Title : Φυλλάδες του Γεροδήμου
Author : Argyris Eftaliotis
Release date
: October 23, 2010 [eBook #34118]
Most recently updated: May 29, 2017
Language : Greek
Credits : Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for his major work in proofreading
Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
his major work in proofreading
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold Words have been included in &.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &.
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ 44 — ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ — 44 1897
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ
1897
Αργύρης Εφταλιώτης.
Ταξίδευα, τώρα και τρία χρόνια, στ' Άγιο Όρος, και για διασκέδαση, και για να κοιτάξω κάτι χερόγραφα. Και σκαλίζοντας μια μέρα στη Βιβλιοθήκη, πήρε το μάτι μου δεμάτι χαρτιά τυλιγμένα σε κεντημένο μαντίλι, με σταυρό απ' έξω, κι από κάτω μεγάλα γράμματα, «Φυλλάδες του Γεροδήμου».
— Τι χαρτιά είν' αυτά; ρωτώ τον Καλόγερο που με συνόδευε.
— Και γω δεν καλοξέρω, αποκρίνεται ο Καλόγερος. Πέρασε πρόπερσι ένας γέρος από δω, και τ' αφήκε. Δεν ήθελε να πη μήτε πούθε ήρθε, μήτε πού πήγαινε. Είταν αμίλητος κι ακόντευτος. Ξήγησε μόνο στον Ηγούμενο πως αυτά είναι τα χερόγραφά του, κι όποιος περαστικός επιθυμεί ας τα διαβάση, κι όποιος τα διαβάση από την αρχή ως το τέλος και του αρέσουν, μπορεί και να τα πάρη μαζί του.
— Και δεν τα διάβασε κανένας ως τώρα;
— Κανένας. Τάρριξε ο Ηγούμενος μια ματιά, και μας είπε πως είναι γραμμένα σε βάρβαρη γλώσσα. Τα κοίταξε κ' ένας καθηγητής που ταξίδευε στα μέρη μας τις προάλλες, και σούφρωσε τα φρύδια του και τα χείλη του σαν το χορτάτο που βλέπει ξερό ψωμί.
— Είμαι περίεργος να τα δω και γω, είπα του Καλόγερου.
Και κάθισα, κι' άρχισα να διαβάζω. Και βλέποντας ο Καλόγερος πως δε μ' έπιανε αναγούλα και μένα, μόνο διάβαζα κι όλο διάβαζα, με καλονύχτισε (είτανε βράδυ), και μου είπε, σαν αποτελειώσω, να κλειδώσω και να φέρω το κλειδί στο κελλί του.
Πρέπει να κοντεύανε χαράματα σαν ξανάδεσα τα χαρτιά στο πανί. Τα πήρα στην αμασκάλη μου, έσβυσα το καντήλι, βγήκα και κλείδωσα την πόρτα. Τρέχω στο κελλί και ξυπνώ τον Καλόγερο και του δίνω το κλειδί.
— Τα διάβασα όλα, του είπα, κ' είναι δικά μου. Ορίστε αυτό το τάλλαρο για την καλωσύνη σου. Πηγαίνω τώρα στον αγωγιάτη μου, να ξεκινήσω με τη δροσιά. Έχε γεια, και προσκυνήματα στον Ηγούμενο.
Κ' έφυγα με τα χαρτιά του Γεροδήμου μαζί μου. Είτανε χτήμα μου, και δεν μπορούσε κανένας να μου τα πάρη. Μα οι Καλόγεροι είναι παράξενοι κάποτες, και δεν ήθελα ν' αρχίσω λογομαχητά μαζί τους, ανίσως και τους περνούσε υποψία πως κάτι αξίζουν αυτά τα χαρτιά. Καβαλίκεψα λοιπόν τάλογο, κ' έφυγα.
Σαν ήρθα στην Αθήνα, και τα ξαναδιάβασα, και μοναχός μου, και με τους φίλους μου, αποφάσισα να τα δώσω και στο Κοινό. Μηγαρή δεν είχα και του Γεροδήμου την άδεια; Ορίστε τι έγραφε επάνω στο ξώφυλλο:
«Αυτό το χερόγραφο δεν είναι μήτε αληθινές ιστορίες, μήτε παραμύθια. Είναι και τα δυο. Όποιος το πρωτοδιαβάση ως το τέλος, είναι ο κληρονόμος μου. Ας το κάμη ό,τι θέλει. Όποιος το μισοδιαβάση και πη πως δε βρίσκει μερικές αλήθειες μέσα σ' αυτό το παραμυθολόγι, και πως μερικά παραμύθια δεν είναι κι από αληθινές ιστορίες αληθινώτερα, ας έχη το ανάθεμα, αμήν».
Πρι διαβάσης τις φυλλάδες μου, Χριστιανέ που με πήρες στα χέρια σου, ίσως θέλεις να ξέρης ποιος είταν ο Γεροδήμος. Ας σου δηγηθώ λοιπό με λίγα λόγια τα πρώτα μου χρόνια, πριν καταπιαστώ τις άλλες φυλλάδες. Όσο για τα κατόπι τα χρόνια, μπορείς και να τα μαντέψης ως ένα βαθμό. Το παιδί θα σου δείξη τον άντρα. Δε γνώρισα, και πιστεύω μήτε του λόγου σου δε γνώρισες άνθρωπο που του άλλαξε τα καύκαλα ο καιρός.
Γεννήθηκα στο σπίτι της Μάννας Μου, σε νησί της Τουρκίας. Είταν αυγή, πρώτο λάλημα πετεινού. Το δικό μου είταν το δεύτερο λάλημα την αυγή εκείνη. Άκουσα πως σα με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμμή, έβλεπα το λυχνάρι, και στήλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δε μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι που σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένη λαός στο σκοτάδι, και σπίθα να δη, σφαλνά τα μάτια του. Κι αλλοί στον που τίναξε τη σπίθα στη μέση!
Ο πατέρας μου συχωρέθηκε πρι να γεννηθώ… Είμουμα λοιπόν της μάννας μου γυιός, και μ' εκείνην αρχίζω αυτά τα πρώτα μου χρόνια.
Και τ' αρχίζω με λίγα λόγια. Σκοπός μου, καθώς είπα, είναι να γνωριστώ με την αφεντειά σου, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε μου. Να ξέρης ποιος είναι που σου αφίνει αυτή την παράξενη σερμαγιά. Α σου πω πως είμαι ο Γεροδήμος, τίποτις δε θα καταλάβης. Α σου πω πως είμαι λιγνός, μαυριδερός, άσκημος, και λίγο κουτσός, τότες ίσως με ξανατυλίξης και στο μαντίλι, και Θεός πια το ξέρει πότε θα διαβαστούν αυτές οι φυλλάδες! Ίσως όταν χίλια χρόνια και δω γυρεύουνε χερόγραφα ν' αποδείξουν πως και προ χίλια χρόνια βρισκότανε Ρωμιοί που πασκίζανε να γράφουν τη γλώσσα τους.
Εκείνο που ίσως πρέπει να ξέρης είναι τι λογής γυναίκα είταν η μάννα μου, και με τι λογής μάτια μ' έμαθε να βλέπω τον κόσμο. Και τότες με καλό αρχίζουμε τη δουλειά μας.
Πρώτη φορά που φύλαξα την εικόνα της μάννας στο νου μου μέσα, είτανε σα μ' ένιβε μια Κεριακή πρωί και με συγύριζε να με πάη στην Εκκλησιά. Πρέπει να είμουν ως τεσσάρω χρονώ. Πώς πέρασαν αυτά τα τέσσερα χρόνια, από την ώρα που πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, ως την Κεριακή εκείνη που μ' ένιψε η μάννα μου στης αυλής τη βρυσούλα, είναι άγραφη ιστορία. Στο νου μου δε γράφηκε. Τι να τη λέγω; Δανεισμένα λόγια θα λέγω. Το πολύ να πω πως δεν υπόφερε το σπίτι μας από μεγάλο κακό, δεν ήρθε κανένας σεισμός να το πλακώση, κανένας δανειστής να βουλώση τις πόρτες του, δεν ήρθε πια κι ο χάρος να το ρημάξη. Τι θέλαμε άλλο; Τώρα που είτανε χήρα, τύλιξε η δύστυχη η μάννα μου το κεφάλι της με τη μαύρη τη μαγουλίκα, δούλευε στον αργαλειό, κ' έτσι ζούσαμε. Η αδερφή μου η Άννούλα, έξη χρόνια μεγαλήτερή μου, κοίταζε τις μικροδουλειές του σπιτιού, μου έκανε και την παραμάννα. Βλέπεις τώρα πως είχα κι αδερφή. Τη ζωγραφιά της θα τηνε δης κατόπι. Τη φυλάγω σε ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου, με καντηλάκι αναμμένο μπροστά της, που δε σβύνει ποτές.
Πήγαμε λοιπό στην εκκλησιά εκείνη την Κεριακή. Εκεί, μέσα στο γυναικίτη, μπροστά στο καφάσι, καθώς που έκανε το σταυρό της, εκεί ανασήκωσα το πρόσωπό μου και την καλοείδα πρώτη φορά τη μάννα μου, με μάτια που αφίνουν εικόνες μέσα στο νου. Είτανε μαύρα ντυμένη. Τα μάγουλά της κατάχλωμα. Από τη χαμηλωμένη ματιά της έσταζε τέτοια λύπη, που κοίταζες τα χείλη να δης τι τρέμει, και κει έβρισκες την πίκρα ζωγραφισμένη. Αυτά όλα τα μάζευα τότες και τάκρυβα στην καρδιά μου, να τ' ανιστορώ και να τα νοιώθω τώρα που μήτε κείνη πηγαίνει πια στην εκκλησιά, μήτε γω έχω τη δύναμη που μαζεύει λουλούδια της νιότης για την ερημιά που τη λένε γεράματα. Αν είσαι και συ εξηντάρης, αγνώριστε πατριώτη, πες μου, αν μπορής, πως δε βγάζεις και συ τέτοιες εικόνες από το θυμητικό σου, όταν καθίζης στον ίσκιο των χρόνων σου αδυνατισμένος κι αποσταμένος, να ξεκουραστής και να δυναμώσης. Πες μου α δε βρίσκης παρηγοριά στα γλυκά τους τα χρώματα, μα ας είσαι και φονιάς, κι αβοκάτος, και — δάσκαλος! Πες μου α δε φωνάζη τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάννα μου», κι ας έμαθες να κλίνης το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί!
Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ' εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάννα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάννα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τάλλα, για την καλή σου την τύχη . . .
ΣΗΜ. Εδώ αφίνουμε μερικά, που δεν φαίνουνται χρειαζούμενα για το σκοπό του βιβλίου.
… ανάδες μπορούνε να φανταστούν τι σημάδια μας αφίνουν τα λόγια και τα καμώματά τους, τι φυλαχτήρια καταθέτουνε στην καρδιά μας, έπρεπε κι από βασίλισσες να γίνουνται πιο περήφανες. Να ξέρουνε μόνο πως σαν αναπαύουνται στο μνήμα θα σπαρταράη ζωντανή μια τους πράξη, ένα τους χάδεμα στο νου του παιδιού τους, — τι άλλο θέλουν! Ποιος μεγάλος του κόσμου τεχνίτης αφίνει τέτοια σημάδια αθάνατα! Ποιος ποιητής, ή φιλόσοφος, ή και — &δάσκαλος&!
Άλλα δυο χρόνια πρέπει να κολυμπούσα στα παιδιακήσια μου χρόνια σαν ψάρι στα γαλανά του νερά, και κόσμο δεν έβλεπα παρά σαν πηδούσα κάποτες απάνω στο κύμα και κοίταζα στον αέρα πότε αχτίδες, πότε σκοτάδι.
ΣΗΜ. Κ' εδώ αφίνουμε μερικές σελίδες.
Περνούσαν ως τόσο τα χρόνια. Τον ένοιωθα πια τώρα τον εαυτό μου. Ήξερα πως είμαστε φτωχοί, πως έπρεπε να δουλεύη άνθρωπος για να ζήση, πως γι' αυτό δούλευε η μάννα μου, και πως σα μεγαλώσω θα δουλεύω κ' εγώ. Δηλαδή τόξερα, καθώς ήξερα πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και βουτάει στο πέλαγο. Το &γιατί& τους δεν το απείκαζα· το &γιατί& γλυκοχαράζει κατόπι, κι αυτό όχι πάντα. Στα παιδιακήσια τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνουνται όλα. Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτις άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πη και πως δε νοιώθουμε κόσμο. Παιδί δεν είνε που δε σκαρώνει ένα μικρόκοσμο γύρω του, με τους φίλους του, με τους εχτρούς του, άλλους να του ζητούνε δανεικά, άλλους να τονε ζουλεύουν, άλλους να τον κατατρέχουν, κι άλλους να τονε διαφεντεύουν. Παιδί δεν είνε που δεν έχει τις συλλογές του, τις πίκρες, τις στενοχώριες. Ποίος δε θυμάται σπάσιμο παιχνιδιού, φταίξιμο που δεν κρύβεται, ποιος δεν έννοιωσε κοφτερό μαχαιράκι στην καρδιά του σαν έφευγε κανένας αγαπημένος από το σπίτι, ή κι από τη γειτονιά; Εγώ τονε θυμούμαι ακόμη το φίλο μου το Ζανούλη σαν ταξίδευε για την Ίμπρο με τον πατέρα του. Ράγιζε η καρδιά μου. Είτανε βράδυ όταν με πλάκωσε η θλίψη αυτή. Η Αννούλα συγύριζε το τραπέζι και τραγουδούσε το καινούριο το τραγούδι της Λενιώς του Καλαφάτη. Κ' η μάννα, για να με κάμη να λησμονήσω τον πόνο μου, άρχισε να μου δηγάται την ιστορία του τραγουδιού. Μου παράστηνε κάτι Τούρκους που έρχουνται από την Ανατολή και φέρνουνε χαλασμό. Πατούνε σπίτια και πύργους, σκοτώνουνε χριστιανούς, κλέβουν τα παιδιά τους, και τα παίρνουνε στην Ανατολή και τα τουρκέβουν. Σαν πέτρες έπεφταν αυτά τα λόγια στο μικρό μου κεφάλι. Ξεχνώ την ιστορία της Λενιώς, κι αρχίζω και ρωτώ χίλια άλλα πράματα. Γιατί τους αφίνουμε τους Τούρκους και τα κάμνουν αυτά; Πώς δε λέμε του Δεσπότη να τους παιδέψη; Και σαν τουρκέψουν, τι γίνουνται τα παιδιά; Κ' η μακαρίτισσα μου τα ξηγούσε όλα με υπομονή, πως αυτοί είναι πιώτεροι από μας, πως είνε αφεντάδες αυτοί, πως εμείς άλλο φίλο δεν έχουμε παρά το Θεό, κι ο Θεός θα μας γλυτώση μια μέρα από τους Τούρκους, καθώς μας γλύτωσε από το θανατικό πρόπερσι.
Με θεράπεψε η προφητεία αυτή. Ο Θεός θα μας γλυτώση. Ένα φύσημα, και θα τους πετάξη όλους στη θάλασσα. Εμείς θα καθούμαστε στα μιντέρια, κι αυτοί θα πετούν και θα φεύγουν.
— Ως τόσο τι την έκαμαν τη Λενιώ; ρωτώ άξαφνα.
Εκείνη την ώρα, να και μπαίνει ο γερο-Βασίλης. Ο γέρο Βασίλης είχε παρμένο αποκοπή το χτήμα μας στην αγαπημένη αυτή την εξοχή που περνώ τώρα τα γερατειά μου, και που τη λένε Μεσοβούνι. Ερχότανε συχνά το βράδυ, και δειπνούσε μαζί μας. Πρόσχαρος γέρος, λίγα λόγια με ξένους, πολλά με δικούς. Μπορούσε να πηδήξη σε πηγάδι για να γλυτώση σκυλί, μα είταν καλός και να ξαντερώση κλέφτη, αν τον έπιανε σταμπέλι. Κατοικούσε στο χτήμα, στο ίδιο μέσα το καλύβι που γράφουνται αυτές οι φυλλάδες, χτισμένο σε χρόνους που δεν τους έφταξε μήτε κείνος. Και τώρα που είτανε χειμώνας, ανέβαινε στο χωριό. Έτρωγε, κουβέντιαζε, κ' ύστερα πλάγιαζε· και το πρωί, πρι να φέξη, είτανε φευγάτος με το ζεμπίλι του.
Έμπαινε λοιπόν ο Βασίλης εκείνη τη βραδιά, κι από το συνηθισμένο του πιο γελαζούμενος. Είταν καλός ψαράς, και θαρρέψαμε πως μας έφερνε μεγάλη αρμαθιά σαργούς. Μα το ζεμπίλι, άλλο από μαύρες ελιές δεν είχε.
— Τι τρέχει, γέρο, και μας έρχεσαι απόψε τόσο χαρούμενος; ρωτάει η μάννα.
— Τηνε βρήκα τη Λενιώ και την έφερα πίσω άρρωστη, χλωμή, αδυνατισμένη, μα απείραχτη και τιμημένη σαν τη δροσιά πας στο φύλλο. Ο Θεός της έστειλε την αρρώστια και τηνε γλύτωσε από τα καταραμένα τους νύχια. Δέκα μέρες βασανιζότανε στου Καρά Μεχμέτη την κούλα, που τηνε φύλαγαν κρυμμένη ώσπου να γιάνη, μα πήγαινε από το κακό στο χερότερο. Έτρεμε μερονυχτίς σα να είτανε μαγεμένη. Μα εγώ θαρρώ πως είχε την Παναγιά μέσα της και τηνε βοηθούσε. Είπανε να την ξεκάνουνε, μα το είχαν προσταγή από τον αφέντη τους να μην την αγγίξουν ώσπου νάρθη στο δικό του χαρέμι. Φωνάζουνε λοιπόν τον άγιο τους τον Ντεντέ να τη διαβάση και να τη γιατρέψη. Τη βλέπει ο Ντεντές και λέει πως αυτή γιατρεμό δεν έχει, γιατί κρατάει Τίμιο Ξύλο απάνω της, που θα τη φυλάη μισοζώντανη ώσπου να γυρίση σπίτι της. Αυτός δεν τολμούσε να ταγγίξη το Τίμιο Ξύλο, κ' είπε και τους άλλους να μην ταγγίξουνε, γιατί θα γίνουνε σκόνη εκεί που στέκουν. Την παίρνουνε λοιπόν τη Λενιώ βράδυ βράδυ και τη βγάζουν όξω, και την αφίνουν ίσια ίσια κοντά στ' αμπέλι μας, στην ακρογιαλιά. Εγώ τότες ακούγω κλάματα, και πάω να δω τι τρέχει. Χώνουμαι ανάμεσ' από τις καλαμιές, σκύβω, και τι να δω! Τη Λενιώ του Καλαφάτη! Την ανέβασ' από τον τοίχο κρυφά κρυφά. Δεν ήξερ' ακόμα τι έτρεχε, θάρρεψα πως τους ξέφυγε η μικρή. Την πήρα στο καλύβι, και ρωτώντας την έμαθ' αυτά που σας είπα.. Μου τάλεγε κλαίγοντας. Δεν το καλοπίστευα πως έβλεπα τη Λενιώ. Και σα συλλογιούμουν από τι Κόλαση γλύτωσε, ανέβαινε μεγάλος κόμπος εδώ στο λαιμό μου, και μ' έπνιγε. Ως τόσο σκοτείνιασε, κ' είταν ώρα να τηνε φέρω και στο χωριό. Τράβηξα αγάλι' αγάλια, με τη Λενιώ στον ώμο, δώδεκα χρονώ μαραμένο λουλούδι. Ακόμα έτρεμε, μα όχι πολύ. Της είχα δώσει και μιαν αλισφακιά στο καλύβι. Να! ακούτε; ανοίξτε το παράθυρο ν' ακούστε.
Κι άνοιξε η μακαρίτισσα το παράθυρο, και τρέξαμε η Αννούλα και γω κατόπι της, κι ο γέρο Βασίλης μαζί μας, και σκύψαμε, κι ακούσαμε στο βαθύ το σκοτάδι φωνές, τσιριχτά, κλάματα, γέλοια, κάθε λογής ταβατούρι κατά το σπίτι του Καλαφάτη. Κλείσαμε το παράθυρο και καθήσαμε πάλι μέσα. Η μάννα μου είταν κατάχλωμη. Η Αννούλα αναρρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμμένοι, και πέθαναν οι ζωντανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ' από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου. Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της βραδιάς εκείνης παρά πως με σήκωσαν και με βάλανε στο κρεββάτι.
Είπαμε πως είτανε χειμώνας, και χειμώνας βαρύς. Ξύπνησα την αυγή και τουρτούριζα. Έτσι θάτρεμε κ' η Λενιώ, είπα στο νου μου. Σφύριζε ο βοριάς στα παράθυρα. Είταν ακόμα σκοτάδι, μα η καντήλα μισόφεγγε μπροστά στα κονίσματα. Ακούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα και κατέβηκα. Το γέρο ζητούσα να μου την αποσώση την τρομερή την ιστορία, μα είτανε φευγάτος ο γέρος. Άλλον τρόπο δεν είχε παρά να καταφέρω τη μάννα να μου το δηγηθή το κλέψιμο της Λενιώς. Και σαν έστρωσε η Αννούλα το τραπέζι, και καθήσαμε, την παρακάλεσα τη μακαρίτισσα να μου τα ξηγήση.
— Α μου το τάζης πως δε θα φοβηθής πάλι, σου τα λέω, μου κάνει. Ήρθαν τις προάλλες μια βαρκιά ζεϊμπέκια από πέρα σ' ένα τούρκικο γάμο. Χορεύανε μια βραδιά γύρω στο μασαλά. Πήγαν όλοι να τους δουν, πήγε κι ο Καλαφάτης με την κόρη του. Το είδαν οι ζεϊμπέκοι το κορίτσι, και βαλθήκανε να το κλέψουν και να το πάρουνε στην Ανατολή. Τέλειωσε ο γάμος, έφυγαν τα ζεϊμπέκια, μα έμειναν πίσω δυο τρεις τους· και μια μέρα, καθώς πήγαινε η Λενιώ στο Σκολειό, την πιάνουνε σ' ένα παράμερο σοκάκι, την παίρνουν και φεύγουνε. Δέκα μέρες δεν ακούστηκε η Λενιώ. Την έκλαιγαν οι δικοί της, την τραγουδούσε ο κόσμος, Τάλλα τάκουσες από το γέρο Βασίλη. Τρώγε τώρα τις τηγανήτες σου.
Πού όμως τηγανήτες, που τους έβλεπα τους Τούρκους να βάζουν τη
Λενιώ στο σακκούλι τους και να φεύγουν!
Ξημέρωσε ως τόσο, και τοιμάστηκε η μάννα μου να πάη να δη και κείνη την Καλαφάταινα. Του κάκου την παρακάλεσα να με πάρη και μένα. Μ' άφησε κλαμμένο κι απαρηγόρητο, που δεν μπορούσα, να τη δω τη Λενιώ.
ΣΗΜ. Εδώ δηγάται κι άλλα ο Γεροδήμος, που δε φαίνουνται και πολύ σπουδαία, ώστε ταφίνουμε.
— Θαρρώ πως πιώτερο θες να δης τη μικρή παρά το Σκολειό, μου λέει η μακαρίτισσα, σαν είδε πως ήθελα και καλά ναρχίσω Σκολειό. Περίμενα πρώτα να γυρίση ο χρόνος. Μα ας είναι κι απ' αύριο. Να ο φύλακάς σου.
Κ' ανοίγει σερτάρι, και βγάζει μαύρο τσόχινο φύλακα με χρυσά γράμματα κολλημένα απάνω. Τον πήρα το φύλακα, και κοιμήθηκα μαζί του εκείνη τη νύχτα.
Κι από τώρα αρχινάει το Βασανιστήριο που μια και για πάντα στρεβλώνει κάθε ρωμιόπουλο, η κόλαση που στεγνώνει και ζαρώνει το νου του ώσπου γίνεται μούμια, μούμια που βγαίνει κατόπι στον κόσμο φασκιωμένη με τον πάπυρο του Δασκαλισμού, και στολισμένη με τα κουδούνια κορακίστικης γλώσσας, που πρι να πατήση μέσα σε Σκολειό δεν την ήξερε, που τέλεια ποτές δεν τη μαθαίνει, επειδή κανένας δεν ξέρει πούθε αρχινάει και πού τελειώνει αυτή η γλώσσα· αγκαλά κι' αν μπορούσε να τη μάθη, δε θα του χρησίμευε και πολύ, αφού τίποτις δικό του δεν έχει να πη και να γράψη, δε διδάχτηκε να συλλογιέται απατός του, μόνο πηγαίνει κατά τα γραμμένα τα βιβλία.
Κ' έτσι βγαίνει το παλικάρι στον κόσμο, κι από την πολλή την «παιδεία» σκοντάβει στο παραμικρό πετραδάκι που βρεθή απάνω στο δρόμο του. Δε νοιώθει καλά πού πατά, — τη γεωλογία την ξέρει μοναχά από το λεξικό πως υπάρχει. Δεν πολυαξίζει το ψωμί που τρώει, — τη γεωργία την έχει για πρόστυχη τέχνη. Μια σφυρίχτρα δεν είνε άξιος να φυσήξη. Μια κουκουβάγια δεν ξέρει να ζωγραφήση. Μια γροθιά δεν μπορεί να δώση. Ένα πράμα έμαθε μοναχά, πως «Αρχή Σοφίας φόβος Κυρίου». Δηλαδή ξέρει πως εδώ υπονοείται το «εστί». Αυτό ξέρει, κι αυτό όχι πάντα.
Ας ταφήσουμε όμως αυτά τα λυπητερά για την ώρα, κι ας γυρίσουμε πάλι στην ιστορία μας.
Είτανε Δεκέβρης μήνας, τα κρούσταλλα κρεμιούνταν από τις στέγες των σπιτιών σα χταπόδια, ο βοριάς ξύριζε και σπανούς, την αναπνοή σου την έβλεπες μια πήχη μακριά μπροστά σου, οι πουλητάδες φωνάζανε στους δρόμους κι' από το συνηθισμένο τους πιο μεγαλόφωνα, ίσως να ζεσταθούν, κ' εγώ έβγαινα μαζί με την Αννούλα και με το φύλακα στη μασκάλη να πάγω Σκολειό. Συμμαζεμό δεν είχα από την πολλή τη χαρά.
Γυρίσαμε μερικούς δρόμους, περάσαμε κοντά από τα Τούρκικα, είδαμε το σοκάκι που κλέψανε τη Λενιώ, ανεβήκαμε τον ανήφορο, μπήκαμε σε μια κόκκινη πόρτα, και βρεθήκαμε στην αυλή του Σκολειού.
ΣΗΜ. Εδώ δηγάται τα πρώτα του μαθήματα και παθήματα ο Γεροδήμος, που τον κακομεταχειρίστηκε ο δάσκαλος, κ' έφυγε. Τα ίδια περίπου και στο πέμτο το κεφάλαιο. Δεν είναι μεγάλη ανάγκη να ξαναγραφούν αυτές οι σελίδες, και τις αφίνουμε.
Ως τόσο δεν αργήσανε ναρθούν τα Χριστούγεννα. Τα φορέματα που μου τοίμαζε τώρα και δυο βδομάδες η αδερφή μου είτανε βαλμένα κοντά στο προσκέφαλό μου, να τα βρω την αυγή σα με ξυπνήσουνε να με πάρουνε στην εκκλησιά. Σηκωθήκαμε τρεις ώρες πρι να ξημερώση. Το «κόλι» ακόμα φώναζε από το κάστρο, και τάγρια λόγια του αντιλαλούσανε στον αέρα: «Καρά Κολ, Χαζίρ ολ!» Μούγκριζε το κόλι σα θεριό που ξυπνάει τη νύχτα για να τρομάζη τον κόσμο· μουγκρητό κι από του λιονταριού τρομερώτερο.
Μα όχι, δεν είναι το Κόλι θεριό. Είναι αναστημένος προφήτης που βγαίνει από το μνημούρι του, κι ανεβαίνει στην Τάμπια, και φωνάζει πως εδώ, εδώ είναι η Κόλαση η αληθινή, κι όχι στον κάτω τον κόσμο. «Καρά Κολ, Χαζίρ ολ!» Μην τους χαρίζετε τίποτις αυτούς τους σκλαβωμένους αμαρτωλούς, λέει η άγρια η φωνή του Προφήτη. Τους πρέπουνε μεγάλα και φριχτά βάσανα. Στον άλλον τον κόσμο τόση πίσσα δε βράζει. Εκεί βασανίζουνται οι ψυχές για μικρά κρίματα. Εδώ είναι που πλερώνουνται οι μεγάλες οι αμαρτίες. Στα χέρια σας, ω πιστοί, είναι δοσμένη η φοβερή η αγγαρεία, να τους τυραννήτε τους κολασμένους. Μην κοιμάστε, κι ας είναι και νύχτα. Όπου κρυφοστενάζουν οι κολασμένοι, εσείς, «Χαζίρ ολ!»
Αυτά κι' άλλα τέτοια μου είπε το Κόλι πολλές φορές. Τώρα άκουγα μονάχα το μουγκρητό, κι ανατρίχιαζα. Η μάννα μου μ' έντυνε, κ' εγώ άκουγα ταγριεμένο το Κόλι.
Άξαφνα, — Νταγκ! Χτυπάει και το σήμαντρο! Ανάσανε η ψυχή μου! Να που ζούσε και κάποιος άλλος στον κόσμο έξω από το Κόλι! Ο γέρος ο Παπά Νικοδήμος, που μας προσκαλούσε να πάμε να προσκυνήσουμε το Χριστό που γεννιέται.
Πήραμε το φανάρι, και βγήκαμε. Στον ουρανό λαμπρή ξαστεριά· κάτω στη γης, σκοτάδι βαθύ. Περνούσαμε τους στενούς δρόμους αμίλητοι σα φαντάσματα. Έτρεμα από το κρύο, κι' από την κρυάδα της νύχτας εκείνης. Ο χειμώνας συντρόφευε με το Κόλι, να με τρομάξουν. Άκουγα το μουγκρητό και περπατούσα βιαστικά και με ψεύτικο θάρρος. Και μόνο παρηγοριούμουν κ' ησύχαζα σαν έπεφταν του φαναριού η αχτίδες σε κανέναν τοίχο, σε καμιά πόρτα που γνώριζα. Μου φαινότανε σαν κάποιος φίλος που μούλεγε, — Κοντά σου είμαι, και μην τρομάζης.
Ακόμα λίγο, και φτάξαμε. Ανεβήκαμε το νάρθηκα, και μπήκαμε μέσα. Είμαστε από τους πρώτους.
Ο Παπα Νικόδημος γύριζε ακόμα, δω και κει κ' έδινε προσταγές του Καντηλανάφτη. Δεν ανεβήκαμε στο γυναικίτη. Σταθήκαμε στη γωνία των γριών, σιγά σιγά μαζεύτηκε κι ο άλλος ο κόσμος. Ήρθε κι ο δάσκαλος, κ' έπιασε το στασίδι του δεξιού του ψάλτη. Κι ο δεξής ο ψάλτης, που έψαλλε μοναχός του τις Κεριακές, πήγε τώρα από ταριστερά. Kι' άρχισε ο αξημέρωτος ο «όρθρος». Τα τροπάρια περνούσαν από το δεξί παγκάρι στ' αριστερό, και σαν τέλειωναν, τα ξανάρχιζαν πάλι, να μαζευτή όλος ο κόσμος. Καλά τάψαλναν, και χαιρούσουνα να τακούς. Το τι όμως έλεγαν, αυτό δεν είτανε κανενός δουλειά.
Ένα πράμα νοιώθαμε τότες, κι αυτό είταν η μουσική, ο θησαυρός μας αυτός ο καταφρονεμένος, ίσως επειδή δεν είναι φερμένος απ' έξω, μήτε ξεχωσμένος από τη γη, μόνο ζη και βασιλεύει με χίλια τραγούδια, μοιρολόγια και ψαλμωδίες. Αν είναι τα «ιδιόμελα» κατεβασμένα από χρόνους παλιούς, δεν πάει να πη πως είναι και πεθαμμένα. Κοίταξε όμως γνώση: Τη νεκρή τη γλώσσα, πολεμούμε να τη ζωντανέψουμε, και τη ζωντανή τη μουσική, να την πνίξουμε μες στη φράγκικη! Για να πολιτισθούμε, όλα μας πρέπει ναλλάξουν. Η Μουσική μας πρέπει νάρθη από την Ευρώπη, κ' η γλώσσα μας από την Αρχαιότητα. Σιγά σιγά θα μας φέρνουν και τις χαρές μας από τον Παράδεισο, και τους πόνους μας από την Κόλαση, και σα δεν έχουμε πια τίποτις δικό μας, θα ψάλλουμε στον πλάγιο του τετάρτου, — το μόνον ήχο που ξέρουνε στην Ευρώπη, — «Ευοί Ευάν» με τους αγγέλους, και «Ιώ, ιώ» με τους δαιμόνους. Και τότες θα δοξαστούμε, και θα δη η «Εσπερία» τι μεγάλο έθνος γενήκαμε, και θα μας δώση την Πόλη.
Ως τόσο άρχισε να γλυκοχαράζη ο ουρανός, άρχισε να λάμπη κ' η «Βασιλεία του Θεού» στον κόσμο, και στάθηκε και τηνε βλόγησε ο πάτερ Νικόδημος στη μέση της Εκκλησιάς. Έφευγε ο «όρθρος» από τον ουρανό, έφευγε κι από την Εκκλησιά. Στον ουρανό έβγαινε ο ήλιος, στην Εκκλησιά ο Χριστός. Χαρά και φως έξω, παρηγοριά κ' ελπίδα μέσα στις απλοϊκές, εκείνες τις καρδιές που είχαν ακόμα σταλαματιά πίστη και βλέπανε στο νου τους τη φάτνη με το Ουράνιο το Βρέφος στην αγκαλιά της Χαριτωμένης του μάννας.
Και καθώς κοίταζα τη λειτουργία, κι άκουγα τους ψαλτάδες, και τα παιδιά που τραβούσαν τον ίσιο (στραβά οι πιώτεροι), σκύβ' η μάννα μου και μου λέει στ' αυτί.
— Να η Λενιώ, που δεν μπόρεσες να τηνε δης στο Σκολειό. Έρχουνται κατά το δικό μας το μέρος. Κοντά μας στέκουνται σήμερα.
Ξεχνώ αμέσως τις ψαλμωδίες, και γυρίζω να δω τη Λενιώ.
Ένα κοριτσάκι κάτι αψηλότερο από μένα, ξανθούτσικο, χαμηλόβλεπο, γελαζούμενο, νόστιμα ντυμένο, και μ' άσπρο μαντιλάκι στο χέρι. Η μάννα της, μαγουλικωμένη και μαυροφόρα, ακολουθούσε. Ήρθαν και στάθηκαν πλάγι μας. Α ζωντάνευε της Παναγιάς η εικόνα, κ' έρχουνταν έτσι να σταθή κοντά μου, δε θα με γλυκοτρόμαζε πιώτερο. Τι να είταν το μυστήριο που κρυφοχύθηκε και μου την έκαμε βλαστάρι τρυφερό την καρδιά μου! Αγάπη δεν μπορούσε να είναι· πρέπει να είταν ο ανθός της αγάπης, μοσκοβότανο φυτρωμένο στο μίσος του άγριου του Τούρκου. Είχα ηρωΐδα μπροστά μου, μια ψυχή που τη διάλεξε ο Θεός να την αγιάση από δέκα χρονώ, και να τη γλυτώση με παράξενο θάμα. Και πώς να μην τη λατρεύω, που έβλεπα πως όλα είταν αλήθεια, όλα. Και της Αννούλας το τραγούδι, και τα λόγια του Γέρο Βασίλη, και της μάννας οι ιστορίες. Δεν είταν η Λενιώ από κείνες τις αθώρητες τις Νεράιδες ή τις Βασιλοπούλες που μας μαγεύουνε στου χειμώνα τα παραμύθια. Τάβλεπα ολοζώντανα τα γαλανά της τα μάτια, το λαμπερό μέτωπό της, τα ξανθουλλά της μαλλιά.
Δεν άργησε η απόλυση. Δεν το πίστευα πως μοίραζε τ' αντίδωρο ο πάτερ Νικόδημος, και πως γύριζε ο κόσμος στα σπίτια του. Άλλη είταν η γειτονιά της. Πήρα τότες το δρόμο μας με βαρειά και με λυπημένη καρδιά.
Δε σας αφίνω, παλιά μου χρόνια! Θα σκαλίζω, θα ξετρυπώνω, και θαραδιάζω… Ένα ένα θα τα ξετυλίγω τα ψυχικά φυλαχτήριά μου… Να σε χαρώ, ανυπόμονε πατριώτη, μη μου ταφίνης έξω αυτά. Κάλλιο να μπαίνης στο περιβόλι, να κοιτάζης το δέντρο, και να κόβης από τα κλωνιά του το πωρικό, παρά να τρέχης να το χαρής κομμένο στο πιάτο. Δε μ' έννοιωσες, τάχα; Τάχα δεν έφαγες ποτέ σταφύλια στ' αμπέλι; Δεν είχες ποτέ σου αμπέλι, κούτσουρα αραδιασμένα το χειμώνα, ύστερα ν' αρχίζη να πρασινίζη, να βγάζη τα χνουδωτά σημάδια της νιότης, να πετάη βλαστάρια και να κλαδώνη, κατόπι νανθίζη και να κρεμιένται τα χιονάτα λουλούδια του, έπειτα μικρές αγορίδες, κι αυτές να μεγαλώνουν και να γίνουνται σιγά σιγά κόκκινες, ώσπου να καταντούνε σταφύλια; Σα να μου λες, θαρρώ, ναι. Έχε λοιπόν υπομονή, και κατέβαινε τώρα στ' αμπέλι που πρασινίζει, ίσως δώση ο Θεός και μαζέψης καρπό κατόπι.
Πώς να μην τη θυμηθώ την πρωτοχρονιά εκείνου του χρόνου, που φυσούσε η νοτιά σα δαιμονισμένη, η θάλασσα φούσκωνε σα να ήθελε να μας καταπιή, τα κεραμίδια πέφτανε σα χαλάζι, σφύριζαν τα παράθυρα, και το σφύριγμά τους ανεβοκατέβαινε σαν τσιριχτό γυναίκας που την έπιασαν πόνοι… Τη θυμούμαι, κι ως τόσο το νοιώθω πως φοβάσαι να μη σου τα ιστορήσω τα τραγούδια που τραγουδήσαμε, τα ρόδια που σπάσαμε, τις μερίδες που κόψαμε, τα λιόφυλλα που ρίξαμε στη φωτιά να πηδήξουν και να μας πουν την καλή μας τη μοίρα. Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Νάρθης όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γέρο Βασίλη εκείνο ταπομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό είταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε.
Τι να κοίταζε! Ταγριεμένα τα κύματα; Τα θολωμένα τα βουνά αντίκρυ; Τις μπόρες που αρμενίζανε μακριά κ' έδεναν τη θάλασσα με τον ουρανό; Τίποτις απ' αυτά δεν κοίταζαν. Τα μάτια τους είτανε στηλωμένα σε δυο κατάρτια που στεκότανε μισογερμένα απάνω στα κύματα, μ' ανοιγμένα πανιά. Η γολέττα, η άγκουρά της, ταμπάρια της, όλα στο βάθος! Τα είχε καταπιωμένα η αχόρταγ' η θάλασσα. Είταν κι ο Καπετάν Μουσταφάς εκεί κάτω. Κ' οι ναύτες τους, κ' οι βλαστημιές τους, όλα πνιγμένα! Μόνο που είτανε ρηχά τα νερά, κ' έμειναν τα κατάρτια απ' έξω, και τάδερνε ο άνεμος και τους σάλευε το μνημούρι τους. Ως και νεκρούς δεν τους άφινε η φουρτούνα!
Σα μεγάλωσα, και το συλλογιούμουν εκείνο το περιστατικό, έλεγα, ίσως κάτι ήθελε να μας πη ο Άη Βασίλης εκείνη τη μέρα. Πώς έτσι θα φουρτουνιάση μια μέρα κ' η Ρωμιωσύνη, και θα τους καταπιή όλους τους. Και περίμενα την προφητεία να βγη!
Μα σα γέρασα, κ' είδα πως η Ρωμιωσύνη από τέτοιες φουρτούνες δεν παίρνει, είπα, Κρίμα στον καημένο τον Καπετάν Μουσταφά! Δεν ήτανε σημάδι του Άη Βασίλη, είταν η κακή του η τύχη και πνίγηκε. Ένας Τούρκος παραπάνω, ένας παρακάτω, τι σημαίνει! Κρίμα στον Καπετάν Μουσταφά!
Μπήκα, πια τώρα σταληθινά τα βάσανα. Παν τα παιχνίδια, παν τα χρόνια που λάμπουνε στο πρόσωπό μας σαν το γλυκοχάραγμα της αυγής, κι αρχίζει δουλειά φοβερή μέσα στον ήλιο που τονε λένε ζωή· ήλιο που μας φέγγει να δούμε τι μεγάλο καλό είχαμε και το χάσαμε. Όχι πως δεν ξανάρχεται η χαρά. Έρχεται σαν ξαναβρεθούμε στο σπίτι μας ύστερ' από μακρινή ξενιτειά, σαν πρωτοφιλήσουμε την καλή μας, σαν τη βλέπουμε και βυζάνει το πρώτο της, σα χορεύουμε πρώτο εγγόνι στα γόνατα μας, έρχεται τότες η χαρά και μας βαλσαμώνει. Μα είναι βαλσάμωμα, γιατρειά πόνου, κι όχι παντοτεινή γιατρειά. Η καθαυτό η χαρά που καταπονάει τον πόνο και τον πνίγει μες στην καρδιά, είναι η παιδιακήσια η χαρά, κι αυτή δεν ξανάρχεται.
Δεν μπορούσα πια τώρα να τον ξεφύγω το δάσκαλο. Και μήτε δεν τόθελα. Για χάρη της Λενιώς μου, τον αγαπούσα το Δάσκαλο…. Κ 'έτσι άρχισα να προκόβω.
Άρχισα να προκόβω καθώς προκόβει και πάει μπρος η βαρκούλα ανάμεσα σε δυο ενάντια ρέματα. Τόνα της συντροφιάς των παιδιών, τάλλο, της καμαρωμένης δασκαλικής μας. Τα παιδιά μού χωράτευαν ή και μού βλαστημούσανε ρωμαίικα, ο δάσκαλος με καθοδήγευε κορακίστικα. Έτσι και τα βιβλία του, σαν άρχισα και τα μισόνοιωθα. Η μακαρίτισσα με καμάρωνε σαν τα διάβαζα το βράδυ κοντά στο λυχνάρι. Κ' έλεγε, τι μεγάλη τύχη που την έχουν τα παιδιά τώρα, που μαθαίνουνε &γράμματα&. Τάλεγε &γράμματα&, γιατί δεν καταλάβαινε λέξη. Αν είτανε γλώσσα της, δε θα είτανε γράμματα. Λες το μούστο &γλεύκος&, και γίνεται γράμματα. Γράφεις πως το φαΐ είναι &κεκολημένον&, και μυρίζει &κνίσσαν&, και γίνεται κι αυτό αμέσως γράμματα. Αλλάζεις λέξες και πηγαίνεις εμπρός. Και με το βάσανο να βρης τη λέξη, ο Θεός να σε βοηθήση να βρης και το τι θα πης. Α θελήσης να γράψης τίποτις που το συλλογίστηκες απατός σου, κι όχι κάποιος αρχαίος ή φράγκος, — ένα παραμυθάκι ας πούμε, — δε βρίσκεις λέξες για το μισό, γράφεις λοιπόν τάλλο το μισό. Και κείνος πάλι που σε διαβάζει, αν τύχη κ' είναι αρχάριος, δεν καλοχωνεύει τα μισά που διαβάζει, κ' έτσι του μένει το τέταρτο. Ο άλλος ο κόσμος κερδίζει από τα βιβλία του εκατό τα εκατό, εμείς εικοσιπέντε τα εκατό. Τάλλα τα εικοσιπέντε είναι δοτικές κι αναδιπλασιασμοί, και τα πενήντα μήτε γράφηκαν! Κ' έτσι βγαίνει το ρωμιόπουλο στης ζωής την παλαίστρα αρματωμένο κορακίστικες λέξες και φράσες.
Τις αραδιάζει, και γίνεται η δουλειά του. Οι σολοικισμοί κ' οι βαρβαρισμοί είναι ψύλλοι στ' άχυρα. Τώρα πρέπει να βγη το ψωμί όπως όπως. Θα πης, και τι να σου κάμη λαός που φορτώνεται πεθαμμένη γραμματική που χρειάζεται ζωή αλάκερη να τη μάθης! Θάμα είναι κι αυτό που σου κάμνει. Θάμα που έχουμε πέντ' έξη νομάτους στη χώρα και μας γράφουν την κορακίστικη δίχως να μας φέρνουν ανέκατο… Τάχα λες πως όλοι θα γίνουμε μια μέρα σαν κι αυτούς τους πέντ' έξι; Σπολλάτη! Ας σφαλήξουμε λοιπόν ταργαστήρια μας, ας στουπώσουμε ταυτιά μας, ας δέσουμε τα χέρια μας, κι ας μελετούμε την αρχαία ώσπου να φτειάξουμε μια καλή κορακίστικη. Να πούμε όμως και του αλλονού του κόσμου να μην πολυβιάζεται με τον πολιτισμό, να τον προφτάξουμε και μεις. Να μας απαντέξουνε κ' οι Βούλγαροι, γιατί σπουδάζουμε την αρχαία τη γραμματική· και κατόπι, μετριούμαστε και με δαύτους.
Αυτό είτανε τόνα το ρέμα, το τεχνητό. Είχαμε όμως και τάλλο, το φυσικό. Επειδή, ποιο αγόρι ή κορίτσι μπορεί να ξεφύγη τις χίλιες μωρολογιές, νοστιμιές, αβανιές, φοβέρες ή και βρισιές που κατρακυλούν ολόγυρά του σαν πέτρες μαζί με το χείμαρρο; Σε ποιο Σκολειό δε σημαδεύεται το παιδί με τέτοια κατρακυλίσματα; Ποιος δεν έμαθε να &καταριέται& στη γλώσσα του; Ποιος δε βγάζει, το πάθος από μέσα του σα ζωντανό φείδι, τον πόνο του σα ζεστό αίμα, και σαν αχνό τη λαχτάρα του; Ποιος «Ελληνομαθής» δε θα φωνάξη ένα χωριάτικο ωχ, αν του πατήσης, ας είναι και το νυχάκι του δασκαλήσιου του τού ποδός;
Αν τα λόγια της αγάπης είναι της μάννας, τα πιώτερα τα λόγια του πόνου και της ζωής είναι των πρώτων συντρόφων μας. Ή της μάννας είναι ή των συντρόφων, κάθε χαρά ή λύπη, κάθε λαχτάρα ή απελπισία, κάθε μίσος, κάθε τρόμος ή θυμός που κλονίζει το νου μας, κάθε σταλαματιά που γυρίζει στις φλέβες μας είναι ζυμωμένα με την καταφρονεμένη τη γλώσσα που ντρεπόμαστε να την πούμε δική μας. Είναι χτήμα της καρδιάς μας η γλώσσα, δε θέλει να ξέρη άλλη γλώσσα η καρδιά μας. Και νάθελε, μια κορακίστικη λέξη δε θα μπορούσε να τσαμπουνίση απάνω στον πόνο της. Καρδιά και γλώσσα μεγαλώνουνε σα δίδυμες αδερφάδες. Η μια διαφεντεύει την άλληνα. Κάθε πόνος και το τραγούδι του, κάθε πάθημα και την παροιμία του. Πού να τις ξεχωρίση μια πεθαμμένη γραμματική! Άλλο τόσο παγώνουν οι παγωμένοι της οι κανόνες σε μια καρδιά που ξέρει τι θέλει, που γυρεύει την τρυφερή τη λέξη να παραστήση τον πόνο της, την κοφτερή να δείξη το πάθος της. Πού ακούστηκε τέτοιο κακό! Πού ακούστηκε Αχιλλέας ή Αμλέτος να πασαλείβη το πάθος του με τέτοιους σουβάδες; Σε ποιο βιβλίο γράφηκε πως οι μεγάλοι οι τεχνίτες του κόσμου πήραν από δασκάλους τη γλώσσα τους! Του κάκου, όλη η ιστορία σας κατατρέχει, καλοί μου σοφοί. Όλος ο κόσμος θρούβαλα τις κάνει τις θεωρίες σας. Εμείς μόνο τα ρωμιόπουλα σας αφήσαμε και μας πήρετε στο λαιμό σας, και μας τραβήξετε από τη γελαστή μας ακρογιαλιά σε βάθια μαύρα και σκοτεινά, και πάτε να μας πνίξετε τώρα μαζί σας.
ΣΗΜ. Εδώ δηγάται ο Γεροδήμος μερικές περιπέτειες του Σκολειού του, και τις αντάμωσές του με τη Λενιώ. Δεν πολυχρειάζονται για τον καθαυτό σκοπό του βιβλίου, ώστε το παραλείπουμε κι αυτό το κεφάλαιο.
Δεν ξέρω πόσα χρόνια, και πόσοι μήνες πέρασαν από τότες που με πρωτοπήρε η μάννα μου στο Σκολειό. Πρέπει να είμουνα στα δώδεκα τώρα. Πρέπει να κόντευε χρόνος που δεν ήρχουνταν πια μήτε η Ελένη μήτε η Αννούλα. Δεν την έβλεπα πια τώρα κάθεμέρα την Ελένη. Δεν την άκουγα την τρεμουλιαστή τη φωνή της καθώς τότες που διάβαζε στην τάξη των κοριτσιών. Δεν την είχα πια αντίκρυ μου να με περεχά με το φως της. Είταν κλεισμένη πια τώρα στο σπίτι της, και δεν τη συχνόβλεπε μήτε η Αννούλα.
Όχι· την έβλεπα μες στο νου μου, και την είχα πάντα μες στην καρδιά μου. Τα γλυκά της τα μάτια φεγγοβολούσανε σιμά μου σα μ' έτρωγαν τα βάσανα του Σκολειού, μεγαλήτερα βάσανα τώρα. Πήγαινα να ποτίσω το περιβόλι το βράδυ, και σα Νεράιδα την έβλεπα κ' έτρεχε ανάμεσα στα λουλούδια. Να παίξω πήγαινα με παιδιά, και παραφύλαγε να με τραβήξη, να με πάρη μαζί της. Κοιμούμουν, και στον ύπνο μου ήρχουνταν. Ξυπνούσα, και πάλι σιμά μου την ένοιωθα. Της μιλούσα, χίλια της έλεγα λόγια γλυκά, λόγια που μήτε τάκουσε, μήτε τα ονειρεύτηκε ίσως.
