πατρός κατεπραΰνθη διά της υποσχέσεως του Ιησού, κ' εκοιμήθη την νύκτα εκείνην εις χωρίον τι κατά το μέσον της οδού. Την επιούσαν πρωί οι δούλοι του τον συνήντησαν, και του είπαν ότι την εβδόμην ώραν, καθ' ην είχεν ομιλήσει ο Ιησούς, ο πυρετός αφήκε τον πάσχοντα.
Ήτο αύτη η δευτέρα φορά καθ' ην ο Ιησούς εσημείωσε την εις Γαλιλαίαν άφιξίν Του διά περιφανούς θαύματος. Η θέσις του αυλικού συνετέλεσε να γνωσθή τούτο κατά πλάτος, και συνέτεινεν εις την φαιδράν εκείνην και ενθουσιώδη υποδοχήν της οποίας ετύγχανεν ο Κύριος ημών εν Γαλιλαία κατά πρώτον στάδιον του πανεκλάμπρου κηρύγματός Του.
Εδώ πάλιν απαντώμεν δυσκολίας εις την χρονολογικήν των γεγονότων σειράν. Οι Ευαγγελισταί δεν επιτηδεύουσι μετά λεπτολόγου επιμελείας την χρονολογικήν ακολουθίαν. Αι εικόνες τας οποίας παρέχουσι των κυρίων συμβάντων εν τω βίω του Χριστού είνε απλαί και αρμονικαί, και το ότι αύται παρουσιάζονται κατά ασύμμορφον και φιλολογικώς οιονεί άτεχνον τρόπον είνε όχι μόνον σύμφωνον με την θέσιν τον συγγραφέων, αλλ' είνε πρόσθετος επιβεβαίωσις της πεποιθήσεως ημών, ότι αναγινώσκομεν τας εκθέσεις βίου όστις κατά την μεγαλειότητα και το κάλλος ασυγκρίτως υπερβαίνει πάσαν ικανότητα επινοίας, ή φαντασίας, παρά τοις απλοίς και πιστοίς χρονογράφοις υφ' ων απεμνημονεύθη.
Φαίνεται, κατά τον Ευαγγελιστήν Λουκάν, ότι, αναχωρήσας από Κανά, ο Κύριος απήλθε πάραυτα εις Καπερναούμ, συνοδευόμενος υπό της Μητρός Του και τον δοκούντων αδελφών Του, των υιών του Ιωσήφ, και έκαμε την πόλιν ταύτην κατοικίαν του. Αι νομιζόμεναι αδελφαί Του ήσαν πιθανώς ύπανδροι και δεν απεμακρύνθησαν από την Ναζαρέτ. Αλλ' η φοβερά ύβρις την οποίαν είχε λάβη ο Ιησούς θα ήρκει μόνη να πείση τους οικείους του να καταλίπωσι τον τόπον, και αν ακόμη το μίσος των Ναζαρηνών δεν εξετείνετο και επ' αυτούς. Ίσως η αύξουσα αποξένωσις μεταξύ αυτών και εκείνου να ωφείλετο εν μέρει εις την περίστασιν ταύτην, Πρέπει να ησθάνοντο, και γνωρίζομεν ότι ησθάνοντο, όχι μικράν δυσχέρειαν διότι, ενώ αυτοί Τον ηρνούντο και δεν Τον ανεγνώριζον ως Μεσσίαν, ουχ ήττον υπέφερον μεγάλως εξ αιτίας Του. Βέβαιον είνε ότι, καίτοι, ως φαίνεται, ούτοι κατώκουν εις Καπερναούμ, η οικοία των δεν ήτον οικία Του. Οικίαν, κατά την στενήν έννοιαν της λέξεως, Αυτός δεν είχεν· αλλ' η οικία της οποίας έκαμνε συχνήν χρήσιν φαίνεται να ήτον εκείνη ήτις ανήκεν εις τον κορυφαίον των Αποστόλων Του. Είναι αληθές ότι Σίμων και Ανδρέας λέγονται ως ανήκοντες εις Βηθσαϊδά, αλλά δυνατόν ευκόλως να ενοικιάσουν μίαν οικίαν εις Καπερναούμ, ανήκουσαν εις την πενθεράν του Πέτρου· ή, αφού η Βηθσαϊδά είναι σχεδόν προάστειον ή μέρος της Καπερναούμ, δυνατόν πράγματι να μετώκησαν, χάριν της ευκολίας του διδασκάλου των, από του ενός τόπου εις τον άλλον.
Οι τρεις πρώτοι Ευαγγελισταί μας έδωκαν λεπτομερή έκθεσιν περί του πρώτου Σαββάτου του Κυρίου εις Καπερναούμ, και τούτο έχει δι' ημάς μέγα ενδιαφέρον, επειδή μας δίδει αξιοσημείωτον δείγμα του τρόπου καθ' ον διήρχετο τας ημέρας του κηρύγματός Του. Είναι το άριστον σχόλιον επί της επιτομής εκείνης της ζωής Του, ήτις μας παρουσιάζει ταύτην εν τη λαμπροτέρα πρωτοτυπία της· ότι «περιήρχετο αγαθοποιών». Είναι το κεφάλαιον το οποίον οι ευγενέστατοι των οπαδών Του εύρον δυσκολώτατον να μιμηθώσι· είνε το κεφάλαιον εις ό η ζωή Του τα μάλιστα απολύτως υπερέβαλε το ιδεώδες και των μεγίστων προδρόμων Του. Ο έγκλειστος βίος του ερημίτου, η σκληραγωγία του ασκητού, η έκστασις του ιεροφάντου, όλα ταύτα είναι ευκολώτερα και κοινοτέρα από το ακάματον έργον της μετ' αυτοθυσίας αγάπης.
Η ημέρα ήρχισεν εν τη Συναγωγή, ίσως εν τη οικοδομή την οποίαν οι Ιουδαίοι ώφειλον εις την μεγαλοδωρίαν του προσηλύτου εκατοντάρχου. Εάν η Καπερναούμ ήτο πράγματι το σημερινόν Τελ Χουμ, τότε το ερείπιον το οποίον σώζεται επί τινος προεξοχής απέναντι της λίμνης, δυνατόν να είναι αυτής εκείνης της Συναγωγής. Η Συναγωγή, ήτις δεν είναι μεγάλη, πρέπει να ήτο πλήθουσα εν συρροή λαού· και διά να διδάξη τις ανυπομόνως συνωθούμενον πλήθος, να διδάξη όπως Εκείνος εδίδασκεν, όχι με αμβλείς, νεκρούς, κατά συνθήκην τύπους, αλλά με νοήματα πυρ πνέοντα και με ρήματα φλέγοντα, πρέπει να έχη ανάγκην ου μικράς ζωτικότητος και να δαπανά πολλάς δυνάμεις. Αλλ' αίφνης, ενώ ωμίλει, ενώ το πλήθος των απλοϊκών αλλά πιστών και νοημόνων ακροατών εκρέματο από τα χείλη Του, η σιωπή διεκόπη διά των αγρίων φωνών ενός των οικτρών εκείνων ανθρώπων οίτινες καθολικώς επιστεύοντο ως κατεχόμενοι από πνεύμα ακάθαρτον, και όστις απαρατήρητος εισεχώρησεν εν τω μέσω του πλήθους. Και αυτός ο πτωχός δαιμονιζόμενος, εις τα βάθη της τεταραγμένης φύσεώς του, είχεν αισθανθή την γοητείαν της αγνής εκείνης παρουσίας, της αγίας εκείνης φωνής, της θείας εκείνης και φωτιστικής αποστολής. Αλλ' ηθικώς διεστραμμένος και στρεβλός καθώς ήτο, παρελήρει εναντίον ταύτης, ωσεί διά της φωνής των πονηρών δαιμονίων τα οποία τον κατείχον. Προσηγόρευε τον «Ιησούν τον Ναζωραίον» ως τον Άγιον του Θεού, αλλά με αγωνίαν τρόμου και μίσους απήτει να μείνη ανενόχλητος και να μη καταστραφή.
Τότε επηκολούθησε σκηνή ριγηλής εξάψεως. Στραφείς προς τον παραληρούντα δαιμονιζόμενον, αναγνωρίσας το διπλούν της συνειδήσεως τούτου, ομιλών προς τον διάβολον όστις εφαίνετο εκβιάζων απ' αυτού τας περιτρόμους εκείνας φωνάς, ο Ιησούς είπε: «Φιμώθητι, και έξελθε απ' αυτού». Δεν ηνείχετό ποτε την δαιμονιώδη ταύτην μαρτυρίαν περί της καταγωγής και του αξιώματός Του. Η γαλήνη, η γλυκύτης, η δύναμις της θείας εκφράσεως ήτο ακαταμάχητος. Ο δαιμονισμένος έπεσεν εν φοβερώ παροξυσμώ εις το έδαφος, κραυγάζων και ασπαίρων. Αλλά τάχιστα παρήλθε τούτο. Ηγέρθη υγιής. Το βλέμμα του και η στάσις του έδειξαν ότι απηλλάγη της κακής επηρείας, και ήτο τώρα εις τα λογικά του. Θαύμα τόσον φιλάνθρωπον και τόσον επιβάλλον δεν είχεν ακουσθή ποτε πρότερον, και οι παρεστώτες απήλθον εν θαυμασμώ και κατανύξει μεγάλη.
Εξελθών της Συναγωγής, ο Σωτήρ απήλθεν εις την οικίαν του Σίμωνος Πέτρου. Κ' εδώ πάλιν τον συνήντησεν ισχυρά η επίκλησις της ασθενείας και της ταλαιπωρίας. Ο Σίμων, τον οποίον είχεν ήδη συνδέσει προς Εαυτόν παρά τας όχθας του Ιορδάνου διά της αορίστου κλήσεως εις μέλλουσαν αποστολήν, υποσχεθείς να τον κάμη αλιέα ανθρώπων, και τηρήσας θεοπρεπώς την υπόσχεσιν, ήτο έγγαμος, και η μήτηρ της γυναικός του έκειτο καταβεβλημένη υπό δεινού πυρετού. Μία αίτησις της τεθλημμένης οικογενείας ήρκεσεν. Εστάθη πλησίον της την έλαβεν εκ της χειρός· την ανήγειρεν· επετίμησε τον πυρετόν· η φωνή Του, συγκινήσασα όλην αυτής την ύπαρξιν, εδέσπωσε της δυνάμεως του πυρετού. Επανελθούσα εν ακαρεί εις την υγίειαν, «ηγέρθη και διηκόνει».
Ίσως η αυστηρότης της τηρήσεως του Ιουδαϊκού Σαββάτου παρέσχεν εις τον Κύριον μικράν αναψυχήν. Αλλά μόλις έδυ ο ήλιος, και το άπληστον πλήθος ήρχισε να ζητή την βοήθειάν Του. Ολόκληρος η πόλις συνέρρευσεν εις τα πρόθυρα της ταπεινής οικίας, φέροντες μεθ' εαυτών τους αρρώστους των. Οποία παράδοξος σκηνή! Εκεί ηπλούτο η λίμνη διαυγής αντανακλώσα εις αβρόν ρόδινον χρώμα την τελευταίαν του ηλίου λάμψιν ήτις εχρύσωνε τα δυτικά όρη κ' εδώ, εν μέσω της ειρήνης της φύσεως, εξετίθετο εν δυσειδεί ποικιλία η ασθένεια και η ταλαιπωρία του ανθρώπου, ενώ η ηρεμία της σαββατιαίας αμφιλύκης διεταράσσετο από τας κραυγάς των δαιμονιζομένων, των μαρτυρούντων την παρουσίαν του Υιού του Θεού, αλλά τους οποίους Αυτός δεν ηνείχετο να λέγουν ότι εγνώριζον Αυτόν ότι είναι ο Χριστός.
Αλλ' Αυτός, ο μόνος γαλήνιος και ατάραχος, πραΰνων διά της φωνής Του τον λήρον της μανίας και τας κραυγάς του σεληνιασμού, τρέπων την νόσον εις υγίειαν με το να επιθέτη επί εκάστου δυστυχούς και βασανιζομένου τας καθαράς και αβράς χείρας Του, συνεκινείτο εν τη αγάπη και τρυφερότητί Του, ο νέος Προφήτης της Ναζαρέτ, ο Χριστός, ο Σωτήρ του κόσμου. Ατάραχος και γαλήνιος αληθώς, αλλ' όχι απηλλαγμένος λύπης και οδύνης· Διότι η συμπάθεια ουδέν άλλο, είναι ειμή σύντροφον αίσθημα με τους άλλους· ευαίσθητος συμμετοχή εις την χαράν ή την λύπην. Και ο Ιησούς συνεκινείτο με την αίσθησιν των ταλαιπωριών των. Αι κραυγαί εκείναι εισέδυον εις την καρδίαν Του· αι οιμωγαί και οι στεναγμοί όλης εκείνης της παμμιγούς αθλιότητος επλήρουν όλην την ψυχήν Του ελέου. Η καρδία Του ήμασσε δι' αυτούς· έπασχε μετ' αυτών· οι πόνοι των ήσαν πόνοι Του· όθεν ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ανακαλεί εις το μέρος τούτο τας λέξεις του Ησαΐου: «Αυτός έλαβε τας ασθενείας ημών και εβάστασε τας οδύνας ημών».
Η φήμη της θαυμασίας εκείνης ημέρας διέδραμεν όλην την Γαλιλαίαν και την Περαίαν (ή την πέραν του Ιορδάνου χώραν), και εξήλθε μέχρι τον αποτάτων της Συρίας. Αλλά διά τον Σωτήρα Χριστόν η προσφιλεστέρα αναψυχή ήτο η μόνωσις και η σιγή, όπου θα ηδύνατο να είνε μόνος και ανενόχλητος μετά του Ουρανίου Πατρός Του. Νυξ εκάλυπτεν ακόμη την κοιλάδα της Γεννησαρέτ όταν, απαρατήρητος, ο Ιησούς ηγέρθη και εξήλθεν εις έρημον τόπον, κ' εκεί έδωκεν αναψυχήν εις το Πνεύμα Του δι' ησύχου προσευχής. Καίτοι το έργον Του τον υπεχρέου πολλάκις να διέρχηται ημέρας εν μέσω θορυβώδους πλήθους, όμως δεν έστεργε τον θόρυβον, και απέφευγε και την ευγνωμοσύνην τον παρ' Αυτού ευεργετηθέντων. Αλλ' όμως το πλήθος τον εζήτει επιμόνως· ο Σίμων και οι φίλοι του σχεδόν τον εθήρευον εν τη απλήστω επιθυμία του να ίδωσι και ακούσωσιν. Επεθύμουν να τον κρατήσωσι παρ' εαυτοίς διά φιλικής βίας. Ο Λουκάς λέγει «επεζήτουν, κατείχον Αυτόν». Ο Μάρκος, «κατεδίωξαν Αυτόν». Αλλ' Εκείνος ησύχως αντέστη εις τας ενοχλήσεις των. Δεν ήτο ο σκοπός Του να γείνη το κέντρον τεθηπότος όχλου, ή να δαπανή, όλον τον καιρόν Του εις το να ενεργή θαύματα, τα οποία, καίτοι πράξεις ελέους, απέβλεπον κυρίως εις το ν' ανοίξωσι τας καρδίας των προς την θειοτέραν διδασκαλίαν Του. Αι ευεργεσίαι Του δεν έπρεπε να περιορισθώσιν εις Καπερναούμ. Τον Μάγδαλα, η Βηθσαΐδά, η Χοραζίν, όλα ήσαν εκεί πλησίον. Υπάγωμεν, είπεν, εις τας γείτονας κωμοπόλεις διά να κηρύξωμεν την βασιλείαν του Θεού κ' εκεί. Επειδή διά τούτο εστάλην.
Διηύθυνε τα βήματά Του προς την όχθην, και πιθανώς εις το μέρος όπου τα πλοιάρια των πρώτων μαθητών Του ήσαν προσωρμισμένα, παρά την άμμον την λευκήν. Όχι πολύ μακράν όπισθέν Του Τον ηκολούθει μεγάλη συρροή ανθρώπων από όλην την εγγύς χώραν· κ' ενώ εστάθη διά να ομιλήση προς αυτούς, αι δύο δυάδες τον αδελφών αλιέων, ο Σίμων και ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος, και Ιωάννης, ησχολούντο εις το έργον δι' ου επορίζοντο τα προς το ζην. Ενώ ο Ιησούς είχεν αποσυρθή προς ανάπαυσιν δι' ολίγας ώρας της νυκτός, ο Σίμων και οι σύντροφοί του ησχολήθησαν εις την αλιείαν, αλλά δεν επέτυχον εις την επιχείρησιν. Οι δύο εξ αυτών μετά Ζεβεδαίου του πατρός των επεδιώρθωνον τα δίκτυά των.
Καθώς ήρχισε να ομιλή ο Ιησούς, το πλήθος — άλλοι εξ αυτών με την επιθυμίαν να μη χάσωσι λέξιν, και άλλοι με τον πόθον να τον προσψαύσωσι, και ούτω να ιαθώσιν από των νόσων αυτών — συνωθείτο περί αυτόν εγγύτερον επί μάλλον, παρεμποδίζον τας κινήσεις Του. Τούτου ένεκα ένευσεν εις τον Σίμωνα να επιβή του πλοίου του και το ωθήση προς την όχθην, όπως εισέλθη Αυτός κ' εκείθεν διδάξη. Καθίσας επί του αυτοσχεδίου τούτου άμβωνος, ασφαλής από της επαφής του πλήθους, τους εδίδαξεν από του πλοιαρίου, καθώς αυτά ελικνίζετο επί των κυμάτων, των φωσφοριζόντων εις τον πρωινόν ήλιον. Και όταν η διδαχή Του ετελείωσε, δεν εσκέφθη περί Εαυτού και του ιδίου Αυτού καμάτου, αλλά περί των πτωχών και ατυχησάντων μαθητών Του. Εγνώριζεν ότι είχον κοπιάσει εις μάτην. Είχε παρατηρήσει ότι, ενώ ωμίλει, ητοιμάζοντο διά νέαν επιχείρησιν και μετά συμπαθείας διέταξε τον Πέτρον να ωθήση το πλοίον εις τα βαθέα, και όλους να ρίψωσι και πάλιν τα δίκτυα. «Επανάγαγε… χαλάσατε τα δίκτυα». Ο Πέτρος ήτο εις διάθεσιν μελαγχολικήν αλλά το πρόσταγμα Εκείνου, τον οποίον βαθύτατα εσέβετο, και του οποίου την δύναμιν είχε γνωρίσει ήδη, ήρκεσε. Και η πίστις του αντημείφθη. Εν μια στιγμή αγέλη ιχθύων έπεσεν εις τα δίκτυα.
Ο Σίμων και ο Ανδρέας ένευσαν εις τον Ζεβεδαίον και τους υιούς του και τους βοηθούς αυτών να έλθωσιν εις το πλοίον των και τους βοηθήσωσι να σώσωσι και την λείαν και τα δίκτυα, τα οποία εσχίζοντο ήδη από το πλήθος των ιχθύων. Και τα δύο πλοιάρια εγέμισαν έως άνω από το φορτίον· και ευθύς ο Πέτρος ανεγνώρισε την δύναμιν του θαύματος. Πάραυτα, με την συνήθη ακράτητον ορμητικότητά του ερρίφθη εις τους πόδας του διδασκάλου του· τάχα διά να Τον ευχαριστήση; διά να Του προσφέρη από τούδε απόλυτον αφοσίωσιν· Όχι! και εδώ έχομεν τεκμήριον φιλαληθείας, το οποίον υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην δύναμιν φαντασίας και επινοίας· διά να φωνάξη:
«Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε!»
Υπερφυής έλλαμψις απεκάλυψεν εν τω άμα εις αυτόν και την ιδίαν αυτού αμαρτωλόν αναξιότητα, και τις ήτο Εκείνος όστις ίστατο μετ' αυτού εις το πλοίον. Ήτο η πρώτη ορμή του φόβου, ήτις έμελλε να μεταβληθή εις ορμήν λατρείας, και αγάπης. Ο Σίμων δεν ενόει να φύγη απ' αυτού Εκείνος, ενόει μόνον, «Είμαι όλως ανάξιος να ίσταμαι πλησίον Σου, αλλ' όμως ας μείνω». Πολύ δε ανόμοιος υπήρξεν η κραυγή αύτη της περιπαθούς ταπεινώσεως προς τα κτηνώδη ληρήματα των ακαθάρτων πνευμάτων, τα οποία απήτουν από τον Κύριον να τ' αφήση ανενόχλητα, ή προς την πεπωρωμένην ευτέλειαν των ρυπαρών Γαδαρηνών, οίτινες προέκρινον της παρουσίας του Σωτήρος την ασφάλειαν των χοίρων των.
Και τότε ήλθε πραεία η απάντησις: «Μη φοβού· από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών». Μη φοβού, από τώρα και εις το εξής θα πιάνης ανθρώπους». Το ρήμα ζωγρείν σημαίνει συλλαμβάνειν τινά ζώντα.
Αν είχε παρατηρήσει τούτο ο κακοδαίμων Ιουλιανός ο Παραβάτης, δεν θα εξέφερε το ανούσιον σκώμμά του, ότι το συλλαμβάνειν ανθρώπους ούτω θα εσήμαινεν το φονεύειν αυτούς. Από τούδε και εις το εξής, ο αμαρτωλός εκείνος ανήρ, εκπλυνόμενος, απολυτρούμενος, και αγιαζόμενος, έμελλε να θηρεύη θήραμα το οποίον, εμπλεκόμενον εις την Ευαγγελικήν σαγήνην, δεν θ' απέθνησκεν, αλλά θα εσώζετο εις ζωήν αιώνιον. Και ο αδελφός του και οι δύο σύντροφοί των, κ' εκείνοι έμελλον να γείνωσιν αλιείς ανθρώπων. Η τελευταία αύτη κλήσις ήρκει δι' αυτούς. Είχον κληθή ήδη υπ' Αυτού παρά τας όχθας του Ιορδάνου· είχον ακούσει την μαρτυρίαν του Βαπτιστού. Αλλά δεν είχον αποφασίσει ακόμη να εγκαταλείπωσι τα πάντα και να ακολουθήσωσιν Αυτώ· δεν είχον εννοήσει ακόμη ότι όσον θα ηκολούθουν Αυτώ, ου μόνον θα ήσαν ασφαλείς υπό την αγίαν σκέπην Του, αλλά θα εύρισκον αιωνίαν ζωήν και δόξαν δι' Αυτού και εν Αυτώ.
Λέγουσιν οι παλαιοί άγιοι Πατέρες ότι ο Πέτρος είνε το σύμβολον της πρακτικής, ο δε Ιωάννης είναι το σύμβολον της θεωρίας, και συμπεραίνουσιν ότι ο πρακτικός βίος πρέπει να προηγήται του βίου του θεωρητικού. Είδομεν ήδη ότι εν αρχή του Κηρύγματός Του ο Κύριος προητοίμασεν έξ των Αποστόλων Του προς κλήσιν διά μέλλον υπούργημα. Τέσσαρες εκ τούτων ειλκύσθησαν κατά την περίστασιν ταύτην ώστε να παραιτήσωσιν όλα και ακολουθήσωσιν Αυτώ. Υπήρξε δε και άλλος εκ των Αποστόλων όστις έλαβεν χωριστήν κλήσιν, ο Άγ. Ματθαίος ο Ευαγγελιστής. Η πρόσκλησίς του συνέβη πιθανώς περί τον χρόνον τούτον. Παρά την Καπερναούμ ευρίσκετο έν κατάστημα τελωνείου.
Η πόλις κειμένη παρά το ζεύγμα των οδών της Τύρου, της Δαμασκού, της Ιερουσαλήμ, ήτο κέντρον εμπορίας και πρόσφορος τόπος προς συλλογήν των φόρων και δασμών. Ήσαν δε οι φόροι εις τους Εβραίους απεχθέστατοι. Και μόνον το ότι ώφειλον να τους πληρώσωσιν ήτο τραύμα εις την φυλοτιμίαν των. Ήσαν οι φόροι ούτοι ο κλοιός της δουλείας των, ήσαν το καθημερινόν σημείον ότι ο Θεός εφαίνετο ότι εγκατέλιπε τον λαόν Αυτού, και ότι αι ελπίδες περί Μεσσίου εξηνεμούντο από ημέρας εις ημέραν. Η πληρωμή των φόρων τούτων εφαίνετο σχεδόν ως αποστασία κατά του Θεού εις το λεπτολογούν πνεύμα του γνησίου Ιουδαίου.
Δεν είναι άρα άπορον αν οι υπάλληλοι ή οι ενοικιασταί οι εισπράττοντες τους φόρους τούτους, οι τελώναι εθεωρούντο μετά μίσους και βδελυγμίας υπό του λαού. Εάν δε οι κυρίως τελώναι, οι ενοικιασταί των φόρων, οίτινες ήσαν συνήθως ξένοι, εμισούντο, πόσω μάλλον οι εντόπιοι, οίτινες εγίνοντο όργανα και υπάλληλοί των εκ της εβραϊκής φυλής, τελώναι και ούτοι καλούμενοι.
Τοιούτος τελώνης ήτον ο Ματθαίος. Εις τους τοιούτους οι ραβίνοι ηρνούντο το δυνατόν της μετανοίας και της καταλαγής, και όταν είς μετανοήσας τελώνης, συνέβη να γείνη και αυτός ραββίς, οι αυστηρότεροι εκ τον συναδέλφων του τον απεστρέφοντο ακόμη. Ουχ ούτως έπραξεν ο Χριστός, ουδ' οι Απόστολοι Αυτού.
Εκείνος όστις ήλθε να ζητήση και σώση το απολωλός, όστις ηδυνήθη να εξαγάγη την Χριστιανικήν αγιότητα εκ μέσου της διαφθοράς των εθνικών, ηδύνατο να πλάση και εκ του εβραίου τελώνου ένα Απόστολον και τον πρώτον Ευαγγελιστήν νέας και ζώσης πίστεως. Η παρ' Αυτού εκλογή των Αποστόλων υπηγορεύθη από πνεύμα πόρρω απέχον παντός υπολογισμού και συνθηματικής φρονήσεως. Απέρριψε τον σεμνόν γραμματέα και εξέλεξε τον μισητόν και απεχθή τελώνην. Ήτο έργον θείας γνώσεως και θείου ελέους, και ο Ματθαίος εδείχθη άξιος τούτου γενόμενος ο πρώτος βιογράφος του Σωτήρος και Κυρίου του. Ο Λευί ο τελώνης μετεμορφώθη εις τον Ματθαίον, το «δώρον του Θεού».
Αναμφιβόλως ο Ματθαίος είχεν ακούσει τινάς εκ των λόγων, είχεν ιδή τινα εκ των θαυμάτων του Χριστού· Η καρδία του συνεκινήθη, και εις τα όμματα Εκείνου όστις ουδένα περιεφρόνει και περί ουδενός απήλπιζεν, ο τελώνης καθώς εκάθητο επί το τελώνιον, εφάνη πρόθυμος εις την πρόσκλησιν. Και μετά συγκινητικής ταπεινώσεως ονομάζει ο ίδιος τον εαυτόν του, εις τον κατάλογον των Αποστόλων, «Ματθαίος ο τελώνης». Μία λέξις ήρκεσε. Το «ακολούθει μοι», το οποίον έδειξεν εις τον Ματθαίον ότι ο Κύριός του τον ηγάπα, και ήτον έτοιμος να τον μεταχειρισθή ως εκλεκτόν όργανον προς διάδοσιν του Ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού, ήρκεσε να διαρρήξη και καταβάλη τους πειρασμούς της φιλαργυρίας και τας έξεις του καθημερινού βίου. «Κατέλιπε πάντα, ηγέρθη, και ηκολούθησεν Αυτώ».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'.
Οι δώδεκα και η επί του όρους διδασκαλία
— Νυξ προσευχής. — Η εκλογή των Δώδεκα. — Ιάκωβος και Ιωάννης — Ο Πέτρος. — Αντίθεσις προς τον Μωυσήν — Η επί του Όρους διδαχή. — «Ουχ ως οι γραμματείς». — «Ως εξουσίαν έχων» — Ο Χριστός και άλλοι διδάσκαλοι. — Τελειότης. — Κάλλος και απλότης.
Μετά τας ημέρας ταύτας της αγάπης και της αδιαλείπτου εργασίας, ο Ιησούς, ως εσυνήθιζεν, εύρε την ειρήνην εν τη προσευχή. «Εξήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι», και διήγαγεν όλην την νύκτα εν προσευχή τω Θεώ. Υπάρχει τι το αμέτρως τρυφερόν και συγκινητικόν εν τη σκέψει των ωρών εκείνης της μοναξίας. Εν άκρα σιγή μη διακοπτομένη υπό των θορύβων του ανθρωπίνου βίου, αλλά μόνον υπό του ωρυγμού των θωών της ερήμου, υπό τους αστέρας ανατολικού ουρανού, να βλέπη τις νοερώς την μορφήν του Ωραίου Κάλλει παρά πάντας βροτούς· γονυπετούς επί του δροσοβρέκτου χόρτου, και ζητούντος ενίσχυσιν και παραμυθίαν εις την ανθρωπίνην ασθένειαν, ην εκουσίως περιεβλήθη, διά της επικοινωνίας προς τον Ουράνιον Πατέρα Του.
Η σκηνή όπου συνέβη και η μονήρης αύτη αγρυπνία και η επί του Όρους διδαχή, υπήρξε, κατά πάσαν πιθανότητα έν ύψωμα το οποίον ονομάζεται σήμερον αραβιστί Κουρν Χαττίν. Είναι ωραίος λόφος κατάλληλος και προς απομόνωσιν και προς συνάντησιν, και είναι το μόνον σχεδόν μέρος το οποίον υπάρχει κατά την δυτικήν πλευράν της λίμνης Γεννησαρέτ. Εκεί εθεάτο την καλλονήν των γραφικών τοπίων και της φύσεως, Εκείνος, όστις εποίησε την φύσιν και τα ωραία τοπία, «ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον», και κατεδέχετο να τέρπεται εκ του θεάματος Εκείνος, όστις «είδε πάντα όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν». Κ' εκεί την πρωίαν, ολιγότερον προσέχονται ή ο θείος Διδάσκαλός των εις τας πολλαπλάς καλλονάς της σκηνής, τα πλήθη Τον ηκολούθησαν, μη θέλοντα και προς καιρόν να στερηθώσι της ενθέου παρουσίας Του, άπληστα προς την ακρόασιν των χαριτοβρύτων λόγων του στόματός Του.
Ήτο λυκαυγές της ημέρας, και πριν ή συναχθή το πλήθος εκάλεσεν ο Κύριος ενώπιόν Του τους μαθητάς, τους οποίους βαθμηδόν συνήθροισε περί Αυτόν. Μέχρι τούδε η σχέσις η συνδέουσα τούτους προς το πρόσωπόν Του φαίνεται να υπήρξε χαλαρά και μερική· και είναι αμφίβολον αν κατενόουν ούτοι την πλήρη σημασίαν της. Αλλά τώρα η ώρα είχεν έλθη, και εκ του ευρυτέρου αθροίσματος των εν γένει οπαδών Του έκαμε την οριστικήν εκλογήν των Δώδεκα Αποστόλων Του. Ο αριθμός Των ήτο ασήμαντος εν συγκρίσει προς την πομπώδη ακολουθίαν των εκατοντάδων όσοι ωνόμαζον εαυτούς οπαδούς του Ιλλήλ ή του Γαμαλιήλ και η θέσις των εν τη κοινωνία ταπεινή και αφανής. Ο Σίμων Πέτρος και ο Ανδρέας υιοί του Ιωνά, και ο Ιάκωβος και Ιωάννης υιοί του Ζεβεδαίου, και ο Φίλιππος, ήσαν από την μικράν κώμην Βηθσαϊδά. Εάν ο Ματθαίος είναι ο ίδιος με τον Λευί, ήτο υιός του Αλφαίου, και επoμένως αδελφός του Ιακώβου του Μικρού, και του Ιούδα, αδελφού του Ιακώβου, όστις θεωρείται γενικώς ως ο αυτός με τον Λεββαίον ή Θαδδαίον. Ανήκον κατά πάσαν πιθανότητα εις Κανά της Γαλιλαίας ή εις Καπερναούμ, και αν η Μαρία η του Κλωπά ήτο αδελφή (= εξαδέλφη ή άλλως εξ αγχιστείας συγγενής) της Παρθένου, τότε πρέπει να θεωρήσωμεν τους δύο ή τρεις τούτους αδελφούς ως εξαδέλφους του Κυρίου. Ο Ναθαναήλ ή Βαρθολομαίος ήτο από Κανά της Γαλιλαίας. Ο Θωμάς και Σίμων ο ζηλωτής ήσαν ωσαύτως Γαλιλαίοι, Ιούδας ο Ισκαριώτης ήτο υιός Σίμωνός τινος, αλλ' αν ήτο ο Σίμων ούτος ο αυτός (;) με τον Σίμωνα τον Ζηλωτήν αδύνατον ν' αποφασισθή.
Τα ελληνικά ονόματα του Φιλίππου και του Ανδρέου, ομού με το γεγονός ότι προς τον Φίλιππον οι Έλληνες απηυθύνθησαν όταν ήθελον να ίδωσι τον Κύριον, και η υπ' αυτού ανακοίνωσις της αιτήσεως προς τον Ανδρέαν, δυνατόν να είναι ένδειξις ότι είχον ούτοι σχέσιν προς τους Ελληνιστάς. Περί του Θωμά, του καλουμένου και Διδύμου (όπερ είναι Ελληνιστί το αυτό όνομα), έχομεν πολλάς ενδείξεις, αίτινες δεικνύουσιν ευδιάκριτον χαρακτήρα, αφελή και απλούν, αλλά γενναίον και διάπυρον· πρόθυμον ν' αποθάνη, αλλά βραδύν εις το να πιστεύση. Περί του Ιούδα του Ισκαριώτου θα έχωμεν θλιβεράν αφορμήν να ομιλήσωμεν βραδύτερον· και δι' όλων των Ευαγγελίων συχνά στιγματίζεται διά του απαισίου χαρακτηρισμού, του τόσον τρομερού εν τη απλότητί του, «Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο και προδούς Αυτόν».
Ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και ο Πέτρος ήσαν οι των εκλεκτών εκλεκτότεροι μεταξύ των οπαδών και φίλων του Κυρίου. Αυτοί μόνοι εγένοντο δεκτοί πλησίον Του όταν ανέστησε την θυγατέρα του Ιαείρου και κατά την Μεταμόρφωσιν Αυτού και κατά την αγωνίαν Του εν τω κήπω. Περί του Ιακώβου ολίγα γνωρίζομεν, ειμή ότι εις αυτόν έλαχεν η μεγάλη τιμή να γείνη ο πρώτος Μάρτυς εκ της αποστολικής χορείας. Αυτός και ο αδελφός του Ιωάννης, καίτοι αλιείς, φαίνεται ότι υπήρξαν κάπως εύποροι, ο δε Ζεβεδαίος ο πατήρ των είχεν ου μόνον πλοιάριον ιδιόκτητον, αλλά και μισθωτούς συνεργούς· και ο Ιωάννης μνημονεύει εν παρόδω εις το κατ' αυτόν Ευαγγέλιον ότι «ην γνωστός τω αρχιερεί». Εσημειώσαμεν ήδη ότι φαίνεται πιθανόν να διέτριβε το πλείστον εις Ιεροσόλυμα, κ' εκεί εφρόντιζε διά την μετακόμισιν και πώλησιν των ιχθύων από την θάλασσαν της Γαλιλαίας. Ούτω πως εξηγείται η εξ αυτοψίας και αυτηκοΐας γνώσις του περί πολλών συμβάντων του Κυρίου κατά το κήρυγμά Του εν τη Ιουδαία, τα οποία, ολοσχερώς παρελείφθησαν υπό των άλλων Ευαγγελιστών.
Ο Ιωάννης και ο Πέτρος, ο μεν το σύμβολον του θεωρητικού, ο δε του πρακτικού βίου, είνε αναντιρρήτως αι μέγισται και ελκυστικώται μορφαί εν τη αποστολική ταύτη χορεία. Του Ιωάννου ο χαρακτήρ πολλάκις παρενοήθη. Έμπλεως θείας στοργής, θεωρών ευρύτερον ή πώς άλλος των Αποστόλων το πλήρες βάθος και την σημασίαν της νέας του Κυρίου εντολής, πλούσιος εν τε τω Ευαγγελίω και ταις Επιστολαίς αυτού κατά την μελέτην και την θεωρίαν, προσφιλής όπως αείποτε υπήρξεν εις τας καρδίας των αγίων και των μυστών, όμως απήχεν ασυγκρίτως από του μαλακού και ήκιστα ανδρώδους τύπου υφ' όν τινες τον παρέστησαν.
Το όνομα Βοανεργές, ήτοι Υιοί Βροντής, το οποίον έδωκεν ο Κύριος εις αυτόν και τον αδελφόν του Ιάκωβον, η κοινή αίτησίς των περί πρωτοκαθεδρίας εν τη βασιλεία. του Θεού, η εμπαθής απαίτησίς των όπως κατέλθη πυρ εξ ουρανού και καύση το απιστούν χωρίον των Σαμαρειτών, η φλέγουσα ενέργεια του ιδιώματος εν ώ είνε γεγραμμένη η Αποκάλυψις, η ακάθεκτος φρίκη μεθ' ης, κατά την παράδοσιν, ο Ιωάννης έφυγε διά να μη ευρεθή υπό την αυτήν στέγην μετά του αιρετικού Γερίνθου, όλα δεικνύουσιν ότι εν αυτώ υπήρχε πράγματι η φύσις του αετού, όστις υπήρξεν αείποτε διά τους αγιογράφους το σύμβολόν του. Και επειδή ο ζήλος και ο ενθουσιασμός, αν και νεκρά και περιφρονούμενα εις τας ημέρας ταύτας της θρησκευτικής ψυχρότητος, υπήρξαν αείποτε απαραίτητα όργανα προς διάδοσιν της βασιλείας των ουρανών, αναντιρρήτως η ύπαρξις των στοιχείων τούτων εις τον χαρακτήρα Του, από κοινού μετά της στοργής και της αφοσιώσεως, τον κατέστησαν τόσω προσφιλή εις τον Διδάσκαλόν του και τον έκαμαν «τον μαθητήν ον ηγάπα ο Ιησούς». Το αξιοθαύμαστον βάθος της διανοίας του, ο σπάνιος συνδυασμός της θεωρίας και του πάθους, της δυνάμεως και της πραότητος εν τη αυτή ψυχή, η τελεία πίστις ήτις ενέπνευσε την αφοσίωσίν του, και η τελεία αγάπη, ήτις «έξω έβαλε τον φόβον», ταύτα ήσαν τα χαρίσματα και αι αρεταί αίτινες τον έκαμαν άξιον να πέση εις το στήθος του Διδασκάλου του.
Αλλά και ο φίλος του, ο Άγιος Πέτρος, δεν είναι ολιγώτερον περισπούδαστον μελέτημα. Θα λάβωμεν πολλάς αφορμάς να παρατηρήσωμεν τας γενναίας, ορμητικάς κλίσεις του και τας διστακτικάς και δειλάς άμα ορμάς της ανθρωπινοτάτης, αλλ' και λίαν αξιεράστου διαθέσεώς του. Δύσκολον θα ήτο να είπη τις, λέγει ο Αμιτών, αν το πολύ εκ της ζέσεως του επήγαζεν εκ του περισσεύματος της λατρείας, ή της ζωτικότητος. Το έμπλεων της καρδίας του προσέθετε δύναμιν και ταχύτητα εις παν κίνημά του. Έρχονται «κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων», να συλλάβωσι τον διδάσκαλόν του; Η ζέσις του Πέτρου αναλάμπει εις την μάχαιράν του, και εις μίαν στιγμήν ο πορθεύς της Γαλιλαίας μεταμορφούται εις ατρόμητον πολεμιστήν! Φήμη διεδόθη περί εγέρσεως από το καινόν μνημείον του Ιωσήφ; Ο Ιωάννης με το ελαφρόν και γοργόν βήμα αφήνει οπίσω τον παλαιόν φίλον του· «ο άλλος» μαθητής προέδραμε τάχιον του Πέτρου και ήλθε πρώτος εις το μνημείον»· αλλ' η θερμότης του Πέτρου υπερβάλλει την γαλήνιον αγάπην του Ιωάννου, κ' ενώ ο δεύτερος έκυψε μόνον να ίδη, ο άλλος εισείλθεν εις τον κενόν τάφον. Είναι ο αναστάς Κύριος, του οποίου η θεία μορφή διαγράφεται εκεί την πρωΐαν επί της όχθης της λίμνης Γεννησαρέτ; Οι σύντροφοι στρέφουσι την πρώραν εις την ξηράν, αλλ' ο Σίμων Πέτρος ρίπτεται εις την θάλασσαν διά να φθάση πρώτος να πέση εις τους πόδας του Σωτήρος, ως διά ν' απαντήση εκ του προτέρου εις την ερώτησιν του Κυρίου του: «Σίμων Ιωνά αγαπάς με;» Και αύτη η ζέσις είναι η αρίστη ήτις δύναται να φθάση μέχρι θανάτου και Σταυρού χάριν του ποθουμένου. «Όθεν αξίως κατηξίωσαι σταυρωθήναι καθώς ο Δεσπότης σου»· και ήτις δύναται να συγκεντρωθή εις πράξεις ηρωικής αφοσιώσεως και αυτοθυσίας.
Τοιούτοι ήσαν οι κορυφαίοι των Αποστόλων, τους οποίους ο Χριστός συνήσωσε περί εαυτόν ότε εκάθισεν επί της πρασίνης κορυφής του όρους Κουρν Χαττίν. Δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι εις μίαν των δύο κορυφών τούτων διήλθε την νύκτα εν προσευχή, κ' εκεί τον εύρον οι μαθηταί Του περί το λυκαυγές. Αν διά τινος εξωτερικού συμβόλου και ποίου ο Κύριος ετέλεσε την πρώτην ταύτην χειροτονίαν των Αποστόλων δεν γνωρίζομεν· πλην αναμφιβόλως η εκλογή αύτη εθεωρήθη ως τελεία και οριστική. Από τούδε δεν θα επέστρεφον εις το αλιευτικόν πλοιάριον ούτε εις το τελώνιον. Οι μαθηταί ώφειλον να συμμερίζονται τας περιπλανήσεις, τους κόπους του Ευαγγελικού κηρύγματος, το λιτόν της τροφής και το αβέβαιον της κατοικίας, και να υποφέρωσι μετ' Αυτού τον καύσωνα της ημέρας, και να κοιμώνται, ως Εκείνος, υπαίθριοι.
Ενώ δε εγίνετο η εκλογή, μέγα παμμιγές πλήθος είχεν αρχίσει να συναθροίζεται. Όχι μόνον από των πολυανθρώπων οχθών της θαλάσσης της Γαλιλαίας, αλλά και από της Ιουδαίας και των Ιεροσολύμων, ως και από των αποτέρων οχθών της Τύρου και Σιδώνος, είχον συρρεύσει διά να προσψαύσωσι το άτομόν Του και ακούσωσι τους λόγους Του. Από της κορυφής κατέβη εις το οροπέδιον, τον «πεδινόν τόπον», όπως λέγει ο Λουκάς, και κατ' αρχάς ησχολήθη εις τας ανθρωπίνους ανάγκας των απλήστων εκείνων ακροατών του, ιατρεύων τας νόσους, και αποδιώκων τα ακάθαρτα πνεύματα από των ψυχών. Είταν όταν το πλήθος εκάθισεν εν γαληνίω και σοβαρά προσοχή επί των χλοερών κλιτύων του τερπνού εκείνου φυσικού αμφιθεάτρου, «επάρας τους οφθαλμούς Αυτού» (η έκφρασις του Λουκά σημαίνει ίσως ότι τους είχε ταπεινώσει επί τινας στιγμάς εις ενδιάθετον προσευχήν), και «ανοίξας το στόμα Αυτού» (η έκφρασις του Ματθαίου υποδηλοί ίσως το πάνδημον και επίσημον της διδασκαλίας), απήγγειλε κατά πρώτον λόγον προς τους μαθητάς Του, αλλ' εννοών δι' αυτών ν' απευθύνεται προς το πλήθος, την αξιομνημόνευτον διδαχήν ήτις θα είναι εις τους αιώνας γνωστή υπό το όνομα «η επ' Όρους Διδασκαλία».
Και ο αμελέστερος αναγνώστης εκπλήττεται από την αντίθεσιν της μεταξύ της απαγγελίας του λόγου τούτου και της παραδόσεως του Νόμου επί του Σινά. Μας φαίνεται εκείνος, ως ο πύρινος νόμος, του οποίου η παράδοσις περικυκλούται δι' αστραπών και βροντών, και διά της φωνής της σάλπιγγος ηχούσης μακρόν και γεγωνοτέρας επί μάλλον γινομένης. Ούτος μας φαίνεται ως ν' αναβλύζη εν θειοτάτη μουσική εν μέσω της γαλήνης και της ηρεμίας της χαραυγής. Εκείνος κατήλθε φοβερώς εις έκπληκτον συνείδησιν από Αοράτου Παρουσίας· ούτος εξεφράσθη διά γλυκείας ανθρωπίνης φωνής συγκινούσης απαλώς την καρδίαν με ρήματα ειρήνης. Εκείνος εδόθη επί του ερήμου και πληττομένου από τας καταιγίδας όρους, ούτος επί της ανθοσπάρτου χλόης του πρασίνου λόφου του κατερχομένου ηρέμα προς την λίμνην την αργυράν. Εκείνος διέσειε την καρδίαν με φόβον και με ταραχήν, ούτος την κατεπράυνε με ειρήνην και αγάπην. Και όμως αι Νέαι εντολαί του Όρους των Μακαρισμών δεν ήσαν προωρισμέναι να καταλύσωσιν, αλλά μάλλον να συμπληρώσωσι τον Νόμον τον λαληθέντα από του Σινά προς τους αρχαίους. Ο ουρανός και η γη θα παρέλθωσιν, οι δε λόγοι του Χριστού δεν θα παρέλθωσι ποτέ, ουδέ ιώτα έν ή κεραία μία.
Η διδαχή ήρχισεν όχι με προστάγματα και απειλάς, αλλά με την λέξιν «Μακάριοι», και με μίαν οκτάδα μακαρισμών. Οι λαοί επερίμεναν Μεσσίαν όστις να διαρρήξη τον ζυγόν από του τραχήλου των, βασιλεύων με επίγειον λαμπρότητα και πομπήν, με προσκαίρους νίκας και εκδικήσεις. Αλλ' ο Χριστός αποκαλύπτει αυτοίς άλλον Βασιλέα, άλλον όλβον, τον πλούτον της πτωχείας, την βασιλείαν της πραότητος, την υψηλήν μακαριότητα του πένθους και του διωγμού. Και ο νέος ούτος Νόμος θα είνε άμα το φως, το φωτίζον τον κόσμον, το άλας, το ηδύνον την γην. Ο παλαιός Νόμος ήτο προσωρινός, ο νέος διαρκής· εκείνος τύπος και σκιά, ούτος χάρις και αλήθεια. Η εντολή «ου φονεύσεις» επεκτείνεται από τούδε μέχρι των οργίλων λόγων και των αισθημάτων των εχθρικών. Η ουσία της μοιχείας έγκειται εις έν βλέμμα επιθυμίας. Η απαγόρευσις της ψευδορκίας επεκτείνεται εις πάντα μάταιον και περιττόν όρκον. Ο νόμος των αντιποίνων εξετοπίσθη διά νόμου απολύτου αυτοθυσίας. Η προς τον πλησίον αγάπη εφηπλώθη και προς τον εχθρόν μας, Από τούδε οι υιοί της βασιλείας ώφειλον ν' αποβλέπωσιν εις το να είνε τέλειοι, καθώς τέλειος είνε ο Πατήρ των ο εν τοις ουρανοίς.
Η ελεημοσύνη πρέπει να δίδεται όχι μετά θορυβώδους επιδείξεως, αλλ' εν μετριόφρονι μυστικότητι. Αι προσευχαί οφείλουν ν' αναπέμπωνται όχι εν υποκριτική δημοσιότητι, αλλ' εν ιερά μοναξία. Η νηστεία οφείλει να εξασκήται όχι ως σκυθρωπή αρετή, αλλ' ως πρόθυμος αυτοθυσία. Και όλαι αύται αι πράξεις της αφοσιώσεως πρέπει να προσφέρωνται κατ' αναφοράν μόνον προς την αγάπην του Θεού, εν απλότητι μη επιζητούση αμοιβήν επίγειον, αλλά θησαυριζούση θησαυρούς ουρανίους και αφθάρτους. Αι μέριμναι του κόσμου και η τύρβη δεν πρέπει ν' αντιπερισπώσι την προσοχήν των τέκνων του Θεού. Ο Θεός προς ον πάσα αρετή και πάσα λογική θυσία απευθύνεται είναι Πατήρ, κ' Εκείνος όστις τρέφει τα πετεινά του ουρανού, τα μηδέποτε σπείροντα μηδέ θερίζοντα, και ενδύει εν βασιλική λαμπρότητι τα κρένα του αγρού, δεν θα παραλίπη ποτέ να τρέφη και να ενδύη τα τέκνα τα ζητούντα την δικαιοσύνην Του ως πρωτίστην επιθυμίαν.
Ποία δε θα είναι η βάσις της υπηρεσίας ταύτης; Η αυτοεξέτασις της συνειδήσεως εν πραότητι ήτις δεν σπεύδει να καταδικάση, εν αγάπη ήτις δεν είναι πρόθυμος να πιστεύση, εν απλότητι ήτις δεν γνωρίζει τα αμαρτήματα των άλλων· η πίστις ήτις ζητεί την ενίσχυσιν άνωθεν, και γνωρίζει ότι, ορθώς ζητούσα, θα επιτύχη· η αυταπάρνησις ήτις εν τη επιθυμία του να δοξάζη τον Θεόν και να συντελή εις την ευημερίαν των ανθρώπων ανευρίσκει τον μόνον οδηγόν των πράξεών της προς όλον τον κόσμον.
Στενή είναι η πύλη, και τεθλιμμένη η οδός, αλλ' άγει εις την ζωήν. Εκ της ζωής και των πράξεων θα κριθή αν η δικασκαλία είναι αληθής. Άνευ τούτων ούτε ρήματα ορθής δοξασίας θα ωφελήσωσιν, ούτε έργα δυνάμεως.
Τελευτών τους ενουθέτησεν ότι, όστις ακούει τα λόγια ταύτα και ποιεί αυτά ήτο ως συνετός άνθρωπος όστις έκτισεν οικίαν με θεμέλια επί της πέτρας της αρραγούς, ήτις μένει ασάλευτος εν μέσω της βοής των ανέμων και της θυέλλης· αλλ' όστις τα ακούει και δεν τα εκτελεί είναι όμοιος με άφρονα άνθρωπον όστις έκτισεν επί της άμμου, και κατέβη η βροχή, και ήλθαν αι ποταμοί, και οι άνεμοι εφύσησαν και κατέρριψαν την οικίαν· και έπεσε, και μεγάλη ήτο η πτώσις της.
Τοιαύτη εν συντόμω υπήρξεν η κραταιά εκείνη διδασκαλία, και δεν είνε άπορον ότι οι ακούσαντες εξεπλάγησαν επ' αυτή. Η δε κυριωτέρα έκπληξίς των ήτο ότι εδίδασκεν «ως εξουσίαν έχων, και ουχ ως οι Γραμματείς». Η διδασκαλία των Γραμματέων ήτο στενή, δογματική, υλική. Ήτο ψυχρά τον τρόπον, επιπόλαιος την υπόθεσιν, τυπική και τετριμμένη την ουσίαν· δεν είχε πυρ εν εαυτή, δεν είχε δρόσον, δεν είχε δύναμιν· δουλική εις πάσαν αυθεντίαν, εναντία εις πάσαν ανεξαρτησίαν· εσπουδασμένη άμα και μωρόδοξος, επηρμένη άμα και ευτελής. Το ύφος των Γραμματέων ήτο «Λέγει ο Ραββί Ζεϊρά επί τη αυθεντία του Ραββί Ιωσή, και ο Ραββί Βα ή ο Ραββί Χιγιά επί τη μαρτυρία του Ραβδί Ιωννάν». Το δε ύφος του Χριστού ήτο, «Εγώ λέγω υμίν». Η ραββινική διδασκαλία ομοιάζει πολύ περισσότερον με την διδασκαλίαν του Κομφυκίου παρά με την του Χριστού. Με όλους τους βλασφήμους παραλληλισμούς, τους οποίους τινές αποπειρώνται να κάμουν, το Ταλμούδ ευρίσκεται μάλλον εις αντίθεσιν προς την διδασκαλίαν του Χριστού παρά εις ομοιότητα. Το Ταλμούδ ασχολείται χιλιάκις περισσότερον εις λευιτικάς λεπτολογίας περί ηδυόσμου και ανήθου και κυμίνου, και περί μεγέθους κρασπέδων και πλάτους φυλακτηρίων, και περί πλύσεως ποτηρίων και τρυβλίων, και περί του «κατά ποίον τέταρτον δευτερολέπτου αρχίζει η νέα σελήνη και η ημέρα του Σαββάτου». Αλλ' η διδασκαλία αύτη του Χριστού ήτο όλως διάφορος τον χαρακτήρα, και τόσον μεγαλειοτέρα, όσον ο αχανής ναός του εωθινού στερεώματος υφ' ον απηγγέλθη ήτο μεγαλοπρεπέστερος της πνιγηράς Συναγωγής και της πληθούσης σχολής.
Εκηρύττετο, κατά την περίστασιν, επί της κλιτύος του όρους, ή πλησίον της λίμνης ή εις τας οδούς, ή εν τη οικία του Φαρισαίου, ή κατά το συμπόσιον του Τελώνου· ουδέ ήτο γλυκυτέρα ή υψηλοτέρα όταν απηυθύνετο εν τη Βασιλείω Στοά προς τους διδασκάλους του Ισραήλ ή όταν οι μόνοι ακροαταί της ήσαν οι αμαθείς όχλοι, τους οποίους οι αλαζόνες Φαρισαίοι εθεώρουν ως επικαταράτους. Και επραγματεύετο όχι περί τελετών και καθαρμών και τύπων, αλλά περί της ανθρωπίνης ψυχής, και προορισμού και ζωής ανθρωπίνης, περί Ελπίδος και Αγάπης και Πίστεως. Δεν υπήρχον ορισμοί εν αυτή ή εξηγήσεις ή σχολαστικά συστήματα ή φιλοσοφικαί θεωρίαι, αλλά λεπτοτάτη εισχώρησις εις τα βάθη της ανθρωπίνης καρδίας, άμεσος δε έκκλησις εις τας συνειδήσεις μετ' ακαταμαχήτου απλότητος, και μετ' απολύτου δεσποτείας επί των καρδιών. Πηγάζουσα από του βυθού αγίων συγκινήσεων, διεπέρα την ύπαρξιν παντός του ακροωμένου ως δι' ηλεκτρικής φλογός. Ενί λόγω, το κύρος της ήτο το κύρος του Σαρκωθέντος Θεού. Ήτο η θεία φωνή ομιλούσα δι' ανθρωπίνων χειλέων· και η αυστηρά καθαρότης της ήτο εμβαπτισμένη με τρυφεροτάτην συμπάθειαν, και η φοβερά αυστηρότης της με αγάπην ανέκφραστον.
Ήτο, διά να δανεισθώ την εικόνα του σοφωτάτου των Λατίνων πατέρων (του Αυγουστίνου) μεγάλη θάλασσα της οποίας η μειδιώσα επιφάνεια θραύεται εις τους πόδας των μικρών και των ασθενών, αλλ' εις τον βυθόν της τον ανεξερεύνητον και ο σοφώτερος πρέπει να προσβλέπη με το ρίγος του θάμβους και με τον τρόμον της αγάπης.
Και ημείς οίτινες δυνάμεθα να παραβάλωμεν την διδασκαλίαν του Χριστού με παν ό,τι ο κόσμος έχει κάλλιστον και μέγιστον εν τη φιλοσοφία, τη ρητορική και τω άσματι, δεν πρέπει και ημείς να προσθέσωμεν, με βαθυτέραν ακόμη έμφασιν, ότι, διδάσκων ως εξουσίαν έχων, ελάλει ως ουδέποτε άνθρωπος ελάλησε; Και άλλοι διδάσκαλοι εξέφεραν ρήματα σοφίας, αλλ' εις ποίον εξ αυτών εδόθη ν' αναγεννήση την ανθρωπότητα; Τι θα ήτον ο κόσμος τώρα εάν δεν είχεν ειμή τους ξηρούς αφορισμούς και τους εφεκτικούς δισταγμούς του Κομφυκίου, ή τας αμφιβόλους αρχάς και τας επικινδύνους παραχωρήσεις του Πλάτωνος; θα είχε κατορθώσει η ανθρωπότης την ευρείαν ηθικήν πρόοδον την οποίαν κατώρθωσεν, εάν μηδείς μέγας Προφήτης εκ των άνω είχε προμηθεύσει αυτή τίποτε καλλίτερον από την θλιβεράν ελπίδα του Βούδδα περί νιρβάνας, δυναμένης να επιτευχθή δι' αστόργου σκληραγωγίας, ή από την κυνικήν υπό του Μωάμεθ κύρωσιν της πολυγαμίας και του δεσποτισμού;
Δυνατόν ο Χριστιανισμός να εξέπεσεν εν πολλοίς από του αρχαίου και μεγάλου ιδεώδους· δυνατόν να έχασε κάτι εκ της παρθενικής αγνότητός του. Η ερίζουσα και διηρημένη Εκκλησία της σήμερον δυνατόν να εξέκλινε κατά τους μακρούς αιώνας από της λαμπρότητος της Καινής Ιερουσαλήμ της καταβαινούσης εκ του ουρανού από του Θεού· αλλά δεν είνε η Χριστιανοσύνη καλλιτέρα από ό,τι κατήντησε το πάλαι η Ελλάς, και από ό,τι είναι η Τουρκία και η Αραβία και η Κίνα; Μήτοι ο Χριστιανισμός εκτείνει τα έθνη τα ασπασθέντα αυτόν διά της ατροφίας του Βουδδισμού ή διά του μαρασμού του Ισλάμ; Και ως ηθικόν σύστημα — καίτοι είναι ασυγκρίτως υπέρτερος ηθικού συστήματος — δεν παραδεχόμεθα ότι ο Χριστιανισμός είναι κοινόν τι· και μάλιστα ισχυριζόμεθα ότι ουδέποτε πίστις κατώρθωσεν ως αυτή να διασείση τας καρδίας των ανθρώπων. Αι άλλαι θρησκείαι είναι αποδεδειγμένως πλημελείς και σφαλεραί· η ημετέρα απεδείχθη πάντοτε πλήρης και τελεία· άλλα συστήματα ήσαν εσωτερικά και αποκλειστικά, το δε ημέτερον απλούν και παγκόσμιον· άλλα πρόσκαιρα και δι' ολίγους, το ημέτερον αιώνιον και δι' όλον το ανθρώπινον γένος. Ο Κουγκ, ο Φουτσέ, ο Σακιά, ο Μωάμεθ, ουδ' εδυνήθησαν να συλλάβωσι ποτέ το ιδεώδες κοινωνίας χωρίς να πέσωσιν εις οικτράν πλάνην· ο Χριστός καθίδρυσε το πραγματικόν αιωνίας και ενδόξου βασιλείας, της οποίας η ιστορία εν τω κόσμω αποδεικνύει ότι είναι, ό,τι αρχήθεν ήτο, η βασιλεία των Ουρανών, η βασιλεία του Θεού.
Και όμως πόσον εκτάκτως απλή και καθαρά είναι η γλώσσα του Χριστού εν συγκρίσει προς πάσαν άλλην διδασκαλίαν ήτις ενηχήθη ποτέ εις τας ακοάς του κόσμου. Ούτε επιστήμη υπάρχει εν αυτή ούτε τέχνη ούτε πομπή αποδείξεως, ούτε επιμέλεια κατασκευής, ούτε τέχνασμα ρητορικόν, ούτε η από των σχολών σοφία. Ευθείαι ως βέλη επί τον σκοπόν, αι εντολαί Του βάλλουσιν εις τα βάθη της ψυχής και του πνεύματος. Το παν είναι βραχύ, σαφές, εναργές, πλήρες αγιότητος, έμπλεων των κοινών εικόνων του καθημερινού βίου. Σχεδόν δεν υπάρχει σκηνή ή αντικείμενον σύνηθες εις την Γαλιλαίαν των χρόνων εκείνων, το οποίον ο Ιησούς να μη μετεχειρίσθη ως ηθικόν εξεικόνισμα λαμπράς τινος Επαγγελίας ή ηθικού νόμου. Ομίλησε περί χλοαζόντων αγρών, περί ανθούντων κρίνων, περί εαρινής βλάστης δένδρων· περί ανατολής ηλίου και δύσεως, περί ανέμου και βροχής, περί νυκτός και καταιγίδος· περί νεφών και αστραπής, περί ποταμού και χειμάρρου· περί αστέρων και λύχνων, περί μέλιτος και άλατος· περί σειομένων καλάμων και περί καύσεως ζιζανίων· περί όφεων και περιστερών, περί μαργαριτών και νομισμάτων, περί δικτύων και ιχθύων. Οίνος και άλευρον, σίτος και έλαιον, επιστάται και φύλακες, εργάται και εργοδόται, βασιλείς και ποιμένες, οδοιπόροι και λησταί και ιερείς και Λευίται, μεγιστάνες εν χλιδή και πλούτω και νύμφαι με νυμφικάς αμφιέσεις, όλα ταύτα ευρίσκονται εις τους λόγους Του. Εγνώριζεν όλην την ζωήν και είχεν εμβλέψει εις αυτήν με ευμενές όπως και με βασιλικόν όμμα. Ηδύνατο να συμπαθή εις τας τέρψεις της, όπως ηδύνατο και να ιατρεύη τους πόνους της, και οι οφθαλμοί οίτινες εβράχησαν τοσάκις με δάκρυα καθώς είδον τας κακοπαθείας των πενθούντων πλησίον της επιθανατίου κλίνης, έλαμψαν ομοίως με ευμενέστερον βλέμμα καθώς παρηκολούθουν τας παιδιάς των ευτυχών μικρών της γης εις τους χλοάζοντας αγρούς και τας οδούς τας πολυανθρώπους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'.
Άλλα θαύματα
Ο λεπρός. — Η αθέτησις του γράμματος. — Διατί η δημοσιότης απηγορεύετο. — Η αίτησις του εκατοντάρχου. — Η επέμβασις των συγγενών.
Τα εγκαίνια της Μεγάλης Διδασκαλίας επηκολούθουν και εκύρουν μεγάλα θαύματα. Ο Ιησούς, λέγει ο Άγιος Ευθύμιος, μετέβαινεν από της διδασκαλίας εις τα θαύματα. Αφού εδίδαξεν ως εξουσίαν έχων, προέβη να επιβεβαιώση την εξουσίαν ταύτην διά συμμόρφων πράξεων.
Ο Κύριος ημών δεν απεσύρθη προς ανάπαυσιν μετά τόσους κόπους, και αι κατόπιν ημέραι υπήρξαν ημέραι συνεχούς και ανενδότου εργασίας. Αφού η διδαχή ετελείωσε, το άπειρον πλήθος διεσπάρη, κ' εκείνοι των οποίων αι κατοικίαι ήσαν εις την πεδιάδα της Γεννησαρέτ θα ηκολούθησαν βεβαίως τον Ιησούν διά του χωρίου Αττίν και πέραν του στενού οροπεδίου, και είτα, αφού κατήλθον την φάραγγα, θ' άφησαν τα Μάγδαλα προς τα δεξιά και διά της Βηθσαϊδά έφθασαν εις Καπερναούμ.
Καθώς κατήλθε το όρος και εισήρχετο ήδη εις μίαν πολίχνην, οικτρόν θέαμα παρέστη εις τους οφθαλμούς Του. Αίφνης με εναγώνιον ικεσίαν, πίπτων γονυπετής ενώπιόν του, είτα πρηνής καταγής, παρουσιάζεται είς λεπρός, πάσχων, ο δύστηνος, εκ του χειρίστου είδους της τρομεράς νόσου, θα εχρειάζετο εκ μέρους του αθλίου καταπληκτική πίστις διά να πείση εαυτόν ότι ο νέος Προφήτης ο εκ της Ναζαρέτ θα ήτο ικανός να εξαλείψη παρ' αυτώ την ανίατον νόσον. Και όμως η συγκεντρωμένη ελπίς της ζωής του ερράγη εις την κραυγήν: «Κύριε, εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι».
Ταχεία ως ηχώ ήλθεν η απάντησις εις την πίστιν του: «θέλω· καθαρίσθητι».
Όλα τα θαύματα του Χριστού υπήρξαν άμα και αποκαλύψεις. Ενίοτε, όταν αι περιστάσεις το απήτουν, ανέβαλλε την απάντησίν Του εις την παράκλησιν του πάσχοντος. Αλλά δεν εβράδυνε ποτέ όταν λεπρός τις έκραζε προς Αυτόν. Οι ραββίνοι εδείκνυον, ως λέγεται, μεγάλην απέχθειαν προς τα δυστυχή πλάσματα, και έρριπτον λίθους κατ' αυτών· αλλ' ο Ιησούς ποτέ δεν είδε τας ζώσας ταύτας παραβολάς της καταστροφής άνευ αμέτρου συμπαθείας. Η λέπρα ήτο ανεγνωρισμένος τύπος της αμαρτίας, και ο Χριστός θα μας εδίδασκεν ότι η εγκάρδιος δέησις του αμαρτωλού όπως πληθή και καθαρισθή τυγχάνει πάντοτε αμέσου υποδοχής. Όταν ο Δαυίδ, ο τύπος των αληθώς μετανοούντων, έκραζε μετά μεγάλης συντριβής, «Ήμαρτον εναντίον Κυρίου», ο Νάθαν ηδυνήθη να διαβιβάση εν ακαρεί εις αυτόν την παρά του Θεού άφεσιν: «Κύριος αφείλε την αμαρτίαν σου· ου μη αποθάνης».
Πάραυτα εκτείνας την χείρα, ο Κύριος έψαυσε το λεπρόν, και ούτος εκαθαρίσθη.
Ήτο λαμπρά αθέτησις του γράμματος του Νόμου, όστις επιτάττει αυστηρόν αγνισμόν εις πάσαν επαφήν του λεπρού· αλλ' ήτο συγχρόνως λαμπρά έξαρσις του πνεύματος του Νόμου, το οποίον ήτο ότι ο έλεος είνε ανώτερος της θυσίας. Η χειρ του Ιησού δεν εμολύνθη διά της επαφής του λεπρού, αλλά του λεπρού όλον το σώμα εκαθαρίσθη διά της προσψαύσεως της αχράντου χειρός. Καθ' όμοιον τρόπον ήψατο και της αμαρτωλού ανθρωπίνης φύσεως, και εκοινώνησεν αυτής, και όμως έμεινεν άνευ κηλίδος ή αμαρτίας.
Εν τω βάθει και τω αυθορμήτω της ανθρωπίνης συγκινήσεώς Του ο Κύριος έθιξε τον λεπρόν και κατέστησεν αυτόν υγιή. Αλλ' η επιθυμία του ήτο νυν να τηρήση τον Μωσαϊκόν νόμον εν πλήρει υπακοή· και άμα προς απόδειξιν του θαύματος, και εκ προνοίας χάριν του πάσχοντος, και συμφώνως με την Λευιτικήν διάταξιν, εκέλευσε τον λεπρόν και υπάγη και δείξη τον εαυτόν του εις τον ιερέα, «εις μαρτύριον αυτοίς», να κάμη τας συνήθεις προσφοράς, και να λάβη το νόμιμον πιστοποιητικόν ότι εκαθαρίσθη. Προσέτι το διέταξεν αυστηρώς να μη είπη εις άλλον κανένα τίποτε. Φαίνεται εκ τούτου ότι το αιφνίδιον μεθ' ου το θαύμα επετελέσθη ετήρησε τούτο μυστικόν από πάντων πλην ίσως ολίγων εκ των αμέσων ακολούθων του Κυρίου, καίτοι συνέβη εν μέση ημέρα, και σύνεγγυς πόλεως και ου μακράν από του ακολουθούντος πλήθους. Αλλά διατί ο Κύριος εις αυτήν και εις πολλάς άλλας περιστάσεις συνέστησεν εις τας αξιουμένους θαυμάτων μυστικότητα την οποίαν σπανίως ετήρουν; Πλήρη τον λόγον ίσως ουδέποτε θα γνωρίσωμεν. Άπαξ μάλιστα συνέστησεν εις ένα να δημοσιεύση το έλεος του οποίου ηξιώθη. Πλην ίσως ήθελε να διδάξη ότι ώφειλον να τον θεωρούν οποίος πράγματι ήτο, όχι απλώς ως θαυματουργόν και ιατρόν των σωμάτων, αλλ' ως Σωτήρα των ψυχών εξ αποκαλύψεως και διά της χάριτος.
Οποίοι και αν ήσαν οι γενικοί λόγοι, φαίνεται ότι εις την περίπτωσιν ταύτην υπήρξε λόγος τις ιδιαζούσης σπουδαιότητας. Ο Μάρκος ο Ευαγγελιστής, αντανακλών δι' ημάς τας εντόνους και ισχυράς εντυπώσεις του Πέτρου, μας δεικνύει ότι η αποπομπή του λεπρού εγένετο μετά τινος σφοδράς συγκινήσεως. Το «εμβριμησάμενος αυτώ» ο Ευθύμιος ο Ζιγαδηνός ερμηνεύει: «αυστηρώς εμβλέψας και επισείσας την κεφαλήν». Ποίον το αίτιον της αυστηράς ταύτης διαταγής, της στιγμιαίας ταύτης αποπομπής; Ίσως ήτο το ότι θίξας τον τυφλόν [λεπρόν ;], καίτοι η επαφή ήτο ιατήριος, θα εθεωρείτο υπό πολλών ως λειτουργικώς ακάθαρτος. Ότι δε τούτο συνέβη πράγματι δύναται να υποτεθή εκ του ρητώς μνημονευομένου γεγονότος, ότι δεν ηδύνατο να εισέλθη εις πόλιν, αλλ' ήτο έξω, εις τας ερήμους. Παραπλησίαν περίστασιν μνημονεύει ο Λουκάς, καίτοι χωρίς να δώση ιδιάζοντα λόγον δι' αυτήν, και προσθέτει ότι ο Ιησούς διετέλει προσευχόμενος. Εάν εν τοσούτω, η διασάλπισις της ιστορίας του λεπρού συνεπέφερε την ανάγκην βραχείας περιόδου αποκλεισμού, είνε προφανές ότι το πλήθος μικράν έδωκε προσοχήν εις την κατά Λευίτας ακαθαρσίαν, διότι, και εις τα ερημικά μέρη όπου κατέφυγεν ο Ιησούς, συνέρρευσαν προς Αυτόν πανταχόθεν.
Αν η ίασις του δούλου του εκατοντάρχου συνέβη προ ή μετά την αποχώρησιν ταύτην είνε αβέβαιον· αλλ' εκ του γεγονότος ότι και ο Ματθαίος και ο Λουκάς το θέτουσιν εν στενή συναφεία με την επί του Όρους Διδασκαλίαν, δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι, όσον και αν απεχώρησεν εις έρημον τόπον δεν ηδυνήθη να ικανοποιήση τας απαιτήσεις των άγαν αυστηρών ζηλωτών του νόμου διά της απομακρύνσεως ταύτης.
Μόλις ο Κύριος έφθασεν εις την πόλιν Καπερναούμ, και τον συνήντησε πρεσβεία εξ Ιουδαίων πρεσβυτέρων της πρωτίστης Συναγωγής, ερχομένη να μεσιτεύση πλησίον Του προς χάριν του κεντυρίωνος, του οποίου ο πιστός και ηγαπημένος οικέτης, έκειτο εν αγωνία και κινδύνω παράλυτος, Θα ηδύνατο ίσως να φανή παράδοξον ότι Ιουδαίοι πρεσβύτεροι έλαβον τόσον ενδιαφέρον δι' άνθρωπον όστις, ρωμαίος ή όχι, ήτο βεβαίως εθνικός, και δεν ήτο καν ούτε προσήλυτος. Εξήγησαν εν τοσούτω ότι, όχι μόνον ηγάπα το έθνος των — πράγμα σπανιώτατον παρ' εθνικώ, διότι οι Εβραίοι εν γένει εμισούντο — αλλά και ιδία δαπάνη είχε κτίσει Συναγωγήν δι' αυτούς ωραίαν και μεγαλοπρεπή. Απλούν το γεγονός ότι απηυθύνθησαν προς τον Ιησούν δεικνύει ότι το συμβεβηκός τούτο ανήκει εις τους πρώτους χρόνους της διδασκαλίας Του, οπότε μυριάδες απέβλεπον προς Αυτόν μετ' εκπλήξεως και ελπίδος, και πριν αρχίση ο θανάσιμος διωγμός των ύστερον χρόνων. Ο Χριστός πάραυτα ενέδωκεν εις το αίτημά των. Αλλά καθ' οδόν τον συνάντησαν άλλοι απεσταλμένοι από του ταπεινόφρονος και ευλαβούς εκατοντάρχου, και τον ικέτευσαν να μη ενοχληθή να εισέλθη υπό την αναξίαν και ακάθαρτον στέγην ενός εθνικού, (ο ίδιος δεν έκρινεν εαυτόν άξιον της τιμής ταύτης — «Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης»), αλλά να σώση από του θανάτου τον πάσχοντα δούλον, καθώς είχε σώσει τον υιόν του βασιλικού, δι' απλού μόνον λόγου. Καθώς ο κεντυρίων ήχεν υπ' αυτόν ανθρώπους, οίτινες εξετέλουν τας διαταγάς του, ούτω δεν ηδύνατο και ο Χριστός να πέμψη αοράτους αγγέλους να εκτελέσωσι το θέλημά Του, χωρίς ο Ίδιος να λάβη τον κόπον; Ο Κύριος εξεπλάγη από την τόσην πίστιν, μεγαλειτέραν από όσην εύρεν εν τω Ισραήλ. Και εξήγαγεν εκ της περιστάσεως ταύτης το συμπέρασμα, το οποίον ήχησε τόσον ψυχρόν και δυσάρεστον εις τα ιουδαϊκά ώτα, ότι, όταν πολλοί εκ των υιών της βασιλείας θα ριφθώσιν εις το σκότος το εξώτερον, πολλοί θα έλθωσιν από ανατολών και δυσμών, και θα καθίσωσι μετά του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών. Αλλ' οι απεσταλμένοι Του εκατοντάρχου εύρον άμα επιστρέψαντες ότι το ιατήριον ρήμα υπήρξε τελεσφόρον, και ότι ο πιστός δούλος είχε γίνη υγιής.
Δεν είναι παράδοξον ότι, μετά ημέρας τόσον θαυμασίας ως αύται, αδύνατον υπήρξε διά τον Ιησούν να εύρη ανάπαυσιν. Από όρθρου βαθέος επί της κορυφής του όρους, μέχρι οψίας νυκτός εις ήντινα οικίαν είχεν εκλέξει προς διανυκτέρευσιν, τα πλήθη ήρχοντο πυκνά περί Αυτόν, μη σεβόμενα το άσυλόν Του, μη αναλογιζόμενα τον κάματόν Του, απλήστως έρχοντα να τον ίδωσι, να μετάσχωσι των θαυμάτων Του, να ακούσωσι τους λόγους Του. Δεν έμενε καιρός ουδέ όπως φάγη άρτον. Τοιαύτη ζωή είνε όχι μόνον εις άκρον καματηρά και πολύπονος, αλλά λεπτοφυά και υψίχορδον φύσιν, χαίρουσαν τη μονώσει, ευρίσκουσαν την καθαρωτάτην ολβιότητα εν κατά μόνας προσευχή, η αδιάλειπτος αύτη δημοσιότης, η ανένδοτος εργασία αποβαίνει απλώς φρενοπλήκτις, εκτός αν το πνεύμα θάλπεται δι' απεριορίστου συμπαθείας και αγάπης. Αλλ' η καρδία του Σωτήρος ούτως εθάλπετο, κατά το ανθρώπινον.
Είνε πιθανόν ότι εις την περίοδον ταύτην ανήκει το αξιοσημείωτον ανέκδοτον, το οποίον απεμνημονεύθη δι' ημάς υπό του Ευαγγελιστού Μάρκου. Οι συγγενείς και οικείοι του Χριστού, μαθόντες όσα έπραττεν, ήλθον από της οικίας των, ίσως εις Κανά ή εις Καπερναούμ, όπως «κρατήσωσιν Αυτού» και Τον περιωρίσωσι. Οι πληροφορήσαντες αυτούς παρενόησαν την έξαψιν την κατάδηλον εις όλους τους λόγους και τας πράξεις Του, την ισχυράν λάμψιν της συμπαθείας, την καίουσαν φλόγα της αγάπης· εθεώρησαν ταύτην ως υπερβάλλουσαν έξαψιν, ως υπέρμετρον ευαισθησίαν, ως αυτόν τον λήρον της ευποιίας και του ζήλου.
Εν τω κόσμω υπήρξε πάντοτε ροπή τις εις το συγχέειν την ζέσιν του ενθουσιασμού με το έξαλλον ατάκτου μεγαλονοίας. «Παύλε, μέμηνας», υπήρξε το μόνον σχόλιον το οποίον το πάθος του Αποστόλου και η εξηρμένη αυτού ευγλωττία ενέπνευσεν εις τον Ρωμαίον προκουράτορα «Δαιμόνιον έχει», ετόλμων να συμπεραίνωσί τινες των παχυλών και σαρκικών ακροατών, ύστερον από μίαν των τρυφερωτάτων και θειοτάτων ομιλιών του Κυρίου. Παραπλησία, καίτοι ουχί τόσον βάναυσος, ήτο η σκέψις ήτις ενέπλητε το πνεύμα των διαπορούντων συγγενών του Χριστού, οπόταν ήκουσαν περί της αιφνιδίας ταύτης και καταπληκτικής δραστηριότητος μετά την γαλήνιον μόνωσιν τριάκοντα άγνωστων και αμνημονεύτων ετών. Μέχρι τούδε ήσαν σχεδόν ασυμπαθείς προς Αυτόν· δεν Τον εγνώριζον, δεν επίστευον εν πλήρει εις Αυτόν· έλεγον ότι ήτο εκτός Εαυτού. Αναγκαίον δε ήτο να διδαχθώσιν από τούδε διά πολλών αποφασιστικών αποδείξεων, ότι δεν ήτο ως είς εξ αυτών· ότι δεν ήτο πλέον ο τέκτων, «ο αδελφός Ιακώβου και Ιωσή και Ιούδα και Σίμωνος», αλλ' ο υιός του Θεού, ο Σωτήρ του κόσμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'.
Ο Ιησούς εις Ναΐν
Πώς ανέστησε τον υιόν της χήρας. — Αποστολή παρά Ιωάννου του Βαπτιστού. — Απόκρισις του Ιησού. — Λαμπρός έπαινος του Ιωάννου. — «Ο ελάχιστος εν τη βασιλεία των Ουρανών».
Μετά τα συμβάντα ταύτα, ως διηγείται ο Λουκάς, ο Κύριος ημών απήλθεν από Καπερναούμ εις Ναΐν. Η Ναΐν, την σήμερον άθλιον χωρίον, απέχει εικοσιπέντε μίλια από της Καπερναούμ, και κείται επί της βορυοδυτικής κλιτύος του Ιεβέλ ή μικρού Ερμών. Το όνομα, όπερ διατηρεί εισέτι, σημαίνει «ωραίος», και η θέσις της παρά το Ενδώρ, απέναντι του Θαβωρίου όρους και των υψωμάτων της γης Ζαβουλών, δικαιολογεί το εύφημον του τίτλου. Αναχωρήσας, ως πάντοτε ποιούσιν οι Ανατολίται, πρωί με την αύραν την δροσεράν, ο Ιησούς έπλευσε, κατά πάσαν πιθανότητα εις το μεσημβρινόν της λίμνης, και είτα κατήλθε την κοιλάδα του Ιορδάνου, οπόθεν, αφήσας το Θαβώρ δεξιόθεν, θα έφθασεν εις το μικρόν χωρίον ολίγον μετά την μεσημβρίαν.
Κατά την λαμπράν ταύτην περίοδον του κηρύγματός Του, συνοδεύετο ου μόνον υπό των μαθητών Του, αλλά και υπό χαίροντος πλήθους. Και καθώς η φραιδρά αύτη προπομπή, η τόσω πλήρης υψιφρόνων ελπίδων και πλανητικών πίστεων περί του ερχομένου Βασιλέως, ανέβαινε την στενήν και πετρώδη ανωφέρειαν την άγουσαν εις την πύλην της Ναΐν, συνήντησεν άλλην και θλιβεράν συνοδίαν, εξερχομένην όπως θάψη αποθανόντα νέον τινά έξω των τειχών. Υπήρχε περιπάθεια βαθυτέρα του συνήθους εις το θέαμα, και διά τούτο πιθανώς, παρά τη εκπαθεί εκείνη φυλή, πένθος αγριώτερον και ειλικρινέστερον ή οι συνήθως οδυρμοί. Διότι ο νέος ήτο, κατά το ύφος το απλούν και παθητικόν, το οποίον ησθάνοντο και βαθύτερον τα Ιουδαϊκά ώτα, «Μονογενής τη μητρί αυτού, και αυτή χήρα».
Η θέα της τρομεράς ταύτης λύπης συνεκίνησεν ακαθέκτως την υπερφιλούσαν καρδίαν του Σωτήρος. Σταθείς μόνον διά να είπη εις την μητέρα, «Μη κλαίε», επλησίασε, και ολιγωρήσας πάλιν των τελετουργικών διατάξεων, έψαυσε την σωρόν εν ή έκειτο ο νεανίας. Πρέπει να υπήρξε στιγμή προσδοκίας και συνοχής της πνοής απερίγραπτος. Απρόσκλητοι, αλλ' έμπλεοι αορίστου φόβου, οι βαστάζοντες την λάρνακα εστάθησαν. Και τότε διά των καρδιών των εμπλήκτων θρηνολόγων, και διά των καρδιών του σιωπώντος πλήθους, ήχησε γαλήνιος η φωνή: «Νεανία, έγειραι»!
Άρά γε φοβερόν τούτον μονοσύλλαβον (αραμαϊστί κ ο υ μ) θα διεπέρα και τας μυστηριώδεις μοναξίας του θανάτου; Διεπέρασε τάχα τα αδιάτρητα σκότη τα οποία απέκρυψαν πάντοτε από της ανθρωπίνης όψεως τον κόσμον τον πέραν του τάφου; Ναι, τα διεπέρασεν. Ο νεκρός ηγέρθη, και ήρχισε να ομιλή· κ' Εκείνος τον παρέδωκεν εις την μητέρα του.
Ουδέν άπορον αν μέγας φόβος επέπεσεν επί πάντας. Δυνατόν ν' ανελογίσθησαν τον Ηλιού και την χήραν της Σαραφθίας· τον Ελισσαιέ και την Σουνναμίτιδα. Κ' εκείνοι, οι μέγιστοι των Προφητών, απέδωκαν εις τας πτωχάς γυναικάς τους αποθανόντας μονογενείς των. Αλλ' εκείνοι το έπραξαν με αγωνίαν και με κόπους και ικασίας, με προσευχάς και με εμφυσήσεις και εκτάσεις χειρών και μελών επί του νεκρού· ο δε Ιησούς έπραξε το θαύμα γαληνίως, περιστατικώς, στιγμιαίως, εν τω ιδίω ονόματι, διά της ιδίας εξουσίας Αυτού, δι' απλής λέξεως. Ηδύναντο οι παρεστώτες να κρίνωσιν άλλως ή ότι «ο Θεός επεσκέψατο τον λαόν Αυτού;»
Ήτο περί τον χρόνον τούτον, ίσως την αυτήν ημέραν, ότε ο Ιησούς εδέχθη βραχύ αλλά τεταραγμένον μήνυμα από τον μέγαν Πρόδρομόν του, τον Βαπτιστήν Ιωάννην. Αυτή η βραχύτης του επηύξανε την έννοιαν της αμφιβολίας και της θλίψεως ήτις τον διέπνεε. «Συ ει ο ερχόμενος, ηρώτα, ή άλλον προσδοκώμεν;»
Ήτο τούτο μήνυμα από εκείνον όστις πρώτος είχεν αναγνωρίσει και είχε δείξει τον Αμνόν του Θεού; από εκείνον όστις, εν τη εκστάσει της οπτασίας, είχεν ιδεί τον ουρανόν ανεωγμένον και το Πνεύμα ωσεί περιστεράν κατερχόμενον επί τον Ιησούν;
Δυνατόν. Εφαντάσθησάν τινες εντοσούτω ότι η ερώτησις μόνον σκοπόν είχε να θεραπεύση τας αμφιβολίας των ζηλοτύπων και αποκαρδιωμένων οπαδών του Βαπτιστού· άλλοι, ότι το ερώτημα εσήμαινε μόνον. «Είσαι τω όντι ο Ιησούς περί ου εμαρτύρησα; άλλοι ότι το μήνυμα δεν εμπεριείχε λανθάνοντα δισταγμόν, αλλ' ήτο ως δειλή εισήγησις ότι ο καιρός είχεν έλθη ήδη διά τον Ιησούν να φανερωθή ως ο Μεσσίας των θεοκραταιών ελπίδων του έθνους Του· ίσως δε ενείχε και ηπίαν επιτίμησιν προς Αυτόν διότι επέτρεπεν ώστε ο φίλος και πρόδρομός Του να τήκηται εν φυλακή, και δεν εξήσκει προς χάριν Του την θαυματουργόν δύναμιν την οποίαν διασάλπιζεν η φήμη. Πλην όλαι αύται αι υποθέσεις είνε όλως αστήρικτοι, και αναιρούνται εξ αυτών των εκφράσεων της αφηγήσεως. Ο Άγ. Ιωάννης ο Βαπτιστής, με το ηρωικόν μεγαλείον του, δεν έχει ανάγκην των οικτηρμόνων συνδιασμών μας· συμπεραίνομεν εκ των ρητών λόγων Εκείνου, όστις κατ' αυτήν την κρίσιν απήγγειλε περί αυτού τον λαμπρότατον έπαινον ον προήνεγκόν ποτε ανθρώπινα χείλη, ότι ο μέγας προφήτης είχεν εύρη πράγματι λίθον προσκόμματος εις την πίστιν του εξ όσων ήκουε περί του Χριστού.
Και μη τούτο είνε αφύσικον; είνε τι το οποίον ο γνωρίζων την ανθρωπίνην καρδίαν θα καταδικάση; Το στάδιον του μεγίστου των προφυτών υπήρξε βραχύ και τραγικόν, θλιβερόν ημερολόγιον συμφοράς και εκλείψεως. Καίτοι οι λαοί συνέρρεον παμπληθείς ν' ακούσωσι τον πύρινον κήρυκα της ερημίας, η πραγματική εντύπωσις επί το πνεύμα του έθνους ούτε βαθεία υπήρξεν ούτε διαρκής. «Τις ήκουσε την φωνήν του (λέγει Σκώτος ποιητής); Μόνον η ηχώ από τα άντρα των ορέων απήντα: Μετανοείτε! μετανοείτε!»
Και πριν εξέλθη ο Ιησούς εν τω πληρώματι της εξουσίας Του, η ισχύς και η δύναμις του Ιωάννου είχεν ωχριάσει ως αστήρ προ της ανατολής. Πρέπει να ησθάνθη τάχιστα — και τούτο είνε πικρόν διά πάσαν ανθρωπίνην καρδίαν να το αισθανθή — ότι η αποστολή του εν τη παρούση ζωή, είχε λήξει· ότι ουδέν αξιόλογον έμενεν αυτώ να πράξη. Παρόμοιαι στιγμαί καρδιοβόρου μελαγχολίας επήλθον ήδη εις τον βίον των μεγάλων των προ αυτού, του Μωυσέως και του Ηλία. Αλλά δεινοτέρα ακόμη ήτο η περίστασις διά τον Βαπτιστήν. Διότι αν και ο φίλος και ο Σωτήρ του έζη, και δεν απείχε πόρρω απ' αυτού, ήτο δε εν τη ακμή της δυνάμεως Του, και ετέλει καθ' ημέραν τα θαύματα της αγάπης τα οποία εμαρτύρουν την αποστολήν Του, όμως ο Ιωάννης δεν είδε πλέον τον φίλον και τον Σωτήρα τούτον επί της γης. Ο δε Ηρώδης ο Αντίπας, ο ευτελέστατος ούτος των τυράννων και ασθενέστατος, θυμωθείς διότι ο Ιωάννης τον ήλεγχε διά τον αθέμιτον γάμον του μετά της Ηρωδιάδος, εκράτησε τον Ιωάννην και τον έρριψεν εις την φυλακήν.
Ο Ιώσηπος λέγει, ότι η φυλακή αύτη ήτο εις το φρούριον Μακώρ, παρά την εσχατιάν την γείτονα της έρημου, προς βορράν της Νεκράς Θαλάσσης και εγγύς των μεθορίων της Αραβίας. Διά πνεύμα ελεύθερον, δι' άνδρα ζήσαντα εν τη αγριότητι της ερήμου, καθώς ο Ιωάννης, χειροτέρα του θανάτου ήτο η φυλακή. Και αυτό το όμμα του προφητικού αετού επόμενον ήτο να θολώση εις τον κλοβόν εκείνον.
Ουχί άπαξ ούτε διά μόνον εν τη ιστορία του κόσμου ο Θεός εφάνη ότι άφησε τους μεγίστους θεράποντάς Του να πιώσι μέχρι τρυγός την κύλικα της δοκιμασίας και του μαρτυρίου πριν ή στεφανώσωσι αυτούς οριστικώς με στέφανον δόξης ακήρατον. Αλλ' εις ουδένα η πειθαρχική αύτη παιδεία ήλθε κατά τρομερώτερον τρόπον ή εις τον Άγ. Ιωάννην. Διότι εφαίνετο ολιγωρούμενος ου μόνον υπό του Θεού άνω, αλλά και υπό του ζώντος Υιού του Θεού επί της γης. Ο Ιωάννης ετήκετο εις την ειρκτήν του Ηρώδου, και ο Ιησούς εν τη χαρμοσύνω απλότητι της πρώτης εν τη Γαλιλαία διδασκαλίας Του εκήρυττεν εις φαιδρά πλήθη μεταξύ των κρίνων του αγρού ή από των κυμάτων της λίμνης της τερπνής. Ω, διατί ο Πατήρ του εν τω ουρανώ και ο φίλος του επί της γης να τον αφήσουν να τήκηται ούτω; Μη η ζωή του δεν ήτο οσία; μη η λειτουργία του δεν υπήρξε πιστή; μη η μαρτυρία του δεν ήτο αληθής; Ω, διατί Εκείνος, ον εμαρτύρησε πέραν του Ιορδάνου, δεν κατετίβαζε πυρ εξ ουρανού να καύση τα άνομα εκείνα τείχη; Μεταξύ τόσων θαυμάτων δεν Του επερίσσευεν έν προς χάριν του ταλαιπώρου συγγενούς Του, όστις είχεν έλθη προ προσώπου Του διά να κατασκευάση την οδόν Του έμπροσθέν Του; Μεταξύ τόσων λόγων ελέους και συμπαθείας ένα μόνον δεν ηδύνατο να είπη δι' εκείνον όστις είχεν εκφέρει την φωνήν εκείνην του βοώντος εν τη ερήμω; Διατί ο νεαρός Υιός του Δαυίδ να μη διασαλεύση διά σεισμού τα θεμέλια των ειρκτών εκείνων της Ιδουμαίας, ή μίαν μόνον να στείλη εκ των δώδεκα λεγεώνων των Αγγέλων Του προς απελευθέρωσιν του Προδρόμου και φίλου Του, έστω και διά να τον επαναφέρη και πάλιν εις την έρημον μοναξίαν του, ν' αποθάνη εκεί ελεύθερος μεταξύ των θηρίων, μακράν της ατίμου τυραννίας του Ηρώδου του αιμομίκτου και μοιχού; Τι το άπορον, επαναλέγομεν, αν το όμμα του εν κλωβώ αετού ήρχισε να θολώνη!
«Συ ει ο ερχόμενος ή άλλον προσδοκώμεν;»
Ο Ιησούς δεν απήντησεν απ' ευθείας εις την ερώτησιν. Επέτρεψεν εις τους απεσταλμένους να ίδωσι με τους ιδίους οφθαλμούς των τινά εκ των έργων περί ων μόνον ήκουον μέχρι τούδε, και είτα, κατ' αναφοράν προς το ΞΑ' κεφάλαιον του Ησαΐου, παρήγγειλεν αυτοίς να είπωσι προς τον Ιωάννην ότι τυφλοί αναβλέπουσι, και χωλοί περιπατούσι, και λεπροί καθαρίζωνται, και κωφοί ακούουσι, και νεκροί εγείρονται· προ πάντων δε και υπέρ παν άλλο, ότι πτωχοί ευαγγελίζονται· και είτα, δυνάμεθα να φαντασθώμεν μετά πόσον βαθείας τρυφερότητος προσέθηκε. «Και μακάριος ος αν μη σκανδαλισθή εν Εμοί». Μακάριος τουτέστιν, εκείνος όστις πιστεύη εις Εμέ και εν τω διωγμώ και τη θλίψει· όστις πιστεύση ότι γνωρίζω μέχρι τέλους την θέλησιν του Πέμψαντός Με και πώς και πότε να τελειώσω το έργον Του.
Ευκόλως δυνάμεθα να υποθέσωμεν, αν και ουδέν περισσότερον μας λέγεται, ότι οι μαθηταί δεν απεχώρησαν χωρίς ν' ακούσωσι παρά του Ιησού και άλλους λόγους ιδιαιτέρας στοργής και παραμυθίας διά τον μέγαν δεσμώτην· λόγια τα οποία θα ήσαν «ως γλυκέα υπέρ μέλι τω στόματι» εκείνου όστις υπέφερε την πείναν εις την έρημον, και πολυτιμότερα πηγής ύδατος εν γη αυχμώση. Και μόλις οι μαθηταί απεμακρύνθησαν, ότε Εκείνος εξέφερεν εν γλώση ευρύθμου καλλονής τον αξιομνημόνευτον έπαινον, ότι ο Ιωάννης ήτο όντως η Φωνή εν τη αυγή της νέας ημέρας, ο μέγιστος των κηρύκων του Θεού, ο Ηλίας όστις, κατά το τελευταίον ρήμα της αρχικής προφητείας έμελλε να προπορευθή της ελεύσεως του Μεσσίου και να ετοιμάση την οδόν Αυτού.
«Τι εξήλθετε εις την έρημον θεάσασθαι; Κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον; Αλλά τι εξήλθετε ιδείν; Άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον; Ίδετε, οι τα μαλακά φορούντες εν τοις οίκοις των βασιλέων εισίν. Αλλά τι εξήλθετε ιδείν; Προφήτην; Ναι, λέγω υμίν, και περισσότερον προφήτου. Ότι ούτος εστι περί ου γέγραπται. Ιδού Εγώ αποστέλλω τον άγγελόν Μου προ προσώπου Σου, ος κατασκευάσει την οδόν Σου έμπροσθέν Σου».
«Αμήν λέγω υμίν, ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού».
Είτα προσέθηκεν ότι, καίτοι ο Ιωάννης είνε ο τελευταίος και ο μέγιστος εν τη Παλαιά Διαθήκη, «ο μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών μείζων αυτού εστι».
Ο Ιωάννης είχεν έλθη μη εσθίων μήτε πίνων, και έλεγον; Δαιμόνιον έχει. Ο Υιός του Ανθρώπου είχεν έλθη εσθίων και πίνων, και έλεγον: Ίδε άνθρωπος φάγος και οινοπότης τελωνών φίλος και αμαρτωλών. Πλην εις το τέλος πληρούνται πάντοτε οι λόγοι της Σοφίας: «Ούτος ην ον έσχομέν ποτε εις γέλωτα και εις παραβολήν ονειδισμού, οι άφρονες; Τον βίον αυτού ελογισάμεθα μανίαν και την τελευτήν αυτού άτιμον. Πώς δε κατελογίσθη εν υιοίς Θεού και εν αγίοις ο κλήρος αυτού εστι;»
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'.
Η αμαρτωλός και ο Φαρισαίος
Σίμων ο Φαρισαίος. — Η κλαίουσα γυνή. — Η παραβολή των οφειλωτών. —
Άφεσις αμαρτιών. — Ήτο αύτη η Μαγδαληνή Μαρία;
«Οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα, μύρον εκκενωθέν όνομά σου».
Και τα λόγια τούτα του Άσματος των Ασμάτων έμελλον να πληρωθώσι· την ημέραν εκείνην εν τω Ιησού — όστις είνε το ζων μύρον, και το όνομα Αυτού, όνομα Μεσσίου κεχρισμένου εν ατιμήτω μύρω, ευωδιάζει πνευματικώς εις τους αιώνας ευωδίαν άρρητον. Κατά την διήγησιν του Λουκά, φαίνεται ότι ο Ιησούς την αυτήν ημέραν, ίσως εις Ναΐν ή εις Μάγδαλα, εδέχθη πρόσκλησιν παρ' ενός των Φαρισαίων, καλουμένου Σίμωνος.
Μέχρι τούδε ο Ιησούς δεν είχεν έλθη εις φανεράν ρήξιν προς το Φαρισαϊκόν κόμμα, και ίσως οι οπαδοί τούτου να εφαντάσθησαν, ότι θα ηδύνατο να φανή ωφέλιμος εις τους πολιτικούς και κοινωνικούς σκοπούς των. Φαίνεται ότι ο Σίμων ούτος είχε περισσοτέραν περιέργειαν να ίδη και ν' ακούση τον Ιησούν ή φιλοφροσύνην να τον δεξιωθή. Όλα τα συνήθη γνωρίσματα της φιλοξενίας, ψυχρώς παρελείφθησαν. Ούτε ύδωρ υπήρχε προς πλύσιν των ποδών, ούτε ασπασμός δεξιώσεως επί της παρειάς, ούτε λιπασμός ελαίου διά την κόμην, ουδέν άλλο ειμή ψυχρά τις αποδοχή είς τινα κενήν θέσιν παρά την τράπεζαν, ώστε ο κεκλημένος να θεωρήση ότι λαμβάνει μάλλον τιμήν ή απονέμει.
Κατά τους χρόνους της ενσάρκου Παρουσίας του Κυρίου οι Ιουδαίοι, ίσως προσλαβόντες το έθιμον από των Περσών, είχον εγκαταλείπει το σταυροποδητεί καθήσθαι εις το δείπνον, και ανεκλίνοντο, ως οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, επί κλιντήρων, παρά τραπέζας σχεδόν του αυτού ύψους με τας εν χρήσει παρ' ημίν σήμερον. Θα ίδωμεν εν τοις ύστερον ότι και το Πάσχα εβρώθη εν τη στάσει ταύτη. Το δε έθιμον του αποβάλλειν τα πέδιλα παρά την θύραν, λόγον έχει την μη μίανσιν των ταπήτων, ως προωρισμένων διά τας γονυκλισίας και τας προσευχάς.
Η ωραία και συγκινητική σκηνή ήτις συνέβη εν τη οικία του Σίμωνος, δύναται να εννοηθή μόνον αναλογιζομένων ότι, καθώς ανέκειντο οι δαιτυμόνες επί των κλιτύρων περί τας τραπέζας, οι πόδες των ήσαν εστραμμένοι προς πάντα θεατήν ιστάμενον έξω του κύκλου των ομοιοτραπέζων.
Ο καθολικός νόμος της φιλοξενίας υποχρεοί τον ανατολίτην να ζη με ανοικτάς θύρας, και πας τις δύναται εν πάση ώρα να εισέλθη εις τα δώματά του. Αλλ' εις την περίστασιν ταύτην υπήρξε πλάσμα τι το οποίον συνεκέντρωσε θάρρος να εισχωρήση εις την οικίαν ταύτην, απρόσκλητον άμα και όχι ευπρόσδεκτον. Μία πτωχή, κηλιδωμένη, έκπτωτος γυνή, γνώριμος εν τω τόπω διά τον κακόν βίον της, μαθούσα ότι ο Ιησούς εδείπνει εν τη οικία του Φαρισαίου, απετόλμησε να εισέλθη εκεί εν μέσω πλήθους άλλων επισκεπτών, φέρουσα αλάβαστρον πλήρες μύρου. Εύρεν Εκείνον ον εζήτει εν τω τρικλινίω του Σίμωνος και καθώς ίστατο ταπεινώς όπισθεν Του και ήκουε τους λόγους Του, και ανελογίζετο ποίος ήτο Εκείνος και έως πού είχε πέσει αυτή, ανελογίζετο την άμωμον καθαρότητα του νέου Προφήτου, και την ιδίαν αυτής επαίσχυντον ζωήν, ήρχισε να κλαίη, και τα δάκρυά της έπιπτον επί τους γυμνούς πόδας Του, εφ' ους έκυψεν επί μάλλον και μάλλον όπως κρύψη την αισχύνην αυτής.
Ο Φαρισαίος θα οπισθοδρόμει μετά φρίκης προς την αφήν, έτι περισσότερον προς το δάκρυ της τοιαύτης· θα απέμασσε το μόλυσμα και θα απεδίωκεν την επείσακτον μετ' αράς. Αλλ' η γυνή αύτη ησθάνθη αυθορμήτως ότι ο Ιησούς δεν θα εφέρετο προς αυτήν ούτω· ησθάνθη ότι το υψίστως αναμάρτητον είνε άμα και το βαθύτητα συμπαθές. Ίσως είχεν ακούσει τους χαριτοβρύτους εκείνους λόγους οίτινες δυνατόν να ελέχθησαν αυθημερόν. «Δεύτε προς Με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Και έλαβε θάρρος επειδή δεν επετιμήθη· και ούτω κατανοήσασα ότι, ό,τι και αν έπραττον οι άλλοι, ο Κύριος δεν την εμίσει ούτε την απεστρέφετο, επλησίασεν εγγύτερον προς Αυτόν, και, κλίνασα τα γόνατα, ήρχισε με τους μακρούς λυτούς βοστρύχους της κόμης της ν' απομάσση τους πόδας τους οποίους είχον υγράνη τα δάκρυά της, και είτα να καλύπτη αυτούς με ασπασμούς, και τέλος, θραύουσα το αλάβαστρον, να καταχέη το πολύτιμον νάρδον επί των ποδών Αυτού.
Η θέα της λυσικόμου ταύτης γυναικός, το αίσχος της ταπεινώσεώς της, η αγωνία της μεταμελείας της, το πολύδακρυ των οφθαλμών της, η θυσία του μύρου εκείνου, θα ηδύναντο να κινήση και λιθίνην καρδίαν εις συμπάθειαν. Αλλ' ο Σίμων, ο Φαρισαίος, απέβλεψε προς τούτο μετά παγεράς αποδοκιμασίας. Η έκκλησις εις έλεος εκ μέρους της θρηνούσης δεν τον συνεκίνησε. Δεν ήτο αρκετόν δι' αυτόν ότι ο Ιησούς υπέφερεν, ώστε το δύστηνον πλάσμα να Του ασπασθή και να Του αρωματίση τους πόδας, χωρίς να λαλήση προς αυτήν ουδέ λέξιν ενθαρύνσεως ακόμη. Εάν ήτο προφήτης, έπρεπε να γνωρίση ποίου είδους γυνή ήτο αύτη· και αν εγνώριζε, θα την απώθει μετ' αγανακτήσεως, ως θα έπραττε και ο Σίμων αυτός. Η απλή πρόσψαυσίς της απήτει επίσημον κάθαρσιν. Έν μόνον σημείον παρ' Αυτού, και ο Σίμων μετά πολλές χαράς θα απέβαλλε τον τοιούτον μολυσμόν από της σκέπης της στέγης του.
Ο Φαρισαίος δεν εξεστόμισε τας σκέψεις ταύτας, αλλ' η ψυχρά στάσις του και η περιφρονητική εκφρασις του προσώπου του, έδειξαν ό,τι εν τη καρδία του συνέβαινεν. Ο Κύριος εγνώρισε τας σκέψεις του, αλλά δεν απεδοκίμασε παραχρήμα την ανελεήμονα διάθεσίν του. Διά να επισύρη την γενικήν προσοχήν εις τους λόγους Του, εστράφη προς τον ξενίζοντα.
«Σίμων, έχω τι σοι ειπείν»:
«Λέγε, διδάσκαλε».
«Δανειστής είχε δύο χρεωφειλέτας· ο πρώτος ώφειλε πεντακόσια δηνάρια, ο έτερος πεντήκοντα· επειδή δε ουδέν είχον αποδούναι, αφήκεν αυτοίς άπαντα. Ειπέ μοι, πότερος τούτων αγαπήσει αυτόν το πλείον;»
Ο Σίμων δεν είχεν την ελαχίστην έννοιαν αν το ζήτημα είχεν ελαχίστην αναφοράν προς εαυτόν· όσην είχε και ο Δαυίδ, ότε απέφηνε τόσω ελευθέραν κρίσιν επί της παραβολής του Νάθαν.
«Υπολαμβάνω, είπε μετ' αδιαφορίας ο Σίμων, ότι ω τα πλείονα εχαρίσατο».
«Ορθώς έκρινας», είπεν ο Χριστός. Και τότε ευθύς ήλθεν η εφαρμογή της μικράς παραβολής, της συντεθειμένης εν τη ρυθμική ταύτη εκφράσει του αντιθετικού παραλληλισμού, της οποίας ο Κύριος συχνήν εποιείτο χρήσιν εις τας υψηλοτέρας διδασκαλίας Του, και ήτις επενήργει, καθώς και η ποιητική γλώσσα των προφητών των, επί τα ώτα των ακροωμένων. Ει και ο Σίμων δυνατόν να μη είδε το κέντρον της παραβολής, ίσως η μετανοούσα, διά της γοργοτέρας μαντικής της συντετριμμένης καρδίας, το είδε. Αλλ' οποία υπήρξεν η συγκίνησίς της όταν Εκείνος, όστις μέχρι τούδε δεν είχε δώσει προσοχήν εις αυτήν, τώρα εστράφη προς ταύτην, και επιστήσας την προσοχήν όλων των παρόντων εις το ταπεινόν σχήμα της, καθώς εκάθητο επί του εδάφους, κρύπτουσα με τας δύο χείρας και με τους λυτούς πλοκάμους της την σύγχυσιν του προσώπου της, εφώνησε προς τον έμπληκτον Φαρισαίον:
«Σίμων! βλέπεις την γυναίκα ταύτην;
«Εισήλθον σου εις την οικίαν· ύδωρ ουκ επέχεας επί τους πόδας μου· αύτη δε τοις δάκρυσιν αυτής ένιψέ μου τους πόδας, και ταις θριξίν αυτής απέμαξεν αυτούς.
«Φίλημα ου μοι έδωκας· αλλ' αύτη, αφ' ης ώρας εισήλθον, ουκ επαύσατο καταφιλούσά μου τους πόδας.
«Ελαίω την κεφαλήν μου ουκ ήλειψας· αύτη δε μύρω ήλειψέ μου τους πόδας.
«Διά τούτο λέγω ημίν, αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι πολύ ηγάπησεν· ω δε ολίγον αφεθήσεται, ολίγον αγαπά».
Και τότε, ως πλουσίαν επωδόν χαριεστάτης μουσικής, προσέθηκεν, όχι πλέον προς τον Σίμωνα, αλλά προς την πτωχήν αμαρτωλόν, τας λέξεις του ελέους. «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου».
«Οσάκις αναλογίζομαι το συμβεβηκός τούτο, έλεγε Γρηγόριος ο Μέγας, έχω περισσοτέραν διάθεσιν να κλαύσω παρά να κηρύξω επ' αυτού».
Οι λόγοι του Κυρίου ήσαν διαρκώς νέα αποκάλυψις προς πάντας τους ακούοντας, και αν δυνάμεθα να κρίνωμεν εκ πολλών ενδείξεων εν τοις Ευαγγελίοις, φαίνεται συχνή να επηκολούθησε μετ' αυτούς, εις τας πρωίμους ημέρας του κηρύγματός Του, σιωπή βαθείας εκπλήξεως, ήτις βραδύτερον, μεταξύ εκείνων οίτινες τον απέρριπτον, ερρήγυτο εις δριμείας μομφάς ή εις γογγυσμούς οργίλους. Κατά το στάδιον τούτο του έργου Του, η γοητεία του φόβου εκείνου, η προερχομένη εκ της αγάπης και της καθαρότητός Του, και εκ της ενδοτέρας εκείνης θειότητος ήτις έλαμπεν εις την στάσιν Του και ήχει εις την φωνήν Του, δεν είχε θραυσθή ακόμη. Μόνον εις τας κρυφίας σκέψεις των οι δαιτυμόνες, μάλλον, φαίνεται, εν εκπλήξει ή εν οργή, απετόλμησαν να αμφισβητήσωσι την ήρεμον ταύτην αξίωσιν επί ιδιότητα πλέον ή επίγειον. Μόνον εις τας καρδίας των σιωπηλώς ηρώτων: Τις είνε ούτος, όστις και αμαρτίας συγχωρεί;
Ο Ιησούς εγνώρισε τους ενδομύχους δισταγμούς των· πλην είχε προφητευθή περί Αυτού ότι ου μη ερίση ουδ' ου μη κράξη, ουδ' η φωνή Αυτού ακουσθήσεται εν ταις οδοίς· και περιωρίσθη μόνον ν' αποπέμψη την γυναίκα. «Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην». Και εις ειρήνην αναμφιβόλως επορεύθη, εις την ειρήνην του Θεού την υπέρ πάσαν έννοιαν, εις την ειρήνην ην ο Ιησούς δίδει, ήτις δεν είνε ως ο κόσμος δίδει.
Εις το γενικόν μάθημα το οποίον η ιστορία της διδάσκει θα επανέλθωμεν εν τοις ύστερον, διότι είνε μάθημα το οποίον απετέλεσε κεντρικήν διδασκαλίαν της αποκαλύψεως του Χριστού. Εννοώ το μάθημα ότι ιδιοτελής υποκρισία είνε εις το όμμα του Θεού μισητή όσον κατάφωρος αμαρτία· το μάθημα ότι η ζωή αμαρτωλής και αμετανοήτου σεμνοτυφίας δύναται να είνε όχι ολιγώτερον θανάσιμος από την ζωήν της αισχύνης της φανεράς.
Αρχαία παράδοσις, ιδίως κρατούσα εν τη Δυτική Εκκλησία, παράδοσις ήτις καίτοι αβέβαιος, δεν φαίνεται απολύτως απίθανος, λέγει ότι η γυνή αύτη ήτο η Μαρία η Μαγδαληνή, αφ' ης ο Ιησούς «εκβεβλήκει επτά δαιμόνια». Την παράδοσιν αναφέρουν μεταξύ των παλαιών πατέρων της Δυτικής Εκκλησίας ο Αμβρόσιος, ο Ιερώνυμος, ο Αυγουστίνος και Γρηγόριος ο Μέγας.
Ο εξορκισμός ούτος (η εκβολή των επτά δαιμονίων) θα ήτο εντελώς σύμμορφος με την συνήθη εβραϊκήν φρασεολογίαν, εάν η έκφρασις είχεν εφαρμοσθή εις αυτήν, συνεπεία εμπαθούς φύσεως και εκλύτου βίου. Οι ταλμουδισταί πολλά φλυαρούσι περί αυτής, περί του πλούτου της, περί της καλλονής της, περί του αίσχους της, περί του συζύγου της και των εραστών της. Πλην ό,τι αληθώς γνωρίζομεν περί της Μαγδαληνής εκ της Γραφής, είνε ο ενθουσιασμός εκείνος της αφοσιώσεως και της ευγνωμοσύνης, όστις την έκαμε ν' αφιερωθή ψυχή και καρδία εις την υπηρεσίαν του Σωτήρος της. Εις το κεφάλαιον του Λουκά το ακόλουθον μετά την σκηνήν εκείνην του μύρου και των δακρύων, μνημονεύεται το πρώτον μεταξύ των γυναικών αίτινες ηκολούθησαν τον Κύριον και δυνατόν εν τη διηγήσει του συμβεβηκότος του εν τη οικία του Σίμωνος το όνομά της επίτηδες να παρελείφθη.
Δυνατόν εν τούτοις η γυνή η αμαρτωλός να ήτο άλλη παρά την Μαρίαν την εκ Μαγδάλων, και ν' απήλθεν όπως εύρη την ειρήνην, την οποίαν ο Χριστός υπεσχέθη εις την τεταραγμένην αυτής συνείδησιν, εν βίω εγκλείσεως, μελετώσα εν σιωπή περί της ελεήμονος συγχωρήσεως του Κυρίου. Αλλ' όμως εις την συνείδησιν των πολλών θα ταυτίζεται μέχρι τέλους των χρόνων με την Μαγδαληνήν Μαρίαν, της οποίας αυτό το όνομα μετέβη εις όλας τας πεπολιτισμένας γλώσσας ως συνώνυμον της δεκτής μετανοίας και της συγχωρηθείσης αμαρτίας. Ο περιηγητής όστις, οδοιπορών εν μέσω των αβρών αρωμάτων πολλών ανθοφόρων φυτών παρά τας όχθας της Γεννησαρέτ, φθάνει εις τον κατηρειπιωμένον πύργον και τον ερημικόν φοίνικα τα οποία σημειούσι το αραβικόν χωρίον Ελ Μετζέλ ακουσίως θ' αναπολήση την παλαιάν ταύτην παράδοσιν περί εκείνης, της οποίας η εφάμαρτος καλλονή και η βαθεία μετάνοια κατέστησαν τόσον περίφημον το όνομα των Μαγδάλων· καίτοι δε αι ολίγαι άθλιαι αγροτικαί καλύβαι είναι ρυπαραί και ετοιμόρροπαι, και οι κάτοικοι ζώσιν εν αμαθεία και πολλή ευτελεία, μετ' ενδιαφέροντος και συγκινήσεως θ' αποβλέψη εις τοπίον όπερ ανακαλεί εις την μνήμην του μίαν των περιφανεστέρων αποδείξεων ότι ουδείς, ούτε ο μάλιστα έκπτωτος και μάλιστα περιφρονούμενος, θεωρήται ως απόβλητος υπ' Εκείνου ούτινος έργον ήτο να ζητήση και σώση το απολωλός. Ίσως εις τον μυρωμένον αέρα της Γεννησαρέτ, εις την λαμπρότητα του στερεώματος υπεράνω της κεφαλής του, εις την μελωδίαν του κελαδήματος των πτηνών ήτις πληροί τον αέρα, εις τον εαρινόν πλούτον του πορφυρού ανθού όστις επιστέφει τας πηλίνους εκείνας καλύβας, θα ίδη τύπον της θείας ευσπλαγχνίας και αγάπης, ήτις είνε αϊδίως πλουσία, ώστε να περιβάλλη με την χάριν του ουρανίου κάλλους τα ερείπεια της πάλλαι ολόφρονος και βεβηλομένης ζωής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ'.
Πώς έζη εν Γαλιλαία
Ο Ιησούς και οι οπαδοί του. — Η πρόσοψίς Του. — Βίος πτωχείας, εργασίας, λύπης και αγίας χαράς.
«Το πάθος του Χριστού (λέγει ο Άγ. Αθανάσιος ο Μέγας) ημών απάθεια εστι· και το δάκρυον Αυτού χαρά ημετέρα».
Εις την περίοδον ταύτην του πρωίμου κηρύγματος ανήκουσιν αι αποστολαί και αι πορείαι εκείναι, αι περιφοραί ανά τας πόλεις και τας κώμας της Γαλιλαίας, όπου εδίδασκε, κ' εκήρυττε και ηλέει, ως μνημονεύεται συχνά εις τα τρία πρώτα Ευαγγέλια. Ήτο δε το λαμπρότατον επεισόδιον της ζωής Του. Ας σταθώμεν νοερώς παράπλευρα και ας ίδωμεν Αυτόν να διέρχηται, και, εν πάση ταπεινότητι και ευλαβεία, ας αναπαραστήσωμεν προς ημάς αυτούς όσον οίον τε ζωηρότερον ποίος τις άνθρωπος ήτο.
Ας υποθέσωμεν άρα ότι αναμιγνυόμεθα με τα πλήθη εκείνα, τα οποία κατά τους χρόνους τούτους παρεφύλαττον και έτρεχον κατόπιν Του, και ας προσβλέψωμεν εις Αυτόν καθώς προσέβλεπον εκείνοι, όταν έζη ως άνθρωπος επί της γης.
Ευρισκόμεθα εις την μικράν εκείνην πεδιάδα την απλουμένην μεταξύ των ορέων Ζαβουλών και Νεφθαλί, μεταξύ των χωρίων Κεφρ Κενά και Κανά Ελ Ζουλίλ. Μεγάλη έκτασις ληίων και ασταχύων μας περιβάλλει πέριξ, και τα αναρίθμητα λαμπρά άνθη ανθούσι πολύ πλουσιώτερα ή εις τα ημέτερα κλίματα. Η οδός εφ' ης ιστάμεθα φέρει προς την ακτήν, ένθεν δε ένθεν προς την λίμνην της Γαλιλαίας. Η χώρα είνε ερατεινή με όλην την ερασμιότητα εαρινής ημέρας εν Παλαιστίνη· αλλ' αι καρδίαι του απλήστου, εξημμένου πλήθους εν μέσω του οποίου ιστάμεθα, υφ' ενός απορροφητικού λογισμού κατεχόμεναι δεν επαισθάνονται την καλλονήν της· τινές τούτων είνε τυφλοί και άρρωστοι και κωφοί, και δεν γνωρίζουν αν σήμερον είς δάκτυλος ελέους, έν ρήμα ιάσεως, έστω και η αφή του κρασπέδου του μεγάλου τούτου αγνώστου Προφήτου καθώς διέρχεται, δυνατόν να αλλοιώσουν και να φαιδρύνουν όλην την ύπαρξίν των την μέλλουσαν. Και απωτέρω οπίσω, εις μικράν απόστασιν από του πλήθους, ιστάμενοι μεταξύ των σπαρτών, και δίδοντες είδησιν εις όλους τους παροδίτας διά της κραυγής, Ταμέ, Ταμέ! «Ακάθαρτος! ακάθαρτος»! ευρίσκονται φοβεραί τινες και ηκρωτηριασμέναι μορφαί, τους οποίους μετά φρίκης αναγνωρίζομεν ως λεπρούς.
Τα σχόλια του πλήθους δεικνύουν ότι πολλαί διάφοροι αφορμαί τους έφεραν επί το αυτό. Τινές είν' εκεί εξ ενδιαφέροντος, ένιοι εκ περιεργείας, άλλοι εκ της χυδαίας κολλητικότητος του ενθουσιασμού, τον οποίον οι ίδιοι, δεν δύνανται να εξηγήσωσι. Θαυμάσιαι διηγήσεις περί Αυτού, περί του ελέους Του, περί της δυνάμεώς Του, περί των χαριτοβρύτων λόγων Του περί των σθεναρών πράξεών Του μεταβαίνουσιν από στόμα εις στόμα, μεμιγμέναι αναμφιβόλως με υποψίας και με συκοφαντίας. Είς ή δύο Γραμματείς και Φαρισαίοι παρόντες, ιστάμενοι ολίγον παράμερα από το πλήθος, υποψιθυρίζουσι προς αλλήλους την αμηχανίαν, την αγανάκτησιν, την ανησυχίαν των.
Αίφνης επί του ανωφερούς εδάφους, εις ουχί μεγάλην απόστασιν, φαίνεται νέφος κονιορτού, το οποίον προσημαίνει συνοδίαν προσεγγίζουσαν· και έν νεαρόν μειράκιον εκ Μαγδάλων ή Βηθσαϊδά, αδιαφορούν προς τους υπεροπτικούς ελέγχους των Φαρισαίων, δεικνύει προς τα εκεί και τρέχει εν εξάψει κραυγάζον: «Μάλκα Μεσσιχά! Μάλκα Μεσσιχά»! (ο Βασιλεύς ο Μεσσίας!), το οποίον και από στόμα παιδός ακόμη πρέπει να ετάχυνε τους παλμούς των καρδιών απλοϊκού όχλου εν Γαλιλαία.
Και τώρα η συνοδία πλησιάζει. Είνε μικτή συρροή νέων και γερόντων, εκ χωρικών το πλείστον συνισταμένη, αλλά και μετ' άλλων εξ ανωτέρας τάξεως εγκατεσπαρμένων εις τα νώτα της τα αραιά. Εδώ είς σύνοφρυς Φαρισαίος, εκεί ανέτως ενδεδυμένος Ηρωδιανός, ψιθυρίζων πρός τινα Έλληνα έμπορον ή Ρωμαίον στρατιώτην τα ειρωνικά σχόλιά του περί του ενθουσιασμού του πλήθους. Πλην ούτοι είνε οι ολίγοι, και σχεδόν παν όμμα του μεγάλου εκείνου πλήθους διαρκώς στρέφεται προς Ένα ιστάμενον εις το κέντρον του χωριστού ομίλου, τον οποίον το πλήθος περικυκλοί.
Κατέμπροσθεν της ομάδος ταύτης βαίνουσί τινες των νεωστί εκλεχθέντων Αποστόλων, άλλοι δε όπισθεν, μεταξύ των οποίων υπάρχει τις του οποίου το βλέμμα δεν φαίνεται, όσον των άλλων, ήσυχον και καθαρόν. Ένιοι εξ εκείνων οίτινες ίστανται θεώμενοι ψιθυρίζουσιν, ότι ούτος είνε κάποιος Ιούδας Ισκαριώτης, σχεδόν ο μόνος οπαδός του Ιησού όστις δεν είνε Γαλιλαίος. Ολίγον απωτέρω, όπισθεν των λοιπών Αποστόλων, υπάρχουσι τέσσαρες ή πέντε γυναίκες, άλλαι πεζαί, άλλαι επί ημιόνων, μεταξύ των οποίων, καίτοι καλυπτραφορουσών εν μέρει, τινές αναγνωρίζουσι την ποτέ πλουσίαν και εκλελυμένην, νυν δε μετανοούσαν Μαρίαν την Μαγδαληνήν και την Σαλώμην, την γυναίκα του αλιέως Ζεβεδαίου· και άλλην ανωτέρας θέσεως και πλούτου, την Ιωάνναν, την γυναίκα, πιθανώς την χήραν, του Χονζά, του επιτρόπου Ηρώδου του Αντίπα.
Αλλ' Εκείνος τον οποίον όλα τα όμματα αναζητούσιν είνε εις αυτό το κέντρον της συναθροίσεως· καίτοι δε εις τα δεξιά Του είνε ο Πέτρος ο από Βηθσαϊδά, και εις τα αριστερά Του η νεωτέρα μορφή του Ιωάννου, όλα όμως τα βλέμματα Αυτός μόνος τα απορροφά.
Δεν είνε ημφιεσμένος μαλακά ιμάτια εν βύσσω και πορφύρα, όπως οι αυλικοί του Ηρώδου, ή οι μαλθακοί φίλοι του Πιλάτου του Πραίτωρος. Δεν φέρει το λευκόν εφώδ του Λευίτου ούτε τα μακρά ιμάτια του Γραμματέως. Περί το μέτωπον και τον βραχίονά Του δεν κρέμανται τα φυλακτήρια, τα οποία τόσον επλάτυνον οι Φαρισαίοι· καίτοι δε υπάρχει εις πάσαν γωνίαν του ενδύματός Του η παρυφή και η κυανή ταινία την οποίαν επιβάλλει ο Νόμος, αύτη δεν φορείται κατά το επιδεικτικόν μέγεθος το επιτηδευόμενον υπ' εκείνων οίτινες συνείθιζον να «μεγαλύνωσι τα κράσπιδα των ιματίων αυτών». Φέρει το σύνηθες ένδυμα του καιρού Του και της πατρίδος Του. Δεν είνε απολύτως ασκεπής την κεφαλήν, όπως τον παριστώσιν οι ζωγράφοι, διότι το να οδοιπορή ασκεπής με τον καύσωνα της Παλαιστίνης θα ήτο αδύνατον, αλλ' απλούν λευκόν μανδήλιον φέρει περί την κόμην. Πλατύ κυανούν ιμάτιον τον καλύπτει, κάτωθεν δε τούτου φαίνεται ο μάλλινος άρραφος υφαντός χιτών Του, όστις περιδένεται διά ζώνης περί την οσφύν, και τον περιβάλλει όλον από του λαμού μέχρι των πεδίλων. Αλλά τα απλά ενδύματα δεν κρύπτουσι τον Βασιλέα· καίτοι δε εις την στάσιν Του δεν υπάρχει τίποτε εκ της αυτοσυνειδήτου αλαζονείας του Ραββί, όμως εις την φυσικήν ευγένειαν και την απέριττον χάριν Του, υπάρχει τι το οποίον εν αρκεί ακαρεί ν' αναχαιτίση πάσαν δριμείαν γλώσσαν και να καταπλήξη πάντα πονηρόν λογισμόν.
Και η όψις του; Είνε άνθρωπος μεσαίου αναστήματος, τριακοντούτης περίπου, επί του προσώπου του οποίου η καθαρότης και το θέλγητρον της νεότητος είνε συγκεκραμένα με την εμβρίθειαν και το αξιοπρεπές της ανδρικής ηλικίας. Η κόμη Του, την οποίαν η παράδοσις παρέβαλε με το χρώμα του οίνου, χωρίζεται εις το μέσον του μετώπου, και κυματίζει περί τον τράχηλον. Οι χαρακτήρες του είνε ωχρότεροι και ελληνικωτέρου τύπου ή όσον τα ηλιοκαή και ελαιόχρωα πρόσωπα των αξέστων αλιέων οίτινες είναι οι Απόστολοί Του· αλλά καίτοι οι χαρακτήρες ούτοι προφανώς εμαράνθησαν υπό της λύπης — καίτοι είνε πρόδηλον ότι οι οφθαλμοί εκείνοι, των οποίων το απερίγραπτον βλέμμα φαίνεται ν' αναγινώσκη τα απόκρυφα των καρδιών, συχνά εβράχησαν από δάκρυα — όμως ουδείς άνθρωπος του οποίου η ψυχή να μη διεβρώθη υπό της αμαρτίας και ιδιοτελείας δύναται να προσβλέψη άτρομος εις την θείαν έκφρασιν του γαληνίου εκείνου προσώπου. Ναι, Αυτός είνε περί ου ο Μωυσής και οι προφήται ελάλησαν, Ιησούς ο Ναζωραίος, ο Υιός της Μαρίας και Υιός του Δαυίδ, ο Υιός του Ανθρώπου και Υιός του Θεού. Οι οφθαλμοί μας είδον τον Βασιλέα εις το κάλλος Του. «Και εθεασάμεθα την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας». Και αφού τον είδομεν, δυνάμεθα ευκόλως να εννοήσωμεν πώς, καθώς Αυτός ωμίλει, μία τις γυνή εκ του όχλου, επάρασα φωνήν είπε: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασα Σε, και μαστοί ους εθήλασας!» «Μενούν γε, απήντησεν Εκείνος, με λέξεις πλήρεις βαθέος και γλυκέος μυστηρίου, μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν».
Ολίγα γεγονότα και χαρακτήρες της ζωής Του δύνανται εδώ καταλλήλως να παρεντεθώσι.
Πρώτον, η ζωή Του ήτο ζωή πτωχείας. Τινές των αρχαίων περί Μεσσίου προφητειών, τας οποίας οι Ιουδαίοι εν γένει παρενόουν, είχον ήδη προϋποδείξει την εκουσίαν υποταγήν Του εις ταπεινόν κλήρον. «Πλούσιος υπάρχων, δι' ημάς καθ' ημάς επτώχευσεν». Εγεννήθη εν τω σπηλαίω, τω σταύλω των αλόγων, ελικνίσθη εν τη φάτνη. Η μήτηρ Του προσέφερε προς καθαρισμόν της τας περιστεράς, την προσφοράν των πτωχών. Η φυγή εις Αίγυπτον αναμφιβόλως είχε πολλάς ταλαιπωρίας, και όταν υπέστρεψεν έμελλε να ζήση ως τέκτων και υιός τέκτονος εις το περιφρονούμενον μικρόν χωρίον. Ως πτωχός περιπλανώμενος διδάσκαλος, ακτήμων, περιήρχετο την χώραν. Με τας λέξεις, «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», ήρχισε την επί του Όρους διδαχήν Του· και έκαμεν ως πρώτον σημείον της αρχομένης Διαθήκης ότι εις τους πτωχούς το Ευαγγέλιον εκηρύττετο. Το δε συμπλήρωμα της πτωχείας Του υπήρξεν ότι μετά τρία έτη του δημοσίου κηρύγματός Του επωλήθη αντί τριάκοντα αργυρίων υφ' ενός των ιδίων μαθητών Του, τα οποία ήσαν το τίμημα του ευτελεστάτου δούλου. «Ως δούλον φυγάδα απεμπολεί».
Και η απλότης του βίου Του ανταπεκρίνετο εις την εξωτερικήν πτωχείαν της. Ουδέποτε δι' όλης της ζωής του έσχε στέγην, την οποίαν να δύναται να ονομάση ιδικήν Του. Η ταπεινή οικία της Ναζαρέτ ήτο κοινή εις πολλούς «αδελφούς» και οικείους. Και η οικία η εν Καπερναούμ, την οποίαν τόσον συχνά επεσκέπτετο δεν ήτο κτήμα Του· εδανείσθη Αύτω υφ' ενός των μαθητών Του. Ουδέποτε ανήκεν εις Αυτόν ενός ποδός πλάτος επί της γης την οποίαν ήλθε να σώση. Δεν εμάθομεν αν τις εκ των επαιτών οίτινες είνε τόσον πολυάριθμοι εις πάσαν ανατολικήν χώραν, και τόσον οχληροί Του εζήτησέ ποτε ελεημοσύνην. Εάν τούτο εγίνετο, θα ηδύνατο ν' απαντήση μετά του Πέτρου, «Αργύριον και χρυσίον ουκ έχω, ό έχω, τούτο σοι δίδωμι». Η τροφή του ήτο λιτή. Ήτο πρόθυμος εντοσούτω όταν εκαλείτο, να μετέχη της αθώας χαράς του Σίμωνος, του Λευί, της Μάρθας ή το νυμφίου του εν Κανά γάμου. Αλλ' η συνήθης τροφή Του ήτο τόσον απλή όσον η του ταπεινωτάτου των αγροτών· κρίθινος άρτος, οψάρια αλιευόμενα εν τη λίμνη και οπτιόμενα επί της άμμου, και ενίοτε τεμάχιον «μελισσίου κηρίου» ή μελόπηττας, ίσως εκ του αγρίου μέλιτος, οποίον ευρίσκετο τότε άφθονον εν Παλαιστίνη. Και όμως οι εχθροί Του έλεγον, «Ίδε, άνθρωπος φάγος και οινοπότης!» Εντοσούτω ο Ιησούς, καίτοι πτωχός, δεν ήτο επαίτης. Ουδέποτε υπεστήριξε τον επαιτικόν βίον, ουδ' είπε λέξιν ήτις να δύναται να διαστραφή εις σύστασιν υπέρ της επαιτείας, την οποίαν ως τελειοποίησιν της ευσεβείας ανεκήρυξαν θρησκευτικοί τινες μεταρρυθμισταί. Ουδέποτε εδέχθη ελεημοσύνην. Αυτός και η μικρά συνοδία Του έζων από τας νομίμους κτήσεις των, ή από το πρωιόν της εργασίας των, είχον δε και γλωσσόκομον ιδικόν των, προς τε ιδίαν χρήσιν και διά τα ελέη τα εις άλλους. Εκ τούτου εφρόντιζον διά τα απλούστερα τα αναγκαιούντα εις το Πασχάλιον γεύμα, και διένεμον ό,τι ηδύναντο εις τους πτωχούς. Πλην ο Χριστός δεν φαίνεται ο ίδιος να έδωκε χρήματα εις τους πτωχούς, επειδή τους έδιδε πλουσιώτερα δώρα υπέρ το χρυσίον και το αργύριον. Όταν δε «οι τα δίδραχμα συλλέγοντες» διά την υπηρεσίαν του ναού ήλθον προς τον Πέτρον, ούτε αυτός ούτε ο Διδάσκαλος του είχον πρόχειρον το μικρόν ποσόν· ο Υιός του Ανθρώπου δεν είχεν επιγείους κτήσεις ειμή τα ενδύματα τα οποία εφόρει.
Ήτο δε, ως είδομεν, και ζωή εργασίας και καμάτου· καμάτου κατ' αρχάς διά να βοηθήση διά της εργασίας των χειρών τους οικείους Του, και καμάτου ύστερον διά να σώση τον κόσμον. Είδομεν ότι «περιήρχετο αγαθοποιών», και ότι τούτο αποτελεί την υψίστην πρωτοτυπίαν της ανθρωπίνης ζωής Του. Εις πάσαν στιγμήν ήτο έτοιμος εις πάσαν πρόσκλησιν, είτε από αιτούντα όστις επόθει να διδαχθή, είτε από πάσχοντα όστις είχε πίστιν ίνα ιαθή. Διδάσκων, κηρύττων, οδοιπορών, ποιών έργα ελέους, υπομένων μακροθύμως την φορτικην ανυπομονησίαν των σκληροτραχήλων και αμαθών, υποφέρων αγογγύστως την ιδιοτελή καταπίεσιν του πλήθους, εχάριζεν όλην την ενεργητικότητά του εις την εργασίαν ταύτην. Οι Ευαγγελισταί διηγούνται ουχί άπαξ, ότι τοσούτοι ήρχοντο και απήρχοντο, ώστε δεν έμενε καιρός «ουδέ δειπνήσαι». Δι' Εαυτόν εφαίνετο μη ζητών άλλην αναψυχήν ειμή τας ησύχους ώρας της νυκτός, οπότε συχνά απεχώρει ίνα προσευχηθή εις τον ουράνιον Πατέρα Του εν μέσω της μοναξίας του όρους την οποίαν τόσον ηγάπα.
Ήτο δε η ζωή Του και ζωή υγιείας. Εν μέσω των πολλών θλίψεων και δοκιμασιών της η αρρωστία έλειπεν. Ακούομεν ότι εθεράπευσε πλήθη ασθενών· αλλ' ουδέποτε ηκούσαμεν ότι ο ίδιος ησθένησεν. Είνε αληθές ότι ο Ησαΐας προφητεύει: «Αυτός ήνεγκε τας θλίψεις ημών και εβάστασε τας οδύνας ημών· και ελογισάμεθα Αυτόν εν πληγή από Θεού και εν θλίψει. Αυτός δε ετραυματίσθη διά τας αμαρτίας ημών και μεμωλώπισται διά τας ανομίας ημών· παιδεία ειρήνης ημών επ' Αυτόν, και τω μώλωπι Αυτού ημείς ιάθημεν». Αλλ' η αρίστη ερμηνεία της περικοπής ταύτης εδόθη ήδη εκ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, ότι συνέπασχε μετ' εκείνων ους έβλεπε πάσχοντας. Συνεκινείτο από την αίσθησιν των αδυναμιών μας· η θεία συμπάθειά Του έκαμνε τα παθήματα ταύτα ως ιδικά Του. Βέβαιον είνε ότι η ιστορία της ζωής και του θανάτου Του δεικνύει εκτάκτους δυνάμεις σημαντικής αντοχής. Ουδείς όστις να μη ήτο πεπροικισμένος με εντελή ευρωστίαν θα ηδύνατο να επαρκέση εις τας βαρείας απαιτήσεις τοιούτου πολυμόχθου βίου, οίον περιγράφουσι τα Ευαγγέλια, υπέρ παν άλλο φαίνεται να είχε το δώρημα εκείνο του ευκόλου ύπνου, όστις είνε το φυσικόν αντίδοτον του καμάτου, και το άριστον δραστικόν προς καταπράυνσιν του κεκμηκότος πνεύματος. Και επί του μικρού καταστρώματος του αλιευτικού πλοιαρίου, καθώς ελικνίζετο τούτο υπό των κυμάτων της τρικυμιώδους θαλάσσης, εδυνήθη να κοιμηθή. Και συχνά εις τας νύκτας εκείνας τας υπό τον έναστρον ουρανόν εις την ερημίαν, δεν θα είχεν άλλην στρωμνήν παρά την χλόην, ουκ' άλλο σκέπασμα παρά το ίδιον ιμάτιον. Και θα ίδωμεν εις την τελευταίαν θλιβεράν σκηνήν πως η αυτή ευρωστία και ζωτικότης, μεθ' όσα υπέφερε, Τον έκαμαν να βαστάση, ύστερον από νύκτα αϋπνίας, επί δεκαπέντε ώρας δίκης και βασάνου, και την μακράν αγωνίαν του πικρού θανάτου.
Και πάλιν, πρέπει η ζωή Του να ήτο ζωή οδύνης, διότι ορθώς απεκλήθη ο Άνθρωπος των Οδυνών. Αλλ' όμως νομίζομεν, ότι δυνατόν να υπάρξη πλάνη εδώ. Οι όροι λ ύ π η και χ α ρ ά, είνε λίαν σχετικοί, και ειμπορούμεν να είμεθα βέβαιοι ότι εάν υπήρχεν υπερβάλλουσα λύπη, η λύπη της συμπαθείας προς τους πάσχοντας (εκ των Ευαγγελιστών ο Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς μαρτυρούσιν ότι ε σ π λ α χ ν ί ζ ε τ ο, πάλιν ο Μάρκος ότι σ υ ν ε λ υ π ε ί τ ο, πάλιν ο Λουκάς ότι έ κ λ α υ σ ε, και ο Ιωάννης ότι ε σ τ έ ν α ξ ε ν, ε ν ε β ρ ι μ ή σ α τ ο τ ω π ν ε ύ μ α τ ι, εδάκρυσε), η λύπη της απορρίψεως υπ' εκείνων ους ηγάπα, η λύπη του ότι εμισείτο υπ' εκείνων ους ήλθε να σώση, αι λύπαι του Αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου, αι λύπαι της τελευταίας αγωνίας Του επί του σταυρού, όταν εφάνη ως εάν και ο ουράνιος Πατήρ Του Τον εγκατέλιπε — βεβαίως όμως υπήρχε και χαρά άφθονος. Διότι η χειρίστη όλων των θλίψεων, ήτις είνε η συνείδησις της αποξενώσεως από του Θεού, η αίσθησις του αίσχους και της ενοχής και της εσωτερικής ευτελείας, η φρενίτις της αυτοαπεχθείας, δι' ης ως διά πυρίνης μάστιγος η εγκαταλελειμμένη ψυχή εξωθήται εις ανήκεστον απόγνωσιν, αυτή έλειπεν ολοσχερώς· και αφ' ετέρου, η χαρά της ασπίλου συνειδήσεως, η ευφροσύνη μιας ψυχής απείρως απεχούσης από πάσης σκιάς ποταπότητος και πάσης ενοχής, η χαρμονή μιας υπάρξεως εντελώς αφιερωμένης εις την υπηρεσίαν του Θεού και την αγάπην του ανθρώπου, τούτο πάντοτε παρίστατο Αυτώ πληρέστατα. Βεβαίως τούτο δεν είνε ό,τι ο κόσμος χαράν ονομάζει· δεν ήτο η ευθυμία της κουφότητος, δεν ήτο ο γέλως της μωρίας· εκ του είδους τούτου της χαράς ελάχιστα έχει ο βίος δι' άνθρωπον τι πράγματι σημαίνει ο βίος. Αλλά καθώς λέγει ο Λατίνος πατήρ η αληθής χαρά έγκειται εις τα σοβαρά πράγματα, και εκ της βαθείας πηγής της ζωής ήτις κείται εις την καρδίαν των πραγμάτων, και ο Άνθρωπος των Οδυνών ηδυνήθη μεγάλας σταγόνας να πίη. Καίτοι δε οι Ευαγγελισταί δεν μας λέγουν ότι εγέλασεν, ενώ μας λέγουν ότι εστέναξε, και έκλαυσε, και εδάκρυσεν, αφ' ετέρου μας διηγούνται ότι, «Εν εκείνη τη ώρα ο Ιησούς ηγαλλιάσατο τω πνεύματι». Μη τούτο άπαξ μόνον συνέβη;
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ'.
Μεγάλα θαύματα του Ιησού
Αι παραβολαί. — Η παραβολή του σπορέως. — Η ανατολική όχθη. — Η τρικυμία. — «Ποδαπός εστιν ούτος»; — Η χώρα των Γεργεσηνών. — Ο γυμνός δαιμονιζόμενος από τους τάφους. — «Λεγεών όνομά μοι». — Ο πνιγμός των χοίρων.
Ευθύς μετά την προειρημένην αποστολικήν πορείαν, ο Λουκάς προσθέτει ότι, όταν ο Ιησούς είδεν ότι μέγα πλήθος Τον περιεστοίχιζεν εκ πάσης πόλεως, ωμίλησεν εν παραβολή. Εκ των δύο άλλων Ευαγγελιστών μανθάνομεν ότι αύτη ήτο η πρώτη φορά καθ' ην ωμίλησεν εν παραβολαίς, και ότι ελάλει προς το πλήθος το πληρούν την όχθην ενώ ο Κύριος ημών εκάθητο επί του προσφιλούς Αυτώ άμβονος του πλοίου, το οποίον ετηρείτο δι' Αυτόν εν τη λίμνη.
Η παραβολική μορφή της διδασκαλίας δεν ήτο καινοφανής. Οι Ιουδαίοι ήσαν συνειθισμένοι εις τας παραβολάς, πολλαί δε υπάρχουσι και εν τη Παλαιά Διαθήκη. Αλλά το πνεύμα των παραβολών του Χριστού ήτο εις ύπατον βαθμόν μοναδικόν και απαράμιλλον. Τίποτε το οποίον να πλησιάζη εις το βάθος και την δύναμίν των, εις το σύντομον και εις το εξόχως σοφόν και υψηλόν δεν υπάρχει ούτε εις την Παλαιάν Διαθήκην ούτε εις όλην την φιλολογίαν της ανθρωπότητος.
Ο Χριστός αντί παντός προοιμίου έλεγεν «Ακούσατε». Ήθελε διά τούτου να επιστήση την προσοχήν, όχι απλήν την περιέργειαν ή και το ενδιαφέρον να κινήση, αλλ' ηξίου προ πάντων την προσοχήν, και υπεδείκνυε την ευθύνην, των μη θελόντων ν' ακούσωσι και να ωφεληθώσιν.
Και διά να δείξη εις αυτούς, ότι ο μόνος αληθής καρπός της αγαθής διδασκαλίας είνε η αγιότης του βίου, και πολλά υπήρχον τα δυνάμενα να παρεμποδίσωσι την επίτευξίν της, διηγήθη την πρώτην παραβολήν Του, την παραβολήν του Σπείροντος. Τα χρώματα ταύτης ελήφθησαν ως συνήθως από τα αμέσως προ των οφθαλμών Του αντικείμενα· τους εσπαρμένους αγρούς της Γεννησαρέτ, τους αυξομένους αστάχυς, τον πεπατημένον δρομίσκον όστις διήρχετο δι' αυτών· τα αναρίθμητα πετεινά του ουρανού τα οποία περιίπτανται επ' αυτών, κτλ. Δι' ημάς τους παιδιόθεν αναγνόντας την παραβολήν παραλλήλως με αυτήν του Χριστού την ερμηνείαν, η έννοια είνε σαφεστάτη και εναργεστάτη. Αλλά δεν ήτο τόσον εύκολος δι' εκείνους οίτινες την ήκουσαν. Αυτοί οι μαθηταί επεφυλάχθησαν να ερωτήσωσι τον Ιησούν κατ' ιδίαν περί της εννοίας της. Άλλας παραβολάς είπε, την ημέραν εκείνην ή ύστερον, την περί του κόκκου του σινάπεως, την περί της ζύμης, περί του κρυπτού θησαυρού, του μαργαρίτου, της σαγήνης κτλ.
Μέθοδος διδασκαλίας τόσον σπανία, τόσον ελκυστική και πλήρης ενδιαφέροντος, μέθοδος ήτις, εις το απρόσιτον κάλλος και την τελειότητά της, είνε μοναδική εις τα χρονικά του ανθρωπίνου λόγου, αναμφιβόλως θα έτεινε ν' αυξήση πέρα παντός μέτρου τα πλήθη, τα οποία συνέρρεον διά ν' ακούσωσι. Και καθ' όλην την δείλην εξηκολούθει να διδάσκη αυτούς, μόλις κατορθώσας να τους απολύση την εσπέραν. Τότε κόπωσις και ανάγκη μοναξίας και ύπνου φαίνεται ότι κατέλαβε τον Κύριον, ήτις ίσως επεταχύνθη εκ της προσπαθείας της μητρός Του και των οικείων Του να έλθωσι προς Αυτόν, μη δυνηθέντες να πλησιάσωσιν εκ του συνωθισμού του πλήθους. Ο Κύριος επί μάλλον ησθάνθη τότε την ανάγκην της μονώσεως. Αφού απέπεμψε το πλήθος, οι μαθηταί τον επεβίβασαν «ως είχεν» εις το πλοίον. Επόθησε την ήρεμον μοναξίαν της ανατολικής όχθης. Και η δυτική όχθη είνε ερημική την σήμερον, αλλ' η ανατολική όχθη είνε η μοναξία αυτή. Ούτε δένδρον ούτε χωρίον ούτε ψυχή ανθρωπίνη ούτε κατοικία απλή φαίνεται, ειμή μόνον η σειρά των λόφων των χθαμαλουμένων βαθμηδόν προς την όχθην. Εις τους χρόνους του Κυρίου, η αντίθεσίς της αραιώς κατοικουμένης ταύτης πλευράς προς τας πολυανθρώπους πόλεις τας κειμένας επί της πεδιάδος Γεννησαρέτ θα ήτο πολύ μεγάλη· καίτοι δε ο διεσπαρμένος πληθυσμός της Περαίας συνίστατο εν μέρει εξ εθνικών, Τον ευρίσκομεν ουχί σπανίως διαπλέοντα την λίμνην διά ν' απομακρυνθή από του πλήθους.
Αλλά πριν αναχθή το πλοίον, άλλη αξιοσημείωτος διακοπή επήλθε. Τρεις των ακροατών Του αλλεπάλληλοι, εκπλαγέντες ίσως υπό της δυνάμεως της νέας μεθόδου της διδασκαλίας Αυτού, έκθαμβοι δε εκ της άκρας δημοτικότητός Του, επεθύμησαν, ή εφαντάσθησαν ότι επεθύμησαν, να προσκολληθώσιν εις Αυτόν ως διαρκείς μαθηταί Του. Ο πρώτος ήτο είς των Γραμματέων, όστις, νομίσας αναμφιβόλως ότι ο επίσημος βαθμός του θα τον καθίστα οπαδόν ευπρόσδεκτον, έκραξε: «Κύριε, ακολουθήσω Σοι όπου αν υπάγης». Αλλ' Εκείνος όστις εκάλεσε τον μισούμενον τελώνην, απεθάρρυνε τον ευυπόληπτον Γραμματέα, επειδή εγνώριζεν, ότι η επιθυμία του δεν ήτο σταθερά. «Αι αλωπεκές, είπε, φωλεούς έχουσι, και τα πτηνά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του Ανθρώπου ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίνη».
Ο δεύτερος ήτο ήδη εν μέρει μαθητής, αλλ' επεθύμει να γείνη εντελής ακόλουθος, μόνον ότι είχεν ανάγκην να θάψη τον πατέρα του. «Ακολούθει μοι, απήντησεν Εκείνος, και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Ο Θεοφύλακτος ερμηνεύει ότι το αίτημα του ανθρώπου ήτο να μείνη κατ' οίκον μέχρι του θανάτου του πατρός του, και είτα ν' ακολουθήση τον Χριστόν.
Άλλοι δε παρετήρησαν ότι, αν είχεν αποθάνη πράγματι ο πατήρ του, δεν θα ηδύνατο, ως ακάθαρτος, κατά τας λευιτικάς διατάξεις να πλησιάση εις το πλήθος. Όπως και αν έχη η έννοια της απαντήσεως του Χριστού είνε ανάλογος με το «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ Εμέ ουκ έστι Μου άξιος».
Και η απάντησις εις τον τρίτον δεν ήτο ανόμοιος. Ούτος εζήτει άδειαν ν' αποχαιρετίση τους οικείους του κατ' οίκον. «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επί το άροτρον (είπεν ο Χριστός) και εμβλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστιν εις την βασιλείαν των ουρανών». Με τους λόγους τούτους του Χριστού πόσοι άγιοι της Εκκλησίας, πόσοι όσιοι Ερημίται, να παρηγορήθησαν διότι εγκατέλιπον τους οικείους των και έκοψαν πάντα γήινον δεσμόν!
Ούτω παρήλθον και αι νέαι αύται βραδύτητες, και το πλοιάριον ανεπέτασσε τα ιστία διά τον πλουν. Αλλά και τώρα ο Ιησούς παρηκολουθείτο υπό οπαδών, διότι ως διηγείται ο Μάρκος και άλλα πλοία έπλεον μετ' Αυτού. Αλλά ταύτα κατά πάσαν πιθανότητα εσκορπίσθησαν, ή επόδισαν πτοηθέντα από τα σημεία της συναγομένης τρικυμίας. Ο δε Ιησούς ανέκλινε την κεφαλήν επί το προσκεφάλαιον, ήτοι το βόρσινον κάθισμα του πηδαλιούχου, και εκοιμήθη τον βαθύν ύπνον του κεκμηκότος, τον γαλήνιον ύπνον εκείνων, οίτινες είνε εν ειρήνη μετά του Θεού.
Και αυτός ο ύπνος ο τόσον αναγκαίος, ήτο προωρισμένος ταχέως και βιαίως να διαταραχθή. Όλοι οι περιηγηταί εκ συμφώνου μαρτυρούσι πόσον βίαιαι και αιφνίδιαι γίνονται εις την λίμνην εκείνην αι μαρτυρίαι. Τοιαύτη λαίλαψ ανέμου μεγάλη κατέβη τότε εις την λίμνην, ως διηγώνται οι ιεροί Ευαγγελισταί. Εν ακαρεί σφοδρότητος ανεμοστρόβιλος ενέσκηψε, και τα κύματα ωρχούντο μανιωδώς. «Το πλοίον εκαλύπτετο υπό τον κυμάτων. Αυτός δε εκάθευδε». Τα κύματα έπεσον επ' Αυτόν τον Ιησούν, αλλ' Αυτός δεν εξύπνα. Έως τώρα οι μαθηταί δεν ετόλμησαν να τον εξυπνήσουν. Αλλ' ήδη το πλοίον ήρχισε να βυθίζεται, «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα», έκραξαν τότε οι μαθηταί. Η φοβερά τρικυμία ήτις κατετρόμαξε τους μαθητάς δεν ετάραξε τον Ιησούν. Χωρίς κανέν σημείον συγχύσεως, ο Χριστός υπηγέρθη επί του αγκώνος, και πρώτον επράυνε την τρικυμίαν της ψυχής των μαθητών.
«Ινατί δειλοί εστε, ολιγόψυχοι;» τους είπεν.
Είτα εγερθείς, και σταθείς με όλην την γαλήνην φυσικού μεγαλείου επί της πρύμνης, ενώ ο ανεμοστρόβιλος έσεισεν επί μίαν στιγμήν μόνον τα κυματίζοντα ενδύματά Του και την κόμην Του, ενέβλεψεν εις το σκότος, και η Φωνή Του ηκούσθη εν μέσω του ρόχθου και του μυκηθμού των τεταραγμένων στοιχείων, λέγουσα (το αμετάφραστον εκείνο εις πάσαν άλλην γλώσσαν):
«&Σιώπα! πεφίμωσο!&»
Και εν ακαρεί ο άνεμος εκόπασε, και έγεινε γαλήνη. Και καθώς τα άστρα ήρχισαν ν' αντανακλώνται ακόμη επί των γαληνιασάντων κυμάτων, όχι μόνον οι μαθηταί, αλλά και οι ναύται εψιθύριζον προς αλλήλους: «Τις εστιν ούτος;»
Ω, το μεγαλείον του «Γενηθήτω φως» είνε ακαταλήπτου Θεού καταληπτόν μεγαλείον· αλλά το μεγαλείον του Θεού, γενομένου ανθρώπου, επιτιμώντος την τρικυμίαν, μ' εκείνο το «Σιώπα πεφίμωσο!» είνε πολύ καταπληκτικώτερον.
Τούτο είνε καταπληκτικόν θαύμα, έν εξ εκείνων δι ων δοκιμαζόμεθα, αν τω όντι πιστεύωμεν εις το πιστευτόν του θαυμασίου ή όχι· έν των θαυμάτων εκείνων των κραταιών, τα οποία δεν δύνανται, όπως πολλά θαύματα ιάσεων, να εξηγηθώσι διά των υφισταμένων νόμων. Ο σκοπός μου δεν είνε εις το βιβλίον τούτο να πείσω τους απίστους, ή να λογομαχήσω με τους αμφιβάλλοντας. Ουδέν ήττον, ας μοι συγχωρηθή να είπω ολίγας λέξεις. Ηρώτησάν τινες αν πρέπει να εξηγηθή το θαύμα τούτο κατά γράμμα, ή αν πρέπει να ερμηνευθή καθώς ερμηνεύουσιν άλλοι τα θαύματα ονομαστών Αγίων, ως του Αγ. Νικολάου, φέρ' ειπείν — ότι δηλ. η γαλήνη και η αταραξία του Χριστού μετέδωκε την γαλήνην και αταραξίαν εις τα πνεύματα των μαθητών Του, και ότι εν τω μεταξύ η τρικυμία εκόπασεν εκ φυσικών αιτίων(!!). Αποκρίνομαι ότι, εάν τούτο ήτο το μόνον θαύμα εν τω βίω του Χριστού· εάν τα Ευαγγέλια ήσαν ανακριβή και αμάρτυρα· εάν υπήρχέ τι εκ των προτέρων απίστευτον εις το υπερφυσικόν· εάν δεν υπήρχον προβλέψεις του Θεού κατά τους δεκαεννέα τούτους αιώνας προς επιμαρτυρίαν του έργου και της θεότητος του Χριστού, τότε ίσως δεν θα υπήρχε δυσχέρεια εις τοιαύτην ερμηνείαν. Αλλ' εάν πιστεύωμεν ότι ο Θεός διέπει τα σύμπαντα· εάν πιστεύωμεν ότι ο Χριστός ηγέρθη· εάν έχωμεν λόγους να διατηρώμεν, μεταξύ των βαθυτάτων πεποιθήσεων της υπάρξεώς μας, την βεβαιότητα ότι ο Θεός δεν μετεβίβασε την κυριαρχίαν Του ή την πρόνοιάν Του εις την άνουν, άψυχον, ανηλεή υπουργίαν των υλικών δυνάμεων· εάν βλέπωμεν εις πάσαν σελίδα των Ευαγγελιστών την ήρεμον απλότητα φιλαλήθων και πιστών μαρτύρων· εάν βλέπωμεν εις παν έτος της μετέπειτα ιστορίας και εις πάσαν εμπειρίαν του ατομικού βίου επιβεβαίωσιν της μαρτυρίας την οποίαν εκείνοι έδωκαν, τότε οφείλομεν μήτε να προσκολλώμεθα εις ορθολογιστικάς ερμηνείας, μήτε πολύ να σκανδαλιζώμεθα αν άλλοι προαιρούνται αυτάς. Όστις πιστεύει, όστις γνωρίζει το λυσιτελές της προσευχής, όστις ησθάνθη πως η φωνή του Σωτήρος, από γενεάς εις γενεάν ακουσθείσα, επράυνε και πραΰνει πολύ αγριωτέρας τρικυμίας από εκείνας αίτινες ετάραξάν ποτε τους κόλπους της λίμνης της Γαλιλαίας· όστις βλέπει εν τω προσώπω του Λυτρωτού γεγονός πολύ καταπληκτικώτερον και μεγαλειότερον ή όλας εκείνας τας παρατηρηθήσας σχέσεις, τας οποίας οι άνθρωποι προικίζουσι με φανταστικήν παντοδυναμίαν και προσκυνούσιν υπό το όνομα των Νόμων της φύσεως — δι' αυτόν τουλάχιστον δεν θα είνε ούτε δυσκολία ούτε δισταγμός ίνα υποθέση ότι ο Χριστός, επιβαίνων του βυθιζομένου ήδη πλοιαρίου, εξέφερε το πρόσταγμά Του, και ότι ο άνεμος και η θάλασσα υπήκουσαν· ότι ο λόγος Του υπήρξεν όντως ισχυρότερος μεταξύ των κοσμικών δυνάμεων από μίλια ταραττομένου ύδατος ή από λεύγας πνέοντος ανέμου.
Υπάρχει άφατος δύναμις και ζωηρότης εις το «Σιώπα, πεφίμωσο», του Μάρκου, και ο παρακείμενος της προστακτικής σημαίνει, ότι το αποτέλεσμα ώφειλε να είνε ακαριαίον και αποφασιστικόν.
Ούτε εις την απωτέραν όχθην έμελλε να εύρη ο Ιησούς ησυχίαν και ανάπαυσιν. Μόλις έφθασεν εις το μέρος εκείνο της Περαίας, το οποίον καλείται υπό του Ματθαίου «η χώρα των Γεργεσηνών», και τον συνήντησε δείγμα της ανθρωπίνης μανίας και εκπτώσεως πολύ τρομερώτερον από την λύσσαν της τεταραγμένης θαλάσσης. Μόλις είχεν αποβιβασθή ότε ένδοθεν των μνημείων ή πετρίνων τάφων ώρμησεν ενώπιόν του είς άνθρωπος δαιμονισμένος. Δεν υπήρχον τότε ούτε φρενοκομεία ούτε σωφρονιστήρια ούτε άσυλα, και οι δυστυχείς επικίνδυνοι μανιακοί απηλαύνοντο και περιωρίζοντο εις έρημα και ακατοίκητα μέρη. Υπάρχει δε αφθονία βραχωδών σπηλαίων και άντρων εν Παλαιστίνη, και ταύτα εχρησίμευον συνήθως ως τάφοι. Η κατοικία δε την οποίαν εύρισκον εκεί οι παράφρονες τους έκαμνε να χειροτερεύσουν, και ο περί ου ο λόγος είχε καταντήσει εις το μη περαιτέρω της μανίας. Πολλάκις είχον αποπειραθή να τον δέσουν, αλλ' ούτος εν τω παροξυσμώ της μανίας του είχεν εξασκήσει την υπεράνθρωπον εκείνην δύναμιν, την οποίαν μετέδιδαν αυτώ τα πονηρά πνεύματα, και είχε κόψει τας αλύσεις και τα δεσμά. Και τώρα, ημέραν και νύκτα, τα άντρα αντήχουν από τους ολολυγμούς του, και ήτο αφόρητος εις τον ίδιον εαυτόν του και εις τους άλλους.
Αυτή η φρικώδης μορφή του γυμνού μανιακού συνήντησε τον Κύριον ημών ευθύς ως απέβη εις την όχθην περί όρθρον. Ο είς των Ευαγγελιστών αναφέρει ενταύθα δύο δαιμονιζομένους, αλλά τούτο ουδόλως βλάπτει. Έτερον εστι, λέγει ο θείος Χρυσόστομος, το διαφόρως ειπείν και το μαχομένως ειπείν. Η παρουσία, το βλέμμα, η φωνή του Χριστού, και πριν ομιλήση ακόμη εις τους πάσχοντας τούτους, φαίνεται ότι τους εξήπτε πάντοτε και τους κατετρόμαζε, και ούτος ο δαιμονισμένος της χώρας των Γεργεσηνών δεν απετέλεσεν εξαίρεσιν του κανόνος. Αντί να επιπέση κατά των μαθητών, με λίθους και με αγρίας κραυγάς, καθώς έπραττε κατά των άλλων ανθρώπων, έτρεξε προς τον Ιησούν από μακρόθεν, και έπεσε προ Αυτού εις θέσιν προσκυνήσεως. Ενώσας την φωνήν του με την των κατεχόντων αυτόν δαιμόνων, παρεκάλει μετ' αυτών τον Ιησούν να μη τους βασανίση προ καιρού, μήτε να τους στείλη εις την άβυσσον.
Ποίον είνε το όνομά σου; Τον ηρώτησεν ο Ιησούς. Εκείνος ή τα δαιμόνια απήντησαν: — «Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμεν». Ο άνθρωπος είχε χάσει το ατομικόν όνομά του. Είχε χωθή τούτο ανάμεσα εις το πλήθος εκείνο των δαιμόνων. Και πάλιν παρεκάλεσε να μη τους κλείση εις την άβυσσον, αλλά να τους επιτρέψη να εισέλθουν εις την αγέλην των χοίρων.
Η επακολουθούσα διήγησις είνε δύσληπτος δι' ημάς. Δεν έχομεν την κλείδα της αληθούς σημασίας της. Η αφήγησις του Λουκά έχει ως εξής: Ην δε εκεί αγέλη πολλών χοίρων βοσκομένη· και ικέτευσαν αυτόν όπως επιτρέψη αυτοίς, εις τούτους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Τότε εξήλθον τα δαιμόνια από του ανθρώπου και εισήλθον εις τους χοίρους. Και έπεσε πάσα η αγέλη επί τον κρημνόν και απεπνίγησαν».
Η μόνη δυσκολία συνίσταται ενταύθα εις το να εννοηθή, διατί ο Ιησούς να επιτρέψη τον πνιγμόν των ζώων εκείνων. Η δε πιθανωτέρα εξήγησις των αρχαίων πατέρων της εκκλησίας είνε ότι ηθέλησε να δείξη ότι ηδύνατο και εγνώσμιον ζημίαν να κάμη εις τους ανθρώπους τους αμαρτωλούς, μη ανεχθείς δε να βλάψη λογικόν πλάσμα, απέδειξε την δύναμιν ταύτην εις τους πνιγέντας χοίρους και εις την ξηρανθείσαν συκήν(5).
Ότι όλη η σκηνή υπήρξε βιαία και τρομακτική φαίνεται εκ του γεγονότος ότι οι φυλάσσοντες τους χοίρους έφυγον εις την πόλιν και ανά την χώραν. Ο λαός των Γεργεσηνών και των Γαδαρηνών και όλων των περιχώρων έτρεξε να ίδη τον Ισχυρόν Ξένον όστις ούτω πως επεσκέφθη η επέσκηψεν επί τας όχθας των. Ποίον πειστικώτερον τεκμήριον της ισχύος Του και της αγαθοποιίας Του ηδύναντο να ίδωσιν, ειμή το θέαμα του ιαθέντος ανθρώπου, «ιματισμένου και σωφρονούντος», καθημένου παρά τους πόδας του Ιησού;
«Και εφοβήθησαν» — εφοβήθησαν περισσότερον εκείνην την Αγίαν Παρουσίαν ή τας προλαβούσας μανίας του ενεργουμένου. Ο άνθρωπος εσώθη· αλλά τι προς αυτούς αφού δισχίλιοι εκ των χοίρων των επνίγησαν! Τα πολύτιμα θρέμματά των ήσαν προφανώς εις κίνδυνον. Η πλεονεξία και απληστία παντός αποστάτου Ιουδαίου και παντός χαμερπούς εθνικού διεκυβεύετο με το να δέχωνται εις την χώραν των τοιούτον άνθρωπον, οποίος τους εφάνη ο Ιησούς. Μετ' επονειδίστου ομοθυμίας τον παρεκάλεσαν ν' απέλθη το ταχύτερον από τα μέρη των. Εθνικοί άμα και Ιουδαίοι είχον αναγνωρίσει ήδη την αλήθειαν ότι ο Θεός ενίοτε απαντά εις τας κακάς παρακλήσεις εν τη βαθυτάτη οργή Του. Αυτός ο Ιησούς είχε διδάξει τους μαθητάς Του να μη δίδωσι τα άγια εις τους κύνας μηδέ να βάλλωσι τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων. Είχε διαβή πέραν της λίμνης προς ησυχίαν και ανάπαυσιν, επιθυμών να μεταδώση και προς τους ημιεθνικούς εκείνους τα ευεργετήματα της βασιλείας του Θεού. Αλλ' εκείνοι ηγάπων τας αμαρτίας των και τους χοίρους των, απέρριψαν δε τας ευεργεσίας Του, και Τον παρεκάλεσαν ν' απέλθη.
Εκείνος απήλθεν, αλλ' ουχί εν οργή. Είχε πράξει έν έργον ελέους· είς αμαρτωλός είχε σωθή· από μίαν ψυχήν είχον εξέλθη τα ακάθαρτα πνεύματα. Και ο πρώην δαιμονιζόμενος παρεκάλει να μένη μετ' Αυτού πάντοτε. Αλλ' ο Ιησούς παρήγγειλεν αυτώ να υπάγη εις τους οικείους του να διηγηθή, πως ο Κύριος τον εσπλαγχνίσθη και εποίησε μέγα σημείον επ' αυτόν, και ούτως απήλθεν από της χώρας των Γεργεσηνών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ'
Εις την οικίαν του Ματθαίου
Επάνοδος εις Καπερναούμ — Ο παραλυτικός καταβιβαζόμενος διά της στέγης. — «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». — Η οργή των Φαρισαίων. — Περί νηστείας ζήτημα. — Ο νέος οίνος και ο παλαιός.
Ίσως ήτο μεσημβρία της αυτής ημέρας, όταν ο Ιησούς επέστρεψεν πάλιν εις την κοιλάδα της Γεννησαρέτ. Οι λαοί ανεγνώρισαν το ιστίον του επιστρέφοντος πλοίου, και πολύ πριν φθάση εις την όχθην, τα πλήθη συνηθροισμένα τον επερίμεναν και τον υπεδέχθησαν ευφροσύνως.
Πρώτον ο Ιησούς επεσκέφθη την Καπερναούμ, ήτις εθεωρείτο νυν ως ιδία Αυτού πόλις. Μετέβη εις την οικίαν, πιθανώς την του Πέτρου, την οποίαν συνήθως μετεχειρίζετο οσάκις διέτριβεν εις Καπερναούμ. Εκεί το πλήθος συνέρρευσεν αναρίθμητον, κ' εγέμισε την οικίαν και την αυλήν, ώστε ούτε εις την θύραν ηδύνατό τις να πλησιάση. Αλλ' υπήρχεν είς δυστυχής πάσχων, είς παραλυτικός επί κρεββάτου, όστις επεθύμει εκ παντός τρόπου να πλησιάση. Και οι τέσσαρες οι βαστάζοντες αυτόν, βλέποντες ότι δεν ηδύναντο να φθάσωσιν εις τον Ιησούν διά μέσου του πλήθους, ανήλθον εις την οροφήν, χθαμαλήν καθώς αι των οικιών της Ανατολής, και ανοίξαντες ρωγμήν εις την στέγην, δι' άρσεως των κεράμων, κατεβίβασαν διά σχοινιών τον κράββατον μετά του παραλυτικού, ακριβώς εις το μέρος όπου εκάθητο ο Ιησούς.
Ο άνθρωπος εσιώπα έντρομος, αλλ' ο Ιησούς ευχαριστηθείς από την τόλμην και την πίστιν την οποίαν εμαρτύρει η πράξις, είπεν αυτώ: «θάρσει, τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Ο Κύριος είχε παρατηρήσει ήδη πρότερον την δυσμενή εντύπωσιν την οποίαν επροξένουν οι εκπληκτικοί ούτοι λόγοι εις τους παρισταμένους. Πάλιν παρετήρησε τούτο εις τα βλέμματα τα οποία αντήλλαξαν οι παρόντες Γραμματείς, και από το ήθος του προσώπου των. Αλλά την φοράν ταύτην επροκάλεσεν ο ίδιος την προσοχήν εις τους λόγους Του, και διά θαύματος τους εδικαιολόγησε. «Τι ούτος λαλεί βλασφημίας;» έλεγον προς αλλήλους οι Φαρισαίοι. Τι είνε ευκολώτερον, τους είπεν ο Χριστός, να είπη τις εις τον παραλυτικόν «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», ή να είπη, «Έγειραι και περιπάτει;» Δεν δύναται πας τις να είπη το πρώτον χωρίς να είνε δυνατόν να είπη αν αι αμαρτίαι εσυγχωρήθησαν ή όχι; αλλά τις δύναται να είπη το δεύτερον, και να επιφέρη αποτέλεσμα διά του λόγου του, χωρίς δύναμιν άνωθεν; Εάν δύναμαι δι' ενός λόγου να θεραπεύσω τον παραλυτικόν τούτον, δεν είνε προφανές ότι πρέπει να είμαι Είς, όστις έχει και εξουσίαν επί της γης να συγχωρή αμαρτίας;
Την ερώτησιν ήκουσαν οι Φαρισαίοι εν σιωπή, προκατειλημμένοι και ισχυρογνώμονες· αλλά στραφείς και πάλιν προς τον παραλυτικόν, ο Ιησούς είπεν αυτώ: «Έγειραι, άρον σου τον κράββατον, και περιπάτει». Πάραυτα η ρώμη επεδόθη εις το παράλυτον σώμα, η ειρήνη εις την καταβεβλημένην ψυχήν. Ο άνθρωπος ιάθη. Ηγέρθη, εσήκωσε τον κράββατον, εφ' ου έκειτο, και ενώ το πλήθος εν καταπλήξει του ήνοιγε τώρα διέξοδον, απήλθεν οίκαδε δοξάζων τον Θεόν. Και το πλήθος, όταν ήρχισε να διασπείρεται, εξέφερον προς αλλήλους επιφωνήματα εκπλήξεως μετά φόβου μεμιγμένης. — «Παράδοξα είδομεν σήμερον! Ουδέποτε ούτως είδομεν»!
Από της οικίας, ίσως διά να δυνηθώσι περισσότεροι ν' ακούσωσιν, ο Ιησούς φαίνεται ότι εξήλθεν επ' ολίγον εις την όχθην, κ' εκείθεν, αφού εδίδαξεν, ήλθεν εις την οικίαν του Ματθαίου, εν η ο τελώνης, όστις ήτο νυν Απόστολος, είχε παρασκευάσει μέγα συμπόσιον αποχαιρετισμού προς τους φίλους του. Επειδή υπήρξε τελώνης ο ίδιος, φυσικόν ήτο πολλοί τούτων να ήσαν τελώναι και αμαρτωλοί, απόβλητοι της κοινωνίας, αντικείμενα μίσους και περιφρονήσεως. Και όμως ο Ιησούς και οι μαθηταί Του παρεκάθισαν μετ' αυτών εις το δείπνον. Τόσον ελευθέριος αγάπη επροξένησε βαθείαν δυσαρέσκειαν εις δύο σώματα ανθρώπων ή δύο ομάδας, τους Φαρισαίους και τους μαθητάς του Ιωάννου. Εις τους πρώτους, κυρίως διότι η επαφή αύτη προς ανθρώπους αμελούς και επιληψίμου βίου ηθέτει όλας τας παραδόσεις της υψηλόφρονος λεπτολογίας των· εις τους δευτέρους, επειδή η πρόθυμος αύτη αποδοχή των προσκλήσεων εις δείπνα εφαίνετο εναντία εις τας έξεις του ασκητικού βίου των. Ο Ιησούς πιθανώς ήκουσε τι εψιθύριζον εναντίον Του. Υπήρχε τι χαρακτηριστικόν εις τον τρόπον κάθ' ον εγίνετο η επίκρισις. Οι Φαρισαίοι, αμφιβάλλοντες ακόμη περί του αληθούς χαρακτήρος του Ιησού, προφανώς πτοούμενοι από την παρουσίαν Του, τρομάζοντες από το μεγαλείον Του, και μη τολμώντες ακόμη να έλθωσιν εις φανεράν προς Αυτόν ρύξιν, εξέσπων όλην την δυσθυμίαν των επί των μαθητών Του, ερωτώντες αυτούς: — Διατί ο Διδάσκαλός σας τρώγει και πίνει μαζύ με τους τελώνας και αμαρτωλούς;
Οι απλοϊκοί το πνεύμα Απόστολοι ήσαν βεβαίως ανίκανοι να λύσωσιν αυτών την απορίαν. Αλλ' ο Ιησούς πάραυτα αντεμετώπισε την ένστασιν, και είπεν εις τους μεμψιμοίρους τούτους σεμνολόγους, ότι δεν ήλθε να καλέση τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς. Δεν ήλθε διά το εν τη μάνδρα ποίμνιον, αλλά διά το πρόβατον το απολωλός. Διά να ευαγγελισθή εις τους πτωχούς, διά να εφαπλώση το έλεός Του επί τους απολωλότας, διά τούτο κατεσκήνωσεν εν τοις ανθρώποις. Η διδασκαλία Του έμελλε να είνε «ως υετός επί χόρτων, και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην». Τότε ανέφερε την φράσιν ενός των προφητών, του Ωσηέ, και τους είπε «να υπάγουν να μάθουν», αυτοί, οίτινες εκαυχώντο ότι τόσα γνωρίζουν, τι σημαίνει το, «Έλεον θέλω και ου θυσίαν». Ίσως ποτέ έως τότε δεν τους είχεν έλθη εις τον νουν ότι η αγάπη ήτις συγκαταβαίνει μετά των αμαρτωλών επί σκοπώ να τους κερδήση εις την μετάνοιαν είνε αρεστοτέρα τω Θεώ υπέρ χιλιάδας κριών και μόσχων.
Η προς τους μαθητάς του Ιωάννου απόκρισις ήτο ολιγώτερον αυστηρά τον τόνον. Οι μαθηταί του τότε εν τω δεσμωτηρίω Ιωάννου «ήσαν» τας ημέρας εκείνας, «νηστεύοντες», και επεθύμουν να μάθουν διατί Αυτός και οι μαθηταί Του δεν ενήστευον. Θα ηδύνατο να τους είπη ότι η νηστεία είνε πράγμα ωφέλιμον, και υποχρεωτικόν, εάν τις αισθάνεται ότι δι' αυτής ταπεινοί και καταβάλλει κάτι τι πονηρόν εις την φύσιν του, αλλ' όμως άχρηστον και επιβλαβές, εάν συντελή μόνον εις υπερηφανίαν και εις περιφρόνησιν των άλλων. Ηδύνατο και να είπη ότι, κατά τους ιδίους προφήτας των, νηστεία δεν είνε μόνον η αποχή από των βρωμάτων, αλλ' η αποχή από πονηρών πράξεων και λογισμών. Αλλ' επροτίμησεν, αναφερόμενος εις το ρήμα του ιδίου διδασκάλου των, ειπόντος ότι δεν ήτο αυτός ο Νυμφίος, αλλ' ο φίλος του Νυμφίου, και ότι ο αληθής Νυμφίος ήτο Εκείνος όστις ήρχετο μετ' αυτόν, να τους ερωτήση απλώς: «Μη δύνανται οι υιοί του νυμφώνος νηστεύειν οπότε μετ' αυτών εστιν ο Νυμφίος;» Και είτα, εμβλέψας γαλήνιος εις την βαθείαν άβυσσον του μέλλοντος, ήτις ηνοίγετο ενώπιόν Του, είπε ρήμα το οποίον (ει και κατ' εκείνον τον χρόνον ουδείς πιθανώς το ενόησεν) υπήρξεν ίσως η πρωιμωτέρα πρόρρησις ην εξέφερε περί του σταυρικού θανάτου, όστις τον επερίμενεν: «Αλλ' ελεύσονται ημέραι όταν απαρθή απ' αυτών ο Νυμφίος; και τότε νηστεύσουσιν εν εκείναις ταις ημέραις». Είτα προτέθηκε και δύο άλλας παραβολικάς εκφράσεις· την μίαν περί «ράκους αγνάφου» μη επιρραπτομένου επί ενδύματος παλαιού· και την άλλην περί οίνου νέου μη εγκλειομένου εις ασκούς παλαιούς. Δι' όλων τούτων ο Κύριος ημών εξήρε και πάλιν το φιλάνθρωπον και συγκαταβατικόν της ιδίας μεθόδου Του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕ'.
Εις την οικίαν του Ματθαίου (συνέχεια)
Ο Ιάειρος. — Η αιμορροούσα. — Αι θρηνωδοί. — Έγερσις της θυγατρός του
Ιαήρου. — Οι παρήκοοι τυφλοί.
Ο Ιησούς ησχολείτο ακόμη εις την ευμενή διδασκαλίαν, ήτις επήγασεν από το ερώτημα των μαθητών του Ιωάννου, όταν άλλο συμβεβηκός επήλθε, το οποίον ήγαγεν εις τρία αλλεπάλληλα εκ των μεγίστων θαυμάτων του επιγείου βίου Του.
Είς αρχισυνάγωγος, αξίωμα το οποίον αι Εβραίοι μεγάλως ετίμων, ήλθε προς τον Ιησούν εν άκρα ταραχή. Δεν είνε απίθανον ότι ο αρχισυνάγωγος ούτος, υπήρξεν είς εκ της πρεσβείας, ήτις είχε συνηγορήσει παρά τω Ιησού υπέρ του εκατοντάρχου — προσηλύτου υφ' ου είχε κτισθή η Συναγωγή. Εάν ούτως έχη, θα εγνώριζεν εκ πείρας την δύναμιν Εκείνου τον οποίον επεκαλείτο. Πεσών εις τους πόδας Του με διακοπτομένας λέξεις του λέγει ότι το θυγάτριόν του, το μόνον του θυγάτριον, αποθνήσκει, απέθανεν· αλλ' όμως, εάν θέλη μόνον Αυτός να έλθη και να ψαύση αυτήν με την χείρα Του, θα ζήση. Με την τρυφερότητα ήτις δεν ηδύνατο ποτε να κωφεύση εις την κραυγήν πενθούντος, ο Ιησούς ηγέρθη παρευθύς από της τραπέζης και απήλθε μετ' αυτού, ακολουθούμενος ου μόνον υπό των μαθητών Του, αλλά και υπό πλήθους πυκνού, το οποίον είχε παραστή εις την σκηνήν. Και καθώς επορεύετο ο λαός εν τη απληστία του συνωθείτο περί Αυτόν.
Αλλά μεταξύ του πλήθους, του περικλείοντος αναμφιβόλως καί τινας των Φαρισαίων και των μαθητών του Ιωάννου, με τους οποίους είχεν ομιλήσει, καθώς καί τινας των τελωνών και αμαρτωλών μεθ' ων είχε συμφάγη, υπήρχεν έν πρόσωπον το οποίον δεν προσειλκύσθη υπό περιεργείας διά να ίδη τι ηδύνατο να γείνη διά τον άρχοντα της Συναγωγής. Ήτο μία γυνή, ήτις ήτο «εν ρύσει αίματος επί έτη δώδεκα», νόσω κακή και λίαν θλιβερή. Μάτην είχε δαπανήσει την ουσίαν αυτής εις τους ιατρούς, τώρα δε ήθελε να δοκιμάση δωρεάν πλησίον του Μεγάλου Ιατρού. Ίσως, εν τη αμαθεία της, το έπραττε διότι δεν είχε πλέον χρήματα να δώση, ίσως συνεστέλλετο ως γυνή και ένεκα του είδους της ασθενείας της· αλλά, δι' οιανδήποτε αφορμήν, απεφάσισεν, ούτως ειπείν, να κλέψη απ' Αυτού άγνωστος την θεραπείαν. Και ούτω με την δύναμιν και την επιμονήν της απελπισίας, επάλαισεν εις το πυκνόν εκείνο πλήθος, εωσότου ήλθεν αρκετά πλησίον ώστε να Τον θίξη εκ τον νώτων· και έδραξε το κράσπεδον του ιματίου Του, με τρέμουσαν χείρα, αισθανθείσα δε ευθύς την ίασιν, ωπισθοχώρησεν εν μέσω του πλήθους, απαρατήρητος υπό τον άλλων, πλην όχι υπό του Χριστού. Αισθανθείς ο Κύριος ότι ιαματική δύναμις εξήλθεν απ' Αυτού, αναγνωρίσας την μαγνητικήν επαφήν της πίστεως, εστάθη και ηρώτησε: «Τις μου ήψατο των ιματίων;» Υπήρχέ τι το ανυπόμονον εις την απάντησιν του Πέτρου, ότι εν μέσω τόσου συνωθισμού ήτο άτοπος τάχα η ερώτησις. Αλλ' ο Ιησούς εμβλέπων εις πολλά πρόσωπα τον επληροφόρησεν, ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ του συνωθισμού της περιεργείας και της επαφής της πίστεως, και όταν τέλος το βλέμμα Του έπεσεν επί την πτωχήν γυναίκα, εκείνη, αισθανθείσα ότι έπταισε ζητούσα να κλέψη την ίασιν την οποίαν Εκείνος ευμενής θα έδιδεν, ήλθεν ενώπιόν Του τρέμουσα, και πεσούσα εις τους πόδας Του είπεν όλην την αλήθειαν. Η γυναικεία της συστολή και ο φόβος ελησμονήθησαν εν τη επιθυμία να εξιλεώση το σφάλμα της. Αναμφιβόλως εφοβείτο την οργήν Του, επειδή ο Νόμος εκέλευεν, ότι η ψαύσις μιας ασθενούς επροξένει ακαθαρσίαν αγνισμού δεομένην, Αλλ' όμως η αφή εκαθάρισεν αυτήν, δεν εμόλυνεν Εκείνον. Ο Σωτήρ δεν ωργίσθη, αλλά είπεν αυτή: «Θάρσει, θύγατερ· η πίστις σου σέσωκε σε· πορεύου εις ειρήνην, και ίσθι υγιής από της μάστιγός σου».
Διά του ονόματος θ ύ γ α τ ε ρ, δεν φαίνεται εις τα ιερά κείμενα να προσηγόρευσεν άλλην γυναίκα ο Χριστός. Η δε παράδοσις λέγει ότι η γυνή αύτη ήτο η Βερονίκη, εκ Καισαρείας της Φιλίππου, όπου εσώζετο και χαλκούν άγαλμα παριστόν την αιμόφρουν απτομένην του κρασπέδου του Ιησού, όπερ άγαλμα κατεστράφη κατά διαταγήν Ιουλιανού του Παραβάτου.
Το συμβεβηκός πρέπει να επέφερε μικράν βραδύτητα, και, καθώς είδομεν, εις την αγωνίαν του Ικάρου πάσα στιγμή ήτο κρίσιμος. Αλλ' ούτος, δεν ήτο ο μόνος πάσχων όστις είχε δικαιώματα επί το έλεος του Σωτήρος· κ' επειδή δεν εξέφερε παράνομον, είνε προφανές ότι η λύπη δεν τον κατέστησεν ιδιοτελή και άδικον. Αλλά την στιγμήν ταύτην έφθασεν εις των οικείων του λέγων: «Η θυγάτηρ σου απέθανε· μη σκύλλε τον Διδάσκαλον». Ήτοι μη ενόχλει αδίκως Αυτόν. Τούτο δε φαίνεται ότι το είπε μετ' ειρωνείας.
Το άγγελμα δεν απηυθύνετο προς τον Ιησούν, αλλ' ούτος δεν ηθέλησε να το ακούση, και μετά συμπαθούς επιθυμίας όπως απαλλάξη ματαίας αγωνίας τον πατέρα, είπεν αυτώ: «Μη φοβού, μόνον πίστευε». Τάχιστα έφθασαν εις την οικίαν, και εύρον αυτήν κατεχομένην υπό των θρηνωδών γυναικών και τον αυλητών, των οποίων ο τεχνητός και μισθωτός αλαλαγμός ύβριζε το άφωνον και ειλικρινές πένθος και το μεγαλείον του θανάτου. Πιθανός το προσποίητον τούτο πένθος ήτο λίαν αντιπαθές εις τον Χριστόν. Σταθείς εις την θύραν διά ν' απαγορεύση όπως μη τις εκ του πλήθους Τον ακολουθήση εισήλθεν εις την οικίαν μετά τριών μόνον εκ των μαθητών Του, του Πέτρου και Ιακώβου και Ιωάννου. Η πρώτη φροντίς Του υπήρξε να κατασιγάση τον μάταιον θόρυβον. «Δεν απέθανεν, είπε, το παιδίον (η κόρη ήτο δωδεκαέτις), αλλά κοιμάται». Και τότε οι παρεστώτες τον επεριγέλασαν! Ο Χριστός μετ' αγανακτήσεως απέπεμψε τους εμμίσθους θρηνωδούς. Ησυχίας γενομένης, έλαβε μεθ' εαυτού τον πατέρα και την μητέρα της παιδίσκης και τους τρεις Αποστόλους Του, και εισήλθον εις τον νεκρώσιμον θάλαμον. Είτα ψαύσας την κρύαν μικράν χείρα εφώνησε τας δύο εκείνας ριγηλάς λέξεις:
«Ταλιθά κούμι!» (Η παις, εγείρου), και τότε το πνεύμα της επέστρεψε, και η παιδίσκη ηγέρθη και περιεπάτησε. Τότε οι γονείς «εξέστησαν εκστάσει μεγάλη», ο δε Ιησούς εκέλευσεν, όπως δώσωσιν αυτή να φάγη, και συνέστησεν αυτοίς εχεμυθίαν διά το γεγονός.
Καθώς εξήρχετο εκείθεν ο Ιησούς, δύο τυφλοί τον ηκολούθησαν κράζοντες. «Υιέ Δαυίδ, ελέησον ημάς». Ήδη ο Χριστός είχεν αρχίσει να περιστέλλη, ούτως ειπείν, το αυθόρμητον των θαυμάτων Του. Είχεν επιτελέσει υπεραρκούντα όπως μαρτυρήση την αποστολήν Του, συνέφερε δε οι άνθρωποι να δώσωσι μεγαλειτέραν προσοχήν εις την θείαν διδασκαλίαν Του παρά εις τας προσκαίρους ιάσεις Του. Ούτε είχε κυρώσει μέχρι τούδε την άκαιρον και πρόωρον χρήσιν του τίτλου «Υιός Δαυίδ», τίτλου όστις, εάν τον απεδέχετο δημοσία, δυνατόν να παρηνώχλει την υψίστην αποστολήν Του, με το να έφερεν εις στάσιν προς χάριν Του εναντίον της ρωμαϊκής εξουσίας. Χωρίς να δώση προσοχήν εις τους δύο ανθρώπους ή εις την κραυγήν των, απήλθεν εις την οικίαν εν η έμενε· και μόνον αφού Τον ηκολούθησαν εντός της οικίας, εδοκίμασε την πίστιν των διά της ερωτήσεως. «Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;» Εκείνοι απήντησαν, «Ναι, Κύριε». Τότε έψαυσε τους οφθαλμούς των λέγων, «Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν». Και οι οφθαλμοί των ηνοίχθησαν. Καθώς πολλοί άλλοι, τους οποίους εθεράπευσε, παρημέλησαν την προσταγήν Του όπως μη το αποκαλύψωσιν.
Είνε δυνατόν ν' απατώμεν ημάς αυτούς· είνε δυνατόν να προσφέρωμεν εις τον Χριστόν φαινομένην υπηρεσίαν διά της παρακοής εις τας ιδίας εντολάς Του, να Τον λυπώμεν θέλοντες δήθεν να Τον τιμήσωμεν. Πλην με το μέτρον τούτο δυνατόν να μετρώνται οι άνθρωποι, όχι ο Θεός. Η υπακοή εις τον Θεόν είνε μεγαλειτέρα πάσης άλλης αρετή και θυσία. Οι φλύαροι εκείνοι, οίτινες εκοινολόγησαν το συμβεβηκός, συνετέλεσαν μόνον να διαταράξωσι, κατά το ανθρώπινον, την ησυχίαν Του και να επιταχύνωσι τον θάνατόν Του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΣΤ'.
Ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα
Αποστολή των Δώδεκα. — Αι προς αυτούς οδηγίαι. — Εορτή των Ιουδαίων.
— Η παρουσία του Ιησού.
Όστις εμελέτησε μετά προσοχής τα ιερά Ευαγγέλια δυνατόν να παρετήρησεν ευκρινώς εν τω βίω του Χριστού, τας επομένας περιστάσεις.
Πρώτον, ότι ο άκακος ενθουσιασμός της χαρμοσύνου υποδοχής μεθ' ου ο Χριστός και οι λόγοι Του και τα έργα Του εγίνοντο το πρώτον δεκτά ανά τα βόρεια της Γαλιλαίας, βαθμηδόν, αλλ' εν βραχεί χρόνω, υπεχώρησεν εις υποψίαν, αποστροφήν, ως και έχθραν εκ μέρους μεγάλων και ισχυρών του λαού μερίδων.
Δεύτερον, ότι ο εξωτερικός χαρακτήρ, καθώς και οι τόποι της αποστολής του Κυρίου πολύ ηλλοιώθησαν μετά την σφαγήν Ιωάννου του Βαπτιστού.
Τρίτον, ότι το άγγελμα του φόνου, ομού μετά της αναπτύξεως σφοδράς αντιδράσεως, και η συνεχής παρουσία Γραμματέων και Φαρισαίων από της Ιουδαίας, όπως επιτηρώσι την διαγωγήν Του και ιχνηλατώσι τας κινήσεις Του, φαίνονται να είνε σύγχρονα με επίσκεψιν εις Ιεροσόλυμα, μη μνημονευμένην υπό των Συνοπτιστών (Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά), αλλά προφανώς ταυτιζομένην με την ανώνυμον εορτήν την μνημονευομένην εν κεφαλαίω Ε', εδ. 1, του Ιωάννου.
Τέταρτον, ότι η ανώνυμος αύτη εορτή πρέπει να συνέπεσε περίπου με την περίοδον του κηρύγματός Του εις ην έχομεν φθάσει τανύν.
Της εορτής ταύτης προηγήθη άλλο συμβεβηκός· η αποστολή του Δώδεκα.
Περί το τέλος των αποστολικών περιπλανήσεων, κατά την διάρκειαν των οποίων συνέβησαν τινα των προειρημένων, ο Ιησούς εις την θέαν του πλήθους ησθάνθη βαθυτάτην συμπάθειαν. «Και ιδών εσπλαγχνίσθη επ' αυτούς, ότι ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Ήσαν προσέτι όμοιοι με σπαρτά ώριμα, αλλ' αθέριστα δι' έλλειψιν εργατών. Και εκέλευσε τους μαθητάς Του να παρακαλέσωσι τον Κύριον του θερισμού όπως πέμψη εργάτας εις την συγκομιδήν Του. Ευθύς ύστερον, αφού Αυτός διέτρεξεν ήδη όλην την Γαλιλαίαν, έπεμψεν αυτούς ανά δύο και δύο όπως ενισχύσωσι το κήρυγμά του και εκτελέσωσιν έργα ελέους εν τω ονόματι Του.
Πριν ή αποστείλη αυτούς, ως εικός, έδωκεν αυτοίς τας αναγκαίας οδηγίας. Προς το παρόν ώφειλον να περιορίσωσι την εκτέλεσιν της εντολής των εις τα απολωλότα πρόβατα οίκου Ισραήλ και να μη επεκτείνωσι ταύτην εις Σαμαρείτας ή εθνικούς. Το θύμα του κηρύγματός των ώφειλε να είνε η προσέγγισις της βασιλείας των ουρανών, έμελλε δε αφθόνως να υποστηριχθή δι' έργων δυνάμεως και ευποιίας. Δεν έπρεπε να φέρωσι τίποτε μεθ' εαυτών· ούτε πήραν δι' άρτον· ούτε βαλάντιον διά χρήματα· ούτε ενδύματα προς αλλαγήν· ούτε υποδήματα οδοιπορίας αντί των συνήθων πεδίλων των· ούτε να προμηθευθώσι ράβδον διά την πορείαν, εκτός αν είχον ήδη· η αποστολή των, καθώς όλαι αι μέγισται και ανυσιμώταται αποστολαί όσας εγνώρισεν ο κόσμος, έπρεπε να είνε απλή και αυτάρκης. Η συνήθης εν τη Ανατολή ξενία θα ήρκει δι' αυτούς. Άμα εισερχόμενοι εις πόλιν, θα διευθύνοντο εις πάσαν οικίαν εν αυτή, όπου θα είχον λόγους να πιστεύσουν ότι θα εγένοντο ευπρόσδεκτοι, και θα εχαιρέτιζον αυτήν με τον συνήθη χαιρετισμόν ε ι ρ ή ν η υ μ ί ν. Εάν οι υιοί της ειρήνης ήσαν εκεί, η ευλογία θα ήτο λυσιτελής· εάν όχι, θα επέστρεφεν εις τας ιδίας κεφαλάς των. Εάν τους απέρριπτον, έπρεπε ν' αποτινάσσωσι και την κόνιν από των ποδών των εις μαρτυρίαν, ότι πιστώς ελάλησαν, και ότι αποβάλλουσι πάσαν ευθύνην διά την μέλλουσαν κρίσιν.
Αι πάνσοφοι αύται οδηγίαι του Κυρίου είνε απαραίτητοι και νυν διά τους ιεραποστόλους, όσοι θέλουσι να είνε φρόνιμοι. Ελέχθη μετά δηκτικής ειρωνείας ότι οι σημερινοί ιεραπόστολοι βάλλουσιν όλα τα δυνατά των, πρώτον διά ν' ανακαλύψωσιν όλας των λαών τας προλήψεις και τα έθιμα, και δεύτερον διά να προσβάλωσι και πολεμήσωσι ταύτα. Αναμφιβόλως τούτο οφείλεται εις ζήλον ου κατ' επίγνωσιν. Αλλά δεν έπραττεν ούτω ο Άγιος Παύλος, όστις ωμίλησε προς τους Αθηναίους φιλοφρονέστατα και διαλλακτικώτατα, και έζησεν επί τρία και ήμισυ έτη εν Εφέσω, χωρίς μηδέ άπαξ να προσβάλη ή να υβρίση τους λάτρεις της Αρτέμιδος.
Έως εδώ ο Κύριος υπέδειξεν αυτοίς τα χρέη της πιστής φιλίας, της αβράς φιλοφροσύνης, της εν αυταπαρνήσει απλότητος, ως πρώτους ουσιώδεις όρους κατορθούσης αποστολής. Προέβη δε να ενισχύση αυτούς εναντίον των αφεύκτων δοκιμασιών του αποστολικού έργου των.
Ώφειλον να είνε φρόνιμοι ως οι όφεις (οι οποίοι, όταν κινδυνεύωσι, προφυλάττουσι την κεφαλήν των ως λίαν τρωτήν) και ακέραιοι ως αι περιστέραι (αίτινες είναι ειρηνικαί και άχολοι). «Ιδού Εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων».
Ενταύθα, λέγει αρχαία παράδοσις, ηρώτησεν ο Πέτρος; «Εάν ουν διασπαράξωσιν οι λύκοι τα αρνία;» Ο δε Ιησούς απεκρίθη: «Μη φοβήσθωσαν τα αρνία τους λύκους μετά το αποθανείν αυτά». Και ευθύς προσέθηκε, τα αναφερόμενα εν Ευαγγελίοις: «Μη φοβείσθε από των αποκτεινόντων το σώμα την δε ψυχήν ου δυναμένων αποκτείναι, φοβείσθε δε μάλλον τον έχοντα εξουσίαν μετά το αποθανείν υμάς εμβαλείν εις την Γέενναν του πυρός». Είτα προείπεν αυτοίς ότι έμελλον να προσαχθώσιν ενώπιον συνεδρείων, και να μαστιγωθώσιν εν ταις Συναγωγαίς (οι προϊστάμενοι των Συναγωγών είχον εξουσίαν να τιμωρώσι διά μάστιγος), και να σταθώσιν ενώπιον δικαστηρίων, και όμως, άνευ αγωνιώδους προμελέτης, το πνεύμα θα εδίδασκεν αυτούς τι ν' απολογηθώσιν. Η διδασκαλία της ειρήνης έμελλε να μεταβληθή διά των μοχθηρών παθών των ανθρώπων εις πολεμικήν κραυγήν μανίας και μίσους, και δυνατόν ν' απηλαύνοντο και να έφευγον από προσώπου των εχθρών των από πόλεως εις πόλιν. Αλλ' ώφειλον να υπομείνωσι μέχρι τέλους, διότι πριν διατρέξωσι τας πόλεις του Ισραήλ ο Υιός του Ανθρώπου έρχεται. Η έλευσις αύτη σημαίνει εδώ την πτώσιν του Ιουδαϊσμού, και την ίδρυσιν πνευματικής βασιλείας του Χριστού επί της γης, την οποίαν τινές των Αποστόλων επέζησαν να ίδωσι.
Τελευταίον τους ενουθέτησε και τους ενίσχυσεν, αναμνήσας ό,τι Αυτός υπέφερε και πως επολεμείτο. Ας μη φοβώνται. Ο Θεός όστις προνοεί διά τα στρουθία, ο Θεός, υφ' ου και αι τρίχες της κεφαλής των είνε ηριθμημέναι, ο Θεός όστις βαστάζει εις τας χείρας Του τας εξόδους ου μόνον της ζωής και του θανάτου, αλλά της αιωνίου ζωής και του αιωνίου θανάτου, είνε μετ' αυτών· θα αναγνωρίση εκείνους οίτινες ανεγνώρισαν τον Υιόν Του, και θ' αρνηθή εκείνους οίτινες Τον ηρνήθησαν. Και αυτοί οι οικείοι των, οι γονείς και αδελφοί των, θα τους καταγγείλωσι και θα τους παραδώσωσιν. Αλλά και αυτοί θα είνε όπως Αυτός ήτο εν τω κόσμω· ο δεχόμενος αυτούς δέχεται Αυτόν· και όστις θα χάση την ζωήν του δι' Αυτόν, Εκείνος πράγματι θα την κερδήση· Και ότι ποτήριον ψυχρού ύδατος διδόμενον εις ένα των ταπεινών τούτων των ελαχίστων, θα έχη την αμοιβήν του.
Ελεήμων και σοφή ήτο η πρόβλεψις ότι έπρεπε ν' απέλθωσιν ανά δύο εις την αποστολήν. Τούτο τους καθίστα ικανούς να συνδιαλέγωνται και να συμβοηθώνται εναπληρούντες τας ελλείψεις αλλήλων. Αναμφιβόλως οι αδελφοί και οι φίλοι απήλθον σύνδυο· ο πυρ πνέων Πέτρος και ο θεωρητικός Ανδρέας· οι Υιοί της Βροντής, ο είς ευδόκιμος και επιβάλλων, ο έτερος ευφράδης και ευαίσθητος· η ομαίμων πίστις και το άδολον του Φιλίππου και του Βαρθολομαίου· ο βραδύς αλλ' αφωσιωμένος Θωμάς μετά του σύννου και ευλαβούς Ματθαίου· ο Ιάκωβος μετά του αδελφού του Ιούδα· ο ζηλωτής Σίμων διά ν' ανάψη με τον ένθεον ζήλον του το σκοτεινόν, κυμαινόμενον, άπελπι πνεύμα του προδότου Ιούδα.
Κατά την απουσίαν των, ο Ιησούς εξηκολούθει το έργον Του μόνος, ίσως καθώς κατήρχετο βραδέως προς τα Ιεροσόλυμα. Διότι εις την περίοδον ταύτην φαίνεται ότι ανήκει το εδάφιον του Ιωάννου: «Μετά ταύτα ην εορτή των Ιουδαίων, και ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα».
Φαίνεται δε ότι ο Ιησούς, έχων φίλους και θαυμαστάς πολλούς εις Ιεροσόλυμα και εις τα πέριξ, έμεινεν εν τω μεταξύ μεμονωμένως, περιμένων, την επάνοδον των μαθητών Του από το κήρυγμα. Ίσως έμενεν εις Βηθανίαν, όπου ως γνωστόν υπήρχε μία ευσεβής οικογένεια αγαπώσα Αυτόν και πιστεύουσα εις Αυτόν, η οικογένεια της Μάρθας και της Μαρίας, και Λαζάρου του αδελφού των.
Ποία ήτο η εορτή αύτη των Ιουδαίων, εν καιρώ της οποίας ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα (και την οποίαν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν ονομάζει) αγνοούμεν, όπως αγνοούμεν και αν χάριν της εορτής, ή κατά συγκυρίαν, απήλθεν εκεί ο Χριστός. Αλλά δεν φαίνεται να ήτο ουδεμία των μεγάλων εορτών των Ιουδαίων, ούτε το Πάσχα, ούτε η Πεντηκοστή, ούτε η Σκηνοπηγία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΖ'.
Το θαύμα της Βηθεσδά
Η κολυμβήθρα Βηθεσδά. — Ίασις του Παραλύτου. — Ζηλότυποι ερωτήσεις. — Αθέτησις του Σαββάτου. — Η αχαριστία του θεραπευθέντος. — Οργή των αρχόντων. — Απόκρισις του Ιησού. — Επικίνδυνα αποτελέσματα.
Υπήρχεν εις Ιεροσόλυμα, πλησίον της Προβατικής Πύλης, μία δεξαμενή ήτις επιστεύετο ότι είχεν εκτάκτως ιαματικάς ιδιότητας. Αύτη εκαλείτο η κολυμβήθρα Βηθεσδά, ήτις δεν πρέπει να συγχέηται με την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, εκείνην εις ην ο Χριστός έστειλε τον εκ γενετής τυφλόν όπως νιφθή. Εις το πεντάγωνον οικοδόμημα το περιβάλλον κύκλω την Βηθεσδά υπήρχον πέντε στοαί, και εις ταύτας κατέκειτο πλήθος ασθενών, οίτινες επερίμενον πότε να κινηθή το ύδωρ. «Άγγελος γαρ του Θεού κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα και ετάραττε το ύδωρ· ο ουν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος υγιής εγίνετο».
Εναντίον των δύο τούτων εδαφίων του κατά Ιωάννην επέπεσε πλήθος πολύ κριτικών, συζητητών και απίστων, ως άλλο «πλήθος πολύ τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν». Αλλ' ημείς μη έχοντες την εξουσίαν να τους ρίψωμεν άκοντας εις την κολυμβήθραν, αντιπαρερχόμεθα, και παρακολουθούμεν απλώς τον Σωτήρα επισκεπτόμενον την Βηθεσδά. Εις τοιούτον τόπον, εις μέρος όπου υπήρχον κακοπάθειαι όπως ανακουφισθώσι, εκεί κατηύθυνε τα βήματά Του ο Αγαθός Ιατρός, και μάλιστα αφού ήτο Σάββατον. Ο Φαρισαϊσμός εφρόντιζε μόνον περί τελετών και προσφορών και λεπτολογίας τύπων· αλλ' ο Ιησούς εγνώριζεν ότι το αγαθοποιείν ήτο η θυσία εις ην ηρέσκετο ο Ουράνιος Πατήρ.
Μεταξύ των ασθενών έκειτο είς επί τριακονταοκτώ έτη παράλυτος. Ο Ιησούς προσέβλεψε τον άνθρωπον μετά βαθυτάτης ευσπλαγχνίας. Ήτο προφανές ότι και η θέλησίς του ασθενούς ήτο τόσον παραλυτική όσον σχεδόν και το σώμα του. Ο Ιησούς αποταθείς προς αυτόν είπε:
— «Θέλεις υγιής γενέσθαι;»
Ο ασθενής απεκρίθη: «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω ίνα, όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν. Ενώ δε έρχομαι εγώ, άλλος προ εμού καταβαίνει και λαμβάνει την ίασιν».
Ο Ιησούς τότε είπεν αυτώ:
— «Έγειραι, άρον σου τον κράββατον και περιπάτει».
Τούτο επροφέρθη με τόνον εις ον ουδείς και ουδέν ηδύνατο να παρακούση. Ο τρόπος του Λαλούντος, η φωνή Του, η εντολή Του, εδόνησαν ως ηλεκτρικός σπινθήρ όλον το σώμα του παραλυτικού, το εξησθενημένον διά πολλών κακοπαθειών και αμαρτιών. Μετά τριακονταοκτώ έτη καταπτώσεως, ο άνθρωπος εν ακαρεί ηγέρθη, εσήκωσε τον κράββατόν του, και ήρχισε να περιπατή. Εν χαρμοσύνω εκπλήξει εκύτταξε κύκλω διά να ίδη και ευχαριστήση τον άγνωστον ευεργέτην του· αλλά το πλήθος ήτο πυκνόν, και ο Ιησούς θέλων να διαφύγη την ανωφελή έξαψιν της περιεργείας, ήτις τον εθεώρει ως θαυματουργόν μόνον, έφυγεν απαρατήρητος, «εξένευσεν, όχλου όντος».
Και όμως πολλά ζηλότυπα όμματα ερρίφθησαν τάχιστα επί του ανθρώπου. Όσον η εσωτερική δύναμις μιας θρησκείας είνε νεκρά, τόσω μεγαλειτέρα σπουδαιότης αποδίδεται εις τους εξωτερικούς τύπους της. Προσκόλλησις εις τους τύπους και αδιαφορία, σχολαστική λεπτολογία και απόλυτος απιστία, είνε συσχετικά, και πάντοτε ακμάζουσιν εκ παραλλήλου. Ούτω συνέβαινεν ως προς τον Ιουδαϊσμόν εις τας ημέρας του Χριστού. Ο ζων ενθουσιασμός του ήχε σβύσει· η υψηλή πίστις είχεν εκπέσει· οι προφήται είχον παύσει να προφητεύουν· οι ποιηταί είχον παύσει να ψάλλουν· οι ιερείς δεν ενεδύοντο πλέον δικαιοσύνην· οι όσιοί του ήσαν σπάνιοι. Η αξίνη έκειτο προς την ρίζαν του δένδρου, και ο οπός του εχρησίμευε μόνον να τρέφη μυκητοειδή παραφυάδα τελετών και παραδόσεων.
Και ούτω συνέβη η τήρησις του Σαββάτου, ήτις σκοπόν είχε να εξασφαλίση διά τους κεκμηκότας ανθρώπους ανάπαυσιν πλήρη αγάπης και ευσπλαγχνίας, είχε, καταστή εθνικόν ξόανον, γυμνόν έθιμον περιβεβλημένον με ματαίους και ανοήτους περιορισμούς. Σήμερον ακόμη, οι Εβραίοι της Γερμανίας, φέρ' ειπείν, το έχουσιν ως αμαρτίαν να κρατώσι ράβδον εν ημέρα Σαββάτου. (6)
Όταν μία θρησκεία εκπέση εις δεισιδαιμονίαν, χωρίς να έχη χάσει την πολιτικήν της ισχύν, τότε γίνεται τυραννικωτέρα και πλέον φιλύποπτος εις την καταδίωξιν και την ιχνηλασίαν της αιρέσεως. Τον θεραπευθέντα παραλυτικόν τάχιστα περιεκύκλωσε πλήθος εξεταστών. Τον εκύτταζον μετ' εκπλήξεως και αγανακτήσεως.
«Είνε Σάββατον δεν είνε νόμιμον να σηκώνης τον κράββατόν σου».
Ιδού μία επ' αυτοφώρω παράβασις του Νόμου των! Μήπως είς άνθρωπος κατά τας περιπλανήσεις εις την έρημον δεν ελιθοβολήθη διότι συνέλεγε ράβδους εν Σαββάτω; Μήπως ο προφήτης Ιερεμίας δεν είπε ρητώς: «Προσέχετε εαυτοίς, και μη βαστάζετε φορτίον εν Σαββάτω;»
Ναι, αλλά διατί; Διότι το Σάββατον ήτο διάταξις φιλάνθρωπος, σκοπόν έχουσα να σώση τους εργάτας και τους καταπιεζομένους από βίον ακαταπαύστου εργασίας· διότι ήτο ουσιώδες να σωθώσιν οι γεωργοί από την υπέρογκον εργασίαν, ήτις θ' απητείτο επ' αυτών εν έθνει κατατρυχομένω από το βαρύ αμάρτημα της πλεονεξίας· διότι η εξαίρεσις μιας ημέρας εκ των επτά προς ιεράν ανάπαυσιν ήτο απείρου αξίας διά τον πνευματικόν βίον καθόλου. Αύτη ήτο η έννοια της Τετάρτης Εντολής. Κατά ποίαν έννοιαν παρεβιάζετο αύτη αν είς άνθρωπος διά θαύματος ήθελε να φέρη οίκαδε το κλινίδιον, το οποίον ήτο ίσως το μόνον πράγμα το οποίον εκέκτητο; Ότι ο άνθρωπος πράγματι παρεβίαζεν ήτο όχι ο νόμος του Θεού, αλλά τα ελεεινά συμπεράσματα της τετριμμένης λεπτολογίας των, της παγεράς παραδόσεώς των, ήτις σοβαρώς είχεν αποφανθή ότι το Σάββατον υποδήματα με καρφία δεν έπρεπε να φορή τις, επειδή ήσαν βάρος, αλλ' υποδήματα χωρίς καρφία, και ότι είς άνθρωπος ηδύνατο να φέρη ένα άρτον, αλλ' ότι δύο άνθρωποι δεν έπρεπεν ομού να τον κρατώσι, και ούτω καθεξής, μέχρι των άκρων της απεραντολογίας, και της τυραννικής ατοπίας των.
«Ο ποιήσας με υγιή (απήντησεν ο άνθρωπος), Εκείνος μοι είπεν, Άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει».
«Τις ούτος;» τον ηρώτησαν. Παρατηρήσατε την μοχθηρίαν των Ιουδαίων εκείνων· δεν τον ερωτώσι «τις ο ποιήσας σε υγιή», αλλά, «τις ο ειπών σοι, Άρον σου τον κράββατον και περιπάτει;» Τούτο είνε πολύ κακόν πρόσταγμα το οποίον σοι έδωκε. Δεν σηκώνουν κράββατον εν ημέρα Σαββάτου.
Τόσω ολίγον, κατά τα φαινόμενα, μέχρι του καιρού εκείνου, ήτο το πρόσωπον του Ιησού εν γένει γνωστόν εις τα προάστεια της Ιερουσαλήμ, ή άλλως τόσον αμβλεία υπήρξεν η προσοχή του ανθρώπου ενώ ο Ιησούς ωμίλει αυτώ, ώστε πράγματι δεν είξευρε τις ήτο ο ευεργέτης του! Αλλά το επληροφορήθη ολίγω, ύστερον. Μετέβη εις το ιερόν, ίσως διά να ευχαριστήση τον Θεόν ότι ανέκτησε την υγείαν του, κ' εκεί ο Ιησούς τον είδε και έδωκεν αυτώ μίαν απλήν νουθεσίαν: «Ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον τι σοι γένηται».
Ίσως η νουθεσία εδόθη επειδή ο Χριστός έβλεπε την αναξίαν φύσιν του ανθρώπου· όπως και αν έχη, υπάρχει τι το αποτρόπαιον εις το 15ον εδάφιον. «Απήλθεν ο άνθρωπος και είπε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς ην ο ποιήσας αυτόν υγιή». Δυνατόν, καίτοι όχι πολύ πιθανόν, ότι ενόει να μεγαλύνη το όνομα Εκείνου όστις είχεν επιτελέσει τοιούτο κραταιόν έργον· αλλ' επειδή πρέπει να εγνώριζε κάλλιστα την οργίλην διάθεσιν των Ιουδαίων, καθόσον δεν ακούομεν λέξιν περί της ευγνωμοσύνης του, ούτε αν εδόξασε τον Θεόν — και καθότι μάλιστα πρέπει να ήτο σαφές προς αυτόν ότι ο Ιησούς υπ' ευσπλαγχνίας μόνον παρεκινήθη να πράξη το θαύμα, και έσπευσε ν' αποφύγη την δημοσιότητα — πρέπει να ομολογήσωμεν, ότι εκ πρώτης όψεως η διαγωγή του ανθρώπου φαίνεται ότι υπήρξεν ευτελής και τείνουσα προς καταγγελίαν του ευεργέτου του διά να σωθή αυτός από την καταφοράν ότι έλυσε το Σάββατον, σχεδόν ακατονόμαστων κράμα ευτελούς συκοφαντίας και χαμερπούς αχαριστίας. Προφανώς η νουθεσία του Ιησού ήτο αναγκαιοτάτη, αν δε ορθώς κρίνομεν τον άνθρωπον, υπήρξεν όλως αλυσιτελής.
Διότι αι συνέπειαι υπήρξαν δυσάρεστοι, επλήρωσαν δε πικρίας το υπόλοιπον της επιγείου ζωής του Χριστού. Χωρίς να κατασυγώσιν από τας αποδείξεις της τρυφεράς συμπαθείας Του, μήτε να συγκινηθώσιν από την θαυματουργόν Του δύναμιν, οι Ιουδαίοι εξετασταί εκήρυξαν αληθή πόλεμον προς υπεράσπισιν όλων των λεπτολογιών των εθίμων των. «Ήρξαντο καταδιώκειν τον Ιησούν ότι τοιαύτα εποίει εν τω Σαββάτω».
Απαντών δε εις την κατηγορίαν ταύτην απήγγειλε την υψηλήν διδαχήν την οποίαν ευρίσκομεν εν τω πέμπτω κεφαλαίω του κατά Ιωάννην. Αν αύτη απηγγέλθη εν τω ναώ, ή ενώπιον επιτροπής τινος του Συνεδρίου, δεν γνωρίζομεν αλλ' όπως και αν έχη, οι μεγάλοι Ραββίνοι και οι αρχιερείς οίτινες Τον εκάλεσαν ενώπιόν των διά να Τον τιμωρήσωσιν επί αθετήσει του Σαββάτου κατεπλάγησαν και ετρόμαξαν, αν και πικρώς εξεμάνησαν, προς τους λόγους ους ήκουσαν.
Τον είχον φέρει ενώπιον των διά να Τον νουθετήσωσι, και αι νουθεσίαι έπεσαν επ' αυτούς. Επεθύμουν ίσως να διδάξωσι και να επιπλήξωσι, και είτα μετά συγκαταβάσεως εφάπαξ να συγχωρήσωσι, και ιδού! Εκείνος, συγκιρνά δι' αυτούς το μεγαλείον της διδασκαλίας με την αυστηρότητα της συμπαθούς επιτιμήσεως.
Εκάθισαν περί Αυτόν μεθ' όλων των πομπών του αξιώματός των, διά να Τον τρομάξουν ως υποδεέστερον, και ιδού! τρέμουσι και τρίζουσι τους οδόντας, καίτοι δεν τολμώσι να ενεργήσωσιν, ενώ Εκείνος με λέξεις ως φλόγα πυρός εισερχομένας εις τους αρμούς και τον μυελόν, με λέξεις εμπλεωτέρας σοφίας και μεγαλειότητος ή εκείναι αίτινες κατήλθον εν μέσω των κεραυνών του Σινά, διεκδικεί το φοβερόν αξίωμα του Υιού του Θεού.
Και ούτω η απόπειρα όπως εντυπώσωσιν επ' Αυτόν τους μικρολόγους κανόνας των και τας τετριμμένας τελετάς των, όπως Τον διδάξωσι περί του απηγορευμένου του ποιείν θαύματα εν ημέρα Σαββάτου — ίσως όπως Τον τιμωρήσωσι διά το μέγα τόλμημα του να διατάξη ένα άνθρωπον να σηκώση τον κράββατον του, εντελώς απέτυχε. Διά των πρώτων λέξεων Του εκθέτει την υλοφροσύνην των και την αμάθειάν των. Εκείνοι εν τη αδυναμία των είχον νομίσει περί του Σαββάτου ως εάν ο Θεός έπαυσε να εργάζηται κατ' αυτό επειδή είχε κουρασθή. Εκείνος τους λέγει ότι η αγία εκείνη ανάπαυσις είνε ευεργετική ενεργητικότης. Εφρόνουν προφανώς, όπως φρονούσι πολλοί και σήμερον, ότι ο Θεός παρητήθη και μετέδωκεν είς τινας αφώνους δυνάμεις την δημιουργόν ενέργειάν Του. Εκείνος τους λέγει, ότι ο Πατήρ Του έως άρτι εργάζεται· και Αυτός, γινώσκων τον Πατέρα Του, και αγαπώμενος υπ' Αυτού, εργάζεται μετ' Αυτού, και μέλλει να ποιήση μεγαλείτερα έργα ή εκείνα όσα είχε ποιήσει μέχρι τούδε. Ήδη εζωοποίει το πνευματικώς νεκρόν, και ημέρα θα έλθη εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις θ' ακούσωσι την φωνήν Του. Ήδη εχαρίζετο αιωνίαν ζωήν εις πάντας τους πιστεύοντας εις Αυτόν· μετέπειτα η φωνή Του θ' ακουσθή εις την τελευταίαν εκείνην κρίσιν των ζώντων και των νεκρών, την οποίαν ο Πατήρ Του παρέδωκεν εις χείρας Του.
Αξιοσημείωτος είνε εν τη περικοπή ταύτη του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (ήτις αναγινώσκεται συνήθως εν τη ακολουθία των νεκρών), η διάκρισις η γενομένη μεταξύ του «οι τα αγαθά π ο ι ή σ α ν τ ε ς» και του «οι τα φαύλα π ρ ά ξ α ν τ ε ς». Οι πρώτοι είνε οι αυτουργοί των αγαθών εκείνων πράξεων αίτινες δεν δύνανται ν' αποθάνουν, οι δεύτεροι είνε δούλοι και θύματα παντός του απατηλού και του παροδικού εν τω προσκαίρω κόσμω.
Αυτός εμαρτύρει απλώς περί Εαυτού; Ήσαν τρεις ισχυροί μάρτυρες οίτινες είχον μαρτυρήσει και εμαρτύρουν περί Αυτού· ο Ιωάννης, τον οποίον, αφού επί βραχύ τον εθαύμασαν, ύστερον απέρριψαν· ο Μωυσής, τον οποίον εκαυχώντο ότι ακολουθούσι, και δεν τον ενόουν· ο Θεός αυτός, τον οποίον επηγγέλλοντο ότι λατρεύουσιν, αλλ' ουδέποτε είδον ούτε εγνώρισαν. Αυτοί ούτοι έστειλαν προς τον Ιωάννην και ήκουσαν την μαρτυρίαν του· αλλ' Αυτός δεν είχε ανάγκην της μαρτυρίας ανθρώπου, την μνημονεύει δε μόνον προς χάριν των, επειδή προς καιρόν ηθέλησαν να εγκαλλωπισθώσιν εις τον λύχνον του θείου φωτός, τον μέγαν εκείνον προφήτην. Αλλ' είχε πολύ υψηλοτέραν μαρτυρίαν από την του Ιωάννου, την μαρτυρίαν θαυματουργού δυνάμεως, εξασκουμένης όχι καθώς οι προφήται είχον εξασκήσει αυτήν, εν τω ονόματι του Θεού, αλλ' εν τω ιδίω Αυτού ονόματι, επειδή ο Πατήρ Του τοιαύτην εξουσίαν είχε δώσει εις την χείρα Του. Τον Πατέρα εκείνον αυτοί δεν τον εγνώριζον· το φως Του το είχον εγκαταλείψει χάριν του σκότους· τον λόγον Του χάριν της ιδίας των νοθείας και αμαθείας· και απέριπτον Εκείνον τον οποίον απέστειλεν. Αλλ' υπήρχε και τρίτη μαρτυρία. Εάν δεν εγνώριζον τίποτε περί του Πατρός, τουλάχιστον εγνώριζον, ή ενόμιζον ότι γνωρίζουν τας Γραφάς. Αι Γραφαί ήσαν εις τας χείρας των· είχον αριθμήσει αυτά τα γράμματα τούτων· και όμως απέρριπταν Αυτόν, περί ου αι Γραφαί εμαρτύρουν. Δεν ήτο πρόδηλον ότι αυτοί, οι δίκαιοι, οι ευσεβείς, οι μικρολόγοι, οι ιερείς, οι θρησκευτικοί άρχοντες του έθνους των, δεν είχον την αγάπην του Θεού εν εαυτοίς, αφού ούτως απέρριπτον τον προφήτην Του, τον λόγον Του, τα έργα Του, τον Υιόν Του;
Και ποίος ο πυρήν της πικρίας ο εν αυτοίς, όστις παρήγεν όλον τούτον τον πικρόν καρπόν; Δεν ήτο η έπαρσις; Πώς ηδύναντο να πιστεύσωσιν οι ζητούντες τιμήν παρ' αλλήλων, και όχι την τιμήν την παρά του Θεού μόνον; Εντεύθεν συνέβη ν' απορρίπτουν τον Ελθόντα επ' ονόματι του Πατρός Του, ενώ ήσαν και θα είνε πρόθυμοι να γίνωνται θύματα παντός ψευδομεσσίου, όπως του Ιούδα και του Θευδά και του Βαρ-Κοχεβά (εις την Ιουδαϊκήν ιστορίαν υπήρξαν υπέρ τους εξήκοντα τοιούτοι), όστις ήλθεν επί τω ιδίω αυτού ονόματι.
Και όμως δεν ήθελε να κατηγορήση αυτούς προς τον Πατέρα· είχον άλλον κατήγορον, τον Μωυσήν, εις ον επίστευον. Ναι, τον Μωυσήν, εις του οποίου τα σμικρότατα ρήματα επηγγέλλοντο ότι υπακούουν — επί των μάλλον τετριμμένων εντολών του Νόμου, του οποίου είχον σωρεύσει όρη όλα φορτίων παραδόσεως και σχολίων, και εις αυτόν ηπίστουν και παρήκουον. Εάν επίστευον τον Μωυσήν θα επίστευον τον Λαλούντα μετ' αυτών, διότι ο Μωυσής περί Αυτού έγραψεν, αλλ' εάν ούτως ηπείθουν εις τα γράμματα, τα οποία επετήδευον ότι τιμώσι, πώς θα ηδύναντο να πιστεύσουν εις τα ρήματα, τα οποία ήκουον μετά λύσσης και μίσους.
Γνωρίζομεν μετά πόσης θανασίμου αδημονίας ηκούσθησαν οι λόγοι ούτοι. Ουδέποτε πρότερον ο Χριστός είχεν ομιλήσει τόσον εναργώς. Φαίνεται ως εάν εν τη Γαλιλαία είχε θελήσει ίνα, η αλήθεια η αφορώσα Αυτόν ανατείλη ως βαθμιαία ηώς επί τας ψυχάς εκείνων οίτινες ήκουον την διδασκαλίαν Του και έβλεπον τα έργα Του· αλλ' ωσανεί εν Ιερουσαλήμ, όπου το κήρυγμά Του υπήρξε βραχύτερον, και οι οπαδοί Του ολιγαριθμότεροι, και οι πολέμιοι Του ισχυρότεροι, και τα έργα της δυνάμεώς Του σπανιώτερα, είχεν αποφασίσει να καταστήση αναπολογήτους τους προκρίτους και άρχοντας του λαού, αποκαλύπτων παραχρήμα εις τας εκπλήκτους ακοάς των την φύσιν της υποστάσεώς Του. Ευκρινέστερον τούτου δεν ηδύνατο να ομιλήση. Εκείνοι Τον είχον καλέσει ενώπιόν των, όπως εξηγήση διατί ηθέτει το Σάββατον· αντί να δικαιολογήση την πράξιν Του, καθώς έπραξεν ενίοτε εν Γαλιλαία, δεικνύων ότι ο υψηλότερος και ηθικός νόμος της αγάπης υπερέχει και μηδενίζει τον χθαμαλώτερον νόμον της εις το γράμμα προσηλώσεως και υποταγής· αντί να δείξη ότι είχε πράξει εν τω πνεύματι εν ώ οι μέγιστοι των αγίων ανδρών είχον πράξει προ Αυτού, και οι μέγιστοι των προφητών εδίδασκον, κηρύττει ότι «Κύριος εστιν ο Υιός του Ανθρώπου και του Σαββάτου», ως Υιός και διερμηνευτής Εκείνου όστις είχε ποιήσει το Σάββατον, και όστις καθ' όλην την κραταιάν πορείαν της Φύσεως και της Προνοίας εξηκολούθει να εργάζηται κατ' αυτό.
Εδώ άρα υπήρχον δύο θανάσιμοι κατηγορίαι κατά του Προφήτου τούτου της Ναζαρέτ· ήτο βεβηλωτής του Σαββάτου· ήτο και βλάσφημος κατά του Θεού των. Το πρώτον έγκλημα ήτο αρκούσα αιτία πολέμου και διωγμού· το δεύτερον ήτο υπεραρκούσα δικαιολογία επιμόνων προσπαθειών, όπως επιφέρωσι τον θάνατον Του. «Εδίωκον… και εζήτουν αποκτείναι Αυτόν».
Αλλά προς το παρόν δεν ίχυον να πράξωσι τίποτε· ηδύναντο μόνον να λυσσώσιν εν οργή ματαία, να τρίζωσιν οδόντας και να τήκωνται. Οιαδήποτε αν ήτο η αφορμή, άχρι τούδε δεν ετόλμων να ενεργήσωσι. Δύναμις ανωτέρα της ιδικής των τους περιέστελλεν. Η ώρα του θριάμβου των δεν είχεν έλθη ακόμη· μόνον από της στιγμής ταύτης εξήλθεν εναντίον Του από των καρδιών των ιερέων εκείνων και Φαρισαίων ανέκκλητος απόφασις θανάτου.
Τούτων ούτως εχόντων, ήτο ανωφελές και επιζήμιον δι' Αυτόν να μένη εν Ιουδαία, όπου πάσα ημέρα ήτο ημέρα κινδύνου από τους ισχυρούς τούτους συνωμότας. Δεν ηδύνατο πλέον να μένη εν Ιερουσαλήμ διά το εγγίζον Πάσχα, αλλ' ώφειλε να επιστρέψη εις Γαλιλαίαν. Επέστρεψε δε μετά εναργούς προβλέψεως του αφεύκτου τέλους· εν πλήρει γνώσει ότι αι ώραι του φωτός, εν αις ηδύνατο έτι να εργάζεται έφθινον ολονέν, επερχομένης σκοτίας, και ότι το λοιπόν του έργου Του έμελλε να τελεσθή με το αίσθημα, ότι ο θάνατος επεκρέματο επί της θείας κεφαλής Του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΗ'.
Η αποτομή του Βαπτιστού
Επάνοδος εις Γαλιλαίαν. — Ηρώδης ο Αντίπας. — Η Ηρωδιάς. — Το συμπόσιον. — Σαλώμη η ορχηστρίς. — Το αίτημά της. — Η σφαγή του Προδρόμου. — Αι τύψεις του Ηρώδου και το τέλος του.
«Είθε μη ώμοσας, Ηρώδη άνομε· ει δε και ώμοσας μη ευώρκησας», είπεν είς των εγκωμιαστών της Ανατολικής Εκκλησίας. Αναμφιβόλως την σφαγήν του Βαπτιστού είχεν εν τω νω και ο Άγγλος ποιητής Σαιξπήρος ότε έγραφεν: «Είνε μεγάλη αμαρτία το να ομόση τις προς αμαρτίαν, αλλά μεγαλειτέρα αμαρτία το να τήρηση αμαρτωλόν όρκον».
Πρέπει να είχε πλήρη θλίψεως την ανθρωπίνην καρδίαν Του ο Σωτήρ, όταν επέστρεψεν εις την Γαλιλαίαν. Εις την ιδίαν Του αφανή Ναζαρέτ είχεν απορριφθή βιαίως· τώρα απερρίφθη όχι ολιγώτερον αποφασιστικώς εν Ιεροσολύμοις υπό των αρχόντων του ιδίου έθνους Του. Επέστρεφεν εις ατμόσφαιραν συσκοτιζομένην ήδη υπό των νεφών της επιτεινομένης αντιδράσεως· και μόλις είχεν επιστρέψει, όταν εις την ατμόσφαιραν ταύτην, ως πρώτη δόνησις θανασίμου κώδωνος σημαίνοντος καταστροφήν, ήλθεν η είδησις φοβερού μαρτυρίου. Ο θεοφεγγής και φαεινός λύχνος εσβέσθη αίφνης εις το αίμα. Ο μέγας Πρόδρομος, ο μείζων εν γεννητοίς γυναικών, ο Προφήτης, και προφήτου περισσότερος, ανοσίως εσφάγη.
Ηρώδης ο Αντίπας, της Γαλιλαίας ο τετράρχης, ήτο ασθενής και άθλιος ηγεμών, οίος ητίμασέ ποτε τον θρόνον καταδυναστευομένης χώρας. Σκληρός, άπληστος και φιλήδονος, ως ο πατήρ του, ήτο, ανομοίως προς εκείνον, ασθενής εν πολέμω και κλονούμενος εν ειρήνη. Παρ' αυτώ, ως συμβαίνει εις πολλούς χαρακτήρας επιφανείς επί της ιστορικής σκηνής, απιστία και δεισιδαιμονία εκ παραλλήλου έβαινον. Αλλ' ο τρόμος ενόχου συνειδήσεως δεν τον έσωζεν από των κακούργων παραφορών βιαίας θελήσεως. Ήτο άνθρωπος παρ' ω απετελέσθη το χείριστον κράμα των χαρακτήρων Ρωμαίου, Ασιάτου και Έλληνος.
Κατά τινα εν Ρώμη διατριβήν, όπου απήλθεν ίσως διά να συλλυπηθή τον Τιβέριον επί τω θανάτω του υιού του Δρούσου, εφιλοξενήθη υπό του ετεροθαλούς αδελφού του, Ηρώδου «Φιλίππου», όχι του τετράρχου όστις έφερε το Φίλιππος ως κύριον όνομα, αλλ' ετέρου υιού του μεγάλου Ηρώδου, όστις είχεν αποκληρωθή και έμενεν ιδιωτεύων εν Ρώμη. Εκεί συνελήφθη εις τας παγίδας της Ηρωδιάδος, συζύγου του αδελφού του· και αντήμειψε την φιλοξενίαν ης έτυχεν απαγαγών την γυναίκα. Οι Ηρώδαι ήσαν εξ αρχής αιμομίκται. Η Ηρωδιάς θυγάτηρ ούσα του Αριστοβούλου, ήτο ου μόνον νύμφη, αλλ' ανεψιά του Αντίπα. Είχε γεννήσει ήδη εις τον σύζυγόν της κόρην, ήτις είχε μεγαλώσει. Ο Αντίπας είχεν ήδη σύζυγόν την θυγατέρα του Αρέθα, ηγεμόνος της Αραβίας, και ούτε αυτός ούτε η Ηρωδιάς ήσαν πλέον νέοι. Ο Αντίπας υπεσχέθη να διαζευχθή την νόμιμον σύζυγόν του και να την νύμφευε.
Αι ελαφροτέραι των κακιών μας γίνονται όργανα προς τιμωρίαν μας. Από της στιγμής ταύτης ήρχισε διά τον Ηρώδην Αντίπαν σειρά θλίψεων και ατυχιών, ήτις απέληξεν ύστερον εις ανηλεή εξορίαν και εις άδοξον θάνατον. Η Ηρωδιάς κατέστη απ' αρχής ο κακός δαίμων της οικίας. Η ηγεμονίς η Αράβισσα, χωρίς να περιμείνη το διαζύγιον, έφυγεν εν αγανακτήσει εις τα απρόσιτα όρη της Πετραίας Αραβίας, πλησίον του πατρός της. Εκείνος, δικαίως αγανακτήσας, διέρρηξε πάσαν σχέσιν προς τον γαμβρόν του, και ακολούθως εκήρυξε πόλεμον κατ' αυτού, εν ώ εξεδικήθη νικήσας αυτόν κατά κράτος.
Εκεί ηκούσθη μία φωνή ήτις έφθασεν εις τας ακοάς του, και ετάραξε την συνείδησίν του, και ήτις δεν ηδύνατο ευκόλως να κατασιγασθή. Ήτο η μεγάλη φωνή του Βαπτιστού. Πώς ο Ηρώδης ήλθε το πρώτον εις σχέσιν προς αυτόν, αγνοούμεν. Πιθανόν ότι τον είχε συλλάβη επί τη προφάσει ότι η διδασκαλία του, και τα πλήθη τα συρρέοντα προς αυτόν, έτεινον να διακυβεύσωσι την δημοσίαν ασφάλειαν. Ο Ηρώδης έπασχεν από είδος δεισιδαίμονος περιέργειας, ήτις τον έκαμνε να σπεύδη επτοημένως ν' ακούση τας θρησκευτικάς αληθείας, τας οποίας διά της καθημερινής ζωής του τόσον καταφώρως περιβίαζεν. Εκάλεσε τον Ιωάννην ενώπιόν του. Ως νέος Ηλίας ενώπιον άλλου Αχαάβ, φέρων το εκ τριχών καμήλου ένδυμα και την δερματίνην ζώνην του, ο αυστηρός ερημίτης, όστις είχεν υπερβή τους όρους της φύσεως, αλλ' είξευρε να «συντηρή τους θεσμούς της δικαιοσύνης» προς τους κοινούς ανθρώπους, έστη άφοβος ενώπιον του αιμομίκτου βασιλέως. Οι λόγοι του έπεσον ως πεπυρακτωμένος σίδηρος επί της σκληράς εκείνης και παγεράς συνειδήσεως. Ο Ηρώδης εταράχθη ουκ ολίγον, και ήτο έτοιμος να υποστή άλλας θυσίας προς χάριν του Ιωάννου. Αλλ' έν μόνον δεν ηδύνατο να πράξη, και τούτο ήτο να παραιτήση ή τον ένοχον έρωτα, ή ν' αποπέμψη την αλαζόνα γυναίκα, ήτις διεύθυνε την ζωήν του, αφού είχε καταστρέψει την ειρήνην του. «Ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου», είπε καθαρά ο Προφήτης, ουδέ και των άλλων εγκλημάτων του Ηρώδου εφείσθη.
Άλλοι άνθρωποι είχον ηπίους λόγους διά τα αμαρτήματα των ηγεμόνων· αλλ' εις την πυρίνην ψυχήν του Βαπτιστού, την κρατυνθείσαν διά της μακράς ασκήσεως εν τη ερήμω, δεν υπήρχε φόβος της ανθρωπίνης βασιλείας, ούτε συγκατάβασις προς τερατώδες αμάρτημα. Και τότε οι αυλικοί του Ηρώδου είδον το παράδοξον θέαμα, τον βασιλέα να τρέμη ενώπιον του δεσμώτου. Αλλ' ο Ιωάννης είξευρε πόσον ολίγην εμπιστοσύνην έπρεπε να τρέφη τις εις ψυχήν καταβιβρωσκομένην από κυριεύον αμάρτημα· και αφού Εκείνος τον οποίον εμαρτύρησε πέραν του Ιορδάνου δεν ετέλεσε θαύμα δυνάμεως προς απελευθέρωσίν του, είνε πιθανόν ότι ο ίδιος επερίμενε τον θάνατόν του.
Έως τώρα, όμως, η δειλία ή η σχετική ευσυνειδησία του Ηρώδου Αντίππα προεφύλαττον τον Προφήτην από το άσπονδον μίσος της μοιχαλίδος. Αλλά τέλος ό,τι αύτη δεν κατώρθωσε να επιτύχη διά της ικεσίας το εκέρδησε διά της πανουργίας. Εγνώριζε καλώς ότι και από του δεσμωτηρίου η φωνή του Ιωάννου δυνατόν να ήτο ισχυροτέρα από τας επιδράσεις της φθινούσης καλλονής της, επερίμενε δε την ευκαιρίαν, ήτις δεν εβράδυνε να παρουσιασθή.
Ο Ηρώδης, την ημέραν των γενεθλίων του ητοίμασε δείπνον εις τους αυλικούς και τους μεγιστάνας του παλατιού, δείπνον πολυτελές εντός των μεγαλοπρεπών αιθουσών του.
Αλλ' η Ηρωδιάς είχε προβλέψει διά τον βασιλέα απροσδόκητον και λίαν ελκυστικήν τέρψιν, το θέαμα της οποίας ήτο βέβαιον ότι θα εγοήτευε δαιτημόνας ως τους ιδικούς του. Ορχησταί και ορχιστρίδες ήσαν περιζήτητοι τότε. Το πάθος του να θεώνται το είδος τούτο της πολλάκις επιβλαβούς παραστάσεως, φυσικά είχεν εισχωρήσει εις τας Σαδδουκεϊκάς και ημιεθνικάς αυλάς των Εδωμιτών τούτων των αρπάγων, και Ηρώδης ο Μέγας είχε κτίσει εντός του παλατίου του θέατρον διά τους ορχηστάς της θυμέλης. Πολυτελές συμπόσιον της εποχής δεν εθεωρείτο ποτέ τέλειον αν δεν επεραίνετο διά τινος βαναύσου μιμικής παραστάσεως· και βεβαίως ο Ηρώδης είχε προβλέψει περί τούτου. Αλλά δεν είχε προβλέψει διά τους κεκλημένους του την σπανίαν πολυτέλειαν να ίδωσι μίαν ηγεμονίδα — ανεψιάν του, εγγόνην Ηρώδου του Μεγάλου, και απόγονον επομένως του αρχιερέως Σίμωνος και της γραμμής των Μακκαβαίων ηγεμόνων — να τους τιμήση εκπίπτουσα η ιδία εις θεατρικήν όρχησιν. Και όμως όταν το συμπόσιον ετελείωσεν, όταν οι δαιτημόνες είχον εμπλησθή βρωμάτων και οίνου, η Σαλώμη, η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος, εις το έαρ τότε της λαμπράς καλλονής της, εσηκώθη κ' εχόρευσεν, ως χορεύουν αι ορχηστρίδες της σκηνής, εις το μέσον των εκλελυμένων και οινοβαρών συμποσιαστών. «Εισελθούσα ωρχήσατο, και ήρεσε τω Ηρώδη και τοις συνανακειμένοις αυτώ». Κ' εκείνος, ως άλλος Ξέρξης, εν τω λήρω της οινοφλυγίας του, ώμοσε προς την ευτυχή κόρην, επί παρουσία των κεκλημένων του, ότι θα έδιδεν αυτή ό,τι αν εζήτει, «μέχρις ημίσους της βασιλείας» του.
Η κόρη έτρεξε προς την μητέρα και την ηρώτησε: «Τι να ζητήσω;» Τούτο ακριβώς επερίμενεν η Ηρωδιάς, και θα ηδύνατο να ζητήση εσθήτας ή πολυτίμους λίθους ή παλάτια ή ότι τοιαύτη γυνή αγαπά. Αλλ' ως πνεύμα οποίον το ιδικόν της η εκδίκησις ήτο γλυκυτέρα του πλούτου ή της υπερηφανίας. Δυνάμεθα να φαντασθώμεν μετά ποίας αγρίας κακίας υπέβαλε την απάντησιν, «Την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού». Και εισελθούσα ενώπιον του βασιλέως ευθύς μετά σπουδής (πόσον αξία μαθήτρια της μητρός της!) η Σαλώμη έκραξε: «Δος μοι ώδε εξαυτής επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού».
Ο τετράρχης ελυπήθη, εγένετο περίλυπος, λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος. «Αλλά διά τους όρκους και τους συνανακειμένους εκέλευσε αποτμηθήναι την κεφαλήν». Περισσότερον εφοβήθη τας επικρίσεις των συμποτών του παρά την μέλλουσαν βάσανον όσης συνειδήσεως του είχε μείνη ακόμη. «Και αποστείλας ο βασιλεύς σπεκουλάτωρα, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή». Και ούτω, κατά προσταγήν ακολάστου τυράννου, και κατ' εισήγησιν δύο ασελγών γυναικών, (7) ο πέλεκυς έπεσε και η κεφαλή του ευγενεστάτου των προφητών απετμήθη.
Κρυφή και εν τω σκότει διεδραματίσθη η σκηνή, και άν τινες την είδον, εσφραγισμένα ήσαν τα χείλη των· αλλ' ο δήμιος εξήλθεν εις το φως βαστάζων από της κόμης την ευγενή εκείνην κεφαλήν, κ' εκεί, εν τη ώχρα του προσφάτου θανάτου, ετέθη επί δίσκου από της βασιλικής τραπέζης. Το κοράσιον την έλαβε, και φρικώδης ως Μέγαιρα την έφερε προς την μητέρα της. Ας ελπίσωμεν ότι οι θλιβεροί εκείνοι χαρακτήρες θα εβασάνισαν τας ψυχάς αμφοτέρων μέχρι θανάτου.
Τι απέγεινε τότε η κεφαλή του Βαπτιστού δεν γνωρίζομεν. Η παράδοσις λέγει, ότι η Ηρωδιάς διέταζε να ριφθή ο ακέφαλος κορμός προς εδωδήν εις τους κύνας. Αλλ' έπεσεν επ' αυτήν ταχεία η εκδίκησις. Και όσον διά την θυγατέρα της, η παράδοσις αναφέρει ότι, ενώ διέβαινε παγωμένην λίμνην, αίφνης ο πάγος εθραύσθη, αυτή εβυθίσθη μέχρι του λαιμού εις το ύδωρ, η κεφαλή της έμεινεν άνω του πάγου, και απεκόπη διά της πιέσεως του πάγου. Δεν εκτελείται πάντοτε εν τούτω τω κόσμω η εκδίκησις του Θεού, αλλά δίδονται ενίοτε τοιαύτα παραδείγματα.
Οι μαθηταί του Ιωάννου (ίσως μετ' αυτών ήτο και Μαναείμ ο Εσσαίος, ο ομογάλακτος Ηρώδου του Αντίπα), ήραν το σώμα και έθαψαν αυτό. Μετά τούτο η πρώτη φροντίς των ήτο να έλθωσι προς τον Ιησούν και διηγηθώσιν Αυτώ, ένιοι τούτων ίσως με καρδίας πικράς, ότι ο φίλος και πρόδρομός Του, ο πρώτος όστις είχε μαρτυρήσει περί Αυτού, και περί ου Αυτός είχεν απαγγείλη τον μέγιστον έπαινον, εθανατώθη.
Περί δε τον αυτόν χρόνον και οι Απόστολοί Του επέστρεψαν εκ της αποστολής των, και διηγήθησαν Αυτώ πάντα όσα έπραξαν και εδίδαξαν. Είχον κηρύξει μετάνοιαν· είχον εκβάλη δαιμόνια· είχον χρίσει ελαίω τους ασθενείς και ιατρεύσει αυτούς. Παρ' όσα εν μέρει κατώρθωσαν, εφαίνετο ως εάν η αδοκάμαστος πίστις των είχεν αποδειχθή μέχρι τούδε ανεπαρκής διά το υψηλόν έργον το επιβληθέν αυτοίς.
Και μικρώ ύστερον, νέα φήμη έφθασεν εις τον Ιησούν· ότι ο φονεύς ο τετράρχης εξήταζε περί Αυτού, επεθύμει να Τον ίδη· ίσως θα έστελλε να ζητήση την παρουσίαν Του άμα θα επέστρεφεν εις το νεόδμητον παλάτιόν του, εις την πόλιν Τιβεριάδα. Επειδή η αποστολή των Δώδεκα είχε συντείνει μάλλον παρά ποτε, όπως διαδοθή η φήμη Αυτού μεταξύ του λαού, και αι εικοτολογίαι περί Αυτού ήσαν εν ακμή. Όλοι παρεδέχοντο ότι είχεν υψίστας αξιώσεις διά να επισύρη την προσοχήν. Άλλοι έλεγον ότι ήτο ο Ηλίας, άλλοι, ο Ιερεμίας και άλλοι, είς των Προφητών· αλλ' ο Ηρώδης προέβαλε την παραδοξοτάτην λύσιν του προβλήματος. Λέγουν ότι, όταν ο Θεοδώριχος διέταξε τον φόνον του Συμμάχου, εβασανίζετο «και τέλος παρεφρόνησεν από το φάντασμα του τεθνεώτος γέροντος, επιφαινόμενον αυτώ όναρ και ύπαρ· ουδ' ηδύνατο άλλως να έχη το πράγμα ως προς τον Ηρώδην τον Αντίπαν. «Εν μέσω των τρυφώντων η κεφαλή του νηστεύοντος παρετέθη». Επί της τραπέζης του συμποσίου του εκομίσθη η κεφαλή ανδρός τον οποίον, εις τα βάθη της ψυχής του ησθάνετο άγιον και δίκαιον· και είχεν ιδεί, με την επίσημον αγωνίαν του θανάτου αποτυπωμένην ακόμη επ' αυτών, τους αυστηρούς χαρακτήρας εφ' ους πολλάκις μετά φόβου είχε προσβλέψει· «Σιγάν σου μεν την γλώσσαν υπέλαβεν ο Ηρώδης· η δε, και σίγησα, πλέον ελέγχει». Δεν εξήρχετο ο έλεγχος από τα παγωμένα εκείνα χείλη, μεγαλοφωνότερον ακόμη και τρομερώτερον, ή όταν εκείνος έζη; Μη οι τόνοι οίτινες επρόφεραν, «Ουκ έξεστί σοι έχειν αυτήν», επάγωσαν εις σιωπήν, ή εφαίνοντο να εξέρχωνται μεθ' υπερφυούς θερμότητος από των ψυχρών χειλέων; Εάν δεν ατώμεθα, η αποτετμημένη εκείνη κεφαλή σπανίως έλειπεν από τούδε από της τεταραγμένης φαντασίας του Ηρώδου μέχρι της ημέρας του θανάτου του. Και όταν, μετά βραχύ, ήκουσε την ακοήν άλλου Προφήτου, Προφήτου απείρως ισχυροτέρου και θαυματουργού, η ένοχος συνείδησίς του ερρίγησεν υπό δεισιδαίμονος φρίκης, και εις τους οικείους του ήρχισε να ψιθυρίζη μετά τρόμου: «Ούτος εστιν Ιωάννης ο Βαπτιστής, ον εγώ απεκεφάλισα· αυτός ηγέρθη από των νεκρών, και διά τούτο αι δυνάμεις ενεργούσιν εν αυτώ». Μη ο Ιωάννης επανήλθεν ούτω αιφνιδίως εις την ζωήν διά να επιβάλη φοβεράν τιμωρίαν; μη θα ήρχετο εις τας επάλξεις και τους πύργους του άγων μέγα πλήθος εις αγρίαν αποστασίαν; ή θα επαρουσιάζετο τρομερός, το μεσονύκτιον, εις το παλάτιόν του, με την ρομφαίαν της εκδικήσεως;
Καθώς ο ζέων θυμός της Ηρωδιάδος υπήρξεν η μάστιξ της ειρήνης του συζύγου της, ούτω και η μωρά φιλοδοξία της εγένετο ύστερον η άμεσος αιτία της καταστροφής του. Όταν ο αυτοκράτωρ Γάιος (Καλιγούλας) ήρχισε να σωρεύη χάριτας επί τον Ηρώδην Αγρίππαν Α' η Ηρωδιάς, έκφρων εκ φθόνου και αδημονίας, παρεκίνησε τον Αντίπαν να πλεύση μετ' αυτής εις Ρώμην, και να αξιωθή εκεί μερίδος τινός της ευνοίας της δοθείσης εις τον αδελφόν της. Προ παντός επεθύμει ίνα ο σύζυγος της επιτύχη τον τίτλον του βασιλέως, αντί να εξακολουθή φέρων τον ταπεινότερον, του τετράρχου.
Μάτην ο δειλός και φίλος της ραστώνης Αντίπας υπέδειξεν αυτή τον κίνδυνον εις τον οποίον θα ηδύνατο να εκτεθή διά τοιαύτης αιτήσεως. Αύτη τον ηνόχλησε τόσον διά των απαιτήσεών της, ώστε εκείνος, εναντίον της ιδίας κρίσεως του, εβιάσθη να ενδώση. Τα πράγματα εδικαίωσαν τας κακάς υπονοίας του. Η αγάπη δεν εβασίλευε μεταξύ των πολυαρίθμων θείων και ανεψιών και ετεροθαλών αδελφών της οικογενείας του Ηρώδου, και ή εκ πολιτικού συμφέροντος ή εξ αντιζηλίας ο Αγρίππας ου μόνον επολέμησε τα σχέδια της αδελφής του και του θείου του, καίτοι ούτοι τον είχον βοηθήσει εις τας ιδίας ατυχίας του, αλλ' έπεμψε τον απελεύθερόν του Φορτουνάτον εις Ρώμην όπως κατηγορήση τον Αντίπαν διά προδοτικά σχέδια. Ο τετράρχης δεν εδυνήθη ν' απαλλάξη εαυτόν της κατηγορίας ταύτης, και τω 39 έτος μ Χ. εξωρίσθη εις Λούγδουνον της Γαλλίας. Η Ηρωδιάς τον ηκολούθησεν εις την εξορίαν, κ' εκεί αμφότεροι εν αφανεία και ατιμία απέθανον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΘ'.
Ο χορτασμός των πεντακισχιλίων και ο περίπατος επί της θαλάσσης
Το πεινών πλήθος. — Το θαύμα των πέντε άρτων. — Ο Ιησούς εις το όρος — Οι μαθηταί εν τη τρικυμία. — «Εγώ ειμι». — Τόλμη του Πέτρου και αποτυχία. — Φύσις του θαύματος.
Η τροφή των πεντακισχιλίων είνε έν των ολίγων θαυμάτων τα οποία μας διηγούνται και οι τέσσαρες Ευαγγελισταί. Αι ασυμφωνίαι μεταξύ των είνε μικραί και ασήμαντοι. «Όσον ακριβέστερον, παρατηρεί είς νεώτερος κριτικός, δύο αφηγηταί του αυτού γεγονότος συμφωνούσι προς αλλήλους, τόσον ύποπτοι γίνονται. Δύο άνθρωποι δεν βλέπουσι ποτέ τα πράγματα με τους αυτούς οφθαλμούς, ούτε διευθύνουσι την προσοχήν των ακριβώς εις τας αυτάς περιστάσεις. Όσον ακριβής και εμβριθής και αν είνε ο Θουκιδίδης, θα έχωμεν δύο πολύ διαφέρουσας ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου, εάν και άλλος παρατηρητής κριτικός επίσης είχεν αφιερώσει την προσοχήν του εις τα αυτά συμβεβηκότα». Αι μικραί ασυμφωνίαι των Ευαγγελιστών χρησιμεύουν εις το ν' αποκαταστήσωσιν κατά τον μάλλον ευχάριστον τρόπον την ουσιώδη ανεξαρτησίαν της τετραπλής μαρτυρίας.
Κατά την βορειανατολικήν γωνίαν της λίμνης, μικρόν περαιτέρω του μέρους όπου ο Ιορδάνης εμβάλλει, υπήρχε δευτέρα τις Βηθσαϊδά (η λέξις σημαίνει οίκον αλιείας), η καλουμένη προς διαστολήν Ιουλιάς. Προς νότον δε της πολίχνης ήτο η χλοερά και στενή κοιλάς Ελ Βατιχά, ακατοίκητος και τότε όπως σήμερον. Προς τα εκεί διευθύνθη το πλοιάριον το φέρον τον Ιησούν και τους μαθητάς Του, επιζητούντας ανάπαυσιν από των κόπων. Αλλ' όσον κατ' ιδίαν και αν εγένετο η αναχώρησις, δεν παρήλθεν απαρατήρητος. Απέχει μόνον έξ μίλια διά θαλάσσης από της Καπερναούμ η ερημική παραλία προς την οποίαν διευθύνοντο. Το μικρόν πλοίον, προφανώς υστερήσαν από αντιπνόους ανέμους, εβραδοπλόει εις ουχί μεγάλην απόστασιν από της όχθης, και μέχρις ου φθάση εις το τέρμα, ο σκοπός της αναπαύσεως διά τους Αποστόλους εματαιώθη. Τινές εκ του πλήθους είχον προτρέξει του πλοίου, και πλήθος ήδη ίστατο εις την όχθην όταν το πλοίον προσήγγισε προς αποβίβασιν, ενώ απωτέρω εφάνησαν αι πολυάριθμοι ομάδες των προσκυνητών διά το Πάσχα, οίτινες προσειλκύσθησαν έξω από τον δρόμον των υπό της αυξανούσης φήμης του αγνώστου προφήτου. Ο Ιησούς εκινήθη εις συμπάθειαν προς αυτούς, «ότι ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Δυνάμεθα να εικάσωμεν εκ του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, ότι αποβάντες εις την ξηράν, Αυτός και οι Απόστολοί Του ανέβησαν την κλιτύν του όρους, κ' εκεί επερίμειναν επί βραχύ άχρις ου το πλήθος συναθροισθή. Είτα καταβάς πλησίον των εδίδαξεν αυτούς πολλά, κηρύττων αυτοίς την βασιλείαν των ουρανών, και θεραπεύων τους ασθενείς των.
Η ημέρα έκλινε, και μετ' ολίγον θα επήρχετο νυξ, αλλ' όμως το πλήθος προσεκαρτέρει ακόμη, θελγόμενον από την θείαν εκείνην φωνήν και από τα ιερά λόγια. Η νυξ θα επήρχετο, και το περιπλανώμενον πλήθος, το οποίον εν τη εξάψει του είχεν ολιγωρήσει των αναγκών του βίου, θα ευρίσκετο εις το σκότος πειναλέων και μακράν πάσης ανθρωπίνης κατοικίας. Οι μαθηταί ήρχισαν ν' ανησυχώσι μήπως η ημέρα αποβή εις καταστροφήν τινα, ήτις θα έδιδε νέαν λαβήν εις τους λυσσώντας ήδη εχθρούς του Κυρίου. Αλλ' η συμπάθειά Του είχε προλάβει την αγωνίαν των, και είχεν υποδείξει την δυσχέρειαν εις το πνεύμα του Φιλίππου. Μικρόν συμβούλιον εγένετο τότε. Διά ν' αγοράσωσι και ανά ένα βλωμόν άρτου διά τοσούτον πλήθος, θα εχρειάζοντο τουλάχιστον διακόσια δηνάρια, και επί τη υποθέσει ότι είχον το ποσόν τούτο εις το κοινόν βαλάντιόν των, ούτε χρόνος ούτε ευκαιρία υπήρχε διά ν' αγοράσωσιν. Εκεί ο Ανδρέας ανέφερεν ότι υπήρχεν έν παιδάριον έχον πέντε κριθίνους άρτους και δύο μικρά οψάρια· αλλά τούτο είπε μόνον με απελπιστικόν τρόπον, και όπως δείξη το άκρως ανεπαρκές της μόνης προσφυγής ήτις συνέβη να είνε γνωστή αυτώ.
Ο Χριστός διέταξε τότε τους Αποστόλους να είπουν εις τους ανθρώπους να καθίσωσι κάτω ως προς δείπνον. Εν θαυμασμώ και προσδοκία οι Απόστολοι εκέλευσαν το πλήθος ν' ανακλιθώσιν επί της πρασίνης χλόης. Τους έταξαν εις ομάδας ανά πεντήκοντα και εκατόν. Οι άνθρωποι «ανέπεσαν πρασιαί πρασιαί» ή «συμπόσια συμπόσια», κατά τας γραφικάς εκφράσεις των Ευαγγελιστών. Τότε σταθείς εις το μέσον των ξένων Του, χαίρων τη καρδία επί τω έργω του ελέους όπερ ήθελε να πράξη, ο Ιησούς ύψωσε τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν, ευχαρίστησεν, ευλόγησε τους πέντε άρτους, τους έκοψεν εις τεμάχια, και ήρχισε να τους διανέμη εις τους μαθητάς Του, και αυτοί προς το πλήθος· ομοίως και τα δύο οψάρια. Ήτο ταπεινόν, αλλ' αρκετόν και προς πεινώντας οδοιπόρους ηδονικόν δείπνον. Και όταν όλοι αφθόνως εχορτάσθησαν, ο Ιησούς, όχι μόνον όπως δείξη εις τους μαθητάς Του το μέγεθος και την έκτασιν του γενομένου, αλλ' όπως διδάξη αυτούς ότι η σπατάλη, ακόμη και της θαυματουργού δυνάμεως, είνε όλως ξένη προς την θείαν οικονομίαν, παρήγγειλεν αυτοίς να συναθροίσωσι τα τεμάχια όσα έμενον, όπως μηδέν χαθή. Οι φαγόντες ήσαν άνδρες πεντακισχίλιοι, χωρίς γυναικών και παιδίων, και όμως δώδεκα κόφινοι εγέμισαν από τα περισσεύματα των κλασμάτων.
Το θαύμα προυξένησε βαθείαν εντύπωσιν. Ήτο ακριβώς εις συμφωνίαν με την υπάρχουσαν προσδοκίαν, και τα πλήθος ήρχισαν να ψιθυρίζουν προς αλλήλους ότι ούτος χωρίς άλλο θα είνε «ο Προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον». Ο άρχων της διά του Ιακώβ ευλογίας, το άστρον της προρρήσεως του Βαλαάμ, ο Προφήτης εις ον ώφειλον ως εις τον Μωυσήν να υπακούσωσιν, ο Ηλίας και ο Ιερεμίας ίσως, ο επανερχόμενος εις τον κόσμον ίνα αποκαλύψη την κρύπτην της Κιβωτού. Ο Ιησούς παρετήρησε τον απροκάλυπτον θαυμασμόν των, και κατενόησε τον κίνδυνον ότι ο ενθουσιασμός των θα ηδύνατο να επιταχύνη τον θάνατον Του δι' αποστασίας εναντίον της Ρωμαϊκής κυβερνήσεως, εν τη αποπείρα του να κάμωσιν Αυτόν διά βίας βασιλέα. Κατείδε προσέτι ότι οι μαθηταί Του εφαίνοντο συμμεριζόμενοι την εγκόσμιον ταύτην και επικίνδυνον έξαψιν. Ο καιρός ήλθεν άρα προς στιγμιαίαν ενέργειαν. «Ηνάγκασε» τους μαθητάς Του να εισέλθωσιν εις το πλοίον, και να διαβώσι την λίμνην προ Αυτού κατά την Καπερναούμ ή την δυτικήν Βηθσαϊδά. Ολίγος ήπιος εξαναγκασμός εχρειάζετο, διότι δεν ήθελον να Τον αφήσουν μεταξύ του εξημμένου πλήθους επί της ερημικής εκείνης όχθης, και αν μέγα τι έμελλε να συμβή εις Αυτόν, ησθάνοντο δικαίωμα να είνε παρόντες. Αφ' ετέρου ήτο ευκολώτερον δι' Αυτόν ν' αποπέμψη το πλήθος, όταν θα έβλεπον ότι οι ίδιοι φίλοι και μαθηταί Του απεπέμφθησαν.
Όθεν καθώς επήρχετο το σκότος, βαθμηδόν έπεισε το πλήθος να Τον αφήση, και όταν όλος σχεδόν πλην των ενθουσιωδεστέρων απήλθαν εις τας οικίας ή εις τας συνοδίας των, αιφνιδίως κατέλιπε τους λοιπούς, και έφυγεν επ' αυτών εις την κορυφήν του όρους μόνος διά να προσευχηθή. Είχε συνείδησιν ότι κρίσις είχεν επέλθη της Παρουσίας Του επί της γης, και δι' επικοινωνίας με τον ουράνιον Πατέρα Του ήθελε να ενισχύση την ψυχήν Του, καθόσον είχε περιβληθή την ανθρωπίνην ασθένειαν, διά το έργον της επαύριον, καθό θέλων να γείνη υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. Ήδη άλλοτε είχε διέλθη εν τη μονώσει του όρους μία νύκτα προσευχής, αλλά τότε ήτο προ της εκλογής των Αποστόλων Του. Πολύ διάφορα ήσαν τα αισθήματα με τα οποία ο Μέγας Αρχιερεύς, ο καθίσας εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, ο όσιος, άκακος, αμίαντος, ο μη έχων ανάγκην υπέρ των ιδίων αμαρτιών να προσφέρη θυσίας, «τούτο γαρ εποίησεν εφάπαξ Εαυτόν ανενέγκας», ανέβαινε τώρα τα βραχώδη υψώματα του μεγάλου όρους. Η σφαγή του πεφιλημένου Προδρόμου Του έφερε πλησιέστερον εις την ψυχήν Του την σκέψιν του θανάτου· ουδ' επλανάτο από την βραχείαν λάμψιν της προσκαίρου δημοτικότητος, την οποίαν κατά την επομένην ενόει να σβύση. Η καταιγίς ήτις ήρχισε τώρα ορμητική να πνέη επί τα όρη, οι άνεμοι οίτινες εφύσων κάτω εις τας φάραγγας, η λίμνη της οποίας τα κύματα ήρχισαν να ταράττωνται και ν' αφρίζουν, το πλοιάριον το οποίον, καθώς η σελήνη προέκοπτε στιγμιαίως διά μέσου των τρεχόντων νεφών, έβλεπε να κινδυνεύη και ν' αγωνιά εις τα κύματα, όλα ήσαν λίαν καταφανή εμβλήματα της μεταβληθείσης προσόψεως του επιγείου βίου Του. Αλλ' εκεί επί της ερήμου κορυφής του όρους, κατά την νύκτα εκείνην της τρικυμίας, ηδύνατο ν' ανακτήση ισχύν και ειρήνην ανεκλάλητον· διότι εκεί ήτο μόνος μετά του Θεού. Και ούτω επί της μορφής της κυπτούσης εις ερημικήν δέησιν επί των ορέων, και επί των εργατών εκείνων επί της τεταραγμένης λίμνης, το σκότος έπιπτε και οι μεγάλοι άνεμοι έπνεον.
Ώραι και ώραι παρήρχοντο. Ήτο ήδη τετάρτη φυλακή της νυκτός, ήτοι μεταξύ της τρίτης και της έκτης ώρας προς την πρωίαν· το πλοίον είχε διανύσει μόλις το ήμισυ της πορείας του· ήτο σκότος και ο άνεμος ήτο αντίπνους, και τα κύματα απειλητικά, κ' εκείνοι εκοπίαζον προσπαθούντες με τας κόπας. Δεν ήτο πλέον μετ' αυτών ουδείς ικανός να καταπραΰνη και να σώση, επειδή ο Ιησούς ήτο μόνος εις την ξηράν. Μόνος εις την ξηράν, κ' εκείνοι ηγωνίων εις την κινδυνώδη θάλασσαν. Πλην Εκείνος ουχ ήττον τους είδε και τους ώκτειρε, και τέλος, εν τη εσχάτη αδημονία των είδον μίαν ακτίνα εις το σκότος, και μίαν φοβεράν μορφήν, και έν κυματίζον ιμάτιον, και Είς ήρχετο προς αυτούς πατών επί των αφριζόντων κυμάτων της θαλάσσης, αλλ' εφαίνετο ως να ήθελε να παρέλθη αυτούς. Εκραύγασαν εκ τρόμου εις το θέαμα, νομίσαντες ότι ήτο φάντασμα το περιπατούν επί των κυμάτων. Αλλά διά μέσου της τρικυμίας και του σκότους προς αυτούς, καθώς συχνά και προς ημάς, όταν, εν μέσω του σκότους της ζωής μας, ο ωκεανός φαίνεται τόσον μέγας και τα ακάτιά μας τόσον μικρά, ήχησεν η φωνή εκείνη, της ειρήνης ήτις έλεγεν: «Εγώ ειμι· μη φοβείσθε».
Η φωνή εκείνη κατεσίγασε τον τρόμον των, και ήσαν πρόθυμοι να Τον λάβωσιν εις το πλοίον αλλ' η ορμητική του Πέτρου αγάπη, ο σφοδρός πόθος εκείνου όστις εν τη απεγνωσμένη αυτοσυνειδησία του είχε κράξει ποτέ, «Έξελθε απ' εμού!» τώρα δεν δύναται ουδέ να περιμένη την προσέγγισιν Του, και περιπαθώς κράζει:
«Κύριε, ει Συ ει, κέλευσόν με του ελθείν προς Σε επί του ύδατος».
«Ελθέ».
Παρά το πλευρόν του πλοίου επί των τεταραγμένων κυμάτων επήδησε, κ' ενόσω το όμμα του ήτο προσηλωμένον προς τον Κύριον, ο άνεμος δυνατόν να ερρίπιζε την κόμην του, και ο αφρός δυνατόν να έβρεχε τα κράσπεδά του, πλην όλα είχον καλώς· αλλ' όταν, με σαλευομένην πίστιν, μετέφερε το βλέμμα απ' Αυτού προς τα μανιώδη κύματα, και προς την βύθιον μελανότητα την κάτω αυτών, ήρχισε να βυθίζεται (ω, πόσον ανόμοιον με πλάσμα ή με μύθον είνε τούτο), και με τόνον απογνώσεως, ασθενώς εφώνησε, «Κύριε, σώσον με!» Ο δε Ιησούς, με οίκτρου μειδίαμα, έτεινε την χήρα Του, και έδραξε την χείρα του πνιγομένου μαθητού Του, ειπών, «Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;» Και ούτω αμφότεροι ανέβησαν εις το πλοίον. Και ο άνεμος εκόπασε, και έφθασαν εις την όχθην. Και όλοι κατελήφθησαν υπό βαθυτέρας εκπλήξεως, καί τινες τούτων έκραξαν, «Αληθώς, Συ ει ο Υιός του Θεού».
Ας σταθώμεν προς στιγμήν επί της θαυμασίας διηγήσεως, ίσως εξ όλων των άλλων της δυσκολωτέρας διά την ασθενή πίστιν μας και την κατάληψίν μας. Προσεπάθησάν τινες διά ποικίλων μεθόδων να εξηγήσωσι το θαυμάσιον του χαρακτήρος της· εκοπίασαν όπως αποδείξωσιν ότι το ε π ί τ η ν θ ά λ α σ σ α ν (Ιω. ΣΤ'. 15) (ίσως η αρίστη γραφή είνε επί της θ α λ ά σ σ η ς, καθώς φέρεται και παρά τοις άλλοις Ευαγγελισταίς) δυνατόν να σημαίνη ότι ο Ιησούς περιεπάτησεν επί της όχθης της παραλλήλου προς την όχθην του πλοίου· ή ότι εις το σκότος ίσως οι Απόστολοι υπέλαβον κατ' αρχάς ότι περιεπάτει επί της θαλάσσης. Τοιαύτα σοφίσματα είνε μάταια και περιττά. Εάν τις βλέπει ότι αδυνατεί να πιστεύση εις τα θαύματα, πλατεία κέλευθος, και «έκαστος έχει τον κρίνοντα αυτόν». Καθώς είπον ήδη, εάν πιστεύοντες εις Θεόν, πιστεύομεν εις θείαν Πρόνοιαν επί της ζωής των ανθρώπων — και πιστεύοντες εις την θείαν εκείνην Πρόνοιαν πιστεύομεν εις το θαυμάσιον — και πιστεύοντες εις το θαυμάσιον, δεχόμεθα ως αληθή την ανάστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού — και πιστεύοντες εις την ανάστασιν εκείνην, πιστεύομεν ότι ήτο όντως ο Υιός του Θεού — τότε, όσον βαθέως και αν ακριβώμεν το ομοιόμορφον των φυσικών νόμων, έτι βαθύτερον κατανοούμεν την δύναμιν Εκείνου όστις τηρεί τους νόμους τούτους εις την παλάμην Αυτού την ακήρατον. Δι' ημάς το θαυμάσιον, όταν είνε ούτω μεμαρτυρημένον, ουδαμώς θα είνε εκπληκτικώτερον ή το φυσικόν, ούτε θα υπολάβωμεν ως αδύνατον έννοιαν ότι Εκείνος όστις απέστειλε τον Υιόν Αυτού επί της γης ίνα αποθάνη δι' ημάς, έδωκε πάσαν την εξουσίαν εις την χείρα Του.
Όθεν ούτω, εάν, ως ο Πέτρος, προσηλώμεν τους οφθαλμούς μας επί του Ιησού, και ημείς δυνάμεθα να περιπατήσωμεν θριαμβεύοντες επί των ογκουμένων κυμάτων της απιστίας, και ατρόμητοι εν μέσω των εγειρομένων άνεμων της αμφιβολίας· αλλ' εάν αποσπάσωμεν τα όμματα μας απ' Αυτού, εάν, καθώς συχνά δελεαζόμεθα να πράττωμεν, αποβλέπωμεν μάλλον προς την ορμήν και την μανίαν των καταστρεπτικών εκείνων στοιχείων ή εις Αυτόν τον δυνάμενον να βοηθήση και να σώση, τότε και ημείς αφεύκτως θα βυθισθώμεν. Ω, εάν αισθανώμεθα πάλιν και πολλάκις ότι τα πλημμυρούντα κύματα απειλούσι να μας πνίξωσι, και ο βυθός να καταπίη την χειμαζομένην ναυν της Εκκλησίας και της Πίστεως ημών, είθε πάλιν και πολλάκις να δοθή ημίν ν' ακούσωμεν εν μέσω της τρικυμίας και του σκότους, τας δύο εκείνας γλυκυτάτας του Σωτήρος εκφράσεις:
«Μη φοβού. Μόνον πίστευε».
«Εγώ ειμι. Μη φοβού».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Λ'.
Αι ομιλίαι εις Καπερναούμ
Το πλήθος ζητεί σημείον. — Απάντησις του Ιησού. — Ο άρτος της ζωής. —
Υλοφροσύνη των πολλών. — Θλιβερά ερώτησις των μαθητών.
Η ηώς της ημέρας εκείνης επανέτειλεν εις έν των θλιβερωτάτων επεισοδίων της ζωής του Σωτήρος. Διδάσκων την ημέραν εν τη Συναγωγή εις Καπερναούμ εσκεμμένως διεσκέδασε τους ατμούς της νόθου εκείνης δημοτικότητος, την οποίαν το θαύμα των Πέντε Άρτων συνήγαγε περί το πρόσωπόν Του, και έθεσεν ου μόνον τους επιπολαίους οπαδούς Του, αλλά καί τινας των εγγυτέρων μαθητών του εις δοκιμασίαν, υφ' ην η προς Αυτόν αγάπη των τελείως εξέλιπεν. Ο λόγος ούτος εν τη Συναγωγή αποτελεί σημαντικήν κρίσιν εις το στάδιόν Του. Μετ' αυτόν επήλθον εκδηλώσεις εκπλήξεως και απαρεσκείας, αίτινες υπήρξαν οι πρώτοι μυκηθμοί της τρικυμίας εκείνης του μίσους ήτις έμελλε τουντεύθεν να εκραγή κατά της θείας κεφαλής Του.
Είδομεν ήδη ότι τινές εκ του πλήθους, εμπλησθέντες αορίστου θαυμασμού και απλήστου περιεργείας, είχον προσκαρτερήσει επί της μικράς κοιλάδος της παρά την Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα όπως παρακολουθήσωσι τας κινήσεις του Ιησού, και μετάσχωσι των ωφελημάτων και των θριάμβων των οποίων προσεδόκων ταχείαν την φανέρωσιν. Τον είχον ιδεί αποπέμποντα τους μαθητάς Του, και ίσως τον ανεκάλυψαν διά των οφθαλμών καθώς ανέβαινε μόνος εις το όρος· είχον παρατηρήσει ότι ο άνεμος ήτο εναντίος, και ότι ουδέν άλλο πλοίον ειμή το των Αποστόλων είχεν αποπλεύσει. Εβεβαιώθησαν άρα ότι θα τον εύρισκον κάπου επί των υψωμάτων, άνωθεν της κοιλάδος. Αλλ' όμως όταν η πρωία ανέτειλε, δεν είδον ίχνος Αυτού ούτε επί της κοιλάδος ούτε επί των λόφων. Εν τω μεταξύ πλοιάρια τινα, ίσως εξωσθέντα υπό της αυτής τρικυμίας ήτις είχεν επιβραδύνει τον πλουν τον μαθητών, είχον φθάσει εκ Τιβεριάδος. Επέβησαν εις ταύτα όπως περαιωθώσιν εις Καπερναούμ· κ' εκεί, λίαν πρωί, Τον εύρον, μεθ' όλους τους κόπους και τας συγκινήσεις της χθες, κατόπιν της νυκτός της μονώσεως, και της προσευχής, και της τρικυμίας, γαλήνιον καθήμενον, και ατάραχον διδάσκοντα εν τη συνήθει Συναγωγή.
«Ραββί, πότε ήλθες ώδε;» είνε η έκφρασις της φωτινής εκπλήξεώς των· αλλ' Εκείνος σιωπά. Το θαύμα του περιπάτου επί του ύδατος ήτο θαύμα ανάγκης και ελέους· δεν απέβλεπεν αυτούς, ουδ' εγένετο δι' αυτούς· ούτε απλώς ως ποιητής θαυμάτων ο Χριστός ήθελε να πείση και να προσελκύση αυτούς. Και διά τούτο, αναγινώσκων εις τας καρδίας των, γνωρίζων ότι Τον εζήτουν μ' εκείνο το πνεύμα το οποίον Αυτός δεν ηγάπα, ηρέμα ανέσυρε τον πέπλον της ίσως ημιασυνειδήτου υποκρισίας ήτις απέκρυπτε τούτους αφ' εαυτών, και τους ήλεγξεν ότι τον εζήτουν, όχι διότι είδον σημεία, αλλά διότι έφαγον εκ των άρτων και εχορτάσθησαν. Αλλά προς χάριν των προσέθηκε το αιώνιον μάθημα: «Εργάζεσθε μη διά την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά διά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον, ην δώσει υμίν ο Υιός του Ανθρώπου, ότι Αυτόν εσφράγισεν ο Πατήρ, ο Θεός».
Κατ' αρχάς εκείνοι συνεκινήθησαν και ησχύνθησαν. Είχεν αναγνώσει εις τας καρδίας των ορθώς, όθεν τον ηρώτησαν: «Τι ποιήσωμεν ίνα εργαζώμεθα τα έργα του Θεού;»
Τούτό εστι το έργον του Θεού ίνα πιστεύητε είς Ον απέστειλεν».
Αλλά ποίον σημείον θα τους έδιδεν ο Ιησούς ίνα πιστεύσωσιν εις Αυτόν; Οι πατέρες των έφαγον το μάννα εν τη ερήμω, το οποίον ο Δαυίδ ωνόμασεν άρτον εξ ουρανού.
Το συμπέρασμα ήτο κατάδηλον. Ο Μωυσής τους είχε δώσει μάννα εξ ουρανού· ο Ιησούς άχρι τούδε, υπηνίσσοντο, τους έδωκε μόνον κριθίνους άρτους εκ της γης. Εφαντάζοντο ότι, εάν ήτο ο αληθής Μεσσίας, έμελλε, σύμφωνα με τας παραδόσεις του έθνους των, να τους πλουτίση και να τους στεφανώση, και να τους σιτίση με καρπούς εκ της Εδέμ, και με κρέατα Βεεμώθ και Λεβιάθαν, και με άμπελον ερυθρού οίνου. Δεν ηδύνατο ο ίδιος ψαλμός τον οποίον ανέφερον να τους διδάξη πόσον ανωφελές θα ήτο αν ο Ιησούς τους έδιδε μάννα, το οποίον υπέθετον ότι ήτο αγγέλων τροφή; Δεν δεικνύει ρητώς ο ψαλμωδός ότι το να χαρίση τις τοιαύτα ευεργετήματα σημαίνει να κάμη τους ανθρώπους να ζητώσιν απλήστως πλείονα; Εάν ο Θεός είχε δώσει εις τους πατέρας των πλείονα, ήτο μόνον διότι «ουκ επίστευσαν επί τον Θεόν, και ουκ έθεντο επ' Αυτώ την ελπίδα αυτών». Αλλ' «έτι της βρώσεως ούσης εν τω στόματι αυτών, και οργή Θεού ανέβη επ' αυτούς, και επάταξε τους ισχυρούς αυτών, και τους ισχυρούς του Ισραήλ κατέβαλε». Και δεν διδάσκει ο ψαλμός ότι μεθ' όλην την οργίλην εκείνην δωρεάν την γενομένην προς αυτούς εις το πλήρες των επιθυμιών της καρδίας αυτών, αντί να πιστεύσωσι και να ταπεινωθώσιν, επί μάλλον και μάλλον ημάρτησαν κατ' Αυτού και Τον ηθέτησαν; Εάν δεν απεδείκνυεν όλη η ιστορία του έθνους των ότι η πίστις πρέπει να εδράζηται επί ισχυροτέρων θεμελίων ή επί σημείων και θαυμάτων, και ότι η πονηρά καρδία της απιστίας πρέπει να ελαύνηται υπό ευγενεστέρων συγκινήσεων ή της εκπλήξεως προς την τεταμένην χείρα και τον βραχίονα τον κραταιόν;
Αλλ' ο Ιησούς πάραυτα τους ωδήγησεν εις υψηλοτέρας σφαίρας ή τας των ιστορικών παραδειγμάτων. Εκείνος όστις τους έδωκε το μάννα ήτο όχι ο Μωυσής αλλ' ο Θεός· και ότι το μάννα ήτο μόνον κατά ποιητικήν μεταφοράν άρτος ες ουρανού· αλλ' ότι ο Πατήρ Του, ο αληθής δοτήρ, τους δίδει τον αληθή άρτον τον εκ του ουρανού τώρα, τον άρτον του Θεού, τον εκ του ουρανού καταβάντα, και παρέχοντα ζωήν τω κόσμω.
Το πνεύμα των εισέτι προσεκολλάτο εις απλάς υλικάς εικόνας. Έσπευσαν να Του ζητήσουν τον άρτον τούτον τον εκ του ουρανού, τόσον απλήστως όσον η Σαμαρείτις είχε ζητήσει το ύδωρ το οποίον σβύνει πάσαν δίψαν. «Κύριε, δος ημίν τον άρτον τούτον».
Ο Ιησούς είπεν αυτοίς, «Εγώ ειμι ο άρτος της ζωής. Ο ερχόμενος προς Με ου μη πεινάσει, και ο πιστεύων εις Εμέ ου μη διψήσει εις τον αιώνα». Προσέθηκε δε ότι Αυτός ήλθεν ίνα ποιήση το θέλημα του Πατρός, και ότι το θέλημα Αυτού ήτο ίνα οι ερχόμενοι προς τον Υιόν Του έχωσι ζωήν αιώνιον.
Τότε οι οργίλοι γογγυσμοί εξερράγησαν πάλιν, όχι από τον πολύν όχλον, αλλ' από τους παλαιούς πολεμίους του, τους άρχοντας των Ιουδαίων: Πώς ηδύνατο να λέγη ότι κατήλθεν εκ του ουρανού; πώς ηδύνατο να ονομάζη τον Εαυτόν του άρτον της ζωής; «Ουχ ούτος εστιν Ιησούς, ο υιός Ιωσήφ του τέκτονος, ο από Ναζαρέτ;»
Ο Ιησούς ουδέποτε απήντησεν εις τους μυρμυρισμούς τούτους περί της υποτιθεμένης γενεαλογίας Του και του τόπου της γεννήσεως Του, αποκαλύπτων εις τα κοινά πλήθη το υψηλόν μυστήριον της επί γης παρουσίας Του. «Ουχ' αρπαγόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ». Δεν έσπευδε να διεκδικήση την θεότητά Του, ή ν' απαιτήση την προσκύνησιν την οφειλομένην Αυτώ. Ήθελε ν' αφήση την λάμψιν της θείας φύσεως Του, να επιφυτίση εις τους ανθρώπους βαθμηδόν, όχι κατ' αρχάς ως φως της μεσημβρίας, αλλά πραέως ως φως της πρωίας διά του λόγου και των έργων Του. Κατά πληρεστάτην και βαθυτάτην έννοιαν, «Εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών».
Αλλ' απήντησεν εις τους γογγυσμούς, καθώς πάντοτε έπραττε, δι' εντονωτέρας, πληρεστέρας, σαφεστέρας ανακηρύξεως αυτής της αληθείας την οποίαν εκείνοι απέρριπτον. Ούτω είχε πράξει προς τον Νικόδημον· ούτω είχε διδάξει την Σαμαρείτιν· ούτω είχεν απαντήσει εις τους διδασκάλους του Ναού οίτινες τον κατηγόρουν επί αθετήσει του Σαββάτου. Αλλ' ο δειλός Ραββίς και η πλάνης γυνή έδειξαν αρκετήν πίστιν ώστε να εμβλέψωσι βαθύτερον εις τους λόγους Του, και ταπεινώς να ζητήσωσι την έννοιάν των, και ούτω να οδηγηθώσιν εις την αλήθειαν. Ουχ ούτως οι ακροαταί ούτοι. Ο Θεός τους είχεν ελκύσει προς τον Χριστόν, και ούτοι απέρριψαν την δωρεάν Του. Ότε ο Ιησούς υπέμνησεν αυτούς ότι το μάννα δεν ήτο ζωηδότειρα ουσία, επειδή οι πατέρες των είχον φάγη εκ τούτου και απέθανον, αλλ' ότι αυτός ήτο ο άρτος της ζωής, εκ του οποίου όλοι οι εσθίοντες θα ζήσωσιν εις τον αιώνα· και όταν εν εκπληκτικωτέρα ακόμη γλώσση προσέθηκεν, ότι ο άρτος τον οποίον θα έδιδε θα ήτο η σαρξ Αυτού διά την ζωήν του κόσμου, τότε, αντί να ζητήσωσι την βαθείαν έννοιαν των λεγομένων, ηγανάκτων και εμάχοντο ερωτώντες, «Πώς δύναται ούτος δούναι ημίν την σάρκα Αυτού φαγείν;»
Ούτως ήσαν σαρκικοί, και να είνε τις σαρκικός είνε θάνατος. Δεν επεζήτουν την αλήθειαν, και αύτη επί μάλλον αφηρείτο απ' αυτών. «Από του μη έχοντος, και ο έχει αρθήσεται απ' αυτού». Με γλώσσαν ακόμη εμφαντικωτέραν, ο Ιησούς είπεν αυτοίς, «Εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του Ανθρώπου, και πίητε Αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς»· και πάλιν· «Ο εσθίων εκ του άρτου τούτου ζήσεται εις τον αιώνα».
Είνε αβέβαιον αν, αποκαλών Εαυτόν Υιόν του Ανθρώπου, ο Κύριος ενόει Β ε ν Α δ ά μ, ήτοι αντιπρόσωπον της Ανθρωπότητος (καθώς λέγει και ο Παύλος, «Ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος εξ ουρανού), η Β α ρ Ε ν ώ ς. Το εβραϊκόν Ε ν ώ ς σημαίνει τον άνθρωπον εν τη ασθενεία Του. Πιθανώς ο τίτλος εσήμαινεν εν ταυτώ τον αντιπρόσωπον της Ανθρωπότητος εν τε τη ασθενεία και τη τιμή αυτής.
Αναμφιβόλως οι λόγοι ήσαν δύσκολοι. Ο θάνατος και το πάθος του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και το μυστήριον της Ευχαριστίας Του, εν ώ πνευματικώς και αυτουσίως εσθίομεν Αυτού την σάρκα και πίνομεν Αυτού το αίμα, μας κατέστησεν ικανωτέρους να καταλαμβάνωμεν το νόημα των λόγων Του. Εάν ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου επέχυσε δι' ημάς αφθονώτερον φως επί της εννοίας των λεγομένων Του, ενυπήρχεν όμως εις τα ρήματα αρκετή δόσις σαφήνειας όπως επιλάμψη εις πάντα προσέχοντα ακροατήν η μεγάλη αλήθεια, η συνήθης ήδη προς αυτούς από του Νόμου των, ότι «Ουκ επ' άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι Θεού». Οι λόγοι Του, παρατηρεί ο Άγιος Αυγουστίνος, ήσαν τραχείς μόνον εις τους τραχείς, και απίστευτοι μόνον εις τους απίστους. Το μάθημα το οποίον ήθελε να τους διδάξη ήτο τούτο, ότι η αιώνιος ζωή είνε ο Υιός του Θεού. Ηδύναντο να ασπασθώσιν ή ν' απορρίψωσι την αλήθειαν την οποίαν απεκάλυπτεν εις τας συνειδήσεις των, αλλά δεν θα υπήρχε δυνατή δικαιολογία διά την δήθεν ανικανότητά των όπως εννοήσωσι την σημασίαν της.
Υπήρχε διδασκαλία ήτις είνε, και σκοπόν έχει να είνε, ου μόνον παιδαγωγική, αλλά και δοκιμαστική· Τοιούτον υπήρξε το αντικείμενον του λόγου τούτου. Όπως το εννοήσωσιν ορθώς απητείτο αγών, ου μόνον της νοήσεως, αλλά και της βουλήσεως, είχε σκοπόν να θέση τέρμα εις τας ιδιοτελείς και παχυλάς εννοίας και ελπίδας περί εγκοσμίου βασιλείας του Μεσσίου. Όχι δε μόνον το πλήθος και οι άρχοντες, αλλά και οι ίδιοι μαθηταί Του εσκανδαλίσθησαν εκ των λόγων. Και διά τούτο ο Σωτήρ, όταν κατέλιπον την Συναγωγήν και απήλθον κατ' ιδίαν, ελάλησε προς τους μαθητάς Του, και εξήγησεν Αυτοίς ότι, όχι μόνον κατά γράμμα, αλλά κατά πνευματικωτέραν εκδοχήν έπρεπε να εκληφθώσιν οι λόγοι Του. «Το πνεύμα εστι το ζωοποιούν· η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν. Τα ρήματα α λαλώ υμίν πνεύμα εστι και ζωή εστι». Διατί άρα εύρον τους λόγους Του τόσον σκληρούς; Λέγει αυτοίς· διότι τινές εξ αυτών δεν επίστευον· διότι, ως είχεν ήδη ειπεί εις τους Ιουδαίους, το πνεύμα της πίστεως είνε δώρημα και χάρις του Θεού, και την δωρεάν ταύτην οι γογγυσταί εκείνοι απέριπτον, και κατά της χάριτος ταύτης εμάχοντο και νυν έτι.
Φαίνεται ότι υπάρχει υπαινιγμός τις προς τον Ιούδαν τον Ισκαριώτην εις τους λόγους τούτους· και είνε πιθανόν ότι, από της στιγμής ταύτης, ότε αι παχυλαί ιδέαι περί κοσμικής βασιλείας του Μεσσίου διεσκεδάσθησαν σκοπίμως υπό του Χριστού, απογοητευθείς ο μέλλων προδότης ήρχισε να τείνη προς την προδοσίαν.
Και από του χρόνου τούτου πολλοί εκ των οπαδών Του εγκατέλιπον τον
Ιησούν. Και μεταξύ του πλήθους η ζωή του θα ήτο μοναχικωτέρα από
τούδε, επειδή ολιγώτεροι θα υπήρχον οι γνωρίζοντες και αγαπώντες
Αυτόν. Με καρδίαν βαθέως τεθλιμμένην, Εκείνος απηύθυνε προς τους
Δώδεκα την συγκινητικήν ερώτησιν:
&«Μη και υμείς θέλετε υπάγειν;»&
Τότε η καρδία του Σίμωνος Πέτρου ενθέρμως ωμίλησε και δι' όλους τους λοιπούς. «Κύριε, έκραξε, προς τινα πορευσόμεθα; &Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις.& Και εγνώκαμεν και πεπιστεύκαμεν ότι Συ ει ο Άγιος του Θεού».
Ήτο μεγάλη ομολογία, αλλά κατά την πικράν εκείνην στιγμήν η καρδία του Ιησού ήτο βαρέως τεθλιμμένη, και μόνον απήντησεν: «Ουχ υμάς τους δώδεκα εξελεξάμην, και είς εν υμίν διάβολος;»
Η έκφρασις ήτο τρομερός ισχυρά, καίτοι δε ύστερον εγνώσθη ότι ενόει τον Ιούδαν, αμφίβολον είνε αν τότε εγίνωσκόν τινες τούτο, εκτός αυτού του προδότου.
Πολλοί ψευδείς και κίβδηλοι μαθηταί Τον εγκατέλιπον. Μήτοι αι λέξεις αύται είχον ευμενή σκοπόν να δώσωσιν αφορμήν εις την σκληράν ψυχήν του Ισκαριώτου, ώστε πριν βυθισθή εις βαθυτέραν ενοχήν, να Τον εγκαταλίπη; Εάν ούτως έχη, η νουθεσία απερρίφθη. Εν θανασίμω αμαρτία εναντίον της ιδίας συνειδήσεώς του, ο Ιούδας επέμενε να επισωρεύση δι' εαυτόν οργήν, «εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως του δικαίου κρίματος του Θεού».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΑ'.
Η λύσσα των εχθρών του Χριστού
«Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». — «Φάγος και οινοπότης». — «Οι μαθηταί σου ου νηστεύουσι». — «Μετά τελωνών και αμαρτωλών». — «Έλεον και ου θυσίαν». — Ο Άσωτος υιός. — Διατί αθετεί το Σάββατον; — Οι στάχυς των σπορίμων. — Η διαγωγή του Δαυίδ — «Ει έξεστιν αγαθοποιείν εν Σαββάτω». — Αι άνιπτοι χείρες. — «Ου τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα».
Καίτοι ο λόγος τον οποίον αρτίως διεξήλθομεν απετέλεσε σημαντικήν περίοδον εις το κήρυγμα του Κυρίου, και από τούδε εις το εξής τα νέφη σωρεύονται πυκνότερα εναντίον Του, δεν πρέπει όμως να υποτεθή ότι αύτη ήτο η πρώτη φορά, και εν Γαλιλαία ακόμη, καθ' ην η έχθρα κατά του προσώπου Του και της διδασκαλίας Του φανερά ανεπτύχθη.
Πρώτον, τα πρωιμώτερα ίχνη της αμφιβολίας και αστοργίας επήγασαν από την έκφρασιν την οποίαν πολλάκις μετεχειρίσθη; «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Τας λέξεις ταύτας απηύθυνε προς την γυναίκα την αμαρτωλόν και προς τον παράλυτον. Και κατά τας δύο περιστάσεις η εκφώνησις αύτη διήγειρεν έκπληξιν και αποδοκιμασίαν. Εις την οικίαν του Σίμωνος, όπου θαύμα δεν συνέβη, ο Ιησούς αντικατέστησε την φράσιν δι' άλλης. Αλλά κατά την ίασιν του παραλυτικού, φανερός γογγυσμός ηγέρθη μεταξύ των Γραμματέων και Φαρισαίων, κ' εκεί αποκαλύψας πλειότερον εκ του αληθούς μεγαλείου Του, ο Ιησούς, διά της δυνάμεως του ποιείν θαύματα, διεξεδίκασε το δικαίωμά Του όπως συγχωρή αμαρτίας.
Το επιχείρημα ήτο αναντίρρητον, διότι ου μόνον η κρατούσα δοξασία εσχέτιζε πάσαν ασθένειαν μετά της αμαρτίας, αλλά και γενικώς υπεστηρίζετο υπό των ραββίνων ότι «ουδείς άνθρωπος θεραπεύεται από της ασθενείας του μέχρις ου όλαι αι αμαρτίαι Του συγχωρηθώσιν. Ήτο άρα εν πλήρει συμφωνία με τας δοξασίας των ότι Εκείνος όστις διά «της ιδίας εξουσίας Του ηδύνατο να ιατρεύη ασθενείας, ηδύνατο προσέτι διά της ιδίας εξουσίας Του ν' απαγγέλλη την άφεσιν. Είνε αληθές ότι εδυσκολεύοντο να εννοήσουν ή ίασιν ή συγχώρησιν μεταδιδομένην διά τοιούτων ανωμάλων μέσων, και άνευ των παραφέρνων των θυσιών και των ιερατικών επεμβάσεων. Αλλ' όμως παρά πάντα ταύτα έμενε το γεγονός ότι αι ιάσεις πράγματι ετελούντο, και ενώπιον χιλιάδων μαρτύρων. Ησθάνθησαν άρα ότι το έδαφος τούτο της αντιδράσεως ήτο αστήρικτον, και σιωπηλώς εγκατελείφθη. Το να λέγωσιν ότι υπήρχε «βλασφημία» εις τας εκφράσεις Του θα εχρησίμευε μόνον εις το ν' αναδείξη εν μείζονι λαμπρότητι το ότι υπήρχε θαύμα εις τας πράξεις του.
Δεύτερον, η κατηγορία ότι ήτο «φάγος και οινοπότης», η διατηρηθείσα ημίν διά της μνείας Αυτού του Κυρίου, ήτο λίαν καταφώρως ψευδής ώστε να μη αρκή να εξεγείρη πρόληψιν εναντίον Εκείνου όστις, ει και δεν ησπάσθη τον ασκητικόν βίον του Ιωάννου, έζησεν όμως εν άκρα λιτότητι, και απλώς έπραττεν ό,τι και οι λεπτολογώτατοι των Φαρισαίων, δεχόμενος προσκλήσεις εις δείπνα, όπου συνεχώς εύρισκε νέας ευκαιρίας όπως διδάσκη και αγαθοποιή. Η συκοφαντία πράγματι ανετράπη όταν ο Σωτήρ έδειξεν ότι η γενεά εκείνη ήτο ομοία με παιδάρια ιδιότροπα και διεστραμένα, τα οποία εις τίποτε δεν ηδύναντο να ευχαριστηθώσι, αφού κατηγόρουν τον Ιησούν επί ακρασία, διότι δεν απέφυγεν έν αβλαβές γεύμα, και τον Ιωάννην επί κατοχή δαιμονίου, διότι αντετάχθη κατά της κοινωνικής διαφθοράς του αιώνος.
Τρίτον, και εις την ένστασιν, «Διατί οι μαθηταί σου ου νηστεύουσι;» δεν φαίνεται να επέμειναν πολύ. Ο Ιησούς είχε δείξει το παράδειγμα της εγκρατείας διά της τεσσαρακονθημένου νηστείας, και πάντοτε διά των έργων και της διδασκαλίας Του υπέδειξεν ότι «Ουκ έστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και άσκησις συν αγιασμώ».