Είταν τώρα διακοπές, καλοκαίρι. Κεριακή βράδυ, χαρά Θεού. Ο ήλιος έγερνε και περεχούσε ταψηλοχτισμένο χωριό με χρυσοκόκκινη αναλαμπή. Η θάλασσα κοιμότανε σα να τη μέθυσε το γλυκό καλοκαίρι. Τα πουλιά κελαϊδούσανε στα περιβόλια, σα να μάλλωναν ποιο να πρωτοπάρη το καλλίτερο το κλωνί για κρεββάτι του. Οι λυγερές οι φωνές και τα γέλοια της γειτονιάς αντιλαλούσανε στον αέρα σαν πανηγύρι, οι ναύτες τραγουδούσανε στο λιμάνι, όλος ο κόσμος χαιρότανε.
Είπα της μακαρίτισσας, ας πάρουμε την Αννούλα κι ας πάμε όξω και μεις. Να δούμε τη θάλασσα· να ρίξουμε δυο πέτρες μες στο γιαλό. Να κοιτάξουμε τα βουνά, να πάρουμε καθάρια αναπνοή. Έβαλε λοιπόν το σάλι της και βγήκαμε. Στο δρόμο, ανταμώνουμε το γέρο Βασίλη. Και καλά να γυρίσουμε πίσω· να μη βγούμε· σπίτι να πάμε· κάτι κρυφομίλησε της μάννας μου, και γυρίσαμε. Κάτι μισοάκουσα για μια καινούρια βαρκιά που μας ήρθε πάλι.
— Άι, στην υγειά σου, μου κάνει ο γέρος πίνοντας τη μαστίχα του, και νάχουμε την ευκή της Λενιώς. Δεν τα μάθετε; την τάξανε την Ελένη τους. Είδε, λέει, η Καλαφάταινα εψές όνειρο, και πήγε ο άγιος του Μοναστηριού και της είπε· «Εγώ που γλύτωσα το κορίτσι σου, εγώ πρέπει και να το πάρω».
Κι από την ώρα που ξύπνησε η Καλαφάταινα, μ' αυτό τόνειρο έχει να κάνη. Και το πήραν απόφαση να τη στείλουνε γλήγορα, πρι να ξανάρθη ο άγιος και της κάμη της Καλαφάταινας κανένα κακό».
Μ' αποσβόλωσαν τα λόγια του γέρου. Άνοιξε η γης και με κατάπιε. Έπεφτα σ' ατέλειωτο βάθος. Γύριζαν οι τοίχοι, γύριζε όλος ο κόσμος. Πού να βασταχτή πια ο κόσμος δίχως εκείνη! Θα χαλάση ο κόσμος, κόλαση θα γείνη το χωριό, θα ρημάξη το σπίτι μας, θα μπη ο μαύρος ο πόνος μες στην καρδιά μου και θα την κάμη για πάντα δική του! Φεύγει πια η παρηγοριά μου, φεύγει η δύναμη που με διαφέντευε μέσα στον κόσμο, που με γέμιζε θάρρος κ' ελπίδα. Ποιος αθώρητος άγγελος θάρχεται τώρα κοντά μου να με γλυτώνη από αμέτρητους πειρασμούς! Κανένας, κανένας πια τώρα παρά η μάννα μου, και κείνη δεν τα ξέρει πια όλα τα μυστικά βάσανά μου. Την έκαμε ξένη τη μάννα μου το Σκολειό!
Πού να το φανταστή ο γέρος πως άνοιξε μπροστά μου τέτοιον γκρεμνό! Χωράτευε με την παιδιακήσια μου την αγάπη, και δεν τόξερε πως με σπάραζε. Μήτ' άλλος κανένας δεν τόξερε. Όλοι για παιχνίδι την έπαιρναν τη βαθειά και την τρυφερή εκείνη την αγάπη!
Έκαμαν το σταυρό τους σαν άκουσαν την είδηση, κ' η μάννα μου, κ' η Αννούλα. Έκαμαν το σταυρό τους, και σύχασαν. Άμα είταν άγιος στη μέση, λόγος δεν έπεφτε κανενός.
…Σιγά σιγά ξανάρχισαν πάλι την ομιλία. Μιλούσαν κ' οι τρεις τους σα ν' αρραβωνιάστηκε η Ελένη… Όλα τα καλά της ιστορήθηκαν, όλες οι μορφιές της, ως και τα παλιά της τα πάθια.
Δεν μπορούσα πια να βαστάξω. Σηκώθηκα και βγήκα στην αυλή. Άνοιξα τη θύρα, πήρα τα μάτια μου, κ' έφυγα. Πού πήγαινα δεν ήξερα. Μ' έβγαλε ο δρόμος στον Ανεμόμυλο. Ανέβηκα το βουναράκι. Κάθισα στο πλάγι του μισογκρεμισμένου του μύλου, και κοίταζα την ατέλειωτη θάλασσα. Άκουα τα κύματα που χτυπούσανε μέσα στις σπηλιές αποκάτω, και θαρρούσα πως αναστέναζαν. Έβλεπα τους βράχους τριγύρω και μου φαίνουνταν παράξενο πώς δε μιλούσαν, πώς δε ράγιζαν, που έφευγε η Ελένη για πάντα. Περνούσαν οι βάρκες να πάνε στο πυροφάνι, κι ο νους μου δεν το χωρούσε πώς γίνεται ο έρημος ο ψαράς να συλλογιέται για ψάρεμα, τώρα που φεύγ' η Ελένη! Πώς δεν έπεφτε κι ο ήλιος μια και καλή μες στη θάλασσα, να πνιγή και ναφανιστή, μόνο βασίλευε σιγανά σιγανά, σα να μην έφευγε η Ελένη!
Άξαφν' ακούγω βαρύ κρότο, σα να πήδηξε κάποιος από ψηλά. Γυρίζω, και βλέπω Τούρκο στρωμένο. Πρέπει να παραπάτησε πηδώντας από μεγάλο βράχο. Λίγο παρακείθε βλέπω κι άλλον Τούρκο που έτρεχε καταπάνω μου με στα μάτια του άγρια χαρά. Τρομερός στοχασμός με περνάει σαν αστραπή. Βρέθηκ' αμέσως ολόρθιος, πηδηχτός, πεταχτός, ζαρκάδι μοναχό. Κατέβαινα, το βουνό κατρακυλιστά. Μια φορά δεν κοίταζα πίσωθέ μου. Είμουνα σε λίγες στιγμές στο χωριό. Άλλη μια στιγμή, και χώθηκα στην αυλή μας. Φωνή δεν είχα σαν μπήκα. Ανέβηκα ίσια απάνω, και πολεμούσα να συνεφέρω. Τον έβλεπ' ακόμα το φίλο με τάγρια τα μάτια.
Δεν ξέρω πόση ώρα κοίτουμουν έτσι· μήτε τι συλλογιούμουν. Ένα πράμα θυμούμαι, που αποφάσισα να μην τους πω τίποτε κάτω. Θα τρομάξουν, είπα, κ' ίσως με τάξουν και μένα Καλόγερο! Όχι, εγώ θα ζήσω στον κόσμο, στον κόσμο θα μεγαλώσω, κι από τον κόσμο απομέσα θα τους πλερώσω τους φίλους… Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν.
… Έκλεισα τα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα. Και στον ύπνο μου είδα παράξενο όνειρο. Βρέθηκα σ' εκκλησιά μέσα. Λαμπάδες, ψαλμωδίες, κόσμος. Κι ως τόσο μια καταχνιά, που όσο κι αν έφεγγε, δεν έβλεπα τίποτις μακριά. Σε ποιο μέρος της εκκλησιάς βρισκόμουνα δεν ήξερα. Κόκκινο σύννεφο μου τα σκέπαζε όλα. Πλανιούμουν από δω κι από κει σαν τυφλός. Άξαφνα έρχεται άγγελος πλάγι μου! Ναι, άγγελος με φτερά. Με παίρνει από το χέρι, και δίχως λέξη να πη, με φέρνει σ' ένα στασίδι. Είταν το στασίδι του Ψάλτη. Ό,τι στάθηκα κει, με τον άγγελο πλάγι, με ξύπνησε η φωνή της Αννούλας.
— Εδώ μαθές είσαι τόσην ώρα και δε μιλάς; Τι έπαθες; Μια ώρα σε γυρεύουμε τώρα. Ήρθε κ' η Καλαφάταινα με την κόρη της να σε πη έχε γεια, και πουθενά δε σε βρίσκαμε. Να δα που σαγαπάει η μικρή κιόλας, και σου άφησε το κεντημένο αυτό μαντίλι. Τα μοίρασε όλα της τα προικιά. Και για σένα, λέει, έφερε το καλλίτερό της μαντίλι, να τη θυμάσαι.
Αυτό είναι το μαντίλι που βρήκες δεμένα αυτά τα χαρτιά, κληρονόμε μου. Είναι μαυρισμένα τα ξόμπλια του, και κίτρινο το πανί του…
Είτανε πια νύχτα, και δεν μπορούσα να βρω αφορμή να πάγω, ας είναι κι απ' έξω από το σπίτι της, να βρεθώ άλλη μια στιγμή πιο κοντά της. Πάει πια, δε θα την ξαναϊδώ την Ελένη!
Και μήτε την ξαναείδα… Δεν ξέρω πώς τα βάσταξε τα βάσανα του μοναστηριού. Ξέρω μονάχα πως εκεί πια δεν είναι κλεισμένη, μόνο τώρα πετάει αψηλά, και κατεβαίνει κάποτες και με παίρνει από το χέρι σα χάνουμαι στου κόσμου την καταχνιά, και με φέρνει σε στασίδι που δεν το αξίζω.
Ας σταθούμε δω πέρα λιγάκι. Ας απλώσουμε το χαλί μας, κι ας κάμουμε το ναμάζι μας. Χαμογελάς, αψηλόθρονό μου θεριό, που όνομα δε σου βρίσκω; Τι τάχα; Οι καλαμαράδες σου μονάχα θα σε θεμιάζουνε, μην τύχη και τους δώσης τρεμούλα μ' ένα σου βήξιμο; Εγώ τουρκεύω κιόλας για το χατίρι σου. Θέλεις και δώρα; να κ' ένα δώρο· είναι σκούρο και στρογγυλό, έχει και μικρό τσιμπιδάκι. Τρέμεις; Έννοια σου, δεν είναι τέτοια η μπόμπα μου, μη φοβάσαι. Δυναμίτη δεν έχει μέσα της. Τεχνίτης δεν την έχει φτειασμένη. Την έφτειαξα εγώ ο ταπεινότατος δούλος σου, απατός μου. Πενήντα χρόνια τη δούλευα. Από κείνη την αξέχαστη τη βραδιά είναι που βάλθηκα να σου το τοιμάσω αυτό το δώρο, κ' έρχουμαι τώρα να σου το προσφέρω· δέξου το. Είναι ζυμωμένο με της καρδιάς μου το αίμα. Αυτό το αίμα δεν πρόφταξε να χυθή στο μεγάλο το ποτάμι που πλημμύρισε το Βασίλειό σου. Δεν το ήπιαν οι πιστοί σου αυτό το αίμα κι απόμεινε κρυμμένο μέσα σε μια καταφρονεμένη καρδιά, υστέρα, πέρασε σε άλληνα, ώσπου καταστάλαζε στη δική μου, έγεινε άλλο τόσο, και πάλι άλλο τόσο, και στο λαιμό μου ανέβαινε, μ' έπνιγε. Τι να το κάμω, είπα. Χτήμα σου είναι. Στάλα στάλα τόρριχτα πάνω σ' αυτά τα χαρτιά. Και τώρα τα καταθέτω μπροστά στο θρόνο σου! Μην ταγγίξης, θα κάψης τα χέρια σου! Έχει φαρμάκι αυτό το αίμα, και σε καίγει καθώς ταγγίξης. Μα φοβούμαι μήπως εκείνο σαγγίξη, και σε λυπούμαι, γιατί πρέπει μέσα σου νάχης ρωμαίικο αίμα και συ. Τι σου φταίγω ως τόσο! Δικό σου είναι το αίμα μου, και σου τόστελα. Πες τώρα κανενός να τα πετάξη αυτά τα χαρτιά στη θάλασσα. Ναι, έτσι, με τη μασιά να τα πιάσουνε. Τι; τους καίνε πάλι; Μην απελπίζεσαι. Πρόσταξε φωτιά να τους βάλουν. Φωτιά σ' όλο ταρχοντικό σου, και φεύγα, Μην κάθεσαι και τα βλέπης. Θα περάση το κακό τους από τα μάτια σου στα σπλάχνα σου και θα τα κάμη κομμάτια. Πήγαινε συ, κι άφησε το Βεζίρη να βάλη φωτιά. Όξω, και χάθηκες! Αχ, σου τόλεγα! μην αργήσης. Άργησες, και τώρα μου σφίγγεις τα χέρια σου. Τρέμουν τα γόνατά σου· γουρλώνουν τα μάτια σου. Πάει, γλυτωμό πια δεν έχεις. Πήγαινε και ξαπλώσου σε κανένα μιντέρι. Και σεις όλοι γύρω, σας έπιασε και σας το κακό. Κοράκοι γενήτε, κι ανοίξτε τα φτερούγια σας. Όξω!
Δεν έχετε τώρα να πήτε, σας γλύτωσα. Έπιασαν τα μάγια. Βασανιστήκατε λιγάκι, μα τι λευτεριά που την έχετε τώρα! Ο ουρανός θα γεμίση κοράκους κι όρνια. Όξω! τρέχετε στα ψοφίμια!
Τόσα χρόνια να διψούν αίμα, και να μην τόχουνε θάλασσα τα καημένα να κολυμπούν! Πετάτε στις ρημιές και στα δάση! Εκεί θα βρήτε φαΐ και ραχάτι. Αυτού που τρυγυρνάτε ραχάτι δεν έχει. Θα τσουρουφλιστούν τα φτερά σας. Μακριά, στη ρημιά, στα ψοφίμια, όξω, όξω!
Είταν Αύγουστος τώρα. Είχαμε άλλον ένα μήνα διακοπές, κ' ήρθαμε να τις περάσουμε σαυτό το καλύβι, που κάθουμαι τώρα ολομόναχος και σου γράφω.
Κάθε χρόνο την είχαμε την καλοπέραση τούτη…. Σηκωθήκαμε πρωί πρωί, τοιμαστήκαμε, μανταλώσαμε τα παράθυρα, κλειδώσαμε τις πόρτες, και τραβήξαμε κατά τον κάμπο, με το γαδουράκι του γέρου φορτωμένο δισάκκια, ζεμπίλια, και στρωσίδια.
Ήρθαμε και τα βρήκαμε όλα σε τάξη. Το καλύβι σκουπισμένο, ο σιτοβολώνας απάνω χωρισμένος σε δυο καμαράκια, οι τοίχοι ασβεστωμένοι, τ' αργαλειά κρεμασμένα τριγύρω, το τουφέκι, ο πεζόβολας, τα παραγάδια, ταγκίστρια, όλα στον τόπο τους…. καθετίς εδώ είτανε γλέντι, ως κ' η δουλειά μας…. Αυτό το μικρό χωραφάκι με τις συκιές του, με τις κληματαριές του, και μ' ένα περιβολάκι κοντά στη βρύση, είταν η σερμαγιά μας. Δε μας έτρεφε το ξενοδούλι πια τώρα. Το κατώγι μας είτανε γεμάτο, τα κουκούλια μας έβγαζαν το μετάξι τους, ως και βαμπάκι δε μας έλειπε. Ως και σουσάμι, είχαμε για τις πήττες μας.
Μα μένα με κρυφόδερνε μια στέρηση και μια λύπη που δεν έσωνε μήτε μετάξι μήτε σουσάμι να μου τη διώξη. Σαν έμπαινα στο καλύβι κι ανιστορούσα πως εκεί, κοντά στη γωνιά, κάθισε η αγιασμένη μου η Ελένη τότες που τηνε γλύτωσε ο γέρο Βασίλης, και πως δεν ξαναμπήκε σ' αυτό το καλύβι, δεν ήρθε να μου πη πως την αγαπάει εκείνη την κώχη που της ξανάφερε τη ζωή, μ' έπαιρναν τα δάκρια κάποτες, και κατέβαινα στο γιαλό να ξεσκάσω κοντά στα κύματα. Κι αυτόν το δύσεχτο χρόνο, που έφυγε η Ελένη, και πήρε τον αγύριστο δρόμο της αγιωσύνης, που δεν μπορούσα πια να την ξαναϊδώ μήτε στο χωριό, είτανε δίστομο μαχαίρι η λύπη μου και μου τρυπούσε ως πέρα τα σπλάχνα, κρυφά και δίχως να το ξέρη κανένας. Ώρα πολλή δεν μπορούσα να μείνω κοντά στην κώχη εκείνη, χωρίς το γέρο ή τη μάννα μαζί μου. Ως και τώρα ακόμα τη βλέπω την πέτρα που κάθισε ο γέρος και πήρε στα γόνατά του το τρομασμένο μου ταγγελούδι, και θαρρώ πως τάφο κοιτάζω. Τη βλέπω καλά την πέτρα, και το θαμάζω που δεν είναι ραγισμένη, δεν άλλαξε καθώς άλλαξαν όσοι κάθισαν εκεί απάνω, μήτε σηκώθηκε να φύγη καθώς εκείνοι. Δεν την έκλεψε κανένα ζεϊμπέκι, δεν καλογήρεψε, δεν αρρώστησε, δεν πέθανε, — και μήτε γράφει τώρα την ιστορία της!
Είναι τάγιο το βήμα του καλυβιού μου αυτή η πέτρα. Θα δης εκεί κάποτε λουλούδια βαλμένα, ή και στοιβασμένα αυτά τα χαρτιά ….
Ας πάρουμε τώρα μια από τις αξέχαστες εκείνες μέρες της εξοχής, κι ας την ιστορήσουμε, αν έχης υπομονή. Θαρρώ πως πρέπει. Εδώ είναι που σ' έχω και σου μιλώ…. Δυο λόγια μοναχά για το Μεσοβούνι, μια μέρα της αθάνατης εκείνης της ζωής, κ' έχεις όλη την ιστορία.
Μεσοβούνι είναι το βουνό που μας χωρίζει από τον κάμπο του χωριού, είναι κ' η εξοχή μας. Ένα μικρό, παράμερο, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, που βρέθηκε δω ανάμεσα στα βουνά. Η μια πλευρά του ορθάνοιχτη, και βλέπει τη θάλασσα. Mια και μπης σ' αυτή τη φωλιά, και σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή σου. Άφησε πια που σε μεθάει το θυμάρι κ' η λυγαριά. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, που σε γλυκοκοιμίζουν οι βρύσες με τακοίμητά τους νερά. Μα κείνο που σου δίνει καινούρια ζωή, που σε κάνει κι ανεσαίνεις πιο εύκολα, είναι που Τούρκος δεν έχει χωράφι τριγύρω… Έχει ρωμαίικη ψυχή μέσα του το μικρό το Μεσοβούνι. Ζούσανε μάλιστα τα χρόνια εκείνα και δυο τρεις Μεσοβουνιώτες που μύρισαν κι αυτοί μπαρούτι στα νιάτα τους! Ο γέρο Βασίλης είταν ένας. Ο μακαρίτης ο Αγγελάκος, στο πλάγι μας, άλλος ένας. Είταν κι ο γέρο Καπλάνης, που είταν κι αυτός κατιτίς μια φορά. Όλοι τους Ξωμερίτες, απείραχτοι όμως τώρα, και δεν τους κακόβλεπε κανένας αγάς. Παντρεύτηκαν και στον τόπο, εξόν ο Βασίλης, που όρεξη για καινούριες αγάπες δεν είχε.
Αυτό είταν το Μεσοβούνι· ορίστε τώρα κι η ζωή μας εκείνα τα χρόνια.
Πρι να φέξη, ο γέρος με κατέβαζε στο γιαλό και τραβούσαμε τις αποτονιές. Τα μουγκριά δεν απαντέχουν ώσπου να φέξη. Βγαίνουν από τα θαλάμια τους την αυγή, τριγυρίζουν τον κάβο να βρούνε φαΐ, χάφτουν το δόλωμα, πιάνουνται, κ' ύστερ' αρχίζουν και στρεφογυρίζουνε σαν αδράχτια ώσπου ζαρώνει και κουβαριάζεται το σκοινί, κι ανασηκώνεται ταγκρίστρι και ξεμπλέκεται από τα σβάραχνά τους, και τότες ξετινάζονται και φεύγουν. Πρέπει λοιπό να τραβηχτούν οι αποτονιές πρι να ξεμπλεχτή το μουγκρί, κι αυτό κάμναμε.
Ύστερα, σα ξημέρωνε, ρίχταμε τις αποτονιές της ημέρας. Ξέραμε πού κατεβαίνανε τα λαβράκια, πού τριγύριζαν οι συναγρίδες, και κει τις ρίχταμε. Ύστερ' ανεβαίναμε κατά το χτήμα, ότι άρχιζε να χρυσώνη ο ήλιος της Ανατολής τα βουνά. Κι ώσπου να χρυσώση και τα δικά μας τα βουνά, γυρίζαμε στο καλύβι με το καλάθι γεμάτο σύκα…. Κατόπι άρχιζε η δουλειά…. Ύστερα έπαιρναν η γυναίκες ταργόχειρά τους και κάμνανε συντροφιά του τζίτζικα κάτω από τη μεγάλη τη συκαμηνιά. Ήρχουνταν κ' η Αγγελάκαινα με τη ρόκα της, ήρχουνταν κ' η Καπλάναινα με το βρακί του αντρού της, και κάμνανε με τις δικές μας χωριό. Εγώ τότες έπαιρνα ταποκαλαμίδι, και σαν έρριχτα μια ματιά στις αποτονιές, τραβούσα κατά τον κάβο, έμπαινα στο νερό ως τα γόνατα, και ψάρευα. Και σαν έπιανα σωστή τηγανιά, γύριζα πίσω, ώρα που έπρεπε να τηγανιστούν.
Ταπόγεμα ο ύπνος δεν μπορούσε να λείψη. Ύστερα πάλι λίγη δουλειά, κι ώσπου να γυρίσης να δης βράδιαζε. Και σα βράδιαζε, κατεβαίναμε στο γιαλό και καθίζαμε στα χαλίκια, και βλέπαμε τα ψάρια που πηδούσαν κοπαδιαστά απάνω στ' ασημένια νερά. Εκεί κατέβαιναν όλοι. Έβλεπες κόσμο εκεί. Εκεί τραγουδούσαν τα κορίτσια, πετούσαν πέτρες ταγόρια στη θάλασσα, οι άντρες μιλούσανε για τα μαξούλια τους, οι γυναίκες για καθετίς. Αν έλειπε και καμιά τους, έμενε τόπος και για ψεγάδιασμα.
…. Γλέντιζα και γω με τάλλα παιδιά. Παράβγαινα και γω μαζί τους στην πέτρα, στο τρέξιμο. Τους πουλούσα και λίγη σοφία, τους ξηγούσα τι λογής τόποι είναι πίσω από της Ανατολής τα βουνά…..
…. Τέτοια μια βραδιά είτανε σα μας πρωτοείπε ο γέρο Βασίλης την ιστορία του. Κανένας δεν την καλοήξερε εξόν η μακαρίτισσα, και κείνη ποτές δε μας τη δηγήθηκε. Δε θυμούμαι τι τον έκαμε το γέρο να μας ξεμυστηρευτή τη βραδιά εκείνη. Ίσως τον ερέθισε ο Καπλάνης, που όλο τις παλικαριές του μας έβγαζε στη μέση, όλο Τούρκους μας σκότωνε. Γιατί θυμούμαι τον Αγγελάκο που γύρισε κ' είπε της μάννας μου. «Δε μας έμεινε πάλι Τούρκος. Σαν πράσα πάλι μας τους πελέκησε ο Καπλάνης!»
Δεν την ξέχασα, την ιστορία του γέρο Βασίλη, και δεν πρέπει να την αφήσω αγνώριστη.
— Να σας τα πω λοιπόν, παιδιά μου, μια και καλή (άρχισε ο γέρος)· στον τόπο μου οι δικοί μας σηκώθηκαν και δε σηκώθηκαν. Έκαμαν τη δουλειά τους μισή. Αυτές οι μισές οι δουλειές είταν που μας αφάνησαν τότες.
Είμουνα δέκα μηνώ νοικοκύρης, κ' η Χριστίνα μου είχε στην αγκαλιά της το πρώτο της, αχ, και το στερνό της! Μήτε χωράφι είχαμε μήτ' αμπέλι. Σερμαγιά μας είταν η βαρκούλα μου και τα δίχτυα μου. Πριν ακόμα να λευτερωθή η Χριστίνα πέρασαν κι από το χωριό μας και μάζευαν οι δικοί μας ό,τι μπορούσαν. Έδινε ο καθένας ό,τι είχε. Εμείς δεν είχαμε τίποτις άλλο να δώσουμε, έδωσα λοιπόν τη βάρκα μου, κ' έμεινα με τα δίχτυα, και με την ελπίδα πως ήρθε η ώρα μας και θα δούμε και μεις άσπρη μέρα. Τη βλέπαμε τη βαρκούλα σαν έφευγε δεμένη πίσω από μια γολέττα, και της φωνάζαμε «στο καλό». Έπιασαν τόπο οι γολέττες εκείνες, το ξέρω. Μα τι κατάλαβες που βρεθήκαμε έρμοι και μοναχοί σαν πλάκωσε το κακό από την Ανατολή! Τα ίδια της Χίος, μόνο κάτι μικρότερα.
Πήραμε όλοι μας τα βουνά. Είτανε νύχτα, και τρέχανε σα λυσσασμένοι κατόπι μας. Μα μεις ξέραμε τα κατατόπια, κι αυτοί δεν τάξεραν. Κ' έτσι γλύτωσαν πολλοί, αν και το χωριό μας ρημάχτηκε. Μα εγώ τέτοια τύχη δεν είχα. Ό,τι περάσαμε από κάτι σπαρτά σκύβοντας και πήραμε το βουνό, άρχισε να κλαίη το μωρό στην αγκαλιά της Χριστίνας! Τι να κάμουμε τώρα! Βύζαξέ το, της φωνάζω. Του κάκου, δε σώπαινε το μωρό! — Φράξε το στόμα του, σφίξ' το στην αγκαλιά σου, για τόνομα του Θεού, και χαθήκαμε! Πάλι του κάκου! Το παιδί όλο τσίριζε.
— Άι, να σου πω, Χριστίνα, της κάνω τότες, άλλον τρόπο δεν έχει. Ή αυτό θα πάη, ή όλοι μας. Κάμε το σταυρό σου, και πέτα το στον γκρεμνό! Γλήγορα, γιατί πλάκωσαν! Να, γύρισε να τους δης εκεί κάτω. Σφίξε τα δόντια σου, και στον γκρεμνό. Πέτα το, σου λέω, πέτα το, στον γκρεμνό, στον γκρεμνό, γλήγορα κ' έρχουνται, να τους!
Αυτή, που ως τώρα μισογόγγυζε καθώς έτρεχε, άξαφνα βγάζει μια φωνή που αντιλάλησε το βουνό. Δε βάσταξε πολύ η φωνή. Γυρίζω να δω, κι άλλο δε βλέπω παρά τον γκρεμνό! Τι έκαμα τότες, δεν ξέρω· πρέπει νάπεσα κάτω ξερός· Πρέπει νάμεινα εκεί πολλήν ώρα στα σκοτεινά. Σαν ήρθα στο νου μου, τρομερή ησυχία σ' εκείνο το μέρος! Το μεγάλο το κακό είταν τώρα κατά το χωριό. Από κει έβγαιναν οι φλόγες, από κει ήρχουνταν τα μουγκρητά των θεριών. Κάθισα να συλλογιστώ αν είταν αλήθεια, αν ονειρευούμουν, αν είμουν τρελλός. Φώναζα τη Χριστίνα, την ξαναφώναζα. Του κάκου, είταν αλήθεια! Γκρεμίστηκε η Χριστίνα με το μωρό. Να τος ο γκρεμνός! Να το τό βάραθρο! Τι να κάμω τώρα! Ίσως ζη η Χριστίνα, ίσως δεν έπαθε τίποτις, ίσως λογοθύμησε· ας κάμω πως κατεβαίνω, να δω, να την εύρω, να ζήσω ή να πεθάνω μαζί της.
Και κει που έκαμνα να κατέβω, — μπαμ! και σφυρίζει ένα βόλι στ' αυτί μου. Αυτό το βόλι μ' έκαμε έξω φρενώ· γένηκα στ' αλήθεια τρελλός. Είχα μαζί μου μια πιστόλα κ' ένα μαχαίρι. Αδειάζω την πιστόλα με χίλιες κατάρες, και τρέχω με το μαχαίρι καταπάνω στο κορμί που μισόβλεπα κατά το μέρος οπούθε ήρθε η τουφεκιά. Ώσπου να πάγω κοντά του, αυτός ξαπλώθηκε. Ως τόσο οι τουφεκιές πρέπει νάφεραν κι άλλους κοντά μου, γιατί άκουγα αντρίκιες κουβέντες γύρω. Τι να κάμω δεν ήξερα. Είπα, ας κρυφτώ σε κανένα δέντρο απάνω. Σκάλωσα λοιπό σε μιαν αχλαδιά, και κρύφτηκα. Πώς να φύγω μονάχος μου, χωρίς τη Χριστίνα! Πρέπει να τη βρω, έλεγα, και θα τη βρω. Κάπου θα κοίτεται λιγοθυμημένη. Μια να γλυκοφέξη, και θα τη βρω.
Τρομερή κι ατέλειωτη νύχτα! Κάθουμουν ανάμεσα στ' αχλαδόκλαδα, και τους έβλεπα και περνούσαν: δυο δυο και τρεις, τρεις, πότε τούρκοι, πότε δικοί μας. Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντασμα θαρρούσα πως είμουνα. Δεν το πίστευα πως είμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις.
Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τριγύρω. Μήτ' από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαϊδούσαν τα πουλιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρεμνό. Σαν το γίδι κατέβηκα. Κατεβαίνοντας κοιτάζω δυο ασπριδερά πράματα κάτω κάτω. Μου ήρθε ζάλη, και θάπεφτα δίχως άλλο, μόνο που πιάστηκα απ' έν' αγριόκλαδο. Σιγά σιγά φτάνω κάτω, με χέρια ματωμένα, φορέματα ξεσκισμένα, καρδιά μαύρη και σκοτεινή. Δεν το πίστευα πως είταν η Χριστίνα εκείνη, με το μικρό της σφιγμένο ακόμα στην αγκαλιά της. Α δεν είταν από τα ρούχα της, α δεν είταν από το σφιγμένο μικρό, πού να το φανταστώ πως ο ματοκυλισμένος εκείνος κι ο χωματιασμένος ο βώλος είταν — η γυναικούλα μου!
Καιρό δεν είχα για κλάψες και για μυρολόγια. Πέτρα μ' έκαμε η νύχτα που πέρασα. Ο Θεός με λυπήθηκε, και βρέθηκε ένας λάκκος κοντά μου. Τονε μεγάλωσα μ' ό,τι κούτσουρα βρήκα. Και σαν τάθαψα τακριβά μου και τα σκέπασα με χώμα και με πετράδια, και κατρακύλισα απάνω απάνω κ' ένα μεγάλο λιθάρι, και χάραξα σταυρό μ' ένα κεραμίδι, πήρα τα κλαμμένα μάτια, μου κ' έφυγα κατά τα βουνά. Παρακαλούσα ν' ανταμώσω έναν τους μπροστά μου, να δώσω και να πάρω μια μαχαιριά, και να γλυτώσω.»
Εδώ τον πήραν το γέρο τα δάκρια. Δεν μπόρεσε να πάη εμπρός. Δεν μπορούσαμε και μεις πια ν' ακούμε. Αμίλητοι όλοι μας, σα να κοβότανε λείψανο μπρος μας. Όσο για μένα, ανεμοζάλη τον πήρε το νου μου… Σα ψέματα μου φαίνουνταν πως ο γελαζούμενος ο γέρο Βασίλης είτανε τέτοιος ήρωας… Τους έμαθα τους αληθινούς ηρωισμούς του κατόπι, τις έμαθα τις παλικαριές του, σαν πήδηξε κι αυτός σε καράβι κ' έσπερνε τρόμο με τους συντρόφους του… Τι να σου τα λέγω αυτά! Άνοιξε την ιστορία, και θα τα δης. Ας σου πω μονάχα πως ήρθε μετά χρόνια πολλά στον τόπο μας καραβοτσακισμένος ο γέρο Βασίλης. Κι από τότες δεν ξαναγύρισε στη πατρίδα του παρά μια φορά, που πήγε και ξέχωσε τα κόκκαλα της γυναίκας και του παιδιού του, και τάβαλε στο κοιμητήριο, και τους έκαμε μνημόσυνο, και γύρισε πάλι πίσω, γιατί δικό του δεν μπόρεσε να ξανάβρη κανένανε.
ΣΗΜ. Από τα τέσσερα τα κεφάλαια που ακλουθούνε θα πάρουμε μονάχα μερικά αποσπάσματα. Τα μέρη που αφίνουμε, όσο κι αν είναι ορεχτικά, δε φαίνουνται πολύ χρειαζούμενα.
Κ' εκεί που καθούμαστε όλοι μας χολοσκασμένοι,
— Αι, φωνάζει ο Αγγελάκος. Τρέχα, γέρο Βασίλη, και πιάστηκε!
Όλοι γυρίζουμε αμέσως κατά την αποτονιά, μερικά βήματα μακριά μας. Το σημάδι στα χαλίκια είταν πεσμένο, το σκοινί τεντωμένο. Και στην άλλη την άκρη, ως είκοσι οργυιές μες στο νερό, ξετινάζουνταν κάθε λίγο μεγάλη ουρά και χτυπούσε τα κύματα.
Ξεχνούμε τις πίκρες των σεφεριών, και σηκωνούμαστε στο ποδάρι… Πρώτος ο γέρος έτρεξε και πήρε το σπάγο στα χέρια. Κι αρχινάει και τραβάει κι αφίνει πάλι καλούμα, σαν τεχνίτης θαλασσινός. Οι άλλοι κοίταζαν και δίνανε γνώμες και συβουλές, πότε από δω να τραβάη, πότε από κει, να μην το φευγατίση το ψάρι. Σιγά σιγά άρχισε και φαινότανε στο γιαλό μέσα. Άστραφτε σαν τ' ασήμι, και χυνότανε σα σαΐτα από τη μια κι από την άλλη, καθώς τραβούσε ο γέρος. Δεν άργησε να βγη έξω. Ήξερε καλά την τέχνη του ο γέρος και το μισοψόφησε με την καλούμα. Κ' έτσι σαν ήρθε στα ρηχά, δεν είχε πια δύναμη το δύστυχο να ξετιναχτή και να ξεκόψη. Είτανε μια χαρά να τη βλέπης σπαρταριστή στα χαλίκια απάνω τη συναγρίδα εκείνη.
Έπρεπε να χάση τη ζωή του αυτό το ψάρι, να μας τη δώση εμάς. Έλεγες και γυρίζαμε από γιουρούσι σαν ανεβαίναμε…..Εκεί, κάτω από τη μεγάλη την καρυδιά, σιμά στη βρύση, εκεί πηγαίνω ακόμα και καθίζω κάποτες και ρωτώ τις πέτρες και τα δέντρα αν το θυμούνται το φαγοπότι εκείνο!…. Ποιος δεν τραγούδησε εκείνη τη βραδινή!…. Πήγε να βασιλέψη η Πούλια, κι ακόμα γλέντιζαν κοπέλλες, αγόρια, κι αντρόγυνα. Ως κι ο καημένος ο γέρο Βασίλης, σα να μην είταν εκείνος που μας δηγούνταν τα πάθια του στην ακρογιαλιά, ως και κείνος έβγαλε το μαντίλι και χόρεψε, με λουλούδι στάσπρο του κατσαρό. Ως κ' η μακαρίτισσα η γριά μου, που μήτε να χαμογελάη δεν πολυσυνήθιζε, σηκώθηκε στο χορό τη βραδιά εκείνη.
Γλυκοπετούσε η καρδιά μου από τη χαρά που τους έβλεπα όλους και χαίρουνταν, και φύλαγα βαθιά τους κρυφούς μου τους πόνους, τον πόνο της Λενιώς, και της ιστορίας του γέρου. . . Σα να τους γλύκαινε τους πόνους εκείνους η καλοτυχιά που έβλεπα γύρω μου, σα να τον αγαπούσα τώρα τον κόσμο με τα δεινά του, το πέλαγο αυτό που σε δέρνουν τα κύματα, μα σε χαδεύει κάποτε κι ο αφρός τους.
Ανέβηκε ο ήλιος ως μια οργυιά, οι αχτίδες έπαιζαν ανάμεσα στα φύλλα της μεγάλης κληματαριάς μπροστά στο καλύβι, κι όλοι μέσα κοιμούνταν ακόμα. Σηκώθηκα και κατέβηκα στο γιαλό. Μα μήτε να ψαρέψω δεν είχα όρεξη. Κάτι λαχταρούσα, κάτι φούσκωνε την καρδιά μου. Ο κόσμος δε με χωρούσε. Φτερά ήθελα, να πετάξω στο μοναστήρι, να παρακαλέσω τη Λενιώ να προσεύκεται και για μένα, να μ' έχη και μένα στο νου της. Ύστερα πάλι, να την καταπείσω ναφήση το μοναστήρι και νάρθη μαζί μου να πάμε μακριά, εκεί που δε μας ξέρη κανένας, σε κάποιο ρημοννήσι, σε κάποια σπηλιά, και κει, μακριά από Τούρκους, να ζούμε σα δυο περιστέρια.
….Όλα όμορφα και γλυκά είτανε γύρω. Όμορφες είταν κ' οι καλαμιές καθώς λυγίζανε με του μπάτη το φύσημα. Γλυκό είταν και το κελάιδημα του κορυδαλού, πιο γλυκό ακόμα το κύμα που μουρμούριζε πλάγι μου και φιλούσε την αμμουδιά.
….Ήθελα να πέσω στα κρουσταλέννια τα νερά και να σβύσω τη φλόγα μου ….
….Μερικές μέρες κατόπι, αρχίζει κι ο τρυγητός. Δε χωράτευε του τρυγητού η δουλειά. Κάθε τζίτζικας γίνουνταν τώρα μερμήγκι και μάζευε, μάζευε για το χειμώνα. Απ' έξω στέκουνταν ο χειμώνας και περίμενε νάμπη. Πλάκωναν τα πρωτοβρόχια, τάραζαν τη θάλασσα τα μελτέμια, μια στιγμή να χάσουμε δεν είχαμε. Άμε κ' έλα γλήγορα γλήγορα με το καλάθι στον ώμο, να μη χάσουμε τα μαξούλια. Κ' έτσι, γλύτωσαν τα μαξούλια.
Είτανε βράδυ βράδυ σαν ξαναμπαίναμε στο χωριό ύστερ' από ενάμιση μήνα εξοχή. Άγριο και κρύο φαίνουνταν το χωριό. Και το σπίτι ακόμα πιο άγριο. Τα φύλλα της κυδωνιάς σκορπισμένα μες στην αυλή, οι βασιλικοί και τα λούλουδα ξεσποριασμένα στις γλάστρες, στις οροφές να ξεφωνίζουν οι κάργες, κι ο Ιμάμης να ψάλλη «αξαμναμάζι» στο μιναρέ.
Σαν άρχισε να γλυκοφέγγ' η φωτιά στη γωνιά, σαν άρχισε ν' ανεβοκατεβαίν' η Αννούλα και ν' ανοίγη παράθυρα, να κουβεντιάζη με τις γειτόνισσες, να τρέχη από δω κι από κει και να συγυρίζη, άρχισε να χάνη και το σπίτι την αγριάδα του.
Καθίσαμε στο δείπνο οι τρεις μας, δίχως το γέρο. Ο γέρος είχε δουλειές ακόμα να κάμη στην εξοχή. Φάγαμε ήσυχα και δίχως λόγια πολλά. Σα σηκωθήκαμε, πήγα στο παράθυρο να κοιτάξω, νακούσω τίποτις που να με ζωντανέψη. Ησυχία, και μοναξιά! Μήτε τρουξαλλίδες, μήτε βρύσες, μήτε αμπελοβάβρακα!…
…Φέτος, που πατούσα τα δεκατρία, που άρχισε να χτυπάη η καρδιά και να ταξιδεύη ο νους, ο άνεμος σα να βούιζε πιο θυμωμένα ανάμεσ' από τα μισόγυμνα κλωνιά του περιβολιού, οι σκύλοι γαύγιζαν πιο λυσσασμένα στους δρόμους, ο Ιμάμης έψαλλε το «γιατσί» του πιο θλιβερά, το κόλι μούγκριζε με πιώτερο πείσμα, τα γουρλωμένα μάτια του Ταξιάρχη με κοίταξαν πιο αχόρταγα σαν πλάγιασα στη συνηθισμένη γωνιά μου να κοιμηθώ, κ' έβλεπα τα κονίσματα αντίκρυ με τη μισοαναμμένη τους την καντήλα.
Γύριζε από τόνα πλευρό, ξαναγύριζε από τάλλο, και διώξε, αν μπορής, τα χίλια φαντάσματα που τριγυρίζουν το νου σου σε τέτοια νύχτα! Ένα μονάχο από τα φαντάσματα εκείνα, της Λενιώς μου ο πόνος, έσωνε να μου τον κλέψη τον ύπνο.
Ως το πρώτο λάλημα τυραννιούμουνα με τους μικρούς μου τους πόνους. Και σαν ξύπνησα, στέκουνταν η μακαρίτισσα η μάννα μπροστά μου, και μου έλεγε πως είταν ώρα για το &Σκολειό&.
Δάσκαλέ μου, δε θαρχίσω την ιστορία της δασκαλικής σου δω πέρα! Μήτε για τα συνηρημένα, μήτε για τα εις &μι& δεν έχουμε τόπο. Κ' ίσως μήτε αξίζει τον κόπο. Είσαι αρρώστια, και τίποτις άλλο. Λίγος φρέσκος αέρας, και χάθηκες. Έπειτα συ πια τώρα δε φταις. Διδάσκεις αυτά που ζητούμε. Ας έχουμε χάρη στην πετριά μας, που και καλά να φανούμε στον κόσμο παιδιά των αρχαίων, αληθινοί κληρονόμοι τους.
Κληρονόμοι, σε τι; Στην αρετή, στην παλικαριά; «Πολλού γε και δει», δάσκαλέ μου! Κληρονόμοι στ' ανώμαλα ρήματα!
Ποιος να σ' ακούση, κι αν τους το πης, πως για νάχη, το έθνος δική του δύναμη και ζωή, πρέπει και δική του γλώσσα να μιλή και να γράφη. Πως την έχει τη δική του τη γλώσσα, κ' είναι πιο ελληνική από την καμαρωμένη την κορακίστικη! πως για να σταλάξουμε ανθρωπισμό στη ρωμαίικη την καρδιά, πρέπει να διδάσκουμε, να παρασταίνουμε, και να τραγουδούμε στη γλώσσα της, κι όχι σε γλώσσα που δεν ακούστηκε ποτές αλάκερη σ' ένα σπιτικό, παρά μέρος πρι να φανή ο Χριστός, μέρος σα φάνηκε ο Μωάμεθ, και μέρος θα μιληθή σαν ξαναφανή ο Μεσσίας!
Η γλώσσα γεννιέται και μεγαλώνει στα σπιτικά, σαν κ' εμάς που τη μιλούμε. Έρχεται κατόπι η φιλολογία, τη σιάζει, τη γυαλίζει, πετάει βαρβαρισμούς κ' ιδιώματα, φτιάνει καινούρια στολίδια, και στρώνει εθνική γλώσσα που γίνεται όμορφη, είναι και ζωντανή. Τους &τύπους& της όμως ποια φιλολογία να τους αλλάξη, και γιατί; Οι Αθηναίοι σαν άκουγαν τους ρητόρους τους και μιλούσανε με τη σπιτήσια γραμματική τους, δεν τους παραξενεύουνταν. Εμείς τάχα γιατί τόση ακαταδεξιά!
Ποιος κάθισε να συλλογιστή ταπέραντο το χασομέρι, ταπέραντο το κρίμα, που αναγκάζεται το ρωμιόπουλο να ξεμάθη μια γραμματική και να μάθη μιαν άλλη, άφησε που μήτε τη μια δεν μπορεί να ξεμάθη, μήτε την άλλη δεν καλομαθαίνει; Ποιος άνοιξε κορακίστικο βιβλίο, και να το κλείση μάνι μάνι, και να πάη στους δασκάλους να πη. Φτάνει σας πια, το παραξηλώσετε· πήρετε την πόρτα στον ώμο σας. Σας ορίσαμε δασκάλους, και μας βγαίνετε ιστορικοί, ρητόροι, δαιμόνοι. Ως κ' εφημερίδες μας γράφετε! Πού ακούστηκε τέτοιο πράμα! Ύστερ' από τους παλαιούς τους Αιγυπτίους παπάδες, σε ποιο έθνος έγεινε μονοπώλι η γλώσσα κ' η σοφία; Αμέτε στο καλό. Αφήστε τη φιλολογία στα χέρια των παιδιών του λαού, να μάθη κι ο λαός κατιτίς. Διδάξτε το έθνος ναγαπάη και να σέβεται την καταφρονεμένη του τη γλώσσα, να πάρη λιγάκι απάνω του, και να μας το δείξη πως ζη.
Ποιος πήγε, μα και ποιος έμεινε να τα πη αυτά στους δασκάλους! που μας έχει όλους από τη μηχανή του βγαλμένους, άλλον κουτσό, άλλον τυφλό, κι άλλον αλλοίθωρο! Σύγκριση δεν έχει ο Τούρκικος ο ζυγός με τη δύναμη του δασκαλισμού μας! Όλοι μας μαζί του πηγαίνουμε τώρα, γιατί όλοι μας φορούμε τα γυαλιά που μας έβαλε. Και το νόστιμο, εκείνοι που γράφουνε σήμερα τα χερότερα κορακίστικα είναι κ' οι πιο φανατικοί οπαδοί τους. Άμα κανένας δεν ξέρη να καλοκλίνη το &κύων&, σκυλί γίνεται αν του προσβάλης την κορακίστικη. Ρωμαίικο κι αυτό. Κι αυτό με το λόγο του. Από την πολλή την εθνική μας την περηφάνεια, ταγαπούμε τα σκουλήκια που κρυφοτρών τη ρίζα της ρωμιωσύνης.
Χαρήτε το καλοί μου σοφοί, για τα σας έγεινε το έθνος! Τυραννείτε το, και μη φοβάστε! Μια κατάρα δε θα σας ξεστομίση το έθνος.
Έτυχε ποτέ σου να δης φάντασμα, από μέσα κιβούρι, κι απ' έξω άσπρο, καθάριο σεντόνι; Να τρομάζης, και να πολεμάς να το ξεφύγης, κι όλο να τακολουθάης το στοιχειό; Να τρέμουν τα σκέλια σου, και να μην πέφτης χάμω, μόνο να πηγαίνης κατόπι του ώσπου να σε φέρνη στο Κοιμητήριο, να σου δείχνη τα μνήματα ένα ένα, να σε κάνη να διαβάζης τις πλάκες τους, να γονατίζης εμπρός τους, ύστερα να σε προστάζη να ξαπλώνεσαι και να θαρρής πως είσαι και συ θαμμένος μέσα στο Κοιμητήριο; Να το ξέρης πως μπορείς να σηκωθής, να τρέξης και να φύγης έξω στο ζωντανό τον κόσμο, και πάλι να μην μπορής, γιατί δεν το θέλει το φάντασμα; Κ' έτσι να γίνεται η θέλησή του δική σου, και να μένης εκεί ξαπλωμένος και μισαποθαμμένος, και να φαντάζεσαι πως σ' έχουνε σκεπασμένο και με μνημείο μαρμάρινο, με γράμματα χρυσωμένα απάνω του, μ' άλλα λόγια πως πέθανες, δοξάστηκες, αποθεώθηκες;
Τέτοιο φάντασμα δεν είδες μαθές; Δεν ξαπλώθηκες ποτέ σου σε τέτοιον τάφο; Καλότυχος άνθρωπος! Δεν είδες λοιπόν δάσκαλο, δεν πήγες ποτέ σου στο «Ελληνικό»! Εγώ καθώς βλέπεις, έμεινα εκεί ξαπλωμένος τέσσερα χρόνια. Τι λέγω τέσσερα! Άλλα δεκατέσσερα, κι άλλα εικοσιτέσσερα χρόνια, ώσπου πέρασε κάποιος και μου πάτησε το πόδι, και πήδηξα και με το συμπάθειο, βλαστήμησα, κι από την ομιλία μου το κατάλαβα πως δεν είμουνα πεθαμμένος, μόνο πως ονειρεύουμουν τόσα χρόνια! Κρίμα, κρίμα στα εξήντα μου χρόνια! Πού να τα ξαναβρώ πια τώρα!
Εννιά μήνες Ελληνικά, και ξαπλώθηκα. Χάθηκα μέσα στα όνειρα!
Τόβλεπα θεοφάνερα πως σε λιγάκι θα γράφω και γω σαν το δάσκαλο.
Μα και σαν τον Όμηρο, φίλε μου!….
…. Μ' άκουγε ο γέρο Βασίλης στην Ξέταση, σαν πέρασε κείνος ο χρόνος, και δάκριζαν τα μάτια του από τη συγκίνηση. Κ' η γριά η καημένη με κοίταζε και δε χόρταινε. Θα προκόψη αυτό το παιδί, έλεγαν όλοι!