Τέταρτον, μεγαλητέραν αντίδρασιν εκίνησεν η υπό του Χριστού εκλογή του Ματθαίου ως ενός των Αποστόλων, και η ανοχή ην πάντοτε έδειξε προς τους τελώνας και αμαρτωλούς. Πας λεπτολόγος Ιουδαίος εθεώρει ως επικατάρατον το πλήθος του έθνους του, το μη γνωρίζων τον Νόμον. «Ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον Νόμον επικατάρατοί εισι». Και καθώς πας Ιουδαίος εθεώρει τον εθνικόν κόσμον μεθ' υπερτάτης περιφρονήσεως, ούτω και η φατρία των άγαν ζηλωτών εθεώρουν τους αμελεστέρους αδελφούς των ως όντας ολίγον τι καλλιτέρους των εθνικών. Και όμως ιδού Άνθρωπος όστις ανεμιγνύετο ελευθέρως και οικείως μετά των τελωνών και αμαρτωλών! Το δε χείριστον, υπέφερεν ώστε γυναίκες από τας οποίας είχεν εκβάλη επτά δαιμόνια, να Τον συνοδεύωσιν εις τας οδοιπορίας Του, και πόρναι να λούωσι τους πόδας Του με δάκρυα! Πόσον διάφορος των Φαρισαίων, οίτινες ισχυρίζοντο ότι υπήρχε μολυσμός εις την απλήν αφήν εκείνων οι οποίοι είχον αυτοί απλώς θιχθή υπό του βεβήλου όχλου, είχον δε διατυπώσει ως κανόνα ότι ουδείς ώφειλε να δεχθή ξένον εις την οικίαν του αν απλώς τον υπώπτευεν ως αμαρτωλόν!
Εν αρχή του κηρύγματός Του ο Ιησούς, μετά τρυφεράς ειρωνείας, είχεν απαντήσει εις την κατηγορίαν, μνημονεύσας την βαθείαν εκείνην έκφρασιν του Ωσηέ, όταν τους έστειλε να υπάγουν να μάθουν το τι σημαίνει: «Έλεον θέλω και ου θυσίαν». Είπε προσέτι αυτοίς, «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού αλλ' οι κακώς έχοντες». Κατά τας οψιμωτέρας ημέρας Του, όταν επορεύετο εις Ιεροσόλυμα, οι εχθροί εκείνοι και πάλιν «διεγόγγυζον» λέγοντες «Ούτος ο άνθρωπος μετά αμαρτωλών εσθίει και πίνει». Τότε ο Ιησούς απήντησε και εδικαιολόγησε τους τρόπους Του, και σαφέστερον απεκάλυψε το έλεος την αγάπην του Θεού προς τους μετανοούντας. Τούτο δε έπραξε διά των τριών ωραιοτάτων παραβολών του Απολωλότος Προβάτου, της Απολεσθείσης Δραχμής, και, προ πάντων, της του Ασώτου Υιού. Ληφθείσαι εκ των απλουστάτων στοιχείων της καθημερινής πείρας, αι παραβολαί αύται, και η τελευταία μάλιστα, αναδείκνυον, εις ανιούσαν κλίμακα τρυφερότητος, τα βαθύτατα μυστήρια της θείας συμπαθείας, την χαράν την γινομένην εν τω ουρανώ, επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι.
Εις το απολωλός βλέπομεν τον μωρόν και ανάλγητον αμαρτωλόν. Εις απολομένην δραχμήν, τον αμαρτωλόν τον φέροντα το αποτύπωμα της θείας εικόνος, αλλά κείμενον απολωλότα, άχρηστον και αγνοούντα την ιδίαν αξίαν του. Εις τον άσωτον υιόν, βλέπομεν τον αμαρτωλόν τον εν γνώσει και συνειδήσει.
Πού αλλού, εις όλην την βιβλιοθήκην της ανθρωπίνης φιλολογίας, δύναται να ευρεθή τι τόσον εκλάμπρως γλαφυρόν, τόσον φαεινώς διαυγές, τόσον ανάπλεων απείρου τρυφερότητος· τόσον πιστόν εις την εικόνα την οποίαν παρέχει των συνεπειών της αμαρτίας, και όμως τόσον πλήρες ελέους εις την ελπίδα την οποίαν εμπνέει προς διόρθωσιν και επιστροφήν, όσον η μικρά αύτη διήγησις; Πώς συνοψίζει τας παραμυθίας της θρησκείας και τας κακοπαθείας του βίου! Πάσα αμαρτία και τιμωρία, πάσα μετάνοια και συγγνώμη, ως άριστα διαγράφονται διά των ολίγων τούτων λέξεων. Αι ριζικαί διαφοραί ιδιοσυγκρασίας και κλίσεως, αίτινες χωρίζουσι τας διαφόρους τάξεις των ανθρώπων, η νόθος ανεξαρτησία ανησύχου ελευθέρας θελήσεως, η προτίμησις των απολαύσεων του παρόντος υπέρ τας ελπίδας του μέλλοντος, η πόρρω περιπλάνησις από της καθαράς και ειρηνικής χώρας, ήτις είνε αυτή η εστία μας, όπως εκπέση ο υιός εκείνος εις παν πάθος το οποίον σκορπίζει και φθείρει τα σπανιώτατα δώρα της ζωής, η βραχεία εξακολούθησις των αγρίων εκείνων σπασμών της απηγορευμένης ηδονής, η δάκνουσα πείνα, η φλέγουσα δίψα, η απεγνωσμένη δουλεία, η ανέκφραστος και ασυμπαθής κατάπτωσις ήτις αφεύκτως θα επακολουθήση, πού εζωγραφήθησαν όλα ταύτα τα μυριάκις επαναληφθέντα γνωρίσματα της αμαρτίας και της λύπης, αν και εδώ ζωγραφούνται με ολίγας γραμμάς μόνον, υπό αβροτέρας και αληθεστέρας χειρός; Απαραμίλλως εικονίζονται εις την εικόνα του άφρονος εκείνου υιού απαιτούντος προώρως την μερίδαν την οποίαν απαιτεί από τα αγαθά του πατρός του· αποδημούντος εις χώραν μακράν σπαταλούντος την ουσίαν του δι' ασώτου βίου· υποφέροντος εξ ενδείας εν τω ισχυρώ λιμώ· ηναγκασμένου να εκπέση εις την ατιμίαν του βόσκειν χοίρους και ποθούντος να γεμίση την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι. (Σημειωτέον ότι οι Εβραίοι είχον τόσην αποστροφήν εις τους χοίρους, ώστε ούτε τους ωνόμαζον, αλλά δι' ευφημισμού τους εκάλουν δ α β ά ρ α κ χ έ ρ, ήτοι, «άλλο πράγμα».) Και ύστερον πώς ήλθεν εις τον εαυτόν του, πώς ενθυμήθη τους μισθίας του πατρός του, οίτινες επερίσσευον άρτων, και αυτός απέθνησκε της πείνης, πώς επέστρεψεν οίκαδε, πώς εξωμολογήθη εν αγωνία και συντριβή — όλη αύτη η ασύγκριτος κλίμαξ ήτις, ως φωνή εξ ουρανού, τόσας εκατοντάδας μυριάδων καρδιών εκίνησεν εις μετάνοιαν και δάκρυα.
«Και εγερθείς επορεύθη προς τον πατέρα αυτού. Έτι δε αυτού πόρρω απέχοντος, ο πατήρ είδε και εσπλαγχνίσθη επ' αυτόν, και δραμών έπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν! Είπε δε αυτώ ο υιός, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ τοις οικέταις. Ενέγκατε την στολήν την καλήν και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον επί την δεξιάν αυτού και πέδιλα εις τους πόδας· και θύσαντες τον μόσχον τον σιτευτόν φαγόντες ευφρανθώμεν· ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Και εκ πρώτης όψεως ήθελε φανή ότι εδώ έμελλε να τελειώση η παραβολή ως εν μουσική αγγελικής κινύρας. Και εδώ θα ετελείωνεν αν το μυστήριον της ανθρωπίνης κακίας ήτο άλλο παρ' ό,τι είνε. Αλλά το συμπέρασμα της σχετίζεται αμεσώτερον προς τας περιστάσεις αίτινες την προυκάλεσαν. Οι οργίλοι γογγυσμοί των Φαρισαίων και Γραμματέων είχον δείξει εις πόσην άγνοιαν διετέλουν, εν τη πωρώσει και τη υπερηφανία της καρδίας των, ότι, εις το όμμα του Θεού, το δάκρυ ενός αληθώς μετανοούντος αμαρτωλού είνε αμετρήτως πολυτιμότερον ή η άστοργος τυπικότης χιλίων Φαρισαίων. Ολίγον υπώπτευον ότι η μετάνοια δύναται να φέρη την πόρνην και τον τελώνην εις στενωτέραν προς τον Δημιουργόν των ή η πολύπονος επιτήδευσις μυρίων φορτικών και σεβασμίων υποκρισιών. Και διά τούτο ο Ιησούς προσέθηκε πως ο υιός, ο πρωτότοκος υιός εισήλθε, και ηγανάκτησε προς τον θόρυβον της χαράς, και ωργίσθη επί τη προθύμω εκείνη συγγνώμη, και εμέμφθη την φιλόστοργον καρδίαν του πατρός, και εξετραγώδησε τας αμαρτίας του αδελφού του, και έδειξεν όλην την ανελεημοκακίαν καρδίας ήτις είχεν εκλάβη την ευπρέπειαν την εξωτερικήν ως ιερόν έρωτα.
Ψυχολογικαί και δραματικώταται είνε αι εκφράσεις του πρωτοτύπου, του κατά Λουκάν. Εκείνο το ι δ ο ύ, με το οποίον αρχίζει ο πρωτότοκος την αποστροφήν του· το «εγώ τοσαύτα έτη δουλεύω», «εμοί ουκ έδωκας ερίφιον», το «ούτος ο υιός σου» (αντί να είπη ο α δ ε λ φ ό ς μ ο υ), το «ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών», δεν αποδίδονται ευκόλως εις ουδεμίαν των νεωτέρων γλωσσών.
Όταν αναγινώσκωμεν την διήγησιν ταύτην, και μελετώμεν όλα όσα εμπερικλείει — τον άσωτον βίον και την μετάνοιαν του νεωτέρου υιού, εν αντιθέσει προς την πεπωρωμένην κακοβουλίαν και τον φθόνον του πρεσβυτέρου — δυνάμεθα από καρδίας να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν, ότι εκείνος, ο εξάγων καλόν εκ του πονηρού, μέλι εκ του φονευμένου λέοντος και ύδωρ εκ της ακροτόμου πέτρας, ηδύνατο και εκ του υλικού τούτου ν' αντλήση την θειοτάτην έκφρασιν πάσης αποκαλύψεως την παραβολήν του Ασώτου Υιού.
Η σχέσις του Ιησού προς τους Τελώνας και αμαρτωλούς εξηγήθη ούτω, καθώς και ο πλήρης ανταγωνισμός μεταξύ του πνεύματος Αυτού κ' εκείνης της πεφυσιωμένης θρησκοληψίας ήτις είνε η παραποίησις του αληθούς θρησκεύματος. Ο Ιουδαϊσμός των ημερών εκείνων υποκαθιστά κενούς τύπους και ανοήτους τελετάς αντί αληθούς ευθύτητος· υπελάμβανε την ανελεήμονα αποκλειστικότητα ως γνησίαν ευσέβειαν. Ήτο τόσον βαθέως υποκριτικός, ώστε να μη αναγνωρίζη την ιδίαν υποκρισίαν του. Ευχαριστεί τον Θεόν διά τας κακίας του τας οποίας ενόμιζεν ως αρετάς, κ' εφαντάζετο ότι Εκείνος θα ηρέσκετο εις λατρείαν εν ή ούτε ταπείνωσις υπήρχεν, ούτε αλήθεια, ούτε ευορκία, ούτε αγάπη. Εκείνοι οίτινες εφρόνουν ότι ήσαν τόσον πλούσιοι και ευθηνούντες εν αγαθοίς, ώφειλον να μάθωσιν ότι ήσαν ελεεινοί και τρισάθλιοι και τυφλοί και γυμνοί. Τα πρόβατα εκείνα, τα οποία εφαντάζοντο ότι δεν είχον πλανηθή, ώφειλον να εννοήσωσιν ότι το δύστηνον απολωλός πρόβατον θα ηδύνατο να προσαχθή εις την μάνδραν επί των ώμων του Ποιμένος του Καλού, μετά βαθυτέρας ακόμη φιλοστοργίας. Εκείνοι οι υιοί οι πρωτότοκοι είχον να μάθωσιν ότι το πνεύμα του Πατρός των ήτο τούτο, το συμπέρασμα της δεσποτικής παραβολής: «Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο α δ ε λ φ ό ς σ ο υ ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη.»
Αλλ' όσον και ήτο καταφανές ότι το πνεύμα του Χριστού και το πνεύμα του Φαρισαίου αντέκειντο αδιαλλάκτως προς άλληλα, μέχρι τούδε οι εχθροί του Χριστού δεν ηδυνήθησαν να βλάψωσι την επίδρασίν Του ή να περιστείλωσι το έργον Του. Το να συγχωρή, διά του αυτού λόγου όστις ιάτρευε τας νόσους, τας αμαρτίας εξ ων επίστευον ότι όλαι αι νόσοι προέρχονται, το να συμμετέχη κοινωνικών εορτών, το να αναστρέφηται μετά τελωνών και αμαρτωλών, όλα ταύτα δεν ηδύναντο να ερμηνευθώσιν ως παραβάσεις του Νόμου. Αλλά μία βαρυτέρα κατηγορία, επιμονώτερον επαναλαμβανομένη, σφοδρότερον υποστηριζομένη, υπελείπετο, η κατηγορία ότι παρέβαινε τους νόμους του Μωυσέως διά της μη τηρήσεως του Σαββάτου. Τούτο επροξένησε κατάπληξιν, αδημονίαν, μανίαν, δίψαν εκδικήσεως, ήτις κατεδίωζε τον Χριστόν μέχρι του σταυρού. Διότι το Σάββατον ήτο θεσμός όχι μόνον μωσαϊκός αλλ' αρχέτυπος, και κατέστη το μάλλον διακριτικόν και το μάλλον εμπαθώς τηρούμενον εξ όλων των δογμάτων, τα οποία εχώριζον τους Ιουδαίους από των εθνικών ως ιδιαίτερον λαόν. Ήτο ενταυτώ το σημείον των αποκλειστικών προνομίων των και το κέντρον της αγόνου τυπολατρείας των. Όχι μόνον ετηρείτο εν τω ουρανώ, πριν υπάρξωσιν άνθρωποι, αλλ' ο λαός του Ισραήλ δι' αυτό έγεινε, λέγει το Ταλμούδ, διά να τηρή το Σάββατον. Μήπως δεν τηρείται θαυμασίως και υπ' αυτού του Σαββατιαίου λεγομένου ποταμού της Αγίας Πόλεως; Εσεμνύνοντο διότι επροτίμησαν να χάσουν μάχας, να κατακοπώσιν υπό των εχθρών των, ν' αφίσωσιν την Ιερουσαλήμ κινδυνεύουσαν, όπως μη λύσωσι το Σάββατον. Κατά τον άγαν σχολαστικόν ραββίνον Σαμμαΐ ουδείς εν Σαββάτω ώφειλε να βοηθήση τον ασθενή ή να παρηγορήση τον τεθλιμμένον. Και αυτή η διατήρησις της ζωής ήτο παράβασις του Σαββάτου. Το Σάββατον ώφειλον και οι πτωχοί να εστιώνται τρις, αλλά χωρίς ν' ανάπτωσι πυρ μήτε να μαγειρεύωσιν. Αφ' ετέρου το να φονεύση τις κώνωπα είνε το αυτό ως να φονεύση κάμηλον. Και η Μεγάλη Συναγωγή εξέδωκε τριακονταεννέα διατάξεις και απειραρίθμους παραδιατάξεις όσον αφορά την τήρησιν του Σαββάτου. «Δεν πρέπει εν Σαββάτω να διαβαίνης ποταμόν επί καλοβάθρων, διότι πράγματι φέρεις τα καλόβαθρα. Γυνή δεν πρέπει να φέρη ταινίας εν Σαββάτω, εκτός αν είνε ερραμέναι εις την εσθήτα της. Αν έχη τις ψευδείς οδόντας δεν πρέπει να τους φέρει εν Σαββάτω. Άνθρωπος πάσχων εξ οδονταλγίας δεν πρέπει να πλύνη το στόμμα του με όξος, αλλά να το κρατή εις το στόμα του και να το καταπίνη. Δύο γράμματα της αλφαβήτου δεν πρέπει να γράψη τις. Ο ασθενής δεν πρέπει να στείλη να ζητήση ιατρόν εν Σαββάτω. Ράπτης δεν πρέπει να εξέλθη με την βελόνην του την νύκτα της Παρασκευής, μήπως την λησμονήση επάνω του, και ούτω λύση το Σάββατον φέρων την βελόνην. Αλέκτωρ δεν πρέπει να φέρη ταινίαν περί το σκέλος του εν ημέρα Σαββάτου, κτλ κτλ.
Και όμως, ιδού Άνθρωπος αξιών ότι είνε προφήτης, και περισσότερον προφήτου, όστις εσκεμμένως έθετεν εκποδών, καθώς εφαίνετο αυτοίς, την προαιώνιον αγιότητα της ημέρας ταύτης των ημερών! Και ο προσεκτικός αναγνώστης των Ευαγγελίων θα εκπλαγή βλέπων οπόση μερίς της έχθρας την οποίαν ο Κύριος ημών προεκάλει, ου μόνον εν Ιερουσαλήμ, αλλά και εν Γαλιλαία και τη πέραν του Ιορδάνου χώρα, περί μόνον το κεφάλαιον τούτο εστρέφετο. Επτά ιάσεις εν Σαββάτω ιστορούνται, και άλλαι μνημονεύονται, εν τοις Ευαγγελίοις.
Ο χορτασμός των πεντακισχιλίων και η ομιλία εν τη Συναγωγή της Καπερναούμ συνέβησαν αμέσως προ του Πάσχα. Ουδείς εκ των Ευαγγελιστών διηγείται τα συμβάντα, τα αμέσως επακολουθήσαντα. Αν παρευρέθη ο Ιησούς εις το Πάσχα τούτο, θα το έκαμεν όλως κατ' ιδίαν, και ουδέν συμβεβηκός της επισκέψεώς Του απεμνημονεύθη. Είνε δε πιθανώτερον ότι ο κίνδυνος και η αντίδρασις την οποίαν είχε συναντήσει εν Ιερουσαλήμ ήρκεσαν να επιφέρωσι την αποχήν του, «έως αν παρέλθη τυραννία». Δυνατόν εντοσούτω, αν δεν απήλθεν αυτοπροσώπως, τινές των μαθητών Του να εξεπλήρωσαν την εθνικήν ταύτην υποχρέωσιν και δυνατόν ίσως η επιτήρησις της διαγωγής των, συνδυαζομένη προς το μίσος το οποίον είχεν εμπνεύσει το πρόσταγμά Του προς τον παράλυτον όπως άρη τον κράββατον εν Σαββάτω, να έπεισε τους Γραμματείς και Φαρισαίους της Ιερουσαλήμ να πέμψωσί τινας εκ των ιδικών των προς ιχνηλάτησιν των διαβημάτων Του, και κατασκόπευσιν των πράξεων Του, και παρά τας όχθας της αγαπητής Του λίμνης. Βέβαιον είνε ότι από τούδε, εις πάντα σταθμόν του σταδίου Του, εις τους αγρούς, εις τας Συναγωγάς, εις τας εορτάς, εις τας οδοιπορίας, εις Καπερναούμ, εις Μάγδαλα, εν Περαία, εν Βηθανία, πανταχού Τον βλέπομεν να επιτηρήται, να στενοχωρήται, να επιτιμάται, να επερωτάται, να πειράζηται, να υβρίζηται, υπό των σκευωρών τούτων, των αντιπροσώπων των αρχόντων του έθνους Του, περί των οποίων επανειλημμένως μας λέγουν οι Ευαγγελισταί ότι δεν ήσαν εγχώριοι, αλλά «ελθόντες τινές από Ιεροσόλυμα. Η πρώτη εν Γαλιλαία προσβολή προήλθεν εκ της περιστάσεως ότι, διερχόμενοι διά των σπορίμων εν ημέρα Σαββάτου (ο Λουκάς έχει την φράσιν «εν Σαββάτω δευτεροπρώτω», το οποίον κατά τινα εικασίαν ίσως σημαίνει, εν Σαββάτω πρώτω του μηνός του δευτέρου), οι μαθηταί Του πεινάσαντες, έκοψαν στάχυας, έτιλαν αυτούς εις τας παλάμας των χειρών των, εφύσησαν το άχυρον, και έφαγον. Αναντιρρήτως, τούτο ήτο μέγιστον σφάλμα, θανάσιμον μάλιστα, εις τους οφθαλμούς των νομοφυλάκων. Το θερίζειν και το αλωνίζειν εν Σαββάτω βεβαίως ήσαν απηγορευμένα, αλλ' οι Ραββίνοι απεφάνθησαν ότι το να κόψη τις στάχυν είνε το αυτό ως να θερίση, και το να τίλη το στάχυν με την χείρα, το αυτό ως ν' αλωνίση! Ίσως οι κατάσκοποι ούτοι Φαρισαίοι έχον ακολουθήσει τον Ιησούν κατά το Σάββατον τούτο διά να επιτηρήσωσιν αν θα εβάδιζε περισσότερον ή την κεκανονισμένην Σαββάτου οδόν, ήτοι περί τους δισχιλίους πήχεις. Αλλ' εκεί έσχον το ευτύχημα ν' ανακαλύψωσιν έν πολύ χειρότερον σκάνδαλον· μίαν πράξιν των μαθητών ήτις, κατά την τεχνικήν ερμηνείαν του νόμου, καθίστα αυτούς ενόχους θανάτου διά λιθοβολισμού. Αυτός ο Ιησούς δεν υπήρξε συναυτουργός εις το πταίσμα. Φαίνεται εκ των εκφράσεων του ευαγγελιστού Μάρκου ότι περιεπάτει κατά μήκος των εσπαρμένων αγρών διά της συνήθους οδού, υποφέρων την πείναν Του όσον ηδύνατο, ενώ οι μαθηταί Του ήνοιξαν δρόμον αναμέσων των σταχύων, κόπτοντες αυτούς καθόσον προυχώρουν. «Εγένετο παραπορεύεσθαι Αυτόν διά των σπορίμων, και ήρξαντο οι μαθηταί Αυτού οδόν ποιείν τίλλοντες τους στάχυας». Δεν υπήρχε δε ουδέν κακόν εις το τίλλειν τους στάχυας· τούτο ου μόνον εκυρούτο διά των εθίμων, αλλά ρητώς επετρέπετο υπό του Μωσαϊκού Νόμου, (Δευτερονομ. ΚΓ'. 25). Αλλά το έγκλημα συνίστατο εις το ότι τούτο εγίνετο εν Σαββάτω! Πάραυτα οι Φαρισαίοι περικυκλούσι τον Κύριον, και δεικνύουσι τους μαθητάς ερωτώντες οργίλως, «Ίδε, τι ποιούσιν, ο ουκ έξεστι ποιείν εν Σαββάτω;»
Μετά θείας ετοιμότητος, με το βάθος εκείνο της οξυνοίας και το εύρος της γνώσεως, το οποίον εχαρακτήριζε τας αποκρίσεις Του εις τας εξαφνικωτέρας ερωτήσεις, ο Ιησούς υπεράσπισε τους μαθητάς Του. Επειδή η κατηγορία την φοράν ταύτην δεν απηυθύνετο κατ' Αυτού αλλά κατά των μαθητών Του, ο τρόπος της υπερασπίσεως Του, διαφέρει εξ ολοκλήρου από εκείνον τον οποίον, ως είδομεν, είχε μεταχειρισθή εν Ιερουσαλήμ. Εκεί εστήριξε την υποτιθεμένην αθέτησιν του Νόμου επί της προσωπικής Του εξουσίας· εδώ, ενώ ακόμη εκήρυττεν Εαυτόν Κύριον του Σαββάτου, ηρύσθη από την ιστορίαν των και από τον Νόμον των παράδειγμα το οποίον απέλυε πάσης μομφής τους μαθητάς Του. «Ουκ ανέγνωτε, (είπε, μετά τινος ίσως λεπτής ειρωνείας) πως ο Δαυίδ, ου μόνον εισήλθεν εις τον Οίκον του Θεού εν Σαββάτω, αλλ' έφαγε τους άρτους της Προθέσεως, ους ουκ έξεστι φαγείν ειμή τοις ιερεύσι μόνοις;» Εάν ο Δαυίδ, ο ήρως των, ο ευνοούμενός των, ο άγιός των, φανερώς ούτω παρέβη το γράμμα του Νόμου, και όμως έμεινεν ανεύθυνος λόγω ανάγκης υπερτέρας πάσης λειτουργικής διατάξεως, πως ήσαν άξιοι μομφής οι μαθηταί διά την αθώαν πράξιν ότι εθεράπευον την πείναν των; Και πάλιν αν οι ραββίνοι διετύπωσαν ότι δεν υπάρχει Σαββατισμός εν τω Ναώ, και οι ιερείς ανάπτουσι πυρ και σφάζουσι τα θύματα εν τω Ναώ κατά το Σάββατον, και ο Νόμος όστις θεσπίζει το Σάββατον τους συγχωρεί, δεν ηδύνατο μείζον τι του Ναού να συγχωρήση τούτους; Και υπήρχε Τις μείζων του Ναού ενταύθα. Και είτα πάλιν τους υπομιμνήσκει ότι ο έλεος είνε κρείττων της θυσίας. Το Σάββατον επίτηδες εθεσπίσθη δι' έλεον, και διά τούτο ου μόνον δύνανται όλαι αι πράξεις του ελέους αμέμπτως να επιτελώνται εν αυτώ, αλλά τοιαύται πράξεις θα είνε αρεστοτέραι τω Θεώ ή όλαι αι αυτάρεσκοι λεπτολογίαι, αίτινες μετέβαλον πλούσιον ευεργέτημα εις φόρτον και εις παγίδα. Το Σάββατον έγεινε διά τον άνθρωπον, όχι ο άνθρωπος διά το Σάββατον, και διά τούτο, «Κύριος εστιν ο Υιός του Ανθρώπου και του Σαββάτου.
Εις έν των παλαιών χειρογράφων, των ευρισκομένων εν τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Καντεβριγίας, φέρεται εν τω κειμένω του Ευαγγελιστού Λουκά, μετά το εδάφιον 5 του ΣΤ' κεφαλαίου, αξιοσημείωτος προσθήκη. Κατ' αυτήν, ο Χριστός την ιδίαν ημέραν, ιδών τινα εργαζόμενον εν Σαββάτω, είπεν αυτώ ότι, εάν μεν γνωρίζη τι κάμνει, θα είνε ευλογημένος, εάν δε όχι, θα είνε επικατάρατος και παραβάτης του νόμου. Η προσθήκη είνε προδήλως απόκρυφος και υποβολιμαία. Πλην, όπως και αν έχη, η ιδέα δεν φαίνεται απορριπτέα. Και ο Άγιος Αυγουστίνος λέγει, ότι καλλίτερον ν' αροτριά τις παρά να χορεύη.
Περί την δείλην της αυτής ημέρας, ο Κύριος εισήλθεν εις την Συναγωγήν. Άνθρωπός τις (η παράδοσις λέγει ότι ήτο κτίστης, πηρωθείς ένεκα ατυχήματος εν τη εργασία, όστις παρεκάλεσε τον Χριστόν να τον θεραπεύση διά να μη βιασθή να επαιτή) εκάθητο εν τη Συναγωγή. Η παρουσία του, και ο σκοπός της παρουσίας του ήσαν γνωστά εις όλους· και εις τας πρώτας έδρας εκάθηντο Γραμματείς, Φαρισαίοι και Ηρωδιαναί, των οποίων το κακόβουλον βλέμμα ήτο προσηλωμένον προς τον Ιησούν, διά να ίδωσι τι θα έπραττεν, όπως τον κατηγορήσωσιν. Εκείνος δεν τους άφησεν επί μακρόν εν τη αμφιβολία. Πρώτον εκάλεσε τον άνθρωπον με την ξηράν χείρα να σταθή εις το μέσον. Και τότε ανέφερεν εις την κρίσιν της ιδίας συνειδήσεώς των το ζήτημα τα οποίον ήτο εις τας καρδίας των, διατυπώσας μόνον αυτό κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να τους δείξη την αληθή σημασίαν του. «Έξεστιν (είπεν) εν Σαββάτω αγαθοποιείν ή κακοποιείν; ζωοποιείν (ως Εγώ πράττω δηλ) ή αποκτείνειν (ως υμείς εν ταις καρδίαις υμών μελετάτε να πράξητε);» Μία μόνον απάντησίς θα υπήρχεν εις τοιούτον ερώτημα, αλλ' εκείνοι δεν είχον έλθη εκεί διά να ζητήσωσιν ή διά να είπωσι την αλήθειαν. Ο μόνος σκοπός των ήτο να επιτηρήσωσι τι Αυτός θα έπραττε, και να στηρίζωσιν επί τούτου κατηγορίαν ενώπιον του Συνεδρίου, ή τουλάχιστον να Τον στηλιτεύσωσιν από τούδε με το στίγμα καταλύτου του Σαββάτου. Εις την ερώτησιν έμειναν βωβοί και ανάλγητοι. Αλλ' Εκείνος δεν ήθελε να τους επιτρέψη να διαφύγωσι την κρίσιν της ιδίας αυτών συνειδήσεως, ήθελε να τους δείξη ότι είνε αυτοκατάκριτοι, και διά τούτο εδικαιώθη εκ της ιδίας πρακτικής πείρας των ως και εκ της αδυναμίας των εις το ν' αποκριθώσιν. Είνε τις εξ υμών, ηρώτησεν, όστις, εάν έν μόνον πρόβατον εμπέση εις λάκκον ύδατος, δεν θα το δράξη διά να τα εξαγάγη εκείθεν; Πόσον καλλίτερος είνε ο άνθρωπος από έν πρόβατον; Το επιχείρημα ήτο ακαταμάχητον, αλλ' όμως η σιωπή των εξηκολούθει ακόμη. Εκείνος τους εθεώρησε μετ' οργής και αγανακτήσεως. Και είτα, καταστείλας την πικράν συγκίνησίν Του, διά να εκτελέση την πράξιν του ελέους Του, είπε προς τον άνθρωπον: «Έκτεινόν σου την χείρα». Δεν ήτο η χειρ εξηραμμένη; Πώς ηδύνατο να την εκτείνη; Το ρήμα του Χριστού έδωκε την δύναμιν προς εκτέλεσιν του προστάγματός Του· την εξέτεινε, και η χειρ ιάθη όλη.
Ούτω κατά πάντα τρόπον οι εχθροί Του ηττώντο· ηττώντο εις τα επιχειρήματα, κατησχύνοντο εις σιωπήν, εκωλύοντο εις τας προσπαθείας των όπως εύρωσιν αφορμήν τινα προς κατηγορίαν επί εγκλήματι. Διότι ιατρεύσας τον άνθρωπον ο Χριστός ουδέν έπραξε το οποίον και η ασπονδοτέρα έχθρα των θα ηδύνατο να διαστρέψη εις αθέτησιν της εντολής του Σαββάτου. Ούτε έθιξε τον άνθρωπον, ούτε τον εξήτασε, ούτε τον διέταξε να εκτελέση ασκήσεις· μόνον έν ρήμα είπε, και ουδέ Φαρισαίος ηδύνατο να ισχυρισθή ότι το να είπη τις έν ρήμα ήτο αθέτησις του Σαββάτου, και αν ακόμη τούτο συνωδεύετο υπό θαυματουργού ευλογίας! Πρέπει να ησθάνθησαν πόσον κατακράτος ενικήθησαν, αλλά τούτο μόνον ηρέθησεν επί μάλλον την λύσσαν των. Ήσαν έμπλεοι «ανοίας, πωρώσεως, και σκληροκαρδίας», και ανεκοίνουν προς αλλήλους τι ηδύναντο να πράξωσι προς τον Ιησούν. Μέχρι τούδε ήσαν εχθροί των Ηρωδιανών, τους εθεώρουν σχεδόν ως αποστάτας, αφού ούτοι ησπάζοντο την Ρωμαϊκήν κυριότητα, εμιμούντο τα έθιμα των εθνικών, απεδέχοντο τας δοξασίας των Σαδδουκαίων, και τόσον εκολάκευον τον βασιλεύοντα οίκον, ώστε είχον προσπαθήσει βλασφήμως να παραστήσωσιν Ηρώδην τον Μέγαν ως τον επηγγελμένον Μεσσίαν. Αλλά τώρα αι παλαιαί εχθροπάθειαί των διηλλάγησαν εν τη μανιώδει λύσση των εναντίον του κοινού εχθρού. Κάτι τι, ίσως ο φόβος του Αντίπα, ίσως πολιτική υποψία, ίσως το φυσικόν μίσος των φιλοκόσμων και αποστατών εναντίον διδασκαλιών καταισχυνουσών τον βίον των, είχε προσφάτως προσθέσει τους Ηρωδιανούς τούτους εις τον αριθμόν των διωκτών του Σωτήρος. Επειδή η Γαλιλαία ήτο το κύριον κέντρον της ενεργείας του Χριστού, οι Φαρισαίοι των Ιεροσολύμων έχαιρον να καρπωθώσι βοήθειαν τινα παρά του Γαλιλαίου τετράρχου και των οπαδών του· έλαβον δε κοινόν συμβούλιον πώς θα ηδύναντο να καταστρέψωσι βία τον Προφήτην, ον δεν ηδύναντο ούτε διά συλλογισμών ν' αναιρέσωσιν ούτε διά νόμων να συλλάβωσιν εις τα δίκτυά των.
Η έχθρα αύτη των αρχόντων δεν είχεν ακόμη αποξενώσει από του Χριστού τα πνεύματα των πολλών. Κατέστη όμως ευκταίον δι' αυτόν να μεταβή εις άλλον τόπον, επειδή δεν είχεν έλθη ακόμη ο καιρός του Πάθους Του. Αλλά προ της αναχωρήσεώς Του συνέβησαν σκηναί βιαιοτέραι ακόμη, και εκρήξεις μανίας εναντίον Του ακόμη σημαντικώτεραι και κινδυνωδέστεραι. Αναγκαιότερον οσημέραι καθίστατο όπως δεικνύη ότι η ρήξις μεταξύ Αυτού και των θρησκευτικών αρχόντων του έθνους Του ήτο βαθεία και οριστική· αναγκαιότερον οσημέραι απέβαινεν όπως εκθέτη το ανειλικρινές των δογμάτων των, και την λεπτολόγον θεατρικότητα ήτις ήτο μόνον το άνθος της βαθυρρίζου υποκρισίας των.
Η πρώτη φανερά καταγγελία Του κατά των αρχών εφ' ων εβασίζετο το Φαρισαϊκόν σύστημα, έλαβεν αφορμήν έκ τινος νέας αποπείρας των εν Ιεροσολύμοις γραμματέων, όπως βλάψωσι την θέσιν των μαθητών Του. Μια των ημερών παρετήρησαν ότι οι Απόστολοι είχον καθίσει εις δείπνον χωρίς να νίψωσι πρώτον τας χείρας των. Οι Ιουδαίοι των μεταγενεστέρων χρόνων διηγούντο μετά μεγάλου θαυμασμού, πως ο ραββίνος Αχίβας, όταν ήτο φυλακισμένος και επρομηθεύετο δι' ύδατος τοσούτου μόνον ώστε να μη αποθάνη εκ δίψης, επροτίμησε ν' αποθάνη εκ πείνης μάλλον ή να φάγη χωρίς να πλύνη τας χείρας. Οι Φαρισαίοι λοιπόν ερχόμενοι προς τον Ιησούν εν σώματι, ως συνήθως, Τον ερωτώσι, με αίσθημα πεφυσιωμένης σοβαρότητος επί τω δικαίω της μομφής των. «Διατί οι μαθηταί Σου παραβαίνουσι την παράδοσιν των πρεσβυτέρων; ου γαρ νίπτουσι τας χείρας εν τω εσθίειν».
Έν ραββινικόν βιβλιάριον πραγματευόμενον περί παραθέσεως τραπέζης, περιέχει εικοσιέξ προσευχάς δι' ων οι Φαρισαίοι συνώδευον την πλύσιν των χειρών. Το να ολιγωρή τις την Φαρισαϊκήν παράδοσιν ήτο ως να εφόνευεν άνθρωπον, και συνεπήγετο απώλειαν της αιωνίου ζωής. Και όμως οι μαθηταί του Χριστού ετόλμων να δειπνώσι με ανίπτους τας χείρας!
Ως συνήθως, ο Κύριος υιοθέτησε την συμπεριφοράν των μαθητών Του, και δεν τους άφησεν, εν τη απλότητι και τη αμαθεία των, να τρομάξωσιν από τους δεινούς Φαρισαίους. Εις την ερώτησίν των απήντησε δι' άλλης σοβαρωτέρας. Διατί σεις, είπεν, αθετείτε την εντολήν του Θεού διά των παραδόσεων των ιδικών σας; Η εντολή του Θεού ήτο: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου», αλλ' η ιδική σας ερμηνεία είνε ότι, αντί να δίδη τις εις τον πατέρα του, και την μητέρα του, δύναται να δίδη εις τον κορβανάν. «Υποκριταί! καλώς αθετείτε την εντολήν του Θεού διά των παραδόσεων υμών· και καλώς προεφήτευσεν Ησαΐας λέγων: Ο λαός ούτος τοις χείλεσί με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ' εμού· αλλά μάτην λατρεύουσί μοι, διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων».
Τούτο ήτο φανερά επιτίμησις ενός λαμβάνοντος υπερτέραν εξουσίαν. Ήτο η αποδοκιμασία του Χριστού καθ' όλου του προφορικού νόμου, όστις είχε καταντήσει να τιμάται περισσότερον από την Πεντάτευχον. Η ουσία του συστήματος τούτου ήτο να θυσιάζηται το πνεύμα εις το γράμμα. Εμυθολόγουν δε οι Ιουδαίοι, ότι ο Θεός διά στόματος παρέδωκε τον προφορικόν τούτον νόμον εις τον Μωυσήν, και διά στόματος ούτος μετεβίβασεν εις τους νεωτέρους μέχρι των εσχάτων. Επί τούτου θεμελιούται το Ταλμούδ (ήτοι «διδασκαλία») το οποίον συνίσταται από την Μισνά («επανάληψιν») και την Γεμάρα («συμπλήρωσιν»). Και τόσον άμετρος κατέστη ο σεβασμός ο προς το Ταλμούδ, ώστε ελέγετο ότι ήτο, εν σχέσει προς τον Νόμον, ως οίνος προς ύδωρ. Ο Θεός ο ίδιος, κατά τους μωροτέρους των Ραββίνων, ασχολείται αναγινώσκων το Ταλμούδ!
Και όλον εκείνο το κολοσσιαίον πλήθος των σχολίων, των μικρολογιών και των μύθων, ο Χριστός το κατεδίκαζε! Και δεν ήτο μόνον τούτο. Μη αρκούμενος να διασαλεύη τας βάσεις της θρησκοληψίας των, εδίδασκεν εις τα πλήθη διδασκαλίας αίτινες υπενόμευον όλον το κύρος των, και εδυσφήμουν την ανεγνωρισμένην σοφίαν των. Το αποφασιστικόν της αποδοκιμασίας Του ήτο εις ακριβή αναλογίαν προς το απεριόριστον των ιδίων των αγερώχων αξιώσεων. Και στραφείς απ' αυτών, ως εάν ήσαν απεγνωσμένοι, εκάλεσε το πλήθος, και είπε προς πάντας τας ολίγας και βαρυσημάντους ταύτας λέξεις:
«Ου τα εισερχόμενα εις το στόμα κοινοί τον άνθρωπον· αλλά τα εξερχόμενα του στόματος κοινοί τον άνθρωπον».
Οι Φαρισαίοι πικρώς προσεβλήθησαν εκ του λόγου τούτου. Καταδικαστική όπως ήτο της κοινής ιερατικής οιήσεως η έκφρασις εκείνη του Ιησού, έμελλε να είνε ο επιθανάτιος κώδων της περισσείας του τελετουργικού, δι' ην είς των πατέρων της Εκκλησίας έπλασε την αμίμητον λέξιν «εθελοπερισσοθρησκεία». Οι μαθηταί Του δεν εβράδυναν να Τον πληροφορήσουν περί της αγανακτήσεως την οποίαν επροξένησαν οι λόγοι Του, διότι πιθανώς μετείχον ου μικράν μερίδα εκ της λαϊκής ευλαβείας προς την κορυφαίαν των Ιουδαϊκών αιρέσεων. Αλλ' η απάντησις του Ιησού υπήρξεν έκφρασις γαληνίου αδιαφορίας προς πάσαν επίγειον κρίσιν, και τελευταία παραπομπή εις μόνον το κριτήριον του Θεού. «Πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο Πατήρ Μου ο Ουράνιος εκριζωθήσεται. Άφετε αυτούς είνε τυφλούς τυφλών οδηγούς. Και ει τυφλός τυφλόν οδηγεί, ουκ εις βόθρον πεσούνται αμφότεροι;»
Ολίγω ύστερον, ενώ ήσαν εν οικία και μόνοι, ο Πέτρος έσπευσε να Τον ερωτήση αιτών εξήγησιν των λόγων ους είχεν εκφέρει εμφαντικώς προς το πλήθος. Ο Ιησούς είπε τότε ότι εκ της καρδίας εκπορεύονται πονηροί λογισμοί, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, αρπαγαί, ανομίαι, απάτη, ακολασία, βασκανία, βλασφημία, υπερηφανία, μωρία. Ταύτα εστι τα κοινούντα τον άνθρωπον· το δε εσθίειν ανίπτους χερσίν ου κοινοί τον άνθρωπον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΒ'.
Η λύσσα των εχθρών Του
Η Κυριακή προσευχή. — Ο τυφλός και κωφός δαιμονιζόμενος. — Η διαβολή των Γραμματέων. — Ο Βεελζεβούλ — Απόκρισις του Ιησού. — Νουθεσία εναντίον της αργολογίας. — Τίνες οι μακάριοι; — «Διδάσκαλε, θέλομεν σημείον ιδείν». — «Το σημείον Ιωνά του Προφήτου». — Επέμβασις των συγγενών Του.
Έμελλε να επέλθη και άλλη ημέρα εναντιότητος, πικροτέρας επικινδυνωτέρας, απηνεστέρας, ημέρα φανεράς και τελειωτικής ρήξεως μεταξύ του Ιησού και των Φαρισαίων κατασκόπων των από Ιερουσαλήμ, πριν ή υποχωρήση προς καιρόν εις το θανάσιμον μίσος των εχθρών Του, και αποσυρθή όπως εύρη εις χώρας ειδωλολατρών την αναψυχήν την οποίαν δεν ηδύνατο πλέον να εύρη εις τα πλούσια πεδία και τους χλοάζοντας λόφους της Γεννησαρέτ. Ολίγαι υπήρξαν ημέραι της επιγείου ζωής Του αίτινες να διήλθον διά τοσαύτης δοκιμασίας και εξάψεως, όσης εκείνη ην θα περιγράψωμεν νυν.
Ο Ιησούς προσηύχετο κατά μόνας, πιθανώς περί όρθρον, εν μια των πόλεων της Γαλιλαίας. Ενόσω Τον έβλεπαν ιστάμενον με τους οφθαλμούς ανατεταμένους προς τον ουρανόν (διότι η ορθοστασία και όχι η κλίσις των γονάτων ήτο και είνε ακόμη η κοινή ανατολική στάσις εν τη προσευχή) οι μαθηταί έμενον μετά σεβασμού εις απόστασιν· αλλ' όταν αι δεήσεις Του ετελείωσαν, ήλθον προς Αυτόν παρακαλούντες να τους διδάξη να προσεύχωνται, όπως και ο Ιωάννης εδίδαξε τους μαθητάς του. Αυτός παραχρήμα εχαρίσθη εις το αίτημά των, και εδίδαξεν αυτούς την τελειοτάτην εκείνην προσευχήν, ήτις εγένετο έκτοτε η εκλεκτοτάτη κληρονομία πάσης χριστιανικής λειτουργίας, και το πρότυπον και υπόδειγμα προς ό πάσα άλλη προσευχή οφείλει να συμμορφούται. Ουδέποτε υπήρξε τοιαύτη προσευχή, συνδυάζουσα παν ό,τι η καρδία του ανθρώπου, διδασκομένη υπό του Πνεύματος του Θεού, ευρίσκει αναγκαιότατον προς θεραπείαν των αληθεστάτων πόθων της. Εν τη μεμιγμένη μετά σεβασμού αγάπη μεθ' ης διδάσκει ημάς να προσερχώμεθα εις τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς, εν τη πνευματικότητι εν ή οδηγεί ημάς να ζητώμεν πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, εν τω πνεύματι της καθολικής αγάπης και της συγγνώμης την οποίαν εμφυτεύει, εν τω πληθυντικώ αριθμώ δι' ου θέλει να μας δείξη ότι πάσα ιδιοτέλεια πρέπει να είνε εσαεί αποκεκλεισμένη από των προσευχών μας, και ότι ουδείς άνθρωπος δύναται να προσέλθη προς τον Θεόν ως Πατέρα του χωρίς ν' αναγνωρίζη ότι και οι χείριστοι εχθροί του είνε ομοίως τέκνα του Θεού· εν τω γεγονότι ότι εκ των επτά αιτημάτων της έν και μόνον έν είνε διά τας επιγείους ανάγκας, και τούτο διά την απλουστέραν τούτων μορφήν· εν τω τρόπω μεθ' ου αποβάλλει πάσαν ματαίαν επανάληψιν και βαττολογίαν εν τη εξαιρέτω εκείνη βραχύτητι, είνε πράγματι ότι οι πατέρες την ωνόμασαν, Σύνοψις του Ευαγγελίου, και το κειμήλιον των προσευχών.
Όχι ολιγώτερον θεσπέσια ήσαν τα ένθερμα και απλά λόγια τα οποία την ηκολούθησαν, και τα οποία εδίδαξαν τους μαθητάς ότι οι άνθρωποι οφείλουν πάντοτε να προσεύχωνται και να μη ραθυμώσιν, επειδή, αν η οχληρία κρατεί εν τη ιδιοτελεία του ανθρώπου, η προθυμία πρέπει να είνε πανσθενής εν τη δικαιοσύνη του Θεού. Ο Ιησούς ενετύπωσεν εις αυτούς το μάθημα ότι, εάν η ανθρωπίνη φιλοστοργία δίδει μόνον ωφέλιμα και αγαθά δώρα, πολλώ μάλλον η αγάπη του Μεγάλου Πατρός όστις όλους μας αγαπά θα δώση το άριστον και υψηλότατον δώρον του, αυτήν την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, εις πάντας τους αιτούντας Αυτόν.
Και μετά ποίας ζωηράς χάριτος εκφέρονται τα μαθήματα ταύτα! Εάν απηγγέλλατο με το ξηρόν, μονότονον, διδακτικόν ύφος των συνήθων ηθικών διδασκαλιών, πώς θα ηδύναντο να συγκινήσουν τας καρδίας, ή να θερμάνουν τας φαντασίας, ή να εντυπωθώσιν ανεξιτήλως εις την μνήμην των ακροωμένων; Αλλ' αντί να ενδύωνται με φορτικήν σχολαστικότητα, εξεφέροντο εν σχήματι παραβολής βασιζομένης επί κοινοτάτων συμβάντων καθημερινής ζωής πλήρους απλότητος και πτωχείας. Οδοιπορών διά νυκτός όπως αποφεύγη τον πνιγηρόν καύσωνα, άνθρωπός τις φθάνει εις την οικίαν φίλου. Ο ξενίζων είνε πτωχός και δεν έχει τίποτε δι' αυτόν· αλλ' όμως, επειδή με όλον το παράωρον δεν θέλει να παραβλέψη τα χρέη της ξενίας, εγείρεται, και μεταβαίνει εις την οικίαν άλλου φίλου όπως δανεισθή τρεις άρτους. Πλην ο άλλος ούτος είνε επί της κλίνης· τα τέκνα του είνε μετ' αυτού· η θύρα του είνε κλειστή και μανδαλωμένη. Εις την έκθυμον ικεσίαν του φίλου απαντά αποτόμως. Δεν επιστρέφει την προσηγορίαν, φ ί λ ε. «Μη μοι κόπους πάρεχε· η θύρα κέκλεισται, ου δύναμαι», απαντά ένδοθεν. Αλλ' ο φίλος του γνωρίζει ότι ήλθε διά καλόν θέλημα, επιμένει δε κρούων την θύραν, εωσότου τέλος, εκ της πολλής επιμονής του, βαρυνθείς ο φίλος εγείρεται και του δίδει το αιτούμενον. Ούτω (παρετήρησέ τις λίαν καλώς) και όταν η καρδία, ήτις ήτο ως εν οδοιπορία, αίφνης εν μέση νυκτί, επιστρέφει προς ημάς, τουτέστιν έρχεται εις εαυτήν και αισθάνεται πείναν, και δεν έχομεν τίποτε όπως την παρηγορήσωμεν, ο Θεός απαιτεί παρ' ημών τολμηράν και οχληράν πίστιν. Εάν τοιαύτη επιμονή νικά την απέχθειαν απροθύμου ανθρώπου, πόσω περισσότερον θα κρατή πλησίον Εκείνου όστις μας αγαπά καλλίτερον ή ημείς ημάς αυτούς, και είνε προθυμότερος να επακούσή ή ημείς να δεηθώμεν!
Καλώς παρετηρήθη ότι η διήγησις του βίου του Χριστού επί της γης είνε πλήρης φωτός και σκιάς. Βραχείαι περίοδοι του βίου τούτου ιστορούνται εν τοις Ευαγγελίοις, πλείσται δε και μακρόταται αποσιωπώνται. Δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι, κατά την διάρκειαν του κηρύγματός Του, δεν έπαυσεν εις τας κατ' ιδίαν διατριβάς να διδάσκη και να εξασκή τους μαθητάς εις την μοναδικήν εν τω κόσμω διακονίαν και αποστολήν δι' ην τους είχε προορίσει. Μακάριοι όντως ήσαν εκείνοι υπέρ βασιλείς και προφήτας, μακάριοι υπέρ άπαντας τους ποτέ ζήσαντας, εν τω πλούτω του προνομίου των, επειδή ηδύναντο να συμμερίζωνται τας ενδομύχους σκέψεις Του, και να παρακολουθώσι το καθημερινόν θέαμα του αναμαρτήτου βίου του θείου προσώπου Του. Αλλ' εάν η μακαριότης αύτη εδόθη ιδία εις αυτούς, τούτο δεν έγεινε προς χάριν αυτών των ιδίων, αλλά χάριν αυτού του κόσμου ον είχον αποστολήν να εγείρωσιν από της απογνώσεως και ανομίας εις καθαρότητα και αλήθειαν· χάριν των αγίων εκείνων καρδιών αίτινες έμελλον τουντεύθεν ν' απολαύσωσι παρουσίας εγγυτέρας, καίτοι πνευματικής, ή αν μετά των Αποστόλων είχον ανέλθη συν Αυτώ εις τα ερημικά όρη, ή είχον συμπεριπατήσει μετ' Αυτού καθώς εβάδιζε την εσπέραν πλησίον της λίμνης της διαυγούς.
Η ημέρα ήτις είχεν αρχίσει με το μάθημα εκείνο της προσευχής της πλήρους αγάπης και εμπιστοσύνης δεν ήτο προωρισμένη να προβή ούτω γαληνίως. Ολίγαι ημέραι της ζωής Του κατά τους χρόνους εκείνους δυνατόν να παρήλθον χωρίς να έλθη εις θλιβεράν επαφήν με τα γνωρίσματα της αμαρτίας και της ταλαιπωρίας· αλλά την ημέραν εκείνην το θέαμα παρέστη ενώπιόν Του εν τη αγριωτέρα μορφή. Άνθρωπός τις τυφλός και κωφάλαλος και δαιμονιζόμενος προσήχθη έμπροσθέν Του. Ο Ιησούς δεν ηθέλησε να τον αφήση εις την εξουσίαν του πονηρού. Διά του βλέμματος και του λόγου Του απήλλαξε τον πάσχοντα από της φρικώδους τυραννίας, τον κατεπράυνε και τον εθεράπευσεν, ώστε ο τυφλός και βωβός και έβλεπε και ελάλει.
Φαίνεται εκ των υστέρων λόγων του Κυρίου ότι υπήρχον παρά τοις Ιουδαίοις τύποι τινές εξορκισμών, οίτινες μέχρι τινός ήσαν λυσιτελείς· αλλ' υπάρχουσιν ενδείξεις ότι αι ούτως επιτευχθείσαι ιάσεις εγένοντο μόνον εις ηπιωτέρας μορφάς νοσημάτων. Η διάλυσις τόσον βδελυράς γοητείας ως εκείνη ήτις είχε δεσμεύσει τον άνθρωπον τούτον, η δύναμις του μεταδούναι φως εις τον εσκοτισμένον οφθαλμόν, φθόγγον εις την παραλελυμένην γλώσσαν, νουν εις την εξηγριωμένην ψυχήν, ήτο τι το οποίον οι λαοί ποτέ άλλοτε δεν είχον ιδεί. Το θαύμα επροξένησε ρίγος εκπλήξεως, έκρηξιν θαυμασμού απροκαλύπτου. Διά πρώτην φοράν φανερά συνεζήτουν αν Εκείνος όστις τοιαύτην είχε δύναμιν ηδύνατο να είνε άλλος παρά τον πρεσδοκώμενον λυτρωτήν των. «Μη τι ούτος εστιν ο υιός Δαυίδ;»
Οι εχθροί Του δεν ηδύναντο ν' αρνηθώσιν ότι μέγα θαύμα είχε γείνη, και αφού τούτο δεν τους έκαμνε να επιστραφώσι, μόνον τους εσκλήρυνεν. Αλλά πώς θα ηδύναντο να διασκεδάσωσι την βαθείαν εντύπωσιν την οποίαν είχεν εμποιήσει εις το πνεύμα των αυτοπτών; Οι Γραμματείς οίτινες είχον έλθει εξ Ιερουσαλήμ, πανουργότεροι και δεινότεροι από τους συναδέλφους των τους εν τη Γαλιλαία, επενόησαν νέαν λύσιν διά την δυσχέρειαν ταύτην. «Εν τω Βεελζεβούλ τω άρχοντι των δαιμονίων, εκβάλει τα δαιμόνια». Περίεργον ότι δεν ήλθεν εις παν στόμα η πρόχειρος απάντησις, ως συνέβη ύστερον είς τινας εις τα στόματά τινων οίτινες ήκουον την αυτήν κατηγορίαν φερομένην εναντίον Του εις Ιερουσαλήμ, ότι ταύτα δεν είνε λόγια δαίμονιζομένου. Αλλ' ο λαός της Γαλιλαίας ήτο εύπιστος και αμαθής· οι αιδέσιμοι εκείνοι ιερεξετασταί οι εκ της Αγίας πόλεως κατείχον κληρονομικήν υπεροχήν επί της απλής διανοίας του, και επειδή το πλήθος πολλάκις είχε προσβληθή από τους λόγους του Ιησού, τα πνεύματα των ανθρώπων εταράσσοντο από αμφιβολίας. Το φοβερόν της προσωπικής υπεροχής Του, η αισθητή παρουσία και μεθ' όλην την τρυφερωτάτην συγκατάβασίν Του τινός πλέον ή κατ' άνθρωπον, η δύναμίς Του του αναγινώσκειν λογισμούς καρδιών, η ακοίμητος ενέργεια της αγαθοποιίας Του, ο παράδοξος τρόμος τον οποίον ενέπνεεν εις τους δαιμονιζομένους· ο λόγος όστις πότε εξήρετο εις απαθή σφοδρότητα καταγγελίας και πότε, διά της ποιότητος και της καλλονής του, τους εκράτει ως παιδία γαλουχούμενα εις την θηλήν της μητρός· η διατάραξις των απίστων καρδιών των εναντίον του νέου εκείνου κόσμου των φόβων και των ελπίδων τον οποίον εκήρυττε προς αυτούς ως την βασιλείαν του Θεού· ενί λόγω, το ριγηλόν συναίσθημα ότι κατά τινα τρόπον η όψις και η παρουσία Του τους έθετεν εις εγγυτέραν σχέσιν ή όσον ποτέ υπήρξαν πρότερον προς τον Αόρατον Κόσμον· όλα ταύτα, επειδή δεν τους είχον παρασκευάσει προς αποδοχήν της αληθείας, έτεινον να τους αφήσουν υποχείρια θύματα του ιταμού, του βλασφήμου και αυθαιρέτου ψεύδους.
Και διά τούτο, δι' ολίγων αταράχων λέξεων, ο Ιησούς συνέτριψε το βδελυρόν σόφισμα εις κόνιν. Έδειξεν αυτοίς το βαναύσως παράλογον της υποθέσεως ότι ο Σατανάς ηδύνατο να εκβάλλη τον ίδιον Σατανάν. Δι' ακαταμαχήτου επιχειρήματος τους απεστόμωσεν αναφερόμενος εις τους ιδίους εξορκισμούς των, τους οποίους μετεχειρίζοντο τόσον συχνά αυτοί και οι μαθηταί των. Και αφού ούτως απέδειξεν ότι η δύναμις την οποίαν Αυτός εξήσκει πρέπει να ήτο άμα υπερτέρα του Σατανά και εναντία εις τον Σατανάν, άρα πνευματική και θεία, τους ενουθέτησε περί της τρομεράς αμαρτίας και του κινδύνου της βλασφημίας των ταύτης εναντίον του Αγίου Πνεύματος του Θεού. «Ος αν βλασφημήση κατά του Πνεύματος του Θεού ουκ αφεθήσεται αυτώ, ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι».
Μετά την μυστηριώδη ταύτην νουθεσίαν, ομιλών τρανωτέρα τη γλώσση, είπε προς αυτούς ότι όταν ο καρπός είνε σαπρός και το δένδρον θα είνε σαπρόν, και ότι οι λόγοι και αι πράξεις των είνε πονηροί και ερπετοειδείς (Γεννήματα εχιδνών). Τέλος με τόνον νουθεσίας όστις ποτέ έκτοτε δεν έπαυσε να δονή και να πάλλη εις τας καρδίας είπεν αυτοίς, ότι οι λόγοι του ανθρώπου αποκαλύπτουσι την αληθή φύσιν της καρδίας (εκ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί) και ότι δι' αυτούς των τους λόγους ως και «διά παν αργόν ρήμα ό αν λαλήση άνθρωπος», θα δώσωσι λόγον εν ημέρα κρίσεως. Το φοβερόν και επίσημον της παραινέσεως ταύτης φαίνεται επί τινα καιρόν να έφερε τους Φαρισαίους εις σιωπήν, και να περιέστειλε την επανάληψιν της παραλόγου βλασφημίας των. Εν μέσω δε της επελθούσης σιωπής, γυνή τις εκ του όχλου, εν ακαθέστω εκρήξει θαυμασμού — συνειθισμένη να σέβηται τους μακροχίτωνας Φαρισαίους, με όλα τα κράσπεδα και τα φυλακτήριά των, αλλ' αισθανομένη εις το βάθος της καρδίας πόσον υψηλά υπεράνω αυτών ίστατο ο Λαλών — ύψωσε φωνήν και είπε προς Αυτόν.
«Μακάρια η κοιλία η βαστάσασά Σε και μαστοί ους εθήλασας».
«Αυτός δε είπε. — Μενούνγε: (Ναι μεν, αλλ' άρα) μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού, και φυλάσσοντες αυτόν».
Η γυνή, με την περιπαθή εκείνην στοργήν του φύλου της, έκραξε: Πόσον ευλογημένη πρέπει να είνε η μήτηρ τοιούτου Υιού! και βεβαίως ευλογημένη ήτο εν γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας αυτής· μακαρία ήτο βεβαίως, και μακαρία διότι επίστευσεν· αλλ' όμως αυτής δεν ήτο αποκλειστική η μακαριότης· υπάρχει μακαριότης βαθυτέρα ακόμη και γενικωτέρα, η μακαριότης της υπακοής εις τον λόγον του Θεού. «Οπόσαι γυναίκες (λέγει ο ιερός Χρυσόστομος) την Παρθένον εμακάρισαν και επόθησαν τοιαύται γενέσθαι μητέρες! Τι το κωλύον; Ο Χριστός πλατείαν ημίν κατεσκεύασε της μακαριότητος την τρίβον, και ου μόνον γυναιξίν, αλλ' ανδράσιν έξεστιν αυτήν πορεύεσθαι· την της υπακοής οδόν τούτο μητέρα τοιαύτην ποιεί, ουκ αι ωδίνες του τοκετού».
Αλλ' οι Φαρισαίοι, καίτοι καταισχυνθέντες προς στιγμήν, δεν είχον διάθεσιν ν' αφήσωσι τον Ιησούν επί μακρόν εν ειρήνη. Είχεν ομιλήσει προς αυτούς εν γλώσση αυστηρού έλεγχου· προς αυτούς, τους αρχηγούς και θρησκευτικούς διδασκάλους του καιρού Του και της πατρίδος Του. Πόθεν είχε τόσην τόλμην Αυτός, ο τέκτων της αφανούς πολίχνης, και πώς εθρασύνετο να ομιλή ούτω προς αυτούς; Ας τους δώση τουλάχιστον σημείον, έν σημείον εξ ουρανού, όχι απλούν εξορκισμόν ή ιατρείαν, αλλά μέγα, αναντίρρητον, αποφασιστικόν σημείον της εξουσίας Του. «Διδάσκαλε, θέλομεν σημείον ιδείν παρά Σου».
Ήτο αυτό το αίτημα το οποίον είχον απευθυνθή προς Αυτόν εν αρχή του θείου κηρύγματός Του. «Ποίον σημείον δεικνύεις ημίν, επειδή ταύτα ποιείς;»
Προς τοιαύτας εκκλήσεις, γινομένας μόνον προς πειρασμόν και προς ύβριν, γινομένας υπ' ανθρώπων οίτινες, άπιστοι και αμάλακτοι, αρτίως είχον ιδεί μέγα σημείον, και είχον αποδώσιι αυτό ανερυθριάστως εις δαιμονικήν ενέργειαν, εκώφευε πάντοτε ο Ιησούς. Το θείον δεν κατέρχεται να περιορίση την εξάσκησιν των δυνάμεών του διά των όρων της πεπερασμένης κριτικής, ουδέ είνε σύμφωνον προς την βουλήν του Θεού το να κατορθώση την επιστροφήν τον ανθρωπίνων ψυχών δι' απλής πτοήσεως προς εξωτερικά σημεία. Εάν ο Ιησούς τους είχε δώσει σημείον εξ ουρανού, είνε πιθανόν ότι θα επέφερεν αποτέλεσμα επί των πνευματικών τέκνων προγόνων οίτινες, κατά την ιδίαν παραδεδεγμένην ιστορίαν των, εις την θέαν, και μάλιστα υπ' αυτούς τους κρημνούς του πυρπολουμένου όρους, εκάθισαν να φάγουν και να πίουν, και ηγέρθησαν διά να παίξουν; Θα είχε διαρκή τινα σημασίαν διά τους ηθικούς κληρονόμους εκείνων οίτινες ηλέγχθησαν υπό τον ιδίων προφητών των ότι έλαβον τα σκηνώματα Μολώχ και τον αστέρα του Θεού των Ρεμφάν, ενώ οδηγούντο υπό του πυρίνου στύλου και έπινον από της πληγείσης πέτρας; Σημεία είχον ιδεί και θαύματα άφθονα, και τώρα έβλεπον το υψηλότατον σημείον αναμαρτήτου βίου, και όμως απεστάτουν και εβλασφήμουν μάλλον. Σημείον δεν θα δοθή εις αυτούς άρα ειμή εν προφητείαις τας οποίας δεν ηδύναντο να εννοήσουν. «Γενεά πονηρά και μειχαλίς, έκραξε στραφείς προς το πλήθος, σημείον επιζητεί, και σημείον ου δοθήσεται αυτή, ειμή το σημείον Ιωνά του προφήτου». Σωθείς τριήμερος εν μέσω των σκοτεινών και τρικυμιωδών θαλασσών, εγένετο σημείον προς τους Νινευίτας· ούτω και ο Υιός του Ανθρώπου θα σωθή από της καρδίας της γης. Και οι Νινευίται εκείνοι άνδρες, οίτινες μετενόησαν προς το κήρυγμα του Ιωνά, και η βασίλισσα Σαβά, η ελθούσα από των περάτων της γης διά ν' ακούση την σοφίαν του Σολομώντος, θα εγερθώσιν εν τη κρίσει και θα καταδικάσωσι γενεάν ήτις απέρριπτε τον Μείζονα και του Ιωνά και του Σολομώντος. Διότι η γενεά αύτη είχε λάβη τόσα ευεργετήματα. Πλην, φευ! αγαθόν πνεύμα δεν προσεκλήθη να καταλάβη την κενωθείσαν θήκην, και τώρα ο παλαιός πονηρός κάτοχος επέστρεψε με επτά πνεύματα πονηροτέρα εαυτού, και τα έσχατα εγένοντο χείρονα των πρώτων.
Αιφνιδία διακοπή επήλθεν εις τους λόγους Του. Πάλιν οι οικείοι Του είχον λάβη είδησιν ότι Αυτός ήτο περικυκλωμένος υπό πλήθους πυκνού, και ελάλει προς αυτούς ρήματα παραδοξότερα έτι και τρομερώτερα ή όσα είχε ποτε λαλήσει· προ πάντων, ότι είχον αποκρούσει μετά περιφρονήσεως και κατακρίνει μετ' αγανακτήσεως τους μεγάλους διδασκάλους οίτινες είχον σταλή εις Ιερουσαλήμ διά να επιτηρώσι τους λόγους Του. Μεγάλη ανησυχία τους κατέλαβεν. Ίσως ο πληροφορών εψιθύρισε προς αυτούς την φοβεράν συκοφαντίαν ήτις είχε προκαλέσει τας αυστηράς επιτιμήσεις Του. Εκ των ολίγων τα οποία μανθάνομεν περί των νομιζομένων αδελφών Του, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι ήσαν Εβραίοι εξ Εβραίων, και υποκείμενοι εις το να επηρεάζωνται σφόδρα εκ ραββινικών και ιερατικών εισηγήσεων· άχρι τούδε ή δεν επίστευον εις Αυτόν ή εθεώρουν λίαν υπερβολικάς τας αξιώσεις Του. Δεν ήτο καιρός να επεμβώσι και πάλιν; δεν θα ηδύναντο να σώσωσιν τον Ιησούν από τον ίδιον Εαυτόν του; δεν θα ηδύναντο να Τον σώσωσιν από τους κινδύνους εις ους το κήρυγμά Του Τον εξέθετε; Δεν θα ήτο δυνατόν να Τον πείσωσι ν' απομακρυνθή εις χώραν άγνωστον όπως σωθή; Αν δεν δυνηθώσι να Τον πλησιάσωσιν εκ του συνωθισμού του πλήθους, δεν θα εύρωσί τινα όστις να δώση Αυτώ είδησιν περί της παρουσίας των.
Αίφνης είς των ακροατών Τον πληροφορεί· «Ιδού, η μήτηρ Σου και οι αδελφοί Σου ίστανται έξω επιζητούντες λαλήσαι μετά Σου». Οίμοι! ακόμη δεν είχον μάθη ότι, εάν δεν ήθελον να εισέλθωσιν, η μόνη πρέπουσα θέσις των θα ήτο να ίστανται έξω; ότι η ώρα Του είχεν έλθη τώρα ίνα μεταβή πολύ πέραν του κύκλου της ανθρωπίνης συγγενείας, απείρως υπεράνω του ελέγχου των αδελφών εν ανθρώποις; Έπρεπε το τολμηρόν πνεύμα της επεμβάσεώς των να λάβη και άλλον περιορισμόν ακόμη; Ούτω συνέβη. Αλλ' ο περιορισμός έπρεπε να δοθή ηπίως, και ούτως ώστε να είνε μεγάλη παραμυθία εις άλλους. «Τις η μήτηρ Μου (είπε προς τον άνθρωπον τον ομιλήσαντα) καί τινες οι αδελφοί Μου;» Τότε δε εκτείνας την χείρα προς τους μαθητάς Του είπεν: «Ιδού η μήτηρ Μου και οι αδελφοί Μου! ος αν ποιή το θέλημα του Πατρός Μου του εν ουρανοίς, ούτος εστιν αδελφός Μου και αδελφή και μήτηρ!» Δεν υποβιβάζει την Μητέρα Του, παρατηρεί είς των κριτικών, αλλά τάσσει πρώτον τον Πατέρα Του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΓ'.
«Εγγύς μαχαίρας, εγγύς Θεού»
Μόνος μετά Φαρισαίων. — Φανερά ρήξις. — Κίνδυνος του Ιησού. — Καταδίκη της υποκρισίας. — Η παραβολή του Άφρονος Πλουσίου. — Η ερώτησις του Πέτρου. — Ο Ιησούς τεταραγμένος τω Πνεύματι.
Μέχρι του σημείου τούτου τα συμβεβηκότα της μεγάλης ταύτης ημέρας υπήρξαν αρκούντως ταραχώδη, πλην επηκολούθησαν περιστάσεις πολύ αλγεινοτέραι.
Η ώρα διά το μεσημβρινόν γεύμα είχε φθάσει, και είς των Φαρισαίων τον εκάλεσεν εις τον οίκον του. Μικρά ύπαρχε ξενία ή και φιλοφροσύνη εις την πρόσκλησιν. Εάν δεν εγένετο μάλλον προς έχθραν και παγίδευσιν, ως γνωρίζομεν ότι συνέβη εις άλλας Φαρισαϊκάς προσκλήσεις· η αφορμή της το πολύ θα ήτο η περιεργία, όπως ίδη καλλίτερον τον νέον Διδάσκαλον, ή κενοδοξία όπως έχη ξένον τόσον επιφανή. Και ο Ιησούς, άμα εισελθών, ευρέθη, ουχί εν μέσω τελωνών και αμαρτωλών, όπου θα ηδύνατο να διδάξη και να μαλάξη και να ευεργετήση, ουχί μεταξύ των πτωχών προς ους θα ηδύνατο να κηρύξη την βασιλείαν των ουρανών, ουχί μεταξύ φίλων και μαθητών οίτινες ηκροώντο μετά φιλοστόργου σεβασμού τους λόγους Του, αλλ' εν μέσω σκληρών, απειλητικών όψεων, εν μέσω των μορφασμών και της χλεύης φανερών εχθρών. Οι Απόστολοι δεν φαίνεται να προσεκλήθησαν. Δεν υπήρχεν η συμπάθεια του Θωμά όπως Τον υποστηρίξη, ούτε η πραότης του Ναθαναήλ όπως Τον ενθαρρύνη, ούτε η θερμότης Του Πέτρου όπως Τον υπερασπίση, ούτε ηγαπημένος Ιωάννης όπως κλίνη την κεφαλήν προς το στήθος Αυτού. Γραμματείς, Νομικοί και Φαρισαίοι, οι συνδαιτυμόνες επιδεικτικώς εξετέλεσαν τας περιτέχνους πλύσεις των, και τότε, έκαστος μετ' άκρας επιμελείας διά την ιδίαν πρωτοκαθεδρίαν του, εκάθησαν παρά την τράπεζαν. Άνευ τοιούτων επιτηδευμένων και φανταστικών διατυπώσεων, ο Ιησούς άμα «εισελθών ανέπεσε» παρά την τράπεζαν. Έξω συνέρρεεν ο λαός, πεινών και διψών ακόμη όπως ακούση τα ρήματα της αιωνίου ζωής. Το γεύμα θα ήτο σύντομον, πρόγευμα μάλλον. Δεν ηθέλησεν άρα να βραδύνη ο Ιησούς και υποθάλψη μάταια έθιμα διά πλύσεων, αίτινες κατά την στιγμήν εκείνην συνέβη να είνε περιτταί, και εις τας οποίας μωρά και ψευδοθρησκευτική σπουδαιότης απεδίδετο.
Πάραυτα η υψηλόφρων έκπληξις του ξενίζοντος εξεφράσθη διά της συμπεριφοράς του, και αι επηρμέναι οφρύες και αι αποδοκιμαστικαί χειρονομίαι των συνδαιτυμόνων έδειξαν όσον ετόλμων να δείξωσιν εκ της αποδοκιμασίας και της υπερφροσύνης των. Ελησμόνουν εντελώς τις ήτο Εκείνος και τι είχε πράξει. Κατάσκοποι και συκοφάνται εξ αρχής, εύρισκον τώρα ευκαιρίαν προς νέας σκευωρίας. Ο καιρός είχεν έλθη προς σαφεστέραν ακόμη γλώσσαν, και εφείσθη αυτών, ώκτειρε και εταλάνισε την υποκρισίαν των, τους παρωμοίασε με τάφους κεκονιαμένους, και προείπεν ότι επί της ενόχου ταύτης γενεάς θα έλθη το αίμα όλων των προφητών, από του αίματος του Άβελ μέχρι του αίματος του Ζαχαρίου.
Η αυτή ομιλία, αλλά πληρεστέρα και τρομερωτέρα, εξηνέχθη ύστερον υπό του Ιησού εν τω Ναώ της Ιερουσαλήμ κατά την τελευταίαν και μεγίστην εβδομάδα της επιγείου ζωής Του. Αλλά τώρα, εν τη Γαλιλαία, το γεύμα εν συγχύσει διεκόπη. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι απέβαλον το προσωπείον. Από προσποιητών φίλων και ενδιαφερομένων εξεταστών αιφνιδίως ανεπήδησαν υπό το αληθές σχήμα των, ως θανάσιμοι αντίπαλοι. Περιεκύκλωσαν τον Ιησούν, τον εστενοχώρησαν βιαίως, επιμόνως, σχεδόν απειλητικώς. Ήρχισαν να επιχύνωσιν επ' Αυτόν πλήμμυραν ερωτήσεων, να εξετάζωσι, να Τον κατηχώσι, να προσπαθώσιν όπως αποσπάσωσι λόγους απ' Αυτού, ελλοχώντες εις ενέδραν ως θηρευταί άπληστοι, ιχνηλατούντες μήπως ανακαλύψωσι παρ' Αυτώ και μικρόν αιρέσεως κόκκον, επί του οποίου να στηρίξωσι κατηγορίαν, όπως ποιήσωσιν Αυτόν εκποδών.
Εν τω μεταξύ μυριάδες λαού είχεν συναθροισθή έξω, και ίσως οργίλοι ψιθυρισμοί έδωκαν είδησιν εις τους Φαρισαίους εν καιρώ ότι επικίνδυνον θα ήτο να προβώσι πολύ μακράν, και ο Ιησούς εξήλθε προς το πλήθος, και απευθυνόμενος πρωτίστως προς τους μαθητάς Του, είτα δι' αυτών εις τας χιλιάδας των ακροατών ήρχισε: «Φυλάττεσθε από της ζύμης των Φαρισαίων, ήτις εστιν υποκρισία». Επληροφόρησεν αυτούς ότι υπήρχεν Είς, εις του οποίου το όμμα, μυρίων ηλίων λαμπρότερον, ουδέν μυστικόν υπάρχει. Παρήνεσεν αυτούς να μη φοβώνται άνθρωπον, αλλά να φοβώνται Εκείνον όστις ου μόνον ηδύνατο ν' αφανήση το σώμα, αλλά να εμβάλη την ψυχήν εις την Γέεναν του πυρός. Ο Θεός ο αγαπών αυτούς θα εμερίμνα προ αυτών· και ο Υιός του Ανθρώπου, ενώπιον των Αγγέλων του Θεού, θα ομολογήση εκείνους οίτινες Τον ομολογούσιν έμπροσθεν των ανθρώπων.
Ενώ ούτως ωμίλει, άνθρωπός τις κοινός εκ του πλήθους, απηύθυνε τον λόγον προς τον Ιησούν και είπε:
«Διδάσκαλε, είπε τω αδελφώ μου όπως διαμερίσηται την κληρονομίαν προς με».
Σχεδόν αυστηρά υπήρξεν η απάντησις του Ιησού. Ο άνθρωπος εκείνος φαίνεται, ότι ήτο είς εκ των πολλών χυδαίων και περιωρισμένων ανθρώπων, και εφαντάζετο ότι ο κύριος σκοπός της ελεύσεως του Μεσσίου θα ήτο όπως εξασφαλίση δι' αυτόν την μερίδα της κληρονομίας του, και δαμάση την δύστροπον γνώμην του αδελφού του. Ο Ιησούς παρευθύς διεσκέδασε τας παχυλάς προσδοκίας του, και είτα ενουθέτησεν αυτόν και όλους τους ακούοντας να μη προσκολλώνται τόσον εις τα επίγεια αγαθά. Πόσον βραχεία, και όμως πλήρης εννοίας, είνε η μικρά εκείνη παραβολή την οποίαν είπε προς αυτούς, περί του άφρονος πλουσίου όστις, εν τη απλήστω και επιλήσμονι του Θεού ιδιοτελεία του, εμελέτα να κατεδαφίση τας αποθήκας του και να τας κτίση μεγαλειτέρας, και, ως να μην υπήρχε θάνατος, εσκέπτετο μόνον τους καρπούς του, και τα αγαθά του, «και ερώ τη ψυχή μου· φάγε, πίε, ευφραίνου». Αλλ' εξ ουρανού, ως τρομερά ηχώ εις τους λόγους του, ήλθεν η φοβερά απόφασις. «Άφρον, άφρον, ταύτη τη νυκτί!….»
Είτα ο Κύριος και πάλιν τους ανέμνησε πως ο Θεός ενδύει, λαμπρότερον ή εν πάση τη δόξη του Σολομώντος, τα κρίνα του αγρού, και τρέφει τα πετεινά του ουρανού, τα οποία δεν σπείρουν ουδέ θερίζουν, και τους συνεβούλευσε να μη μετεωρίζωνται επί της τεταραγμένης θαλάσσης των μεριμνών και της τύρβης του βίου. Αι παρατηρήσεις απηυθύνοντο κυρίως προς τους μαθητάς, αλλά και το πλήθος τας ήκουεν. Ενταύθα η περιεργία εκυρίευσε τον Πέτρον, και έσπευσεν ούτος να ερωτήση αν η παραβολή απηυθύνετο προς αυτούς ή προς πάντας.
Εις την ερώτησιν ταύτην ο Κύριος δεν απήντησε, και η σιωπή Του ήτο η αρίστη απάντησις. Ευθύς δε τότε, εις την ιδέαν της φοβεράς κρίσεως της αναμενούσης τους ανθρώπους, ταραχή και αγωνία διήλθεν εις το πνεύμα του Χριστού. Ανελογίσθη την απορριπτομένην ειρήνην, την οποίαν Αυτός ήλθε να κτίση, οι δε υιοί του αιώνος τούτου την απέρριπτον και τότε φοβερός πόλεμος έμελλε να επέλθη. Ενταύθα αναμιμνησκόμεθα ενός των λογίων, των μη αναφερομένων εν τοις Ευαγγελίοις, όσα αποδίδονται εις τον Χριστόν, και το οποίον αναφέρει ο Δίδυμος εν τη ερμηνεία των Ψαλμών: «Ο εγγύς μου εγγύς του πυρός· ο δε μακράν απ' εμού μακράν από της βασιλείας».
Αλλ' από των θλιβερών τούτων σκέψεων και πάλιν συγκατέβη εις τας αμέσους ανάγκας του πλήθους. Από τους πυρακτουμένους και ερυθραίνοντας ουρανούς και από τα συναγόμενα νέφη ηδύναντο να προείπωσιν ότι βροχή θα πέση ή ότι θα πνεύση καυστικός άνεμος. Πώς δεν διέκρινον τα σημεία των καιρών; Ας επιληφθώσι της παρούσης ευκαιρίας όπως ποιήσωσιν ειρήνην προς τον Θεόν. Διά τους ανθρώπους και διά τα έθνη έρχεται ώρα, και είνε πολύ αργά.
Κ' εδώ φαίνεται να ετελείωσεν ο λόγος Του. Ήτο η τελευταία φορά διά πολλάς ημέρας καθ' ην θα ήκουον τους λόγους Του. Περικυκλούμενος υπό εχθρών οίτινες ου μόνον ισχυροί ήσαν, αλλά σφόδρα παρωργισμένοι ήδη, ύποπτος και δυσάρεστος εις τους αυλικούς του τετράρχου της Γαλιλαίας εις την κυριότητα του οποίου έζη, καταδιωκόμενος υπό του φανερού μίσους και των κρυφίων σκευωριών κατασκόπων τους οποίους το πλήθος είχε μάθη να σέβηται, αισθανόμενος ότι ο λαός δεν τον ενόει, και ότι εις τα πνεύματα των αρχηγών και των διδασκάλων του απόφασις θανάτου και καταδίκης είχεν ήδη εκδοθή κατ' Αυτού, έστρεψε προς καιρόν τα νώτα εις την γενέθλιον χώραν Του, και απήλθε να ζητήση εις ειδωλολατρικάς και αλλοτρίας πόλεις την ειρήνην και την ανάπαυσιν την οποίαν ηρνούντο Αυτώ εν τη πατρίδι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΔ'.
Μεταξύ των εθνικών
Αι χώραι Τύρου και Σιδώνος. — Η Συροφοίνισσα. — Η πίστις αυτής. — Αι χώραι των εθνικών. — Επιστροφή εις Δεκάπολιν. — Ο κωφάλαλος. — Υποδοχή υπό του πλήθους. — Ο χορτασμός των τετρακισχιλίων.
«Οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φως επέλαμψεν αυτοίς».
(Ησαΐας).
«Τότε ο Ιησούς απήλθεν εκείθεν και ανεχώρησεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Τοιαύτη η βραχεία είδησις ήτις προλογίζει τας βραχείας εκθέσεις περί μιας περιόδου της ζωής Του, περί ης θα είχομεν βαθύ ενδιαφέρον όπως πλέον τι μάθωμεν. Αλλά μόνον έν απλούν συμβεβηκός της επισκέψεως ταύτης εις τους εθνικούς αναγράφεται. Ήθελε φανή ίσως ότι εις την μακρινήν εκείνην χώραν θα υπήρχε βεβαιότης, όχι ασφαλείας μόνον, αλλά και αναπαύσεως· αλλά δεν συνέβη ούτω. Είδομεν ήδη ενδείξεις ότι η φήμη των θαυμάτων Του είχε διαδοθή και μέχρι των παλαιών πόλεων της Φοινίκης, και μόλις έφθασεν εις τα σύνορά των, κατέστη γνωστόν ότι δεν ηδύνατο να μείνη κρυπτόμενος. Μία γυνή τον ανεζήτησε, και ηκολούθησε την μικράν συνοδίαν με παθητικάς ικεσίας. «Ελέησόν με, Κύριε, Υιέ Δαυίδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται».
θα ηδυνάμεθα να φαντασθώμεν ότι ο Κύριος ημών θ' απήντα εις τοιαύτην ικεσίαν δι' αμέσου ελέους, όσω μάλλον, παραχωρών αυτή το αίτημά Της, συμβολικώς θα παρίστα την επέκτασιν της βασιλείας Του εις τους τρεις μεγίστους κλάδους του ειδωλολατρικού κόσμου. Διότι η γυνή ήτο Χαναναία την καταγωγήν και Συροφοίνισσα· την θέσιν Ρωμαία υπήκοος· την δε γλώσσαν και την μόρφωσιν Ελληνίς. Και η επίκλησίς της προς έλεος εις τον Μεσσίαν του εκλεκτού λαού θα ηδύνατο κάλλιστα να φανή εις τα πρωτόλεια της συγκομιδής εν η το αγαθόν σπέρμα θα εβλάστανεν ύστερον εν Τύρω και Σιδώνι και Καρχηδόνι και Ελλάδι και Ρώμη. Αλλ' ο Ιησούς (και δεν είνε αύτη μία των αναριθμήτων ενδείξεων ότι ασχολούμεθα εδώ όχι με ψευδή παράδοσιν, αλλά με αληθή γεγονότα;) ο Ιησούς δεν απήντησεν αυτή λέξιν.
Εις ουδεμίαν άλλην περίστασιν δεν βλέπομεν παρομοίαν φαινομένην ψυχρότητα εκ μέρους του Χριστού. Ουδέ πληροφορούμεθα εδώ περί των αιτίων. Δύο δε αίτια φαίνονται πιθανά. Δυνατόν να ηθέλησε να δοκιμάση τα αισθήματα των μαθητών Του, οίτινες, εν τω στενώ πνεύματι της Ιουδαϊκής αποκλειστικότητος δυνατόν να ήσαν απαράσκευοι όπως Τον ίδωσι παρέχοντα τας ευεργεσίας Του, ου μόνον εις εθνικήν, αλλ' εις Χαναναίαν, και απόγονον της επαράτου φυλής. Είνε αληθές ότι είχε θεραπεύσει τον δούλον του εκατοντάρχου, αλλ' ούτος ήτο ίσως Ρωμαίος, βεβαίως δε ευεργέτης των Ιουδαίων, και κατά πάσαν πιθανότητα προσήλυτος. Αλλ' είνε πιθανώτερον ότι, γνωρίζων τι έμελλε να συμβή, επεθύμει να δοκιμάση περισσότερον την πίστιν της γυναικός. Και περιπλέον, δυνατόν να ήθελεν εις πάντε χρόνον να ενθαρρύνη ημάς εις τας προσευχάς και τας ελπίδας μας, και να μας διδάξη να προσκαρτερώμεν, και όταν θα εφαίνετο ότι το προσωπόν Του είνε αυστηρόν προς ημάς, ή ότι το ους Του είνε επιστραμμένον.
Βεβαρημένοι από την ενόχλησιν των κραυγών της, οι μαθηταί Τον παρεκάλεσαν να την αποπέμψη· Εκείνος δε είπε προς αυτούς, «Ουκ απεστάλην ειμή επί τα απολωλότα πρόβατα οίκου Ισραήλ».
Τότε η γυνή ήλθε και έπεσε παρά τους πόδας Του, και ήρχισε να Τον προσκυνή λέγουσα, «Κύριε, βοήθησόν μοι». Ηδύνατο να μένη αμάλακτος εις την λύπην εκείνην; Ηδύνατο ν' απορρίψη την ικεσίαν αυτήν; Και θα την άφηνε να επιστρέψη εις την ισόβιον αγωνίαν του να παρίσταται εις τους παροξυσμούς της δαιμονιζομένης παιδίσκης της; Γαληνίως και ψυχρώς εξήλθεν εκ των χειλέων εκείνων, τα οποία δεν απήντησαν ειμή λόγους ελέους και ευσπλαγχνίας εις την παράκλησιν παντός ικέτου, η απάντησις; «Ου καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».
Τοιαύτη απάντησις θα ηδύνατο βεβαίως να ψυχράνη την καρδίαν της· και αν Εκείνος δεν προέβλεπεν ότη αυτή είχε την σπανίαν πίστιν, ήτις ηδύνατο να ίδη έλεος και αποδοχήν ακόμη και εν τη φαινομένη αρνήσει, δεν θα απήντα ούτω προς αυτήν. Πλην ουδέ όλαι αι χιόνες του Λιβάνου, του όρους της πατρίδος της, ηδύναντο να σβύσουν το πυρ της αγάπης, το οποίον έκαιεν εις το θυσιαστήριον της καρδίας της, και ταχεία ως ηχώ ήλθεν η λαμπρά απάντησις: — «Ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης»·
Τότε εκείνη εθριάμβευσεν. Ουδέ στιγμήν περισσότερον παρέτεινεν ο Κύριος την αγωνίαν της προσδοκίας της. «Ω γύναι, εφώνησε, μεγάλη σου η πίστις, γενέσθω σοι ως θέλεις». Και με την συνήθη γραφικήν απλότητα του, ο Ευαγγελιστής Μάρκος περαίνει την διήγησιν διά των συγκινητικών λέξεων: Και ότε ήλθεν εις την οικίαν, εύρεν εξεληλυθός το δαιμόνιον, και την παιδίσκην ανακεκλιμένην.
Πόσον έμεινεν ο Κύριος εις τας χώρας ταύτας, και εις ποίον μέρος διέτριψε, δεν γνωρίζομεν. Πιθανώς η αναχώρησίς Του επεταχύνθη διά της δημοσιότητος ήτις παρηκολούθει τας κινήσεις Του κ' εδώ. Εντεύθεν αναχωρήσας εστράφη ανατολικώς, και φθάσας εις τας πηγάς του Ιορδάνου οδοιπόρησε προς τας χώρας της Δεκαπόλεως.
Η Δεκάπολις, προς ανατολάς του Ιουρδάνου κειμένη, ήτο ομοσπονδία δέκα ελευθέρων πόλεων, το μέρος δε κατείχετο υπό εθνικών, αποτελούντων χωριστόν τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας. Η υποδοχή του Ιησού εις την ημιεθνικήν ταύτην χώραν φαίνεται να υπήρξεν ευνοϊκή. Όπου και αν επορεύετο, δεν ηδύνατο ν' απέχη Του να εξασκή τας θαυματουργούς δυνάμεις Του προς χάριν των πασχόντων, όσοι εζήτουν την βοήθειάν Του. Και εις μίαν των πόλεων τούτων (τα ονόματα τινών εκ των πόλεων τουτων είνε κατά τον Πλίνιον, Γερασά, Γάδαρα, Γεργεσά, Ίππος, Πέλλα, Βεθσηάν, Σκυθόπολις, κτλ) παρεκλήθη να θεραπεύση ένα άνθρωπον κωφόν και μογίλαλον. Θα ηδύνατο να τον θεραπεύση μόνον δι' ενός λόγου, αλλ' υπήρχον προφανώς περιστάσεις εις το πάθημα του ανθρώπου, αίτινες καθίστων ευκταίον να γείνη βαθμιαία η ίασίς του, και δι' ορατών σημείων να εκτελεσθή. Έλαβε τον άνθρωπον κατά μέρος, έβαλε τους δακτύλους εις τα ώτα αυτού, και έπτυσε, και έψαυσε την γλώσσαν του· και είτα ο Μάρκος μας λέγει ότι εστέναξε, και ύψωσεν άνω το όμμα, και είπεν: «Εφφαθά! Διανοίχθητι!» Κ' εδώ πάλιν δεν μας αποκαλύπτεται ποία ήσαν τα άμεσα αίτια τα οποία έθλιβον το πνεύμα Του. Δυνατόν να εστέναξεν εξ οίκτου προς τον άνθρωπον· δυνατόν να εστέναξεν εξ οίκτου προς την φυλήν· δυνατόν να εστέναξε δι' όλας τας αμαρτίας αίτινες εξευτελίζουν και δι' όλας τας ταλαιπωρίας όσαι τυραννούν το ανθρώπινον γένος· αλλά βεβαίως, εστέναξεν εν πνεύματι βαθείας ευσπλαγχνίας, και βεβαίως ο στεναγμός εκείνος ανέβη ως πανσθενής μεσολάβησις εις τας ακοάς Κυρίου των Δυνάμεων. «Δεν ήτο στεναγμός (λέγει ο Λούθηρος) διά την γλώσσαν και τα ώτα εκείνου του πτωχού ανθρώπου· αλλ' ήτο κοινός στεναγμός δι' όλας τας γλώσσας και τα ώτα, προς δε, δι' όλας τας καρδίας, τα σώματα, και τας ψυχάς, και δι' όλους τους ανθρώπους, από τον Αδάμ μέχρι του τελευταίου απογόνου του».
Το συμπέρασμα το οποίον εξήγαγόν τινες ότι ο Κύριος ημών ελληνιστί ωμίλει συνήθως, και ότι ο Ευαγγελιστής Μάρκος διετήρησε μόνον ολίγας αραμαϊκάς λέξεις κατά τας σπανίας περιστάσεις καθ' ας ο Χριστός μετεχειρίζετο την γνησίαν γλώσσαν της πατρίδος Του (καθώς ενταύθα την λέξιν Ε φ φ α θ ά), είνε λίαν ακροσφαλές. Πλείστοι εκ των Ιουδαίων του καιρού εκείνου, και μάλιστα οι εν τοις εμπορικοίς κέντροις οικούντες, ωμίλουν δύο γλώσσας, Ελληνικήν και Αραμαϊκήν· αλλ' ημείς εύρομεν εν αρχή, του παρόντος βιβλίου λόγους ίνα πιστεύωμεν, ότι ο Κύριος ωμίλει συνήθως, αραμαϊστί.
Τα πλήθη της μεμακρυσμένης εκείνης χώρας, ασυνείθιστα εις τα θαύματά Του, υπερμέτρως εξεπλάγησαν. Η περί εχεμυθίας σύστασίς Του ως συνήθως ωλιγωρήθη, και μεγάλα πλήθη ηκολούθησαν τον Ιησούν εις την κορυφήν όρους υπεράνω της λίμνης προς τα ανατολικά, σχεδόν αντικρύ των Μαγδάλων, κ' εκεί φέροντες τους τυφλούς των και τους χωλούς και πηρούς και αλάλους, τους έθεσαν παρά τους πόδας του Αγαθού Ιατρού, και όλους τους εθεράπευσεν. Εμπλησθέντες εκπλήξεως, οι άνθρωποι της Δεκαπόλεως δεν ηδύναντο ν' αποσπασθώσιν από πλησίον Του, και ημιειδωλολάτραι αυτοί, εδόξαζον τον Θεόν του Ισραήλ.
Τρεις ημέρας ήδη είχον διατρίψει μετ' Αυτού, κ' επειδή πολλοί τούτων ήρχοντο εξ αποστάσεως, αι τροφαί των εξηντλήθησαν. Ο Ιησούς τους ώκτειρε, και βλέπων την πίστιν των, πάλιν παρέθηκεν διά τον λαόν Του τράπεζαν εν τη ερήμω. Ηπόρησάν τινες ότι, εις απάντησιν της εκφράσεως του οίκτου Του, οι μαθηταί δεν προέβλεψαν ουδέ υπέβαλον γνώμην τι έπρεπε να πράξη. Αλλ' ενταύθα βεβαίως υπάρχει απόχρωσις λεπτότητος και αληθείας. Εγνώριζον ότι δεν υπήρχε παρ' Αυτώ σπατάλη του υπέρφυούς, ουδέ περιττή εξάσκησις θαυματουργού δυνάμεως. Πολλάκις είχον συνυπάρξει με πλήθη πρότερον, και όμως εις μίαν μόνην περίστασιν τους είχε θρέψει· και περιπλέον, αφού ούτως έπραξεν, είχεν επιτιμήσει αυστηρώς εκείνους οίτινες ήρχοντο προς Αυτόν εν προσδοκία τοιούτων δωρεών, και είχε ποιήσει ομιλίαν τόσον αυστηράν ώστε απεξένωσεν αφ' Εαυτού και πολλούς των φίλων Του. Διά αυτούς να προτείνωσιν επανάληψιν της τροφοδοσίας των πεντακισχιλίων θα ήτο οίησις και κενοδοξία, την οποίαν ο βαθύς σεβασμός των τους απηγόρευε, και τοσούτω μάλλον όσω ενθυμούντο πόσον επιμόνως είχεν αρνηθή να ποιήση σημείον κατ' εισήγησιν άλλων. Αλλά μόλις τους έδωκε νύξιν περί της προθέσεώς Του, και μετ' εντελούς πίστεως κατέστησαν πρόθυμοι υπουργοί Του. Έβαλαν το πλήθος να καθίση επί του εδάφους, και ήρχισαν να διανέμωσι προς αυτούς τα τεμάχια των θαυμασίως πολλαπλασιασθέντων επτά άρτων και των ολίγων ιχθυδίων· και εσήκωσαν τα περισσεύματα επτά σπυρίδας πλήρεις, αφού το πλήθος, τετρακισχίλιοι άνδρες, χωρίς γυναικών και παιδίων, έφαγε και εχορτάσθη. Και είτα ο Κύριος και οι μαθηταί Του απέπεμψαν το πλήθος χαίρον και ευγνωμονούν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΕ'.
Η μεγάλη ομολογία
Υποδοχή του Ιησού κατά την επάνοδόν Του εις την Γαλιλαίαν. — Σημείον επιζητούσιν. — Άρνησις και αποδοκιμασία. — Θλίψις του Ιησού και απόπλους. — Το προφητικόν Ουαί. — Η ζύμη των Φαρισαίων και του Ηρώδου. — «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος». — «Μακάριος ει, Σίμων βαρ-Ιωνά». — Διαστροφαί και παρερμηνείαι. — Προρρήσεις περί του Πάθους Του. — Τολμηρά επέμβασις του Πέτρου. — «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά». — Ο Υιός του Ανθρώπου ερχόμενος εν τη βασιλεία Αυτού».
Πολύ διάφορος ήτο η υποδοχή ήτις περιέμενε τον Ιησούν επί της άλλης όχθης. Οι πτωχοί ειδωλολάτραι της Δεκαπόλεως Τον είχον δεξιωθή μετ' ευλαβείας και ενθουσιασμού· οι φιλόθρησκοι Φαρισαίοι της Ιερουσαλήμ το συντήντησαν μετά χλεύης και μίσους. Δυνατόν, μετά την απουσίαν ταύτην, η ψυχή Του να επόθησε την μόνην γωνίαν της γης, την οποίαν θα ηδύνατο να ονομάση οικίαν Του. Εισελθών εις το μικρόν πλοιάριόν Του, διεπορθμεύθη εις Μάγδαλα. Είνε, πιθανόν ότι σκοπίμως απέφυγε να πλεύση εις Βηθσαϊδά ή εις Καπερναούμ, ολίγω βορειότερον των Μαγδάλων κειμένας, όπου δε οι Φαρισαίοι είχον ιδρύσει το στραταρχείον των. Αλλ' οι άνθρωποι ούτοι παρεμόνευον την άφιξίν Του. Ως να είχον στήσει σκοπιάν επί του πύργου των Μαγδάλων διά ν' ανακαλύψωσι το ιστίον του πλοιαρίου Του, μόλις επάτησε τον πόδα επί της όχθης, και ήλθον εις συνάντησίν Του. Ουδέ ήσαν μόνοι· την φοράν ταύτην συνωδεύοντο (ω της λυκοφιλίας!) από τους ασπόνδους εχθρούς των, τους Σαδδουκαίους, την δύσπιστον εκείνην αίρεσιν, την ημιθρησκευτικήν και ημιπολιτικήν, εις την οποίαν τώρα ανήκον οι δύο αρχιερείς ως και ο βασιλεύων οίκος. Όλα τα κρατούντα στοιχεία της τότε κοινωνίας οι Φαρισαίοι, επίφοβοι εκ της θρησκευτικής βαρύτητός των παρά τω πλήθει· οι Σαδδουκαίοι, ολιγάριθμοι, αλλ' ισχυροί επί πλούτω και θέσει· οι Ηρωδιανοί, αντιπροσωπεύοντες την επιρροήν των Ρωμαίων και των οργάνων των, των τετραρχών· οι Γραμματείς και οι Νομικοί, εξασκούντες το κύρος των παραδεδεγμένων δοξασιών και της μαθήσεώς των· όλοι ήσαν ηνωμένοι κατ' Αυτού εις μίαν πυκνήν φάλαγγα σκευωρίας και αντιδράσεως, και απόφασιν είχον προ παντός άλλου να παρακωλύωσι το κήρυγμά Του, και ν' απαλλοτριώσιν απ' Αυτού, όσον το δυνατόν, την στοργήν του λαού, μεταξύ του οποίου πολλά εκ των κραταιών έργων Του εγένοντο.
Είχον ανακαλύψει εκ της πείρας ότι το ανυσιμώτερον όπλον προς δυσφήμησιν της αποστολής Του και υπονόμευσιν της επιρροής Του ήτο η απαίτησις σημείου, προ παντός, σημείου εξ ουρανών. Εάν ήτο ο Μεσσίας, διατί να μη τους δώση άρτον εξ ουρανού, ως ο Μωυσής; πού η βροντή του Σαμουήλ και η φλοξ του Ηλία; διατί ο ήλιος να μη σκοτισθή και η σελήνη να μη τραπή εις αίμα; διατί να μη φανή πύρινος στήλος και να μη ενσκήψη λαίλαψ και καταιγίς όπως επικυρώση τους λόγους Του;
Εγνώριζον ότι τοιούτον σημείον δεν θα παρεχωρείτο εις αυτούς, κ' εγνώριζον ότι είχεν εξείπει ήδη τους ισχυροτάτους λόγους της τριπλής αρνήσεώς Του, όπως χαρισθή εις το αλαζονικόν και προκλητικόν αίτημά των. Εάν είχον μάθη το μυστικόν του πειρασμού Του εν τη ερήμω, θα εγνώριζον ότι αι πρώται απαντήσεις Του εις τον πειράζοντα εγένοντο εν τω πνεύματι τούτω της υψίστης αυταπαρνησίας. Εάν παρεχώρει το αίτημά των, ποίος σκοπός θα υπηρετείτο;, όχι η επίδρασις των εξωτερικών δυνάμεων, αλλ' η φυτική αρχή της ζωής έσωθεν, ποιεί το αγαθόν σπέρμα να βλαστήση. Η σκληρά καρδία δεν δύναται να μετατραπή, ούτε η ισχυρογνώμων απιστία να εκριζωθή, διά σημείων και τεράτων, αλλά δι' εσωτερικής ταπεινώσεως, και διά της χάριτος του Θεού ήτις μετέρχεται ως η δρόσος του ουρανού, εν σιγή και αόρατος. Τι θα επηκολούθει εάν το σημείον εδίδετο; υπ' αυτών των αυτοπτών θ' απεδίδετο εις δαιμονικήν ενέργειαν υπό των ακουόντων θα εσχολιάζετο ούτως ή ούτως· υπό της προσεχούς γενεάς θα ηθετείτο ως επίνοια, ή θα εξητμίζετο εις μύθον.
Αλλά παρά πάντα ταύτα, οι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι ησθάνοντο ότι προς το παρόν η άρνησις αύτη του να παραχωρήση το αίτημά των τους έδιδε λαβήν κατά του Ιησού, και ήτο τελεσιουργόν μηχάνημα προς μείωσιν του θαυμασμού του λαού. Και όμως εκείνος ουδ' επί στιγμήν εδίστασε ν' απορρίψη τον πειρασμόν τούτον. Δεν θα ειργάζετο ποτέ κανέν επιδεικτικόν θαύμα κατά το κέλευσμά των, όπως ουδέ εις το κέλευσμα του πειράζοντος θα ενέδιδε ποτέ. Είπεν αυτοίς και πάλιν, ως πρότερον, ότι σημείον δεν θα δοθή εις αυτούς ειμή το σημείον του Ιωνά, τουτέστιν η ιδία έκκλησις προς μετάνοιαν την οποίαν είχεν απευθύνει προς τους Νινευίτας. Δεικνύων δε προς το δυσμικόν του ουρανού, είπεν: Υποκριταί! γνωρίζετε να διακρίνετε την όψιν του ουρανού· δεν δύνασθε να μάθητε τα σημεία των καιρών;
Καθώς ωμίλει εξέπεμψε βαθύν εκ μυχίων στεναγμών· ανεστέναξε τω πνεύματι Αυτού, λέγει ο Μάρκος. Επί τινα χρόνον είχεν αποδημήσει εκ των ενταύθα. Τον είχον επιζητήσει μετά πίστεως εις τας χώρας Τύρου και Σιδώνος. Τον είχον δεξιωθή μετά προθύμου ευγνωμοσύνης εις την Δεκάπολιν την ειδωλολάτριδα· εδώ, εις την πατρίδα Του, τον προϋπήντα η πανοπλία θριαμβευούσης αντιδράσεως, υπό το σχήμα του υποκριτικού ζήλου. Βαδίζει προς την όχθην ανά την ωραίαν πεδιάδα, όπου είχε ποιήσει τόσα έργα ελέους και αγάπης θαυμαστά, και είχεν ομιλήσει τόσα αθάνατα λόγια. Επανήλθε διά να εργασθή άπαξ ακόμη εις την μικράν γωνίαν όπου τα βήματά Του είχον παρακολουθήσει τόσαι χαίρουσαι χιλιάδες, κρεμάμεναι εν βαθεία σιωπή εις τα αθάνατα χείλη Του. Καθώς πλησιάζει εις τα Μάγδαλα, το μικρόν χωρίον το προωρισμένον εις πάντα χρόνον να δανείζη το όνομά Του εις λέξιν εκφραστικήν της θειοτάτης συμπαθείας Του — καθώς επιθυμεί να εισέλθη και πάλιν εις τας μικράς πόλεις και τας κώμας όσαι προσέφεραν εις την άστεγον κεφαλήν Του την μόνην σκιάν οικίας, ευρίσκει όλην την επίσημον υποκρισίαν της εκπτώσεως και της παρακμής του Ιουδαϊσμού ηκονημένην και πάνοπλον εναντίον Του!
Δεν επέβαλε τα ελέη Του εις εκείνους οίτινες Τον απέρριπτον. Καθώς ολίγω ύστερον το έθνος Του κατήντησε να προτιμήση τον Βαραββάν, τον φονέα και ληστήν, από τον Κύριον της Ζωής, ούτω τώρα οι Γαλιλαίοι έπεσαν εις παραχώρησιν καταδικασθέντες να κρατήσωσι τους Φαρισαίους των και να χάσωσι τον Χριστόν των. Αφήκεν αυτούς, καθώς είχεν αφήσει τους Γαδαρηνούς, απερριμμένος, χωρίς μήτε ν' αναπαυθή εις την οικίαν. Υπάρχει τι το εμφαντικόν εις το «καταλιπών αυτούς» του Ματθαίου, και εις το «αφείς αυτούς» του Μάρκου. Με λυπημένην καρδίαν, πανδήμως και θλιβερώς τους άφησε, τους άφισε διά να επισκεφθή και πάλιν τα παρακείμενα χωρία, αλλά διά να μη επανέλθη ποτέ πλέον δημοσία, μήτε θαύματα να κάμη, και να διδάξη ή να κηρύξη.
Πρέπει να ήτο αργά κατά την φθινοπωρινήν εκείνην εσπέραν όταν εισήλθε και πάλιν εις το πλοιάριον, και διέταξε τους μαθητάς Του να διευθύνωσι τον πλουν προς την Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα, κατά το βόρειον άκρον της λίμνης. Εις τον δρόμον των πρέπει να παρέπλευσαν παρά την στιλπνήν άμμον της δυτικής Βηθσαϊδά, επί της οποίας ο Πέτρος και οι υιοί του Ζεβεδαίου είχον παίξει εις την παιδικήν ηλικίαν των, και πρέπει να είδαν την λευκήν μαρμαρίνην Συναγωγήν της Καπερναούμ, ρίπτουσαν την σκιάν της εις τα ύδατα, τα ερυθραινόμενα από τα ανταυγάζοντα χρώματα της δύσεως. Άρα κατά τοιαύτην στιγμήν, ότε κατέλειπε την Γαλιλαίαν εν πλήρει γνώσει ότι το έργον Του εκεί είχε λάβη πέρας, και ότι απέπλεεν απ' αυτής ως αποκήρυκτος και κατάδικος εις θάνατον, άρα κατά την υπερτάτην ταύτην στιγμήν της λύπης απήγγειλε τον έρρυθμον εκείνον ταλανισμόν, εν ώ κατεδίκαζε τας αμετανοήτους πόλεις εν αις πλείστα εκ των κραταιών έργων Του είχον πραχθή;
«Ουαί σοι, Χοραζίν! ουαί σοι, Βηθσαϊδά! ότι ει αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν εγένοντο εν Τύρω και Σιδώνι, πάλαι αν μετανοήσατε εν σάκκω και σποδώ.
«Αλλά λέγω υμίν ότι ανεκτότερον έσται Τύρω και Σιδώνι εν ημέρα κρίσεως ή υμίν.
«Και συ, Καπερναούμ, η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθείση· ότι ει αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν συ εγένοντο εν Σοδόμοις, παρέμενον αν έως της ημέρας ταύτης.
«Αλλά λέγω σοι, ότι ανεκτότερον έσται γη Σοδόμων εν ημέρα κρίσεως ή σοι.
Αν αι πανδήμως ωραίαι και κατανυκτικαί αύται λέξεις εξηνέχθησαν κατά την ευκαιρίαν ταύτην, ως αυστηρός και θλιβερός αποχαιρετισμός προς το δημόσιον κήρυγμά Του εν τη χώρα ην ηγάπα, αδυνατούμεν να είπωμεν· αλλά βεβαίως η ψυχή Του ήτο ακόμη πλήρης λύπης επί τη απιστία και σκληροκαρδία, επί ταις εσκοτισμέναις διανοίαις και τη διεφθαρμένη συνειδήσει εκείνων οίτινες δεν άφινον ούτω δι' Αυτόν την δύναμιν να πατήση τον πόδα εις την γενέθλιον χώραν Του. Ελέχθη υπό τινος μεγάλου δικανικού ρήτορος ότι, «ουδείς τρόπος απάτης είνε απεχθέστερος και βδελυρώτερος ή εκείνος όστις περιβάλλει την πεισμονήν και το ψεύδος με το σχήμα της ειλικρινείας, και όπισθεν του δόγματος της θρησκείας». Η απέχθεια κατά της βδελυράς ταύτης κακίας πρέπει να ήτο εξέχουσα εν τη τεθλιμμένη καρδία του Ιησού, ότε, καθώς το πλοιάριον παρέπλεε την τερπνήν όχθην κατευθυνόμενον προς βορράν, έλεγε προς τους μαθητάς Του: «Προσέχετε από της ζύμης των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων». Ή, «της του Ηρώδου» κατ' άλλον Ευαγγελιστήν. Φαίνεται δε ότι οι Ηρωδιανοί ήσαν κατά το πλείστον Σαδδουκαίοι.
Ουδέν περισσότερον προσέθηκε· και την παρατήρησιν ταύτην η απλοϊκότης των μαθητών μωρώς παρενόησεν. Ούτοι εξελάμβανον πάντοτε κατά γράμμα όλας τας τροπικάς εκφράσεις Του, μεταφορικώς δε τας κυριωλεκτικάς. Όταν απεκάλεσεν Εαυτόν «τον άρτον τον εκ του ουρανού», έλεγον «σκληρός ο λόγος ούτος»· όταν είπεν, «έχω βρώμα φαγείν ο υμείς ουκ οίδατε», παρετήρησαν μόνον, μη τις έφερεν Αυτώ να φάγη. Όταν είπε, «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται», απήντησαν, «Κύριε, ει κεκοίμηται σωθήσεται». Ούτω και τώρα, υπέθεσαν ότι ένδει να μη λαμβάνωσιν άρτους από τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους, και ανελογίζοντο ότι ένα μόνον άρτον είχον λάβη μεθ' εαυτών διά τον πλουν. Υπέθετον λοιπόν αυτοί, οίτινες μετά την θρέψιν των πεντακισχιλίων είχον συναθροίσει δώδεκα κοφίνους περισσεύματα, και μετά την τροφοδοσίαν των τετρακισχιλίων είχον συλλέξει επτά σπυρίδας πλήρεις, υπέθετον ότι ήτο κίνδυνος μη υποφέρωσιν εκ της πείνης; «Διατί λογίζεσθαι ούτω περί άρτου; τους είπε. Δεν εννοείτε ακόμη ούτε καταλαμβάνετε; έχετε την καρδίαν ακόμη εσκληρυμμένην; έχοντες οφθαλμούς, δεν βλέπετε; και έχοντες ώτα, δεν ακούετε; και δεν ενθυμείσθε;» Και είτα πάλιν, αφού τους ανέμνησε των θαυμάτων εκείνων, «Πώς δεν εννοείτε;» Δεν ετόλμησαν να Του ζητήσωσιν εξήγησιν· υπήρχε τι περί Αυτόν, υπήρχέ τι τόσον φοβερόν και εξηρμένον εν τω προσώπω Του, ώστε η αγάπη των προς Αυτόν, όσον ζωηρά και αν ήτο, συνεκερνάτο δι' υπερβάλλοντος σεβασμού· αλλά τώρα ήρχισαν να εννοώσιν ότι κάτι άλλο έλεγεν ο Ιησούς, και ότι τους εκέλευε να φυλάττωνται όχι από την ζύμην του άρτου, αλλ' από την διδασκαλίαν των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων.
Εις Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα, πιθανώς την επομένην πρωίαν, τυφλός τις προσήχθη εις Αυτόν προς ίασιν. Η θεραπεία επετελέσθη κατά τρόπον λίαν παραπλήσιον προς την του κωφού και αλάλου εν Δεκαπόλει. Δεν είχε τίποτε εκ της ελευθέρας ετοιμότητος, εκ της ακτινοβόλου αυθορμησίας των πρωιμωτέρων θαυμάτων. Κατά μίαν έποψιν διαφέρει παντός άλλου αναγεγραμμένου θαύματος, επειδή ήτο οιονεί δοκιματιστήριος. Ο Ιησούς έλαβε τον άνθρωπον από της χειρός, τον ωδήγησεν έξω της πολίχνης, ενέπτυσεν εις τους οφθαλμούς αυτού, και είτα, επιθείς επ' αυτών την χείρα, τον ηρώτησεν αν έβλεπεν. Ο άνθρωπος προσέβλεψεν εις τους ανθρώπους, μακράν, και ατελώς ακόμη ιατρευμένος είπε: Βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντα. Μόνον δε αφού ο Ιησούς επέθηκε δευτέραν φοράν την χείρα επί των οφθαλμών του, είδε καθαρώς. Και τότε ο Ιησούς τον προσέταξε να υπάγη εις την οικίαν του, ήτις δεν ήτο εις Βηθσαϊδά· διότι, δι' εμφαντικής επαναλήψεως της λέξεως, απηγορεύθη αυτώ ή να εισέλθη εις την πόλιν ή να είπη τι είς τινα των εν τη πόλει. Αδυνατούμεν να εξηγήσωμεν τα αίτια της μεθόδου την οποίαν μετήλθεν ενταύθα ο Χριστός. Το αδύνατον του εννοήσαι τι ωδήγησε τας πράξεις Του προέρχεται εκ της βραχύτητος της αφηγήσεως, εν η ο Ευαγγελιστής, καθώς συχνά συμβαίνει εις συγγραφείς εντριβείς περί το θέμα των, παρέρχεται πολλάς λεπτομερείας, αίτινες, επειδή ήσαν πολύ οικείαι εις αυτόν φαίνονται ως αυτοεξήγητοι διά τους αναγνώστας. Ό,τι δυνάμεθα αμυδρώς να ίδωμεν είνε η απέχθεια του Χριστού και η αποφυγή των Ηρωδιανών τούτων πόλεων, με την δάνειον ελληνικήν αρχιτεκτονικήν των, με τ' αμελή έθιμα των, και τας ρωμαϊκάς ονομασίας των. Βλέπομεν εν αυτοίς τοις Ευαγγελίοις ότι ο πλούτος και η δύναμις η αναπτυσσομένη ης τα θαύματα, ήτο ανάλογος με την πίστιν των αξιουμένων αυτών· εις μέρη όπου η πίστις ήτο σπανία φυσικόν ήτο τα θαύματα να είνε ολίγα και φειδωλά.
Εκείθεν ο Ιησούς επορεύθη εις την Καισάρειαν την Φιλίππου. Εδώ πάλιν φαίνεται ότι δεν εισήλθεν εις την πόλιν, αλλ' επεσκέφθη τα περίχωρα. Κατά δε την πορείαν Του προς τα βόρεια μέρη συνέβη έν επεισόδιον το οποίον ευλόγως δύναται να θεωρηθή ως το μεσουράνημα του επιγείου διακονήματός Του. Ήτο μόνος. Το πλήθος, το οποίον συνέρρεε τόσον θορυβωδώς πλησίον Του εις πλέον συχναζόμενα μέρη, εδώ ηκολούθει εξ αποστάσεως. Μόνον οι μαθηταί Του ήσαν πλησίον Αυτού καθώς ίστατο κατά μέρος εις προσευχήν εν μονώσει. Και όταν η προσευχή του ετελείωσεν, Εκείνος τους εκάλεσε πλησιέστερον καθώς εξηκολούθουν την οδοιπορίαν, και τους ηρώτησε τα δύο ταύτα βαρυσήμαντα ερωτήματα, εκ της απαντήσεως των οποίων εξηρτάτο όλον το πόρισμα του έργου Του επί της γης·
Πρώτον ηρώτησεν αυτούς:
«Τίνα Με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του Ανθρώπου;»
Η απάντησις υπήρξε θλιβερά. Οι Απόστολοι δεν ετόλμων και δεν ήθελον να είπωσι άλλο τι ειμή λέξεις εγκρατείας και αληθείας, και αποθαρρυντικώς λίαν εμαρτύρησαν ότι ο Μεσσίας δεν ανεγνωρίσθη υπό του κόσμου τον οποίον ήλθε να σώση. Είχον μόνον να επαναλάβωσι τας ματαίας εικασίας του λαού. Άλλοι μεν, απηχούντες την κραυγήν της ενόχου συνειδήσεως του Αντίπα, έλεγον ότι ήτο Ιωάννης ο Βαπτιστής· άλλοι, οίτινες δυνατόν να ήκουσαν τας αυστηράς καταγγελίας της απαθούς λύπης Του, ανεκάλυψαν εις τας ισχυράς εκείνας εκφράσεις τους κεραυνίους τόνους νέου Ηλία· άλλοι, οίτινες είχον ενωτισθή τους φθόγγους της τρυφερότητός Του, είδον εν αυτοίς την θρηνωδούσαν ψυχήν του Ιερεμίου, και ενόμισαν ότι είχεν έλθη ίσως διά να τους σώση εκ της νέας Βαβυλώνος και ν' αποδώση» αυτοίς την Κιβωτόν, άλλοι, και ούτοι οι πολυαριθμότεροι, Τον εθεώρουν μόνον ως ένα των προφητών. Ουδείς, μεθ' όλην την αυθόρμητον κραυγήν την εξελθούσάν ποτε εκ του θαυμασμού του πλήθους, δι' ης εκηρύσσετο Μεσσίας, ουδείς εσκέπτετο τις ήτο πράγματι Αυτός. «Το φως έφαινεν εν τη σκοτία, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν».
«Υμείς δε τίνα Με λέγετε είνε;»
Εάν άλλη εδίδετο απάντησις εις το μέγα τούτο ερώτημα, εάν άλλη απάντησις ηδύνατο να δοθή, όλη η τύχη του κόσμου δυνατόν να μετεβάλλετο. Εάν άλλως εδίδετο η απάντησις, τότε, ανθρωπίνως αν ομιλήσωμεν, άχρι τούδε η αποστολή του Σωτήρος θ' απετύγχανεν (;) εξ ολοκλήρου, χριστιανισμός δε και χριστιανοσύνη δεν θα υπήρχε (;). Διότι το έργον του Χριστού επί γης εστηρίζετο το πλείστον επί των μαθητών Του. Εκείνος έσπειρε το σπέρμα, ούτοι συνεκόμισαν τον θερισμόν. Εκείνος επέστρεψεν αυτούς και αυτοί τον κόσμον. Δεν είχε ποτε ομιλήσει φανερά περί του αξιώματός Του ως Μεσσίου. Ο Ιωάννης εν τοσούτω είχε μαρτυρήσει περί Αυτού, και εις όσους ηδύναντο να δεχθώσι τούτο, είχεν εμμέσως ανακοινώσει λόγω τε και έργω ότι Εκείνος ήτο ο Υιός του Θεού. Αλλά το θέλημά Του ήτο ώστε το φως της αποκαλύψεως να επιλάμψη βαθμηδόν εις τας καρδίαν των τέκνων Του· να εκπηγάση δε περισσότερον εκ των αληθειών τας οποίας ελάλει και εκ του βίου τον οποίον έζη ή εκ των θαυμάτων όσα επετέλει· και να μεταδοθή όχι εν αστραπαίς και βρονταίς υπερφυούς μεγαλειότητος ή εν οπτασίαις ανεκλαλήτου δόξης, αλλά διά του ηρέμου μέσου αναμαρτήτου και πλήρους αυτοθυσίας βίου. Εν τω Υιώ του Ανθρώπου έμελλον ν' αναγνωρίσωσι τον Υιόν του Θεού.
Αλλ' η απάντησις ήλθεν οποία προ αιώνων είχε γραφή εν τη βίβλω της θείας προγνώσεως ότι έμελλε να έλθη, και ο Πέτρος, «ο πανταχού θερμός, ο του χορού των Αποστόλων κορυφαίος», ως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, ηξιώθη της αθανάτου τιμής να την εκφράση εκ μέρους όλων και δι' όλους:
&«Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος».&
Ενδιαφέρον είνε ενταύθα να σημειώσωμεν τας προτέρας ομολογίας των διαφόρων Αποστόλων.
Ήδη εις Βηθαβαρά ο Πέτρος είχεν ειπεί τω Ανδρέα: «Ευρήκαμεν τον
Μεσσίαν».
Και ο Φίλιππος είχεν είπη: «Ον έγραψε Μωσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν, τον υιόν του Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ».
Και ο Ναθαναήλ είχεν είπη: «Ραβδί, Συ ει ο Υιός του Θεού, Συ ει ο
Βασιλεύς του Ισραήλ».
Και μετά τον περίπατον τον επί της θαλάσσης, οι μαθηταί είχον αναφωνήσει: «Αληθώς, Συ ει ο Υιός του Θεού».
Και πάλιν εις Καπερναούμ, ο Πέτρος είχεν ειπεί: «Πιστεύομεν και πεποίθαμεν ότι Συ ει ο Άγιος του Θεού».
Αλλ' η απάντησις περί ης ο λόγος ήτο η σαφεστάτη και πληρεστάτη πασών· και τοιαύτη απάντησις εκ μέρους του κορυφαίου των Αποστόλων εξηγόραζε διά του πλήρους της διορατικότητος και της βεβαιότητός της την ελλιπή εκτίμησιν του πλήθους. Εδείκνυεν ότι επί τέλους το μέγα μυστήριον είχεν αποκαλυφθή, το από αιώνων και γενεών κεκρυμμένον. Οι Απόστολοι τουλάχιστον ου μόνον ανεγνώρισαν τον Ιησούν τον Ναζωραίον ως τον επηγγελμένον Μεσσίαν του έθνους των, αλλ' απεκαλύφθη προς αυτούς διά της ιδιαιτέρας χάριτος του Θεού ότι ο Μεσσίας εκείνος ήτο όχι μόνον οποίον προσεδόκων οι Ιουδαίοι, ηγούμενος, και άρχων, και υιός του Δαυίδ, αλλ' ήτο περισσότερον τούτου, ο υιός του Θεού του ζώντος.
Μετά φοβεράς επισημότητος εκύρωσεν ο Σωτήρ την μεγάλην ταύτην ομολογίαν.
«Αποκριθείς δε είπεν αυτώ ο Ιησούς, Μακάριος ει Σίμων Βαρ Ιωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ' ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. Και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών· και ό αν δήσης επί της γης, εσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ό αν λύσης επί της γης έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς».
Ουδέποτε τα χείλη του Ιησού εξέφεραν πλέον αξιομνημονεύτους λέξεις. Ήτο η ιδία περί Εαυτού μαρτυρία Του. Ήτο η υπόσχεσις ότι όσοι συνομολογήσωσιν αυτήν είνε μακάριοι. Ήτο το αποκεκαλυμμένον γεγονός, ότι εκείνοι μόνον δύνανται να την συνομολογήσωσιν όσοι άγονται προς τούτο υπό του πνεύματος του Θεού· έλεγε προς την ανθρωπότητα διά πάντοτε ότι ουχί δι' επιγείων επικρίσεων, αλλά μόνον διά της ουρανίου χάριτος, δύναται η πλήρης γνόσις της αληθείας εκείνης να επιτευχθή. Ήτο η κατάθεσις του θεμελίου λίθου της του Χ ρ ι σ τ ο ύ Ε κ κ λ η σ ί α ς, και η πρώτη φορά καθ' ην εξηνέχθη η λέξις Ε κ κ λ η σ ί α διά ν' αναμιχθή εντεύθεν τόσον ισχυρώς εις την ιστορίαν του κόσμου. Ήτο η επαγγελία δη η Εκκλησία αύτη, τεθεμελιωμένη επί της πέτρας της θεοπνεύστου ομολογίας, έμελλε να μείνη ανάλωτος εις όλας τας δυνάμεις της Κολάσεως. Ήτο η απονομή εις την Εκκλησίαν ταύτην, εν τω προσώπω του τυπικού αντιπροσώπου της — όστις ήτο μόνον «πρώτος εν ίσοις» και ουδεμίαν είχε προσωπικήν ηγεμονίαν επί των άλλων Αποστόλων — της δυνάμεως του ανοίγειν και κλείειν, του λύειν και δεσμείν, και η υπόσχεσις ότι η δύναμις αύτη πιστώς ενασκουμένη επί της γης θα κυρούται εν τέλει εν τοις ουρανοίς.
«Όλα ταύτα ασφαλώς λέγονται (παρατηρεί συγγραφεύς τις)· αλλά προς την Ρώμην;» Όλον το ρητόν τούτο του Χριστού ευρίσκεται κεχαραγμένον διά κολοσσιαίων γραμμάτων έσωθεν του θόλου του ναού του Αγ. Πέτρου εν Ρώμη. Ολίγη δύναμις χρειάζεται προς ανατροπήν των πυραμίδων των σοφισμάτων και του ψεύδους όσαι έχουν κτισθή επ' αυτού. Εάν δεν ήτο ιστορικόν γεγονός, θα εφαίνετο απίστευτον ότι επί τόσον φαντασιώδους θεμελίου εστηρίχθη η φανταστική αξίωσις των επισκόπων μιας πόλεως, εις ην, και αν είνε πιθανόν ότι απήλθεν ο Πέτρος και εδίδαξε, και ετελειώθη μαρτυρικώς εκεί, και αν ακόμη εθεμελίωσε την εκκλησίαν της, αλλ' όμως είνε πολύ γνωστόν ότι οι Απόστολοι προεχειρίσθησαν παρά του Χριστού οικουμενικοί επίσκοποι και ουχί επίσκοποι τοπικοί μιας πόλεως, ο δε Πέτρος πριν φθάση εις Ρώμην, αν έφθασεν εκεί, είχεν ιδρύσει και άλλας εκκλησίας. Είνε ωσαύτως γνωστόν ότι το πρωτείον το διοικητικόν εδόθη εις τον επίσκοπον Ρώμης, καθώς βραδύτερον εις τον Κωνσταντινουπόλεως, επειδή αι πόλεις εκείνων ήσαν αι βασιλεύουσαι του τότε κόσμου, και διότι η Εκκλησία του Χριστού, μη ζητούσα ποτέ να ιδρύση κοσμικόν κράτος, συνεμορφούτο πάντοτε προς τας πολιτικάς εξουσίας.
Δυνατόν να λεχθή, ότι από του χρόνου εκείνου κ' εντεύθεν, ο Σωτήρ θα ηδύνατο να εθεώρει μέγα μέρος του έργου Του επί της γης ως συντελεσθέν. Οι Απόστολοί Του τώρα ήσαν πεπεισμένοι περί του μυστηρίου της υπάρξεώς Του· αι βάσεις είχον τεθή εφ' ων, μετ' Αυτού ως ακρογωνιαίου λίθου, όλον το μέγα οικοδόμημα έμελλε να κτισθή.
Αλλ' απηγόρευσεν εις αυτούς ν' αποκαλύψωσι την αλήθειαν ακόμη. Ήσαν έτι όλως εν αγνοία της αληθούς μεθόδου της φανερώσεώς του. Ήσαν έτι αστερέωτοι εν τη πίστει και όπως μείνωσι πιστοί εις Αυτόν κατά την ώραν της υπερτάτης δοκιμασίας. Άχρι τούδε θα εγνωρίζετο ως Χριστός εις εκείνους μόνον των οποίων η πνευματική διορατικότης ηδύνατο να Τον βλέπη αμέσως εις τον βίον και εις τα έργα Του. Όταν η πίστις των θα εστερεούτο ασάλευτος διά του πανεκλάμπρου γεγονότος της αναστάσεώς Του, όταν αι καρδίαι των θα επληρούντο διά του νέου φωτισμού του Αγίου Πνεύματος και οι οφθαλμοί των θα ενισχύοντο με της Πεντηκοστής τας φλόγας, τότε θα ήρχετο δι' αυτούς η ώρα να εξέλθωσι και διδάξωσι πάντα τα έθνη, ότι ο Ιησούς όντως ήτο ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος.
Αλλά καίτοι Τον εγίνωσκον ήδη, ουδέν εγνώριζον ακόμη περί του τρόπου καθ' ον ήτο η θέλησίς Του όπως εκτελεσθώσιν οι θείοι σκοποί Του. Ήτο καιρός όπως περιπλέον ετοιμασθώσιν· ήτο καιρός όπως μάθωσιν ότι, καίτοι Βασιλεύς ήτο, η βασιλεία Του δεν ήτο εκ του κόσμου τούτου· ήτο καιρός όπως όλαι αι μάταιαι εγκόσμιαι ελπίδες περί λαμπρότητος και προαγωγής εν τη βασιλεία του Μεσσίου σβεσθώσιν εν αυτοίς διά πάντοτε, και γνωρίσωσιν ότι η βασιλεία του Θεού δεν είνε βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και πίστις χαίρουσα.
Τούτου ένεκα ήρχισεν αταράχως και εσκεμμένως ν' αποκαλύπτη προς αυτούς την μελετωμένην πορείαν Του εις Ιερουσαλήμ, την απόρριψίν Του υπό των αρχόντων του έθνους, την αγωνίαν και την ύβριν ήτις Τον ανέμενε, τον βίαιον θάνατόν Του, την ανάστασίν Του την τριήμερον. Και άλλοτε είχεν εκφέρει διαφόρους και απωτέρας προρρήσεις των εγγιζόντων τούτων παθημάτων, αλλά τώρα διά πρώτην φοράν ενδιέτριβεν επ' αυτών εναρκώς, και «παρρησία τον λόγον ελάλει». Αλλ' όμως και τώρα δεν απεκάλυψεν εν όλη τη φοβερότητί του τον τρόπον του εγγίζοντος θανάτου Του. Κατέστησε γνωστόν εις αυτούς ότι έμελλε ν' απορριφθή υπό των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων, αλλ' όχι ότι έμελλε να παραδοθή εις τους εθνικούς. Προείπεν αυτοίς ότι μέλλει να θανατωθή, αλλ' επεφύλαξε διά τον χρόνον της τελευταίας πορείας Του εις Ιερουσαλήμ το φρικτόν γεγονός ότι ήθελε σταυρωθή. Ούτω απεκάλυψεν αυτοίς το μέλλον μόνον εφ' όσον ηδύναντο να το βαστάσωσι, και τότε δε, όπως παραμυθήση την αγωνίαν των και στηρίξη την πίστιν των, προείπεν εναργέστατα, ότι τη τρίτη ημέρα θα εγερθή πάλιν.
Αλλά το ανθρώπινον πνεύμα έχει παράδοξον ικανότητα εις το ν' απορρίπτη εκείνο το οποίον αδυνατεί να εννοήση. Οι Ευαγγελισταί πιστοί και απλοϊκοί εν τη μαρτυρία των, ουδέποτε κρύπτουσιν αφ' ημών την αμβλύτητα της πνευματικής διορατικότητός των, ουδέ την επικράτησιν των Ιουδαίων προκαταλήψεων επί του πνεύματός των. Ομολογούσι προς ημάς πως ενίοτε εξελάμβανον κατά γράμμα ό,τι ήτο τροπικόν, και τανάπαλιν. Ηχούσαν οι Απόστολοι την αγγελίαν, αλλά δεν την κατενόησαν. «Ου συνήκαν τα λεγόμενα, και απεκρύβη απ' αυτόν, ώστε μη νοήσαι». Τώρα, καθώς πολλάκις άλλοτε, υπερφυής φόβος κατέλαβεν αυτούς, και ηυλαβούντο να τον ερωτήσουν. Η περί της τελετής Του πρόρρησις ήτο τόσον αλλοτρία από της συνήθους έξεως τον σκέψεών των, ώστε την έβαλαν κατά μέρος ως ασυνάρμοστον και ακατάληπτον, ως μυστήριόν τι εις ό δεν ηδύναντο να εμβαθύνωσι· και όσον αφορά την ανάστασιν, όταν και πάλιν προεφητεύθη αύτη εις τους πνευματικωτέρους εν αυτοίς, ήρχισαν μόνον να συζητώσι προς αλλήλους τι άρα εσήμαινεν η εκ νεκρών έγερσις.
Αλλ' ο Πέτρος, εν τη ορμητικότητί του, ενόμισεν ότι ενόησε, και ενόμισεν ότι ηδύνατο να προλάβη· και ούτω διέκοψε τας επισήμους εκείνας εκφράσεις διά του αμαθούς και αλαζονικού ζήλου του. Το συναίσθημα ότι εδόθη αυτώ να νοήση και να εκφράση νέαν και ισχυράν αλήθειαν, ομού με το λαμπρόν εγκώμιον και την επαγγελίαν την οποίαν αρτίως είχε λάβη, συνετέλεσαν να φυσιώσωσι την διάνοιάν του και ν' αποπλανήνωσι την καρδίαν του. Λαβών τον Ιησούν από της χειρός ή από του ιματίου, τον είλκυσεν έν ή δύο βήματα παράμερα από τους άλλους μαθητάς, και ήρχισε να συμβουλεύη, να διδάσκη, να επιτιμά τον Ιησούν. «Ιλεώς Σοι, Κύριε» είπε, Θεός φυλάξοι, τούτο δεν θα γείνη εις Σε!
Αλλ' ο Κύριος, εν αγανακτήσει, εις επήκοον πάντων, τον ήλεγξεν: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! σκάνδαλόν μου ει· δη ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων». Αύτη η σαρκική και παχυλή και ανθρωπίνη σκέψις σου, αύτη η απόπειρα όπως με αποτρέψης από το βάπτισμα του θανάτου, είνε αμάρτημα κατά των σκοπών του Θεού. Ο Πέτρος ώφειλε να μάθη — είθε και η εκκλησία εκείνη, ήτις επαγγέλλεται ότι έχει κληρονομήσει απ' αυτού τας αποκλειστικάς και υπερανθρώπους αξιώσεις της να είχε μάθη εν καιρώ! — ότι πόρρω απείχε του να είνε αναμάρτητος, και ότι «ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση.
«Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!» αυτάς τας ιδίας λέξεις τας οποίας είχε μεταχειρισθή προς τον πειράζοντα εν τη ερήμω. Σημειωτέων ότι ενταύθα η εβραϊκή λέξις Σ α τ ά ν σημμαίνει απλώς τον εναντίον, τον πολέμιον. Και ονομάσας τον Πέτρον «σκάνδαλον» ο Κύριος, ίσως έκαμνε πάλιν υπαινιγμόν εις το όνομά του. (Λίθος προσκόμματος, και σκανδάλου π έ τ ρ α).
Αλλ' αφού ούτω επετίμησε τον κορυφαίον των Αποστόλων Του, ο Κύριος ευδόκησε να λάβη εκ του επεισοδίου τούτου αφορμήν προς βαθυτάτην διδασκαλίαν, την οποίαν απηύθυνε προς τε τους μαθητάς Του και προς πάντας. Μανθάνομεν εκ του Ευαγγελιστού Μάρκου ότι και εις τα απώτερα ταύτα μέρη τα βήματά Του παρηκολουθούντο ενίοτε από πλήθη, τα οποία συνήθως εβάδιζαν είς τινα απόστασιν απ' Αυτού και των μαθητών Του, αλλ' ενίοτε εκαλούντο πλησίον Του όπως ακούσωσι τους χαριτοβρύτους λόγους του στόματός Του. Απευθυνόμενος λοιπόν προς αυτούς ο Ιησούς, εδίδαξε την υψίστην αρετήν της αυτοθυσίας. «Τι ωφελήσει άνθρωπος εάν όλον τον κόσμον κερδήση και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» Ενταύθα επροφήτευσεν ο Ιησούς ότι ήσαν τινες «των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι τον Υιόν του Ανθρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία Αυτού.» Εάν εδώ η βασιλεία του Υιού του Ανθρώπου νοείται εν αρχετύπως πνευματική έννοια, δεν θα είνε δύσκολον να εννοήσωμεν την προφητείαν ταύτην εν τη εκδοχή ότι, πριν όλοι μεταστώσιν εκ του προσκαίρου κόσμου, τα θεμέλια της βασιλείας εκείνης θα κατετίθετο διά πάντοτε. Τρεις εκ των μαθητών έμελλον να Τον ίδωσιν αμέσως μεταμορφούμενον· όλοι εκτός ενός έμελλον να γείνωσι μάρτυρες της αναστάσεώς Του· είς τουλάχιστον, ο ηγαπημένος μαθητής, έμελλε να επιζήση τη αλώσει της Ιερουσαλήμ και τη καταστροφή του Ναού, τα οποία θα καθίστων αδύνατον πάσαν κατά γράμμα πλήρωσιν του Μωσαϊκού νόμου. Και η προφητεία δυνατόν να είχε βαθύτερα ακόμη νοήματα, νοήματα πραγματικώτερα άμα και πνευματικώτερα. «Εάν θέλωμεν να μη φοβώμεθα τον θάνατον, λέγει ο Άγιος Αμβρόσιος, ας ιστάμεθα όπου είνε ο Χριστός· ο Χριστός είνε η ζωή ημών· είνε η ζωή αυτή, ήτις δεν δύναται ν' αποθάνη.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΣΤ'.
Η Μεταμόρφωσις
Θαβώρ και Ερμών. — Μωυσής και Ηλίας. — «Τα περί της εξόδου Αυτού». —
Έξαλλοι λόγοι του Πέτρου. — Η φωνή εξ ουρανών. — «Συ το άχρονον φως».
«Και ταύτην την φωνήν εξ ουρανού ημείς ηκούσαμεν συν Αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω». (Πέτρ. Β'. α'. 18.)
«Διά της εν γνόφω θείας ομφής το πρόσωπόν ποτε εδοξάσθη Μωσής·
Χριστός δε ως ιμάτιον φως και δόξαν αναβάλλεται». (Κοσμάς ο Ποιητής.)
Ουδείς των Ευαγγελιστών μας λέγει τι περί της εβδομάδος ήτις επηκολούθησε μετά την μεγάλην ομολογίαν του Πέτρου. Μας λέγουσι μόνον ότι μεθ' ημέρας έξ παρέλαβεν ο Ιησούς τον Πέτρον, και Ιάκωβον, και Ιωάννην, «και αναφέρει αυτούς εις όρος υψηλόν κατ' ιδίαν».
Η αρχαία παράδοσις είνε, ότι το όρος τούτο ήτο το Θαβώρ, και κατά την 6 Αυγούστου, ότε εορτάζεται η Μεταμόρφωσις εν τη Ελληνική Εκκλησία, πολλοί προσκυνηταί μεταβαίνουσιν ακόμη εις το όρος Θαβώρ, όπου τρεις παλαιαί εκκλησίαι και έν μοναστήριον προσμαρτυρούσι την αρχαιότητα της παραδόσεως. Πολλοί κριτικοί όμως, επιχωρίως μελετήσαντες το πράγμα, πιθανολογούσιν ότι η Μεταμόρφωσις συνέβη μάλλον επί του όρους Ερμών. Και ο στίχος του προφητάνακτος συνάπτει διθυραμβικώς τα δύο ταύτα μεγαλοπρεπή όρη, λέγων: «Θαβώρ και Ερμών εν τω ονόματί Σου αγαλλιάσονται».
Ήτο εσπερινή ώρα όταν ανέβαινε το όρος· και καθώς ανήρχετο την κλιτύν μετά των τριών εκλεκτών μαρτύρων Του «των υιών της Βροντής, και του ανθρώπου του Βράχου (της Πέτρας)», βεβαίως ένθεος αγαλλίασις εύφρανε την ψυχήν Του· το αίσθημα ου μόνον της γαλήνης, την οποίαν η κοινωνία εκείνη μετά του Πατρός Του, η διά της εν μονώσει προσευχής επί του όρους, θα εδαψίλευεν εις το πνεύμα Του, αλλ' έτι περισσότερον ή τούτο, το αίσθημα ότι θα υπεστηρίζετο κατά την επερχομένην ώραν της υπερτάτης δοκιμασίας δι' υπηρεσιών ουχί γηίνων. Ανήρχετο διά να ετοιμασθή προς τον θάνατον, και προσέλαβε τους τρεις Αποστόλους Του μεθ' Εαυτού, όπως «επόπται γενηθέντες της Εκείνου μεγαλειότητος», και «θεασάμενοι την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός, πλήρους χάριτος και αληθείας», αισθανθώσι τας καρδίας των ενδυναμουμένας, την πίστιν των κρατυνομένην, όπως προσβλέψωσιν ακλόνητοι εις την άρρητον ταπείνωσιν του Σταυρού. «Προ του Σταυρού Σου, Κύριε, όρος ουρανόν εμιμείτο, νεφέλη ως σκηνή εφηπλούτο».
Εκεί λοιπόν ο Σωτήρ ήρχισε να προσεύχεται, και καθώς προσηύχετο, μετηρσιώθη από των μόχθων και της αθλιότητος του κόσμου, όστις Τον είχεν απορρίψει. «Μεταμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον Αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια Αυτού εγένετο λευκά ως το φως». Περιεβλήθη άφνω τοσαύτην αίγλην υπερφυούς δόξης και λαμπρότητος, ώστε το φως, η χιών, η αστραπή είνε τα μόνα πράγματα προς ά οι Ευαγγελισταί δύνανται να παραβάλωσι την ουράνιον εκείνην λάμψιν. Και ιδού! δύο μορφαί ώφθησαν πλησίον Αυτού. Το ι δ ο ύ τούτο εμφαίνει πόσον ισχυρά ήτο η εντύπωσις την οποίαν η σκηνή αύτη ενεποίησεν εις την φαντασίαν των παρισταμένων. Οι δύο, οίτινες επεφάνησαν Αυτώ, ήσαν οι αντιπρόσωποι του Νόμου και των προφητών, οι δύο επιφανέστατοι και λαμπρότατοι άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας. Αμφότεροι είχον μεταστή από του κόσμου τούτου μυστηριώδει τω τρόπω. Αμφότεροι ήσαν οι πρόκριτοι του Νόμου, ενώ οι τρεις μαθηταί ήσαν οι πρόκριτοι της Χάριτος· ο είς των δύο εφαίνετο ως να ήρχετο εξ ουρανού, οι τρεις Απόστολοι ήσαν εκ της γης, και ο Μωυσής εκ των καταχθονίων. Αμφότεροι, καθώς ο Μείζων τούτων προς ον ελάλουν, είχον υποφέρει την υπερφυά εκείνην νηστείαν των τεσσαράκοντα ημερών και τεσσαράκοντα νυκτών· αμφότεροι εγένοντο θεόπται επί του όρους Χωρήβ. Και τώρα ήρχοντο επισήμως ίνα παρακαταθέσωσιν εις χείρας Του την δάνιον και λήξασαν εξουσίαν των.
Ίσταντο πλησίον Του, εν σχήματι σεβασμού και υποκλίσεως, αι δύο μεγάλαι μορφαί του Μωυσέως και του Ηλία, και ελάλουν «τα περί της εξόδου (ήτοι της τελευτής) Αυτού, ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ».
Και τότε οι τρεις Απόστολοι έπεσον πρηνείς εις την γην, μη ισχύοντες ν' ατενίσωσιν εις το καταπληκτικόν θέαμα. Και τότε ο Πέτρος, έκθαμβος, παράφορος, άλλος εξ άλλου γεγονώς, μη γνωρίζων τι έλεγε· μη γνωρίζων ότι ο Γολγοθάς θα ήτο θέαμα ασυγκρίτως λαμπρότερον ή το Θαβώρ· μη γνωρίζων ότι ο Νόμος και οι Προφήται τώρα επληρούντο· μη γνωρίζων πληρέστερον ότι ο Κύριός Του ήτο ανεκλαλήτως μεγαλείτερος και από τον Νομοθέτην του Σινά και από τον εκδικητήν του Καρμήλου, ανεφώνησε, «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι πονήσωμεν ουν τρεις σκηνάς, Σοι μίαν, και μίαν Μωυσή, και μίαν Ηλία». Οι Απόστολοι ανεγνώρισαν τας δύο μορφάς, όχι μόνον από τα γνωρίσματά των τα οποία ήσαν γνωστά εις τον Ιουδαϊκόν λαόν, της περιβολής και του σχήματος εκατέρου, αλλά και από τους λόγους τους οποίους έλεγον μετά τρόμου και σεβασμού προς τον Κύριον, «περί της εξόδου Αυτού» της διά του Σταυρού. Αλλά δεν απέκειτο εις τον Πέτρον να μεταβάλη την ιστορίαν του πεπολιτισμένου κόσμου κατ' αρέσκειαν. Ώφειλε και έμελλε να μάθη την έννοιαν του Γολγοθά ουχ' ήτον ή την του Θαβώρ. Όχι εν γνόφω και θυέλλη ή εν πυρίνω άρματι έμελλε να παρέλθη απ' αυτών ο Ιησούς, αλλά με τους βραχίονας τεταμένους εν αγωνία επί του επαράτου ξύλου· όχι μεταξύ του Μωυσέως και του Ηλία, αλλά μεταξύ δύο ληστών, σταυρωθέντων μετ' αυτού, «εντεύθεν και εντεύθεν».
Απαντήσις άλλη δεν εδόθη εις τους εξάλλους και ονειρώδεις λόγους του· αλλά καθώς ελάλει, νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και φωνή εξήλθεν εκ της νεφέλης λέγουσα: «Ούτος εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα· Αυτού ακούετε». Οι μαθηταί πρηνείς έκρυψαν τας όψεις των εις την χλόην. Και όταν ανέκυψαν και προέβλεψαν, ουδένα άλλον είδον ειμή τον Ιησούν. Ήσαν οι τρεις μόνοι μετ' Εκείνου. Αλλ' εφοβούντο να κινηθώσιν ή να ομιλήσωσιν. Αλλ' ο Ιησούς, με την συνήθη ανθρωπίνην όψιν Του ήλθε προς αυτούς, τους έψαυσε, και είπεν: «Εγέρθητε, και μη φοβείσθε».
Και ούτω διηύγασεν η ημέρα εις το Θαβώρ και κατέβαινον το όρος· και καθώς κατέβαινον, τους προσέταξε να μη είπωσιν εις κανένα ό,τι είδον άχρις ου ο Υιός του Ανθρώπου εκ νεκρών αναστή. Τώρα δεν ήτο καιρός να ομιλήσωσι. Μετά την ανάστασιν η πίστις όλων θα εκρατύνετο, και δεν θα υπήρχε πλέον αντιζηλίαι μεταξύ των. Ετήρησαν οι τρεις το πρόσταγμα του Χριστού, αλλά μόνον ηρώτων αλλήλους, ή ανελογίζοντο εν σιωπή τι έμελλε να είνε τάχα αυτή η εκ νεκρών ανάστασις. Και άλλο σπουδαίον ζήτημα εβάρυνεν εις το πνεύμα των. Είχον ιδεί τον Ηλίαν. Εγίνωσκον ήδη πληρέστερον είπερ ποτέ ότι ο Κύριός των ήτο τω όντι ο Χριστός. Αλλ' όμως πώς λέγουσιν οι Γραμματείς (και δεν είχον οι Γραμματείς την προφητείαν του Μαλαχίου προς χάριν των) ότι ο Ηλίας μέλλει να έλθει πρώτον και ν' αποκαταστήση πάντα; Και τότε ο Κύριος ημών πραέως τους ωδήγησε να εννοήσωσιν ότι ο Ηλίας, ήλθεν ήδη, και δεν ανεγνωρίσθη, και έλαβεν από το έθνος του τον αυτόν κλήρον, όστις έμελλε τάχιστα να έλθη και εις Εκείνον τον οποίον αυτός, προκατήγγειλε. Τότε ενόησαν ότι ωμίλει αυτοίς περί Ιωάννου του Βαπτιστού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΖ'.
Ο δαιμονιζόμενος νεανίσκος
Οι Μαθηταί και οι Γραματείς. — Η ίασις του δαιμονιζομένου. — «Πίστιν ως κόκκον συνάπεως». — Φιλονικεία περί του τις ο μείζων. — , «Εάν μη γένησθε ως το παιδίον τούτο». — Η ερώτησις του Ιωάννου. — Ο ανελεήμων δανειστής.
Η φαντασία όλων των αναγνωστών των Ευαγγελίων επλήγη από την αντίθεσιν την μεταξύ της ειρήνης, της δόξης, της θείας επικοινωνίας των υψωμάτων του όρους, και της συγχύσεως, της λύπης, της απιστίας, της αγωνίας, τα οποία εχαρακτήρισαν την πρώτην σκηνήν ήτις παρέστη εις τα όμματα του Ιησού και των Αποστόλων του άμα κατελθόντων εις τα χθαμαλά εδάφη του ανθρωπίνου βίου.
Διότι κατά την απουσίαν των επήλθε συμβεβηκός τι, το οποίον ενέπλησε τους άλλους μαθητάς ταραχής και εξάψεως. Είδον πλήθος συνηθροισμένον και Γραμματείς μετ' αυτών, οίτινες μετά ερίδων και απειλών εστενοχώρουν και κατεδίωκον την ηλαττωμένην ομάδα των εκκλεκτών φίλων του Χριστού.
Αίφνης εν μέσω της κρίσεως ταύτης το πλήθος βλέπει τον Ιησούν. Κάτι εις την όψιν Του, ασυνήθης τις μεγαλειότης, φθίνουσα τις μαρμαρυγή, τους επλήρωσεν εκπλήξεως, και έτρεξαν προς Αυτόν μετά προσρήσεων. Τις η φιλονικεία σας προς αυτούς; ερωτά απτόητος τους Γραμματείς. Αλλ' οι Γραμματείς δεν ήθελον και οι μαθηταί δεν ετόλμων να δώσωσιν απάντησιν. Τότε εκ μέσου του πλήθους εξήλθεν είς άνθρωπος, όστις γονυπετήσας έμπροσθεν του Ιησού, έκραζε μεγάλη τη φωνή, «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει». Είχε φέρει τον άθλιον πάσχοντα εις τους μαθητάς, όπως εκδιώξωσι το πονηρόν πνεύμα, και η αποτυχία των έδωκεν αφορμήν εις τα σκώμματα των Γραμματέων.
Όλη η σκηνή ελύπησε τον Ιησούν κατάκαρδα. «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, εφώνησεν· έως πότε έσομαι μεθ' υμών, έως πότε ανέξομαι υμάς;» Η κραυγή αύτη της αγανακτήσεως εφαίνετο απευθυνομένη προς πάντας· προς το απλώς περίεργον πλήθος, προς τους κακοβούλους Γραμματείς, προς τους βραδείς την πίστιν και κλονουμένους μαθητάς. «Φέρετε Μοι αυτόν ώδε».
Ο ταλαίπωρος νέος εκομίσθη, και μόλις το όμμα του έπεσεν επί τον Ιησούν, κατελείφθη υπό δεινού παροξυσμού του νοσήματος. Έπεσεν εις το έδαφος μετά βιαίων σπασμών, κ' εκυλίσθη με αφρίζοντα χείλη. Ήτο δεινότατον είδος δαιμονιώδους επιληψίας υφ' ης έπασχεν.
Ο Ιησούς εβράδυνεν ολίγον. Ήθελε να στηρίξη την κλονισμένην πίστιν του πατρός.
«Πόσος χρόνος εστιν εξ ου τούτο συνέβη αυτώ;,» ηρώτησεν ο Κύριος.
«Παιδιόθεν· και πολλάκις έρριψεν αυτόν εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ· αλλ' ε ι τ ι δ ύ ν α σ α ι, βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς».
«Ει δύνασαι; είπεν ο Ιησούς· πάντα δυνατά τω πιστεύοντι».
Τότε ο δύστηνος πατήρ έρρηξε την φωνήν εκείνην, την εξενεχθείσαν υπό εκατοντάδων μυριάδων έκτοτε, και τόσω βαθέως αρμόζουσαν εις γενεάν ήτις, καθώς η ημετέρα, εχαρακτηρίσθη ως άμοιρος μεν πίστεως, αλλά τρομάζουσα προς την απιστίαν: «Π ι σ τ ε ύ ω, Κ ύ ρ ι ε· β ο ή θ ε ι μ ο υ τ η α π ι σ τ ί α».
Εν τω μεταξύ, εφόσον διήρκει ο βραχύς διάλογος, η συρροή του πλήθους ηύξανεν επί μάλλον, και ο Ιησούς, στραφείς προς τον πάσχοντα, είπε: «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, Εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε απ' αυτού, και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν». Κραυγή τις αγριωτέρα, φοβερώτεροι σπασμοί επηκολούθησαν τους λόγους τούτους, και είτα ο νεανίσκος έκειτο επί του εδάφους, όχι πλέον ασπαίρων και αφρίζων, αλλ' ακίνητος ως νεκρός. Τινές δε είπον, «Απέθανεν». Αλλ' ο Ιησούς τον έλαβεν από της χειρός, και εν μέσω των επιφωνημάτων της εκπλήξεως του πλήθους, τον απέδωκεν εις τον πατέρα του, ήσυχον και υγιά.
Ο Ιησούς είχε δώσει προηγουμένως εις τους μαθητάς Του την δύναμιν να εκβάλλωσι δαιμόνια, και η δύναμις μάλιστα εξησκήθη επ' ονόματι Του υπό τινων οίτινες δεν ήσαν μεταξύ των ανεγνωρισμένων μαθητών Του. Ουδέ είχον αποτύχη πρότερον. Φυσικόν άρα ήτο να Τον ερωτήσωσι το αίτιον της παρούσης αδυναμίας των. Είπε δε αυτοίς παρρησία ότι, διά την απιστίαν αυτών δεν ηδυνήθησαν να εκβάλωσι το δαιμόνιον. Δυνατόν η αίσθησις της απουσίας Του να τους εξησθένισε. Τους εδίδαξε προσέτι δύο μεγάλα μαθήματα. Πρώτον, ότι υπάρχουσι νοσήματα πνευματικά άμα και σωματικά και ηθικά, εξ αμαρτιών και διά της συνεργείας του εχθρού προσφυόμενα εις τους ανθρώπους, τα οποία δεν δύνανται να εξορκισθώσιν ειμή διά προσευχής και νηστείας. «Τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ειμή εν προσευχή και νηστεία». Δεύτερον, ότι εις την τελείαν πίστιν όλα είνε δυνατά. Εάν έχη τις πίστιν, ως κόκκον σινάπεως, θα ηδύνατο να είπη εις το όρος τούτο, «Εγέρθητι εντεύθεν, και βλήθητι εις την θάλασσαν, και γενήσεται».
Ο Ιησούς είχε φθάσει ήδη εις το βόρειον άκρον της Αγίας Γης, και ήρχισε να στρέφεται προς τα οπίσω. Βλέπομεν εκ του Ευαγγελιστού Μάρκου ότι η επιστροφή Του ήτο εσκεμμένως κρυφία και ιδιωτική, ίσως διά των ορέων και κοιλάδων της Άνω Γαλιλαίας προς τα δυτικά του Ιορδάνου. Ο σκοπός Του δεν ήτο, πλέον να διδάσκη τα πλήθη, τα οποία είχον αποπλανηθή και τον απέρριψαν, αλλά να εξακολουθήση το ουσιωδέστερον εκείνο έργον, την διδασκαλίαν και μόρφωσιν των Αποστόλων Του. Και τώρα το διαρκές υποκείμενον της διδασκαλίας Του, ήτο η εγγίζουσα παράδοσίς Του, ο θάνατος και η ανάστασις. Αλλ' ωμίλει προς βραδείς την καρδίαν και αμβλείς, οίτινες και ηγνόουν και δεν ετόλμων να ερωτήσωσι. Το μόνον πράγμα το οποίον φαίνεται να ησθάνοντο βαθέως ήτο, ότι παράδοξος τις έκβασις της ζωής του Χριστού, συνοδευομένη από τινος μεγάλης αναπτύξως της βασιλείας του Μεσσίου, επέκειτο· και τούτο επέφερεν επ' αυτούς το μόνον αποτέλεσμα το οποίον δεν έπρεπε να επιφέρη. Αντί να κεντρίζη την αυταπαρνησίαν των, εξήγειρε την φιλοδοξίαν των· αντί να κρατύνη την αγάπην και την ταπείνωσίν των, διήγειρεν αυτούς εις ζηλοτυπίαν και υπερηφανίαν. Καθ' οδόν ενθυμούμενοι ίσως την προτίμησιν την απονεμηθείσαν εν τω Θαβωρίω εις τον Πέτρον και τους υιούς του Ζεβεδαίου συνεζήτουν προς αλλήλους, «Τις εξ αυτών ήτο ο μεγαλείτερος;»
Όταν έφθασαν εις Καπερναούμ και ήσαν εν τη οικία, ο Κύριος τους ηρώτησε, «Τι συνεζήτουν προς αλλήλους εν τη οδώ;» Βαθεία συστολή τους έκαμε να σιωπώσι, και η σιωπή αύτη ήτο η ευγλωττοτέρα ομολογία των ενόχων φιλοδοξιών των. Τότε καθίσας, τους εδίδαξε πάλιν ότι εκείνος όστις ήθελε να είνε πρώτος ώφειλε να είνε ο πάντων έσχατος, και διάκονος πάντων, και ότι η οδός η άγουσα προς την τιμήν είνε η ταπείνωσις. Θελήσας δε να εξάρη το μάθημα τούτο δι' ορατού συμβόλου αβροτάτης τρυφερότητος και καλλονής, εκάλεσε προς Εαυτόν έν μικρόν παιδίον, και το έστησεν εις το μέσον, και λαβών τούτο εις τους αχράντους βραχίονάς Του, είπε: «Εάν μη γένησθε ως το παιδίον τούτο, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών». Και όστις δέχεται έν τοιούτον παιδίον εν τω ονόματι Αυτού, δέχεται Αυτόν και τον Πατέρα όστις Τον απέστειλεν.
Η έκφρασις «εν τω ονόματί Μου» φαίνεται ότι ενέπνευσεν εις τον Ιωάννην αιφνιδίαν ερώτησιν. Είδον, είπεν ούτος, ένα άνθρωπον όστις εξέβαλλε δαιμόνια εν τω ονόματι του Χριστού· αλλ' επειδή ο άνθρωπος δεν ήτον εκ των ιδικών των, τον παρεκώλυσαν. Έπραξαν καλώς;,
Ουχί, είπεν ο Ιησούς. Όστις δύναται να πράξη έργα ελέους εν τω ονόματι του Χριστού, ας τα πράξη. «Ό μη ων καθ' ημών μεθ' ημών εστι».
Και είτα αναλαβών τον λόγον Του, έχων το παιδίον ακόμη εις τους βραχίονάς Του, τους ενουθέτητε περί της φοβεράς ενοχής και του κινδύνου του να προσβάλη τις, να δελεάση, ν' αποπλανήση από της οδού της ακακίας και της ευθύτητος, να διδάξη άνομόν τι πράγμα, να υποβάλη πονηράν τινα σκέψιν εις έν των μικρών τούτων, «Προσέχετε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων· λέγω γαρ υμίν ότι οι άγγελοι αυτών εν τοις ουρανοίς διαπαντός βλέπουσι το πρόσωπον του Πατρός Μου του εν ουρανοίς». Τοιούτους ανόμους ανθρώπους και εκμαυλιστάς, τοιούτους ανθρώπους εκτελεστάς των έργων του διαβόλου (εδώ μετεχειρίσθη πικροτέρας λέξεις ή όσας ποτέ εξέφερε) σκληροτέρα τιμωρία τους περιμένει, παρά να είχε κρεμασθή μύλος ονικός περί τον τράχηλον αυτών και να ερρίπτοντο εις την θάλασσαν».
Προβαίνει δε και διδάσκει τους μαθητάς Του ότι προκριτωτέρα θα ήτο πάσα θυσία οσονδήποτε μεγάλη, αν τους καθίστα ικανούς ν' αποφύγωσι πάντα ενδεχόμενον πειρασμόν, όπως παρεμβάλλωσι σκάνδαλα εις την οδόν των ψυχών των ή των ψυχών των άλλων. Καλλίτερον να κόψης την δεξιάν σου χείρα, καλλίτερον να κόψης τον δεξιόν πόδα, καλλίτερον να εξορύξης τον δεξιόν οφθαλμόν, παρά να έχης δύο χείρας, δύο πόδας, και δύο οφθαλμούς και να εισέλθης εις την Γέενναν του πυρός την καιομένην, «όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται». Καλλίτερον να πνιγής εις αυτόν τον κόσμον με μύλον ονικόν περί τον τράχηλον, παρά να φέρης τον ηθικόν εκείνον και πνευματικόν μύλον του απολεμήτου πειρασμού, όστις δύναται να πνίξη την απηλλοτριωμένην ψυχήν εν τη ενοχή και τη απογνώσει. Καθώς το άλας ρίπτεται επί πάσης θυσίας προς καθαρισμόν, ούτως οφείλει πάσα ψυχή να καθαρισθή διά του πυρός· διά του πυρός, εάν δέη, της αυστηροτάτης και τρομερωτάτης αυτοθυσίας. Το πυρ τούτο το λεπτύνον, το καθαίρον, το εξαγνίζον, το πυρ της εταστικής αυτοκρίσεως και αυτοαυστηρότητος, ας είνε μετ' αυτών. Το άλας τούτο μηδέποτε να μωρανθή, και το πυρ ταύτο να μη μαρανθή πώποτε. «Έχετε άλας εν εαυτοίς, και έστε εν ειρήνη προς αλλήλους».
Και διά να κρατύνη το χρέος της αμοιβαίας ταύτης ειρήνης, το οποίον είχον παραβή, και διά να τους δείξη ότι, όσον βαθεία και αν είνε η οργή του Θεού εναντίον εκείνων οίτινες οδηγούσι σκολιώς τους άλλους, αυτοί οφείλουσι να μη θάλπωσί ποτε μίσος μηδέ κατ' εκείνων οίτινες βαρύτατα τους ηδίκησαν, εδίδαξεν αυτούς πως, πρώτον διά ιδιαιτέρας εξηγήσεως, είτα, εν ανάγκη, και δι' εκκλήσεως δημοσίας, να φέρωνται λυσιτελέστατα προς αδικούντα αδελφόν. Ο Πέτρος, εν τω αληθεί πνεύματι της Ιουδαϊκής τυπικότητος, επεθύμει να μάθη ορισμένως, ποσάκις πρέπει να συγχωρώμεν τον εχθρόν. Οι Ραββίνοι έλεγον ότι δις ή τρις πρέπει να δίδεται η συγχώρησις. Αλλ' ο Χριστός εδίδαξεν ότι ο αριθμός των συγχωρήσεων πρέπει να είναι κατ' ουσίαν απεριόριστος. Εβδομηκοντάκις επτά, είπεν — όσας φοράς ο Λάμεχ απαιτεί εκδίκησιν εν τη Γ ε ν έ σ ε ι του Μωυσέως. Εξήρε δε την διδασκαλίαν ταύτην διά της ωραίας παραβολής του δούλου, όστις, ενώ ο βασιλεύς του τού εχάρισε μύρια τάλαντα, ευθύς ύστερον συνέλαβε τον σύνδουλόν του από του λαιμού, και δεν ήθελε να χαρίση ελεεινόν μικρόν χρέος εκατόν δηναρίων, ποσόν 1,250,000 μικρότερον από εκείνο το οποίον είχεν αφεθή εις αυτόν. Το παιδίον το οποίον εκράτει ο Ιησούς εις τους βραχίονάς Του θα ηδύνατο να εννοήση την παραβολήν ταύτην· αλλ' όμως πόσον βαθυτέρα πρέπει να είνε η έννοια της προς ημάς, οίτινες ανετράφημεν παιδιόθεν εν τη γνώσει της θείας αγάπης Του, ή όσον θα ήτο καθ' ον χρόνον ελαλήθη, και εις αυτόν τον Πέτρον ή τον Ιωάννην!
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΗ'.
Βραχεία διατριβή εις Καπερναούμ
Ο φόρος του Ναού. — Η απαίτησίς του από του Πέτρου. — Η απόκρισις του Αποστόλου. — Ο στατήρ εις το στόμα του ιχθύος. — Ιδιάζοντες χαρακτήρες του θαύματος. — Όπου ο Λυτρωτής πληρώνει λύτρα.
Έν ακόμη συμβεβηκώς, μνημονευόμενον υπό μόνον του Ματθαίου, εχαρακτήρισε την βραχείαν διατριβήν Του εις Καπερναούμ.
Εξ αμνημονεύτων χρόνων ήτο συνήθεια να συλλέγωσιν ένα φόρον προς διατήρησιν του Ναού, ήμισυ σεκέλ κατ' έτος, από πάντα Ιουδαίον όστις είχε φθάσει εις ηλικίαν είκοσιν ετών, ως «λύτρον υπέρ της ψυχής αυτού τω Κυρίω». Ο φόρος επληρώνετο υπό παντός Ιουδαίου πανταχού του κόσμου, πλουσίου ή πτωχού, όπως δειχθή ότι αι ψυχαί πάντων είνε ίσαι ενώπιον του Θεού. Διά του φόρου τούτου συνελέγοντο μεγάλα ποσά χρημάτων, τα οποία εστέλοντο εις Ιερουσαλήμ δι' ιεροπομπών, όπως τας ονομάζη ο Φίλων.
Ευθύς άμα τη εις Καπερναούμ επανόδω του Κυρίου ήλθον, λοιπόν, «οι τα δίδραχμα, συλλέγοντες» (δίδραχμον είνε το ήμισυ σεκέλ τετράδραχμον δε το ακέραιον), και ηρώτησαν τον Πέτρον: — Ο διδάσκαλός σας δεν πληρώνει τα δίδραχμα;
Το υποκείμενον τούτο παρέχει δύο δυσκολίας. — Πρώτον, διατί από τον Κύριον δεν εζήτησαν την εισφοράν κατά τα προλαβόντα έτη; και δεύτερον διατί τώρα εζητείτο κατά φθινόπωρον, ότε προσήγγιζεν η εορτή της Σκηνοπηγίας, αντί να ζητηθή κατά τον μήνα Αδάρ, έν εξάμηνον πρωιμώτερα; Αι απαντήσεις φαίνεται να είνε, ότι ιερείς και εξέχοντες Ραββίνοι εθεωρούντο ως εξηρημένοι του φόρου· ότι η συχνή απουσία του Κυρίου από της Καπερναούμ είχεν επιφέρει αταξίαν τινά, και ότι επετρέπετο να πληρώνωνται καθυστερούντα μετά τινα χρόνον.
Το γεγονός ότι οι εισπράκτορες απηυθύνθησαν προς τον Πέτρον αντί ν' απευθυνθώσι προς Αυτόν τον Ιησούν, είνε άλλη εκ των πολυαρίθμων ενδείξεων του φόβου τον οποίον ενέπνεε και εις των ασπονδοτέρων εχθρών Του τας καρδίας, καθότι, κατά πάσαν πιθανότητα, η απαίτησις του φόρου εγένετο εν τη επιθυμία του να καταθλίψωσι τον βίον Του και να παραβλέψωσι το αξίωμά του. Αλλ' ο Πέτρος, με την συνήθη αυτώ ορμητικήν ετοιμότητα, χωρίς να περιμένη, ως έπρεπε, να συμβουλευθή τον Διδάσκαλόν του, απήντησε, «Ναι».
Εάν εσκέπτετο ολίγω επί μακρότερον, εάν περισσοτέρα εγνώριζεν, εάν ανεπόλει τουλάχιστον την ιδίαν του μεγάλην ομολογίαν την προσφάτως γενομένην, η απάντησίς του δυνατόν να μην ήρχετο μετά τόσης γοργότητος. Το αργύριον τούτο ήτο, οπωσδήποτε, εν τη πρώτη σημασία του, λύτρον της ψυχής εκάστου των εισφερόντων· και πώς ηδύνατο ο Λυτρωτής, όστις απελύτρωσεν όλας τας ψυχάς διά της θυσίας της ζωής Του, να πληρώσει λύτρα διά την άμωμον ψυχήν Του; Ήτο δε και φόρος διά τας υπηρεσίας του Ναού. Πώς άρα ηδύνατο να οφείλεται υπ' Εκείνου τον οποίου το θνητόν σκήνωμα ήτο ο νέος πνευματικός Ναός του ζώντος Θεού; Ούτος έμελλε να εισέλθη εις τα Άγια των Αγίων διά της θυσίας του ιδίου αίματός Του. Επλήρωσεν ό,τι δεν ώφειλεν, όπως σώση ημάς απ' εκείνου το οποίον ωφείλομεν, αλλά δεν ηδυνάμεθα να πληρώσωμεν ποτέ.
Επομένως, όταν ο Πέτρος εισήλθεν εις την οικίαν, συναισθανθείς ίσως εν τω μεταξύ ότι η απάντησίς του υπήρξε πρόωρος, ίσως δε και αναλογισθείς ότι κατ' εκείνην την στιγμήν δεν υπήρχον πόροι ούτε προς απότισιν του ευτελούς τούτου ποσού εις τον πενιχρόν των γλωσσόκομον, ο Ιησούς, χωρίς να περιμένη έκφρασίν τινα της αμηχανίας του Αποστόλου, είπεν αυτώ, «Τι φρονείς, Σίμων; οι βασιλείς της γης από τίνας λαμβάνουσι τους φόρους; από τους υιούς των, ή από όσους δεν είνε τέκνα των;»
«Από όσους δεν είνε τέκνα των», απήντησεν ο Πέτρος.
«Τότε, είπεν ο Ιησούς, οι υιοί είνε ελεύθεροι». Εγώ, ο Υιός του Μεγάλου Βασιλέως, και συ δε, όστις είσαι ωσαύτως, υιός Του κατά χάριν και υιοθεσίαν, δεν είμεθα υπόχρεοι να πληρώσωμεν αυτόν τον φόρον. Εάν δε τον πληρώσωμεν, η πληρωμή θα είνε πράγμα, όχι θετικής υποχρεώσεως, όπως έκριναν τελευταίον οι Φαρισαίοι, αλλ' ελευθέρας και προθύμου δόσεως.
Υπάρχει τι το ωραίον και τερπνόν μάλιστα εις τον αβρόν τούτον τρόπον του δείξαι εις τον ορμητικόν Απόστολον το δίλημμα εις ό η εσπευσμένη απόκρισίς του ενέβαλε τον Κύριόν του. Βλέπομεν εν τούτω, ως παρετήρησεν είς των νεωτέρων μεταρρυθμιστών, την λεπτοφυά, φιλικήν, φιλόστοργον ομιλητικότητα, ήτις πρέπει να υπήρχε μεταξύ του Χριστού και των μαθητών Του. Φαίνεται δε συγχρόνως ν' αποκαθιστά την αιώνιον αρχήν ότι αι θρησκευτικαί διακονίαι πρέπει να συντηρώνται δι' εκουσίων εισφορών και όχι δι' αναγκαστικής εισπράξεως. Αλλ' όμως, εξηκολούθησεν ο Σωτήρ, διά να μη σκανδαλίσωμεν αυτούς, ύπαγε εις την θάλασσαν, και ρίψον άγκιστρον, και λάβε τον πρώτον ιχθύν όστις θα έλθη· και ανοίξας το στόμα αυτού, θα εύρης ένα στατήρα (είς στατήρ ήτο ισοδύναμος με τετράδραχμον)· τούτον λάβε και δος αυτοίς αντί Εμού και σου».
Εν αυτή τη πράξει της υποταγής, η μεγαλειότης Του απείρως εκλάμπει. Ηθέλησε να πληρώση την εισφοράν, όπως αποφύγη το να προσβάλη τινός τα αισθήματα, και μάλιστα, επειδή ο Απόστολος Του είχεν υποσχεθή τούτο ως εκ μέρους Του· αλλά δεν ηδύνατο να την πληρώση κατά τον συνήθη τρόπον, διότι τούτο θα ήτο ως να διεκύβευε μίαν αρχήν. Υπείκων εις τον νόμον της αγάπης και της υποταγής, ήθελεν ωσαύτως να υπείξη και εις τους νόμους της αξιοπρεπείας και αληθείας. Πληρώνει άρα τον φόρον, αλλά τον λαμβάνει από το στόμα ενός ιχθύος, όπως το μεγαλείον Του αναγνωρισθή.
Όταν ο Χριστομάχος Πάουλος, με την συνήθη βάναυσον φιλοπαιγμοσύνην του, ονομάζη τούτο «θαύμα δι' ήμισυ τάλληρον», αποδεικνύει μόνον την ιδίαν κακήν αντίληψίν του περί των ωραίων ηθικών μαθημάτων τα οποία εμπερικλείονται εις την διήγησιν, και τα οποία εις τούτο, ως και εις πάσαν άλλην περίστασιν, διακρίνουσι τα αληθή θαύματα του Κυρίου από των εν τοις Αποκρύφοις. Και αν επρόκειτο περί θαυμασίας ευρέσεως μυρίων ταλάντων ή χιλιάδων λίτρων χρυσού, ουδείς βεβαίως σοβαρός κριτικός θα έπειθε τον εαυτόν του ή τους άλλους, ότι εις το ποσόν τούτο θα συνίστατο το μεγαλείον του θαύματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΘ'.
Η εορτή της Σκηνοπηγίας
Ερωτήσεις και διχογνωμίαι του πλήθους. — Ο Ιησούς εν τω Ναώ. — «Δαιμόνιον έχεις». — Αγανάκτησις του Συνεδρίου. — «Ποταμοί ύδατος ζώντος». — «Ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο Άνθρωπος». — Δειλή ερώτησις του Νικοδήμου. — Έλεγχος των Φαρισαίων.
Δεν ήτο πιθανόν ότι ο Ιησούς θα εξηκολούθει διατριβών εις Καπερναούμ χωρίς η επίσκεψίς Του να γείνη γνωστή είς τινας των κατοίκων.
Αλλ' είνε πρόδηλον ότι η διατριβή Του εν τη πόλει υπήρξε λίαν βραχεία, και ότι ήτο όλως ιδιωτική. Ο λόγος και το επεισόδιον το μνημονευόμενον εν το προλαβόντι κεφαλαίω είνε τα μόνα αναγραφόμενα εκ ταύτης.
Αλλ' ήτο ήδη φθινόπωρον, και όλη η Γαλιλαία διετέλει εις τον πυρετόν της ετοιμασίας ήτις προηγείτο της αναχωρήσεως της ενιαυσίου συνοδίας των προσκυνητών εις μίαν των τριών μεγάλων του έτους εορτών, την Σκηνοπηγίαν. Η εορτή αύτη εγίνετο εις ανάμνησιν της διόδου των Ισραηλιτών διά της ερήμου, ήγετο δε μετά πολλής χαράς και ευφροσύνης, και εκαλείτο μεταξύ των Ιουδαίων «η εορτή» κατ' εξοχήν. Διήρκει επί επτά ημέρας, από της 15 μέχρι της 21 του μηνός Τισρί, η δε ογδόη ημέρα επανηγυρίζετο δι' ιεράς συνάξεως. Κατά το εφθήμερον τούτο οι Ιουδαίοι, εις ανάμνησιν των εν τη ερήμω περιπλανήσεων, κατοικούν εις μικράς σκηνάς ή καλύβας κατασκευαζομένας εκ κλάβων ελαιών και φοινίκων και πευκών και μύρτων, και έκαστον άτομον έφερεν εις την χείρα κλάδους φοινίκων και ιτεών, ή καρπούς κίτρων και ροδακίνων. Εβδομήκοντα βόες προσεφέροντο εις θυσίαν υπέρ των εβδομήκοντα εθνών του κόσμου (13 την πρώτην ημέραν της εορτής, 12 την β', 11 την γ', 10 την δ', 9 την ε', 8 την στ', και 7 την ζ' ημέραν)· ο Νόμος ανεγινώσκετο καθ' ημέραν, και εν εκάστη των ημερών αι σάλπιγγες του Ναού ήχουν εικοσάκις και άπαξ, μεγαλόφωνον και θριαμβικόν σάλπισμα. Το χαρμόσυνον της εορτής ηύξανεν αναμφιβόλως εκ της περιστάσεως ότι αύτη είπετο μόνον τέσσαρας ημέρας μετά τας σεβασμίας και παρηγόρους τελετάς της μεγάλης ημέρας του Ιλασμού, καθ' ην εγίνετο πάνδημος αγνισμός υπέρ των αμαρτιών του λαού.
Την προτεραίαν της αναχωρήσεως των διά την εορτήν ταύτην, οι συγγενείς και οικείοι του Κυρίου ημών (εκείνοι οίτινες εν τοις Ευαγγελίοις καλούνται αείποτε «οι αδελφοί Αυτού» (8) καί τινες εκ των απογόνων των οποίων εγνωρίζοντο, εις την αρχαίαν παράδοσιν υπό το όνομα «Οι Δεσπόσυνοι»), ήλθον προς Αυτόν διά τελευταίαν φοράν επί σκοπώ ευπροαιρέτου μεν, αλλ' αλγεινής και αδικαιολογήτου επεμβάσεως. Ούτοι, όπως οι Φαρισαίοι, και όπως το πλήθος, και όπως ο Πέτρος, εφαντάζοντο ότι εγνώριζον καλλίτερον ή αυτός ο Ιησούς ποίαν διαγωγήν ώφειλε να τηρήση, όπως εκτελέση το έργον του και επιταχύνη την καθολικήν αναγνώρισιν των αξιώσεων Του. Ήλθον προς Αυτόν με γλώσσαν επικρίσεως, δυσφορίας, σχεδόν μομφής και επιπλήξεως. — Διατί αυτή η παράλογος και ακατάληπτος μυστικότης; Αύτη εναντιούται εις τας αλώσεις Σου· αποθαρρύνει τους οπαδούς Σου. «Έχεις μαθητάς εν Ιουδαία· «μετάβηθι εντεύθεν, όπως κακείνοι ίδωσι τα έργα ά ποιείς. Ει ταύτα ποιείς, φανέρωσον Σεαυτόν τω κόσμω».
Εάν τοιαύτην ηδύναντο να μετέρχωνται γλώσσαν προς τον Κύριον και Διδάσκαλόν των, εάν ηδύναντο οιονεί ούτω να προκαλώσι την δύναμίν Του εις δοκιμασίαν είνε προδηλότατον ότι η γνώσις των περί Αυτού ήτο τόσον στενή και ανεπαρκής, ώστε να δικαιολογή την θλιβεράν παρένθεσιν του Ευαγγελιστού του ηγαπημένου: «Ουδέ γαρ οι αδελφοί Αυτού επίστευον εις Αυτόν». «Απηλλοτριωμενος εγεννήθη τοις αδελφοίς Αυτού, και ξένος τοις υιοίς της μητρός Αυτού».
Τοιαύτη υπαγόρευσις εκ μέρους των, ο πικρός καρπός της ανυπομόνου κενοδοξίας και της περί τα πνευματικά αγνοίας, απεδείκνυε τω όντι αξιόμεμπτον οίησιν· αλλ' όμως ο Κύριος απήντησεν αυτοίς μετά ηρεμίας: «Ουχί, ο καιρός Μου όπως φανερωθώ τω κόσμω (όστις είνε και ο κόσμος σας προσέτι, και άρα δεν δύναται να σας μισή καθώς μισεί εμέ) ούπω ελήλυθε. Ανάβητε υμείς εις την εορτήν. Εγώ! ούπω αναβαίνω, ότι ο καιρός μου ούπω πεπλήρωται». Ούτως απήντησεν αυτοίς, και έμεινεν εν Γαλιλαία.
Ήτο ουσιώδες διά την ασφάλειαν της θεσπεσίας ζωής Του, ήτις έπρεπε να περατωθή επί έξ μήνας εισέτι, ήτο ουσιώδες διά την εκτέλεσιν των θείων σκοπών Του, οίτινες ήσαν στενώς συνυφασμένοι με τα συμβησόμενα κατά τας ημέρας τας επιούσας, ώστε οι αδελφοί Του να μη γνωρίζωσι περί των σχεδίων Του. Και διά τούτο αφήκεν αυτούς ν' αναχωρήσωσι εν πληρεστάτη αβεβαιότητι αν προυτίθετο ν' ακολουθήση μετ' αυτούς. Επειδή ούτοι ήσαν βέβαιοι ότι πλήθη ανθρώπων θα τους ηρώτων καθ' οδόν αν ο Ιησούς έρχεται εις την εορτήν, αναγκαίον ήτο όπως δύνανται ν' απαντώσι μετά φιλαληθείας, ότι τουλάχιστον ομού μετ' αυτών δεν έρχεται, και ότι, αν θα έλθη πριν λήξη η εορτή αδυνατούσι να είπωσι. Και ότι τούτο πρέπει να συνέβη, και ότι αύτη πρέπει να ήτο η απάντησίς των, είνε προφανές εκ του γεγονότος ότι η μόνη ερώτησις ήτις περιίπτατο από στόμα εις στόμα ανά τας οδούς εκείνας τας πολυθορύβους και πλήρεις κόσμου ήτο: «Πού είνε; Ήλθεν ήδη; Έρχεται;» Κ' επειδή δεν εφαίνετο, όλος ο χαρακτήρ Του, και η αποστολή Του, συνεζητούντο. Αι φράσεις της επιδοκιμασίας ήσαν αόριστοι και δειλαί: «Είνε καλός άνθρωπος». Αι λέξεις της καταδίκης ήταν πικραί και εμφατικαί! «Είνε πλάνος· απατά τον λαόν». Αλλ' ουδείς ετόλμα να εκστομίση φανερά την όλην γνώμην του περί Αυτού. Έκαστος εφαίνετο δυσπιστών εις τον πλησίον του· και όλοι εφοβούντο να εκτεθώσι πολύ, ενόσω η γνώμη των «Ιουδαίων» (το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον Ιουδαίους εννοεί τους άρχοντας του Ιουδαϊκού λαού) και των αρχιερέων και Φαρισαίων δεν είχεν οριστικώς εκδηλωθή.
Αίφνης μεσούσης της εορτής, εν μέσω όλων των ψιθυρισμών και των συζητήσεων τούτων, ασυνόδευτος, ως φαίνεται υπό των οπαδών Του, ακήρυκτος υπό των φίλων Του, εφάνη εν τω Ναώ και εδίδαξε. Διά ποίας οδού έφθασεν εις την Αγίαν Πόλιν, πώς διήλθε διά των πολυανθρώπων οδών απαρατήρητος, αν συμμετέσχε της αθώας ευφροσύνης της εορτής, αν και Αυτός κατώκησεν εις καλύβην φοινικοστέγαστον κατά το λοιπόν της εβδομάδος, δεν γνωρίζομεν. Το μόνον το οποίον μας διηγείται ο Ευαγγελιστής είνε ότι, ρίψας οιονεί Εαυτόν εν πλήρει εμπιστοσύνη εις την προστασίαν των μαθητών Του των από της Γαλιλαίας και των εν Ιερουσαλήμ, ευρέθη αίφνης καθήμενος εις μίαν των μεγάλων στοών των ανοιγομένων προς τας αυλάς του Ναού, και εκεί εδίδαξε.
Προς καιρόν τον ηκροάσθησαν εμβρόντητοι εν σιωπή. Αλλ' ευθύς οι παλαιοί γογγυσμοί επανήρχισαν. «Δεν είνε ανεγνωρισμένος Ραββί· δεν ανήκει εις γνωστήν σχολήν, ούτε οι οπαδοί του Ιλλέλ ούτε οι του Σαμμαΐ τον αντιποιούνται· είνε Ναζωραίος· εμεγάλωσεν εις το εργαστήριον του Γαλιλαίου τέκτονος. &Πώς ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς;&»
Παραπλησίω τω τρόπω, η ευπαίδευτος αμάθεια, ήτις φυσιούται επί γνώσει, πολλάκις ήλεγξε τους αντιπάλους της ως μη όντας «θεολόγους». Ας ευχαριστήσωμεν τον Θεόν ότι δεν ήσαν. Διότι «θεολογία» πολλάκις εξέπεσε να σημαίνη επιπόλαιον γνώσιν τεχνικών λεπτολογιών και απλής ονοματολογίας, της απείρως απέχει πόρρω της γνώσεως του Θεού. Είς σπινθήρ ειλικρινείας, μία ακτίς εμπνεύσεως, αξίζει δι' ολοκλήρους βιβλιοθήκας τοιαύτης θεολογίας, και κατώρθωσε πλείονα προς ωφέλειαν του κόσμου ή όσα οι καθηγηταί του σύμπαντες. «Ούτος, (έλεγον οι βρενθυόμενοι Φαρισαίοι) γράμματα ου μεμάθηκε!» Ως εάν οι ολίγιστοι θεοδίδαχτοι άνδρες, ων η ευμάθεια είνε ευμάθεια καθαράς καρδίας και πεφωτισμένου οφθαλμού και αμέμπτου βίου, δεν υπερέβαλον ανεκλαλήτως εκείνους, ων η γνώσις εξ ανθρώπων προήλθε. «Πουλυμαθίη νόον ου ποιέει», ως έλεγεν ο αρχαίος Έλλην φιλόσοφος· η δε θεία φωνή της Εμπνεύσεως είνε εκείνη, ήτις, εκφράζουσα απλά και απέριττα πράγματα, διαπερά και καταλάμπει διά χιλιάδων ετών, άτε εκ Θεού.
Κατενόησεν ο Ιησούς τα βλέμματά των. Ηρμήνευσε τους μορμυρισμούς των. Είπε προς αυτούς ότι η μάθησίς Του, ήρχετο αμέσως παρά του Ουρανίου Πατρός Του, και ότι και αυτοί, εάν έπραττον του Θεού το θέλημα, θα ηδύναντο να μάθωσι και να εννοώσι τα αυτά υψηλά μαθήματα. Εις πάσας τας γενεάς υπάρχει ροπή τις εις το εκλαμβάνειν την μάθησιν ως παιδείαν, την γνώσιν ως σοφίαν· καθ' όλους τους αιώνας υπήρξε βραδύτις τις εις το κατανοείν ότι αληθής μάθησις του βαθυτάτου χαρακτήρος δύναται να συνυπάρχη με πλήρη άγνοιαν παντός του αποτελούντος την μάθησιν των σχολών. Κατά μίαν έννοιαν, έλεγεν ο Ιησούς προς τους ακροατάς Του, εγνώριζον τον νόμον, τον οποίον είχε δώσει αυτοίς ο Μωυσής, κατ' άλλην, διετέλουν εν οικτρά αγνοία τούτου. Δεν ηδύναντο να κατανοήσωσι τας αρχάς του, επειδή δεν ήσαν πιστοί εις τας εντολάς του. Και είτα τους είπε φανερά, «Ίνα τι μέλλετε φονεύειν Με;»
Η απόφασις αύτη όπως Τον φονεύσωσιν ήτο γνωστή Αυτώ τω των καρδιών γνώστη, και γνωστή είς τινας μόνον των ακροατών, αλλ' ως ένοχον μυστικόν ετηρείτο από του πλήθους. Ούτοι (ο όχλος) απήντησαν εις το ερώτημα, ενώ οι άλλοι (οι Ιουδαίοι) ετήρησαν την ένοχον σιωπήν των. «Δαιμόνιον έχεις, (εκραύγασεν ο λαός)· τις θέλει φονεύσαι Σε;»
Ο Ιησούς δεν έδωκε προσοχήν εις την βάναυσον ύβριν. Τους ανέφερε περί του έργου εκείνου της ιάσεως του παραλύτου εν Σαββάτω, και μηδέποτε οκνών να διδάσκη ότι η αγάπη, όχι η προσήλωσις εις τους τύπους, είνε η πλήρωσις του Νόμου, έδειξεν αυτοίς ότι το προς ίασιν πρόσταγμά Του ουδόλως παρεβίασε το Σάββατον. Φέρ' ειπείν, ο Μωυσής είχε διατάξει την περιτομήν τη ογδόη ημέρα, και αν η ογδόη αύτη ημέρα ετύγχανε να είνε Σάββατον, εθυσίαζον άνευ δισταγμού την μίαν διάταξιν εις την άλλην, και με όλην την εργασίαν την οποίαν απήτει, εξετέλουν εν Σαββάτω την περιτομήν. Εάν ο νόμος της περιτομής υπερέχει του νόμου του Σαββάτου, ο νόμος του Ελέους δεν υπερέχει αυτού; Εάν είνε ορθόν διά σειράς πράξεων να εντρίβηται το τραύμα τούτο, είνε σφαλερόν δι' απλού λόγου να επιτελήται ολοσχερής ίασις; Αν εκείνο δεν ηδύνατο χάριν του Σαββάτου, επί μίαν ημέραν ν' αναβληθή, διατί ν' αναβληθή η πλήρης ίασις και απαλλαγή ενός ανθρώπου; «Μη κρίνετε κατ' όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε.» Αντί να ευχαριστήσθε διαρκώς εις επιπόλαιον τρόπον κρίσεως, έλθετε εισάπαξ είς τινα αρχήν δικαίας αποφάσεως.
Οι ακροαταί του περιήρχοντο εις αμηχανίαν και έκπληξιν. Είνε ούτος, κατά της ζωής του οποίου τινές σκευωρούσι; Μήπως Αυτός είνε ο Μεσσίας; Όχι, δεν ημπορεί να είνε· επειδή γνωρίζομεν πόθεν Αυτός ο λαλών έρχεται, ενώ λέγουν ότι ουδείς θα γνωρίζη πόθεν ο Μεσσίας θα έλθη όταν εμφανισθή.
Υπήρξε μικρά τις ειρωνεία εν τη απαντήσει του Ιησού, εγνώριζον πόθεν έρχεται και όλα τα κατ' Αυτόν, και όμως, εν πάση αληθεία, δεν ήρχετο εξ Εαυτού, αλλ' εξ Ενός περί ου τίποτε δεν εγνώριζον. Η λέξις αύτη έκαμέ τινας των ακροατών Του περισσότερον να εκμανώσιν. Επεθύμουν, αλλά δεν ετόλμουν να Τον συλλάβωσι, και τόσω μάλλον όσω υπήρχόν τινες τους οποίους οι λόγοι ούτοι έπεισαν, και οίτινες ανέφερον τα πολλά θαύματά Του ως ακαταμάχητον απόδειξιν των ιερών αξιώσεών Του.
Είνε αξιοσημείωτον γεγονός, ότι οι Ιουδαίοι ουδέποτε απεπειράθησαν ν' αρνηθώσι τα θαύματα του Ιησού. Το μόνον όπερ λέγουν οι Ταλμουδισταί είνε, ότι είχε μάθη την μαγείαν εν Αιγύπτω, και διά της μαγείας ταύτης εξετέλει τα θαύματα. Λέγουν προσέτι ότι τα εξετέλει διά του «τετραγραμμάτου» ή του ιερού ονόματος. Διηγούνται δε τερατώδεις και βλασφημοτάτους μύθους περί του τρόπου καθ' ον έμαθε δήθεν να προφέρη το τετραγράμματον όνομα «ο Άνθρωπος εκείνος», όπως εν τη θεοκτόνω λύσση των Τον ωνόμαζον πάντοτε.
Το ιερατικόν κόμμα, εδρεύον εν μέσω των περιβόλων του Ναού, επληροφορείτο δι' απεσταλμένων εν τω μεταξύ περί όσων έπραξε και είπεν ο Ιησούς την ημέραν εκείνην εν τω Ναώ και χωρίς να φαίνονται, επετήρουν πάσας τας κινήσεις Του, μετά μοχθηρής λύσσης. Τα υποψιθυριζόμενα εκείνα υπέρ Αυτού επιχειρήματα, ο βαθυνόμενος εκείνος φόβος η και ευλάβεια και η εις Αυτόν πίστις, ήτις, εναντίον του ιδίου κύρους και της εξουσίας των, ηύξαναν υπ' αυτούς τους οφθαλμούς των, όλα ταύτα εφαίνοντο εις αυτούς και επικίνδυνα και ταπεινωτικά. Απεφάσισαν δε να προβώσιν εις ευτολμοτέραν ενέργειαν. Έπεμψαν εντολοδόξους όπως Τον συλλάβωσιν αιφνιδίως και λαθραίως, κατά την πρώτην ευκαιρίαν ήτις ήθελε παρουσιασθή. Αλλ' ο Ιησούς δεν έδειξε φόβον. Έμελλε να είνε μετ' αυτών επί μικρόν εισέτι, και τότε, και μόνον τότε, θα επέστρεφε προς Εκείνον όστις Τον απέστειλε. Τότε δε έμελλον να ζητώσιν Αυτόν και να ζητώσιν Αυτόν, όχι όπως τώρα με εχθρικούς σκοπούς, αλλ' εν όλη τη αγωνία της τύψεως και της αισχύνης· αλλ' η ζήτησίς των θα ήτο εις μάτην. Οι εχθροί Του δεν ηδυνήθησαν να εννοήσωσι τον υπαινιγμόν. Εν ταις τρομεραίς ημέραις αίτινες έμελλον να έλθωσι θα τον ενόουν λίαν καλώς. Τώρα ηδύναντο μόνον να συμπεραίνωσι σκωπτικώς, ότι δυνατόν ίσως να είχεν έκφρονά τινα πρόθεσιν όπως απέλθη εις την διασποράν τον Ελλήνων να διδάξη.
Ούτω διήλθεν η ημέρα αύτη της διαμάχης. Και πάλιν, «τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής», ο Ιησούς ίστατο εν τω Ναώ. Εν εκάστη ημέρα της εορτής εγίνοντο μεγάλαι τελεταί και πανηγύρεις, και οι ιερείς ήντλουν πανηγυρικώς ύδωρ από της κολυμβήθρας του Σιλωάμ, της παρά τους πρόποδας του όρους Σιών, αι σάλπιγγες ήχουν, ο δε λαός έψαλλεν εν χορώ, το Μέγα Ωσαννά, ήτοι τον ψαλμόν «Ώ Κύριε, σώσον δη», και το Μέγα Αλληλούια, ήτοι τον ψαλμόν «Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος Αυτού».
Αινιττόμενος το χαρμόσυνον τούτο έθιμον, της αντλήσεως του ύδατος, ο Ιησούς «έστη και έκραξε λέγων: Ει τις διψά, ερχέσθω προς Με και πινέτω. Ο πιστεύων εις Εμέ, ως είπεν η Γραφή, ποταμοί ρεύσουσιν εκ της κοιλίας Αυτού ύδατος ζώντος». Οι άριστοι εξ αυτών ησθάνοντο (και τούτο είνε το ισχυρότατον πάντων των τεκμηρίων της Χριστιανοσύνης δι' όσους πιστεύσωσιν εις Θεόν αγάπης) ότι είχον βαθείαν ανάγκην παραμυθίας, και αναψυχής και σωτηρίας, της εκχύσεως του Αγίου Πνεύματος, όπερ Εκείνος μόνος όστις ωμίλει προς αυτούς ηδύνατο να δαψιλεύση. Αλλά το γεγονός ότι τινές ήρχιζον αναφανδόν να λέγωσι περί Αυτού «ο Προφήτης» και «ο Χριστός», μόνον εξώργιζε τους άλλους. Είχον μικράν δυσχέρειαν, την εξής:
«Μη εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται; ουκ εκ της Βηθλεέμ, εκ σπέρματος Δαυίδ, ο Χριστός έρχεται;»·
Εν μέσω της διαιρέσεως ταύτης των γνωμών, οι αξιωματικοί τους οποίους οι Φαρισαίοι είχον στείλη όπως συλλάβωσι τον Ιησούν, επέστρεψαν προς αυτούς χωρίς ν' αποπειραθώσι να εκτελέσωσι το σχέδιόν των. Καθώς ενήδρευον και κατά το ήμισυ εκρύπτοντο όπισθεν των κιόνων του Ναού, ουχί απαρατήρητοι βεβαίως υπ' Εκείνου δι' ον παρεμόνευον, και ούτοι θα ήκουσάν τινας των λόγων των εκβλυζόντων εκ του θείου στόματος Του. Και ακούοντες αυτούς, δεν ηδύναντο να εκτελέσωσι την εντολήν των. Ιερά γοητεία τους εκυρίευε, καθ' ης ν' αντισταθώσι δεν ίσχυον· δύναμις απείρως ανωτέρα της ιδικής των εμηδένιζε την ρώμην των και παρέλυε την θέλησίν των. Το ν' ακροώνται Αυτού εσήμαινεν ου μόνον ότι αφοπλίζονται προς πάσαν απόπειραν εναντίον Του, αλλά και ότι κατά το ήμισυ μετετρέποντο από ασπόνδων εχθρών τους εμφόβους μαθητάς Του. «Ουδέποτε άνθρωπος ελάλησεν ως ούτος ο Άνθρωπος». Τούτο υπήρξε το μόνον το οποίον ηδυνήθησαν να είπωσιν. Εκείνη η τολμηρά παρακοή εις τας διαταγάς των Φαρισαίων πρέπει να τους κατέστησε περιδεείς ως προς τας συνεπείας δι' εαυτούς, αλλ' η υπακοή θα απήτει θάρρος πολύ μεγαλείτερον, και αι τύψεις του συνειδότος θα έδακνον αυτούς εις αφόρητον βαθμόν.
Οι Φαρισαίοι τους επετίμησαν οργίλως. Μήπως και σεις θέλετε να δεχθήτε Αυτόν τον Προφήτην των αμαθών, τον ευνοούμενον του επαράτου και αθλίου όχλου; «Ο όχλος ούτος, ο μη γινώσκων τον Νόμον, επικατάρατοί εισιν». Τότε ο Νικόδημος απετόλμησεν έν δειλόν ρήμα. Δεν πρέπει να δοκιμάσητε, πριν Τον καταδικάσητε; Ουδεμίαν λογικήν απάντησιν είχον ειμή λέξεις θυμού και οργής. «Μη και συ Γαλιλαίος ει; Ερεύνησον και ίδε, ότι προφήτης εκ της Γαλιλαίας ουκ εγήγερται».
Πόθεν λοιπόν ήτο ο Ιωνάς; Πόθεν ο μέγας Ηλιού; Πόθεν ο Ναούμ και πόθεν ο Ωσηέ; Όλοι ούτοι δεν ήσαν εκ της Γαλιλαίας; Οι νεώτεροι Ιουδαίοι εν τοσούτω λέγουσιν ότι εκ Γαλιλαίας θα έλθη ο Μεσσίας, τον οποίον περιμένουν ακόμη· και πολλοί τούτων εγκαθίστανται εις Τιβεριάδα, πιστεύοντες ότι θα εξέλθη εκ των υδάτων της λίμνης· και εις Σαφέδ, «την πόλιν την ορεινήν» πιστεύοντες ότι εκεί πρώτον θα στήση τον θρόνον του. Αλλά δεν υπάρχει άγνοια τόσον βαθεία όσον η άγνοια ήτις δεν θέλει να μάθη· ουδέ τυφλότης τόσον ανίατος όσον η τυφλότης ήτις δεν θέλει να ίδη. Και ο δογματισμός των στενοκεφάλων και των ηλιθίων όστις πιστεύει εαυτόν ότι είνε θεολογική μάθησις, είνε υπέρ παν άλλο ο αμαθέστατος και ο τυφλότατος. Και τυφλός και αμαθής ο Φαρισαϊσμός ο ανίατος εξηκολούθει να δάκνη ακόμη τον χαλινόν και να άγχηται, μη θέλων να προσεγγίση εις την αλήθειαν. «Εν κημώ και χαλινώ τας σιαγόνας αυτών άγξαις, των μη εγγιζόντων προς Σε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Μ'.
Η επ' αυτοφόρω μοιχαλίς
Ο Ιησούς εις το Όρος των Ελαιών. — Η χαμερπής σκληρότης των
Φαρισαίων. — Η γυνή συρομένη εις τον Ναόν. — «Ο αναμάρτητος πρώτος
τον λίβον βαλέτω». — «Πορεύου, και μηκέτι αμάρτανε». — Η αταραξία του
Ιησού προς πάσαν προσβολήν. — «Το φως του Κόσμου». — Συζητήσεις των
Ιουδαίων και η λύσσα των.
«Η συνείδησις μας κάμνει όλους ανάδρους», έγραψε μέγας Άγγλος ποιητής, ο Σαιξπήρος, του οποίου η πεφωτισμένη ψυχολογία πολύ ωφελήθη εκ των Ευαγγελίων.
Την εσπέραν της ημέρας, καθ' ην συνέβησαν τα εν τω προηγουμένω κεφαλαίω αναγραφόμενα, ο Ιησούς απεσύρθη εις το Όρος των Ελαιών. Αν απήλθεν εις τον κήπον Γεθσημανί, και εις την οικίαν Του αγνώστου, αλλά φίλα φρονούντος κτήτορός του, ή αν, μη έχων πού την κεφαλήν κλίνη, απλώς εκοιμήθη, κατά τον ανατολικόν τρόπον, επί της πρασίνης χλόης υπό τα αρχαία εκείνα ελαιόδενδρα, αδυνατούμεν να είπωμεν· αλλ' είνε ενδιαφέρον να σημειωθή και πάλιν παρ' Αυτώ η απέχθεια εκείνη των πολυανθρώπων πόλεων, η αγάπη εκείνη προς τον καθαρόν και δροσερόν αέρα και προς την ηρεμίαν του όρους του ερημικού, την οποίαν βλέπομεν πανταχού του επιγείου σταδίου Του. Αλλ' όμως δεν υπήρχεν, ως εικός, παρ' Αυτώ τίποτε εκ της υπέρφρονος εκείνης αισθηματικότητος και της νοσηράς φιλαυτίας, ήτις κάμνει τους δοκούντας εκλεκτούς μεταξύ των θνητών ανθρώπων ν' αποφεύγωσι την κοινωνίαν. Τουναντίον, ημέραν μεθ' ημέραν, ενόσω η επί της γης εργασία Του εξηκολούθει, Τον βλέπομεν θυσιάζοντα ό,τι προσφιλέστατον εις την ψυχήν Του, και με όλον τον καύσωνα, και την σύνθλιψιν, και την ενόχλησιν, εξακολουθούντα τα έργα της αγάπης Του εν μέσω της πληθύος του όχλου. Αλλ' εν ώρα νυκτός, ότε οι άνθρωποι δεν εργάζονται, ουδεμία κλήσις καθήκοντος απήτει την παρουσίαν Του εντός των τειχών της Ιερουσαλήμ· και όσοι γνωρίζουσι την ρυπαρότητα των παλαιών πόλεων δύνανται κάλλιστα να φαντασθώσι την ανακούφισιν την οποίαν ησθάνθη το Πνεύμα Του όταν εδυνήθη να εκφύγη από τας στενάς οδούς και τας πολυσυχνάστους αγοράς, να διασχίση την χαράδραν και να ανέλθη την πρασίνην κλιτύν την πέραν ταύτης, και να είνε μόνος μετά του Ουρανίου Πατρός Του υπό τον αστερόεντα ουρανόν.
Αλλ' όταν η ημέρα υπέφωσκε τα χρέη Του Τον εκάλουν και πάλιν εντός των τειχών της πόλεως, και εις το μέρος εκείνο της πόλεως όπου σχεδόν μόνον ακούομεν περί της παρουσίας Του· εις τας αυλάς του οίκου του Πατρός Του. Και άμα τω όρθρω, οι εχθροί Του εξύφαναν νέαν σκευωρίαν κατ' Αυτού, αι περιστάσεις της οποίας κατέστησαν την κακίαν των αλγεινοτέρων ή όσον ήτο κινδυνώδης εκ προθέσεως.
Είνε πιθανόν ότι η ιλαρότης και το νωχελές της εορτής της Σκηνοπηγίας έδιδεν αφορμήν εις ατοπήματα και εις πράξεις ακολασίας. Μία τοιαύτη πράξις ανεκαλύφθη κατά την προλαβούσαν νύκτα, και η ένοχος γυνή παρεδόθη εις τους Γραμματείς και Φαρισαίους.
Και αν ακόμη τα ήθη του έθνους κατά τους χρόνους εκείνους ήσαν άμεμπτα, και αν οι άρχοντες αυτοί και οι διδάσκαλοι του έθνους ήσαν τόσον υπεράνω των συγχρόνων των κατά την πραγματικήν, όσον ήσαν κατά την επιτηδευμένην, αγιότητα του βίου, η ανακάλυψις και η απειλουμένη τιμωρία της αθλίας ταύτης μοιχαλίδος δεν θα ηδύνατο να μη κινήση παν ευγενές πνεύμα εις συμπάθειαν, ίσην τουλάχιστον με την φρίκην την οποίαν το αμάρτημά της ενέπνεεν. Η αυστηρότης καθαρού την καρδίαν δικαστού δεν είνε αυστηρότης αποκλείουσα πάντα οίκτον· είνε αυστηρότης ήτις δεν θα επέβαλλεν εκουσίως ένα ανωφελή σπασμόν, είνε αυστηρότης ουχί ασυμβίβαστος με ευγενή επιείκειαν, πλην όλως ασυμβίβαστος: με κράμα δευτερευουσών αφορμών, όλως αδιάλλακτος με πνεύμα κακοβούλου ελαφρότητος και απεχθούς φιλοπαιγμοσύνης.
Αλλά το πνεύμα το οποίον εκείνη τους Γραμματείς τούτους και Φαρισαίους ουδαμώς ήτο το πνεύμα ειλικρινούς και προσβεβλημένης αγνότητος. Εν τη παρακμή του εθνικού βίου, εν τη καθημερινή εξοικειώσει προς ειδωλολατρικάς ακολασίας, εν τη βαθμιαία υποκαταστάσει της λευιτικής λεπτολογίας αντί της εγκαρδίου ευσεβείας, τα ήθη του έθνους διεφθάρησαν εις το έπακρον. Η δοκιμασία η διά του «ύδατος της ζηλοτυπίας» προ πολλού είχε καταργηθή, και ο διά λιθοβολισμού θάνατος ως ποινή της μοιχείας από μακρού είχε πέσει εις αχρηστίαν. Ουδ' αυτοί οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, μεθ' όλα τα μακρά κράσπεδα και τα πλατέα των φυλακτήρια, ησθάνοντο ειλικρινή φρίκην προς μίαν ακαθαρσίαν δι' ης ο ίδιος βίος των συχνά εκηλιδούτο. Ουδέν άλλο εύρον εν τω επεισοδίω το οποίον παρέδωκε την ένοχον ταύτην γυναίκα εις χείρας των ειμή αφορμήν και ευκαιρίαν όπως ενοχλήσωσι, παγιδεύσωσιν, ή και εμβάλωσιν ίσως εις κίνδυνον τον Προφήτην τούτον της Γαλιλαίας, τον οποίον εθεώρουν ως τον ασπονδότερον εχθρόν των.
Ήτο συνήθεια μεταξύ των Ιουδαίων να συμβουλεύονται διακεκριμένους ραββίνους εις αμφιβόλους και δυσχερείς περιστάσεις· αλλ' εδώ δεν υπήρχεν αμφιβολία ή δυσχέρεια. Προ μακρού χρόνου είχε παύσει να εφαρμόζηται η διάταξις του Μωσαϊκού νόμου ως προς τας μοιχαλίδας· και ο νόμος ο Ρωμαϊκός θα παρακώλυε κατά πάσαν πιθανανότητα, τοιαύτην απόφασιν να εκτελεσθή. Αφ' ετέρου αι πολιτικαί και θρησκευτικαί ποιναί αι διά του διαζυγίου, ήσαν ανοικταί εις τον αδικηθέντα σύζυγον· ουδέ διέφερεν η περίπτωσις της γυναικός ταύτης από τας των άλλων, όσαι πα[ρα]πλησίως ημάρτησαν. Ούτε δε, αν εντίμως και ειλικρινώς επεθύμουν την γνώμην του Ιησού, ηδύνατο να υπάρχη η ελαχίστη δικαιολογία όπως σύρωσι την γυναίκα αυτήν ενώπιόν Του, και ούτως υποβάλωσιν αυτήν εις ηθικήν βάσανον, ήτις θα ήτο τόσω μάλλον αφόρητος ένεκα του εγκλείστου βίου των γυναικών εν τη Ανατολή.
Και διά τούτο, το να την υποβάλωσιν εις την εκ περισσού φρίκην της βδελυράς ταύτης δημοσιότητος, να την σύρωσι, νωπήν ακόμη εκ της αγωνίας της ανακαλύψεως, εις τους ιερούς περιβόλους του Ναού, να υποβάλωσι την ακάλυπτον, λυσίκομον, περίτρομον ταύτην γυναίκα εις την ψυχράν και σαρκικήν περιεργίαν κακεντρεχούς όχλου, να την καταστήσωσιν, εν πλήρει αδιαφορία προς τας ιδίας ταλαιπωρίας της, παθητικόν όργανον του μίσους των κατά του Ιησού· και να διαπράξωσιν όλα ταύτα, όχι υπό το κράτος ηθικής αγανακτήσεως, αλλά προς θεραπείαν της ιδιοτελούς και υπολογιζούσης κακοβουλίας των, απεδείκνυεν εκ μέρους των ψυχρόν, σκληρόν κυνισμόν, άχαριν, ανελεήμονα, βάρβαρον βαναυσότητα καρδίας και συνειδήσεως, ήτις δεν ηδύνατο ειμή να φανή αποτρόπαιος εις Εκείνον όστις μόνος ήτο απείρως τρυφερός και επιεικής, επειδή μόνος ήτο απείρως καθαρός.
Και ούτω την έσυραν προς Αυτόν, και την έστησαν εις το μέσον· την αυτόφωρον ενοχήν υπό το βλέμμα της ασπίλου Αθωότητος, την έκπτωτον αθλιότητα ενώπιον του βήματος του απείρου Ελέους. Και τότε, ως εάν αι καρδίαι των δεν ήσαν μεσταί ύβρεως αρχίζουσι γλοιωδώς, μετά ειρωνικής ευλαβείας, να εκθέτωσιν ενώπιόν Του τα κατ' αυτήν. «Διδάσκαλε, η γυνή αύτη ελήφθη επ' αυτοφώρω μοιχευομένη. Μωσής δε έγραψεν εν τω Νόμω λιθοβολείσθαι τας τοιαύτας· (το τ α ς τ ο ι α ύ τ α ς είνε εκ προθέσεως περιφρονητικόν·) Συ δε τι λέγεις περί αυτής;»
Ενόμισαν ότι τέλος τον συνέλαβαν εις δίλημμα. Εγνώριζον την θείαν ευσπλαχνίαν Του, δι' ης ηγάπησεν όπου άλλοι εμίσουν, και παρηγόρησεν όπου άλλοι κατεφρόνουν· και εγνώριζον πως η ευσπλαγχνία εκείνη είχεν εφελκύσει προς Αυτόν τον θαυμασμόν πολλών, την παριπαθή αφοσίωσιν όχι ολίγων. Εγνώριζον ότι είς τελώνης ήτο μεταξύ των εκλεκτών Του, ότι αμαρτωλοί είχον καθίσει παρ' Αυτόν εις δειώνα, και πόρναι ακατακρίτως είχον νίψει τους πόδας Του και είχον ακροασθή των λόγων Του. Έμελλεν άρα, ν' απολύση την γυναίκα ταύτην, και ούτω να καταστήση Εαυτόν ένοχον αιρέσεως, αντιτιθέμενος ούτω διαρρήδην προς τον ιερόν νόμον; ή μη έμελλε να κατανικήση την ιδίαν Του συμπάθειαν, και να φανή ανηλεής και να καταδικάση; Και αν ούτως έπραττε, δεν θα προσέβαλλεν εν τω άμα το πλήθος, το οποίον ήτο συγκεκινημένον υπό της τρυφερότητός Του, και δεν θα προσέβαλλεν άμα τους πολιτικούς κρατούντας, γινόμενος ένοχος αποστασίας; Πώς ηδύνατο άρα να εξέλθη της δυσχερείας; Και το έν και το άλλο, είτε αίρεσις είτε προδοσία, κατηγορία ενώπιον του Συνεδρίου ή καταγγελία προς τον Ρωμαίον πραίτωρα, εναντίωσις εις τους ορθοδοξούντας ή απαλλοτρίωσις από των πολλών, αμφότερα θα υπηρέτουν καλώς τους ασυνειδήτους σκοπούς των. Και το έν των δύο ώφειλεν, εφρόνουν, να επακολουθήση. Ποία ευτυχής συγκυρία, ότι η ένοχος αύτη, η δύστυνος γυνή έπεσεν εις τας χείρας των!
Όχι ακόμη! Μία αίσθησις όλης της ευτελείας των, της κακίας των, της κυνικής διαπομπεύσεως παντός αισθήματος το οποίον ο οίκτος θα συνεκίρνα και η αβρότης θα περιέστελλε, κατέθλιβε το πνεύμα του Ιησού. Ηρυθρία διά το έθνος Του, διά την φυλήν Του· ηρυθρία όχι διά τον εξευτελισμόν της αθλίας υποδίκου, αλλά διά την βαθυτέραν ενοχήν των ανερυθριάστων κατηγόρων. Αγανακτών (διότι δεν θα είνε ασσεβές να φανταζόμεθα παρ' Αυτώ μέγαν βαθμόν συγκινήσεων, τον οποίον και ο ταπεινότατος των αληθών οπαδών Του θα συνεμερίζετο) επί τω ότι εγίνετο ακουσίως το κέντρον τοιαύτης επονειδίστου σκηνής, και ότι η ιερότης της ιδίας επιφυλάξεώς Του αναισχύντως ούτω παρεβιάζετο, και τα πράγματα ταύτα, τα οποία ανήκουν εις την σφαίραν οικτίρμονος αποσιωπήσεως εφέροντο ούτω κυνικώς εις γνώσιν Του, έκυψε την κεφαλήν Του, και ως να μη ήθελε να τους ακούση, έγραφε διά του δακτύλου Του εις το έδαφος.
Δι' άλλους παρ' αυτούς, τούτο θα ήρκει. Και αν δεν έβλεπον εις την πράξιν Του έν σύμβολον λήθης (έν σύμβολον ότι η μνήμη πραγμάτων ούτω γραφομένων επί της κόνεως δύναται να γείνη εξίτηλος και να λησμονηθή,) άλλοι παρ' αυτούς δεν θα ηδύναντο ειμή να εξηγήσωσι την χειρονομίαν, ότι εις τοιαύτα πράγματα ο Ιησούς δεν ήθελε ν' αναμιχθή. Αλλ' αυτοί ουδέν είδον και ουδέν εξήγησαν, κ' εκεί ίσταντο ακλόνητοι, επιμένοντες εις την βάναυσον ερώτησίν των, άτεγκτοι και ανηλεείς.
Η σκηνή δεν έπρεπεν επί πλέον να διαρκέση· και διά τούτο, ανακύψας από της κυπτής στάσεώς Του, Εκείνος όστις ανεγίνωσκεν εις τας καρδίας των, ατάραχος εξέδωκε κατ' αυτών την θλιβεράν απόφασίν Του.
«Ο αναμάρτητος εν υμίν, πρώτος τον λίθον επ' αυτήν βαλέτω».
Δεν ήτο κατάλυσις του Μωσαϊκού νόμου· τουναντίον, ήτο αποδοχή της δικαιοσύνης τούτου, και αναμφιβόλως πρέπει να έπεσε βαρέως ως θανατική απόφασις εις την καρδίαν της γυναικός. Αλλ' ενήργησε κατά τρόπον πάντη απροσδόκητον. Ο τρομερός νόμος έμενε γραπτός· δεν ήτο ο καιρός, δε ήτο η θέλησίς Του, να τον εξαλείψη. Αλλ' αφ' ετέρου, αυτοί εκείνοι, με το να μη πράττουν κατά τον νόμον, με το ν' αναφέρουν το όλον ζήτημα προς Αυτόν ως να έχρηζε νέας λύσεως, είχον κατ' ουσίαν ομολογήσει ότι ο νόμος μόνον κατά θεωρίαν ίσχυε τανύν, ότι είχε πέσει εις αχρηστίαν, ότι δε και μετά του νεύρους Του ακόμη δεν είχον πρόθεσιν να τον εφαρμόσωσιν. Αφού λοιπόν όλη η ενέργεια εκ μέρους των ήτο έκνομος και άτακτος, μεταφέρει την υπόθεσιν από του κριτηρίου του νόμου εις το κριτήριον της συνειδήσεως. Ο δικαστής δυνατόν ενίοτε να υποχρεούται να καταδικάση τον ένοχον, τον προσαγόμενον ενώπιόν του επί αμαρτίαις, ων αυτός ούτος εγένετο ένοχος, αλλ' η θέσις αυτοκλήτου κατηγόρου όστις εκθύμως ζητεί περιττήν καταδίκην είνε πολύ διάφορος. Εντεύθεν το να καταδικάσωσιν αυτήν θα ήτο εις του Θεού το όμμα ως να κατεδίκαζον εαυτούς· το να ρίψωσι τον πρώτον λίθον κατ' αυτής, θα ήτο ως να έρριπτον λίθον αναθέματος καθ' εαυτών.
Επί μίαν μόνον στιγμήν είχε ρίψει προς αυτούς βλέμμα, αλλά το βλέμμα εκείνο είχεν αναγνώσει εις τα ενδόμυχα των ψυχών των· είχε λαλήσει προς αυτούς ολίγας μόνον λέξεις, αλλ' αι λέξεις εκείναι, όπως η φωνή αύρας λεπτής προς τον Ηλιού επί του όρους Χωρήβ, υπήρξαν τρομερώτεραι του ανέμου και του σεισμού. Έπεσον ως σπινθήρ πυρός εις ψυχάς νυσταλέας, και ήρχισαν να καίουν εκεί άχρις ου «το ερυθριών και αιδήμον πνεύμα» εξεγερθή εν αυτοίς. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι έστησαν σιωπηλοί και περιδεείς· έχασαν την λαβήν των επί της γυναικός· τα υβριστικά βλέμματά των, τα πλήρη δόλου και πονηρίας, εταπεινώθησαν εις το έδαφος. Εκείνοι οίτινες ανεπιεικώς κατεδίκαζον, δικαίως τώρα ησθάνοντο υπερβάλουσιν την αδημονίαν αφορήτου αίσχους, ενώ επί των ενόχων συνειδήσεών των εβρυχώντο, ως ρόχθος θυέλλης και βροντής, τοιαύται σκέψεις: «Διά τούτο είσαι ασυγχώρητος, ω άνθρωπε, όστις και αν είσαι ο κρίνων· διότι, ενώ κρίνεις άλλον, καταδικάζεις σεαυτόν· διότι συ ο κρίνων, τα αυτά πράττεις. Αλλ' έχομεν βεβαιότητα ότι η κρίσις του Θεού είνε κατά αλήθειαν εναντίον εκείνων οίτινες τοιαύτα πράττουσι. Και φρονείς τούτο, ω άνθρωπε, ο κρίνων τους τοιαύτα πράττοντας και ο πράττων τα αυτά, ότι θα διαφύγης την κρίσιν του Θεού; η υπεροράς τον πλούτον της Αυτού αγαθότητας και της ανοχής και της μακροθυμίας· μη γινώσκων ότι η αγαθότης του Θεού σε οδηγεί προς μετάνοιαν; αλλά κατά την σκληρότητά σου και την αμετανόητον καρδίαν σου θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως της δικαίας κρίσεως του Θεού, ος αποδώσει εκάστω κατά τας πράξεις αυτού.» Ήσαν τ ο ι ο ύ τ ο ι ως η γυνή την οποίαν κατηγόρησαν, και δεν ετόλμησαν να σταθώσι.
Και ούτω, με καιούσας παρειάς και με συνεσταλμένας καρδίας, από του πρεσβυτέρου μέχρι του νεωτέρου, είς είς απήλθον σιωπηλώς. Εκείνος δεν ήθελε ν' αυξήση το αίσχος και την σύγχυσίν των με το να προσβλέπη και να επιτηρή αυτούς· δεν επεθύμει ν' αποκαλύψη περισσοτέραν γνώσιν εκ των ακαθάρτων μυστικών των καρδιών των. Έκυψε πάλιν κάτω και έγραφεν εις την γην.
Έν των παλαιών χειρογράφων, εν τη Βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, έχει ενταύθα εν τω κειμένω την περίεργον προσθήκην: «έγραψεν εις την γην ενός εκάστου αυτών τας αμαρτίας». Τούτο αποδεικνύει πόσον ενωρίς ήρχισαν ήδη εις τους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού αι εικασίαι περί του τι να έγραψεν ο Χριστός εις το έδαφος. Άλλοι είπον ότι απλώς έγραψεν ό,τι και είπεν: «Ο αναμάρτητος εν υμίν, κτλ».
Και όταν πάλιν ανέτεινε την κεφαλήν Του, όλοι οι κατήγοροι είχον γείνη άφαντοι· μόνον η γυνή ίστατο ακόμη συνεσταλμένη ενώπιόν Του. Και αύτη θα ηδύνατο να είχεν απέλθη ήδη· ουδείς την εκώλυε, και φυσικόν θα εφαίνετο να φύγη οπουδήποτε, διά ν' αποφύγη τον κίνδυνον και κρύψη την αισχύνην αυτής. Αλλ' η τύψις, δυνατόν δε και τρομώδης ευγνωμοσύνη, εν η ελπίς εμάχετο προς την απόγνωσιν, την προσήλου εκεί ενώπιον του Δικαστού της. Η όψις Του, η τρομερωτάτη πασών εις το ατενίσαι, το μόνον βλέμμα όπερ επήγαζεν εκ ψυχής ενδεδυμένης εν τη αμώμω μεγαλοσύνη της ασπίλου αθωότητος, ήτο άμα απαλόν και συγγνώμον. Η στάσις της ήτο σημείον της μεταμελείας της.
«Η γυνή, ηρώτησεν ο Κύριος, πού εισιν εκείνοι οι κατήγοροί σου;
Ουδείς σε κατέκρινεν;»
«Ουδείς, Κύριε». Ήτο η μόνη απόκρισις την οποίαν τα χείλη της ηδύναντο να εύρωσι δύναμιν ν' αρθρώσωσι· τότε δε έλαβε την χαριτόβρυτον, αλλά και ανιχνευτικήν καρδίας άδειαν ν' απέλθη.
«Ουδ' Εγώ σε κατακρίνω. Πορεύου, και μηκέτι αμάρτανε».
Και αν αι κριτικαί ενδείξεις εναντίον της γνησιότητος της περικοπής ταύτης του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου ήσαν αφθονώτεραι ή ότι είνε, πάλιν θα έφερεν επί του μετώπου ισχυροτάτην την απόδειξιν της αυθεντικής αληθείας της. Δεν είνε υπερβολή να είπωμεν, ότι το κράμα το οποίον αναπτύσει του τραγικού και του τρυφερού, η αντίθεσις την οποίαν εμπεριέχει μεταξύ ευτελούς σκληράς πανουργίας και εξηρμένης ευγενείας, συνέσεως και συγκινήσεως, υπερβάλλει πάσαν δύναμιν ανθρωπίνης φαντασίας ή ώστε να είνε πλαστόν· ενώ η εικών της θείας διορατικότητος αναγινωσκούσης τα ενδόμυχα των καρδιών, και θειοτέρας ακόμη αγάπης διορώσης τα μυστικά ταύτα με άπειρον όμμα ευσπλαγχνίας, μας δίδει έννοιαν της τε δυνάμεως και του προσώπου του Χριστού πολύ υψηλοτέραν και πρωτοτυποτέραν ή όστε να μη βασίζηται επί των γεγονότων. Ουδείς θα ηδύνατο να επινοήση, όπως ουδέ ν' αναμετρήση και υπολογήση, την υπερτάτην καθαρότητα και το άρρητον θέλγητρον, την ατάραχον κυριότητα της τε καταδίκης και της συγγνώμης, δι' ων τόσον βαθέως χαρακτηρίζεται η διήγησις. Αι επανειλημμέναι περιστάσεις καθ' ας, άνευ στιγμής ενδοιασμού, εματαίωσε τα δολερά σχέδια των εχθρών Του, και ματαιώσας ταύτα εδίδαξεν άμα αιώνιόν τινα αρχήν νοήσεως και πράξεως, είνε μεταξύ των μοναδικωτέρων αποδείξεων της πλέον ή ανθρωπίνης σοφίας Του· και όμως ουδεμία των εκλάμψεων εκείνων του ιερού φωτός, αίτινες ανέτελλον απ' Αυτού διά συγκρούσεως προς την κακίαν και την έχθραν του ανθρώπου, υπήρξε λαμπροτέρα ή περικαλλεστέρα ταύτης. Αυτό το γεγονός ότι η διήγησις ελλείπει από το κείμενον του Ευαγγελίου πολλών αρχαίων χειρογράφων, ενώ υπάρχει εις τα πλείστα· (Ο Άγιος Αυγουστίνος λέγει, ότι άνθρωποί τινες ασθενείς την πίστιν αφήρουν την περικοπήν εκ των χειρογράφων των, ως παρέχουσαν τάχα άδειαν του αμαρτάνειν· ο δε πατριάρχης Νίκων, ακμάσας κατά την 10ην εκατονταετηρίδα, ρητώς λέγει ότι η περικοπή διεγράφη από της Αρμενικής μεταφράσεως, επειδή ενομίζετο «βλαβερά τοις πολλοίς»· ο Άγγλος επίσκοπος Ουόρδσουορθ νομίζει, ότι, η αυστηρότης της Ανατολικής Εκκλησίας κατά της μοιχείας συνετέλεσεν εις την απόρριψιν της περικοπής πολλαχού·) αυτή, λέγω, η έλλειψις της περικοπής από πολλών χειρογράφων, και το ότι ολόκληραι Εκκλησίαι εθεώρουν την διήγησιν ως επικίνδυνον και η περίστασις ότι επιφανείς Πατέρες της Εκκλησίας ηγνόησαν ταύτην ή ομιλούσι περί αυτής μετά τόνου οιονεί απολογητικού· όλα ταύτα συμπερασματικώς πείθουσιν ότι η αληθής ηθική έννοιά της είνε παραπολύ υψηλή ώστε να υποθέση τις, ότι επενοήθη ή παρεισήχθη άνευ αποχρώντος κύρους εις το ιερόν κείμενον. Και όμως είνε παράδοξον ότι πολλοί δεν ενόησαν ότι, εις την ακτίνα του ελέους την ούτως επανατείλασαν εξ ουρανού επί τον άθλιον αμαρτωλόν, η αμαρτία προσέλαβεν όψιν δεκάκις απεχθεστέραν εις την συνείδησιν της ανθρωπότητος, εις πάσαν συνείδησιν ήτις αποδέχεται ως νόμον του βίου το ότι οφείλει να προσπαθήση όπως γείνη αγία ως άγιος είνε ο Θεός, και καθαρά ως είνε καθαρός Εκείνος.
Όσον αλγεινή και αν υπήρξεν η σκηνή αύτη εις την καρδίαν του Σωτήρος, τουλάχιστον ως ανακούφισις ήτο η συμπαθής αύτη απαλλαγή και άφεσις, άφεσις, ως δυνάμεθα να έχωμεν πεποίθησιν, διά την αιωνιότητα, όχι μόνον διά τον χρόνον, την οποίαν εχάρισεν εις μίαν ένοχον ψυχήν. Αλλ' αι σκηναί αίτινες επηκολούθησαν, υπήρξαν ανιούσα κλίμαξ διαρκών παρανοήσεων, κυμαινομένων εντυπώσεων, και πικρών ελέγχων, οίτινες έκαμαν την μεγάλην και φαιδράν εορτήν να τελειώση με αιφνιδίαν έκρηξιν λύσσης, και απόπειραν εκ μέρους των Ιουδαίων αρχόντων να Τον θανατώσωσιν, όχι διά δημοσίας κατηγορίας, αλλά διά μανιώδους βίας.
Διότι, την αυτήν ημέραν, την ογδόην της εορτής, ως φαίνεται, ο Ιησούς εξηκολούθησε τας διακοπτομένας εκείνας ομιλίας, αίτινες σκοπόν είχον σχεδόν διά τελευταίαν φοράν να διατυπώσωσι σαφώς ενώπιον του Ιουδαϊκού έθνους τας θείας αξιώσεις Του.
Εκάθητο την στιγμήν ταύτην εν τη στοά του Ναού τη λεγομένη του Θησαυροφυλακίου, όπου πλησίον έκαιον δύο γιγαντιαίαι πολύφωτοι λυχνίαι. Εκεί οι ιερείς και ο λαός, εν ήχω κυμβάλων και ψαλτηρίων (ή κινυρών, ή αρπών), εχόρευον και έψαλλον τους ψαλμούς τους καλουμένους «Ωδάς των Αναβαθμών», ων η αρχή: «Προς Κύριον εν τω θλίβεσθαί με εκέκραξα». (Ψαλ ριθ'. — ρλγ').
Εις υπαινιγμόν προς τας παμμεγίστας ταύτας λυχνίας, ο Ιησούς ήρχισε να διδάσκη· «Εγώ ειμι το φως του κόσμου». Ήτο διαρκώς το σχέδιόν Του να περιβάλλη το σχήμα των λόγων Του με τας εξωτερικάς εκείνας εικόνας αίτινες θα εξήγειρον την βαθυτάτην προσοχήν, και θα ενετύπουν ανεξαλείπτως τους λόγους εις την μνήμην των ακροατών Του. Οι Φαρισσαίοι ακούσαντες τους λόγους τούτους, τον κατηγόρησαν επί ματαία κομπορρημοσύνη· αλλ' Εκείνος έδειξεν εις αυτούς ότι είχε του Πατρός Του την μαρτυρίαν, αλλά και αν ούτω δεν είχε, το φως δύναται μόνον να οραθή, μόνον να γνωσθή, διά της εμφανείας της ιδίας υπάρξεώς του· άνευ αυτού, ούτε αυτό ούτε άλλο τι είνε ορατόν. Τον ηρώτησαν, «Πού είνε ο Πατήρ Σου;» Είπεν αυτοίς ότι, μη γνωρίζοντες Αυτόν, δεν ηδύναντο να γνωρίζουσι τον Πατέρα Του· είτα και πάλιν θλιβερώς τους ενουθέτησεν ότι η αναχώρησίς Του ήτο εγγύς, και ότι τότε θα αδυνατώσι να έλθωσι προς Αυτόν. Η μόνη απάντησίς των ήτο σκωπτική ερώτησις αν ήθελε ν' αποκτείνη Εαυτόν και να βυθισθή ούτω εις τα βαθυτέρα σκότη του άδου. Όχι, τους έδωκε να εννοήσωσι, δεν ήτο Αυτός, αλλ' εκείνοι, οίτινες ήσαν εκ των κάτω, εκείνοι, όχι Αυτός, ήσαν προωρισμένοι, εάν επέμενον εν τη απιστία, εις το σκοτεινόν τούτο τέλος· «Συ τις ει;» ηρώτησαν πάλιν εν οργίλη και απίστω αμηχανία. «Την αρχήν ό,τι και λαλώ υμίν», απήντησεν. Εκείνοι ήθελον ν' αναγγείλη Εαυτόν ως Μεσσίαν, και ούτω να καταστή ελευθερωτής των εγκόσμιος και πρόσκαιρος· αλλ' Αυτός θέλει μόνον να τους είπη τας πολλώ βαθυτέρας αληθείας, ότι Αυτός είνε το Φως και η Ζωή και το Ύδωρ το Ζων, και ότι ήλθε παρά του Πατρός — καθώς και αυτοί έμελλον να γνωρίσωσιν όταν ήθελον Τον υψώσει επί του Σταυρού. Εκείνοι απέβλεπον μόνον προς τον Μεσσίαν των Ιουδαίων. Αυτός θα τους κάμη να γνωρίσουν Αυτόν ως Λυτρωτήν του κόσμου και Σωτήρα των ψυχών.
Καθώς ήκουον Αυτόν ομιλούντα, πολλοί, και εκ των ασπόνδων τούτων εχθρών, ειλκύσθησαν εις πίστιν προς Αυτόν. Αλλ' ήτο πίστις κλονουμένη, ατελής πίστις, πίστις ψευδής, πίστις μεμιγμένη με χιλιάδας εγκοσμίων και πεπλανημένων φαντασιών, όχι πίστις ήτις να έχη εν εαυτή την σώζουσαν δύναμιν, ή εφ' ης να βασισθή Εκείνος. Και την έθεσεν εις άμεσον δοκιμασίαν, δι' ης επεκαλύφθη το κενόν αυτής, και η πίστις μετεβλήθη εις μανιώδες μίσος. Είπεν αυτοίς, ότι το πιστόν και το υπήκοον είνε τα σημεία της αληθούς μαθητείας, και τα γνωρίσματα της αληθούς ελευθερίας. Η λέξις ελευθερία επενήργησεν ως λίθος προσκόμματος εις το να δείξη το νόθον και επιπόλαιον της πίστεώς των. Εκείνοι δεν εγνώριζον άλλην ελευθερίαν ειμή την πολιτικήν ελευθερίαν την οποίαν σφαλερώς διεξεδίκουν· εδυσχέραινον προς την επαγγελίαν μελλούσης πνευματικής ελευθερίας αντί της απολαβής της παρούσης εθνικής ελευθερίας. Όθεν ο Ιησούς έδειξεν αυτοίς ότι ήσαν ακόμη δούλοι της αμαρτίας, και ονόματι μόνον, όχι πράγματι, τέκνα του Αβραάμ, ή τέκνα του Θεού. Εκείνοι εσεμνύνοντο επί τη γνησιότητι της αρχαίας καταγωγής των, και επί τω προνομίω της αποκλειστικής μονοθεΐας των· πλην Αυτός τους είπεν ότι τη αληθεία ήσαν, διά της πνευματικής συγγενείας της σκληρότητος και του ψεύδους, τέκνα εκείνου όστις ήτο ψεύστης και ανθρωποκτόνος απ' αρχής, τέκνα του διαβόλου. Η επιτίμησις αύτη τους εκέντησε μέχρι μανίας. Ανταπέδωκαν ταύτην διά της ασεβούς ύβρεως, «Σαμαρείτης ει και δαιμόνιον έχεις». Ο Κύριος ημών φιλευσπλάγχνως και πάλιν έτεινε προς αυτούς την χαριτόβρυτον δεξιάν, λέγων ότι, εάν θέλωσι να τηρήσωσι τα ρήματά Του, ου μόνον δεν θ' αποθάνωσιν εν ταις αμαρτίαις αυτών, αλλά δεν θα ίδωσι θάνατον. Αι νωθραί καρδίαι των δεν ηδυνήθησαν ουδέ να φαντασθώσι πνευματικήν έννοιαν εις τους λόγους Του. Ηδύναντο μόνον να Τον επιβαρύνωσι με δαιμονιώδες γαυρίαμα και ύβριν επί τούτοις. «Μη Συ μείζων ει του πατρός ημών Αβραάμ, ος απέθανε, και οι προφήται απέθανον ομοίως; Ο Ιησούς τους είπεν ότι εν προφητική δράσει, ίσως δε και διά πνευματικής επιπνοίας, εις εκείνον τον άλλον κόσμον, ο Αβραάμ, όστις δεν είνε νεκρός, αλλά ζων, είδε «και ηγαλλιάσατο ιδείν την ημέραν την Εμήν». Τοιούτος ισχυρισμός τους εφάνη ή ανόητος ή βλάσφημος. Ο Αβραάμ είνε τεθνεώς από ετών χιλίων και επτακοσίων. «Πεντήκοντα έτη ούπω έχεις, και Αβραάμ εώρακας;» «Πώς να εννοήσωμεν λόγους ως αυτούς;» Θα ηδύναντο καλώς να τους εννοήσουν αν το ήθελον, διότι οι ίδιοι Ραββίνοι των είπον ύστερον: «Όταν ο Θεός έκαμε την Διαθήκην προς τον Αβραάμ, απεκάλυψε προς αυτόν και το Ολάμ αυτό (την Διαθήκην), και το μέλλον Ολάμ», (δηλ. την Διαθήκην του Μεσσίου). Και τοιαύτην εξήγησιν τους έδωκεν ήδη ο Ιησούς όταν πραέως, αλλ' εν μεγίστη επισημότητι, και με τον τύπον εκείνον της εμφαντικής βεβαιώσεως, τον οποίον μόνον μετεχειρίζετο όταν ανήγγελλε τας πανδημοτάτας αληθείας Του, ο Σωτήρ απεκάλυψε προς αυτούς την αιωνιότητά Του, την θείαν προΰπαρξίν Του πριν εισέλθη εις το σκήνωμα της θνητής σαρκός:
«Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, Πριν Αβραάμ γενέσθαι, Εγώ ειμι».
Τότε, εν εκρήξει ακρατήτου λύσσης, ενί των παροξυσμών εκείνων της αιφνιδίας, αχαλινώτου, φρενιτικής λύσσης εις ην ο λαός ούτος υπέκειτο καθ' όλας τας εποχάς εν πάση προσβολή κατά των θρησκευτικών δοξασιών του, ήραν λίθους, ίνα λιθοβολήσωσιν Αυτόν. Πλην αυτή η τυφλότης της λύσσης των ευκολώτερον κατέστησε το να τους αποφύγη. Η ώρα Του δεν είχεν έλθη ακόμη. Μετ' εντελούς αταραξίας απεχώρησε του Ναού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΑ'.
Ο εκ γενετής τυφλός
«Τις ήμαρτεν;» — «Ύπαγε νίψαι εις του Σιλωάμ την κολυμβήθραν». — Εν ημέρα Σαββάτου. — Ο άνθρωπος εξεταζόμενος παρά του Συνεδρίου. — Γίνεται αποσυνάγωγος. — Ο Ποιμήν ο Καλός και οι μισθωτοί ποιμένες.
Ή ενώ επέστρεφεν εκ του ναού μετά την αποτυχούσαν λιθοβόλησιν, ή το επόμενον Σάββατον, ενώ διέβαινεν, ο Ιησούς είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής.
Όλοι οι Ιουδαίοι ήσαν συνεισθισμένοι να θεωρώσι πάσαν ιδιαιτέραν ταλαιπωρίαν και παν πάθημα ως άμεσον επακολούθημα ιδιαιτέρας τινός αμαρτίας. Ίσως οι μαθηταί υπέθεσαν ότι οι λόγοι του Κυρίου προς τον παραλυτικόν τον οποίον είχε θεραπεύσει εις την κολυμβήθραν Βηθεσδά, ως και προς τον άλλον παραλυτικόν της Καπερναούμ, θα ηδύνατο να σημαίνωσι κύρωσιν της τοιαύτης γνώμης. Ερώτησαν άρα πώς συνέβη να γεννηθή τυφλός ο άνθρωπος. Μήπως οι γονείς του ήμαρτον; Μήπως αυτός; Η πρώτη υπόθεσις ήτο αδύνατος. Η δευτέρα σκληρά. Ευρίσκοντο άρα εις αμηχανίαν.
Εις τας ακάρπους χώρας τοιαύτης αγόνου θεωρίας, ο Κύριος δεν ηθέλησε να τους ακολουθήση, και ως πάντοτε, απεθάρρυνε την ροπήν προς κρίσιν επί των αμαρτιών των άλλων. «Ούτε ούτος ήμαρτεν, είπεν, ούτε οι γονείς αυτού, αλλ' ίνα φανερωθή το έργον του Θεού εν αυτώ. Εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του Πέμψαντός Με». Αυτός, το φως του κόσμου, έμελλεν εν μια στιγμή να διασκεδάση το σκότος του. Τότε έπτυσε χαμαί, έκαμε πηλόν με το πτύσμα, και επιχρίσας τους οφθαλμούς του τυφλού εκέλευσεν, «Ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ». Ο άνθρωπος απήλθεν, ενίφθη, και ανέβλεψεν.
Ο σίελος του μη προσφάτως λύσαντος την νηστείαν επιστεύετο παρά τοις παλαιοίς ότι είχεν ιαματικήν δύναμιν διά τους ασθενείς οφθαλμούς, και πηλόν μετεχειρίζοντο ενίοτε προς ίασιν οιδημάτων επί των βλεφάρων. Αλλ' ότι τα όργανα ταύτα ουδαμώς παρέβλαψαν την λαμπρότητα του θαύματος είνε προφανές· και δεν έχομεν μέσον όπως αποφασίσωμεν εις τούτο, όπως και εις άλλας παραπλησίας περιστάσεις, διατί ο Κύριος ημών, όστις πολλάκις διά λόγου εθεράπευε, προέκρινεν άλλοτε να μετέρχηται βραδυτέρας και επιμελεστέρας μεθόδους προς διενέργησιν της υπερφυούς δυνάμεώς Του. Εις τούτο ουδέποτε απεκάλυψε τας αρχάς της δράσεως, αίτινες αναμφιβόλως επήγαζον από την ενδόμυχον γνώσιν των περιστάσεων, και από την διερεύνησιν των καρδιών εκείνων εφ' ων αι ιάσεις Του εγίνοντο. Δυνατόν να έπραττε με σκοπόν να διδάξη πλείονας αιωνίους αληθείας διά των επακολουθούντων συμβεβηκότων.
Σημειωτέον ότι η έκφρασις του Χριστού προς τους μαθητάς, «ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ», δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος εγεννήθη τυφλός επίτηδες όπως φανερωθή η δόξα του Θεού διά της ιάσεώς του. Το ί ν α εκφράζει συνέπειαν και όχι σκοπόν, έχει εκβατικήν, όχι τελικήν έννοιαν. Τούτο παρετήρησαν ήδη ο ιερός Χρυσόστομος, ο θεοφύλακτος, και άλλοι. Και εκ της ερωτήσεως των μαθητών δε πρέπει να φαντασθώμεν ότι οι απλοϊκοί Γαλιλαίοι εγνώριζον το δόγμα της μετεμψυχώσεως, ή το ραββινικόν δόγμα περί προγενεθλίου αμαρτίας· ή την πλατωνικήν και αλεξανδριανήν φαντασίαν περί προϋποστάσεως· ή την νεωτερικήν θεωρίαν περί προληπτικής τιμωρίας δι' αμαρτίας προεγνωσμένας.
Όπως και αν έχη, εις την περίστασιν ταύτην ο τρόπος της ενεργείας του Σωτήρος ήγαγεν εις σοβαρά αποτελέσματα. Επειδή ο άνθρωπος ήτο γνωριμώτατος εις Ιερουσαλήμ ως τυφλός επαίτης διά βίου, και η εμφάνισίς του με την χρήσιν της οράσεως, επροξένησεν έξαψιν και ταραχήν, εδυσκολεύοντο όσοι κάλλιστα τον εγνώριζον να πιστεύσωσι την ιδίαν μαρτυρίαν του, ότι αυτός ήτο πράγματι ο τυφλός επαίτης όστις ήτο τόσον γνωστός εις αυτούς. Δεν ηδύναντο να συνέλθωσιν από την έκπληξίν των, και τον ηνάγκαζον να διηγήται και πάλιν να διηγήται την ιστορίαν της ιάσεώς του. Αλλ' η διήγησις αύτη ενεφύσα εις την έκπληξίν των νέον στοιχείον Φαρισαϊκής αγανακτήσεως· διότι και η ίασις αύτη είχε γείνη εν ημέρα Σαββάτου! Οι Ραββίνοι είχον απαγορεύσει εις πάντα άνθρωπον να χρίη και τον ένα των οφθαλμών του με πτύσμα εν Σαββάτω, παρεκτός εν κινδύνω θανάτου. Και ο Ιησούς, όχι μόνον επίχρισε και τους δύο οφθαλμούς του ανθρώπου, αλλ' ανέμιξε τον σίελον με χώμα! Τούτο, ως πράξις ελέους, ήτο εν βαθυτάτη συμφωνία προς αυτάς τας αφορμάς δι' ας το Σάββατον είχε θεσπισθή, και προς τα μαθήματα δι' ά ήτο προωρισμένον να είνε εις διηνεκές μαρτύριον. Αλλά το πνεύμα της στενής γραμματολατρίας και της δουλικής μικρολογίας και της ποσοτικής υπακοής — το πνεύμα το οποίον ήλπιζε να σωθή διά της αλεγβρικής εξισώσεως των καλών και κακών πράξεων — είχε προ πολλού εξευτελίσει το Σάββατον από της αληθούς ιδέας της θεσμοθετήσεώς του ως επιβλαβή δεισιδαιμονίαν. Το Σάββατον του Ραββινισμού, μεθ' όλης της ταπεινής δουλοπρεπείας του, ουδόλως ήτο το Σάββατον του φιλανθρώπου και αγίου νόμου του Θεού. Είχεν εκπέσει ως εκείνο το οποίον ο Παύλος αποτελεί π τ ω χ ι κ ό ν ήτοι επαιτικόν, σ τ ο ι χ ε ί ο ν.
Και οι Ιουδαίοι ούτοι ήσαν τόσον εμποτισμένοι με την μικρότητα αυτήν, ώστε έν μοναδικόν θαύμα ελέους εξήγειρεν εν αυτοίς όχι τόσην έκπληξιν και ευγνωμοσύνην, όσην φρίκην επί τη ολιγωρία της Σαββατικής δεισιδαιμονίας των. Επομένως έσπευσαν να προσαγάγωσι τον άνθρωπον ενώπιον των Φαρισαίων εν συμβουλίω. Τότε επηκολούθησεν η σκηνή την οποίαν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναγράφει κατά τρόπον τόσον αμιμήτως γραφικόν εν τω θ' κεφαλαίω. Πρώτον ήλθε κατ' επανάληψιν η ερώτησις: Πώς συνέβη το πράγμα; ακολουθουμένη υπό της επανειλημμένης βεβαιώσεως ενίων εξ αυτών ότι ο Ιησούς δεν ηδύναντο να είνε εκ του Θεού, επειδή δεν ετήρει το Σάββατον· και της αποκρίσεως άλλων ότι το να ενδιατρίβωσιν εις την αθέτησιν του Σαββάτου εσήμαινεν, ότι παραδέχονται το θαύμα, και παραδεχόμενοι το θαύμα ανεγνώριζον κάπως το γεγονός ότι ο τελέσας τούτο δεν ηδύνατο να είνε κακοποιός οίον άλλοι τον περιέγραφον. Είτα, περιελθόντες εις αδιέξοδον, ηρώτησαν τον τυφλόν τίνα γνώμην είχε περί του ιατήρος του· κ' εκείνος, όστις δεν ήτο εμπεπλεγμένος εις τον πλημελή κύκλον των συλλογισμών των, απήντησε μετ' αφόβου ετοιμότητος ότι, «Προφήτης εστί».
Εν τω μεταξύ εκείνοι ενόησαν με ποίον χαρακτήρα είχον να κάμουν, και επιζητούντες πλαγίαν τινά θυρίδα δι' ης ν' αρνηθώσι το θαύμα, έστειλαν κ' εκάλεσαν τους γονείς του πρώην τυφλού. «Είνε αυτός ο υιός σας; Εάν ισχυρίζεσθε ότι εγεννήθη τυφλός, πώς γίνεται ότι τώρα βλέπει»; Ίσως ήλπιζον να εκπτοήσωσιν ή να δελεάσωσι τους γονείς τούτους εις άρνησιν της συγγενείας, ή εις αναγνώρισιν απάτης. Αλλά και οι γονείς επέμειναν εις την αλήθειαν, καίτοι μετά πανούργου δουλικότητος απέφυγαν να συναγάγωσι συμπεράσματα τα οποία θα τους εξέθετον εις δυσάρεστα επακόλουθα. «Ούτος βέβαια είνε ο υιός μας, και βέβαια εγεννήθη τυφλός· ως προς τα λοιπά δεν ειξεύρομεν. Αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, και θα σας είπη».
Τότε — σχεδόν οικτείρει τις την πονηράν αμηχανίαν των — εστράφησαν πάλιν προς τον πρώην τυφλόν. Αυτός, καθώς και οι γονείς του, είξευραν ότι οι άρχοντες των Ιουδαίων ήσαν σύμφωνοι να εκδίδωσι το Χ ε ρ έ μ, ήτοι την από της Συναγωγής αποκήρυξιν, παντός όστις θα ετόλμα ν' αναγνωρίση τον Ιησούν ως τον Μεσσίαν· και οι Φαρισαίοι πιθανώς ήλπιζον ότι ούτος θα έσπευδε να ακολουθήση την συμβουλήν των, «Δος δόξαν τω Θεώ», τουτέστιν ν' αρνηθή ή να παραγνωρίση το θαύμα, και να δεχθή την υπαγόρευσίν των, ότι ο Ιησούς ήτο αμαρτωλός.
Αλλ' ο άνθρωπος ήτο κατεσκευασμένος εκ στερροτέρας μάζης ή οι γονείς του. Δεν επτοείτο από την εξουσίαν των, ούτε κατεβάλλετο υπό των ισχυρισμών των. Ανέπνεεν ελευθέρως εν τη λιπώδει ατμοσφαίρα της υπερτέρας αγιότητός των. «Η μ ε ί ς ο ί δ α μ ε ν, είχον ειπεί οι Φαρισαίοι, ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν». «Ει αμαρτωλός εστιν, απήντησεν ο άνθρωπος, ο υ κ ο ί δ α· έν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω». Τότε ήρχισαν πάλιν την κοπιώδη και ματαιόσχολον εξετασίν των. «Τι εποίησε σοι; πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς;» Αλλ' ο άνθρωπος τους είχε βαρυνθή πλέον. «Είπον ήδη ημίν, και ου προσέχετε. Ίνα τι θέλετε πάλιν ακούειν; Μη και υμείς θέλετε μαθηταί Αυτού γενέσθαι;» Τολμηρά ειρωνεία αύτη· να ερωτά τις τους σεμνούς τούτους, τους επιτρεπτούς και λεπτολόγους Φαρισαίους, αν ήθελον να γείνωσι μαθηταί του Προφήτου του εκ Ναζαρέτ! Αυτός ο πρώην τυφλός ήτο άνθρωπος ανοικονόμητος! Αφού η εξουσία των, αι απειλαί, αι κολακείαι, ουδέν ίσχυσαν προς αυτόν, ήλθον εις τας ύβρεις. «Συ ει μαθητής Εκείνου· ημείς δε Μωσέως εσμέν μαθηταί· ημείς οίδαμεν ότι Μωσεί ελάλησεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστί». Παράδοξον, απήντησε, να μη γνωρίζητε τίποτε περί ανθρώπου όστις ετέλεσε θαύμα τοιούτον οποίον ούτε ο Μωυσής δεν ετέλεσε ποτέ· και γνωρίζομεν ότι ούτε Αυτός ούτε άλλος θα ηδύνατο να πράξη τούτο εάν δεν ήτο εκ Θεού». Πώς! Σκιαί του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ! είς τυφλός επαίτης, φύσει αμαθής, αιρετικός, ετόλμα να τους διδάξη, αυτούς! «Εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; — Και εποίησαν αυτόν αποσυνάγωγον».
Αλλ' ο Ιησούς δεν παρέβλεψε τον πρώτον ομολογητήν Του. Εύρε τον άνθρωπον, και λέγει αυτώ, «Πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού;» — «Και τις εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις Αυτόν;»
«Και εώρακας Αυτόν, και ο λαλόν μετά σου εστι».
«Πιστεύω, Κύριε, (είπεν ο άνθρωπος) και προσεκύνησεν Αυτώ».
Πρέπει να ήτο μικρόν μετά τον χρόνον τούτον ότι ο Κύριος ημών υπέδειξε την αντίθεσιν μεταξύ των διαφόρων αποτελεσμάτων της διδασκαλίας Του· τους μη ιδόντας ποτέ, τους έκαμνε να βλέπουν· και τους βλέποντες, τους έκαμνε τυφλούς. «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον ελήλυθα ίνα μη βλέψαντες βλέπωσι, και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται». Οι Φαρισαίοι έτοιμοι πάντοτε να προκαλέσωσι λογομαχίας, ζηλότυποι και καχύποπτοι, ηρώτησαν: «Μήπως και ημείς είμεθα τυφλοί;» Η απάντησις του Ιησού υπήρξεν ότι εν τη φυσική τυφλότητι δεν δύναται να υπάρχη ενοχή, αλλ' εις εκείνους οίτινες μόνον προσκόπτουσιν εν τη τυφλώσει της εκουσίας πλάνης, η αξίωσις ότι βλέπουσι ποιεί αυτούς αυτοκατακρίτους.
Και όταν οι άρχοντες, οι διδάσκαλοι, οι οδηγοί, δεν βλέπωσι, πώς δύναται ο λαός να βλέπη;
Η σκέψις αύτη ευλόγως ήγαγεν Αυτόν εις την φύσιν των αληθών και των ψευδών διδασκάλων, την οποίαν ανέπτυξε και εξήγησεν εν τω ωραίω απολόγω (ημιπαραβολή και ημιαληγορία) των αληθών και των ψευδών ποιμένων. «Εγώ ειμι ο Ποιμήν ο Καλός, ο τιθείς την ψυχήν Αυτού υπέρ τον προβάτων». Το καλός είνε αμετάφραστον εις οιανδήποτε άλλην γλώσσαν. Σημαίνει εσωτερικήν αγαθότητα διαλάμπουσαν εν τω εξωτερικώ κάλλει. «Ο μισθωτός δε και ουκ ων ποιμήν, φεύγει, και ου μέλει αυτώ περί των προβάτων, ότι μισθωτός εστι». Και πάλιν: «Εγώ ειμι η Θύρα· δι' εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται, και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει». Και είτα είπεν ότι, οικεία βουλήσει, θα θέση την ζωήν Του διά τα πρόβατα, της τε αυλής ταύτης και όλης της ποίμνης, και ότι, οικεία δυνάμει, θ' αναλάβη πάλιν αυτήν. Αλλά ταύτα τα θεία μυστήρια υπερέβησαν την κοινήν κατάληψιν· και οι μεν έλεγον ότι ήσαν μωρίαι δαιμονιζομένου μανιακού, οι δε μόνον παρετήρουν ότι δεν ωμοίαζον με λόγια δαιμονιζομένου, και ότι ο διάβολος δεν θα ήνοιγε τους οφθαλμούς του τυφλού.
Ούτω, με ολίγον καρπόν δι' αυτούς, εκτός του πικρού καρπού της οργής και του μίσους, ετελείωσεν η επίσκεψις του Ιησού εις την εορτήν της Σκηνοπηγίας. Κ' επειδή η ζωή Του ήτο ήδη εις κίνδυνον, απεχώρησε και πάλιν εξ Ιερουσαλήμ εις την Γαλιλαίαν, προς βραχείαν επίσκεψιν, πριν αποχαιρετίση διά τελευταίαν φοράν την πάλαιαν κατοικίαν Του.
Η ομιλία του Χριστού περί του Καλού Ποιμένος προσείλκυε και κατεγοήτευε την φαντασίαν των πρώτων Χριστιανών. Μεταχειρίζονται ούτοι συχνά το σύμβολον μετά ποιητικής εξάρσεως εις τους κρυφούς και ανήλιους τόπους της λατρείας των. Οι θεολόγοι σπανίως την αναφέρουν. Ήτο πολύ απλή και μάλλον τρυφερά ή ώστε να παρέχη θέμα εις τας λεπτότητας της συστηματικής λογομαχίας. Αλλά το ευνοούμενον βιβλίον της Ανατολικής Εκκλησίας κατά την β' εκατονταετηρίδα ήτο «ο Ποιμήν» του Ερμά, και παρά τοις πρώτοις Χριστιανοίς ο χαρακτήρ του Χριστού ως Καλού Ποιμένος ήτο γνωριμότατος. Ήτο «η τροφή της καθημερινής ζωής των· η ελπίς των κατά τας σκληροτάτας δοκιμασίας· η πίστις της πίστεώς των και ζωή της ζωής των».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΒ'.
Χαίρειν τη Γαλιλαία
Τα μεταξύ της Σκηνοπηγίας και των Εγκαινίων. — Μέγα επεισόδιον εν τω Ευαγγελίω του Λουκά. — Χαρακτήρ του επεισοδίου. — Αποστολή των εβδομήκοντα. — Η σφαγή των Γαλιλαίων υπό του Πιλάτου. — Αυστηραί νουθεσίαι. — Η σκευωρία των Φαρισαίων. — «Πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη» — «Δεύτε προς Με πάντες οι κοπιώντες».
Ευθύς μετά τα συμβεβηκότα τα αρτίως μνημονευθέντα, ο Ιωάννης διηγείται άλλο γεγονός, το οποίον συνέβη δύο μήνας ύστερον, κατά την χειμερινήν εορτήν των Εγκαινίων. Συμφώνως μ' ένα των σκοπών του κατ' αυτόν Ευαγγελίου, όστις ήτο να διηγηθή εκείνα τα έργα του Χριστού εν τη Ιουδαία, και ιδίως εν Ιερουσαλήμ, τα οποία οι Συνοπτισταί είχον παραλίπει, ουδέν λέγει περί μεσολαβούσης και τελευταίας επισκέψεως εις Γαλιλαίαν, ή εκείνων των τελευταίων οδοιποριών εις Ιερουσαλήμ, περί των οποίων εν μέρει οι άλλοι Ευαγγελισταί μας παρέχωσι τόσας πληροφορίας. Και όμως ότι ο Ιησούς πρέπει να επέστρεψεν εις Γαλιλαίαν γίνεται δήλον ου μόνον εκ των άλλων Ευαγγελιστών, αλλ' εκ της θέσεως των πραγμάτων και έκ τινων παρεμπιπτόντων γεγονότων εν αυτή τη αφηγήσει του Ιωάννου.
Είνε γνωστόν ότι έν όλον μέγα τμήμα εν τω κατά Λουκάν, από κεφ. θ', 51 έως κεφ. ιη', 15, αποτελεί έν επεισόδιον, εν τη Ευαγγελική αφηγήσει του οποίου πολλά συμβάντα ιστορούνται υπ' αυτού μόνον του Ευαγγελιστού, και εν ώ αι ολίγαι μνείαι του χρόνου και του τόπου δεικνύουσι βραδείαν και πανηγυρικήν πρόοδον από Γαλιλαίας εις Ιερουσαλήμ. Μετά την εορτήν των Εγκαινίων ο Κύριος απεχώρησεν εις την Πέραν του Ιορδάνου, άχρις ου εκλήθη εκείθεν διά του θανάτου του Λαζάρου· μετά δε την έγερσιν του Λαζάρου, έφυγεν εις Εφραΐμ· και ακολούθως μετέβη εις Βηθανίαν, έξ ημέρας προ του τελευταίου Πάσχα Του.
Η τελευταία αύτη επίσκεψις του Σωτήρος εις Γαλιλαίαν πρέπει να υπήρξε λίαν βραχεία, και φαίνεται να μη είχεν άλλο αντικείμενον ειμή την προπαρασκευήν διά την αποστολήν των Εβδομήκοντα, και τον εγκαινισμόν της οριστικής προκηρύξεως της βασιλείας του Χριστού καθ' όλον εκείνο το μέρος της Αγίας Γης, το οποίον υπήρξε μέχρι τούδε ολιγώτερον εξωκειωμένον προς τους λόγους και τα έργα Του. Αι οδηγίαι Του προς τους Εβδομήκοντα Αποστόλους εμπεριείχον τον τελευταίον αποχαιρετισμόν Του προς την Γαλιλαίαν, και η παροχή των οδηγιών εκείνων ίσως συνέπεσε χρονικώς με την αναχώρησίν Του. Αλλ' υπάρχουσι δύο άλλα συμβεβηκότα αναγραφόμενα εν τω ιγ' κεφαλαίω, τα οποία δυνατόν ν' ανήκωσιν εις την αυτήν βραχείαν διατριβήν, ήτοι το άγελμα περί σφαγής εν Γαλιλαία, και το μήνυμα όπερ ο Χριστός έλαβε περί των σχεδίων του Ηρώδου κατά της ζωής Του.
Η κατοικία του Ιησού κατά τας ολίγας ταύτας ημέρας φυσικά πρέπει να ήτο εις Καπερναούμ «Την ιδίαν πόλιν»· ενώ δε ητοιμάζετο εκεί προς πάνδημον αναχώρησιν, μέλλουσαν να μη έχη επιστροφήν, ήλθόν τινες και ανήγγειλαν Αυτώ νέας ταραχάς εξ εκείνων, οποίαι συχνά συνέβαιναν επί της πραιτωρείας Ποντίου Πιλάτου. Και ότι ολίγοι φιλοτάραχοι ζηλωταί πρέπει να κατεκόπησαν εις Ιερουσαλήμ υπό της ρωμαϊκής κουστωδίας, ήτο εις τους ταραχώδους εκείνους καιρούς γεγονός συνηθέστατον. Ο εύφλεκτος φανατισμός των Ιουδαίων κατά την εποχήν ταύτην, αι ανήσυχοι ελπίδες αίτινες συχνά τους εξήγειρον εις μανίαν εναντίον του Ρωμαίου άρχοντος, και αίτινες τους καθίστων έτοιμα θύματα παντός ψευδούς Μεσσίου, είχον καταστήσει αναγκαίαν την κατασκευήν του Πύργου της Αντωνίας, του ρίπτοντος την απειλητικήν σκιάν του επ' αυτού του Ναού. Ο Πύργος συνεκοινώνει με τον Ναόν διά κλιμάκων και βαθμίδων, ώστε οι Ρωμαίοι στρατιώται να δύνανται να τρέχωσι παραχρήμα, και καταστέλλωσι πάσαν έκρηξιν ταραχών συνήθη κατά τας εορτάς, όπως και τώρα συμβαίνει (9). Και εξ όλων των Ιουδαίων, οι Γαλιλαίοι, επειδή ήσαν οι πλέον εμπαθώς ευερέπιστοι, υπέκειντο υπέρ πάντας τούς άλλους εις κακοπαθείας εκ τοιούτων συγκρούσεων. Το δεινότερον το οποίον κατέπληξε τους αφηγητάς, δεν ήτο τόσον η σφαγή, όσον η περίπτωσις ότι το αίμα των σφαγέντων εν Ιερουσαλήμ Γαλιλαίων ανεμίχθη με το αίμα των ιερείων, των θυομένων εν τω Ναώ. Και οι κομίσαντες την είδησιν προς τον Ιησούν είχον, φαίνεται, μεγάλην φιλοπραγμοσύνην να μάθουν τίνα πρέπει να ήταν τα εγκλήματα, τα οποία επήνεγκον τόσον τραγικόν το τέλος των προσκυνητών εκείνων.
«Νομίζετε, είπεν ο Κύριος, ότι οι Γαλιλαίοι ούτοι ήσαν αμαρτωλοί παρά πάντας τους Γαλιλαίους, όπως τοιαύτα πάθωσι; Σας λέγω, όχι· αλλ' εάν μη μετανοήσητε, όλοι ομοίως θ' απολεσθήτε». Και τότε ανέμνησεν αυτούς άλλο πρόσφατον παράδειγμα αιφνιδίου θανάτου, ότε ο Πύργος του Σιλωάμ πεσών κατεθρυμμάτισε δέκα και οκτώ ανθρώπους τυχόντας εκεί. Και τους είπεν ότι, όχι μόνον εκείνοι οι ταλαίπωροι δεν ήσαν εκτάκτως κακοποιοί, αλλ' όλοι, εάν μη μετανοήσωσιν, όμοιον όλεθρον θα πάθωσιν. Αναμφιβόλως ο Ιησούς ήθελε να διδάξη το μάθημα, ότι τα δυστυχήματα της ζωής εις όλους τους αμαρτωλούς κατά τόπους και χρόνους συμβαίνουσιν, αλλ' εκτός τούτου όλοι θα λάβωσιν εν καιρώ κατά τα έργα αυτών. Αλλ' οι λόγοι του είχον και ιδιαιτέραν προφητικήν έννοιαν και το ξίφος του Τίτου έμελλε να θερίση, μετ' ολίγας ενιαυτών δεκάδας, την γενεάν των θεοκτόνων και τα τέκνα αυτών.
Όσον βραχεία και αν ήτο η διατριβή του Ιησού εις την παλαιάν κατοικίαν Του, οι εχθροί Του ηνυπομόνουν να την καταστήσωσιν έτι βραχυτέραν. Εφοβούντο, είχον βαρυνθή τον Κύριον της Ζωής. Αλλ' όμως δεν ετόλμων φανερά να ομολογήσωσι τα αισθήματά των. Οι Φαρισαίοι ήλθον προς Αυτόν εν επιπλάστω μερίμνη περί της ασφαλείας Του, και είπον: «Έξελθε, και αναχώρησον εντεύθεν· ότι Ηρώδης ζητεί αποκτείναί Σε».
Αλλ' η απάντησις του Ιησού ήτο υπερόχως ατάραχος: «Πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη, ιδού, Εγώ εκβάλλω δαιμόνια και εργάζομαι ιάσεις σήμερον και αύριον, και τη τρίτη τελειούμαι». Και είτα προσθέτει εν πλήρει εμπιστοσύνη ασφαλείας μεμιγμένη μετ' ειρωνείας πικράς, «Αλλά πορευθήσομαι εις την οδόν Μου σήμερον, και αύριον και την ημέραν την επομένην· ότι ουκ εστι Προφήτην έξω της Ιερουσαλήμ αποκτανθήναι». Και ίσως κατά την θλιβεράν ταύτην κρίσιν να εταλάνισεν, ως και ύστερον, την πόλιν την ερυθράν εκ του αίματος των προφητών — ω, πόσον θαυμασίως η προφητεία εκείνη επληρώθη! Πόσον δε τρυφερά είνε η εικών της όρνιθος επισυναγούσης τους νεοσσούς υπό τας πτέρυγας αυτής — «και ουκ ηθελήσατε. Ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος».
Η μικρά σκευωρία των Φαρισαίων τούτων απέτυχεν. Είτε ο Ηρώδης πράγματι έτρεφεν αόριστον σκοπόν να θανατώση τον Ιησούν, καθώς είχε θανατώσει τον συγγενή Αυτώ Ιωάννην, είτε η φήμη ήτο απλή επίνοια, ο Ιησούς την εθεώρησε μετ' αδιαφορίας. Ό,τι και αν εσχεδίαζεν ο Ηρώδης, η ιδία Αυτού πρόθεσις ήτο να συμπληρώση την βραχείαν διατριβήν Του εν Γαλιλαία εις τον πρέποντα καιρόν και όχι πρότερον. Μία ή δύο ημέρας έμενον έτι εις Αυτόν, καθ' ας θα εξηκολούθει να εκτελή τα έργα του ελέους Του επί πάντας τους ζυτούντας Αυτόν· μετά τούτο, ο χρόνος θα ήρχετο ότε θα ανεχώρει διά τελευταίαν φοράν από τον τόπον ένθα διήλθε την νεότητά Του, και θα έστρεφε το πρόσωπόν του ευσταθώς προς την Ιερουσαλήμ. Έως τότε, (ούτω πρέπει να είπωσι προς τον πανούργον κύριον των μεθ' ου αυτοί ωμοίαζον) ήτο υπό προστασίαν και άσυλον, το οποίον ούτε η πονηρία αυτών ούτε η σκληρότης του αυθέντου των ηδύνατο να παραβιάση.
Και αξίως απένειμεν εις Ηρώδην τον Αντίπαν την μόνην λέξιν της αμιγούς περιφρονήσεως, ήτις μνημονεύεται ότι διήλθέ ποτε τα χείλη Του. Εάν ποτε υπήρξεν άνθρωπος άξιος περισσής και δαψιλούς περιφρονήσεως, ούτος ήτο ο φαύλος και επίορκος ηγεμονίσκος, ο κίβδηλος προς την θρησκείαν, κίβδηλος προς το έθνος του, κίβδηλος προς τους φίλους, κίβδηλος προς τους αδελφούς του, κίβδηλος προς την γυναίκα του, εις τον οποίον ο Ιησούς έδωκε το όνομα «η αλώπηξ αύτη». Αι απάνθρωποι κακίαι των Καισάρων αντανεκλώντο εις τους μικρούς τούτους Νερωνίσκους και Καλιγουλίσκους των επαρχιών, εις τους επιχωρίους τούτους τυράννους, τους ημιιδουμαίους και ημισαμαρείτας, οίτινες επιθήκιζον την χειρίστην διαφθοράν του Καισαρισμού εις ον ώφειλον αυτήν την ύπαρξίν των.
Αν η «αλώπηξ αύτη» ήκουσέ ποτε τον τρόπον καθ' ον τον εχαρακτήρισεν ο Κύριος αγνοούμεν. Εν τη ζωή δεν συνηντήθησαν ειμή την πρωίαν της Σταυρώσεως, ότε ο Αντίπας εξέσπασε κατά του Ιησού τους χλευασμούς του. Αλλά νυν ο Ιησούς συνεπλήρωσε το τελευταίον έργον Του εν Γαλιλαία. Συνεκάλεσε τους οπαδούς Του, και εξ αυτών εξέλεξεν εβδομήκοντα όπως προετοιμάσωσι την οδόν Του. Ο αριθμός των ήτο πιθανώς συμβολικός (λέγουσί τινες ότι αντεστοίχουν εις τα εβδομήκοντα έθνη, εις όσα ο κόσμος διηρέθη, ως λέγεται, κατά την σύγχυσιν των γλωσσών εν τω Πύργω της Βαβέλ), και η αποστολή τοσούτων όπως απέλθωσι προ Αυτού ανά δύο και δύο, και προπαρασκευάσωσι διά την άφιξίν Του εις πάσαν πόλιν ην προυτίθετο να επισκεφθή, υποδηλοί διά την τελευταίαν ταύτην πορείαν άπειρον δημοσιότητα. Αι οδηγίαι όπως έδωκεν αυτοίς πολύ ωμοίαζον μ' εκείνας ας είχε δώσει προς τους Δώδεκα· και διαφέρουσι μόνον κατά την βραχύτητα, επειδή αναφέρονται εις μάλλον παροδικόν διακόνημα. Παρέλιπε τον νυν περιττόν περιορισμόν περί μη επισκέψεως των εθνικών και των Σαμαρειτών· και ίσως απένειμεν αυτοίς ολιγώτερον δαψιλή την θαυματουργόν δύναμιν. Η απαγόρευσις του προσαγορεύειν τινά καθ' οδόν είνε παροιμιώδης περί πάσης εσπευσμένης αποστολής, και προήρχετο εκ τούτου, ότι οι χαιρετισμοί των Ασιανών είνε πολύ μακρότεροι και διεξοδικώτεροι από τους παρ' ημίν συνήθεις. Αι οδηγίαι Του αποπνέουσι προσέτι θλιβερώτερον τόνον, εμπνεόμενον από την πείραν της συνεχούς απορρίψεως.
Και τώρα ήλθεν ο καιρός δι' Αυτόν ν' αναχωρήση, και ν' αναχωρήση εν θλίψει. Άφηνεν εν τούτοις πιστάς τινας καρδίας όπισθέν του, αλλά πόσον ολίγας! Η Γαλιλαία Τον είχεν απορρίψει, ως η Ιουδαία τον απέρριψεν. Επί της μιας όχθης της λίμνης ην ηγάπα, όλος ο όχλος Τον είχε παρακαλέσει ν' αναχωρήση από τα μέρη των· επί της ετέρας, μάτην είχον προσπαθήσει να πικράνωσι τας τελευταίας παρ' αυτοίς ημέρας Του δι' αθλίας σκευωρίας όπως τον τρομάξωσι να φύγη. Εις Ναζαρέτ, την τερπνήν ορεινήν κώμην των παιδικών ημερών Του, εις Ναζαρέτ, την πλήρη από τας αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας Του και της εστίας της πανάγνου Μητρός Του, είχον ζητήσει να τον κατακρημνίσωσιν από την οφρύν του βουνού. Και εις Χοραζίν, εις Καπερναούμ, και εις Βηθσαϊδά, επί των παραδεισίων εκείνων οχθών της αργυράς λίμνης, εις την τερπνοτάτην πρασίνην πεδιάδα, της οποίας πάντα αγρόν είχε διέλθη μετά των Αποστόλων Του, εκτελών έργα ελέους και εκφέρων λόγους αγάπης, κ' εκεί ακόμη έστεργον τους κεκονιαμένους τάφους της Φαρισαϊκής σεμνοπροσωπίας, και τους κενούς τύπους της λευιτικής παροδόσεως, καλλίτερον παρά το φως και την ζωήν ήτις προσεφέρετο αυτοίς υπό του Υιού του Θεού. Ετρέφοντο με σποδόν· και η καρδία των πλανηθείσα διέστρεψεν αυτούς. Εις πολλάς μεγάλας πόλεις της αρχαιότητος, εις την Νινευή και την Βαβυλώνα, εις την Τύρον και την Σιδώνα, επί των Σοδόμων και της Γομόρρας είχεν επιπέσει η οργή του Θεού· αλλά και αυτή η Νινευή και η Βαβυλών θα εταπείνουν τας πομπώδεις ειδωλολατρείας των, αυτή η Τύρος και Σιδών θα επεστρέφοντο εκ των αρπακτικών ματαιοτήτων των, αυτά τα Σόδομα και η Γόμορρα θα μετενόουν από των ρυπαρών ακαθαρσιών των, εάν είχον ιδεί τα κραταιά έργα τα γενόμενα εις τας πολίχνας ταύτας και τας κώμας της θαλάσσης της Γαλιλαίας. Και διά τούτο, Ουαί σοι, Χοραζίν! ουαί σοι, Βηθσαϊδά! και εις σε, Καπερναούμ, την «ιδίαν πόλιν» Του, ουαί και τρις ουαί!
Με τοιούτους στοχασμούς εν τη καρδία, και τοιαύτας λέξεις εις τα χείλη Του, απεχώρησεν από της σκηνής του απορριφθέντος κηρύγματός Του· και επί πάσαν την χώραν ταύτην, και μάλιστα επί του μέρους εκείνου, το ουαί έπεσε. Εκλεκτή ακόμη την καλλονήν, είνε έρημος και κινδυνώδης την κατάστασιν. Τα πετεινά του ουρανού κελαδούσιν ακόμη εκεί, και οι ρύακες ρέουσι, και η γη χλοάζει· αλλ' αι άμπελοι και οι κήποι εξέλιπον, οι στολίσκοι και τα αλιευτικά πλοιάρια έπαυσαν να διασχίζωσι την λίμνην, ο βόμβος ο ανθρώπινος και η τύρβη εσίγησε. Τα ονόματα και αι τοποθεσίαι των πόλεων ελησμονήθησαν. Ερημικός φοίνιξ πλησίον σειράς τινος καλυβών σημειοί τον τόπον και αναμιμνήσκει το όνομα της πολίχνης, όπου έζη η μετανοούσα εκείνη αμαρτωλός, ήτις ένιψέ ποτε του Χριστού τους πόδας διά των δακρύων της και απέμαξεν αυτούς διά των τριχών της κεφαλής της.
Και η γενεά ήτις Τον απέρριψιν, ήτο καταδικασμένη ν' αναπολήση εν αγωνία τας μακαρίας εκείνας ημέρας της επί γης παρουσίας του Υιού του Θεού. Τριάκοντα έτη μόλις παρήλθον, και ο τυφών της Ρωμαϊκής εισβολής ενέσκηψεν επί την τερπνήν εκείνην χώραν. Και όστις θέλη, ας αναγνώση εις τον Ιώσηπον τας φρικωδεστάτας λεπτομερείας των ανηκούστων εκείνων συμφορών, αίτινες επανειλημμένως απέσπασαν από του Εβραίου ιστορικού την ομολογίαν, ότι, αναντιρρήτως, ο Θεός ήτο όστις έφερε τους Ρωμαίους διά να τιμωρήσωσι τους Γαλιλαίους. Εκ των χιλιάδων εκείνων των σφαγέντων εντός της λίμνης, εκ των χιλιάδων και μυριάδων των σφαγέντων ανά την χώραν, εκ των χιλιάδων των σταλέντων να βοηθήσωσι τον Νέρωνα εις την διόρυξιν του Ισθμού του Άθω, εκ των μυριάδων των εξανδραποδισθέντων και ως δούλων πραθέντων, πόσοι άρα ήσαν οίτινες να ενθυμήθησαν τότε Εκείνον ον απώθησαν, και ν' ανεπόλησαν ότι το τέλος των χαριτοβρύτων λόγων όσα εξήλθον εκ του στόματός Του ήτο εκείνο το ο υ α ί, το οποίον η σκληροτραχηλία των προυκάλεσε!
Δεν ηδύναντο ειμή να είνε θλίψις εις τοιαύτην αναχώρησιν από τοιαύτης σκηνογραφίας. Και όμως το θείον πνεύμα του Ιησού δεν ηδύνατο επί μακρόν να κυριεύηται υπό καταναλισκούσης θλίψεως. «Εν εκείνη τη ώρα ηγαλλιάσατο ο Ιησούς τω πνεύματι». Και είπεν. «Εξομολογούμαι Σοι, Πάτερ, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις· ναι, ο Πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν Σου». Και τότε, εν αυτή τη ώρα της χαρμονής και της εκστάσεως, εξεστόμισε τας τρυφερωτάτας εκείνας λέξεις τας εξενεχθείσας ποτέ εν γλώσση ανθρωπινή, ως πρόσκλησιν του Θεού προς τα τέκνα Του εν τη πασχούση οικογενεία της ανθρωπότητος, «Δεύτε προς Με οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν Μου εφ' υμάς, και μάθετε απ' Εμού ότι πράος ειμι, και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών».
Και αν η αληθής χαρά πρέπει να είνε αυστηρά και αγνή και αμιγής και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού. Τους προέτρεψε δε μάλλον διότι τα ονόματά των ενεγράφησαν εν τοις ουρανοίς.
Προσέτι δε εχάρη τω πνεύματι διότι απορριφθείς υπό των Γραμματέων και Φαρισαίων, ηγαπάτο και ελατρεύετο υπό τελωνών και αμαρτωλών. Οι πτωχοί τους οποίους ευηγγελίζετο, οι τυφλοί ων τους οφθαλμούς είχεν έλθη ν' ανοίξη, οι ασθενείς τους οποίους είχεν έλθει ν' ιατρεύση, οι απολωλότες τους οποίους αποστολήν είχε να ζητήση και να σώση, όλοι ούτοι συνέρρεον μετ' εγκαρδίου ευγνωμοσύνης προς τον Καλόν Ποιμένα, τον Μέγαν Ιατρόν. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, ως συνήθως, εγόγγυζον, αλλά τι τούτο προς τους χαίροντας ακροατάς; Προς τους κοπιώντας και πεφορτισμένους ελάλει εν πάση ποικίλη μορφή ελπίδος, ευλογίας και παραμυθίας. Διά της παραβολής της Πτωχής Χήρας τους εδίδαξε το χρέος της πίστεως και το βέβαιον της αμοιβής εις την άπαυστον και ένθερμον προσευχήν. Διά της παραβολής του αλαζόνος, ευυπολήπτου, νηστεύοντος, ελεούντος, αυτάρκους Φαρισαίου, όστις ανελθών ίνα προσευχηθή εις το Ιερόν, απήλθεν οίκαδε ολιγώτερον δεδικαιωμένος ή ο ταλαίπωρος Τελώνης, όστις μίαν μόνον κραυγήν εξέπεμπεν ενώ ίστατο τύπτων το στήθος και ταπεινών τους οφθαλμούς, τους εδίδαξεν ότι ο Θεός καλλίτερον αγαπά την εν ταπεινώσει μετάνοιαν ή την κομπάζουσαν αγαθοεργίαν, και ότι πνεύμα συντετριμμένον και καρδία τεταπεινωμένη είνε κρείττων θυσία εις τον Θεόν. Ου μόνον δε τούτο, αλλά τους έκαμε να αισθανθώσιν ότι είνε προσφιλείς τω Θεώ, ότι, καίτοι πλανώμενα τέκνα, είνε τέκνα Του. Και διά τούτο εις τας παραβολάς του Απολωλότος προβάτου και της Απολομένης Δραχμής επιπροσέθηκε την του Ασώτου υιού.
Είπον ήδη ολίγα περί της παραβολής ταύτης, αλλά θα μοι συγχωρηθή να προσθέσω ενταύθα ότι, ουδέποτε βεβαίως εν τη ανθρωπίνη γλώσση τοσούτος και τοιούτος θησαυρός, ή μάλλον κόσμος ολόκληρος αγάπης, σοφίας και τρυφερότητος συνεπτύχθη εις τόσον ολίγας αθανάτους λέξεις. Εκάστη γραμμή, εκάστη απόχρωσις της εικόνος είνε έμπλεως υπερφυούς καλλονής. Η τολμηρά και κενόδοξος απαίτησις του πτωχού νέου δι' ό,τι θα ηδύνατο ν' απολαύση εκ της ζωής, η από της πατρώας οικίας αναχώρησις, η εις μακράν χώραν αποδημία, ο βραχύς σπασμός της απολαύσεως εκεί, ο ισχυρός λιμός εν τη χώρα εκείνη, η πρόωρος εξάντλησις παντός ό,τι θα ηδύνατο να καταστήση την ζωήν ευγενή και αγαστήν, η επακολουθήσασα άβυσσος του εξευτελισμού και της πτωχείας, η περιφρονητική ολιγωρία την οποίαν ηναγκάζετο να υποφέρη παρά των πολιτών της χώρας την οποίαν είχε προκρίνει της ιδίας πατρίδος του, το πώς ήλθεν εις εαυτόν και ανελογίσθη παν ό,τι είχεν αφήσει οπίσω του, η επάνοδος η εν συντριβή καρδίας και εν ταπεινώσει και μετανοία, το πώς ο πατήρ του τον είδε μακρόθεν και πώς κατενύγη και ευσπλαγχνίσθη επί τον πτωχόν τούτον άσωτον, η θορυβώδης χαρά της όλης οικίας επ' αυτώ όστις ήτο αγαπητός και απολωλώς και είχεν επανέλθη νυν εις την εστίαν, η άδικος ζηλοτυπία και το ευτελές παράπονον του πρεσβυτέρου υιού, και τέλος η κατακλείς εκείνη της παραβολής, ως εν υψηλή μελωδία:
«Τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και τα εμά πάντα σα εστι. Ευφρανθήναι δε και χαρήνει έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη»· όλα ταύτα όντως είνε θεία τις επιτομή της πλάνης του ανθρώπου και της αγάπης του Θεού, οποίαν ουδέ ους ανθρώπου ήκουσέ ποτε αλλαχού. Βάλετε από το έν μέρος της πλάστιγγος όλα όσα ο Κομφύκιος, ο Βούδδας, ο Ζωροάστρης και ο Σωκράτης έγραψαν ή είπαν, βάλετε από το άλλο μέρος μόνην την παραβολήν του Ασώτου, και θα ίδητε πού θα βαρύνη η πλάστιγξ. Η παραβολή αύτη είνε η θεία προσαρμογή εις τας ανάγκας του ανθρώπου.
Ούτως η μεγάλη πορεία επλησίαζε βαθμηδόν εις το τέρμα της. Η φοβερά επισημότης, η σκιά, ούτως ειπείν, της επερχομένης καταδίκης, το υπονοούμενον «πολύ αργά», χαρακτηρίζουσι την αφήγησιν ταύτην ην διετήρησεν ημίν μόνος ο ιερός Λουκάς. Φαίνεται ως ν' ακούωμεν απ' αρχής μέχρι τέλους έν ημιτόνιον της βαθείας εκείνης περιπαθείας την οποίαν είχεν εκφράσει ο Χριστός: «Έχω βάπτισμα βαπτισθήναι· και πώς κωλυθήσομαι έως αν πληρωθή τούτο». Ήτο λύπη δι' όλην την διακοπείσαν ειρήνην και την οργίλην αντίδρασιν την οποίαν το έργον Του θα επροκάλει επί της γης, και το αίσθημα ότι ήτο παρασκευασμένος να βαπτισθή (ήτοι να βυθισθή) εις την εκούσιον αγωνίαν της ήδη εξαναφθείσης φλογός. Και τούτο φαίνεται να εξέπληξε τα πνεύματα όλων των ακουόντων Αυτού. Ούτοι είχον προσδοκίαν, έμφοβον ή χαρμόσυνον κατά την κατάστασιν της ιδίας συνειδήσεώς των, μεγάλου τινός. Νέα τις φανέρωσις, αποκάλυψις διαλογισμών εκ καρδιών ανθρώπων, επέκειτο ήδη. Τέλος οι Φαρισαίοι έλαβον θάρρος να Τον ερωτήσωσι, «Πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού;» Υπήρχεν ανυπομονησία και υλοφροσύγη τις, ίσως και δόσις σαρκασμού, εις το ερώτημα, ωσανεί έλεγον, «Πότε όλον το κήρυγμα και η προπαρασκευή αύτη λαμβάνει πέρας, και ο καιρός της ενεργείας έρχεται;» Η απόκρισίς Του, ως συνήθως, υπεδείκνυεν ότι η άποψίς των ήτο όλως σφαλερά. Η έλευσις της βασιλείας του Θεού δεν ηδύνατο να εξακριβωθή διά της περιέργου εκείνης επισκοπήσεως εις ην επεδίδοντο ούτοι. Ψευδόχριστοι και ψευδοδιδάσκαλοι δυνατόν να έκραζον «ίδε ώδε» και «ίδε εκεί», αλλ' η βασιλεία αύτη ήτο ήδη εν τω μέσω αυτών. Η απάντησις αύτη ήρκει διά τους Φαρισαίους, αλλά προς τους μαθητάς Του προσέθηκε ρήματα εμπερικλείοντα την πληρεστέραν εξήγησιν. Και αυτοί εντελώς δεν κατενόουν ότι η βασιλεία είχεν έλθει ήδη. Οι οφθαλμοί των ητένιζον εις τα εμπρός εν απλήστω προσδοκία ενδόξου τινός μέλλοντος· αλλ' εις το μέλλον, όσον ένδοξον και μονήρης, πόσον άφατος και άρρητος και ανεκλάλητος πρέπει να ήτο η χαρά του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, όστις ήλθε ίνα δώση εις πάντας τους αγαπώντας Αυτόν, από του νυν και έως του αιώνος, χαράν ην «ουδείς αίρει απ' αυτών», χαράν ην ο κόσμος ούτε να δώση ούτε ν' αφαιρέση δύναται!
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΓ'.
Τα καθ' οδόν
Αγροικία των Σαμαρειτών. — Το πάθημα των Υιών της Βροντής. — Επιτίμησις του Ιησού. — Πέραν του Ιορδάνου. — Οι Δέκα Λεπροί. — Η αχαριστία. — «Οι δε εννέα πού;»
Οι Ευαγγελισταί δεν μας λέγουν την ακριβή οδόν την οποίαν έλαβεν ο Ιησούς ως απήλθε της Γενησαρέτ. Αλλ' επειδή πιθανώς απέφυγε την Ναζαρέτ, με τας βαθέως ευτυχείς και βαθέως θλιβεράς αναμνήσεις της, δυνατόν να διέβη την γέφυραν της μεσημβρινής άκρας της λίμνης, και ούτω να έφθασεν εις την πεδιάδα Εσδραελών, αφού δε διέτρεξε ταύτην, θα έφθασεν εις την σειράν των ορέων την αποτελούσαν το βορεινόν όριον της Σαμαρείας. Παρά τους πρόποδας της πρώτης ανωφερείας τούτων κείται η πολίχνη Εγγανίν, ήτοι Κρήνη Κήπων. Τούτο θα ήτο το πρώτον Σαμαρειτικόν χωρίον εις το οποίον θα έφθασε, κ' εκεί, ως φαίνεται, έστειλε δύο αποστόλους του να ετοιμάσωσι δι' Αυτόν. Κατά τους μεν οι δύο ούτοι ήσαν ο Ιάκωβος και Ιωάννης, οίτινες και θα ησθάνοντο ζωηρότερον την προσβολήν της απορρίψεώς Του. Οι κάτοικοι του χωρίου (οίτινες μέχρι της σήμερον διακρίνονται επί αφιλοξενία, κατά τας μαρτυρίας των περιηγητών) απέσχον να δεχθώσιν Αυτόν. Προηγουμένως, όταν διήλθε διά της Σαμαρείας μεταβαίνων εις τα βόρεια, εύρε τους Σαμαρείτας ου μόνον προθύμους να δεχθώσιν, αλλά φιλοτιμουμένους να παρατείνωσι την παρουσίαν Του παρ' αυτοίς, και απλήστως έχοντας όπως ακούσωσι τους λόγους Του. Αλλά τώρα αι περιστάσεις διέφερον. Πρώτον Αυτός επορεύετο νυν προς την πόλιν την οποίαν εμίσουν και τον Ναόν τον οποίον κατεφρόνουν, και δεύτερον συνοδεύετο, ουχί υπ' ολίγων Αποστόλων, αλλ' υπό μεγάλου πλήθους, οίτινες Τον προέπεμπον ως Προφήτην και Μεσσίαν. Αν το Γαριζίν και όχι η Ιερουσαλήμ ήτο το τέρμα της πορείας Του, το πράγμα πολύ θα διέφερε δι' αυτούς, αλλά τώρα εξήπτετο το μίσος των κατά των Ιουδαίων. Και αν τοιαύτα ήσαν τα αισθήματα του Εγγανίμι, δήλον κατέστη ότι κίνδυνος και ανωφελής προσπάθεια θα ήτο πάσα απόπειρα όπως διέλθη διά του κέντρου της Σαμαρείας. Ο Ιησούς άρα μετέβαλε τον δρόμον Του, και επέστρεψε πάλιν προς την κοιλάδα του Ιορδάνου. Απορριφθείς εν Γαλιλαία· αποκρουσθείς εν Σαμαρεία, άνευ γογγυσμού κατεύθυνε τα βήματά Του προς την Περαίαν.
Αλλ' η βαθεία αποθάρρυνσις η εκ της αρνήσεως ταύτης του να δεχθώσιν Αυτόν ανεμίχθη εις το πνεύμα του Ιακώβου και του Ιωάννου με σφοδράν αγανάκτησιν. Έμπλεοι λοιπόν των ελπίδων της βασιλείας του Μεσσίου, ήτις επίστευον ότι νυν ήτο εις ακμήν ν' ανακηρυχθή, οι δύο αδελφοί επεθύμησαν να ίδωσι μίαν εκδίκησιν εξ ουρανού, όπως ούτω στερεωθή, η πίστις των οπαδών, η αρξαμένη ν' αποθαρρύνεται έκ τοιαύτης αμέσου απωθήσεως. «Κύριε, θέλεις προστάξωμεν του κατελθείν πυρ εξ ουρανού, και καταναλώσαι αυτούς, ως και Ηλίας εποίησε;» Τι το άπορον, λέγει ο Άγιος Αμβρόσιος, αν οι Υιοί της Βροντής κεραυνούς επεζήτουν; Και αυτή η φλέγουσα ορμητικότης των εφαίνετο να ευρίσκη δικαιολογίαν ου μόνον εν το παραδείγματι του Ηλιού, αλλ' εν τη συγκυρία ότι το γεγονός εν αυτή τη Σαμαρεία συνέβη. Ήτο άρα αναγκαιότερον προς προσωπικήν υπεράσπισιν ενός Προφήτου ή προς διεκδίκησιν της τιμής του Μεσσίου και των συνοδών Αυτού; Αλλ' ο Ιησούς στραφείς επετίμησεν αυτοίς. Ο ουρανός του Θεού εχρησίμευε δι' άλλα πράγματα ή διά κεραυνούς. «Ουκ οίδατε υμείς, είπε, τίνος πνεύματός εστε.» Δεν είχον κατανοήσει την διαφοράν ήτις εχώριζε το Σινά και το Καρμήλιον όρος από το Θαβώρ και τον Γολγοθάν. Αυτός είχεν έλθη ίνα σώση, ουχί ίνα απολέση· και αν τινές ήκουον τους λόγους Του και δεν επίστευον, Αυτός δεν τους έκρινε. Και ούτω, χωρίς έν ρήμα οργής, απήλθεν εις άλλην κώμην· και αναντιρρήτως, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όστις εν τω μεταξύ είχε γνωρίσει τίνος πνεύματος ήτο, ανεπόλησε τους λόγους τούτους του Χριστού, όταν συναπήλθε μετά του Πέτρου εις Σαμάρειαν, όπως στηρίξη τους προσηλύτους, και απονείμη εις αυτούς το δώρον του Αγίου Πνεύματος.
Ίσως ήτο κατά την περίστασιν ταύτην (διότι βεβαίως ουδεμία ευκαιρία θα ήτο προσφορωτέρα ή η δοθείσα εκ της ταχείας ταύτης και βαναύσου αποπομπής) ότε ο Ιησούς, στραφείς προς τα πλήθη, τα οποία Τον συνώδευον, απήγγειλε προς αυτά την ομιλίαν εν η ενοθέτει αυτά ότι όλοι όσοι θέλουν να γείνωσι μαθηταί Του οφείλουν να έλθωσι προς Αυτόν χωρίς να περιμένουν αμοιβάς επιγείους, αλλά να περιμένουν αποξένωσιν από του κόσμου και εναντίωσιν. Οφείλουν να εγκαταλίπωσιν εν ανάγκη πάντα γήινον δεσμόν, να λάβωσι δε τον σταυρόν και να Τον ακολουθήσωσι. Παράδοξος γλώσσα, της οποίας την πλήρη σημασίαν ύστερον μόνον έμαθον εκείνοι! Καλλίτερον να μη Τον ακολουθήσωσι, παρά να Τον ακολουθήσωσι χωρίς να είνε παρεσκευασμένοι εις την πλήρη θυσίαν των εγκοσμίων. «Ουδείς δύναται Θεώ λατρεύειν και Μαμμωνά».