Παράξενο το βράδυ εκείνης της Κεριακής που ξετάστηκα. Η θάλασσα φαινότανε σα λιγοθυμημένη. Τα βουνά γύρω καθρεφτιζόντανε μέσα της πέρα και πέρα με την αστροφεγγιά. Φύλλο δε σάλευε. Βγήκαμε στον ηλιακό ν' ανεσάνουμε, οι τρεις μας, κι ο γέρος. Τώρα που πήγαινε καλά το χτήμα και τονε βοηθούσε και παραγυιός, τονε βλέπαμε συχνότερα σπίτι το γέρο. Καθίσαμε, και σα μιλήσαμε για την Ξέταση, γύρισε ο λόγος και στις δουλειές, στα στερνά μας. Είταν όλοι της γνώμης να μείνω Σκολειό, και να μάθω. Η Αννούλα δεν είχε πια την ανάγκη μου. Η προίκα της είταν έτοιμη· και χάρη στο γέρο, δεν έλειπε μήτ' ο γαμπρός. Ο γυιός του Καπλάνη μελετούσε να γυρίση από την ξενιτειά σε κανένα χρόνο. Τα βόλεψε όλα ο γέρος με την Καπλάναινα. Ο σκοπός του είτανε να στεριώση τη νύφη στο χτήμα μαζί με το γαμπρό, και να κλείση τα μάτια του αναπαμένος. Έλεγε λοιπόν, κ' η μακαρίτισσα συφωνούσε, να μάθω εγώ καλά τα γράμματα, να βγω ύστερα πραματευτής, και σα γυρίσω, ν' αγοράσω άλλα δυο χτήματα που είτανε φόβος να περάσουνε σε τούρκικα χέρια. Κ' έτσι να ριζώσω και γω στο Μεσοβούνι, να καμαρώνη κ' η γριά τα δυο της παιδιά νοικοκοιρεμένα.
Όλη αυτή την ώρα η Αννούλα πότιζε γλάστρες, και τραγουδούσε. Εκεί απάνω, ακούμε μεγάλο βοητό. Δεν μπορούσε να είναι βροντή, γιατί σύννεφο δεν είχε στον ουρανό. Δεν προφτάξαμε να ρωτήξουμε ένας τον άλλον τι είναι. Βλεπιούμαστε αμίλητοι και χλωμοί. Ό,τι σάλεψε τα χείλη του ο γέρος να μας πη κάτι, κι άρχισε να τραντάζη όλο το σπίτι, αρχίσανε να τρίζουν όλοι οι τοίχοι.
— Σεισμός! κρυφοφώναξαν οι γυναίκες.
Σαν τρελλοί σηκωθήκαμε και τρέξαμε κατά τη θύρα του ηλιακού. Ο γέρο Βασίλης τότε φωνάζει και μας λέει να σταθούμε. Σταθήκαμε μια στιγμή. Σταμάτησε ο σεισμός. Κάμαμε το σταυρό μας.
— Τώρα τρέχατε, κ' ίσια στο περιβόλι, μας λέει ο γέρος τρομασμένα και βιαστικά.
Μπαίνουμε στο σπίτι, κατεβαίνουμε τη σκάλα, ερχούμαστε στην πισόπορτα, και βγαίνουμ' έξω. Τι φωνές, τι τσιριχτά σ' όλη τη γειτονιά!
— Δόξα νάχη ο Θεός που δε βάσταξε πιώτερο! μουρμούριξε η μακαρίτισσα. Και κει που τόλεγε, ξανάρχεται μεγαλήτερο βοητό από τα βάθια της γης, κ' ύστερ ' από το βοητό μεγαλήτερο τράντασμα. Ακούγαμε τους τοίχους που κατρακυλούσαν από παντού. Τα χάσαμε, και δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε από κοντά από τον τοίχο μας. Άξαφνα γκρεμιέται κι αυτός ο τοίχος, και κατρακυλιούνται αμέτρητες πέτρες τριγύρω μας. Πέτρες, πέτρες, κ' ένα σύννεφο σκόνη.
Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της τρομερής εκείνης βραδιάς, παρά που ήρθαν κατόπι μ' αναμμένα δαδιά, και σήκωναν πέτρες, και φώναζαν, κι αναστέναζαν, κ' έκλαιγαν. Μου φαινότανε σα να είμουνα μισοθαμμένος. Δεν πονούσα πουθενά, μα θαρρούσα πως σε δύο κομμάτια χωρίστηκα. Έτσι κι ο νους μου είτανε χωρισμένος. Δεν καλόνοιωθα τι έτρεξε, μα έβλεπα, έβλεπα τις πέτρες που σήκωναν, τα ξύλα που τραβούσανε σιγανά, τη σκόνη που μ' έπνιγε. Έβλεπα και το γέρο το Βασίλη, ξεσκισμένο, λαβωμένο, χωματιασμένο, να τους φωνάζη όλους με βραχνιασμένη φωνή, «προσέξτ' από δω, παιδιά, τραβάτ' από κει». Ύστερα ένοιωσα πως δεν είμουν πια θαμμένος, πως με σήκωναν. Κατόπι βρέθηκα στρωμένος σε μέρος που με το φως ενός φαναριού με κοιτάζανε, με ψάχνανε, μ' έδεναν, κ' ύστερα ύστερα βυθίστηκα, και πια δεν έβλεπα τίποτις, δεν άκουγα τίποτις.
Πρέπει ακόμα δυο λόγια να πω, πρι να κλείσω την ιστορία μου.
Άσπρισαν τα μαλλιά μου, κι ακόμα τρέμω σαν την ανιστορήσω την καταστροφή εκείνη του σπιτιού, του χωριού, της μάννας μου και της αδερφούλας, σα συλλογιούμαι πως την ώρα που με σήκωναν από το χάλασμα και με βάζανε στην τέντα με το σπασμένο το πόδι, κοίτουνταν κ' οι δυο τους άψυχες κάτω από τις μαύρες τις πέτρες.
Μια φορά μοναχά μου τα είπε ο γέρος. Πρέπει να είταν ως τρία χρόνια πρι να ξενιτευτώ έρημος κι ορφανός, έξη μήνες πρι να πάγη και κείνος να τις βρη τις δυο μου ψυχούλες.
Δεν αξίζει να σου τα ξαναλέγω. Τι να τη χαλνώ την καρδιά σου; Τι να τα γυρεύω τα δάκριά σου; Σώνουνε τα δικά μου· ζωής αλάκερης δάκρια. Φτάνουνε, δεν το θέλει η μακαρίτισσα να βασανίζουνται κ' οι άλλοι για κείνηνα, μήτε η Αννούλα μου δεν το θέλει. Μήτε ο γέρος. Ο καημένος ο γέρος! Τέσσερα χρόνια με γιάτρευε, με παρηγορούσε, με καθοδήγευε, και με μάθαινε να δουλεύω, να δουλεύω και να ξεχνώ……
….. Και δούλευα, και δούλευα και ξεχνούσα. Σαράντα χρόνια δούλευα και ξεχνούσα…..
… Κλειστό βιβλίο τα σαράντα εκείνα χρόνια…
……Ήρθα, τώρα κ' ένας χρόνος, από τα ξένα, στο ίδιο το χωράφι, στο ίδιο ταμπέλι που ξέρεις. Τα βρήκα όλα ξερά, ρημασμένα. Ένας μακρινός συγγενής μου το κρατούσε το χτήμα. Κανένας δεν το πίστευε, σαν ξανάρθα, πως είμουν ο μικρός εκείνος ο Δήμος εγώ. Έτυχε καλός ο Καντής, και τον πίστεψε το χριστιανό που μαρτύρησε πως με γνωρίζει από το κουτσό μου το πόδι, που τόσπασπα στο μεγάλο το σεισμό.
Κ' έτσι το πήρα το χτήμα. Το ξαναφύτεψα τ' αμπέλι. Το διόρθωσα το καλύβι. Όλα τα ίδια φαίνουνται σαν και τότες. Ως κ' η άγια εκείνη η πέτρα στον τόπο της μένει.
Και το χωριό; Και το σπίτι; Θα τα ξαναδούμε και κείνα, σαν αρχίσουμε τα παραμύθια μας, τα ταξίδια μας.
Κάθε βράδυ τώρα κι εμπρός, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε, θα
την έχω την καλή σου τη συντροφιά. Θα ταξιδεύουμε κάθε βράδυ.
Ταξίδια της φαντασίας ήσυχα και κρυφά. Θα βλέπουμε και θακούμε.
Αχ, τι θα δούμε, και τι θακούσουμε! Μια ρωμιωσύνη αλάκερη!
Δε θα είναι μακρινό το πρώτο ταξίδι μας. Απάνω στην «Ακρόπολη» του σκλαβωμένου χωριού μας θανέβουμε.
Είναι φεγγάρι, και Μάης μήνας. Η φύση κοιμάται με μαγευτικό χαμόγελο στη χαριτωμένη της όψη.
Μισής ώρας δρόμος από το καλύβι που κάθουμαι και σου γράφω. Να πάμε με το νου μας γιαλό γιαλό. Δυο κάβους περνούμε, και τον τρίτο τον κάβο τονε στεφανώνει η φτωχοπερήφανή μας Ακρόπολη.
Ας σταθούμε μια στιγμή στο μισό το δρόμο. Εκεί, κοντά στο λάλο το κύμα, που σιγανά κατρακυλάει και ξεσπάνει κι αφρίζει, και μαργαριταρώνει την αμμουδιά.
Πατρίδα μου, τι αθάνατο πράμα είναι αυτή η ομορφιά σου. Πρέπει άνθρωπος να σε στερηθή, να καταλάβη την αιώνια σου χάρη! να γεράση στα ξένα, και να ξανάρθη στην αγκαλιά σου, να ξανανιώση. Πατρίδα, χρυσή αγαπητικιά μου! καμιά χώρα δεν έχει τα κάλλη σου, την αγήρατη νιότη σου! Σε πλημμύρισε το αίμα, σε ρήμαξαν αμέτρητες συφορές, και συ ως τόσο ακόμα χαμογελάς, καθώς όταν ένας Πραξιτέλης σε κοίταζε, και χάραζε όλη σου τη ζωή και τη χάρη απάνω στα ψυχρά σου τα μάρμαρα. Βασίλεια στήθηκαν και γκρεμίστηκαν, πίστες άλλαξαν, αμέτρητα θεριά πέρασαν από τις βασιλικές σου τις θύρες, με χαλάσματα σε σκέπασαν και με κόκκαλα σέσπειραν, και συ ως τόσο τέτοιαν ώρα δέχεσαι την Αφροδίτη στην αγκαλιά σου, και γλυκοπαίζεις μαζί της μέσα στην ασημένια λάμψη του φεγγαριού σου.
Τι παράξενος όμως Παράδεισος! Με τι αγγέλους, που θα τους αρνιόταν η μαύρη η Κόλαση!
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα στη νιότη μου, πως τους μεγάλους σου εκείνους ηρώους, τους λαμπρούς σου τεχνίτες η δύναμη της ομορφιάς σου τους γέννησε. Τα διάβαζα, και σα Βαγγέλιο τα πίστευα. Τώρα όμως που σε διαβάζω και σένα, τέτοια θάματα δε βλέπω να φτειάνης. Αιώνες σε βυζάνει ένας Τούρκος, κι ως τόσο το αίμα του μένει το ίδιο. Η ίδια η όψη του, η πίστη, ως κ' η βλαστημιά του η ίδια.
Αφού δεν άνοιξες τα σπλάχνα σου να τα καταπιής τάγρια τα ψυχοπαίδια σου, πώς δεν τα ημέρεψες, πώς δεν τάκαμες ένα μαζί σου; πώς δεν τανάθρεψες να σαγαπούν και να σε τιμούν, τη γλώσσα σου να μιλούνε, να λατρεύουνε το Σταυρό σου, καμάρι να σέχουν, και την καταγωγή τους να ντρέπουνται; Εσύ η Βασιλοπούλα, που έναν Ηρώδη μια φορά μάγευες και δικό σου τον έκαμνες, πώς να μην ταλλάξης με τη θαματουργή σου τη χάρη το σκυλολόγι που θρέφεις;
Ξέρω, ξέρω τι έπαθες, Πατρίδα τρελλή και ξεμυαλισμένη! Είναι χρόνια και χρόνια που ξελαγιάστηκες! Σ' ατίμασαν αμέτρητα έθνη! Έμεινε η ομορφιά σου, μα η καρδιά σου δεν είναι η πρώτη καρδιά· και κάθεσαι τώρα και τα παχαίνεις αυτά τα θεριά. Το ξέρεις πως θρέμματά σου δεν είναι, πως κόλλησαν απάνω σου καθώς ψώρα. Μα δύναμη πια δεν έχεις τέτοιες ψώρες να ξετινάζης από τα στήθια σου· και μήτε σε πειράζουν πια τώρα, αναίσθητη ρωμιωσύνη!
Τίποτε, τίποτε πια δε νοιώθεις, μήτε την ομορφιά σου δεν τηνε νοιώθεις!
Άψυχο μάρμαρο έγεινες, άγαλμα κουτσουρεμένο, δίχως ψυχή!
Πάμε παρέκει. Να τηνε η Ακρόπολη· όχι η Γενοβέζικη. Εκείνη είναι από την άλλη τη μεριά, κατά την τούρκικη τη γειτονιά. Τούτη είναι η δική μας η Ακρόπολη· χάλασμα ρημασμένο, μα χάλασμα που σε βλέπει και σου μιλάει. Εκεί άλλος δε μιλάει παρά το Κόλι τη νύχτα. Εδώ πέτρες, χώματα, βράχοι, όλα μιλούν. Κοίταξε· μένουν ακόμα τοίχοι γεροί κι ακρέμνιστοι, κολλημένοι στους βράχους. Σεισμοί, φουρτούνες, Φράγκοι, Τούρκοι! Όλοι το χέρι τους έβαλαν! Κι ως τόσο μένουν ακόμα οι τοίχοι! τα χέρια που τους έχτισαν είχανε μέσα τους την αθανασία. Ας ανεβούμε ακόμα. Εδώ, εδώ είναι η Ακρόπολη της αρχαίας της χώρας. Η χώρα έγεινε χωράφι, και το σπέρνουνε Τούρκοι. Μα η Ακρόπολη μένει απάνω σε βράχο ριζωμένο στα βάθια της γης. Από δω κοιτάζανε νύχτα και μέρα κατά το πέλαγο, μην τύχη και προβάλη εχτρός. Και τι εχτρός! Με την ίδια τη γλώσσα, την ίδια θρησκεία, την ίδια ομορφιά και παλικαριά, μόνο από άλλο νησί! Καλότυχο έθνος, που είχε τέτοιους εχτρούς!
Ας καθίσουμε σ' αυτό το λιθάρι. Κοίταξε γύρω· κοίταξε πώς τα λούζει το φεγγάρι τα κοιμισμένα εκείνα βουνά. Είναι της Ασίας βουνά. Λες και πασκίζει το φεγγάρι να τα ξυπνήση, να ταναστήση, να τα χρυσώση, σύννεφα να τα κάμη, να τανεβάση στον ουρανό. Λες και τάγριο το κορφοβούνι της Ίδας κοιτάζει με μάτια νυσταγμένα μύριες Νύφες και Βοσκοπούλες που χορεύουνε κάτω, μέσα στους λόγγους. Θαρρείς πως τις ακούς τις φλογέρες και παίζουν! Θλιβερή απάτη της φαντασίας! Τους λόγγους εκείνους τους σαβανώνει σκοτάδι αμίλητο και βαθύ.
Στρέψε κατά την αντικρινή τη μεριά, κατά τα όρη που αραδιασμένα λες και πλαγιάζουν απάνω στα ήμερα κύματα. Βουνά του νησιού, γελαστά και χαριτωμένα. Λες κ' η φύση τα χαδεύει, κι αυτά ραχατεύουν. Νυσταγμένα κι αυτά, ξέννοιαστα και βαριά. Μήτ' ένας στεναγμός δεν ταράζει τον ύπνο τους!
Χύνε το φως σου, φεγγάρι μου, μέσα στο μαγευτικό αυτό κοιμητήριο! Ας κοιμούνται οι άλλοι. Σώνει που σε θωρούν και σε καμαρώνουνε τρεις. Οι δυο μας, κ' ένας Θεός. Συνηθισμένο είσαι από τέτοια άδοξη δόξα. Σαν πόσες χιλιάδες των χιλιάδων χρόνια νάφεγγες έτσι στον κόσμο, άγνωστο, αθώρητο, αθάμαστο!
Άφινε τις στεριές να κοιμούνται. Τη θάλασσα, τη θάλασσα κοίτα! άφινέ το τό χωριό από πίσω· γλυκοκοιμούνται οι καλοί πατριώτες του. Κι αν κανένας τους αγρυπνάει, από την πολλή τη συλλογή δεν είναι. Να τρελλαθή από συλλογές σκοπό το χωριό μας δεν έχει. Έχει το νου του αναπαμένο. Σαν που ταφήκα παιδί, το ξαναβρήκα και γέρος. Τη θάλασσα, τη θάλασσα κοίτα! Η θάλασσα είναι λεύτερη, αλυσίδα δεν τηνε δένει τη θάλασσα.
Η θάλασσα χάφτει καράβι καθώς άνθρωπος χάφτει σπειρί άνιθο. Αρμάδες αλάκερες καταπίνει. Να, εκεί, κατά ταριστερά, έκαμε μια φορά η φωτιά συντροφιά με το κύμα, και μοιράστηκαν ένα καράβι ανάμεσά τους. Ένας Παππανικολής την έφερε τη φωτιά. Από το βλογημένο βυζί της Ψαριανής μάννας του τη βύζαξε, μέσα στην καρδιά του την έκρυβε, και σαν ήρθαν οι εικοσιεφτά ενός Μάη, την άναψε, και την κόλλησε σε Τούρκικο δίκροτο. Είτανε νύχτα, κ' έφεγγε σα λαμπάδα το δίκροτο. Ως κι από δω το θωρούσαν οι πατριώτες από τις τρύπες των μανταλωμένων σπιτιών τους. Έτρεμαν, και τρέμουν ακόμα όσοι το θυμούνται και το δηγούνται. Ψαριανοί δεν είναι· γιατί να μην τρέμουν!
Απανωτά ξάναβαν και πετούσανε στον αέρα του Μαχμούτη τα καμαρωμένα καράβια, ύστερ' από το βλογητό του Παππανικολή. Εκεί, εκεί έκαμε τον αγιασμό του ο Παππανικολής. Και σαν έφαγε η φωτιά το μερτικό της, κατάπιε ταπομεινάρια η αχόρταγ' η θάλασσα. Τι όψη να την έχουνε σήμερα τα εβδομήντα τέσσαρα εκείνα κανόνια! Αγνώριστα θάγειναν τα βουβά στόματά τους. Μια φορά κελαϊδούσαν κι' αυτά. Τώρα κελαϊδεί ταθάνατο κύμ' από πάνω τους.
Άκου, άκου! Τι να μας λέη το κύμα εκεί κάτου, στην έρμη την ακρογιαλιά; Τραγουδάει το τραγούδι της θάλασσας, της λεύτερης θάλασσας. Γλυκοφιλάει τη γης με λαχτάρα που λες και ζητάει να της πη τη χαρά του. Έπειτα πάλι θαρρείς πως την πονεί, τη χαδεύει, ξεπλύνει τις ματωμένες πληγές της, κι ολοένα πολεμάει να την αναστήση, να τη ζωντανέψη, και να την κάμη πάλι χαρούμενη, καθώς είτανε μια φορά.
Μεγάλη δουλειά καταπιάνεται το καημένο το κύμα! Του τραγουδιού του τη γλώσσα δεν τη νοιώθουμε πια! Σε χαρτί απάνω δε γράφτηκε, να τη μάθουμε. Είναι γραμμένη στον ουρανό. Κ' εμείς που σκύβουμε, κι όλο σκύβουμε, πού νανασηκώσουμε κεφάλι και να δούμε τον ουρανό! Τα παιδιά μας θα σκύβουν ακόμα πιώτερο, τα εγγόνια μας άλλο τόσο, τα ξέγγονά μας θαγγίζουνε και τη γης με τα κρεμαστά τους τα χέρια, ώσπου πόδια να καταντήσουν, αυτά τα χέρια που μια φορά στεφάνια κρατούσανε και σε περήφανα κεφάλια τα θέτανε!
Σώνει, Σώνει! Είναι γλυκό το τραγούδι της θάλασσας, μα πικρός ο πόνος που φέρνει. Πάμε παρακείθε λιγάκι. Εκεί, κατά το χάλασμα του Μπραΐμη. Εκεί, στην άλλη την άκρη της Τάμπιας είναι του Μπραΐμη το χάλασμα.
Μα εσύ, σε φαντάζουμαι και κοιτάζεις ακόμ' αλλού, όχι κατά τη θάλασσα πια, μόνο στα σπαρμέν' αυτά τα χωράφια που απλώνουνται μπρος μας, με βώλους τρανούς σα βράχους στημένους εδώ και κει, ως κοντά στακρογιάλι. Κοιτάζεις, σα να το θαμάζεσαι τι να είναι αυτοί οι βώλοι. Να με συμπαθήσης, που πλάκωσε το νου μου ο βαρύς ο καημός, και παρά λίγο να το λησμονήσω πως Ακρόπολη δίχως πολιτεία δε γίνεται, και πως εκείνη είναι η έρμη η πολιτεία της πιο έρμης Ακρόπολής μας. Είναι η αρχαία η χώρα που βλέπεις, κι απομεινάρια της οι ασβεστοκόλλητες πέτρες. Τίποτις άλλο παρ' αυτές δεν της έμεινε! Αν είτανε μέρα και κατεβαίναμε, ίσως βρίσκαμε και μερικά λυχνάρια κομματιασμένα, που τι είδαν από τη στιγμή που βγήκαν από του τεχνίτη το χέρι, με πεισματάρικη σιωπή κρυφό το φυλάγουν! Το βλέπεις, το βλέπεις το λυχνάρι, το ρωτάς με λαχτάρα, σε τι ομορφιές έχυσε φως, σε τι αρετές, σε τι αλήθειες, σε τι μεγαλεία και δόξες, και στόμα δεν ανοίγει να σου μιλήση το βουβό το κεραμιδοκόμματο! Όλα, όλα να τα φανταστής εκεί πρέπει. Αγορές, στοές, γυμνάσια, χορούς, θέατρα, πανηγύρια. Η θρησκεία της ομορφιάς, της χαράς και της ηδονής θα μεθύση το νου σου, και θα ξαναγεννήση την ύπαρξή σου. Θακούσης τότες τον Τέρπαντρο να δοκιμάζη την έβδομη χόρδα του, τον Αρίονα να μαθαίνη από ταηδόνια του κάμπου το θείο το μυστήριο που μάγεψε τα δελφίνια. Θενά δης μαρμαροτράχηλες παρθένες να κατεβαίνουνε στο Ναό της Αγάπης, και να καταθέτουν πολύτιμα στην Αφροδίτη ταξίματα, αγγελοκάμωτα παλικάρια στεφανωμένα νακολουθούν την ιερή συνοδία με λαχτάρα και περηφάνεια. Θενά δης άντρες συναγμένους σε στοές μαρμάρινες και σε περιστήλια, και βυθισμένους στη μελέτη εκείνη που τηνε λέγανε — «τη πόλει συμφέρον» — το συμφέρον εκείνο που κολοβώθηκε κι αυτό σήμερα καθώς το λυχνάρι, κι άλλο τώρα δεν σημαίνει παρά το ιδιαίτερό μας καλό, την αχόρταγη την όρεξη του εγώ. Θενά δης καράβια και καράβια, άλλα να σκαρώνουνται σιμά στο λιμένα, άλλα πάλι αραγμένα ή και στην αμμουδιά τραβηγμένα, κι άλλα να σηκώνουνται γεμάτα σιδερόχερους κωπηλάτες, που ξεκινούνε να διαφεντέψουν την καλότυχή τους πατρίδα. Θενά δης ξένα πλοία να μπαίνουνε με πραμάτειες από Φοινίκη, από Βυζάντιο, κι από Ρόδο· άλλα να βγαίνουνε φορτωμένα κρασί που μήτ' ένας Αριστοτέλης δεν ταλησμόνησε στην αθανασία να το διαλαλήση. Θενά δης της τέχνης έργα, που του κάκου σήμερα ένας Φράγκος πολεμάει να τα ξαναπλάση. Θενά βρης την άγια την τέχνη μέσα στη ζωή, μέσα στη ψυχή των μακαρισμένων κατοίκων αυτής της χώρας. Θενά βρης αγάπη, αρετή, χαρά, πλούτο, δόξα, — ε τι δε θα βρης!
Κι ως τόσο τανοίγεις τα μάτια που η φαντασία τάχει μαγεμένα τόση ώρα, κι άλλο δε βλέπεις παρά χωράφια, χωράφια και βώλους ασβεστοκόλλητους! Μήτε πέτρα πάνω στην πέτρα δε σώζεται! Μήτ' ένα φάντασμα θλιμμένο τη νύχτα δεν έρχεται να καθίση και να θρηνήση το μεγάλο, τον τέλειο το χαλασμό!
Αδύνατο να φανταστής, και να μη σε πάρη σαν άνεμος απέραντη θλίψη! Να ξέρης το τι είτανε κάθε λιθάρι σ' αυτά τα χωράφια, είναι μα το ναι βάσανο κι από του γκρεμισμένου αγγέλου φριχτότερα. Καλότυχος ο ζευγάς, — κι ας είναι και Τούρκος, — που ήσυχα και ξέννοιαστα οργώνει το ιερό αυτό χώμα, δίχως καν να τ' ονειρευτή πώς γίνεται να υπάρξη κ' ιεροσυλία στον κόσμο!
Του κάκου, γύρισε να δούμε και του Μπραΐμη το χάλασμα. Στην άλλη την άκρη της Τάμπιας. Τέσσερεις τοίχοι, κουκουβάγιες γεμάτοι. Είταν όμως μια φορά σπίτι, κι όσο για τον Μπραΐμη, είταν κι αυτός Ρωμιός μια φορά! Πρέπει να τη μάθης την ιστορία του. Να σου τη δηγηθώ στο δρόμο, τώρα που θα κατέβουμε, να γυρίσουμε πίσω, στο μοναχικό το καλύβι.
Οι πιώτεροι που αλλαξοπιστήσανε στους σκοτεινούς μας καιρούς, τόκαμαν από φόβο να μη χάσουν το είναι τους, να μη ψηθούνε στη σούβλα! Άφησε τα παιδιά. Εκείνα δεν έφταιγαν, αν άρχιζαν τη ζωή τους φοβιτσιάρικα λαγουδάκια και την τελειόνανε Γενίτσαροι φοβεροί, έφταιγαν οι γονιοί τους, που δεν ήξεραν από ποιαν άκρη πιάνεται το σπαθί. Μην τακούς αυτά που μας τσαμπουνίζουν οι δασκάλοι για τη μαύρη τη Μοίρα που βύθισε το Έθνος σε μύρια βάσανα και μαρτύρια. Αυτά όμως τα λέμε άλλη φορά. Ας έρθουμε στον Μπραΐμη.
Είτανε Ρωμιός ο Μπραΐμης, μα με τη βία αυτός δεν τούρκεψε. Και μήτε παιδομαζεμένος δεν είταν. Ηλία τον έλεγαν. Ο χαδεμένος ο γυιος ενός Προεστού. Πλούσιος ο πατέρας του. Ως κ' οι τούρκοι τονε φοβούνταν. Από κείνους τους Προεστούς που μιλούσαν τούρκικα, έτρωγαν και γλέντιζαν τούρκικα, μα φυλάγανε μερικά συστήματα καθάρια ρωμαίικα.
Καλό μας έκαμαν αυτοί οι Προεστοί. Ήρχουνταν ώρες που ανασηκώνανε λίγο το βάρος των αδερφιών τους, γλυτώνανε μερικούς από φάλαγγα, από φυλακή, ή κι από χερότερα. Αγαπούσαν και να λογομαχούνε με τους αγάδες, πότε με τόνα «προνόμιό» τους, πότε με τάλλο. Κ' έτσι διαφεντεύοντας και λογομαχώντας, καταντούσανε σωστοί πατριώτες στα γερατειά τους.
Πήγε μια φορά ο Προεστός μας στον πύργο ενός Χασάν Αγά, πήρε μαζί και ταγόρι του. Πρώτη φορά δεν είταν που τον έβλεπε ο Αγάς τον Ηλία, μα φαίνεται πως ποτές δεν τονε καλομάτιασε καθώς αυτή τη φορά, γιατί κι αρνί τους έσφαξε, και να τραγουδήση τον έβαλε τον Ηλία. Και τους τραγούδησε ο Ηλίας. Πήγε να τρελλαθή ο Αγάς. «Μόνο ρωμιώπουλο μπορεί να βγη τόσο πρόσχαρο και ξυπνό», γύρισε κ' έλεγε του πατέρα του.
Τους προβόδισε ο αγάς ως τη θύρα του πύργου σαν έφευγαν.
Γυρίζοντας ο μικρός ναποχαιρετήση την αφεντειά του καθώς ξεκινούσαν, κακή του μοίρα, κ' έπεσαν τα μάτια του στο καφάσι του χαρεμιού. Δε σκέπαζε όλο το παράθυρο το καφάσι. Έμενε κατά το πλάγι άνοιγμα μεγαλούτσικο, κι απ' αυτό τάνοιγμα πρόβαλε πρόσωπο που έλαμψε σαν τον ήλιο, και πάλι χάθηκε σαν την αστραπή.
Είταν η Μελέκη, η πανώρια μοναχοκόρη του Χασάν Αγά.
Από την ώρα εκείνη ησυχία δεν είχε ο Ηλίας. Στιγμή να καθίση δεν μπορούσε στο σπίτι. Γύριζε από δω κι από κει, ως τον κάμπο κατέβαινε, κατά τον αγάδικο τον πύργο. Τι γύρευε, δεν τόξερε μήτ' αυτός. Τους τοίχους του πύργου να τρυπήση, στο χαρέμι να κρυφογλιστρήση δίχως μήτε σκλάβος να τονε δη, στης Μελέκης τα γόνατα να πέση και να ζητήση βοήθεια και σωτεριά, — είταν όνειρα γλυκά κ' ησυχαστικά, μα όνειρα ανωφέλητα της αγάπης.
Είχε ως τόσο κι ο Αγάς τον καημό του. Τον έτρωγε και κείνονα κρυφή συλλογή. Πώς αϊτός να γείνη, να πετάξη και να φέρη ταγόρι στον Όλυμπο! Θα καταντούσε το ρωμιόπουλο μεγάλος Αγάς μιαν ημέρα. Για τον Αγά αυτά δύσκολα πράματα δεν είτανε. Μα ο Προεστός είχε δόντια, κ' η δουλειά χρειάζουνταν &κολάι&. Σοφίστηκε το λοιπόν ο Αγάς να ζητήση ταγόρι νάρχεται και να τονε μαθαίνη ρωμαίικα. Ήθελε να τα μάθη τα ρωμαίικα, γιατί τους αγαπούσε τους Ρωμιούς. Το καλό τους ήθελε, κ' έπρεπε να καταλαβαίνη ο Αγάς τα παράπονά τους.
Δέκα χρόνια γεροντώτερος κινούσε κατά το σπίτι του ο Προεστός σαν τάκουσ' αυτά. Τα δηγήθηκε της γριάς του. Κλαίγοντας η γριά τα ξανάειπε του γυιού της. Μα εκείνος μόλις τάκουσε, και δίχως μήτε λέξη να ξεστομίση, σέρνει κατά τον πύργο και γυρεύει να δη τον Αγά.
Έλειπε ο Αγάς στο Μεζλίσι εκείνη την ώρα. Περίμενε λοιπό στην αυλή ο Ηλίας. Και περιμένοντας στην αυλή, ψιλοτραγουδούσε κ' έβλεπε κατά το μαγεμένο καφάσι. Δεν άργησε να ξαναπροβάλη ο λαμπερός ο ήλιος από τη μεγαλούτσικη χαραμάδα. Ρίχτει μερικές ματιές γύρω του ο Ηλίας. Ένας και μοναχός ζαπτιές στην αυλή, κι αυτός ροχάλιζε στην πεζούλα. Ψυχή αλλού πουθενά.
Δεν είχε ώρα να χάνη. Έπρεπε να της το πη πως τον έχασε το νου του μαζί της, πως έτοιμος είναι και τη ζωή του να δώση. Να της το μιλήση, Θεός φυλάξοι! Να της το γράψη, το πρόλαβε κι αυτό ο Προφήτης, που δεν αφίνει Τουρκοπούλα μήτε χαρτί μήτε καλέμι να πιάση. Άλλο από τραγούδι δεν έμενε. Τραγούδησε λοιπόν Τούρκικα ο Ηλίας, με σιγανή και καθάρια φωνή. Να πώς τέλειωνε το τραγούδι:
«Σαν κατεβαίν' η Πούλια προς το βουνό, ας πετάξη το Ουρί της Αυγούλας ανάμεσα στις Ιτιές, κι ας ράνη με τη δροσιά του τα φτερά του αηδονιού που το λαχταρεί».
Ιτιές εκεί άλλες δεν είχε παρά μερικές κοντά στο ποτάμι, λίγα βήματ' από τον πύργο.
Στάθηκε μια στιγμή ο Ηλίας σιωπηλός, να δη αν είτανε θάνατος ή ζωή. Είτανε ζωή.
— «Πέκι εή, κουζούμ, πέκι εή», μουρμούριζε το Ουρί από το
καφάσι. «Πρόσεχε μοναχά, γιατί έρχεται ο Εφέντης».
Γυρίζει από την άλλη ο Ηλίας, και βλέπει τον Αγά και σίμωνε σιγοπερπατώντας γιαλό γιαλό. Βγαίνει και τον ανταμώνει. Καταχάρηκε ο Αγάς σαν τον είδε.
— Και πού είναι τα κιουτάπια σου, του λέει.
— Έφεντημ, του κάνει ο Ηλίας, με τα κιουτάπια ρωμαίικα ποτές δε θα μάθης. Εγώ τα Τούρκικα τάμαθα μιλώντας με το Λατίφη το γείτονά μας. Κι ο Λατίφης πάλι τάμαθε τα ρωμαίικα τραγουδώντας μαζί μου. Με την αφεντειά σου να τραγουδώ, δεν ταιριάζει. Μπορούμε όμως να συντυχαίνουμε ταπομεσήμερο σα γυρίζης περπατώντας από το μεζλίσι. Έτσι θα τα μάθης μια μορφιά τα ρωμαίικα.
— Καλά, λέει ο Αγάς χαδεύοντας τα γένεια του. Κ' έτσι γίνεται.
Κ' ύστερα θάρχεσαι μέσα να πίνης ένα σερμπέτι.
— Έφεντημ, θα μ' αβανιάζουν τότες πως τούρκεψα. Εμένα δεν με μέλει κι αν τουρκέψω για το χατίρι σου. Μα η γριά μου — ως τον τάφο καημό της θα τόχει».
— Όχι, παιδί μου, του λέει ο Αγάς, εγώ ποτές μου δικό μας δε θα σε κάνω δίχως να θέλης. Ένα πράμα όμως σου λέω: Ανίσως και ταποφασίσης ποτέ σου, ψυχή να μη φοβηθής, σώνει να αναπνέη ακόμα ο Χασάν Αγάς.
Τον κοιτάζει ο Ηλίας με σοβαρή και συγκινημένη ματιά, και του κάνει βαθύ τεμενά.
Ο πονηρός ο Αγάς τόνοιωσε με τι λογής αγόρι είχε να κάνη. — Αυτός είνε του πατέρα του γυιος, είπε. Εδώ χρειάζεται υπομονή και καιρός.
— Καλά, Ογλούμ, του λέει, απ' αύριο αρχινούμε.
Και μπήκε ο Χασάν Αγάς στον πύργο, και πήρε την ακρογιαλιά ο Ηλίας και πήγαινε, όχι στη μάννα που τον απάντεχε, μόνο στις ιτιές, κοντά στο ποτάμι. Εκεί τριγύριζε, αναστέναζε, ανέβαινε, κατέβαινε, κάθιζε, σηκώνουνταν, ώσπου βασίλεψ' ο ήλιος και σκορπίστηκαν ταστέρια στον ουρανό. Και παραμόνευε την Πούλια, και μετρούσε τις ατέλειωτες ώρες. Σα ψέμα του φαινότανε. Σαν τρέλλα το θάρρειε να περιμένη τέτοιες ώρες Αγαδοπούλα να τον ανταμώση σ' εκείνα τα βαθιά τα σκότη.
Και κει που τα συλλογιούνταν αυτά, ακούγει σιγανή περπατηξιά μέσα στα πεσμένα τα φύλλα. Ανατρίχιασε, τουρτούριξε από τη λαχτάρα, από την κρυφή τη χαρά. Το «πέκι εή» λοιπόν της Μελέκης παραμύθι δεν είταν. Όσο πήγαινε σίμωνε η περπατηξιά, ώσπου φάνηκε κάτι σα γυναικήσιο κορμί μπροστά του, κάτι που το σκέπαζε φερετζές. Κάνει να της μιλήση, και πιάνεται η μιλιά του. Ξεχύνεται να την πάρη στην αγκαλιά του, μα η γυναίκα απλώνει φοβισμένη το χέρι και του λέει να μη σμίξη κοντά της. Έχει μήνυμα να του πη. Είναι η πιστή η σκλάβα της πανώριας Μελέκης, και το μήνυμα είναι πως η πανώρια η Μελέκη δε λαχταρεί μιας νυχτιάς, μόνο ζωής αλάκερης αγάπη· πως στα χέρια του είναι η μοίρα της, κι άλλον τρόπο δεν έχει παρά να τουρκέψη και να την κάμη δική του.
Έφυγε η γυναίκα, κ' έμεινε ο Ηλίας αμίλητος. Έμεινε ως τη χαραυγή. Σαν ταποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάννας του, γύριζε πίσω με τους παραγυιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε.
Μα η μάννα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού είταν όλη τη νύχτα.
— Πήγα ν' ανταμώσω την ομορφώτερη του χωριού, και την πλουσιώτερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε. Πηγαίνω τώρα να βρω τον πατέρα της, και να του τη ζητήσω. Προξενητάδες ο γυιος σου δε θέλει. Άφησέ τον, και παιδί δεν είναι.
Η μάννα, που να είταν άλλη φορά, τα ρούχα της θάσκιζε, τώρα δεν είπε τίποτις, μόνο έκαμε το σταυρό της, που δεν είχε τον τόπο του ο μεγάλος ο φόβος της. Και πρι να προφτάξη να τονε ρωτήση ποια είταν η μάγισσα που τον αποτρέλανε, χάθηκε ο Ηλίας από μπροστά της.
Ίσια στον πύργο πήγε. Ο Αγάς, ό,τι έκαμε το ναμάζι του, κ' έπινε τον καφέ του. Μήτε τον καλοκοίταξε στην αρχή. Τέλος του είπε να καθίση, και του πρόσταξε και καφέ.
— Έφεντημ, αρχίζει αμέσως ταγόρι, παράξενο θα σου φάνηκε να με βλέπης τέτοιαν ώρα. Μ' απ' αυτό να καταλάβης πως μεγάλη δουλειά μ' έφερε ως εδώ. Η ζωή μου είναι εις τα χέρια σου.
— Τι έπαθες, τζάνουμου, ρωτάει ο Αγάς.
— Θυμάσαι το τι μου έταζες χτες; πως άμα ταποφασίσω, να σου το πω.
Σουφρώνει τα φρύδια του ο Αγάς.
— Κι άμ' η μάννα σου; του λέει ποιος θα την πάρη στο λαιμό του τη μάννα σου; Κι ο πατέρας σου;
— Αφεντέσημ Έφεντημ, τίποτις δεν είναι αυτά. Ο πατέρας μου είναι μισός μουσουλμάνος. Η γριά πάλι, θα φωνάξη, θα κλάψη, κ' ύστερα θα μερώση. Τι θάκανε αν είτανε θάνατος; Εδώ έχει ή Προφήτη, ή θάνατο.
Κοντοστέκεται ο Αγάς, και τον καλοβλέπει στα μάτια.
— Και ποιος θα σου πάρη τη ζωή α δεν αλλαξοπιστήσης;
— Η αγάπη. Έμπαινα χτες στου πύργου σου την αυλή. Στο γωνιακό του παράθυρο είταν έν' άσπρο γατάκι κ' έπαιζε με του γιασουμιού τα κλωνιά. Γλυστράει έξαφνα το γατάκι και πέφτει μες στην αυλή. Προβάλλει αμέσως ένα πρόσωπο, σκύβει, σέρνει μια φωνή, και χάνεται πάλι μέσα στον πύργο.
Πετάχτηκε τότες ο Χασάνης αγριεμένος κ' έτρεξε κατά το χαρέμι.
— Αμάν, Έφεντημ, στάσου! Αν είναι να παιδευτή κανένας, εγώ πρέπει να παιδευτώ, που είχα μάτια κ' είδα ένα πλάσμα που ήλιος δεν τάγγιξ' ακόμα. Μπήξε το μέσα μου το χαντσάρι σου, να μη λες πως ζη εκείνος που την είδε την κόρη σου.
Στέκεται ο Αγάς κι αγριοβλέπει.
— Δεν έχεις χαντσάρι μαζί σου; Να το δικό μου. Χώστο ίσια μες στην καρδιά μου. Θυμήσου όμως το χτεσινό τάξιμό σου. Στοχάσου το τι θα είμαι σα γείνω παιδί σου. Στοχάσου πως αγόρι δικό σου δεν έχεις. Στοχάσου τι τρομερός πολεμιστής του Προφήτη γίνεται το ρωμιόπουλο, και σε τι λογής χέρια θαφήσης τη δύναμή σου όταν ο Αλλάχ σε κράξη κοντά του.
Δεν άργησε να μαλακώση ο Χασάνης. Ξανακάθισε στο μιντέρι του. Ο
Ηλίας, σιωπηλός τώρα, έσκυψε και περίμενε ένα λόγο από τον Αγά.
— Παιδί μου, του λέει ο Αγάς, συλλογίσου το πάλι. Συλλογίσου τη μάννα σου, &την κατάρα της μάννας σου&. Τι καλό θα δης ύστερ' από τέτοια κατάρα! Στάχτη θα σε κάμη, και σένα και μας.
— Χίλιες κατάρες δεν πιάνουν μπρος στου Προφήτη τη χάρη. Ο Προφήτης το θέλει, το προστάζει, δικός σου να γείνω. Εκείνος είναι που το γκρέμησε το γατί.
Σαυτό πια δεν είπε τίποτις ο Αγάς. Σηκώθηκε, τον αγκάλιασε, και πρόσταξε να φέρουν τα νταβούλια.
Ύστερ' από λίγη ώρα, ξεκούφαιναν το χωριό νταβούλια και πιστολιές. Είταν το &σουννέτι του Μπραΐμη&.
Το τι έγεινε στο έρμο το σπιτικό του Ηλία σαν έμαθαν οι γονιοί του πως τούρκεψε το παιδί τους, και παίρνει του Χασάνη την κόρη, είναι άλλη λυπητερή και μακρινή ιστορία.
Μέρες και μέρες βάσταξαν οι γάμοι του Μπραΐμη και της Μελέκης. Άλλες τόσες μέρες μπαινόβγαιναν οι γιατροί από το σπίτι του μαύρου του Προεστού. Τέτοιο αστροπελέκι απάνω στάσπρο κεφάλι του, δεν μπόρεσε ο καημένος να το βαστάξη. Η γριά έζησε μερικούς μήνες ακόμα, για να δώση, ως φαίνεται, καλά την κατάρα της.
Τι τα θέλεις, πρέπει κάποτε να τις πιστεύης αυτές τις κατάρες. Ειδεμή, γιατί πέθανε η Μελέκη στον τρίτο το μήνα της; Γιατί τρελλάθηκε ο Αγάς, και τονε δέσανε χεροπόδαρα, και τον έδερναν αλύπητα να τονε γιατρέψουν, κι αυτός θεραπειά πια δεν είδε; Γιατί τα μισόχασε κι ο Μπραΐμης, και πούλησε πύργους, και ξέκαμε χτήματα, και πήγε κ' έχτισε την πετροφωλιά εκείνη απάνω στην Τάμπια, και ζούσε ολομόναχος, και μήτε Τούρκο να δη δεν ήθελε μήτε Χριστιανό, ώσπου απέθανε χρόνια κατόπι, και χάρη νάχη τη διαθήκη του, που έλεγε να φέρουνε με τη σερμαγιά του νερό στο χωριό, και τώρα βλογούν τη ψυχή του Παπάδες κ' Ιμάμηδες.
Τι άλλο είταν που την έφερε όλη εκείνη τη συφορά!
Έχουμε να περάσουμε βραδιές και βραδιές στο χωριό. Θα πάμε και κει καθώς πήγαμε στην Ακρόπολη. Αγνώριστοι, αθώρητοι, με της φαντασίας τα μαγικά τα φτερούγια. Εδώ, κοντά στου καλυβιού μου το λυχνάρι εγώ, ύστερ' απ' αλάκερης μέρας σκάψιμο κ' ίδρο· και μέσα στο νου μου εσύ, πατριώτη, που καταδέχτηκες ν' αφήσης τόσες και τόσες εφημερίδες μυριόγλωσσες και μυριόλαλες, τόσα και τόσα διαλαλημένα ρομάντσα, που σ' Ανατολή και Δύση σκορπάνε ζαχαροσκέπαστες στάλες φαρμάκι, (ας είτανε τουλάχιστο θανάτου φαρμάκι!), ταφίνεις όλ' αυτά του πολιτισμού τα ξακουστά χαρτολούλουδα, κ' έρχεσαι να κοιτάξης λουλούδι στεγνό και μισόψυχο του βουνού, νακούσης παράξενα λόγια γέρου περιβολάρη, να κρυφοπετάξης μαζί του στα θλιβερά του ταξίδια.
Έτσι θα το σεριανίσουμε, το χωριό. Καλλίτερα ο νους σου να σε φέρνη εκεί, παρά το κορμί σου. Με το κορμί σου να πας, θα σπάσουν τα καλομαθημένα σου πόδια. Πέτρες και πέτρες! Πέτρες που στρωθήκανε μια φορά στα σοκάκια του, και πια δεν ξεστρωθήκανε! Μόνο τις στρογγύληνε ο καιρός από πάνω, τις ρίζωσε βαθιά αποκάτω, και τώρα χριστιανός κι αν θέλη να περπατήξη δίχως &να σκύβη&, είναι αδύνατο!
Μήτε γω δεν πηγαίνω πια στο χωριό. Σαν ήρθα γέρος από τα ξένα, έμεινα στην πατρίδα της νιότης μου μερικούς μήνες. Μακάρι να μην πήγαινα σταγαπημένο μου το χωριό, μακάρι νάρχουμουν ίσια στο Μεσοβούνι! Θα μένανε στο νου μου γλυκές και καθάριες της νιότης οι θύμησες, που τις φύλαγα χρόνια και χρόνια μέσα στο νου μου στα ξένα, σαν ιερό φυλαχτήρι, σαν κλωνί δεντρολίβανο. Πήγαινα να λιγοθυμήσω, και το μύριζα, κι ανασταίνουμουν. Θαπέθνησκα δίχως εκείνο.
Σαν πρωτογύρισα, είμουνα σαν τρελλός. Πετούσ' από τη χαρά μου.
Ο κόσμος δε με χωρούσε.
Ίσια στο σπίτι μας τράβηξα. Βρήκα μεγάλο κοκκινοβαμμένο αρχοντόσπιτο στον τόπο του! Δεν το βρήκα το περιβόλι μας. Απέραντη αυλή αντίς περιβόλι, και μέσα της ζαπτιέδες! Κονάκι τόκαμαν ταγαπημένο το σπίτι μας!
Πώς έπεσε στα χέρια των έξ' απ' εδώ αφού ξενιτεύτηκα, μη ρωτάς.
Σώνει να ξέρης πως σα γύρισα πίσω, και τόνοιωσαν πως είταν
κληρονομιά μου, μούδωσαν ταμπελοχώραφό μας αυτό, να σωπάσω.
Πήρα το χτήμα, και σύχασα.
Ξεκίνησα μια μέρα και πήγα στου χωριού το Ξωκκλήσι, που είταν και κοιμητήριο, ίσως και βρω τα μνήματα που σκέπαζαν τους σκοτωμένους μου και τους πεθαμμένους. Είμουνα μόνος στο Κοιμητήριο. Μήτε πλάκα, μήτε σημάδι! Χόρτα κι αγριολούλουδα πέρα πέρα! Μα ήξερα σε ποια γωνιά είταν οι τάφοι τους, και στάθηκα κει. Στάθηκα, και παρακαλούσα κανένα φάντασμα να κατέβη και να μου πη πως το ξέρουν πως γύρισα, πως είμουν κοντά τους, πως ήθελα να είμαι ακόμα κοντήτερα, ακόμα βαθύτερα. Τι να ζω, τι να περιμένω πια τώρα! Την ανεμοσκόρπισα τη ζωή μου!
Και καθώς κοίταζα τους τάφους συλλογισμένος, θάρρεψα πως άκουσα φωνή από τα σπλάχνα της γης, και μου έκραζε: «Παιδί μου, κρίμα, κρίμα στα χρόνια σου! Δε θα γυρίσουν τα χρόνια σου πια! Τίποτε, τίποτε δε μας έκαμες! Πάει πια τώρα! Κατέβα και συ κάτω στη μαύρη τη γης. Έλα να σμίξης τα κόκκαλά σου με τα δικά μας!»
— «Όχι, όχι», κράζει άξαφνα άλλη βαθύτερη φωνή παραπέρα, «όχι ακόμα! ακόμα να μην κατέβης! Πήγαινε στο χωράφι, πάρε το σκαλιστήρι, και σκάλιζε, σκάλιζε! Δεν είσουν εσύ γεννημένος για ξενιτειές· μήτε για τουφέκι δεν είσουν. Το δικό σου το μπαρούτι είναι μες στην καρδιά σου, και το βόλι στην άκρη της πέννας σου. Πήγαινε, κι άφηνέ μας εμάς μοναχούς ακόμα λιγάκι. Τρέχα, τρέχα στο καλύβι, και σκάλιζε με την πέννα σου. Ένας χρόνος της πέννας αξίζει πενήντα φωτιά και μπαρούτι. Τρέχα, πρι να σε κατεβάση ο χάρος και σένα!»
Κ' έσυρα κ' ήρθα στο καλύβι με νέα ζωή και μ' αίμα καινούριο. Σα νάνοιωθα πως γύρισε πίσω η νιότη μου. Σφίγγω τώρα τα δόντια μου να μην πεθάνω πρι να κάμω του γέρου το θέλημα.
Πάμε, πάμε μαζί στο χωριό· εκεί που γεννιέται και μεγαλώνει η ρωμιωσύνη. Και κατόπι ξεκινούμε κατά τις μεγαλονόματες χώρες, εκεί που η ρωμιωσύνη περνάει ταντρίκια της χρόνια, ή τα σακάτικα γερατειά της.
Θα σε φέρω από σοκάκι ακόντευτο κ' έρημο, κι ας είναι μέρα μεσημέρι· από την πλευρά του Κάστρου του Γενοβέζικου. Δέρνει ο ήλιος τους τοίχους του, και πολεμάει να στεγνώση τις λάσπες του. Μεγάλα όμως τα σπίτια του, αρχοντάδικα. Μεγάλες κ' οι αυλές τους, κι αερικές. Ως και δέντρα έχουνε μέσα. Ας κρυφοσκύψουμε, να κοιτάξουμε. Μια και μας δούνε, καπνός γινόμαστε, και χανούμαστε· έλα, ρίξε κρύφια ματιά από την κλειδότρυπα της θεόρατης αυτής θύρας· έχει και σιντριβάνι καταμεσή στην αυλή. Αγάδικο σπίτι. Μπέης κατοικεί εδώ μέσα. Πρέπει να λείπη τώρα στην Αγορά. Μετράει εκεί με το κομπολόγι τις άγονες ώρες του. Όρεξη μου έρχεται νάμπω αθώρητος, και θα κάμης καλά να με συνοδέψης.
Δροσερή πρασινάδα. Λουλούδια και βότανα όσα θέλεις, παντού. Σε λιγοθυμάει η βαρειά μυρουδιά τους, που λες κι ο αέρας να την πάρη στα φτερά του και να πετάξη δε δύνεται. Άφωνα μας χαιρετούν τα κόκκινα ψάρια στη γούρνα, με μύρια τρυφερά γογγυτά τα περιστέρια στον ηλιακό. Ως τόσο, ψυχή πουθενά. Εξόν ο Αράπης εκείνος, που δέκα ύπνους κοιμάται απάνω στην πλάκα, στο πρώτο σκαλοπάτι γερμένος. Τι να τον κάνουμε τον Αράπη! Ως κι αγάπης όνειρο να γενούμε, και μέσα στο σκοτεινό του κεφάλι ναστράψουμε, πάλι αυτός θα κοιμάται! Ας περάσουμε καλλίτερα, κι ας ανέβουμε την τετράπλατη σκάλα που μας φέρνει στο μπέηκο το χαγιάτι.
Παράξενο σπίτι! Ο ήλιος τόχει βασίλειό του, κι ο μπάτης φωλιά του. Το χαίρουνται αναμεταξύ τους. Δε γίνεται όμως να μην το χαίρεται κι άλλος αυτή την ώρα. Ας περάσουμε από το έρημο το χαγιάτι· ας τη σκουντήξουμε αυτή την πόρτα την καμαροσκέπαστη, την πλουμισμένη, την τορνευτή. Έλα, σκύψε μέσα, και να τις δης! Δε σου τόλεγα; Κοιμούνται όλες τους ύπνο βαθύ. Τις μέθησε ο μπάτης κι ο ήλιος· άφησαν ορθάνοιχτα τα παράθυρά τους, έβαλαν τα πιο ψιλά και διάφανά τους σαλβάρια, κ' έπιασε καθεμιά τους απ' ένα σελτέ. Τι ανάγκη την έχουνε! Ζουν κι ανθοβολούν απαράλλαχτα σαν τα λουλούδια που σεριανίζαμε στην αυλή.
Το τέφι στον τοίχο, χάμω στην κώχη η χρυσοπλούμιστη η ταρμπούκα, ξέννοιαστη και βουβή. Σκόρπια στις ψάθες και στα χαλιά πωρικά, μισοφαγωμένα κι αλάκερα. Ως μήτε τα σερμπέτι δε σώθηκε. Σκαλώνει το γιασουμί από κρεββατές κι από κάγκελα, που λες και πασκίζει να τους καλοδή τους γλυκοπλαγιασμένους αυτούς κρίνους, και να μάθη αν είναι αλήθεια όλα τα καμάρια που ψάλλουν τα τραγούδια για την ομορφιά τους.
Μπορείς άφοβα να χωθής παραμέσα. Να ξυπνήσουν τέτοιαν ώρα οι καλές μας, αδύνατο. Όλη νύχτα τον κόσμο χαλούσαν.
Κοίταξε, κοίταξε τα μαύρα εκείνα ματόκλαδα! Κι από μάτια γλυκύτερα σου μιλούν. Σου λεν πως καθετίς που μισοσκεπάζει ομορφιά, είναι κι από την ομορφιά που σκεπάζει μαγευτικώτερο. Κρυφογλίστρησε χαδευτικά τη ματιά σου, και σταμάτα την κατά τα μισανοιγμένα τα χείλη. Το ίδιο το μάγιο, το ίδιο μυστήριο. Θαρρείς πως την ακούς τη γλυκειά τους φωνή, πως τα βλέπεις τα μαργαριταρένια τα δόντια. Κατέβα τώρα στάλλα τα κάλλη, που σαν ολοφέγγαρο λάμπουν. Άλλο δε βλέπεις παρά λαιμό ολοστρόγγυλο, μαλακόχνουδους ώμους, και στήθια χιονάτα. Ο νους σου χάνεται στο σιγανοσάλευτο εκείνο το λακκουδάκι. Δες έπειτα τα ψιλοκάμωτα χέρια, τα πόδια της τα χυτά, δες τάλικο το σαλβάρι που κυματίζει απάνω της, — και σαν τα δης όλ' αυτά, ξανανέβασε τη μυστική σου ματιά, και μ' αυτήν ξαναχάδεψε το γελαζούμενο πρόσωπο, πάρε γύρω το τορνευτό το σαγόνι, κοίταξε ταυτάκι το διάφανο με το διαμαντοκόλλητο σκουλαρίκι.
Τι να πρωτοϊστορήσουμε, και τι να πρωτοπούμε! που όλα είναι κάλλος και λάμψη και γλύκα! Πρόσεξ' ένα πράμα όμως: Όλες φαίνουνται σα να χύθηκαν από το ίδιο καλούπι, όλες, σα να τις τόρνεψε ένας μάστορης. Όμορφες, γλυκόχαρες, μα τίποτις άλλο! Περιβόλια με τα ίδια τα δέντρα, τα ίδια βοτάνια, ρόδα και γιασουμιά. Στον έξω τον κόσμο, στην ολοφάνερη ρωμιωσύνη, αν είναι η μια περιβόλι, η άλλ' είναι κάμπος, λόγγος ή πύργος η άλλη. Μέσα όμως σταφανέρωτο το χαρέμι όλες, όλες είναι περιβολάκια συμμαζεμένα και γλυκοπότιστα.
Μα βλέπω και μας μεθάει η μάγισσα η ομορφιά! Σα να το ξεχνούμε τι λογής μαξούλι μας φέρνουν αυτά τα περιβολάκια! Το λησμονήσαμε πως εδώ είναι που βγαίνει το βοτάνι που το τρώμε και μας κάνει και σκύβουμε όλη μας τη ζωή, πως εδώ γεννιέται και μεγαλώνει το φοβερό το θεριό που το λεν &Τουρκιά!&
Όχι, δεν είναι γυναίκες αυτές. Πες τις Σειρήνες, Γοργόνες, ό,τι θες. Πες τις αγγέλους που τους έχει μαζί του παρμένους ο Βελζεβούλης κατεβαίνοντας από το ουράνιο παλάτι του κάτω στο σκοτεινό Βασίλειο της Αμαρτίας.
Κι άλλο έχω κρυφά να σου πω, μα να βγούμε πρώτα. Δος μου το χέρι σου. Πρόσεχε τον Αράπη. Να μας πάλι στο δρόμο. Το κρυφό να σου πω τώρα:
Δε φταίν' οι Χανούμισσες. Φυσικό τους είναι να τα γεννούν τα θεριά. Άλλες μαννάδες είναι που τους γεννούν εκείνους που φταίνε.
Σα να κουνάης το κεφάλι σου λέγοντας πως ταδικώ το πολυπαθιασμένο το «Γένος». Με συμπάθειο· το ξέχασα πως ένα σκοπό μάθαμε και μεις να τσαμπουνίζουμε στον κόσμο, — τα πάθια και τα βάσανά μας.
Το τραγουδούμε κι αυτό χωρίς να το καλονοιώθουμε. Οι πιώτεροί μας, μήτε μας περνάει από το νου μας πως έχουμε πάθια. Φυσικώτατο. Τη βρήκαμε την ψώρα στον τόπο που γεννηθήκαμε. Ίσως μερικοί θα παραξενεύουνται που δεν την έχει κι όλος ο κόσμος. Δάσος χωρίς θεριά και φείδια, πέτρες δίχως σκορπιούς, — πού ακούστηκε! Και καταντάει να δοξάζουμε το Θεό που είναι απλή σκλαβιά, και δεν έχουμε και χερότερα.
Μας έκλεψαν ώρα πολλή του Μπέη οι Χανούμισσες. Απομεσήμερο έγεινε. Ώρα που μαζεύεται ο κόσμος στην Αγορά. Ώρα που πιάνει ο καθένας τη θέση που κληρονόμησε από γονιό και παππού, και καθίζει να δη τριγύρω του τα ίδια τα πρόσωπα, να στηλώση τα μάτια του στους ίδιους τους τοίχους, τα ίδια λόγια να πη, τις ίδιες ξυπνάδες νακούση· να πιη τον καφέ του από το ίδιο φελτζάνι, και το ίδιο το μαρκούτσι να πάρη στο χέρι. Ώρα που ο νους του ξυπνάει από ύπνο βαθύ, βλέπει τι βαρετό και τι μάταιο πράμα είναι η ζωή, και ξανανυστάζει.
Να περάσουμε πρώτα από την απάνω την Αγορά. Βλέποντας και πηγαίνοντας θα βρεθούμε στην κάτω. Απάνω Αγορά, κάτω Αγορά: Τουρκιά, Ρωμιωσύνη.
Βλέπε τους άφοβα, κατάματα βλέπε τους. Δε θα μας βλέπουν αυτοί. Εμείς ταξιδεύουμε με το νου, κι από νου δεν παίρνουν τα χαδεμένα παιδιά του Προφήτη.
Κοίταξε, πώς με τον καιρό γίνουνται, κι ως τόσο παρατηρούνται, τα θάματα που μέσα σε παραμύθι της Χαλιμάς ένα τελώνιο όταν τα κρυφοπλέκη, απίστευτα φαίνουνται, και λέμε πως αλήθεια να είταν, σε παράξενο κόσμο θα ζούσαμε! Τι μεγαλήτερο θάμ' από τούτο, μόνο που πήρ' αιώνες να σκαρωθή, κι όχι μια στιγμή. Φαντασία δε θέλει πολλή ν' ανιστορήσουμε το τι σκηνές θα βλέπαμε, τι λόγια ή και τραγούδια θακούγαμε, τι λογής ψούνια θα κάμναμε σ' αυτό το χώμ' απάνω, προ είκοσι αιώνες ας πούμε! Κι όμως η φαντασία τρέμει και σκιάζεται σα βάλη πλάγι τις δυο σκηνές: Εκείνη και τούτη. Ταπέραντο φως, και ταπέραντο σκότος! Την Ελλάδα, και την Ασία.
Τη βλέπεις, την ακούς, τη μυρίζεις παντού την Ασία· ως και τα μοσκοκάρυδα του μπακάλη, και του Εφέντη ο μόσκος, σου την παρασταίνουν αλάκερη, την κατασταλάζουνε στης ψυχής σου τα βάθια τη θεοσκότεινη, τη ψυχοφαρμακεύτρα, τη Στρίγλα της ανθρωπότητας, τη γήινη Κόλαση, την καταχθόνια την Ασία, που αν ένα καλό μας έκαμε, και μας έσωσε μια φορά το χλωμιασμένο της φως, ήρθε κατόπι να σβύση μια και για πάντα το δικό μας τάγιο το φως, και να μας σφίξη στη βαθειά και σκοτεινή αγκαλιά της, ώσπου μήτε σημάδι να μη μας μένη άλλο παρά μια γλώσσα, μια πίστη!
Στη ψυχή μας μέσα καταστάλαξε ο Ασιατισμός, και γι' αυτό οι πιώτεροί μας μήτε τι πράμα είναι δεν το νοιώθουμε. Δικός μας έγεινε, αίμα μας είναι. Ας τους αφήσουμε όμως τους δύστυχους πατριώτες· θα τους ανταμώσουμε παρακάτου. Ας δούμε τώρα τους αφεντάδες· αυτούς που μας έφεραν ταθάνατα σκότη από την Ανατολή εκείνη, που Δύση να την έλεγαν, πάλι αλήθεια δεν θα είτανε!
Κοίταξέ τον με τι παμπόνηρη περηφάνεια κρύβει τη γύμνια του!
Λες, άλλη μια σκέψη, και λύθηκε το μεγάλο το πρόβλημα.
Ας του μιλήσουμε από μακριά.
— Μερ χαμπάρ, Εφέντημ! Το κέφι στον τόπο του; Βρέθηκαν τίποτις δανεικά σήμερα; Άραγες από το πρωί αναπαύεσαι αυτού διπλοπόδι; Αν από το πρωί, καλά την έχεις. Το κέφι πρέπει να είναι λαμπρά σκαρωμένο. Νάρθουμε να καθίσουμε κοντά σου, δεν ταιριάζει. Ορίστε ένα ταπεινότατο τεμενά. Για να μην ξεσυνηθίσω, τον κάμνω κάθε πρωί του Μπέη που γυρίζει το ροδάνι του πηγαδιού μου. Έτσι μου φαίνεται πως είναι και κείνος σοβαρός και μεγαλόπρεπος σαν την Αφεντειά σου. Μόνο που δουλεύει εκείνος. Εσύ έχεις μοναχά τις βασιλικές του τις χάρες. Αυτός έχει και την υπομονή, και την ουρά, και ταυτιά.
Με συμπάθειο, σαδίκησα· δεν είσαι συ από κείνους· μήτε λύκος δεν είσαι, μα μήτε όρνιο, μήτε και διάβολος. Ταίρι δεν έχεις εσύ. Εσύ, όταν ο Πλάστης κατέβασε στη γης τανθρώπινο γένος, μαζί του δεν ήρθες. Αν κατοικούσες εδώ από τότες, ρουθούνι δε θα μας έμενε! Αιώνες κ' αιώνες κατόπι μας ήρθες εσύ, Κύριος οίδε από τι αμαρτίες μας! Κι απ' την ώρα εκείνη, τρέχει και τρέχει το αίμα, κι ακόμα, πού να χορτάσης!
Κιοπόγλου, ταυτί σου δε δρώνει! Τράβα το τσιμπούκι σου, κ' έννοια σου! Τι έχεις να σκοτιστής; τι να φοβηθής; Τα πρόβατά σου βόσκουνε μοναχά τους. Ως και το γάλα τους μοναχά τους το φέρνουν. Και το μαλλί τους χαζίρικο τόχεις. Ανάμεσά τους κουρεύουνται και σου το κουβαλούν. Γνωστικά πρόβατα, μα και συ, θαρρώ, γνωστικώτερος.
Ας ρίξουμε και παραμέσα στον καφενέ μια ματιά. Κοίταξέ τους· κάθουνται σα χορτασμένοι κροκόδειλοι στον άμμο του ποταμού. Τσιμουδιά λέξη, κι ανοιχτό στόμα. Λες και φωτιά να πάρη το χτίριο, δε θα σαλέψουνε. Να μη γελαστή όμως κεφάλι και σκύψη μπροστά τους! Χαπ, — και το χάφτουνε. Βυθίζουνται κατόπι μέσα στα θολωμένα νερά τους, και το καταπίνουν. Τρέχα συ τότες γύρευε δίκιο, θα χαμογελάσουν οι άλλοι, και θα σου πούνε να περάσης κι από τη δική τους τη γειτονιά. Όσο για τον Αγά, αυτός θα σου δώση να καταλάβης καταπού πέφτει το μαξιλαράκι του μιντεριού του. Και συ τότες, εκεί που του συντυχαίνεις, ανασηκώνεις το μαξιλάρι, και κρύβεις από κάτω ένα πουγγί. Κατά το βάρος του μαγεμένου πουγγιού θα είναι και το δίκιο σου. Αν είναι τόσο το βάρος που να μην μπορή μια Συνείδηση να το σηκώση, φωνάζει το Ζαπτιέ ο Αγάς, του δίνει προσταγές που τρομάζουν έναν ανήξερο, τρέχει ο Ζαπτιές, ξετρυπώνει τον Κροκόδειλο, προφταίνει κι αρπάζει από το στόμα του κατιτίς, και σου το δίνει, αφού κρατήση το μισό για πλερωμή του ηρωισμού του. Το παίρνεις εσύ τότες ταπομεινάρι τού έχει σου και πηγαίνεις, λέγοντας πως το βρήκες τέλος πάντων το δίκιο σου.
Έχει, βλέπεις, κι ο Τούρκος δικαιοσύνη, μα δεν είναι καθώς η βροχή του Θεού. Πέφτει χαλάζι στον εαυτό του, και ψυχαλίδες στους άλλους. Δεν τους σώνει τάχα τους άλλους που τους αφίνει και ζουν;
Τέτοιοι είναι κ' οι νόμοι του, κ' οι τέχνες του, κ' οι επιστήμες του. Έλα μαζί μου, να το πιστέψης. Το βλέπεις εκείνο το μπαρμπεριό; Είναι ο καλός ο Χαφίσης εκεί μέσα. Ο Θεός να με συχωρέση, ρωμαίικο αίμα πρέπει νάχη μέσα του ο Χαφίσης. Πρώτο, που &δουλεύει& κι αυτός. Δουλεύει με το ξουράφι του. Δεύτερο, που φαίνεται ήμερος κι άβλαβος. Όλοι του χωριού στου Χαφίση ξουρίζονται. Τι του κόστιζε να σφάξη κανέναν με το ξουράφι του! Κανέναν δεν έσφαξε, μήτε από τούρκικο λάθος. Να δης που είναι και της επιστήμης παιδί ο Χαφίσης. Σε πιάνει δοντόπονος. Τρέχεις στου Χαφίση και του το λες. Σε καθίζει σ' αυτό εκεί το σκαμνί, φέρνει τη μια και μοναχή του δοντάγρα, του δείχνεις το μέρος που σου πονεί, κι αρχινάει η δουλειά· δηλαδή την πιάνει από την αρχή τη δουλειά. Τραβάει ένα τετράρριζο δόντι, και δείχνοντάς το κάτασπρο με τις ματωμένες τις ρίζες, σε ρωτάει αν αυτό είναι. Του είπες όχι; Ξερριζώνει και το πλαγινό, κατόπι τάλλο, ώσπου να βρεθή το κούφιο το δόντι. Και πλερώνεις για ένα δόντι. Βλέπεις λοιπόν πως είναι κι ο Χαφίσης Τούρκος στο βάθος. Έφταιξε ένας χωριανός; Σκότωσε Τούρκο και κρύφτηκε ύστερα; Αμέσως πελεκίδι πέντ' έξη, ίσως τύχη να είναι μ' αυτούς κι ο φονιάς.
Σα να μην το πιστεύης αυτό. Σα να μου λες πως πέρασαν των σεφεριών οι τρομάρες. Πως χύθηκε του Πολιτισμού το ήμερο γάλα και στις Τούρκικες φλέβες. Πως η λευτεριά της Χίος και των Ψαρών μπορεί να ξανάρθη, οι σφαγές τους όμως ποτές.
Φίλε μου και πατριώτη μου, όποιος κι αν είσαι, τη γνώμη σου τηνε σέβουμαι, πάρε όμως παράδειγμα του Χαφίση το δόντι, πάρε και το Χαφίση τον ίδιο και με προσοχή ψυχολόγησέ τον. Το φυσικό του δεν άλλαξε. Οι ίδιες οι περίστασες τα ίδια βάσανα θα γεννήσουν.
Ας κάνουμε όμως τώρα τόπο, επειδή Άγιος περνάει. Ξέρεις πως οι τρελλοί αγιάζουν κατά τον Τούρκο. Όλοι τους τον προσκυνούν τον απείραχτο εκείνο τρελλό, και τονε λατρεύουνε. Μήτε τρύπιο βρακί του λείπει, μήτ' αποφάγι. Κάθε μέρα περνάει από δω ο Ντελή Μεχμέτης, κινάει κατά το Τζαμί, και μ' όλη τη δύναμή του κρατάει το Μιναρέ, να μην πέση! Είναι η τρέλλα του αυτή, πως θα πέση ο Μιναρές.
Ρωμαίικο αίμα πρέπει νάχη κι αυτός. Αν είταν αληθινός, ή τουλάχιστο γνωστικός Τούρκος, η τρέλλα του θάπερνε τούρκικο δρόμο, θα πήγαινε αντίκρυ στο Μιναρέ, και θάλεγε, «Γραφτό σου είναι, Μιναρέ μου, να πέσης, ας γείνη του Προφήτη το θέλημα.» Μα ο Μεχμέτης ανησυχά, βασανίζεται, τα σίδερα τρώει, που θα πέση ο Μιναρές. Και τρέχει, κι όλο τρέχει να τονε γλυτώση. Όλο πάει να πέση, κι όλο τονε γλυτώνει. Ρωμιός πρέπει να είναι, του κάκου! Δεν πολεμάει να γλυτώση τίποτις που βγαίνει από το χέρι του, κι ας μη χρειάζεται και γλυτωμό· αλάκερο Μιναρέ πολεμάει να γλυτώση!
Απαράλλαχτοι και μεις, φίλε. Σε μιναρέδες ακκουμπούμε, να μην γκρεμνιστούνε· με μια διαφορά, που μας κάνει και φαινούμαστε κι από το Μεχμέτη τρελλότεροι. Οι δικοί μας οι μιναρέδες είναι &γκρεμνισμένοι& χρόνια κ' αιώνες, κι ως τόσο τρέχουμε ακόμα στα χαλασμένα θεμέλιά τους κι ακκουμπούμε, μην τύχη και πέσουν! Να τo δούμε πώς έπεσαν, να μαζέψουμε τα σκόρπια λιθάρια και να τους ξαναστήσουμε, από το νου μας δεν περνάει.
Θα με ρωτήξης, τι πάνε να πουν όλ' αυτά· θα μου πης πως δεν τα καλονοιώθεις, και να σου ξηγήσω το νόημα. Καιρός δεν είναι για τέτοια εξήγηση. Μέσα στην Καταμεσινή την Ασία όποια ιστορία κι αν αρχίσω, μοσκοκάρυδα θα μυρίζη. Ας καθίσουμε κάλλιο σ' αυτή την πεζούλα, κι ας ακούσουμε το τι λέγει ο ασπρογένης εκείνος με το παχύ το σαρίκι, που κάτι περίεργο δηγάται στους πλαγινούς του. Αξίζει να τον ακούσουμε. Είναι ο Χουσεήν Αγάς, ο τρόμος αυτών των μερών μια φορά. Πέρασε τη νιότη του στο αίμα και στη φωτιά, τώρα πουλεί χαλβαδόπηττες και ζαχαρικά, επειδή στο αίμα και στη σφαγή έχουνε για την ώρα κισάτια. Έλα, ν' ακούσουμε τι τους λέει ο τρομερός Χουσεήνης.
ς’ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΣΕΗΝΗ
«Καλέ ψυχές μου, τζάνουμου! Ας τα πούμε τώρα που κανένας δεν είναι κοντά μας να μας ακούση. Τι τονε θέλουμε μεις τον Παράδεισο, μ' όλα του τα πιλάφια, μ' όλο το μέλι, μ' όλους τους θησαυρούς του; Τι θα βρούμε κει που δεν ταπολαβαίνουμε και στη γης; Και να σας πω, παιδιά μου, έχουμε κάτι πιο ακριβώτερο εδώ κάτου. Στον Παράδεισο δε θα βρούμε Γκιαούριδες να δουλεύουνε για τα μας. Σας λέγω πως τέτοια τύχη χρυσή έθνος άλλο στον κόσμο δεν την αξιώθηκε. Διάβασα τα κιουτάπια, και το είδα κει μέσα. Όπου ήρθε ξένη φυλή, κ' έβαλε από κάτω της άλλη, φυλή, θα πη πως η φυλή που ήρθε είταν αξιώτερη, ξυπνότερη, δυνατώτερη. Ειδεμή, πού να βασταχτή, να ριζώση, να πνίξη την ντόπια φυλή! αργά γλήγορα ή καταπονιέται και χωνεύεται μαζί με τους ντόπιους, ή μαζεύει τα καλαμπαλίκια της, και φεύγει. Εμείς όταν ήρθαμε στο Βασίλειο της Ρωμιοσύνης, τι αξιότητα είχαμε! Μια και μοναχή, που βάλαμε το αίμα τους μέσα στις φλέβες μας, και μας έδωσε δύναμη και ζωή· εφτάψυχους μα τον προφήτη μας έκαμε. Κ' έτσι ριζώσαμε, και με το αίμα τους τούς κρατούμε. Θα μου πήτε, ξεθύμανε πια κι αυτό. Αν όμως ξεθύμανε μέσα μας, μέσα τους ξεθύμανε άλλο τόσο.
Αυτοί καταντήσανε, μάτια μου, να θαρρούν πως δεν μπορούν πια να ζήσουνε δίχως εμάς, τέλειωσε! Έγεινε φυσικό τους να σκύβουν. Όσοι πρόφταξαν και σήκωσαν κεφάλι πρι να τους σακατέψη ολότελα η σκλαβιά, αυτοί καψογλύτωσαν. Καλό και γι' αυτούς, μα για μας ακόμα καλλίτερο που στήσανε κατά τα Κάτω τα Μέρη το καινούριο Βασίλειό τους. Γιατί τώρα όποιος Γκιαούρης βαρεθή τη σκλαβιά, αντίς να κάθεται και να μας κρυφαγκυλώνη, παίρνει τη φαμελιά του και τραβάει στην καμαρωμένη του την Ελλάδα. Κάνει το κέφι του, μας αφίνει και μας στο ραχάτι μας. Μα δεν είναι δα και πολλοί που μας φεύγουν. Πόσοι φύγανε από το χωριό μας; το πολύ δύο τρεις· έγειναν αβοκάτοι, κ' έμειναν εκεί, ν' ακονίζουν τη γλώσσα τους. Ένας τους, που έγεινε γιατρός και γύρισε πίσω, μου τα είπε όλα· πως εκεί τα λόγια παίρνουν και δίνουν. Πως με τα λόγια κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ μας πολεμούνε, μας σφάζουν, και μέσα στην Αγιά Σοφιά τα Νικητήριά τους ψάλλουν! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη! Στον κόσμο ρεζίλι γένηκαν, που δυο τρεις βράχους να κυβερνήσουνε δε γροικούν, και καράβια σιδερένια, λέει, κάμανε, να μας καταχτήσουν ε! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη!
Μην τους ακούτε τους Μουλλάδες που προφητεύουν κάθε λίγο πως θα γκρεμνιστή μια μέρα του Οσμάνη το Κράτος. Εγώ σας λέγω πώς να γκρεμνιστή, θα πάρη μαζί του και τους Ρωμιούς. Μια μορφιά θα μας χάψουν όλους μας οι Χαχόλοι που θα πέσουν απάνω μας όταν σημάνη η κακή μας ώρα. Kι' ως τόσο οι Ρωμιοί, σαν κάθουνται και κουβεντιάζουν το βράδυ κοντά στη μαστίχα τους, ονειρεύονται Φράγκους και Ρούσσους που τοιμάζουνται να κατεβούν και να τους ξαναδώσουν τη λευτεριά. Τέτοια όνειρα να μας βλέπης, Ρωμιέ μου, για να βλέπουμε άσπρη μέρα και μεις.
Και θα βλέπη τέτοια όνειρα ο Ρωμιός. Ανοίξτε τα κιουτάπια, να το δήτε κι αυτό. Πριν ακόμα νάρθουμε μεις, τη περίμενε τη Φράγκικη τη βοήθεια. Βλέπεις, με το να δουλεύη αυτός για τα μας, πόλεμο να μάθη δεν έχει καιρό. Θα κατεβούνε λοιπόν οι Φράγκοι, που πιστεύουν κι αυτοί Χριστό, και θα μας κόψουνε, ν' ανθρωπέψη ο τόπος του. Γεια σας, ρωμιόπουλά μου! Μπρος στη γνώση σας η σοφία του Κορανιού σκοτάδι γίνεται μοναχό!»
Όμορφα τα είπες, χρυσόστομε Χουσεήνη! Πικρούτσικες αλήθειες, η καθεμιά τυλιγμένη σε χαλβαδόπηττα. Τέτοιο χαλβά σ' έχω χάρι να μας πουλής και μας. Τι τα λες τους δικούς σου; Αυτοί το πολύ θα γελάσουνε. Εμάς, εμάς λέγε τα και ξανάλεγέ τα, και σου τάζω πως θα βρεθή ρωμαίικη ψυχή μια μέρα να στολίση με μαρμάρινο σαρίκι την κολόννα του μνημοριού σου.
Πού να πιαστής ως τόσο εσύ, Χουσεήνη μου, με τέτοια ταξίματα! Είσαι καλός πατριώτης εσύ, είσαι και διπλωμάτης. Τώρα που δεν κόβει πια το μαχαίρι σου, που σκούριασε η πιστόλα σου, βρίσκεις καιρό να συλλογιστής, κ' εκεί που χτυπάεις το χαλβά σου, ο νους σου κατεβάζει αλήθειες που ο πιο ξακουσμένος Σοφτάς της Ρωμιοσύνης δεν τις ονειρεύεται! Άφερημ, άφερημ! Τι θα είταν η Ρωμιοσύνη ανίσως κ' είχαμε και μεις μερικούς χαλβατζήδες! Εμείς μήτε χαλβατζήδες δεν έχουμε!
Περνάει η ώρα ως τόσο. Ας ξεκινήσουμε παρακάτου. Μπορούσαμε να περάσουμε ώρες κι ώρες ανάμεσά τους. Μπορούσαμε να πάμε κατά το Τζαμί και να τους βλέπουμε να πλένουνται, να πλένουνται μπροστά στις αραδιασμένες βρυσούλες, να τρίβουν τα ματωμένα τους χέρια, να ξαναπλένουνται και να τα ξανατρίβουν, και πάλι να μη βγαίνουν οι καταραμένοι λεκέδες! Μπορούσαμε και στην προσευχή τους να πάμε, να δούμε τι λογής Θεός είναι που τους ακούει και δεν τους πλακώνει με μύριους σεισμούς. Μα φίλε μου, δεν είναι αυτή η δουλειά μας. Με την άδειά σου λοιπόν, την αφίνουμε την Καταμεσινή την Ασία και περνούμε κατά τα δικά μας τα κατατόπια. Καλή η διασκέδαση απάνω εδώ, μα κι ο καθάριος αέρας καλλίτερος. Πάγω να σκάσω. Η βώχα με τάραξε. Αέρα, αέρα, κι ας είναι και σκλαβωμένος.
Να μας συμπαθήσης, κερά Σκλαβιά, που συνήθειό μας είναι να σου φορτώνουμε όλες τις αμαρτίες μας. Στόμα να είχες να μας μιλήσης, θα μας παραπονιούσουνα. Θα μας έλεγες πως σκλάβα μας έγεινες, πως πάει να σπάση η ράχη σου εξ αιτίας μας. Σκύβουμε σαν περπατούμε; Η Σκλαβιά φταίει. Ψέματα λέμε; Η Σκλαβιά φταίει. Βριζούμαστε ανάμεσά μας, κλέβουμε ο ένας τον άλλον, τυραννούμε τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας; Έρχεται πάλι η γριά Σκλαβιά και μας παίρνει το βάρος. Ως και στη γλώσσα μας, η Σκλαβιά φταίει που έχασε τόσα και τόσα αρσενικά και θηλυκά. Ο Ζυγός κ' Η Αλυσίδα μένουνε, μένει κ' Η μαύρη μας η Μοίρα μαζί με ΤΟ γέρο το Θάνατο. Μα ΤΑ κεφάλια μας, ΤΑ μυαλά μας, ΤΑ λόγια μας, μήτε ξέρουν το τι θα πη να είσαι αρσενικός και τι θηλυκός. Μήτε αρσενοθήλυκα δεν είναι· είναι ουδέτερα· μήτε σπέρνουνε μήτε γεννούν.
Εσύ μοναχή φταις για όλη αυτή την ταπείνωση! Μα ποιος σε κάλεσε νάρθης και να ριζοβολήσης σ' αυτή μας τη χώρα, και με τέτοια δώρα να μας φιλεύης, αυτό το μελετούν, το μαθαίνουν, και κατόπι το παραδίδουνε στους νέους μονάχα μερικοί που σπουδάζουν την Ιστορία. Όσοι δεν τους ακούν, ή δεν τους απεικάζουν, πηγαίνουν και λένε στον κόσμο πως να μη μας συνορίζεται και πολύ, γιατί η Σκλαβιά δε χωρατεύει, μπορεί και στα τέσσερα να σε κάμη να περπατής.
Άκου τα, Σκλαβιά μου, και κλαίγε τη μοίρα σου, που δεν καθούσουνα στην αγαπημένη σου την Ασία, μόνο ορέχτηκες τον τόπο μας τον αχάριστο!
Έννοια σου, και τέτοιες προφάσεις και πονηριές δε θα βρης εδώ μέσα. Εγώ δε θα το πω μήτε της Ευρώπης, μήτε της φιλενάδας σου της πατρίδος μου, πως εσύ φταις που βρίσκεται τώρα στη βαθειά αυτή την ταπείνωση! Θα σε λυπηθώ, και θα της πω την αλήθεια &Ρωμαίικα&, ίσως και το χωρέση ο νους της, και το χαρής και συ που βρέθηκ' ένας να σε διαφεντέψη της προκοπής, ύστερ' από τόσων αιώνων συκοφαντία.
Εσύ είσαι δέντρο που φυσικό του είναι στη σαπίλλα να φυτρώνη και να θεριεύη. Άμα το μυρίστηκες πως μας έπιασε η σαπίλλα, ήρθες και ριζοβόλησες μέσα μας. Στόνειρό σου δεν τοβλεπες τέτοιο μεγάλο καλό, τόσον πλούτο, τόση θροφή. Ξαπλώθηκαν, ξαπλώθηκαν τα βαθοΐσκια κλωνιά σου, ώσπου τη σκέπασαν όλη τη Ρωμιοσύνη. Είναι αλήθεια πως έπεσ' έν' αξίνι από το δυτικό σου πλευρό, και σου κομμάτιασ' ένα κλαδί. Άνοιξε το μέρος εκείνο· κατέβηκε ήλιος, φύσηξ' αέρας, ανάσανε η γης, φύτρωσε δίπλα σου μικρό κι ανεμοδαρμένο δεντρί. Ίσως μια μέρα αυτό το δεντρί σε φάη, ίσως όμως και μείνη σιμά σου χλωμιάρικο, αρρωστημένο, ανωφέλητο κούτσουρο. Έξω από κείνο το μέρος, έξω από τις ξερές εκείνες τις πέτρες, όλη η Ρωμιοσύνη είναι δική σου. Βγάζουν και παραβγάζουν τα φύλλα σου το μαγικό τους ταφιόνι, και μια χαρά μας κοιμίζουνε μέσα στον παχύ σου τον ίσκιο. Μέσ' από τα φυλλοκάρδια μας βυζάνουν οι ρίζες σου το φαρμάκι, και μέσα στην καρδιά μας το ξαναχύνει η κρύφια σου η αναπνοή. Τι φταις εσύ, κακορρίζικο δέντρο! Ποιος κατηγόρησε τα σκουλήκια που μαζεύουνται στο ψοφίμι! Σκουλήκια της Ρωμιοσύνης, μη μας ακούτε! Πνιγούμαστε, κι από τα μαλλιά μας πιαστήκαμε, να σωθούμε. Έχουμε και φιλότιμο, και πρέπει δίχως άλλο να βρεθή ο φταιξιάρης. Ειδεμή, πώς να καταπείσουμε τον κόσμο πως είναι ελληνική η φυλή μας! Λυπήσου μας, Σκλαβιά, και μη μας συνορίζεσαι μήτε συ. Να που σαφίνουμε και μεγαλώνεις, και θεριεύεις απάνω μας! Άφινέ μας λοιπό να λέμε πως φταις, και κάνε πως δεν ακούς. Ας σου πω κ' ένα άλλο: &Σου συφέρει& να σου τα φορτώνουμε όλα μας. Όσο σου τα φορτώνουμε, άλλο τόσο σαπίζουμε. Κ' η σαπίλλα μας είναι ζωή σου.
Έτσι της μιλώ της Σκλαβιάς κάποτε μοναχός μου. Να με συχωρέσης λοιπό, φίλε, που πήγα να ξεχάσω την καλή σου τη συντροφιά. Ο ρωμαίικος αυτός αέρας τόφερε. Άρχισα να τονε μυρίζω πάλι. Άρχισα να τα βλέπω πάλι τα ταπεινά γνωρίσματα της Σκλαβιάς, το αιώνιο, το χαμηλόβλεπο σκύψιμο, τις μαριόλικες τις ματιές, τα χέρια τα κρεμασμένα, μα όχι και πάντα ήσυχα, όχι πάντα ακαμάτικα, γιατί κι από δουλειά ξέρουν, και της γλώσσας τη δουλειά κάμνουν, όταν αυτή όρεξη ή και θάρρος δεν έχει λέξη να ξεστομίση. Άρχισα να τις βλέπω πάλι τις κρύφιες χειρονομίες, τα κρυφώτερα τα γνεψίματα, την ακοίμητη τη σβελτάδα, που κέντρο της αν είταν ένα κοινό καλό, μύριες αυτοκρατορίες μπορούσε νάχη αναποδογυρισμένες ως τώρα! Κέντρο της όμως είναι το συνηθισμένο το &ρωμαίικο& το κέντρο, ταθάνατο το &εγώ&!
Δουλεύει, κι όλο δουλεύει ο νους του Ρωμιού, όσο και να τονε βαραίν' η σκλαβιά· όσο μάλιστα τονε βαραίνει, άλλο τόσο δουλεύει. Στιγμή δεν ησυχάζει. Όλο σχεδιάζει, όλο σκαρώνει. Έχει, παραδείγματος χάρη, γείτονά του ο πατριώτης κάποιο Χαφούς Εφέντη. Το ζήτημα είναι, όχι γιατί ν' ασκημίζη τη γειτονιά του ένας Χαφούσης, και να του κάνη και τον Αφέντη, μόνο πώς να τονε χαντακώση στο χρέος αυτόν τον Αφέντη, και να μαζεύη κατόπι τους τόκους. Και τόκους, — ένα αλάκερο χωράφι τα εκατό! Αμέτρητα τέτοια χωράφια του έχει αρπαγμένα. Όλα με φουντωτές και καρποφόρες ελιές τάχει στολισμένα. Δουλεύει, δουλεύει εκεί μέσα με το κορμί του, με το νου του, με τη ψυχή του δουλεύει. Αν οι αφεντάδες του όλοι είτανε Χαφούσηδες, ένας ένας τους θα ξεκάμνανε χτήματα και χωράφια, και θα γυρίζανε στης Ανατολής τα μαύρα τα βάθια. Όλοι τους όμως δεν είναι Χαφούσηδες· τους ίδαμε στην απάνω την Αγορά.
Ως τόσο ο πατριώτης μας όλο δουλεύει, όλο νοικοκυρεύεται. Θησαυρίζει, καλοζή, χτίζει σπίτια και πύργους, προικίζει κόρες, ως κ' επίτροπος γίνεται! Όπου πατήση, φυτρώνει μυρσίνη· τι λέγω μυρσίνη! Κλήματα φυτρώνουνε φορτωμένα σταφύλι, μηλιές φυτρώνουν και πορτοκαλλιές, ζωή κι ομορφιά φυτρώνει όπου πατεί. Κι ως τόσω να καλοκοιτάξης, θενά βρης πως μέσα σ' όλες εκείνες τις ελιές, τις μηλιές και τις πορτοκαλλιές, μέσα σ' όλα ταμπέλια εκείνου του κάμπου, μήτε &μια ιδέα& δεν είναι φυτρωμένη!
Καλά που δε μας ακούει εκείνος ο νοικοκύρης ο πατριώτης, που από ταργαστήρι του κατεβαίνει νανταμώση τους συναδέλφους του, και να μάθη τα νέα. Θα μας έπερνε για τρελλούς, που μέσα στο ήσυχό του χωριό ζητούμε φυτρωμένες ιδέες! Αν είχε ποτές πατήση το πόδι του σε τόπους λεύτερους, θάβρισκε &δάση& αλάκερα, ιδέες γεμάτα. Εδώ ανδριάντα, εκεί τάφο, παρέκει Στρατώνα, παρακάτω Βουλές, μουσεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, — ατέλειωτα δάση από ιδέες, που ως τα ουράνια πηγαίνουνε τα κλωνιά τους, κι ως τα σπλάχνα της γης οι ρίζες τους!
Ας τον αφήσουμε, πρι μας ακούση και μας περιγελάση με κανένα μαριόλικο γνέψιμο. Γιατρειά δεν έχει ο φίλος. Το πάθος του είναι πολύχρονο και βαθύρριζο, το λένε φρονιμάδα στη γλώσσα του, κ' αλλοί στον που είναι σκλάβος, κ' υποφέρει ο νους του από τη ρωμαίικη τη φρονιμάδα!
Ας τον αφήσουμε. Είναι φρόνιμος αυτός, και κάνει τις δουλειές του με τάξη. Αυτός κοιτάζει το σπιτικό του, το έχει του. Κάθε τι άλλο έξω από το έχει του, πλερώνει δασκάλους και του το φροντίζουν. Μήγαρ αυτό δεν κάνει όλη η Ρωμιοσύνη, και σκλαβωμένη και λεύτερη; Γιατί όχι κι ο πατριώτης; Ό,τι δεν είναι πάρε και δόσε, είναι δασκαλήσιο πράμα· πράμα να πηγαίνης και να τακούς μια φορά το χρόνο, όταν ο δάσκαλος τα λέγη με λόγια που φόβο δεν έχει να τα καταλάβη κανένας Τούρκος, μα μήτε και Ρωμιός. «Πατρίς, Μούσαι, Ελικών, καθειργασάτην». — Κ' έτσι γίνεται η δουλειά της πατρίδας!
Να μην το ξεχάσης αυτό που σου είπα· «στο ρωμαίικο ό,τι δεν είναι πάρε και δόσε, είναι δασκαλήσιο πράμα». Πού είδες Ρωμιό ν' αφιερώνη όχι ζωή, μόνο στάλα ζωής σε κοινό καλό! Μην πετιέσαι απάνω σα να θυμώνης! Το ξέρω τι θα μου πης· πως «να πάμε μια στην Αθήνα, και βλέπουμε». Με το καλό, θα πάμε και στην Αθήνα· και θα τους δούμε αυτούς τους δύο τρεις που συλλογιέσαι, και θα τους ρωτήξουμε αν ο κόσμος δεν τους ονομάζη &ζεβζέκηδες!&
Κάθε Ρωμιός τη δουλειά του την κοιτάζει απατός του, και τη δουλειά του τόπου του βάζει πλερωμένους γραμματικούς και του την κοιτάζουν. Έτσι ο Ρωμιός παχαίνει, κι ας λιγνεύη ο τόπος του. Στην Αθήνα σαν πάμε, χίλιες φορές θα τακούσης: «Ο τόπος πρόδεψε θαυμάσια, ας είναι καλά «αι ατομικαί επιχειρήσεις». Εκείνο μόνο που μας χαλνάει, θα σου προσθέσουν, είναι «η πολιτική διαφθορά». Δηλαδή: &Ο Ρωμιός κοιτάζει την τσέπη του, και τίποτις άλλο.& Όλα τάλλα, νόμους, τέχνες, επιστήμες, γράμματα, τα φροντίζουν οι δάσκαλοί του κ' οι γραμματικοί του.
Πάμε να καθήσουμε εκεί στου πλατάνου τον ίσκιο, να ξεκουραστούμε λιγάκι, να μη χάνουμε και τα λόγια μας, μόνο νακούσουμε τι είνε που λέει ο γελαστός εκείνος ο Παπάς που συντυχαίνει ενός Κοσμικού. Τον έχουν εδώ για τρελλό τον παπά Χαραλάμπη. Τρελλό, γιατί αποκότησε να βγάλη στη μέση ιδέες κι αυτός! Θαρρώ πως για τη μεγάλη του την ιδέα κουβεντιάζει τώρα, κι αξίζει να τον ακούσουμε. Είχε το θάρρος ο παπά Χαραλάμπης να κάμη δική του Κόλαση, και δικό του Παράδεισο! Πήγε να του κόψη τα γένεια ο Δεσπότης σαν το πρωτάκουσε! Μα έτρεξαν οι χωριανοί στου Δεσπότη και του είπαν πως τρελλός είναι, και να μην τονε συνοριστή. Κ' έτσι γλύτωσε. Άκουγέ τον:
— Μα αν κάθουμουν, παιδί μου, μέσα στο κελλί μου μέρα και νύκτα, θα μέπαιρνε και μένα στα νύχια της η Ακαμωσιά, καθώς πήρε τον παπά Νικηφόρο της Πίσω της Ενοριάς. Τον πήρε τον καημένο, και τον πέταξε, — στου διαβόλου τα χέρια τον πέταξε! Να σου τα δηγηθώ, που δεν είσουνα τότες εδώ να τα μάθης.
Θυμάσαι τι είταν πρι να βάλη τα ράσα. Λεφτουργός είτανε. Ακουμπούσε το τρυπάνι στο ξύλο, το γύριζε μερικές φορές, κι άξαφνα σταματούσε, κάθιζε, έσκυβε το κεφάλι του, κι αποκοιμούνταν. Τις κεριακές πάλι και τις σκόλες, όλο ξεφάντωμα. Έλεγε λοιπόν κάθε δευτέρα και κάθε αποσκόλη ο κάλφας του, αγρύπνησε πάλι ο Μαστρο-Νικόλας, και κλαδοκόβεται από τη νύστα. Την άλλη μέρα όμως μήτ' αυτή την πρόφαση δεν την είχε· θύμωνε ο κάλφας του, και τον έδιωχνε. Μα θα μου πης, πώς ζούσε ο Μαστρο- Νικόλας. Ζούσε με το γλέντι και με τις νοστιμιές. Πλέρωνε ο κόσμος το κρασί του, νακούγη τα χωρατά του.
Έγεινε ο Νικόλας ως τριάντα χρονών. Οι φίλοι του άρχισαν τότες να τον βαριούνται, γιατί βγήκε άλλος νοστιμώτερος στη μέση. Ξεθύμανε πια ο Μαστρο-Νικόλας. Μα ήξερε μερικά γράμματα, τον άκουγε κ' η φωνή του. Είχε και γένεια καλά. Είταν κι όμορφος. Είταν κι ανύπαντρος. Συλλογιέται λοιπό, συλλογιέται, κι ίσια στου Δεσπότη. Και λέει του Δεσπότη πως θέλει να παπαδέψη. Τον χειροτονάει ο Δεσπότης Παπά Νικηφόρο, και τονε στέλνει στην Αγιά Παρασκευή της πίσω της Ενοριάς.
Θα μου πης πως τα ξέρεις αυτά. Τα παρακάτω όμως, θαρρώ δεν τα καλοξέρεις.
Σα συνήθισε στην παπαδική, άρχισε και να στολίζεται ο Παπά Νικηφόρος. Πλουμιστά φελόνια στην παραμικρή αφορμή. Ως και τα γένεια του γυάλιζαν. Και σαν έβγαινε να δώση ταντίδωρο, άπλωνε το μαλακό του χέρι κ' έδινε ξεχωριστό κομμάτι — θα μου πης σε ποιόνα; στον επίτροπο; όχι· στην επιτρόπισσα!
Σαν τέλειωνε η λειτουργιά, άρχιζε το ζιαφέτι στου κυρ Θωμά, του επιτρόπου. Σκόλη δεν περνούσε, που να μην τον έχη καλεσμένο ο κυρ Θωμάς. Στα γεράματα κι αυτός σηκώθηκε και μου γύρευε παντρειές. Κι αντίς να διαλέξη καμιά μεσόκοπη σαν και λόγου του, παίρνει ένα θεριωμένο αγριολούλουδο από τον Ψηλότοπο, δίχως μάνα και δίχως αδερφή, ένα γέρο πατέρα μοναχά, που αποκότησε και την έστειλε του γέρο Θωμά, να σκαρώση σπιτικό στο χωριό μας. Βλέπεις, ο Θωμάς δε ζητούσε και προίκα^ μα είχε και καλή καρδιά ο Θωμάς. Την αγαπούσε την Πιπίνα του σαν τρελλός. Και του πουλιού το γάλα της έφερνε.
Άρχισε η δουλειά από τα κεριακάτικα τα ζιαφέτια. Ο γέρο Θωμάς αγαπούσε τις ψαλμωδίες. Προσκαλούσε λοιπόν τον Παπά Νικηφόρο, κ' ύστερ' από το φαγεί τον έβαζε κ' έψαλλε. Και με το ψάλσιμο ο γέρος νύσταζε, και πλάγιαζε στο μιντέρι.
Είχαν τότες στου Κυρ Θωμά παρακόρη την κουφή τη Μαρία, που είχε μάτια και γλώσσα, κ' έβλεπε, λέει, από την κλειδότρυπα, και μια φορά, λέει, εκεί που κοίταζε τον αφεντικό να γλυκοκοιμάται, και την κερά να γλυκοφιλιέται με τον παπά, της ήρθε, λέει, σα λιγούρα, και λιγοθύμησε.
Με τον καιρό η κερά Πιπίνα, της κατεβαίνει να θυμηθή πως ο μακαρίτης ο πεθερός της είτανε θαμμένος στης Αγιά Παρασκευής το μικρό κοιμητήριο, και πως χρέος της είτανε να πηγαίνη να τονε θεμιάζη τα σαβατόβραδα. Πήγαινε λοιπόν και θέμιαζ' εκεί ύστερ' από το Σπερνό, και σα σκοτείνιαζε, έβρισκε τρόπο κ' έμπαινε και στο κελλί του Παπά Νικηφόρου. Άμα τα είδε αυτά η γειτονιά, πήγε να χαλάση ο κόσμος. Μια Ψηλοτοπίτισσα νάρθη και ν' αδιαντροπιάζη μες στο χωριό τους! Να φυλάγουν και τέτοιον παπά! Και καλά να τους πιάσουν αμέσως, και να τους ρεζιλέψουν. Και δίχως λέξη να πουν του γέρο Θωμά, βαλθήκανε στη δουλειά. Πήγανε μερικοί με μαγκούρες και τριγύριζαν το κελλί ένα σαβατόβραδο. Χτυπούν την πόρτα, — σιωπή. Σπάνουν την πόρτα και μπαίνουν. Η πιτρόπισσα λιγοθυμισμένη, ο παπάς σαστισμένος. Μερικές ραβδιές, και συνέφερε ο παπάς. Σαν τρελλός φώναζε ο δύστυχος. Ώσπου άρχισε να καταριέται, και φοβήθηκαν τις κατάρες του, και τον άφησαν κ' έφυγε, και μήτε ξαναφάνηκε μήτε ξανακούστηκε πια. Ζητούν ύστερα να ξελιγοθυμήσουν την κερά Πιπίνα, μα πού να ξελιγοθυμήση! «Να φωνάξουμε τον Επίτροπο», φωνάζει ένας, και ξυπνάει αμέσως η πιτρόπισσα! Άρχισε να κάμνη την τρελλή. Τρελλή ξετρελλή, την παίρνουν οι λεβέντηδες και την καθίζουνε στο γαδουράκι μπρος οπίσω. Σέρνουν το γαδουράκι, και καθώς έμπαιναν από την πόρτα της, ανέβαινε κι ο δόλιος ο γέρος από την Αγορά. Θεός ξέρει πώς του φάνηκε εκείνη η παράταξη! Ακούμπησε στον τοίχο, έπεσε κάτω, και πια δεν ξανασηκώθηκε.