Επειδή και η Γαλιλαία και η Σαμάρεια εκλείσθησαν ήδη εις Αυτόν, εξηκολούθησε τον δρόμον Του εις την Πέραν του Ιορδάνου χώραν. Εκεί συγκινητικώτατον γεγονός συνέβη. Εις τα περίχωρα μιας κώμης, θλιβερά, παραπονετική κραυγή έπληξε τα ώτα Του, και αναβλέψας είδε δέκα ανθρώπους λεπρούς, ηνωμένους εν κοινότητι θανασίμου ταλαιπωρίας. Ούτοι ευρίσκοντο μακράν έξω, διότι δεν ετόλμων να πλησιάσωσιν, επειδή η προσέγγισίς των ήτο μίασμα, και ήσαν υπόχρεοι να ειδοποιώσιν όλους τους πλησίον ερχομένους, διά της σπαραξικαρδίου κραυγής. Τ α μ έ, Τ α μ έ! (Ακάθαρτος! ακάθαρτος!) Ενυπήρχέ τι εις τον ζωντανόν εκείνον θάνατον της λεπρότητος, το οποίον πάντοτε φαίνεται ότι εκίνει την καρδίαν του Κυρίου εν ακαρεί εις συμπάθειαν. Και ποτέ τούτο δεν συνέβη ζωηρότερον παρά τώρα. Μόλις ήκουσε την ελεεινήν κραυγήν των, «Ιησού, Διδάσκαλε, σπλαγχνίσθητι εφ' ημάς»» και, χωρίς να σταματήση σχεδόν ή να τους πλησιάση εγγύτερον, έκραξε μεγαλοφώνως προς αυτούς. «Υπάγετε, δείξατε εαυτούς τοις ιερεύσι». Εκείνοι εγνώριζον την σημασίαν του προστάγματος τούτου, εγνώριζον ότι τους παρήγγελλε να τρέξουν να ζητήσουν από τον ιερέα την αναγνώρισιν της ιάσεώς των, εις πίστωσιν της επανορθώσεώς των εις παν έθος και προνόμιον του ανθρωπίνου βίου. Ήδη εις τον ήχον της κραταιάς εκείνης φωνής, ησθάνθησαν ρεύμα υγιούς ζωής, ανακτηθείσης ρώμης, και καθαρωτέρου αίματος σφύζοντος εις τας φλέβας των και καθώς εβάδιζον ήσαν καθαρισμένοι ήδη.
Φοβερώτατον δεινόν είνε η νόσος εκείνη, και άμετρος ήτο η ευεργεσία η γενομένη υπό του Χριστού εις εκείνους τους πάσχοντας. Θα ενόμιζέ τις ότι ούτοι θα έτρεχον υπερνικώντες παν πρόσκομμα όπως πέσωσιν εις τους πόδας του ιατήρος και Τον ευχαριστήσωσι. Ποία άρα ιδιοτέλεια, ποία Ιουδαϊκή κενοδοξία, ποία ιερατική επέμβασις, ποία νέα και χειροτέρα λέπρα αισχράς αχαριστίας, τους παρεκώλυσεν; Αγνοούμεν. Γνωρίζομεν μόνον ότι εκ δέκα θεραπευθέντων, είς μόνος επέστρεψε, και ούτος Σαμαρείτης. Παρά τα μεθόρια των δύο χωρών είχον συναθροισθή, ως ο αφρός εις τα όρια του κύματος και της άμμου, η αθλιότης αμφοτέρων· αλλ' ενώ οι εννέα Ιουδαίοι υπήρξαν ατίμως αχάριστοι, ο είς, ο Σαμαρείτης, υπέστρεψεν και μεγάλη τη φωνή εδόξασε τον Θεόν, και έπεσε παρά τους πόδας Αυτού, ευχαριστών Αυτώ. Η καρδία του Ιησού, καίτοι εξοικειωθείσα προς την αχαριστίαν, πάλιν συνεκινήθη υπό του καταφώρου τούτου δείγματος. «Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν, (ηρώτησεν εν οδυνηρά εκπλήξει), οι δε εννέα, πού; Ουχ ευρέθη ο αποδώσων δόξαν τω Θεώ, ειμή ο αλλογενής ούτος;» Ήτο ως να έπιπτον όλαι αι ευεργεσίαι αύται εις βαθύν σιγηλόν τάφον. Η φωνή της ταλαιπωρίας των είχεν εξεγείρει εν ακαρεί την ηχώ του ελέους Του· αλλά η θαυματουργός ευποιία των οικτιρμών Του, καίτοι διαπερώσα αυτήν την φυσικήν ύπαρξίν των, δεν διήγειρεν ευγνωμοσύνην εις τας γηίνους και λεπράς καρδίας των.
Ουχ ήττον ο αλλογενής ούτος δεν επέστρεψεν εις μάτην, ουδέ θα μείνη η σπανία αρετή της ευγνωμοσύνης του αβράβευτος. Όχι το σώμα του μόνον, αλλ' η ψυχή Του έμελλε να καθαρισθή διά των λόγων του Σωτήρος:
«Εγερθείς πορεύου· η πίστις σου σέσωκέ σε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΔ'.
Διδασκαλίαι καθ’ οδόν
Συζητήσεις περί Σαββάτου. — Η Χαμαί Συγκύπτουσα. — Ο υδρωπικός. — Αυτάρκεια των Φαρισαίων. — Έριδες περί πρωτοκαθεδρίας. — Η παραβολή του Δείπνου του Γάμου. — Φιλαργυρία των Φαρισαίων. — Ο Πλούσιος και ο Λάζαρος. — Ο Καλός Σαμαρείτης. — Επάνοδος των Εβδομήκοντα. — Το πτώμα και οι Αετοί.
Και κατά την τελευταίαν ταύτην οδοιπορίαν, ο Κύριος δεν διέφυγε τους ελέγχους, την αντίδρασιν, τας ενστάσεις, ενί λόγω τον Φαρισαϊσμόν των Φαρισαίων και των ομοίων ταυτοίς. Αι περιστάσεις αίτινες τους παρώργιζον εναντίον Του ήσαν αι αυταί οποίαι είχον υπάρξει καθ' όλον το στάδιόν Του — ακριβώς εκείναι, καθ' ας το παράδειγμά Του ήτο υψηλότατον και η διδασκαλία Του ευεργετικωτάτη — τουτέστιν η εκτέλεσις εν Σαββάτω έργων ελέους, και η μετά τελωνών και αμαρτωλών αναστροφή.
Μία των Σαββατικών συζητήσεων συνέβη έν τινι Συναγωγή. Ο Ιησούς φαίνεται ότι σπανίως εισήλθεν εις Συναγωγάς κατά την περίοδον ταύτην. Την ημέραν ταύτην εκάθητο μεταξύ των άλλων εν τη Συναγωγή μία πτωχή γυνή, ήτις επί δεκαοκτώ έτη, ήτο χαμαί συγκύπτουσα, υπό πνεύματος ασθενείας. Η συμπαθής καρδία του Ιησού δεν ηδύνατο να παρίδη την άφωνον επίκλησιν της παρουσίας της. Την εκάλεσε προς Εαυτόν, και ειπών αυτή. «Γύναι, απολέλυσαι από της ασθενείας σου», επέθηκεν επ' αυτήν τας χείρας. Πάραυτα ησθάνθη το θαυματουργόν αποτέλεσμα, και ο κορμός της εδυναμώθη και ανωρθώθη, και ήρχισε να ευχαριστή τω Θεώ.
Αλλ' αι ευχαριστίαι της διεκόπησαν διά της αμαθείας και της αγανακτήσεως του αρχισυναγώγου. Εκεί, προ των οφθαλμών του, και χωρίς να ζητήση την άδειαν αυτού, όστις ήτο ο άρχων της Συναγωγής, μία γυνή, έν μέλος της Συναγωγής του, είχε την αυθάδειαν να θεραπευθή! Οπλισθείς με τα ευνοούμενα ρητά του, και εν πάση τη σοβαρότητι της επισήμου υποκρισίας, εγείρεται και επιτιμά το όλως αθώον πλήθος, λέγων ότι ήτο βεβήλωσις του Σαββάτου το να θεραπεύωνται κατά την ιεράν ταύτην ημέραν, ενώ ηδύναντο πολύ καλά να θεραπεύωνται εν πάση άλλη εκ των έξ ημερών της εβδομάδος! Βεβαίως η επιτίμησίς του ουδέν άλλο ηδύνατο να σημαίνη ειμή ότι, «εάν τις θέλη να σας ιατρεύση εν ημέρα Σαββάτου, οφείλετε ν' αποποιηθήτε τούτο», ή άλλως, «σεις οι ασθενείς μη έρχεσθε εις την Συναγωγήν το Σάββατον, μη τυχόν ευρεθή τις και σας ιατρεύση». Και τας παρατηρήσεις ταύτας δεν έχει ούτε το θάρρος ν' απευθύνη προς τον Ιησούν Αυτόν, ούτε την ειλικρίνειαν ν' απευθύνη προς την πτωχήν θεραπευθείσαν γυναίκα, αλλά τας απευθύνει προς τους πολλούς οίτινες υπήρξαν απλοί θεαταί!
Όλη η σειρά των Ευαγγελίων δεν μας διηγείται άλλο παράδειγμα τόσον αλόγου επεμβάσεως. Και ο πλάγιος και ύπουλος τρόπος του προυκάλεσε την έκφρασιν της αγανακτήσεως του Κυρίου, ειπόντος, «Υ π ο κ ρ ι τ ά!» Ο Ιησούς πολλάκις είχε δείξει εις τους Φαρισαίους του έθνους Του ότι αι σκέψεις των περί του Σαββάτου το υπεβίβαζον από θείου ευεργετήματος εις απαίσιον δουλείαν. Προς τους Ραββίνους της Ιερουσαλήμ είχε δικαιολογήσει Εαυτόν δι' εκκλήσεως εις τον ίδιον χαρακτήρα και την εξουσίαν Του, ως υπεστηρίχθη αύτη διά της τριπλής μαρτυρίας Ιωάννου του Βαπτιστού, των Γραφών, και Αυτού του Πατρός, όστις εμαρτύρει περί Αυτού διά της εξουσίας ην είχε δώσει Αυτώ. Προς τους Φαρισαίους της Γαλιλαίας είχεν αναφέρει τα άμεσα προηγούμενα της Γραφής, ή είχεν απευθύνει έκκλησιν βασιζομένην επί του κοινού αισθήματος και της δυνάμεως της διορατικότητός των. Αλλ' η αμβλυτέρα και ολιγώτερον ησκημένη διάνοια των κατοίκων τούτων της Περαίας χώρας δυνατόν να μη εννόει ή την ουσιώδη αγάπην και ελευθερίαν την οποίαν εμπεριέχει ο δεσμός του Σαββάτου, ή την υπερτέραν εξουσίαν του Χριστού ως Κυρίου του Σαββάτου. Ήτο κανείς εξ αυτών όστις θ' άφηνε την βουν του, ή την όνον του να διψά, και δεν θα την έλυε να υπάγη εις την βρύσιν να την ποτίση εν ημέρα Σαββάτου; Ταύτην δε, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, την οποίαν είχε δέσει ο Σατανάς επί έτη δεκαοχτώ, δεν έπρεπε να την λύση εν ημέρα Σαββάτου ο των ψυχών και των σωμάτων Ιατρός; Προς το επιχείρημα τούτο του Χριστού ησχύνθησαν οι Αντίπαλοι, και εχάρη ο λαός διά τα έργα του ελέους τα δαψιλευόμενα προς χάριν του.
Θα ηδύναντο ίσως να είπωσιν. Αφού ήτο δεδεμένη επί δεκαοκτώ έτη, βεβαίως θα ημπορούσε να περιμένη μίαν ημέραν περισσότερον. Αλλ' όστις αγαπά τον πλησίον του ως εαυτόν οφείλει μάλλον να είπη: Όχι, ούτε στιγμήν περισσότερον πρέπει να υποφέρη, αφού δύναμαι τώρα να τον βοηθήσω!
Και άλλο συμβεβηκός μνημονεύεται, το οποίον έδωκεν αφορμήν εις συζητήσεις περί του Σαββάτου. Έν των Σαββάτων εκλήθη ο Ιησούς εις την οικίαν άρχοντός τινος των Φαρισαίων. Η πρόσκλησις είνε γείνη και πάλιν εκ φιλοπραγμοσύνης ή εκ κακοβουλίας. Καθ' όλον το γεύμα επετηρείτο υπό εχθρικού και εταστικού πνεύματος. Οι Φαρισαίοι εξετέλουν μετά παραδειγματικής επιμελείας το έργον της θρησκευτικής κατασκοπείας. Μεταξύ των απροσκλήτων επισκεπτών οίτινες, κατά τον ανατολικόν τρόπον, ίσταντο κατά την διάρκειαν του δείπνου και έβλεπον (καθώς μέχρι της σήμερον συμβαίνει) ήτο άνθρωπός τις πάσχων εξ υδρωπικίας. Φαίνεται δε ότι ετοποθετήθη εκεί επίτηδες φαρισαϊκή βουλή ή όπως δοκιμασθή η προθυμία του Χριστού εις το σεβασθήναι τας Σαββατικάς προλήψεις των, ή όπως αποτύχη (!) η θαυματουργική Του δύναμις εις το ιάσασθαι νόσον μάλλον πεπαλαιωμένην και ολιγώτερον ευχείρωτον ή πάσαν άλλην. Αλλ' ο Ιησούς προέλαβε τας πανούργους μηχανορραφίας της φαρισαϊκής πανδαισίας, και ηρώτησεν αυτούς το απλούν ερώτημα:
«Έστι νόμιμον θεραπεύειν εν Σαββάτω;»
Δεν ήθελον να είπωσι Ναι, αλλά δεν ετόλμων να είπωσιν όχι. Η σιωπή των άρα ήτο η πλήρης δικαιολογία Του. Η ερώτησίς Του και η ανικανότης των εις το ν' απαντήσωσι ήτο απόλυτος έκβασις της διαμάχης υπέρ Αυτού. Όθεν έλαβε τον άνθρωπον, τον εθεράπευεε, και τον απέπεμψε.
Και είτα εδανείσθη, ως και άλλοτε, επιχειρήματα εκ της ιδίας πείρας των. «Τις εξ υμών θα έχει υιόν ή και βουν, όστις να εμπέση εις φρέαρ, και θα τον αφήση να πνιγή εν ημέρα Σαββάτου;» Η ευτελής σκευωρία των απέληξε μόνον εις αδέξιον σιωπήν, και δεν ήσαν αρκετά γενναίοι ώστε ν' αναγνωρίσωσι την ήτταν των.
Ο Ιησούς δεν ηξίωσε περισσότερον να ενδιατρέψη επί υποκειμένου το οποίον εις το πνεύμα παντός αδόλου ακροατού είχε διευκρινηθή διά πάντοτε. Έστρεψε δε την προσοχήν των προς άλλα μαθήματα. Ο ύδρωψ της πεφυσιωμένης αυταρεσκείας των ήτο νόσος πολύ πλέον δυσίατος της του πάσχοντος τον οποίον είχον μεταχειρισθή όπως παγιδεύσωσιν Αυτόν. Μόλις το γεύμα ητοιμάσθη, και ηγέρθη μεταξύ της εγκρίτου εταιρείας έρις περί πρωτοκαθεδρίας. Ουδέν δεικνύει τρανώτερον την ουσιώδη κενότητα της Φαρισαϊκής θρησκείας ή η μεγάλη έπαρσις και αλαζονεία της. Ο ραββίνος Συμεών ο Σετάχ, κληθείς ποτε υπό βασιλέως εις δείπνον, εκάθισεν αυθαιρέτως μεταξύ του βασιλέως και της βασιλίσσης, εδικαιολόγησε δε την πράξιν του ειπών ότι γέγραπται εν βίβλω Ιησού υιού Σειράχ, «ύψωσον σοφίαν και υψώσει σε, και καθίσει σε μετά ηγεμόνων».
Ο Ιησούς ήρχισε να τους διδάσκη ότι, εν τη βασιλεία του Θεού, ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται, ο δε υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται. Ακολούθως δε, λαβών αφορμήν έκ τινος παρατηρήσεως ενός των δαιτημόνων, διηγήθη την παραβολήν ταύτην. Βασιλεύς τις είχε στείλη πολλάς προσκλήσεις εις μέγα συμπόσιον, αλλ' όταν ήλθεν η ώρα, εύρε παντού γενικήν άρνησιν. Ο είς είχε το κτήμα του να καλλιεργήση, άλλος ησχολείτο να πωλή και ν' αγοράζη και δεν ηυκαίρει, τρίτος τις είχεν οικιακάς αναπαύσεις και δεν ηδύνατο. Τότε ο βασιλεύς, απορρίψας εν τη οργή του τους ανευλαβείς τούτους σχολαίους κεκλημένους, διέταξε τους δούλους του να υπάγουν εις τας οδούς και τας ρύμας της πόλεως, και να εισαγάγωσι τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς· και όταν τούτο έγινε, και έμενεν ακόμη χώρος, τους έπεμψε να καλέσωσι τους αστέγους αλήτας.
Η εφαρμογή εις όλους τους παρόντας ήτο προφανής. Ο εθνικός και ο τελώνης, η πόρνη και ο αμαρτωλός, ο εργάτης και ο επαίτης, ούτοι όλοι δυνατόν να είνε πολυπληθέστεροι εν τη βασιλεία του Θεού ή ο Γραμματεύς με την κομπορρήμονα μάθησίν του και ο Φαρισαίος με το πλατύ φυλακτήριόν του. «Λέγω γαρ υμίν (προσέθηκεν εν τω ιδίω Αυτού προσώπω, όπως εισαγάγη το ηθικόν νόημα αμεσώτερον εις τας καρδίας των) ότι ουδείς των ανδρών τούτων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου… Πολλοί μεν εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί».
Διδασκαλίαι ως αύται εξηκολούθουν καθ' όλην ταύτην την περίοδον της επιγείου παρουσίας Του. Η αρτίως μνημονευθείσα παραβολή ήτο αποδοκιμασία ου μόνον κατά της αποκλειστικότητος των Φαρισαίων, αλλά κατά της φιλοκοσμίας και της φιλαργυρίας των. Άλλοτε, όταν ο Κύριος εδίδασκε πρωτίστως τους μαθητάς Του, διηγήθη προς αυτούς την παραβολήν του αδίκου οικονόμου, όπως δείξη αυτοίς την ανάγκην της επιμελείας και της πίστεως, της φρονήσεως και της σοφίας, εις το διαχειρίζεσθαι ούτως πως τας υποθέσεις του βίου, ώστε να μη απολέσωσιν ύστερον την κληρονομίαν του αιωνίου πλούτου. Αδύνατον δε ήτο να είνε τις άμα κοσμηκός και πνευματικός, να δουλεύη Θεώ και Μαμμωνά.
Ει και ο Χριστός ωμίλει κυρίως προς τους Αποστόλους, των Φαρισαίων τινές φαίνεται ότι παρίσταντο και Τον ήκουσαν· και είνε χαρακτηριστικόν γεγονός ότι η διδασκαλία αύτη, υπέρ πάσαν άλλην, φαίνεται να εκίνησεν απροκαλύπτους τους χλευασμούς των. Ήρχισαν να φέρωνται προς Αυτόν μετά φανεράς και υβριστικής περιφρονήσεως. Και διατί; Διότι ήσαν Φαρισαίοι, και όμως ηγάπων τα χρήματα. Και «εξεμυκτήριζον Αυτόν», ως λέγει ο ιερός Λουκάς. Δεν είχον αυτοί λύσει το πρόβλημα του να συνδιαλλάξωσι καλώς και τον πρόσκαιρον και τον αιώνιον κόσμον; Τις ηδύνατο ν' αμφιβάλλη περί της εντελούς ασφαλείας των εις το μέλλον; ή και περί της βεβαιότητος ότι θ' αξιωθώσι και εις τον άλλον κόσμον της πρωτοκλισίας και την πρωτοκαθεδρίας την οποίαν επιδίωκον εις τον κόσμον αυτόν; Δεν ήσαν άρα αυτοί ζώντα μαρτύρια του ατόπου της υποθέσεως ότι η αφιλοχρηματία είνε ασυμβίβαστον με την φιλοθεΐαν;
Η απόκρισις του Κυρίου προς αυτούς είνε λίαν συνεπτυγμένη παρά τω Λουκά, αλλ' έτεινε να δείξη ότι άλλο πράγμα είνε το εύσχημον ή το ευυπόληπτον του βίου, και άλλο η ειλικρίνεια της καρδίας. Εν τη νέα βασιλεία, διά την οποίαν ο Ιωάννης είχε προετοιμάσει την οδόν, οι ταπεινότεροι του κόσμου προάγουσι, και βιάζουσιν αυτήν, και γίνονται δεκτοί προ αυτών· το Ευαγγέλιον απερρίφθη υπ' αυτών, καίτοι τούτο δεν ήτο η κατάλυσις αλλ' η υψίστη πλήρωσις του Νόμου. Ου μόνον δε, αλλά (τοιαύτη φαίνεται να είνε η έννοια του ασυναρτήτου κατά το φαινόμενον εδαφίου περί διαζυγίου το οποίον έπεται), και προς τον Νόμον αυτόν, του οποίου ουδέ κεραία θα εκπέση, απιστούσι, καθόσον συνεπινεύουσιν εις την αθέτησιν και των εναργεστέρων διατάξεών του. Εις την μεμονωμένην παρατήρησιν ταύτην υπηνίσσετο κατά πάσαν πιθανότητα, τας σχέσεις των προς Ηρώδην τον Αντίπαν, τον οποίον αυτοί προθύμως εκολάκευον, και προς τον οποίον ουδείς εξ αυτών είχε τολμήσει να μετέλθη την γενναίαν γλώσσαν του ελέγχου, την οποίαν είχε λαλήσει Ιωάννης ο Βαπτιστής, καίτοι, διά των σαφεστάτων διατάξεων του Νόμου, τον οποίον επηγγέλλοντο ότι σέβονται, το διαζύγιόν του από της θυγατρός του Αρέτα ήτο παράνομον, και ο γάμος του μετά της Ηρωδιάδος ήτο μοιχεία άμα και αιμομιξία.
Αλλ' όπως τρανώτερον αναδείξη την άμεσον αλήθειαν την οποίαν εξηγεί, είπεν αυτοίς την παραβολήν του Πλουσίου και του Λαζάρου. Όπως όλαι αι Δεσποτικαί παραβολαί, είνε και αύτη πλήρεις εννοίας, και είνε πολλαπλής ερμηνείας δεκτική· αλλ' εκείνοι τουλάχιστον δεν ηδύναντο να μη εννοήσωσι την μίαν καταφανή εφαρμογήν της, ότι η απόφασις του μέλλοντος κόσμου πολλάκις θα ανατρέψη την εκτίμησίν ης τυγχάνουσιν οι άνθρωποι εν τω παρόντι· ότι ο Θεός δεν είνε προσωπολήπτης· ότι η καρδία οφείλει να κάμη την εκλογήν της μεταξύ των αγαθών του βίου τούτου κ' εκείνων τα οποία τα έξωθεν του βίου τούτου δεν παραβλάπτουσι. Και ό,τι δύναται να ονομασθή ο επίλογος της παραβολής ταύτης περιέχει μάθημα ακόμη σοβαρώτερον, ότι τα μέσα της χάριτος τα οποία το έλεος του Θεού απονέμει εις πάσαν ψυχήν ζώσαν είνε δαψιλή διά τον φωτισμόν και την απελευθέρωσίν της· ότι εάν ταύτα ολιγορηθώσιν, ουδέν θαύμα θα γείνη όπως αποσπάση την απερροφημένην ψυχήν από των εγκοσμίων συμφερόντων της· ότι, «ει Μωσέως και των Προφητών ουκ ήκουσαν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται». Δι' ακοής πίστεως σωζόμεθα, ουχί διά φασμάτων.
Η συχνή μνεία της ζωής ως χρόνου δοκιμασίας, και της Μεγάλης Κρίσεως, οπότε η μόνη λέξις «Δεύτε» ή «Πορεύεσθε», υπό του Κριτού εκφερομένη, θα λύση διά πάντοτε όλας τας διαμάχους και τα ζητήματα, φυσικά έστρεψε τας σκέψεις πολλών ακροατών εις τα βαρυσήμαντα ταύτα υποκείμενα. Αλλ' υπάρχει σταθερά τάσις εις τα πνεύματα όλων ημών του να παραπέμπομεν τα τοιαύτα ζητήματα εις την θέσιν ετέρων μάλλον ή ημών αυτών, του να καθιστώμεν ταύτα ζητήματα περιεργείας μάλλον κατά θεωρίαν ή πρακτικής σπουδαιότητος; Και αι τοιαύται τάσεις, αίτινες απογυμνούσι την ηθικήν διδασκαλίαν πάσης αρτιότητος, και μεταβάλλουσι τα διδάγματά της εις προφάσεις προς ανελεημοσύνην, αείποτε κατεδικάζοντο υπό του Κυρίου.
Ιδιαιτέρα αφορμή εδόθη Αυτώ προς τούτο εν μια των ημερών τούτων εν αις επορεύετο ανά τας πόλεις και κώμας διδάσκων και οδεύων εις Ιεροσόλυμα. Ωμίλει περί των μικρών αρχών και περί της μεγάλης αυξήσεως της βασιλείας των ουρανών εν τε τη ψυχή και τω κόσμω· και είς των ακροατών ετόλμησεν εκ περιεργείας να Τον ερωτήση, «Κύριε, ει ολίγοι σώζονται;» Η απάντησις του Κυρίου ενείχεν αποδοκι[μα]σίαν της ερωτήσεως, και υπεδείκνυεν ότι τα τοιαύτα ζητήματα κατ' άλλον τρόπον πρέπει να τα πραγματεύηταί τις. Ολίγοι ή πολλοί είνε σχετικοί όροι. Μη σπαταλάτε τας πολυτίμους ευκαιρίας της ζωής εις ματαίαν απορίαν, αλλ' αγωνίζεσθε. Διά της στενής πύλης ουδείς, και αν είνε χιλιάκις εκ του σπέρματος του Αβραάμ, δύναται να εισέλθη άνευ συντόνου προσπαθείας. Ουδέ αξίωσις παλαιάς γνωριμίας θ' Αναγνωρισθή τότε, και πολλοί οίτινες νομίζουσιν ότι κάλλιστα εγνώριζον τον Κύριον θ' ακούσωσι την φοβεράν καταδίκην, «Ουκ οίδα υμάς». Διότι πολλοί θα εισέλθωσι πανταχόθεν της οικουμένης, και όμως συ, ο υιός του Αβραάμ, δυνατόν ν' αποκλεισθής. Και ιδού, πάλιν σοι λέγω, δυνατόν να φαίνεται παράδοξον εις σε, άλλ' όμως ούτως έχει, «οι πρώτα έσονται έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι».
Ούτω πάσα ανόητος διακοπή, πάσα αυθάδης επίκρισις, πάσα σφαλερά ερώτησις, παν σύμβαμα αίσιον ή θλιβερόν, εγίνετο υπό του Ιησού καθ' όλην την πορείαν ταύτην αφορμή όπως διδάσκη εις τους ακροατάς Του, και δι' αυτών εις όλον τον κόσμον, τα προς ειρήνην συμβάλλοντα. Και πάλιν ούτω έπραξεν οπότε νομικός τις προσήλθε πειράζων Αυτόν και ηρώτησεν, όχι όπως λάβη οδηγίαν, αλλ' όπως εύρη αφορμήν προς αντιλογίαν, το βαρυσήμαντον ερώτημα, «Τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Ο Ιησούς, βλέπων την πονηράν πρόθεσιν του ανθρώπου, τον παρέπεμψεν εις τον Νόμον και τας δύο μεγάλας εντολάς, την περί της αγάπης προς τον Θεόν και την περί της αγάπης προς τον πλησίον. Αλλά σοφιστευόμενος ο νομικός απηύθυνε δεύτερον ερώτημα, «Και τις ο πλησίον;» Τότε ο Ιησούς έλαβεν αφορμήν να είπη μίαν των λαμπροτάτων παραβολών Του.
Άνθρωπός τις κατέβαινε την βραχώδη φάραγγα την από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, έπεσε δε εις χείρας ληστών, οίτινες, αφού τον εγύμνωσαν τον άφησαν καθημαγμένον και ημιθανή. Ιερεύς τις διαβαίνων, τον είδε και αντιπαρήλθε. Λευίτης διερχόμενος, τον είδε και αντιπαρήλθε. Αλλά Σαμαρείτης τις όστις ωδοιπόρει προς εκείνο το μέρος (καλός Σαμαρείτης, αντίτυπον του Θείου εκείνου Ομιλητού τον οποίον οι άνθρωποι απέρριπτον, αλλ' όστις είχεν έλθη να θεραπεύση τα αιμάσοντα τραύματα της ανθρωπότητος, διά τα οποία δεν υπήρχε φάρμακον ούτε εις τον λειτουργικόν ούτε εις τον ηθικόν νόμον) ήλθε προς τον πάσχοντα, τον ώκτειρεν, επέδεσεν αυτού τας πληγάς, επέχεεν οίνον όπως τας καθαρίση και έλαιον όπως τας πραΰνη, τον ανεβίβασεν επί του ιδίου υποζυγίου του, και δεν τον άφησεν ειμή αφού τον εξησφάλισε και γενναιοφρόνως πρυνόησε διά τας ανάγκας του τας μελλούσας. Τις εκ των τριών τούτων, ηρώτησεν ο Ιησούς τον νομικόν, «δοκεί σοι πλησίον γεγονέναι τω περιπεσόντι εις ληστάς;» Ο νομικός δεν ήτο τόσον αμβλύς τον νουν ώστε να μη εννοήση· αλλ' όμως, συνειδώς ότι αυτός θ’ απέκλειε τους Σαμαρείτας και τους Εθνικούς από του καθ' εαυτόν ορισμού του «πλησίον», δεν έχει το άδολον θάρρος να είπη διαρρήδην «ο Σαμαρείτης», αλλά μεταχειρίζεται την πενιχράν περίφραση», «ο ποιήσας το έλεος μετ' αυτού». «Πορεύου και συ, είπεν ο Ιησούς, και ποίει ομοίως». Εγώ, ο φίλος των τελωνών και αμαρτωλών, φέρω το παράδειγμα του Σαμαρείτου τούτου προς σε. Ηρώτησας, τις ο πλησίον; Σ' εδίδαξα πως πας έκαστος δύναται να γείνη ο πλησίον σου.
Δεν πρέπει όμως να υποθέσωμεν ότι η δίμηνος αύτη αποστολική πορεία καταναλώθη όλη εις διδασκαλίαν, και εις ενστάσεις και αντιλογίας πολλάκις αλγεινάς· υπήρξαν πολλαί περιστάσεις αίτινες πρέπει να ενέπλησαν ευφροσύνης την ψυχήν του Σωτήρος.
Προέχουσα εν αυταίς υπήρξεν η επάνοδος των εβδομήκοντα. Δεν δυνάμεθα, ως εικός, να υποθέσωμεν ότι επέστρεψαν εν σώματι, αλλ' ότι από καιρού εις καιρόν, ανά δύο, καθώς ο Κύριος επλησίαζεν εις τας διαφόρους πόλεις και κώμας όπου τους είχε πέμψει, είρχοντο όπως δώσωσιν Αυτώ λόγον της διακονίας των. Και η κατόρθωσίς των υπήρξε τόση ώστε να εμπλήση εκπλήξεως και χαρμονής τας απλοϊκάς καρδίας των. «Κύριε, ανέκραζον, και τα δαιμόνια υπακούουσιν ημίν εν τω ονόματί σου.» Καίτοι δεν είχε δώσει αυτοίς ωρισμένην εντολήν να ιατρεύωσι δαιμονιζομένους, καί τοι άλλοτε και οι Δώδεκα είχον αστοχήσει εις την απόπειραν ταύτην, όμως ούτοι εξέβαλον ήδη δαιμόνια εν τω ονόματι του Διδασκάλου των. Ο Ιησούς συμμετέσχε της χαράς των, αλλά περιέστειλε τον τόνον της εκστατικής αγαλλιάσεως, ή μάλλον έστρεψε τούτον επί αγιωτέρου εδάφους. «Εθεώρουν, είπε, τον Σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα». Έδωκεν αυτοίς εξουσίαν να πατώσιν επάνω όφεων και σκορπίων και ον ήτο τούτο, πάλιν θα προσέβλεπον εις τα οπίσω, μετά βαθυτέρας ακόμη επιθυμίας άμα και λύπης, προς αυτό το παρελθόν, προς αυτάς τας ημέρας του Υιού του Ανθρώπου, εν οις έβλεπον και αι χείρες των εψηλάφων τον Λόγον της Ζωής. Εν εκείναις ταις ημέραις δεν έπρεπε να πλανηθώσιν ούτε πυρετωδώς να σπαταλήσωσι τον εύθετον καιρόν του βίου. Διότι η έλευσις εκείνη του Υιού του Ανθρώπου θα είνε λαμπρά, αιφνιδία, τρομερά, παγκόσμιος, ακαταμάχητος ως η φλέγουσα αστραπή· αλλά προ της ημέρας εκείνης θα πάθη και θα Τον αθετήσωσι. Περιπλέον η φλοξ εκείνη της δευτέρας παρουσίας Του θα λάμψη «ταύτη τη νυκτί», ήτοι εν νυκτί ραγδαίως επερχομένη και ως παρούση ήδη νοουμένη, επί σαρκικής και αμελούς γενεάς, καθ' ον τρόπον ο εξολοθρευμός επήλθεν εν ύδατι εν ταις ημέραις του Νώε, και Κύριος έβρεξε πυρ παρά Κυρίου εν γη Σοδόμων και Γομόρρας. Ουαί εις εκείνους οίτινες εν τη ημέρα εκείνη θα ρίπτωσι βλέμματα λύπης εις κόσμον προωρισμένον να παρέλθη εν φλογί! Διότι καίτοι αι εμπορίαι και αι κοινωνίαι του βίου θα εξακολουθώσιν έως τότε, και όλοι της εργασίας ή της φιλίας οι εταιρισμοί, η νυξ εκείνη θα είνε νυξ φοβερού και τελευταίου χωρισμού δι' όλους.
Οι μαθηταί εξεπλάγησαν υπό των λόγων τούτων της παραδόξου επισημότητος. Πού, Κύριε; ερωτώσιν εν ταραχή. Αλλ' εις το π ο ύ ηδύνατο να δοθή τόση απάντησις όση και εις το π ό τ ε, και η έλευσις της βασιλείας του Θεού είνε τόσω ολίγον γεωγραφική όσω και χρονολογική. «Όπου το σώμα, λέγει, εκεί και οι αετοί συναχθήσονται». Η μυστική Αρμαγεδδών δεν είνε χώρα της οποίας η θέσις δύναται να ορισθή κατά μήκος ή πλάτος. Όπου ατομική ανομία, όπου κοινωνική έκλυσις, όπου εθνική διαφθορά, εκείσε οι αετοί οι τιμωροί απεσταλμένοι της θείας Δίκης διευθύνουσι μακρόθεν την πτήσιν των. Η Ιερουσαλήμ, ως και όλον το Ιουδαϊκόν έθνος ταχέως έπιπτεν εις την διάλυσιν την προερχομένην εκ σήψεως εσωτερικής· και ήδη ο κτύπος των πτερύγων του αρπακτικού ορνέου ηκούετο εις τον αέρα. Όταν δε ο κόσμος πέση εις κατάστασιν ατιμίας νοσηράς, τότε θ’ ακουσθή και πάλιν η ειρεσία των φοβερών εκείνων πτερύγων.
Δεν είνε όλη η ιστορία έν διεξοδικόν σχόλιον εις όλας ταύτας τας προρρήσεις; Εις τας τύχας των εθνών και των φυλών, δεν επανήλθεν ο Χριστός πάλιν και πάλιν, προ της μεγάλης τελευταίας Παρουσίας Του, ίνα ελευθερώση ή ίνα κρίνη;
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΕ'.
Η εορτή των Εγκαινίων
Η Μάρθα και Μαρία. — «Ενός εστι χρεία». — Ο Ιησούς περικυκλούται. —
«Ο Πατήρ Μου και Εγώ έν εσμεν». — Ζητούσι να Τον λιθοθολήσωσι. —
Έκκλησις του Ιησού εις τον βίον και τα έργα Του. — Εις Βηβανίαν πέραν
του Ιορδάνου.
Ουδαμού, κατά πάσαν πιθανότητα, διήγαγεν ο Ιησούς καλλιτέρας ώρας ή εν τη ησύχω οικία της μικράς εκείνης οικογενείας εν Βηθανία, την οποίαν, ως μας λέγει ο Ιωάννης, ηγάπα. Η οικογένεια, εφ' όσον γνωρίζομεν, συνίστατο εκ της Μάρθας, της Μαρίας και του αδελφού των Λαζάρου. Ότι η Μάρθα ήτο χήρα, ότι ο σύζυγος της ήτο ή υπήρξε Σίμων ο Λεπρός, ότι ο Λάζαρος είνε ο αυτός με τον πράον ραββίνον του ονόματος τούτου τον μνημονευόμενον εν τω Ταλμούδ, είνε εικασίαι αίτινες δύνανται να είνε ή να μη είνε αληθείς. Αλλά βλέπομεν εκ των Ευαγγελίων ότι ήσαν οικογένεια οπωσούν εύπορος, και ικανής αξιοπρεπείας ώστε να εφελκύη μεγάλην προσοχήν ου μόνον εν τω χωρίω των, τη Βηθανία, αλλά και εν Ιεροσολύμοις. Το μικρόν τερπνόν χωρίδιον, εγγύς της Ιερουσαλήμ κείμενον, πρέπει να είχε διά την ψυχήν του Ιησού μέγα θέλγητρον, και καθ' εαυτό, και ένεκα της αγάπης και της ευλαβείας ην έτρεφον προς Αυτόν οι φίλοι οίτινες Τον εφιλοξένουν. Εκεί Τον ευρίσκομεν κατά την παραμονήν της εορτής των Εγκαινίων, ήτις εσημείωσε το πέρας της δημοσίας εκείνης πορείας, της προορισθείσης προς πλήρη και οριστικήν ανακήρυξιν της ερχομένης βασιλείας Του.
Ήτο φυσικόν ότι συγκίνησίς της θα ήτο εν τη οικία επί τη αφίξει τοιούτου Ξένου, και η Μάρθα, η πολυμέριμνος, πρόθυμος και αφωσιωμένη ξενίζουσα, έτρεχεν άνω κάτω, και «περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν», φιλοτιμουμένη να ετοιμάση καλώς τα προς εστίασιν. Και η αδελφή της Μαρία ομοίως επεθύμει να Τον δεξιωθή καταλλήλως, αλλ' αι γνώσεις της περί της ευλαβείας της οφειλομένης Αυτώ ήσαν διαφόρου είδους. Γινώσκουσα ότι η αδελφή της ήτο προθυμοτάτη να κάμη ό,τι έπρεπε να γείνη διά την υλικήν ευμάρειαν, αυτή, εν βαθεία ταπεινώσει, εκάθισε παρά τους πόδας Του, και ήκουε τους λόγους Του.
Η Μαρία δεν ήτο αξία μομφής, διότι η αδελφή της προφανώς έχαιρε με το έργον το οποίον είχεν εκλέξει όπως φροντίση διά τα χρέη της φιλοξενίας, και ήτο λίαν ικανή, άνευ βοηθείας, να ετοιμάση παν το απαιτούμενον. Ουδέ η Μάρθα ήτο αξία μομφής διά την ενεργόν υπηρεσίαν της· το μόνον σφάλμα της υπήρξεν ότι, εν τη εξωτερική ταύτη δραστηριότητι, έχασε την αναγκαίαν ισορροπίαν προς εσωτερικήν γαλήνην. Καθώς εκοπίαζε και εφρόντιζε πώς να Τον υπηρετήση, μικρά τις νύξις ζηλοτυπίας διετάραξε την ειρήνην της, καθώς είδε την ήσυχον αδελφήν της να κάθηται («εν οκνηρία», δυνατόν να εσκέφθη) παρά τους πόδας του μεγάλου Επισκέπτου, και ν' αφήνη όλην την φροντίδα εις αυτήν. Εάν ελάμβανε καιρόν να σκεφθή, δεν θα ηδύναντο ειμή ν' αναγνωρίση ότι δυνατόν να υπήρχε καί τις περίσκεψις εις την διαγωγήν της Μάρθας· αλλά το να είνε τις δίκαιος είνε πάντοτε δύσκολον, ούτε είνε δυνατόν όταν μικροπρεπής ζηλοτυπία υπεισέλθη εις την ψυχήν. Ούτω, εν τη πρώτη εξάψει της αδημονίας της, η Μάρθα, αντί να παρακαλέση ηπίως την αδελφήν της να την συνδράμη, εάν ήτο ανάγκη συνδρομής (πρόσκλησις την οποίαν, αν ορθώς κρίνομεν περί της Μαρίας, παρευθύς θα ήκουεν αύτη), σχεδόν ανυπομόνως εισέρχεται και αποτείνεται προς τον Ιησούν: «Κύριε, ου μέλει Σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν; Ειπέ ουν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται».
Μία ατελής ψυχή, βλέπουσα τι το καλόν, αλλ' αστοχούσα εν τη προσπαθεία του να το φθάση, τείνει να είνε σκληρά εις τας κρίσεις της περί των μικρών ελλείψεων των άλλων. Αλλά θεία και υψηλή ψυχή — πάσα ψυχή ήτις εγγύτερον έφθασεν εις το μέτρον του αναστήματος του τελείου ανθρώπου — λαμβάνει πλατυτέραν και γαληνιωτέραν άποψιν των μικρών εκείνων αδυναμιών τας οποίας δεν δύναται ή καθημερινώς να βλέπη. Όθεν η απόκρισις του Ιησού, αν ήτο μεμπτική, ήτο όμως τρυφερωτάτη, και ικανή να καθάρη αλλ' όχι να λυπήση την πιστήν καρδίαν της πολυασχόλου και φιλοστόργου οικοδεσποίνης προς ην απηυθύνετο. «Μάρθα, Μάρθα», είπε (και καθώς ακούομεν την φυσικωτάτην ταύτην προσαγόρευσιν, δεν δυνάμεθα άρα να φαντασθώμεν το ημιθλιβερόν και ημιπαιγνιώδες, αλλά κατά το όλον ευμενές και πραϋντικόν μειδίαμα το οποίον ανέτειλεν εις το πρόσωπον Του;) «μεριμνάς και τυρβάζης περί πολλά, ενός δε εστι χρεία· Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ' αυτής».
Αμφότερα, και το πρακτικόν και το θεωρητικόν δύνανται να είνε αναγκαία, αμφότερα δύνανται να συνδυάζωνται. Το πνευματικόν, ως εικός, υπερέχει, και είνε η αγαθή μερίς. Αλλ' αμφότερα δύνανται να συνυπάρξωσιν. Ο Παύλος, ρέκτης ένθερμος και έκθυμος, είχεν ουχ ήττον την διάπυρον θεωρητικότητα της Μαρίας· και ο Ιωάννης, με το εκστατικώτερον πνεύμα της θεωρίας του, μετείχε της πρακτικότητος της Μάρθας. Ο Ιησούς δεν ενόει, υποθέτω, ν' αποδοκιμάση την ετοιμασίαν την γινομένην προς χάριν Του, αλλά μόνον το πνεύμα της εσωτερικής μερίμνης και της εξωτερικής τύρβης, την μη λήψιν αναψυχής, την επίδειξιν περιττής φιλοξενίας εν τούτω· και έτι μάλλον την ροπήν εκείνην εις αποδοκιμασίαν και επέμβασιν εις τα των άλλων, την οποίαν τόσον συχνά βλέπομεν παρά Χριστιανοίς προθύμοις μεν ως η Μάρθα, μηδόλως δε μετέχουσι της αγίας εμπιστοσύνης και της αταραξίας της Μαρίας.
Είνε πιθανόν ότι η Βηθανία ήτο η κατοικία του Ιησού κατά τας εις Ιεροσόλυμα επισκέψεις Του, εκείθεν δε βραχύς και τερπνός περίπατος διά του Όρους των Ελαιών θα Τον έφερεν εις τον Ναόν. Ήτο ήδη χειμών και οι Ιουδαίοι είχον την εορτήν των Εγκαινίων. Κατά τους υπολογισμούς των εντριβών εις τα τοιαύτα, έπεσε κατά το έτος εκείνο εις την εικοστήν Δεκεμβρίου. Είχεν ιδρυθή υπό Ιούδα του Μακκαβαίου προς τιμήν του καθαρισμού του Ναού κατά το έτος 164 π. Χ., έξ και ήμισυ έτη μετά την φοβεράν βεβήλωσίν του υπό Αντιόχου του Επιφανούς. Καθώς το Πάσχα και η Σκηνοπηγία, διήρκει οκτώ ημέρας, και ετελείτο εν μεγάλη χαρά και ευφροσύνη. Εκτός του Ελληνικού ονόματος, τα Εγκαίνια, είχον και δεύτερον ελληνικόν όνομα, τα Φώτα· χαρακτηριστικόν δε της εορτής ήτο γενική φωταψία προς εορτασμόν του περιαδομένου θαύματος της θαυμασίας επί οκτώ ημέρας αυξήσεως του ιερού ελαίου, το οποίον είχεν ευρεθή υπό Ιούδα του Μακαβαίου εν μια στάμνω εσφραγισμένη διά της σφραγίδος του Αρχιερέως. Η παρουσία του Κυρίου εις τοιαύτην εορτήν κυροί το δικαίωμα εκάστης Εκκλησίας όπως θεσπίζη τας ιδίας τελετάς και λειτουργίας της, και δεικνύει ότι δεν επέβλεπε μετ' αποδοκιμασίας εις τον φαιδρόν ενθουσιασμόν της εθνικής φιλοπατρίας.
Το ανατολικόν πρόστωον του ναού διετήρει ακόμη το όνομα «η Στοά του Σολομώντος», επειδή, αν όχι άλλο, ήτο κτισμένον από τα υλικά τα οποία είχον αποτελέσει μέρος του αρχαίου Ναού. Εδώ, εις την λαμπράν ταύτην κιονοστοιχίαν, την κεκοσμημένην διά την εορτήν με στίλβοντα τρόπαια, ο Ιησούς περιεπάτει άνω και κάτω, και ως φαίνεται άνευ συνοδίας, ενίοτε προσβλέπων ίσως πέραν της κοιλάδος των Κέδρων εις τους λευκάζοντας τάφους των Προφητών, όσους γενεαί Εβραίων είχον σφάξει, και απολαύων του αβρού ηλιασμού του χειμώνος, τότε δε, ως διά προμελετημένου κινήματος, οι Φαρισαίοι Τον περιεκύκλωσαν και ήρχισαν να Τον ερωτούν. Ίσως αυτός ο χώρος όπου περιεπάτει, ανακαλών τας αναμνήσεις του αρχαίου κλέους των, ίσως και αι αναμνήσεις της εορτής την οποίαν ήγον, ως επετείου απελευθερώσεως κατορθωθείσης υπό δρακός γενναίων ανδρών οίτινες ανέτρεψαν κολοσσαίαν τυραννίαν, ενέπνευσαν την ερώτησίν των. «Έως πότε τηρείς τας ψυχάς μας εις αλγεινόν μετεωρισμόν; Εάν είσαι πράγματι ο Μεσσίας, ειπέ μας τούτο εν πεποιθήσει· Ειπέ μας εδώ, εις την Στοάν του Σολομώντος, τώρα, ενώ η θέα των ασπίδων τούτων και των χρυσών στεφάνων, και η μελωδία των κινυρών τούτων και των κυμβάλων, αναμιμνήσκουσι την δόξαν Ιούδα του Ασμοναίου, θα είσαι Συ ισχυρότερος Μακκαβαίος, ενδοξότερος Σολομών; Αυτά τα κίτρα και τα βαΐα και οι φοίνικες, τα οποία αίρομεν προς τιμήν της νίκης της ημέρας ταύτης, θα αρθώσι μίαν ημέραν διά Σε;» Η έκκλησις ήτο παράδοξος, ορμητική, ανυπόμονος, και είνε μεστή σημασίας. Συνεπιφέρει δε την αυτοκαταδίκην των ερωτώντων, διότι δεικνύει ότι Εκείνος είχε λαλήσει ρήματα και εκτελέσει πράξεις αίτινες θα παρείχον υπόστασιν εις τοιαύτην αξίωσιν, εάν είχεν αποφασίσει οριστικώς να την διεκδικήση. Και είνε πιθανόν ότι θα Τον προσηγόρευον με θομβώδεις ανευφημίας.
Εάν τώρα ο προς ον ωμίλουν ήτο ψευδομεσσίας τις, θα εδελεάζετο από τας επικλήσεις των, θα προελάμβανε μάλιστα ταύτας — και τότε θα προεξωφλείτο κατά πολλάς δεκάδας ενιαυτών η καταστροφή η υπό του Τίτου, ως και η καταστροφή η επί του ψευδομεσσίου Β α ρ Κ ο χ ε β ά.
Αλλ' η ημέρα προς πολιτικάς απελευθερώσεις είχε παρέλθη· η ημέρα προς υψηλοτέραν, βαθυτέραν, αιωνιωτέραν απελευθέρωσιν είχεν έλθη. Εκείνοι το πρώτον επόθουν, το δεύτερον απέρριπτον. Εμπαθώς αξιούντες τον Ιησούν ως εγκόσμιον Μεσσίαν, μετ' απεχθείας Τον απέρριπτον ως τον Υιόν του Θεού, τον Σωτήρα του Κόσμου. Ότι ήτο ο Μεσσίας των κατ' έννοιαν πολύ υψηλοτέραν ή όσον είχόν ποτε ονειροπολήσει, η γλώσσα Του πάλιν και πολλάκις είχεν υποδείξει· αλλά Μεσσίας καθ' ην έννοιαν απήτουν δεν ήτο ουδέ ήθελε να είνε. Και διά τούτο δεν τους αποπλανά λέγων, Εγώ είμαι ο Μεσσίας σας, αλλά τους παραπέμπει εις εκείνην την επανειλημμένην διδασκαλίαν ήτις έδειξε πόσον σαφώς τοιαύτη είχεν υπάρξει η αξίωσίς Του, και εις τα έργα τα οποία εμαρτύρουν περί της αξιώσεως ταύτης, Εάν ήσαν πρόβατα της ποίμνης Του (κ' εδώ τους υπενθυμίζει την μεγάλην εκείνην ομιλίαν την οποίαν είχεν απαγγείλη εν τη εορτή της Σκηνοπηγίας δύο μήνας πρότερον), θα ήκουον της φωνής Του, και τότε Αυτός θα τους έδιδε ζωήν αιώνιον, και θα ήσαν ασφαλείς υπό την φύλαξίν Του· διότι κανείς τότε δεν θα ηδύνατο να τους αποσπάση από την χείρα του Πατρός Του, προσέθηκε δε πανηγυρικώς· «Εγώ και ο Πατήρ Μου έν εσμεν».
Η έννοια των λόγων Του ήτο κατάδηλος. Ηξίου όχι μόνον ότι είνε ο Μεσσίας, αλλ' ότι είνε Θείος. Εάν η μετά του Πατρός ενότης, την οποίαν αντεποιείτο, δεν ήτο τίποτε περισσότερον ειμή η υποτακτική ένωσις της πίστεως και της υπακοής, ήτις υφίσταται μεταξύ όλων των αγίων ψυχών και του Δημιουργού των, οι λόγοι Του δεν θα προσέβαλλον περισσότερον ή όσον πολλά λόγια των βασιλέων και προφητών των. Αλλά «ιδού οι Ιουδαίοι ενόησαν ό,τι δεν εννοούν οι Αρειανοί· καθώς λέγει είς των Λατίνων πατέρων. Είδον παραχρήμα ότι oι λόγοι εσήμαινον κάτι ασυγκρίτως περισσότερον. Πάραυτα έκυψαν μανιώδεις να λάβωσί τινας εκ των βαρέων λίθων, των εσκορπισμένων εκεί εκ των ατελειώτων κτιρίων του Ναού, και αν είχεν έλθη η ώρα Του, δεν θα διέφευγε τον ταραχώδη θάνατον όστις ακολούθως έλαχεν εις τον Πρωτομάρτυρά Του. Αλλά το ατάραχον μεγαλείον Του τους αφώπλισε με μίαν λέξιν «Πολλάς αγαθάς πράξεις έδειξα υμίν παρά του Πατρός Μου· διά τίνα αυτών Με λιθάζετε;» Όχι δι' αγαθήν τινα πράξιν, απήντησαν, αλλά διά βλασφημίαν, και διότι Συ, άνθρωπος ων, ποιείς Σεαυτόν Θεόν. Η απόκρισις του Ιησού απολάμπει εκ του αρρήτου εκείνου φωτισμού, τον οποίον συχνά επιχύνει εν τη ερμηνεία των Γραφών. Δεν είνε γεγραμμένον εις τον Νόμον σας, τους ηρώτησεν, «Εγώ είπα θεοί εστε;» Εάν ωνόμασε τούτους θεούς προς ους ο Λόγος του Θεού ήλθε, και ούτω φαίνεται εις τας υμετέρας Γραφάς, λέγετε εις Εκείνον ον ο Πατήρ ηγίασε και απέστειλεν εις τον κόσμον, «Βλασφημείς», επειδή είπα, Ειμί ο Υιός του Θεού. Εμαρτύρετο δε τον βίον και τα έργα Του, ως αναμφήριστα τεκμήρια της μετά του Πατρός ενότητός Του. Εάν το αναμάρτητον και τα θαύματά Του δεν ήσαν απόδειξις ότι δεν ηδύνατο να είνε θρασύς βλάσφημος οίον εζήτουν να λιθοβολήσωσι, ποία εκ περισσού απόδειξις ηδύνατο να δοθή; Αυτοί εφαντάζοντο τον Θεόν ως πόρρω, αλλ' ο Θεός είνε εγγύς, και παρέχει θείαν έλλαμψιν εις τας καρδίας των αγαπώντων Αυτόν. Εκείνος όστις ήλθε να πληρώση τον Νόμον και να θέση Νόμον υψηλότερον κατ' αυτού, περί Ου όλοι οι Προφήται είχον μαρτυρήσει, δι' Ον ο Ιωάννης είχεν ετοιμάσει την οδόν, ο Λαλών ως ουδέποτε άνθρωπος ελάλησεν, όστις εποίησεν έργα οία ουδείς άλλος εποίησεν από καταβολής κόσμου, όστις εκύρου όλους τους λόγους Του και παρείχε σημασίαν εις όλας τας πράξεις Του διά της αμώμου καλλονής αναμαρτήτου βίου, όντως την αλήθειαν ελάλει όταν έλεγεν ότι είνε έν μετά του Πατρός και ότι είνε Υιός του Θεού.
Η έκκλησις ήτο ακαταμάχητος. Δεν ετόλμησαν να Τον λιθοβολήσωσιν· αλλ’ επειδή ήτο μόνος και ανυπεράσπιστος εν τω μέσω αυτών απεπειράθησαν να Τον συλλάβωσιν. Αλλά δεν ηδυνήθησαν. Η παρουσία Του τους κατετρόμαζε. Ηδυνήθησαν μόνον ν' ανοίξωσι δίοδον δι' Αυτόν και να εκτοξεύσωσι βλέμματα μίσους επ' Αυτόν ως διήρχετο εν μέσω των. Αλλά και πάλιν ιδού ενταύθα απόδειξις ότι πάσα διδασκαλία μεταξύ αυτών ήτο αδύνατος. Ηδύνατο τόσον ολίγον να κατέλθη εις τας ιδέας των περί Μεσσίου, όσον εκείνοι ηδύναντο ν' ανέλθωσιν εις την ιδικήν Του. Το να διατρίβη μεταξύ αυτών εσήμαινε να εκθέτη την ζωήν Του προ της ώρας. Η Ιουδαία άρα εκλείσθη δι' Αυτόν ως είχε κλεισθή η Γαλιλαία. Εφαίνετο ότι έν μόνον μέρος υπήρχε το οποίον να είνε ασφαλές δ’ Αυτόν εν τη γενεθλίω χώρα Του, και τούτο ήτο η Πέραν του Ιορδάνου. Απεχώρησε λοιπόν εις την άλλην Βηθανίαν, την Βηθανίαν πέραν του Ιορδάνου, όπου ο Ιωάννης το πάλαι εβάπτιζε, και διέτριβεν εκεί.
Ποία τα συμβάντα της τελευταίας ταύτης διατριβής, ως και πόσον χρόνον διήρκεσεν αύτη, αγνοούμεν. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέγει εν τούτοις ότι πολλοί ήρχοντο προς Αυτόν ενταύθα, και επίστευον εις Αυτόν, και εμαρτύρουν ότι ο Ιωάννης, τον οποίον είχον ως Προφήτην, αν και δεν είχε τελέσει θαύματα, είχε φέρει εμφαντικήν μαρτυρίαν περί του Ιησού εν αυτώ τω τόπω, και ότι πάντα όσα είχε μαρτυρήσει ήσαν αληθή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΣΤ'.
Πέραν του Ιορδάνου
Ζήτημα περί διαζυγίου. — Απλή λύσις του ζητήματος. — Ο Μωυσής προσκαίρως επέτρεψε το διαζύγιον. — Η διαφθορά της γενεάς. — Διδασκαλία περί ηθικής αγνότητος. — Γάμος και αγαμία. — Ο Ιησούς ευλογεί τα παιδία. — «Διδάσκαλε αγαθέ». — Το εκατονταπλάσιον των αμοιβών. — Οι εργάται της Αμπέλου.
Όπου το κήρυγμα του Ιησού ήτο και κατ’ ελάχιστον βαθμόν δημόσιον, πανταχού ευρίσκομεν τους Φαρισαίους επιτηρούντας, ελλοχεύοντας δι' Αυτόν, πειράζοντας Αυτόν, προσπαθούντας να παγιδεύσωσιν Αυτόν είς τινα σφαλεράν κρίσιν ή ολεθρίαν απόφασιν. Πλην ίσως η κακοβουλία των ουδέποτε εσχεδίασεν ερώτημα η εις ό απάντησις ήτο τόσον έμπλεως κινδύνου ως όταν ήλθον να Τον πειράξωσι διά του προβλήματος, «Έξεστιν ανδρί απολύειν την γυναίκα αυτού κατά πάσαν αιτίαν;»
Το ζήτημα ήτο περιπεφραγμένον με δυσχερείας πανταχόθεν, και διά πολλούς λόγους. Πρώτον, ο θεσμός του Μωυσέως επί του υποκειμένου ήτο αμφιβόλου εκφράσεως. Τούτο δε είχε δώσει αφορμήν εις σφοδροτάτην αντίθεσιν γνωμών μεταξύ των δύο αξιολογωτέρων εκ των Ραββινικών σχολών. Η διαφορά των σχολών είχεν αποβή εις διαφοράν εις τα έθιμα του έθνους. Τελευταίον αι θεολογικαί, σχολαστικαί, ηθικαί και εθνικαί δυσχέρειαι επί μάλλον είχον περιπλακή διά πολιτικών δυσχερειών, διότι ο άρχων εις ου το κράτος είχε προβληθή το ερώτημα βαθέως διεφέρετο εις την απάντησιν, και είχε παραδώσει ήδη εις θάνατον τον μέγιστον των προφητών ένεκα της τολμηράς εκφράσεως γνώμης πολεμιωτάτης προς την ιδίαν πράξιν του. Ό,τι και αν έπραττον οι έρποντες Ραββίνοι της Γαλιλαίας, ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, τουλάχιστον, δεν είχεν αφήσει ουδέ σκιάν αμφιβολίας περί του πώς ηρμήνευεν αυτός τον Νόμον του Μωυσέως, και είχεν εκτίσει την ποινήν της ελευθεροστομίας του διά της ιδίας ζωής του.
Ο Μωυσής είχε διατυπώσει τον κανόνα ότι, όταν ανήρ τις ενυμφεύθη γυναίκα, «και αύτη, — δεν ευρίσκη χάριν εις τους οφθαλμούς του, διότι εύρε ρύπον τινά ή κηλίδα εν αυτή, τότε ας γράψη γραμμάτιον αποστασίου, και ας δώση τούτο εις την χείρα αυτής, και ας αποπέμψη αυτήν της οικίας. Και όταν απέλθη της οικίας του, δύναται να υπάγη να γείνη άλλου ανδρός σύζυγος»· Λοιπόν, εν τη ερμηνεία του κανόνος τούτου, το παν εξηρτάτο εκ της εννοίας της εκφράσεως ε ρ β ά θ δ α β β ά ρ, ή μάλλον εκ της εννοίας της απλής λέξεως ε ρ β ά θ. Εσήμαινεν εν γένει σπίλον ή άγος, ο δε Ιλλήλ μετά της σχολής του εξήγει το χωρίον με την έννοιαν ότι πας ανήρ δύναται να διαζευχθή την γυναίκα του διά πάσαν αηδίαν την οποίαν θα ησθάνετο προς αυτήν· καθώς, και αν έβλεπεν, ως είπεν ο ραββίνος Ακίβας, άλλην γυναίκα ήτις να του ήρεσκε περισσότερον· ενώ η σχολή του Σαμμαΐ ηρμήνευε τούτο ως σημαίνον ότι διαζύγιον ηδύνατο μόνον να δοθή εν περιπτώσει σκανδαλώδους ακολασίας. Εντεύθεν οι Εβραίοι είχον την παροιμίαν ότι ο Σαμμαΐ έδενε και ο Ιλλήλ έλυε.
Ο Σαμμαΐ είχεν ηθικώς δίκαιον και εξηγητικώς άδικον· ο Ιλλήλ εξηγητικώς δίκαιον και ηθικώς άδικον. Ο Σαμμαΐ ορθώς απεφαίνετο μόνον καθ' όσον έβλεπεν ότι το πνεύμα της Μωσαϊκής νομοθεσίας δεν καθίστα το διαζύγιον δικαιολογήσιμον εν τω κριτηρίω της συνειδήσεως πλην εν περιπτώσει καταφώρου ανηθικότητος· ο Ιλλήλ ορθώς έκρινεν εφ' όσον έβλεπεν ότι ο Μωυσής είχεν αφήσει μίαν θύραν ανοικτήν διά το διαζύγιον εν τω κριτηρίω του δημοσίου εις μικροτέρας περιπτώσεις παρ' αυτάς. Αλλ' όπως είχον τα πράγματα, το ν' αποφασίση τις προς χάριν της ετέρας των σχολών θα ήτο όχι μόνον θανάσιμος προσβολή κατά της ετέρας, αλλ' η μεγάλη αδημονία διά τους ακολάστους τους πολλούς, η μεγάλη βδελυγμία διά τους υψίφρονας τους ολίγους. Επειδή εις τας ημέρας εκείνας της διαφθοράς η πλειονότης έπραττε κατά την αρχήν την τιθεμένην υπό του Ιλλήλ όπως οι Ιουδαίοι εν τη Ανατολή εξακολουθούν μέχρι της σήμερον να πράττωσι. Τοιαύτη ήτο πράγματι η καθολική ροπή των χρόνων. Εν τω Εθνικώ και ιδίως τω Ρωμαϊκώ κόσμω η στενότης του δεσμού του γάμου τόσον αισχρώς είχε χαλαρωθή, ώστε ενώ επί της δημοκρατίας εκατονταετηρίδες είχον παρέλθη πριν παρουσιασθή έν μεμονωμένον παράδειγμα ελαφρού διαζυγίου, επί της αυτοκρατορίας, τουναντίον, το διαζύγιον ήτο ο κανών και η συζυγική πίστις η εξαίρεσις. Αι ημέραι των Βιργινιών και των Λουκρητιών και Κορνηλίων είχον παρέλθη. Τώρα ήτο η εποχή των Ιουλιών, και των Ποππαδών, των Μεσσαλινών και των Αγριππινών· αι ημέραι καθ' ας, ως λέγει ο Σενέκας, αι γυναίκες ηρίθμουν τα έτη των όχι κατά υπατείας, αλλά κατά τον αριθμόν των διαζυγίων των. Οι Ιουδαίοι είχον μιμηθή, το κακόν παράδειγμα, και αφού η πολυγαμία είχε πέσει εις αχρηστίαν, εθεράπευον ως έγγιστα την έλλειψιν διά της ευχερείας μεθ' ης απέπεμπον μίαν γυναίκα και ελάμβανον δευτέραν. Ο Ιώσηπος, Φαρισαίος μεταξύ των Φαρισαίων, διηγείται άνευ σκιάς απολογίας ότι η πρώτη γυνή του τον είχεν εγκαταλίπει, ότι διεζεύχθη την δευτέραν αφού είχε γεννήσει τρία τέκνα, και ενυμφεύθη τρίτην. Αλλ' εάν ο Ιησούς απεφαίνετο υπέρ της γνώμης του Σαμμαΐ, τότε θα εξέφραζε την κοινήν γνώμην ότι ο Ηρώδης Αντίπας ήτο διττώς μοιχός, μοιχός διά μοιχείας συναφθείς προς μοιχαλίδα.
Αλλ' ο Ιησούς ήτο αδιάφορος και προς την μήνιν των πολλών και προς την οφρύν του τυράννου. Η μόνη πρόθεσίς Του ήτο να δώση και προς τοιούτους εξεταστάς οποίοι αυτοί αποκρίσεις ικανάς να τους αναβιβάσωσιν εις κρείττονα σφαίραν. Το αξίωμά των, «έστι νόμιμον;» εάν ήτο ειλικρινές, θα εμπεριείχε την απάντησιν εις την ιδίαν ερώτησίν των. Ουδέν είνε νόμιμον προς πάντα άνθρωπον αμφιβάλλοντα περί της νομιμότητός του. Ο Ιησούς, αντί να τους απαντήση, τους παραπέμπει εις την πηγήν όπου ηδύνατο να ευρεθή η αληθής απάντησις. Αποκρινόμενος εις το «έστι νόμιμον;» διά του «ουκ ανέγνωτε;» υπομιμνήσκει αυτούς ότι ο Θεός, όστις εξ αρχής άρρεν και θήλυ είχε ποιήσει τον άνθρωπον, εσήμανε διά τούτου την θέλησίν Του ώστε ο γάμος να είνε η στενωτάτη και αδιαρρηκτοτάτη των σχέσεων υπερέχουσα και υπερβάλλουσα όλας τας λοιπάς.
«Διατί άρα, ερωτώσιν, έτοιμοι να τον περιπλέξωσιν εις αντίθεσιν προς τον Νόμον, διατί ο Μωυσής προσέταξε να δίδεται γράμμα αποστασίου, και ν' Αποπέμπητε αυτή; Ο τρόπος της ερωτήσεώς των εμπεριείχεν εν των ψευδών εκείνων σχημάτων των τόσω κοινών μεταξύ των λατρευτών του γράμματος, και επί του ψεύδους τούτου εθεμελίουν την ανεστραμμένην πυραμίδα των ψευδεστέρων συμπερασμάτων των. Ο Ιησούς τους διώρθωσε. «Μωσής διά την σκληροκαρδίαν υμών επέτρεψεν υμίν του απολύειν τας γυναίκας υμών· αλλ' απ' αρχής ουκ ην ούτω». Είτα προσθέτει φοβεράν και ρητήν την καταδίκην του Ηρώδου Αντίπα, χωρίς να τον ονομάση. «Όστις απολύει την γυναίκα αυτού και νυμφεύεται άλλην, παρεκτός λόγου μοιχείας, μοιχάται· και όστις νυμφευθή απολελυμένην, μοιχάται». Και η πράξις του Ηρώδου ήτο το χείριστον παράδειγμα αμφοτέρων των ειδών της μοιχείας, διότι, ενώ συνώκει με αθώαν και αδιάζευκτον γυναίκα, προσέλαβε την ένοχον αλλ' αδιάζευκτον εισέτι γυναίκα του Ηρώδου Φιλίππου, του αδελφού και ξένου του· και είχε πράξει τούτο, άνευ ίχνους δικαιολογίας, εξ ενόχου πάθους, οπότε το έαρ της ζωής και αυτού και της παλλακίδος του είχε παρέλθη.
Εάν οι Φαρισαίοι ήθελον να κάμουν χρήσιν της αποκρίσεως ταύτης όπως φέρωσι τον Ιησούν εις σύρραξιν προς τον Αντίπαν, και εφελκύσωσιν επί της θείας κεφαλής Του την τύχην του Βαπτιστού, δυνατόν να το έπραξαν· και αν ήθελον να δηλητηριάσωσι σφοδρότερον εναντίον Του τας σχολάς του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ, αίτινες αμφότεραι εφαίνοντο ούτω εν πλάνη διατελούσαι (η μεν του Ιλλήλ δι' έλλειψιν ηθικής εμβαθύνσεως, η δε του Σαμμαΐ δι' απουσίαν εξηγητικής οξύτητος) δυνατόν να το έπραξαν. Αλλ' Εκείνος εν τω μεταξύ είχε ρίψει πλήμμυραν φωτός επί των δυσχερειών της Μωσαϊκής νομοθεσίας, δείξας ότι αύτη ήτο προσωρινή, όχι οριστική, παροδική, όχι αιωνία. Εκείνο το οποίον οι Εβραίοι, ακολουθούντες τον περίφημον Ιλλήλ των, εθεώρουν ως θείαν άδειαν, εφ' ή να σεμνύνωνται, ήτο τουναντίον κατ' ανοχήν υπάρχον κακόν, εφ' ω έπρεπε να αισχύνωνται· ήτο πράγματι μόνιμος μαρτυρία εναντίον της σκληροκαρδίας των και της απειθείας των.
Οι Φαρισαίοι, κατησχυμμένοι ως συνήθως, ευρέθησαν και αύθις αντιμέτωποι υψηλοτέρας σοφίας και θειοτέρας βαθυνοίας, και απεσύρθησαν όπως βυσσοδομήσωσι νέας σκευωρίας εξ ίσου κακοβούλους και εξ ίσου ματαίας. Αλλά τίποτε δεν δύνανται πληρέστερον να δείξη την αναγκαιότητα της του Χριστού διδασκαλίας ή το γεγονός ότι και οι μαθηταί εξεπλάγησαν και ηθύμησαν εκ τούτου. Εν τη κακή εκείνη γενεά, ότε η διαφθορά ήτο τόσον παγκόσμιος, ότε εν Ρώμη ο γάμος είχεν εκπέση εις τοσαύτην αχρηστίαν και καταφρόνησιν, ώστε εδέησε νόμος να ψηφισθή τιμωρών την αγαμίαν διά προστίμου, ενόμισαν την αυστηρότητα της εντολής του Κυρίου τόσον τραχείαν, ώστε η αγαμία εφάνη προκριτωτέρα· και την γνώμην ταύτην εξέφρασαν όταν ευρέθησαν και πάλιν μετ' Αυτού εν τη οικία. Οποία θανάσιμος πληγή θα κατεφέρετο κατά της ευημερίας του κόσμου και κατά της χρηστοηθείας του κόσμου, εάν Εκείνος συγκατένευεν εις το άφρον συμπέρασμά των! Και πόσον θαυμασία απόδειξις είνε της θεότητός Του ότι ενώ πας άλλος έξοχος της ηθικής διδάσκαλος, και οι άριστοι και μέγιστοι πάντων, εξέφρασεν ή ενέκρινε πολλάς κινδυνώδεις πλάνας, αίτινες συνετέλεσαν εις το να δηλητηριάσωσι τον βίον των εθνών, όλα τα ρήματα του Κυρίου Ιησού ήταν θεσπεσίως υγιά ρήματα.
Εν τη απαντήσει Του δεν δίδει την γενικήν εκείνην προτίμησιν εις την αγαμίαν, ήτις τόσον θα εξετιμάτο υπό των ασκητών και των μοναχών, και θα ετάραττε τας συνειδήσεις πολλών των οποίων η ένωσις εξ ουρανών ευλογήθη. Ηρνήθη να εκφέρη ως προς την κατάστασιν της αγαμίας τόσον απόλυτον κύρωσιν. Παν ό,τι είπεν υπήρξεν ότι αύτη η παρατήρησίς των ως προς το ασύμφορον του γάμου δεν έχει τόσον γενικήν εφαρμογήν· ότι είνε αδύνατον και απευκταίον διά τους πολλούς, και καλόν μόνον διά τους εκλεκτούς τους ολίγους. Τινές τω όντι είνε απροσφυείς διά τον ιερόν δεσμόν εκ των περιστάσεων της γεννήσεως ή της κατασκευής των· άλλοι πάλιν καθίστανται ακατάλληλοι διά των ατίμων, αλλά κοινών τότε, ωμοτήτων της δουλείας και του ανδραποδισμού· και άλλοι οίτινες απέχουσι πάσης σκέψεως περί γάμου διά θρησκευτικούς λόγους ή συνεπεία υψηλοτέρων αναγκών. Ούτοι είνε εκείνοι «οις δέδοται». Των μεν χρέος είνε να νυμφεύωνται, και να υπηρετώσι τω Θεώ εν τη εγγάμω καταστάσει· των δε χρέος δυνατόν να είνε να μη νυμφευθώσι, και ούτω να ευαρεστήσωσι τω Θεώ ως άγαμοι. Δεν υπάρχει εις τους λόγους τούτους του Χριστού όλη εκείνη η δυσχέρεια την οποίαν τινές εύρον εις τούτους. Αι εντολαί Του υπομνηματίζονται άριστα εν τω ζ' και τω θ’ κεφαλαίω της Προς Κορινθίους Πρώτης Επιστολής, και η έννοιά των η σαφής είνε ότι, εκτός των σπανίων παραδειγμάτων της φυσικής προς γάμον ανικανότητος, ολίγαι υπάρχουσιν άλλαι περιπτώσεις, και αύται σχετίζονται με την εις ειδικήν υπηρεσίαν του Θεού αφιέρωσιν και με υψηλήν διακονίαν.
Και ως συγκινητικόν σχόλιον εις τους υψηλούς τούτους λόγους, ως απόδειξις της θείας αποφάσεώς Του ότι ο γάμος είνε τίμιος εν πάσι και η κοίτη αμίαντος, επήλθεν η περίστασις ότι ο Κύριος έλαβε μέρος εις σκηνήν ήτις έμελλε να θέλγη διά πάντοτε τας φαντασίας των ποιητών και ζωγράφων. Εκείνος όστις ως πρώτον θαύμα Του εποίησε το να ευλογήση δι' αποτελεσματικού σημείου την αθώαν χαράν του γάμου, ως μίαν των τελευταίων πράξεων της επιγείου ζωής Του έσχε το να περιπτυχθή παιδία εις τας αγκάλας Του. Φαίνεται ότι είχε γνωσθή ανά την χώραν, την πέραν του Ιορδάνου, ότι ο καιρός της αναχωρήσεώς Του επλησίαζε· και εν συνειδήσει ίσως των λόγων τους οποίους αρτίως είχεν εκφέρει, πατέρες και μητέρες και οικείοι έφερον προς Αυτόν τους καρπούς των ιερών δεσμών, νεαρά παιδία και βρέφη, με σκοπόν να τα επιψαύση και να τα ευχηθή. Πριν ή καταλίπη εσαεί αυτούς, ήθελον να Τον αποχαιρετίσωσι πανηγυρικώς· ήθελον να καρπωθώσιν οιονεί την κληρονομίαν της ιδιαιτέρας ευλογίας Του διά την μέλλουσαν γενεάν. Οι μαθηταί έκριναν την διαγωγήν των προπετή και άκαιρον. Δεν επιθύμουν να ενασχολήται ο Διδάσκαλος των άνευ ανάγκης· δεν ηγάπων να διακόπτωνται εις τας υψηλάς συνδιαλέξεις των. Ηγανάκτουν διότι πολλαί απλοϊκαί γυναίκες και παιδία εισήρχοντο και παρεμπόδιζον σπουδαιότερα πρόσωπα και συμφέροντα. Αι γυναίκες δεν ετιμώντο ούτε τα παιδία ηγαπώντο κατά την αρχαιότητα όπως τώρα· ακτινωτός στέφανος ρωμαντισμού και τρυφερότητος δεν τας περιέβαλλε τότε· συχνότατα επεβάλλοντο εις επαισχύντους σκληρότητας και εις αλγεινήν ολιγωρίαν. Αλλ' εκείνος όστις ήλθε διά να είνε φίλος όλων των αμαρτωλών και βοηθός όλων των πασχόντων, ήλθεν ομοίως και διά να υψώση την γυναίκα εις την τιμήν την πρέπουσαν, εκατονταετηρίδας πριν το Τευτονικόν στοιχείον της νεωτέρας κοινωνίας αναφανή όλως, και διά να είνε προστάτης της αβοηθήτου παιδικότητος και της βρεφωσύνης της ακάκου. Και τα μη έχοντα ακόμη συνείδησιν νεογνά έμελλον να γίνωνται δεκτά εις την Εκκλησίαν Του διά του υψηλού μυστήριου Του του Βαπτίσματος, να γίνωνται δε μέλη Αυτού, και κληρονόμοι της βασιλείας Του. Έστρεψε την επιτίμησιν των μαθητών κατ' αυτών τούτων· εδυσφόρησε τόσον προς αυτούς, όσον εκείνοι προς τους γονείς και τα παιδία. «Άφετε τα παιδία», είπε, με λέξεις τας οποίας έκαστος των συνοπτιστών διετήρησεν ημίν εν τη αθανάτω αυτών τρυφερότητι, «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς Με, και μη κωλύετε αυτά, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών». Και αφού τα περιεπτύχθη εις τους βραχίονάς Του, έθεσεν επ' αυτά τας χείρας και τα ευλόγησε, προσέθηκε πάλιν την συνεχώς αναγκαιούσαν, και διά τούτο συνεχώς επαναλαμβανομένην, νουθεσίαν, «ος αν μη δέξηται την βασιλείαν των ουρανών ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν».
Όταν η ωραία αύτη σκηνή παρήλθε, διηγείται ο Ματθαίος ότι ανεχώρησεν εις την οδόν Αυτού, πιθανώς διά την νέαν εκείνην επίσκεψιν εις την άλλην Βηθανίαν, περί ης θα είπωμεν εν τω επομένω κεφαλαίω· και καθ' οδόν συνέβη άλλο επεισόδιον, το οποίον ενετυπώθη τόσον βαθέως εις τα πνεύματα των θεατών, ώστε και τούτο απεμνημονεύθη υπό των Ευαγγελιστών εν τριπλή αφηγήσει.
Νέος τις μεγάλου πλούτου και υψηλής θέσεως φαίνεται αιφνιδίως να κατελήφθη υπό πεποιθήσεως, ότι είχε παραμελήσει μέχρι τούδε ευκαιρίαν ανεκτίμητον, και ότι Εκείνος όστις μόνος θα ηδύνατο να εξηγήση προς αυτόν την αληθή σημασίαν της ζωής ήτο ήδη εις δρόμον όπως απέλθη απ’ αυτών. Αποφασίσας άρα να μη υστερήση, ήλθε τρέχων, πνευστιών, εύθυμος, με τρόπον όστις εξέπληξε πάντας τους ιδόντας, και γονυπετών προ των ποδών του Ιησού εφώνησε: «Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;»
Ο Ιησούς απεκρίθη: «Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ειμή είς, ο Θεός.» Ήθελε τόσον να δεχθή τον τίτλον α γ α θ ό ς όσον ήθελε να δεχθή και τον τίτλον Μ ε σ σ ί α ς, διδόμενον με ψευδή έννοιαν. Όθεν εδείκνυε προς τον νεαρόν άρχοντα ότι, αφού ήρχετο προς Αυτόν ως προς ψιλόν άνθρωπον, η προσαγόρευσίς του, καθώς και η ερώτησίς του, ήτο εσφαλμένη. Ουδείς δύναται άλλον ακρογωνιαίον λίθον να θέση παρά τον κείμενον, όστις είνε ο Χριστός, είτα εξηκολούθησεν: «Ει θέλεις εις την ζωήν εισελθείν, τήρησον τας εντολάς».
Ο νέος δεν επερίμενε τόσον εναργή την απάντησιν. Δεν δύνατο να πιστεύση ότι παραπέμπεται απλώς εις τας Δέκα Εντολάς, όθεν ερωτά εν εκπλήξει, «Ποίας Εντολάς;» Ο Ιησούς, επειδή ο νεανίσκος κάτι επεθύμει να π ο ι ή σ η, αναφέρει αυτώ απλώς τας της Δευτέρας Πλακός, διότι, ως καλώς παρετηρήθη, ο Χριστός παραπέμπει τους υπερηφάνους εις τον Νόμον, και καλεί τους ταπεινούς εις το Ευαγγέλιον. «Διδάσκαλε, απήντησεν εν εκπλήξει ο νέος, ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου». Αναμφιβόλως κατά το γράμμα δυνατόν να είχε πράξει ούτω, όπως μυριάδες έπραξαν· αλλά προφανώς δεν εγνώριζε πώς ηρμήνευεν ο Χριστός τας εντολάς ταύτας. Και ο Ιησούς, βλέπων την ειλικρίνειάν του, τον εξετίμησε, και προέβαλεν αυτώ μίαν δοκιμασίαν. Ο νεανίσκος δεν ηρκείτο εις τα τετριμμένα· απέβλεπεν εις τα ηρωικά, ή μάλλον του εφαίνετο ότι απέβλεπε· διά τούτο ο Ιησούς του έδωκε μίαν ηρωικήν πράξιν να εκτελέση. «Έν έτι λείπεταί σοι», είπε, και τον προέτρεψε να υπάγη, να πωλήση τα υπάρχοντά του, να τα μοιράση εις τους πτωχούς, και ύστερον να έλθη να Τον ακολουθήση.
Τούτο ήτο παραπολύ. Ο νεαρός άρχων απήλθε περίλυπος, επειδή είχε πολλά κτήματα. Επροτίμησε τας ανέσεις της γης από τους θησαυρούς του ουρανού· δεν ήθελε ν' αγοράση τα αγαθά της αιωνιότητος παραιτούμενος τα εγκόσμια. Και ούτω εκλείπει από την Ευαγγελικήν ιστορίαν· ουδέ γνωρίζουσιν οι Ευαγγελισταί περιπλέον τι περί αυτού. Αλλ' η φαντασία η αυστηρά και μελαγχολική του ποιητού Δάντου τον παρακολουθεί, κ' ευρίσκει εκεί, εις τον άλλον κόσμον, μεταξύ άλλων ψυχών μαραμμένων και πλανωμένων ως φύλλα φθινοπωρινά, την σκιάν εκείνου «όστις εξ ανανδρίας έκαμε την μεγάλην άρνησιν».
Δυνάμεθα να ελπίσωμεν και να πιστεύσωμεν κρείττονα τελευτήν εις άνθρωπον προς τον οποίον ο Ιησούς, ως προσέβλεψεν, ησθάνθη συμπάθειαν. Αλλ' η απροθυμία του νεανίσκου εις το να υποστή την θυσίαν, ελύπησε τον Ιησούν, και περιβλέψας προς τους μαθητάς Του είπε: «Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των ουρανών!» Οι λόγοι και πάλιν τους εξέπληξαν ως λίαν αυστηροί. Δεν ηδύνατο άρα αγαθός ανήρ να είνε πλούσιος, ουδέ πλούσιος να είνε αγαθός; Αλλ' ο Ιησούς μόνον απήντησε, μετριάζων το θλιβερόν και αυστηρόν των λόγων διά της φιλοστόργου προσφωνήσεως «παιδία». Παιδία, πόσον δύσκολον είνε να εισέλθη τις εις την βασιλείαν του Θεού! «Ευκολώτερόν εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν.» Ηδύναντο βεβαίως να εκπλαγώσιν υπέρ το μέτρον. Δεν υπήρχε λοιπόν τότε ελπίς διά τον Νικόδημον, ούτε δι' Ιωσήφ τον από Αριμαθείας; Βεβαίως υπήρχε. Η διδασκαλία του Χριστού περί πλούτου ήτο τόσω ολίγον Εβιωνιτική όσον η διδασκαλία περί γάμου ήτο Εσσαϊκή. Τα φύσει αδύνατα είνε χάριτι δυνατά· τα αδύνατα παρ' ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ. Ο Χριστός ωμίλει μόνον περί του ανθρωπίνως αδυνάτου· και κατεδίκαζε κυρίως, την προσκόλλησιν εις τα χρήματα, την υπέρμετρον πεποίθησιν εις αυτά, όχι απλώς την κτήσιν των χρημάτων. Πλην είνε, ως μη ώφελεν, αληθές ότι η μεγάλη πλειονότης των πλουσίων προσκολλάται υπερμέτρως εις τα εγκόσμια αγαθά, εκπίπτει δε ή εις φιλοκοσμίαν και κενοδοξίαν μωράν, ή εις ρυπαράν φιλαργυρίαν.
Τότε μετά συγκινήσεως ο Πέτρος είπεν: «Ιδού ημείς κατελίπομεν πάντα και ηκολουθήσαμέν Σοι». Η απάντησις του Ιησού ήτο άμα μεγάλη εγκαρδίωσις και επίσημος νουθεσία. Η εγκαρδίωσις ήτο ότι δεν υπάρχει παράδειγμα αυτοθυσίας, ήτις, και εν τούτω τω κόσμω, και εν μέσω διωγμών, να μη λάβη την εκατονταπλασίαν αύξησίν της εν τω θερισμώ των πνευματικών ευεργετημάτων· και εις τον κόσμον τον μέλλοντα θ’ ανταμειφθή διά του αμυθήτου βραβείου της αιωνίας ζωής. «Εν τη παλιγγενεσία, καθίσετε επί θρόνων κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ». Η δε νουθεσία ήτο η συνήθης ην και πρότερον ήκουσαν, ότι πολλοί εκ των πρώτων έσονται έσχατοι, και οι έσχατοι πρώτοι. Και όπως εντυπώση επ' αυτούς ακόμη πληρέστερον ότι η βασιλεία των ουρανών δεν είνε υπόθεσις εμπορικού υπολογισμού ή ακριβούς ισοδυνάμου, ότι δεν ηδύνατο να γείνη διαπραγμάτευση προς τον Ουράνιον Οικοδεσπότην, ότι ενώπιόν του θείου οφθαλμού και της θείας κρίσεως οι εθνικοί δύνανται να γείνωσι δεκτοί προ των Ιουδαίων, οι Τελώναι προ των Φαρισαίων, και νέοι προσήλυτοι προ των γηραιών Αποστόλων, διηγήθη αυτοίς την Παραβολήν των Εργατών του Αμπελώνος. Η παραβολή αύτη, προς τοις άλλοις διδάγμασι, εμπεριείχε την αλήθειαν ότι, ενώ ουδείς ο υπηρετών τω Θεώ θα ψευσθή της δικαίας αμοιβής του, εν τω ουρανώ δεν δύναται να υπάρχωσι γογγυσμοί, φθόνοι, ούτε αντίζηλοι συγκρίσεις της αξίας εκάστου, ούτε ευτελείς περί πρωτοκαθεδρίας έριδες, ούτε οικτραί φιλονικίαι περί του τις πλείονα ειργάσθη, ή τις ελάχιστα έλαβε. «Φιλότιμος γαρ ων ο Δεσπότης, αναπαύει τον της ενδεκάτης, καθάπερ και τον εργασάμενον από της πρώτης· κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται· και τα έργα δέχεται, και την γνώμην ασπάζεται· και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΖ'.
Η Έγερσις του Λαζάρου
Μήνυμα προς τον Ιησούν. — Δύο ημερών βραδύτης. — «Άγωμεν και ημείς ίνα αποθάνωμεν μετ' αυτού». — Η προϋπάντησις της Μάρθας. — «Εγώ ειμι η Ανάστασις και η Ζωή». — Αγωνία της Μαρίας. — Βαθεία συγκίνησις του Ιησού. — Σκηνή παρά τον τάφον. — «Λάζαρε, δεύρο έξω». — Η σιωπή των τριών Ευαγγελιστών. — Το συμβούλιον του Καϊάφα. — «Συμφέρει ίνα απολέσθαι».
«Έχω τας κλεις του άδου και του θανάτου». (Αποκάλ Α'. 18).
Αύται αι αποχαιριτιστήριοι ομιλίαι και διδασκαλίαι ίσως ανήκουσιν εις τας δύο ημέρας, τας μετά το μήνυμα το οποίον ο Ιησούς, ενώ ήτο ακόμη εν Βηθανία τη πέραν του Ιορδάνου, έλαβεν από την άλλην Βηθανίαν, όπου συχνά είχεν εύρη φιλοξενίαν. Το μήνυμα τούτο ήτο, «Κύριε, ον φιλείς ασθενεί». Ο Λάζαρος ήτο ο μόνος στενός φίλος τον οποίον είχεν ο Ιησούς έξω του κύκλου των Αποστόλων Του, και το επήγον άγγελμα ήτο προφανώς πρόσκλησις όπως έλθη Εκείνος ενώπιόν του οποίου, εφ' όσον γνωρίζομεν, δεν συνέβη επιθανάτιος σκηνή.
Αλλ' ο Ιησούς δεν ήλθεν. Ηρκέσθη μόνον, ενώ απησχολείτο εις σπουδαία έργα, να πέμψη το μήνυμα ότι «αύτη η ασθένεια δεν ήτο προς θάνατον, αλλά προς δόξαν Θεού», και έμεινε δύο ημέρας περισσότερον όπου ευρίσκετο. Εις το τέλος των δύο τούτων ημερών είπε προς τους μαθητάς Του:
«Άγωμεν εις την Ιουδαίαν και πάλιν». Οι μαθηταί υπέμνησαν Αυτώ, πως τελευταίον οι Ιουδαίοι εκεί είχον ζητήσει να τον λιθοβολήσωσι, και τον ηρώτησαν πώς θα ερριψοκινδύνευε να υπάγη πάλιν εκεί· αλλ' Αυτός απήντησεν ότι κατά τας δώδεκα ώρας της ημερησίας εργασίας Του ηδύνατο να περιπατή εν ασφαλεία, διότι το φως του έργου Του, το οποίον ήτο το θέλημα του Ουρανίου Πατρός Του, θα τον εφύλαττεν από παντός κινδύνου. Και είτα τους είπεν ότι, «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται, και πορεύομαι ίνα εξυπνίσω αυτόν». Τρεις εξ αυτών τουλάχιστον έπρεπε να ενθυμώνται πως, μίαν άλλην φοράν, είχεν ονομάσει ύπνον τον θάνατον· αλλ' ή εσιώπων ούτοι, άλλων λαλούντων, ή ήσαν λίαν βραδείς τη καρδία και δεν το ανελογίζοντο. Επειδή υπέθεσαν ότι ωμίλει περί συνήθους ύπνου, εδέησε να τους είπη καθαρά ότι ο Λάζαρος απέθανε, και έχαιρε δι' αυτούς, επειδή θα απήρχετο να τον επαναφέρη εις Την ζωήν. «Υπάγωμεν και ημείς, είπεν ο φιλόστοργος αλλά δύσθυμος Θωμάς, ίνα αποθάνωμεν μετ' αυτού»· ως εάν έλεγεν, είνε ανωφελές και επικίνδυνον το σχέδιον, αλλ' όμως ας υπάγωμεν.
Αναχωρήσας λίαν πρωί ο Ιησούς ευκόλως θα διήνυε την οδόν (περί τα είκοσι μίλια) προ της δύσεως του ηλίου. Αλλ' άμα φθάσας, εστάθη έξω του μικρού χωρίου. Η γειτνίασίς του προς τα Ιεροσόλυμα, οπόθεν απέχει ολιγώτερον των δύο μιλίων, και το εύπορον και η κοινωνική τάξις της οικογενείας, είχε προσελκύσει συρροήν γνωρίμων Ιουδαίων όπως συμπενθήσωσι και παρηγορήσωσι τας δύο αδελφάς· και ήτο ευχής έργον να ενεργώσι μετά προφυλάξεως ο Ιησούς και οι μαθηταί Του, παρακινδυνεύοντες εν μέσω τοιούτων αποφασιστικών εχθρών. Αλλ' ενώ η Μαρία, πιστή εις τας ερημικάς και θεωρητικάς διαθέσεις της, εκάθητο εν τη οικία αγνοούσα την προσέγγισιν του Κυρίου, η δραστηριωτέρα Μάρθα είχε λάβη είδησιν ότι ο Ιησούς έρχεται, και πάραυτα έτρεξεν εις προϋπάντησίν Του. (10)
Ο Λάζαρος είχε αποθάνη την αυτήν ημέραν ότε ο Ιησούς είχε λάβη το άγγελμα περί της ασθενείας του· δύο ημέραι είχον παρέλθη ενώ ηργοπόρει εις την Πέραν του Ιορδάνου, η τετάρτη κατηναλώθη εις την οδοιπορίαν. Η Μάρθα δεν ηδύνατο να εννοήση την θλιβεράν ταύτην βραδύτητα. «Κύριε, είπε, με τόνον παραπόνου, εάν ήσο εδώ, δεν θα απέθνησκεν ο αδελφός μου. Αλλ' όμως και τώρα…» φαίνεται να τρέφη αμυδράν ελπίδα ότι δυνατόν να επέλθη ανακούφισίς τις εις την στέρησίν των. Αι ολίγαι λέξεις αίτινες ακολουθούσιν είνε λέξεις τα μάλιστα αξιομνημόνευτοι· είνε δήλωσις του Ιησού ήτις επήνεγκε παραμυθίαν όχι εις την Μάρθαν μόνον, αλλ' εις εκατοντάδας μυριάδων έκτοτε, και θα εξακολουθή να παρηγορή τον κόσμον μέχρι συντελείας:
«Μη φοβού, αναστήσεται ο αδελφός σου».
Η Μάρθα δεν είχεν ονειροπολήσει ότι ο Λάζαρος θ’ αφυπνίζετο τώρα από τον ύπνον του θανάτου, και ηδυνήθη μόνον ν' απαντήση, «Οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει, εν τη εσχάτη ημέρα».
Ο Ιησούς είπεν αυτή:
&«Εγώ ειμι η Ανάστασις και η Ζωή· ο πιστεύων εις Εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και ο ζων και πιστεύων εις Εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα&. Πιστεύεις τούτο;»
Δεν ήτο διά πνεύμα οποίον το της Μάρθας να διακρίνη τας εναλλασσούσας σκέψεις περί σωματικού και πνευματικού θανάτου, αίτινες ήσαν ηνωμέναι εν τη βαθεία ταύτη εκφράσει· αλλά χωρίς να σταθή και να εμβαθύνη, η πιστή αγάπη της έδωκε την απάντησιν: «Ναι, Κύριε, πιστεύω ότι Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος εις τον κόσμον».
Αφού εξέφερε την μεγάλην ταύτην ομολογίαν, απήλθε προς αναζήτησιν της αδελφής της, περί ης είχεν ερωτήσει ο Ιησούς, και ης η καρδία και η διάνοια, καθώς εφαίνετο η Μάρθα αυθορμήτως αισθανομένη, ήσαν ευαρμοστότερα όπως περιλάβωσι τοιαύτας υψηλάς αληθείας. Εύρε την Μαρίαν εν τη οικία, και η τε μυστικότης μεθ' ης έδωκε την είδησιν της παρουσίας του Ιησού, και η σπουδή και σιγή μεθ' ης η Μαρία ηγέρθη να υπάγη προς συνάντησιν του Κυρίου δεικνύουσιν ότι ανάγκη ήτο προφυλάξεων, και ότι η επίσκεψις του Χριστού δεν ήτο όλως άνευ κινδύνου. Οι Ιουδαίοι οίτινες την παρηγόρουν, και τους οποίους αιφνιδίως ούτω κατέλιπεν αύτη, ηγέρθησαν να την ακολουθήσωσιν εις το μνήμα, όπου ενόμισαν ότι μετέβαινε διά να κλαύση· αλλά τάχιστα είδον το αληθές αντικείμενον του κινήματός της. Έξω του χωρίου εύρον τον Ιησούν περιεστοιχισμένον υπό των φίλων Του, και είδον την Μαρίαν να τρέχη προς Αυτόν, και να πίπτη εις τους πόδας Του, εκφέρουσα το αυτό αγωνιώδες παράπονον όπερ και η αδελφή της. «Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν μου απέθανεν ο αδελφός». Η μεγαλειτέρα σφοδρότης της συγκινήσεως της ωμίλει εις τας ολιγωτέρας λέξεις της και εις την σφοδροτέραν αγωνίαν της, και δεν ηδύνατο πλέον τι να προσθέση. Δυνατόν η στοργή της να ήτο βαθυτέρα ή ώστε να επιτρέψη όπως φανή τόσον εύελπις όσον η αδελφή της· δυνατόν μετά ταπεινοτέρου σεβασμού και ευλαβείας να άφηνε τα πάντα εις τον Κύριόν της.
Η όψις όλης αυτής της αγάπης και της λύπης, το οικτρόν θέαμα της ανθρωπίνης στερήσεως, η εσχάτη ματαιότης εν τοιαύτη στιγμή της ανθρωπίνης παραμυθίας, το άφατον παράπονον, «ω, διατί να μη είσαι εδώ να σώσης τον φίλον σου από το κέντρον του θανάτου και ημάς από το πικρότερον κέντρον του χωρισμού;» Όλα ταύτα έθιξαν την τρυφεράν συμπάθειαν του Ιησού εις βαθείαν συγκίνησιν. Στιβαρά προσπάθεια όπως κρατήση της συγκινήσεώς του εχρειάσθη (τούτο φαίνεται να σημαίνη το «Ενεβριμήσατο τω πνεύματι», το οποίον κατά γράμμα ερμηνεύεται «ηγανάκτησε τω πνεύματι», κατ' άλλους επί τη απιστία των παρεστώτων), ερρίγησε δε όλος ο Ιησούς («ετάραξεν εαυτόν»), πριν δυνηθή να εύρη λέξεις να ομιλήση, και τότε εδυνήθη μόνον να ερωτήση: «Πού τεθείκατε αυτόν; Λέγουσιν Αυτώ, «Κύριε, έρχου και ίδε»· Τότε εδάκρυσεν ο Ιησούς. Τα δάκρυά Του δεν έμειναν απαρατήρητα, και ενώ τινες των Ιουδαίων έλεγον «Ίδε πώς αυτόν εφίλει», άλλοι εν αμφιβολία ηρώτων, «Δεν ηδύνατο ούτος ο ανοίξας τους οφθαλμούς του τυφλού να σώση και τον φίλον Του από του θανάτου;» Δεν είχον ακούσει πως εις έν απώτερον χωρίον της Γαλιλαίας είχεν εγείρει τον νεκρόν· αλλ' εγνώριζον ότι εν Ιερουσαλήμ είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού, και τούτο εφαίνετο αυτοίς όχι ολιγώτερον καταπλήσσον θαύμα. Αλλ' ο Ιησούς εγνώριζε και ήκουε τα σχόλιά των, και πάλιν η όλη σκηνή, το γνησίως αλγεινόν ταύτης, αι μισθωτοί θρηνωδοί, τα μη κοπάζοντα μίση, όλα συγκεντρωμένα πέριξ του απαισίου έργου του θανάτου, επήλθον τόσον ισχυρώς εις το πνεύμα Του, ώστε, καίτοι εγίνωσκεν ότι έβαινε διά ν' αναστήση τον νεκρόν, «πάλιν εμβριμώμενος εν Εαυτώ» και ταραττόμενος έφθασεν εις το μνημείον. Ήτο δε, ως πολλά εκ των Ιουδαϊκών, είδος άντρου σκεπασμένου με πέτραν εις την είσοδον.
Το χωρίον, η Βηθανία, καλείται σήμερον Ελαζαριέ, κατά παραφθοράν του ονόματος του Λαζάρου, και εις παντοτεινήν ανάμνησιν του θαύματος. Δεικνύεται δε και έν σπήλαιον ως το μνημείον του Λαζάρου.
Ο Ιησούς διέταξε ν' αφαιρέσωσι τον λίθον από το στόμιον του μνημείου. Τότε επενέβη η Μάρθα. «Κύριε, τεταρταίος εστι, και ήδη όζει». Επισήμως ο Ιησούς υπέμνησε την ιδίαν υπόσχεσίν Του, και αφηρέθη ο λίθος από του μνήματος. Εκείνος έστη παρά την θύραν του μνημείου, και οι άλλοι έστησαν ολίγον απωτέρω, τους οφθαλμούς έχοντες προσηλωμένους επί το σκοτεινόν και σιγηλόν κοίλωμα. Ρίγος έπεσεν επί πάντας αυτούς καθώς ο Ιησούς ύψωσε τους οφθαλμούς, και ευχαρίστησε τω Θεώ επί τη επικειμένη κυρώσει της δεήσεώς Του. Και τότε, υψώσας εις τους καθαρωτάτους τόνους την φωνήν εκείνην της φοβεράς εξουσίας, και εκφέρων, ως σύνηθες παρ' αυτώ εις τοιαύτην ευκαιρίαν, τας συντομωτάτας φράσεις, έκραξε:
&«Λάζαρε, δεύρο έξω!»&
Οι λόγοι ούτοι διεπέρασαν και πάλιν διά φοβερού παλμού την χώραν του ανεξερευνήτου σκότους, το οποίον μας χωρίζει από τον κόσμον τον μέλλοντα· και μόλις τους είχεν εκφέρει, όταν, ως φάσμα ζων, άπιστον θέαμα, πιστόν άκουσμα, γεγονός παράδοξον και καταπληκτικόν, εξήλθε μία μορφή, λευκή, σπαργανωμένη, κειρίαις δεδεμένη, φέρουσα το σουδάριον περί την κεφαλήν, δεσμία τας χείρας και τους πόδας, πλην όχι πελιδνή, όχι φρικώδης· η μορφή ενός νέου με το υγιές αίμα κυκλοφορούν εις τας φλέβας, προωρισμένου να ζήση τριάκοντα έτη εισέτι, διά να είνε ζων μαρτύριον της παντοδυναμίας Εκείνου όστις μετά μίαν εβδομάδα έμελλε να σταυρωθή υπό των απίστων.
Ας επίσχωμεν μικρόν εδώ διά ν' απαντήσωμεν εις το φυσικόν άλλως ερώτημα περί της σιωπής των Συνοπτιστών ως προς το μέγα τούτο θαύμα.
Διά να πραγματευθή το υποκείμενον εις το πλήρες έπρεπε να γράψη μακράν πραγματείαν περί της συστάσεως και κατασκευής των Ευαγγελίων, και πάλιν οι πολέμιοι δεν θα έπαυον να προβάλλωσι νέας εκάστοτε ενστάσεις κατά της γνησιότητος και της αξιοπιστίας των. Τα Ευαγγέλια είνε, εξ αυτής της φύσεως των, ωμολογημένως αποσπασματικά, και δύναται ως βέβαιον να θεωρηθή ότι τα τρία πρώτα ηρανίσθησαν κατά το πλείστον εκ κυκλοφορούσης προφορικής παραδόσεως, ή εβασίσθησαν επί ενός ή δύο αρχικών εγγράφων. Οι Συνοπτισταί σχεδόν περιορίζονται εις το εν τη Γαλιλαία, ο δε Ιωάννης εις το εν τη Ιουδαία κήρυγμα, καίτοι οι πρώτοι διαρρήδην μνημονεύουσι και προϋποθέτουσι εν Ιερουσαλήμ κήρυγμα, και ο Ιωάννης το εν Γαλιλαία. Ουδέ είς εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών επαγγέλλεται ότι θα δώση πλήρη και λεπτομερή έκθεσιν, ή και κατάλογον, των παραβολών, ομιλιών, και θαυμάτων του Ιησού· ουδέ ήτο αντικείμενον τινός εξ αυτών το να γράψη πλήρη αφήγησιν των τριών και ημίσεως ετών του δημοσίου βίου Του. Έκαστος τούτων αναφέρει τα συμβάντα όσα ήρχοντο εντός του ιδίου σχεδίου του, και ήσαν άριστα γνωστά εις αυτόν ή εξ αυτοψίας, ή εκ μεμονωμένων γραπτών εκθέσεων, ή εκ στοματικής παραδόσεως· και έκαστος αυτών λέγει αρκετά ώστε να δείξη ότι Εκείνος ήτο ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος, ο Σωτήρ του κόσμου. Λοιπόν, αφού η έγερσις του Λαζάρου δεν θα εφαίνετο εις αυτούς μεγαλειτέρα εξάσκησις θαυματουργού δυνάμεως ή άλλαι τας οποίας διηγήθησαν (αφού, ως ελέχθη, δεν είχεν εφευρεθή τότε σημειόμετρον προς εξέλεγξιν του σχετικού μεγέθους των θαυμάτων), και αφού το θαύμα τούτο συνέβη εν τη Ιουδαία, δεν φαίνεται το παράπαν πλέον ανεξήγητον διότι παρέλιπον τούτο, ή όσον θα εφαίνετο διότι παρέλιπον το θαύμα της Κολυμβήθρας Βηθεσδά, ή την διάνοιξιν των οφθαλμών του τυφλού γεννηθέντος. Αλλά περιπλέον τούτου, ανευρίσκομεν παρά τοις Συνοπτισταίς ιδιάζουσαν σιωπήν περί της οικογενείας της εν Βηθανία. Η οικία εν ή λαμβάνουσι προέχουσαν θέσιν καλείται «η οικία Σίμωνος του Λεπρού». Η Μαρία καλείται απλώς γυνή τις υπό του Ματθαίου και του Μάρκου, και ο Λουκάς αρκείται ονομάζων την Βηθανίαν κ ώ μ η ν τ ι ν ά, καίτοι εγνώριζεν, ως αλλαχού του κειμένου του φαίνεται, το όνομα. Υπάρχουσιν άρα ισχυροί λόγοι όπως εικάσωμεν ότι, όταν εφάνη η πρώτη σύνοψις του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, και όταν συνελέχθησαν τα υπομνήματα ων εγένετο χρήσις υπό των δύο άλλων Συνοπτιστών, δυνατόν να υπήρχον ιδιαίτεροι λόγοι όπως μη αναγραφή έν θαύμα το οποίον θα εφερεν εις επικίνδυνον περιφάνειαν ένα άνθρωπον όστις ήτο ακόμη ζων, αλλά τον οποίον οι Ιουδαίοι είχον ζητήσει να θανατώσουν (ως διηγείται ο Ιωάννης) ως μάρτυρα της θαυματουργού δυνάμεως του Χριστού. Και αν δε ο κίνδυνος ούτος είχε παρέλθη, αλγεινόν θα ήτο εις την φιλήσυχον οικογένειαν της Βηθανίας το να γείνη η εστία ανευλαβούς περιεργίας, και να εξετάζηται περί των κρυπτών εκείνων πραγμάτων τα οποία ουδείς ποτε είχεν αποκαλύψει. Κάτι φαίνεται άρα ότι εσφράγισε τα χείλη των Ευαγγελιστών εκείνων, το δε πρόσκομμα τούτο είχεν εκλίπη πλέον όταν το Ευαγγέλιον του Ιωάννου είδε το φως.
«Ει Μωσέως και των Προφητών ουκ ήκουσαν — τοιαύτη ήτο η απάντησις του Αβραάμ προς τον Πλούσιον εν τη παραβολή — ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή (και ούτος προσέτι Λάζαρος!) πεισθήσονται». Και ούτω συνέβη. Υπήρξαν πολλοί μάρτυρες του θαύματος τούτου οίτινες επίστευσαν όταν το είδαν, αλλ' υπήρξαν άλλοι οίτινες έσπευσαν μόνον να φέρωσιν οργίλην και ταραχώδη την είδησιν τούτου προς το Συνέδριον εις Ιερουσαλήμ.
Το Συνέδριον συνήλθεν εν πνεύματι μίσους και αμηχανίας. «Τι ποιούμεν, ότι ο Άνθρωπος ούτος πολλά σημεία ποιεί;» Δεν ηδύνατο ν' αρνηθώσι το θαύμα· δεν ήθελον να πιστεύσωσιν εις Εκείνον όστις το έπραξεν. Εφοβούντο μόνον την αύξουσαν επιρροήν Του, και εσυμπέραινον ότι θα την μετεχειρίζετο διά να γείνη βασιλεύς, και θα επροκάλει την Ρωμαϊκήν επέμβασιν, και την εκμηδένισίν των ως έθνους. «Και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών την πόλιν και το έθνος». Και καθώς μάτην ελύσσων εις βουλάς ανισχύρους, ο Ιωσήφ ο Καϊάφας ηγέρθη ν' απευθύνη αυτοίς τον λόγον. Ούτος είχε λάβη την αστικήν αρχιερατείαν από τας χείρας των Ρωμαίων, και συνεμερίζετο την εξουσίαν και τας τιμάς μετά του Άννα ή Χανάν του πενθερού του, από τον οποίον οι Ρωμαίοι είχον αφαιρέσει την αρχιερατείαν, αλλά τον οποίον οι αυστηρότεροι Ιουδαίοι εθεώρουν ως τον αληθή αρχιερέα. Ο Καϊάφας εντοσούτω ήτο κατ' εκείνον τον χρόνον ονόματι και κατ' επίφασιν μέγας αρχιερεύς. Ως τοιούτος υπετίθετο ότι είχε το χάρισμα εκείνο της προφητείας, το οποίον ακόμη επιστεύετο ότι εσώζετο αμυδρόν εις τους απογόνους του Ααρών. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει «αρχιερεύς του ενιαυτού εκείνου», επειδή ούτω είχε καταντήσει η αρχιερατεία εις τας ημέρας εκείνας, ο δε Καϊάφας την είχε λάβη διά δωροδοκίας από τους Ρωμαίους. Ηγέρθη και είπεν ότι συμφέρει να θυσιασθή είς υπέρ του λαού, ένοχος ή αθώος, αδιάφορον, οι δε Φαρισαίοι και οι πρεσβύτεροι εδέχθησαν αδιστάκτως την φωνήν εκείνην της ασυνειδήτου προφητείας. Και δεχθέντες αυτήν, επλήρουν μέχρι στεφάνης την κύλικα της ιδίας ανομίας των, και εγίνοντο ένοχοι του εγκλήματος, το οποίον επέσυρε κατά των κεφαλών των αυτήν την καταστροφήν την οποίαν εζήτουν ν' αποσοβήσωσιν. Ήτο η λατρεία εκείνη του Μολώχ με τας ανθρωποθυσίας της, το πάλαι με τας προφητοκτονίας και νυν με την θεοκτονίαν, — ήτις, ως εις τας ημέρας του Μανασσή, τους κατεδίκαζεν εις άλλην και τρομερωτέραν καταστροφήν. Υπήρξάν τινες εντούτοις οίτινες δεν ευρέθησαν εις το Όρος εκείνο της Κακής Βουλής (το όνομα τούτο δίδεται μέχρι της σήμερον εν Ιεροσολύμοις εις την θέσιν όπου, κατά την παράδοσιν, ήτο η οικία του Καϊάφα), ή και αν ήσαν παρόντες δεν συγκατένευσαν εις την ψυχήν αυτών· αλλ' από της ημέρας εκείνης η μυστική έγκρισις εξεδόθη ότι ο Ιησούς έπρεπε να θανατωθή. Από τούδε έζη μόνον με αμοιβήν επικηρυγμένην επί της κεφαλής Του.
Και η έγκρισις αύτη, όσον μυστική και αν ήτο αρχήθεν, εν ακαρεί εγένετο γνωστή. Ο Ιησούς εγνώριζε ταύτην. Και κατά τας τελευταίας ημέρας της επιγείου παρουσίας Του, μέχρις ου έλθη το Πάσχα, εν ώ προυτίθετο να θυσιάση την ζωήν Του, απεσύρθη εν κρυπτώ εις μικράν αφανή πόλιν εγγύς της ερήμου, καλουμένην Εφραΐμ. Εκεί, ασφαλής από όλας τας μηχανορραφίας των εχθρών Του, διήγαγε τας τελευταίας ημέρας Του μετά των μαθητών Του, διδάσκων αυτούς το μέγα έργον του πνευματικού θερισμού και της ψυχοσωτηρίου αλιείας την οποίαν έμελλον να εξασκήσωσιν εν μέσω των εθνών. Ουδείς ή ολίγοι εκτός της πιστής ταύτης χορείας εγνώριζον την κρύπτην Του· διότι οι Φαρισαίοι, όταν ευρέθησαν ανίκανοι να κρύψωσι τα σχέδιά των, εδημοσίευσαν διαταγήν ότι πας όστις εγνώριζε πού ήτο Εκείνος, ώφειλε να το αποκαλύψη, ότι ηδύναντο να Τον συλλάβωσιν εν ανάγκη διά της βίας και εκτελέσωσι την ληφθείσαν απόφασιν. Πλην μέχρι τούδε το δέλεαρ δεν έσχεν αποτέλεσμα. Είνε δε αμφίβολον αν η τιμωρία η μελετωμένη κατά του Ιησού δεν εσκοπείτο να εκτελεσθή κατά τρόπον μυστικώτερον και συνοπτικώτερον, φέροντα μάλλον την όψιν βιαίας δολοφονίας παρά δικαστικής εκτελέσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΗ'.
Ιεριχώ και Βηβανία
Ο Ιησούς καθ' οδόν. — Αποκάλυψις περί του φρικτού Τέλους. — Οι υιοί του Ζεβεδαίου. — Το ποτήριον και το Βάπτισμα. — Ιεριχώ. — Ο Βαρτίμαιος. — Ο Ζακχαίος. — Η μετάνοια του. — Η Παραβολή των Ταλάντων. — Εις Βηθανίαν. — «Σίμων ο Λεπρός». — Η αποσιώπησις των Συνοπτιστών. — Η προσφορά της Μαρίας. — Η λύσσα του Ιούδα. — Ευλογία της Μαρίας υπό του Ιησού. — «Εις το ενταφιάσαι με εποίησε». — Συμβούλιον του Προδότου μετά των Ιερέων.
Από της κωνοειδούς κορυφής του Εφραΐμ ηδύνατο ο Ιησούς να βλέπη τας συνοδίας των προσκυνητών, καθώς, επί τη προσεγγίσει του Πάσχα, ήρχισαν να κατέρχωνται την κοιλάδα του Ιορδάνου προς την Ιερουσαλήμ, όπως καθαρισθώσιν από παντός σπίλου και ρύπου προ της ενάρξεως της μεγάλης εορτής. Ο καιρός ήλθε δι' αυτόν να καταλίπη την κρύπτην Του, και κατέβη από της κορυφής του Εφραΐμ εις την μεγάλην οδόν, όπως συναντήση την μεγάλην συνοδίαν των Γαλιλαίων προσκυνητών.
Και καθώς έστρεψε τα νώτα προς την πολίχνην, και ήρχισε την τελευταίαν πορείαν Του εις Ιεροσόλυμα, προφητική σεμνότης και έξαρσις ψυχής, παλαίουσα με την φυσικήν αγωνίαν της σαρκός, διεπέρασεν όλην την ύπαρξίν Του, και έδωκε νέον και παράδοξον μεγαλείον εις πάσαν κίνησιν και εις παν βλέμμα Του. Ήτο η Μεταμόρφωσις της Αυτοθυσίας· και καθώς η προτέρα εκείνη Μεταμόρφωσις της Δόξης, ενέπλησε τους ιδόντας αυτήν εκπλήξεως και τρόμου, τον οποίον δεν ηδύναντο να εξηγήσωσιν. Ολίγαι υπάρχουσιν εν τοις Ευαγγελίοις εικόνες καταπληκτικώτεραι ή αύτη, ότε ο Ιησούς απέρχεται εις τον θάνατόν Του, και βαδίζει μόνος ανά την οδόν εις την βαθείαν κοιλάδα, ενώ όπισθέν Του εν εμφόβω ευλαβεία και μετά μεμιγμένων προβλέψεων φόβου και ελπίδος, με τους οφθαλμούς προσηλωμένους επ' Αυτόν, καθώς με κεκυφυίαν κεφαλήν προεπορεύετο αυτών εν όλω τω μεγαλείω της λύπης, ηκολούθουν οι μαθηταί και δεν ετόλμων να διαταράξωσι τας μελέτας Του. Αλλά τέλος εσταμάτησε και τους εκάλεσε προς Εαυτόν, και τότε πάλιν, διά τρίτην φοράν, μετά πληρεστέρων, σαφεστέρων, τρομερωτέρων λεπτομερειών ή άλλοτε, είπεν αυτοίς ότι θα παραδοθή εις τους Ιερείς και Γραμματείς· ότι θα καταδικασθή υπ' αυτών, είτα θα παραδοθή εις τα Έθνη· ότι υπό των Εθνών θα εμπαιχθή, θα μαστιγωθή, και (τώρα διά πρώτην φοράν εφανέρωσεν αυτοίς άνευ περιφράσεως το έπακρον της φρικώδους ατιμίας) θ α σ τ α υ ρ ω θ ή· και ότι τη τρίτη ημέρα θ’ αναστή πάλιν. Αλλ' αι καρδίαι των ήσαν πλήρεις ελπίδων περί της δόξης του Μεσίου· ήσαν τόσον προκατειλημμένοι με την πεποίθησιν ότι τώρα η βασιλεία του Θεού έμελλε να έλθη εν όλη αυτής τη λαμπρότητι, ώστε η προφητεία παρήλθε δι' αυτούς ως κενός ήχος· δεν ηδύναντο ουδέ ήθελον να εννοήσωσι.
Δεν δύναται να υπάρξη εκπληκτικώτερον σχόλιον περί της ανικανότητός των εις το νοήσαι το τι έλεγεν αυτοίς ο Ιησούς ή το γεγονός ότι, μικρώ ύστερον, και κατά την αυτήν οδοιπορίαν, επήλθεν η πλέον άκαιρος και ουδέν το πνευματικόν έχουσα απαίτησις την οποίαν αναγράφουν οι Ευαγγελισταί. Με ήθος μυστικότητος και εχεμυθίας, η Σαλώμη, μία των διακονουσών τω Χριστώ, μετά των δύο υιών της Ιακώβου και Ιωάννου, οίτινες ήσαν εκ των μάλλον προεχόντων Αποστόλων Του, ήλθον προς Αυτόν μετά προσκυνήσεων, και Τον ικέτευον να τους υποσχεθή μίαν εύνοιαν. Ηρώτησε ποίον το αίτημά των· και τότε η μήτηρ, ομιλούσα διά τους θερμοκαρδίους και φιλοδόξους υιούς της, Τον παρεκάλεσεν ίνα εν τη βασιλεία Του ούτοι καθίσωσιν ο είς εκ δεξιών Του και ο έτερος εξ ευωνύμων Του. Ο Ιησούς υπέφερε πραέως την ιδιοτέλειαν ταύτην και την πλάνην των. Εζήτουν εν τη τυφλώσει των την θέσιν εκείνην, την οποίαν, ολίγας ημέρας ύστερον έμελλον να ίδωσι κατεχομένην εν αισχύνη και αγωνία υπό των δύο εσταυρωμένων ληστών! Αι φαντασίαι των εβασανίζοντο από δώδεκα θρόνους. Αι σκέψεις Του ήσαν περί τριών σταυρών. Εκείνοι ονειροπόλουν επίγεια στέμματα. Αυτός τοις είπε περί Ποτηρίου πικρίας και περί Βαπτίσματος εν αίματι, «Δύνασθε πιείν το ποτήριον ό εγώ πίνω, και βαπτισθήναι το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι;» Εννοούντες ίσως καλλίτερον τώρα, τολμηρώς απήντησαν «Δυνάμεθα»· και τότε τους είπεν έτι τούτο και μέλλουσι να πράξωσιν, αλλά το να καθίσωσιν εκ δεξιών και εξ αριστερών Του ανήκεν εις εκείνους εις ους ητοιμάσθη υπό του Ουρανίου Πατρός Του. Ο θρόνος, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, είναι των πόνων έπαθλον, ουκ επιθυμίας δώρον· δικαιοσύνης γέρας, ουκ αιτήσεως χάρισμα.
Οι δέκα, όταν έμαθον περί Του συμβάντος φυσικά ηγανάκτησαν κατά της λαθραίας ταύτης αποπείρας των δύο αδελφών, όπως τύχωσι δι' εαυτούς ασφαλών πρωτείων, εις την οποίαν προέβησαν χωρίς μηδέ να υποπτεύωσιν ότι τα πρωτεία ταύτα τα οποία εζήτουν θα ήσαν διά τον μεν τα πρεσβεία εν τω μαρτυρίω, διά τον δε παράτασις κακοπαθείας εν τω προσκαίρω κόσμω. Τούτο θ’ απεκαλύπτετο εν καιρώ προς αυτούς, πλην και τώρα ο Ιησούς συνεκάλεσε πάντας, και τους εδίδαξε, καθώς τοσάκις τους είχε διδάξει, ότι η υψίστη τιμή επιτυγχάνεται διά της βαθυτάτης ταπεινώσεως. Όστις ήθελε να είνε μέγας μεταξύ αυτών ώφειλε να είνε πάντων διάκονος· όστις ήθελε να είνε πρώτος, έπρεπε να είνε δούλος. Οι δοκούντες άρχειν των εθνών, κατακυριεύουσιν αυτών, και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται. Ουχ ούτω δε έσται ημίν, τοις εμοίς μαθηταίς, ότι πτωχός θέλων υπάρχω. Εν τη βασιλεία των ουρανών ο δεσπότης πάντων οφείλει να είνε πάντων διάκονος, όπως και ο Υψιστος Δεσπότης κατανάλωσε την ζωήν Του εις τα ταπεινότερα διακονήματα, και ήτο έτοιμος να δώση αυτήν λύτρον αντί πολλών.
Καθώς επροχώρουν προς την Ιεριχώ, το πλήθος των προσκυνητών, εγίνετο επί μάλλον πυκνότερον περί Αυτόν. Έφθασαν κατά την 7 ή 8 του εβραϊκού μηνός Νισάν (Μαρτίου) εις τα περίχωρα της περιωνύμου ταύτης πόλεως, ήτις είνε τανύν άθλιον αραβικόν χωρίον, πλην ήτο τότε ακμαία και πολυάνθρωπος πόλις, κειμένη επί χλοεράς οάσεως, πλουσία μέλιτος και μελισσοβοτάνου και μυροβαλάνου, και αμφιλαφής και δροσοστάλακτος. Πλησίον εκεί που της πόλεως εκάθητο Βαρτίμαιος ο τυφλός, ο υιός του Τιμαίου, επαιτών μετά τινος συντρόφου της δυστυχίας του, και καθώς ήκουσαν τον θόρυβον του πλήθους του διερχομένου, και ερωτήσαντες έμαθον ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται, έκραξαν μεγάλη τη φωνή, «Ιησού, υιέ Δαυίδ, ελέησον ημάς»· Το πλήθος απεδοκίμασε την κραυγήν ταύτην ως αναξίαν της μεγαλειότητος Εκείνου όστις έμελλε τανύν να εισέλθη εις Ιερουσαλήμ ως ο Μεσσίας του έθνους Του. Αλλ' ο Ιησούς ήκουσε την κραυγήν και η καρδία του συνεκινήθη. Εστάθη ακίνητος, και διέταξε να τους καλέσωσι πλησίον Του. Το πλήθος τότε είπε προς τον Βαρτίμαιον: «Θάρσει, έγειραι, φωνεί σε», εκείνος δε απέρριψε τον επενδύτην του, ανεπήδησε, και ωδηγήθη προς τον Ιησούν. «Τι θέλεις ποιήσω σοι;» τον ηρώτησεν ο Σωτήρ «Ραββουνί, ίνα αναβλέψω». «Πορεύου, η πίστις σου σέσωκέ σε». Έψαυσε τους οφθαλμούς αυτού και του συντρόφου του, και με υγιείς οφθαλμούς ηκολούθησαν μετά του πλήθους δοξάζοντες τον Θεόν.
Ήτο αναγκαίον ν' αναπαυθώσιν εν Ιεριχώ πριν εισέλθωσιν εις την βραχώδη και επισφαλή εκείνην φάραγγα, και απετέλει συνεχή ανωφέρειαν έξ ωρών έως της Ιερουσαλήμ, από 600 μέχρι τρισχιλίων ποδών υπεράνω της επιφανείας της Μεσογείου. Αι δύο πλέον ευδιάκριτοι τάξεις της Ιεριχώ ήσαν ιερείς και τελώναι· και επειδή ήτο ιερατική πόλις, ευλόγως έπρεπε να προσδοκάται ότι ο Βασιλεύς, ο υιός του Δαυίδ, ο διάδοχος του Μωυσέως, θα ετύγχανεν υποδοχής εν τη οικία απογόνου τινός του Ααρών. Αλλ' ο τόπος ένθα ο Ιησούς προείλετο να λάβη αναψυχήν απεφασίσθη υπό άλλων περιστάσεων. Υπήρχεν εν τη πόλει ολόκληρον σμήνος τελωνών, οίτινες είχον εγκατασταθή εκεί χάριν της εισπράξεως του φόρου έκ τινος είδους βαλσάμου παραγομένου εν τω τόπω, και προς διακανονισμόν της εισαγωγής και εξαγωγής μεταξύ της ρωμαϊκής επαρχίας και των κτήσεων του Ηρώδου του Αντίπα. Είς εκ τούτων, αρχιτελώνης, ήτο ανήρ ονόματι Ζακχαίος (υποκοριστικόν του «Ζαχαρίας»), διπλασίως μισητός εις τον λαόν, και διότι ήτο Ιουδαίος, και διότι εξετέλει τα χρέη του τόσον πλησίον της Αγίας Πόλεως. Ο άνθρωπος ούτος είχε βαθείαν επιθυμίαν να ίδη με τους οφθαλμούς του ποίος τις ήτο ο Ιησούς· αλλ' επειδή ήτο μικρός το ανάστημα, δεν ηδύνατο εντός του συνωθισμού του πλήθους να τον ίδη. Έτρεξε λοιπόν εμπρός, καθώς ο Ιησούς διήρχετο διά της πόλεως, και ανέβη εις έν δένδρον συκομορέας το οποίον εσκίαζε την οδόν, υπό το δένδρον τούτο ο Ιησούς θα διέβαινε, και ο τελώνης θα είχε καιρόν να ίδη καλώς Εκείνον όστις, μόνος εν τω έθνει Του, ου μόνον δεν εδείκνυε τυφλόν και φανατικόν μίσος κατά της τάξεως των τελωνών, αλλ' είχεν εύρη μεταξύ των τελωνών ακροατάς απλήστους, και είχεν ανυψώσει ένα τούτων εις τάξιν Αποστόλου. Ο Ζακχαίος Τον είδε καθώς επλησίαζε, και πόσον πρέπει να έπαλεν η καρδία του εκ χαράς και ευγνωμοσύνης, όταν ο Μέγας Προφήτης, ο ωμολογημένος Μεσσίας του έθνους του, εστάθη υπό το δένδρον, ανέβλεψε, και καλέσας αυτόν ονομαστί, είπε: «Ζακχαίε, κατάβηθι· σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι». Ο Ζακχαίος έμελλεν ου μόνον να Τον ίδη, αλλ' εκείνος ήθελε να έλθη και να δειπνήση μετ' αυτού, και να μείνη παρ' αυτώ· ο ένδοξος Μεσσίας ξένος του μισητού τελώνου! Μετ' ανυποκρίτου χαράς επήδησεν ο Ζακχαίος από τους κλώνους της συκομορέας, και έδειξε την οδόν εις την οικίαν του. Αλλ' οι γογγυσμοί του πλήθους υπήρξαν βαθείς και ομόθυμοι. Δεν θα ήτο πολύ σεμνοπρεπέστερον δι' Αυτόν να καταλύση είς τινα ιερέως οικίαν, αφού ήσαν τόσοι ιερείς εν Ιερεχώ, όσοι και εν Ιερουσαλήμ, ή εις την οικίαν του τελώνου; Ή αν οι ιερείς ήσαν απεχθείς προς Αυτόν, όπως συνήθως είνε προς πάντα μέγαν προφήτην και αληθή μεταρρυθμιστήν, δεν εξέλεγε τουλάχιστον κανέν ευπόληπτον πρόσωπον διά να Τον φιλοξενήση; Ο Βασιλεύς, εν τω μέσω των περιπαθών οπαδών Του, να καταλύση εις την οικίαν ανθρώπου του οποίου αυτό το επάγγελμα ήτο σύμβολον της εθνικής ταπεινώσεως και της ρωμαϊκής δεσποτείας! Αλλά το ευμενές βλέμμα και το χαριτόβρυτον ρήμα του Ιησού ήξιζον διά τον Ζακχαίον περισσότερον ή όλοι οι μορμυρισμοί και αι ύβρεις του πλήθους. Ο Τελώνης ησθάνθη βαθύτατα την τιμήν την οποίαν του έκαμεν ο Μεσσίας, και εφιλοτιμήθη να φανή, κατά το δυνατόν, άξιος αυτής. Σταθείς δε εν τω μέσω του πλήθους είπεν, ουχί προς αυτούς, οίτινες τον περιεφρόνουν, αλλά προς Εκείνον, όστις είχε συγκαταβή προς αυτόν: «Ιδού, το ήμισυ των αγαθών μου, Κύριε, δίδωμι πτωχοίς, και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν». Αύτη η μεγάλη θυσία, η δημοσία εξομολόγησις και δημοσία επανόρθωσις εδόθη ως ενέχυρον προς τον Κύριόν του ότι η χάρις Του επί ματαίω δεν έγεινεν. Ούτω η αγάπη ήνοιξε δι' απλής επιψαύσεως τας ογκουμένας εκείνας πηγάς της μετανοίας, τας οποίας η καταφρόνησις θα ετήρει κλειστάς διά πάντοτε! Ουδέν συμβεβηκός της θριαμβευτικής πορείας Του ηδύνατο να δώση εις τον Κύριόν μας βαθυτέραν και αγιωτέραν χαράν. Δεν ήτο η αποστολή Του να ζητήση και να σώση το απολωλός; Τότε είπε: «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω γέγονε, επειδή και ούτος (κατά πνευματικήν έννοιαν) υιός Αβραάμ εστι».
Όπως δείξη αυτοίς πόσον σφαλεραί ήσαν αι προσδοκίαι υφ' ων εξήπτοντο νυν, πόσον πεπλανημέναι, φέρ' ειπείν, ήσαν αι αρχαί καθ' ας αρτίως είχον καταδικάσει αυτόν διότι εδέχθη την φιλοξενίαν του Ζακχαίου, ήρχισεν (ή κατά το δείπνον εν τη οικία του τελώνου, ή πιθανώτερον αφού πάλιν εξεκίνησεν) να τους διηγήται την παραβολήν των Ταλάντων. Δανισθείς συμβάντα τα οποία γνωστά είχε καταστήσει αυτοίς η ιστορία της Ηρωδιανής οικογενείας, διηγήθη πως άρχων τις όστις (καθώς Ηρώδης ο Αρχέλαος) είχεν αποδημήσει εις χώραν μακρινήν όπως λάβη έν βασίλειον, και είχε παραχωρήσει εις έκαστον των δούλων του έν ποσόν χρημάτων όπως το μεταχειρισθώσιν επωφελώς μέχρι της επανόδου Του· οι πολίται τον εμίσουν και έπεμψαν πρεσβείαν κατόπιν του όπως κατορθώσωσι την απόρριψίν του. Αλλά μεθ' όλον τούτο η βασιλεία του επεκυρώθη, και ήλθεν οπίσω διά να τιμωρήση τους εχθρούς του, και ανταμήψη τους δούλους του αναλόγως προς την πίστιν των. Είς άπιστος υπηρέτης, αντί να μεταχειρισθή το τάλαντον το δοθέν αυτώ, το είχε κρύψει, και το επέστρεψε μετ' αδίκου και υβριστικού παραπόνου περί της αυστηρότητος του κυρίου του. Ο άνθρωπος ούτος αφηρέθη το τάλαντον, και τούτο εδόθη εις τον αξιώτερον εκ των καλών και πιστών υπηρετών· ούτοι αντημείφθησαν μεγαλοπρεπώς, ενώ οι αποστατούντες πολίται προσήχθησαν και εσφάγησαν.
Η παραβολή, βασιζομένη εις τας ελαχίστας λεπτομερείας της επί των τρόπων των Ηρωδιανών ηγεμόνων, ήτο πολλαπλή την εφαρμογήν· υπεδείκνυε του Χριστού την προσεχή αποδημίαν από του κόσμου· την έχθραν ήτις έμελλε να Τον απορρίψη· το χρέος της πίστεως εις την χρήσιν παντός ό,τι Αυτός είχεν εμπιστευθή εις αυτούς· το αβέβαιον του χρόνου της επανόδου Του· την βεβαιότητα ότι, όταν επανέλθη, θα δοθώσι πανδήμως ευθύναι· την καταδίκην του οκνηρού· την λαμπράν αμοιβήν πάντων όσοι θα Τον υπηρετήσωσι καλώς· τον παντελή όλεθρον εκείνων οίτινες προσπαθούν ν' απορρίψωσι την εξουσίαν Του. Πιθανώς, καθώς έλεγε την παραβολήν ταύτην, η συνοδία είχε σταματήσει, και οι προσκυνηταί είχον συρρεύσει περί Αυτόν. Αφήσας αυτούς να μελετήσωσι περί της σημασίας της, και πάλιν προσήλθεν εις τα πρόσω μόνος επί κεφαλής της μακράς και θαυμαζούσης πομπής. Εκείνοι έμειναν ευλαβώς οπίσω, και Τον ηκολούθουν με πολλά βλέμματα φόβου καθώς βραδέως ανήρχετο την μακράν γυμνήν και απότομον φάραγγα, την άγουσαν από Ιεριχώ εις Ιερουσαλήμ.
Δεν διενοείτο να μείνη εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ, αλλ' επροτίμησεν ως συνήθως να σταματήση εις την αγαπητήν οικίαν της Βηθανίας. Εκεί έφθασε την εσπέραν της Παρασκευής, ογδόη του μηνός Νισάν, από κτίσεως Ρώμης έτει 780 (16 Μαρτίου μ. Χ. 33), έξ ημέρας προ του Πάσχα, και προ της δύσεως του ηλίου ήρχισαν αι Σαββατικαί ώραι. Ενταύθα έμελλε να χωρισθή από της μεγάλης συνοδίας των προσκυνητών, ων τινες θα μετέβαινον να τύχωσι της φιλοξενίας των φίλων των εν τη πόλει, και άλλοι, ως ποιούσι μέχρι της σήμερον, θα κατεσκεύαζον δι’ εαυτούς πρόχειρα στεγάσματα εν τη κοιλάδι των Κέδρων, και τας δυτικάς υπωρείας του Όρους των Ελαιών.
Η ημέρα του Σαββάτου παρήλθεν εν ησυχία και την εσπέραν δείπνον εποίησαν Αυτώ. Ο Ματθαίος και ο Μάρκος λέγουσι, μηστηριωδώς πως, ότι το συμπόσιον τούτο παρετέθη εν τη οικία Σίμωνος του Λεπρού. Ο Ιωάννης ουδέ μνείαν ποιείται Σίμωνος του Λεπρού, ονόματος το οποίον δεν απαντά αλλαχού· και είνε προφανές εκ της διηγήσεώς του ότι η οικογένεια της Βηθανίας ήσαν καθ’ όλου αι κεντρικαί μορφαί της δεξιώσεως ταύτης. Η Μάρθα φαίνεται να είχε την ολοσχερή εποπτείαν της εορτής, και ο εγερθείς εκ νεκρών Λάζαρος ήτο τόσον αντικείμενον περιεργείας όσον και ο Ιησούς. Εκεί όχλος πολύς συνέρρευσε διά να ίδη τον Λάζαρον. Το θαύμα το οποίον είχε γείνη προς χάριν του έκαμέ τινας να πιστεύσωσιν εις τον Ιησούν. Τούτο δε τόσον παρώργιζε το κρατούν κάμμα εν Ιερουσαλήμ, ώστε, εν τη απονενοημένη ανομία των, έστησαν πράγματι συμβούλιον περί του πώς ν' απαλλαγώσι του ζώντος μάρτυρος των υπερφυών δυνάμεων του Μεσσίου τον οποίον ηθέτουν. Η σιωπή του ονόματος του τε Λαζάρου της Μάρθας και της Μαρίας υπό των τριών Ευαγγελιστών, το ανώνυμον της Μαρίας («γυνή τις»), ο προσδιορισμός «εν τη οικία Σίμωνος του Λεπρού», όλα πείθουσαν ότι, δι' ους λόγους ανωτέρω είπομεν, οι πρωιμώτεροι Ευαγγελισταί σκοπίμως απεσιώπησαν το θαύμα της εγέρσεως του Λαζάρου, και φαίνεται ότι ο Σίμων ο Λεπρός θα ήτο ή ο τεθνεώς πατήρ των τριών αδελφών, ή, ώς τινες λέγουσιν, ο ποτέ σύζυγος της χηρευούσης Μάρθας, της και κληρονόμου της οικίας εκείνου. Ότι δε η οικία ήτο κυρίως της Μάρθας, φαίνεται εκ του κειμένου του Λουκά λέγοντος. «Γυνή τις ονόματι Μάρθα υπεδέξατο Αυτόν εις τον οίκον αυτής».
Όπως και αν έχη τούτο, η εορτή υπήρξεν αξιόλογος, όχι πρωτίστως λόγω του αριθμού των Ιουδαίων όσοι συνέρρευσαν εις ταύτην, διά να ίδωσι τον Προφήτην, τον εκ Ναζαρέτ και τον άνθρωπον τον οποίον εκ νεκρών είχεν αναστήσει, αλλ' ένεκα συμβάντος τινός το οποίον επήλθε, και τούτο υπήρξεν η άμεσος αρχή του σκοτεινού και φοβερού τέλους.
Διότι καθώς εκάθητο εκεί επί παρουσία του πολυαγαπήτου και σεσωσμένου αδελφού της, και του βαθύτερον ακόμη λατρευομένου Κυρίου της, η Μαρία δεν ηδυνήθη πλέον να συγκρατήση τα αισθήματά της. Δεν ησχολείτο όπως η αδελφή της εις την διακονίαν του δείπνου. (Παραβάλετε και πάλιν το «η Μάρθα διηκόνει» του Ιωάννου με το «η Μάρθα περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν» του Λουκά· και πας αμερόληπτος θα σκεφθή ότι η αποσιώπησις του θαύματος υπό του δευτέρου είνε πολύ ισχυροτέρα προσεπικύρωσις της διηγήσεως του πρώτου), αλλ' εκάθητο και εσκέπτετο και εμελέτα, και το πυρ της πίστεως και της στοργής της έκαιε, και ησθάνθη εαυτήν βιαζομένην προς εξωτερικόν τι σημείον της αγάπης, της ευγνωμοσύνης, της λατρείας της. (11) Όθεν ηγέρθη και έλαβεν «αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς» (το δώρον ήτο βασιλικόν, και αποδεικνύει το εύπορον της οικογενείας· μέχρι δε των ημερών εκείνων, και έως της εποχής του Όθωνος και του Νέρωνος, άγνωστον και ανήκουστον ήτο το να χρίσωσι με μύρον τους πόδας και του κραταιοτέρου μονάρχου) και ήλθεν όπισθεν του Ιησού, και ήρχισε να καταχέη αφειδώς το μύρον επί της κεφαλής Του, είτα επί των ποδών Του, και είτα, αδιάφορος προς πάσαν άλλην παρουσίαν πλην της ιδικής Του, εσπόγγισε τους πόδας εκείνους με τους μακρούς βοστρύχους της κόμης της, ενώ όλη η οικία επλήσθη από την άρρητον ευωδίαν. Ήτο πράξις αφωσιωμένης θυσίας, εκλεκτοτάτης καρδίας και προαιρέσεως· και οι πτωχοί Γαλιλαίοι, οίτινες ηκολούθουν τον Ιησούν, τόσον ασυνείθιστοι προς πάσαν πολυτέλειαν, κατανοούντος το πολύτιμον και σπάνιον του δώρου, ευλόγως ηδύναντο να εκπλαγώσιν ότι όλον αφιερώθη εις την πλουσίαν αβρότητα μιας στιγμής. Ουδείς άλλος ή ο πνευματικώτερος την καρδίαν εκ των εκεί παρόντων θα ηδύνατο να αισθανθή ότι το αβρόν άρωμα το οποίον διέπνευσεν όλην την οικίαν δυνατόν να ήτο εις τον Θεόν οσμή ευωδίας πνευματικής· και ότι τούτο ήτο ασυγκρίτως μικρότερον ή ώστε ν' ανταποκριθή προς το αξίωμα Εκείνου προς ον η δωρεά εγίνετο.
Αλλ' υπήρχεν είς παρών δι' ον εκ παντός λόγου η πράξις ήτο μισητή και απεχθής. Δεν υπάρχει κακία άμα τόσον απορροφητική, τόσον άλογος, και τόσον ευτελής όσον η φιλαργυρία, και η φιλαργυρία ήτο το δεσπόζον αμάρτημα εις την σκοτεινήν ψυχήν του προδότου Ιούδα. Η αποτυχία εις το παλαίειν προς τους ιδίους πειρασμούς του, η ψεύσις πάσης προσδοκίας ήτις το πρώτον τον είχεν ελκύσει προς τον Ιησούν η αφόρητος ταπείνωσις η προσγενομένη εις όλον το είναι του διά της αντιθέσεως εκ της καθ' ημέραν αναστροφής προς την άσπιλον καθαρότητα, η βαθυτέρα σκοτία την οποίαν δεν ηδύνατο ειμή να αισθάνεται ότι η ενοχή του έρριπτε αναμέσον των διαβημάτων του, ένεκα του φλέγοντος ηλικού φωτός, εν ώ από πολλών μηνών είχε περιπατήσει, η αίσθησις προσέτι ότι ο οφθαλμός του Διδασκάλου του, ίσως και τα όμματά τινων εκ των συναποστόλων του, είχον αναγνώσει ή ήρχιζον ήδη ν' αναγινώσκουσι τα κρύφια της καρδίας του· όλοι αυτοί οι λογισμοί είχον βαθυνθή κατ' ολίγον εντός της ψυχής του, και από ψυχρότητος και απαλλοτριόσεως έφθασαν να τραπώσιν εις ακόρεστον απέχθειαν και μίσος. Και το θέαμα της αφειδούς θυσίας της Μαρίας, η συνείδησις ότι ήτο τώρα πολύ αργά διά να βάλη το μέγα εκείνο ποσόν εις το γλωσσόκομον, η απλή κατοχή του οποίου, εκτός των ποσών όσα ηδύνατο να υποκλέπτη εξ αυτού, εθεράπευε την διά τον χρυσόν δίψαν του, ενέπλησεν αυτόν αηδίας και μωρίας. Είχε δαιμόνιον εις την καρδίαν του. Του εφάνη ως να τον είχον κλέψει ή να τον είχον ζημιώσει αυτόν προσωπικώς· ως να ήσαν τα χρήματα ιδικά του και να τον είχον αποστερήσει τούτων». Εις τι η απώλεια αύτη;» είπε μετ' αγανακτήσεως· και φευ! ποσάκις, δεν απήχησαν οι λόγοι του ούτοι· διότι παντού όπου υπάρχει πράξις λαμπράς τινος θυσίας, υπάρχει και Ιούδας τις έτοιμος να χλευάση και να γογγύση «Ηδύνατο το μύρον τούτο πραθήναι τριακοσίων δηναρίων και δοθήναι πτωχοίς»! Και μόλις διά το τρίτον του ποσού τούτου, ο υιός της α π ώ λ ε ι α ς (πρβλ. «εις τι η α π ώ λ ε ι α αύτη»·) ήτο έτοιμος να πωλήση τον Κύριόν του. Η Μαρία δεν το ενόμιζε τούτο αρκετόν διά ν' αλείψη του Χριστού τους πόδας· ο Ιούδας ενόμισε το τρίτον του ποσού τούτου ικανήν αμοιβήν όπως πωλήση την ζωήν Εκείνου.
Η μικρά αύτη νύξις περί του «δοθήναι πτωχοίς» είνε λίαν διδακτική. Ήτο πιθανώς ο πέπλος ον μετεχειρίσθη ο Ιούδας όπως ημιαποκρύψη και από τον εαυτόν του την βαναυσότητα των ιδίων αφορμών του, το ότι δηλ. ήτο κλέπτης εν μικροίς και πράγματι επεθύμει την επιστασίαν του αργυρίου τούτου επειδή θα τον καθίστα ικανόν ν' αυξήση το ίδιον κλοπιμαίον κεφάλαιόν του. Σπανίως αμαρτάνουσιν οι άνθρωποι εν πλήρει διαυγεία της αυτοσυνειδησίας των· συνήθως αποτυφλούνται διά ψευδών προφάσεων και επιπλάστων αφορμών· καίτοι δε ο Ιούδας δεν ηδυνήθη να κρύψη την χαμέρσειάν του από το διαυγέστερον όμμα του Ιωάννου, πιθανώς έκρυψεν αυτήν αφ' εαυτού διά της ιδέας ότι πράγματι διεμαρτύρετο εναντίον της αλογίστου σπατάλης και συνηγόρει υπέρ της ελεημοσύνης της αφιλοκερδούς.
Αλλ’ ο Ιησούς δεν επέτρεψε να διαδοθή το μίασμα του φθόνου και της μικρολογίας ταύτης, ουδέ ήθελε να επιτρέψη ώστε η Μαρία, ήτις ήτο ήδη το κέντρον της γενικής παρατηρήσεως ήτις την ελύπει και την ηνώχλει, να υποφέρη περισσότερον εκ της ευγενούς της πράξεως, όσω μάλλον το μικροπρεπές αίσθημα είχε μεταδοθή και είς τινας των απλοϊκωτέρων μεταξύ των μαθητών. «Τι ενοχλείτε την γυναίκα; είπεν· άφετε αυτήν καλόν έργον εργάσητε εις Εμέ· τους γαρ πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, Εμέ δε ου πάντοτε έχετε· βαλούσα γαρ το μύρον τούτο επί του σώματός Μου, εις το ενταφιάσαι Με εποίησε». Και προσέθηκε την πρόρρησιν — πρόρρησιν ήτις εξακολουθεί ακόμη μέχρι της σήμερον να πληρούται — ότι όπου ήθελε κηρυχθή το Ευαγγέλιον «λαληθήσεται και ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής».