Τι απόγεινε η κερά Πιπίνα, το ξέρεις. Κατάντησε να μαζεύη ελιές. Το συγγενολόγι του κυρ Θωμά μήτε να την ακούσουνε δεν ήθελαν.
Μέσα στα ρομάνια εκείνου του κάμπου την έπιασαν τη δύστηνη οι πόνοι μια μέρα! Είταν οι πόνοι της άνομής της αγάπης. Καλά που δεν πρόφταξε να γεννηθή το κακόμοιρο το παιδί. Το πήρε μαζί της η μάννα, και πήγανε στον άλλον τον κόσμο.
Θα με ρωτήξης τώρα, γιατί σου τα είπα όλ' αυτά; Σου τα λέω, κυρ Λεφτέρη, για να μάθης από πού πηγαίνουνε στην Κόλαση· και ποια είναι η Κόλαση. Αυτός είναι ο &ίσιος& ο δρόμος· η ακαμωσιά και το πάθος. Και τέλος του, — η ντροπή, το ρεζιλίκι, η συφορά.
Τώρα, εμείς οι παπάδες μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο. Είναι αλήθεια πως τις πιώτερες τις φορές ιστορούμε την αμαρτία με τις ασκημιές της, την τιμωρία με τις τρομάρες της. Μικρό πράμα δεν είναι, να στέκεσαι απάνω στον άμπωνα και να φοβερίζης τον κόσμο. Καθώς σου είπα όμως, μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο. Μα φίλε μου, είναι Παράδεισος που πρέπει τα ποδήματά σου να βγάλης και να μπης, και να είσαι και καλά καλά βασανισμένος στον κάτω τον κόσμο. Ποια είταν η Κόλαση του Παπά Νικηφόρου; Το ξύλο κι ο μαύρος ο δρόμος που πήρε. Ποια η Κόλαση της κερά Πιπίνας; Η ντροπή, η φτώχεια κι ο τρομερός της ο θάνατος. Γιατί λοιπό, Λεφτεράκη μου, να μη γυρέψουμε και Παράδεισο σε τούτον τον κόσμο; Εγώ τονε βρήκα τον Παράδεισο εδώ κάτου. Να τους το πω τους άλλους, Κόλαση θα μου τον κάμουν! Το λέγω όμως εσένα που είδες κόσμο, πως εκεί στο περιβόλι μου μέσα, τον ανακάλυψα. Από το πρωί ως το βράδυ σκαλίζω εκεί μέσα.
Καιρό δε βρήκα ποτές να σταθώ και νακούσω τον Έξ' από δω, όταν ήρχουνταν και μου έψαλλε χίλιους σκοπούς στα χρόνια της νιότης μου.
Λεφτέρη μου, αν είναι ένας ο Θεός, ένας είναι κι ο Παράδεισος, — η &δουλειά&. Δούλεψε, και θάμπης μέσα, δίχως να το νοιώσης πως ήμπες. Όπου σέβαλε ο Θεός να δουλεύης, δούλευε. Σου γυρεύει κανένας ψωμί; δίνε του δουλειά κι αυτουνού. Αυτό θα πη ψυχικό. Τάλλα τα ψυχικά είναι για τους σακάτηδες. Οι πιώτεροι στον κόσμο είναι γεροί, και θέλουνε δουλειά, να μην τους σύρη η ακαμωσιά στον κατήφορο, και τότες τρέχα γύρευέ τους, Λεφτέρη μου».
Σηκώθηκε ο πάτερ Άγιος, που ναγιάση το στόμα του. Πάει, φαίνεται, να χτυπήση το σήμαντρο του Σπερνού. Ας ξεκινήσουμε παρακάτω, μ' έναν κρυφό στεναγμό που δεν έχουμε κι άλλους τέτοιους τρελλούς παπάδες.
Παρατήρησε ένα πράμα· που κανένας εδώ δεν κοιμάται. Όλoι σαλεύουν εδώ. Από τη μια πετιέται κοπέλλι με τη μασιά. Από την άλλη ξεκαρδίζεται γέρος με του πλαγινού του τις νοστιμιές. ΠαρακείΘε παίζει τα δάχτυλά του στο τραπεζάκι ένας συλλογισμένος. Μέσα στο διπλανό το μαγαζί ανεβοκατεβάζει άλλος την πήχη σαν τυλιγάδι, και μετράει το χασέ. Αντίκρυ, στο ψώμάδικο, μπαινοβγαίνει το φτυάρι με τα ψωμιά. Παρέκει ζυγιάζει, ο μπακάλης τις παινεμένες σαρδέλες του. Πού το χουζούρι και το ραχάτι της απάνω της Αγοράς! Εκεί ύπνος και χώνεψη, εδώ δουλειά και γλέντι. Αχ, και τι γλέντι! Ρίξε μια ματιά σ' εκείνην την ταβέρνα, να καταλάβης!
Αν τύχαινε να σ' ανταμώσω στα ξένα τα παλιά τα χρόνια, και με ρωτούσες τι λογής γλεντίζουνε στο τόπο μας, θα σου παράσταινα τα ξεφαντώματα του χωριού με τόση λαχτάρα και δίψα, που θάλεγες: — «Εκεί είναι η αληθινή η ζωή». Τέτοια είναι τα μαύρα τα ξένα! Ως και τα ψεγάδια του τόπου σου σε κάμνουν και ταγαπάς και τα ζωγραφίζεις με μύριες λαμπρές θωριές. Τώρα όμως που τα βλέπουμε και τακούμε, τι χρώματα να τους δώσουμε! Τι να της ψάλουμε της βρώμικης, της σκοτεινής, της μουχλιασμένης ταβέρνας, που κρατάει φυλακισμένους και μασκαρεύει τους αξιώτερους δουλευτάδες μας! Τι τραγούδι να του πούμε του ταβερνάρη που παρακαλεί μες στην καρδιά του να μασσήσουνε τα ποτήρια του!
Άκουγέ τον, το βραχνιασμένο τον τραγουδιστή της ταβέρνας! Ο αμανές του είναι αχαμνός και ξεκρεμασμένος σαν το βρακί του. Άλλα δυο τρία ποτήρια, και θα ξεψυχήση κι ο αμανές. Θα κωλοσυρθή τότες το παλικάρι στο σπίτι του, θα βρίση αντίς να καλησπερίση, θα ξεράση αντίς να φάη, και θαποκοιμηθή αντίς να συλλογιστή πως τέτοια χέρια που τάφτειαξε η φύσις για να πιάνουν τουφέκι, κι αλυσίδες να σπάνουν, είναι κρίμα, μεγάλο κρίμα να δουλεύουν ολημερίς για κομμάτι μαύρο ψωμί και για μερικά ποτήρια φαρμάκι.
Μη μου λες πως τα μεγαλώνω. Αχ, δεν τα μεγαλώνω όσο τους πρέπει και τους ταιριάζει. Και δεν είναι οι μεροδουλευτάδες μονάχα, είναι κ' οι πραματευτάδες, κ' οι αρχόντοι, κ' οι προεστοί. Μόλις σφαλνούνε τα μαγαζιά, κι αρχινούν το πιοτό οι πατριώτες.
Από τον Παράδεισο του παπά Χαραλάμπη, ίσια στου κυρ Διαμαντή την ταβέρνα. Κ' έτσι περνάει και ξεχνιέται η ώρα, η μέρα, ο χρόνος κ' η ζωή. Έτσι το καταφέρνουνε να μην πέφτουνε στο γιαλό να πνιγούν από την ντροπή κι από την απελπισιά. Τα είπαμε θαρρώ, κι άλλοτες. Δεν τα ξέρουν τα χάλια τους, δεν το φαντάζουνται πως γίνεται να ζήσουν κι αλλιώς. Αν έρθης μάλιστα παρακάτω, στο καφενεδάκι που μαζεύουνται τα μεγαλοσάνιδα, να μη γελαστής και τους ξεστομίσης λέξη για τους τόσους άντρες που ανεμοσκορπίζουν πολύτιμη δύναμη και παλικαριά σ' αμανέδες και σε πιοτά. Να μην τύχη και τους δείξης τι πιδέξια μπορούσανε να παίζουνε μπόμπες στα σβέλτα τους χέρια. Να μην τύχη, γιατί θα σε δέσουν αμέσως. Πρώτο, που πέρασε από το νου σου πως μπορεί να βρεθή παλικάρι ναψηφάη τη χαριτωμένη ζωή του! Δεύτερο, που βάζεις και τους νοικοκυρέους στα αίματα, γυρεύοντάς τους και ζωή και παράδες! — «Τι τρέλλες είναι αυτές, παιδί μου; Πήγαινε κει που λαχταρούνε λεφτεριά, και καλοπλερώνουνε για να τη χαρούν. Εμείς τέτοια αλισβερήσια δεν τα κατέχουμε. Και πρόσεχε να μη σ' ακούσουν, καημένε, γιατί αφανιστήκαμε. Πήγαινε, πήγαινε στην Κρήτη, στην Αρμενιά, στην Αραπιά πήγαινε, όπου θες. Εμάς όμως άφησέ μας να μιλούμε για τα μαξούλια μας, για τα Σκολειά και τις Εκκλησίες μας, άφησέ μας να την τελειώσουμε αυτή την αναφορά που γράφουμε του Μουφτή, να μας κάμη τη χάρη να μην τον γκρεμνήση του Μπάρμπα Θανάση τον τοίχο, που σκοτεινιάζει τα παραθύρια του. Αρκετά βάσανα έχουμε με τα καθημερινά μας μαλλώματα, μη γυρεύης να μας ανάψης και τέτοιες φωτιές. Πήγαινε στο καλό, και μεις δεν αποτρελλαθήκαμε ακόμη».
Αυτά θα σου πουν οι προεστοί, και χίλια τέτοια. Και θα χαμογελάσουν ανάμεσά τους, και θα μισοκλείσουνε τόνα μάτι, και θα ρουφήξουν το ναργκιλέ τους, κ' ύστερα θα πουν του δασκάλου να γράψη την αναφορά για τον τοίχο του μπάρμπα Θανάση, κι ο δάσκαλος θαρχίση να γράφη, και σα γράψη κι απογράψη, και βάλουν οι προεστοί τις υπογραφές τους, θαρχίσουνε να γλυκοφιλούν το ποτήρι ώσπου νάβγη ο Ιμάμης να φωνάξη «Γιατσί», και τότες τραβούν ένας ένας κατά τα σπίτια τους.
Τι να καθίσουμε να τους δούμε! Τι θα καταλάβης, και να την ακούσης τη μονόχορδη την κουβέντα τους! Εκείνο που θέμε δε θα το πουν ποτές στη ζωή τους. Θα χωρατέψουνε, θα ψεγαδιάσουν, ίσως και θα μαλλώσουν. Κανένας τους όμως, μήτ' ο γέρος ο άρχοντας, μήτ' ο επίτροπος δίπλα του, μήτ' ο γιατρός παραπέρα, μήτ' ο πραματευτής παρακείθε, αχ, μήτε ο φωτισμένος ο δάσκαλος, δε θα ξεστομίσουν τη λέξη την τρομερή που κρύβει μέσα της καταστροφή και κατακλυσμό για την ώρα, ειρήνη κι ανθρωπισμό για κατόπι.
Ας την αφήσουμε και τη ρωμαίικη την Αγορά. Την είδαμε και τη Ρωμιοσύνη. Αλλοιώτικη μη θαρρής πως θα τηνε βρούμε στις μεγάλες τις χώρες. Το χωριό, φίλε μου, είναι η μάννα της χώρας. Το νερό από δω αναβρύζει. Γίνεται ρεματάκι, βρίσκει κι άλλα ρεματάκια στο δρόμο, φουσκώνει, μεγαλώνει, γίνεται ποταμός.
Ως τόσο, αν και την είδαμε τη μάννα του ρωμαίικου νερού, της μάννας όμως τη μάννα δεν την είδαμ' ακόμα. Και σε καλλίτερη ώρα να τηνε δούμε δε θα μπορούσαμε. Αρχίζει και βασιλεύει ο ήλιος. Απόλυσε ο Σπερνός. Γυρισμένες θα είναι στα σπίτια τους όλες οι Ρωμιοπούλες. Αυτές είναι που τους γέννησαν τους πατριώτες που βλέπαμε. Αυτές είναι που θα τους αποδεχτούν απόψε στις αγκαλιές τους. Αυτές είναι που κρατούν τα κλειδιά του παινεμένου μας αυτού θησαυρού, που πάει να σκουριάση μέσα σε σιδερόφραχτη κάσσα κρυμμένος. Θησαυρός μας είναι πάντα, ό,τι κι αν πούμε. Αίμα μας είναι οι πατριώτες, ας είναι και νερουλιασμένο αυτό το αίμα. Ποιος ξέρει α δεν το ξαναζωντανέψουνε μια μέρα και το δυναμώνουν εκείνες οι μαυρομάτες, οι γλυκοπρόσωπες, οι μάγισσες οι χωριατοπούλες, που πάμε να τις χαιρετήσουμε τώρα.
Ελάτε, ρωμιοπούλες μου, ελάτε! Ελάτε να κάμουμε μαζί σας χωριό. Τους αφήσαμε κάτω στην Αγορά τους λεγάμενους. Όλη αυτή η ανοιχτόκαρδη γειτονιά δική σας είναι τώρα. Κάθε πόρτα ορθάνοιχτη, κάθε κατώφλι πιασμένο. Από κοντά σας περνώ, και μυρίζετε σα βασιλικός, σαν αξεδίπλωτο μαντιλάκι, ότι βγήκε από μοσκομυρισμένο σεντούκι. Αν και γέρος, μα η δροσάτη αυτή ευωδιά σας φέρνει στην καρδιά μου αλλόκοτη τρεμούλα, κρυφό σπαρτάρισμα, κάτι που με κάνει και θαρρώ πως ξανάνιωσα, και θέλω κοντά σας να μένω, να σας κρυφομιλώ, να σας λατρεύω, να σας λέγω πως είστε σεις κι όχι άλλες, πως τέτοια μάτια και τέτοια χείλη στον κόσμο δεν τα είδα, και πως κρίμα, μεγάλο είτανε κρίμα να μ' αφήσετε να μισέψω στα ξένα μικρό αγόρι και να σας στερηθώ, εγώ που μπορούσα να τρελλαθώ για την αγάπη σας, μέρα και νύχτα να σας τραγουδώ και να μη χορταίνω.
Ακόμα δεν ήρθα κοντά σας, Νεράιδές μου, και σας ακούγω και συντυχαίνετε, και γελάτε, και τα σκορπάτε στον αέρα τραγουδιστά τα γέλοια σας και τα λόγια σας βαλμένα σε σκοπό που οι πολιτισμένοι της χώρας τονε λένε χωριάτικη προφορά! Κάθε τόνος του τραγουδιού σας από τα φυλλοκάρδια σας βγαίνει. Τρομάζετε, κι ο τρόμος σας ξεχύνεται με ψιλό τσιριχτό που του κάκου αγωνίζουνται μεγάλες τεχνίτρες να τονε μιμηθούνε, και τα γέλοια σας αντιλαλούν στον αέρα σαν κελαϊδήματα. Θυμώνετε, κ' η ωργισμένη φωνή σας ανεβοκατεβαίνει σαν το φύσημα του ανέμου. Λυπάστε, και το μυρολόγι σας πέτρες ραγίζει. Λέξη δε βγαίνει από το χαριτωμένο σας στόμα που να μην ιστορή την καρδιά σας. Τα λόγια σας είναι καθρέφτης που παρασταίνει τις χίλιες της αλλαγές. Στη χώρα οι πολιτισμένες οι αδερφάδες σας δεν τον έχουν αυτόν τον καθρέφτη. Εκείνες ξέρουνε λόγια που &κρύβουνε& τις λαχτάρες, τους καημούς, τις χαρές. Η μουσική της καρδιάς τους είναι τονισμένη απάνω σε ξένο σκοπό. Ως κ' η μιλιά τους από τα ξένα είναι φερμένη. Ψεύτικο λουλούδι βαμμένο με δανεισμένες θωριές, όχι σαν το βότανο που φυτρώνει στα φυλλοκάρδια σας κι ανθίζει στα χείλη σας, που μοσκομυρίζει και με γλυκομεθάει αυτή την ώρα.
Δε λέγω πως δεν τάχετε και σεις ταγκαθάκια που βγαίνουνε γύρω στα τριαντάφυλλα. Γυναίκες δε θα είσαστε δίχως αυτά. Μα η φύση σας τόσο τέλεια, τόσο τρανά καθρεφτίζεται σε κάθε σας λόγο, σε κάθε σας κάμωμα, που σας βλέπει άνθρωπος και λέει, «Αυτή είναι η γυναίκα· μη διαβάζης βιβλία να τηνε νοιώσης. Μην προσμένης να της φύγη λόγος ή στεναγμός, ν' απεικάσης το τι συλλογιέται· λαχταρεί; αγαπάει; μισεί; ζουλεύει; κακιώνει; Σώνει κοντά της να κάθεσαι, σώνει τα μάτια της να κοιτάζης, τη μιλιά της ν' ακούς, και θα το μάθης.
Εδώ είναι το χωριό, &η μάννα της χώρας&. Εδώ βλαστίζουν κι ανθοβολούν όλα τανθρώπινα πάθη, έξω, στον αέρα, στον ήλιο, ζωντανά και δροσάτα λουλούδια, όχι στραγγισμένα μυρωδικά, και σε χρυσές μποτιλίτσες κρυμμένα.
Μπορείς, φίλε μου, νακούσης και μερικές ανοιχτούτσικες κουβέντες εδώ. Τίποτις δεν τόχει η μαριόλα εκείνη η μικρή με τη χοντρή την πλεξούδα, το σιγανό το ποτάμι που κάθεται τώρα κι ακούγει την κερά Φρόσω που συντυχαίνει για τον αρραβώνα του Ζανή του περιβολάρη, τίποτις δεν τόχει ναρχίση να δηγάται στην πρώτη συνομίληκη που ανταμώση, το τι έτυχε πέρσι σαν παντρεύουνταν η μεγάλη της αδερφή, τότες που άκουσε ο Ζανής από το στρώμα του μια πρωινή τα παιχνίδια και περνούσανε για το νίψιμο του γαμπρού, κι από τη βιάση του να δη την παρέα έτρεξε μισόγυμνος στο παράθυρο. Τέτοια μπορείς νακούσης εδώ πέρα πολλά. Κάμε όμως πως τη σιμώνεις αυτήν την τρελλή που τα ξέρει όλα, κάμε πως της ζητάς ένα κρυφό φιλί, κάμε πως την αγγίζεις, ας είναι και με το μικρό σου το δαχτυλάκι, και σου γίνεται άξαφνα πύργος που στέκει και διαφεντεύει την τιμή της, και σου καρφώνει τέτοια ματιά, που καταριέσαι την ώρα που γεννήθηκες απ' ένα κορίτσι πιο άναντρος.
Και δε θα τηνε βρης μοναχά στο κορίτσι αυτή την ακαταπόνετη δύναμη της τιμής. Αυτό το βλέπουμε και στις χώρες, δηλαδή στις &ρωμαίικες& τις χώρες. Εκείνο που είναι ν' απορήσης, είναι που βλέπεις τόσες και τόσες λυγερές μαυροφόρες και περνούν ταγύριστα χρόνια της νιότης στην άχαρη μοναξιά της χηρείας, δίχως άλλη ελπίδα παρά να μεγαλώση ταγόρι τους και να πιάση τον τόπο του μακαρίτη! Τέτοιος &ηρωίσμός&, φίλε μου, μπορεί να μας γεννήση κι άλλους ηρωισμούς. Γυναίκα που μπορεί να πνίξη στα στήθια της τη μεγαλήτερη τη λαχτάρα, που κληρονόμησε από την Εύα, μπορεί κι άλλες θυσίες να κάμη. Μπορεί να διδάξη του παιδιού της και την αγάπη που δεν ξέρει ντροπή, την τιμή που δε μαραίνεται, τον ηρωισμό που δοξάζει πατρίδες. Μπορεί να τονε στέλνει μια μέρα με καμάρι και με περηφάνεια εκεί που ποτίζεται η γης από αίμα, και φυτρώνουν έθνη.
Ένα κακό, που άλλες δασκάλισσες από τις μαννάδες ο τόπος δεν έχει! Βρήκανε μια στα παλιά τα χρόνια οι καλοί χωριανοί. Από την Ελλάδα τη φέρανε. Μελπομένη τη λέγανε. Χίλιες μόδες έφερε μαζί της, ξελάγιασε τα κορίτσια, χάλασε και την ομορφιά τους. Αυτό υπομονή· μα το νόστιμο είναι που κι αυτή ξελαγιάστηκε. Τους πρώτους πέντ' έξη μήνες έκαμε κάτι.
Έμαθε τα μικρά να διαβάζουν, και να λεν πως υπάρχει εκεί κάτω και μια ρωμιοσύνη δίχως αγάδες. Το πρωί όλ' αυτά. Ταπομεσήμερο είχε κέντημα και ράψιμο. Οι μεγαλήτερες δίδασκαν τις μικρότερες, κ' η δασκάλισσα πήγαινε στην κάμαρά της να ξεκουραστή. Μη ρωτάς το τι και το πώς, σώνει να σου πω πώς έπαθε κ' η δασκάλα το πάθημα του Πάτερ Νικηφόρου. Τραβήχτηκε λοιπόν από τη δασκαλική κι άρχισε το νοικοκεριό· επειδή βρέθηκε φρόνιμη του παλικαριού η μάννα και την πάντρεψε με το γυιο της.
Κ' έτσι έκλεισε το Σκολειό των κοριτσιών τότες, ώσπου ήρθε άλλη, πιο άσκημη. Κ' έμαθαν τα κορίτσια να γράφουν και να διαβάζουνε. Μη θαρρής λοιπόν πως είναι αγράμματα τα κορίτσια που παίζουν τώρα τριγύρω μας. Δεν προφταίνουνε να το διαβάζουν και να το γράφουν πως είναι σκλαβοπούλες, πως ταδέρφια τους είναι καταφρονεμένα, η ζωή τους ντροπιασμένη και ταπεινή. Σα να χαμογελάς, θαρρώ. Σα να με ρωτάς σε τι βιβλίο και σε τι γλώσσα τις διαβάζουν αυτές τις τρέλλες. Ποιος πήγε και τα ξεμυάλισε τα κορίτσια. Οι δασκάλισσες τάχα; — Μη φοβάσαι· οι δασκάλισσες τα μάθανε &να διαβάζουν&· το τι θα διαβάζουνε, δεν είναι δική τους δουλειά. Είναι δουλειά της έρμης της τύχης. Κ' επειδή η τύχη δεν τάφερ' ακόμα ως εδώ τα φράγκικα τα παραμύθια, οι χωριατοπούλες μας, σα μάθουν τα γράμματα και νοικοκυρευτούν, τα βάζουνε στο ράφι μαζί με τάλλα προικιά τους.
Τι κακό ως τόσο γίνεται μέσα σε κείνο το περιβόλι! Ιστορικό περιβόλι. Τη βλέπεις εκείνη τη Τζιτζιφιά; Στον καιρό μου οι κοπέλλες κρέμαζαν εκεί κούνιες και κουνιούνταν, και τραγουδούσαν τα πονεμένα τους λιανοτράγουδα. Η φωνή τους είταν καθώς και τώρα· ψιλή ψιλή και χαμηλή, σα να μην τολμούσε νάβγη έξω μ' όλη τη δύναμή της. Ίσως έχει κι αυτό το λόγο του. Γιατί μαθές οι Τουρκοπούλες να τραγουδούνε μεγαλόφωνα σαν ταηδόνια, κ' οι δικές μας χαμηλά χαμηλά και συμμαζεμένα σαν τις τρουξαλλίδες; Θαρρώ πως το μάντεψες, και πως με πίκρα μου το ξηγάς, πως της ρωμαίικης της ψυχής η χαρά προβάλλει στον κόσμο με προφύλαξη και με πάτημα μετρημένο, μην τύχη και την αρπάξη, και την πνίξη κανένας. Η χαρά πρέπει νάβγη, το κορίτσι πρέπει να τραγουδήση, κι ας γείνη ό,τι γείνη. Βγαίνει λοιπόν σιγανά και με προσοχή.
Έτσι τραγουδούσαν και τότες, μα τραγουδούσαν τραγούδια της προκοπής, όχι τα νερόβραστα που τους φέρνουν τώρα τα ξενιτεμένα ταδέρφια τους.
Έλα στο περιβόλι, να το δης πως δεν είναι πια εκείνα τα χρόνια. Πρώτο, που καθεμιά γλυκόχαρη μαυρομάτα δεν είναι καθώς τότες ντυμένη. Θα μου πης απλή και καθάρια πάντα, μα είναι κι αυτή σαν την απλότητα της καθαρεύουσας. Μήτε ρωμαίικα, μήτε αρχαία, μήτε και φράγκικα. Φουστάνι κομμένο για να φοριέται με κορσέ, και κορσέ δε φορεί η χωριατοπούλα. Τραχηλιά ανοιχτή και μπιμπιλωμένη, σωστής χωριανής τραχηλιά. Τακούνια αψηλά αψηλά, σωστά Παρισιάνικα τακούνια. Αν τα δη αυτά κανένας ολότελα ξένος, θα πη πως ή τρελλάθηκε το κορίτσι, ή ρούχα δεν είχε να βάλη, κ' έβαλε ό,τι βρέθηκε. Εμείς τότες θα του πούμε πως μήτε τόνα είνε μήτε τάλλο. Την κοπέλλα την πήρε το ρέμα της μόδας. Η μόδα αλλού αλλάζει με τη μέρα, αλλού με το μήνα, κι αλλού με το χρόνο. Κάποτες από την κορφή ως τα νύχια, και κάποτες χτυπάει από δω κι από κει. Τι να σου κάμη το κορίτσι! Το παραζάλισαν οι δασκάλισσες κ' οι αρραβωνιαστικοί. Το κορίτσι, φυσικό του είναι να θέλη ναρέση. Ταξιδεύει ο γαμπρός ως την Πόλη, φέρνει μαζί του όσα βιεννέζικα στολιδάκια μπορεί. Το κορίτσι τα βάζει, και μασκαρεύεται για ναρέση.
Ό,τι κι αν κοιτάξης μέσα στη Ρωμιοσύνη, μα σε χωριό είσαι, σε χώρα, κορίτσι βλέπεις, αγόρι, ένα πράμα παρατηρείς. Πώς ό,τι μας έμεινε δικό μας σιγά σιγά ταποσκυβαλίζουμε· εξόν αν είναι τούρκικο, καθώς είναι να πούμε ταγαλίκι, η στενοκεφαλιά, και το πείσμα. Άκου τώρα, να δης. Τη γλώσσα μας, την πετάξαμε. Τα τραγούδια μας, τα πετάξαμε. Τους χορούς μας, τους αρνηθήκαμε. Τα τουφέκια μας, αν μένουν ακόμα σ' αυτά τα μέρη, ο λόγος είναι που δεν έλειψαν οι λαγοί. Μας μένει και κάποιο φιλότιμο, κι αυτό δα είναι που μας χαντακώνει βαθύτερα. Ρωμαίικο φιλότιμο πάει να πη, να κάνης ό,τι δεν σου ταιριάζει. Να μη φυλάγης τίποτις καθάριο ρωμαίικο· τίποτις άλλο, παρά τα μαύρα εκείνα τα μάτια, τα φεγγαρωτά τα πρόσωπα, και τα βεργολύγιστα τα κορμιά. Πάμε, πάμε κοντά τους.
Αν μας βλέπανε, θα πετούσαν και θα κρυβούντανε σαν τις πέρδικες. Πού να το φανταστή η μικρούλα εκείνη που στέκεται ανάμεσα στις πορτοκαλλιές, να πειράξη τις άλλες που τη γυρεύουν, πού να το φανταστή πως κρυφοκοιτάζουμε το ροδακινί της το χνούδι, που τόχει αναμμένο το τρέξιμο και το γέλοιο! Κοίταξε, σερπετάδα! Χαρά στον που θα την κάμη βασίλισσά του! Φωνάζουν οι άλλες, γελούν, και πηδούνε γύρω, να ξετρυπώσουν την κρυμμένη τη Νεραϊδοπούλα. Σωπαίνει αυτή. Κοιτάζει από τα φύλλ' ανάμεσα, και σκάνει στο γέλοιο. Την προδίνει το γέλοιο, τρέχουν οι άλλες, και γεμίζει ο κόσμος τσιριχτά και φωνές. Γελάτε, γελάτε, μικρούλες μου! Χαίρεστε τώρα, γιατί μπορεί μια μέρα να το νοιώσετε πως θα μας γεννάτε σκλαβόπουλα.
Αρχοντικού σπιτιού περιβόλι. Λείπει θα πης το σιντριβάνι, δε σε λιγοθυμούν εδώ τα μοσκοβότανα του Εφέντη, μα βασιλεύει χάρη, που τάλλο δεν την είχε το περιβόλι. Ίσως επειδή εκεί έπεφτε η αντηλιά του μεσημεριού, κ' εδώ σκορπιέται η δροσιά της βραδιάς. Ίσως επειδή εκεί μουρμούριζαν περιστέρια, κ' εδώ παίζουν οι λωλές αυτές πέρδικες· εκεί πάτημα γάτας δεν άκουγες, και δω όλο τρέξιμο και φωνές. Εκεί πνίγουνταν κάθε κώχη στο γιασουμί, εδώ κάθε λουλούδι τον τόπο του, κάθε τόπος το βότανό του. Εκεί ραχάτι, εδώ ζωή και τάξη. Την έχει ο Ρωμιός την τάξη στο σπιτικό του, κι ας τηνε στερείται το έθνος του. Λες και τόκαμε όρκο, κ' είπε του Τούρκου: «Μου πήρες τον Τόπο μου; Χάρισμά σου. Να σου δείξω εγώ όμως τώρα πώς μπορώ και δίχως πατρίδα να ζήσω· πώς μπορώ να δουλεύω, να νοικοκερεύω, να παστρεύω, να μαζεύω, να πλουτίζω, να στολίζω. Κάμε και συ, αν μπορής, ένα τέτοιο περιβολάκι. Κάμε τέτοια κορίτσια να παίζουνε μέσα. Του κάκου, δε θα μπορέσης. Τέτοιο γούστο εσύ δεν τόχεις. Ρωμαίικο είναι αυτό το γούστο. Μου άρπαξες την πατρίδα μου; Κράταγέ την τήν πατρίδα μου. Χάρισμά σου. Να σου κάμω εγώ τώρα ένα περιβολάκι, ένα σπιτάκι, να δης τι θα πη Ρωμιός».
Έτσι μου φαίνεται, σα να παίζουμε με περιβολάκια και με σπιτάκια μέσα στον κόσμο. Σαν τους φυλακισμένους, που για να σκοτώσουν τις μαύρες τους ώρες, ζωγραφίζουν εικόνες απάνω στους τοίχους της φυλακής.
Μ' ας μην το φαρμακώνουμε το γλυκό μας ταγέρι με λόγια πικρά. Παίζετε, λυγερές μου, παίζετε. &Πρέπει& να παίζετε σεις. Αφήστε τα κλάματα για τους δόλιους που θα γεννήσετε.
Έλα μέσα στο σπίτι. Ας ρίξουμε μια ματιά στ' αρχοντικό του μεγαλήτερου προεστού μας πριν έρθη από την Αγορά και πατήση τις φωνές και κάμη τον κόσμο άνω κάτω. Δεν είναι, λέει, κακός, μόνο που θυμώνει. Θυμώνει, λέει, με τη γυναίκα του, σαν αργή το φαεί. Να θυμώση με τους προπατορικούς του εχθρούς, δεν ταιριάζει. Να πιάση Τούρκο και το ζουμί του να βγάλη, βάρβαρο πράμα! Ξεθυμαίνει λοιπόν με τα λόγια στην κακόμοιρη τη γριά του. Τις γόβες του βλέπω εκεί στην κώχη, και τρόμος με πιάνει.
Αγερικό σπίτι, κ' η πάστρα φέγγει πέρα και πέρα. Μαρμαρόστρωτη αυλή στη μέση, το σαλόνι από τη μια, από την άλλη η τραπεζαρία, και στο βάθος οι σκάλες. Παντού χάρη, καλοπάθια και βιος. Παντού τάξη και πάστρα. Έλα να σου δείξω το μαγερειό, να το καμαρώσης. Αρχίσανε ν' ανάβουν τα φώτα. Αστράφτει το μαγερειό με τα καθάρια τα πιατικά, με τα γανωμένα χαλκώματα. Οι κάτασπρες οι φουβούδες μήτε κουκκί στάχτη ή κάρβουνο δεν έχουνε γύρω τους. Εδώ είναι τ' αργαστήρι που δουλεύεται το καλό το φαεί, μην τύχη και πεθάνη ο Δημογέροντας από την πείνα, και χάση τ' αντιστύλι του, ο Τόπος. Δεν τη βλέπω την κερά μας απόψε στο μαγερειό. Δυο και μοναχές παραστέκουνται στις φουβούδες, η γριά η παρακόρη, και το δεύτερό τους κορίτσι. Το μεγαλήτερο το κορίτσι τους θα το βρούμε απάνω, στ' αγαπητά της παράθυρα.
Η γριά η παρακόρη που βλέπεις, είναι τώρα χρόνια που ήρθε σ' αυτό το σπίτι από αντικρυνό χωριουδάκι. Πρέπει να είδε κ' έπαθε πολλά στον καιρό της. Κοίταξε μάτια μεγάλα και θαμπωμένα, φρύδια πυκνά και μαύρα σα βδέλλες, στόμα συμμαζεμένο κι αποφασιστικό, πρόσωπο χλωμό που δεν το πιάνει μήτε η αναλαμπή της φωτιάς. Σα μάγισσα φαίνεται, με τη μαγουλίκα της και με την κίτρινη την ποδιά. Καβουρντίζει τα κρεατοκόμματα με μια πίκρα στην όψη της, που λες και μαγερεύει φαρμάκι. Κοίταζε τι διαφορά η κοπέλλα που κόβει τα κυδώνια στο πλάγι της. Είναι η αγαπημένη του προεστού, γιατί, λέει, του μοιάζει. Έχει τα σταχτερά του τα μάτια και το στρογγυλό του σαγόνι. Μα ο άρχοντας, θαρρώ, δεν μπορεί νάχη και τόση χάρη. Αυτός σαν ανασηκώνη τα μανίκια του να του χύση η χαδεμένη του να πλυθή, δε θα φεγγοβολούνε δυο τέτοια μπράτσα αποπάνω από την ασημένια λεκάνη. Έχει, λέει, η μικρή και την καλοσύνη της μάννας της. Άγια καλοσύνη! Εσύ μονάχα σώνεις να στολίσης κοπέλλας πρόσωπο! Αγαπά, λέει, πολύ και τη θειά Γιαννούλα, την παρακόρη. Οι άλλες παίζουν και τραγουδούν, κι αυτή τρέχει στο μαγερειό και βοηθά της Γιαννούλας. Κ' η γριά την αφίνει, για να τ' ακούγη ύστερα ο αφέντης και να το χαίρεται, που η χαδεμένη του τόκαμε πάλι το κυδωνάτο.
Την έστησαν τώρα την κατσαρόλα. Τώρα το φαεί βράζει. Καθίζει στο μαξιλάρι της η γριά, παίρνει τ' αδράχτι της, κ' η μικρούλα πάντα κοντά της. Κάτι έχει να της πη η γριά, και πρέπει να την ακούσουμε.
«Δεν είναι μια δεν είναι δυο που με σταυρώνεις να σου τα πω· είσαι μικρούλα, και γιατί να σε κακοκκαρδίζω! Μα εσύ και καλά να τ' ακούσης. Λοιπόν άκου τα, φτάνει να μην τα ξεστομίσης κανενού καημένη, γιατί η κατάρα μου θα σε φάη. Οι γονιοί σου μονάχα τα ξέρουνε.
Είναι πολλές ώρες μακριά από δω το χωριό μας. Το καημένο το χωριό μας! Δεν το ξαναείδ' από τότες! Το καλυβάκι μας δεν είτανε μες το χωριό, είταν όξω, μέσα σε λόγγο δέντρα γεμάτο. Παραπάνω είταν η βοσκή, και κει έβοσκε τα γίδια του ο θειος μου ο Νικολής. Αμ' αυτός δα με προίκισε και με πάντρεψε. Εγώ είμουνα χρόνια ορφανοκόριτσο. Με πήρε και μου έδωσε το Γιωργή μου. Τα προικιά μου είταν το καλύβι, ένα χωραφάκι, και τα μισά τα γίδια του μπάρμπα. Τον είχαμε και κείνονα μαζί μας. Μόνο που δε μας χάρισε ο Θεός και παιδιά. Όλα τάλλα τα είχαμε. Κάτι ήξερε ο Μεγαλοδύναμος, τη χάρη του νάχουμε!
Ανέβηκε μια βραδιά ο γέρος στη μάντρα, — είταν άνοιξη σαν και τώρα — να δη αν είχε την έννοια του κοπαδιού ο Γιωργής, που ερχότανε δυνατή μπόρα. Εγώ, δεν είτανε δα και πρώτη φορά που έμενα μοναχή μου. Μαγείρευα το φαεί, κ' έκλωθα, σαν καληώρα. Ότι βγήκε ο γέρος, κι αρχινάει το κακό. Μια πας στην άλλη αστραπές και βροντές. Έκανα το σταυρό μου και κάθουμουν έτσι κοντά στη φωτιά. Δεν πέρασε όση ώρα το λέγω, κι αρχινάει κ' η βροχή. Άρχισε δεν άρχισε η βροχή, και να σου χώνουνται μέσα στο καλύβι δυο Τουρκαλάδες! Ακόμα τους βλέπω μπροστά μου, και τρέλλα με πιάνει. Τάγριό τους το γέλοιο, σα μ' είδανε μοναχή στο καλύβι, είταν κι από την όψη τους κι από τάρματά τους πιο τρομερώτερο. Στην αρχή θάρρεψα δα πως ήρθαν ώσπου να περάσ' η βροχή. Μα αυτοί είχαν άλλα στο νου τους. Εκείνη την ώρα το συλλογιστήκανε, σχεδιασμένο το είχανε, Θεός το ξέρει. Πρώτο πράμα που έκαμαν είτανε να μανταλώσουν την πόρτα. Εγώ σαν το είδ' αυτό, έκαμα να σηκωθώ, και μου ήρθε σα λιγοθυμιά, κ' έπεσα πίσω με τ' αδράχτι στο χέρι. Μήτε να φωνάξω δεν πρόφταξα. Μα είμουνα γερή γυναίκα, και δεν πρέπει να βάσταξε πολύ η λιγοθυμιά. Σαν άρχισα να συνεφέρνω, κατάλαβα πως γυρεύανε να με σηκώσουν και να φύγουνε. Θα φοβήθηκαν, καθώς φαίνεται, να μην πλακώση κανένας και τους χαλάση τη δουλειά, και συλλογιστήκανε να με πάρουν και να τραβήξουν σε κανένα πιο μοναχικό μέρος. Δεν έβρεχε και πολύ τώρα. Το πρώτο που μισοθυμούμαι είναι που με σήκωνε ο ένας, κι ο άλλος ξανάνοιγε την πόρτα. Σαν άνοιξαν την πόρτα και μέσερναν έτσι από το κατώφλι, ακούγω απ' έξω μια πιστολιά. Αχ, εκείνο το «Γιαννούλα μ', Γιαννούλα μ'», που άκουσα ύστερ' από κείνη την πιστολιά! Ποτές δεν θα την ξεχάσω την πικρή και κλαμμένη φωνή του Γιωργάκη μου. Ο καημένος πρέπει νάτρεξε κ' ήρθε στο καλύβι δίχως ν' ανταμώση το γέρο, και γύριζε μοναχός του. Δεν μπόρεσε λόγο να ξαναπή.
Εγώ πια τώρα ξύπνησα και κατάλαβα τι μαύρη συφορά μου κατέβηκε, έτσι άξαφνα σαν τ' αστροπελέκι. Κι όχι να πης πως άρχισα το μυρολόγι ή τις φωνές. Έτσι, αγρίεψε η καρδιά μου, σα να είμουν άντρας. Θέριεψα και πήγα. Άναψε τέτοια φωτιά μέσα μου που μου ήρθε να ξετιναχτώ και να χυθώ καταπάνω τους να τους πνίξω. Και το κατάφερα να ξετιναχτώ. Έπεσα ίσια πάνω στο μακαρίτη, στον ακριβό μου το λεβέντη. Μου φάνηκε σα να σάλευε ακόμα λιγάκι. Ξεχνώ μια στιγμή τα θεριά που είχα μπροστά μου, και μαλακών' η καρδιά μου, και σκύβω να πασπατέψω το πρόσωπό του, να το φιλήσω, να του μιλήσω, να τονε ρωτήξω πού τονε λαβώσανε, χίλια πράματα ζητούσα να κάμω σε μια στιγμή. Δεν πρόφταξα μήτ' ένα να κάμω! Μ' αρπάζει ο ένας τους από τη μέση, ο άλλος από το χέρι, με βλαστήμιες και φοβέρες, και με σέρνουν κατά την οξώπορτα. Συλλογίστηκα να πατήσω τις φωνές, ίσως έρθη κανένας και με γλυτώση, μα φοβήθηκα μην τύχη κ' είταν κοντά και τρέξη ο γέρος και τον σκοτώσουν και κείνον. Άλλος κανένας στη γειτονιά δεν κατοικούσε τέτοια 'ποχή. Ύστερα φοβήθηκα να μη δέσουν και το στόμα μου. Είδα λοιπόν πως εδώ χρειάζεται πονηριά.
— Πού θα με πάτε τώρα, τους λέω, με τέτοιο κατακλυσμό; Μείνετε μέσα ώσπου να καλοσυνέψη, κ' ύστερα ό,τι θέλετε κάμετε. Ο άντρας μου κοίτεται λαβωμένος, ποιόνα φοβάστε;
Τι τα θες, παιδί μου, με ξαναφέρανε μέσα. Και σαν τους λύκους πέσανε στο φαεί που μαγείρευα. Τους αφίνω και τρων οι έρημοι, και με δαδί στο χέρι πηγαίνω κατά την πόρτα να ρίξω μια ματιά του Γιωργάκη μου. Είταν ασάλευτος, και τα στήθια του ματωμένα. Είταν πεθαμμένος ο ακριβός μου! Και καθώς που στέκουμουν και τον έβλεπα, ξερή σαν την πέτρα, έρχουνται πάλι και με τραβούνε μέσα οι σκύλοι. Φοβηθήκανε μην τους ξεφύγω.
Εμένα τώρα με βασανίζανε δυο στοχασμοί. Ο ένας να γλυτώσω το γέρο, ο άλλος, &να σκοτώσω& τους φονιάδες του Γιώργη μου.
Αυτοί οι Τούρκοι είταν ξένοι. Δε μας ήξεραν. Πρέπει να ταξίδευαν κατά το χωριό, κ' έχασαν το δρόμο τους, και σαν τους έπιασε η βροχή μπήκανε στο καλύβι. Τέτοιους δαιμόνους δεν τους είχε ο τόπος μας. Οι δικοί μας, το πολύ μας έκλεβαν κανένα γίδι.
Μανταλώνω την πόρτα, και γυρίζω και τους βλέπω με μια ματιά σα να τους λέω, δεν έχετε τώρα να φοβηθήτε. Αυτοί παίρνουν τότες καρδιά κι αρχίζουνε στα γερά το ξεφάντωμα. Τους έφερα και κρασί. Η πλόσκα μας δεν είταν άδεια ποτές. Πρι να το φέρω όμως, πρόλαβα κ' έχυσα μέσα και λίγο σπίρτο. Το κρασί έπρεπε να δουλέψη γλήγορα, πρι νάρθη ο γέρος, κι άλλο τρόπο δεν είχε. Τακ τακ έκανε η καρδιά μου να μην έρθη και χτυπήση πρι να μεθύσουνε. Δεν αργίσανε να τα χάσουν. Ο ένας έσκυψε το κεφάλι του μπρος, ο άλλος τόρριξε πίσω και κοίταζε το ταβάνι μουρμουρίζοντας μισά λόγια. Ανοίγω την πόρτα. Ακούγω περπατηξιές. Καιρό δεν είχα να χάνω. Παίρνω το ξινάρι, δίνω μια του ενού στο σβέρκο, μια τ' αλλουνού στο λαιμό. Σαλέψανε λιγάκι, γαργαρίξανε, μούγκριξαν, και γύρανε κάτω. Ο ένας πίστομα κι ο άλλος ανάσκελα. Καθόλου δεν τρόμαξα. Την έκαμα τη δουλειά σα να είμουνα χασάπης. Πέτρα είταν η καρδιά μου. Στέκουμουν και τους έβλεπα μ' ένα ραχάτι σα να μ' έκαμαν από χήρα βασίλισσα. Απάνω σε κείνη τη στιγμή, να κι ο θειος μου ο Νικολής στο κατώφλι, με βρεμένο σακκούλι στον ώμο του. Στάθηκε ξερός, σα νάβλεπε όνειρο. Σα γύρισα και τον είδα, έγεινα πάλι από άντρας γυναίκα, και με πήραν τα δάκρυα. Πήγε να τρελλαθή ο δόλιος, σαν του τα είπα.
— Τι κάθεσαι τώρα, μου λέει. Να φύγουμε, ειδεμή χαθήκαμε.
— Πού να φύγουμε; του κάνω. Πού ν' αφήσουμε το Γιωργάκη μου!
Βγήκαμε και τονε φέραμε μέσα. Αχ, και πώς να το ξεχάσω το πικρό του χαμόγελο! Πρέπει νάμειν' έτσι το πρόσωπό του από τη στιγμή που έπεσα πάνω του και τον πασπάτευα να δω α ζούσε ακόμα.
Πού να την ιστορήσω την ανιστόρητη εκείνη τη νύχτα, παιδί μου! Αποφασίσαμε να μείνουμε, και να μη φύγουμε. Βγαίνουμ' έξω και κατεβαίνουμε στην πιο μακρινή τη γωνιά του μικρού χωραφιού μας, κοντά σε μια μεγάλη συκαμινιά. Σκοτάδι, πίσσα. Τύχη μας που δεν είχε μήτε φεγγάρι. Ώρες κι ώρες έσκαβε ο γέρος, και ξεφτυάριζα εγώ χώμα. Κ' ένας φόβος! Φύλλο, έπεφτε και τρομάζαμε. Σαν έγεινε ο λάκκος βαθύς ως τη μέση μου, γυρίσαμε στο καλύβι. Τους σηκώσαμε κατά πως είτανε, με τάρματά τους, μ' όλα τους. Άλλη μισή ώρα, και τα δυο εκείνα σκοτωμένα θεριά είτανε χωμένα, και το νιόσκαφτο χώμα σκεπασμένο με κληματόβεργες και στοιβιές.
Και τώρα δεν είχαμε στο καλύβι παρά το λείψανο του Γιωργάκη μου. Του πλύναμε τα στήθια, ρίξαμε στη φωτιά τα ματωμένα του ρούχα, τονε σαβανώσαμε, όλα τα κάμαμε.
Γλυκοχάραζε σαν αρχίσαμε να ξεπλύνουμε, ο γέρος τις ματωμένες τις πλάκες έξω, και γω τα ματωμένα τα σανίδια μες το καλύβι. Και σαν έβγαιν' ήλιος απάνω στα κατάβρεχτα τα βουνά, και γελούσε πάλι ο κόσμος, εμείς καθίζαμε πρώτη φορά ύστερ' από τόσες κατάμαυρες ώρες, αγρυπνισμένοι, αποσταμένοι, τρομασμένοι, και με καρδιές ραγισμένες.
Τι να σου τα λέω τάλλα, παιδί μου! Όπου να είναι, έρχεται κι ο αφεντικός. Κανένας δεν τα πήρε χαμπάρι τα που γένηκαν. Αστροπελέκι έπεσε, και τονε σκότωσε το Γιωργή μου. Τονε θάψαμε τ' απομεσήμερο. Σα γύρισα σπίτι, δεν μπορούσα πια να μείνω μέσα τη νύχτα. Όλα τα φαντάσματα τάβλεπα γύρω μου. Ήθελα να πάρω τα μάτια μου και να φύγω. Με φοβήθηκε τότες ο γέρος, έρριξε στον ώμο του το δισσάκι, και με πήρε μαζί του. Όλη τη νύχτα περπατούσαμε. Μέφερε ίσια δω. Τον ήξερε τον αφεντικό. Ο γέρος γύρισε πίσω. Αυτός δεν πολυφοβούνταν τα φαντάσματα, κ έμεινε στο καλύβι ως πρόπερσι, που συχωρέθηκε. Εγώ μήτε ξαναπήγα, μήτε ξαναπηγαίνω πια τώρα. Εδώ θα πεθάνω, κοντά, σας! Μην κλαις, παιδί μου, και μην τρομάζης. Εγώ η καταραμένη φταίγω που το τρόμαξα το πουλάκι μου».
Πέρασε η ώρα με το τρομερό παραμύθι της χαροκαμένης μας της Γιαννούλας. Βγαίνει και το κακόμοιρο το κορίτσι, χλωμό, δακρισμένο, ολότρεμο. Η καρδούλα του θα στραγγίζη αίμα από τον πόνο. Τι την πόνεσες έτσι, καημένη Γιανούλα! Ή τάχα πρέπει να τ' ακούν κ' οι ανήξερές μας οι ρωμιοπούλες, τι παράδεισο τον είχανε οι γριές τους! Μα κι όσοι πάλι τάκουσαν, τι ωφελήθηκαν! Το πολύ χαίρουνταν που δεν έχουν και σήμερα τέτοιες συφορές, που δεν μπαίνουν πια Τούρκοι να σκορπίσουν αφανισμό στις φωλιές τους.
…….. Άκου την τώρα τη μικρούλα, ψιλοτραγουδάει στρώνοντας το τραπέζι, να διώξη το φόβο της. Πρέπει να βλέπη κάποιον αρματωμένο μπροστά της να την κυνηγάη την καημένη. Άμποτε να της σταθή σε καλό της αυτός ο φόβος!
Ας κρυφοτρέξουμε τώρα ως απάνω, να καμαρώσουμε και τη μάννα της. Ανεσαίνει άνθρωπος εδώ πέρα. Ορθάνοιχτα τα παράθυρα. Μπαινοβγαίνει ο δροσάτος ο μπάτης, και τους φέρνει την υγειά, τη ζωή και τη δύναμη. Χρειαζούμενος είναι κι αυτός για τα βλαστάρια που θα μας δώσης μια μέρα, λυγερή μου κοπέλλα! Είναι η μεγαλήτερη η κόρη τούτη, που ακκουμπάει εκεί στο παράθυρο, και λογιάζει τη θάλασσα. Το ξέρει εκείνη γιατί τη γλυκοκοιτάζει τη θάλασσα. Αυτή της φέρνει τα γράμματα, θα της φέρη και τον καλό της μια μέρα. Τι δεν έδινες νάχης τους στοχασμούς της αυτή την ώρα! Άγιο μυστήριο η αγάπη! Ας τη λατρέψουμε από μακριά, κι ας την αφήσουμε να καίη εκεί ήσυχα, σαν αυτό το καντήλι, σιμά στα κονίσματα.
Μια ματιά στην άλλη την κάμαρα, και φεύγουμε. Βλέπω &δυο& κερές εδώ μέσα. Η μια μεγαλόσωμη, όχι πολύ περασμένη, αγκαλά το φως έρχεται πίσωθέ της και την κάνει και φαίνεται κάτι νεώτερη. Αυτή είναι η αρχόντισσα, η κερά του σπιτιού. Κρίμας που δεν είναι μέρα να καλοδής ταγαθώτατο πρόσωπό της. Η άλλη, που κάθεται δίπλα της και της κρυφομιλεί, αυτή με τα μαύρα, είναι γειτόνισσα, και πρέπει νάρθε να της δηγηθεί τα μύρια της βάσανα. Αύτη την ώρα, που συχάζουν τα σπίτια, που δε φάνηκε ακόμη ο νοικοκύρης, τη διαλέγουν οι χαροκαμένες, οι ζωντοχήρες κ' οι φτωχές να πάνε να πούνε δυο λόγια στις σπλαχνικές τους γειτόνισσες. Ποιος ξέρει πόσην ώραν την κρατάει την αρχόντισσα και της τα λέει αυτά τα δυο λόγια! Κι αυτή την ακούγει με υπομονή, και τη συμπαθεί μ' έναν πόνο, που λες κ' είναι αυταδέρφη της. Αν ανεβαίναμε πιο νωρίς, θ' ακούγαμε θλιβερές ιστορίες και δω. Θ' ακούγαμε πώς η μαυροφόρα, έχει πέντε χρόνια, να δη τον άντρα της. Πως ξενοδουλεύει να ζήση τρία παιδιά. Πως πλάκωσε κ' η αρρώστια, και πως πάει να πεθάνη το μικρότερό της. Κοίταξέ την καλά, τώρα που σηκώθηκε και τοιμάζεται, κι όλο τοιμάζεται να φύγη, κι όλο κρυφομιλεί. Κοίταξε μάτια γλυκά και δακριοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατάμαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ' όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς, κ' η πίκρα του πόνου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι. Άλλο μυστήριο τούτο. Όχι της αγάπης που μας φέρνει στον κόσμο, μόνο της άλλης, που μας ανεβάζει στον ουρανό. Που μας κάνει και χύνουμε κόμπο δάκριο, κι απλώνουμε χέρι σ' ένα μισοπνιμένο.
Σωστή χριστιανή η αρχόντισσα. Ο άντρας της, το δεξί της χέρι ποτές δε θα το μάθη τι έδωσε της γειτόνισσας με τάλλο το χέρι της.
Τέτοιες βιολέττες λουλουδίζουν εδώ πέρα πολλές. Θαρρώ δεν πολυπροκόβουνε στις χώρες αυτά τα βουνήσια τα λούλουδα. Εκεί βλέπεις άλλα. Εκεί είναι πολιτισμός. Εκεί μόλις και νοιώση ο καλός ο νοικοκύρης πως σιμώνει το τέλος του, δίνει το μισό το είναι του σ' ένα σπιτάλιο και τελειώνει.
Έτσι τελειώνει κ' η κοκώνα του να πάει στο θέατρο, την ώρα που κάθεται η νοικοκερά μας κι ακούγει γειτόνισσες. Η κοκώνα της χώρας τα θέλει τα δάκριά της να τα χύση στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρίσκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί. Στη χώρα πάλι, αν είναι λιγάκι απόνετες οι αρχόντισσες, είναι λιγάκι ξέννοιαστες κ' οι γειτόνισσες. Η φτώχεια τους βρίσκει πόρεψη. Α ζούσε στη χώρα η μαυροφόρα μας, γλήγορα θάβρισκε καρδιές να την πονέσουνε. Μα αυτά είναι του πολιτισμού πράματα. Εδώ πάντα βρίσκουμε την αρχόντισσα σπλαχνική, τη γειτόνισσα τίμια και συμμαζεμένη.
… Φωνές ακούγω κάτω. Ήρθε ο άρχοντας. Τρέχα, ζωντοχήρα μου, από την πισόπορτα. Ας φύγουμε και μεις από το παράθυρο.
Α δεν είτανε Σαβάτο βράδυ και ξημέρωμα Κεριακή, θα σ' έπαιρνα να πάμε και σε κανένα φτωχικό νυχτέρι, να κρυφοκαθίσουμε σε μιαν κώχη, και να καμαρώσουμε όλη τη γειτονιά. Άλλη με τη ρόκα της, άλλη με το μάγκανο, κι άλλη με το βελόνι· γριές, μεσόκοπες, παντρεμένες, κοπέλλες· να δουλεύουνε με τα χέρια τους, με τις γλώσσες τους, με τ' αυτιά τους. Να βλέπης, ν' ακούς, και να μη χορταίνης· φτάνει να νοστιμεύεσαι παραμύθια, τραγούδια και νοιώσματα.
Καλά όμως που έτυχε Σαβατόβραδο, και θα λείψουμε από τον πειρασμό. Γιατί δεν είναι σαν το χαρέμι εκεί, να βλέπης κοιμισμένα κορμιά. Όλες γλυκοφέγγουν εκεί ζωντανές, λυγερές, και σπαρταριστές. Μια να τις έβλεπες, και θα μου έλεγες αμέσως: «Εγώ θα μείνω εδώ· δεν τ' αφίνω πια το χωριό».
Όχι, φτάνει μας. Αλλού είναι η δουλειά μας τώρα. Την πηγή την είδαμε. Τα ήπιαμε τα κρουσταλλένια της τα νερά. Ήρθαμε στην πηγή για να πιούμε, όχι να γείνουμε πλάτανοι και να ριζώσουμε δίπλα της. Τώρα πρέπει να κατεβούμε το ρέμα, να μπούμε στον ποταμό, να πάμε στο πέλαγο. Πρέπει να δούμε τη μεγάλη τη Ρωμιοσύνη. Την είδαμε, θα πης, χίλιες φορές με τα μάτια μας. Μα αυτό δε σημαίνει. Ο σκοπός είναι με &κλειστά μάτια& να τηνε δούμε, με το νου μας να τηνε δούμε τη Ρωμιοσύνη. Τα μάτια πλανεύουνε. Δε μας λεν την αλήθεια πάντα. Κι αν τηνε λεν κάποτες, ο νους παραζαλίζεται, και τι να πρωτοπιστέψη δεν ξέρει. Το καθαυτό το ταξίδι γίνεται με κλεισμένα μάτια, τη νύχτα, μέσα σε τέτοια ρημιά.
Τώρα και μπρος η δουλειά μας πρέπει να γίνη σοβαρά και συλλογισμένα, γιατί σοβαρός είναι κι ο σκοπός του μυστικού αυτού ταξιδιού. Ίσως, από την πολλή τη λαχτάρα να δουλέψουμε τίμια και προσεχτικά, σκοντάψουμε και μείνουμε με τη λαχτάρα μας μοναχή. Ίσως, αντίς να ξυπνήσουμε μερικούς, τους κοιμίσουμε ακόμα πιο βαθύτερα. Ίσως, αντίς να μας πονέσουν, που είμαστε και μεις αίμα τους, θυμώσουν και μας ρίξουνε στη φωτιά. Αυτά όλα μπορεί να γίνουνε· μα δεν πρέπει και να μας παίρνουν το θάρρος.
Φίλε μου, συφωνάς πως πρέπει ο καθένας μας να κάμει ό,τι μπορεί για τον τόπο του; Α συφωνάς, κόπιασε. Ας μη χάνουμε τον καιρό μας, ας αφίνουμε τους δασκάλους· κι ας μας γράφουν προοίμια.
Ίσια στην Πόλη θα πάμε. Σαν το Φρίξο και σαν την Έλλη θα πετάξουμε, και θα βρεθούμε πας στο γιοφύρι. Ας μη σταθούμε στο δρόμο, αποκάτω μας ας μη δούμε. Θα ζαλιστούμε, και θα πέσουμε μες στη θάλασσα. Ας περάσουμε πεταχτά τις χίλιες ακρογιαλιές που έχουν κατιτίς να ψιθυρίξουν η καθεμιά τους. Ποια να πρωτακούσουμε, και σε ποια να καθίσουμε να θυμηθούμε τις παλιές τις δόξες, τα παλιά τα πάθια! Το ίδιο σα να ζητάμε να μετρήσουμε τα χαλίκια της. Δύσκολη, δύσκολη δουλειά! Τρέμω που τα συλλογιούμαι μονάχα. Ακόμα δε γεννήθηκε το πουλί που θα μας την τραγουδήση την ιστορία μας. Πολλοί μας την τσαμπούνισαν, άλλοι την ψάλανε σα χερουβικό! Μα κανένας ακόμα δε μας την κελάιδησε σαν ταηδόνι.
Ήρθαμε κι από τον τηλέγραφο γληγορώτερα. Τίποτις δεν τον ξεπερνάει στη γληγοράδα το νου, σώνει μονάχα να θέλη να τρέξη ο νους. Λεν πως και το φως πολύ γλήγορα τρέχει. Αυτό δεν το πολυπιστεύω. Δυο χιλιάδες χρόνια έκαμε να τρέξη από την Ανατολή στη Δύση, και Θεός το ξέρει πόσα θα περάσουν ώσπου να ξαναγυρίση το φως στην Ανατολή!
Πες μου αν το είδες ποτέ σου τέτοιο κακό! Εκεί που γλεντίζαμε βράδυ βράδυ με τις χωριατοπούλες, να βρεθούμε μέρα μεσημέρι πάνω σ' αυτό το δαιμονογέφυρο, που λες και πηγαινοφέρνει κολασμένους από τον απάνω κόσμο στον κάτω, μόνο που εδώ είναι κάτω κόσμος κι από τις δυο τις μεριές! Τι φωνές και τι θόρυβος! Όλες οι γλώσσες που μίλησε μάννα σε παιδί από της τέσσερεις άκρες της Ανατολής βουίζουνε γύρω μας.
Ας προσέχουμε όμως. Τίποτις δεν τόχουνε να μας τσαλαπατήσουν οι Ατλάντοι εκείνοι που περπατούν τέσσερεις τέσσερεις, με τις μανέλλες στους ώμους, και με θεόρατη μπάλλα κρεμασμένη στη μέση σαν καλαθάκι. Είναι ένας κ' ένας Αρμένηδες αυτοί που κοιτάζεις. Αν έχης καπέλλο, βγάλ' το. Α φοράς φέσι, σκύψε και φίλησε τα βρώμικα πόδια τους. Πάρ' ένα κουρέλλι από τα παλιόρρουχά τους, και κράτα το φυλαχτό, γιατί είναι από φυλή που άρχισε να φουσκώνη η καρδιά της. Να ξεσκάση γυρεύει· τα κόκκαλά του τοιμάζεται να σπείρη στα έρμα του τα βουνά, τα κόκκαλα, που αυτά μονάχα βγάζουν και θρέφουν τάγιο το δέντρο.
&ΣΗΜ. Αυτές οι φυλλάδες πρέπει να γράφηκαν κατά τα 1889/90. Έξη χρόνια κατόπι σπάρθηκαν τα κόκκαλα που λέει ο Γεροδήμος. Αλλά θα φυτρώση άραγες απάνω τους τάγιο το δέντρο;
Γύρισε το πρόσωπό σου κατά τους τέσσερεις μιναρέδες που στέκουνται τριγύρω σε κείνον το θεόρατο τον τρούλλο, να σου πω ένα παραμυθάκι.
Είτανε μια φορά ένας φρόνιμος βασιλιάς. Ίσως το φάντασμά του τριγυρίζει ακόμα εκεί απάνω, μαζί με χίλιους άλλους πορφυροστόλιστους βουρκολάκους· κι αυτός ο φρόνιμος ο βασιλιάς είχε τόση γνώση, που δεν ήξερε πώς να δοξάση το Θεό για την πολλή τη γνώση που του έδωσε, και σαν έχτισε δε θυμούμαι πόσες κατοστές εκκλησιές, καταπιάστηκε κι αυτή την ξακουσμένη την εκκλησιά της Αγιά-Σοφιάς.
Είναι, φίλε μου, να τη βλέπης αυτή την εκκλησιά και να ραγίζ' η καρδιά σου, γιατί στον κόσμο δε στάθηκε απ' αυτή πιο τρομερώτερη ειρωνεία. Οι κλασικοί μας οι προγόνοι είχαν αμέτρητα «τεμένη» της Αφροδίτης, του Βάκχου, της Αθηνάς, γιατί τ' αγαπούσανε και τα τρία· και τη γυναίκα, και το κρασί, και τη γνώση. Οι Βυζαντινοί μας οι προγόνοι, που απ' όλα πιώτερο αγαπήσανε την ανοησία, μήτε μισή κολόννα δεν της έστησαν, μόνο πηγαίνουν και στήνουν αυτό το θεόρατο το μνημείο της «Θείας Σοφίας!», κ' η «Θεία Σοφία» τους παίδεψε αλύπητα για τη μεγάλη αυτή τους την ταρτουφιά! Μήτε στιγμή δεν κατέβηκε να τους βάλη γνώση· μόνο πήγε στον Κίσσαβο, στη Μάνη, και σ' άλλα βουνά, κ' έστησε κει τη φωλιά της σαν ουράνιος αϊτός, και φύλαγε την ώρα να κατέβη στους κάμπους και να βλογήση τη Ρωμιοσύνη.
Σαν περάσανε χρόνια και χρόνια, και γκρεμίστηκε ο μαρμαρένιος ο θρόνος που κάθιζε και καμαρώνουνταν η «Ανοησία», σαν πλάκωσε το μεγάλο το κακό που μαζεύονταν απ' έξω σαν πλημμύρα που τίποτις δεν τη σταματούσε, έτρεξαν τότες όσοι πιστοί στην Αγιά Σοφιά να γλυτώσουν! Το θαρρούσαν ακόμα πως είταν η «Σοφία» κρυμμένη κάτω από κείνους τους θόλους! Ποιος να μη δακρύση, να συλλογιστή μονάχα &την πίστη& του βασανισμένου εκείνου λαού! Ποιος να μην απορέση που δεν έκαμε αληθινά ο Παντοδύναμος θάμα να γλυτώση τις χιλιάδες των χιλιάδων που δεν έφταιγαν οι κακότυχοι, γιατί τους πλάνευαν αρχοντάδες και δασκάλοι κι αυτούς, από χίλια χρόνια και δώθι! Σαν τ' αρνιά στο μαντρί τους βρήκε ο λύκος. Δράμα, που να λιώνης στο μυρολόγι!
Τι είναι που μας κάνει και τη βλέπουμε την Αγιά Σοφιά κι ονειρευούμαστε μεγάλες ιδέες, ακόμα δεν το χώρεσ' ο νους μου. Στόμα να είχε να μας μιλήση ο τρούλλος εκείνος, που όλα τα είδε, τι θα μας έλεγε! Τι κατάρες δε θα ξεφώνιζε στα φαντάσματα που γυρίζουν εκεί απάνω! Τι παρακάλια στους ζωντανούς εδώ κάτω, να τον γκρεμίσουνε, να μην τ' αφήσουν ανωφέλητο το μολύβι του, ίσως κ' έτσι συχωρεθούν τα μεγάλα τα κρίματα που τις έφεραν τις μεγάλες τις συφορές.
— Μολύβι! τι λόγο ξεστόμισες, θα μου πης.
… Όχι, δε θα μου το πης εσύ αυτό! Το ξέρεις εσύ το κρύφιο το βοτάνι που δυναμώνει νου και καρδιά, και μπόδια μπρος του δε βλέπει. Είδος λησμοβότανο είναι κι αυτό, γιατί σε κάνει και λησμονάς — το &εγώ& σου.
Το &εγώ& στέκεται μέσα στην καρδιά του Ρωμιού πιο αψηλά από τους θεόρατους αυτούς μιναρέδες. Τις βλέπεις εκείνες τις αμέτρητες τις στέγες κατά το Φανάρι, το Σκούταρι, όπου κι α ρίξης ματιά; Καθεμιά τους σκεπάζει κι απόνα &εγώ&. Αυτό το &εγώ& τίποτις άλλο δε συλλογιέται μέρα και νύχτα παρά την πέτσα του. Πώς να την καλοθρέφη, και πώς να τη φυλάγη από κάθε κακό. Βήχει ο Χαμίτης; ανατριχιάζει η πέτσα. Μιλά κανένας για τις μεγάλες τις θυσίες που χρειάζουνται τα μεγάλα τα καλά; Η πέτσα τρέμει. Μίλησέ του για τα γλυκά τα ψαράκια που βγάζει το Στενό, δος του δυο τρία καλά σαράφικα μαντάτα, πες του πως η δείνα Πρεσβεία θ' ανακατευτή στο τάδε το ζήτημα, — και ραχατεύει η πέτσα. Έχει, βλέπεις, και τα πολιτικά της η πέτσα. Είναι κι αυτά βυζαντινή μας κληρονομιά. Αιώνες πρι να φανή ο δεύτερος ο Μωχαμέτης, γύριζαν οι μακαρίτηδες τα μάτια τους κατά τη Δύση, και τη ζητούσανε σαν ψωμί τη βοήθεια. Όλο ήρχουνταν η βοήθεια, κι' όλο δεν έφτανε. Κάποτες την έχαναν την υπομονή τους, και φωνάζανε, «μα πού είναι αυτή η βοήθεια;» Η Δύση πάλι, δεν έλεγε όχι, τους έλεγε όμως, «δώσετέ μου &πίστη& και σας δίνω &πατρίδα&». Πολύ σωστά. Εμείς γυρεύαμε &ψυχικό&· αυτοί έλεγαν, όχι, να το κάμουμε &αλίσι βερίσι&.
Θα μου πης πώς κατόπι, σαν πήγε να μας πνίξ' η πλημμύρα, βρεθήκανε Φράγκοι που έδωσαν όχι βοήθεια, μόνο τη ζωή τους για το έθνος που πρωτόφερε στη γης τον ανθρωπισμό. Αυτοί τον είχανε στ' αλήθεια τον ανθρωπισμό. Είτανε μεγαλήτεροι, όχι από μας, που μήτε σπολλάτη δεν είπαμε ποτές τους Εβραίους, τους Φοινίκους, και τους Ινδούς, που μας έδωσαν τα πρώτα τους φώτα, μόνο κι από τους πατριώτες τους, που γύρευαν αλίσι βερίσι. Αυτούς τους έστειλε ο Θεός να μας δείξουν τι θα πη &ληαμονιά του εγώ&. Όσοι από μας κατέβηκαν από τα βουνά με τσαρούχια και με κάππες, το γνώριζαν αυτό το μυστήριο. Μα οι πέτσες που φορούσαν τις γούνες, ένα πράμα μυρίστηκαν, πως έρχεται κάποτες και ξένη βοήθεια.
Αν με καλορωτήσης, θα σου πω πως αυτός ο &Φιλελληvισμός&, χωρίς να το θέλη, μας έκαμε μεγάλο κακό· μας έκαμε να προσμένουμε απ' αλλουνούς τη δουλειά μας. Πες του τού πατριώτη που περνάει από μπρος σου, να μην κατέβη στο «τσαρσί» αύριο, μόνο να σ' αφήση εσένα να του πουλήσης τα τσίτια του, και θ' ανατριχιάση η πέτσα του. Τις δουλειές του τόπου του όμως πρέπει να τις βολέψη ο ξένος. Πώς γίνεται να κινδυνέψη, όχι πια τη ζωή του, μόνο και το &έχει& του για τον τόπο του! Και τι κατάλαβε να καλοπερνάη λέει, ο τόπος, κι αυτός να στερείται! Τι καινούριες θεωρίες είναι πάλι αυτές! Βοήθεια, βοήθεια, φίλε μου. Ευρώπη, διπλωματία, πρεσβείες. Το κάτω κάτω δε γυρεύουν πια και την πίστη μας. Γυρεύουν ίσως κατιτίς πιο χεροπιαστό, μα υπομονή· αγοράζεις από τώρα ένα σπιτότοπο, και παρηγοριέσαι με τα κέρδη που θα μαζέψης όταν έρθουν και θρονιαστούν εδώ πέρα.
Και τούτη λοιπόν η εθνική μας ιδέα καταντάει ύστερα ύστερα στο &Εγώ&. Εκεί καταντούν όλα μας. Εκεί είναι το φαρμάκι που μας θανατώνει κάθε ελπίδα, γιατί μας θανάτωσε και την αρετή, — δεν λέγω τη χριστιανική την αρετή που μας ανεβάζει στον Παράδεισο, μόνο κείνη που μας κατεβάζει στα βάθια της φτώχειας, της πείνας, της κακοπέρασης, της σφαγής και της φωτιάς, ώσπου να μαζευτή η στάχτη που χρειάζεται για να φυτρώση ξανανιωμένος, περήφανος, και λαμπροστόλιστος Φοίνικας.
Ας βγούμε παρέξω, κατά τη θάλασσα, ας σταθούμε πάνω σ' αυτό ταραγμένο το βαποράκι που μαζεύει ταξιδιώτες για τα νησιά. Άφινε τους ταξιδιώτες κι ας μαζεύουνται. Ύστερα τους σεριανίζουμε αν προφτάξουμε. Κοίταξε τώρα ολόγυρά σου. Κοίταξε, κι αν μπορής μην απορέσης, πώς γίνεται νάχη τέτοια Κόλαση τόση μορφιά! Ξέρεις σαν τι μου φαίνεται η δοξασμένη αυτή «Επτάλοφος;» Σαν είδος εφτάψυχη αμαρτωλή που έγεινε ρεζίλι στις αγκάλες των παιδιών της και των ψυχοπαιδιών της, που γέρασε στη κακορριζικιά, και πάλι στο μέτωπό της λάμπει μια χάρη, η αναπνοή της — αυτό τ' αγέρι που μας χαδεύει — έχει μια γλύκα και δροσιά, που στέκεσαι και ρωτάς: γίνεται μαθές αυτή η παραλυμένη νάχη τέτοια κάλλη παρθενικά; Τι να τρέχη εδώ!
Φίλε μου, πολύ απλό πράμα· Η Πόλη, καθώς και πολλές άλλες χώρες, έχει μια μάννα που την αγαπάει και τη νοιάζεται· και τη στολίζει μέρα και νύχτα, πρωί, μεσημέρι και βράδυ· τέτοιες αχάριστες κόρες έχει πολλές εδώ στην Ανατολή αυτή η μεγαλόκαρδη η μάννα — η αθάνατη η &Φύση&. Πού να την αγγίξη αυτή Τούρκος! Πέτρες και σκορπιούς γεμίζει το δρόμο της για να την τρομάξη, κι αυτή περνάει και στρώνει λουλούδια σε κάθε της πάτημα. Πηγάδια της άνοιξε να πέση μέσα και να πνιγή, μα κι αν πέση, βγαίνει πάλι από τα νερά σαν την Αφροδίτη, και γεμίζει χάρη τον κόσμο. Όλο τη στολίζει, τη χαδεύει, την ξανανιώνει την κακιά της την κόρη· ως και τα κυπαρίσσια της, που πρέπει να είναι φαρμακωμένες οι ρίζες τους, ως και κείνα τα δροσίζει, τα θρέφει, τα μεγαλώνει.
Γλιστράει η φύση από τα τούρκικα χέρια σα Νεράιδα, κι όλο βαλσαμώνει, ανεσταίνει, ζωντανεύει. Ως κ' εμάς τα καταφρονεμένα δε μας ξεχνάει. Κοίτα τους επιβάτες, τι σπίθες βγάζουν τα μάτια τους! Τέτοια μάννα δεν τα ξεχνάει εύκολα τα παιδιά της. Το φυλάγει το αίμα τους. Θα μας εύρης όλους κ' εδώ Ρωμιούς. Γλώσσα, γούστα, ξυπνάδα, ρωμαίικα όλα. Όπου μπορούσε να βάλη τ' άγιο της χέρι, μας βάσταξε και μας γλύτωσε. Εκεί όμως που βρήκε χαζίρικο θρόνο ο Τούρκος και μπήκε και καλοκάθισε και μας έκαμε κατοικία του, μέσα στα μυστικά τα βάθια της καρδιάς που θησαυρίζει ο άνθρωπος την εθνική την περηφάνεια και τη «λησμονιά του εγώ,» μέσα σε κείνα τα βάθια μήτε φύση μήτε πίστη δεν μπόρεσε να μπη και να διώξη τη βυζαντινή την αδιαφορία και την ταπείνωση· κ' έτσι πηγαίνουν οι Πολίτες το μαύρο τους το δρόμο, από χρόνο σε χρόνο, από αιώνα σ' αιώνα. Χαλνάει ο κόσμος τριγύρω τους, η όψη της γης αλλάζει, — και κείνοι μένουν ακλόνιστοι· μήτε τρίχα τους δεν αλλάζει.
Έπρεπε, φίλε μου, να πιάσουμε από την αρχή τη δουλειά. Όχι από τον Πατριάρχη· στην Αγιωσύνη του πηγαίνουμε και κατόπι.
Αρχή της δουλειάς μας έπρεπε να είναι τα &Γράμματα&. Αυτά είναι που κρατούν τις λαμπάδες και δείχτουνε στο Γένος το μεγάλο του δρόμο. Αυτά έπρεπε πρώτα να πάμε να προσκυνήσουμε, κ' ύστερα να σεριανίσουμε και την Πόλη. Θα μου πης πως τα Σκολειά τα βαρέθηκες. Μα δεν είχα τάλφα βήτα στο νου μου. Γράμματα τώρα πάει να πη Εθνικό Μεγαλείο, Ελληνισμός. Δεν είναι ανάγκη να γυρεύουμε δασκάλους που διδάσκουν την άλφα βήτα, πρέπει να βρούμε τους μεγάλους τους δασκάλους «του Γένους», που κρατούν την τύχη της Ρωμιοσύνης με τα παρέμφατα, και πασκίζουν να διώξουν τα χάλια της με τις δοτικές.
Αφίνουμε λοιπόν το βαποράκι να πάη στην Πρίγκηπο, και πηγαίνουμε στο μέρος που μαζεύονται αυτοί που σου λέγω.
Μια σάλα, μια έδρα στο βάθος, και στη μέση αράδες άδεια καθίσματα. Για την κακή μας την τύχη δε μαζευτήκανε σήμερα. Κρίμας που δε θ' ακούσουμε κατιτίς από κανέναν που ξέρει τι λέει, κ' έχουνε μερικούς τέτοιους εδώ. Κι ακόμα μεγαλήτερο κρίμα που δε θ' ακούσουμε την καθάρια τη Βυζαντινή κορακίστικη, με τις πιο καινούριες αντίκες που βγήκαν από τα σπλάχνα της αρχαιότητας. Στην Αθήνα δεν την ακούς την κορακίστικη τόσο καθάρια. Εκεί ξεχνούν κάποτες οι Καθηγητάδες και σου πετούν και καμιά ρωμαίικη λέξη. Εδώ τέτοιες αταξίες δεν έχει. Κάθε λέξη ζυγιασμένη, κάθε φράση αραδιασμένη με τάξη, που λες και σε Μουσείο τις βλέπεις.
Έτυχε να παραβρεθώ σε τέτοια Πολίτικη Συνεδρίαση μια φορά. Τα
καθίσματα είταν πέρα πέρα γεμάτα· είτανε «Χημεία» το μάθημα.
Καλά την ήξερε τη Χημεία ο Καθηγητής, και τους άρεσε πολύ των
Πολίτιδων η Χημεία. Μιάμιση ώρα κάθουνταν εδώ και τον άκουγαν.
Βλέπεις; από την ουρά έπιασε τη δουλειά κι ο Πολίτης. Αρχίζει την εθνική προκοπή από κει που την τελειώνουν οι άλλοι. Εμείς, που τη μύτη μας δε ξέρουμε να διαφεντέψουμε α μας φοβερίξη με το γρόθο του ξένος, που δεν μπορούμε μήτε να παινευτούμε πως μας θάφτουνε μέσα σε χώμα δικό μας, καθίζουμε σ' αυτά τα θρανιά με ραχάτι κι ακούμε της Χημείας τα θάματα. Καλά που δεν είναι κοντά μας κανένας τους. Θα μας έβγαζε λόγο για τον ιερό το σκοπό της «Παιδείας». Θα μας έλεγε πως αυτή η έδρα που βλέπουμε, κ' οι άλλες που δεν πήγαμε να τις δούμε, είναι «Βωμοί Μουσών», είναι «άγκυραι εθνικής σωτηρίας», είναι «η δύναμις…» Με το συμπάθειο, καθηγητή μου, όμορφα πράματα λες, εμείς όμως συλλογιούμαστε κ' έν' άλλο, πως κάποια απελέκητα ξύλα από την Ύδρα κι από το Σούλι διδάξανε μια φορά το έθνος Χημεία πιο χρήσιμη απ' αυτήνα που άκουσα δω μέσα. Κι όσο για τη δύναμη που μας ψάλλεις, ήθελα να ξέρω πόση τέτοια δύναμη είχανε μαζεμένη μέσα στις κάππες τους εκείνοι που κατέβηκαν από τα βουνά και μας έφτειαξαν κατιτίς. Και για ν' αφήσουμε τους μεγάλους εκείνους πατριώτες στην ησυχία τους, κάμε μας τη χάρη και πες μας με το μελίρρυτο στόμα σου, τι καλό μας έκαμαν ως την ώρα οι μετοχές και τα παρέμφατα, που τα σπείρετε σαν πατάτες στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο; Ως πότε πια θα νανουρίζουμε τακαμάτικο αυτό το έθνος μ' ανωφέλητα λόγια, με παλιές ιστορίες; Πότε θα του βάλουμε σπίρτο στο ρουθούνι να το ξυπνήσουμε; Ξύπνησέ το έτσι το έθνος, κι αυτό μονάχο του θα τις θυμηθή τις περασμένες τις δόξες. Μονάχα τους θάρθουν τα γράμματα κ' οι Χημείες. Ας μάθη πρώτα το έθνος από δουλειά. Ας είναι για την ώρα φιλολογία του τα κλέφτικα τα τραγούδια, και Χημεία του — τη Χημεία του ας ανεβαίνη στο βουνό κι ας τη μαθαίνη. Κ' η λογιότη σου, που ξέρεις και μιλάς τόσο όμορφα, βάλε τσαρούχια και γύριζε από χωριό σε χωριό, και δίδασκε την αληθινή τη Χημεία που ανάβει στήθια, και ξυπνάει τους λαούς.
Περπατούμε βαρύκαρδοι και συλλογισμένοι μέσα στο μεγάλο το δρόμο που πηγαινόρχουνται χιλιάδες και χιλιάδες. Ο δρόμος είναι γεμάτος, κι ως τόσο θαρρείς πως βρίσκεσαι σ' ερημιά.
Κοίταξέ την αυτή την ξανθομαλλού με το φανταχτερό το καπέλλο. Σταματά τ' αμαξάκι της κοντά στην καρότσα του μαυριδερού αυτουνού τσελεμπή, που τη βλέπει και πάει να τα χάση. Κοντά κοντά τα δυο ταμάξια, κι αυτός ακκουμπάει στη θυρίδα και γλυκομιλά, και γλυκομιλά· μόνο που δε σκύβει να τη φιλήση. Γαλλικά θαρρώ της μιλάει. Ποιος ξέρει τι δουλειές σκαρώνουνε μεταξύ τους, τι καρυδιάς καρύδια είναι κ' οι δυο τους!
Έλα μια στιγμή να τους καλοδούμε. Τους γνωρίζω και τους δυο τώρα. Χίλιες φορές τους είδα. Εγώ γέρασα, κι αυτοί λουλουδίζουν ακόμη. Ποτές αυτοί δε γερνούν. Το ίδιο σαν τα βοτάνια· κόβεις ένα βλαστάρι, το χώνεις στη γης, ξαναβλασταίνει, κ' έτσι ζη πάντα.
Την ξανθομαλλού σου τη φιλενάδα, τσελεμπή μου εσύ με το φέσι, σου τη χαρίζω. Δέκα πατρίδες έχει αλλαγμένες, κ' είν' έτοιμη τώρα να πάρη και τη δική σου πατρίδα, αν έχης τέτοιο πράμα και συ. Μπορεί και να τουρκέψη για σένα. Η αγάπη της είναι ποτάμι που δε στερεύει, παρά σα στερέψη η τσέπη σου. Το χαμογέλοιο της είναι λουλούδι που χρειάζεται μαλαματένια βροχή για ν' ανθίση. Σα να μου κάνης το διπλωμάτη, μα θαρρώ πως βρήκες το δάσκαλό σου. Πες μου όμως, τώρα που έφυγε η κοπέλλα σου, και τη βλέπεις από μακριά κι ακόμα χαμογελάς, πες μου για το χατίρι του φίλου μου από δω που ήρθε μαζί μου να δη την Πόλη, — πως τα περνάς; Το πιστεύεις τάχατες ακόμα πως σώνει να φυλάγης τόνομα της Φαναριώτικης φαμελιάς σου, και δεν πειράζει να του κολνάς και μια μπέηκη ουρίτσα από πίσω; Πες μου, τι λογής καταφέρνεις εσύ να κρατάς δυο ενάντια πράματα μέσα στην αλαφρή σου καρδούλα; Πες μας, να χαρής τα μαύρα σου μάτια, πότε είσαι Ρωμιός, και πότε Τούρκος; Σα σε στέλνουνε στην Ευρώπη, και κορδώνεσαι μέσα σε ξένα παλάτια, κ' οι ξένοι σε καλοκοιτάζουνε να δουν τι λογής όψη την έχουν οι Τούρκοι, σαν τι φείδι να σε τρώη από μέσα; Ή να το χαίρεσαι τάχα; Να με συμπαθήσης, που θάρρεψα πως μπορεί να το μισοντρέπεσαι. Εσείς τόχετε καμάρι, κι όχι ταπείνωση. Την ταπείνωση την έχουν εκείνοι που το νοιώθουν πως είναι σκλαβόπουλα. Εσείς αυτό το ψεγάδι τόχετε στολίδι στο μέτωπό σας.
Καημένο μου ανθρωπάκι, τρέχα στην κούκλα σου, τη ξανθομαλλού την τραγουδίστρα. Πήγαινε να της μιλήσης φραντσέζικα. Σήμερα την έχεις, κι αύριο δεν την έχεις. Τρέχα κατόπι της. Θα την εύρης εκεί που σου είπε. Στο πρώτο το πάτωμα. Περνάει και κείνη για κατιτίς. Θα ταιριάξτε. Κ' η αφεντειά της κ' η εξοχότη σου έχετε χαμένο τον μπούσουλά σας. Εκείνη έχασε μια γυναικήσια τιμή, εσύ μια αντρίκια. Εκείνη δίνει την αγάπη της σ' έναν ξένον, εσύ τη ψυχή σου σ' ένα Χαμίτη. «Τέντζερε γιουβαρλαντή, καπαανά μπουλμούς». Τρέχα, τρέχα στην αγκαλιά της!
Τι να πρωτοδούμε και τι να πρωτοθαμάξουμε! Πρέπει να σαστίσαμε κει πάνω στο μεγάλο το δρόμο, και πήραμε αυτό το σοκάκι χωρίς να το νοιώσουμε. Αστέγνωτη λάσπη, και σκύλοι αμέτρητοι! Λάσπη, μα όχι και δίχως μαργαριτάρια. Θάβρης ένα σόγι μέσα σ' αυτά τα σοκάκια, που και να μην το πης μαργαριταρένιο, είναι θησαυρός που μ' όλους τους δικούς μας τους τσελεμπήδες δεν τον αλλάζεις. Ως τόσο θησαυρός μονάχα για λόγου του. Σου το λέγω αυτό, να μην τύχη και φωνάξης και πης, «ορίστε που βρίσκεται παρηγοριά και στην Πόλη.» Το θησαυρό τον κρατάει ο Στόικος βαθιά στην καρδιά του. Δεν τονε μαγερεύει σαν το σαλέπι του να τον πουληση κάθε πρωί στους Πολίτες.
Ο Στόικος, φίλε μου, το καταφρόνιο του κόσμου, ο χοντροκέφαλος ο Στόικος, που αναθράφηκε με γουρουνάκια στον τόπο του, που θράφηκε με τη λέρα στην Πόλη, που δεν το λογαριάζεις για τίποτις το μισοξουρισμένο κεφάλι του, που συνήθισες από μικρός να τον περιφρονάς, αυτό το στρείδι μέσα στη λάσπη, είναι στρείδι που φυλάγει στα σπλάχνα του το μαργαριτάρι της τύχης, της τύχης που τονε συγγένεψε με το μεγαλαδύναμο το Ξανθό Γένος, που το καμαρώνουμε για δικό μας, μα ο Στόικος τόξερε πως το είχε μαζί του, και πως γραμμένο είτανε να κατέβη μια μέρα και να το στεφανώση με δάφνες, για να το χωρέση και μας ο νους μας πως αυτός είναι ο διαλεχτός ο λαός του, κι όχι εμείς, τα έρημα τα ψυχοπαίδια της τύχης. Εμάς δεν μας έρχεται να το καταλάβουμε πως δεν έχουμε τέτοιες κληρονομιές, εμάς μας θάμπωσε η ξυπνάδα, και δεν το καλοβλέπουμε πως άλλον τρόπο δεν έχει παρά μονάχοι μας να συγυρίσουμε το νοικοκεριό μας. Εμάς ακόμα μας νανούριζ' η ελπίδα πως θα μας έρθη βοήθεια από Βοριά κι από Δύση, για χατίρι του μεγάλου σογιού μας. Ο Στόικος προγόνους δεν είχε. Στην αρχή, ίσως με σκοπό να μας κοροϊδέψη, μας έκλεψε κάμποσους προγόνους, έβαλε και τον Αλέξαντρο μέσα. Μα ύστερα, σαν κατέβηκε ο άλλος ο ζωντανός ο Αλέξαντρος, και με μια γερή σκουντιά τονε ξύπνησε, έβαλε ο Στόικος στο ράφι τα παραμύθια, κι άρχισε τη δουλειά του. Ξυπνήσαμε και μεις τότες, και στείλαμε μερικούς δασκάλους στη Ρούμελη, να μας σπείρουν τ' ανώμαλα ρήματα και να φυτρώση «Ελληνισμός». Ο Στόικος όμως όλο δούλευε. Δούλευε με την καρδιά του, με τα χέρια του, με τη θέλησή του, με την υπακοή του. Με το κεφάλι, καθόλου. Του κεφαλιού τη δουλειά την έκαναν οι αρχοντάδες της Σόφιας. Εκείνοι πρόσταζαν, ο λαός δούλευε. Ως και το Σύνταγμά του τέτοιο είταν. Αρχοντάδικο και Χαχόλικο. Κ' έτσι η χώρα του έγεινε χώρα μεγάλη, κι αυτός ήρωας. Και σαν καθένας που προκόβει, δεν άργισε κι ο Στόικος να κάμη φίλους· και τέτοιους φίλους, που έχει κάποτες και κουράγιο ναψηφάη το Πρωτόξανθο Γένος και να χορεύη κατά το δικό του σκοπό.
Όλες αυτές τις χαρές και τις χάρες τις φυλάγει ο Στόικος κρυφά κρυφά μέσα του. Δεν είναι από κείνους που διαλαλούνε στα κεραμίδια παλικαριές και ξυπνάδες. Ο Στόικος είναι Βούλγαρος, όχι Ρωμιός. Βαρύς σαν το χώμα, μα και γόνιμος σαν το χώμα. Χοντροκέφαλος, όσο θέλεις. Η χοντροκεφαλιά του όμως, μια και χαμογέλασε η τύχη στην πόρτα του, στάθηκε σωτηρία και δόξα του. Δεν είχε τόπο να πάρη αγέρα ο νους του, δεν ανέβηκε σαν μπαλλόνι στα σύννεφα, μόνο στάθηκε στον τόπο που τονε βάλανε να δουλέψη, και δούλεψε, δούλεψε ώσπου έγεινε Κράτος δυνατό και μεγάλο. Έσπασε τα μούτρα των Σέρβων, κι ακόμα δουλεύει και μεγαλώνει, να σπάση και τα δικά μας, όσα μας μένουν.
Ας του πούμε να μας φέρη ένα σαλέπι, να κατέβη η πίκρα. Άλλη γιατρειά δεν έχει αυτός ο πόνος.
Κατεβήκαμε στου Φαναριού τα νερά και δεν το νοιώθαμε. Αν το είχαμε σκοπό να σεριανίζουμε και να κοιτάζουμε καθετίς, να μπαινοβγαίνουμε από παράθυρα και να σκαλίζουμε σπιτικά και νοικοκεριά καθώς κάναμε στο χωριό, τι δε θα βλέπαμε! Χαρτί δε θα μας απόμενε να τα στρώσουμε. Μα ο σκοπός μας τώρα δεν είναι αυτός. Αυτά γίνουνται στα χωριά, εκεί που θρέφεται η ρίζα του τόπου. Εκεί παίρνεις το σκαλιστήρι, σκαλίζεις, και βρίσκεις τι λογής χώμα είναι αυτό που θρέφει το έθνος. Εδώ είναι άλλη η δουλειά μας. Εδώ να δούμε σαν τι καρπό μας βγάζει αυτό το δέντρο. Πόση θροφή έχει μέσα του, και πόση σαπίλλα. Ως την ώρα θαρρώ δεν την αξιωθήκαμε τη θροφή. Ο Θεός να μας φέρη και στα κλωνιά που καρποφορούν, και να μας γλυτώση από την πείνα.
Άφησε τους μπεγιαντέδες και τα καΐκια και τις άλλες τις Πολίτικες ομορφιές, πήδα σβέλτα στη σκάλα, κ' έλα κατά τους δρόμους που τους έχει πλημμυρισμένους η Εβραΐλα, σα να της αρέση το μαλακό κι απόλεμό τους αγέρι. Πού είδες κοιμισμένα νερά, και δε σ' έφαγαν οι μυίγες και τα κουνούπια!
Έχει ως τόσο και πεταλούδες. Κοίταξέ τις· όχι στον αέρα· εκεί, εκεί, στα παράθυρα. Σε μαγεύουνε με τα μάτια τους. Η ίδια η ομορφιά και δω καθώς κι αντίκρυ, και στο χωριό. Μα εδώ σα νάχη κατιτίς πιο μαλακό, πιο ξανοιχτό η ρωμαίικη η ομορφιά. Το νερό, φίλε μου, το νερό της Πόλης τόχει. Θαρρώ πως και μια Μπουμπουλίνα να την κλείσης εδώ, θαρχίση να σου μισοσφαλνάη τα ματάκια της, να μισοδαγκάνη τα παχουλούτσικα χείλη της, και να σου πετάη ραβασάκια.
Και τώρα που τις ξαναβλέπω τις μαριόλες τις Πολίτισσες, έρχεται στο νου μου μια νόστιμη ιστορία. Σα να τη γουστάρης φοβούμαι. Μα είναι λιγάκι ντροπής ν' αρχίσουμε το πολίτικο το σεριάνι μας με μια διδαχή, και να καταντούμε σε παραμύθια. Θα σου το πω γλήγορα γλήγορα και με μια συφωνία: Να μη μου γυρέψης άλλο παραμύθι στην Πόλη. Ζήτα μου κλάψες όσες θέλεις· παραμύθια όχι.
Πάμε να καθίσουμε απ' έξω από τη «Λέσχη». Μη βλέπης μέσα τους χαριτωμένους τους μπιλλιαρδόρους, μήτε τους παρακείθε που διαβάζουν εφημερίδες αντίς να παίρνουν αφιόνι, μήτε τους παραμέσα που κουβεντιάζουν, ίσως για τα πολιτικά των πολιτικά, για σαρίκια και καλιμάφκια. Κοίταξε κατά τ' αργυρωμένα τα κύματα, κι άκουγε.
Πρέπει να είμουν ως δεκαφτά χρονών. Κατοικούσα κάπου εδώ, σ' έν απ' αυτά τ' αψηλά τα σπίτια. Αψηλά όχι τόσο από την πολλή την αρχοντιά τους, όσο από τη φτώχεια τους. Χτίζουνε μια κάμαρα, απάνω της χτίζουνε άλλη κάμαρα, έπειτα άλλη κι απάνω απάνω είναι ο ηλιακός. Εκεί καθίζεις το βράδυ, και βλέπεις τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, και την Πόλη με τους μιναρέδες. Εκεί πήγαινα και κάθιζα συχνά σάνε νύχτωνε και πλάγιαζαν όλοι του σπιτιού, ο νοικοκύρης από το μεθύσι, η γυναίκα του από τη χολόσκαση, και το μικρό μικρό τους από τη σκανταλιά.
Ο νοικοκύρης δούλευε ολημερίς στο «τσαρσί.» Πουλούσε κι αγόραζε κάμπιο. Το βράδυ καταστάλαζε σε κάποια ταβέρνα εδώ κοντά, και σε καμιάν ώρα έμπαινε σπίτι καλά κουρντισμένος. Φαντάζεσαι το τι γίνουνταν. Κανένα φαγεί δεν του άρεζε. Σα να μισοθύμωνε και μαζί μου, που του έδειχτα το ενάντιο με την όρεξή μου.
Είταν και πατριώτης ο Σιορ Θοδωράκης. Μια φορά, — του Βαγγελισμού, — μου ήρθε να σηκώσω το ποτήρι στο τραπέζι μουρμουρίζοντας ένα στίχο της αθάνατής μας ωδής. Πήγε να χαλάση ο κόσμος! Να μη μας άκουσε κανένας απ' έξω! «Ο καημένος ο Μετζίτης, ο Θεός να τον πολυχρονάη, καλός είναι, κι όλους μας αγαπάει· παιδιά του είμαστε. Γιατί να τον κακοκαρδίζουμε έτσι;» Τάκουσα αυτά με τ' αυτιά μου, από το Σιορ Θοδωράκη. Άνω κάτω έγιναν όλοι τους. Σηκωθήκανε μισοφαγωμένοι, και πήγανε στα κρεββάτια τους.
Ανέβηκα στον ηλιακό, και κάθισα μοναχός μου. Έλαμπε το φεγγάρι, και θωρώντας την ομορφιά εκείνη ολόγυρά μου, συλλογιούμουν αν είταν αλήθεια αυτό που έτρεξε κάτω στο τραπέζι, α γίνεται να ζη στον κόσμο Ρωμιός που να λέη τέτοια λόγια με την καρδιά του. Είμουνα σαστισμένος. Στο χωριό, που σκύβουν κι όλο σκύβουν οι χωριανοί, να μην αποκοτάη ο πιο σκυμμένος να ξεστομίση ευκή του Μετζίτη, και στην «Επτάλοφο» Πόλη, μέσα στα φυλλοκάρδια του Βυζαντίου, δυο πηδήματα μακριά από τη «Μεγάλη του Γένους Σχολή,» να βρίσκεται νοικοκύρης με γυναίκα και με παιδιά να θυμώνη που έθεσα μικρό λουλούδι στον τάφο της λευτεριάς του! Αυτό δε γίνεται. Αυτός πρέπει να γεννήθηκε σε χαρέμι. Δεν έχει αυτός δικαίωμα να βγάζη ψωμί από χριστιανούς. Να τονε μηνύσουμε, να τονε μάθη ο κόσμος, να πεθάνη της πείνας, να ζη χωρισμένος από τους ομόφυλούς του, ν' αφοριστή, να βουρκολακιάση!
Τέτοια του έψαλλα του Θοδωράκη απάνω στον ηλιακό. Αθώο παιδί, δεκαφτά χρονώ! Όχι όμως κι ολότελα τυφλωμένος. Κατιτίς μούλεγε πως δεν είταν ο Θοδωράκης μονάχος. Πως εδώ τέτοια τραγουδάκια δεν έχει. Εδώ πνίγεται άνθρωπος· σκάνει και πάει. Να φύγω, να φύγω, δεν είναι για μένα η Πόλη!
Και κει που τα μισομουρμούριζα όλ' αυτά, κοιτάζοντας τον ασημένιο γιαλό, ακούγω περπατηξιές από πίσω μου. Είταν η Μαριγώ, η μοναχοκόρη του Θοδωράκη. Με συμπάθειο, που δε σου τηνε σύστησα, τότες που τρώγαμε κάτω. Πρέπει να είταν και κείνη ως δεκαφτά. Λιγάκι κοντουλή, μα δροσερή, μαυριδερή, και χαμηλοβλεπούσα. Συγύριζε την κάμαρά μου σαν έλειπα την ημέρα, και την έβρισκα σαν καθρέφτη το βράδυ. Της δάνειζα κάποτες και βιβλία. Μα μου διάβαζε, θαρρώ, μερικά και δίχως να τα δανείζω.