«Εις το ενταφιάσαι Με» — σαφώς άρα η καταδίκη Του και ο ενταφιασμός του εγγύς επέκειντο. Και το ρήμα τούτο ήτο άλλη θανάσιμος πληγή κατά των ελπίδων των προσδοκώντων την επίγειον βασιλείαν του Μεσσίου. Ουδεμίαν εγκόσμιον αμοιβήν, ουδεμίαν προαγωγήν ή ανύψωσιν, ηδύναντο να περιμένωσιν οι οπαδοί Εκείνου όστις έμελλε τόσον ταχέως ν' αποθάνη. Δυνατόν να ενέβαλε και άλλην ορμήν απογοητεύσεως εις την ψυχήν του ληστρικού προδότου, όστις δημοσία απεδοκιμάσθη και εφιμώθη. Η απώλεια των χρημάτων, τα οποία θα ηδύναντο κατά φαντασίαν να είνε εις την ιδίαν διαχείρησίν του, έκαιεν εν αυτώ με πυρ προάγγελον του της Γεέννης· Δεν ήθελε ν' απολέση τα πάντα. Εν τη έχθρα και τη μανία και τη απογνώσει του, έφυγεν εκ της Βηθανίας την νύκτα εκείνην, και απήλθεν εις Ιερουσαλήμ, και εισήχθη εις τον θάλαμον του συμβουλίου των αρχιερέων εν τη οικία του Καϊάφα, και έλαβε την πρώτην εκείνην απαισίαν συνέντευξιν, καθ' ην διεπραγματεύθη προς αυτούς να πωλήση τον Κύριόν του. «Τι μοι θέλετε δούναι, καγώ υμίν παραδώσω Αυτόν;» Ποίαι και πόσαι πραγματείαι έγειναν, δεν γνωρίζομεν, ουδέ αν η αντιμέτωπος φιλαργυρία των ηνωμένων εκείνων εχθρών επάλαισε πριν αποφασίση την ευτελή τιμήν του αίματος. Εάν ούτως έχει, οι πανούργοι Ιουδαίοι αρχιερείς ενίκησαν τον αμαθή βλακοπόνηρον Ιούδαν. Διότι όλα όσα επρόσφεραν και όλα όσα εζύγισαν («έστησαν») ή εμέτρησαν προς αυτόν ήταν τριάκοντα αργύρια (ήτοι περί τας 4 χρυσάς λίρας του σημερινού νομίσματος), το ποσόν όσον θα ήρκει προς εξαγοράν του ευτελεστάτου «φυγάδος δούλου». Το ευτελές του ποσού φανερά δεικνύει ότι οι άρχοντες δεν εθεώρουν τας εκδουλεύσεις του Ιούδα ως απαραιτήτους· θα τους απήλλαττε μόνον από ενοχλήσεις και ενδεχομένην αιματοχυσίαν «άτερ όχλου», ως λέγει ο Ευαγγελιστής.
Αντί του αργυρίου τούτου ο Ιούδας έμελλε να πωλήση τον Διδάσκαλόν του, και πωλών Αυτόν, να πωλήση την ιδίαν ζωήν του, και να κερδήση την βδελυγμίαν του κόσμου επί γενεάς γενεών. Και ούτω κατά την τελευταίαν εβδομάδα της ιδίας του ζωής και της του Διδασκάλου του, ο Ιούδας επλανάτο άνω και κάτω με την πρόθεσιν του φόνου εις την σκοτεινήν και απεγνωσμένην καρδίαν του. Πλην έως τώρα ημέρα δεν είχεν ορισθή, και σχέδιον δεν είχε καταρτισθή· μόνον το τίμημα της προδοσίας επληρώθη· και φαίνεται ότι υπήρχε γενική πεποίθησις ότι δεν θα συνέφερε να προβώσιν εις την απόπειραν κατ' αυτήν την εορτήν («Έλεγον δε, μη εν τη εορτή») μήπως γείνη θόρυβος μεταξύ του πλήθους, όλων όσοι Τον ησπάζοντο, και ιδίως μεταξύ της πυκνής πληθύος των προσκυνητών των εκ της πατρίδος Του Γαλιλαίας. Επίστευον ότι πολλαί ευκαιρίαι θα ηδύναντο να παρουσιασθώσιν, ή εν Ιερουσαλήμ ή αλλαχού, ευθύς ως θα παρήρχετο το μέγα Πάσχα, και η Αγία Πόλις θα επανέπιπτεν εις την συνήθη γαλήνην της.
Και τα συμβάντα της επιούσης ήτο πιθανόν ότι θα έδιδον την εμφαντικωτάτην επιβεβαίωσιν εις την εγκόσμιον σοφίαν της ανόμου αποφάσεώς των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΘ'.
Η Βαϊοφόρος
Είσοδος εις Ιερουσαλήμ — Ο θρίαμβος. — «Ωσανά τω Υιώ Δαυίδ». — «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων». — Η Ιερουσαλήμ των ημερών εκείνων. — Ο Ιησούς κλαίει επί την πόλιν. — Τρομερά πλήρωσις της προφητείας Του. — Αγανάκτησις των Φαρισαίων. — «Τις εστιν ούτος;» — Ο Ιησούς και πάλιν αποκαθαίρει τον Ναόν. — Τα ωσαννά των παιδίων. — «Ουδέποτε ανέγνωτε;» — Οι Έλληνες οι θέλοντες να ίδωσι Τον Ιησούν. — Ομιλία του Ιησού. — Φωνή εξ ουρανού. — Εις το Όρος των Ελαιών.
«Επί όρους υψηλού ανάβηθι ο Ευαγγελιζόμενος Σιών· ύψωσον εν ισχύι την φωνήν Σου ο Κηρύσσων Ιερουσαλήμ». (Ησαΐας).
«Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρσυσε θύγατερ Ιερουσαλήμ· ότι ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεται σοι δίκαιος και σώζων. Αυτός πραΰς και επιβεβηκώς επί υποζύγιον και πώλον νέον». (Ζαχαρίας).
Φαίνεται ότι προϋπήρχε γενική εντύπωσις από τινος χρόνου ότι, μεθ' όλα όσα προσφάτως είχον συμβή, ο Ιησούς θα παρευρίσκετο εις την εορτήν του Πάσχα. Η πιθανότης τούτου δεν είχε παύσει να συζητήται μεταξύ του λαού, και η προσδοκωμένη άφιξις του προφήτου της Γαλιλαίας εθεωρείτο μετά μεγάλης περιεργείας και ενδιαφέροντος.
Όταν άρα γνωστόν κατέστη λίαν πρωί της μιας των Σαββάτων ότι κατά την ημέραν ταύτην Εκείνος βεβαίως θα εισήρχετο εις την Αγίαν Πόλιν, μεγίστη ήτο η έξαψις. Η είδησις θα διεδόθη υπό τινων των πολυαρίθμων Ιουδαίων οίτινες είχον επισκεφθή την Βηθανίαν κατά την προλαβούσαν εσπέραν, αφού η δύσις του ηλίου επέτρεψεν αυτοίς να υπερβώσι τα όρια της πορείας του Σαββάτου. Ούτω συνέβη ώστε πλήθος πολύ ήτο παρεσκευασμένον να υποδεχθή και προσαγορεύση τον Ελευθερωτήν τον εγείραντα τον τεθνεώτα.
Ο Ιησούς εξεκίνησε πεζός. Τρεις οδοί ήγον από Βηθανίας διά του Όρους των Ελαιών εις Ιεροσόλυμα. Μία τούτων διέρχεται διά της βορείας και της μεσαίας κορυφής του όρους· η άλλη ανέρχεται εις το υψηλότερον του βουνού, και κλίνει κάτω διά του νεωτέρου χωρίου Ελτούρ· η τρίτη, ήτις είνε και πάντοτε πρέπει να ήτο η κυρία οδός, διαθέει περί τα μεσημβρινά νώτα της κεντρώας μάζης του όρους, μεταξύ ταύτης και του «Όρους της Κακής Βουλής». Αι δύο πρώται είνε μάλλον ορειναί ατραποί ή οδοί, και επειδή ο Ιησούς συνωδεύετο υπό τοσούτων μαθητών, είνε πρόδηλον ότι θα έλαβε την τρίτην και ομαλωτέραν οδόν.
Διελθόντες υπό τους φοίνικας της Βηθανίας, επλησίασαν εις τους συκεώνας του Βηθφαγή, μικρού προαστείου μεσημβρινώς και αντικρύ της Βηθανίας. Εις το χωρίον τούτο, ή εις άλλο εγγύς, ο Ιησούς απέστειλε δύο των μαθητών Του. Η λεπτομερής περιγραφή του μέρους παρά τω Μάρκω μας κάμνει να υποθέσωμεν ότι ο Πέτρος (όστις υπηγόρευσεν εις τον Μάρκον) ήτο είς των δύο, και αν ούτως έχη, πιθανόν να συνοδεύετο υπό του Ιωάννου. Ο Ιησούς είπεν αυτοίς ότι, όταν φθάσουν εις την κώμην, θα εύρωσιν όνον δεδεμένην, και πώλον μετ' αυτής· ταύτα έπρεπε να λύσωσι και να τα φέρωσι προς τον Ιησούν, και αν εγένετο παρατήρησίς τις υπό του κτήτορος, αύτη αμέσως θα κατεσιγάζετο διά του λόγου ότι «ο Κύριος αυτών χρείαν έχει». Όλα συνέβησαν όπως προείπεν. «Έξω επί του αμφόδου» εύρον την όνον και το πωλάριον, το οποίον προωρίσθη προς ιεράν χρήσιν επειδή ποτέ δεν είχον υποζευχθή ακόμη. Οι κτήτορες επέτρεψαν αυτοίς να λάβωσι τα ζώα, εκείνοι δε ήγαγον ταύτα προς τον Ιησούν, επιστρώσαντες επ' αυτών τα ιμάτιά των. Είτα ο Ιησούς ανέβη επί του πώλου, και η θριαμβευτική πομπή εξεκίνησε. Δεν ήτο στασιαστικόν κίνημα όπως εξεγείρει πολιτικόν ενθουσιασμόν, ήτο απλή και άδολος αγαλλίασις πτωχών Γαλιλαίων τιμώντων τον Διδάσκαλόν των, εκουσίως πτωχεύσαντα, και δούλου μορφήν λαβόντα. Επιβαίνει ουχί επί πολεμικού κέλητος, αλλ' επί ζώου το οποίον ήτο της ειρήνης το σύμβολον. Οι εθνικοί, εάν έβλεπον την ταπεινήν πομπήν, θα την περιεγέλων, καθώς οι συγγραφείς των κατεγέλασαν πράγματι την περιγραφήν αυτής. Αλλ' οι Απόστολοι ανέμνησαν εν ταις ύστερον ημέραις ότι επλήρου την προφητείαν του Ζαχαρίου: «Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ, ότι ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεταί σοι πραΰς και σώζων, και επιβεβηκώς επί πώλον όνου, υιόν υποζυγίου». Ναι, ήτο, κατά το φαινόμενον, ταπεινή πομπή· και όμως, ενώπιόν της πώς και οι μεγαλοπρεπέστεροι θρίαμβοι των πολέμων ωχριώσι και αμαυρούνται!
Μόλις ο Ιησούς εξεκίνησε καθήμενος επί του πώλου, και ο πλείστος όχλος ήρχισαν να στρώνουν τα φορέματά των εις την οδόν, και έκοπτον τα βαΐα, ήτοι τους κλάδους, των φοινίκων και των ελαιών, διά να τα βαστάζωσιν ή να τα σκορπίζωσιν εις τον δρόμον Του. Οι προάγοντες δε και οι ακολουθούντες έκραζον λέγοντες: «Ωσαννά τω Υιώ Δαυίδ! Ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου, Βασιλεύς του Ισραήλ. Ωσαννά εν τοις υψίστοις!» Και εν τω ενθουσιασμώ του ο λαός διηγούντο προς αλλήλους πώς τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών.
Η οδός ανακύπτει διά βαθμιαίας ανωφερείας προς το Όρος των Ελαιών, είτα δε αποτόμως στρέφεται βορεινότερον. Παρά την καμπήν ταύτην της οδού η Ιερουσαλήμ, κρυπτομένη μέχρι τούδε όπισθεν της πλάτης του όρους, επιφαίνεται αιφνιδίως εις την όψιν. Εκεί, μέσω της διαυγούς ατμοσφαίρας, προνεύουσα εκ των βαθειών συσκίων κοιλάδων αίτινες την περιεκύκλουν, η πόλις των μυρίων αναμνήσεων ίστατο εναργής προ Αυτού, και το φως του πρωινού ηλίου, πίπτον επί των επιχρύσων ορόφων του Ναού, αντηύγαζε με λαμπρότητα βιάζουσάν τινα ν' αποστρέψη τους οφθαλμούς. Τοιαύτη θέα τοιαύτης πόλεως είνε πάντοτε περιπαθής, και πολλοί Ιουδαίοι και εθνικοί οδοιπόροι εκράτησαν τον χαλινόν του ίππου των εις το μέρος τούτο, και ανέβλεψαν προς την σκηνήν εν συγκινήσει βαθεία και δυσπεριγράπτω. Αλλ' η Ιερουσαλήμ των ημερών εκείνων, με τους τόσους υπερηφάνους πύργους της, εθεωρείτο ως έν των θαυμάτων του κόσμου, και ήτο θέαμα ασυγκρίτως μεγαλοπρεπέστερον ή η φθίνουσα και κατερειπωμένη πόλις της σήμερον. Και τις να ερμηνεύση δύναται, τις ισχύει να εισδύση εις το ριγηλόν αίσθημα της θείας συμπαθείας, το οποίον εις την θέαν εκείνην διέπνευσε την ψυχήν του Σωτήρος; Καθώς προσέβλεψεν εις την «μάζαν εκείνην χιόνος και χρυσού», δεν υπήρξεν υπερηφάνεια, δεν υπήρξεν έξαρσις εν τη καρδία του αληθούς βασιλέως της; Πόρρω τούτου! Είχε χύσει σιγηλά δάκρυα· επί του τάφου του Λαζάρου· εδώ έκλαυσε μεγαλοφώνως. Όλη η αισχύνη των κατ' Αυτού χλευασμών, όλη η αγωνία της βασάνου Του, υπήρξαν ανίσχυρα, πέντε ημέρας ύστερον, ν' αποσπάσωσιν απ' Αυτού ένα γογγυσμόν, ή να υγράνωσι τα βλέφαρά του μ' έν δάκρυ· αλλ' εδώ, όλος ο οίκτος όστις ήτο εντός Του κατεκυρίευσε την ανθρωπίνην ψυχήν Του, και ου μόνον έκλαυσεν, αλλ' ερράγη εις πάθος σχετλιασμού, εν ώ η φωνή πνιγομένη εφαίνετο παλαίουσα ίνα εξέλθη. Ξένος του Μεσσίου θρίαμβος! παράδοξος διακοπή των πανηγυρικών κραυγών! Ο Ελευθερωτής θρηνεί επί την πόλιν την οποίαν είνε πλέον πολύ αργά να σώση· ο Βασιλεύς προφητεύει την εντελή καταστροφήν του έθνους του οποίου ήλθεν ίνα άρξη! «Εάν εγνώριζες, (έκραξεν, ενώ τα θαυμάζοντα πλήθη προσέβλεπον και δεν είξευρον τι να νοήσωσιν ή να είπωσιν), Ει εγίνωσκες και συ καν τη ημέρα ταύτη τα εις ειρήνην σου!» — κ' εδώ η λύπη διέκοψε τον λόγον, και όταν εύρε φωνήν να εξακολουθήση, ηδυνήθη μόνον να προσθέση, «αλλά νυν κρύπτονται από των οφθαλμών σου! διότι ελεύσονται ημέραι επί σε ότε οι εχθροί σου θήσουσι χάρακα περί σε, και περιβαλούσι σε κύκλω, και τηρήσουσί σε πάντοθεν, και καθελούσι σε έως εδάφους, και τα τέκνα σου εν σοι· και ου μη καταλείψουσιν εν σοι λίθον επί λίθου, ότι ουκ έγνως καιρόν επισκέψεώς σου».
Αυστηρώς, κατά γράμμα, τρομερώς, εντός πεντήκοντα ετών, επληρώθη η προφητεία αύτη. Τέσσαρα έτη προ της ενάρξεως του πολέμου, ενώ η πόλις ήτο ακόμη εν μεγίστη ειρήνη και ευημερία, μελαγχολικός τις μανιώδης διέτρεξε τας οδούς με επανειλημμένας κραυγάς, «Φωνή εξ ανατολών, φωνή εκ δυσμών, φωνή εκ των τεσσάρων ανέμων, φωνή εναντίον Ιερουσαλήμ και του Αγίου Οίκου, φωνή κατά των νυμφίων και των νυμφών, εναντίον παντός του λαού». Ούτε διά μαστίγων ούτε διά βασάνων εδυνήθησαν ν' αποσπάσωσι παρ' αυτού άλλας λέξεις ειμή «Ουαί! Ουαί! τη Ιερουσαλήμ· ουαί τη πόλει· ουαί τω λαώ· ουαί τω Οίκω τω Αγίω!» εωσότου επτά ημέρας, ύστερον, κατά την πολιορκίαν, εφονεύθη διά λίθου εκ καταπέλτου. Η φωνή του ήτο μόνον η ανανεωθείσα ηχώ της φωνής της προφητείας.
Ο Τίτος δεν ήθελεν αρχήθεν να περιβάλη την πόλιν, αλλ' εβιάσθη υπό της απογνώσεως και της ισχυρογνωμοσύνης των Ιουδαίων να περικυκλώση ταύτην, πρώτον διά χάρακος μετά πασσάλων, είτα διά τείχους κτιστού. Δεν επεθύμει να θυσιάση τον Ναόν, κατέβαλε μάλιστα πάσαν δυνατήν προσπάθειαν να τον σώση, αλλ' εβιάσθη να τον μεταβάλη εις τέφραν. Δεν επροτίθετο να φανή σκληρός προς τους κατοίκους, αλλ' ο απονενοημένος φανατισμός της αντιστάσεώς των τόσον έσβεσε πάσαν επιθυμίαν όπως φεισθή αυτών ώστε ανέλαβε το έργον μικρού δειν να εξολοθρεύση την φυλήν, να τους σταυρώση κατά εκατοντάδας, να τους εκθέτη εις το αμφιθέατρον κατά χιλιάδας, να τους εξανδραποδίζη κατά μυριάδας. Ο Ιώσηπος διηγείται ότι, μετά την πολιορκίαν του Τίτου, ουδείς, εν τη δηώσει και τη ερημία ήτις έμεινε, θ’ ανεγνώριζε το κάλλος της Ιουδαίας· και αν Εβραίος τις ήρχετο αίφνης εις την πόλιν, όσον καλώς και αν την είχε γνωρίσει πρότερον, θα ηρώτα, «ποία πόλις είνε αύτη;»
Επήλθε μικρός σταθμός εν τη πομπή ενώ ο Ιησούς έχυνε τα θεία δάκρυα Του και εξέφερε τον προφητικόν θρήνον Του. Αλλά τώρα ο λαός εν τη κοιλάδι των Κέδρων και περί τα τείχη της Ιερουσαλήμ, και οι προσκυνηταί των οποίων αι καλύβαι και αι σκηναί ίσταντο τόσον πυκναί επί των χλοερών κλιτύων κάτω, είχον ιδεί την πλησιάζουσαν συνοδίαν, και είχον ακούσει τους χαρμοσύνους κραυγάς, και ενόησαν τι εσήμαινεν η κίνησις αύτη. Κατ' εκείνον τον χρόνον τα δένδρα των φοινίκων ήσαν πολυαριθμότατα εις τα εγγύς της Ιερουσαλήμ, καίτοι νυν ολίγα μόνον υπάρχουσι· και κόπτοντες τους πρασίνους και χαρίεντας κλάδους των, «τα βαΐα των φοινίκων», ως λέγει ο Ευαγγελιστής, οι άνθρωποι έτρεξαν εις προϋπάντησιν του ερχομένου Προφήτου. Και όταν ηνώθησαν τα δύο κύματα του λαού, εκείνοι οίτινες τον προέπεμπον από Βηθανίας, κ' εκείνοι οίτινες είχον έλθη να Τον προϋπαντήσωσιν από Ιερουσαλήμ, τον περιεστοίχισαν εποχούμενον εν τω μέσω, και οι μεν προάγοντες, οι δε ακολουθούντες, σείοντες τα βαΐα και κράζοντες Ωσαννά, τον συνώδευσαν μέχρι των πυλών της Ιερουσαλήμ.
Μεμιγμένοι μεταξύ του πλήθους ήσάν τινες των Φαρισαίων, και η αγαλλίασις του πλήθους ήτο χολή και άψινθος δι' αυτούς. Τι εσήμαινον αι Μεσσιακαί αύται κραυγαί και οι βασιλικοί τίτλοι; Δεν ήσαν επικίνδυνοι και απρεπείς; Διατί Αυτός τας επέτρεπε; «Διδάσκαλε, επιτίμησον τους μαθητάς σου». Αλλά δεν ήθελεν να πράξη ούτω. «Και αν ούτοι σιωπήσωσιν, είπεν, οι λίθοι κεκράξονται». Οι λόγοι ούτοι ανεμίμνησκον την προφητείαν του Αββακούμ «Ότι λίθος κράξεται εκ του τείχους και δοκός εκ της κεράμου αποκριθήσεται». Οι Φαρισαίοι ησθάνθηταν ότι ήσαν ανίσχυροι να σταματήσουν το κύμα του ενθουσιασμού,
Και όταν έφθασαν εις τα τείχη, όλη η πόλις «εσείσθη» εν εξάψει και ταραχή· «Τις εστιν ούτος;» έλεγον, προκύπτοντες από των στεγών και των δωμάτων και παραμερίζοντος εν ταις ρύμαις και ταις πλατείαις όπως διέλθη η πομπή. Και το πλήθος απήντα μετά σεμνώματος επί τω μεγάλω συμπολίτη των, αλλά και μετά τινος δυσπιστίας ήδη απέναντι της έχθρας της μητροπόλεως. — «Ούτος εστιν Ιησούς, ο Ναζαρηνός Προφήτης».
Πριν ή φθάσωσιν εις την Σουσανήν πύλην του Ναού, το πλήθος διεσκορπίσθη, και ο Ιησούς εισήλθεν. Ο Κύριος, «ον αυτοί εζήτουν», είχεν έλθη αιφνιδίως εις τον Ναόν Του, κομιστής της Διαθήκης, Μεγάλης Βουλής Άγγελος· αλλ' εκείνοι ούτε Τον ανεγνώρισαν ούτε ηυφράνθησαν επ' Αυτώ, καίτοι η πρώτη πραξίς Του υπήρξε το να καθαρίση και απολυμάνη τούτον, όπως προσφέρωσι τω Κυρίω θυσίαν αινέσεως. Καθώς περιέβλεψε και είδε τα εκεί, η καρδία Του και πάλιν σφόδρα ηγανάκτησε. Τρία έτη πρότερον, κατά το πρώτον Πάσχα Του, είχεν αποκαθάρει τον Ναόν, πλην φευ! εις μάτην. Και πάλιν αι τράπεζαι ήσαν πλήρεις από σωρούς νομισμάτων, και τα πρόστωα πλήρη βοών και προβάτων και περιστερών προς πώλησιν. Ναός ήτο αυτός ή αγορά, ή βουστάσιον, ή περιστερεών ή κολλυβιστήριον; Εις τον βεβηλωμένον εκείνον τόπον δεν ήθελε να διδάξη. Και πάλιν, μετά λύπης οργή μεμιγμένης, απήλασεν αυτούς εκείθεν, μηδενός τολμώντος ν' αντισταθή εις το φλέγοντα ζήλον Του. Το πυκνόν πλήθος των Εβραίων (ανερχόμενον, ως λέγεται, εις τριακοσίας μυριάδας) το οποίον επλήρου την Αγίαν Πόλιν κατά την εβδομάδα της εορτής, αναμφιβόλως κατέκτησε την Αυλήν των Εθνών, την προσκειμένην τω Ναώ, χείρονα και θορυβωδεστέραν σκηνήν κατ' εκείνην την ημέραν ή άλλοτέ ποτε, όσω μάλλον την ημέραν εκείνην, συμφώνως με τον Νόμον, ο Πασχάλιος αμνός, τον οποίον οι επισκέπται ήσαν υπόχρεοι ν' αγοράσωσι, εξελέγετο και ετίθετο κατά μέρος. Αλλ' επ' ουδενί λόγω θα επέτρεπεν Εκείνος ίνα ο οίκος του Πατρός Του μεταβληθή εις σπήλαιον ληστών.
Αφού εκαθαρίσθη ο Ναός, ήλθον πάσχοντες προς Αυτόν και τους εθεράπευσε. Ακροαταί των λόγων Του ανά εκατοντάδας συνέρρεον περί Αυτόν, εξίσταντο επί τη διδαχή Του, και εκρέμαντο από των χειλέων Του· «εκρέμαντο απ' αυτών καθώς η μέλισσα από του άνθους, το βρέφος από του μαζού, ο νεοσσός από το ράμφος της κλώσσης. Ο Χριστός έσυρε τον λαόν κατόπιν Του με την χρυσήν άλυσιν της ουρανίου ευγλωττίας Του·. Αυτοί οι παίδες του Ναού, εν τη αθώα αγαλλιάσει των, εξηκολούθουν να κράζουν τα χαρμόσυνα Ωσαννά μεθ' ων Τον είχον υποδεχθή. Οι Αρχιερείς και Γραμματείς και Φαρισαίοι και οι άρχοντες του λαού έβλεπον και ηπόρουν και εφρύαττον και εχάνοντο. Έβρυχον μόνους τους οδόντας εν αδυναμία, μηδέν τολμώντες να πράξωσι, λέγοντες προς αλλήλους ότι ουδέν να πράξωσιν ηδύναντο, διότι όλος ο κόσμος οπίσω Αυτού απήλθε, πλην ελπίζοντες ακόμη ότι η ώρα των θα ήρχετο, και η δύναμις του σκότους έμελλε να έλθη. Εάν απετόλμων να είπωσι μίαν λέξιν προς Αυτόν, ηναγκάζοντο να υποχωρώσι τεταπεινωμένοι και κατησχυμμένοι υπό των αταράχων απαντήσεών Του. Οργίλοι επέστησαν την προσοχήν Του εις τας κραυγάς των παίδων εν ταις αυλαίς του Ναού λέγοντες, «Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν;» Αλλ' ο Ιησούς απήντησεν: «Ουδέποτε, ανέγνωτε, Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων καταρτήσω αίνον;» Να ενθυμήθησαν τάχα, οι άνομοι, την συνέχειαν του στίχου, «ένεκα των εχθρών Σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν;»
Ούτω εν μεγάλη παρρησία, και εν μέσω των ματαίων αποπειρών των εχθρών εναντίον Του, διήλθον αι ώραι της ημέρας εκείνης. Αλλά και άλλο βαθύτατα ενδιαφέρον συμβεβηκώς επήλθε κατ' αυτήν. Έκπληκτοι εξ όσων ήκουον και έβλεπον, Έλληνές τινες (ίσως προσήλυτοι του Ιουδαΐσμού ελθόντες εις Ιερουσαλήμ διά την εορτήν) ήλθον προς τον Φίλιππον και εζήτησαν να ίδωσι κατ' ιδίαν τον Ιησούν. Χαλδαίοι εξ ανατολών είχον έλθη εις το βρεφικόν λίκνον Του. Έλληνες εκ δυσμών ήρχοντο εις τον Σταυρόν Του. Τίνες ήσαν και διατί Τον εζήτουν αγνοούμεν. Ενδιαφέρουσα παράδοσις λέγει ότι ήσαν απεσταλμένοι του Αβγάρου Ε'. βασιλέως της Εδέσσης, όστις μαθών περί των θαυμάτων του Ιησού, και περί των κινδύνων των απειλούντων Αυτόν ήδη, έπεμψεν απεσταλμένους προσφέρων Αυτώ άσυλον εις το κράτος του. Η παράδοσις προσθέτει ότι, καίτοι ο Ιησούς απέκλινε την προσφοράν, αντήμειψε την πίστιν του Αβγάρου γράψας αυτώ επιστολήν και θεραπεύσας αυτόν εκ της νόσου ης έπασχεν.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ουδέν περί των περιστάσεων τούτων μνημονεύει· ουδέ μας λέγει διατί οι Έλληνες ούτοι ήλθον προς τον Φίλιππον κατά προτίμησιν. Επειδή η Βηθσαϊδά ήτο η γενέθλιος πόλις του Αποστόλου, και επειδή πολλοί Ιουδαίοι κατά την περίοδον ταύτην είχον λάβη ελληνικά ονόματα, και μάλιστα τα εθιζόμενα εν τω οίκω, του Ηρώδου, δεν δυνάμεθα ν' αποδώσωμεν πολλήν σπουδαιότητα εις το ελληνικόν του ονόματός του. Είνε αξία προσοχής ένδειξις της ευλαβείας και του φόβου τον οποίον οι Απόστολοι ησθάνοντο προς τον Διδάσκαλόν των, το ότι ο Φίλιππος δεν «τόλμησε πάραυτα να εκτελέση το αίτημά των. «Έρχεται και λέγει τω Ανδρέα, και πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος λέγουσι τω Ιησού. Αν πράγματι εισήγαγον τους αιτούντας ενώπιόν Του δεν δυνάμεθα να είπωμεν, αλλ' Αυτός ήρχισε να λέγη, «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου». Και η απάντησίς Του ήτο ότι, «Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει». Ούτω και η οδός η προς την δόξαν Του ήτο διά της ταπεινώσεως και του θανάτου, και όσοι ήθελον να Τον ακολουθήσωσιν, ώφειλον να είνε παρεσκευασμένοι εν παντί καιρώ, όπως μέχρι θανάτου Τον ακολουθήσωσι. Καθώς δε εθεώρει τον επικείμενον τούτον θάνατον, η ανθρωπίνη φρίκη τούτου επάλαιε με την ζέσιν της υπακοής Του· και γινώσκων ότι αντιμετωπίζων την φοβεράν εκείνην ώραν θα ενίκα, έκραξε, «Πάτερ, δόξασόν Σου το όνομα!» Τότε, διά τρίτην φοράν κατά την επίγειον ζωήν Του, ήλθε φωνή εξ ουρανού λέγουσα, «Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω».
Ο Άγ. Ιωάννης ο Ευαγγελιστής παρρησία μας λέγει ότι η φωνή αύτη δεν ήχησε το αυτό προς όλους. Το πλήθος την εξέλαβεν ως παροδικήν βροντήν· άλλοι έλεγον ότι Άγγελος προς Αυτόν ελάλησε». Μόνον δι' ολίγους ήτο έναρθρος η φωνή· Αλλ' ο Ιησούς είπεν αυτοίς ότι η φωνή αύτη δεν έγεινε δι’ Αυτόν, αλλά δι' εκείνους». Νυν κρίσις εστί του κόσμου τούτου, νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω. Καγώ όταν υψωθώ από της γης, (ως ύψωσε Μωσής τον χαλκούν όφιν εν τη Ερήμω) πάντας ελκύσω προς Εμαυτόν». Οι λαοί ήρχοντο εις αμηχανίαν προς τους ασαφείς τούτους υπαινιγμούς. «Ημείς ηκούσαμεν εκ του Νόμου, ότι ο Χριστός μένει εις τον αιώνα, και πώς Συ λέγεις ότι υψωθήναι δει τον Υιόν του Ανθρώπου; Τις εστιν ούτος ο Υιός του Ανθρώπου;» Η αληθής απάντησις εις την ερώτησίν των θα εγίνετο δεκτή μόνον εις πνευματικάς καρδίας· ήσαν απαράσκευοι δι' αυτήν, και μόνον θα προσεβάλλοντο και θα ηδημόνουν· διά ο Χριστός τούτο δεν απήντησεν εις αυτούς. Μόνον τους προέτρεψε να περιπατώσιν εν τω φωτί κατά τον βραχύν τούτον χρόνον καθ' ον το φως θα ήτο εισέτι μετ' αυτών, ίνα υιοί φωτός γένωνται. Είχεν έλθη ως φως εις τον κόσμον, και τα ρήματα τα οποία λαλεί θα κρίνωσι τους αθετούντας Αυτόν· διότι τα ρήματα ταύτα ήσαν παρά του Πατρός· ακτίνες παρά του Πατρός των Φώτων· ζωοδότειραι λάμψεις από της Αιωνίου Ζωής.
Αλλ' αι έκλαμπροι αύται και ζωτικαί αλήθειαι ήσαν αμβλείαι προς τεφλωμένους οφθαλμούς και νεκραί προς πεπωρωμένας καρδίας. Όσοι εκ των αρχόντων επίστευσαν εν μέρει, δεν ετόλμων να το ομολογήσουν, φοβούμενοι τους Φαρισαίους, «ίνα μη αποσυνάγωγοι γένωνται· ηγάπησαν γαρ την δόξαν των ανθρώπων μάλλον ήπερ την δόξαν του Θεού».
Ούτω ποιά τις θλίψις και αίσθημα αθυμίας ενέπεσε κατά την εσπέραν της ημέρας του θριάμβου. Δεν ήτο ασφαλές διά τον Ιησούν να μένη εν τη πόλει, ούτε ήτο σύμφωνον προς τας επιθυμίας Του. Απεχώρησε λάθρα από του Ναού, εκρύβη από των αγρύπνων εχθρών του, και προασπιζόμενος εισέτι έξω της πόλεως διά του ενθουσιασμού των Γαλιλαίων οπαδών Του, εξήλθεν εις Βηθανίαν μετά των Δώδεκα. Είνε πιθανόν όμως ότι δεν εισήλθεν εις την πολίχνην, καθότι αν μετέβαινε πάλιν εις την φιλικήν οικίαν, δυσκόλως θα ηδύνατο να κρυφθή. Ο Ματθαίος λέγει ότι «ηυλίσθη» εκεί προς το όρος, και ο Λουκάς γράφει «ηυλίζετο εις το όρος το καλούμενον Ελαιών». Δεν ήτο ασυνείθιστος προς υπαιθρίους διανυκτερεύσεις. Αυτός δε και οι Απόστολοί Του, περιτυλιγμένοι με τα εξωτερικά ενδύματα, θα ηδύναντο να κοιμηθώσιν επί της πρασίνης χλόης υπό την σκέπην των δένδρων. Η σκιά του προδότου έπιπτεν επ' Αυτού του Προδοθέντος και επί της μικράς εκείνης λογικής ποίμνης, επί του φυτωρίου των αλιέων Του. Να εκοιμήθη τάχα και ο προδότης τόσον ατάραχος, όσον οι άλλοι, την νύκτα εκείνην;
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ν'.
Δευτέρα της εβδομάδος των παθών. — Ημέρα Παραβολών.
Ο Ιησούς πεινά. — Η άκαρπος συκή. — «Πώς παραχρήμα εξηράνθη η συκή;»
— Πρεσβεία ιερέων. — «Τις Σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην;» —
Αντερώτησις του Ιησού. — Πώς εφιμώθησαν. — Παραβολή των Δύο Υιών. —
Παραβολή των Κακών Γεωργών. — «Λίθον ον απεδοκίμασαν». — Αι
σκευωρίαι των Φαρισαίων.
Εγερθείς από του καταυλισμού του, λίαν πρωί, ο Ιησούς επέστρεψεν εις την πόλιν και τον Ναόν και καθ' οδόν επείνασεν. Η Δευτέρα και η Πέμπτη της εβδομάδος ετηρούντο υπό των ακριβολογούντων τηρητών των εθίμων ως ημέραι νηστείας, και ταύτας εννοεί ο Φαρισαίος της Παραβολής όταν λέγη, «Νηστεύω δις του Σαββάτου». Δυνατόν εν τη φιλανθρώπω προθυμία όπως διδάξη τον λαόν Του να παρημέλησε τας κοινάς ανάγκας του βίου· δυνατόν να μη υπήρχε μέσον προς προμήθειαν τροφής ανά τους αγρούς όπου διέτριψε την νύκτα. Οποιαδήποτε και αν ήτο η αιτία, ο Ιησούς επείνασε, και εζήτησε καρπόν τινα όπως λάβη αναψυχήν διά τον κόπον της ημέρας.
Δένδρα υπάρχουσιν άφθονα και νυν έτι εις τον τόπον εκείνον, αλλ' όχι οι πάμπολλοι φοίνικες και αι συκαί και αι καρυαί, αίτινες καθίστων τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ εις σύσκιον άλσος, πριν δενδροτομηθώσιν υπό του Τίτου εις τας εχθροπραξίας της πολιορκίας. Συκαί ιδίως εφυτεύοντο παρά την οδόν, επειδή η κόνις επιστεύετο ότι συντελεί εις την ανάπτυξίν των, και ο εύχυμος καρπός των ήτο κοινή ιδιοκτησία, ως θεσπίζεται εν τω Δευτερονομίω (κεφ. κγ, 24). Είς τινα απόστασιν έμπροσθέν Του ο Ιησούς είδε «συκήν μίαν», καίτοι δε η συνήθης ώρα διά την πέπανσιν των σύκων δεν ήτο ακόμη, επειδή όμως εφαίνετο εκτάκτως πρώιμος η συκή αύτη (υπεμφαίνει το «ει άρα τι ευρήσει εν αυτή» του Ευαγγελιστού), και ήτο πλήρης πλατέων φύλλων, και εφαίνετο λίαν ακμαία, ο Ιησούς επλησίασε, μήπως εύρη ή πρώιμον καρπόν εν αυτή ή όψιμον, καθώς ήτο σύνηθες εις τας συκάς της Παλαιστίνης να καρποφορώσιν. Υπάρχει μέχρι της σήμερον εν τη Αγία Γη είδος λευκού ή πρωίμου σύκου το οποίον ωριμάζει κατά το έαρ, και πολύ προ του κυρίως καρπού.
Αλλ' όταν ήλθε πλησίον της συκής, ο Ιησούς απεγοητεύθη. Ο οπός εκυκλοφόρει, τα φύλλα απετέλουν καλόν στολισμόν, αλλά καρπός ουδείς. Προσφυές έμβλημα του υποκριτού, του οποίου το εξωτερικόν πρόσχημα είνε απάτη και ψεύδος· κατάλληλον έμβλημα του έθνους ενώ η επιδεικτική θεοσέβεια δεν έφερε καρπούς αγαθού βίου — το δένδρον ήτο άγονον. Και ήτο απελπιστικώς άγονον διότι, αν υπήρξε γόνιμον κατά το προλαβόν έτος, έπρεπε να έχη ακόμη τινά εκ των κ ε ρ μ ο ύ ζ, ήτοι των φθινοπωρινών σύκων, κρυμμένα όπισθεν των πλατεών και βαθυπρασίνων φύλλων του· και αν έμελλε να είνε γόνιμον κατά το έτος τούτο, έπρεπε να φέρη τινά εκ των β α κ π ο ρ ώ θ, ήτοι των πρωίμων εαρινών σύκων· αλλ' επί του ακάρπου τούτου δένδρου δεν υπήρχεν ούτε επαγγελία διά το μέλλον ούτε ανάμνησις από του παρελθόντος.
Και διά τούτο, επειδή ήτο μόνον απατηλή και άχρηστος, και κατήργει το έδαφος το οποίον κατείχε, κατέστησεν αυτήν την αιωνίαν νουθεσίαν κατά της υποκρισίας επακολουθούσης μέχρι τέλους, και εις επήκοον των μαθητών Του εξήνεγκε κατ' αυτής την επίσημον απόφασιν, «Μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα!» Και άμα τω λόγω, η άκαρπος ζωή της εσταμάτησε, και ήρχισε να ξηραίνεται οφθαλμοφανώς.
Αι επικρίσεις εναντίον του θαύματος τούτου υπήρξαν εκτάκτως ματαιόσχολοι, άτε βασισθείσαι κατά το πλείστον επί της αμαθείας ή της προλήψεως, υπό εκείνων οίτινες αρνούνται την θεότητα του Ιησού Χριστού, ωνομάσθη ποινικόν θαύμα, θαύμα εκδικήσεως, θαύμα ανοικείου οργής, παιδαριώδης επίδειξις ανυπομονησίας εν απογοητεύσει, άδικος οργή εναντίον της αθώας φύσεως. Ουδείς, υποθέτω, όστις πιστεύει ότι η διήγησις παριστά θαυμάσιον γεγονός θα έχη την τόλμην να εγκαλέση τας αφορμάς εκείνου όστις το ετέλεσεν· αλλά πολλοί επιχειρούσι να πείσωσιν ότι είνε διήγησις σφαλερά, καθόσον αφηγείται ό,τι αυτοί θεωρούσιν ως αναξίαν επίδειξιν, οργής επί μικρά απογοητεύσει, και ως θαύμα καταστροφής παραβιαζούσης τα δικαιώματα του υποτιθεμένου κτήτορος της συκής, ή του πλήθους. Πλην όσον αφορά την πρώτην ένστασιν, αρκεί να είπω ότι πάσα σελίς της Νέας Διαθήκης δεικνύει το αδύνατον του να φαντασθή τις ότι οι Ευαγγελισταί είχον τόσον σφαλεράν έννοιαν περί του Ιησού, ώστε να πιστεύσωσιν ότι εξεδίκησε την παροδικήν δυσφορίαν Του επί ανευθύνου πράγματος. Εκείνος όστις, εις το κέλευσμα του Πειράζοντος, ηρνήθη να θεραπεύση την ιδίαν πείναν του μεταβάλλων εις άρτους τους λίθους της ερήμου, είνε δυνατόν να παρασταθή ότι παρεφέρθη υπ' οργής εναντίον αψύχου πράγματος; Τόσον ασεβής παραλογισμός δυνατόν να ευρεθή εις τα Απόκρυφα Ευαγγέλια· αλλ' αν οι Ευαγγελισταί θα ήσαν ικανοί, εάν άλλως είχε, να το διαιωνίσωσι, δεν θα ηδύναντο να έχωσιν ούτε την δύναμιν ούτε την θέλησιν να ζωγραφήσωσι την θείαν εκείνην εικόνα του Κυρίου Ιησού, την οποίαν η γνώσις των περί της αληθείας συν τη εποπτία του Αγίου Πνεύματος κατέστησεν αυτούς ικανούς να παρουσιάσωσιν εις τον κόσμον διά πάντοτε, ως το πλέον ανεκτίμητον κτήμα του. Και όσον αφορά την ξήρανσιν του δένδρου, μη ο οικοδεσπότης της παραβολής αυστηρώς ποτε επεκρίθη διότι είπε περί της αγόνου συκής του. «Κόψατε την, επειδή καταργεί το έδαφος;» Μη ο Ιωάννης ο Βαπτιστής κατεκρίθη ποτέ επί βιαιότητι και καταστρεπτικότητι διότι έκραξεν, «Ήδη η αξίνη προς τη ρίζη των δένδρων κείται· παν ουν δένδρον μη ποιούν καλόν καρπόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται;» Ή μη ο αρχαίος Προφήτης (ο Ιεζεκιήλ) κατηγορήθη ποτέ ότι κακώς παρίστα τον χαρακτήρα του Θεού, όταν λέγη. «Εγώ, ο Κύριος εξήρανα το δένδρον το χλωρόν» και πάλιν «εποίησα το ξηρόν δένδρον του ανθήσαι;» Όταν η χάλαζα καταβάλλη τους βλαστούς της αμπέλου, όταν αι βολίδες των αστραπών πλήττουσι την ελαίαν ή καταβάλλουσι την υπερήφανον δρυν, τολμά άλλος τις παρά τους άκρως αμαθείς και κτηνώδεις να βλασφημή το θείον; είνέ ποτε έγκλημα το καταστρέφειν άχρηστον δένδρον; Εάν όχι είνε περισσότερον έγκλημα το πράττειν ούτω διά θαύματος; Διατί τότε ο Σωτήρ του κόσμου, εις ον ο λίβανος θα ήτο πάρα πολύ μικρός ως ολοκαύτωμα, να κατακριθή υπό προπετών κριτικών, διότι επέσπευσε την ξήρανσιν αγόνου δένδρου και εθεμελίωσεν επί της καταστροφής της αχρηστίας του τρία αιώνια μαθήματα· έν σύμβολον του ολέθρου της αμετανοησίας, μίαν νουθεσίαν περί του κινδύνου της υποκρισίας, έν υπόδειγμα της δυνάμεως της πίστεως;
Εξηκολούθησαν τον δρόμον των και ως συνήθως εισήλθον εις τον Ναόν· και μόλις είχον εισέλθει όταν τους συνήντησε μία άλλη ένδειξις του σφοδρού πνεύματος της αντιστάσεως το οποίον ενέπνευσε τους άρχοντας της Ιερουσαλήμ. Μία πρεσβεία τους επλησίασε, επιβλητική κατά τε τον αριθμόν και την επισημότητα. Οι αρχιερείς, οι ευπαίδευτοι γραμματείς, οι εξέχοντες Ραββίνοι αντιπρόσωποι όλων των τάξεων του συνεδρίου ήλθον με σκοπόν να τον τρομάξουν, καθό περιφρονούντες τον πτωχόν προφήτην της αφανούς Ναζαρέτ, με παν ότι σεβάσμιον εν ηλικία έξοχον εν σοφία ή επιβάλλον εν εξουσία παρά τω μεγάλω συμβουλίω του έθνους. Ο λαός τον οποίον ησχολείτο διδάσκων παρεμέρησεν εν σεβασμώ ενώπιόν των μήπως τυχόν μολύνει τας κυματιζούσας εκείνας εσθήτας και τα πλαταία κράσπεδα δι' επαφής· και όταν ετάχθησαν περί τον Ιησούν εν αυστηρότητι τον ηρώτησαν, «εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς; και τις Σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην;» εζήτουν να παυθούν τα έγγραφα δικαιώματά του διότι ανελάμβανεν ούτω καθήκοντα Ραββίνου και προφήτου, να εισελαύνει εποχούμενος εις Ιερουσαλήμ εν μέσω των Ωσαννά του πλήθους, να καθαρίζη τον Ναόν από τους πωλούντας και αγοράζοντας των οποίων την παρουσίαν ηνείχοντο ούτοι. Η απάντησις τους εξέπληξε και τους συνέχεε. Με την άπειρον εκείνην ετοιμότητα του πνεύματος εις την οποίαν η ιστορία του κόσμου δεν παρέχει παράλληλον, ο Ιησούς τους είπεν ότι η απάντησις εις την ερώτησίν των εξηρτάτο από την απάντησιν την οποίαν θα έδιδον αυτοί εις μίαν ερώτησιν ιδικήν του· «το βάπτισμα του Ιωάννου εξ ουρανού ην ή εξ ανθρώπων;» αιφνιδία σιωπή επήλθε «απαντήσατέ Μοι» είπεν ο Ιησούς διακόπτων τους συγκεχυμένους ψιθυρισμούς των. Και βεβαίως αυτοί οι οποίοι είχον πέμψει επιτροπείαν να εξετάση δημοσία τας αξιώσεις του Ιωάννου ήσαν εις θέσιν να απαντήσουν.
Αλλ' απάντησις δεν ήρχετο. Εγνώριζον πολύ καλά την σπουδαιότητα του ερωτήματος. Ο Ιωάννης αναφανδών και εμφαντικώς είχε μαρτυρήσει περί του Ιησού. Τον είχεν αναγνωρίσει ενώπιον των ιδίων απεσταλμένων των όχι μόνον ως προφήτην, αλλ' ως προφήτην πολύ μεγαλείτερον από τον εαυτόν των, ακόμη περισσότερον ως τον προφήτην, ήτοι τον Μεσσίαν. Θα ανεγνώριζον το κύρος ή όχι; Προφανώς ο Ιησούς είχε δικαίωμα να απαιτήση την απάντησίν των εις την ερώτησιν ταύτην πριν Αυτός απαντήση και εις την ιδικήν των. Αλλά δεν ηδύναντο ή μάλλον δεν ήθελον να απαντήσωσι εις το ερώτημα.
Τους έφερε δε εις μέγα δίλημα. Δεν ήθελον να είπουν εξ ουρανού, επειδή εκ καρδίας τον είχον απορρίψει· δεν ετόλμων να είπωσι εξ ανθρώπων, διότι η πίστις εις τον Ιωάννην ως βλέπομεν και παρ' Ιωσήπω ήτο τόσον σφοδρά και τόσον ομόθυμος ώστε απορρίπτοντες αυτόν φανερά θα εξέθετον εις κίνδυνον την ιδίαν ασφάλειάν των. Κατήντησαν λοιπόν, αυτοί οι διδάσκαλοι του Ισραήλ εις την επωνείδιστον ανάγκην να είπωσιν «ουκ είδομεν».
Υπάρχει εβραϊκή τις παροιμία λέγουσα «μάθε την γλώσσαν σου να λέγη δεν ξεύρω».
Αλλά να είπωσι δεν ειξεύρομεν εις την περίπτωσιν ταύτην θα ήτο ταπεινωτικόν εις την αγερωχίαν των, θανάσιμον κτύπημα εις τας αξιώσεις των. Θα επρόδιδαν αμάθειαν εις σφαίραν όπου η αμάθεια ήτο δι' αυτούς ασύγγνωστος. Αυτοί οι επίσημοι ερμηνευταί του νόμου, οι παραδεδεγμένοι διδάσκαλοι του λαού, αυτοί οι έχοντες το μονοπώλειον της γραφικής μαθήσεως και της γραφικής παραδόσεως, να αναγκασθώσιν εναντίον των αληθινών πεποιθήσεών των να είπωσι και τούτο ενώπιόν του πλήθους ότι δεν ηδύναντο να είπωσιν αν είς προφήτης απείρου και καθιερωμένης επιρροής ήτο θεόπνευστος άγγελος, ή πλάνος απαταιών! Ήσαν λοιπόν τα όρια μεταξύ του εμπνευσμένου προφήτου και του πονηρού απαταιώνος τόσον αμφίβολα και δυσδιάκριτα; Ήτο πράγματι φοβερά ταπείνωσις και τοιαύτη ώστε να μη την λησμονήσουν μηδέ να την συγχωρήσουν ποτέ. Εις τον λάκκον τον οποίον είχον ορύξει ενέπεσον αυτοί· το πομπώδες ερώτημα το οποίον ήτο προορισμένον ως μηχάνημα προς καταστροφήν άλλου εξερράγει εις τα οπίσω προς ιδίαν αυτών σύγχυσιν και καταισχύνην. Ο Ιησούς δεν τους επίεσε περισσότερον εν τη αμηχανία των, καίτοι καλώς εγνώριζε ότι το δεν ηξεύρομεν ήτο ίσον με το δεν θέλομεν να είπωμεν. Αφού όμως η μη απόκρισίς των σαφώς απήλλαξεν Αυτόν της ανάγκης του να είπη αυτοίς περισσοτέρα περί μιας εξουσίας περί ης κατά την ιδίαν ομολογίαν των ήσαν όλως αναρμόδιοι να αποφασίσωσιν, ετελείωσε την σκηνήν λέγων απλώς «ουδ' εγώ λέγω ημίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ». Και αυτοί μεν υπεχώρησαν ολίγον προς τα οπίσω, Εκείνος δε εξακολούθησε την διδασκαλίαν του λαού την οποίαν είχε διακόψει, και ήρχισεν να ομιλή πάλιν προς αυτούς εν παραβολαίς, τας οποίας και το πλήθος και τα μέλη του συνεδρίου τα παρεστώτα δεν εδυσκολεύοντο να εννοήσωσιν. Και επίτηδες επέστησε την προσοχήν των εις ότι έμελλε να είπη· «Πώς σας φαίνεται;» ηρώτησε, και τους διηγήθη περί δύο υιών εκ των οποίων ο πρώτος ρητώς ηρνήθη να κάμη του πατρός των το θέλημα, αλλ' ύστερον μετεμελήθη και το έπραξεν, ο δε άλλος προθύμως υπεσχέθη υπακοήν αλλά δεν το έπραξεν· τις εκ των δύο έπραξε το θέλημα του πατρός; δεν ηδύναντο ειμή ν' απαντήσωσιν ο πρώτος, και Αυτός τους υπέδειξε τότε την αληθή έννοιαν της απαντήσεώς των, ότι οι τελώναι και αι πόρναι με όλην την φαινομένην αισχύνην εις το θέλημα του Θεού, ουχ ήττον εδείκνυον εις αυτούς τους ευσυνειδήτους και λίαν ευυπολήπτους νομοδιδασκάλους του έθνους του αγίου την οδόν την άγουσαν εις την βασιλείαν του Θεού. Ναι, οι αμαρτωλοί ούτοι τους οποίους περιεφρόνουν και εμίσουν εισέβαλον προ αυτών διά της θύρας ήτις δεν είχε κλεισθή ακόμη, διότι ο Ιωάννης είχεν έλθει προς τους Ιουδαίους τούτους με τας ιδίας αρχάς των και τα έθιμά των και έλεγον ότι τον δέχονται αλλά δεν τον εδέχθησαν. Οι τελώναι και αι πόρναι είχον μετανοήσει εις την διδασκαλίαν των. Με όλα τα μακρά κράσπεδα και τα πλατεία φυλακτήριά των αυτοί οι ιερείς, οι διδάσκαλοι, οι Ραββίνοι του λαού τούτου ήσαν χειρότεροι ενώπιόν του Θεού ή οι αμαρτωλοί τους οποίους εβδελήττοντο μήπω, θίξωσι τα κράσπεδά των.
Είτα είπεν αυτοίς «άλλην παραβολήν ακούσατε» και διηγήθη την παραβολήν των ανυποτάκτων γεωργών εν τω αμπελόνι, του οποίου δεν ήθελον να αποδόσουν τους καρπούς. Ο αμπελών ούτος του Κυρίου των Δυνάμεων ήτο ο οίκος του Ισραήλ· και ο λαός ήσαν τα κλίματα· και αυτοί οι αρχηγοί και διδάσκαλοι ήσαν εκείνοι προς τους οποίους ο κύριος του αμπελώνος φυσικά θα απέβλεπε διά την απόδοσιν του προϊόντος. Αλλά μεθ' όλα όσα είχεν πράξη διά τον αμπελώνα του σταφίλια δεν υπήρχον ή μόνον αγριοστάφυλα. «Επέβλεψεν εις κρίσιν και ιδού θλίψις εις δικαιοσύνην και ιδού κραυγή».
Και αφού δεν ήθελον να αποδόσωσι καρπόν τινα και δεν ετόλμων να ομολογήσωσι την ακαρπίαν διά την οποίαν αυτοί οι γεωργοί ήσαν υπεύθυνοι, ύβριζον και έτυπτον και ετραυμάτιζον και εφόνευον απεσταλμένον μετά απεσταλμένον τους οποίους ο κύριος του αμπελώνος έπεμπεν προς αυτούς. Τελευταίον πάντων έπεμψε τον Υιόν Του, και τον υιόν εκείνον, άμα τον είδον είπον προς αλλήλους, «ούτως εστίν ο κληρονόμος· δεύτε αποκτείνομεν αυτόν και κατάσχομεν αυτού την κληρονομίαν.» Και λαβόντες αυτόν έξω του αμπελώνος και απέκτειναν. Όταν λοιπόν έλθη ο κύριος του αμπελώνος τι θα κάμη τους γεωργούς εκείνους;
Ή ο λαός εκ χρηστής πεποιθήσεως, ή οι ακροούμενοι Φαρισαίοι, διά να δίξωσι την κατά το φαινόμενον περιφρόνησίν των προς την κεφαλαιώδει έννοιαν της παραβολής απήντησαν ότι κακούς καλούς θα τους απολέση, και τον αμπελώνα θα δώση εις άλλους γεωργούς πιστοτέρους και αξιοτέρους. Αλλ' όμως η έκφρασις της αποδοκιμασίας ταύτης απέσπασεν από της καρδίας του λαού τον βαθύν γογγυσμόν της αποδοκιμασίας των, Χ α λ η λ ά! (μη γένοιτο!)
Δευτέραν φοράν εβιάσθησαν εις ομολογίαν ήτις μοιραίως διά του ιδίου στόματός των κατεδίκαζον αυτούς. — Ωμολόγησαν διά των ιδίων χειλέων των ότι θα ήτο σύμφωνα την δικαιοσύνην του Θεού το να αποστερήση αυτούς των αποκλειστικών δικαιωμάτων των και να δώση ταύτα εις τα έθνη.
Ή και διά να τους δίξη ότι αι ίδιαι Γραφαί των είχον προφητεύση περί της διαγωγής των ταύτης προσήλωσε το βλέμμα Του εις αυτούς και τους ηρώτησεν άν ποτε δεν ανέγνωσαν περί του λίθου τον οποίον οι οικοδομούντες απεδοκίμασαν και όστις διά της θαυμασίας προθέσεως του Θεού κατέστη η κεφαλή της γωνίας. Πώς θα ηδύναντο να μείνωσιν ο ι κ ο δ ό μ ο ι επιπλέον αφού το όλον σχέδιον της εργασίας των απεδοκίμασεν ούτω και ετέθη κατά μέρος; Δεν έλεγε σαφώς η παλαιά προφητεία των ότι ο Θεός θα εκάλη άλλους οικοδόμους εις το έργον του Ναού Του; ουαί εις αυτούς τους προσκόπτοντας εις τον απορριφθέντα εκείνον λίθον. Τον απορρίπτουν αυτόν, εν τη ανθρωπότητι και τη ταπεινώσει του εσήμαινε πόνον και απώλειαν· αλλά το να ευρεθώσι ακόμη απορίπτοντες αυτόν όταν έμελε πάλιν να έλθη εν τη δόξη του δεν θα ήτο τούτο εσχάτη καταστροφή από προσώπου Κυρίου; Το να καθίσωσιν επί έδρας κρίσεως και να καταδικάσωσι αυτόν, τούτο θα ήτο όλεθρος δι' αυτούς και το έθνος των· αλλά το να καταδικασθώσι παρ' Αυτού δεν θα εσήμαινε να αλεσθώσι εις κόνιν; Είδον τώρα σαφέστερον παρά ποτε την όλην ρυπήν και έννοιαν των παραβολών τούτων και επόθουν την ώραν της εκδικήσεως! Αλλά μέχρι τούδε ο φόβος συνείχεν αυτούς· διότι προς το πλήθος ο Χριστός ήτο ακόμη προφήτης.
Μίαν περισσότερον νουθεσίαν εξέφερεν προς αυτούς κατά την ημέραν ταύτην των παραβολών, την παραβολήν του γάμου του υιού του βασιλέως. Κατά την βάσιν και το σχέδιον αύτη μεγάλως ωμοίαζε προς την παραβολήν του μεγάλου δείπνου. Την ρηθείσαν κατά την τελευταίαν οδοιπορείαν του εν τη οικία Φαρισαίου αλλά κατά πολλάς των λεπτομεριών της και εις το συμπέρασμά της ήτο διαφορετική. Εδώ οι αχάριστοι υπήκοοι οίτινες λαμβάνουσι την πρόσκλησιν ου μόνον ελαφρώς συμπεριφέρονται και εξακολουθούν αδιατάρακτοι τας εγκοσμίους ασχολίας των, αλλά τινές εξ αυτών υβρίζουν και φονεύουν τους απεσταλμένους οίτινες τους είχον προσκαλέσει· και όπου «η ιστορία εξαίρεται μέχρι προφητικού ύψους καταστρέφονται και η πόλις των καίεται. Και το λοιπόν της διηγήσεως άγει προς πλείονας ακόμη σκηνάς μεστάς βαθυτέρων εννοιών ακόμη. Άλλοι προσκαλούνται· το γαμήλιον συμπόσιον δέχεται άλλους δαιτημόνας και καλούς και κακούς· ο βασιλεύς εισέρχεται και παρατηρεί έναν όστις είχεν αναμιχθή μετά της ομηγύρεως και είχεν εισέλθη εις το συμπόσιον με τα ράκη τα οποία εφόρει. Χωρίς να φροντίση να φορέση ένδυμα γάμου το οποίον η κοινοτάτη φιλοφροσύνη απήτει.
Ο άξεστος, ο επείσακτος και θρασύς δαιτημών εκβάλλεται υπό των διακονούντων αγγέλων εις το σκότος το εξώτερον, όπου ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων· και είτα έπεται η συχνά και άλλοτε δοθείσα νουθεσία ότι πολλοί μεν εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί.
Αι διδασκαλίαι αύται επλήρουν πικράς λύσσης το πνεύμα των Ιερέων και Φαρισαίων. Ουαί εις τον προφήτην όστις τολμά να βαίνη αντιθέτως προς το κρατούν θρησκευτικόν σύστημα να εκθέτη τας σφαλεράς παραδόσεις εφ' ων στηρίζεται! Θα εύρη την Κοινότητα πικρότερον και ασυνειδητότερον εχθρόν ή τον κόσμον. Και τούτο είχε πράξει ο Ιησούς. Είχεν αρχίσει την ημέραν αρνούμενος ν' απαντήση εις το δικτατωρικόν ερώτημά των, και δικαιολογών, ή μάλλον θριαμβεύων, εν τη αρνήσει ταύτη. Η αντερώτησίς Του ου μόνον είχε δείξει την υπεροχήν Του επί της επιρροής την οποίαν τόσον αλαζονικώς εξήσκουν επί του λαού, αλλ' είχε φέρει αυτούς εις την επονείδιστον σιωπήν της υποκρισίας, ήτις εβιάζετο να προασπίζηται υπό την δικαιολογίαν της αναρμοδιότητος. Είτα επήλθον αι παραβολαί Του. Εν τη πρώτη τούτων τους είχε καταδικάσει επί ψευδέσιν επαγγελίαις μη συνοδευομέναις διά πράξεων· εν τη δευτέρα είχε ζωγραφήσει την ευθύνην του αξιώματός των, και είχεν αποδείξει τρομεράν την τιμωρίαν διά την σπάταλον κατάχρησιν αυτού· εν τη τρίτη υπέδειξεν άμα την τιμωρίαν ήτις θα επήρχετο επί τη απορρίψει των προσκλήσεών του και το αδύνατον του απατήσαι τον οφθαλμόν του Ουρανίου Πατρός Του δι' αποδοχής προσποιείτο μόνον και επί ψιλώ ονόματι. Και τούτο ήτο μόνον μικρόν δείγμα της καρδιογνωστικής δυνάμεως μεθ' ης οι λόγοι Του είχον φανή προς αυτούς η ρομφαία του πνεύματος διαπερώσα μέχρι αρμών και μυελών. Αλλ' εις τους πονηρούς τίποτε δεν είνε τόσον αφόρητον όσον η επίδειξις της ιδίας των πλάνης. Τόσον μεγάλη ήτο η μανία της Ιουδαϊκής ιεραρχίας ώστε προθύμως θα τον συνελάμβανον κατ' αυτήν εκείνην την ώραν. Ο φόβος τους συνεκράτησε και απήλθεν ανενόχλητος εις το ίδιον αναπαυτήριόν του. Αλλ' ή την νύκτα εκείνην ή την επομένην πρωίαν οι εχθροί του έλαβον άλλο συμβούλιον (κατ' εκείνον τον χρόνον φαίνεται να συνήρχοντο εις συμβούλια σχεδόν καθημερινώς) διά να ίδουν αν δεν ηδύναντο ακόμη να κάμουν μίαν συστηματικήν, συνδιασμένην οριστικήν προσπάθειαν όπως παγηδεύσωσιν Αυτόν εις τους λόγους των. Το να αποδείξωσιν εν αμαθεία ή πλάνη, διασείουσι την υπόληψίν Του παρά τω πλήθει ή τον περιπλέξωσιν εις επικινδύνους σχέσεις προς την πολιτικήν εξουσίαν. Θα ίδωμεν εις το επόμενον κεφάλαιον το αποτέλεσμα των μηχανοραφιών των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΑ'.
Η ημέρα των πειρασμών
Η δύναμις της πίστεως. — Συνωμοσία των Ηρωδιανών. — «Έξεστι Καίσαρι κήνσον διδόναι;» — Θεία σοφία της απαντήσεως του Ιησού. — Απόπειρα των Σαδδουκαίων. — Η επτάκις χήρα. — «Ως οι άγγελοι του Θεού». — «Ο Θεός Αβραάμ Ισαάκ και Ιακώβ». — Διδασκαλία περί Αθανασίας.
Την επομένην πρωίαν ο Ιησούς ηγέρθη μετά των μαθητών Του ίνα εισέλθη διά τελευταίαν φοράν εις τας αυλάς του Ναού. Καθ' οδόν διήλθον πλησίον της μονήρους συκής ήτις δεν ήτο πλέον φαιδρά με το ψευδές κόσμημα των φύλλων της αλλά απεξηραμμένη από του κορμού μέχρι των κλάδων. Το οξύ βλέμμα του Πέτρου πρώτον παρετήρησε ταύτην, και ούτος εφώναξεν, «Διδάσκαλε ίδε η συκή ην κατεράσθης εξηράνθη». Οι μαθηταί εστάθησαν να την κυττάξουν και εν τη εκπλήξει των επί τη ταχύτητι μεθ' ης η καταδίκη επληρώθη ηρώτησαν πώς έγεινε τούτο. Ότι τους εξέπληξε περισσότερον ήτο η δύναμις του Ιησού· αι βαθυτέραι έννοιαι της συμβολικής πράξεώς του φαίνεται προς το παρόν ότι τους ελάνθανον· και αφήσας τα μαθήματα ταύτα να επιλάμψωσιν επ' αυτούς βαθμηδόν, ο Ιησούς είπεν αυτοίς ότι εάν έχωσι πίστιν Θεού, πίστιν ήτις θα τους καθίστα αξίους, να προσφέρωσι τας δεήσεις των μετά ακλονήτου εμπιστοσύνης, πολύ μεγαλειτέρα από το θαύμα της συκής θα κατορθώσωσι. Αλλά προσέθηκε μίαν σπουδαιοτάτην νουθεσίαν ότι δεν πρέπει να μεταχειρίζονται τας ιεράς δυνάμεις της πίστεως και της προσευχής προς σκοπούς οργής και εκδικήσεως. Το μυστήριον της ευαρέστου προσευχής είνε η πίστις. Η οδός προς την πίστιν βαίνει πλησίον της συγγνώμης, η δε συγγνώμη είνε δυνατή μόνον εις εκείνους οίτινες είνε πρόθυμοι να συγχωρώσι τους άλλους. Μόλις εκάθησαν εν τω Ναώ και το αποτέλεσμα των μηχανορραφιών των εχθρών Του της προλαβούσης εσπέρας εφάνη διά νέας στρατηγικής βασιζομένης επί ενός των κινδυνοδεστάτων και πλέον καταχθονίων και μεμελετημένων σχεδίων όπως παγηδέψωσι και καταστρέψωσιν αυτόν. Όπως κατορθώσωσι τούτο οι Φαρισαίοι συνήψαν κακοήθως συμμαχίαν με τους Ηρωδιανούς· ώστε δυο κόμματα συνήθως έχθιστα αλλήλων συνδιαλλάγησαν νυν εν συνωμοσία προς καταστροφήν του κοινού εχθρού. Ψευδευλαβείς και συκοφάνται, ιεραρχική λεπτολογία και αδιαφορία πολιτική η σχολή της πλεονεξίας, και της επιτηδειότητος ηνώθησαν όπως περιπλέξωσι και φέρουσι εις αμηχανίαν τον Ιησούν. Οι Ηρωδιανοί σπανίως μνημονεύονται εν τη ευαγγελική ιστορία. Η ύπαρξίς των είχεν κυρίαν πολιτικήν σημασίαν και ίσταντο εκτός του ρεύματος του θρησκευτικού βίου, παρ' εκτός μόνον εφ' όσον αι Ελληνιστικαί τάσεις των και τα κοσμικά συμφέροντά των τους έκαμνον να δεικνύουν επιδεικτικήν ολιγωρίαν προς τον Μωσαϊκόν νόμον. Ούτω εξελλήνιζον τα σημιτικά ονόματά των, προσελάμβανον ειδωλολατρικάς έξεις εσύχναζον εις αμφιθέατρα και περιεφρόνουν τα Ιουδαϊκά έθιμα. Το ότι οι Φαρισαίοι ηνέχθησαν και την προσκαιροτάτην σύμπραξιν μετά τοιούτων ανθρώπων, των οποίων η ύπαρξις ήτον ύβρις κατά των προσφιλέστερων προλήψεών των μας δίδει αφορμήν να αναμετρήσωμεν ακριβέστερον το δηλητηριώδες μίσος το οποίον έστρεφον κατά του Ιησού. Και το μίσος τούτο έμελε να γείνη πικρότερον ακόμη. Αι πράξεις και οι λόγοι της ημέρας εκείνης έμελον να εξάψωσιν αυτό εις το έπακρον.
Οι Ηρωδιανοί ηδύναντο να έλθωσιν ενώπιόν του Ιησού χωρίς να κινήσωσιν υποψίαν απαισίων σκοπών· αλλ' οι Φαρισσαίοι υπουλότεροι και πανουργότεροι δεν ήλθον προς Αυτόν οι ίδιοι. Έπεμψαν τινάς των νεωτέρων μαθητών των, τους οποίους ο Λουκάς ονομάζει εγκαθέτους, οίτινες εξησκημένοι ήδη εν τη υποκρισία έμελον να πλησιάσωσιν Αυτόν ως εν αδόλω απλότητι εταστικού πνεύματος. Ήθελον να παράσχωσι την εντύπωσιν ότι έρις είχεν συμβή μεταξύ αυτών και των Ηρωδιανών, και ότι επεθύμουν να λύσωσι ταύτην. Εκκαλούντες την κρίσιν εις το ανώτερον κύρος του μεγάλου Προφήτου. Ήλθον προς Αυτόν περιεσκεμμένως ευλαβώς, φιλοφρόνως. «Ραββί είπον μετά κολακευτικής φιλοτιμίας οίδαμεν ότι αληθής ει και την οδόν του Θεού, εν αληθεία διδάσκεις και ου μέλλει Σοι περί ουδενός· ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων».
Τον προσεκάλεσαν δε άνευ φόβου ή ευνοίας εμπιστευτικώς να τους είπη την γνώμην Του εις ζήτημα πρακτικής σπουδαιότητος ως όντες βέβαιοι ότι εκείνος μόνος ηδύνατο να λύση την θλιβεράν απορίαν των. Αλλά διατί όλη αυτή η κολακεία και η υποκρισία; «ειπέ ουν ημίν έξεστι κήνσον Καίσαρι διδόναι ή ου;» Αυτόν τον κεφαληάτικον φόρον τον οποίον όλοι μισούσι αλλά την νομιμότητα του οποίου αυτοί οι Ηρωδιανοί υποστηρίζουσι πρέπει ή δεν πρέπει να τον πληρόνωμεν; Ποίος εξ ημών έχει δίκαιον; ημείς οι οποίοι δισχεραίνωμεν και αποστρεφόμεθα τον φόρον ή οι Ηρωδιανοί οι οποίοι τον θέλουν και τον υποστηρήζουν; Έπρεπεν, εφρόνουν, να απαντήση ναι ή όχι· δεν είνε δυνατόν να εκφύγη από έν σαφές ερώτημα τόσον προφυλακτικώς, ειλικρινώς και ευσεβάστως υπόβαλλόμενον. Ίσως θ’ απαντήση ναι, πρέπει. Εάν ούτω πας φόβος αυτού εκ μέρους των Ηρωδιανών θα εκλείπη διότι τότε δεν θα είνε πιθανόν ότι θα διακινδυνεύση αυτούς ή τας σκέψεις των. Εάν Ούτος τον οποίον πολλοί εκλαμβάνουσι ως τον Μεσίαν φανερώς προσχωρήση εις ειδολολατρικήν τυραννίαν και κυρώση τα επαχθέστερα βάρη της, τοιαύτη απόφασις θα εκραγή και θα εξατμήση πάσαν ευλάβειαν την οποίαν ο λαός δυνατόν να αισθάνεται προς Αυτόν.
Εάν αφ' ετέρου ως φαίνεται σχεδόν βέβαιον απαντήσει όχι, δεν πρέπει τότε και πάλιν απαλλαττόμεθα απ' Αυτού: διότι τότε είνε εν φοβερά αποστασία κατά της Ρωμαϊκής εξουσίας και τότε αυτοί οι Ηρωδιανοί οι νέοι φίλοι μας δύνανται πάραυτα να τον παραδώσωσιν εις την δικαιοδοσίαν του Πραίτορος. Ο Πόντιος Πιλάτος θα μεταχειρισθή πολύ αυστηρώς Αυτόν και τας αξιώσεις Του και θέλει εν ανάγκη άνευ του ελαχίστου δυσταγμού αναμίξει το αίμα του, ως αναίμιξε το αίμα άλλου Γαλιλαίου με το αίμα των θυμάτων.
Πρέπει να επερίμεναν την απάντησιν μετά πλείστου ενδιαφέροντος· αλλά και αν κατώρθωσαν να κρύψωσι το μίσος το οποίον εφαίνετο εις τους οφθαλμούς των ο Ιησούς πάραυτα είδε το κέντρον και ήκουσε τον συριγμόν του Φαρισσαϊκού όφεως. Εκείνοι τον εδελέαζον με το «Ραββί» και «αληθής» και «αμερόληπτος» και «άφοβος». Εκείνος τους κεραυνώνει με μίαν μόνην λέξιν αγανακτήσεως. «Υ π ο κ ρ ι τ α ί!» Η λέξις αύτη πρέπει να τους εξήγαγεν εκ της απάτης. «Τι με πειράζεται υποκριταί; Επιδείξατέ Μοι το νόμισμα του κήνσου». Ενώ ο λαός ίστατο θαυμάζων και σιωπών έφερον προς αυτόν έν δινάριον και το έβαλαν εις την χείραν Του. Επί της μιας όψεως απετυπούντο οι υψηλόφρονες ωραίοι χαρακτήρες του Αυτοκράτορος Τιβερίου. Με όλον το πονηρόν σκώμμα επί των χειλέων Του· επί της ετέρας ο τίτλος του P o u t i b e n M a n i m o u s.
«Τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή;» Τους ηρώτησε. Λέγουσιν Αυτώ: «Καίσαρος» «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι.» Τούτο μόνον θα ήρκει διότι εσήμαινεν ότι η εν τω έθνει των αποδοχή του νομίσματος τούτου απήντα εις την ερώτησίν των και απεδείκνυε το κενόν αυτής. Αυτό το ρήμα το οποίον μετεχειρίσθη περιείχε το μάθημα τούτο. Εκείνοι ηρώτησαν «έξεστι δ ο ύ ν α ι;» Αυτός τους διορθόνει και λέγει «α π ό δ ο τ ε» ήτοι δώσατε οπίσω, πληρώσατε προς αυτόν ως χρέος το οποίον έχετε αναγνωρίσει. Δεν ήτο εκούσιον δώρον αλλά νόμιμον χρέος, όχι πρόθυμος προσφορά αλλά πολιτική ανάγκη. Κατενοήθη δε πληρέστατα μεταξύ των Ιουδαίων και διετυπώθη εν σαφεστάτη γλώσση υπό των μεγίστων Ραββίνων των εις τους νεωτέρους χρόνους ότι να δέχηταί τις το νόμισμα βασιλέως τινός σημαίνει ότι αναγνωρίζει την κυριαρχίαν του. Δεχόμενος άρα το δυνάριον ως τρέχων νόμισμα φανερώς εδήλου, ότι ο Καίσαρ ήτο ο κυρίαρχης των, και αυτοί, οι άριστοι εξ αυτών, είχον λύσει το ζήτημα ότι ήτο νόμιμον να πληρόνουσι τον κεφαλικόν φόρον συνήθως πράττοντες τούτο. Ήτο άρα χρέος των να υπακούωσι εις την εξουσίαν την οποίαν είχον εσκεμμένως εκλέξει και ο φόρος τότε παρίστα μόνον έν αντάλλαγμα διά τα ωφελήματα τα οποία ελάμβανον. Αλλ' ο Ιησούς δεν ηδύνατο να τους αφήση με μόνον το μάθημα τούτο. Προσέθηκε τους πολύ βαθυτέρους και εμβρυθεστέρους λόγους «και τα του Θεού τω Θεώ». Εις τον Καίσαρα οφείλεται το νόμισμα το οποίον εδέχθητε ως το σύμβολον της εξουσίας του και το οποίον φέρει την εικόνα του και την επιγραφήν του. Εις τον Θεόν οφείλεται υμάς αυτούς. Τίποτε δεν δύναται πληρέστερον να αποκαλύψη το βάθος της υποκρισίας των Φαρισαίων εκείνων εξεταστών ή το γεγονός ότι μεθ' όλην την θείαν απάντησιν ακόμη ετόλμησαν να κατηγορήσουν ψευδώς τον Ιησούν ότι δήθεν εμπόδιζεν να πληρόνωσι φόρον εις τον Καίσαρα.
Κατάπληκτοι και τεταπεινομένοι επί τη ολοσχερή ματαιώσει σχεδίου το οποίον εφαίνετο ακαταμάχητον, βιαζόμενοι ακουσίως να θαυμάζωσι την άδωλον εκείνην σοφίαν ήτις εν μια στιγμή διέλυσε τους βρόχους της σοφιστικής πονηρίας των, κατηφείς απεχώρησαν.
Δεν υπήρχεν λοιπόν μέσον όπως τον συλλάβη τις εις τους λόγους Του! Αλλά τώρα ήλθον εις το μέσον οι Σαδδουκαίοι νομίζοντες ότι αυτοί ως σοφώτεροι θα επιτύχουν καλλίτερον. Ήλθον εν πνεύματι ολιγώτερον καίοντι μίσους αλλά μάλλον δακνούσης φιλοσκωμμοσύνης. Μέχρι τούδε αυτοί οι ψυχροί Επικούριοι είχον περιφρονήση και παραβλέψη τον προφήτην της Ναζαρέτ. Υποστηριζόμενοι ως αίρεσις υπό τινων εκ των ανωτέρων ιερέων ως και υπό τινων εκ των πλουσιωτέρων πολιτών, φιλικώτερον διακείμενοι προς τε την Ιερουδιανήν εξουσίαν και την Ρωμαϊκήν ήλθον με το αυτό πνεύμα της αυθαρέσκου αμαθείας υφ' ου εμπνέονται αι αντιρρήσεις νεωτέρων τινών Σαδδουκαίων κατά της αναστάσεως των νεκρών, ευχαριστημένοι απλώς να εμβάλλωσι τον Ιησούν εις δυσχέρειαν. Αποτεινόμενοι προς τον Ιησούν μετά σκωπτικού σεβασμού επέστησαν την προσοχήν του εις τον Μωσαϊκόν δεσμόν περί επιγαμβρεύσεως των ατέκνων χηρών τεθνεότων αδελφών υπό των επιζώντων και διηγήθησαν έν φαντασιώδες χονδροειδές παράδειγμα, καθ' ό μετά τον θάνατον ατέκνου του πρωτοτόκου αδελφού η χήρα ενυμφεύθη κατά διαδοχήν τους έξ νεωτέρους αδελφούς του οίτινες όλοι απέθανον είς μετά τον άλλον, αφίσαντες την χήραν επιζώσαν εισέτι «Εν τη ουν αναστάσει ερωτώσι σκωπτικώς, τίνος θα είνε η γυνή αύτη;» Οι Φαρισαίοι ως λέγει το Ταλμούδ, έλυσαν κατά τον ιδικόν των τρόπον το ζήτημα, ειπόντες ότι δε η γυνή θα είνε του πρώτου συζύγου. Αλλ’ ο Ιησούς δεν ήθελεν τοιαύτην απάντησιν αν και ο Ιλλήλ και ο Σαμαΐ δυνατόν να την ήθελον. Η διδασκαλία του διαφέρει από την των Εβραίων Ραββίνων όσον απέχει ο ουρανός από της γης.
Θα ηδύνατο εάν ήτο απλώς άνθρωπος ο διδάσκων να μεταχειρισθή το ερώτημα τούτο με την χλευαστικήν περιφρόνησιν της όποιας ήτο άξιον αλλά το πνεύμα της χλεύης είνε αλλότριον προς το πνεύμα της περιστεράς και άνευ περιφρονήσεως έδωκε προς το προκλητικόν και φιλόνικον δίλλημα την βαθείαν απάντησιν. Καίτοι η ερώτησις ήλθεν προς Αυτόν απροσδοκήτως η απόκρισίς Του ήτο εντελής. Ήνοιξε τας πύλας του παραδείσου τόσον πλατέως ώστε οι άνθρωποι να δύνανται να ίδωσιν ένδον αυτού περισσότερον ή όσον ποτέ είχον ιδεί. Και παρέσχεν εναντίον μιας των κοινοτέρων μορφών της απιστίας έν επιχείρημα το οποίον ούτε Ραββίνος ούτε Προφήτης συνέλαβε ποτέ κατά διάνοιαν. Πλανάσθε, είπεν, μη γνωρίζοντες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού· εν τη αναστάσει ούτε νυμφεύονται ούτε εκδίδονται εις γάμον, ούτε θνήσκουσι, αλλ' είνε όμοιοι προς τους αγγέλους, και είνε τέκνα του Θεού, αφού είνε τέκνα της Αναστάσεως. Διά να τους δείξη δε την περί τας γραφάς αμάθειάν των, ηρώτησε αν δεν ανέγνωσάν ποτε εις το βιβλίον της Εξόδου πώς ο Θεός, χαρακτηρίζει εαυτόν προς τον μέγαν νομοθέτην των λέγων, «εγώ ειμί ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ.» Πόσον ανάξιος θα ήτο ο τοιούτος τίτλος αν ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, ήσαν απλώς και αιωνίως νεκροί και εν ανυπαρξία. «Ουκ έστιν ο Θεός, Θεός νεκρών αλλ' ο Θεός ζώντων.» Θα ήτο ποτέ δυνατόν να καταδεχθή να ονομάση, τον εαυτόν του Θεόν τέφρας και σποδού; Οπόσον ναι, πόσον φαεινή, πόσον βαθεία, αρχή της ευγενείας των γραφών ήτο αύτη! Οι Σαδδουκαίοι πιθανώς υπέθετον ότι αι λέξεις εσήμαινον απλώς, είμαι ο Θεός εις τον οποίον επίστευσαν, ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, αλλ' όμως πόσον κακός θα ήτον ο ορισμός ούτος και πόσον ανεπαρκής διά να εμπνεύση την πίστιν την απαιτουμένην προς ηρωικάς πράξεις! Και αφού δεν υπήρχεν ανάστασις προς τι η πίστις των; εις τον θάνατον και εις το μηδέν επίστευσαν και εις την αιωνίαν σιγήν και εις το σκότος ύστερον από ζωήν τόσον πλήρη δοκιμασιών ώστε ο τρίτος των Πατριαρχών τούτων είχεν περιγράψη αυτήν ως αποδημίαν ολίγων και πονηρών ενιαυτών. Αλλ' ο Θεός ηννόει κάτι περισσότερον τούτου. Εννόει, και ούτω ο υιός του Θεού το ηρμήνευσε, ότι εκείνος όστις βοηθεί τους πεποιθότας επ' Αυτόν ενταύθα θα είνε βοηθός των και καταφυγή, και διατριβή των εις τους αιώνας των αιώνων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΒ'.
Η Μεγάλη αρά
«Διδάσκαλε καλώς είπας.» — «Ποία εντολή μεγάλη.» — Ερώτησις του Ιησού
προς τους γραμματείς. — Ο υιός του Δαυβίδ και ο κύριος του Δαυβίδ, —
«Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί!» — «Ιερουσαλήμ
Ιερουσαλήμ.» — Πλήρωσις της προφητείας.
Όλοι ακούσαντες και αυτοί οι υπέρφρονες Σαδδουκαίοι πρέπει να ησθάνθησαν βαθέως την υψηλήν σεμνότητα των αποκρίσεων εκείνων. Το ακροόμενον πλήθος και εξεπλήσσετο και ηδύνετο. Τινές των γραμματέων ευχαριστηθέντες από την πνευματικήν αναίρεσιν μιας απιστίας την οποίαν οι συλλογισμοί των υπήρξαν ανίσχυροι να θεραπεύσωσι δεν ηδυνήθησαν να μη ανακράξωσι, «διδάσκαλε καλώς είπας.» Η πλέον ή ανθρωπίνη σοφία των απαντήσεων τούτων επέφερε και μεταξύ των εχθρών Του στιγμιαίον αντιπερισπασμόν προς χάριν Του. Αλλά και πάλιν το ακόρεστον πνεύμα της απιστίας και της διαφωνίας εξηγέρθη, και την φοράν ταύτην γραμματεύς τις ενόμισεν ότι και αυτός έπρεπε να δοκιμάση την έκτασιν της μαθήσεως και της σοφίας του Χριστού. Ηρώτησε δι' ερώτημα το οποίον πάραυτα απέδειξε ψευδή και ουχί πνευματικήν έποψιν των πραγμάτων, «διδάσκαλε ποία εντολή μεγάλη εν τω νόμω;»
Αι Ραββινικαί σχολαί εν τω σαρκικώ και παχυλώ πνεύματι της λατρείας του γράμματος είχον σωρεύσει μεγάλους σωρούς λεπτολογίας επί του Μωσαϊκού κώδικος. Πλην άλλων δεν έπαυσαν ποτέ να μετρώσι και να σταθμίζωσι και να ταξεινομώσι και να διυλίζουσι όλας τας διαφόρους εντολάς του λειτουργικού και του ηθικού νόμου. Είχον έλθει εις το σοφόν συμπέρασμα ότι υπήρχον 248 θετικαί εντολαί, τόσαι όσαι και τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος, και 365 αρνητικαί εντολαί τόσαι όσαι αι αρτηρίαι και αι φλέβες ή αι ημέραι του έτους· το όλον 613 όσος είνε και ο αριθμός των γραμμάτων εν τω δεκαλόγω. Λοιπόν από τοιούτον μέγα πλήθος εντολών και απαγορεύσεων όλαι βεβαίως δεν θα ήσαν της αυτής αξίας· άλλαι ήσαν ελαφραί και άλλαι βαρείαι· αλλά ποίαι; και τις ήτο η μεγίστη πασών εντολή; Κατά τινας Ραββίνους η σπουδαιοτάτη πασών των εντολών είνε η περί των κρασπέδων και των φυλακτηρίων και όστις επιμελώς τηρεί αυτήν θεωρείται ως να ετήρησε όλον τον νόμον! Τινές ενόμιζον την παράληψιν των καθαρμών και πλύσεων τόσον κακήν όσον και την ανθρωποκτονίαν· άλλοι ότι αι εντολαί της Μισνάς ήσαν όλαι βαρείαι, αι δε του νόμου, άλλαι βαρείαι και άλλαι ελαφραί· άλλοι εθεώρουν την τρίτην εντολήν ως ούσαν την μεγίστην πασών. Ουδείς εξ αυτών είχε κατανοήσει την μεγάλην αρχήν, ότι η εκουσία αθέτησις μιας εντολής είνε παράβασις όλων, επειδή σκοπός όλου του νόμου είνε το πνεύμα της υπακοής εις τον Θεόν. Ουχ ήττον οι μάλλον πεφοτισμένοι των Ραββίνων είχον ήδη νοήση ότι η μεγίστη πασών των εντολών, επειδή ήτον η πηγή πασών των άλλων, ήτο εκείνη ήτις επέβαλλε την αγάπην προς τον ένα αληθή Θεόν. Ο Ιησούς είχεν λάβει ήδη αφορμήν να εκφράση την επιδοκιμασίαν του επί της κρίσεως ταύτης, και τώρα την επαναλαμβάνει. Δεικνύων τα κράσπεδα των γραμματέων εν οις μία των αναγραφομένων διατάξεων ήτο το εδάφιον 4. Κεφ. ΣΤ'. του Δευτερονομίου, το αναγινωσκόμενον δις της ημέρας υπό παντός θεοσεβούς Ισραηλίτου, είπεν αυτοίς ότι αύτη ήτο η μεγίστη πασών των εντολών, «Άκουσον Ισραήλ Κύριος ο Θεός ημών είς κύριος, και αγαπήσεις κύριον τον Θεόν σου εξ όλης καρδίας σου»· και ότι η δευτέρα ήτο ομοία αυτή, «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» αγάπη προς τον Θεόν αποβαίνουσα αγάπη προς τον Άνθρωπον, αγάπη προς τον άνθρωπον τον αδελφόν μας εκπηγάζούσα από της αγάπης προς τον πατέρα μου τον Θεόν, αύται αι δύο μεγάλαι εντολαί εν αις όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται.
Αι εντολαί τας οποίας εμνημόνευσεν ως τας μεγίστας δεν ήσαν ειδικαί, αλλά γενικαί, ουχί επίλεκτοι εκ πολλών, αλλά περιλειπτικαί πασών. Ο γραμματικός έσχε τον νουν να παρατηρήση και την ειλικρίνειαν να ομολογήση ότι η απόκρισις του Ιησού ήτο πλήρης σοφίας. «Διδάσκαλε αληθή είπας ανέκραξε». Ο Ιησούς επεδοκίμασε την ειλικρίνειάν του και είπε προς αυτόν νουθετών και ενθαρρύνων άμα ότι, δεν ήτο μακράν από της βασιλείας των ουρανών. Το συνέδριον είχε λάβει ήδη πείραν εκ της ήττης των επανηλειμμένων στρατηγημάτων του και της ταπεινώσεως της κομπορρήμονος σοφίας των ότι μία ακτίς φωτός από το στόμα εκείνο ήτο ικανή να διασκεδάση και να διαλύση όλην την σκοτόμαιλαν της κενής λογομαχίας και των περιτέχνων σοφισμάτων των. Αλλ' ήτο καλόν δι' αυτούς να πεισθώσι, πόσον ευκόλως εάν Αυτός ήθελε θα ηδύνατο να μεταχειρισθή εναντίον των, μεθ' υπερόπλου δυνάμεως, αυτά τα μηχανήματα τα οποία εκείνοι μετ' αποτελεσμάτων τόσων ματαίων και τόσων ολεθρίων δι' αυτούς είχον βάλει εις πράξιν εναντίον του. Διά τούτο επρόβαλε προς αυτούς έν απλούν ερώτημα βασιζόμενον επί των ιδίων των ερμηνευτικών αρχών και εξηγμένον έκ τινος ψαλμού του Δαυίδ τον οποίον εθεώρουν ως αναφερόμενον εις τον Μεσσίαν. Εν τω ψαλμώ εκείνω υπάρχει η έκφρασις «είπεν ο Κύριος (Ιεχωβά) τω Κυρίω μου (Αδωναΐ) κάθου εκ δεξιών μου». Τι σας φαίνεται, τους είπε, περί του Χριστού, Τίνος Υιός είνε; λέγουσι Αυτώ, του Δαυίδ. Εάν λοιπόν, είπε, είνε υιός του Δαυίδ πώς ο Δαυίδ τον ονομάζει Κύριόν Του; ηδύνατο ο Αβραάμ να ονομάση τον Ισαάκ ή τον Ιακώβ ή τον Ιωσήφ ή κανέναν εκ των απογόνων του Κύριόν του; εάν όχι πώς ο Δαυίδ έπραξεν ούτω; Μία μόνη ήτο δυνατόν να υπάρχει απάντησις· διότι ο υιός εκείνος θα ήτο θείος όχι ανθρώπινος· υιός του Δαυίδ εξ ανθρωπίνης γεννήσεως, αλλά Κύριος του Δαυίδ εκ θείας υποστάσεως. Αλλά δεν ηδύναντο να εύρωσι την απλήν ταύτην εξήγησιν ούτε καμμίαν άλλην· δεν ηδύναντο να την εύρωσι διότι ο Ιησούς ήτον ο Μεσσίας των και τον απέρριψαν. Επροτίμουν να αγνοώσι το γεγονός ότι αυτός ήτον κατά σάρκα υιός του Δαυβίδ· και όταν ως Μεσσίαν των ωνόμασαν αυτόν υιόν του Θεού ύψωσαν τας χείρας εν φρίκη και έλαβον λίθους διά να τον λιθοβολήσωσι. Ούτω και ενταύθα η σοφία των εναυάγησε και ενώ ηξίουν να είνε αρχηγοί του λαού ουχ ήττον επί θέματος τόσον τακτικού και τόσον σπουδαίου όσον αι περί Μεσσίου ελπίδες των κατεδικάσθησαν δευτέραν φοράν κατά την αυτήν ημέραν ως «τυφλοί τυφλών οδηγοί» και ηγάπων την τύφλωσίν των. Δεν ήθελον να αναγνωρίσωσι την αμάθειάν των δεν μετημελούντο εκ των σφαλμάτων των· το πικρόν δηλητήριον του μίσους των δεν αφηρέθη διά της μακροθυμίας των, η βαθεία νυξ της διαστροφής των δεν διελύθη διά της σοφίας των.
Η πρόθεσίς των όπως τον απολέσωσιν ήτο σταθερά, επίμονος, αμετάτρεπτος. Εάν μία σκευωρία απετύγχανεν επεδίδοντο μετά πείσμονος μοχθηρίας εις εξύφανσιν άλλης. Και διά τούτο αφού η Αγάπη μάτην είχεν διαδραματήσει το μέρος της, η Εκδίκησις παρήλθεν επί την σκηνήν· αφού το Φως του κόσμου δεν έφαινε δι' αυτούς φωτισμόν γνώσεως η αστραπή έπρεπε να τους γνωστοποιήση τον κίνδυνον. Στραφείς τότε Εκείνος προς τους μαθητάς Του εις επίκοον παντός του λαού εξηκόντισε κατά των ενόχων κεφαλών των βροντήν επί βροντής και κεραυνούς εσχάτης καταδίκης. Εφόσον αντεπροσώπευον νόμιμον εξωτερικήν εξουσίαν προέτρεψε τους ακροατάς του να τους σέβωνται, αλλά τους εσυμβούλεσε να μη μιμώνται την κιβδηλίαν των, την τυραννίαν των, την επίδειξίν των, την αγάπην της πρωτοκαθεδρίας, και τον τίτλον, την φιλαργυρίαν και την έπαρσίν των. Και είτα πανδήμως και τρομερώς εξέφερε κατ' αυτών το οκταπλούν εκείνο, «&Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί&» στιγματίζων αυτούς διά πυρίνων εκφράσεων αίτινες κόπτουν και καίουν. Ουαί εις αυτούς διά την βλαβεράν μάθησιν ήτις κλειεί τας πύλας των ουρανών και διά την ολέθριον ζηλοτυπίαν ήτις δεν επιτρέπει εις άλλους να εισέλθουν! Ουαί εις αυτούς διά την καταθλιπτικήν υποκρισίαν των και δείψαν της πλεονεξίας των! Ουαί διά τον προσηλυτίζονα φανατισμόν των όστις μόνον παράγει μάλλον επικίνδυνον διαφθοράν! Ουαί διά την μωρίαν των ήτις τόσον συγχέει την ιερότητα των όρκων ώστε να φέρει τους οπαδούς των εις βάναυσον βεβήλωσιν! Ουαί διά την μικροπρεπή λεπτολογίαν των ήτις αποδεκατίζει το άνηθος και τα κύμινον και δεν φροντίζει διά την δικαιοσύνην και το έλεος και την πίστιν! Ουαί διά την εξωτερικήν καθαριότητα του ποτηρίου και της παροψίδος εν αντιθέσει προς την εσωτερικήν ριπαρείαν και την αρπαγήν και την αδικίαν των! Ουαί διά τους λευκούς τάφους τους οποίους εμιμούντο κατά το εξωτερικόν ενώ εσωτερικώς ήσαν μεστοί υποκρίσεις και ανομίας! Ουαί διά την χλευαστικήν μεταμέλειαν ήτις κατεδίκαζε τους πατέρας των διά τον φόνον των Προφητών και όμως αντανέκλα ακόμη το φονικόν πνεύμα των πατέρων εκείνων, υπερέβαλε μάλιστα το μέτρον της Ενωχής των διά φοβερωτέρας θυσίας! Φευ εις την γενεάν επάνω εις την οποίαν θα έλθη όλον το αίμα των δικαίων από του αίματος του Άβελ έως του αίματος του Ζαχαρίου τον οποίον εφόνευσαν μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου.
Και εις το μέρος τούτο η φωνή ήτις είχε ηχήσει με τόσον δικαίαν αγανάκτησιν ερράγει εις τον τρυφερώτερον έλεγον, «Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν, ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσεία εαυτής υπό τας πτέρυγας και ουκ' ηθελήσατε! Ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος· λέγω γαρ υμίν ου μη με ίδητε απ' άρτι έως αν είπητε, «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
«Ουαί ημίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί!» Απετόλμησάν τινες να κατηγορήσωσι τας λέξεις ταύτας επί αδικία και πικρία· ν' αποδώσωσιν αυτάς εις έκρηξιν αναξίας απογοητεύσεως και αδικαιολογήτου οργής. Αλλά τότε η αμαρτία δεν πρέπει ποτέ να αποδοκιμάζηται; η υποκρισία δεν πρέπει να αποκαλίπτηται; η ηθική αγανάκτησις δεν είνε αναγκαίον στοιχείον εις την δικαίαν ψυχήν; Αυτό το Ταλμούδ, περιγράφει επτά τάξεις των Φαρισαίων, εκ των οποίων αι έξ (6) χαρακτηρίζοντας διά μίγματος υψηλοφροσύνης και απάτης. Μόνον η εβδόμη τάξις είνε η τάξις των γνησίων Φαρισαίων, οίτινες αγαπώσι πράγματι τον Θεόν.
«Ιδού, αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος», και μη η κατάρα αύτη δεν επληρώθη φοβερώς; Ομιλών περί του φόνου του νεωτέρου Άννα και άλλων εξεχόντων προκρίτων της Ιερουσαλήμ ο Ιώσηπος λέγει: «Δεν δύναμαι, ει μη να πιστεύσω, ότι ο Θεός κατεδίκασε την πόλιν του εις όλεθρον, ως μεμολυσμένην πόλιν και απεφάσισε να καθαρίση το αγιαστήριόν του διά πυρός, αφού όλοι οι σεβάσμιοι ιερείς επεβλήθησαν έξω γυμνοί και σφαγιασθέντες ερρίφθησαν βορά εις τους κύνας και εις τα θηρία». Ουδέποτε υπήρξε διήγησις τόσον φρικώδης και απαισία, όσον η ιστορία της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ. Ουδέποτε προφητεία επληρώθη πληρέστερον και τρομερώτερον, ή αύτη του Χριστού. Το αίμα διαφόρων πτωμάτων, ιερέων, πρεσβυτέρων και αρχόντων του Ισραήλ εσχημάτισε λίμνας εν ταις αυλαίς του Ναού· τα πτώματα σωρηδόν έκειντο επ' αυτών των βαθμίδων του θυσιαστηρίου, αι δε φλόγες έκαιον επί ημέρας και νύκτας τον Ναόν της Ιερουσαλήμ τον ωραίον και άγιον Οίκον του Θεού, εξ ου πράγματι δεν απέμεινεν, λίθος επί λίθου.
Και όλον το δίκαιον αίμα το εκχυθέν επί της γης δεν ήλθεν επί την γενεάν εκείνην; πολλοί εκ της γενεάς εκείνης δεν επέζησαν να ίδωσι και αισθανθώσι τας αφάτους φρικαλεότητας, τας οποίας διηγείται ο Ιώσηπος; να ίδωσι τους αδελφούς των να σταυρόνωνται άλλοι ορθοί, άλλοι πλαγίως, και άλλοι ανάποδα, έως ότου «χώρος δεν υπήρχε διά τους σταυρούς, και σταυροί διά τους καταδίκους;» να ίδωσι εξακοσίας χιλιάδας σωμάτων εκφερομένας έξω των πυλών της πόλεως; να ίδωσι φίλους παλαίοντας διά μικρόν χόρτον, όπως τραφώσι; ν' ακούσωσι την φρικώδη ιστορίαν της αθλίας μητρός, ήτις εις τους σπασμούς της πείνης έφαγε τα ίδια τέκνα της; ν' απολυθώσι ως δούλοι εις τοσούτον πλήθος, ώστε επί τέλους κανείς να μη ευρίσκεται να τους αγοράση; να ίδωσι εις τας οδούς να ρέη ποταμηδόν το αίμα, και το πυρ, να καίη τας οικίας τας περιρρεομένας από το αίμα των υπερασπιστών των; κατά την φοβεράν εκείνην πολιορκίαν πιστεύεται, ότι εσφράγησαν [;] έν εκατομμύριον και εκατό χιλιάδες ανθρώπων εκτός των εννενήκοντα επτά χιλιάδων, οίτινες απήχθησαν αιχμάλωτοι. Ήτο φοβερόν πράγμα να αισθάνηταί τις, όπως τινές των επιζώντων και των αυτοπτών, και ούτοι ουχί Χριστιανοί ησθάνθησαν, ότι η πόλις ήτο αξία της καταστροφής, την οποίαν υπέστη, διότι είχε παραγάγει γενεάν ανθρώπων, οίτινες υπήρξαν οι αίτιοι, των συμφορών της· και ό,τι «ούτε άλλη πόλις υπέστη ποτέ τοιαύτα δεινά, ούτε άλλος αιών εγέννησέ ποτε γενεάν γονιμωτέραν εν ανομία και πονηρία, ή όσον ήτο αύτη από καταβολής κόσμου».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΓ'.
Χαίρειν εις τον Ναόν
Η πτωχή χήρα. — Η αληθής ελεημοσύνη. — Λαμπρότης του Ναού — «Ούτε λίθος επί λίθου». — Ο Ιησούς εις το Όρος των Ελαιών. — Η Συντέλεια των αιώνων. — Η παραβολή των Δέκα Παρθένων. — Τελευταίος εσπερινός περίπατος εις Βηθανίαν.
Μετά γλώσσαν, οία αύτη η συνδιαλλαγή δεν ήτο δυνατή. Ότε ο Ιησούς κατέλιπεν τον Ναόν οι μαθηταί Του πρέπει να συνησθάνθησαν, ότι κατελίμπανεν αυτόν διά πάντοτε.
Αλλά πριν απέλθη, έν άλλο συμβάν επήλθε, το οποίον τον έκαμε να καταλίπη τους περιβόλους του Οίκου του Πατρός Του, με λέξεις όχι οργής αλλά επιδοκιμασίας. Εν τη αυλή ταύτη του Ναού υπήρχον δεκατρία κιβώτια, όπου οι προσκυνηταί έρριπτον τας εισφοράς των, και οι ευπορώτεροι τούτων, έρριπτον χρυσόν, και άργυρον μετ' επιδείξεως. Ενώ ο Ιησούς εκάθητο εκεί το πλήθος των προσκυνητών εξηκολούθει να συρρέη. Υψώσας τους οφθαλμούς του είδε πτωχήν χήρα δειλώς ρίπτουσαν την μικράν εισφοράν της. Τα χείλη των πλουσίων προσκυνητών δυνατόν, να συνεστάλησαν μετά περιφρονήσεως προς την προσφοράν ταύτην, ήτις ήτο δυο λεπτά. Αλλ' ο Ιησούς ηυχαριστήθη από την ταπεινήν αυτοθυσίαν της χήρας. Ήτο η προσφορά αύτη ομοία με το ποτήριον ψυχρού ύδατος, το διδόμενον εξ αγάπης, και το οποίον εν τη βασιλεία του δεν θα μείνη αβράβευτον. Ήθελε να διδάξη διά πάντοτε το μέγα μάθημα, ότι η ουσία της ελεημοσύνης είνε η αυτοθυσία, και η αυτοθυσία της χήρας ταύτης εν τη πτωχεία της ήτο πολύ μεγαλειτέρα της του πλουσιωτάτου Φαρισαίου, όστις είχε συνεισφέρει τον χρυσόν του. Διότι όλοι ρίπτουσιν εκ του περισσεύματος, αύτη δε έρριψεν εκ του υστερήματος αυτής.
Και τώρα ο Ιησούς απήλθε του Ναού διά τελευταίαν φοράν· αλλά τα αισθήματα των Αποστόλων, ακόμη προσεκολλώντο μετ' αγάπης, και υπερηφανείας εις τον ιερόν εκείνον χώρον· εστάθησαν δε να ρίψωσιν επ' αυτού τελευταίον βλέμμα πόθου, και εις τούτων επροθυμήθη να επιστήση την προσοχήν του εις τα ωραία μάρμαρα, και τα πολύτιμα αυτού αναθήματα· εις τας εννέα εκείνας πύλας τας χρυσοκολλήτους και αργυροκολλήτους, εις τα λαμπρά και υψηλά προπύλαια· εις τους μεγαλοπρεπείς εκείνους κίονας, και εις τας γλυφάς και τα αραβουργήματα, εις τα εναλλασσόμενα ερυθρά και λευκά μάρμαρα, και εις τας άλλας λαμπρότητας του κτιρίου.
Αλλ' η καρδία του Ιησού ήτο τεθλιμμένη. Δι' αυτόν η αληθής καλλονή ενός ναού συνίστατο εις την ειλικρίνειαν των προσκυνητών του, και ουδεμία επίγειος μεγαλοπρέπεια θα ίσχυε να μεταβάλλη το σπήλαιον εκείνο των ληστών εις οίκον προσευχής. Συντόμως και αυστηρώς απήντησεν ο Ιησούς, «βλέπετε τας μεγάλας ταύτας οικοδομάς; ου μη μείνη ώδε λίθος επί λίθου.» Ήτο το τελευταίον «εκχορώμεν» της αποχωρούσης θεότητος. Ο Τάκιτος και ο Ιώσηπος διηγούνται, πως κατά την πολιορκίαν της Ιερουσαλήμ, ηκούσθη η φοβερά αύτη φωνή· αλλά τώρα εξεφέρετο εν τη πραγματικότητι καίτοι σεισμός δε την συνώδευσε, αλλ' εξηνέχθη ησύχως. Τριάκοντα πέντε έτη ύστερον ο λαός εκείνος μετεβλήθη εις κόνιν· ούτε ο Αδριανός, ούτε ο Ιουλιανός ηδυνήθησαν να κτίσωσιν επί της τοποθεσίας του· και τόρα αυτή η τοποθεσία είνε αβέβαιον πράγμα.
Θλιβερώς και σιωπηλώς η μικρά συνοδία έστρεψε τα νώτα προς τον ιερόν δόμον, όστις ίστατο εκεί, η επιτομή της Ιουδαϊκής ιστορίας, από των ημερών του Σολομώντος και εντεύθεν. Διέβησαν την κοιλάδα των Κέδρων, και απέβησαν την ανωφερή ατραπόν, την άγουσαν από του Όρους των Ελαιών εις την Βηθανίαν. Εις την κορυφήν του Όρους τούτου εστάθησαν, και ο Ιησούς εκάθησε να αναπαυθή ίσως υπό τους κλώνας των δύο μεγαλοπρεπών εκείνων κερδών, αίτινες εκόσμουν τότε, την κορυφήν του Όρους. Ήτο δε σκηνή κατάλληλος να εμπνεύση σοβαρωτάτας σκέψεις. Εις το βάθος από το έν μέρος κάτωθεν Αυτού, έκειτο η Αγία Πόλις, ήτις από πολλού είχε καταστή πόρνη, και ήτις τώρα, την ημέραν ταύτην, την τελευταίαν μεγάλην ημέραν της επιγείου διακονίας Του, είχεν αποδείξει οριστικώς, ότι «ουκ εγίνωσκεν καιρόν επισκέψεως αυτής». Παρά τους πόδας του έκειντο αι κλιτύες των Ελαιών και του κήπου της Γεθσημανή. Επί της αντιπέραν κλιτύος ηγείροντο τα τείχη της πόλεως, και το ευρύ οροπέδιον το επιστεφόμενον με τα μαρμάρινα περιστύλια, και τας στιλβούσας οροφάς του Ναού. Στρεφόμενος ανατολικώς θα έβλεπε τα γυμνά όρη της ερήμου της Ιουδαίας μέχρι της πορφυριζούσης γραφής των ορέων Μωάβ. Εις δε τα βαθέα κοιλώματα του Γωρ έκειντο τα μυστηριώδη ύδατα της θαλάσσης του Λωτ, και πανταχόθεν εφαίνοντο δείγματα της οργής του Θεού και της αμαρτίας του ανθρώπου. Και ο δύων ήλιος της επιγείου ζωής του έρριπτε βαθυτέρας και σκοτεινοτέρας αποχρώσεις καθ' όλην την σκηνήν της επιγείου αποδημίας του.
Δυνατόν αι σκιαί της διανοίας του να απέρριπτον παράδοξον επισημότητα εις την στάσιν, και τους χαρακτήρας του, καθώς εκάθητο σιωπών, εν μέσω της σιγηλής, και τεθλιμμένης συνοδίας των ολίγων πιστών οπαδών του. Μετά φόβου οι εκλεκτότεροι των Αποστόλων Του, ο Πέτρος και Ιάκωβος, και Ιωάννης, και Ανδρέας ήλθον εγγύς εις αυτόν, και καθώς είδον το όμμα του προσηλούμενον επί του Ναού, τον ηρώτησαν ιδιαιτέρως, «Πότε ταύτα γενήσονται; και ποίον το σημείον της ελεύσεώς σου και της συντελείας του κόσμου;» Η ερώτησίς των περί του Πότε έμεινε προς το παρόν άνευ απαντήσεως. Αλλ' η ερώτησις των Αποστόλων προυκάλεσε επ' αυτού τον μέγαν περί συντελείας λόγον, του οποίου τα τέσσαρα ηθικά γνωρίσματα, είνε: Φ υ λ ά τ τ ε σ θ ε και Α γ ρ υ π ν ε ί τ ε και Κ α ρ τ ε ρ ε ί τ ε και Π ρ ο σ ε ύ χ ε σ θ ε.
Άπειροι δυσκολίαι ευρέθησαν εις τον λόγον τούτον, και μακραί πραγματείαι εγράφησαν προς αναίρεσιν τούτων. Η εσκεμμένη δε ασάφεια με την οποίαν η θέλησις του Θεού περιέβαλε τας λεπτομερείας ταύτας περί του μέλλοντος, αίτινες θα υπηρέτουν μόνον, την ματαίαν περιέργειαν, (ή τα παραλύοντα φόβον θα καθιστώσι πάντοτε δυσνόητα μέρη τινά αυτού. Αλλ' εάν παραβάλλωμεν τας εκθέσεις των τριών Συνοπτιστών, και ίδωμεν πώς αμοιβαίως επιρρίπτουσι φως, επ' αλλήλους, εάν αναλογισθώμεν, ότι και υπό των τριών οι λόγοι του Ιησού αναφέρονται μόνον κατ' ουσίαν, εάν έχωμεν την βεβαιότητα, ότι ο σκοπός της προφητείας εις όλας τας εποχάς υπήρξε η ηθική νουθεσία μάλλον, ή η αμυδροτέρα χρονολογική ένδειξις, καθ' όσον εις την φωνήν της προφητείας, ως και εις τον οφθαλμόν του Θεού πας χρόνος είνε μόνον έν αιώνιον ενεστώς, «χίλια έτη εν οφθαλμοίς Κυρίου, ως ημέρα, ή χθες ήτις διήλθε» εάν τέλος αποδεχθώμεν μετά πεποιθήσεως και σεβασμού την δήλωσιν αυτού του Κυρίου, ότι εις αυτόν, ως εις άνθρωπον δεν είνε γνωσταί αι ημέραι και αι ώραι, και ότι «ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους και καιρούς, ους ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία», εάν, λέγω, αναγνώσωμεν τα κεφάλαια εκείνα υπ' όψει έχοντες τοιαύτας αρχάς τότε είμαι βέβαιος, ότι αι πλείσται των δυσχερειών αίρονται αφ' εαυτών.
Δήλον γίνεται εξ αντιπαραβολής τον Λουκά προς τους άλλους δύο ευαγγελιστάς, ότι ο Ιησούς έστρεψε τους λογισμούς των μαθητών του προς δύο ορίζοντας, ένα εγγύς, και ένα απώτερον. Η μεθόρειος γραμμή εκατέρου ορίζοντος εσημείου την συντέλειαν του αιώνος. Εκατέρα δε ήτο έν μέγα τέλος· περί εκατέρας ήτο αληθεί, ότι η τότε υπάρχουσα γενεά (πρώτον εκ της κατά γράμμα εννοίας της γενεάς, είτα εν τη ευρυτέρα εκδοχή του γένους) δεν ήθελε παρέλθει πριν όλα πληρωθώσι. Και η μία ήτο ο τύπος της άλλης· η κρίσις επί της Ιερουσαλήμ, μεθ' ην θα επηκολούθει η αποκατάστασις της Εκκλησίας επί της γης προεικόνιζεν την κρίσιν του κόσμου, και την αποκατάστασιν της βασιλείας του Χριστού, κατά την δευτέραν έλευσίν του. Η αόριστος προφητική εικών του Ματθαίου, και εις σμικρότερον βαθμόν του Μάρκου δυνατόν να φέρη την εντύπωσιν, ότι τα δύο ταύτα συμβεβηκότα θα είναι συνεχή, ή τουλάχιστον εγγύς αλλήλων· αλλά βλέπομεν εκ του Λουκά, ότι ο Κύριος ρητώς επληροφόρησε τους ερωτώντας Αποστόλους, ότι καίτοι πολλά των σημείων, τα οποία προέλεγε θα προηγούντο της αμμέσου συμπληρώσεως μιας εποχής εν τη ιστορία του κόσμου, αφ' ετέρου η μεγάλη συντέλεια δεν θα επέλθη αμέσως, «Δει ταύτα γενέσθαι πρώτον, αλλ' ουκ ευθέως το τέλος» και πάλιν, «εν τη υπομονή υμών κτήσεσθε τας ψυχάς υμών». Ο Ιησούς ωμίλει εν μέρει και εν πρώτοις περί της πτώσεως της Ιουδαϊκής Διαθήκης, εν μέρει δε και κατά δεύτερον λόγον περί της συντελείας του κόσμου· αλλ' ωμίλει περί τούτων με την ποικίλλουσαν εκείνην εναλλαγήν της διανοίας και του λόγου, ήτις ήτο φυσική εις Εκείνον του οποίου όλη η ύπαρξις ήτο εν τη σφαίρα της αιωνιότητος και ουχί του χρόνου.
Εν τη ομιλία ταύτη ο Ιησούς πρώτον ενουθέτει αυτούς περί ψευδοχρίστων και περί ψευδοπροφητών. Προεφήτευσε περί φοβερών διωγμών, περί πληθύνσεως της ανομίας, περί παρακμής της πίστεως, περί των προαγγέλλων σημείων της συντελείας του κόσμου. Και καθώς μανθάνομεν εξ άλλων χωρίων της ιεράς Γραφής τα σημεία ταύτα καθώς συνέβησαν εν τη καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ούτω θα επαναλειφθώσι εις ευρυτέραν έκτασιν προ της συντελείας του κόσμου.
Η επομένη μεγάλη παράγραφος του λόγου τούτου ενδιέτριβε κατά το πλείστον περί του αμμέσου μέλλοντος. Είχε προείπει την καταστροφήν της Αγίας Πόλεως, και τώρα παρέχει εις αυτούς ενδείξεις, δι' ων ήθελεν προαγγελθή η προσέγγισίς της. Όταν ίδωσι την Ιερουσαλήμ κυκλουμένην υπό στρατών, όταν το βδέλυγμα της ερημώσεως σταθή εν αγίω τόπω, τότε και από των αγρών, και από των στεγών των οικιών έπρεπε να φύγωσι έξω της Ιουδαίας προς τα όρη τα πέραν του Ιορδάνου, όπως σωθώσιν από τας φρικαλεότητας, αίτινες έμελλον να επέλθωσι. Πολλοί θα έκραζον ι δ ο ύ ε ν τ α ύ θ α και ι δ ο ύ ε κ ε ί, πλην ας μη δώσωσι προσοχήν εις τούτο διότι όταν ο Χριστός έλθη, η παρουσία Του, ως αστραπή λάμπουσα εξ ανατολών προς δυσμάς θα είνε ορατή εις όλον τον κόσμον, και ως αετοί συναναθροιζόμενοι επί το πτώμα οι προωρισμένοι υπουργοί της θείας εκδικήσεως, θα τείνωσι τας πτέρυγάς των. Διά των νουθεσιών τούτων εφυλάχθησαν και εσώθησαν οι Χριστιανοί. Πριν ο Ιωάνης ο Γισκαλινός κλείση τας Πύλας της Ιερουσαλήμ και Σίμων ο Γερασινός αρχίση να σφάζη τους φυγάδας, ώστε, όστις διέφυγε τον τύραννον τον εκτός των τειχών, κατεστρέφετο υπό του άλλου τυράννου του εκτός των πυλών, πριν ο Ρωμαϊκός Αετός τείνη τας πτέρυγας επί της καταδικασμένης πόλεως, οι Χριστιανοί οι εν τη πόλει έχοντες τας νουθεσίας των προρρήσεων του Χριστού έφυγον εγκαίρως πέραν του Ιορδάνου, εις Πέλλαν, όπου εσώθησαν από της σφαγής, της λεηλασίας, και των αμέτρων συμφορών.
Είτα ο Ιησούς μετέβη εις τον σκοτισμόν του ηλίου και της σελήνης και την πτώσιν των αστέρων και την διάσεισιν των δυνάμεων του ουρανού (σημεία τα οποία δύνανται να έχωσι και κυριολεκτικήν και μεταφορικήν σημασίαν) τα οποία θα προηγηθώσι της εμφανίσεως του Υιού του Ανθρώπου εξ ουρανού και της συναθροίσεως των εκλεκτών από των περάτων του κόσμου εν φωνή σάλπιγγος των αγγέλων. Η Ημέρα εκείνη του Κυρίου θα έχη τα σημεία της όπως και η άλλη, και προέτρεψε τους εκλεκτούς του εις όλας τας εποχάς να παρατηρώσι τα σημεία ταύτα και να τα ερμηνεύωσι ορθώς όπως ερμηνεύουσι τα σημεία του ερχομένου θέρους εκ των φύλλων της συκής. Αλλ' η ημέρα εκείνη θα έλθη εις τον κόσμον αιφνιδίως απροσδοκήτως και καταπληκτικώς· και καθώς θα είνε ημέρα αμειβής δι' όλους τους πιστούς υπηρέτας, ούτω θα είνε ημέρα εκδικήσεως διά τους λαιμάργους και τους μεθύσους, διά τους υποκριτάς και διά τους αδίκους δι' όλους των οποίων οι λογισμοί είνε μεστοί από το περίσευμα της χθες από την κρεπάλην της σήμερον από τας βιοτικάς μερίμνας της αύριον. Διά να εντυπώση δε πλέον ανεξαλλείπτως εις το πνεύμα των τα περί αγρυπνίας μαθήματα, διηγήθη αυτοίς τας ωραίας παραβολάς των 10 Παρθένων και των Ταλάντων και εχάραξε δι' αυτούς εικόνα της μεγάλης εκείνης ημέρας της κρίσεως καθ' ην ο Βασιλεύς θ’ αποχωρήση απ' αλλήλων όλα τα έθνη· καθώς αποχωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από των ερηφίων· την ημέραν εκείνην όσοι έδειξαν την ελαχίστην αγαθότητα προς τον ελάχιστον των αδελφών του τούτων, θαναλογισθώσι ότι έπραξαν τούτο προς Αυτόν.
Αλλά όπως μη αι μεγάλαι αύται διδασκαλείαι περί της συντελείας φέρουσιν αυτούς εις τας παλαιάς περί Μεσσίου ιδέας των συνεπέρανεν με την θλιβεράν επανάληψιν της προρρήσεώς του ότι ο θάνατος και η αγωνία του θα προηγηθώσιν όλων των άλλων. Την φοράν δε ταύτην τους απεκάλειψεν και τον τρόπον και αυτήν την ημέραν εν άκρα σαφηνεία, «Οίδατε ότι μετά δύο ημέρας το Πάσχα γείνεται, και ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδητε εις το σταυρωθήναι». Ούτως ετελείωσεν ο μέγας εκείνος λόγος επί του όρους των Ελαιών και ο ήλιος έδυσεν και ηγέρθη και περιεπάτησεν μετά των Αποστόλων Του την βραχείαν υπολειπομένην οδόν προς την Βηθανίαν. Ήτο η τελευταία φορά καθ' ην θα περιεπάτει αυτήν επί της γης· και μετά τας τρομεράς εξάψεις της ημέρας εκείνης πόσον τερπνή πρέπει να ήτο δι' Αυτόν η ώρα εκείνη της αμφιλύκης και της εσπερινής γαλήνης· πόσον αναψυκτική η ειρήνη και η φιλοστοργία ήτις τον περιέβαλλε εν τω ησύχω χωρίω και τη αγία εκείνη οικία. Καθώς παρετηρήσαμεν ο Ιησούς δεν ηγάπα τας πόλεις και σπανίως εκοιμάτο εντός των τειχών των. Καίτοι αι ανάγκαι του έργου Του τον ηνάγκαζον να επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ και να κηρύττει εις τα άπειρα πλήθη τα συρρέοντα εκείσε κατά τας εορτάς, ουχ ήττον φαίνεται ότι απεχώρει εν πάση δυνατή ευκαιρία έξω των τειχών της, και εζήτει την ησυχία υπό την σκιάν των ελαιών, υπό την λαμπρότητα της δύσεως του ηλίου και υπό την δρόσον την πίπτουσαν εξ ουρανού.
Αι σκέψεις του πικρού ποτηρίου το οποίον έμελλε εν συντόμω να πίει ήτον αναμφιβόλως παρούσα εις Αυτόν, αλλά παρούσα μόνον υπό την έποψιν της υψιλής θυσίας και του υπερτάτου σκοπού της αγάπης τον οποίον έμελλε να πληρώση. Όχι οι σπασμοί τους οποίους έμελλε να υποφέρη, αλλ' οι σπασμοί από τους οποίους έμελλε να σώση, όχι η δύναμις του σκότους ήτις θα εφαίνετο ότι θα εκέρδιζε βραχύν θρίαμβον, αλλ' η απολυτρούσα νίκη, ο πλήρης εντελής και επαρκής εξιλασμός, ταύτα δυνάμεθα ευσεβάστως να πιστεύσωμεν ότι ήσαν τα υποκείμενα τα οποία εδέσποζον των σκέψεών του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΔ'.
Η αρχή του τέλους
Το συμβούλιον εν τη οικία του Καϊάφα. — Τα τριάκοντα αργύρια. — Αι αφορμαί του Ιούδα. — «Εισήλθεν ο Σατανάς εις τον Ιούδαν». — Ο τελευταίος ύπνος του Ιησού επί της γης.
Ήτο άφευκτον ότι οι φλέγοντες λόγοι της αγανακτήσεως τους οποίους ο Ιησούς είχεν εκφέρει κατά την τελευταίαν μεγάλην ημέραν του κηρύγματός του θα παρώξυνον πέραν παντός μέτρου την μανίαν του Ιουδαϊκού κόμματος μεταξύ των Ιουδαίων. Ου μόνον είχον εκτελεσθή αναφανδών εν αυτή τη σκηνή του αξιώματός των και επί παρουσία των πλέον αφωσιωμένων οπαδών του, ου μόνον είχον βιασθή να ομολογήσωσι την αμάθειάν των περί την εξήγησιν των Γραφών, ήτις ήτο η ανεγνωρισμένη δικαιοδοσία των, και την ανικανότητά των να αποφανθώσιν γνώμην επί αντικειμένου περί ου αυτοί ώφειλον εκ του επαγγέλματός των να γνωρίζωσι, αλλά μεθ' όλας αυτάς τας ταπεινώσεις εκείνος τον οποίον αυτοί περιεφρόνουν ως τον νέον και αμαθή Ραββίνον της Ναζαρέτ, εκείνος όστις παρημέλει τα έθιμά των και παρέβλεπε τας παραδόσεις των, εκείνος από τους λόγους του οποίου εκρέματο εν εκστάσει το πλήθος είχεν αιφνιδίως στραφή εναντίον των και είχεν εξακοντίσει κατ' αυτών έν Ο υ α ί τόσον σφοδρόν τόσον καυστικόν ώστε ουδείς εξ όσων το ήκουσε δεν θα το ελησμόνει ποτέ. Φαρισαίοι, Σαδδουκαίοι Ηρωδιανοί, Ιερείς, Γραμματείς, Πρεσβύτεροι, ο Άννας ο πανούργος και τυραννικός, ο Καϊάφας ο ευτελής και δουλόφρων, όλοι ήσαν επί ποδός τώρα· και συνήλθον εκείνην την ιδίαν εσπέραν εν τη οικία του Καϊάφα θάψαντες όλας τας διαφοράς των εις κοινήν έμπνευσιν μίσους εναντίον του εκ μακρού επηγγελμένου εκείνου Μεσσίου, παρ' ώ ανεγνώριζον μόνον κοινόν εχθρόν. Ήτο συμμαχία προς καταστροφήν Του, συμμαχία φανατισμού απιστίας και φιλοκοσμίας· η λύσσα του ψευδευβλαβούς, η περιφρόνησις του αθέου και η απέχθεια του ιδιοτελούς· και εφαίνετο το προδηλότατον ότι από το φιλέκδικον μίσος τοιούτου συνδυασμού ουδεμία επίγειος δύναμις ήρκει διά να σώση. Οι ευαγγελισταί αναφέρουσι μόνον τα δύο συμπεράσματα εις τα οποία έφθασαν οι συνομώται· το έν ήτο αποφασιστικωτέρα ακόμη ανανέωσις της ψήφου ότι έπρεπε εκ παντός τρόπου να θανατωθή άνευ αναβολής· το άλλο ότι έπρεπε τούτο να γείνη μετά πανουργίας και όχι μετά βεβαιότητος φόβω του πλήθους· και ότι διά τον αυτόν λόγον, όχι ένεκα της ιερότητος της εορτής, ο φόνος έπρεπε να αναβληθή μέχρις ου παρέλθει το Πάσχα και διασκορπισθώσιν οι αναρίθμητοι προσκυνηταί εις τας οικίας των.
Η συνέντευξις αύτη συνέβη πιθανότατα την εσπέραν της τρίτης, ενώ δε αυτοί απεφάσιζον ότι διαρκούντος του Πάσχα δεν θα εγίνετο ο Φόνος την αυτήν στιγμήν καθήμενος επί των κλυτίων του όρους των Ελαίων ο Ιησούς προέλεγε εις τους μαθητάς του με την ατάραχον βεβαιότητα ότι έμελλε να θυσιασθή κατ' αυτήν την ημέραν καθ' ην αφ’ εσπέρας ο αμνός θα εθυσιάζετο και το Πασχάλιον συμπόσιον ήρχιζε.
Πριν λάβη πέρας το συμβούλιον συνέβη γεγονός τι το οποίον μετέβαλεν τα συμπεράσματά του και κατέστησεν δυνατήν την άμεσον σύλληψιν του Ιησού άνευ του θορύβου τον οποίον εφοβούντο. Η ανακωχή των οκτώ ημερών εν τη πικρά αποφάσει Του Θανάτου την οποίαν ο τρόμος και όχι το έλεός Του είχεν παραχωρήση έμελλε να ανακληθή. Η πληγή επρόκειτο να κατενεχθή αμέσως.
Επληροφορήθησαν ότι άνθρωπός τις όστις εγνώριζεν τον Ιησούν, όστις είχεν χρηματίσει πλησίον του και υπήρξε μαθητής του· είς εκ των δώδεκα ήτο έτοιμος να θέση τέρμα εις την αμηχανίαν των και να ανανεώση τας συνεννοήσεις μετ' αυτών τας οποίας είχεν αρχίσει ήδη προ ημερών. Η οικία του Καϊάφα ήτο πλησίον των περιβόλων του ναού· ο Ιούδας προσελθών εις τους φύλακας του ναού, τα μέλη της Λευιτικής φρουράς τους έχοντας την επιστασίαν των ιερών δόμων απηυθύνθη προς αυτούς και ούτοι αμέσως τον έφερον ενώπιόν των ιερέων και των αρχόντων.
Τινές των ιερέων τον είχον ιδεί ήδη εις το προηγούμενον συμβούλιον άλλοι βεβαίως τον εγνώριζον, ως ένα εκ των ακολουθούντων τον Ιησούν και τον μόνον Ιουδαίον μεταξύ των Γαλιλαίων Αποστόλων. Και τώρα έμελλον να συνασπισθώσιν μετ' αυτού εν πονηρία! Το ότι είς εξ εκείνων οίτινες έζησαν πλησίον του Ιησού όστις είχεν ακούσει όλα όσα Εκείνος είπε και είχεν ίδει όλα όσα έπραξεν ήτο έτοιμος να τον προδώση, τους ενίσχυσεν εις τον σκοπόν των· τω ότι δε αυτοί οι ιεράρχαι και ευγενείς ήσαν πρόθυμοι ου μόνον να επαινέσωσιν, αλλά να ανταμείψωσι τον Ιούδαν δι’ ό,τι ήθελε να πράξη και ενίσχυσιν τούτου εις το σκοτεινόν και απηλπισμένον σχέδιον των, καθώς εν τω ύδατι το πρόσωπον αντικρύζει το πρόσωπον, ούτω η καρδία του Ιούδα και αι καρδίαι εκείνων αφομοιώθησαν διά της αντανακλάσεως της αμοιβαίας συμπαθείας των. Καθώς ο σίδηρος οξύνει τον σίδηρον ούτω και ο κτηνώδης θυμός εκείνου έδωκεν νέαν αιχμήν εις το ηκονισμένον μίσος των· τα καθέκαστα της αγοροπωλησίας αγνοούμεν. Ούτε ο Ιούδας ούτε οι εκμισθωταί του είχον αφορμάς να ενδιατρίψωσι επ' αυτών μετ' ευχαριστήσεως. Οι Ευαγγελισταί και οι πρώτοι χριστιανοί εν γένει όταν ομιλώσι περί του Ιούδα φαίνονται πληρούμενοι από πνεύμα αργιλλού αποτροποιασμού, λίαν βαθέως ή ώστε να εκφρασθή διά λόγου. Έν μόνον σκοτεινόν γεγονός ίστατο ενώπιον της φαντασίας των εν όλη τη φρίκη του και τούτο ήτο ότι ο Ιούδας υπήρξε προδότης· ότι ο Ιούδας ήτο είς των δώδεκα, και όμως επώλησε τον Κύριόν του. Πιθανώς έλαβε τα χρήματα εν τω άμα. Με τους απλήστους οφθαλμούς της φιλαργυρίας πρέπει να ενέβλεψεν επί των αργυρών νομισμάτων των φερόντων επί της μιας όψεως (ω παράδοξος ειρωνία της ιστορίας!) θαλλών ελαίας, το σύμβολον της ειρήνης, επί δε της ετέρας θυμιατήριον, το έμβλημα της προσευχής, μετά της επιγραφής «Ιερουσαλήμ, η Αγία.»
Έν πράγμα εν τούτοις είνε βέβαιον· απήλθεν απ' αυτών μισθωτός προδότης και από τούδε εζήτει ευκαιρίαν όπως προδώση τον Διδάσκαλόν του.
Ποίαι ήσαν αι αφορμαί του ανθρώπου τούτου οι ευαγγελισταί ουδέν άλλο λέγουσιν ειμή ότι ο σατανάς εισήλθεν εις αυτόν. Το έγκλημα του ανθρώπου δεν εφαίνετο επιδεκτικόν φυσικής εξηγήσεως. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όστις ουδέποτε δύναται να ωμιλήση περί αυτού άνευ φρίγους αποτροποιασμού λέγει περί αυτού ότι ήτο κλέπτης. Η αιφνιδία κρίσις του πειρασμού κατέλαβεν τον άνθρωπον αλλά βεβαίως η καρδία του ήτο παρασκευασμένη από πολλού όπως δεχθή το πονηρόν πνεύμα· τις είδε ποίαι και πόσαι διαβολικαί εισηγήσεις εισήλθον εις την καρδίαν του προδότου. Πιθανώς από πολλού χρόνου ολόκληρον συγκεχυμένον χάος αμαρτιών, εμυκάτο εν τη ψυχή του Ιούδα· κακία, εγκόσμιος φιλοδοξία, κλοπή, μίσος παντός εντός του καλού και του αγνού, αγνωμοσύνη, μανιώδης θυμός, όλα εκορυφώθησαν εις την ρυπαράν εκείνην και φρικαλέαν πράξιν της προδοσίας, όλα αναμεμιγμένα με τυφλήν θυριώδη μανίαν εντός της ζωφώδους ψυχής του.
Καθ' εκάστην ημέραν ο Ιησούς κατήρχετο εκ Βηθανίας την πρωίαν και μετέβαινεν εις Ιεροσόλυμα. Διατί την Τετάρτην δεν κατήλθε; διότι υπόπτευε την προδοσίαν; Την ημέραν εκείνην εν ταις αυλαίς του Ναού το πλήθος μάτην επερίμενε να ακούση την Φωνήν Του. Αναμφιβόλως ο λαός τον επερίμενε μετ' ανυπομονησίας· αναμφιβόλως οι Ιερείς και οι Φαρισαίοι τον ανεζήτουν μετ' απαισίας ελπίδος· πλην Αυτός δεν ήλθε. Την ημέραν διήλθεν εν ηρεμία, εν ησυχία και σιωπή. Προητοίμαζεν Εαυτόν εν ειρήνη και προσευχή διά την φοβεράν πάλην· δυνατόν να περιεπλανάτο μόνος εις τα ορεινά υψώματα περί την Βηθανίαν και εκεί υπό τον εαρινόν ήλιον ετήρει υψηλήν κοινωνίαν μετά του Πατρός Του του εν ουρανοίς. Αλλά πώς διήλθε την ημέραν δεν γνωρίζομεν. Πέπλος ιεράς σιγής καλύπτει τούτο. Περιστοιχίζετο υπό των ολίγων οίτινες τον ηγάπων και επίστευον εις Αυτόν. Προς αυτούς δυνατόν να ωμίλησε, αλλά το έργον Του ως διδασκάλου εν τη βραχεία εγκοσμίω ζωή Του είχε τελειώσει.
Την νύκτα εκείνην εκοιμήθη διά τελευταίαν φοράν επί της γης. Την Πέμπτην πρωί εξύπνησεν διά να μη κοιμηθή πλέον ειμή τον ύπνον «σκύμνου λέοντος Ιούδα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΕ'.
Ο Μυστικός Δείπνος
Αι ετοιμασίαι διά το δείπνον. — Το εστρωμένον ανώγεον. — Έρις περί πρωτοκαθεδρίας. — Ο Ιησούς νίπτει τους πόδας των μαθητών. — «Καθαροί εστε αλλ' ουχί πάντες». — Διδασκαλία περί ταπεινώσεως. — «Είς εξ υμών παραδώση Με». — «Μήτοι εγώ ειμι διδάσκαλε;» — Η παράδοσις του φριχτού μυστηρίου της Αγίας Ευχαριστίας.
Κατά την εσπέραν της Τρίτης ο Ιησούς είχεν ομιλήσει περί του Πάσχα ως καιρού του Θανάτου Του, την πρωίαν της Πέμπτης συνομιλία τις συνέβη μεταξύ του Ιησού και των μαθητών Του περί του Πασχαλείου δείπνου. Τον ηρώτησαν πού ήθελεν να ετοιμάσωσιν διά το Πάσχα επειδή είχεν ήδη παραιτήσει την δημοσίαν Του διδασκαλίαν και διήρχετο την Πέμπτην ως είχεν διέλθει και την προτεραίαν εν μονώσει· πιθανώς ούτοι επερίμεναν ότι ήθελε να φάγη το Πάσχα εν Βηθανία, περί της οποίας ο Ραββίνος είχεν αποφανθή ότι έκειτο εντός των ορίων της Ιερουσαλήμ. Αλλά τα σχέδιά του άλλως είχον. Αυτός ο αληθής Πασχαλινός Αμνός έμελλε να θυσιασθή άπαξ και διά πάντοτε εν τη αγία πόλει· επομένως έπεμψε τον Πέτρον και Ιωάννην εις Ιερουσαλήμ και είπεν αυτοίς, ότι άμα εισήρχοντο εις την πόλιν θα εύρισκον άνθρωπον κεράμινον ύδατος βαστάζοντα. Ακολουθούντες αυτόν θα έφθιναν είς τινα οικίαν εις τον οικοδεσπότην της οποίας ώφειλον να είπωσιν, «Ο Κύριος λέγει, ο καιρός Μου εγγύς εστι· πού εστι το κατάλυμα ίνα το Πάσχα μετά των μαθητών Μου φάγω;» και ο οικοδεσπότης ούτος (τον οποίον τινές συμπεραίνουν ότι ήτο ο Ιωσήφ ο από Αρυμαθέας, άλλοι δε ο Ιωάννης ο επικαλούμενος Μάρκος) θα έθετεν εις την διάθεσίν των ανώγεον μέγα εστρωμένον μετά τραπέζης και αναγκλίντρων. Εύρον όλα καθώς τους είπεν ο Ιησούς και εκεί ητοίμασαν το Πάσχα. Είνε παραδεδεγμένον όμως ότι το δείπνον το οποίον ητοίμασαν και το οποίον ο Ιησούς μετά των μαθητών Αυτού έφαγεν την εσπέραν της Πέμπτης, δεν ήτο το κυρίως νομικόν Πάσχα των αζύμων, αλλά Πάσχα καινόν και πνευματικόν το οποίον ο Ιησούς τότε συνέστησε διά της παραδόσεως των θείων και φρικτών μυστηρίων της αναιμάκτου θυσίας.
Προς την εσπέραν ο Ιησούς και οι μαθηταί Αυτού εξήλθον της Βηθανίας και διά του Όρους των Ελαιών απήλθον εις Ιεροσόλυμα όπου τους ευρίσκωμεν εις το ανώγεον μέγα εστρωμένον, το οποίον ήτο ίσως το αυτό εκείνο όπου τρεις ημέρας ύστερον οι μαθηταί περίλυποι και πεφοβισμένοι είχον συναθροισθή και όπου είδον τον Κύριόν των αναστάντα εκ νεκρών· ίσως το αυτό εκείνο όπου μετά επτά εβδομάδας μετ' ήχου βιαίας φερομένης πνοής ως γλώσσα πυρός επήλθεν επ' αυτούς ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος.
Όταν έφθασαν το δείπνον ήτο έτοιμον. Η φαντασία αγαπά να αναπαριστά όλας τας πιθανάς λεπτομερείας της συγκινητικής εκείνης και αγίας σκηνής. Ήτο όλως ανόμοιος προς ό,τι η φαντασία του Λεονάρδου Βίντση και άλλων μεγάλων ζωγράφων την παρέστησε. Δυνατόν εν τω καταλαμβάνειν τας έδρας να εκινήθη πάλιν εις το πνεύμα των Αποστόλων η φιλοπρωτία εκείνη, την οποίαν άλλοτε τόσον αυστηρώς επετίμησεν ο Κύριος. Κατά την στιγμήν ταύτην οπότε η ψυχή του οίκου ήτο πλήρης τοιαύτης υψηλής προθέσεως οπότε έπνεε τον αγνόν αέρα της αιωνιότητος, και, το αιώνιον ήτο παρ’ Αυτώ με όλην την θνητήν περιβολήν του, ου μόνον παρόν αλλά και ορατόν τοιαύτη έρις πρέπει να ήτο ειπέρ ποτε αλγεινή. Εδείκνυε πόσον ολίγον μέχρι τούδε και αυτοί οι εκλεκτοί οπαδοί του είχον εισέλθη εις την έννοιαν της ζωής του. Απεδείκνυεν ότι και τώρα ακόμη δεν είχον δυνηθή να εννοήσωσι τας πολλάς αυτού νουθεσίας περί της φύσεως της βασιλείας Του και περί της βεβαιότητος του τέλους Του. Ότι μεγάλη τις κρίσις επέκειτο, ότι ο διδάσκαλός των έμελλε να πάθη και να θανατωθή πρέπει εν μέρει να κατεννόησαν· αλλά φαίνεται να εθεώρησαν τούτο ως πρόσκαιρον συσκοτισμόν μεθ' ον θα επήρχετο άμεσος ανάδειξις της λαμπρότητός του και η επί της γης ίδρυσις του θρόνου του ως Μεσσίου. Μετ' αλγεινής σιωπής ηχούσε τους ψιθυρισμούς των αντιζηλιών των ενώ εζήτουν τας έδρας των εις το δείπνον. Ουχί διά λόγων, αλλά διά πράξεων βαθύτερον συγκινούσας απεφάσισεν να διδάξη αυτούς και όλους τους αγαπώντας αυτόν ευγενέστερον μάθημα.
Είνε γνωστόν πως εν τη Ανατολή ανέκαθεν συνήθειζον οι επισκέπτας πριν εισέλθωσιν εις οικίαν ου μόνον να αποβάλωσι τα σάνδαλα αλλά και να πλύνωσι τους πόδας. Οι πόδες των μαθητών πρέπει να ήσαν πλήρης κόνεως από την πολυσύχναστον οδόν την οποίαν διήνυσαν από Βηθανίας εις Ιερουσαλήμ. Το πλύνειν τους πόδας ήτο έργον των δούλων, και αφού ουδείς προσεφέρθη να εκτελέση το ευμενές υπούργημα, ο Ιησούς Αυτός ηγέρθη από της θέσεώς Του εν τω δείπνω διά να εκτελέση την φιλικήν υπηρεσίαν την οποίαν ουδείς των μαθητών Του προσεφέρθη να κάμη προς χάριν Του. Καλώς φαίνεται η έκπληξις του ηγαπημένου μαθητού εν τη διηγήσει ότε ενδιατρίβει εις πάσαν λεπτομέρειαν της σκηνής ταύτης. «Ειδώς ότι ο πατήρ παρέδωκε πάντα εν χερσί αυτού και ότι από του Θεού εξήλθε και προς τον Θεόν υπάγει, ηγέρθη από του δείπνου και απέθηκε τα ιμάτια, και λαβών λέντιον διεζώσατο.» Είτα εγχύσας ύδωρ εις την μεγάλην λεκάνην ήρχισεν να πλύνη τους πόδας των μαθητών και να σπογγίζει τούτους με το λέντιον με το οποίον ήτο ζωσμένος. Φόβος και συστολή τους συνείχε σιωπώντες έως ότου ήλθε προς τον Πέτρον του οποίου η συγκίνησις και η έκπληξις εξεφράσθη διά της ερωτήσεως, «Κύριε Συ μου νίψεις τους πόδας.» Συ ο υιός του Θεού ο βασιλεύς του Ισραήλ όστις έχεις ρήματα ζωής αιωνίου, Συ του οποίου τους πόδας βασιλείς θα χρίσωσι με τα πολυτιμότατα μύρα των και αμαρτωλοί μετανοούντες θα λούσωσι με δάκρυα θερμά, Συ νίπτεις του Πέτρου τους πόδας; Ήτο το αυτό αίσθημα το οποίον τρία έτη πρότερον είχεν αποσπάσει την κραυγήν εκείνην από τον άξεστον αλιέα της Γαλιλαίας, «έξελθε απ' εμού ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι Κύριε.»
Πραέως αναγνωρίζων ότι υπήρχε καλόν εις την κραυγήν του ορμητικού μαθητού Του ο Ιησούς λέγει αυτώ ότι έως τώρα είνε ακόμη άωρος διά να εννοήση την έννοιαν των πράξεών Του· καίτοι η ημέρα θα έλθη καθ' ην η σημασία των θα επελάμψη εις αυτόν. Αλλ' ο Πέτρος ισχυρογνώμων και τολμηρός ως να ησθάνετο περισσότερον του Κυρίου το μεγαλείον Εκείνο όστις υπούργη και την σμικρότητα εκείνου προς ον το υπούργημα θα εγίνετο επέμεινεν εις την αντίστασίν του. «Ου μη νίψεις τους πόδας μου εις τον αιώνα»· εφώναζεν παραφόρως! αλλά τότε ο Ιησούς απεκάλυψεν εις αυτόν το επικίνδυνον της ισχυρογνωμοσύνης και της ψευδούς ταπεινώσεως. «Εάν μη νίψω σε ουκ έχεις μέρος μετ' εμού». Ο οπαδός μου οφείλει να δέχητε το θέλημα το Εμόν και όταν ελάχιστα δύναται να το εννοήση, και όταν φαίνεται να παραβιάζη τας ιδίας εννοίας του περί του τι είμαι. Η ατάραχος εκείνη λέξις μετέβαλλε το όλον ρεύμα της σκέψεως και του αισθήματος του θερμοκαρδίου μαθητού! Δεν έχω μέρος μετά Σου; μη γένοιτο Κύριε! «Κύριε μη τους πόδας μόνον αλλά και τας χείρας και την κεφαλήν». Αλλ' όχι, και πάλιν οφείλει να δεχθή ότι ο Χριστός θέλει, όχι κατά τον ίδιον τρόπον του, αλλά κατά τον τρόπον του Χριστού. Η νίψις όλου του σώματος δεν εχρειάζετο. Το βάπτισμα της μυήσεώς του είχε τελειώσει εις τον νιπτήρα της αναγεννήσεως είχεν ήδη βυθισθή. Τίποτε περισσότερον δεν εχρειάζετο ειμή ο καθημερινός καθαρισμός από μικροτέρων και νεωστί προσληφθέντων ρύπων. «Ο Ιησούς είπεν αυτώ, ο λελουμένος ου χρείαν έχει ή μη νίψασθαι τους πόδας, όλος δε καθαρός εστι· και υμείς καθαροί εστέ», και τότε προσέθηκε μετά βαθέως στεναγμού «αλλ' ουχί πάντες».
Αι τελευταίαι λέξεις ήσαν υπενειγμός της γνώσεώς του περί της παρουσίας του προδότου· διότι εγνώριζεν ότι εκείνοι μέχρι τούδε δεν ήξευραν ότι αι χείρες του Κυρίου της Ζωής είχον αρτίως νίψει τους πόδας του προδότου. Ω παράδοξος και ακαταμέτρητος άβυσσος ανθρωπίνης τυφλώσεως και αχαριστίας! Ο προδότης εκείνος με όλην την μαύρην και επάρατον προδοσίαν εις την καρδίαν του την ψευδή είχεν ιδή είχεν γνωρίσει, είχεν υποφέρει τούτο· είχεν αισθανθή την επαφήν των ευμενών εκείνων και απαλών χειρών, είχε δροσισθή διά του καθέροντος ύδατος, είχεν ιδή την δεσποτικήν κορυφήν κλίνουσαν υπεράνω των ποδών του! Δι' αυτόν δεν υπήρχεν καθαρισμός εις το διαυγές εκείνο ύδωρ. Ούτε ο Διάβολος εξορκίσθη ένδοθέν του διά της πραείας εκείνης φωνής, ούτε η λέπρα της καρδίας του εκαθαρίσθη διά της θαυματουργού επαφής εκείνης.
Οι άλλοι Απόστολοι δεν παρατήρησαν κατά την στιγμήν εκείνην την θλιβεράν εξαίρεσιν, «αλλ' ουχί πάντες».
Δυνατόν αι συνειδήσεις των, να έδιδον έκαστον και εις τους πιστοτέρους ακόμη θλιβεράν αιτίαν να απηχήσωσι τας λέξεις έκαστος εις την ιδίαν ψυχήν του. Είτα ο Ιησούς, αφού ένιψε τους πόδας των, ανέλαβε τα ενδύματά Του, και πάλιν ανεκλίθη εις το δείπνον. Καθώς ηρείδετο εκεί επί του αριστερού αγκώνος, ο Ιωάννης ανεκλίνετο εκ δεξιών Του, με την κεφαλήν πλησίον εις το στήθος του Ιησού. Παραπλεύρως του Ιωάννου πιθανόν να ήτο ο αδελφός του Ιάκωβος, και, καθώς εικάζομεν εκ των ολίγων λεπτομερειών περί του δείπνου, αριστερόθεν του Ιησού ανέκειτο ο Ισκαριώτης, όστις ή κατέλαβεν αυθαιρέτως την θέσιν εκείνην, ή, ως ο κάτοχος του κοινού βαλαντίου, κατείχε θέσιν κάπως εξέχουσαν μεταξύ της μικράς συνοδίας. Φαίνεται δε πιθανόν ότι η θέσις του Πέτρου ήτο αριστερόθεν του Ιούδα. Και καθώς ήρχισε το δείπνον, ο Ιησούς τους εδίδαξε ποίαν έννοιαν είχεν η πράξις Του. Ορθώς και μετά του προσήκοντος σεβασμού τον ωνόμαζον Διδάσκαλον και Κύριον, διότι τοιούτος ήτο· και όμως καίτοι ο Κύριος είνε μείζων του δούλου, ο δε Αποστείλας μείζων του Αποστόλου, αυτός ο Κύριος και ο διδάσκαλός των ένιψεν αυτών τους πόδας. Είχε ποιήσει τούτο ίνα διδάξη αυτούς την ταπείνωσιν, την αυταπάρρησιν, την αγάπην. Εκείνος θα είνε αρχηγός μεταξύ αυτών όστις, προς χάριν των άλλων, αναλαμβάνει τα μεγαλείτερα βάρη και επιζητεί τας ταπεινοτάτας διακονίας. Πάλιν και κατ' επανάληψιν τους ενουθέτησεν ότι δεν έπρεπε να ελπίζουν επιγείους αμοιβάς ή ευημερίαν. Ο θρόνος, και η τράπεζα, και η βασιλεία, και αι πολλαί μοναί, δεν είνε επί της γης.