Η Μαριγώ είταν η πρώτη που σηκώθηκε από το τραπέζι σαν έπεσαν απάνω μου και Θοδωράκης και Θοδωράκαινα. Θάρρεψα λοιπόν πως είταν κ' η πρώτη που θύμωσε, και τώρα που την έβλεπα σιμά μου σα να φοβήθηκα πως θα με μαλλώση κι αυτή. Κάτι πρέπει νάκουσε σα μιλούσα μόνος μου, είπα. Έκαμνα τον ανήξερο ως τόσο.
Ήρθε κοντά μου, κι ακκούμπησε στο κάγκελλο.
— Όλοι κοιμούνται, μου λέει σιγά σιγά. Εγώ δε νύσταζα, και δεν πλάγιασα. Ανέβηκα να δω τι κάνεις. Ελπίζω να μη σε κακοκάρδισε ο πατέρας. Τον ξέρεις, και μην τονε συνοριστής. Να σου πω γιατί ήρθα. Θέλω μια χάρη. Θέλω να μου το γράψης αυτό το τραγούδι που άρχισες κάτω. Μου αρέσουν αυτά τα τραγούδια. Θέλω να με μάθης και το σκοπό, να το τραγουδώ, κι ας είναι και μοναχή μου.
Την έκοψαν την αναπνοή μου αυτά τα λόγια. Τι μπόσικος, είπα, και δεν τόξερα πως είχα τέτοιο ηρωικό κορίτσι μέσα στο σπίτι! Της άρχισα λοιπόν το τραγούδι. Πρέπει να της τραγουδούσα ως μισήν ώρα.
— Κι άλλο, κι' άλλο, μου κάνει σαν τέλειωσα· κανένα πιο ταιριαστό σε τέτοια βραδιά.
Και με κοιτάζει με φλογισμένες ματιές.
Είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα! Ολότελα σάστισα τώρα. Την έβλεπα, και δεν ήξερα τι να της πω.
— Πιστεύεις τις Ατσιγγάνες; με ρωτάει πρι να της μιλήσω. Ήρθε μια στην πόρτα μας σήμερα, και την έβαλα να μου πη τη μοίρα μου. Και τι μου είπε, θαρρείς; Αγαπώ, λέει, έν' αγόρι· είναι, λέει, ως δεκαφτά χρονών αγοράκι· και ταγαπώ λέει τόσο, που πάω να τρελλαθώ.
Δεν είχα πια τώρα να χάνω καιρό. Άναβε μεγάλη φωτιά, κ' έπρεπε ή να μας κάψη και τους δυο, ή να τη σβύσω.
Ίσως μου πεις πως είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα και τη δεύτερη τη φορά. Μα ο νους μου ταξίδευε μακριά, πολύ μακριά από την καρδιά της πατριώτισσας Μαριγώς. Την καληνύχτισα, κ' έφυγα.
Τέτοια σπίτια θα βρης εδώ πέρα πολλά. Μην το θαρρής όμως πως είναι όλα τους μιναρέδες σαν του Θοδωράκη το σπίτι. Έχει και δυο τρία Ρωμιόσπιτα. Εκεί παραμέσα στέκουνταν ένα τα χρόνια κείνα, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, κοντά στους Τούρκικους τους μαχαλάδες. Ο νοικοκύρης του έρχουνταν από την καρδιά της Ανατολής. Τούρκικα μιλούσε ο Αναστάσης, μα τέτοια Τούρκικα καλά θα είτανε να τα μιλούσε όλο το «Γένος». Μεγάλο μάθημα τους δίδασκε τους πολίτες ο Αναστάσης, μα ποιος τον άκουγε! Έδειχτε πως και τη βάρβαρη γλώσσα την κάνεις ρωμαίικη, σώνει να είναι «ρωμαίικα» εκείνα που λες.
Είτανε θησαυρός χωσμένος μέσα στη Πόλη ο Αναστάσης. Πονούσε σαν τη μάννα για το παιδί της, όταν έβλεπε πληγή στην πατρίδα του. Τούρκο έβλεπε και φουρκίζουνταν, αυτός που γεννήθηκε στα βάθια της τουρκομίλητης Ρωμιοσύνης. Α δεν είτανε φαμελίτης στην Πόλη, δίχως άλλο θα τον είχε τότες, η Κρήτη, που την πλημμύριζε η φωτιά και το αίμα. Θα πης, γιατί δεν πήγε, κι ας είταν και φαμελίτης; Ίσια ίσια γιατί δεν πήγες μήτε του λόγου σου μήτε γω, κι ας μην είχαμε και παιδιά. Ο Ρωμιός πρέπει να είναι του σκοινιού και του παλουκιού, νάχη σκοτωμένο τουλάχιστο ένα γονιό του, για ν' αποφασίση να πάη στον πόλεμο. Ο πόλεμος για τα μας δεν είναι παιχνίδι και γλέντι, καθώς είταν ως προχτές σε μερικά μας βουνά, καθώς είναι και σήμερα σε τόπους πολιτισμένους, — ο πόλεμος για τα μας είναι φοβερό πράμα, μπαμπούλος, δαίμονας, που άλλο δεν κάνει παρά να θερίζη ζωές.
Κοίταξε τώρα κι από την άλλη τη μεριά, κατά τη θάλασσα. Αυτού που στέκετ' έν' αρχοντάδικο σπίτι. Αυτού είταν τότες ένας Βολιώτης. Ο Βόλος είταν ακόμα Τουρκιά. Μα ο Χαραλαμπίδης, μ' ένα χαρτάκι και μερικές βούλλες απάνω, το κατάφερε από ραγιάς να βαφτιστή «Έλλην!» Πήγαν καλά κ' οι δουλειές του, — κ' ήρθε και ρίζωσε μέσα στην Πόλη. Έστησε αυτό το Κάστρο που βλέπεις, κ' έφερε μέσα τη λευτεριά μ' όλα της τα καλά. Μήτε του πουλιού το γάλα δεν του έλειπε του Χαραλαμπίδη. Ως και τη μαγείρισσά του από τη λεύτερη Άντρο την είχε φερμένη.
Πήγαινε κάθε βράδυ στη «Λέσχη» και διάβαζε τις εφημερίδες ώσπου να ψηθή το φαεί. Κ' έτσι μάζευε μέσα του εθνισμό.
Τέτοιους «Έλληνας» θα ξέρης πολλούς. Άλλους από φιλότιμο, κι άλλους από συφέρο. Έβαλαν κι αυτοί τη λιονταρήσια τους την προβειά. Η προβειά τους έχει, θα πης μερικές τρύπες, — παλιάς ψώρας σημάδια. Μα ό,τι κι αν πης, λιονταρήσια προβειά είναι. Στην ανάγκη, την πετούν κι' από πάνω τους.
Μελετημένα και λογαριασμένα πράματα. Όχι τρέλλες.
Ώρα μας είναι να σηκωθούμε και να πάμε να προσκυνήσουμε το μεγάλο τον άγιο της Ρωμιοσύνης, τον Άη Γρηγόρη. Μεγάλοι άγιοι κι ο Γερμανός, κι ο Διάκος, κι' ο Παπαφλέσας. Μα ο Άης Γρηγόρης είτανε στ' αλήθεια Παναγιώτατος. Μήτε σπαθί μήτε τουφέκι δεν πήρε στο χέρι του. Μα έπιασε μπόμπα με το φιτίλι της αναμμένο. Ξέσπασε η μπόμπα παράκαιρα, κι ανέβηκε ο άγιος ο πατέρας στον ουρανό, δίχως να στείλη και τους Έξ' από δω στην πατρίδα τους.
Τα ξέρεις όλα. Δε χρειαζότανε δα και πολλή σφαγή να τους ησυχάσουν τους Πολίτες οι Τούρκοι! Νισάφι δεν τόκαμαν οι Τούρκοι το αίμα τους. Αλύπητα τόχυσαν. Κ' έγεινε η Πόλη τόσο ήμερη και καλή, που τώρα είναι πιο εύκολο να καταπιή Πατριάρχης την πατερίτσα του, παρά να ξαναρχίση Πολίτης τέτοιο παράνομο τόλμημα.
Ας περάσουμε από την ταπεινή αυτή θύρα, κι ας μπούμε στο ταπεινό μας το χτίριο με το μεγάλο τόνομα. Αν ξανακατέβαινε ο Χριστός στον κόσμο, ίσια δω πέρα θάρχουνταν, κι ας του έστελν' ο Πάπας τον πιο πονηρό Καρδινάλη του να τονε φέρη στον Άγιο Πέτρο. Ο Χριστός, που ανέβασε την ταπεινωσύνη ως στον ουρανό, που κατέβασε τον ουρανό σε μια φάτνη, που ζητούσε παθιασμένους κι αμαρτωλούς να πονέση μαζί τους, πού αλλού μπορούσε να βρη τόση ταπεινωσύνη, τόση φτώχεια, τόση αμαρτία, και τόσα πάθια!
Εδώ που περνούμε τώρα, μαρτύρησε το πιο πιστό του παιδί, ο Άης Γρηγόρης. Σκύψε και φίλησέ το αυτό το χώμα. Πάρε μαζί σου για φυλαχτήρι, και ρίχτε απόνα σπυρί όπου βρίσκεις δυο τρεις και κρυφομιλούνε.
Μην παραξενεύεσαι που δε βλέπεις καλιμάφκια και ράσα τριγύρω. Όλοι τους είναι στην εκκλησιά, μαζί με τους δώδεκ' αποστόλους του Πατριάρχη. Η Αγιωσύνη του όμως είναι γέρος, είναι και λιγάκι ανείμπορος, κ' έμειν' απάνω. Ώρα να του κάμουμε βίζιτα. Είναι καλό γεροντάκι. Σύστημα δεν τόχουμε να φανερωνούμαστε κει που πηγαίνουμε, μα στην Αγιωσύνη του πρέπει, θαρρώ, να φανερωθούμε. Πρώτο, που είναι ο εθνικός μας ο πατέρας. Δεύτερο, που έχουμε κάτι να του πούμε. Μόνο που πρέπει να του μιλήσουμε &στη δική του& τη γλώσσα!
Κάθεται ολομόναχος στη γωνιά και διαβάζει.
«Παναγιώτατε Δέσποτα, Είη Σου η χάρις άπλετος εφ' ημάς, και η ευχή διάπυρος υπέρ της σωτηρίας ημών, των πειθήνιων της Σης Παναγιότητος θεραπόντων. Σωτηρίαν δε λέγω, ου μόνην την της ψυχής, ην απάντων συλλήβδην των Αγίων η μεσιτεία μόλις αν της του Επικαταράτου παγίδος εξαγάγειε· αλλά μην και την σωτηρίαν του απ' αιώνων εν σάλω κυλινδουμένου και κύμασι δεινοίς συμφυρομένου εθνικού σκάφους.»
Χαμογελάς, Άγιε μου γέροντα και πατέρα! Καλό σημάδι· θα πη πως ή εγώ δεν καλοξέρω τα δεσποτάδικα, ή η Αγιωσύνη Σου έτυχε να είσαι ρωμιός. Ας πούμε πως είναι και τα δυο, επειδή για να κάμουμε χωριό, και τα δυο μας χρειάζουνται. Ο Κύριος από δω είναι φίλος μου, και τον έφερα μαζί μου να δη την Πόλη. Δεν το ξέρω τόνομά του, μα είναι δικός μας, και μη φοβάσαι. Έχω να πω της Αγιωσύνης Σου μερικά, και καλλίτερη ώρα δεν μπορούσαμε να διαλέξουμε. Οι άγιοι Συνοδικοί Σου ψάλλουνε Σπερινό. Πατέρα μου, σαν προσεύκεσαι, λέγε δυο λόγια και για δαύτους. Οι πιότεροί τους πιαστήκανε στο δεσποτάδικο το θρόνο με γάντζους, κι ανεβήκανε με σκοινιά. Μα ας μην τους συνοριζούμαστε και πολύ. Σ' έναν τέτοιον τόπο, που αν τύχη και κανένας ενάρετος, μπορεί να τον κρεμάσουν, ας μην τους γυρεύουμε όλους Άη- Γρηγόρηδες. Μόνο ας παρακαλούμε τον Ύψιστο να μας φυλάη κι από χερότερα. Να που πολεμήσανε μερικοί τους για τα καμαρωμένα μας τα «Προνόμια».
Και τώρα, Δεσπότη μου και πατέρα, να Σου πω κ' έν' άλλο: Το ποίμνιό σου είναι καλά πρόβατα, μα πρόβατα που χρειάζουνται μερικά μαντρόσκυλα από σόγι, να τους φέρνουνε στον ίσιο το δρόμο, να φυλάγουνε μακριά και τους λύκους. Με συμπάθειο, εσείς λογομαχούσατε τις προάλλες με τον αρχιλύκο για τα «Προνόμια», και μου φάνηκε σα να παίζετε. Τι θάλεγε άραγες η Αγιωσύνη Σου νάβλεπες Τσομπάνη να λογομαχάη μ' ένα λύκο! Πού ακούστηκε λύκος να παίρνη από λόγια! Άλλα μέτρα θέλει ο λύκος.
Σα να ξέρω τι θα μου πης. Πως είσαι πνεματικός πατέρας του «Γένους» και τίποτις άλλο. Μα γι' αυτό και μεις λέμε, να βρούμε λίγα μαντρόσκυλα. Σώνει η Αγιωσύνη Σου να τους δίνης την ευκή σου σαν τον Άη μας το Γρηγόρη, και σαν τον Άη Γνάτη που βλογούσε την κλεφτουριά στον καιρό του Αλή Πασά. Χλωμιάζεις; Μη φοβάσαι. Σήμερα κλεφτουριά πια δεν έχουμε. Ο κλεφτοπόλεμος έσβυσε, πάει. Σήμερα έχουμε άλλα τερτίπια. Σήμερα έχουμε &Μπόμπες&. Μεγάλη η χάρη της Μπόμπας! Αν δεν πολυδούλεψε και πολύ ως την ώρα, ο λόγος είναι που δεν έμεινε πια στάλλα μέρη του κόσμου και πολλή σκλαβιά. Ως κ' οι Αράπηδες της Αμερικής ανθρώπεψαν. Μεγάλη η χάρη της Μπόμπας, κι ως τόσο η επιστήμη της δύσκολη. Χρειάζεται Κανάρικη απόφαση, αστραπής γληγοράδα, και τάφου αμιλησιά.
Μα θα μου πης, Σεβάσμιέ μου Πατέρα, και τι θα καταλάβουμε με τέτοια τερτίπια! Θ' αγριέψουμε το Χαμίτη, και θα μας έρθουνε στο κεφάλι χερότερα. Να σου αποκριθώ μάνι μάνι, πριν έρθουν οι Δεσποτάδες. Πρώτο, που ο φίλος ίσως μήτε ν' αγριέψη δε θα προφτάξη. Δεύτερο, που δε θα ξέρουν ποιόνα να πιάσουν. Α λυσσάξουνε μερικά λυκόπουλα, το πολύ μπορεί να κρεμάσουν την Αγιωσύνη Σου, το πολύ να πειράξουν — πόσους να πούμε; Ας πούμε εκατό χιλιάδες. Για την Αγιωσύνη Σου δεν έχουμε τίποτις άλλο να πούμε, παρά πως χρέος Σου είναι. Πρώτη φορά δε θα είναι που θ' αγιάση έτσι καλόγερος. Όσο για τους άλλους, τους αθώους, αυτό είναι μυστήριο που μήτε η Αγιωσύνη Σου μήτε η αφεντειά του από δω, μήτε κανένας σοφός δεν μπορεί να το ξηγήση, γιατί άραγες αυτή η θυσία! Κι άλλο δεν μπορούμε ναποκριθούμε παρά πως είναι πάντα γραμμένο νανεβαίνουνε στον ουρανό μερικές ψυχές για ν' ανοίγουνε μάτι και να βλέπουνε φως εκείνες που μένουνε στη γης. Έτσι έγινε ως τώρα στον κόσμο. Α βρη τρόπο η Αγιωσύνη Σου να το φυτεύη ταθάνατο δέντρο χωρίς αιματοπότισμα, μα το άγιο αυτό κομπολόγι, θα γίνη μεγαλύτερος κι από τον Προμηθέα που μας κατέβασε τη φωτιά.
Μα να σου πω και κάτι άλλο, αν και πρέπει να το ξέρη ένας ιερωμένος. Ο θεός &τo βλογάει& εκείνο το χώμα που χύνεται τέτοιο αίμα, κι απάνω σε τέτοια κόκκαλα φυτρώνει Παράδεισος.
Και το μεγαλήτερο το καλό, που δεν μπορεί πια να γυρίση πίσω, μήτε να μείνη εκεί που είναι ο λαός, μια κι ανάψη. Θακουστούν τα ξεφωνητά και τα μυρολόγια, όχι από τους Φράγκους! Μακριά από Φράγκους! Θακουστούν από χιλιάδες χιλιάδων ταπεινωμένα σκλαβόπουλα, που θα γείνη η ταπεινωσύνη τους περηφάνεια, κι ο φόβος τους θάρρος, και θα τρέξουν από τα λησμονημένα τα νησιά τους ν' αποσώσουν της Μπόμπας το θάμα.
Άγιε μου Πατέρα, Σου είπα την ταπεινή μου τη γνώμη, το τι μπορεί ν' ακολουθήση αν λυσσάξουν οι λύκοι. Η Αγιωσύνη Σου ας κρίνη το τι μπορεί να καταφέρουν τα μαντρόσκυλα αν την πνίξη τρόμος τη λύσσα εκείνη. Και τώρα, Πατέρα μου, που Σου έδωσα την καρδιά μου, δόσε μου και Συ την ευκή Σου».
Βράδιασε, και πού να πρωτοπάμε! Μια μέρα στην Πόλη πάει να πη μήνες μες στο καλύβι μας, και γι' αυτό δεν μπορούμε να μείνουμε κι αύριο. Αν μπορούσαμε, θα τα σεριανίζαμε όλα. Θα πηγαίναμε στο «τσαρσί», θα βλέπαμε το τουρκολόγι να βράζη, — θα τρώγαμε ίσως κ' ένα μπουρέκι. Και κατεβαίνοντας στον πιο πολιτισμένο το Γαλατά, θα περνούσαμε να δούμε και κανέν' αργαστήρι που φτειάνουνε γαζέτες. Για το πρώτο δεν πολυλυπούμαι. Το τουρκολόγι το είδαμε και στο χωριό. Μα λυπούμαι που δεν προφτάξαμε ν' ανταμώσουμε και κανέναν Πολίτη Συντάχτη. Κι άλλον τρόπο τώρα δεν έχει παρά ν' αγοράσουμε την εφημερίδα του. Ανεβαίνουμε λοιπόν και καθίζουμε στο Ταξίμι, και παίρνοντας τη δροσιά της βραδιάς, και γλεντίζοντας με τον κόσμο που σουλατσέρνει, ρίχτουμε δυο ματιές στην εφημερίδα, που την καταφρονέψαμε σαν έφεγγε ήλιος, και τη θυμηθήκαμε τώρα με τ' ολοφέγγαρο. Κι από κει κατεβαίνουμε σ' ενός φίλου που όνομα δεν του βρίσκω.
Το είπα, κι ως τόσο πάλι το ξαναλέγω: Παράδεισος, δαιμόνους γεμάτος αυτή η Πόλη! Κοπέλλα χαριτωμένη, με το μουντζουρωμένο το μέτωπο. Βλέπεις αυτό το πανώριο το Ταξίμι, κι ως τόσο την καρδιά σου την πλακώνει ένα βάρος, σα να πνίγεσαι μέσα στην καταχνιά. Φέρε, φέρε την εφημερίδα να διαβάσουμε, να ξεσκάσουμε.
Παράξενο να μην μπορώ να τη διαβάσω ακούραστα. Δεν είναι να πης πως δε φέγγει, φέγγει και παραφέγγει με τέτοιο φεγγάρι. Μα κάθε λέξη που κοιτάζω, θαρρώ πως μιλά και μου λέει: «Στάσου, κοίταξέ με καλά. Με ξέρεις άραγες ποια είμαι γω; Εγώ, φίλε μου, είμαι μια γριά αρχόντισσα που με βρήκε μέσα στα λεξικά ο Σιορ Συντάχτης και μ' έβγαλε, με πάστρεψε, με στόλισε, με κάθισε στο μιντέρι του. Όχι σαν αυτές τις πλύστρες του δρόμου που αραδιάζεις εσύ στις φυλλάδες σου. Ο Σιορ Συντάχτης αυτές τις έχει για το στόμα του μονάχα. Για το μιντέρι του, όχι. Στο μιντέρι καθίζουμε γω κ' οι αμέτρητες οι αδελφάδες μου. Κοίταξέ μας πώς φέγγουμε στην πάστρα, από τη μιαν άκρη στην άλλη. Κοίταξε αυτή την αράδα:
«Ολίγου δειν εματαιούτο ο του μεγατόλμου ιεράρχου αγών».
κι αυτό δεν είναι τίποτις. Διάβασε παρακάτω —
— Όχι, να με συμπαθήσης κερά λεξίτσα μου, όχι· δεν μπορώ να διαβάσω. Εμείς ήρθαμε στο Ταξίμι να κάμουμε κέφι. Πήγαινε στους Πολίτες να σε διαβάσουν. Αυτοί ψοφούνε για ένα «ολίγου δειν». Αυτοί αν δεν πάρουνε μεζέ τους ένα «μεγάτολμο» δεν κάνουν όρεξη για φαεί. Αυτοί αν διαβάσουν καμιά Αθηναϊκή εφημερίδα που βάζει κάποτες και ρωμαίικα στ' αττικό της σαλόνι, ξεσκίζουν τα ρούχα τους από το θυμό, που βρίσκουνται στην Αθήνα τρελλοί και λερώνουν έτσι τα φύλλα τους. Αυτοί θαρρούν πως οι εφημερίδες και τα βιβλία είναι στον κόσμο για να σπάνουν κεφάλια, — και με τι πέτρες! Ένα «ου μην αλλά» σου σέρνει στο μέτωπο, και κατρακυλιέσαι κάτω. Το βλέπει κι ο Χαμίτης αυτό το «ου μην αλλά» και θαρρεί πως βλέπει το Θεμιστοκλή και τονε φοβερίζει. Αν είτανε «μα» ή τουλάχιστο «όμως», θα τονε φοβέριζε κανένας Μπότσαρης. Μα μεις δεν είμαστε του Μπότσαρη και του Κολοκοτρώνη παιδιά. Είμαστε του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, «ου μην αλλά» και του Βασιλείου και του Χρυσοστόμου, και Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ουχί του εκ Δημητσάνης».
Και νάξερες τι ρωμαίικη καρδιά που την έχει αυτός ο Συντάχτης! Πούθε είναι δεν ξέρω, μα θα παραξενευθώ ανίσως κ' είναι Πολίτης. Στον καιρό του κυρ Θοδωράκη, είταν ο μόνος που πολεμούσε για την κατακαημένη την Κρήτη με τη δασκαλήσια του πέννα. Κάθε λίγο τον παίδευαν, κι αυτός ξανάρχιζε πάλι. Μυστήριο, πώς δεν τονε βάλανε στα σίδερα τότες. Ίσως που πολεμούσε με κοντάρια και με σαΐτες, αντί με μολύβι και με φωτιά. Ίσως που είταν ένας και μοναχός σε μια λάκερη Πόλη. Ένας είταν, κ' ένας μας έμεινε.
Σήκω, να πάμε στου φίλου. Ανάπαψη δε θα βρούμε και δω.
Ανάγκη δεν είναι να μπούμε από τις πόρτες τις μαρμαρένιες. Μπορούμε, και πρέπει να μπούμε σα σφίγγες από μια τρύπα, και να σύρουμε ίσια στ' αυτί του να του πούμε δυο λόγια. Πέτα τριγύρω του, και κάνε τον χάζι. Τρώγει το βραδινό του. Πάμε στ' αυτάκι του.
«Ήρθα κι άλλη φορά, λαοπόθητέ μου Άναξ, κ' έστρωσα το χαλί μου στ' αρχοντικό σου, φίλε που όνομα δε σου βρίσκω. Πρέπει να με πήρες για τρελλό τότες, γιατί βλέπω και τρως με κάμποση όρεξη. Ο Θεός να σε φωτίζη να μας παίρνης για τρελλούς πάντα.
Τώρα που είμαι σφίγγα, και βλέπω από κοντά τους πόρους του κιτρινιασμένου του πετσιού σου, μου έρχεται αληθινή τρέλλα, μα την αλήθεια. Τώρα που είναι πιο ψιλοκαμωμένη η μύτη μου, ίλιγγας μου έρχεται σα σε μυρίζω από κοντά. Τι κακό είναι τούτο! Τι απέραντο κοιμητήριο στραγγισμένο μέσα σ' ένα κορμί! Για να γεννηθής εσύ και να κάθεσαι μπροστά μου αυτή την ώρα, έπρεπε να τόχουνε γεμισμένο κιβούρια εκείνο το κοιμητήριο! Αν μπορούσες να μυρίσης το αίμα σου, θα σ' έπνιγε η μυρουδιά του πρι να προφτάξης να πης κανενός να το χύση. Μα η μύτη σου, να με συμπαθήσης, τόσο μακριά δεν πηγαίνει. Έτσι κ' η βρωμόμυιγα που ζη απάνω στην κοπριά, τη νοστιμεύεται αντίς να τη σιχαθή. Πώς να τη σιχαθή, που είναι αίμα της και ζωή της!
Αγάπη μου, δεν ήρθαμε δω πέρα να σε τρομάξουμε μ' ανωφέλητα λόγια. Μη βάζης το χουλιάρι σου κάτω. Δυο λόγια, και φεύγουμε.
Τάκουσα πολλές φορές πως είσαι δυνατός διπλωμάτης. Τους παίζεις, λέει, τους Φράγκους στα δαχτυλάκια σου. Ένα πράμα μονάχα, που δε μαθαίνεις να παίζης και μήλα στα χέρια σου. Μπορεί να σου χρησιμέψη αυτή η γύμναση. Μπορεί να βρεθή μπροστά σου κανένα στρογγυλό παιχνιδάκι, και τότες προφταίνεις και το πετάς στου Βεζίρη σου το κεφάλι.
Άκουσα και πως αγαπάς να κάνης πολλές δουλειές απατός σου. Να κάμης και μιαν άλλη δουλειά. Να πας και να βρης τις καρδιές που στενάζουν, — όχι μέσα στην Πόλη, εκεί πολλές δε θα βρης. Να σύρης στα τέσσερα πέρατα του μεγάλου σου Κράτους, τελώνιο να γείνης και να μπης στα βαθύτερα φυλλοκάρδια τους, και να μαζέψης τις ευκές που σου δίνουν κρυφά εκεί μέσα.
Ο κακός ο κόσμος θέλει να πη πως είσαι και φοβητσιάρης. Όσο φοβητσιάρης κι αν είσαι, τα σκλαβόπουλα σε ξεπερνούν κ' έννοια σου. Εσύ α φοβάσαι την μπόμπα τους, αυτοί φοβούνται τον ίσκιο σου. Ανίσως και φοβάσαι Αρμένηδες, δεν έχω να πω. Μα την τέχνη την ξέρεις. Τους Αρμένηδες τους δίνεις αύριο την Αρμενία και βρίσκεις χουζούρι. Πρώτη φορά δεν είναι που αναπαύεσαι έτσι. Μαυροβουνιώτες, Ρουμούνοι, Βούλγαροι, Σέρβοι: όλοι πήραν το δικό τους και σ' άφησαν ήσυχο. Σου πήραμε και μεις δυο τρεις πέτρες. Μα το πιώτερο το Ρωμαίικο είναι μαζί σου.
Βλέπω και συνεφέρνεις. Πήρες πάλι το χουλιάρι στο χέρι σου. Μην ξεχνάς όμως πως έχουμε και μερικές μικρούτσικες σφίγγες. Αυτές θα βοΐζουν κάποτες γύρω στ' αυτιά σου, και κανένας, μήτε ο μεγαλήτερός σου ο διαφεντευτής, δε θα μπορή να τις πιάση.
Αυτές οι σφίγγες είναι ψυχές. Την ψυχή δεν την πιάνεις, όσο ψιλά δίχτυα κι αν στήσης. Ρώτηξε τον πιο τετραπέρατο συβουλάτορά σου αν έπιασε ποτέ σκλάβο που νάχη πιασμένη και τη ψυχή του, το νου του. Με τι λογής αλυσίδες να δέση το νου, την &ιδέα;& Αν η ιδέα έχη μέσα της φωτιά και μπαρούτι, το πολύ να το μυριστή ο φίλος και να κόψη το κεφάλι που τις γεννάει. Μα που να κόψη και την ιδέα! Αυτή ζη και μεγαλώνει και σκορπιέται σαν τον υδράργυρο, και πάλι μαζώνεται, και πάλι σκορπιέται, και τρέχει και χύνεται μέσα σε χίλιες τρύπες που το δαχτυλάκι του δεν μπορεί να χωρέση.
Χίλιες φορές είχαν αφορμή να τη σπουδάζουν, κ' οι παππούδες σου, κ' οι πατέρες σου, κ' η αφεντειά σου ακόμα, την τρομερή τη δύναμη αυτής της μικρούτσικης σφίγγας, κι ακόμα θαρρώ πως δεν την καλονοιώθει ο νους σου. Και για να την καλονοιώση, έλα να σου καθίσω αυτό το στερνό μου το κεντρί, να τρίβης κατόπι το μάγουλό σου και να με θυμάσαι:
Σα σκορπιστή αυτή η ιδέα, που τη λεν κάτι που δε σου το φανερώνω να μη σου κατέβη και ξαφνικό, αρχίζει κι ανάβει μεγάλη φλόγα μέσα στις τυραννισμένες καρδιές, που όσο τη φυσάεις, άλλο τόσο μεγαλώνει εκείνη. Κι αλλοίμονο τότε στον τύραννο, στους παρατυράννους και στα τυραννόπουλα. Ένας ένας θα πέφτουνε σαν τσουρουφλιασμένες μυίγες στη φωτιά και θα καίγουνται. Και σαν καγούνε, και ξεβρωμήση ο κόσμος, τότες πέφτει oυράνια βροχή από πάνω, και σβύνει η φωτιά, και φυτρώνει χορτάρι, και πρασινίζει ο κόσμος, και γίνεται χαρά Θεού, κ' έρχουνται οι γραμματισμένοι και γράφουν ιστορίες, τι λογής πήγε μια φορά ένας Μεγάλος Τύραννος να σβύση μια μεγάλη φωτιά, και τσουρουφλίστηκαν τα φτερά του, κ' έπεσε μέσα, και χάθηκε από τον κόσμο μια για πάντα, και κείνος, κ' οι παρατυράννοι, και τα μικρά τυραννόπουλα».
Πριν ξεκινήσουμε για τη χώρα που μπορούμε να την πούμε δική μας, πρέπει να συφωνήσουμε πως δε θα της τα ψεγαδιάζουμε όλα, δε θα χαλνούμε τον κόσμο σε κάθε πήδημα ψύλλου. Ειδεμή, περιττό το ταξίδι. Ανοίγουμε τις εφημερίδες, και διαβάζουμε δίχως κόπο τις ατιμιές, τις κλεψιές, τις μαχαιριές, ή και τις γυναικοδουλειές που ολομερίς μας δηγούνται, και κάθε λίγο προσκαλούν την Κυβέρνηση να τους δώση λόγο.
Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η δουλειά μας. Ό,τι σπάρθηκε το έρμο μας το χωράφι! Ο σπόρος που έπεσε μέσα στάγιό του χώμα, — που το βλέπεις κιόλας απλωμένο μπρος στα ψυχικά σου τα μάτια, — είτανε σπόρος γερός. Μα του καιρού εκείνου οι δουλευτάδες δεν ένοιωθαν από ψιλά κοσκινίσματα. Τονε σπείρανε λοιπόν καθώς βρέθηκε απάνω σ' εκείνα τα δοξασμένα βουνά. Απόμεινε μέσα κι ο σπόρος των τούρκικων αγκαθιών. Έφεραν κ' οι σπουργίτες σπόρο από τη Δύση, και τον απόθεσαν απάνω στο ίδιο το χώμα κι αυτόν. Και βλέπεις τώρα την πυκνή αυτή πρασινάδα, και τρομάρα σε πιάνει, μην τύχη και πληθύνουν, και θεριέψουν τα τουρκάγκαθα και τα φραγκοβότανα, και μας πνίξουν τακριβοαγορασμένα μας τα σπαρτά. Μα τρομάρες απλές κακό δε γιατρεύουν.
Σου τα λέγω αυτά, επειδή μπορεί και του λόγου σου νάχης τη ρωμαίικη την πετριά της απελπισιάς. Μου φαίνεται σα να είναι κι αυτή σημάδι της εποχής. Όποιος μας τύχη και μισονοιώση τα χάλια μας, να τραβιέται σε μια γωνιά και να χύνη μπόλικα δάκρυα, αθώρητος, αλάλητος, κι ανάκουστος. Σπολλάτη σου, Πατριώτη, που άλλο δεν κάμνεις παρά να χαλνάς το σηκότι σου. Αν είχες κουράγιο να τρέξης και να μας ξερριζώσης μερικά γαδουράγκαθα, θα μας έδειχνες όχι μόνο πως ζης, μα και πως ζώντας νοιάζεσαι και τη ζωή της πατρίδας σου.
Δουλειά, φίλε μου, και πάλι δουλειά. Ο κόσμος να χαλνάη, πάλι να δουλεύουμε πρέπει. Άλλον τρόπο δεν έχει.
Ως τόσο άξαφνα, και με τα φτερούγια της αστραπής που τη λένε &Noυ&, από του Κωσταντίνου τη χώρα, την πεντάμορφη σκλάβα, βρεθήκαμε στου Κέκρωπα την ολόχαρη, την αθάνατη την Ακρόπολη. Είναι νύχτα βαθειά, μα το βάθος της λάμπει διάφανο, ξάστερο, καθάριο, αμέτρητο. Λες κι όλου του Άπειρου οι Πλανήτες κ' οι Ήλιοι φανερώνουνται και γλυκοφέγγουν εδώ. Αψηλά, πάντα αψηλά να κοιτάζουμε από τέτοιους τόπους. Η βαθογάλανη αυτή η αστροφεγγιά είναι μέρος της Αττικής, καθώς του Παρθενώνα της μέρος είναι η πανώρια προμετωπίδα του. Κοίταγέ τα ταστέριά της και μέτρα τα αν μπορείς. Και σαν τ' απομετρήσης, πρόσθεσε την ιερή τη σκόνη της γης της, και τότες έχεις τις μεγάλες, τις δοξασμένες ψυχές που φεγγοβόλησαν εδώ πέρα, — από ένα Θησέα, ως ένα Καραϊσκάκη. Πέσε τώρα και προσκύνησέ την αυτή τη σκόνη. Αυτή να είναι η θρησκεία σου, αυτή η λατρεία σου. Σα βαρέν' η καρδιά σου από έννοιες κι από πάθια, ανέβαινε στην Ακρόπολη και βλέπε πόσο μεγαλείο και πόση ζωή μπορεί να κρύβη ένας γκρεμισμένος τοίχος, ένα σπασμένο λιθάρι, ένα θρούβαλο, μέσα στην αμίλητη νύχτα. Ανέβαινε, και λόγιαζε πώς χαμογελάει η αθάνατη αρχαιότητα κάτω από τέτοια ουρανόχαρη σωπασιά. Μην κοιτάζης μοναχά του Παρθενώνα τα αιώνια τα κάλλη, — αυτά κι α δεν τα λατρέψης όσο τους πρέπει, δεν πολυκολάζεται η ψυχή σου. Το πολύ θαπορέση ο κόσμος που δε σε μάγεψε η θεία δύναμη της Ομορφιάς, δε σε μέθυσε ως εκεί η εθνική η περηφάνεια. Τα κάλλη όμως που πρέπει να τανιστορή ο νους και πάντα να τα λατρεύη εδώ απάνω, είναι τα κάλλη της &Αρετής&, που σα δίδυμο αστέρι έλαμπε τότες μαζί με τη &Τέχνη& σ' αυτό το στερέωμα, και το πλημμύριζε δόξα.
&Αρετή& έλεγαν τότες την παλικαριά και τη λεβεντιά. Στιγμή δεν περνούσε που να μην πατάη σ' αυτό το χώμα το βασιλικό της το πόδι. Από τη Μηκύνα στ' Άργος, από τ' Άργος στη Σπάρτη, από κει στην Αθήνα, στη Θήβα, στην Κόριθο, πετούσε και πήγαινε η Αθάνατη Αρετή, ακολουθούσε κατάλαμπρη η θεία η Τέχνη και της έστηνε, όλο της έστηνε μνημεία κι αγάλματα. Κι όταν ήρθε η ώρα να ρημάξη ο τόπος, και πέτρα πάνω στην πέτρα να μην απομείνη, όταν ξεψύχησε κι ο στερνός ο ήρωας, και διώχτηκε η Αρετή από κάθε χώρα, κάθε κάμπο και κάθε καλύβι, πάλι δεν αποκότησε η Ελληνόκαρδη Θεά να την αφήση ολότελα την αγαπημένη της γη, μόνο περίλυπη πήρε τα ψηλά τα βουνά, και πλανιούνταν εκεί πανέρημη, αγνώριστη, καταφρονεμένη. Πού λευτεριά τώρα να τη λαμπρύνη, πού Τέχνη να τη δοξάση! Αμέτρητα είταν τα χρόνια της ρήμαξης. Έπρεπε Θεά να είναι, για να ζήση στα όρη δίχως δόξα τόσους αιώνες! Μα είτανε Θεά, κ' έζησε. Σα να το προφήτευε πως θα κατέβη πάλι μια μέρα στους πρώτους τους κάμπους. Ήρθε η μέρα, χτύπησε ο χρόνος τ' αναστάσιμο σήμαντρό του, αναγάλλιασε η ξεχασμένη Θεά, και μαζεύει γύρω της τα κλεφτόπουλα. Με τη θεία πνοή της ταγιάζει τα μυριοβασάνιστα, τα μισαγριωμένα παιδιά της. Είταν το δεύτερό της τ' Ομηρικό πανηγύρι, με τα ίδια τα τραγούδια, την ίδια την απλότητα, μα με σκοπό από τη γης ως τα ουράνια πιο αψηλότερο. Δεν είτανε για μιαν Ελένη ο αγώνας μας τώρα, — είτανε για λεφτεριά και για πατρίδα.
Ηρωικό πανηγύρι στολισμένο με τη χάρη της νιότης και με τα μάγια της λεβεντιάς. Οι καρδιές του Κολοκοτρώνη και του Ανδρούτσου βρίσκουν τα ταίρια τους στη Τρωάδα, όχι στην Πλαταιά. Τα ταίρια του Μιλτιάδη θα μας φυτρώσουν αργότερα. Θα φυτρώσουν εκεί που τώρα βλέπεις αγκάθια, και σου έρχεται να μυρολογάς. Άφινέ τα της Αθήνας τα τωρινά παλικάρια να πηγαίνουνε στου μπαρμπέρη και να λαδώνουν τα γένεια τους. Τ' αυτί σου να μη δρώνη γι' αυτό. Είδαμε και χερότερα στον καιρό μας. Είδαμε και Βλάχους σφουγγαριασμένους από την παραλυσία να γίνουνται λιοντάρια στον πόλεμο. Ένα έθνος δεν ξεψυχάει εύκολα, μια και να γεννηθή. Το ρωμιόπουλο δεν μπορεί να βγη κι από ένα άλογο χερότερο. Τάλογο που γεννήθηκε από σόγι, θα το δείξη μια μέρα το σόγι του, κ' έχε το συ μέσα σταχούρι δεμένο, καλοθρεμμένο, αγύμαστο.
Έννοια σου, και θα σαλέψουμε πάλι. Πάλι θα τα ξανακάμη τα μάγια της η αθάνατη η &Αρετή&, πάλι θα λάμψη κ' η ουράνια η Τέχνη μαζί της. Η &Δόξα& το χώμα αυτό δεν τ' αφίνει. Έθνος που ύστερ' από τόσα βάσανα ζη, και που έχει μπρος του άπειρο στάδιο για ηρωισμό, τέτοιο έθνος να μην αγωνιστή, να μην πολιτιστή, και να μη δοξαστή, δεν μπορεί.
Μην τ' αλησμονής το σόγι του άλογου που είπαμε. Το αίμα του τόχει να πέρνη δρόμο και να πηδάη γκρεμνούς και βράχους. Αν είναι τώρα δεμένο με δασκαλήσιες αλυσίδες και χαλινάρια, αν ταγίζεται με χορτάρι ξενοφερμένο, αν άλλο δεν κάμνη παρά να κλωτσάη και να χλιμιντράη μέσα στα σκοτάδια του σταύλου, θανατείλη η μέρα που σε ρωμαίικη απάνω πρασινάδα θα χαίρεται, θα γοργοπηδάη και θα τρέχη, και τότες, σώνει να το κρατάη γερά ο καλότυχος ο καβαλάρης του, και να δης τι δοξασμένους δρόμους θα μας χαράζη με τα φτερωτά του καλπάσματα. Τέτοια θάματα θέλουμε σε μια γενεά να τα δούμε. Να μας κατεβή το μεγαλείο κ' η δόξα από τον ουρανό σα βροχή. Ανυπομονησία ρωμαίικη, ίσως όχι δίχως το λόγο της, αφού την έχει την ιερή τη φωτιά η ρωμαίικη η ψυχή. Εμείς όμως, που δε μας φλέγει πια η πρεμούρα της νιότης, ας μην το ξεχνούμε πως μια και δυο γενεές είναι στο έθνος ό,τι μια και δυο &μέρες& στον άνθρωπο. Το έθνος είναι δεν είναι &τρεις& μέρες που τον έδειξε τον ηρωισμό του. Τι θάλεγες ενός καλού μπεχλιβάνη, αν ξεφάντωνε και δυο τρεις μέρες ύστερ' από μια μεγάλη παλαίστρα!
Όχι, Ακρόπολή μου, εγώ δεν απελπίστηκα. Ας έρθουνε μερικά άλλα παιδιά σου κι ας σέρνουν τα μαλλιά τους απάνω στα δοξασμένα σου τα χαλάσματα. Εγώ με θάρρος και με περηφάνεια θα το φωνάζω πως αντίκρυ στον αγήρατο τον Παρθενώνα σου θα στήσουμε μια μέρα και μεις το Ναό μας — μπορεί να μην είναι αφιερωμένος στην Αθηνά, μπορεί και να μη λέγεται Φειδίας ο χτίστης του. Μέσα στα κατάλαμπρα βάθια του θα ψάλλουνται τραγούδια κ' ύμνοι, — μπορεί να μην είναι στο ξάμετρο βαλμένοι, μπορεί να μην έχουν και νεκραναστημένες λέξες οι στίχοι τους. Ένα πράμα όμως σου το τάζω χωρίς δισταγμό, πως θα είναι ρωμαίικα τραγούδια, και ρωμαίικα πάει να πη της καρδιάς μας το αίμα.
Θάρχουνται τότες οι Φράγκοι και θαπορούνε βλέποντας τέτοιο μεγάλον Ελληνισμό δίχως απαρέμφατα, δίχως ξάμετρα, δίχως δοτικές, μα θα τους λέμε και μεις τότες πως άδικο μεγάλο μας κάμνουνε να μας παίρνουν κ' εμάς γι' αντίκες, πως αν καθετίς ζωντανό στον κόσμο πρέπει ν' αλλάζη, κι αν η αλλαγή του σημαίνη πως ζη, καλλίτερη απόδειξη δε χρειάζεται πως το έθνος αυτό που ήρθε να δη είναι ταθάνατο το Ελληνικό το έθνος, κι ας το λέμε ρωμαίικο.
Και τώρα που ταναπνέψαμε το ψιλό αυτό και το μυρωμένο ταγέρι, που συνεφέραμε ύστερ' από την τόση Τούρκικη βόχα, τώρα που ξαναμπήκε ζωή στο ξεθυμασμένο το αίμα μας, και μας άνοιξε καρδιά και μάτια, τώρα που ξεδιαλύσαμε το μυστήριο που θα μας δοξάση πάλι το έθνος, ας κατεβούμε στη χώρα, κι ας αρχίσουμε τη δουλειά μας μ' ανοιχτή κι αντρίκια καρδιά, καθώς πρέπει να είναι πάσα καρδιά που τέτοιο αγέρι τη θρέφει.
Εκεί με την άδεια του Βασιλικού νοικοκύρη, εκεί ας περάσουμε τη νυχτιά μουσαφίρηδες. Το πρωί σεριανίζουμε και στην άλλη τη χώρα.
Εδώ στην Αθήνα, — καθώς κάμαμε και στην Πόλη, — τα χτίρια, τα μνημεία, τα σπίτια και τα παλάτια, τα χαραχτηριστικά τους και τους ρυθμούς τους, τις ομορφιές τους και τις ασκημιές, όλ' αυτά, ταφίνουμε σε μυλόρδους να τα ψιλολογούν και να τα ιστορούν. Εμάς, η δουλειά μας αυτή δεν είναι. Μπαίνουμε λοιπόν και στο Παλάτι αυτό ξαφνικά, κ' ίσια στο νοικοκύρη. Όχι όμως σα σφίγγες. Εδώ από κρύφια και μαγικά τερτίπια ανάγκη δεν έχουμε. Εδώ μπαίνουμε σα δυο καλόγνωμοι πατριώτες, που ήρθανε να χαιρετήσουν το Βασιλιά τους.
Ας βγάλουμε τα παπούτσια μας στο κατώφλι, να του δείξουμε πως ερχούμαστε από Τούρκικα μέρη, ίσως κ' έτσι πιώτερο μας πονέση.
— Βασιλιά της μεγαλήτερης και της μικρότερης χώρας του κόσμου, αν είχες την υπομονή να διαβάσης το τι κάμαμε, τι είπαμε, και τι είδαμε με το φίλο μας από δω, βέβαιο τόχω πως θα το σφαλνούσες το βιβλίο εκείνο που διαβάζεις, να μας χαρίσης και εμάς για μισήν ώρα ταυτί σου. Και θαρρώ πως Σε βλέπω και το σφαλνάς.
Ένα πράμα μόνο να Σε ρωτήξω. Πώς τα επιθυμείς τα λίγα μας λόγια; Ως είδος ομιλίες, ή ως είδος παραμύθια; Σα να μου λέη η Μεγαλειότη σου, καλλίτερα παραμύθια. Καλοκάθισε το λοιπό στο Βασιλικό Σου το Θρόνο, κι άφησε έναν ταπεινότατο δούλο Σου να Σου δηγηθή δυο ρωμαίικα παραμύθια στη ρωμαίικη τη γλώσσα, που ακούγω πως την αγαπάς, τη μιλάς, και τη διαφεντεύεις.
Μεγαλειότατε, μια φορά είταν ένας Βασιλιάς εδώ πέρα. Θεός ξέρει α δεν είχε και το παλάτι του στημένο στο ίδιο το μέρος που στήθηκε αυτό το παλάτι.
Μια μέρ' αυτός ο Βασιλιάς πήγε να κυνηγήση με μερικά παλικάρια του. Και κυνηγώντας πήγε, πήγε ως κοντά στη Κόριθο. Ό,τι κάμανε να γυρίσουν πίσω με το κυνήγι τους, και να σου ένας τσομπάνης έρχεται τρεχάτος κοντά του και τους λέει πως τοιμάζεται να ξεκινήση κατά την Αθήνα μεγάλο ασκέρι από το Μωριά, να τους κυριέψη τη χώρα. Οι συντρόφοι του Βασιλιά τρομάζουνε, ρίχνουν το κυνήγι τους χάμω, και μαζεύουνται γύρω του, να τονε ρωτήξουν τι πρέπει να κάμουν. Κι αυτός τους προστάζει να σηκώσουν αμέσως το κυνήγι και να το φέρουνε στην Αθήνα, για να κάμουν ένα καλό ζιαφέτι πριν πολεμήσουν. Κ' έτσι έγινε. Πάνε στην Αθήνα, ψήνουν το κυνήγι, καθίζουνε μέσα στο παλάτι, και το ρίχτουν στο φαγοπότι. Και τρώγοντας και πίνοντας λησμονούν του τσομπάνη τα λόγια. Ως και τραγουδιστάδες, και χορεύτρες γυρεύανε. Εκεί απάνω, να σου κι ανοίγει η πόρτα, του παλατιού, και μπαίνει μέσα κόσμος πολύς, και φωνάζουν πως πλάκωσε η Μωραϊτιά, και ρίχτουνε σκάλες στους τοίχους τους, να σκαλώσουν και να πηδήξουνε μέσα στη χώρα! Τότες πετιούνται απάνω τα παλικάρια και γυρεύουν το Βασιλιά. Μα Βασιλιάς πουθενά! Φωνάζουν τη Βασίλισσα, λείπει κ' η Βασίλισσα! Φεύγουν τότες και πηγαίνουνε στα σπίτια τους να βάλουν τάρματά τους, ακολουθάει κι ο λαός από πίσω, να παν κι αυτοί ναρματωθούνε για τον πόλεμο.
Ως τόσο ο Βασιλιάς κ' η Βασίλισσα κατέβηκαν, αν αγαπάς, στο κατώγι! Και να κάμουνε τάχα τι; Ο Βασιλιάς να βγάζη τα βασιλικά του τα φορέματα, κ' η Βασίλισσα, χλωμή και παραζαλισμένη, να του φέρνη μια πρόστυχη φορεσιά παραγυιού, και σε λιγάκι να βλέπη τον άντρα της ντυμένο χωριάτικα, σα να μην είταν εκείνος που κυβερνούσε όλη την Αττική!
Πήρε στα χέρια του ένα τσικούρι κ' ένα κομμάτι σκοινί, στάθηκε μια στιγμή να δη τη Βασίλισσά του, την αγκάλιασε, και κείνη, με καρδιά που έτρεμε σαν το μισοζώντανο το ψάρι, σήκωσε το μαραμένο της χέρι, και του είπε να πάη στο καλό. Το είχαν απόφαση κ' οι δυο τους να κάμουν το θέλημα του Θεού. Έτσι το είχε προφητευμένο η μεγάλη η Προφήτισρα στους Δελφούς· πως σαν πλακώσουν οι «Δωριείς» στην Αθήνα, απ' όποιο μέρος σκοτωθή ο Βασιλιάς, εκείνο το μέρος θα νικήση. Συλλογίστηκε λοιπόν τότες ο Βασιλιάς, κ' είπε της γυναίκας του. — Γυναίκα, εδώ άλλον τρόπο δεν έχει. Ή πρέπει να σκοτωθώ, ή θα μας κάψουν τη χώρα, θα μας σφάξουν τα παλικάρια, θα πάρουν τις κοπέλλες μας σκλάβες, ίσως και σένα μαζί. Βάζω λοιπό χωριάτικα ρούχα, καθίζω δεμάτι ξύλα στον ώμο μου, σιμώνω τους ξένους, και βρίσκω τρόπο να με σκοτώσουνε δίχως να με νοιώσουν ποιος είμαι. Σφίγγει τότες την καρδιά της, και λέει η Βασίλισσα· — Άντρα μου, ας γείνη το θέλημα του Θεού.