Και τότε πάλιν η ταραχή του πνεύματός Του εξερράγη, ωμίλει περί εκείνων τους οποίους είχεν εκλέξει, αλλ' όχι περί όλων αυτών. Μεταξύ της ευλογημένης συντροφίας εκάθητο είς όστις εφείλκυε κατάραν επί της ιδίας κεφαλής του. Ταχέως θα καταστώσιν ικανοί να κρίνωσιν ότι, καθώς ο άνθρωπος όστις δέχεται εν τω ονόματι του Χριστού τον ταπεινότατον θεράποντά Του δέχεται Αυτόν τον ίδιον, ούτω και όστις αθετεί Αυτόν αθετεί τον Πατέρα Του, και ότι η αθέτησις αύτη του Θεού του Ζώντος ήτο το έγκλημα το οποίον την στιγμήν ταύτην διενεργείται εν τω μέσω αυτών.
Εκεί πλησίον Του, ακούων όλας τας λέξεις ταύτας ανάλγητος, πλήρης πεισμονής και μίσους, πεπωρωμένος την καρδίαν, και κλίνων όλον το βάρος της δαιμονικής κατοχής του εναντίον εκείνης της θύρας του ελέους, την οποίαν και τώρα κ' εδώ ακόμη ο Σωτήρ του θα ήνοιγε προς αυτόν, εκάθητο ο Ιούδας, με το ψευδές μειδίαμα της υποκρισίας επί του προσώπου του, πλην όλος λύσσα και αίσχος, και απληστία, και αδημονία, και προδοσία εν τη καρδία του. Η εγγύς παρουσία της μαύρης εκείνης ανομίας, η έλλειψις και της παθητικής ακόμη ταπεινώσεώς του να συγκινήση ή να θίξη τον βδελυρόν σκοπόν του ανθρώπου, ετάραξε την ανθρωπίνην καρδίαν του Ιησού μέχρι των βαθυτάτων μυχίων της, και απέσπασεν απ' Αυτού εν τη αγωνία Του την σαφεστέραν ακόμη πρόρρησιν, «Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, ότι είς εξ υμών παραδώσει Με». Την νύκτα εκείνην όλοι, και οι πλέον αγαπημένοι, έμελλον να Τον εγκαταλίπωσιν, αλλά δεν ήτο τούτο· την νύχτα εκείνην και ο ευτολμότερος την καρδίαν έμελλε να Τον αρνηθή μεθ' όρκου, αλλά δεν ήτο τούτο· όχι, αλλ' είς εξ αυτών έμελλε να Τον παραδώση. Αι καρδίαι των εταράχθησαν καθώς Τον ήκουον, και ήδη βαθεία θλίψις επέπεσεν επί του ιερού δείπνου. Προαίσθημα κακού ενέσκηψεν, άρρητον αίσθημα φόβου. Εάν εκείνος δι' ον είχον εγκαταλίπει τα πάντα, και όστις ήτο το παν δι' αυτούς, έμελλε να παραδοθή υφ' ενός εξ αυτών εις ανηλεές και επονείδιστον τέλος, εάν τούτο ήτο δυνατόν, όλα εφαίνοντο δυνατά. Τότε με χείλη τρέμοντα και με παρειάς ωχριώσας έκαστος τούτων ηρώτα το ταπεινόν ερώτημα, «Κύριε, μήτι εγώ ειμι;» Ο Ιησούς έμενε σιωπηλός, όπως, και τότε ακόμη εάν ήτο δυνατόν, να λάβη καιρόν ο Ιούδας να μετανοήση. Αλλ' ο Πέτρος δεν ηδύνατο να περιστείλη την λύπην και την ανυπομονησίαν του. Άπληστος να μάθη και να προλάβη την προδοσίαν, ένευσε προς τον Ιωάννην να ερωτήση τις ήτο. Η κεφαλή του Ιωάννου ήτο πλησίον του Ιησού, και κύψας επί το στήθος Του τον ηρώτησε ταπεινή τη φωνή, «Κύριε, τις εστιν;» Η απόκρισις ομοίως ταπεινή τη φωνή γενομένη ηκούσθη υπό του Ιωάννου μόνον, και επεβεβαίωσε τας υποψίας του ως προς τον Ιούδαν. Ο εμβάψας μετ' Αυτού τον βλωμόν του άρτου εν τω τρυβλίω, εκείνος θα ήτο. Είτα προσέθηκε: «Και ο μεν Υιός του Ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί Αυτού· πλην ουαί τω ανθρώπω δι' ου ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδοται· καλόν ην αυτώ ει μη εγεννήθη ο άνθρωπος». Όταν εκείνος αι άλλοι ηρώτων μεταξύ των «τις ο προδότης;» ο Ιούδας έμεινε σιωπηλός εν τη προκλητική σκληρότητι της περιφρονήσεως ή εν τη σκυθρωπή στυγνότητι της ενοχής· αλλά τώρα, ως να εκεντρίσθη από αίσθημα ριγηλής φρίκης, μεθ' ης απλώς το δυνατόν της ενοχής του εθεωρείτο, εθρασύνθη προς το αναίσχυτον ερώτημα. Αφού όλοι οι άλλοι εβυθίσθησαν εις σιωπήν, εκείνος υπεσύριξεν εις το ους του Σωτήρος το άκαιρον ψιθύρισμα, εν όλη τη πικρία της προκλητικής του χλεύης, ουχί ερωτών καθώς οι άλλοι ηρώτησαν μετά φιλοστόργου ευλαβείας, «Κύριε, μήτοι εγώ ειμι;» αλλά τον ψυχρόν τυπικόν τίτλον, «Ραββί, μήτοι, εγώ ειμι; Τότε η ταπεινή, ανεπίληπτος απάντησις, «Συ είπας», επεσφράγισε την ενοχήν του. Οι λοιποί δεν την ήκουσαν. Πιθανόν να ηκούσθη μόνον υπό του Πέτρου και Ιωάννου. Εις το άγριον εκείνο χάος της ψυχής του Ιούδα το σατανικόν είχε καταθριαμβεύσει του ανθρωπίνου· εις την σκοτεινήν εκείνην καρδίαν γη και κόλασις από τούδε ήσαν έν· εις την χαμένην εκείνην ψυχήν η αμαρτία είχε συλλάβη και γεννήσει τον θάνατον. «Ο μέλλεις ποιήσαι, ποίησον τάχιον», είπεν ο Ιησούς μεγαλοφώνως προς αυτόν. Ο Ιούδας ηγέρθη από του δείπνου. Οι άκακοι την καρδίαν Απόστολοι ενόμισαν ότι ο Ιησούς τον διέτασσε να υπάγη και κάμη οψώνια διά το Πάσχα ή να δώση εις τους πτωχούς. Και ούτω ο Ιούδας εξήλθε πάραυτα, και προσθέτει ο ηγαπημένος μαθητής, «εγένετο νυξ».
Αδυνατούμεν να είπωμεν μετά βεβαιότητος αν τούτο συνέβη προ ή μετά την παράδοσιν των φρικτών μυστηρίων του Κυρίου, αν ο Ιούδας μετέσχεν ή όχι, υπό το είδος του άρτου και του οίνου, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Ό,τι δεν είνε αμφίβολον, και ό,τι έχει το βαθύτατον ενδιαφέρον δι' όλους τους χριστιανούς, είνε η διάταξις του Μυστηρίου της Ευχαριστίας εν τω τελευταίω τούτω δείπνω του Κυρίου. Περί ταύτης έχομεν τέσσαρας εκθέσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών, και πέμπτην την του Αποστόλου Παύλου, εν τη προς Κορινθίους Α'., όλας συμφωνοτάτας προς αλλήλας. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, τη νυκτί ή παρεδίδετο, έλαβεν άρτον εν ταις αγίαις Αυτού και αχράντοις και αθανάτοις χερσί, και ευχαριστήσας έκοψε τον άρτον, και έδωκεν εις τους Αποστόλους να φάγωσιν, ειπών, «Λάβετε φάγετε, τουτό εστι το Σώμα Μου, το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών. Τούτο ποιείτε εις την Εμήν ανάμνησιν». Κατά τον αυτόν τρόπον έλαβε και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι, λέγων, «Τούτο το ποτήριον η Καινή Διαθήκη εν τω Αίματι Μου· πίετε εξ αυτού πάντες· τούτο ποιείτε εις την Εμήν ανάμνησιν».
Ουδέποτε από της μεγάλης εκείνης εσπέρας η Εκκλησία έπαυσε να τηρή την εντολήν του Κυρίου της· αείποτε, από της ημέρας εκείνης, από γενεάς εις γενεάν, το ευλογημένον και πανάγιον τούτο και πανάγιον μυστήριον — η αναίμακτος αύτη θυσία ήτις αντικατέστησεν όλας τας ανωφελείς αιματοχυσίας των Εθνικών — υπήρξε και υπάρχει και θα υπάρχη εις ανάμνησιν του θανάτου του Χριστού, και προς ενίσχυσιν και αναψυχήν των ψυχών των χριστιανών διά του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, υπό το σχήμα του άρτου και του οίνου, των δύο τούτων ρωστικών και αναψυκτικών του ανθρωπίνου σώματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΣΤ’.
Η Τελευταία Ομιλία
«Νυν εδοξάσθη ο Υιός του Ανθρώπου». — «Τεκνία!» — Η καινή εντολή! — Κύριε, πού υπάγεις;» — Είδησις εις τον Πέτρον. — «Κύριε, δείξον ημίν τον Πατέρα». — Η Άμπελος η Αληθινή! — Η Μεγάλη Προσευχή.
Μόλις εξήλθεν ο Ιούδας, και επήλθε μικρά ανακούφισις εις τας καρδίας των μαθητών, και η θλίψις εφάνη προς καιρόν να διεσκεδάσθη. Τότε δε ο Κύριος ήνοιξε την καρδίαν Του εις την μικράν χορείαν των αγαπώντων Αυτόν, και απηύθυνε τους λόγους εκείνους του αποχαιρετισμού, τους οποίους διετύπωσεν ημίν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
«Νυν», είπεν, ως μετά στεναγμού ανακουφίσεως, «νυν εδοξάσθη ο Υιός του Ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν Αυτώ». Ακόμη ολίγην ώραν θα ήτο μετ' αυτών· καθώς είπεν εις τους Ιουδαίους, ούτω λέγει και εις αυτούς, όπου Αυτός υπάγει, ούτοι δεν δύνανται να έλθωσι. Και λέγων τούτο, τους ονομάζει «Τεκνία». «Τεκνία, έτι μικρόν χρόνον μεθ' υμών ειμι». Εντός της χορείας ταύτης ήσαν ο Πέτρος και ο Ιωάνης, άνθρωποι των οποίων αι πράξεις και οι λόγοι θα εξήσκουν από τούδε άπειρον επιρροήν επί της ανθρωπότητος μέχρι της συντελείας, άνθρωποι οίτινες θα καθίσταντο οι προστάται και πολιούχοι Άγιοι των εθνών, άνθρωποι προς τιμήν των οποίων μητροπόλεις έμελλον να κτισθώσι και πόλεις να ονομασθώσι· πλην το μεγαλείον των ήτο μόνον αμυδρά ανταύγεια της δόξης εκείνου, και πνοή ληφθείσα από το Πνεύμα όπερ θα έπεμπε προς αυτούς. Χωρίς Αυτού δεν ήσαν τίποτε, ειμή αμαθείς και αφανείς αλιείς της Γαλιλαίας, ουδέ μίαν δε άλλην νόησιν και γνώσιν είχον ειμή ότι Αυτός τους εθεώρει ούτω ως Τεκνία Του.
Εντολήν καινήν δίδει εις αυτούς, να έχωσιν αγάπην προς αλλήλους. Εκ τούτου θα γνωρίσουν όλοι ότι ιδικοί Του μαθηταί είνε, εάν έχουν αγάπην προς αλλήλους. Ήτο εντολή καινή, καίτοι εν μέρει παλαιά· καινή ένεκα της νέας υπεροχής της διδομένης αυτή· καινή ένεκα του νέου και υπερφυούς παραδείγματος της ενανθρωπήσεώς Του και του θανάτου Του, καινή ένεκα της επιρροής την οποίαν έμελλεν από τούδε να εξασκήση. Ήτο η αγάπη ως το δοκίμιον και ο όρος της μαθητείας, η αγάπη ως μείζων και της πίστεως και της ελπίδος, η αγάπη ως πλήρωσις του Νόμου.
Εις το μέρος τούτο ο Πέτρος υπέβαλε μίαν ερώτησιν. «Κύριε, πού υπάγεις;»
«Όπου εγώ υπάγω, ου δύνασαί μοι νυν ακολουθήσαι, ύστερον δε ακο[λου]θήσεις μοι».
Ο Πέτρος ενόησε τώρα ότι περί θανάτου ήτο ο λόγος, αλλά διατί τάχα δεν ηδύνατο ν' αποθάνη και αυτός; «Κύριε, διατί ου δύναμαί Σοι νυν ακολουθήσαι; την ψυχήν μου υπέρ Σου θήσω».
Διατί; Ο Κύριος ηδύνατο ν' απαντήση, Διότι η καρδία είνε απατηλή υπέρ παν άλλο· διότι η έλλειψις βαθείας ταπεινώσεως σε απατά, διότι είνε κρυπτόν και από σε τον ίδιον πόση ακόμη υπάρχει ανανδρία και ιδιοτέλεια εις τα κινούντα σε. Αλλά δεν ήθελεν, ο καρδιογνώστης, να μεταχειρισθή ούτω τον ασθενή και ορμητικόν Απόστολον, του οποίου η αγάπη ήτο ειλικρινεστάτη, καίτοι δεν αντείχεν ακόμη εις το ύψος της δοκιμασίας. Απηλλάσσει αυτόν πάσης μομφής· μόνον λίαν πραέως επαναλαμβάνει τας λέξεις: «Την ψυχήν σου υπέρ εμού θήσεις; Αμήν, αμήν, λέγω σοι, ου μη αλέκτωρ φωνήσει εωσού απαρνήση με τρις.» Ήδη ήτο νυξ· προ της Ανατολής της πρωίας προ της φωνής του αλέκτορος, ο Ιησούς θα άρχιζε να θυσιάζη την ζωήν Του διά τον Πέτρον και δι' όλους τους αμαρτάνοντας· αλλ' ήδη εν τω μεταξύ χρόνω ο Πέτρος, αμνήμων και της νουθεσίας ταύτης, θα ηρνείτο τρις τον Κύριον και Σωτήρα του, τρις θ’ απέρριπτεν ως συκοφαντίαν και ύβριν τον απλούν ισχυρισμόν ότι τον είχε καν γνωρίσει. Παν ό,τι ο Ιησούς ηδύνατο να πράξη όπως τον σώση από της αγωνίας της ηθικής ταύτης ταπεινώσεως, διά παραινέσεως, διά στοργής, διά προσευχής προς τον Ουράνιον Πατέρα Του, το είχε πράξει. «Σίμων, Σίμων (είπεν), ιδού ο Σατανάς εξητήσατο ημάς του σινιάσαι ως τον σίτον, εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου· και σύ ποτε επιστρέψας, στήριξον τους αδελφούς σου.» Είνε αξιοσημείωτον ότι το σχετικόν χωρίον του Λουκά είνε το μόνον εν ώ ο Χριστός φέρεται καλέσας τον Σίμωνα διά του ονόματος του Πέτρου, όπερ τω είχε δώσει. «Λέγω σοι, Πέτρε, ου μη αλέκτωρ φωνήσει,» κτλ. Αλλ' έμελλε να μετανοήση και να επιστρέψη προς τον Κύριον τον οποίον θα ηρνείτο, και τότε ο Ιησούς τον εκέλευε να στηρίξη τους άλλους εις την πίστιν. Και είνε ενδιαφέρον ότι το ρήμα «στήριξον,» το οποίον ο Χριστός μετεχηρίσθη προς τον Πέτρον, ευρίσκεται και εν τη κατ' αυτόν Καθολική Α'. επιστολή, όπως δειχθή πόσον βαθέως είχεν εισδύσει εν τη ψυχή του Αποστόλου.
Αλλά τώρα ο Χριστός τους είπεν ότι εις τους καιρούς των διωγμών οίτινες επίκειντο, αναγκαίον ήτο το βαλάντιον και η πήρα, και «ο μη έχων, πωλησάτω το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν.» Ο σκοπός του ήτο να τους πληροφορήση περί μεταβολής καταστάσεως, καθ' ην έπρεπε να περιμένωσι μίσος, φθόνον, διωγμούς· αλλ' ως διά να τους αποτρέψη από πάσης αμέσου αποπείρας προς υπεράσπισιν της ζωής εκείνης, την οποίαν Αυτός εκουσίως εθυσίαζε, προσέθηκεν ότι το τέλος ήτο εγγύς, και ότι έπρεπε να πληρωθή και τούτο το γεγραμμένον επ' Αυτώ, το «και μετά ανόμων ελογίσθη.» Αλλ' οι Απόστολοι ως συνήθως εξ αμαθείας παρεξήγησαν τους λόγους Του, μη βλέποντες πνευματικόν μάθημα εν αυτοίς, αλλά μόνον την κατά γράμμα έννοιαν. «Κύριε, ιδού μάχαιραι ώδε δύο,» ήτο το σχεδόν παιδαριώδες σχόλιον επί των λόγων Του. Δύο μάχαιραι! ως να εχρειάζοντο αύται δι' εκείνον όστις δι’ ενός λόγου ηδύνατο να παρουσιάση πλείονας ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων! «Ικανόν εστι,» είπε θλιβερώς. Ήτο περιττόν να εξακολουθήση το θέμα τούτο, και προέβη εις το τρυφερώτερον έργον της παραμυθίας των, περί ου είχε τόσα να είπη.
Τους προέτρεψε να μη είνε τεταραγμένοι την καρδίαν· επίστευον και η πίστις των θα εύρισκε την αμοιβήν της. Εις τον οίκον του Πατρός του υπάρχουσι πολλαί μοναί· ο χώρος εκεί είνε άπειρος. Εγνώριζον πού υπάγει, και την οδόν εγνώριζον.
«Κύριε, ουκ οίδαμεν πού υπάγεις, και πώς δυνάμεθα την οδόν ειδέναι;» ηρώτησεν ο Θωμάς.
«Εγώ ειμι η οδός, και η Αλήθεια, και η Ζωή, απεκρίθη ο Ιησούς· ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα εμή δι' Εμού. Ει εγνώκειτέ Με, και τον Πατέρα Μου εγνώκειτε αν· και από τούδε γινώσκετε Αυτόν και εωράκατε Αυτόν.»
Και πάλιν ήλθε μία των παιδαριωδών εκείνων διακοπών, των τόσον πιστώς μνημονευομένων υπό του Ευαγγελιστού. Και πρέπει να είμεθα ευγνώμονες ότι η απλότης των Αποστόλων τούτων τόσον ειλικρινώς και ταπεινώς αναγράφεται· διότι τίποτε δεν δύναται ισχυρότερον ν' αποδείξη την μεταβολήν ήτις πρέπει να επήλθεν εις το πνεύμα των όπως άνθρωποι τόσον δειλοί, τόσον ιουδαΐζοντες, τόσον αφώτιστοι, μεταμορφωθώσιν εις τους Αποστόλους, τους πνευματεμφόρους και θεοκήρυκας, τους αλιείς ανθρώπων και ιδρυτάς της παγκοσμίου Εκκλησίας.
Είνε σχεδόν περιττόν να παρατηρήσωμεν πόσον αβάσιμοι είνε τινές των νεωτέρων θεωριών περί της γνησιότητος ιδίως των κεφαλαίων τούτων του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Εάν η ομιλία αύτη και τα συμβάντα τα οποία την συνώδευσαν ήταν άλλως ή πραγματικά, ο αφανής Γνωστικός όστις υποτίθεται ότι τα έπλασε πρέπει να υπήρξεν είς των μεγίστων και πνευματικώτερον εμπνευσμένων μεγαλοφυών ανθρώπων, όσους είδε ποτε ο κόσμος!
«Κύριε, δήξον ημίν τον Πατέρα (είπε Φίλιππος ο από Βηθσαϊδά) και αρκεί ημίν».
Δείξον ημίν τον Πατέρα; τι επερίμενεν άρα ο Φίλιππος; επιφάνειάν τινα εν γνόφω και θυέλλη και εν συσπεισμώ; αποτυφλούσαν τινα λάμψιν εξ ουρανού; δεν είχε μάθη ακόμη ότι ο Αόρατος δεν δύναται να οραθή εις θνητούς οφθαλμούς; ότι το πεπερασμένον δεν δύναται να φθάση εις την θέαν του Απείρου; ότι διά να γείνη ορατός ο Θεός έπρεπε να ευδοκήση να συγκαταβή όπως λάβη σάρκα ανθρωπίνην, να οφθή επί της γης και τους ανθρώπους να συναναστραφή, καθώς προκατήγγειλεν ο Προφήτης; Και δεν είχε κατανοήσει ότι από τριών ετών ήδη συμπεριεπάτει μετά του Θεού; ότι ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος θνητός άνθρωπος θα εγνώριζέ ποτε πλειότερα περί του Θεού, εν τω κόσμω τούτω ειμή όσα θ’ απεκάλυπτε περί Αυτού ο Μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός;
Και πάλιν δεν υπάρχει ίχνος οργής, αλλά μικρός μόνον τόνος αλγεινής εκπλήξεως εις την ήρεμον απάντησιν. Τοσούτον χρόνον μεθ' υμών ειμι, και ουκ έγνωκάς Με, Φίλιππε; Ο εωρακάς Εμέ εώρακε τον Πατέρα, και πώς Συ λέγεις, Δείξον ημίν τον Πατέρα;»
Και είτα μαρτυρόμενος τους λόγους Του και τα έργα Του ως τρανά τεκμήρια της εν Αυτώ εμμονής του Πατρός Του, προέβη αναπτύσσων προς αυτούς την έλευσιν του Αγίου Πνεύματος, και πως ο Παράκλητος, το Πνεύμα της Αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται (διότι ο Πατήρ είνε η μόνη αρχή και η πηγή της ενιαίας Τρισυποστάτου θεότητος, και καθ' ον τρόπον ο υιός εγεννήθη εκ του Πατρός αχρόνως, ούτω και το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός αχρόνως) θα έλθη να μείνη εν αυτοίς, όπως ενώση αυτούς προς τον Πατέρα και τον Υιόν.
Αλλ' εις το κεφάλαιον τούτο Ιούδας ο Λεββαίος έσχε μίαν δυσχέρειαν. Δεν είχεν εννοήσει ότι ο οφθαλμός δύναται μόνον να ίδη εκείνο όπερ ίνα ίδη έχει έμφυτον την δύναμιν. Δεν ηδύνατο να κατανοήση το ότι ο Θεός δύναται μόνον να γείνη ορατός εις εκείνους ων η διάνοια είνε ανοικτή ούτως ώστε να δύνανται να διακρίνωσι τα πνευματικά πράγματα. «Κύριε, (είπε), τι γέγονεν ότι ημίν μέλλεις εμφανίζειν Σεαυτόν και ουχί τω κόσμω;»
Η δυσχέρεια ήτο του αυτού είδους οποία υπήρξε και του Φιλίππου· η ανικανότης του διακρίναι μεταξύ φυσικής και πνευματικής εμφανείας. Ο Ιησούς τότε εδίδαξε αυτούς και πάλιν ότι ο Θεός μένει μετ' εκείνων οίτινες Τον αγαπώσι, και ότι η απόδειξις της αγάπης είνε η υπακοή· Έδωκεν αυτοίς την μακαρίαν υπόσχεσιν ότι, «Εάν αιτήσητέ τι εν τω ονόματί Μου, τούτο ποιήσω». Διά πάσαν άλλην διδασκαλίαν τους παρέπεμψε προς τον Παράκλητον τον οποίον έμελλε να πέμψη. Δεν ήθελε τους αφήση ορφανούς. Το Πνεύμα Του θα τους ωδήγει εις πάσαν την αλήθειαν. Και τώρα εμφυσά επ' αυτούς την ευλογίαν και την ειρήνην Του. «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν».
Εις το μέρος τούτο του λόγον, κινήσεώς τινος γενομένης μεταξύ των μαθητών, «Εγείρεσθε, είπεν ο Σωτήρ, άγωμεν εντεύθεν.»
Πριν εξέλθωσιν, ύμνησαν, λέγει ο Ευαγγελιστής. Πιθανώς οι ύμνοι τους οποίους έψαλαν ήσαν εκ των ψαλμών ριε’, ριστ’, ριζ’. Πόσον πλήρει εννοίας πρέπει να υπήρξαν πολλοί εκ των στίχων των ψαλμών τούτων τότε «Περιέσχον με οδύναι θανάτου, κίνδυνοι άδου εύροσάν με. Εκέκραξα τω ονόματι Κυρίου· ρύσαι την ψυχήν μου, Κύριε…. Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι… Ωσθείς ανετράπην του πεσείν, και ο Κύριος αντελάβετό μου. Ισχύς μου και ύμνησίς μου ο Κύριος, και εγένετό μοι εις σωτηρίαν.., Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας· παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και εστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών».
Πριν εξέλθωσι διά τον υπό το φέγγος της σελήνης περίπατον προς τον Κήπον της Γεθσημανή, πάλιν ωμίλησεν αυτοίς. «Εγώ ειμι η Άμπελος η Αληθινή και ο Πατήρ Μου ο Γεωργός εστι». Δεν είνε ανάγκη να εύρωμεν άμεσόν τινα περίστασιν σχετιζομένην με την μεταφοράν και την εικόνα ταύτην, εκτός του «καρπού της αμπέλου», εξ ου είχε μετάσχη. Διότι κατά την πόσιν του πρώτου ποτηρίου αμέσως προ της παραδόσεως των φρικτών Μυστηρίων είχεν είπη ο Ιησούς. «Αμήν λέγω υμίν, ου μη πίω από του γεννήματος της αμπέλου, έως αν πίω αυτό καινόν μεθ' υμών εν τη βασιλεία του Πατρός Μου». Αλλ' ουχ ήττον δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι, καθώς έβλεπεν έξω εις την νύκτα, είδε το φέγγος της σελήνης να επαργυροί τα φύλλα ενός κλήματος προσφυομένου περί το δικτυωτόν παράθυρον, ή να πίπτη επί του κολοσσαίου χρυσού κλήματος του επιστρέφοντος μίαν των πυλών του Ναού. Είτα έτι ζωηρότερον τους παρηγόρησε και είπεν: «Εγώ την αλήθειαν λέγω υμίν, συμφέρει υμίν ίνα Εγώ απέλθω· εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς». Η αποστολή του Παρακλήτου έμελλε να είνε το να ελέγξη τον κόσμον περί αμαρτίας, και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως. Και θα τους ωδήγει εις όλην την αλήθειαν και θα εδείκνυεν αυτοίς τα μέλλοντα. «Εκείνος δοξάσει Με· ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν». «Και νυν προς τον Πατέρα Μου πορεύομαι· μικρόν και ου θεωρείτε Με, και πάλιν μικρόν και όψασθέ Με».
Η αβεβαιότης περί του τι ενόει έκαμε τους μαθητάς και πάλιν να διαπορήσωσι προς αλλήλους. Επεθύμουν να Τον ερωτήσουν, αλλά βαθύς φόβος κατείχε το πνεύμα των, και δεν ετόλμων. Ήδη πολλάκις είχον διακόψει το νήμα του λόγου Του δι' ερωτήσεων, αίτινες καίτοι δεν τας απεδοκίμασεν, αλλά Τον ελύπησαν προφανώς διά της κενότητός των, και διά της παρανοήσεως την οποίαν απεδείκνυον. Αλλ' επειδή δεν ετόλμων να ερωτήσωσιν, ο Διδάσκαλός των ήλθεν αρωγός εις αυτούς. Αύτη, είπεν, έμελλε να είνε η βραχεία ώρα της αγωνίας των, αλλά μετά ταύτην θα επέλθη χαρά την οποίαν ουδείς δύναται να τους αφαιρέση· και η χαρά αύτη δεν θα έχη όρια, διότι οποίον και αν θα ήτο το αίτημά των, ήρκει να παρακαλέσωσι τον Πατέρα, και τούτο θα επληρούτο. Προς τον Πατέρα εκείνον, όστις Αυτός τους ηγάπα διά την πίστιν των την εις Αυτόν, προς τον Πατέρα εκείνον, παρ' ου εξήλθεν, έμελλε νυν να επιστρέψη.
Οι μαθηταί ήσαν βαθέως ευγνώμονες διά τους σαφείς τούτους και τα μάλιστα παρηγόρους λόγους. Και πάλιν δε ομοθύμως εξέφρασαν την πίστιν των ότι Αυτός από του Θεού εξήλθεν. Αλλ' ο Ιησούς θλιβερώς περιέστειλε τον ενθουσιασμόν των. Οι λόγοι Του σκοπόν είχον να δώσωσιν αυτοίς ειρήνην εν τω παρόντι, θάρρος δε και ελπίδα διά το μέλλον· αλλ' όμως εγνώριζε και είπεν αυτοίς ότι, μεθ' όλα όσα έλεγον, η ώρα επέκειτο νυν ότε έμελλον έντρομοι να σκορπισθώσι και να Τον αφήσωσι μόνον· αλλ' όχι μόνον, διότι ο Πατήρ Του ήτο μετ' Αυτού.
Και μετά τους λόγους τούτους, ύψωσε τους οφθαλμούς Του εις τον ουρανόν, και ανέπεμψε την Μεγάλην Αρχιερατικήν προσευχήν Του, ευχαριστών τον Πατέρα· πρώτον διότι ο Πατήρ θα περιέβαλλε την εκουσίαν ανθρωπότητά Του με την αιωνίαν δόξαν εξ ης είχε κενώσει Εαυτόν όταν ανέλαβε δούλου μορφήν, ως αναπτύσσει τούτο ο μέγας Παύλος λέγων· «Εν μορφή Θεού υπάρχων, ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είνε ίσον Θεώ, αλλ' Εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος· και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος, εταπείνωσεν Εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού· διό και ο Θεός Αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο Αυτώ όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψη, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται, ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός». Δεύτερον, ευχαρίστησε τον Πατέρα και παρεκάλεσεν Αυτόν να τηρήση και φυλάξη εν τω ονόματι Του τούτους τους αγαπητούς Του, τους συμπεριπατήσαντας εν τω κόσμω μετ' Αυτού· και είτα όπως αγιάση και καταστήση τελείους ου μόνον τούτους μόνους, αλλά πάσας τας μυριάδας, πάσας τας μακράς γενεάς, αίτινες έμελλον ύστερον να πιστεύσωσι διά του λόγου των εις Αυτόν.
Και αφού οι τόνοι της θείας ταύτης προσευχής εσίγησαν, ο Ιησούς εξήλθε συν τοις μαθηταίς Αυτού πέραν του Χειμάρρου των Κέδρων, όπου ην κήπος, εις ον εισήλθεν Αυτός και οι μαθηταί Αυτού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΖ'.
Γεθσημανή. — Η Αγωνία και η Σύλληψις
Σκηνή αγωνίας. — Ιδρώς ως αίματος θρόμβοι. — Όχι ο φόβος του θανάτου. — «Σίμων, καθεύδεις;» — Η δευτέρα αγωνία. — Οι μαθηταί κοιμώμενοι. — Η τρίτη αγωνία και η νίκη. — «Καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε». — Το φίλημα του Προδότου. — «Τίνα ζητείτε;» — «Εγώ ειμι». — Τρόμος της σπείρας. — Ιστορικοί παραλληλισμοί. — Σύλληψις του Ιησού. — Το κτύπημα του Πέτρου. — Δέσμευσις και απαγωγή.
Ο δρόμος των τους έφερε διά μιας των πυλών της πόλεως, πιθανώς δι' εκείνης ήτις τότε αντεστοίχει εις την σημερινήν πύλην του Αγίου Στεφάνου, μέχρι της χαράδρας των Κέδρων. Εις πάντα όστις επεσκέφθη τον τόπον σήμερον, κατά τον αυτόν καιρόν του έτους και κατά την αυτήν ώραν της νυκτός, είνε ευκολώτερον να φαντασθή τον φόβον όστις θα κατείχε τους ολίγους εκείνους Γαλιλαίους, ενώ εν σιωπή σχεδόν αδιαπτώτω και υπό το άχθος μυστηριώδους τρόμου, ηκολούθουν Εκείνον όστις με κεκυφυίαν κεφαλήν και αλγούσαν καρδίαν έβαινε προ αυτών εις την εκούσιον καταδίκην Του.
Έν μόνον συμβάν αναφέρουν οι Ευαγγελισταί κατά τον τελευταίον τούτον μεσονύκτιον δρόμον προς τον οικείον κήπον της Γεθσημανή. Ήτο τελευταία νουθεσία προς τους μαθητάς εν γένει, και προς τον Πέτρον ιδία. Η θλίψις, η σιωπή, η ηχώ των βημάτων των είχεν αρχίσει, φαίνεται, να παγώνη ήδη τας καρδίας των. Θλιβερώς ο Ιησούς εστράφη προς αυτούς και είπεν ότι όλοι των θα σκανδαλισθώσιν επ' Αυτώ την νύκτα ταύτην, και η παλαιά προφητεία θα πληρωθή. «Πατάξω τον ποιμένα και διασκορπισθήσονται τα πρόβατα». Αλλά, μεθ' όλα ταύτα, Αυτός ως ποιμήν θα πορευθή προ αυτών, οδηγών αυτούς εις Γαλιλαίαν. («Προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν».) Τότε ο Πέτρος ήρχισε πάλιν να διαμαρτύρηται. Και αν όλοι σκανδαλισθώσιν, αυτός δεν θα εσκανδαλίζετο. Ο Ιησούς ήκουεν εν θλιβερά σιωπή υποσχέσεις αίτινες έμελλον εν βραχεί να σκορπισθώσιν εις τον αέρα.
Ούτω ήλθον εις Γεθσημανή, τόπον απέχοντα ήμισυ μίλιον από των τειχών της πόλεως. Ήτο δε κήπος περικεχαραγμένος διά μικρού φραγμού, και επειδή ήτο συχνόν καταφύγιον του Ιησού μετά των οπαδών Του, δυνάμεθα να εικάσωμεν ότι ανήκεν εις φίλον τινά κτήτορα. Το όνομα Γεθσημανή σημαίνει «ελαιοτριβείον», και αναμφιβόλως ωνομάσθη ούτω έκ τινος ελαιοτριβείου υπάρχοντος εκεί. Υπάρχει ακόμη εκεί μία ελαία, ήτις καλείται το Δένδρον της Αγωνίας. Και οκτώ άλλα παλαιά ελαιόδεντρα λέγεται ότι σώζονται από των ημερών του Χριστού. Το ότι ο Τίτος, ο πολιορκητής της Ιερουσαλήμ, έκοψεν όλα τα εκεί δένδρα, δεν φαίνεται επιχείρημα αρκετά πειστικόν ώστε ν' αναιρέση την σεμνήν παράδοσιν. Καίτοι η θέσις ακριβώς δεν δύναται να καθορισθεί μετά βεβαιότητος, η τοποθεσία εν γένει της Γεθσημανή είνε προφανής, και τότε, ως τώρα, το ωχρόν φως της σελήνης, τα φαιοπράσινα φύλλα των ελαιών, οι φαιοί αμαυροί κορμοί των δένδρων, η χαράδρα κάτω και η κορυφή του Όρους των Ελαιών άνω προς ανατολάς, και η Ιερουσαλήμ προς δυσμάς, πρέπει να υπήρξαν οι κύριοι εξωτερικοί χαρακτήρες ενός τόπου όστις θα θεωρήται πάντοτε μετ' αθανάτου ενδιαφέροντος ενόσω ο χρόνος διαρκή, ως ο τόπος εν ώ ο Σωτήρ της ανθρωπότητος εισήλθε μόνος εις την αγωνίαν του θανάτου.
Ο Ιησούς εγνώριζεν ότι η φοβερά ώρα της ταπεινώσεώς Του είχεν έλθη, ότι από της στιγμής ταύτης μέχρι της εκστομίσεως της μεγάλης κραυγής μεθ' ης έμελλε να εκπνεύση, ουδέν άλλο έμενε δι' Αυτόν επί της γης ειμή η βάσανος του σωματικού άλγους και η τυραννία της ψυχικής λύπης. Όσην το ανθρώπινον σώμα δύναται και δεν δύναται να βαστάση κακοπάθειαν, όλη θα εσωρεύετο επί του κύπτοντος σώματός Του· πάσα ταλαιπωρία ην σκληρά και ανηλεής ύβρις να επιβάλη δύναται, έμελλε να πέση βαρεία επί της ψυχής Του· και εις την βάσανον ταύτην του σώματος και εις την αγωνίαν της ψυχής, και αυτή η υψηλή και μαρμαίρουσα γαλήνη του θείου πνεύματός Του έμελλε να υποφέρη βραχείαν αλλά τρομεράν έκλειψιν. Ο πόνος εις το οξύτατον κέντρον του, η αισχύνη εν τη μάλιστα υπερκόμπω βαναυσότητί της, όλον το άχθος της αμαρτίας και του μυστηρίου της υπάρξεως του ανθρώπου εν τη αποστασία και τη πτώσει του, ταύτα ήσαν τα οποία έπρεπε ν' αντιμετωπίση νυν εν τη μάλλον ανεξηγήτω σωρεία των. Αλλ' έν πράγμα έμενε πριν η ενεργός πάλη, η αληθής αγωνία, αρχίση. Όφειλε να επιρρώση το σώμα, να νευρώση την ψυχήν, να πραΰνη το πνεύμα διά προσευχής και μονώσεως, όπως υπαντήση την ώραν εκείνην καθ' ην παν ό,τι κακόν εν τη δυνάμει του Πονηρού θα επέπιπτεν επί την κεφαλήν του Αθώου και του Αγίου. Και ώφειλε ν' αντιμετωπίση την ώραν ταύτην μόνος· ουδέ όμμα ανθρώπινον έπρεπε να ίδη, ειμή εν γνόφω και σκιά, το βάθος της δεινοπαθείας Του. Και όμως θα επεθύμει να μετάσχη της συμπαθείας των· Τον εβοήθει εν τη ώρα ταύτη της σκοτίας να αισθάνεται ότι ούτοι ήσαν εγγύς, και ότι εγγύτερον ήσαν οι μάλιστα Αυτόν αγαπώντες. «Μείνατε ώδε, είπε προς τους πολλούς, έως αν απέλθω προσεύξασθαι.» Αφήσας αυτούς να κοιμηθώσιν επί της δροσώδους χλόης, έλαβε μεθ' Εαυτού τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην, και απήλθεν ωσεί λίθου βολήν απωτέρω. Ήτο καλόν ο Πέτρος ν' αντιμετωπίση όλα όσα επέκειντο, και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης να γνωρίσωσι τι ήτο το ποτήριον εκείνο το οποίον εξόχως είχον επιθυμήσει να πίωσι. Αλλά τάχιστα και η συντροφιά των εκλεκτών τούτων ήτο περισσότερον παρ' όσον ηδύνατο να υποφέρη. Ανέκφραστος λύπη, πάλη αφόρητος, φρίκη και θάμβος και ίλιγγος εκυρίευσε την ψυχήν Του. «Περίλυπός εστιν η ψυχή Μου έως θανάτου, είπε: Μείνατε αυτού και γρηγορείτε.» Απεσπάσθην απ' αυτών και εμακρύνθη, ίσως έξω του φέγγους της σελήνης εις την σκιάν. Κ' εκεί, εωσότου ο νυσταγμός τους εκυρίευσεν, ησθάνοντο πόσον φοβερός ήτο ο παροξυσμός της προσευχής και της ταλαιπωρίας δι' ου Εκείνος διήρχετο. Τον έβλεπον πότε γονυπετή, πότε πρηνή επί της υγράς γης να κύπτη και να ικετεύη· ήκουον ψιθύρους, φωνάς αγωνίας εν αις η ανθρωπότης Του συνηγόρει πλησίον της θείας θελήσεως του Πατρός Του. «Το θελητόν του Πάθους ποτήριον απηύχετο ώσπερ αβούλητον,» επειδή είχε δύο θελήσεις, την θείαν και την ανθρωπίνην. «Πάτερ, είπεν, ει δυνατόν, παρελθέτω απ' Εμού το ποτήριον τούτο· πλην γενέσθω, ουχί ως εγώ θέλω, αλλ' ως Συ».
Και η προσευχή εκείνη, εν τη απείρω ευλαβεία και τω θάμβει της, εισηκούσθη· ο ισχυρός εκείνος κλαυθμός και τα δάκρυα δεν απερρίφθησαν. Δεν δυνάμεθα να εισέλθωμεν εγγύς εις την σκηνήν ταύτην· είνε περιβεβλημένη εν γνόφω και εν μυστηρίω όπου ο άνθρωπος αδυνατεί να εισδύση· εφ' όσον θεωρούμεν ταύτην, είμεθα όμοιοι προς τους μαθητάς εκείνους· αι αισθήσεις μας είνε συγκεχυμέναι, αι αντιλήψεις μας αμυδραί. Το μεν υπογρηγορούντες, το δε βεβαρυμένοι υπό ακαταμαχήτου άχθους τεταραγμένου νυσταγμού, ησθάνοντο μόνον ότι ήσαν αμυδροί μάρτυρες αφάτου αγωνίας, πολύ βαθυτέρας ή ότι ηδύναντο να καταμετρήσωσι, και υπερβαλλούσης την ημετέραν κατάληψιν και την διαυγεστάτην. Βλέπουσιν Εκείνον, ενώπιον οποίου οι δαίμονες έφευγον μετ' ολολύζοντος τρόμου, κείμενον επί πρόσωπον κατά γης. Ακούουσι την φωνήν Εκείνην εν διακεκομμένοις ψιθύροις αγωνίας θρηνούσαν, ήτις είχε προστάξει τον άνεμον και την θάλασσαν, και υπήκουσαν Αυτώ. Αι μεγάλαι σταγόνες του ιδρώτος αι πίπτουσαι απ' Αυτού, φαίνονται αυτοίς ως αίματος πηκτού θρόμβοι, υπό τας σκιάς των δένδρων και εν τω διακοπτομένω φωτί της σελήνης, άγγελος ώφθη ενισχύων Αυτόν όπως εγερθή νικηφόρως από της φοβεράς πάλης.
Και πόθεν όλη αύτη η αγωνιώδης λιποκαρδία, πόθεν το πάθος τούτο, το οποίον απέσπασεν από του μετώπου ιδρώτα ως αίματος θρόμβους; Ήτο άρα απλώς ο φόβος του θανάτου; υπήρξαν οι τολμήσαντες (αδυνατώ να γράψω τούτο άνευ αισχύνης και λύπης) να ομιλήσωσιν ελαφρώς περί της Γεθσημανή· να θεωρήσωσι την φοβεράν εκείνην σκηνήν, από του ύψους της αμαθούς οιήσεώς των μεθ' υπέρφρονος σχεδόν απαρεσκείας· να ομιλήσωσιν εάν ο Θεάνθρωπος είχε δείξει εκεί άνανδρον ευαισθησίαν. Τοιούτοι βλάσφημοι επικριταί υπήρξαν ο Κέλσος, ο Ιουλιανός, και άλλοι. Και παιδίον ακόμη δύναται να εννοήση πόσον ασυμβίβαστος θα ήτο τοιαύτη υπόθεσις με την ηρωικήν εκείνην ρώμην και αντοχήν την οποίαν δεκαπέντε ωρών άυπνος αγωνία δεν ηδύνατο να διαταράξη, με την μεγαλοπρεπή σιωπήν ενώπιον αρχιερέως και πραίτωρος και τετράρχου, με την τλημοσύνην εξ ης η εσχάτη βάσανος ουδέ κραυγήν ίσχυσε ν' αποσπάση· με την άπειρον υπεροχήν ήτις ετρόμαξε τον απεσκληρυμμένον και ματαιόφρονα ρωμαίον εις ακούσιον σεβασμόν, με την ατάραχον δεσποτείαν της ψυχής ήτις ήνοιξε τας πύλας του Παραδείσου εις τον ληστήν τον μετανοούντα, και ενέπνευσε συμπαθή συγγνώμην διά τους αποστάτους ιερείς. Ο Θεάνθρωπος να καταβληθή υπό ευτελούς φόβου του θανάτου, τον οποίον γέροντες τρέμοντες και ασθενείς κόραι και δειλά παιδία (ο Άγιος Αρέθας, η Αγία Μαρίνα, ο Άγιος Κήρυκος) ηψήφισεν άνευ στεναγμού και ρίγους, μόνον διά της πίστεως εις το όνομά Του! Και να υβρίζεται ούτω υπό γλωσσών και καλάμων ασεβών Εκείνος όστις έφερεν εις φως την Ζωήν την αιώνιον και την Αθανασίαν! Ο έσχατος των ηλιθίων, ο βαναυσότατος τον κακούργων, εβάδισαν εις το ικρίωμα άνευ τρόμου και στεναγμού, και πολλοί απονενοημένοι και θηριώδεις φονείς ανέβησαν στερρώ τω ποδί την κλίμακα, και προσέβλεψαν απτόητοι προς το ωρυόμενον πλήθος.
Είνε τόσον φυσικόν ν' αποθάνη τις όσον και να γεννηθή. Ο χριστιανός δεν έχει ανάγκην να το είπωσιν ότι δεν ήτο τοιούτος χυδαίος φόβος ό,τι απέσπασεν από του Σωτήρος του τον ιδρώτα εκείνον του αίματος. Όχι, ήτο τι απείρως περισσότερον τούτου· απείρως περισσότερον ή ό,τι η υψίστη έντασις της φαντασίας μας δύναται να συλλάβη. Ήτο τι ασυγκρίτως θανασιμώτερον του θανάτου. Ήτο το βάρος και το μυστήριον της αμαρτίας του κόσμου ήτις επέκειτο βαρεία επί της καρδίας Του· ήτο η γεύσις, εν τη θεία ανθρωπότητι αναμαρτήτου βίου, της πικράς κύλικος ην η αμαρτία είχε δηλητηριάσει· ήτο το αίσθημα του πόσον πικρά, πόσον φοβερά πρέπει να υπήρξεν η δύναμις του κακού εν τω κόσμω, ήτις κατέστησεν αναγκαίαν τόσον άπειρον θυσίαν. Ήτο η πείρα, εν τω κόλπω της τελείας αθωότητος και της αγάπης, παντός ό,τι μυσαρόν εν τη ανθρωπίνη αχαριστία, παντός ό,τι λοιμώδες εν τη ανθρωπίνη υποκρισία, παντός ό,τι σκληρόν εν τη ανθρωπίνη λύσση. Επρόκειτο ν' αψηφήση τον τελευταίον θρίαμβον του Σατανικού πείσματος και της μανείας, ενούσης κατά της θείας κεφαλής Του και μόνης όλα τα φλέγοντα βέλη της Ιουδαϊκής κιβδηλείας και της Εθνικής ανομίας. Ησθάνετο ότι οι οικείοι, προς ους ήλθεν, ηγάπων το σκότος μάλλον ή το φως, ότι τα τέκνα του εκλεκτού εμίσουν τον Σωτήρα και Ευεργέτην. Η σκληρά ακάθαρτος σαρξ, λέγει είς των νεωτέρων, αδυνατεί να εννοήση την εναγώνιον αιαισθησίαν αναμαρτήτου φύσεως ερχομένης εις επαφήν προς την ανομίαν και το μίσος.
Δι' όλων τούτων διήλθε, και προεγεύθη πικρίαν χείρονα της πικρίας του θανάτου. Και μετ' ολίγον, νικητής αλλά κεκμηκώς, ήλθε να ζητήση μικρόν ανθρώπινον στήριγμα από τους εκλεκτούς των εκλεκτών Του, τους τρεις Αποστόλους Του. Οίμοι! τους εύρε κοιμωμένους. Ήτο η ώρα φόβου και κινδύνου· αλλ' ουχί η βεβαιότης του κινδύνου, ουχί η αγάπη προς Αυτόν, ουχί αίσθημα διά την άφραστον ταλαιπωρίαν Του, ήρκεσε διά να κρατήση τους οφθαλμούς των εν εγρηγόρσει. Η λύπη, η κόπωσις, η σφοδρά έξαψίς των, είχε ζητήσει ανακούφισιν εις τον ύπνον. Και αυτός ο Πέτρος, μεθ' όλας τας προθύμους υποσχέσεις και τας διαμαρτυρίας του, έκειτο βαθέως κοιμώμενος. «Σίμων, καθεύδεις;» είπε. Και καθώς η φωνή Του τους εξύπνησεν, «Ούτως, ουδ' επί μίαν ώραν» είπεν, ισχύσατε αγρυπνήσαι μετ’ εμού; Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις περασμόν». Και είτα, όχι διά να μειώση το σφάλμα των, αλλά διά να υποδείξη τον κίνδυνον τούτου, προσέθηκε· «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής».
Και πάλιν απεσπάσθη απ' αυτών, και πάλιν, μετά βαθυτέρας εντάσεως επανέλαβε την αυτήν προσευχήν ως πρότερον, και κατά το διάλειμμα της συγκινήσεώς Του ήλθεν οπίσω προς τους μαθητάς Του. Αλλ' εκείνοι και πάλιν είχον πέσει εις ύπνον, και όταν τους εξύπνησε, βεβαρυμένοι ως ήσαν, δεν εύρισκον λέξιν να ομιλήσωσι προς Αυτόν. Θα ηδύνατο ν' ανακράξη τότε με τον στίχον του Δαυίδ, «Και υπέμεινα συλλυπούμενον, και ουχ υπήρξε, και παρακαλούντας, και ουχ εύρον».
Διά τρίτην και τελευταίαν φοράν, αλλά τώρα εν τη βαθυτέρα γαλήνη, και τη λαμπροτέρα αταραξία της θριαμβευτικής εκείνης εμπιστοσύνης ήτις είχε διαπνεύσει διά της Μεγάλης Αρχιερατικής προσευχής Του, απεχώρησε διά να εύρη την μόνην παρηγορίαν Του εν τη μετά του Θεού κοινωνία. Κ' εκεί εύρεν ό,τι επόθει. Πριν παρέλθη η ώρα αύτη ήτο παρεσκευασμένος διά το χείριστον όπερ ο Σατανάς ή ο άνθρωπος ηδύνατο να πράξη. Εγνώριζε παν ό,τι θα συνέβαινεν Αυτώ· ίσως είχεν ειδεί την έκτακτον κίνησιν φώτων, καθώς οι διώκται Του κατήρχοντο από των περιβόλων του Ναού. Αλλ' όμως δεν υπήρξεν ίχνος ταραχής εις τας ησύχους λέξεις Του, όταν ελθών και τρίτην φοράν ευρών αυτούς κοιμωμένους, είπε, «Καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε. Ικανόν εστιν. Η ώρα ελήλυθεν. Ιδού, ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδεται εις χείρας αμαρτωλών». Δεν θέλω Εγώ τώρα να διακόψω τον βαθύν ύπνον σου. Θα διακοπή αποτόμως και σκληρώς παρ' άλλων. «Εγείρεσθε, άγωμεν. Ιδού, ήγγικεν ο παραδιδούς Με».
Ναι, ήτο καιρός να εγερθώσι, διότι ενώ οι άγιοι είχον νυστάξει, οι αμαρτωλοί έτρεχον και εσκευώρουν και ειργάζοντο. Ενώ αυτοί εκοιμώντο, ο προδότης ηγρύπνει και ενήργει. Υπέρ τας δύο ώρας είχον παρέλθη αφότου εκ του φαεινού υπερώου της μακαρίας κοινωνίας των είχε βυθισθή εις την νύκτα, και κατά τας δύο ταύτας ώρας ειργάσθη εκείνος. Είχεν απέλθη προς τους Αρχιερείς και τους Φαρισαίους, οτρύνων αυτούς και παροξύνων διά της εμπαθούς σπουδής και ανυπομονησίας του· και είχε πείσει τους προκρίτους των Ιουδαίων να δώσωσιν αυτώ σπείραν συνισταμένη από τους ιδίους υπηρέτας των, από τους φύλακας του Ναού μετά των αξιωματικών των, και από έν απόσπασμα της ρωμαϊκής κουστωδίας υπό τον χιλίαρχόν της. Εβάδιζον κατ' Εκείνου όστις ήτο ανυπεράσπιστος και εγκαταλελειμμένος, και όμως οι στρατιώται ήσαν ωπλισμένοι με ξίφη, και οι μιγάδες οι άλλοι έφερον ράβδους και ρόπαλα. Επορεύοντο όπως συλλάβωσιν ένα όστις δεν θα εποίει απόπειραν όπως κρυφθή ή φύγη, και η σελήνη πλησιφαής έρριπτεν όλην την λάμψιν της εις την άδοξον εκστρατείαν των· και όμως, όπως μη εκφύγη αυτούς και κρυφθή εις άντρόν τι ή υπό την σκιάν του άλσους, έφερον φανούς και λαμπάδας εις τας χείρας των. Ήδη, καθώς ο Ιησούς αφύπνιζε τους μαθητάς Του, τα ώτα Του είχον ακούσει πόρω την κλαγγήν των ξιφών, τον δούπον των βημάτων, τον θόρυβον του κινουμένου μετά προφυλάξεων πλήθους. Εγνώριζεν ό,τι τον επερίμενεν· εγνώριζεν ότι ο ερημικός κήπος ον ηγάπα, και τοσάκις είχε ποιήσει μακαρίαν αναστροφήν μετά των μαθητών Του, ήτο γνωστός εις τον προδότην. Οι αήθεις εκείνοι εχθρικοί ήχοι, αι ερυθραί εκείναι λάμψεις των φανών και των δάδων, ήρκουν διά να δείξωσιν ότι ο Ιούδας είχε προδώσει το μυστικόν του καταφυγίου Του, και ήτο ήδη εγγύς.
Έτι δε Αυτού λαλούντος, ο Ιούδας ο προδότης επέστη. Υπερθεματίζων, ούτως ειπείν, και υπερδρών εις το μέρος του, ενεργών εν τη λίαν κατεσπευσμένή ορμητικότητι εγκλήματος τόσον βδελυρού ώστε δεν ετόλμα ουδέ να σταματήση διά να σκεφθή, εισώρμησε πρώτος εις τον περίβολον, προπορευόμενος των λοιπών. «Εταίρε, τω είπεν ο Ιησούς, εφ' ό πάρει;» (Κατά τινας ερμηνευτάς τούτο είνε σχήμα αποσιωπήσεως, και σημαίνει δι' οποίον έγκλημα ήλθες!») Η φράσις φαίνεται να εκόπη αποτόμως υπό της βαθείας ταραχής του πνεύματός Του, ουδ' έδωκεν ο Ιούδας απόκρισίν τινα, φροντίζων μόνον πώς να δώση εις τους ομοσπόνδους του το αισχρόν προσυμπεφωνημένον σημείον. «Ον αν φιλήσω, είχεν είπη αυτοίς, Αυτός εστι. Κρατήσατε Αυτόν και απαγάγετε ασφαλώς». Και ούτω, προβάς προς τον Ιησούν με τον συνήθη ψυχρόν τίτλον της προσφωνήσεως είπε, «Χαίρε, Ραββί!» κ' εβεβήλωσε την αγίαν παρειάν του Ιησού διά προδοτικού φιλήματος. «Ιούδα» τω είπεν ο Ιησούς μετ' αυστηράς επιτιμήσεως, «φιλήματι τον Υιόν του Ανθρώπου παραδίδως;» Αι λέξεις αύται ήρκουν. Απεκάλυψαν τον άνθρωπον εις εαυτόν, εκθέσασαι το βδελυρόν της πράξεώς του εν όλη τη απλότητι· και ο τρόπος της προδοσίας του ήτο τόσον απαραδειγμάτιστος εν μυσαρότητι, ώστε πλειοτέραι λέξεις θα ήσαν περιτταί. Με αισθήματα τα οποία οι δαίμονες θα ηδύναντο να οικτείρωσιν, ο άθλιος έπτηξε και συνεστάλη οπίσω προς την θύραν του περιβόλου, προς το λοιπόν του πλήθους ήρχισαν τώρα να συνωθούνται.
Κύριε, πρέπει να πλήξωμεν διά μαχαίρας; ηρώτησεν ο Πέτρος, ο μόνος όστις έφερε μάχαιραν· διότι εντός του κήπου ευρισκόμενοι, οι Απόστολοι δεν ήξευραν ακόμη τον αριθμόν των διωκτών. Ο Ιησούς δεν απήντησεν εις το ερώτημα. Ο ίδιος εξήλθε του περιβόλου διά ν' αντιμετωπίση τους διώκτας Του. Χωρίς να φύγη, χωρίς να δοκιμάση να κρυφθή, εστάθη εκεί προ αυτών εις το πλήρες φως της πανσελήνου, εν τη αόπλω και μονήρει Αυτού μεγαλειότητι, καταισχύνων διά του ανυπερασπίστου, τας περιττάς λαμπάδας και περιττά όπλα των.
«Τίνα ζητείτε;» ηρώτησεν.
Η ερώτησις δεν ήτο άσκοπος. Είχε σκοπόν, ως δεικνύει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, να προφυλάξη τους Αποστόλους Του από πάσης ενοχλήσεως. Δυνάμεθα να υποθέσωμεν ωσαύτως ότι εχρησίμευσε διά να καταστήση όλους τους παρόντας μάρτυρας της κρατήσεώς Του, και ούτω να προλάβη το δυνατόν πάσης κρυφίας δολοφονίας ή απάτης.
«Ιησούν τον Ναζωραίον», απήντησαν εκείνοι.
«Εγώ ειμι», είπεν ο Ιησούς.
Αι ήρεμοι αύται λέξεις επήνεγκον αιφνίδιον παροξυσμόν τρόμου. Η απάντησις αύτη η τόσον ηπία είχεν εν εαυτή δύναμιν μεγαλειτέραν της του απηλιώτου ανέμου ή της του κεραυνού, διότι ο Θεός ήτο εν εκείνη «τη φωνή τη λεπτή», και τους κατέπληξε και τους έκαμε να πέσωσι κάτω εις το έδαφος. Παραδείγματα δεν λείπουσιν εν τη ιστορία εν οις το γαλήνιον ήθος αόπλου τινός ανδρός αφώπλισε και παρέλυσε τους εχθρούς Του. Οι άγριοι Γαλάται δεν ηδύναντο να υψώσωσι τα ξίφη διά να κτυπήσωσι τους σεμνοπροπρεπείς συγκλητικούς της Ρώμης. «Δεν δύναμαι να κτυπήσω τον Μάριον» εφώναξεν ο βάρβαρος δούλος, ρίπτων κάτω το ξίφος του, και φεύγων προτροπάδην από της ειρκτής όπου είχε σταλή διά να φονεύση τον γηραιόν ήρωα. Υπάρχει άρα αφορμή διά την υβριστικήν δυσπιστίαν, μεθ' ης πολλοί υπεδέχθηοαν την απλήν αλλά καταπληκτικήν του Ηγαπημένου μαθητού διήγησιν, ότι εις τας λέξεις «Εγώ ειμι», κίνημα μεταδοτικής δειλίας συνέβη μεταξύ της σπείρας, και οπισθοχωρήσαντες εν συγχύσει, τινές έπεσαν εις το έδαφος; Ουδέν βεβαίως ήτο φυσικώτερον. Πρέπει ν’ αναλογισθώμεν ότι Ιούδας ήτο μεταξύ αυτών· ότι η ψυχή του ήτο εν καταστάσει τρομεράς διαταράξεως· ότι οι Ανατολίται υπόκεινται είπερ τινές εις τον αιφνίδιον πανικόν ότι ο φόβος είνε εξόχως μεταδοτική συγκίνησις· ότι πολλοί εξ αυτών είχον ακούσει περί των κραταιών θαυμάτων του Ιησού, και ότι όλοι ήσαν εν γνώσει ότι ηξίου ότι ήτο Προφήτης. Ο τρόπος καθ' ον αντεμετώπισε το μέγα εκείνο πλήθος, το οποίον οι φόβοι του Ιούδα είχον θεωρήσει ουσιώδες διά την σύλληψίν Του, υπεδείκνυέ τι ως έκκλησιν προς δυνάμεις υπερφυείς, κ' εκείνοι είχον αναλάβη να εκτελέσωσιν εν μεσονυκτίοις ώραις μίαν των ενόχων εκείνων πράξεων αίτινες παραλύουσι και τα στιβαρώτερα πνεύματα. Όταν αναλογισθώμεν τούτο, και ενθυμηθώμεν ότι εις πολλάς περιστάσεις η παρουσία και ο λόγος του Χριστού είχον αρκέσει διά να περιστείλωσι την μανίαν του πλήθους, και να Τον φυλάξωσι σώον εν τω μέσω αυτών, δεν είνε ανάγκη να παραδεχθώμεν θαύμα υπερφυές διά να εξηγήσωμεν το γεγονός ότι οι επίσημοι εκείνοι λησταί και ο άτιμος οδηγός των κατεπλάγησαν προς τας απλάς ταύτας λέξεις, «Εγώ ειμι», ως εάν αστραπή είχε καταφλέξει αιφνιδίως τας όψεις των.
Ενώ δε ίσταντο έντρομοι και διστάζοντες εκεί, Αυτός και πάλιν τους ηρώτησε, «Τίνα ζητείτε;» Πάλιν εκείνοι απήντησαν, «Ιησούν τον Ναζωραίον». «Είπον υμίν, απεκρίθη, ότι Εγώ ειμι· ει ουν Εμέ ζητείτε, άφετε τούτους υπάγειν». Διότι Αυτός είχεν ειπεί εν τη προσευχή Του, «Ους δέδωκάς Μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο».
Αι λέξεις ήσαν σημείον προς τους Αποστόλους ότι δεν ηδύναντο πλέον να χρησιμεύσωσιν Αυτώ, και ότι ηδύναντο τώρα να συμβουλευθώσι την ιδίαν ασφάλειάν των, αν ήθελον. Αλλ' ότε είδον ότι δεν διενοείτο ν' αντισταθή, ότι ήτο έτοιμος να παραδοθή εις τους εχθρούς Του, η ψυχή του Πέτρου εδονήθη εκ παλμού αισχύνης· Όσον ανωφελής και αν απέβη ήδη πάσα αντίστασις, εκείνος είλκυσε την μάχαιραν, και διά παραφόρου και αστόχου κινήματος απέκοψε το ωτίον Μάλχου τινός καλουμένου, όστις ήτο δούλος του Αρχιερέως. Πάραυτα ο Ιησούς ανεχαίτισε το άκαιρον τούτο κίνημα. «Επίστρεψον την μάχαιράν σου εις την θήκην, είπε τω Πέτρω, ότι πάντες οι λαμβάνοντες μάχαιραν εν μαχαίρα απολούνται». Εάν δεν είχε πρόθεσιν εκουσίως να πληρώση τας Γραφάς, πίνων το ποτήριον όπερ ο Πατήρ Του είχε δώσει αυτώ, δεν θα είχε διά της προσευχής Του την βοήθειαν όχι δώδεκα δειλών Αποστόλων, αλλά δώδεκα λεγεώνων Αγγέλων; Και διά τελευταίας πράξεως θαυματουργού ελέους θίξας εθεράπευσε το τραύμα.
Εν τη συγχύσει της νυκτός όλον το συμβεβηκός τούτο φαίνεται να διήλθεν απαρατήρητον ειμή υπ' ολιγίστων. Όπως και αν έχη, δεν έκαμεν εντύπωσιν εις τους πεπωρωμένους εκείνους ανθρώπους. Ο τρόμος των είχεν εκλίπει, και το θράσος τον αντικατέστησεν. Ο Μέγας Προφήτης εκουσίως παρέδωκεν Εαυτόν· ήτο αιχμάλωτός των. Βροντή δεν είχεν επέλθη· άγγελος δεν κατήλθεν εξ ουρανού να Τον ελευθερώση· πυρ δια θαύματος δεν τους κατέφαγε. Έβλεπον ενώπιόν των άνθρωπον άοπλον και κεκμηκότα, τον οποίον είς των ιδίων οπαδών Του είχε προδώσει, και εις του οποίου την σύλληψιν παρίσταντο απλώς εν ανισχύρω αγωνία ολίγοι έντρομοι Γαλιλαίοι. Τον εκράτουν σφιγκτώς, καί τινες ήδη αρχιερείς και πρεσβύτεροι και αξιωματικοί των φυλάκων του Ναού είχον τολμήσει ήδη να εξέλθωσιν εκ της ενέδρας εξ ης έβλεπον την σύλληψίν Του, και να τρέξωσι περί Αυτόν μεθ' υβριστικής περιεργίας. Προς τούτους ιδίως εστράφη και είπεν αυτοίς, «Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων;» Ότε ήμην καθ' ημέραν μεθ' υμών εν τω Ιερώ δεν ήρατε χείρας εναντίον Μου. Αλλ' αύτη είνε η ώρα σας, και η κακή άδεια του σκότους.
Οι τελευταίοι ούτοι λόγοι απέσβησαν και την υστάτην ακτίνα της ελπίδος εις πνεύματα των οπαδών Του. Τότε οι μαθηταί Του όλοι, και αυτός ο φλογερός Πέτρος, και αυτός ο επιστήθιος Ιωάννης, τον εγκατέλιπον και έφυγον. Κατά την υπερτάτην εκείνην στιγμήν, μόνον είς άγνωστος νεανίσκος (ίσως ήτο ο κτήτωρ του Γεθσημανή, ίσως ο Άγιος Μάρκος ο Ευαγγελιστής, ίσως ο Λάζαρος ο αδελφός της Μάρθας και Μαρίας) απετόλμησε ν' ακολουθήση μακρόθεν, εξόπισθεν του εχθρικού πλήθους. Φαίνεται ότι είχεν εγερθή αποτόμως εκ του ύπνου, διότι ήτο κεκαλυμμένος μόνον διά σινδόνος ή νυκτικής οθόνης, με την οποίαν εκοιμάτο. Αλλ' οι άνθρωποι της σπείρας τον έδραξαν από την σινδόνα, κ' εκείνος τρομάξας άφησε την σινδόνα, και έφυγε γυμνός, ήτοι μόνον με τα εσωτερικά ενδύματα.
Ο Ιησούς ήτο μόνος τώρα εις την εξουσίαν των εχθρών Του. Κατά προσταγήν του χιλιάρχου, αι χείρες Του εδέθησαν όπισθεν των νώτων Του, και στενώς συνέχοντες Αυτόν οι ρωμαίοι στρατιώται, ακολουθούμενοι και περικυκλούμενοι υπό των Ιουδαίων υπηρετών, τον ανήγαγον άνω της χαράδρας του χειμάρρου των Κέδρων, και ανά την απότομον προς την πόλιν ανωφέρειαν πέραν της χαράδρας, και τον έφεραν εις την οικίαν του Αρχιερέως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΗ'.
Ο Ιησούς ενώπιον των Ιερέων και του Συνεδρίου
Ο Άννας. — Ο χαρακτήρ του. — Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι. — Γεννήματα
εχιδνών — «Ούτως αποκρίνη τω Αρχιερεί;» Εν τη αυλή του Καϊάφα. —
«Εζήτουν ψευδομαρτυρίαν». — «Καταλύσαι τον Ναόν τούτον». — Σιωπή του
Ιησού. — Απόνοια του Καϊάφα. — Ο εξορκισμός του. — Βλασφημεί!» —
«Ένοχος θανάτου εστί».
Καίτοι οι απιστούντες ενδιέτριψαν μετά δυσαναλόγου επιμονής επί πληθύος «ασυμφωνιών» εν τη τετραπλή αφηγήσει της δίκης, της καταδίκης, και του θανάτου του Χριστού, αύται δεν είνε ικαναί να προξενήσωσι την ελαχίστην ανησυχίαν εις τον χριστιανόν μελετητήν· ούτε δύνανται να εξεγείρωσι και την πλέον στιγμιαίαν δυσπιστίαν εις πάντα άνθρωπον όστις, και αν δεν έχη βαθύτερα αισθήματα εις την υπόθεσιν και δεν θέλη να παραδεχθή την θεοπνευστίαν, προσέρχεται εις τα Ευαγγέλια άνευ προκαταλήψεως, και δέχεται ταύτα απλώς ως ιστορίας ειλικρινείς, εφ' όσον έγκειται εν τη γνώσει των συγγραφέων, αλλά, καθ' εαυτά λαμβανόμενα, επιτομάς ατελείς. Μετά επισταμένας μελέτας, αφόβως αποφαίνομαι, ότι καίτοι αι μικραί παραλλαγαί είνε πολλαί, ου μόνον ουδεμία αντίφασις υπάρχει, αλλ' είς έκαστος των Ευαγγελιστών συμπληροί τας λεπτομερείας όσας παρέχει ο άλλος, και συνδιαζομένων όλων, δυνάμεθα να κατανοήσωμεν την αληθή των συμβεβηκότων συνέχειαν. Ου μόνον δεν φαίνονται αβάσιμα, αλλά φέρουσιν εν εαυτοίς ανεξίτηλον την σφραγίδα της πεποιθήσεως και της βεβαιότητος. Μετ' επιμελείας δε και προσοχής αναγινώσκοντες βλέπομεν ότι οι τέσσαρες ευαγγγελισταί ιστορούσιν εξαπλήν δίκην, τετραπλούν εμπαιγμόν, τριπλήν αθώωσιν, δις επαναληφθείσαν καταδίκην του Χριστού του Κυρίου ημών.
Αναγινώσκοντες παραλλήλως τα Ευαγγέλια, βλέπομεν ότι εκ των τριών δοκιμασιών τας οποίας ο Κύριος υπέστη εις τας χείρας των Ιουδαίων, πρώτη μόνον, η ενώπιον του Άννα, αναφέρεται υπό του Ιωάννου· η δευτέρα, η ενώπιον του Καϊάφα, υπό του Ματθαίου και Μάρκου· η τρίτη, η ενώπιον του Συνεδρίου, υπό του Λουκά. Ουχ ήττον, ο Ιωάννης διακριδόν αναφέρει την δευτέραν δίκην, ο δε Ματθαίος και ο Μάρκος υπονοούσι την τρίτην· ο Λουκάς, καίτοι αρκείται εις την αντιγραφήν της τρίτης, εναργώς και ούτος αφήνει χώρον διά την πρώτην και την δευτέραν.
Ήτο δε η πρώτη η πρακτική, η δευτέρα η δυναμική, η τρίτη η ενεργός και ρητή απόφασις ότι έπρεπεν εις θάνατον να καταδικασθή. Εκάστη των τριών δοκιμασιών θα ηδύνατο, εκ διαφόρου απόψεως, να θεωρηθεί ως η κρισιμωτέρα και σπουδαιοτέρα των τριών. Η του Άννα ήτο η ημιεπίσημος προανάκρισις, η του Καϊάφα η πραγματική απόφασις, η του όλου Συνεδρίου περί την πρωίαν η οριστική κύρωσις.
Ότε ο χιλίαρχος, ο άρχων του αποσπάσματος των ρωμαίων στρατιωτών, διέταξε να δεσμευθή ο Ιησούς, εκείνοι Τον απήγαγον άνευ αποπείρας προς αντίστασιν. Μεσονύκτιον είχε παρέλθη ήδη καθώς Τον έσυραν εις την οικίαν του Αρχιερέως. Φαίνεται δε ότι αύτη κατείχετο άμα υπό των δύο πρωταιτίων της φοβέρας ανομίας, του Άννα, και του γαμβρού του, Καϊάφα. Τον έφεραν προς τον Άνναν πρώτον. Εκεί διεξήχθη το πρώτον μέρος της δίκης, πιθανώς εν χθαμαλώ θαλάμω ανοιγομένω προς την αυλήν. Είνε αληθές ότι ο Άννας είχε παυθή υπό των Ρωμαίων από το αξίωμα του Αρχιερέως, και τον είχε διαδεχθή πρώτον ο Φαβής, είτα ο υιός του Ελεάζαρ, είτα ο γαμβρός του Ιωσήφ Καϊάφας. Αλλ' οι αυστηροί τηρηταί του νόμου μόνον βεβιασμένως ανεγνώριζον τους διαδόχους του, και εθεώρουν τον Άνναν πάντοτε ως δικαιώματι αρχιερέα. Από των ημερών Ηρώδου, του Μεγάλου καλουμένου, η αρχιερατεία είχεν εκπέσει από διαρκούς θρησκευτικού αξιώματος εις πρόσκαιρον κοσμικόν τίτλον.
Ενώπιον άρα του Άννα προσήχθη ο Ιησούς πρώτον ως δεσμώτης εις το δικαστήριον. Ο Ιώσηπος θαυμάζει και μακαρίζει τον Άνναν τούτον, ως φθάσαντα εις βαθύ γήρας, αρχιερατεύσαντα αυτόν, και αξιωθέντα να ίδη πέντε υιούς του και έκτον τον γαμβρόν του αρχιερείς. Αλλά να θαυμάζηταί τις υπό τοιούτου εξωμότου, οίος ο Ιώσηπος, είνε πολύ αμφίβολον ευτύχημα. Μεθ' όλην την ευτυχίαν του ο Χανάν (ή Άννας, ή Άνανος) φαίνεται να άφησεν οπίσω του κακόν όνομα, και αρκετά γνωρίζομεν περί του χαρακτήρος του όπως μάθωμεν ότι ήτο πανούργος, τυραννικός και φιλόκοσμος Σαδδουκαίος, πλήρης χαμερπούς κακίας και ευτελείας. Ενώπιον του μοχθηρού τούτου ανθρώπου προσήχθη ο Σωτήρ του κόσμου διά ν' ανακριθή.
Και υπήρχον ισχυροί λόγοι ίνα ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διατηρήση ημίν όλην την φάσιν ταύτην της δίκης. Χρειάζεται να παρέλθωσιν έτη τινά όπως οι άνθρωποι δυνηθώσι να ίδωσι τον πρώτον υποκινητήν συμβάντων εις τα οποία υπήρξαν σύγχρονοι. Κατ' αρχάς, ο κατά το φαινόμενο δράστης ή πράκτωρ θεωρείται συνήθως ως ο μάλλον υπεύθυνος, καίτοι δυνατόν πράγματι να είνε απλούς κρίκος εν τω επισήμω μηχανισμώ. Αλλ' εάν υπήρξεν είς άνθρωπος πλέον ένοχος των άλλων διά τον θάνατον του Χριστού, ο άνθρωπος ήτο ο Άννας. Το προβεβηκός της ηλικίας του, το αξίωμα και η επιρροή του, έδιδον εξαιρετικήν βαρύτητα εις την προνομιακήν απόφασίν του. Ήτο φίλος των Ηρωδών και των πραιτώρων, και απέδωκεν, ως φαίνεται, πολιτικήν σημασίαν εις την διδασκαλίαν του Ιησού, εφοβήθη δε μη ο Ιησούς αποξενώση το πλήθος από της αρχιερατικής επιρροής. Είνε αξιοσημείωτον ότι, καίτοι οι Φαρισαίοι ηλαύνοντο υπό φλέγοντος μίσους κατά του Ιησού και ήσαν τόσον ανυπόμονοι διά τον θάνατόν Του, ώστε προθύμως να συμπράξωσι με τους αριστοκρατικούς και αρχιερατεύοντας Σαδδουκαίους (από των οποίων συνήθως εχωρίζοντο διά παντοίων διαφορών, πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών), ουχ ήττον, από της στιγμής καθ' ην η σκευωρία διά την σύλληψιν και την καταδίκην Του ωρίμασεν, οι Φαρισαίοι τόσω ολίγον μέρος έλαβον εν αυτή, ώστε το όνομά των ουδέ άπαξ προεχόντως μνημονεύεται έν τινι συμβεβηκότι σχετιζομένω προς την σύλληψιν, την δίκην, τους χλευασμούς και την σταύρωσιν. Οι Φαρισαίοι εκλείπουσιν· οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι λαμβάνουσι την θέσιν των. Είνε δε αμφίβολον άν τινες εκ των εγκριτωτέρων Φαρισαίων ήσαν μέλη του εκπεπτωκότος εκείνου ειδώλου της εξουσίας, το οποίον εις τας κακάς εκείνας ημέρας εγαυρία ακόμη με τον τίτλον του Συνεδρίου. Εάν πιστεύσωμεν το Ταλμούδ, το Συνέδριον ήτο άθρησκος, άπατρις ομοσπονδία ιερέων καπηλευομένων τα ιερά και τα όσια, η δε οικογένεια του Χανάν ή του Άννα και αυτός ο ίδιος, υποστηριζόμενοι υπό της Ρωμαϊκής εξουσίας, αλλά μισούμενοι υπό του λαού, ήσαν η ψυχή και η ζωή του πονηρού εκείνου σωματείου.
Δυνάμεθα προσέτι να συμπεράνωμεν ότι η μανία των Σαδδουκαίων και ιερέων εξήφθη κατά του Χριστού ένεκα των λόγων και των πράξεων Αυτού εν σχέσει προς τον Ναόν, τον οίκον του Θεού, τον οποίον ούτοι εθεώρουν ως αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν και νόμημά των, και κατ' εξοχήν εκ του δευτέρου καθαρισμού του Ναού, του δημοσία υπ' Αυτού γενομένου εσχάτως. Και εις τους τρεις συνοπτικούς Ευαγγελιστάς ευρίσκομεν ότι οι εγκαλούντες τον Ιησούν διά την πράξιν ταύτην δεν είνε Φαρισαίοι, αλλ' Ιερείς και Γραμματείς, οίτινες φαίνονται λαβόντες εξ αυτής νέαν μανιώδη ώθησιν όπως ζητώσι τον όλεθρόν Του.
Αλλ' υπάρχει άρα και άλλος λόγος; Ναι, διότι δυνάμεθα να υποθέσωμεν εκ του Ταλμούδ ότι η πράξις αύτη έτεινε να πληγώση την φιλαργυρίαν των, να βλάψη τα αθέμιτα κέρδη των. Η φιλαργυρία, η νόσος του Ιούδα, η νόσος όλης της Ιουδαϊκής φυλής, φαίνεται ότι υπήρξε και η δεσπόζουσα κακία της οικογενείας του Άννα. Υπάρχουσι λόγοι να πιστεύσωμεν ότι τα εμπορεία και τα αργυραμοιβεία, τα οποία είχον καθιδρυθή υπό τας στοάς του Ναού, και τα οποία ο Χριστός εν αγανακτήσει διεσκόρπισε, ου μόνον ήσαν εγκεκριμένα υπό της εξουσίας των αρχιερέων τούτων, αλλ' ήσαν διωργανισμένα προς ίδιον κέρδος των. Υπήρχον ισχυροί λόγοι όπως ο Άννας, ο κορυφαίος αντιπρόσωπος των γεννημάτων τούτων των εχιδνών, ως τους αποκαλεί είς των συγγραφέων του Ταλμούδ, καταβάλη πάσαν προσπάθειαν όπως επιφέρη τον όλεθρον Προφήτου, του οποίου αι πράξεις έτεινον να καταστήσωσιν αυτόν και την οικογένειάν του πτωχούς και ασήμους.
Το ότι ο Άννας δεν ετόλμησε να ομολογήση τα αισθήματα και τας αφορμάς ταύτας, ηναγκάσθη μάλιστα να τηρήση ταύτα όλως μυστικά, θα ηύξανε μόνον το βάθος της πικρίας του. Και η μέθοδος της ενεργείας του φαίνεται να υπήρξε τόσον έκνομος όσον ήτο και το ότι ανέλαβεν εν τοιούτω τόπω και τοιαύτη ώρα, δικαστικά καθήκοντα. Επιθυμών ν' ανακαλύψη σκιάν τινα κατηγορίας επί λαθραία αποστασία ή επί κακοδοξία επηρώτησε τον Ιησούν περί των μαθητών Αυτού και περί της διδαχής Αυτού. Η απάντησις, ατάραχος, ενείχε βαθείαν επιτίμησιν. Εγώ παρρησία ελάλησα προς τον κόσμον. Εγώ πάντοτε εδίδαξα εν τη Συναγωγή και εν τω Ιερώ, όπου οι Ιουδαίοι συνέρχονται, και εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν. Τι με επερωτάς; Επερώτησον τους ακούσαντές Με τι είπον αυτοίς. Ίδε, ούτοι οίδασι τι ελάλησα Εγώ». Η εμφαντική επανάληψις του Ε γ ώ, και αύτη η ασυνήθης σημαντική τοποθέτησίς του εις το τέλος της προτάσεως, δεικνύουσιν ότι αντίθεσις ήτο ίσως το σκοπούμενον· ως εάν έλεγεν, «Το μεσονύκτιον τούτο, η στάσις αύτη, η μυστικότης, η άκοσμος αύτη παρωδία της δικαιοσύνης, είνε &σα&, όχι &Εμά&. Ουδέποτε υπήρξεν απόκρυφόν τι εν τη διδαχή Μου· ουδέποτε έκρυψα τας πράξεις μου. Αλλά &συ&, και &σα&». Και αυτοί οι κόλακες και οι θεράποντες του Άννα ησθάνθησαν το σφαλερόν της θέσεως του κυρίου των υπό την επιτίμησιν ταύτην· ησθάνθησαν ότι ενώπιόν της αθωότητος του νεαρού τούτου Ραβδί του εκ Ναζαρέτ, η υποκρισία του γηραιού Σαδδουκαίου εταπεινώθη. «Ούτως αποκρίνη τω Αρχιερεί;» είπεν είς τούτων μετά θυμού και ύβρεως· και χωρίς ο κύριός του να τον επιπλήξη, εβεβήλωσε διά του πρώτου ατίμου ραπίσματος το ιερόν πρόσωπον του Χριστού. Τότε πρώτον το πρόσωπον τούτο, εις το οποίον οι Άγγελοι θεωρούσιν ως τα βρέφη εις την λαμπράν του ηλίου ακτίνα, επλήγη υπό αθλίου δούλου. Την ύβριν υπέφερεν ο Χριστός μετ' ευγενούς πραότητος. Και ο απόστολος Παύλος, όταν ομοίως υβρίσθη, οργισθείς κατηράσθη τον υβριστήν. «Ο Θεός πλήξαι σε, κεκολιαμένε τοίχε»· αλλ' Αυτός, ο Υιός του Θεού, ο ασυγκρίτως υπέρτερος των Αγγέλων και των Αποστόλων, άνευ οργής και ηρέμα επετίμησε τον αναιδή υβριστήν, «Ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού· ει δε καλώς, τι Με δέρεις;» Ήτο προφανές ότι ουδέν περισσότερον ηδύνατο ν' αποσπασθή απ’ Αυτού· ότι ενώπιόν τοιούτου δικαστηρίου δεν θα απεκρίνετο εις άλλην ερώτησιν. Δέσμιος, εις σημείον ότι έμελλε να καταδικασθή, καίτοι ανεξέταστος και αναπολόγητος, εστάλη υπό του Άννα μέσον της αυλής προς τον Καϊάφαν τον γαμβρόν του, τον ελέω του Ρωμαίου πραίτωρος τιτλούχον Αρχιερέα.
Ο Καϊάφας, όπως και ο πενθερός του, ήτο Σαδδουκαίος, εξ ίσου πανούργος και ασυνείδητος όσον ο Άννας, αλλά πεπροικισμένος με ολιγωτέραν δύναμιν θελήσεως και χαρακτήρος. Εν τη οικία του διεξήχθη το δεύτερον ιδιωτικόν και έκνομον στάδιον της δίκης. Εκεί (διότι, ενώ οι πτωχοί Απόστολοι δεν ίσχυσαν ν' αγρυπνήσωσιν επί μίαν ώραν εν συμπαθεί προσευχή, οι ανόσιοι ούτοι σκευωροί ηδύναντο ν' αγρυπνώσι παννύχιοι εν τη θανασίμω κακία των) τινές των πλέον απεγνωσμένων εχθρών του Ιησού μεταξύ των Ιερέων και Σαδδουκαίων είχον συνέλθη. Όπως γείνη απαρτία του Συνεδρίου έπρεπε να είνε τουλάχιστον εικοσιτρία των μελών παρόντα. Και δυνάμεθα ίσως να εικάσωμεν ότι το ιδιαίτερον τούτο σώμα ενώπιον του οποίου ο Χριστός είχε προσαχθή ήδη συνέκειτο κατά το πλείστον εξ ιερέων. Ήτο δε, ως φαίνεται, μία επιτροπεία ή τμήμα εκ συνέδρων, και ιδίως ιερέων, το οποίον δύναται να ληφθή αντί όλου του συνεδρίου.
Αλλ' οποιαδήποτε και αν ήτο η φύσις του δικαστηρίου, ου προήδρευε νυν ο Καϊάφας, είνε πρόδηλον ότι οι ιερείς εβιάσθησαν ν' αλλάξωσιν τακτικήν. Αντί να προσπαθώσιν, ως ο Άννας, να εκπτοήτωσι και περιπλέξωσι τον Ιησούν με δολεράς ερωτήσεις, και ούτω να Τον ενοχοποιήσωσιν επί κρυφία δήθεν αποστασία, επροσπάθησαν τώρα να Τον στιγματίσωσι διά του εγκλήματος της δημοσίας πλάνης. Πράγματι αι ίδιαι πικραί διαιρέσεις των καθίστων δύσκολον το έργον του ελέγχου. Εάν ενδιέτριβον επί τινος υποτιθεμένης εναντιότητος, προς την πολιτικήν εξουσίαν, τούτο θα επέσυρεν τας συμπαθείας των Φαρισαίων υπέρ Αυτού. Εάν επέμενον επί των δήθεν αθετήσεων του Σαββάτου και της ολιγωρίας των εθίμων και παραδόσεων, τούτο θα συνεφώνει με τας σκέψεις των Σαδδουκαίων. Οι Σαδδουκαίοι δεν ετόλμων να εγκαλέσωσιν Αυτόν διά την αποκάθαρσιν του Ναού· οι Φαρισαίοι, ή εκείνοι οίτινες τους αντιπροσώπευον, ανωφελές ενόμισαν να επανέλθωσιν εις τας περί των παραδόσεων καταγγελίας Του. Πλην ο Ιησούς ασυγκρίτως ευγενέστερος και του ευγενεστάτου των Αποστόλων Του, δεν θα ήθελε ποτέ να συνδαυλίση τας λανθανούσας ταύτας εχθροπαθείας, ή να επικαλεσθή προς ιδίαν απελευθέρωσίν Του μίαν έριδα των κοιμωμένων τούτων προλήψεων. Δεν διετάραξε την πρόσκαιρον λυκοφιλίαν ήτις ήνωσεν αυτούς εις κοινήν έχθραν εναντίον Του. Αφού άρα δεν είχον επ' ουδενός άλλου να βασισθώσιν, οι Αρχιερείς και το Συνέδριον όλον «εζήτουν ψευδομαρτυρίαν» (τοιαύτη η τρομερά απλή έκφρασις των Ευαγγελιστών) «ε ζ ή τ ο υ ν ψ ε υ δ ο μ α ρ τ υ ρ ί α ν κατά Του Ιησού ώστε θανατώσαι Αυτόν». Πολλάκις άνθρωποι διεστραμμένοι και άρπαγες ζητούσι ψευδομάρτυρας· και αι δυνάμεις του πονηρού συνήθως τους προμηθεύουσιν εις αυτούς. Αν και οι πράκτορες των ιερέων τούτων ήσαν πρόθυμοι να ψεύδωνται, αλλ' όμως οι ψευδομάρτυρες όσοι προσήλθον κατέθεσαν τόσον αντιφατικά και παράλογα, ώστε και αυτοί οι άδικοι δικασταί δεν ηδύναντο ευσχήμως να δεχθώσι την μαρτυρίαν των.
Τέλος προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες είπον: «Ούτος έφη, Δ ύ ν α μ α ι κ α τ α λ ύ σ α ι τον Ναόν τούτον — ή, κατ' άλλην έκδοσιν, Κ α τ α λ ύ σ ω τον Ναόν τούτον — και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν». Το αληθές ήτο ότι δεν είχεν ειπεί ούτε το έν ούτε το άλλο, αλλ' είχεν ειπεί: «Κ α τ α λ ύ σ α τ ε τον Ναόν τούτον»· και η προστακτική είχε μόνον απευθυνθή υποθετικώς προς αυτούς. Αυτοί έμελλον να ήνε οι καταλύται· Εκείνος είχεν υποσχεθή μόνον ότι θ’ ανακτίση. Ήτο μία των ψευδορκιών εκείνων, ήτις ήτο τόσω μάλλον ψεύδορκος, όσω έφερεν απωτέραν τινά ομοιότητα προς την αλήθειαν. Δώσαντες διάφορον απόχρωσιν εις τους αληθείς λόγους Του, είχον, με την αφέλειαν της συκοφαντίας, ανατρέψει το νόημά των, και ήλπιζον να θεμελιώσωσιν επ' αυτών κατηγορίαν επί βλασφημία. Αλλά και αύτη η ψευδορκία ανετράπη άρδην, και ο Ιησούς ήκουεν εν σιωπή ενώ οι διηρημένοι εχθροί Του απελπιστικώς συνέχεον αλλήλων τας μαρτυρίας. Η ενοχή πολλάκις κατέρχεται εις δικαιολογίας όπου η αθωότης μένει άφωνος. Υπέμενεν ώστε οι ψευδείς κατήγοροί Του και οι ψευδείς ακροαταί των να περιπλέκωνται εις τα δίκτυα των ιδίων κακοβούλων ψευδών των, και η σιωπή του αθώου Ιησού εξιλέου τας πάλαι δικαιολογίας του ενόχου Αδάμ.
Αλλ' η μεγαλοπρεπής εκείνη σιωπή τους ετάραττε, τους συνέχεε, τους εμώραινε. Κατεβάρυνεν αυτούς με αφόρητον το άχθος της αυτοκαταδίκης. Ησθάνοντο ενώπιον της σιωπής εκείνης ως εάν αυτοί ήσαν οι ένοχοι και Εκείνος ο δικαστής. Και επειδή παν φαρμακερόν βέλος των έπιπτεν άπρακτον εις τους πόδας, ως να εθραύετο κατά της αδαμαντίνης ασπίδος της αθωότητός Του, ήρχισαν να φοβώνται μήπως, μεθ' όλα ταύτα, η δίψα των διά το αίμα του μείνη άσβεστος, και η σκευωρία των ανατραπή. Ο Προφήτης ούτος ο εκ Ναζαρέτ θα υπερίσχυε κατ' αυτών, απλώς δι' έλειψιν ολίγων ψευδών περιτέχνων; Και ήτο η ζωή Του γοητευμένη δι' επωδών και κατά της συκοφαντίας της δι' όρκων επιβεβαιουμένης; Ήτο αφόρητον!
Τότε ο Καϊάφας εκυριεύθη υπό παροξυσμού φόβου και οργής. Εγερθείς από της έδρας του και σταθείς εις το μέσον, με ποίαν φωνήν, με ποίαν στάσιν, δυνάμεθα να φαντασθώμεν! «Ουδέν αποκρίνη; Εφώνησε· τι ούτοι σου καταμαρτυρούσι;» Αλλ' η φοβερά σιωπή του Ιησού έμεινεν αδιατάρακτος.
Τότε, φθάσας εις απόνοιαν και μανίαν, ο ψευδής ούτος Αρχιερεύς, τηρών εισέτι απειλητικήν στάσιν κατά του Ιησού, ανέκραξεν, «Εξορκίζω Σε κατά του Θεού του ζώντος ένα ημίν είπης» τι; αν είσαι κακοποιός; αν κρυφίως εκίνησας εις στάσιν; αν φανερώς βλασφημίαν εξέφερες; — όχι, αλλά (και η ερώτησις έδειξε την θεοστεγή πονηρίαν, την υπολανθάνουσαν εν όλη τη θανασίμω κατ' Εκείνου συνομωσία των) &«ει Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού».&
Παράδοξον ερώτημα προς δέσμιον, ανυπεράσπιστον, κατάδικον· και παράδοξον ερώτημα παρά τοιούτου εξεταστού, αρχιερέως του λαού! Παράδοξον ερώτημα εκ μέρους του δικαστού όστις εζήτει να εύρη ψευδομαρτυρίας κατά του δεσμώτου! Αλλ' όμως ούτω πως ορκιζόμενος, και προς τοιούτον ερώτημα, ο Ιησούς δεν ηδύνατο να σιωπήση· επί τοιούτου κεφαλαίου δεν ηδύνατο ν' αφήση χώρον ανοικτόν προς παρερμήνευσιν. Εις τας ημέρας του κηρύγματός Του, όταν ήσαν έτοιμοι να τον λάβωσι διά της βίας όπως ποιήσωσιν Αυτόν Βασιλέα, εις τας ημέρας καθ' ας το να κηρύξη Εαυτόν Μεσσίαν κατά την έννοιάν των ήτο ως να έβαινε προς συνάντησιν αυτών εις το ήμισυ της οδού, μεθ' όλων των εμπαθών προλήψεών των, εις τας ημέρας εκείνας είχε τηρήσει το αξίωμα του Μεσσίου εν σιωπή· αλλά τώρα, κατά την φοβεράν ταύτην κρίσιμον στιγμήν, ότε ο θάνατος επέκειτο, ότε (ανθρωπίνως και προσκαίρως) ουδέν κέρδος, ζημία δε μάλλον θα προσεγίνετο εκ της ομολογίας, εδόνησε και διεπέρασεν όλας τας γενεάς, διεπέρασε την αιωνιότητα ήτις είνε ο συγχρονισμός όλου του μέλλοντος, και όλου του παρόντος, και όλου του παρελθόντος, η πάνδημος απόκρισις, «&Συ είπας&· κ α ι ό ψ ε σ θ ε τ ο ν τ ο υ Α ν θ ρ ώ π ο υ κ α θ ή μ ε ν ο ν ε κ δ ε ξ ι ώ ν τ η ς δ υ ν ά μ ε ω ς, κ α ι ε ρ χ ό μ ε ν ο ν ε π ί τ ω ν ν ε φ ε λ ώ ν τ ο υ ο υ ρ α ν ο ύ». Εν τη απαντήσει ταύτη η βροντή εβρυχάτο, βροντή μεγαλοφωνοτέρα της εν Σινά, καίτοι τα ώτα των κυνικών και των Σαδδουκαίων δεν την ήκουσαν τότε, ουδέ την ακούουσι τώρα. Δεινοποιών τραγικώς την απαίσιον φρίκην του, ο άνομος δικαστής όστις είχεν αναπληρώσει ούτω τας ελλείψεις των ψευδομαρτύρων τους οποίους μάτην είχε ζητήσει, ο ψευδής Αρχιερεύς διαρρήξας τα ιμάτια του ενώπιόν του Αληθούς, εζήτησε παρά του Συνεδρίου την άμεσον καταδίκην Εκείνου.
«Ε β λ α σ φ ή μ η σ ε! Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Ίδε, νυν ηκούσατε την Βλασφημίαν Αυτού. Τι υμίν δοκεί;» Και με την συγκεχυμένην ταραχώδη κραυγήν «Ις μαβέθ!» Ένοχος θανάτου εστί!» το σκοτεινόν Συνέδριον διελύθη, και το δεύτερον στάδιον της δίκης του Ιησού έληξε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΘ'.
Τα μεταξύ της δίκης
Οι εμπαιγμοί κατά του Ιησού. — Η αυλή του Αρχιερέως. — Αι αρνήσεις του Πέτρου. — «Η λαλιά σου δήλον σε ποιεί». — Το βλέμμα του Ιησού. — Η μετάνοια του Πέτρου. — Αι ύβρεις των υπηρετών. — Η τρίτη φάσις της δίκης. — Ο Ιησούς λύει την σιωπήν. — Η καταδίκη.
«Τον νώτον μου έδωκα εις μάστιγας, και τας σιαγόνας εις ραπίσματα, το δε πρόσωπόν μου ουκ απεστράφη από αισχύνης εμπτυσμάτων». (Ησαΐας.)
Και ιδού πώς υπεδέχθησαν οι Εβραίοι τον επηγγελμένον Μεσσίαν των, τον περιμενόμενον μετά περιπαθούς ελπίδος από δισχιλίων ετών καταδικασθέντες έκτοτε να τήκωνται εν πικρά αγωνία επί άλλα δισχίλια σχεδόν έτη! Από της στιγμής ταύτης εθεωρήθη υφ' όλων των παρόντων εν τη Ιουδαϊκή αυλή ως αιρετικός, υποκείμενος εις τον διά λιθοβολήσεως θάνατον· και ετηρείτο υπό φύλαξιν μόνον μέχρι της ανατολής της ημέρας, επειδή εν ημέρα μόνον, και εν τη λεγομένη Στοά της Κρίσεως, και μόνον εν πλήρει συνελεύσει όλου του Συνεδρίου, ηδύνατο νομικώς να καταδικασθή. Και επειδή τον εθεώρουν ήδη ως πρόσωπον κατάλληλον όπως υβρίζηται ατιμωρητεί, εχαιρετίσθη διά μέσου της αυλής μέχρι της φυλακής διά πληγμάτων και αρών, εις τας οποίας δυνατόν να έλαβον μέρος όχι μόνον οι μίσθαρνοι και οι υπηρέται, αλλά και οι ψυχροί και νυν μανιώδεις Σαδδουκαίοι. Μεσονύκτιον προ πολλού είχε σημάνη, και η εαρινή αύρα της πρωίας ήτο πολύ δριμεία. Εις το κέντρον της αυλής οι υπηρέται των Αρχιερέων εθερμαίνοντο πλησίον της ανθρακιάς. Και καθώς Εκείνος απήγετο εκείθεν της ανθρακιάς ταύτης, ήκουσεν (ό,τι ήτο δι' Αυτόν θανασιμωτέρα πικρία ή πάσα άλλη την οποίαν οι βάρβαροι διώκται Του ηδύναντο να εγχύσωσιν εις το ποτήριον της Αγωνίας Του) ήκουσε τον ευτολμότερον των Αποστόλων Του να Τον αρνήται μεθ' όρκου.
Κατά τας δύο ταύτας θλιβεράς ώρας της αρξαμένης τραγωδίας Του, καθώς ίστατο εις τας αιθούσας του Άννα και του Καϊάφα, άλλη ηθική τραγωδία, την οποίαν είχε προφητεύσει ήδη, είχε διεξαχθή εν τη έξω αυλή.
Καθ' όσον δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, το παλάτιον το κατεχόμενον υπό τε του Άννα, του πραγματικού, και του Καϊάφα, του τιτλούχου Αρχιερέως, φαίνεται ότι ήτο ωκοδομημένον περί τετράγωνον αυλήν, και ότι εισήρχετό τις δι' αψιδωτής διόδου ή πυλώνος· και εις το εσώτερον μέρος τούτου, πιθανώς ολίγας βαθμίδας από του εδάφους, ήτο η στοά εν ή οι εκ του Συνεδρίου είχον συνέλθη. Δειλώς και μακρόθεν, δύο μόνον εκ των Αποστόλων είχον αναλάβη μέχρι τούδε εκ του πρώτου πανικού των, ώστε ν' ακολουθήσωσι μακρόθεν την θλιβεράν πομπήν. Ο είς τούτων, ο αγαπημένος μαθητής, γνωστός ίσως εις τον οίκον του Αρχιερέως ως νέος αλιεύς εκ της λίμνης της Γαλιλαίας, είχεν εύρη εύκολον την είσοδον, χωρίς ν' αποπειραθή να κρύψη τας συμπαθείας του ή την ταυτότητά του. Όχι όμως ο έτερος. Άγνωστος, και Γαλιλαίος, ανεχαιτίσθη εις την θύραν υπό της παιδίσκης της θυρωρού. Καλλίτερον, πολύ καλλίτερον, ο αποκλεισμός του να ήτο οριστικός. Διότι ήτο νυξ ταραχής, τρόμου και υποψίας· και ο Πέτρος ήτο ασθενής, και η σφοδρά αγάπη του ήτο μεμιγμένη μετά φόβου, και όμως ερριψοκινδύνευεν εντός αυτής της φωλεάς των ασπόνδων εχθρών. Αλλ' ο Ιωάννης, λυπηθείς διά τον αποκλεισμόν εκείνου, και κρίνων ίσως περί της σταθερότητος του φίλου του εκ της ιδικής του, μετήλθε την επιρροήν του όπως επιτύχη την εισαγωγήν του Πέτρου. Μετ' απερισκέπτου θρασύτητος, και κρύπτων τας καλλιτέρας αφορμάς αίτινες τον είχον φέρει εκείσε, ο Πέτρος αν και είχε νουθετηθή ήδη, αλλά μάτην, προέβη εν τη αυλή προς την ανθρακιάν την καίουσαν εν τω κέντρω, και εκάθισεν εις το μέσον των υπηρετών των Ιερέων, ενώπιόν των οποίων ο Κύριός του την στιγμήν εκείνην δέσμιος είχε προσαχθή υπό κατηγορίαν θανάτου.
Η παιδίσκη η θυρωρός, αφού εισήγαγεν όλους τους ενδιαφερομένους, επλησίασε και αυτή προς την ανθρακιάν, και προσήλωσε το όμμα προς τον αμφίβολον ξένον, καθώς εκείνος εκάθισε «προς το φως», κατά τον Μάρκον, όπερ δεικνύει το θράσος και την απερισκεψίαν του Πέτρου, και τότε, αναγνωρίσασα τούτον ότι τον είχε και άλλοτε ιδεί, ανέκραξε, «Και συ ήσθα μετά του Ιησού του Γαλιλαίου». Ο Πέτρος ήτο αφύλακτος. Κατά την περίοδον ταύτην του βίου, το ευμετάβολον της φύσεώς του υπέκειτο πάντοτε εις διάπλασιν κατά την επίδρασιν της στιγμής, και μετέβαινεν ευκόλως εις τας εμπαθείς ακρότητας. Ο χαρακτήρ του ήτο ομαλώς ανώμαλος, κατά την Αριστοτέλειον φράσιν. Πολύ, πολύ ύστερον, ευρίσκομεν όλως απροσδόκητον επιβεβαίωσιν της πιθανότητος του θλιβερού τούτου επεισοδίου της ζωής Του, εν τη προθυμία μεθ' ης υπεχώρησεν εις τας γνώμας του Αποστόλου των Εθνών, και τη ίση ευκολία μεθ' ης ψευδής αισχύνη, και ο φόβος «των από της περιτομής», τον έκαμαν πάλιν να γνωσιμαχήση προς χάριν των «από Ιακώβου ελθόντων». Και ούτω συνέβη ώστε η απλή εκ περιεργίας ερώτησις μιας πολυπράγμονος παιδίσκης τον επτόησεν εις ταχείαν άρνησιν του Κυρίου του. «Ουκ οίδα τον άνθρωπον, έκραξεν· ουκ επίσταμαι τι λέγεις». Αναμφιβόλως, την στιγμήν εκείνην, το μέσον τούτο παρουσιάσθη εις αυτόν απλώς ως συνετή υπεκφυγή εξ ανωφελούς κινδύνου. Αλλ' ήλπιζε να σταματήση εκεί; Οίμοι, άπαξ ν' αρνηθή τις είνε πάντοτε ως ν' αρνηθή τρις· και έν ψεύδος είνε ως λίθος κυλισθείς εις την κατωφέρειαν του όρους, όστις γίνεται ανέφικτος και άφθαστος εις τον κυλίσαντα.
Προς στιγμήν ίσως η άρνησίς του έγεινεν αποδεκτή, καθό δημοσία και εμφαντικώς γενομένη. Αλλά τούτο υπέδειξεν αυτώ τον κίνδυνον. Μετ' ενόχου συνειδήσεως παραμερίζει τότε από την λάμπουσαν πυράν υπό τον θολωτόν πυλώνα της αυλής, καθώς το λάλημα του αλέκτορος πλήττει το ους του. Η ανακωχή υπήρξε βραχεία δι' αυτόν. Η θυρωρός, ήτις είχε και καθήκον να εφιστά την προσοχήν επί τους υπόπτους ξένους, είχε φλυαρήσει, ως φαίνεται, περί αυτού προς την θεραπαινίδα ήτις την είχεν αναπληρώσει πλησίον της θύρας. Άλλοι τινές αργοί ίσταντο εκεί πέριξ, και η δευτέρα αύτη παιδίσκη τον υπέδειξεν εις τούτους. «Και ούτος ην μετά Ιησού του Ναζωραίου». Έν ψεύδος εφαίνετο είπερ ποτέ αναγκαιότερον τώρα, και διά να εξασφαλισθή από πάσης περαιτέρω ενοχλήσεως, επεβεβαίωσε τούτο δι' όρκου. Αλλά τώρα η φυγή εφαίνετο αδύνατος, διότι μόνον θα εκράτυνε τας υποψίας· όθεν μετ' απηλπισμένης, σκοτεινής αποφάσεως και πάλιν επλησίασεν εις τον εχθρικόν και καχύποπτον όμιλον τον πέριξ του πυρός.
Ολόκληρος ώρα παρήλθε· δι' αυτόν πρέπει να υπήρξε φοβερά ώρα και αλησμόνητος. Η ιδιοσυγκρασία του Πέτρου ήτο πολύ νευρική και παράφορος, ώστε να μη δύναταί ποτε να εύρη άνεσιν υπό την νέαν περιπλοκήν της αχαριστίας και του ψεύδους. Εάν μείνη σιωπών μεταξύ των αυλικών τούτων των αρχιερέων, προδίδεται διά της ανησύχου αυτοσυνειδησίας πονηρού μυστικού, μάτην προσπαθών να προσποιηθή αδιαφορίαν· εάν θελήση να ομιλήση αδιαφόρως δήθεν, προδίδεται από την Γαλιλαϊκήν προφοράν του. Είνε πρόδηλον ότι, μεθ' όλην την άρνησιν και τον όρκον του, εκείνοι δυσπιστούσι και τον περιφρονούσι· και τέλος είς των υπηρετών του Αρχιερέως, συγγενής του Μάλχου του τραυματισθέντος, και πάλιν μετά πεποιθήσεως τον κατηγόρησεν ότι ήτο μετά του Ιησού εν τω κήπω, και προς απόδειξιν τούτου επεκαλέσθη την ληρυγγώδη επαρχιακήν διάλεκτον την οποίαν ωμίλει ο Πέτρος. «Και γαρ Γαλιλαίος ει, και η λαλιά σου δήλον σε ποιεί». «Άνθρωπε, είπεν ο Πέτρος, ουκ ειμί εξ αυτών». Οι άλλοι εν χορώ υπεστήριξαν την κατηγορίαν. Ή έπρεπε να επιμείνη, ή έχανε παν ό,τι εφαίνετο να είχε κερδίσει. Ίσως μία ακόμη προσπάθεια θα τον απήλλαττεν από τας οχληράς ταύτας αιτιάσεις, και θα τον καθίστα ικανόν να περιμένη και ίδη το τέλος. «Τότε ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν ότι, ουκ οίδα τον άνθρωπον». Και κατά την ολεθρίαν ταύτην στιγμήν της ενοχής, ήτις θα ηδύνατο ίσως να είνε δι' αυτόν στιγμή αποστασίας τόσον απαισία όσον η του μαθητού του άλλου, κατ' εκείνην την στιγμήν, ενώ αι αναίσχυντοι αύται αραί και οι όρκοι εδόνουν ακόμη τον αέρα, ο αλέκτωρ εφώνησε, και την ιδίαν στιγμήν, ακούσας τους τελευταίους τόνους των ψευδών εκείνων όρκων, ή διά της ανοικτής θύρας της στοάς του δικαστηρίου, ή καθώς απήγετο περαιτέρω της περί την ανθρακιάν ομάδος μέσον της αυλής, με αποτόμους ωθήσεις και με βαναύσους σαρκασμούς, με κτυπήματα και με εμπτύσματα, ο Κύριος, ο Κύριος εν τη αγωνία της ταπεινώσεώς Του, εν τω μεγαλείω της σιωπής Του, ο Κύριος εστράφη και έρριψε βλέμμα επί τον Πέτρον. Μακάριοι εκείνοι εφ' ους, όταν εν λύπη επιβλέπη, ο κύριος επιβλέπει άμα και μετ' αγάπης! Ήρκεσε τούτο ως βέλος εις τα μύχια της ψυχής του έπεσε το άφωνον εύγλωττον βλέμμα της λύπης εκείνης και της μομφής. Τούτο ήρκεσεν. Εάν ο άγγελος της Αθωότητος τον είχε καταλίπει, ο άγγελος της Μεταμελείας τον προσέλαβεν, ύψωσε την άκραν του ιματίου του, έκρυψε το πρόσωπόν του, και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς, έκλαυσε και απέπλυνε το σφάλμα του, έκλαυσε και ανεγεννήθη, έκλαυσε, και ητοιμάσθη ν' ακολουθήση τον δεσπότην Του, αμετακλήτως την φοράν ταύτην, «και εις φυλακήν και εις θάνατον», εις θάνατον σταυρικόν.
Το έγκλημα τούτο, το διαπραχθέν εναντίον Του υπό του ανθρώπου όστις πρώτος Τον είχε κηρύξει ως τον Χριστόν, όστις είχε περιπατήσει πλησίον Του επί της τρικυμιώδους θαλάσσης, όστις είχεν ελκύσει υπέρ Αυτού την μάχαιραν εν Γεθσημανή, όστις είχε βεβαιώσει μετά τόσης σφοδρότητος ότι θ’ απέθνησκε μετ' Αυτού μάλλον ή να Τον αρνηθή — την άρνησιν ταύτην, επικυρουμένην δι' αρών και όρκων, ήκουσεν ο Ιησούς ευθύς μετά την εις θάνατον κατάκρισίν Του, και εν αυτή τη αρχή του πρώτου τρομερού κατ' Αυτού εμπαιγμού. Διότι, εις την φυλακήν όπου είχε σταλή διά να περιμείνη την ανατολήν της ημέρας, όλη η αμαθής κακοβουλία του θρησκευτικού μίσους, όλη η στενοκέφαλος χυδαιότης του κτηνώδους πείσματος, όλη η έμφυτος σκληρότης της χαμερπούς δουλοφροσύνης, εξαπελύθησαν εναντίον Του. Αυτή η πραότης και η σιωπή Του, αυτό το μεγαλείον Του, το άσπιλον της αθωότητός Του, το μέγεθος της φήμης του, πάσα θεία περίστασις και ιδιότης ήτις Τον ανεβίβαζεν εις ύψος τόσον αμετρήτως υπέρτερον υπέρ τους διώκτας Του, όλα ταύτα τον καθίστων προσφυέστερον θύμα διά την χαμερπή και διαβολικήν θηριωδίαν των. Τον ενέπτυον, Τον ερράπιζον, Τον εκολάφιζον εν τη γονιμώτητι της σατανικής φαντασίας των, επενόησαν κατ' Αυτού είδος παιγνιδίου Καλύπτοντες δι' οθύνης την κεφαλήν και τους οφθαλμούς Του, Τον έτυπτον επανειλημμένως, και είτα έλεγον, «Προφήτευσον ημίν, Χριστέ, τις εστιν ο παίσας Σε». Ούτω διέτριψαν τας σκοτεινάς ψυχράς ώρας μέχρι της πρωίας, εκδικούμενοι κατά της μακροθυμίας Του διά την παρούσαν ευτέλειάν των και διά τον προηγούμενον τρόμον των· κ' εκεί εν τω μέσω του αγρίου εκείνου πανδαιμονίου, ο Υιός του Θεού, δέσμιος και ακίνητος, ίστατο εν τη μακρά σιωπηλή αγωνία Του, ανυπεράσπιστος και μόνος. Ήτο ο πρώτος κατ' Αυτού περίγελως, ο χλευασμός Του ως Χριστού· ήτο ο Κριτής υπό κρίσιν, ο Άγιος ως κακούργος, δεσμώτης ο Ελευθερωτής.
Τέλος αι άθλιαι ώραι παρήλθον, και το λυκαυγές ωχρίασε, και η πρωία ανέτειλε επί της αξιομνημονεύτου εκείνης ημέρας. Και άμα τη αυγή (διότι ούτως εκέλευεν ο Προφορικός Νόμος, και οι καταπατούντες πάσαν δικαιοσύνην και πάντα έλεον, ήσαν λεπτολόγοι ως προς τα μικρά και ελάχιστα) ο Ιησούς προσήχθη εις την στοάν την κατά τα νοτιοαναλικά του Ναού, όπου όλον το Συνέδριον είχε συγκληθή, διά την τρίτην πραγματικήν, αλλά πρώτην επίσημον και νομικήν δίκην Του. Σχεδόν όλοι (επειδή υπήρχον αι εξαιρέσεις του Νικοδήμου και του Ιωσήφ του από Αριμαθείας, ίσως και του Γαμαλιήλ του εγγόνου του Ιλλήλ) ήσαν αδυσώπητοι υπέρ του θανάτου Του. Εκεί ήσαν οι Ιερείς, των οποίων την πλεονεξίαν και ιδιοτέλειαν είχεν αποδοκιμάσει· εκεί οι Πρεσβύτεροι, των οποίων την πλεονεξίαν είχε στιγματίσει· εκεί οι Γραμματείς, των οποίαν την αμάθειαν είχε στηλιτεύσει· και χείριστοι πάντων, οι φιλόκοσμοι, άπιστοι, ψευδοφιλόσοφοι Σαδδουκαίαι, πάντοτε οι σκληρότεροι και κινδυνωδέστεροι των πολεμίων, των οποίων την κενήν σοφίαν τόσον αυστηρώς είχε συγχύσει Εκείνος. Όλοι ούτοι ήσαν σφόδρα υπέρ του θανάτου Του· όλοι έμπλεοι αποστροφής κατά της απείρου εκείνης αγαθότητος· όλοι φλέγοντες εκ μίσους κατά φύσεως αγνοτέρας υπέρ πάσαν την οποίαν θα ηδύναντο ποτε κατά διάνοιαν και φαντασίαν συλλάβωσι. Και όμως το έργον των προσπαθούντων να κατορθώσωσι τον όλεθρόν Του δεν ήτο εύκολον. Οι Ιουδαϊκοί μύθοι περί του θανάτου Του εν τω Ταλμούδ, αναισχύντως ψευδείς απ' αρχής μέχρι τέλους, λέγουσιν ότι επί τεσσαράκοντα ημέρας, καίτοι εγίνετο κλήσις δημοσία διά κήρυκος, ουδέ έν πρόσωπον προσήλθε, κατά το έθος, να υποστηρίξη την αθωότητά Του, και ότι επομένως κατ' αρχάς ελιθοβολήθη ως πλάνος και διαφθορεύς του λαού, και είτα εκρεμάσθη επί του επαράτου δένδρου. Το αληθές είνε ότι το Συνέδριον δεν είχεν εξουσίαν να επιβάλη θάνατον, και αν δε οι Φαρισαίοι ηδύναντο να σφετερισθώσι ταύτην διά ταραχώδους στάσεως, ως ύστερον έπραξαν διά τον Στέφανον, οι ολιγώτερον φανατικοί και πλέον κοσμοπολίται Σαδδουκαίοι ολιγώτερον διέκειντο να πράξωσι τούτο. Προς το παρόν είχον μόνον εναντίον Του κατηγορίαν επί βλασφημία, βασιζομένην επί ομολογίας αποσπασθείσης απ' Αυτού υπό του Αρχιερέως, καθ' ον χρόνον οι ψευδομάρτυρες των απετύγχανον. Υπήρχον πολλαί παλαιαί κατηγορίαι κατ' Αυτού, εφ' ων δεν ηδύναντο να βασισθώσιν. Αι αθετήσεις του Σαββάτου, ως τας απεκάλουν, εσχετίζοντο όλαι με θαύματα, και τους έφερον άρα επί κινδυνώδους εδάφους. Η απόρριψις της στοματικής παραδόσεως εμπεριείχε ζήτημα εφ' ου οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι ήσαν εν θανασίμω έχθρα. Η αξιωματική παρ’ Αυτού αποκάθαρσις του Ναού δυνατόν να εθεωρείτο μετ' ευνοίας υπό τε του λαού και των Ραββίνων. Η κατηγορία περί απορρήτου κακής διδασκαλίας είχεν αναιρεθή διά της δημοσιότητος της ζωής Του. Η επί φανερά αιρέσει μομφή είχε καταπέσει δι' έλλειψιν μαρτυρίας. Το προκείμενον ενώπιόν των πρόβλημα ήτο η μετατροπή της θρησκευτικής επί βλασφημία κατηγορίας εις πολιτικήν κατηγορίαν επί προδοσία· Αλλά πώς ηδύνατο τούτο να κατορθωθή; Ουδέ το ήμισυ των μελών του Συνεδρίου είχε παρευρεθή εις την εσπευσμένην, νυκτερινήν και διά τούτο έκθεσμον συνεδρίαν εν τη οικία του Καϊάφα· αλλ’ όμως εάν έμελλον όλοι να Τον καταδικάσωσιν δι' επισήμου αποφάσεως, έπρεπεν όλοι ν' ακούσωσι τι εφ' ου να βασανίσωσι την ψήφον των. Εις απάντησιν προς τον εξορκισμόν του Καϊάφα, πανδήμως είχεν ομολογήσει ότι Αυτός ήτο ο Μεσσίας και ο Υιός του Θεού. Η δευτέρα των δηλώσεων τούτων θα ήτο άνευ εννοίας ως κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου των Ρωμαίων· αλλ' εάν επανελάμβανε την πρώτην, θα ηδύναντο να την διαστρέψωσιν εις τι πολιτικώς στασιαστικόν. Αλλά δεν θα την επανελάμβανε, μεθ' όλην την επιμονήν των, διότι εγίνωσκεν ότι ούτοι εκ προθέσεως θα την διέστρεφον, και διότι προφανώς έπραττον εναντίον των κανόνων και των παραδόσεών των, αίτινες απήτουν ίνα πας υπόδικος ως αθώος θεωρείται πριν η ενοχή του αποδειχθή.
Ίσως, καθώς εκάθηντο εκεί, με τον Βασιλέα των δέσμιον και ανυπεράσπιστον εν τω μέσω, είς ή δύο εκ των πρεσβυτέρων τη ηλικία, θα ενθυμήθησαν την παλαιάν πρόρρησιν του Σαμίου, ότι αυτός ο Ηρώδης ενώπιόν του οποίου αυτοί έτρεμον, θα εγίνετο μίαν ημέραν ο υπουργός της θείας δίκης εναντίον αυτών. Οποία αντίθεσις σήμερον! Αυτοί ήσαν θορυβοποιοί, ο Βασιλεύς των εσιώπα· αυτοί ισχυροί ο Βασιλεύς των ανυπεράσπιστος· αυτοί ένοχοι, ο Βασιλεύς των θεσπεσίως αθώος· αυτοί λειτουργοί της επιγείου οργής, ο Βασιλεύς των διαιτητής της θείας δίκης.
Αλλά τέλος, όπως δώση πέρας εις σκηνήν αθλίαν και άχαριν άμα, ο Ιησούς ωμίλησεν. «Εάν είπω υμίν, ου μη πιστεύσητε· και εάν ερωτήσω υμάς, ουκ αποκριθήσεσθέ Μοι». Διά να μη έχωσι δε πρόφασιν ότι δήθεν δεν ενόησαν, με τόνον πανδήμου νουθεσίας προσέθηκε, «Πλην απάρτι ο Υιός του Ανθρώπου καθεσθήσεται εκ δεξιών της δυνάμεως του Θεού». Εκείνοι όλοι ανέκραξαν, «Ει Συ ει ο Υιός του Θεού;» «Υμείς λέγετε», απήντησε διά φράσεως με την οποίαν ήσαν εξωκειωμένοι, και της οποίας πλήρη την σημασίαν αντελαμβάνοντο. Και τότε και αυτοί, ως ο Καϊάφας πρότερον, ανέκραξαν, «Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; ημείς αυτοί ηκούσαμεν εκ του στόματος Αυτού». Και ούτω εις την τρίτην ταύτην καταδίκην υπό της Ιουδαϊκής εξουσίας, καταδίκην την οποίαν ενόμιζον ότι ο Καϊάφας απλώς θα επικύρου, και ούτω θα κατεπράυνε το καίον μίσος των απέληξεν το τρίτον στάδιον της δίκης του Κυρίου ημών. Και μετά την απόφασιν ταύτην φαίνεται να επήλθε δεύτερος προπηλακισμός ομοιάζων με τον πρώτον, αλλ' υβριστικώτερος ακόμη, και δυσφορητότερος του πρώτου, όσω μάλλον οι χλευασμοί Ιερέων, Πρεσβυτέρων, και Σαδδουκαίων είνε απεχθέστεροι ή των μισθάρνων και υπηρετών.
Τρομερώς επέσκηψεν η θεία δίκη επί του κυρίως δράστου εις τα χθαμαλώτερα της ανομίας ταύτης στάδια. Αναμφιβόλως καθ' όλας τας ώρας εκείνας ο Ιούδας υπήρξεν ασφαλής θεατής παντός του συμβεβηκότος, και όταν η πρωία ανέτειλε, κ' εκείνος έμαθε την απόφασιν των Ιερέων και του Συνεδρίου, και είδεν ότι ο Ιησούς παρεδίδετο προς σταύρωσιν εις τον Ρωμαίον πραίτωρα, ήρχισε να αναμετρή ό,τι είχε πράξει. Υπάρχει εν μεγάλω εγκλήματι φοβερώς ελλαμπτική δύναμις. Παρά τω Ιούδα, ως παρά πολλοίς άλλοις, η διάνοιξις εκείνη των οφθαλμών ήτις ακολουθεί μετά την διάπραξιν φοβερού αμαρτήματος, εις ό πολλαί άλλαι αμαρτίαι ωδήγησαν, τον έφερεν από της τύψεως του συνειδότος εις την απόγνωσιν, από της απογνώσεως εις την απόνοιαν, από της απονοίας εις την αυτοχειρίαν. Εάν προσήρχετο, και τότε ακόμη, να πέση εις τους πόδας του Κυρίου και Σωτήρος του, και να ζητήση την άφεσιν, καλώς θα είχεν. Αλλά φευ! απήλθε προς τους προστάτας και συνενόχους του εγκλήματός του. Παρ' αυτοίς δεν εύρεν έλεος, ούτε συμβουλήν. Απήντησαν εις την διαμαρτυρίαν του διά ψυχράς αδιαφορίας και περιφρονήσεως. «Ήμαρτον, έκραξεν, παραδούς αίμα αθώον». Επερίμενε παρ' αυτών να παρηγορήσωσι την αγωνίαν του, να συμμερισθώσι την μομφήν της ενοχής του, να δικαιώσωσι την μεταμέλειάν του; «Τι προς ημάς; Συ όψη». Αύτη ήτο η άκαρδος απάντησις την οποίαν κατεδέχθήσαν να ρίψωσι προς τον δυσδαίμονα προδότην, τον οποίον είχον δεξιωθή, είχον εγκαρδιώσει και παρωτρύνει εις την άτιμον πράξιν. Ο Ιούδας ησθάνθη ότι δεν εσήμαινε πλέον τίποτε· ότι εν τη ενοχή δεν υπάρχει το δυνατόν του αμοιβαίου σεβασμού, ουδέ βάσις προς αίσθημά τι ειμή την αμοιβαίαν αποτροπίασιν. Τα ευτελή τριάκοντα αργύριά του ήσαν το μόνον το οποίον θα εκέρδιζε. Δι' αυτά είχε πωλήσει την ψυχήν του· και αυτά δεν ήθελε τα χαρή περισσότερον ή όσον εχάρει ο Αχαάβ τον κήπον τον οποίον είχεν αρπάσει. Ρίψας τα αργύρια εντός του Ναού, όπου εκείνοι οι ανίεροι εκάθηντο, και όπου αυτός ο βέβηλος δεν ηδύνατο να εισέλθη, έτρεξεν εις την άπελπιν μόνωσιν, εξ ης δεν ήτο προωρισμένος να επανέλθη ζων. Εκεί εκρεμάσθη, και η παράδοσις δεικνύει ακόμη εν Ιερουσαλήμ το έρημον, φασματώδες, ανεμόπληκτον δένδρον, το οποίον καλείται το Δένδρον του Ιούδα. Κατά τον θεόπνευστον συγγραφέα των Πράξεων των Αποστόλων, το σχοινίον φαίνεται ότι εκόπη υπό του βάρους, ο δε Ισκαριώτης έπεσεν, ερράγη μέσος, και εξήμεσε τα ίδια εντόσθια.
Οι αρχισυνωμόται, εν τη ιεροψευδεί λεπτολογία των, δεν ηθέλησαν να ρίψωσι τα τριάκοντα αργύρια εις τον Κορβανάν ή το ιερόν ταμείον, επειδή ήσαν τιμή αίματος. Συμβούλιον δε λαβόντες, ηγόρασαν τον Αγρόν του Κεραμέως, εις ταφήν τοις ξένοις. Διό εκλήθη ο Αγρός εκείνος Ακελδαμά, ήτοι αγρός Αίματος, έως της σήμερον· μέρος ρυπαρόν, απαίσιον και φρικώδες.
ΚΕΦΑΛΑ10Ν Ξ'.
Ο Ιησούς ενώπιον του Πιλάτου
«Επί Ποντίου Πιλάτου». — Ο Ιησούς ενώπιον του Πιλάτου. — Το αόρατον της κατηγορίας. — «Συ ει ο Βασιλεύς των Ιουδαίων;» — «Τι εστιν αλήθεια;» — Πρώτη αθώωσις. — Αγριότης των Ιουδαίων. — Ο Ιησούς ενώπιον του Ηρώδου. — Ιησούν ή τον Βαραββάν; — «Σταύρωσον, σταύρωσον Αυτόν». — Η μαστίγωσις. — Ο Αγκάθινος Στέφανος. — «Ίδε ο Άνθρωπος». — «Ουκ έχομεν Βασιλέα ειμί Καίσαρα». — Ο φόβος του Πιλάτου. — Απονίπτει τας χείρας. — «Το αίμα Αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών». — Η πλήρωσις της αράς.
«Σταυρωθέντα υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου». — Ούτω εν τω Συμβόλω της Χριστιανικής Πίστεως φέρεται απαίσιον το όνομα του Ρωμαίου Πραίτωρος, το παραδεδομένον εις αιωνίαν αράν και μίσος. Και όμως ο σκοπός της εισαγωγής του ονόματος τούτου δεν ήτο να υποδειχθή ηθικόν τι συμπέρασμα, αλλά μόνον να προσδιορισθή εποχή τις· και, πράγματι, εξ όλων των πολιτικών και θρησκευτικών αρχόντων ενώπιον των οποίων ο Ιησούς προσήχθη εις δίκην, ο Πιλάτος ήτο ο ολιγώτερον ένοχος επί πονηρία ή έχθρα, ο προθυμότερος δε, αν όχι να φεισθή της αγωνίας Του, τουλάχιστον να σώση την ζωήν Του.
Ποίος τις άνθρωπος ήτο εκείνος, εις τας χείρας του οποίου ετέθη, ως ήτο δεδομένον άνωθεν, η ζωή του Σωτήρος; Περί της περιελεύσεώς του και περί των προηγουμένων του προς του 26 μ. Χ. έτους, ότε κατέστη ο έκτος πραίτωρ της Ιουδαίας, ολίγα είνε γνωστά. Κατά τον βαθμόν ανήκε εις την ιππικήν τάξιν και ώφειλε τον διορισμόν του εις την επιρροήν του Σεϊανού. Το όνομά του Πόντιος φαίνεται να υποδεικνύη Σαμνιτικήν καταγωγήν· το επώνυμόν του Πιλάτος υπεμφαίνει στρατιωτικήν γενεαλογίαν. Προωνύμιον, εάν είχε, δεν διεσώθη. Εν Ιουδαία είχεν ενεργήσει μεθ' όλης της αλαζονικής σκληρότητος του τυπικού Ρωμαίου διοικητού. Μόλις είχεν εγκαθιδρυθή ως Προκουράτωρ, όταν, επιτρέψας εις τους στρατιώτας του να φέρωσι μεθ' εαυτών διά νυκτός τους αργυρούς αετούς και άλλα σήματα των λεγεωνών από Καισαρείας εις την Αγίαν Πόλιν, προυκάλεσε μανιώδη την έκρηξιν του ιουδαϊκού αισθήματος εναντίον μιας πράξεως την οποίαν εθεώρουν ως ειδολολατρικήν βεβήλωσιν. Επί πέντε ημέρας και νύκτας, πολλαχού κείμενοι πρηνείς επί του εδάφους του γυμνού, περιεκύκλουν και σχεδόν εφώρμων κατά του καταλύματός του εν Καισαρεία, με θορυβώδεις και απειλητικάς διαμαρτυρίας και δεν επείσθησαν ν' απόσχωσι κατά την έκτην, ουδέ προ του κινδύνου αδιακρίτου σφαγής υπό των στρατιωτών τους οποίους είχε στείλη να τους περικυκλώσωσι. Τότε κατηφής υπεχώρησε, και η πρώτη αύτη πείρα της φανατικής διαθέσεως του λαού με τον οποίον είχε να πράξη μεγάλως συνετέλεσε να δηλητηριάση την όλην διοίκησίν του δι' αισθήματος υπερβαλλούσης αηδίας.
Η στάσις των Ιουδαίων κατά τινα δευτέραν ευκαιρίαν ήτο ίσως ολιγώτερον δικαιολογημένη, αλλά θα ηδύνατο ευκόλως ν' αποτραπή, εάν ο Πιλάτος είχεν εκμελετήσει τον χαρακτήρα των ολίγω προσεκτικώτερον, και έτρεφε περισσότερον σέβας εις την δεσπόζουσαν τούτων δεισιδαιμονίαν. Επειδή η Ιερουσαλήμ έπασχε πάντοτε εκ λειψυδρίας, ο Πιλάτος επεχείρησε να κτίση υδραγωγείον, από των Λάκκων του Σολομώντος. Επειδή δε εθεώρει τούτο ως δημοσίας ευεργεσίας υπόθεσιν, μετεχειρίσθη τινά των χρημάτων των από του Κορβανά ή του ιερού θησαυροφυλακείου· πλην ο λαός εξηγέρθη μανιώδης εναντίον του επί τη καταχρήσει ταύτη του ιερού θησαυρού. Ο Πιλάτος τότε μετημφίεσε πληθύν τινα στρατιωτών εν ιουδαϊκώ σχήματι, και έπεμψε τούτους μεταξύ του όχλου, μετά μαχαιρών και ροπάλων κεκρυμμένων υπό τα ενδύματά των, διά να τιμωρήσωσι τους αρχιστασιώτας. Τότε εφόνευσαν ουκ ολίγους εκ των ενόχων και των αθώων, εν δε τη συγχύσει και τη ταραχή πολλοί κατεπατήθησαν και απέθανον υπό τους πόδας του τρομάξαντος όχλου. Ούτω ο Πιλάτος έδωκεν επισήμως εις τους στρατιώτας το παράδειγμα της πολιτικής δολοφονίας. Εκτός των δύο τούτων στάσεων του λαού, και άλλης τρίτης, την οποίαν διηγείται ο Φίλων, ακούομεν εκ των Ευαγγελίων περί τινος στάσεως, καθ' ην ο Πιλάτος ανέμιξε το αίμα των Γαλιλαίων με τας θυσίας των.
Τοιούτος ήτο ο Πόντιος Πιλάτος, τον οποίον αι πομπαί και οι κίνδυνοι της μεγάλης ενιαυσίου εορτής είχον καλέσει από της συνήθους του έδρας εν Καισαρεία τη Φιλίππου εις την πρωτεύουσαν του έθνους το οποίον απεστρέφετο, και εις το κέντρον του φανατισμού τον οποίον περιεφρόνει. Εν Ιερουσαλήμ κατείχεν έν των δύο παλατίων τα οποία είχον εγερθή αυτόθε υπό της αρχιτεκτονικής ασωτίας του πρώτου Ηρώδου. Έκειτο εν τη Άνω Πόλει, νοτιοδυτικώς του Λόφου του Ναού, και εκαλείτο το Πραιτώριον του Ηρώδου, ήτο δε πολυτελέστατον, και άξιον του εκστατικού θαυμασμού του Ιωσήπου. Αλλ' όμως ούτε ο Πιλάτος ούτε οι προκάτοχοι του το εχαίροντο διά πολύν καιρόν. Ο φανατισμός του λαού καθίστα την εν Ιερουσαλήμ διαμονήν πολύ ανιαράν δι' αυτούς. Μόνον κατά τας μεγάλας Ιουδαϊκάς εορτάς ότε ήτο πιθανόν να διαταραχθή η τάξις, ήσαν ηναγκασμένοι να διατρίβωσιν επ' ολίγας ημέρας εν Ιερουσαλήμ, το δε μεγαλοπρεπές παλάτιον ήτο κτισμένον ως επί σωρευμένης λάβας υφαιστείου.
Εντός του παλατίου τούτου, επί ομοίου του οποίου εις τας ημέρας της ελευθερίας Του δεν είχε πατήσει ο Θεάνθρωπος, ήρχισεν, εις τρεις διακεκριμένας πράξεις, το τέταρτον στάδιον της ταραχώδους εκείνης σκηνής, ήτις προηγήθη της τελευταίας αγωνίας του Χριστού. Ήτο διάφορον παρά την ματαίαν εξέτασιν του Άννα, την προς ομολογίαν εκβίασιν του Καϊάφα, την έκνομον του Συνεδρίου απόφασιν· διότι εδώ ο δικαστής Του ήτο εύνους προς Αυτόν, και με όλην την δύναμιν ασθενούς υπερηφανείας, με όλην την τόλμην ενόχου ανανδρίας, με όλον τον έλεον του οποίου αιμοχαρής φύσις είνε δεκτική, προσεπάθησε να Τον απαλλάξη. Η τελευταία αύτη δίκη είνε πλήρης πάθους και κινήσεως· εμπεριέχει τριπλήν μεταβολήν σκηνής, τριπλήν κατηγορίαν, τριπλήν αθώωσιν υπό των Ρωμαίων, τριττάς διαμαρτυρίας και επιμονήν των Ιουδαίων και νουθεσίαν προς τον Πιλάτον, και τριττάς προσπαθείας εκ μέρους του υπέρ απαλλαγής του θύματος.
Ήτο πιθανώς περί την πρώτην ώραν της ημέρας (7 π. μ), ότε, φρονούντος ότι εκπτοούσι τον Πραίτωρα διά του αριθμού και της αξιοπρεπείας των, η επιβάλλουσα πομπή των Συνέδρων και Ιερέων, ηγουμένου αναμφιβόλως του Καϊάφα αυτού, ωδήγησαν τον Ιησούν, με σχοινίον περί τον λαιμόν (τοιαύτη είνε η αρχαία παράδοσις της Εκκλησίας, και ο Μέγας Βασίλειος αποδίδει εις τούτο την αρχήν του φαιλονίου διά τους επισκόπους και ιερείς) από της αιθούσης των συνελεύσεών των, διά της μακράς οδού, ενώπιον πάσης της πόλεως, θέαμα αγγέλοις και ανθρώποις.
Ταραχθείς εκ του εωθινού της ώρας, και υποπτεύων ίσως Πασχάλιόν τινα αταξίαν σοβαρωτέραν του συνήθους, ο Πιλάτος εισήλθεν εις το Κριτήριον, όπου ο Ιησούς είχε προσαχθή, εν συντροφία, ως φαίνεται πρόδηλον, τινών εκ των κατηγόρων Του, και των βαθύτερον ενδιαφερομένων εν τη δίκη Του. Επειδή κατά τον βαθμόν ήτο Προκουράτωρ, ο Πιλάτος δεν είχε καίστωρα ή ανακριτήν, και διά τούτο ήτο υποχρεωμένος να κρίνη όλας τας δίκας μόνος του. Εν τη περιστάσει ταύτη ευλόγως ηρνήθη ν' αναλάβη την ευθύνην της θανατώσεως χωρίς να συμμετάσχη της δίκης, ότε μη θέλων να γείνη τυφλόν όργανον της δεισιδαιμονίας της Ιουδαϊκής.
Αλλ' οι μεγάλοι Ιουδαίοι ιεράρχαι, απέχοντες από του λειτουργικού μιάσματος, αλλ' όχι από του αίματος — φοβούμενοι διά την ζύμην, αλλ' όχι το αθώον αίμα — δεν ηθέλησαν να εισέλθωσιν εις την αίθουσαν του Εθνικού, «ίνα μη μιανθώσιν, αλλ' ίνα φάγωσι το Πάσχα». Μετά τινος δυσθυμίας, αλλ' εν συγκαταβάσει προς ό,τι εθεώρει ως ευτελή δεισιδαιμονίαν υποδεεστέρας φυλής, ο Πιλάτος εξέρχεται προς αυτούς υπό τον φλέγοντα πρωινόν ήλιον του έαρος της Παλαιστίνης. Δι' ενός βλέμματος ο Πιλάτος ενόησε τα άγρια πάθη των κατηγόρων, εθαύμασε το πράον άφατον μεγαλείον του θύματος, και η ερώτησίς του είνε αυστηρώς βραχεία: «Τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;» Η ερώτησις τους εξάφνισε, και έδειξεν αυτοίς ότι οφείλουσι να παρασκευασθώσι προς απροκάλυπτον ανταγωνισμόν. Ο Πιλάτος προφανώς εσκόπει δικαστικήν εξέτασιν· εκείνοι επερίμενον μόνον άδειαν να φονεύσωσι, και να φονεύσωσιν ουχί δι' ιουδαϊκής μεθόδου εκτελέσεως, αλλά δι' άλλης την οποίαν εθεώρουν ως φρικωδεστέραν και μάλλον επάρατον.
Εντεύθεν το μισητόν όνομα «ο Κρεμασμένος», το οποίον προσάπτεται εις τον Χριστόν υπό του βδελυρού και ανοήτου βιβλίου, του Ταλμούδ· και οι Χριστιανοί καλούνται «οι δούλοι του Κρεμασμένου». Οι λόγοι ους είχον όπως επιθυμώσι την σταύρωσίν Του δυνατόν να υπήρξαν πολλαπλοί, εκτός των συμφωνών αφορμών του μίσους και του φθόνου. Πρώτον, η σταύρωσις θα ητίμαζε διά πάντοτε το όνομα και την μνήμην του Ιησού· δεύτερον, θα καθίστα τας Ρωμαϊκάς αρχάς συνενόχους εν τη ευθύνη του φόνου· τρίτον, μεγάλως θα εμείου πάσαν δυνατήν πιθανότητα οχλαγωγίας υπέρ του καταδίκου.
«Ειμή ην ούτος κακοποιός, ουκ αν σοι παρεδώκαμεν Αυτόν». Αύτη υπήρξεν η αόριστος και δολία απάντησίς των. Αλλ' ο Πιλάτος δεν θα κατεδέχετο να γείνη εκτελεστής, χωρίς να γείνη δικαστής πρώτον. «Λάβετε, είπεν, Αυτόν υμείς και κατά τον Νόμον υμών κρίνατε Αυτόν». Αλλά τώρα ούτοι βιάζονται εις την ταπεινωτικήν ομολογίαν, ότι δεν επιτρέπεται εις αυτούς δικαστικώς να θανατώσωσι· διότι ήτο γεγραμμένον εις τας αιωνίους βουλάς ότι ο Χριστός έμελλε ν' αποθάνη, ουχί δι' ιουδαϊκής λιθοβολήσεως ή στραγγαλισμού, αλλά διά της Ρωμαϊκής εκείνης ποινής, ήτις ενεποίει εις τους Ιουδαίους ανέκφραστον φρίκην, ήτοι διά σταυρώσεως· ότι έμελλε να βασιλεύση από του Σταυρού Του· ν' αποθάνη τον φοβερώτατον εκείνον θάνατον, τον δημόσιον, τον βραδύν, τον ευσυνείδητον, τον επάρατον, τον εν αγωνία· τον χείριστον των δυνατών θανάτων, και το χείριστον αποτέλεσμα της αράς εκείνης, ην έμελλε να καταργήση διά πάντοτε. Παραλείποντες άρα προς το παρόν την κατηγορίαν της βλασφημίας, ήτις δεν ήρμοζεν εις τον σκοπόν των, ερράγησαν εις τρικυμίαν προπηλακισμών εναντίον Του, εν ή ευδιάκριτοι είνε αι τριτταί κατηγορίαι ότι διαστρέφει το έθνος, ότι κωλύει την πληρωμήν των φόρων, ότι αποκαλεί Βασιλέα Εαυτόν. Και αι τρεις κατηγορίαι ήσαν καταφώρως ψευδείς, και η τρίτη ήτο τόσω ψευδεστέρα όσω εμπεριέκλειε κόκκον αληθείας. Αλλ' αφού δεν έφερον κατά του Ιησού αποδείξεις ή μαρτυρίας, ο Πιλάτος, εις ου όλην την γλώσσαν και την συμπεριφοράν είνε καταφανής η αηδία, φαρμακευομένη διά του φόβου τον οποίον οι Ιουδαίοι ενέπνεον αυτώ, καταδέχεται να λάβη υπ' όψιν την τρίτην κατηγορίαν μόνον, και θέλει να δοκιμάση αν ο υπόδικος θα ομολογήση τίποτε. Αφήσας το ανυπόμονον Συνέδριον και τον λυσσώντα όχλον επέστρεψεν εις την αίθουσαν του Κριτηρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μόνος μας διετήρησε την συμβάσαν τότε σκηνήν. Εκεί, ο Πιλάτος, αισθανόμενος ήδη παρά τω δεσμώτη ευγένειάν τινα ήτις συνεκίνει την ρωμαϊκήν φύσιν του, ηρώτησεν αυτόν μετ' οικτίρμονος θαυμασμού, «Συ ει ο Βασιλεύς των Ιουδαίων;» Συ, ο ωχρός, ο έρημος, ο άφιλος, ο κεκμηκώς και οδυνώμενος με την πενιχράν περιβολήν, με τας δεμένας χείρας και τα άτιμα ίχνη των ύβρεων των εχθρών Σου επί του προσώπου Σου και επί των ενδυμάτων Σου, &Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;& Υπάρχει μία βασιλεία την οποίαν ο Πιλάτος και οι όμοιοι αυτώ δεν δύνανται να εννοήσωσι, βασιλεία αγιότητος, υπεροχής και αυτοθυσίας. Να είπη όχι θα εσήμαινε να νοθεύση την αλήθειαν· να είπη Ναι θα εσήμαινε ν' αποπλανήση τον ερωτώντα· «Αφ' εαυτού συ λέγεις τούτο, απαντά μετ' ευγενούς αξιοπρεπείας, ή άλλοι σοι είπον περί Εμού;» «Μήτι εγώ Ιουδαίος ειμι; απαντά μετά περιφρονήσεως ο Πιλάτος. Το έθνος το Σον και αρχιερείς παρέδωκάν Σε εμοί. Τι εποίησας;»
Τι εποίησεν; έργα θαύματος, και ελέους, και δυνάμεως, και αθωότητος, και μόνα ταύτα. Αλλ' ο Ιησούς επανέρχεται εις το πρώτον ερώτημα νυν ότε παρεσκεύασε τον Πιλάτον όπως εννοήση την απόκρισιν· Ναι, είνε Βασιλεύς· αλλ' όχι εκ του κόσμου τούτου· όχι εντεύθεν· όχι Βασιλεύς υπέρ ου οι υπηρέται Του θα πολεμήσωσιν. Ουκούν Βασιλεύς ει Συ;» είπεν ο Πιλάτος προς Αυτόν εν απορία· Ναι, αλλ' όχι Βασιλεύς εις την χώραν ταύτην του ψεύδους και της σκιάς, αλλ' Είς όστις εγεννήθη ίνα μαρτυρήση υπέρ της αληθείας, και Είς τον οποίον όλοι οι όντες εκ της αληθείας οφείλουσι ν' ακούσωσι. «Τι εστιν αληθεία;» ηρώτησεν ανυπομόνως ο Πιλάτος. Τι είχε να κάμη αυτός, είς πολυάσχολος πρακτικός ρωμαίος διοικητής, με τοιαύτας αφηρημένας ιδέας; ποίαν ροπήν είχον αύται επί του ζητήματος της ζωής και του θανάτου; τι φρεναπάτη, τι φαντασία ήτον αυτή; Αλλ' όμως, καίτοι υπεροπτικώς έβαλε το ζήτημα κατά μέρος, συνεκινήθη και αυτός. Η πείρα, η γνώσις της ανθρωπίνης φύσεως, ήτις τον έκαμε να εισδύη κάπως εις τους χαρακτήρας των ανθρώπων, έδειξεν αυτώ ότι ο Ιησούς ήτο όχι μόνον αθώος, αλλ' ασυγκρίτως ευγενέστερος και καλλίτερος από τους λυσσώντας κατηγόρους Του. Εθεώρησε τον ενώπιόν του δεσμώτην ως αθώον και υψίφρονα ονειροπόλον, τίποτε περισσότερον, Και αφήσας τον Ιησούν εκεί, εξήλθε πάλιν προς τους Ιουδαίους, και απήγγειλε την πρώτην εμφαντικήν και ανενδοίαστον αθώωσιν: «Εγώ ουδεμίαν ευρίσκω εν Αυτώ αιτίαν».
Αλλ' η δημοσία και αποφασιστική αύτη απόλυσις μόνον ανερρίπισε την μανίαν των εχθρών Εκείνου εις αγριωτέραν ακόμη φλόγα. Έπρεπε το Θύμα τούτο, το οποίον μετά τόσου κόπου έβαλαν εις τους όνυχάς των, να σωθή από της μανίας των Αρχιερέων και αρχόντων, διά της υπερφροσύνης ή του οίκτου ενός ειδωλολάτρου υβριστού; Ήτο αφόρητον. Αι φωναί των υψώθησαν εις διαβολικώτερον ακόμη θόρυβον. Είνε πλάνος! ανεστάτωσε τον λαόν διά της διδασκαλίας Του, κατά μήκος και πλάτος της χώρας, αρξάμενος από της Γαλιλαίας μέχρις ενταύθα.
Μεταξύ των συγκεχυμένων και εμπαθών τούτων κραυγών, το πρακτικόν ους του Πιλάτου συνέλαβε το όνομα της Γαλιλαίας, και ενόησεν ότι η Γαλιλαία υπήρξεν η πρώτη σκηνή της διδασκαλίας του Ιησού. Ανυπομονών να εύρη ευκαιρίαν όπως διεξαγάγη το ταχύτερον υπόθεσιν εξ ης επεθύμει να είνε ελεύθερος, εσκέφθη, μετά πολιτικής δεξιότητος, ν' απαλλαγή οχληρού και δυσμηχάνου δεσμώτου, να σωθή από δυσχερούς αποφάσεως, και να φανή περιποιητικώς προς τον μη φίλα φρονούντα τετράρχην της Γαλιλαίας, όστις ως συνήθως, είχεν έλθη εις Ιεροσόλυμα· ονόματι μεν διά να τηρήση το Πάσχα, πράγματι δε διά ν' αρέση εις τους υπηκόους του, και να χαρή τας απολαύσεις και τας εορτάς τας προσφερομένας κατά την ώραν ταύτην υπό της κοσμοπλημμυρισμένης πρωτευούσης. Κατ' ακολουθίαν ο Πιλάτος, χαίρων κρυφίως διότι απένιπτε τας χείρας από δυσχερεστάτης ευθύνης, έπεμψε τον Ιησούν προς Ηρώδην τον Αντίπαν, και ούτω, διά των πολυανθρώπων, στενών οδών, εν μέσω της χλεύης και των μυκτηρισμών του πλήθους, ο Πάσχων, ο εν πληγή ων και δυνάμενος φέρειν μώλωπας, εσύρθη και πάλιν.
Είπομεν ήδη περί Ηρώδου του Αντίπα αρκετά, και αγνοώ αν η Ιστορία, εν τη μεγάλη πινακοθήκη των εικόνων της, περιέχει μυσαρωτέραν μορφήν της του φαύλου τούτου και παναθλίου Σαδδουκαίου, του τυραννίσκου του πεπνιγμένου εις την ακολασίαν και το αίμα. Προς αυτόν απηυθύνθη η μόνη καθαρώς ονειδιστική έκφρασις την οποίαν ο Ιησούς μετεχειρίσθη ποτέ («Είπατε τη α λ ώ π ε κ ι ταύτη.»). Δεισιδαιμονία και απιστία συνήθως συμβαδίζουσι· κεκηρυγμένοι άθεοι επίστευον εις τας οιωνοσκοπίας, και οι μη πιστεύοντες εις Θεόν πιστεύουσιν εις φαντάσματα. Ο Αντίπας εχάρη να ίδη τον Ιησούν. Από πολλού επεθύμει να Τον ίδη ένεκα των φημών τας οποίας είχεν ακούσει· και ο φονεύς ούτος των προφητών ήλπιζεν ότι ο Ιησούς, χάριν φιλοφροσύνης προς την Βασιλείαν, θα ετέλει θαύμα τι όπως τέρψη την χάσκουσαν περιέργειάν του. Προσεφώνησε και ηρώτησε τον Ιησούν διά πολλών λόγων, αλλά δεν εκέρδισεν ουδέ συλλαβήν εις απάντησιν. Ο Κύριος ημών αντεμετώπισεν όλας τας μικροπρεπείς ερωτήσεις του διά του μεγαλείου της σιωπής. Προς τοιούτον άνθρωπον, ο λόγος θα ήτο βεβήλωσις. Τότε όλη η αγρία χυδαιότης του ανθρώπου εξήλθεν εις την επιφάνειαν άνω του επιχρίσματος της επιπολαίου μορφώσεως. Κατεγέλασαν τον Ιησούν, αυτός και οι νόθοι οι αυλικοί του, Τον κατεγέλασαν ως Ιερέα και ως Προφήτην. Εμπαίξας την πτωχείαν Του και την αθωότητά Του διά «λαμπράς εσθήτος» (πιθανώς λευκής), ο άνομος ηγεμονίσκος τον έπεμψεν οπίσω προς τον Πιλάτον, προς ον σχεδόν συνδιηλλάγη ήδη κατόπιν μακράς έχθρας. Πλην ηρκέσθη εις τας σκληράς ταύτας ύβρεις. Δεν έδειξεν ότι τον εθεώρει ως πταίστην, αλλ' ως πρόσωπον περιγελασμού άξιον. Απεδύθη δε επισήμως πάσαν ευθύνην ως προς την έκβασιν της δίκης. Καίτοι οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς ίσταντο περί τον θρόνον του ομοθύμως παροτρύνοντες αυτόν εις νέον και στυγερώτερον φόνον διά των κατηγοριών των, εκείνος κατ' ουσίαν έδειξεν ότι ενόμιζε τας κατηγορίας των ασυστάτους, μεταχειρισθείς ταύτας μετ' ευτραπελίας. Αύτη υπήρξεν η πέμπτη δοκιμασία του Ιησού, και η δευτέρα δημοσία αθώωσίς Του.
Και τώρα, καθώς εστάθη πάλιν ενώπιόν του αμηχανούντος και ενδοιάζοντος Πραίτωρος, ήρχισεν η έκτη, η τελευταία, η ταραχωδεστέρα και πλέον εναγώνιος φάσις της τρομεράς ταύτης εξετάξεως. Τώρα ήτο καιρός διά τον Πιλάτον να πράξη εν καθαρά πεποιθήσει, σώζων εαυτόν διά πάντοτε από της αμαρτίας του αθώου αίματος. Εξήλθε πάλιν έξω, και καθίσας επί μεγαλοπρεπούς βήματος, ίσως επί του χρυσού θρόνου του Αρχελάου, όστις ετέθη επί του υψηλού λιθοστρώτου των πολυχρόων μαρμάρων, του Γαββαθά — εκάλεσε τους Ιερείς, τους εκ του Συνεδρίου, και τον λαόν έμπροσθέν του, και σοβαρώς είπεν αυτοίς ότι είχον φέρει τον Ιησούν εις το δικαστηριόν του ως αρχηγόν στάσεως και ταραχής· ότι μετά πλήρη και ακριβή εξέτασιν, αυτός, ο ρωμαίος διοικητής των, είχεν εύρει τον δεσμώτην των απολύτως αθώον των κατηγοριών τούτων· ότι είχε πέμψει Αυτόν προς τον Ηρώδην, τον ομαίμονα βασιλέα των, και ότι κ' εκείνος ωσαύτως είχε φθάσει εις το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς δεν είχε πράξει έγκλημα άξιον θανάτου. Και τώρα ήλθε δι' αυτόν η χρυσή ευκαιρία να διεκδικήση το μέγεθος της δικαιοσύνης της πατρίδος του, και επειδή Τον είχε κηρύξει απολύτως αθώον, να Τον αφήση απολύτως ελεύθερον. Αλλ' ακριβώς εις το σημείον τούτον αμφεταλαντεύθη και εσυνθηκολόγησεν. Ο φόβος νέας επαναστάσεως τον εβάρυνεν ως εφιάλτης. Εφάνη πρόθυμος να υποχωρήση κατά το ήμισυ διά ν' αρέση εις τους επικινδύνους τούτους σκευωρούς. Διά να τους δικαιολογήση, οιονεί, εις την κατηγορίαν των, θα επαίδευε τον Ιησούν — θα Τον εμαστίγωνε δημοσία, ως διά να καταστήση τας αξιώσεις Του γελοίας θα Τον εξηυτέλιζε, και είτα θα Τον απέλυε. Και η ιδέα αύτη του να τον απολύση τον έκαμε να ενθυμηθή έν άλλο μέσον ελικοειδούς πολιτικής. Αυτός τε και ο λαός ανελογίσθησαν ότι το είχον ως πασχάλιον έθιμον ίνα απολύη προς χάριν των ένα κατάδικον κατά την εορτήν. Προσεφέρθη άρα ν' απολύση τον Ιησούν, ως πράξιν όχι δικαιοσύνης, αλλά χάριτος.
Τοιαύτην πρότασιν εισηγούμενος, και παραιτηθείς ούτω άκων την αρίστην των προνομιών του, έπραττεν εναντίον νουθεσίας την οποίαν είχε λάβη. Η νουθεσία αύτη συνίστατο εις την βαθείαν υποψίαν, το ισχυρόν προαίσθημα, το οποίον εδέσποζεν αυτού, καθώς προσέβλεπεν εις τον κύπτοντα και σιωπώντα δεσμώτην. Αλλά τώρα ήλθε και δευτέρα νουθεσία, ήτις εις συνήθη Ρωμαίον, και Ρωμαίον ενθυμούμενον τον φόνον του Καίσαρος και το όνειρον της Καλαυορνίας, θα ηδύνατο να φανή απαισία άμα και θεόπεμπτος. Η σύζυγός του, Κλαυδία Πρόκλα, έπεμψε δημοσία μήνυμα προς αυτόν, εκεί ως εκάθητο εις το πραιτώριον, ότι εις τας πρωινάς ώρας, ότε τα όνειρα είνε αληθή, είδε τρομερόν όνειρον εν σχέσει προς τον Δίκαιον εκείνον. «Μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω· πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ' όναρ δι' Αυτόν».
Προθύμως, λίαν προθύμως, θα ενέδιδεν ο Πιλάτος εις τα ίδια αυτού προαισθήματα, και προθυμότερον ακόμη θα υπήκουεν εις τον μυστηριώδη τούτον οιωνόν. Το ότι πολλοί εκ των φανατικών εκείνων, δι' ους η στάσις ήτο αυτή η πνοή της ζωής των, θα ήσαν ειλικρινώς κατηγορούντες επί στάσει τον Ιησού ήτο, ως εγίνωσκε παράλογον. Η διαφανής υποκρισία των εις το ζήτημα τούτο επηύξανε μόνον την απροκάλυπτον κατάφρόνησίν του. Εάν ετόλμα να δείξη τα αληθή αισθήματά του, θα τους απήλαυνεν εκ του δικαστηρίου μεθ' υψηλόφρονος αδιαφορίας. Αλλ' ο Πιλάτος ήτο ένοχος, και η ενοχή είνε ανανδρία, και η ανανδρία είνε αδυναμία. Αι ίδιαι παλαιαί σκληρότητές του, τον έκαμαν να καταστείλη την ορμήν του οίκτου, και να προσθέση εις τας παλαιάς σκληρότητάς του μίαν ασυγκρίτως στυγερωτέραν. Εγνώριζεν ότι σοβαρά παράπονα υπήρχον εκκρεμή κατ' αυτού. Εκείνοι οι Σαμαρείται, τους οποίους είχεν υβρίσει και πατάξει, εκείνοι οι Ιουδαίοι, τους οποίους είχε μαχαιρώσει εν μέσω του συνωθισμού του όχλου διά των χειρών των μεταμφιεσμένων στρατιωτών του, εκείνοι οι Γαλιλαίοι, των οποίων τα αίματα είχεν αναμίξει με τας θυσίας — όλων αυτών το αίμα δεν εβόα εκδίκησιν; Δεν υπήρχε πρεσβεία παραπόνων κατ' αυτού και τώρα ακόμη;
Το σκολιόν της πολιτικής του έπιπτε κατά της ιδίας κεφαλής του, και καθίστα αδυνάτους τας ιδίας επιθυμίας του. Η νέμεσις των παρελθουσών κακουργιών του ήτο ότι δεν ηδύνατο πλέον αγαθόν να πράξη. Οι Ιερείς και οι εκ του Συνεδρίου «ανέπεισαν» τον όχλον (ή α ν έ π ε ι σ α ν), και ο όχλος παραφόρως απήτει την Πασχάλιον χάριν την οποίαν τους είχεν υπομνήσει· αλλά πράττοντες ούτω έρριψαν αποφασιστικώτερον το προσωπείον της απαισίας φύσεως του μίσους των κατά του Λυτρωτού. Διότι, ενώ φανερά εφρύαττον κατά της αποστασίας δήθεν Ενός όστις ήτο εντελώς υπήκοος και ειρηνικός, εκραύγαζον υπέρ της απελευθερώσεως ανθρώπου του οποίου η εγνωσμένη αποστασία είχε κηλιδωθή προσέτι διά ληστείας και φόνου. Μισήσαντες τον αθώον, ηγάπησαν τον ένοχον, και απήτουν την χάριν του Πραίτωρος ουχί διά τον Ιησούν, αλλά διά τον Βαραββάν, όστις ου μόνον ήτο ό,τι ψευδώς ισχυρίζοντο περί του Ιησού, αρχιστασιώτης, αλλά ληστής και φονεύς! Ήτο αρμόζον ίνα αυτοί, οίτινες είχον προκρίνει ένα ευτελή Σαδδουκαίον του αληθούς Αρχιερέως των, και ένα αιμομίκτην Ιδουμαίον του Κυρίου και Βασιλέως των, εσκεμμένως προκρίνωσι του Μεσσίου των ένα φονέα.
Δυνατόν ο Βαραββάς να προσήχθη και αυτός εκεί, και ούτω ο ανθρωποκτόνος και ο Ζωοδότης ίσταντο ομού εις το δικαστήριον εκείνο. Ο λαός, πεισθείς υπό των ιερέων του, εκραύγαζεν υπέρ της απολύσεως του στασιαστού και του ληστού. Προς τούτον πάσα χειρ ωρέγετο, και υπέρ τούτου πάσα φωνή υψούτο, υπέρ του Αγίου, του Ακάκου, του Αμώμου, υπέρ εκείνου ον μύρια Ωσαννά είχον προσαγορεύσει πέντε ημέρας πρότερον, ουδέ λέξις ελέους ή συνηγορίας εύρεν έκφρασιν. «Το είδος Αυτού άτιμον και εκλείπον προς πάντας τους υιούς ανθρώπων».
Ο Πιλάτος ήκουσε μετά περιφρονητικής αγανακτήσεως την εκλογήν των. «Τι ουν θέλετε ποιήσω (ηρώτησε) τον Βασιλέα των Ιουδαίων;» Τότε πρώτον εξερράγη μανιώδης η κραυγή, Σταύρωσον! σταύρωσον Αυτόν!» Μάτην και πάλιν, κατά τα διαλείμματα του θορύβου, ο Πιλάτος επέμενε, μετ' αυξούσης επί μάλλον και μάλλον αδυναμίας βουλήσεως, «Τι γαρ κακόν εποίησεν; — Ουχ ευρίσκω εν Αυτώ αιτίαν. — Παιδεύσας Αυτόν απολύσω». Τοιαύτη ασθενής αντίστασις επρόδιδε μόνον εις τους Ιουδαίους τους ενδομύχους φόβους του Πραίτωρος, και καθίστα αυτούς κατ' ουσίαν κυρίους των πραγμάτων. Εκείνοι εξηκολούθουν μανιωδώς να κραυγάζωσιν; «Αίρε τούτον! Απόλυσον ημίν τον Βαραββάν! Σταύρωσον, σταύρωσον!»
Προς στιγμήν ο Πιλάτος ενέδωκεν εις την καταιγίδα. Απέλυσε τον Βαραββάν· παρέδωκε τον Ιησούν ίνα μαστιγωθή. Η λέξις του Ευαγγελιστού (φραγγελώσας) δεικνύει το όργανον ου εγένετο χρήσις ήτο το «φρικώδες φραγγέλιον», ως ονομάζει τούτο ο Οράτιος, και του οποίου το ρωσικόν κνούτον είνε το μόνον νεώτερον λείψανον. Η φραγγέλωσις αύτη ήτο το σύνηθες προοίμιον της σταυρώσεως και άλλων κεφαλικών ποινών. Ήτο δε τιμωρία τόσον φοβερά αληθώς, ώστε το πνεύμα την αποτροπιάζεται· και προ πολλού κατηργήθη διά της συμπαθείας εκείνης της ανθρωπότητος, ήτις τόσον μεγάλως ανεπτύχθη, και κατά πολύ επλάσθη μάλιστα, διά της βαθμιαίας κατανοήσεως της χριστιανικής αληθείας. Ο κατάδικος, εγυμνούτο, εδεσμεύετο κυπτός προς κίονα, και επί των γυμνών νώτων του κατεφέροντο τα δερμάτινα λωρία της μάστιγος, με προσηρτημένα τεμάχια οστών και μολύβδου (εκαλείτο αύτη μάστιξ αστραγαλωτή), πολλάκις τα λωρία κατεφέροντο κατά του προσώπου και των οφθαλμών. Ήτο τιμωρία τόσον βδελυρά και απαισία, ώστε συνήθως ο δεσμώτης ελιποθύμει, πολλάκις δε και απέθνησκεν υπό του άλγους. Και μετά την φοβεράν ταύτην ωμότητα, επηκολούθησεν αμέσως ο τρίτος και πικρότερος προπηλακισμός, ο εμπαιγμός του Χριστού ως Βασιλέως.
Μεταξύ των πεπολιτισμένων εθνών ό,τι δυνατόν γίνεται προς απαλλαγήν του καταδίκου από πάσης ματαίας κακοπαθείας· αλλά παρά τοις Ρωμαίοις η ύβρις και ο περίγελως ήσαν τα συνήθη προανακρούσματα της εσχάτης αγωνίας. Απλώς το θέαμα της αγωνίας είν' ευάρεστον εις ψυχάς πεπωρωμένας. Οι απάνθρωποι στρατιώται του Πραιτωρίου, όχι Ρωμαίοι μόνον, οίτινες δυνατόν να είχον το αίσθημα της εμφύτου αξιοπρεπείας του εν σιωπή πάσχοντος, αλλά τα μίσθαρνα περιτρίμματα των Ρωμαϊκών Επαρχιών, απήγαγον Εκείνον εις τον στρατώνα των, κ' εκεί ενέπαιξαν, εν τω αγρίω μίσει των, τον Βασιλέα ον είχον βασανίσει. Μεγάλως έχαιρον να έχωσιν εις την εξουσίαν των Ένα όστις ήτο Ιουδαϊκής καταγωγής, είχε δε άσπιλον τον βίον και μεγαλοπρεπές το ήθος. Η ευκαιρία διέκοπτε τόσον ευαρέστως την βάναυσον μονοτονίαν του βίου των, ώστε εκάλεσαν όλους τους συστρατιώτας των, όσοι δεν είχον υπηρεσίαν, να παραστώσιν εις το θέαμα. Προέβησαν δε εις την παρωδίαν όλης της βασιλικής εθιμοταξίας, διά σκωπτικής στέψεως, σκωπτικής περιβολής, σκωπτικού προσκυνήματος. Στέφανον εξ ακανθών περιέβαλον περί την αιμάσσουσαν κεφαλήν Αυτού· εις τας δεσμίας και αιμασσούσας χείρας Του έθεσαν κάλαμον ως σκήπτρον· τους ώμους Του περιέβαλον με παλαιάν τινα και εφθαρμένην κοκκίνην χλαμύδα, ως πορφύραν. Ταύτην ενεπόρπησαν περί τον δεξιόν ωμόν Του μετά προσποιητής σοβαρότητος, και είτα, έκαστος το γόνυ κάμπτων ειρωνικώς, εμπτύων ατίμως, τύπτων διά του καλάμου την κεφαλήν Εκείνου, διήρχοντο έμπροσθεν Αυτού γονυπιτούντες και εμπαικτικώς προσαγορεύοντες, «Χαίρε, ο Βασιλεύς των Ιουδαίων!»
Και τώρα ακόμη, ο Πιλάτος ήλπιζε και προσεπάθει να Τον σώση. Θα ηδύνατο να παραστήση την φοβεράν εκείνην μαστίγωσιν όχι ως προοίμιον της σταυρώσεως, αλλ' ως εξέτασιν διά βασάνου, ήτις απέτυχε ν' αποσπάση περαιτέρω ομολογίαν. Και καθώς εξήλθεν ο Ιησούς, καθώς εστάθη παρ' αυτόν με τον ακάνθινον στέφανον, με την χλαμύδα και τον κάλαμον, με το αίμα και τους μώλωπας και την θανάσιμον αγωνίαν και την ωχρότητα της όψεως και των αΰπνων οφθαλμών, και τότε ακόμη, κατά την ώραν της εσχάτης ταπεινώσεώς Του, καθώς εστάθη εν τω μεγαλείω της αγίας γαλήνης Του επί του δικαστηρίου εκείνου υπεράνω του ωρυομένου πλήθους, επεφάνη επ' Αυτού τόσον θεοπρεπής υπεροχή, ώστε ο Πιλάτος αφήκε την ακουσίαν εκείνην επιφώνησιν, ήτις εδόνησεν έκτοτε εν βαθεία συγκινήσει τόσας χιλιάδας μυριάδων καρδίων.
&«Ίδε ο άνθρωπος!»&
Αλλ' η έκκλησις αύτη εξήγειρε μόνον αγρίαν έκρηξιν κραυγών, «Σταύρωσον, σταύρωσον Αυτόν!» Απλή η θέα Εκείνου, και εν τη ανεκλαλήτω αισχύνη και τη λύπη Του, εφαίνετο να προσθέτη νέαν χολήν εις το μίσος των. Μάτην ο εθνικός στρατιώτης επικαλείται φιλανθρωπίαν παρά του Ιουδαίου Ιερέως· ουδέ καρδία εδονήθη ελέους παλμόν· ουδέ φωνή διέκοψε τον μονότονον ωρυγμόν εκείνον, «Αρον! άρον! Σταύρωσον Αυτόν!» Ο Ρωμαίος όστις είχε χύσει το αίμα ως ύδωρ, επί του πεδίου των μαχών, εν φανερά σφαγή, εν κρυφία δολοφονία, ευλόγως θα ηδύνατο να υποτεθή ότι είχε παγωμένην και λιθίνην καρδίαν αλλά παγερωτέρα και λιθοειδεστέρα ήτο η καρδία των λεπτολόγων εκείνων υποκριτών και φιλοκόσμων ιερέων. «Λάβετε Αυτόν υμείς και σταυρώσατε», είπεν ο Πιλάτος εν άκρα αηδεία, «ότι ουχ ευρίσκω εν Αυτώ αιτίαν». Οποία αποδοχή εκ μέρους Ρωμαίου δικαστού! «Εφ' όσον δύναμαι να κρίνω, είνε εντελώς αθώος· αλλ’ όμως αν πρέπει να Τον σταυρώσητε, λάβετέ Τον και σταυρώσατε. Δεν δύναμαι να εγκρίνω, αλλά προθύμως θα συνεπινεύσω, εις την παρ' υμών αθέτησιν του νόμου». Αλλά και αυτή η αθλία, ένοχος υπεκφυγή δεν συγχωρείται εις αυτόν. Ο Σατανάς θέλει να έχη από τους υπηρέτας του την πλήρη ολότητα των εγκλημάτων των, και την ιδιόχειρον υπογραφήν της ιδίας συγκαταθέσεώς των μέχρι τέλους. Ό,τι οι Ιουδαίοι επιθυμούσιν, ότι θέλουσι να λάβωσιν, είνε όχι σιωπηλή επίνευσις, αλλ' απόλυτος κύρωσις. Συνοίδασι την ισχύν των. Βλέπουσιν ότι Πραίτωρ ούτος με τας χείρας τας αιμοβαφείς δεν τολμά να μείνη ακλόνητος· γνωρίζουσιν ότι η ρωμαϊκή πολιτική είνε ανεκτική παραχωρήσεων προς τας επιχωρίους δεισιδαιμονίας. Τολμηρώς άρα αποσκορακίζουσι παν ζήτημα περί πολιτικού εγκλήματος, και με όλα τα υποκριτικά προσχήματά των πεπυρακτωμένα εις το καίον πάθος των, κραυγάζουσιν, «Ημείς νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι Εαυτόν Υιόν Θεού εποίησεν».
Υιόν Θεού! Η ιδέα ήτο πολύ ολιγώτερον παράδοξος και απεχθής εις εθνικόν ή εις Ιουδαίον· και η λέξις αύτη, ανήκουστος πριν, εξέπληξε τον Πιλάτον. Και πάλιν, αφήσας το μυκώμενον πλήθος έξω, λαμβάνει τον Ιησούν έσω εις το Κριτήριον, και Τον ερωτά έμφοβος, «Πόθεν ει Συ;» Δι' αυτόν ο Ιησούς είχεν ομιλήσει αρκετά ήδη. Δεν απήντησε. Τότε σχεδόν οργίλως ο Πιλάτος, «Εμοί ου λαλείς; Ουκ οίδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαί Σε, και εξουσίαν έχω απολύσαι Σε;» εξουσίαν, πώς τούτο; Λοιπόν η δικαιοσύνη δεν είνε τίποτε; η αλήθεια τίποτε; η αθωότης τίποτε; η συνείδησις τίποτε; Εν τη αληθεία των πραγμάτων ο Πιλάτος δεν [είχε] τοιαύτην εξουσίαν· και εν τη αυθαιρέτω εννοία του τυράννου ήτο μάταιος κόμπος, διότι κατ' αυτήν την στιγμήν εκυμαίνετο μεταξύ ατολμίας και αβουλησίας. Και ο Ιησούς ώκτειρε την έξαλλον απόγνωσιν του ανθρώπου, τον οποίον η αμαρτία είχε μετατρέψει από άρχοντος εις δούλον, ελαφρύνων δε μάλλον το αμάρτημά του απήντησε, «Ουκ είχες εξουσίαν κατ’ Εμού ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν· διά τούτο ο παραδιδούς Με σοι μείζονα αμαρτίαν έχει». Ναι μεν, πράττεις μέγα έγκλημα, αλλ' ο Ιούδας, ο Άννας, ο Καϊάφας οι ιερείς ούτοι και οι Ιουδαίοι, είνε πλέον ένοχοι ή συ. Ούτω μετά πραότητος έκρινεν ο Ιησούς τον κριτήν Του. Εις τα βάθη της ψυχής του ο Πιλάτος ησθάνθη την αλήθειαν των λόγων, σιωπηλώς ανεγνώρισε την υπεροχήν του δεσμίου και του μεμωλωπισμένου θύματος. Παν ό,τι ανθρώπων έμενεν εν αυτώ ερρίγησεν ασύνηθες ρίγος προς τας ολίγας ταύτας αταράχους λέξεις του Υιού του Θεού. Η κρίσις ηύξησε μόνον τον φόβον του προς το μυστηριώδες εκείνο Ον, του οποίου η άκρα αδυναμία εφαίνετο μεγαλειοτέρα και φοβερωτέρα ή όσον η υπερτάτη δύναμις. Από της ώρας εκείνης ο Πιλάτος ήτο προθυμότερος, να Τον σώση. Με τεταραγμένην την συνείδησιν διά τρίτην και τελευταίαν φοράν ανέβη εις το δικαστήριόν του και κατέβαλε μίαν έτι απηλπισμένην προσπάθειαν. Ήγαγε τον Ιησούν έξω, και αποβλέψας προς Αυτόν, εστώτα εν σιωπή και αγωνία, αλλ' ατάραχον, επί του λαμπρού εκείνου λιθοστρώτου, του Γαββαθά, υπεράνω των θηριωδών ωρυγμών του πλήθους, είπε προς τους ταραξίας, «Ίδε ο Βασιλεύς υμών». Αλλ' εις τους Ιουδαίους ήτο ως αισχρόν όνειδος το να ονομάζη Βασιλέα των τον μαστιγωμένον εκείνον Δεσμώτην. Μεταξύ των απαισίων κραυγών «Σταυρωθήτω», δυσοίωνοι απειλαί ήρχισαν πρώτην φοράν ν' αναμιγνύωνται. Ήτο ήδη τρίτη ώρα της ημέρας, και επί τρεις ώρας ούτοι εμαίνοντο εκεί και ήφριζον εκ λύσσης. Το όνομα του Καίσαρος ήρχισε ν' ακούηται με οργίλους ψιθυρισμούς. «Τον Βασιλέα υμών σταυρώσω;» είχεν ερωτήσει ο Πιλάτος, εκσπών την οργήν και την λύπην της καρδίας του εις ονειδισμούς κατ' αυτών. «Ουκ έχομεν Βασιλέα ειμή Καίσαρα!» εφώνησαν οι ιερείς και οι Σαδδουκαίοι, ρίπτοντες εις κόρακας πάσαν εθνικήν φιλοδοξίαν και πάσαν περί Μεσσίου ελπίδα. «Εάν τούτον απολύσης, έκραζε πάλιν και κατ' επανάληψιν ο λαός, ουκ ει φίλος του Καίσαρος: Πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει τω Καίσαρι». Και εις το σκοτεινόν και τρομερόν εκείνο όνομα του Καίσαρος ο Πιλάτος έτρεμεν. Ανελογίσθη το τρομερόν εκείνο μορμολύκειον της τυραννίας, το έγκλημα καθοσιώσεως, εις το οποίον όλα τα εγκλήματα συλλήβδην περιλαμβάνονται, κατά τον Τάκιτον, το οποίον είχε κάμη το αίμα να ρεύση ως ύδωρ εις τας οδούς της Ρώμης.
Ανελογίσθη τον Τιβέριον, τον γηραιόν κακούργον αυτοκράτωρα, «τον πλήρη ελκών και πυρετών, και έχοντα εννέα είδη λέπρας». Περί τον χρόνον τούτον είχε καταντήσει είπερ ποτέ μισάνθρωπος και θηριώδης κατόπιν της ανακαλύψεως της προδοσίας του μόνου φίλου του, του Σεϊανού, και εις τον Σεϊανόν ώφειλεν ο Πιλάτος την θέσιν του. Δυνατόν να υπήρχον κρύφιοι καταγγελείς μεταξύ αυτού του μαινομένου πλήθους. Κυριευθείς υπό πανικού ο άδικος δικαστής, υπείκων εις τον ενδόμυχον τρόμον του, εν γνώσει επρόδωκε το αθώον θύμα. Ο τοσάκις εκπορνεύσας την δικαιοσύνην, δεν ίσχυσε νυν να εκτελέση την μόνην δικαίαν πράξιν ην επεθύμει. Ο τοσάκις φονεύσας τον οίκτον, περιήλθε νυν εις απαγόρευσιν να γευθή την γλυκύτητα του οίκτου την οποίαν επόθει. Ο τοσάκις καταχρασθείς την εξουσίαν, ευρέθη νυν εις αδυναμίαν να την εξασκήση εφάπαξ υπέρ του δικαίου. Αληθώς δι' αυτόν, η αμαρτία κατέστη εριννύς, και αι ίδιαι κακίαι του κατέστησαν όργανον της τιμωρίας του. Κατά την περίοδον ταύτην, η κατ' άλλην πρωιμωτέραν, της δίκης, παρέστησε την επίσημον κωμωδίαν του να προσπαθήση ν' αποπλύνη την συνείδησίν του από πάσης ενοχής. «Λαβών ύδωρ, απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου, λέγων Αθώος ειμι από του αίματος του δικαίου τούτου· υμείς όψεσθε». Εφρόνει ούτω ότι απέπλυνε την συνείδησίν του; Ηδύνατο να νίψη τας χείρας του· αλλ' ηδύνατε να νίψη την καρδίαν του; Αλλ' η φωνή του επνίγη εντός του μυκηθμού, του φοβερωτέρου, του βδελυρωτέρου, του μάλλον αξιομνημονεύτου ον η ιστορία αναφέρει. «Τ ο α ί μ α Α υ τ ο ύ ε φ' η μ ά ς κ α ι ε π ί τ α τ έ κ ν α η μ ώ ν». Τότε ο Πιλάτος οριστικώς ενέδωσε. «&Τότε ουν παρέδωκεν Αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή&».
Και τώρα παρατηρήσατε επί στιγμήν τας εκδικήσεις της ιστορίας. Τ ο α ί μ α Τ ο υ δ ε ν ε ί ν ε ε π' α υ τ ο ύ κ α ι ε π ί τ α τ έ κ ν α τ ω ν; Δεν έπεσε προ πάντων επί εκείνους οίτινες έλαβον πρωτεύον μέρος εις την βαθείαν τραγωδίαν; Πριν ή συντελεσθή η φοβερά θυσία, ο Ιούδας απέθανεν εν τη φρίκη στυγεράς αυτοκτονίας. Ο Καϊάφας καθηρέθη το επιόν έτος. Ο Ηρώδης εν ατιμία και υπερορία απέθανεν. Ο Πιλάτος παυθείς από του αξιώματός του, κατέστρεψεν εαυτόν εν αυτοκτονία και εξορία, αφήσας όνομα μισητόν. Η οικία του Άννα κατεστράφη μίαν γενεάν ύστερον υπό όχλου εμμανούς, ο δε υιός του εμαστιγώθη εις τας οδούς και εσφάγη. Τινές των μετασχόντων και παραστάντων εις τας σκηνάς της ημέρας εκείνης, και χιλιάδες εκ των τέκνων των, ομοίως μετέσχον και παρέστησαν εις τας μακράς φρικαλεότητας της πολιορκίας εκείνης της Ιερουσαλήμ, ήτις μένει απαραδειγμάτιστος εν τη ιστορία. Είχον κραυγάσει, «Ουκ έχομεν βασιλέα ειμή Καίσαρα!» και δεν έσχον βασιλέα ειμή τον Καίσαρα· και Καίσαρ μετά Καίσαρα ύβρισε και ετυράννησε και διήρπασε και κατεπίεσεν αυτούς, εωσού τέλος ηγέρθησαν εις αγρίαν αποστασίαν κατά του Καίσαρος τον οποίον είχον ζητήσει, και είς Καίσαρ έσβεσεν εις το αίμα των την φλέγουσαν τέφραν του καέντος και βεδηλωθέντος ναού των. Είχον βιάσει τους Ρωμαίους να σταυρώσωσι τον Χριστόν τον Κύριόν των, και, οι αποτροπιαζόμενοι τον σταυρικόν θάνατον, αυτοί και τα τέκνα των εσταυρώθησαν υπό των Ρωμαίων κατά μυριάδας έξω των ιδίων τειχών των, εωσότου επέλιπεν ο χώρος και τα ξύλα εξέλιπον. «Προσήλουν οι στρατιώται (γράφει ο Ιουδαίος Ιώσηπος) άλλον άλλω σχήματι προς χλεύην, και διά το πλήθος χώρας τε ενελείπετο τοις σταυροίς και σταυροί τοις σώμασιν». Όθεν εκείνοι οίτινες μόνον το «Σταυρωθήτω!» είχον εις τα στόματά των, διά του σταυρού αντημείφθησαν εις τα σώματά των. Είχον δώσει τριάκοντα αργύρια διά το αίμα του Σωτήρος των, και αυτοί επωλούντο αντί δηναρίου κατά χιλιάδας. Είχον προκρίνει τον Βαραββάν του Μεσσίου, και Μεσσίαν δεν είδον πλέον ειμή ψευδομεσσίας παραιτίους δεινών συμφορών εις το έθνος των. Απεδέχθησαν την ενοχήν του αίματος, και αι τελευταίαι σελίδες της ιστορίας των συνεκολλήθησαν ομού από τους ποταμούς του αίματός των, και το αίμα τούτο εξηκολούθησε να χύνεται εις αλογίστους σκληρότητας από γενεάς εις γενεάν. Δεν υπάρχει εν τη ιστορία τίποτε άνευ εννοίας εις τον θεωρούντα ταύτην ως την φωνήν του Θεού λαλούσαν διά μέσου του προρισμού των εθνών· και πρέπει να είνε τυφλός τις διά να μη βλέπη ότι, ότε ο φόνος του Χριστού συνετελέσθη, η αξίνη ετέθη παρά την ρίζαν του δένδρου της Ιουδαϊκής φυλής. Από της ημέρας εκείνης η Ιερουσαλήμ και τα πέριξ αυτής, κατέστη μέγα και αχανές νεκροταφείον, Ακελδαμά, αίματος αγρός, αγρός κεραμέως εις ταφήν τοις ξένοις. Καθώς το στίγμα του Κάιν, το οποίον προσεκολλάτο εις τον φονέα, η ενοχή του αίματος εκείνου εφάνη προσκολληθείσα εις αυτούς, ως πάντοτε θα γίνεται, μέχρις ου το Αυτό Αίμα την εξαλείψη. Διότι, κατά θείον έλεος, το αίμα το χυθέν υπ' εκείνων ομοίως εχύθη και δι' εκείνους· η φωνή την οποίαν ηγωνίσθησαν να πνίξωσι διά του θανάτου, υψώθη εν τη τελευταία προσευχή της επικαλουμένη έλεος διά τους φονείς Του. Είθε το αίμα εκείνο να εξαλείψη την ανομίαν των! είθε η προσευχή εκείνη να εισακουσθή!
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΞΑ'.
Η Σταύρωσις
Ο Σταυρός. — Οι δύο Κακούργοι. — Εις Γολγοθάν. — Θυγατέρες Ιερουσαλήμ! — «Πάτερ άφες αυτοίς», — Αγωνία της Σταυρώσεως. — Ο Τίτλος επί του Σταυρού. — Η λύσσα των Ιουδαίων. — «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου» — Ο Μετανοών Ληστής. — Αι γυναίκες από της Γαλιλαίας. — «Γύναι, ιδού ο Υιός Σου» — Το μεσημβριανόν σκότος. — «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;» — «Διψώ». — Όξος πιείν. — «Εις χείρας Σου». — Τετέλεσται. — Ο Εκατόνταρχος. — Τι κατώρθωσεν ο Σταυρός του Χριστού. — Αίμα και ύδωρ.
«Τότε ο Πιλάτος παρέδωκεν Αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθή». Ο χρόνος ο απαιτούμενος προς την αναγκαίαν προπαρασκευήν δεν θα ήτο μακρός, και οι στρατιώται εξέδυσαν τον Ιησούν την χλαμύδα, και ενέδυσαν Αυτόν τα ιμάτια τα ίδια. Όταν ητοιμάσθη ο Σταυρός, έθεσαν τούτον επί των ώμων Του, και Τον απήγαγον εις τον τόπον της τιμωρίας. Το εγγύς της μεγάλης εορτής, αι μυριάδες αίτινες παρευρίσκοντο εν Ιερουσαλήμ, κατέστησεν επιθυμητόν να επιληφθώσι της ευκαιρίας όπως ενσπείρωσι τρόμον εις όλους τους Ιουδαίους κακοποιούς. Δύο λοιπόν εξελέχθησαν προς θανατικήν εκτέλεσιν συγχρόνως με τον Ιησούν, δύο λησταί και στασιασταί εκ των χειρίστων. Οι σταυροί εφορτώθησαν επί των ώμων των, και συνοδευόμενοι υπό πολυαρίθμου κουστωδίας υπό τας διαταγάς του εκατοντάρχου, εν μέσω χιλιάδων θεατών περιέργων ή δυσμενών, η πομπή εξεκίνησεν εις τον δρόμον της.
Ο σταυρός, διά να βαστάση το σώμα ενός ανθρώπου, έπρεπε να έχη μέγεθος και βάρος τι. Η παράδοσις λέγει ότι ο Σταυρός του Κυρίου κατεσκευάσθη εκ τριπλού ξύλου, σύμφωνα με την προφητείαν του Ησαΐου, «Εν τη κυπαρίσσω και τη πεύκη και κέδρω». Αλλ' ο Ιησούς είχε λίαν εξασθενήσει. Τα βήματά Του εκλονούντο και έπιπτε καθ' οδόν, μη δυνάμενος να τον φέρη. Μόλις είχον προχωρήσει μέχρι της πύλης της πόλεως, και συναντώσιν άνθρωπον τινα, Σίμωνα τον Κυρηναίον, ερχόμενον εξ αγρού. Τούτον ηγγάρευσαν, καθώς συνείθιζον πολλάκις οι Ρωμαίοι ν' αγγαρεύωσι τους διαβάτας, ίνα άρη τον Σταυρόν Αυτού.
Εν τη Ευαγγελική ιστορία έν μόνον συμβεβηκώς μνημονεύεται κατά την πορείαν. Ο Λουκάς διηγείται, ότι μεταξύ του απείρου πλήθους του ακολουθούντος τον Ιησούν ήσαν πολλαί γυναίκες. Από τους άνδρας τους εν τω κυμαινομένω εκείνω πλήθει δεν φαίνεται να έλαβεν ένδειξίν τινα συμπαθείας. Δυνατόν βεβαίως να υπήρξάν τινες οίτινες είχον ιδεί τα θαύματά Του, και είχον ακούσει τους λόγους Του· ένιοι εκείνων οίτινες σχεδόν, αν όχι εξ ολοκλήρου, επείσθησαν ότι Αυτός ήτο ο Μεσσίας, καθώς εκρέμαντο από των χειλέων Του ενώ εξέφερε τας μεγάλας διδασκαλίας Του εν τω Ναώ· τινές εκ του απλήστου πλήθους οίτινες Τον είχον συνοδεύσει από της Βηθανίας πέντε ημέρας πρότερον μετά μεγαλοφώνων Ωσαννά και σειομένων βαΐων. Άπιστος δειλία ή βαθεία υποψία, ίσως και απεριόριστος λύπη, κατέστησεν αφώνους όλους τους άνδρας. Αλλ' αι γυναίκες αύται, ταχυτέραι εις τον οίκτον, δυσηνιώτεραι προς τον χαλινόν των πολιτικών επιδράσεων, δεν ηδύναντο και δεν ήθελον να κρύψωσι την λύπην και την κατάπληξιν ης το θέαμα ενέπλησεν αυτάς. Έτυπτον τα στήθη των, και έπληττον τον αέρα με τους θρήνους των, εωσότου ο Ιησούς Αυτός κατεσίγασε τας οξείας κραυγάς των διά λόγων πανδήμου νουθεσίας. Στραφείς προς αυτάς, είπε, «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ' Εμοί, κλαίετε δε μάλλον εφ' εαυταίς και επί τοις τέκνοις υμών. Ότι ιδού, ημέραι έρχονται εν αις ερούσι, Μακάριαι αι στείραι και γαστέρες αι ουκ έτεκον, και μαζοί οι ουκ εθήλασαν. Τότε άρξονται λέγειν τοις όρεσι, Πέσετε εφ' ημάς, και τοις βουνοίς, Καλύψατε ημάς· ότι ει ταύτα ποιούσι τω ξύλω τω χλωρώ, τι ποιήσουσι τω ξηρώ;» Εκείναι δεν ηδυνήθησαν να καταστείλωσι την έκρηξιν της γυναικείας τρυφερότητος, ως είδον τον μέγαν Προφήτην της ανθρωπότητος εν τη ώρα της αισχύνης και της ασθενείας Του, με τον κήρυκα προ Αυτού κηρύττοντα τα εγκλήματα τα οποία προσήπτοντο επ' Αυτόν, και τους Ρωμαίους στρατιώτας φέροντας τον τίτλον της χλεύης, και τον Σίμωνα κύπτοντα υπό το βάρος του Σταυρού εφ' ου ο Σωτήρ έμελλε να προσηλωθή. Αλλ’ Αυτός τας ενουθέτησεν ότι πολύ πικροτέραι αφορμαί λύπης ανέμενον αυτάς, και τα τέκνα των, και την φυλήν των. Πολλαί τούτων, και η πλειονότης των τέκνων των, θα επέζων να ίδωσι τοσούτους ποταμούς αίματος, τοιαύτας επιπλοκάς αγωνίας, οίας ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει ποτέ πρότερον. Εάν τοιαύται πράξεις σκότους ήσαν δυναταί τώρα, τι έμελλε να γείνη εις το μέλλον; Εάν εις τας ημέρας της ελπίδος και της ευκοσμίας ηδυνήθησαν να μισήσωσι τον αμώμητον Ελευθερωτήν των, τι θα συνέβαινεν εις τας ημέρας της βλασφημίας και της απονοίας; Εάν, εν τω φωτί της ημέρας, Ιερείς και Γραμματείς ηδύναντο να σταυρώσωσι τον Άκακον, τι έμελλε να συμβή εν τοις μεσονυκτίοις οργίοις της γενεάς της παρούσης και της ερχομένης; Η πάνδημος νουθεσία, η τελευταία διδαχή του Χριστού επί της γης, απηυθύνετο εν πρώτοις προς τους ακούσαντας· αλλ' όπως όλοι οι λόγοι του Χριστού, έχει βαθυτέραν και ευρυτέραν έννοιαν δι' όλην την ανθρωπότητα. Οι λόγοι εκείνοι πληροφορούσι πάντας τους υιούς των ανθρώπων ότι η ημέρα της αμερίμνου ηδονής και της βλασφήμου απιστίας θα έχη παρομαρτυρούσαν την ημέραν της καταδίκης· η μακροθυμία του Θεού υπομένει, η σιωπή Του μένει αδιάρρηκτος, αλλ' ημέραι έρχονται ότε Εκείνος θα λαλήσει διά βροντής, και θα εκκαυθή ως πυρ η οργή Του.
Και ούτω, με μόνον το θλιβερόν τούτο επεισόδιον ήλθεν εις τον Γολγοθάν, τον λεγόμενον Κρανίου τόπον. Εκεί, κατά την παράδοσιν, έκειτο τεθαμμένον το κρανίον του Αδάμ, αι δε σταγόνες αι πεσούσαι από του αίματος του Χριστού, έκαμαν τον Αδάμ ν' αναστή εκ νεκρών. Προς τούτο σχετίζεται το απαντών εν τη προς Εφεσίους του Παύλου, «Έγειραι, ο καθεύδων, και ανάστα από των νεκρών, και επιψαύσει σοι ο Χριστός». Μυριάδες παραδόσεων συνήφθησαν πέριξ της καταπληκτικωτάτης και συγκινητικωτάτης σκηνής εν τη ιστορία του κόσμου. Διότι η βασιλεία του Θεού ήρχετο, και είχεν έλθη.
Όσον φοβερά και αποτρόπαιος και αν ήτο η διά του σταυρού τιμωρία, ήτις κατηργήθη ήδη από 15 αιώνων (υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου) υπήρχεν έθιμόν τι το οποίον μαρτυρεί σκιάν τινα φιλανθρωπίας. Τούτο συννίστατο εις το μεταδιδόναι εις τον κατάδικον, ευθύς προ της εκτελέσεως, δόσιν τινά οίνου μετά ναρκωτικού, οίνον εσμυρνισμένον, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος. Οι δύο κακούργοι έπιον εξ αυτού πιθανώς, αλλ' όταν προσέφεραν τούτο εις τον Ιησούν, δεν ηθέλησε να πίη. Ήτο δε η αποποίησις πράξις υψίστου ηρωισμού. Οι τρεις σταυροί ετέθησαν επί του εδάφους· ο του Ιησού, όστις ήτο αναμφιβόλως υψηλότερος των άλλων δύο, ετέθη εις το μέσον εν πικρώ σαρκασμώ. Τώρα ο τίλος εκαρφώθη επί της κορυφής του σταυρού. Είτα, απογυμνωθέντα των ενδυμάτων Του («περιζώσαντες Αυτόν λέντιον», κατά το βιβλίον των «Πράξεων Πιλάτου»), έτειναν τους βραχίονας Αυτού επί της οριζοντίου κεραίας του Σταυρού, και διά σφυρίου τύπτοντες προσήλωσαν τας αχράντους παλάμους Του δι' ήλων. Είτα διεπέρασαν τους δύο πόδας Του επί των ταρσών διά τεραστίου ήλου («ξύλον τρίσηλον» ονομάζει τον Σταυρόν ο Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, και ο μ ο π λ ο κ έ α ς περιγράφει τους πόδας ο Νόννος). Ήτο πιθανώς κατ' αυτήν την στιγμήν της αφάτου αγωνίας ότε η φωνή του Υιού του Ανθρώπου ηκούσθη υψουμένη, όχι εις κραυγήν φυσικής αγωνίας προς την φοβεράν εκείνην βάσανον, αλλ' εις ατάραχον προσευχήν εν θειοτάτη συμπαθεία υπέρ των ακάρδων και ανηλεών φονέων Του, προσέτι δε, και υπέρ πάντων όσοι εν τη αμαρτωλή αμαθεία των εκ νέου Τον σταυρούσι διά πάντοτε, — &«Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».&
Και τότε, το επάρατον δένδρον, με το ζων ανθρώπινον φορτίον του κρεμάμενον επ' αυτού εν ανηκούστω βασάνω, βραδέως ανυψώθη υπό βραχιόνων στιβαρών, και η βάσις τούτου ενεπάγη στερρώς εις οπήν βαθείαν εις το έδαφος εσκαμμένην. Οι πόδες μικρόν μόνον ανείχον από της γης. Θα ηδύνατο να κρέμαται επί ώρας όπως υβρίζηται υπό του αεικίνητου πλήθους, το οποίον, με την φιλοθεαμοσύνην εκείνην του φρικώδους ήτις πάντοτε χαρακτηρίζει τας βαναύσους καρδίας, είχε συρρεύσει διά να ίδη θέαμα, το οποίον έπρεπε μάλλον να τους κάμη να κλαύσωσι δάκρυα αίματος.
Τοιούτος υπήρξεν ο Θάνατος εις ον ο Χριστός κατεδικάσθη. Η Αγία Γραφή δεν διατρίβει επί των φυσικών αλγηδόνων. Ο λόγος τούτου είνε ότι το Άγιον Πνεύμα δεν επιτρέπει να υποθάλπηται παρά τοις Χριστιανοίς η νοσηρά εκείνη θεωρία των σωματικών αλγηδόνων, ήτις εγέννησε και γεννά πολλάς πλάνας, οποία φέρ' ειπείν, παρά Λατίνους, η λατρεία της Αγίας Καρδίας του Ιησού. Η επί του Σταυρού δε αγωνία, κατόπιν της άλλης φοβεράς αγωνίας την οποίαν είχεν υπομείνη, εβραχύνθη και διήρκεσε μόνον τρεις ώρας, πριν ή «παραδώ την ψυχήν Αυτού εις θάνατον».
Όταν ο Σταυρός ωρθώθη και ενεπάγη, οι άρχοντες των Ιουδαίων διά πρώτην φοράν παρετήρησαν την θανάσιμον ύβριν δι' ης ο Πιλάτος εξέσπασε την αγανάκτησίν του. Πρότερον, εν τη τυφλή λύσση των, είχον φαντασθή ότι ο τρόπος της σταυρώσεώς Του ήτο ύβρις σκοπουμένη κατά του Ιησού· αλλά τώρα, ότε τον είδον κρεμάμενον μεταξύ δύο ληστών, επί σταυρού υψηλοτέρου, αιφνιδίως επήλθεν εις αυτούς η ιδέα ότι ήτο δημοσία ύβρις εγκολαπτομένη κατ' αυτών. Διότι επί του λευκού ξυλίνου πίνακος, του ηλειμμένου με γύψον, υπεράνω της κεφαλής του Εσταυρωμένου, εφέρετο διά μελανών γραμμάτων επιγραφή εις τας τρεις πεπολιτισμένας γλώσσας του αρχαίου κόσμου, τας τρεις γλώσσας εκ των οποίων μίαν τουλάχιστον ήτο βέβαιον ότι θα εγνώριζεν πας άνθρωπος εκ του συνηθροισμένου εν τη πόλει πλήθους· εις την επιχώριον Εβραϊκήν ή Αραμαϊκήν, εις την Ελληνικήν την κυκλοφορούσαν και επικρατούσαν, και εις την Λατινικήν, την επίσημον επιγραφή δι' ης επληροφορούντο οι πάντες ότι ο Άνθρωπος ούτος, όστις υφίστατο ούτω επονείδιστον δουλοπρεπή θάνατον, ο Άνθρωπος ούτος ο Εσταυρωμένος μεταξύ δύο ληστών ήτο
&«Ιησούς ο Ναζωραίος, ο Βασιλεύς των Ιουδαίων».&
Δι' Εκείνον τον Σταυρωθέντα η κακεντρέχεια αύτη εφαίνετο μη έχουσα εν εαυτή τίποτε εμπαικτικόν. Και επί του Σταυρού Του εβασίλευε· κ' εκεί ακόμη εφαίνετο θείως εξηρμένος υπεράνω των ιερέων των επενεγκόντων τον θάνατόν Του, και υπεράνω του βαναύσου, του ραθύμου, του χυδαίου πλήθους το οποίον είχε συρρεύσει διά να χορτάση επί των παθημάτων Του άπληστα όμματα. Η κακοβουλία ήτο ανίσχυρος εναντίον Εκείνου, του οποίου η πνευματική και ηθική μεγαλωσύνη ενέσπειρε δέος εις θνήσκοντας κακούργους και απίστους δημίους, και εν τη βαθυτάτη αβύσσω της σωματικής καταπτώσεώς Του. Εν τη εμπαθεί δυσθυμία του Ρωμαίου πραίτωρος ίσως ελάνθανε και νύξις τις σοβαρότητος. Ενώ έχαιρεν εκδικούμενος τους μισητούς υποτελείς του δι' υβριστικής πράξεως, πιθανώς υπενόει ότι ούτος ήτο, κατά τινα έννοιαν, ο Βασιλεύς των Ιουδαίων — ο μέγιστος, ο ευγενέστατος, ο αληθέστατος της φυλής Του, τον οποίον διά τούτο η φυλή Του εσταύρωσεν. Ο Βασιλεύς δεν ήτο ανάξιος του βασιλείου Του, αλλά το βασίλειον ανάξιον του βασιλέως. Οι Ιουδαίοι ησθάνθησαν την δριμύτητα του σκώμματος το οποίον ενέτριβεν επ' αυτούς ο Πιλάτος. Τόσον δε εντελώς εδηλητηρίαζεν αύτη την ώραν του θριάμβου των, ώστε έπεμψαν τους αρχιερείς των εις πρεσβείαν, παρακαλούντες τον Πραίτωρα ν' αλλοιώση τον υβριστικόν τίτλον. «Μη γράφε ο Βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ' ότι Εκείνος είπε, Βασιλεύς ειμι των Ιουδαίων». Αλλά του Πιλάτου το θάρσος, το οποίον είχεν εκλίπει τόσον ταχέως εις το όνομα του Καίσαρος, ανεζωπυρήθη τώρα. Έχαιρε να ταπεινώση τους ανθρώπους, των οποίων ο στασιαστικός θόρυβος τον εβίασε να πράξη παρά την θέλησί του. Ολίγοι άνθρωποι είχον την δύναμιν να εκφράσωσιν υπεροπτικήν περιφρόνησιν τελεσφορώτερον των Ρωμαίων. Χωρίς να αξιώση να κατέλθη εις δικαιολογίαν δι’ ό,τι είχε πράξει, ο Πιλάτος τελειωτικώς απέπεμψε τους σεμνοπροσώπους αρχιερείς διά της βραχείας απαντήσεως, «Ο γέγραφα, γέγραφα».
Διά να προληφθή το δυνατόν πάσης απελευθερώσεως και κατά την τελευταίαν στιγμήν, επειδή παραδείγματα εγνώσθησαν ανθρώπων αποσπασθέντων απ’ του σταυρού και επανελθόντων εις την ζωήν, απόσπασμα στρατού μετά του εκατοντάρχου είχε μείνη επί τόπου διά να φυλάττη τον σταυρόν.
Τα ενδύματα των καταδίκων πάντοτε έπιπτον ως λεία εις τους δημίους και τους φρουρούντας. Ουδόλως υποπτεύοντες πόσον ακριβώς επλήρωνε τας μυστικάς προρρήσεις της ιουδαϊκής προφητείας, ήρχισαν να μοιράζωνται τα ενδύματα του Ιησού. Το ιμάτιον έκοψαν εις τέσσαρα μέρη, ίσως εξηλώσαντες τας ραφάς. Αλλ' ο χιτών ήτο υφαντός όλος, άρραφος, και σχίζοντες αυτόν θα τον έφθειρον, όθεν ηρκέσθησαν να ρίψωσι κλήρον περί τούτου, εις όντινα ήθελε πέσει. Και καθίσαντες, εφύλλατον εκεί.
Ήτο δε σκηνή θορύβου. Το πολύ του λαού φαίνετο ότι ίστατο σιωπηλώς θεώμενον. Αλλ' ολίγοι τινές εκ του πλήθους, καθώς διήρχοντο παρά τον Σταυρόν — ίσως ένιοι εκ των πολλών ψευδομαρτύρων και των συνωμοτών — ενέπαιζον τον Ιησούν δι' υβριστικών επιφωνημάτων (ουά!) και μανιωδών κραυγών, προκαλούντες Αυτόν να καταβή από του Σταυρού, αφού ηδύνατο να καταλύση τον Ναόν και εις τρεις ημέρας να τον ανοικοδομήση. «Ο καταλύων τον Ναόν, και εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον Σεαυτόν· ει Υιός ει του Θεού, κατάβηθι νυν από του Σταυρού». Και οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι, ολιγώτερον περιδεείς, ολιγώτερον συμπαθείς από το πλήθος, δεν εντρέποντο να καταισχύνωσι την πολιάν αξιοπρέπειάν των προσθέτοντες τα σκώμματά των εις τα των ολίγων εκ του χύδων λαού. Άτεγκτοι, αμάλακτοι, άσπλαγχνοι προς το θέαμα της τοσαύτης αγωνίας και προς την όψιν των οφθαλμών οίτινες ήρχισαν ν' αμαυρώνται εις θάνατον, συνέχαιρον αλλήλους παρ' αυτόν τον Σταυρόν Του, γαυριώντες και υβρίζοντες — «Άλλους έσωσεν, Εαυτόν ου δύναται σώσαι. Ο Χριστός, ο Βασιλεύς του Ισραήλ καταβάτω νυν από του Σταυρού, ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμεν Αυτώ». Ουδέν άπορον τότε, αν οι αμαθείς στρατιώται εμιμήθησαν το παράδειγμα των αναιδεστάτων αρχιερέων· ουδέν θαύμα αν κατά το γεύμα των ενέπαιξαν τον θνήσκοντα, τείνοντες, την κύλικα του όξους ή του οξινού οίνου προς τα καίοντα χείλη του Εσταυρωμένου, και απηχούντες τους ιουδαϊκούς χλευσμούς εναντίον της αδυναμίας του Βασιλέως, του θρόνον έχοντος τον Σταυρόν και διάδημα τας ακάνθας. Αλλά και οι κακούργοι οίτινες είχον σταυρωθή μετ' Αυτού, σύντροφοι ίσως του απολυθέντος Βαραββά, ειθισμένοι ν' αναγνωρίζωσιν ως Μεσσίαν τον Μεσσίαν του ξίφους, μετά μομφής τον επροκάλουν, αν αι αξιώσεις Του ήσαν αληθείς, να σώση Εαυτόν και αυτούς. Ούτω όλαι αι φωναί πέριξ του ήχουν εν οργή και βλασφημία, και εν τη μακρά εκείνη βραδεία αγωνία το θνήσκον Ους Του ουδαμόθεν ήκουε φωνήν ευγνωμοσύνης ή ελέους ή αγάπης. Χαμέρπεια, κιβδηλεία, αγριότης, μωρία, τοιαύτα ήταν τα χαρακτηριστικά του κόσμου όστις έλαβε γνώριμον μέρος εις το καταπληκτικόν εκείνο δράμα ενώπιον της τελευταίας αυτοσυνειδησίας του Σωτήρος· τοιούτον το βορβορώδες και πανάθλιον ρεύμα το οποίον έρρευσε πέριξ του Σταυρού ενώπιον των θνησκόντων οφθαλμών Του.
Αλλ' εν μέσω του χορού τούτου της ατιμίας ο Ιησούς δεν ωμίλει. Αι αλγηδόνες της σταυρώσεως δεν συνέχεον την διάνοιαν ουδέ παρέλυον την δύναμιν του ομιλείν. Αναγινώσκομεν εις τους αρχαίους ιστορικούς περί σταυρωθέντων οίτινες επί ώρας ωμίλουν από του Σταυρού, και άλλοι μεν ικέτευον, άλλοι δε ύβριζον και εβλασφήμουν, καί τινες ηγόρευον πολιτικώς από του σταυρού των. Αλλ' ο Ιησούς δεν ωμίλησεν ειμή προς ευλογίαν και εγκαρδίωσιν και προς ελπίδα. Όσον απέβλεπε την μοχθηρίαν των αρχιερέων και πρεσβυτέρων, καί τινων εκ του λαού, και των στρατιωτών, και των ταλαιπώρων εκείνων ληστών των συσταυρωθέντων Αυτώ, όπως εν τη δίκη, ούτω και επί του Σταυρού, ετήρησεν αδιάρρηκτον την βασιλικήν σιωπήν Του.
Αλλ' η σιωπή εκείνη, συνδυαζομένη προς το παθητικόν μεγαλείον Του και προς την θεϊκήν αγιότητα και αθωότητα την ακτινοβολούσαν απ' Αυτού, ως στεφάνου δόξης, ήτο ευγλωττοτέρα παντός λόγου. Πρώτον δε πάντων επέδρασεν επί του ενός των σταυρωθέντων ληστών. Κατ' αρχάς ο «ευγνώμων ληστής» φαίνεται ότι συμμετέσχεν ασθενώς των μέμψεων των εκφερομένων υπό του συντρόφου του. Αλλ' όταν αι μέμψεις εκείναι εδεινώθησαν μέχρι βλασφημίας, τότε αυτός εξέφερε την ενδόμυχον σκέψιν του. Είνε πιθανόν ότι είχε συναντήσει τον Ιησούν πρότερον και είχεν ακούσει Αυτού, και ίσως υπήρξεν εις των χιλιάδων εκείνων οίτινες είχον παραστή εις τα θαύματά Του. Αρχαία παράδοσις αποδίδει εις αυτόν το όνομα Δυσμάς, και λέγει ότι ούτος είχε σώσει την ζωήν της Παρθένου και του Βρέφους Της κατά την εις Αίγυπτον φυγήν. Αλλ' εις τας κοιλάδας της Γεννησαρέτ, ίσως από του άντρου ληστού τινος εις αγρίας φάραγγας της Κοιλάδος των Περιστερών, δυνατόν να είχε πλησιάσει εις την Παρουσίαν του Κυρίου, δυνατόν να υπήρξεν είς εκ των τελωνών εκείνων και αμαρτωλών οίτινες προσήχοντο διά να Τον ακούωσι. Και οι λόγοι του Ιησού είχον εύρη χώρόν τινα εις το αγαθόν έδαφος της καρδίας του· δεν είχον πέσει όλοι επί πετρώδους γης. Και κατά την ώραν ταύτην της αισχύνης και του θανάτου, όταν ελάμβανε τ' αντίποινα των κακών του πράξεων, η πίστις εθριάμβευσε. Υπό τας διαβολικάς κραυγάς, αίτινες είχον εκραγή περί τον Σταυρόν του Ιησού, βαθεία τις υποψία ελάνθανε. Μέγα μέρος τούτων φαίνεται να επήγασεν εξ αμφιβολίας και φόβου. Και εις τας μεγαλαύχους ύβρεις των ιερέων βλέπομεν υπόκωφον τον φόβον. Υποθέσατε ότι και τώρα επιβάλλον τι θαύμα ηδύνατο να συμβή; Υποθέσατε ότι και τώρα η μαρτυρική μορφή ηδύνατο να μεταβληθή διά μιας εις λαμπρότητα Μεσσίου, και ο Βασιλεύς, όστις εφαίνετο να είνε εν πληγή, και εν κακώσει και ταλαιπωρία θανάτου, θα εκάλει αίφνης μεγάλη τη φωνή τας λεγεώνας των αγγέλων Του, και αναπηδών από του Σταυρού Του εις τας συστρεφομένας νεφέλας του ουρανού, θα ήρχετο εν πυρί φλέγοντι να πατάξη τους εχθρούς Του; Και ο αήρ εφαίνετο να είνε πλήρης σημείων. Ζόφος συναγομένου σκότους υπήρχεν εις το στερέωμα, σεισμός και τρόμος εις την έμπεδον χθόνα, επιφοιτώσα παρουσία φοβερών σημείων εμποιούντων ρίγος εις την καρδίαν. Ο θνήσκων ληστής συνείδε παραχρήμα ότι η ήττα εφαίνετο μεγαλειτέρα πάσης νίκης, και η ασθένεια επιβλητικοτέρα πάσης ισχύος. Καθώς προσέβλεπεν, η πίστις εις την καρδίαν του επί μάλλον και μάλλον έλαμπεν εις πλήρη φωτισμόν γνώσεως. Και ήρχισε να επιπλήττη τον βλάσφημον σύντροφόν του. «Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει; Και ημείς μεν δικαίως, άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξε». Και στρέψας την κεφαλήν του προς τον Ιησούν, έκραξε, Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου». Τότε Εκείνος όστις, ως αμνός άμωμος, δεν ήνοιγε το στόμα Αυτού προς τας ύβραις και τας λοιδορίας, ωμίλησε πάραυτα, υπερθεματίζων διά της αποκρίσεώς Του την ταπεινήν εκείνην δέησιν &«Αμήν, λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω».&
Ο είς των ληστών, λέγει ο ιερός Αυγουστίνος, εβλασφήμει τον Χριστόν! Ο έτερος, εξομολογηθείς τας αμαρτίας του, παρέδωκεν εαυτόν εις το έλεος του Χριστού. Ο Σταυρός του Χριστού δεν ήτο τιμωρία, αλλά θρόνος κρίσεως· από του Σταυρού Του κατεδίκασε τον υβρίζοντα, ηλευθέρωσε τον πιστεύοντα. Φοββού, ο υβρίζων! Χαίρε, ο πιστεύων! Εκείνο όπερ έπραξεν εν τη ταπεινώσει Του, θα πράξη εν τη δόξη Του!
Καίτοι ουδείς ωμίλει ίνα παρηγορήσει τον Ιησούν, καίτοι βαθεία λύπη και τρόμος και κατάπληξις τους ετήρει αφώνους, όμως υπήρχον καρδίαι μεταξύ του πλήθους πάλλουσαι εν συμπαθεία προς τον φοβερόν Πάσχοντα. Μακρόθεν ίσταντο γυναίκές τινες θεωρούσαι, και ίσως εν τη φοβερά ώρα, περιμένουσαι την άμεσον απελευθέρωσίν Του. Πολλαί τούτων ήσαν γυναίκες διακονήσασαι Αυτώ εν τη Γαλιλαία, και ελθούσαι εκείθεν εν τη μεγάλη συνοδία των Γαλιλαίων προσκυνητών. Επιφανέστεραι μεταξύ των καταπλήκτων και πενθουσών τούτων γυναικών ήσαν τέσσαρες· η Παρθένος Μαρία η Μήτηρ Του, Μαρία η Μαγδαληνή, Μαρία η του Κλωπά, μήτηρ του Ιακώβου και του Ιωσή, και Σαλώμη, η σύμβιος του Ζεβεδαίου. Τινές τούτων, καθώς αι ώραι προέβαινον, ήρχοντο εγγύτερον προς τον Σταυρόν, και τέλος το θολούμενον όμμα του Σωτήρος έπεσεν επί της ιδίας Μητρός Του, καθώς εκείνη με την ρομφαίαν σπαράσσουσαν την καρδίαν της ίστατο με του Μαθητού ον Εκείνος ηγάπα. Τρυφερώς και θλιβερώς ανελογίσθη το μέλλον το οποίον την περιέμενε κατά την βραχείαν επί της γης ζωήν της, μέλλουσαν να ταραχθή εκ των δοκιμασιών και των διωγμών των κατά της γεννώμενης και στρατευομένης πίστεως. Εκείνος εκ των Αποστόλων ον μάλιστα ηγάπα, ο πλησιέστατος προς Αυτόν τη καρδία και τη ζωή, εφαίνετο ο προσφορώτατος όπως λάβη την φροντίδα εκείνης της Μητρός. Εις τον Ιωάννην άρα ον υπέρ πάντας τους οικείους Του και τους μαθητάς του ηγάπα, εις τον Ιωάννην αφήκεν αυτήν ως κληρονομίαν και παρακαταθήκην ιεράν. «Γ ύ ν α ι, είπε προς αυτήν με ολίγας λέξεις, αλλά λέξεις αποπνεούσας την βαθυτάτην τρυφερότητα, λέξεις προς ας εκατοντάδες μυριάδων καρδιών εις γενεάς και γενεάς γενεών ερρίγησαν και ριγούσιν, εδάκρυσαν και δακρύουσι — «&Γύναι, ιδού ο υιός σου&». Και είτα λέγει προς τον Ιωάννην, «&Ιδού η μήτηρ σου&». Δεν ηδύνατο να κάμη χειρονομίαν με τας διατρήτους και καθηλωμένας χείρας Του, αλλ' ηδύνατο να νεύση διά της δεσποτικής και θείας κεφαλής Του. Εκείνοι ήκουσαν εν αφώνω συγκινήσει, αλλ' απ' εκείνης της ώρας, οδηγήσας αυτήν μακράν θεάματος το οποίον κατεβασάνιζε την ψυχήν της με τρομεράν αγωνίαν, «έλαβεν αυτήν εις τα ίδια», ήτοι την προσέλαβεν εις την ιδίαν οικίαν Του.
Ήτο ήδη μεσημβρία, και σκότος ασύνηθες, σκότος το οποίον μαρτυρούσι και αρχαίοι εθνικοί συγγραφείς, επέπεσεν επί την γην. Τούτο δε ενέπλησε τρόμου τα πνεύματα όλων των ιδόντων. Οι χλευασμοί και οι μυκτηρισμοί των Ιουδαίων ιερέων και των εθνικών στρατιωτών είχον περιορισθή εις το πρώτον μέρος της Σταυρώσεως. Τα τελευταία στάδιά της φαίνονται να επροξένησαν ρίγος τρόμου και φρίκης εις τους ενόχους και τους αθώους. Περί των συμβεβηκότων των τελευταίων εκείνων ωρών ουδέν λέγουσιν ημίν οι Ευαγγελισταί, και η φοβερά εκείνη επισκότισις του μεσημβρινού ηλίου πρέπει να κατετρόμαξε πάσαν καρδίαν ης αδράνειαν, περί ης ουδέν υπήρχε το οποίον ν' αναφέρωσιν. Ό,τι υπέφερε τότε δι' ημάς Εκείνος όστις «ετραυματίσθη διά τας αμαρτίας ημών, και μεμωλώπισται διά τας ανομίας ημών», ό,τι υπέμεινε δι' ημάς τους ανθρώπους και διά την σωτηρίαν την ημετέραν, δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν, διότι κατά τας ώρας εκείνας εν σιωπή εκρέματο επί του Σταυρού Του. Αλλά περί το τέλος, όταν η αγωνία Του εκορυφώθη, και, κενωθείς μέχρι των εσχάτων της δόξης εκείνης, την οποίαν είχε προ καταβολής κόσμου, πιών μέχρι βαθυτάτης τρυγός την κύλακα της ταπεινώσεως και της πικρίας, υπομείνας, όχι μόνον δούλου μορφήν ν' αναλάβη, αλλά να υποφέρη την εσχάτην ατιμίαν την οποίαν η έχθρα του όφεως ηδύνατο να επιβάλη εις την εσχάτην αδυναμίαν, εξέφερε την μυστηριώδη εκείνην κραυγήν, ης η πλήρης σημασία ουδέποτε θα κατανοηθή υπ' ανθρώπου.
&«Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;»& («Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι Με εγκατέλιπες;»)
Εις τας λέξεις ταύτας, αναφέρων εκ του 21ου ψαλμού όστις είνε όλος προφητεία περί του Πάθους Του («Ο Θεός, ο Θεός μου, πρόσχες μοι, ινατί εγκατέλιπές με», κτλ.) εδανείσθη εκ της αγωνίας του Δαυίδ, ήτις ήτο όλη εικών και προτύπωσις της μεγάλης Αγωνίας της ιδικής Του. Κατά την ώραν εκείνην ήτο μόνος. Κατεδύετο από βάθους εις βάθος ανεξερευνήτου δεινοπαθείας, μέχρις ου, εις την εγγύς προσπέλασιν του θανάτου όστις επειδή ήτο Θεός, και όμως είχε γείνη άνθρωπος ήτο φοβερώτερος προς Αυτόν! ότι ηδύνατο να είνε εις πάντα υιόν ανθρώπου, εφάνη ως εάν η θεία ανθρωπότης Του δεν θα ηδύνατο πλέον να υποφέρη.
Αναμφιβόλως η φωνή του Πάσχοντος, καίτοι μεγαλοφώνως εξενεχθείσα εν τω παραξυσμώ εκείνω της συγκινήσεως όστις παρ' άλλω θα ήτο απόγνωσις, αβεβαιοτέρα και δυσδιακριτωτέρα καθίστατο εκ της εκλύσεως και αδυναμίας εν ή εκρέματο επί του ξύλου· και ούτω μεταξύ του σκότους και του συγκεχυμένου θορύβου, και των υποκώφων βημάτων του κινουμένου πλήθους, υπήρξάν τινες οίτινες δεν ήκουσαν τι έλεγεν. Αντελήφθησαν μόνον την πρώτην συλλαβήν, και έλεγον προς αλλήλους ότι είχεν επικαλεσθή το όνομα του Ηλία. Η ετοιμότης μεθ' ης προσέλαβον την σφαλεράν ταύτην εντύπωσιν είνε άλλο τεκμήριον της εξάψεως και του τρόμου του ακουσίου φόβου απροόπτου τινός και τρομερού, εις ον είχον μεταπέσει από της προτέρας αγρίας ιταμότητός των. Διότι ο Ηλίας, ο μέγας προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης, ήτο αχωρίστως αναμεμιγμένος με όλας τας Ιουδαϊκάς προσδοκίας περί Μεσσίου, και αι προσδοκίαι εκείναι ήσαν πλήρεις οργής. Η έλευσις του Ηλία θα ήτο έλευσις ημέρας πυρός, εν ή ο ήλιος θα μετεστρέφετο εις σκότος και η σελήνη εις αίμα, και αι δυνάμεις των ουρανών θα εσείοντο. Ήδη ο ήλιος της μεσημβρίας είχε συσκοτασθή εις ασυνήθη έκλειψιν· δεν ήτο δυνατόν φοβερόν τι σημείον, να σχίση τους ουρανούς και να κατέλθη, να επιψαύση τα όρη και να καπνισθώσι;
Πλην τώρα το τέλος ραγδαίον επέκειτο, και ο Ιησούς, κρεμάμενος επί ώρας επί του Σταυρού, υπέφερε από την βάσανον εκείνην της δίψης, ήτις είνε η δυσανεκτοτάτη πασών διά την ανθρωπίνην φύσιν. Ευτυχώς διά την ανθρωπότητα ο Ιησούς ουδέποτε εκύρωσε την αφύσικον επιτήδευσιν της στωικής απαθείας. Και ούτω εξέφερε την μόνην λέξιν σωματικής κακοπαθείας ήτις απεσπάσθη απ' Αυτού δι' όλων των ωρών καθ’ ας υπέφερε τας ακράτητας του άλγους και των βασάνων. Έκραξε μεγαλοφώνως, &«Διψώ.»& Εκεί πλησίον έκειτο αγγείον πλήρες όξους, ή π ό σ κ α ς (οξινού οίνου) οποίον ήτο το σύνηθες ποτόν των ρωμαίων στρατιωτών. Είς λοιπόν εξ αυτών γεμίσας σπόγγον όξους, και περιθεύς καλάμω, επότιζεν Αυτόν! Και η απλή αύτη πράξις της συμπαθείας, την οποίαν ο Ιησούς δεν απέρριψε, προυκάλεσεν έκφρασιν νευρικής εξάψεως εκ μέρους τινών από του πλήθους. «Άφες ίδωμεν (είπον ούτοι) ει έρχεται Ηλίας σώσων Αυτόν.» Αλλ' ο Ηλίας δεν ήλθεν, ούτε ανθρώπινος παρήγορος, ούτε άγγελος ελευθερωτής. Ήτο το θέλημα του Θεού, ήτο το θέλημα του Υιού του Θεού όπως «τελειωθή διά παθημάτων,» όπως, εις αιώνιον παράδειγμα όλων των τέκνων Του, εφ' όσον θα διαρκέση ο κόσμος, «υπομείνη εις τέλος».
Και τώρα το τέλος είχεν έλθη. Και πάλιν διά των λόγων του ηδυλάλου ψαλμωδού του Ισραήλ αλλά προσθείς τον τίτλον εκείνον της πιστής αγάπης όστις, δι' Αυτού και μόνου, επετράπη εις όλην την ανθρωπότητα, &«Πάτερ,»& είπεν, &«εις χείρας Σου παραθήσομαι το πνεύμα Μου.»& Είτε, μετά μείζονος αγώνος, εξεφώνησε την μίαν νικητήριον λέξιν, &«Τετέλεσται!»& Και ως είπεν, έκλινε την κεφαλήν επί του στήθους, και παρέδωκε την ψυχήν Του «λύτρον αντί πολλών», εκούσιον θυσίαν εις τον Ουράνιον Πατέρα Του. Είνε άξιον σημειώσεως ότι πάντες οι Ευαγγελισταί, περιγράφοντες τον θάνατον του Χριστού, δεν μεταχειρίζονται το ρήμα α π έ θ α ν ε ν, αλλ' ο μεν Ματθαίος λέγει, α φ ή κ ε τ ο π ν ε ύ μ α, ο δε Μάρκος και ο Λουκάς, ε ξ έ π ν ε υ σ ε, και ο Ιωάννης π α ρ έ δ ω κ ε τ ο π ν ε ύ μ α· ως θέλοντες να νοήσωσι μετά του Αγίου Αυγουστίνου ότι παρέδωκε την ζωήν Του, επειδή ηθέλησεν, ότε ηθέλησε, και όπως ηθέλησε».
Κατ' εκείνην την στιγμήν, το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω. Σεισμός εκλόνησε την γην και διέρρηξε τους βράχους, και ήνοιξε τα μνημεία των νεκρών. Η κατάβασις δε του Χριστού εις τον Άδην «μετά ψυχής ως Θεού» ήγειρε τους νεκρούς τους απ' αιώνος, και μετά την έγερσιν Αυτού «εισήλθον εις την Αγίαν Πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς». Εκ των φοβερών τούτων σημείων κατεπλάγη και αυτή η σκληρά αδιαφορία των ρωμαίων στρατιωτών. Ο εκατόνταρχος και οι μετ' αυτού, οι τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα, εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες, «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος!» Και οι όχλοι οι παρευριθέντες, επιστρέφοντες εις την πόλιν, έτυπτον αυτών τα στήθη και έκλαιον.
Αληθώς η σκηνή εκείνη ήτο πολύ φοβερωτέρα ή όσον εκείνοι, και ημείς ακόμη, δυνάμεθα να γνωρίσωμεν. Ο θύραθεν ιστορικός, όσον δύσπιστος και αν είνε, δεν δύναται να μη ίδη εν τούτω το κεντρικόν σημείον της ιστορίας του κόσμου. Είτε πιστεύει εις Χριστόν είτε όχι, δεν δύναται ν' αρνηθή ότι η καινή αύτη θρησκεία ηυξήθη από του σμικροτάτου σπέρματος εις μέγα δένδρον, ώστε τα πετεινά του ουρανού να κατασκηνώσιν εν τοις κλάδοις αυτού· ότι ήτο ο λίθος ο άνευ χειρών τμηθείς όστις κατεκερμάτισε το κολοσσιαίον είδωλον της εθνικής δαιμονολατρίας, και εμεγαλύνθη εις τεράστιον όρος και επλήρωσε την γην. Και διά τον άπιστον και διά τον πιστεύοντα, η Σταύρωσις είνε το μεθόριον συμβεβηκός μεταξύ των αρχαίων και των νέων ημερών. Ηθικώς άμα και φυσικώς, όσον και πνευματικώς η πίστις του Χριστού ήτο η Παλλιγγενεσία του κόσμου. Η πάλη υπήρξε μακρά και κοπιώδης, αλλ' από της ώρας καθ' ην ο Χριστός απέθανεν ήρχισεν ο επιθανάτιος κώδων κατά πάσης παθητικής τυραννίας και πάσης ανασχετής βδελυγμίας. Από της ώρας εκείνης η Αγιότης κατέστη το παγκόσμιον ιδεώδες πάντων όσοι ονομάζουσι το όνομα του Χριστού ως Κυρίου των, και η επίτευξις του ιδεώδους εκείνου η κοινή κληρονομιά των ψυχών εν αις παραμένει το Πνεύμα Του.
Τα αποτελέσματα άρα του έργου του Χριστού είνε και διά τον άπιστον ιστορικά και αναμφήριστα. Κατήργησε την ωμότητα, εδάμασε τα πάθη, εστιγμάτισε την αυτοχειρίαν, εκόλασε την παιδοκτονίαν, απήλασε τας επαισχύντους ακαθαρσίας της ειδωλολατρίας εις το εξώτερον σκότος. Δεν υπήρξε τάξις κοινωνική της οποίας τας κακίας να μη διώρθωσεν. Απήλλαξε τον θηριομάχον, ηλευθέρωσε τον δούλον, επροστάτευσε τον αιχμάλωτον, ενοσήλευσε τον ασθενή, εστέγασε το ορφανόν· ανύψωσε την γυναίκα, περιέβαλε με ακτίνας στεφάνου την αθώαν ηλικίαν του παιδίου.
Κατά τον φιλόσοφον Σενέκαν, η ευσπλαγχνία είνε ελάττωμα της ψυχής, και η πτωχεία είνε το μεγαλείτερον όνειδος. Κατά τον Χριστόν, η ελεημοσύνη είνε αρετή, και η πτωχεία είνε μακαριότης. Εξηυγένισε την εργασίαν από χυδαιότητος εις αξιοπρέπειαν και εις καθήκον. Ηγίασε τον νόμον από εμπορίας και από δουλείας εις ευλογημένην ένωσιν. Απεκάλυψε την αγγελικήν καλλονήν της καθαρότητος και της πραότατος. Κατέστησε την αγάπην καθολικήν και υποχρεωτικήν αρετήν. Εξήγνισε την ζωήν και εξήρε την ψυχήν παντός ανθρώπου. Έκτισε καρδίας τόσον καθαράς, και βίους τόσον ειρηνικούς, και εστίας τόσον γλυκείας, ώστε οι άγγελοι οίτινες εκήρυξαν την έλευσιν του Σωτήρος, φαίνεται ότι εψιθύρισαν προς τους υιούς των ανθρώπων: «Έσεσθε ως πτέρυγες της περιστέρας αι περιηργυρωμέναι, και τα μετάφρενα αυτής χρυσαυγίζοντα».
Άλλοι, εάν θέλωσι και δύνανται, ας μη βλέπωσιν εις το τοιούτον έργον την θείαν Πρόνοιαν. Ημείς δεν τους καταδειώκομεν, δεν τους καταγγέλλομεν, δεν τους κρίνομεν· αλλά λέγομεν ότι η μαρτυρία της ιστορίας περί του Χριστού είνε μαρτυρία ήτις εδόθη εν ακαταμαχήτω πειστικότητι και εις ουδένα άλλον εδόθη τοιαύτη ειμή εις Αυτόν.
Εις δε τον πιστεύοντα, η ζωή και ο θάνατος του Ιησού Χριστού είνε τι πολύ βαθύτερον ακόμη· δι' αυτόν είνε ανάστασις εκ νεκρών. Ούτος Βλέπει εν τω Σταυρώ του Χριστού κάτι υπέρτερον της ιστορικής σημασίας. Βλέπει εν Αυτώ το πλήρωμα πάσης προφητείας ως και το κεφάλαιον όλης της ιστορίας· βλέπει την εξήγησιν του μυστηρίου της γεννήσεως και την κατάκτησιν επί του μυστηρίου του τάφου. Εν τη Ζωή εκείνη ευρίσκει τέλειον παράδειγμα· εν τω θανάτω εκείνω, άπειρον λύτρωσιν. Καθώς θεωρεί την Σάρκωσιν και την Σταύρωσιν, δεν αισθάνεται πλέον ότι ο Θεός απέχει μακράν, αλλ' ανακράζει εν πίστει και ελπίδι και αγάπη, «Υμείς ναός εστι του Θεού του Ζώντος· ως είπεν ο Θεός, Κατοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω εν αυτοίς».
Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, καθώς το σκότος ήρχισε να διασκεδάζηται από της συντελεσθείσης θυσίας. Εκείνοι οίτινες δεν ενόμισαν μολυσμόν το ν' αρχίσωσι την εορτήν των διά της σφαγής του Μεσσίου των, μεγάλως ανησύχησαν μήπως η αγιότης της επιούσης, ήτις ήρχιζεν από της δύσεως του ηλίου, εκτεθή εις κίνδυνον διά των σωμάτων κρεμαμένων επί του σταυρού. Παρεκάλεσαν τον Πιλάτον ίνα συντριβώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσι τα σώματα. Η θραύσις αύτη των μελών συνίστατο εις την τύψιν των σκελών διά βαρείας σφύρας, όπερ μεγάλως επετάχυνε τον θάνατον. Τότε οι στρατιώται κατέαξαν τα σκέλη των δύο κακούργων πρώτον, και είτα, ελθόντες προς τον Ιησούν, εύρον ότι η μεγάλη κραυγή υπήρξεν η τελευταία Του, και ότι είχεν αποθάνη ήδη. «Ου κατέαξαν Αυτού τα σκέλη». Και ούτω επληρώθη η Γραφή, η περί του πασχαλίου εκείνου αμνού, όστις ήτο μόνον τύπος και προεικόνισμα του Αμνού του Θεού του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου, ότι — «Οστούν ου συντριβήσεται αυτού». Είνε δε καταπληκτική περίστασις ότι ο αμνός ο πασχάλιος παρά τοις Εβραίοις εσταυρούντο πράγματι επί δύο οβελών, ορθού και εγκαρσίου. Αλλ' είς των στρατιωτών, διά να βεβαιωθή περί του θανάτου, διά της λόγχης εκέντησε την πλευρά του Νεκρού, και «ευθέως,» λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «εξήλθεν αίμα και ύδωρ.» Ο Ηγαπημένος μαθητής προσθέτει, «Και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή εστιν η μαρτυρία αυτού». Και ως επείσθησαν τότε οι στρατιώται, ούτω πρέπει να πεισθώσι πάντες, ότι, Εκείνος όστις τη τρίτη ημέρα έμελλε ν' αναστή εκ νεκρών, πράγματι εσταυρώθη, απέθανε και ετάφη, και η ψυχή του μετέβη εις τον κόσμον τον αόρατον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΞΒ'.
Η Ανάστασις του Κυρίου
Ιωσήφ ο από Αριμαθείας. — Ο Νικόδημος. — Ο Κήπος και το Μνημείον. —
Αι Μυροφόροι γυναίκες. — Η σφράγισις του Τάφου και η Κουστωδία — «Τη
Μια των Σαββάτων, όρθρου βαθέος.» — Αι Μυροφόροι παρά τον Τάφον — Ο
Τάφος κενός. — Πέτρος και Ιωάννης. — Πρώτη εμφάνισις εις Μαρίαν την
Μαγδαληνήν. — Εμφάνισις εις τας Γυναίκας. — Ο μύθος των Ιουδαίων. —
Εμφάνισις εις τον Πέτρον. — Εις Εμμαούς. — Εις τους Αποστόλους
συνηγμένους. — Η ψιλάφησις του Θωμά — Παρά την θάλασσαν της
Γαλιλαίας. — «Σίμων Ιωνά, φιλείς με;» — Ποίμαινε τα πρόβατά μου.» —
«Ούτος δε τι;» — Η Ανάληψις του Χριστού. — «Εκ δεξιών του Πατρός».
Καθ' ην στιγμήν ο Χριστός απέθνησκε, τίποτε δεν ηδύνατο να φανή ασθενέστερον, οικτρότερον, καταδικασμένον εις όνειδος και απώλειαν ή η Εκκλησία την οποίαν είχεν ιδρύσει. Είχεν αύτη δράκα ασθενών οπαδών, εκ των οποίων ο τολμηρότερος είχεν αρνηθή τον Κύριόν του μετά βλασφημίας, και ο πλέον αφωσιωμένος Τον είχεν εγκαταλίπει και είχε φύγει. Ήσαν πτωχοί, ήσαν αμαθείς, απέλπιδες. Δεν είχον ούτε Συναγωγήν ούτε ρομφαίαν. Εάν ωμίλουν την ιδίαν γλώσσαν των, αύτη τους επρόδιδε διά της ιδιωματικής διαλέκτου· εάν ωμίλουν την διαδεδομένην ελληνικήν, εφαίνετο εις το στόμα των ως χυδαϊκή παρεφθαρμένη. Τόσον ασθενείς ήσαν και άσημοι, ώστε μεγάλη τόλμη θα ήτο να προείπη τις δι' αυτούς το πολύ Γαλιλαϊκήν τινα παρασυναγωγήν. Πως συνέβη ώστε οι αμβλείς ούτοι και αμαθείς άνθρωποι, με τον ξύλινον Σταυρόν των, κατεθριάμβευσαν των θανασίμων γοητειών σαρκικής μυθολογίας, κατέκτησαν Βασιλείς και στρατούς, και υπέταξαν τον κόσμον;
Τι ήτο το ποιήσαν την δύναμιν να εξέλθη τελέα εκ της εξουθενωμένης αδυμίας; Μία υπάρχει και μόνον μία δυνατή απάντησις, η Ανάστασις εκ νεκρών. Όλη αύτη η μεγάλη επανάστασις ωφείλετο εις την δύναμιν της του Χριστού αναστάσεως.
Ο ήλιος κατήρχετο ήδη εις την δύσιν, και η ημέρα του Σαββάτου επέκειτο. «Ην δε μεγάλη η ημέρα εκείνη του Σαββάτου», Σάββατον συνάμα και Πάσχα. Οι Ιουδαίοι είχον λάβη πάσαν προφύλαξιν όπως προλάβωσι την βεβήλωσιν ημέρας τόσον ιεράς, κ' εφρόντισαν ευθύς μετά τον θάνατον περί της αποκαθηλώσεως των θυμάτων. Διά το σώμα του Ιησού είχε παρουσιασθή άνθρωπος όπως λάβη άδειαν παρά του Πιλάτου να το θάψη.
Ούτος ήτο Ιωσήφ ο από Αριμαθείας πλούσιος και αμέμπτου βίου ανήρ και μέλος του Συνεδρίου (ευσχήμων Βουλευτής). Καίτοι εκ δειλίας ή εξ αδυναμίας δεν είχε κηρύξει αναφανδόν μέχρι τούδε την πίστιν εις τον Ιησούν, αλλ' όμως δεν μετέσχε της ψήφου του Συνεδρίου ούτε συνήνεσε εις την πράξιν των. Και η λύπη και η αγανάκτησις ενέπνευσαν αυτώ θάρρος. Αφού ήτο πολύ αργά να εκδηλώση την συμπάθειάν του εις τον Ιησούν ως ζώντα Προφήτην, θα έδιδε τουλάχιστον σημείον της αφοσιώσεώς του προς Αυτόν ως Μάρτυρα και θύμα ανόμου συνωμοσίας. Ούτος προσήλθεν εις τον Πιλάτον κατ' αυτήν την εσπέραν της Παρασκευής, και παρεκάλεσεν ίνα δοθή αυτώ το νεκρόν σώμα. Καίτοι οι Ρωμαίοι άφινον τους εσταυρωμένους δούλους των εις βοράν κοράκων και κυνών, ο Πιλάτος δεν εδυσκολεύθη να κυρώση φιλανθρωπότερον και ευσεβέστερον ιουδαϊκόν έθιμον, το οποίον απήτει αείποτε την ταφήν των νεκρών. Ο δε Πιλάτος ηπόρησεν αν ήδη απέθανε, και έστειλε να ερωτήση τον εκατόνταρχον, πληροφορηθείς δε, διέταξε να δοθή το σώμα. Χωρίς να χάση στιγμήν, επειδή το Σάββατον επέκειτο, ο Ιωσήφ ηγόρασε καθαράν σινδόνα, και αποκαθήλωσε το σώμα από του Σταυρού. Εν τω μεταξύ το παράδειγμά του προσείλκυσε και τον άδολον αλλά δειλόν Νικόδημον, του οποίου η καρδία ενεπλήσθη συμπαθείας και τύψεως, και έτρεξε προς τον Σταυρόν Εκείνου με προσφοράν μεγαλοδωρίας βασιλικής. Χάρις εις την έλλαμψιν ταύτην της λύπης και συμπαθείας εις τας καρδίας των δύο τούτων ευγενών και πλουσίων μαθητών, Εκείνος όστις εθανατώθη ως κακούργος ετάφη ως βασιλεύς. Η καθαρά σινδών, την οποίαν ο Ιωσήφ είχεν αγοράσει, ερραντίσθη πλουσίως διά της εκατονταλίτρου σμύρνης και αλόης, την οποίαν είχε φέρη ο Νικόδημος, και το μεμωλωπισμένον και τετραυματισμένον σώμα, του οποίου το θεϊκώς ανθρώπινον πνεύμα ευρίσκετο νυν εν τη αναπαύσει του Σαββάτου, εν τω Παραδείσω του Θεού, εκομίσθη ούτω εις τον αγαπητόν και ειρηνικόν τάφον Του. «Αναπεσών, κεκοίμηται ως λέων και ως σκύμνος· τις εγερεί Αυτόν;»
Παρά τον τάφον της Σταυρώσεως υπήρχε κήπος ανήκων εις τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίον, και εντός του περιβόλου του ούτος είχε κατασκευάσει λαξευτόν τάφον καινόν, διά τον εαυτόν του. Εν τω τάφω ουδείς είχε τεθή ακόμη, ο δε Ιωσήφ, παρά πάσας τας ιουδαϊκάς προλήψεις, δεν εδίστασε να δώση διά το σώμα του Ιησού το δι' εαυτόν προωρισμένον μνημείον, το λελατομημένον εν τη πέτρα. Ώφειλον δε να σπεύσωσι, διότι άμα της δύσει του ηλίου το Σάββατον θα ήρχιζε. Ηρωμάτισαν τον νεκρόν, ετύλιξαν την κεφαλήν με σουδάριον, περιέβαλαν όλον το σώμα με την σινδόνα, και απέθηκαν αυτό εν τω μνημείω τω καινώ, είτα προσεκύλισαν μέγαν λίθον επί της θύρας του μνημείου. Μόλις συνετέλεσαν την ταφήν, ο ήλιος εκρύβη όπισθεν των ορέων της Ιερουσαλήμ, και το νέον Σάββατον επέφωσκε.
Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, είχον καθίσει εν τω κήπω επιτηρούσαι, και άλλαι εκ της Γαλιλαίας γυναίκες είχον σημειώσει το μέρος, και είχον σπεύσει οίκαδε να ετοιμάσωσι νέα αρώματα πριν το Σάββατον αρχίση, όπως δυνηθώσι να τρέξωσιν οπίσω την πρωίαν της Μιας Σαββάτων, και συμπληρώσωσι τον αρωματισμόν του σώματος, τον οποίον ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος εν σπουδή είχον αρχίσει. Διήλθον εν ησυχία το Σάββατον εκείνο, το οποίον, διά τας συντετριμμένας καρδίας όλων όσοι ηγάπων τον Ιησούν, ήτο Σάββατον αγωνίας και θλίψεως.
Αλλ' οι εχθροί του Χριστού δεν έμειναν τόσον αδρανείς. Η φοβερά ανησυχία των ενόχων συνειδήσεων δεν είχε καταπραϋνθή ούτε διά του θανάτου Του επί του Σταυρού. Ανεμνήσθησαν μετά τρόμου τας περιαδομένας προφητείας, περί αναστάσεώς Του, το σημείον Ιωνά του Προφήτου, όπερ Εκείνος έλεγε μόνον θα εδίδετο αυτοίς, την μεγάλην έκφρασιν περί καταλύσεως του Ναού, τον οποίον εις τρεις ημέρας θα ήγειρε. Προσποιούμενοι άρα ότι φοβούνται «μήποτε οι μαθηταί Αυτού ελθόντες διά νυκτός κλέψωσιν Αυτόν, και είπωσι τω λαώ, Ηγέρθη από των νεκρών·» και τότε θα ήτο, κατ' αυτούς, η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης, παρεκάλεσαν τον Πιλάτον, ίνα έως της τρίτης ημέρας, ασφαλισθή ο τάφος. Ο Πιλάτος έδωκεν αυτοίς βραχείαν και αλαζονικήν άδειαν να πράξωσιν ως ήθελον· προφανώς δε την εσπέραν, όταν το Πασχάλιον Σάββατον παρήλθεν, απήλθον μετά των στρατιωτών και εσφράγισαν τον λίθον του μνημείου, και αφήκαν τους στρατιώτας φύλακας εκεί.
Το «έχετε κουστωδίαν» δεν δύναται να ληφθή ως προστακτική, αλλά μάλλον ως οριστική. Υποτίθεται εν γένει ότι η κουστωδία αύτη ήτο απόσπασμα ρωμαίων στρατιωτών παραχωρημένων ήδη εις τους Ιουδαίους αρχιερείς όπως φρουρώσι την τάξιν κατά την εορτήν.
Η νυξ παρήλθε, και πριν το λυκαυγές αρχίση να υποφώσκη εν τη πρώτη εκείνη μεγάλη ημέρα του Χριστιανικού Πάσχα, η περιπαθής αγάπη των γυναικών εκείνων αίτινες προσεκαρτέρησαν τελευταίαι παρά τον Σταυρόν, τας έκαμε και πρωινωτάτας παρά τον τάφον. Φέρουσαι μεθ' εαυτών τα πολύτιμα αρώματά των, αλλ' ουδέν γνωρίζουσαι περί κουστωδίας και σφραγίσεως, εναγωνίως ηρώτων αλλήλας, καθώς έτρεχον με δειλά και θλιβερά βήματα εις το σκότος και εις το ωχρόν φέγγος της σελήνης και του λυκαυγούς, «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου». Αι δύο Μαρίαι έτρεχον πρώται εις την πορείαν ταύτην της αφοσιώσεως, μετ' αυτάς δε ήρχοντο η Σαλώμη και η Ιωάννα. Κατ' άλλους η «Μαρία η Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ» ήτο αυτή η Θεοτόκος Μαρία, λαμβάνουσα τον προσδιορισμόν τούτον ως έχουσα οιονεί προγόνους και τον Ιάκωβον και τον Ιωσήν, αν ούτοι ήσαν υιοί του Ιωσήφ του Μνήστορος. Εύρον δε την δυσχέρειαν λυθείσαν δι' αυτάς. Αγγελική οπτασία με λευκήν και απαστράπτουσαν εσθήτα είχε κατατρομάξει τους φύλακας του τάφου, και είχεν αποκυλίσει τον λίθον από της θύρας του μνήματος εν μέσω των κλονισμών μεγάλου σεισμού. Και καθως εκείναι έφθασαν εις τον τάφον, βλέπουσιν αγγέλους λευχειμονούντας, οίτινες εκέλευσαν αυτάς, να τρέξωσιν οπίσω προς τους μαθητάς και να είπωσιν αυτοίς, και ιδίως τω Πέτρω, ότι ο Χριστός, συμφώνως προς το ίδιον ρήμα Του, ηγέρθη από των νεκρών, και θα προηγηθή αυτών, ως Ποιμήν, εις την αγαπητήν πατρίδα των, την Γαλιλαίαν. «Ιησούν ζητείτε, τον Ναζαρηνόν, τον Εσταυρωμένον; Ηγέρθη· ουκ έστιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν Αυτόν. Αλλ' υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς Αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν. Εκεί Αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν».
Αι γυναίκες έτρεξαν οπίσω εν εκστάσει και εν τρόμω, και εις ουδένα είπον ειμή εις τους μαθητάς· και εις τους μαθητάς εφάνησαν οι λόγοι των «ωσεί λήρος·» και όχι μόνον «ουκ επίστευσαν,» αλλ' «ηπίστησαν». Αλλ' η Μαγδαληνή Μαρία, ήτις είχε λάβη χωριστήν και ιδιαιτέραν πληροφορίαν, έδραμε πάραυτα προς τον Πέτρον και Ιωάννην. Τότε οι δύο μαθηταί έτρεξαν. Ο Ιωάννης προέδραμε ταχύτερον του Πέτρου, και πρώτος φθάσας, έκυψε, και εθεώρησε μετά σιωπηλού θαυμασμού τον ανοικτόν τάφον. Ο τάφος ήτο κενός, και τα οθόνια του Νεκρού έκειντο μόνα, χωριστά η σινδών, και χωριστά το σουδάριον το επί της κεφαλής. Είτα έφθασεν ο Πέτρος, και με την συνήθη ορμητικότητά του, απροσεκτών προς τας περί μολυσμού διατάξεις και προς πάσαν άλλην σκέψιν, ειμή την αγάπην και την έκπληξίν του, εισήλθεν εις τον τάφον. Ο Ιωάννης τον ακολούθησε, και είδε, και επίστευσε· και οι δύο Απόστολοι έφεραν οπίσω την αναμφίβολον βεβαιότητα προς τους θαυμάζοντας αδελφούς των. Με όλον τον φόβον, και την αγωνίαν, και την αμβλύτητα της διανοίας, ήτις, κατά την ιδίαν ομολογίαν των, ήτο τόσον βραδεία εις το συνιέναι, επέλαμψεν επ' αυτούς τότε η τρέμουσα και αμυδρά ελπίς, ήτις έμελλε ταχέως να γείνη ακλόνητος πεποίθησις, ότι ο Ιησούς όντως ηγέρθη εκ νεκρών. Ότι κατά την πρωίαν εκείνην ο τάφος του Χριστού ήτο κενός, ότι το σώμα Του δεν είχεν αποκομισθή υπό των εχθρών Του, ότι η απουσία του επροξένησεν εις τους μαθητάς βαθυτάτην έκπληξιν, ουχί άμικτον παρά τισιν αυτών, με λύπην και ταραχήν, ότι ακολούθως επείσθησαν, διά πολλών τεκμηρίων, ότι όντως είχεν αναστή εκ νεκρών, ότι υπέρ του αληθούς της πίστεως ταύτης ήταν έτοιμοι εν παντί καιρώ ν' αποθάνωσιν, ότι η πίστις αύτη επήνεγκε βαθείαν και ολοσχερή μεταβολήν εις τον χαρακτήρα των, πονήσασα αυτούς εκ δειλών θαρραλέους και εξ ασθενών ακαταμαχήτους, ότι ήσαν ανίκανοι προς ψεύδος εκούσιον, και, αν ούτω δεν είχε, το ψεύδος το εκούσιον ουδέποτε θα είχε δύναμιν να πείση την απιστίαν και ν' αναγεννήσει την ηθικότητα του κόσμου, ότι επί της πίστεως ταύτης της Αναστάσεως ωκοδομήθη η παγκόσμιος εισέτι τήρησις της πρώτης ημέρας της εβδομάδος και όλον το θεμέλιον της χριστιανικής εκκλησίας, ταύτα τουλάχιστον είνε γεγονότα τα οποία και η απιστία αυτή, εάν θέλη να είνε ειλικρινής, δεν δύναται να μη αναγνωρίση.
Την φαινομένην δήθεν ασυμφωνίαν μεταξύ των Ευαγγελιστών, ως προς τα γεγονότα της Μιας των Σαββάτων, νεώτερος ερμηνευτής (ο Άγγλος επίσκοπος Ουέσκοτ) επιχειρεί ως εξής να συμβιβάση. Ώρα 11 της νυκτός (5 π. μ.). Μαρία η Μαγδαληνή μετ' άλλων γυναικών έρχεται εις τον τάφον. Επιστρέφει να εύρη τον Πέτρον και Ιωάννην. Ώρα 11 και ημισεία. Αι άλλαι γυναίκες βλέπουσιν Άγγελον και επιστρέφουσιν εις την πόλιν. Ώρα 12. Η Ιωάννα και άλλαι επισκέπτονται τον τάφον, και βλέπουσι δύο Αγγέλους, οίτινες πληροφορούσιν αυτάς. Ώρα ημισεία της ημέρας (6 και ημισία). Ο Πέτρος και Ιωάννης έρχονται εις τον τάφον. Ολίγω ύστερον ο Ιησούς εμφανίζεται εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν, και ύστερον εις τας άλλας γυναίκας, καθώς επιστρέφουσιν εις τον τάφον.
Εις την Μαγδαληνήν Μαρίαν, εις εκείνην ήτις πολύ ηγάπησε διότι πολύ εσυγχωρήθη, και εκ της ψυχής της οποίας, της διαπύρου νυν ως η φλοξ και διαυγούς ως κρύσταλλος, είχεν εκβάλη επτά δαιμόνια, απέκειτο η ένδοξος τιμή να ίδη πρώτη τον αναστάντα Σωτήρα. (Κατ' άλλους ερμηνευτάς, ο Κύριος αναστάς ώφθη πρώτον εις την πάναγνον Αυτού Μητέρα, καίτοι τούτο απεσιωπήθη υπό των Ευαγγελιστών). Και η οπτασία των Αγγέλων, δεν είχε καταπραΰνει την έξαψιν και την ταραχήν εν τη καρδία της Μαγδαληνής, όταν, επιστρέψασα και πάλιν εις το μνημείον, εύρεν ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να προσφέρη τον τελευταίον φόρον της αφοσιώσεως και της στοργής εις το κατατραυματισμένον σώμα του Κυρίου της. Από της περιπαθούς ψυχής της, ουδέν αι λευκαί οπτασίαι και αι αγγελικαί φωναί ηδυνήθησαν να εξώσωσι την αγωνίαν την οποίαν ησθάνετο εις την επίμονον σκέψιν, «Ήραν τον Κύριόν μου εκ του μνημείου, και ουκ οίδα πού έθηκαν Αυτόν». Μεθ' όλης της ψυχής της απερροφημένης εις την σκέψιν ταύτην, εστράφη, και ιδού, ο Ιησούς Αυτός ίστατο παρ' αυτήν. Ήτο ο Ιησούς, αλλ' όχι όπως τον είχε γνωρίσει. Υπήρχε τι το πνευματικόν, το υπερκόσμιον, εις το εγηγερμένον εκείνο και δεδοξασμένον σώμα. Εκείνη εφαντάσθη ότι ήτο ο κηπουρός, και εν τη απλήστω ελπίδι ότι ούτος δύναται να εξηγήση προς αυτήν το μυστήριον του κενωθέντος εκείνου και αγγελοφοντήτου τάφου, ανακράζει προς Αυτόν εν αγωνιώδη εκπλήσει, αποστρέφουσα την κεφαλήν, ίσως διά να κρύψη τα ρέοντα δάκρυά της — «Κύριε, ει συ εβάστασας Αυτόν, είπε μοι πού έθηκας Αυτόν, καγώ Αυτόν αρώ».
Τότε ο Ιησούς λέγει προς αυτήν, «Μαρία!»
Η λέξις εκείνη, με τον καταπληκτικόν εκείνον αλλά και τρυφερόν τόνον της θείας φωνής, εισέδυ εις την καρδίαν της. Στραφείσα προς Αυτόν, αποπειραθείσα, ως φαίνεται, να θίξη τους πόδας Του ή το κράσπεδον του ιματίου Του, έκραξε προς αυτόν εν τη μητρική γλώσση της, «Ραββουνί!» (όπερ ήτο πολύ εμφαντικώτερον και τιμητικώτερον του Ρ α β β ί), και είτα έμεινεν άφωνος εν τη παραφορά της. Ο Ιησούς Αυτός μετά πραότητος περιέστειλε το πάθος του ενθουσιασμού της. «Μη μου άπτου, είπεν, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα Μου». Πιθανόν τούτο να σημαίνη, «επειδή τούτο είνε μόνον βραχύ διάλειμμα μεταξύ της προτέρας ανθρωπίνης αναστροφής Μου προς υμάς και της μελλούσης πνευματικής ενώσεως». Είτα προσέθηκε, «Πορεύου δε προς τους αδελφούς Μου και ειπέ αυτοίς, Αναβαίνω προς τον Πατέρα Μου και πατέρα υμών, και Θεόν Μου και Θεόν υμών». Οι αρχαίοι Έλληνες Πατέρες εσχολίασαν το αξιοσημείωτον της εκφράσεως ταύτης. «Πατέρα κατά φύσιν την θεϊκήν, ως δε φύσει γενόμενος άνθρωπος, έφης Θεόν, Ύψιστε, τοις δούλοις συγκατιών, εξαναστάς του μνήματος, χάριτι Πατέρα των γηγενών τιθείς τον κατά φύσει Θεόν τε και Δεσπότην». Κατάπληκτος και περιδεής εκείνη έσπευσε να υπακούση. Επανέλαβε προς αυτούς το θειότατον τούτο παράγγελμα, και από γενεάς εις γενεάν αντηχεί δονούσα τας καρδίας η πρώτη εκείνη έκφρασις, η ανεξάλειπτον εμποιήσασα εντύπωσιν εις τα πνεύματα των ακουσάντων — &«Εώρακα τον Κύριον!»&
Ουδ’ έμεινεν ανυποστήρικτος η μαρτυρία της. Ο Ιησούς συνήντησε τας άλλας γυναίκας, και είπεν αυταίς, «Χαίρετε!» Ο τρόμος ανεμιγνύετο με το θάμβος και την συγκίνησίν των καθώς έπεσαν εις τους πόδας Του. «Μη φοβείσθε, είπε προς αυτάς· πορευθείσαι είπατε τοις αδελφοίς Μου ίνα απέλθωσιν εις Γαλιλαίαν, κακεί Με όψονται».
Ανωφελές ήτο διά τους στρατιώτας τους φύλακας να μείνωσι πλησίον κενού τάφου. Εν φόβω διά τα επακόλουθα, και εν τρόμω εις όσα είχον ίδη, έφυγον προς τους άρχοντας των Ιουδαίων, οίτινες είχον δώσει αυτοίς το κρύφιον υπούργημα. Διά τας πεπωρωμένας εκείνας καρδίας πίστις δεν υπήρχεν, ουδέν καν έρευνα. Το μόνον καταφύγιόν των ήτο το ψεύδος. Επροσπάθησαν να συγκαλύψωσιν όλην την υπόθεσιν. Υπέβαλον εις τους στρατιώτας την ιδέαν ότι πρέπει να είχον αποκοιμηθή, και εν τω μεταξύ οι μαθηταί είχον κλέψει το σώμα του Ιησού. Αλλά τοιούτος μύθος ήτο παραπολύ άτιμος προς πειθώ, και παραπολύ γελοίος προς δημοσιότητα. Εάν καθίστατο γνωστόν, ουδέν θα έσωζε τους στρατιώτας εκ του ονείδους και της τιμωρίας. Οι Σαδδουκαίοι άρα έδωκαν αργύρια εις τους στρατιώτας, όπως σκεφθώσι το ίδιον συμφέρον των, και το κοινόν συμφέρον των με τους Ιουδαίους, θάπτοντες την όλην υπόθεσιν εν μυστικότητι και σιωπή. Μόνον βαθμηδόν και βραδύτερον, και προς τους μεμυημένους, η χαμερπής συκοφαντία μετεδόθη. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος λέγει ότι, όταν έγραφε το καθ' εαυτόν Ευαγγέλιον, διεφημίζετο ακόμη ο μύθος μεταξύ των Ιουδαίων.
Η τρίτη εμφάνισις του Χριστού ήτο προς τον Πέτρον. Τα καθ' έκαστα ταύτης είνε άγνωστα εις ημάς. Το γεγονός ερείδεται επί της ρητής μαρτυρίας του ιερού Λουκά και του θεογόρου Παύλου.
Την αυτήν ημέραν, η τετάρτη εμφάνισις του Κυρίου συνωδεύθη από περιστάσεις βαθυτάτου ενδιαφέροντος. Δύο των μαθητών ωδοιπόρουν εις έν χωρίον Εμμαούς, ως οκτώ μίλια από της Ιερουσαλήμ, και συνεζήτουν προς αλλήλους με τεθλιμμένας και εμφόβους καρδίας περί των φοβερών συμβεβηκότων των δύο τελευταίων ημερών. Τότε Ξένος τις επλησίασεν αυτούς και τους ηρώτησε το αίτιον του κατηφούς των προσώπου και του τεταραγμένου των λόγων των. Εκείνοι εστάθησαν κ' εθεώρησαν δυσπίστως τον άγνωστον οδοιπόρον. Και όταν ο είς των δύο, ω όνομα Κλεόπας ωμίλησεν εις απάντησιν, υπάρχει έκπληξίς τις και υποψία εις την απόκρισίν του. «Συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ, και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή εν ταις ημέραις ταύταις;» Εκείνος ηρώτησε, «Ποία;» και ούτοι είπον, «Τα περί Ιησού του Ναζωραίου, ος εγένετο Προφήτης μέγας» εν τω Ισραήλ και όμως όλαι αι χαρμόσυνοι ελπίδες ότι έμελλε να λυτρώση τον λαόν Αυτού κατέπεσον εις κόνιν, και όλαι αι κριταί πράξεις Του ενώπιόν του Θεού και του λαού ετελείωσαν προ δύο ημερών εις επονείδιστον
[λείπουν οι σελίδες 407 - 410. Το πιο κάτω κείμενο (μεταξύ των αγκυλών) είναι μεταφρασμένο στην δημοτική από το αγγλικό πρωτότυπο]
………………………
…στον σταυρό. Περιέγραψαν το αίσθημα φοβερής έκπληξης με το οποίο, εκείνη την ίδια μέρα – την Τρίτη μέρα, άκουσαν τις διαδόσεις των γυναικών για οράματα αγγέλων, και την βέβαιη μαρτυρία μερικών Αδελφών τους ότι ο τάφος ήταν άδειος τώρα. «Αλλά», πρόσθεσε ο ομιλητής με αναστεναγμό δυσπιστίας και λύπης – «αλλά Αυτόν δεν τον είδαν».
Τότε, επιπλήττοντάς τους για την έλλειψη νοημοσύνης τους και συναισθημάτων, o ξένος τους έδειξε πως σε όλη την Παλαιά Διαθήκη από τον Μωυσή και μετά υπήρχαν προφητείες όχι μόνο για την δόξα του Χριστού αλλά και για τα βάσανά του. Με τέτοια υψηλή συζήτηση έφθασαν κοντά στου Εμμαούς και ο ξένος φαινόταν ότι θα συνέχιζε τον δρόμο του, αλλά αυτοί τον πίεσαν να μείνει, και καθώς κάθισαν για να φαν το απλό φαΐ τους και Αυτός ευλόγησε και έκοψε το ψωμί, τα μάτια τους άνοιξαν και παρά την αλλαγμένη μορφή, ανεγνώρισαν ότι αυτός που ήταν μαζί τους ήταν ο Κύριος. Αλλά μόλις τον ανεγνώρισαν, Αυτός δεν ήταν πια μαζί τους. «Πώς η καρδιά μας δεν έκαιγε μέσα μας» αναφώνησαν ο ένας στον άλλον, «ενώ μας μιλούσε έτσι, καθώς μας εξηγούσε τις Γραφές;» Αμέσως σηκώθηκαν και γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ με τα παράξενα και χαρούμενα νέα. Και τους υποδέχθηκαν με την εκστατική διαβεβαίωση « Ο Κύριος αναστήθηκε πράγματι και εμφανίστηκε στον Σίμωνα!»
5. Μια φορά ακόμα, για Πέμπτη φορά αυτήν την Πασχαλινή μέρα που της αξίζει να την θυμόμαστε αιώνια, εμφανίστηκε ο Ιησούς στους Μαθητές του. Δέκα από αυτούς καθόντουσαν μαζί, με κλειστές τις πόρτες λόγω του φόβου των Ιουδαίων. Καθώς συνομιλούσαν μεταξύ τους και αντάλλασσαν τα ευτυχή νέα, ο Ιησούς εμφανίστηκε ανάμεσά τους με τα λόγια «Ειρήνη υμίν». Η ασυνήθιστη όψη του λαμπρού σώματος – η φοβερή σημασία ότι αυτός είχε αναστηθεί από τους νεκρούς— τους φόβισε. Η παρουσία του Κυρίου τους ήταν πράγματι σωματική, αλλά ήταν αλλαγμένη. Σκεφτόντουσαν ότι ήταν ένα πνεύμα που στεκόταν εμπρός τους. «Γιατί φοβάστε;» τους ρώτησε «και γιατί η καρδιά σας γεμίζει με ανήσυχες αμφιβολίες; Κοιτάξτε τα χέρια μου και τα πόδια μου για να διαπιστώσετε ότι είμαι εγώ· πιάστε με και δείτε· γιατί ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά όπως βλέπετε ότι έχω εγώ.» Όπως τους μιλούσε τους έδειξε τα χέρια Του και το πλευρό Του. Και τότε, ενώ η χαρά, ο θαυμασμός και η δυσπιστία πάλευαν στην καρδιά τους, τους ρώτησε αν είχαν τίποτα να φάει, και για να τους καθησυχάσει, έφαγε ένα κομμάτι ψητό ψάρι εμπρός τους. Και μετά, ακόμα μια φορά τους είπε «Ειρήνη υμίν. Όπως ο Πατέρας μου με έστειλε, έτσι και εγώ σας στέλνω.» Και εκπνέοντας επάνω τους, είπε. «Παραλάβετε το Άγιο Πνεύμα. Σ’ όποιους συγχωρέσετε τις αμαρτίες, οι αμαρτίες τους θα συγχωρούνται· σε όποιους δεν τις συγχωρείτε, δεν θα συγχωρούνται.
Μόνο ένας από τους Απόστολους ήταν απών – Ο Θωμάς ο Δίδυμος. Ο χαρακτήρας του, όπως ήδη είδαμε, ήταν τρυφερός αλλά και μελαγχολικός. Σ’ αυτόν τα νέα φαινόντουσαν πολύ καλά για να είναι αληθινά. Μάταια οι άλλοι Μαθητές τον διαβεβαίωναν «Είδαμε τον Κύριο». Ευτυχώς για μας, αν και λιγότερο ευτυχώς για κείνον, διακήρυξε με έμφαση, ότι τίποτα δεν θα τον έπειθε, παρά μόνο αν έβαζε το δάκτυλό του στα σημάδια των καρφιών και τα χέρια του στο πλευρό Του. Μια βδομάδα πέρασε και οι πιστά καταγεγραμμένες αμφιβολίες του ανήσυχου Αποστόλου έμειναν ανικανοποίητες. Την όγδοη – ή θα πρέπει να πούμε την έβδομη κατοπινή μέρα — γιατί ήδη η ανάσταση είχε καταστήσει την πρώτη μέρα της βδομάδας ιερή στις καρδιές των Αποστόλων — οι έντεκα ήταν ξανά μαζεμένοι με κλειστές τις πόρτες. Ακόμα μια φορά φανερώθηκε ο Ιησούς σε αυτούς, και μετά την συνηθισμένη ευγενική και επίσημη ευλογία Του, κάλεσε τον Θωμά, και του ζήτησε να απλώσει το δάκτυλο του και να το βάλει στα χνάρια των καρφιών και να θέσει το χέρι του στην πληγή του δόρατος στο πλευρό Του, και να είναι «όχι άπιστος, αλλά πιστός». «Κύριέ μου και Θεέ μου!» αναφώνησε ο δύσπιστος Απόστολος, με μια έκρηξη απολύτου βεβαιότητας, «Επειδή Με είδες», είπε ο Ιησούς, «επίστεψες· ευλογημένοι είναι αυτοί που δεν είδαν και όμως πίστεψαν.»
Η επόμενη εμφάνιση του αναστημένου Σωτήρα ήταν προς επτά από τους Απόστολους στην Θάλασσα της Γαλιλαίας – Σίμωνα, Θωμά, Ναθαναήλ, τους γιούς του Ζεβεδαίου και δύο ακόμη – ίσως τον Φίλιππο και τον Ανδρέα – οι οποίοι δεν ονοματίζονται (κατ’ Ιωάννη xxi. 1-24). Οι επισκέψεις του Ιησού είχαν σταματήσει, και πριν να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ για την Πεντηκοστή ώστε να δεχτούν την υποσχεθείσα εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, ο Σίμωνας είπε ότι θα έπρεπε να ξαναρχίσει προσωρινά το παλιό επάγγελμά του, του ψαρά. Δεν υπήρχε πια κοινό πορτοφόλι, και μια που δεν είχαν μέσα επιβίωσης, αυτό φαινόταν ο λογικός τρόπος επίτευξης ενός ευπρεπούς τρόπου ζωής. Οι άλλοι πρότειναν να παν μαζί του, και βγήκαν στην θάλασσα το απόγευμα, μια και η νύχτα είναι η καλλίτερη ώρα για ψάρεμα. Όλη την νύχτα πάσχιζαν μάταια. Νωρίς την αυγή, στο ομιχλώδες λυκόφως, στην ακτή, είδαν την φιγούρα κάποιου που δεν αναγνώρισαν. Μια φωνή τους ρώτησε αν είχαν πιάσει τίποτα. «Όχι» ήταν η αποθαρρημένη απάντηση. «Ρίξτε τα δίχτυα σας στην δεξιά μεριά του σκάφους και θα βρείτε». Έριξαν το δίχτυ και αμέσως γέμισε τόσο με πληθώρα ψαριών, ώστε με δυσκολία το τράβηξαν. Το επεισόδιο ξύπνησε μέσα τους με τρομακτική δύναμη, την ανάμνηση προηγούμενων ημερών. «Είναι ο Κύριος», ψιθύρισε ο Ιωάννης στον Πέτρο· και αμέσως, ο ενθουσιώδης τύπος με την ζεστή καρδιά, δένοντας τον χιτώνα του ψαρά γύρω από τα λαγόνιά του, πήδηξε στην θάλασσα, να κολυμπήσει τις 100 γιάρδες που τον χώριζαν από τον Ιησού, και ρίχτηκε, βρεμένος από τα κύματα, στα πόδια Του. Πιο σιγά ακολούθησαν οι άλλοι, σέρνοντας το τεντωμένο αλλά ακέραιο δίκτυ με τα 153 ψάρια. Μια φωτιά έκαιε στην παραλία, λίγο ψωμί υπήρχε κοντά της και μερικά ψάρια ψηνόντουσαν στα πυρωμένα κάρβουνα. Ήταν μια σκηνή που ακόμα μπορεί να δει κανείς στις ακρογιαλιές της Γαλιλαίας. Και Αυτός που στεκόταν δίπλα της τους διέταξε να φέρουν και άλλα ψάρια από αυτά που είχαν πιάσει. Αμέσως ο Σίμων πετάχτηκε και βοήθησε με τα δυνατά του χέρια να σύρουν το δίχτυ στην στεριά. Και Αυτός που όλοι γνώριζαν ότι ήτο ο Κύριος, αλλά του οποίου η φωνή και η όψη έκαναν τις καρδιές τους να σταθούν με σεβασμό γεμάτο δέος, έτσι ώστε να μην τολμούν να τον ρωτήσουν, τους είπε, «Ελάτε και φάτε» και τους μοίρασε το ψωμί και τα ψάρια.
Το ευτυχισμένο γεύμα τέλειωσε σιωπηλά, και τότε ο Ιησούς είπε στον αδύναμο αλλά αγαπημένο του Απόστολο «Σίμωνα» (δεν ήταν ακόμα η ώρα να του ξαναδώσει το όνομα Πέτρος) «Σίμωνα, υιέ του Ιωνά, με τιμάς πιο πολύ από αυτούς ;»
«Ναι, Κύριε μου, το ξέρεις ότι Σε αγαπώ».
«Βόσκε τα αρνάκια μου».
Ο Σίμωνας είχε νιώσει στα φυλλοκάρδια του τι σήμαινε η ευγενική νουθεσία «πιο πολύ από αυτούς». Αναβίωνε στην μεταμελημένη ψυχή του τις καυχησιές που είχε εκφέρει με τόση σιγουριά ανάμεσα στους αδελφούς του «Αν και όλοι σκανδαλισθούν, εγώ δεν θα σκανδαλισθώ». Η αποτυχία τον είχε διδάξει ταπεινοφροσύνη, και έτσι δεν θα ζητούσε την πρωτοκαθεδρία στα αισθήματά του, ούτε θα υιοθετούσε την λέξη της ερώτησης του Σωτήρα, η οποία εμπεριείχε βαθιά τιμή και αφοσίωση και σεβασμό· αλλά θα χρησιμοποιούσε αντ’ αυτής την πιο αδύνατη λέξη, που όμως καλλίτερα έδειχνε τα ζεστά ανθρώπινα αισθήματα της καρδιάς του. Και την επόμενη φορά η ερώτηση του θύμισε με λιγότερο πόνο την παλιά του αυτοπεποίθηση, γιατί ο Ιησούς του είπε μόνο
— «Σίμωνα, γιέ του Ιωνά, Με τιμάς;»
Ξανά ο Απόστολος ταπεινά του απάντησε με τις ίδιες λέξεις όπως πριν –
«Ναι, Κύριε, ξέρεις ότι σε αγαπώ.»
«Φύλαξε τα πρόβατά μου».
Αλλά ο Σίμωνας Τον είχε τρις απαρνηθεί και έτσι ήταν αρμόζον ότι τρις έπρεπε να διακηρύξει την πίστη του. Ξανά, μετά από σύντομη παύση, ήρθε η ερώτηση – και αυτήν την φορά με την πιο αδύνατη αλλά και πιο ζεστή λέξη που ο ίδιος ο Απόστολος είχε διαλέξει—
««Σίμων, γιέ του Ιωνά, Με αγαπάς;»
Και ο Σίμωνας, βαθιά ταπεινωμένος και δυστυχισμένος αναφώνησε,
«Κύριε, ξέρεις τα πάντα· Βλέπεις ότι σε αγαπώ».
«Τάισε τα αγαπημένα αρνιά μου.» Μετά, με επισημότητα, πρόσθεσε «Πραγματικά όταν ήσουν πιο νέος ζωννόσουν ο ίδιος και περπάταες όπου ήθελες· μα σα γεράσεις, θ' απλώσεις τα χέρια κι’ άλλος θα σε ζώσει και θα σε πάει όπου δε θέλεις».
Ο Απόστολος τον κατάλαβε· ήξερε ότι αυτό υπονοούσε τα χρόνια της μελλοντικής του υπηρεσίας, τις αγωνίες του μελλοντικού του μαρτυρίου· αλλά τώρα δεν ήταν πια ο «Σίμων» αλλά ο «Πέτρος» — η καρδιά της πέτρας ήταν μέσα του· ήταν έτοιμος να ακολουθήσει την φωνή που του έλεγε «Ακολούθα με» μέχρι θανάτου. Κατά την διάρκεια της συνομιλίας περπατούσε δίπλα στον Ιησού, λίγα βήματα μπροστά από τους συντρόφους του. Κοιτώντας πίσω είδε τον Ιωάννη, τον σύντροφο που συμπαθούσε και τον Απόστολο που ο Ιησούς αγαπούσε να τους ακολουθεί αργά. Δείχνοντας τον, ρώτησε, «Κύριε, αυτός τι θα κάνει;» Η απάντηση ανέκοψε την επιπόλαιη περιέργειά του. «Εάν θελήσω να χρονοτριβήσει μέχρι να έρθω, τι σε αφορά εσένα αυτό; Εσύ να Με ακολουθήσεις.» Ο Πέτρος δεν τόλμησε να τον ρωτήσει περισσότερα και η απάντηση – που ήταν επίτηδες ασαφής – οδήγησε σε μεγάλη παρεξήγηση διαδεδομένη στην αρχική εκκλησία, ότι ο Ιωάννης δεν επέπρωτο να πεθάνει μέχρι να έλθει ο Χριστός. Ο απόστολος ήρεμα διορθώνει το λάθος αναφέροντας τους ακριβείς λόγους του αναστημένου Χριστού. Τον τρόπο του θανάτου του δεν γνωρίζουμε, αλλά γνωρίζουμε ότι έζησε περισσότερο από όλους τους αδελφούς του Μαθητές και ότι επέζησε την τρομερή συντριβή του έθνους του η οποία, μια και έκανε αδύνατη την αυστηρή υπακοή στις συνθήκες της Παλιάς Διαθήκης, άνοιξε σε όλο τον κόσμο ένα απρόσκοπτο μονοπάτι για την ίδρυση της Νέας Διαθήκης και για το Βασίλειο του Ουρανού, — ήταν κατά μια έννοια πιο αληθινή από κάθε γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία — ένας δεύτερος ερχομός του Κυρίου.
8. Ίσως ήταν σε αυτήν την περίσταση που ο Ιησούς είπε στους μαθητές του για το όρος της Γαλιλαίας όπου θα συναντούσε όλους που τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν για τελευταία φορά. Εάν ήταν το Ταβόρ ή το όρος των Μακαρίων δεν γνωρίζουμε, αλλά περισσότεροι από πεντακόσιοι μαθητές του μαζεύτηκαν εκείνη την φορά με τους ένδεκα, και έλαβαν τις τελευταίες εντολές του Ιησού, να διδάξουν και βαφτίσουν σε όλα τα Έθνη· και την τελευταία υπόσχεση ότι θα ήταν μαζί τους πάντα, μέχρι το τέλος του κόσμου. Γράφοντας μετά από περισσότερα από είκοσι χρόνια από εκείνη την στιγμή, ο Άγιος Παύλος μας δίνει την αξιοσημείωτη μαρτυρία ότι η πλειονότητα των μαρτύρων της ανάστασης ζούσαν ακόμη, και ότι μόνο μερικοί «εκοιμήθησαν».
9. Μία ένατη παρουσίαση του Ιησού δεν έχει γραφεί στα Ευαγγέλια και την γνωρίζουμε από μια μόνο αναφορά από τον Άγιο Παύλο. «Σας ανέφερα» γράφει στην επιστολή του προς τους Κορινθίους (1 Κορ. Xv 3-8), «αυτό το οποίο παρέλαβα, πως ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες μας, σύμφωνα με τις Γραφές· και ότι θάφτηκε και ]
………………………
πάλιν τη τρίτη ημέρα ηγέρθη, κατά τας Γραφάς, και ώφθη Κηφά, είτα τοις Δώδεκα· μετά τούτο, ώφθη πλείοσιν ή πεντακοσίοις αδελφοίς επί το αυτό… μ ε τ ά τ ο ύ τ ο, ώ φ θ η Ι α κ ώ β ω, είτα πάσι τοις Αποστόλοις. Τελευταίον δε πάντων, ωσπερεί τω εκτρώματι, ώφθη καμοί». Όσον αφορά την εις τον Ιάκωβον εμφάνισιν, ουδέν περιπλέον γνωρίζομεν, ειμή εκ παραδόσεως ουχί αυθεντικής.
Τεσσαράκοντα ημέραι παρήλθον ήδη από της Σταυρώσεως. Κατά τας 40 ταύτας ημέρας δεκάκις ή ενδεκάκις ώφθη εις ανθρωπίνους οφθαλμούς και εψηλαφήθη υπό χειρών ανθρωπίνων. Αλλά το σώμα δεν ήτο πλέον φθαρτόν, είχεν αφθαρτισθή, και μετέσχε της θεότητος, διά του τρόπου της «αντιδόσεως». Ο Καιρός είχεν έλθη ήδη ότε η επίγειος παρουσία Του έπρεπε ν' αναληφθή εξ ανθρώπων, και μέχρις ου επανέλθη εν δόξη ίνα κρίνη τον κόσμον. Συνήντησεν αυτούς εν Ιερουσαλήμ, και οδηγήσας αυτούς έως Βηθανία, προσέταξεν αυτούς να μένωσιν εν τη Αγία Πόλει εωσότου λάβωσι την επαγγελίαν του Πνεύματος. Περιέστειλε τας ανησύχους ερωτήσεις των περί χρόνων και καιρών, και εκέλευσεν αυτούς να είνε μάρτυρές Του εις όλον τον κόσμον. Οι τελευταίοι ούτοι αποχαιρετισμοί εγένοντο επί του Όρους των Ελαιών· και είτα υψώσας τας χείρας Του ευλόγησεν αυτούς, και, ενώ τους ευλόγει, διέστη απ' αυτών, και ανεφέρετο εις τον ουρανόν και νεφέλη ανέλαβεν Αυτόν, και έγεινεν άφαντος από των οφθαλμών των.
Μεταξύ ημών και της ορατής παρουσίας Του, μεταξύ ημών και του δεδοξασμένου Λυτρωτού του καθημένου νυν εκ δεξιών του Πατρός, το νέφος εκείνο ακόμη επιπροσθεί. Αλλά το όμμα της Πίστεως δύναται να το διαπεράση· το θυμίαμα της αληθούς προσευχής δύναται να υψωθή άνευ αυτού· δι' αυτού η δρόσος της ευλογίας δύναται να κατέλθη. Και αν Εκείνος απήλθεν, αλλ' έδωκεν εις ημάς, εν τω Αγίω Αυτού Πνεύματι, πλησιέστερον το αίσθημα της παρουσίας Του, στενοτέραν την περίπτυξιν εν ταις αγκάλαις της στοργής Του, ή όπως θα απηλαύομεν και αν συνεζώμεν το πάλαι Αυτώ εν τη πολίχνη της Ναζαρέτ, ή συνεπλέομεν μετ' Αυτού επί των υδάτων της Τιβεριάδος. Δυνάμεθα να είμεθα εγγύς προς Αυτόν εν παντί καιρώ, και προ πάντων όταν εις προσευχήν το γόνυ κλίνωμεν, όσον ο Ηγαπημένος μαθητής ήτο όταν έκλινε την κεφαλήν επί του στήθους Εκείνου. Ο λόγος του Θεού είνε εγγύτατα εις ημάς, και εις τα στόματα και εις τας καρδίας μας. Εις ώτα κλειστά η φωνή Του δυνατόν να φαίνεται ότι δεν ηχεί πλέον. Οι σφοδροί θόρυβοι του πολέμου δυνατόν να διασείωσι τον κόσμον· αι άπληστοι κλήσεις της φιλαργυρίας και της ηδονής δυνατόν να πνίγωσι την ευγενή έκφρασιν ήτις κελεύει ημάς «Ακολουθείτε Μοι»· μετά δισχίλια έτη Χριστιανοσύνης, οι άπιστοι ψιθυρισμοί της ανυπομόνου δυσπιστίας δυνατόν να καθιστώσι δύσκολον διά την Πίστιν να επαναλαμβάνη, άνευ υβρισμού, το σύμβολον όπερ υπήρξεν η αναγέννησις του κόσμου. Έτι μάλλον, και θλιβερότερον ακόμη, δυνατόν από καιρού εις καιρόν ν' ακούηται, εν τη Χριστιανική Ευρώπη, η ύβρις βλασφήμου τινός γλώσσης, επακολουθούσης να εμπαίζη τον Υιόν του Θεού, καθώς κείται εν τη αγωνία του κήπου, ή αφίνει την υστάτην πνοήν Του επί του δένδρου του πικρού. Αλλά το μυστήριον του Κυρίου είνε μετ' εκείνων οίτινες φοβούνται Αυτόν, και Αυτός θα δείξη αυτοίς την διαθήκην Του. Εις τους θέλοντας ν' ακούσωσιν εισέτι ομιλεί. Επηγγείλατο ότι θα είνε μεθ' ημών πάντοτε, έως της συντελείας του αιώνος, και δεν εύρομεν την επαγγελίαν Του διαλείπουσαν. Τριάκοντα τριών μόνον ετών βραχύν βίον έζησεν επί της γης· επί τρία μόνον διακεκομμένα και τεταραγμένα έτη εκήρυξε το Ευαγγέλιον της Βασιλείας· αλλά διά πάντοτε, μέχρις ου όλοι οι αιώνες συντελεσθώσι, και η γη αυτή και οι ουρανοί παρέλθωσι, θα ευρίσκη έκαστον εκ των πιστών και γνησίων τέκνων Του ειρήνην και ελπίδα και συγγνώμην εν τω ονόματι Αυτού, και το όνομα τούτο θα καλήται Εμμανουήλ ο εστι μεθερμηνευόμενον
&«Μεθ' ημών ο Θεός». &
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Η Γέννησις. …………………………. Σελ. 3
ΚΕΦΑΛ. Β'.
Η εισαγωγή εις το Ιερόν……………………» 10
ΚΕΦΑΛ. Γ'.
Η επίσκεψις των Μάγων……………………..» 14
ΚΕΦΑΛ. Δ'.
Η φυγή εις Αίγυπτον και η σφαγή των νηπίων…..» 20
ΚΕΦΑΛ. Ε'.
Η παιδική ηλικία του Ιησού…………………» 28
ΚΕΦΑΛ. ΣΤ'.
Ο Ιησούς εν τω Ιερώ……………………….» 37
ΚΕΦΑΛ. Ζ'
Η οικογενειακή Ζωή εν Ναζαρέτ………………» 44
ΚΕΦΑΛ. Η'.
Το Βάπτισμα του Ιωάννου… ………………..» 55
ΚΕΦΑΛ. Θ’.
Ο Πειρασμός………………………………» 63
ΚΕΦΑΛ. ΙΒ'.
Σκηνογραφία της Γαλιλαίας………………….» 87
ΚΕΦΑΛ. ΙΓ'.
Ο Ιησούς το Πάσχα…………………………» 90
ΚΕΦΑΛ. ΙΑ'.
Ο Νικόδημος………. …………………….» 95
ΚΕΦΑΛ. ΙΕ'.
Η Σαμαρείτις……………………………..» 95
ΚΕΦΑΛ. ΙΣΤ'.
Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι……….» 102
ΚΕΦΑΛ. ΙΗ'.
Οι δώδεκα και η επί του όρους διδασκαλία……» 114
ΚΕΦΑΛ. ΙΘ'.
Άλλα θαύματα…………………………….» 123
ΚΕΦΑΛ. Κ’.
Ο Ιησούς του Ναυίν……………………….» 127
ΚΕΦΑΛ. ΚΑ'.
Η Αμαρτωλός και ο Φαρισαίος……………….» 133
ΚΕΦΑΛ. ΚΒ'.
Πώς έζη εν Γαλιλαία………………………» 138
ΚΕΦΑΛ. ΚΓ'.
Μεγάλα θαύματα του Ιησού………………….» 144
ΚΕΦΑΛ. ΚΔ'.
Εις την οικίαν του Ματθαίου……………….» 152
ΚΕΦΑΛ. ΚΕ'.
Συνέχεια του προηγουμένου…………………» 155
ΚΕΦΑΛ. ΚΣΤ'.
Ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα…………………..» 158
ΚΕΦΑΛ. ΚΖ'.
Το θαύμα της Βηθεσδά……………………..» 161
ΚΕΦΑΛ. ΚΗ'.
Η αποτομή του Βαπτιστού…………………..» 168
ΚΕΦΑΛ. ΚΘ'.
Ο χορτασμός των πεντακισχιλίων και ο περίπατος επί
της θαλάσσης……………………………..»174
ΚΕΦΑΛ. Λ'.
Αι ομιλίαι εις Καπερναούμ…………………» 180
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΑ'.
Η λύσσα των εχθρών του Χριστού…………….» 185
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΒ'.
Η λύσσα των εχθρών Του……………………» 197
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΓ'.
«Εγγύς μαχαίρας, εγγύς Θεού» ……………..» 204
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΔ'.
Μεταξύ των εθνικών……………………….» 207
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΣΤ'.
Η Μεταμόρφωσις ………………………….» 222
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΖ'.
Ο δαιμονιζόμενος νεανίσκος ……………….» 226
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΗ'.
Βραχεία διατριβή εις Καπερναούμ …………..» 230
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΘ'.
Η εορτή της Σκηνοπηγίας…………………..» 232
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Μ'.
Η επ' αυτοφόρω μοιχαλίς ………………….» 239
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΑ'.
Ο εκ γενετής τυφλός ……………………..» 248
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΒ'.
Χαίρειν τη Γαλιλαία………………………» 253
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΓ'.
Τα καθ' οδόν ……………………………» 259
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΔ'.
Διδασκαλίαι καθ' οδόν…………………….» 262
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΕ'.
Η εορτή των Εγκαινίων ……………………» 272
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΣΤ'.
Πέραν του Ιορδάνου ………………………» 278
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΖ'.
Η Έγερσις του Λαζάρου…………………….» 286
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΗ'.
Ιεριχώ και Βηβανία……………………….» 294
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΘ'.
Η Βαϊοφόρος …………………………….» 303
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ν'.
Δευτέρα της εβδομάδος των παθών. — Ημέρα
Παραβολών ………………………………» 311
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΑ'.
Η ημέρα των πειρασμών ……………………» 318
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΒ'.
Η Μεγάλη αρά ……………………………» 324
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΓ'.
Χαίρειν εις τον Ναόν …………………….» 329
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΔ'.
Η αρχή του τέλους ……………………….» 334
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΕ'.
Ο Μυστικός Δείπνος……………………….» 337
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΣΤ’.
Η Τελευταία Ομιλία……………………….» 343
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΖ'.
Γεθσημανή. — Η Αγωνία και η Σύλληψις ………» 350
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΗ'.
Ο Ιησούς ενώπιον των Ιερέων και του Συνεδρίου » 359
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΞΑ'.
Η Σταύρωσις …………………………….» 388
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΞΒ'.
Η Ανάστασις του Κυρίου……………………» 400
1) Οι αστρολόγοι διαιρούν τον ζωδιακόν κύκλον εις τέσσαρα τρίγωνα, το του πυρός, το της γης, του αέρος και του ύδατος.
2) Ο πιθανός αριθμός των Νηπίων εμεγαλοποιήθη υπερβαλλόντως. Μία αιθιοπική παράδοσις, την οποίαν προθύμως παραδέχεται και ο Βολταίρος τους αναβιβάζει εις 14,000! Αν λάβωμεν υπ' όψει ότι η Βηθλεέμ ήτο έν απλούν χωρίον κατοικούμενον από 2,000 ψυχάς, θα παραδεχθώμεν κατ' ανάγκην ότι καθ' όλην αυτής την περιοχήν δεν εσφάγησαν άνω των είκοσι και ίσως ούτε και τόσα. Προ πάντων αφού ήσαν «από διετούς και κατωτέρω».
3) Σημ. του Εκδότου. — Τας ιδέας ταύτας, καθώς και άλλας, του διαμαρτυρομένου συγγραφέως, πρέπει να τας βάλη υπό κάθαρσιν ο αναγνώστης ο ορθόδοξος.
4) Όστις αγνοεί το ύφος των Αγίων Γραφών, εκείνος μόνον δύναται να ευρίσκη αφορμήν συζητήσεως από τοιαύτας εκφράσεις, αι οποίαι, άλλως δεν λαμβάνονται κατά γράμμα. Ευθύς εν αρχή του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, ο Ιησούς Χριστός καλείται, «υιός Δαυίδ, υιός Αβραάμ». Θα ειπή ότι ήτον, κατά γράμμα, υιός και του Δαυίδ και του Αβραάμ; Πασιφανέστατα, η λέξις υιός σημαίνει απόγονος· Αλλά και «η αδελφή της μητρός Αυτού Μαρία η του Κλωπά», πώς ηδύνατο να είνε αδελφή της Παρθένου, αφού είχε το ίδιον μετ' αυτής όνομα; Ποία δε η χρησιμότης του ονόματος, αν αντί διακρίσεως, σύγχυσιν μάλλον επιφέρει; Πού ηκούσθη δύο αδελφαί ζώσαι να ονομάζωνται Μαρία 1η, Μαρία 2α; Τότε έπρεπε να καταργηθή το όνομα, και οι άνθρωποι να ονομάζωνται με αριθμούς. Όθεν η Μαρία η του Κλωπά είνε παραδεδεγμένον ότι ήτο εξαδέλφη της Παρθένου, και οι αδελφοί του Κυρίου ήσαν συγγενείς Αυτού. Διότι εκ της Παρθένου δεν ηδύνατο να γεννηθή άλλος Χριστός, καθώς δεν ηδύνατο να υπάρξη και άλλη Μήτηρ του Θεού, αειπάρθενος, πανάμωμος, και υπερτέρα πάντων των κτισμάτων. Σ. Μ.
5) Ου προ πολλού χρόνου ο διάσημος Άγγλος καθηγητής Ούξλεϋ και ο μέγας Γλάδστων συνεζήτησαν εν τω τύπω επί της ουσίας του θαύματος τούτου. Ο Γλάδστων υπερεμάχησεν υπέρ της ορθοδόξου γνώμης, και επολέμησε πάσαν «ορθολογιστικήν» παρερμηνείαν ή διαστροφήν του θαύματος.
6) Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, όταν τύχουν εις ταξείδιον, πίνουσι καφέν, αν τις καφεπώλης παραθέση εις αυτούς, χωρίς να παραγγείλουσιν, αλλά δεν τον πληρώνουν, εν ημέρα Σαββάτου. Τον πληρώνουν όμως την επαύριον.
7) Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα. Η Φουλβία επανειλημμένως ετρύπησε με χρυσήν βελόνην την γλώσσαν της αποτμηθείσης κεφαλής του Κικέρωνος, και η Αγριππίνα ύβρισε την κεφαλήν της αντιζήλου της Λολλίας.
8) Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα. Η Φουλβία επανειλημμένως ετρύπησε με χρυσήν βελόνην την γλώσσαν της αποτμηθείσης κεφαλής του Κικέρωνος, και η Αγριππίνα ύβρισε την κεφαλήν της αντιζήλου της Λολλίας.
9) Η Τουρκική Κυβέρνησις, μετά μεγάλης πονηρίας, έταξε την ενιαυσίαν προσκύνησιν των Μωαμεθανών εις τον τάφον του Προφήτου Μωυσέως (!!), κατά τον αυτόν χρόνον ότε η έλευσις των εορτών του Πάσχα κατακλύζει την Ιερουσαλήμ από χριστιανούς προσκυνητάς. Συνήντησα εκατοντάδας των Μωαμεθανών τούτων εις τα πέριξ της Αγίας Πόλεως κατά το Πάσχα του 1870, και ούτοι θα ήσαν ισχυρά συνδρομή εις τους Τούρκους, εν περιπτώσει ταραχής τινος μεταξύ Χριστιανών εν τη εκκλησία του Παναγίου Τάφου.
10) Είνε πρόσθετος απόδειξις της αξιοπιστίας της διηγήσεως, τόσω πολυτιμοτέρα όσω όλως ασχεδίαστος, ότι οι χαρακτήρες της Μάρθας και της Μαρίας, ως περιγράφονται συντόμως υπό του Ευαγγελιστού Ιωάννου, εντελεστάτα αντιστιχούσι και αρμόζονται προς τους χαρακτήρας των οποίοι φαίνονται εν τω ανεκδότω το οποίον διηγείται, ως είδομεν ανωτέρω, ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Όσοι απορρίπτουσι την γνησιότητα του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, ας εξηγήσωσι τουλάχιστον, ως λέγει ο Μάυερ, το «φιλολογικόν θαύμα».
11) Πειθόμενος εις τους ιδίους λόγους του, οφείλει να ομολογήση ενταύθα ο εμβριθής και βαθύφρων συγγραφεύς, ότι εις την ιδίαν ανάγκην, την οποίαν ησθάνθη η Μαρία, υπείχουσι και οι Χριστιανοί, οι μη Διαμαρτυρόμενοι, όσοι το εσωτερικόν αίσθημα της ευσεβούς στοργής των συνειθίζουν να εκδηλώσι δι' εξωτερικών σημείων, οίον προσκυνήσεων και ασπασμών των εικόνων και λειψάνων και άλλων θρησκευτικών ενθυμίων.