Κ' έτσι την αφίνει ο Βασιλιάς και φεύγει και πηγαίνει κατά τα τειχίσματα, και βγαίνει στην εξοχή, και χώνεται σ' ένα χωράφι, και κόβει ξύλα, και φορτώνει ένα δεμάτι στον ώμο του, και κατεβαίνει ίσια κατά τασκέρι που είταν τώρα σκορπισμένο μπροστά, στα τειχίσματα.
— Ώρα καλή, γέρο! Του φωνάζει ένας παλικαράς Μωραΐτης. Δεν μπορείς από δω να περάσης.
Εναντιώνεται ο χωριάτης, ζητάει να περάση, πιάνουνται στα λόγια, θυμώνει ο Μωραΐτης, του καταφέρνει μια του χωριάτη, και τον αφίνει στον τόπο.
Εκείνη την ώρα έβγαιναν και τα παλικάρια της Άθήνας αρματωμένα, να πολεμήσουνε με τους εχτρούς και να γλυτώσουν από τη σκλαβιά την πατρίδα τους. Ακόμα δεν παραταχτήκανε ν' αρχίσουν τις σαϊτιές, και τι να δουν εκεί μπροστά τους, ξαπλωμένο στο χώμα! — Το Βασιλιά τους! Σηκώσανε μεγάλο κακό. Τόσο μεγάλο, που μαθεύτηκε αμέσως κι από τάλλο το μέρος, πως σκοτώθηκε ο Βασιλιάς της Αθήνας, και βλέποντας οι εχτροί πως βγήκε εναντίο τους η προφητεία, το ρίξανε στο φευγιό, πρι να προφτάσουν οι Αθηναίοι να τους τινάξουνε μήτε σαϊτιά.
Κ' έτσι γλύτωσε η Αθήνα από την τρομερή τη σκλαβιά, και ξαναμπήκανε στη χώρα τους οι Αθηναίοι, και σαν έκαμαν όλες τις συνηθισμένες τιμές στο Βασιλικό το λείψανο, μαζευτήκανε σε Συνέλεψη, κι αποφασίσανε να μην ξανακάμουν πια Βασιλιά στην Αθήνα, γιατί κανένανε δεν μπορούσανε να βρούνε μεγαλόκαρδο σαν εκείνον που έχασαν.
Εμένα μου φαίνεται πως είχανε λάθος οι Αθηναίοι, Μεγαλειότατε, να το νομίζουν αυτό. Η &Αρετή& που βρέθηκε μέσα στην ψυχή ενός Κόδρου, μπορούσε να ξανανθίση και σάλλων Κόδρων ψυχές. Μα αυτό τώρα δεν είναι το ζήτημα. Η δουλειά μας τώρα είναι να παρακαλούμε το Θεό και να λέμε, — Τέτοιο θάνατο να πεθαίνουν κ' οι Βασιλιάδες της αναστημένης αυτής Ρωμιοσύνης. Τέτοια παιδιά να μας χαρίσ' η Μεγαλειότη Σου. Αυτός ο ηρωισμός θαρρώ δε θα χρειαστή στη δική μας τη γενεά. Ένας Κόδρος δε φυτρώνει έτσι εύκολα μέσα σ' ένα λαό που μισοκοιμάται από το πολύ το μεθύσι. Μα μπορεί να μας χρησιμέψη σαν ξυπνήση το Έθνος, και γι' αυτό Σε θερμοπαρακαλώ να μας φέρης εδώ και το μεγαλητερό Σου το γυιό, νακούση και κείνος το δεύτερό μας το παραμύθι.
— Σα να μας άκουγες κι απ' έξω, χαριτωμένο μου Βασιλόπουλο, γιατί βλέπω και χαμογελάς καθώς μπαίνεις. Το ξέρω πως τάμαθες όλ' αυτά που λέγαμε από τους δασκάλους. Μα τώρα δεν είναι ξερά μαθήματα. Είναι ζωντανά παραμύθια τώρα. Ο Πατέρας σου, κι αν ήρθε στον τόπο μας απ' άλλην πατρίδα, βάλθηκε όμως να γίνη Ρωμιός, και τόσο καλά το κατάφερε, που στο πείσμα χιλίων δασκάλων καταντάει να τα νοστιμεύεται τα ρωμαίικά μας παραμύθια. Η Υψηλότη Σου όμως, μήτε ξένος δεν είσαι. Είσαι ο πρωτογέννητος σ' αυτό το παλάτι. Ως και τόνομά σου τέτοια παραμύθια γυρεύει.
Σα σε βαφτίσανε, χρόνια τώρα, είπα, καλό σημάδι. Το Βυζάντιο είχε μια δοξασμένη αρχή κ' ένα δοξασμένο τέλος. Με τέτοιο όνομα, ποιος το ξέρει α δε θα ξαναρχίσουμε καινούρια ζωή. Κι αυτά λέγοντας, θυμήθηκα την ιστορία του Παναγή Καλογιάννη. Αυτή την ιστορία έρχουμαι τώρα να σας δηγηθώ, με τον ορισμό σας.
Ο Παναγής Καλογιάννης είταν καλός δουλευτής στον Αγώνα. Του κάκου ζήτησα τόνομά του στην Ιστορία. Πουθενά δεν το διάβασα.
Είταν ανιψιός ενός Ηγουμένου ο Παναγής. Και σ' αυτόν τον Ηγούμενο χρωστά τη μεγαλήτερή του την παραξενιά, που στάθηκε, καθώς θα δούμε κατόπι, κ' η μεγαλήτερη αρετή του. Η παραξενιά του είταν που ένα πράμα είχε παντού και πάντα στο νου του, κι άλλο δεν έλεγε παρ' αυτό: «Θα μας ξαναφυτρώση πάλι ο Κωσταντίνος» ώσπου κατάντησε να τονε βλέπη ο κόσμος, και να του φωνάζη, «θα μας φυτρώση ο Κωσταντίνος».
Πρέπει να είταν ως δώδεκα χρονών ορφανό ο Παναγής όταν τον πήρε ο θειος του στο μοναστήρι να τον προκόψη. Ο πάτερ Παΐσιος είταν καθώς είπαμε Ηγούμενος, μα ήξερε κι από κόσμο. Έκαμε στη Ρουσία σαν είτανε νέος. Κατόπι ταξίδευε και σ' άλλα μέρη και ψάρευε «Φίλους». Τώρα με την ποδάγρα του σύχαζε ο γέρος στο μοναστήρι, κι ό,τι έβγαινε από το χέρι του τόκαμνε, πότε με γραφές, πότε με τα λόγια. Και σαν καλοκάθιζε το βράδυ στο μιντεράκι του, έπαιρνε σιμά του τον Παναγή και του δηγούνταν την ιστορία μας. Δεν του άφινε μήτε Πελοπίδα, μήτε Τιμολέοντα. Τάκουγε ο μικρός όλ' αυτά και τάκαμνε πολύ χάζι. Από την αρχαιότητα ο Ηγούμενος ήρθε σιγά σιγά στο Βυζάντιο, και μια βραδιά του διηγήθηκε και το χαλασμό της Πόλης — την Άλωση. Και σαν του τα ιστόρησε όλα, του λέει:
«Θυμάσαι, παιδί μου, τις Ελληνικές εκείνες παλικαριές που σου ιστορούσα πέρσι; Βραδιές και βραδιές πέρασαν από τότες, και δεν μπορέσαμε να ξαναβρούμε ένα Κόδρο, ένα Λεωνίδα. Πού και πού θα πης πιάναμε κανέν' αγρίμι, μα πού τα φοβερά εκείνα τα λιοντάρια της παλιάς εποχής! Θάλεγες πως πάει, ξεθύμανε πια το Ελληνικό το αίμα! Κι' άξαφνα, στα 1453, τις εικοσιενιά του Μάη, μέρα τρίτη, πρωί πρωί, να σου πεταχθή, λέει, στη μέση ένας ήρωας, και με σκουριασμένο σπαθί στο χέρι να σου στρώνη τους Γενιτσάρους καθώς χυνόντανε σα δράκοι από μια πόρτα μέσα στην κακομοιριασμένη την Πόλη! Κ' ύστερα, λέει, να πέση κι αυτός από πάνω τους, αποφασισμένος σαν το Λεωνίδα, αγνώριστος σαν τον Κόδρο! Τι σου λέει αυτό το πράμα, παιδί μου! Και τι άλλο μπορεί να σου πη παρά πως είναι φτάψυχο το ρωμαίικο, και σταλαματιά μοναχή να του μείνη, πάλι μεγαλώνει, και γίνεται απέραντη λίμνη, και πλημμυρίζει τον τόπο του. Κι ανίσως κ' είτανε γραφτό μας να φανή και να λάμψη τέτοιο αθάνατο χάρισμα μερικά χρόνια πρι να στήση ο Ουρβανός το κανόνι του έξω από τους τοίχους της Πόλης, δε θα πρόφταινε μήτε να ραγίση το κανόνι εκείνο, μόνο θα γινότανε μια και καλή θρούβαλα μαζί με το κεφάλι του Μωχαμέτη. Μας ήρθε όμως αργά το μεγάλο το χάρισμα. Αργά ξανάρθε ο ελληνικός ο ηρωισμός, παιδί μου, κ' έπεσε και χάθηκε μέσα σταπέραντο εκείνο το αίμα».
Και λέγοντας αυτά δάκριζε ο Παΐσιος. Ο μικρός τότε τον κοίταζε κατάματα και σώπαινε.
Και σαν τον κοίταξε καλά καλά, πετιέται άξαφνα και του λέει·
— Έννοια σου, θειέ μου, και θα φυτρώση πάλι ο Κωσταντίνος.
Εδώ τελειώνει το πρώτο το κεφάλαιο του παραμυθιού. Και τώρα, αν είναι ορισμός σας, ερχούμαστε στο δεύτερο το κεφάλαιο.
Έξη χρόνι' αργότερα, τον έβλεπες τον Παναγή παλικάρι και ταξίδευε από χωριό σε χωριό με μια γολετίτσα. Ο γέρο Παΐσιος, ένα χρόνο πριν αποθάνη, τον είχε κάμει σύντροφο με κάποιο Καπετάν Βάγλη, και φόρτωναν πραμάτεια στόνα νησί έπειτα πηγαίνανε στάλλο και την πουλούσανε. Μα ο νους του Παναγή όλο στην &Πόλη& ταξίδευε. Η χαρά του είτανε να καθίζη με τους ναύτες και να τους δηγάται το τέλος του Κωσταντίνου. Κ' ύστερα ύστερα τους έλεγε και την προφητεία του, πως θα ξαναφυτρώση ο Κωσταντίνος.
Σ' ένα απ' αυτά τα ταξίδια, έτυχε να είναι μαζί του κ' ένας από τα Ψαρά, — Καραθανάση τον έλεγαν. Και δεν είτανε ναύτης, είταν ταξιδιώτης από τη Σάμο για τα Ψαρά. Ίσια ίσια ό,τι άρχιζε ν' ανεβαίνη ο καπνός της εφτάχρονης εκείνης φωτιάς.
Σαν τον άκουσε λοιπόν κι ο Καραθανάσης τον Παναγή, αντίς να γελάση κι αυτός σαν τους άλλους, τον παίρνει σιμά του, και, — Μωρέ Παναγή, του λέει, έρχεσαι να κάμουμε μια δουλειά; Να χωρίσης από τον Καπετάν Βάγλη, και νάρθης μαζί μου. Και γω την ίδια τη δουλειά κάνω. Μα τώρα τη γολέττα μου την έχω ναυλωμένη στους ζευγάδες.
— Ποιους ζευγάδες; ρωτάει ο Παναγής σαστισμένος.
— Αυτούς που θα τονε σπείρουν τον Κωσταντίνο σου, μωρέ κούκκο!
Έτσι μονάχα φυτρώνουνε Βασιλόπουλα δίχως να σπείρης αίμα;
Άνοιξε τότες ο ουρανός και του έδειξε την αλήθεια του Παναγή Καλογιάννη. Χρόνια το προφήτευε πως θα φυτρώση ο Κωσταντίνος, μα παρέκει ο νους του δεν πήγαινε.
— Καλά, έρχουμαι, του λέει.
Ήρθανε στα Ψαρά, χώρισε ο Παναγής από τον Καπετάν Βάγλη, και συντροφεύει με τον Καραθανάση.
Ο Καραθανάσης είχε δυο αγαπημένα πράματα στον κόσμο. Την πατρίδα του, και την κόρη του. Σκοπός του είτανε ν' αρραβωνιάση τον Παναγή και με τις δυο, κι αυτό έκαμε.
Στην αρχή φαίνεται πως ο Παναγής από τις δυο τις αρραβωνιαστικές πιώτερο αγάπησε τη Μαριώ, νόστιμη Ψαριανούλα. Και γύρευε κιόλας και παντρειά.
— Όχι ακόμα, του έλεγε ο γέρος. Να πάρουμε πρώτα τη γολέττα να τη δουλέψουμε απατοί μας, κ' ύστερα με το καλό γυρίζουμε στα λεύτερα τα Ψαρά. Η λευτεριά δε θ' αργήση. Ξέχασες τι τους κάμαμε τις προάλλες στην Ερεσσό;
Έμεινε λοιπόν η Μαριώ με τη γριά της, και σύρανε οι δυο οι καπιτανέοι με τη γολέττα στο πέλαγο.
Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, εδώ τελειώνει το δεύτερο, και τώρα μπαίνουμε στο τρίτο το κεφάλαιο του παραμυθιού. Ελπίζω πως δε βαρεθήκατε, γιατί, πού να ξανάρθουμε πια να ταποτελειώσουμε! Μια και μας μυριστούν οι δάσκαλοι, τρύπα δε θα μας αφήσουν ανοιχτή να ξαναμπούμε.
Δώδεκα μήνες δούλευε η γολέττα στο πέλαγο, και πηγαινοέρχουνταν, πότε με μπαρούτι, πότε με προβιζιά. Όπου αρμένιζε η αρμάδα, τριγύριζε κ' η «Ψαριανή» — έτσι τη βάφτισαν. Και σαν άραζε και ξεφόρτωνε, αφορμή ζητούσε ο Παναγής ν' ανέβη σε κανένα πολεμικό, να μαζεύη τα παλικάρια κοντά του, και να τους δηγάται τις ιστορίες του.
— «Τον έχουμε, τον έχουμε πια τώρα στο χέρι τον Κωσταντάκη» τους φώναζε μια μέρα κάπου κοντά στα Ψαρά, τότες που γύριζε ο Κανάρης από τη Χίο. «Αυτός ο Κωσταντάκης θα μας φέρη τον άλλονα».
Κ' οι ναύτες τονε σηκώνανε στον ώμο τους από τη χαρά.
Αυτή την εποχή κατέβηκαν κι άραζαν στο δοξασμένο νησί τους, ύστερ' από δώδεκα μήνες δουλειά. Ο Παναγής τώρα τόλπιζε πως θα τον αφήση ο Καραθανάσης να παντρευτή, και του φανέρωσε πάλι μια μέρα τη λαχτάρα του.
— Θα μου πης πως τον έχουμε πια τώρα τον Κωσταντάκη, του λέει ο Καραθανάσης, μ' ας κάμουμε άλλο ένα ταξίδι, και βλέπουμε.
Πηγαίνει τότες ο Παναγής στη γριά την πεθερά του, και της λέει·
— Κατάλαβα· ο γέρος θέλει να με ψήση στη φωτιά πρώτα. Φιλώ
λοιπόν το χέρι σου, και μισεύω.
Ήθελε να πη δυο λόγια και της καλής του, μα πού ναποκοτήση!
Τους καιρούς εκείνους η αγάπη δεν είχε μήτε λόγια, μήτε φιλιά.
Το πολύ καμιά κρυφή ματιά.
Αποβραδίς έγειναν αυτές οι κουβέντες. Και σαν ξημέρωσε, βλέπει ο Καραθανάσης τον Παναγή για ταξίδι.
— Ώρα καλή; του κάνει.
— Αυτή τη φορά θα πας μοναχός σου με τη γολέττα, του
αποκρίνεται. Εγώ πηγαίνω με τον Κανάρη.
— Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας
να πέσης;
— Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ' αφίνεις να την πάρω
ακόμα, άφησέ με να παντρευτώ τη φωτιά.
Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο.
Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, είτανε λυσσασμένος από τη χαρά του. Δε χόρταινε να το δηγάται το ξακουστό εκείνο τερτίπι· πώς τους περίμενε μ' ανοιχτές αγκάλες ο Καπετάν Πασάς, θαρρώντας τους για δικούς του, πώς τους κατάλαβε άμα πήρε φωτιά ένα δίκροτο και σε λιγάκι τινάχτηκε, και με πόση πρεμούρα έκοβε τις αλυσσίδες να φύγη κατά την Πόλη. Κ' είχε δεν είχε, το γύριζε πάλι στον Κωσταντίνο.
Σαν το θεριό που μια κι απογευτή ανθρώπινο αίμα, παίρνει τα βουνά και τα δάση να ξαναβρή τέτοιο θύμα, έτσι γύριζε τώρα κι ο Παναγής μέσα στη θάλασσα. Κανένας δεν τον ήξερε πού βρισκότανε. Παντού ξεφύτρωνε, παντού πολεμούσε. Δεκατέσσερεις μήνες τον είχανε για χαμένο, κι ο πεθερός του, κι όλο το σπιτικό.
Μια βραδιά, — είταν η παραμονή της πρωτοχρονιάς του εικοσιτέσσαρα, — να σου και φανερώνεται μπροστά τους σα νεκρός σηκωμένος από τον τάφο. Κεφάλι δεμένο, τόνα του χέρι ακκουμπησμένο σε θελειά κρεμασμένη από το λαιμό του, κι όψη, φλουρί! Τον είχε φερμένο Μοσκοννησιώτικο πέραμα. Τονε βρήκανε σε κάποια έρμη ακρογιαλιά της Ανατολής μισαπεθαμμένο. Τον αφήκαν εκεί οι συντρόφοι του για νεκρό, και δεν προφτάξανε μήτε να τονε θάψουνε, για την καλή του την τύχη.
— Τώρα πια που κατάντησα τέτοιο σκιάχτρο, πού με παίρνετε σεις γαμπρό! Τους λέει με τρομαχτικό χαμογέλοιο, καθώς στεκότανε με τρεμουλιαστά πόδια. Λάτε, στρώστε μου να πλαγιάσω, και να σας ευκηθώ την καλή χρονιά! Εγώ ξημερώνουμαι δεν ξημερώνουμαι. Τρεις μέρες στη βάρκα, και το αίμα να τρέχη, κι όλο να τρέχη! Απέραντη αράδα σταλαματιές, από τα Μοσκοννήσια ως τα Ψαρά! Αχ, και να μπορούσε να τηνε δη αυτή την κόκκινη την αράδα ο Κωσταντίνος, όταν ταξιδεύη καμιά μέρα στο πέλαγό του!
Και πλάγιασε ο Παναγής Καλογιάννης, κι έπεσε σε μεγάλο βύθο, κι άρχισε να παραλαλή. Όλη τη νύχτα είτανε στο πόδι οι δικοί του. Ώρες ώρες ερχότανε στα συλλογικά του, και γύριζε κ' έβλεπε μια τη Μαριώ και μια τον πατέρα της, σα να τονε ρωτούσε αν έπρεπε να τη βλέπη με τέτοια χάλια.
Σαν ξημέρωσε, άρχισε ο Παναγής να συνεφέρνη λιγάκι. Στέλλει τότες ο Καραθανάσης και φωνάζει τον Παπά. Έρχεται ο Παπάς, κοιτάζει τον άρρωστο, και τοιμάζει τη Μετάληψη.
— Απάνω στη Βλόγηση, Παπά μου, κάνει ο γέρος, του δίνεις και τη Μετάληψη. Καιρό να χάνουμε δεν έχουμε.
Γυρίζει ο Παπάς και τονε βλέπει το γέρο ξερός.
— Πάντρευέ τους, σου λέω, Παπά μου, και γλήγορα γλήγορα.
Βάζει λοιπόν το πετραχήλι του ο Παπάς, και τους στεφανώνει.
Από κείνη την ώρα άρχισε και καλλιτέρευε ο σακατεμένος ο
Παναγής.
Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, άλλο ένα κεφάλαιο, και τελειώνουμε.
Έξη μήνες έκαμε ο Παναγής να πάρη απάνω του. Είτανε μια καλοκαιρινή πρωινή, εικοσιμιά του Θεριστή, και μπόρεσε πρώτη φορά να βγη ως το κατώφλι με τη Μαριώ, και να καθίση να δη τον ήλιο που έβγαινε. Ο γέρος έλειπε αποβραδίς στο Παλιόκαστρο, μαζί μάλλους πολλούς. Η γριά συγύριζε μέσα, και το νιόπαντρο ζευγάρι έκαμνε κουβέντα με τους γειτόνους. Άξαφνα ακούγουνται απανωτές κανονιές από τη θάλασσα. Είταν τα καράβια του Χοσρέφη, και καλημέριζαν τα Ψαρά την αξέχαστη εκείνη αυγή.
Όλοι τους σηκωθήκανε στο ποδάρι, έξω από τον καημένο τον Παναγή· πετιούνταν από παντού να δουν τι τρέχει. Δεν περνάει πολλή ώρα και βλέπουν τούρκικες σημαίες απάνω στα βουναράκια, κατά το Φτελιά. Αυτό τους άνοιξε τα μάτια τους δόλιους τους Ψαριανούς.
Σαν κοπάδι ξεκίνησαν κατά τη θάλασσα να γλυτώσουν. Και μέσα στο τρομασμένο εκείνο το κοπάδι έβλεπες και τη δύστυχη τη Μαριώ με τον Παναγή της στον ώμο, κ' η μάννα κατόπι. Του κάκου κοιτάζουν από παντού να δουν και το γέρο. Ο γέρος, εκεί που είταν, δεν μπορούσε να βγη.
Πλάκωνε η Τουρκαρβανιτιά από τα καράβια του Χοσρέφη, πλάκωνε, και σα θεριά τους κυνηγούσαν τους Ψαριανούς. Κανένας δεν καλογροικούσε πούθε ξεφύτρωσαν τόσοι Γενίτσαροι. Ακόμα λίγη ώρα, και ζύγωναν, και τους έπιαναν όλους τους κακόμοιρους τους νησιώτες.
— Τράβα κατά το γιαλό, φωνάζει ο Παναγής. Ίσια στο γιαλό! Έτσι
μπορεί να τσακώσουμε καμιά βάρκα.
Κατεβήκανε στο γιαλό. Πατείς με πατώ σε όπου τύχαινε βάρκα.
Ανέβαιναν ως τα μεσούρανα οι φωνές.
— Μωρ' αυτή η δουλειά δε θα βγη πέρα έτσι, λέει της Μαριώς ο Παναγής. Βάλε μένα κάτω, και τρέχα συ με τη μάννα, και μη φοβάσαι. Πρώτη φορά δεν είναι που εγώ βρέθηκα μες στα νύχια τους. Βάλε με κάτω, σου λέω· ακούς; μ' αφίνεις κάτω, ή σου σφίγγω το λαιμό και σε πνίγω.
— Πνίξε με, να γλυτώσης· μουρμουρίζ' η Μαριώ.
— Τρέχα λοιπόν, ίσια στη θάλασσα. Βάρκα δεν έμεινε, έφυγαν όλες και πάνε. Ίσια στο γιαλό, και μας πιάσανε. Σκλάβα θα σε πάρουν, καημένη, κι αλλοίμονό σου! Στο γιαλό, στο γιαλό, κι ο Θεός μαζί μας! Έτσι, γεια σου, στα βαθιά τα νερά. Στάσου μια στιγμή. Το &Κωσταντινάτο& σου! Πού είναι το &Κωσταντινάτο& σου; Στα χέρια μου, στα χέρια μου βάλτο. Όχι, φίλησέ το πρώτα. Δος μου το τώρα και μένα να το φιλήσω. Η μάννα! Πού να είναι η μάννα! Αχ, την πρόφταξαν την ταλαίπωρη! Βλέπε βλέπε πίσωθέ της να βρη το γέρο, την έπιασαν τα σκυλιά! Δε θα της χαρίσουν τη ζωή της κακόμοιρης! Έννοια σου, μαννούλα, κι ερχούμαστε, μη λυπάσαι. Βούτηξε τώρα, Μαριώ μου, αγάπη μου! Βούτηξε και μας σημαδεύουν. Έμπα και συ, χρυσό μου Κωσταντινάτο, και κρύψου στη θάλασσα. Η ώρα σου δεν ήρθε ακόμα. Μα θάρθη θάρθη η ώρα σου…
Και πνίγηκε η φωνή του μέσα στα κύματα.
Δεν άργησε κι ο γέρος να τους ακολουθήση απ' άλλο, πιο μαύρο δρόμο. Πέρασε με χίλιους συντρόφους του από φλόγα κι από καπνό, και πετάχτηκε στ' αψηλά, να βρη τη λευτεριά που η γης του αρνήθηκε.
Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, να με συμπαθήστε που σας κράτησα τόσην ώρα. Δεν το είχα σκοπό να το κάμω τόσο μεγάλο το παραμύθι μου. Μα μπορούσε να είναι και μεγαλήτερο. Μπορούσε να είναι και παραμύθι που να δηγάται τετρακόσω χρόνων όνειρα, ελπίδες, πίκρες και βάσανα. Μπορούσε νάχη ήρωά του όλη τη Ρωμιοσύνη, και σκηνή την απέραντη τη χώρα που αντιλάληξαν τέτοιες λαχτάρες και στεναγμοί.
Είναι γραμμένο αυτό το θλιβερό παραμύθι σε κάθε ρωμαίικη καρδιά μ' αίμα και με φωτιά. Μα κανένας δεν μπόρεσε να μας το βάλη ακόμα σε λόγια, και να φανερώση πόνους που κρύβουνται μέσα στα σωθικά μας.
Και τώρ' ας προφητέψω και γω με τον Παναγή Καλογιάννη πως θα μας έρθη Εκείνος που θα το καταστρώση το μεγάλο και το λαμπρό αυτό παραμύθι, απαράλλαχτα καθώς μας ήρθε κι' ο Κωσταντίνος. Θα κατέβη αυτό τουράνιο το πουλί και θα μας κελαϊδήση, όταν έχει ο τόπος αγέρι, ήλιο και πρασινάδα.
Μα τα μεγάλα αυτά τα καλά, θάρθουνε μοναχά τους; Θα τα φέρη το Βασιλόπουλό μας; κανένας άλλος απόγονός του; Το Έθνος; Οι Φράγκοι; Τίποτις απ' αυτά. Θα τα φέρη η &Αρετή&, η παλικαριά, η αθάνατη η Θεά που κατέβηκε χίλιες φορές και μας τη γλύτωσε την πολυπαθιασμένη τη Ρωμιοσύνη.
Βαριά σα να κοιμηθήκαμε στο Παλάτι, ύστερ' από κείνη την κουβέντα με το Βασιλιά και με το Βασιλόπουλο. Ο ήλιος χρυσώνει τον Υμηττό. Καλά που δε μείναμε κι αργότερα. Θα γέμιζε το Παλάτι oυρές, και ξεκολλημό δε θα είχαμε. Μακριά από ουρές, φίλε μου. Στα κεφάλια να τρέχουμε. Από το κεφάλι καταλαβαίνεις και την ουρά. Και κει που το λέμε, ορίστ' ένα κεφάλι· μεγάλο ή μικρό δεν πειράζει. Πηγαίνει να διδάξη τη νεκραναστημένη τη γραμματική του. Του αξίζει μια καλημέρα. Πάμε κατόπι του. Τι; Το βαρέθηκες το γλωσσικό το ζήτημα; Σου το τάζω πως δε θαρχίσω λογομαχίες μαζί του. Δυο λόγια μονάχα. Δεν ταιριάζει να μην του πούμε δυο λόγια. Αν το πάρη απάνω του, που τονε βάζουμε ύστερ' από το Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, δε θάχη άδικο και σ' αυτό. Κοίταξε τα όλ' αυτά τα παλικάρια που κοπαδιαστά τρέχουνε και μαζεύουνται μέσα στο μεγαλονόματο το Σκολειό του. Όλα μαζί του είναι. Όλα στη σημαία του γύρω ν' αποθάνουν είν' έτοιμοι. Κ' οι γονιοί τους, και το συγγενολόγι τους μαζί του θα είταν, αν είχε τρόπο να τους βάλη και κείνους τα δυο πόδια στ' αττικό του παπούτσι.
«Χαίρε, ω πάντων Ελλήνων γραμματικώτατε, και επίτρεψόν μοι ίνα εις το καθημαξευμένον σοι λαλήσω ιδίωμα. Της πονηράς γαρ τυγχάνω σχολής ων».
Ήρθαμε μια στιγμή κοντά σου, όχι να σ' ακούσουμε, γιατί βιάζεται ο φίλος μας απ' εδώ, μόνο να σου πούμε δυο λόγια, εδώ στην πόρτα. Ας περιμένουνε λιγάκι οι φοιτητάδες. Δυο τρεις δοτικές απάνω, δυο τρεις κάτω, τι πειράζει! Χιλιάδες τις έχουνε. Εμείς όμως οι δυο καθημέρα δε σέχουμε. Κ' είναι ανάγκη, θαρρώ, να σε δούμε και να τα πούμε, όχι και τόσο για χάρη της αγαπημένης σου της γραμματικής, όσο για χάρη της αγαπημένης μας της πατρίδας.
Και πρώτο, σε θερμοπαρακαλούμε να πης των παλικαριώ σου να μην τρέχουν κ' έρχουνται δα σαν τρελλοί στην αττική σου παράδοση πρι να κάμουνε κ' ένα καλό αρχαίο αττικό λουτρό. Μήτε να βγαίνουν από τα σπίτια τους δίχως μανδύα· μόνο να τα μισοσκεπάζουν τα φράγκικά τους. Ας μην πολυτρώνε και κουλούρια και τρίγωνα, μόνο και κυάμους και σύκα. Έπειτα όταν έρχουνται και χύνουνται σα μελίσσια και μαζεύουν από τανθηρό σου το στόμα το μέλι της «Αττικής φωνής», ας ξεκινούν ίσια κατά την «Αγορά» κι από κει στην «Ακαδημία». Και σα ρωτούν και μαθαίνουν αν «λέγεται τι καινόν» κι ακούσουν και τις μαριολιές κανενός «Σοφιστή», ας βγαίνουνε στο μεϊντάνι, ας ξεγυμνώνουνται, ας λαδώνουνται κι ας δοκιμάζουν τη δύναμή τους. Και σα γυρίζουν πάλι στα σπίτια τους και κρεμάζουν τα καπέλλα τους στο καρφί, ας στεφανώνουνται σα γαμπροί, κι ας &πλαγιάζουνε& στα συμπόσιά τους, μ' αυλητρίδες και με χορεύτρες αντίκρυ τους. Πες τους να μη λησμονούνε να στέλνουνε και κανένα πινάκι φαεί της «Θεού».
Κ' ύστερ' απ' όλ' αυτά, μπορείς, θαρρώ, να τους προσθέσης πως κι αυτά να κάμουν, και χίλια τέτοια, πάλι δε θ' αρμενίζουνε πλάγι πλάγι με την Αττική τη «φωνή», πως με τέτοια καύκαλα μήτε μπρος μήτε πίσω δεν πάμε. Πως εκείνοι που πολεμούσανε για τα μας, και γλύτωναν τον τόπο από τη μια τη σκλαβιά, δεν τη λογάριαζαν οι δύστυχοι αυτή την άλλη τη σκλαβιά του δασκαλισμού. Πες τους πως ο δρόμος που ανοίξανε με το σπαθί τους έβλεπε κατά τα μπρος, και όχι καταπίσω. Στην αληθινή την πρόοδο, όχι στη ψεύτικη τη μίμηση. Πες τους, πως για να σιάξη αυτός ο δρόμος που είνε τώρα πέτρες κι αγκάθια σπαρμένος, χρειάζεται δουλειά και ζωή, όχι ψευτοπερηφάνειες κι ανώμαλα ρήματα. Πες τα όλα, καθηγητή μου, με το καλό, καθώς σου τα λέγω. Πες τους πως οι παλικαράδες που τραγουδούσαν ως προχτές πως γέρασαν κλέφτες σαράντα χρόνων, αυτοί μέσα στο δικαστήριο της Ιστορίας μια πιθαμή χαμηλότερα δε θα σταθούν από τους ηρώους του Ομήρου. Πως κι ο Όμηρος έτσι κλέφτικα τα τραγουδούσε· πως και τη ρωμαίικη τη γλώσσα θα βρεθούνε μια μέρα Δάσκαλοι να τη σπουδάζουνε, γιατί θα μιλούμε τότες άλλη λογής «Ελληνική» γλώσσα· ναι, Ελληνική πάντα, μα άλλη λογής. Εξόν αν πλακώσουνε και μας φαν οι γειτόνοι μας. Πες τους πως &ταληθινό& το γλωσσικό το ζήτημα είναι όχι ρωμαίικα ή αττικά, μόνο ρωμαίικα ή βουλγάρικα, τούρκικα, ή αρβανίτικα· και πως μια και μοναχή γιατρειά έχει αυτό το γλωσσικό το ζήτημα: Τη γιατρειά της αρετής, της παλικαριάς, της λησμονησιάς του «Εγώ».
Ας τον αφήσουμε να τραβήξη μέσα τώρα. Μα θα τους τα πη άραγες;
Αν μπαίναμε μαζί του, θα πεθαίναμε από πείνα διπλή. Κ' ίσως η ψυχική θα είταν η μεγαλήτερη. Ας τα πούμε πάλι πίνοντας τον καφέ μας απ' έξω απ' αυτό τ' Αττικό ζαχαράδικο.
. . . Είναι τώρα ως εκατό χρόνια που τραβάει ο δασκαλισμός από τη μια, κ' η αλήθεια από την άλλη. Κι αν είτανε μονάχα να διδάσκεται ο δασκαλισμός στα Σκολειά, το σκοινί θάσπανε τώρα και πολύν καιρό. Μα για την κακή του τη μοίρα το Έθνος, ό,τι έβαλε κάτω το καριοφύλλι, δεν είχε χέρια για πέννα! Και μήτε διάθεση δεν είχε να σπάνη το κεφάλι του με γραψίματα και διαβάσματα· μόνο από τη βιάση του να το ρίξη στην ακαμωσιά και στο γλέντι, αφήκε σε χέρια δασκάλων το ιερώτερο πράμα ύστερ' από τη θρησκεία, — τη φιλολογία του. Ποίημα έβλεπες; Δάσκαλος ή δασκαλοπαίδι το είχε γραμμένο. Κι αν δεν τόγραφε δάσκαλος, εκείνος τόκρινε, το στεφάνωνε ή ταφόριζε. Ιστορία; Δάσκαλος, ή δασκάλου κοπέλλι κι αυτή. Παραμύθι ή δράμα; Πάλι αυτός μας το σκάρωνε και το δράμα και το παραμύθι. &Ένας& τους μονάχα έτυχε νάχη μέσα του ρωμιοσύνη και τέχνη αληθινή, και πήγανε να τονε φάνε. Άρον μάρον τον ξορίσανε στο νησί του. Όλο το Έθνος στον ώμο τους το πήραν. Το πνίξανε μέσα στην καταχνιά τους ό,τι άρχισε νανεσαίνη. Ό τι γεννοβολούσε η πέννα τους, μέσα στη γραμματική τους είτανε βουτημένο, σαν μες στο κερί κομμάτι φιτίλι, κι αυτό δανεικό. Και τι μπορούσανε νάχουνε δικό τους! Αφού άλλο δε συλλογιούνταν παρά το τι είπε το δείνα μεγάλο κεφάλι, και το τι έγραψε το τάδε, πού καιρός να καθίση και να ρωτήξη και το δικό του το κεφαλάκι ο δάσκαλος, ίσως μαθέ του πη κι αυτό κατιτίς!
Καθίσανε λοιπόν οι φίλοι στην Έδρα τους, και θέσπισαν: Πως το μέτρο πρέπει να είναι έτσι, η «λύσις» έτσι, η «κάθαρσις» έτσι. Φυσικά τους νόμους αυτούς τους έστρωναν για την Ποίηση. Γιατί το Έθνος είτανε νέο, κι άρχιζε ποίηση να τους γυρεύη. Άξαφνα, εκεί που από τη μια την πλευρά της Ρωμιοσύνης ο δασκαλισμός μετάφραζε το Ρακίνα, ή έκλεβε το Βερανζέρο, πετιέται από την άλλη ως τα μεσούρανα ένα μετέωρο και γεμίζει τον κόσμο ουράνιες φλόγες. Μια ψυχή θεία και λεύτερη, που με τον πρώτο της αθάνατο στίχο γκρέμισε όλο τον πύργο που πολεμούσαν οι δύστυχοι εκείνοι μανιακοί να μας χτίσουν από μουχλιασμένες περγαμηνές. Μια ψυχή, που έννοιωσε μονομιάς όλη την καρδιά της ταλαίπωρης Ρωμιοσύνης, και την τραγούδησε με τρόπο που έμεινε η Ρωμιοσύνη μαγεμένη κ' εκστατική.
«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η δόξα μονάχη,
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια
Και στην κόμη στεφάνι φορεί,
Γενομένο απ' ολίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη»,
Είπε η ψυχή εκείνη, κι ανατρίχιασε όλο το Έθνος από συγκίνηση. Πήγε να χαλάση ο κόσμος. Φώναζαν οι δάσκαλοι, φώναζε ο φραγκοκλέφτης ο Σούτσος. Το Έθνος τη δουλειά του. Άλλο δεν τραγουδούσε παρά τα θεία λόγια του Σολωμού· γιατί την καρδιά του καθρέφτιζαν.
Πετιέται κατόπι άλλος, ύστερ' άλλος. Ο λαός τους ανέβασε όλους στα ύψη του Παρνασσού, γιατί ο λαός, όσο αλυσοδεμένο κι αν τον κρατούσαν οι δεύτεροι τύραννοί του, αποθαμμένος δεν είταν, και γύρευε ποίηση ζωντανή. Από δω είχαν οι δάσκαλοι, από κει είχανε, βάλανε στο χέρι το Ζαλακώστα. Του δίνει ένας τρομερός Αρχιμιμητής το Ελληνικό το Λεξικό, τονε χαδεύει στον ώμο, και του σφυρίζει στ' αυτί πως αν κάμη το νερό &ύδωρ& και το μπαρούτι &πυρίτιδα&, αν πλουτίση και τη φτώχεια και την κάμη κι αυτή &πενίαν&, θα καταντήση άλλος Αισχύλος, θα κερδίζη και τα βραβεία του Βουτζινά. Ειδεμή, δεν έχει βραβεία Κ' έτσι τονε μισοχάσαμε το Ζαλακώστα. Ζήτησαν και τάλλο, το Φταννησιώτικο το καμάρι να το σκλαβώσουν κι' αυτό. Μα ο Βαλαωρίτης, πιστό και δυνατόγνωμο της Ρωμιοσύνης παιδί, τους λέει, όχι. Σας δίνω τους προλόγους μου, και τις νότες μου· μα τα τραγούδια μου τα φυλάω για το Έθνος. «Βέβαια, βέβαια! φώναξαν τότες οι δάσκαλοι. Η δημοτική είναι ιδιαζόντως γλώσσα ποιητική».
Κ' έτσι, μας παράδωσαν οι φίλοι το κάστρο χωρίς να το νοιώσουν. Η μόνη φιλολογία που έχουμε ως την ώρα, και που της αξίζει τόνομα, είναι φιλολογία ποιητική. Άρχισε τώρα κ' η σειρά της άλλης. Το Έθνος πεινάει, και γυρεύει τώρα φαεί. Ζητάει να διαβάση, και διαβάζοντας να γελάση, να κλάψη, να μετανοιώση, να θυμώση, ν' αγριέψη, να πολεμήση, αν είναι ανάγκη. Πιάνει λοιπόν από το λαιμό τους μαγείρους που του νεροβράζανε μούμιες τόσα χρόνια, και τους φωνάζει· — Για όνομα του Θεού, φτάνουν οι μούμιες! Ψήστε μου κ' έν αρνί στη σούβλα να φάω! Δόστε μου τη θροφή που ζητάει ο πεινασμένος μου νους! Χύστε αίμα καθάριο στις στεγνωμένες μου φλέβες! Ρωμιό μ' έκαμε ο Θεός, ρωμαίικο χώμα πατώ, ρωμαίικο αέρα ανεσαίνω, — πώς θέλετε να τα χωνεύω τα ολόστεγνα ξεροπέτσια που μου ξεθάβετε! Με τη μασιά τα παίρνω και τα πετώ, και ή μου δίνετε όσα η καρδιά μου γυρεύει κι ο νους μου ονειρεύεται, ή πεθαίνω από την ατροφία.
Τα λέγει αυτά ο λαός ο καημένος, όχι φυσικά με το στόμα του ή με την πέννα, που αν μπορούσε έτσι να τα φωνάξη θα τον άκουγαν κ' οι δάσκαλοι· μα τα λέει με την αδιαφορία του προς τα δασκαλήσια, με την ακαμωσιά του, με την αμάθειά του, με την αφιλοκαλία του, με χίλιους τρόπους που μιλούνε στο νου του καθενός παρατηρητή που τον αγαπάει, τον πονεί, τονε νοιώθει. Οι δάσκαλοι όμως, κουκκί απ' αυτά δεν απεικάζουν. Αυτοί παραπονούνται μονάχα πως το έθνος δεν έχει όρεξη να διαβάζη. «Εν Ελλάδι δεν υπάρχουσιν αναγνώσται». Δεν τις αγοράζει κανένας τις μούμιες. Ας του φτειάξουν όμως έργα που να καθρεφτίζεται η ψυχή του κ' η γλώσσα του, και να δουν. Κοίταξε πώς τα χάφτει ο λαός τα λίγα ψύχουλα που εδώ και κει του σκορπούνε. Κοίταξε πώς τα νοστιμεύεται, ως και τα κουτσά τα ρωμαίικα που του σερβίρουνε στα φραγκορομάντσα τους, οι «επιφυλλίδες». Κοίταξε τις εφημερίδες τις ίδιες· που τις διαβάζεις σήμερα και δε σε πιάνει ανέκατος από τις βαρειές τις Ελληνικούρες· μόνο, όπου χρειάζεται δύναμη, ζωή, κίνηση, εκεί δανείζουνται από τη γλώσσα τη δυνατή, τη ζωντανή, την παντοκίνητη. Τη γλώσσα που και τα συστατικά έχει, και γραφτό της είναι να δώση το υλικό για τη φιλολογία την εθνική.
Να σου πω τώρα και κάτι στ' αυτί πρι να σηκωθούμε. Να είχαμε καιρό, και να μη φοβούμουν τα γερατειά, θα σ' έπαιρνα μαζί μου ως το Παρίσι. Εκεί θα σανέβαζα σ' ένα σπίτι, στου Ταξιάρχη τη συνοικία. Θα μπαίναμε, και θα βλέπαμε τοίχους από βιβλία ολοτρόγυρα. Και στη μέση λεβέντη, με πρόσχαρη όψη, και μ' ολόξυπνα μάτια. Αυτός είναι που την πέταξε την πρώτη τη μπόμπα μέσα στη δασκαλήσια τη φάλαγγα. Ξαφνικό τους ήρθε σαν ξέσπασε. Κανένας τους δε βγήκε να τον ανταμώση και να του ρίξη, ας είναι και μια τουφεκιά. Παιδιά βάζανε και τούρριχταν πέτρες. Μα το «Ταξίδι» του ολονένα ταξιδεύει ανάμεσά τους, και τους σπέρνει φωτιά και καπνό.
Κ' είτανε μπόμπα που μόνος τη δούλεψε και μόνος την πέταξε. Έναν δεν είχε πλάγι του να του δώση κουράγιο. Όχι, στεκότανε &μια& κοντά του. Σωστή Μπουμπουλίνα σε τέτοιους πολέμους. Μια που μπορούσε να τους ρουφήξη τους φίλους μας εκεί μέσα. &Επιστήμη& την έλεγαν την αγαπητικιά του. Θα μου πης, είναι το λοιπόν κι αυτός δάσκαλος; Ναι, από κείνους που θάχη το Έθνος σαν ξεφορτωθή το &Δασκαλισμό&.
Πού να πρωτοπάμε τώρα; Στον Πρωθυπουργό; Στη Βουλή; Στις εφημερίδες; Όχι· δεν ήρθαμε να πιάσουμε την αρρώστια του τόπου και να συζητούμε πολιτικά. Ήρθαμε να σεριανίσουμε την Αθήνα στα πεταχτά. Στο μυστικό μας αυτό ταξίδι ίσως ανταμώσουμε και πολιτικούς. Ίσως μας το σερβίρουν και μας το δαιμονισμένο το πιοτό που τόπιε το Έθνος και μέθησε, και τώρα τι λέγει και τι κάμνει δεν ξέρει. Μα θα ταπογευτούμε με φρόνηση και με μέτρο· ειδεμή, άλλο μην περιμένης παρ' ανοησίες κι από ταμάς.
Αυτό το μεγάλο το εθνικό το μεθήσι δεν μπορεί, θαρρώ, και να βαστάξη πολύ. Θα δουλέψη φυσικά και δω ο νόμος ο φυσικός της ισορροπίας, δηλαδή θα πέση θέλοντας και μη το Έθνος στη λάσπη, και θα κυλιέται ώσπου κάποιος περάση και το σηκώση. Μακάρι να είναι δικός μας αυτός ο κάποιος! Μακάρι να μη μας την κάμη ξένος αυτή τη χάρη!
Αλλού, αλλού ας κοιτάξουμε, αλλού ας κρυφοπετούμε. Ορίστε αντίκρυ μας μεγάλο σπίτι κι αρχοντικό. Σπίτι πολιτισμένο, και σαν τα ρομάντσα τους, από την Ευρώπη φερμένο. Εκεί, εκεί που ανοίγει η θύρα και βγαίνει ένα κοριτσάκι να πάη Σκολειό. Πρόβαλε κ' η μάννα και το κατευοδώνει. Πανώριες δεν είναι, μήτ' η μια μήτ' η άλλη. Μα έχουν τη μεγαλήτερη της ομορφιάς την αντίπαλη, τη ρωμαίικη τη χάρη και τη νοστιμάδα. Είναι και ντυμένες κατά τη μόδα. Η Κυρία μας πρέπει να την ξέρη τη μόδα νερό. Με τα πρωινά της είναι ακόμα. Τα κατάμαυρά της μαλλιά τάχει στρεφογυρισμένα με μιαν αταξία, που χρειάζεται χρόνια σπουδή να τη μάθης. Τα χερουλάκια της γλυκοπαίζουν απάνω στον ώμο της κόρης της. Φεύγει το κορίτσι, ακολουθάει ο δούλος. Τι προτιμάς; Να συνοδέψουμε το κορίτσι, να δούμε πού πάει, και τι θα μάθη; ή να μείνουμε και να κρυφοχωθούμε στο μεγάλο το σπιτικό;
Τρέμω μην τύχη και μου πης στη μικρούλα να πάμε. Τρέμω, γιατί μια και δης το τι διδάσκουνται οι μητέρες της γενεάς που από δαύτες προσμένει γλυτωμό και προκοπή η πατρίδα, θα φρίξης, και θα μου πης να γυρίσουμε στο καλύβι, και κει να μείνουμε, απελπισμένοι από πιο καλότυχα μέλλοντα!
Καλλίτερα, φίλε, στο μεγάλο το σπιτικό· αφού μάλιστα κ' η μητέρα της σε Σκολειό σπούδαξε κόσμο. Βλέποντας εκεί τους καρπούς της θηλυκής μας σπουδής, θα ελπίζης πως ίσως η κόρη θα σπουδάζη τώρα ανθρωπινώτερα, φυσικώτερα. Κ' ελπίζοντας, πάντα κάτι βγαίνει.
Ξανανοίγει ως τόσο η θύρα. Δε βγαίνει άλλο παιδί. Πρέπει να είναι ο αφέντης εκείνος που βγαίνει, επειδή δεν παραστέκεται η κυρία. Ξεκινάει για τη δουλειά του με το τσιγάρο στα χείλη. Σα γερονίκος μου φαίνεται, κι ως τόσο με τη μόδα πηγαίνει κι αυτός.
Έφυγε κι ο πατέρας, και τώρα δε βλέπουμε τίποτε. Καιρός μας να γίνουμε αέρας και να χωθούμε. Ίσια στης Κυρίας το &Μπουντουάρ&, εκεί που στέκεται ο παντοδύναμος θρόνος της, που τάχει όλα δικά της, που ψυχή δεν τολμάει να της αγγίξη βελόνι, μήτ' ο ίδιος ο άντρας της. Μα τη Βασίλισσα δεν τη βλέπω στο θρόνο της. Πρέπει να έμεινε κάτω και να δίνη προσταγές στην κουζίνα. Θα πήγε να βάλη γνώση του μάγερα, να μην το παρακάμνη στο μέτρημα. Αρετές γυρεύει από το μάγερα, που μήτε σ' αγαπητικό της δεν μπορεί να τις ανακάλυψε. Κ' ίσως μήτε στον άντρα της, αν, καθώς υποψιάστηκα, εμπορεύεται κι αυτός στα πολιτικά.
Κοίταξε ως τόσο τι όμορφα τάχει συγυρισμένα τα έπιπλά της. Καναπές, πολιθρόνες, καρεγλάκια, όλα βελούδο. Το χαλί μαλακό σαν τα μαγουλάκια της. Λογής παιχνίδια και στολίδια σκόρπια σε ράφια και σε τραπεζάκια, μ' αταξία κι αυτά, σαν τα μαύρα της τα μαλλιά.
Ορίστε κ' ένα γραμματάκι σ' αυτό το τραπέζι. Πρέπει να το λησμόνησε δω. Αργότερα θα μπη στο συρτάρι κι αυτό. Λες να τανοίξουμε το συρταράκι να δούμε και τάλλα; Όχι, δεν πρέπει. Έπειτα, εκεί κρύβουνται παλιές ιστορίες, κ' εμείς γυρεύουμε ιστορίες της ώρας. Και θα τις βρούμε, θαρρώ, γιατί εδώ μυρίζει βανίλλια, κι όσο γέρος κι αν είμαι, πάει να με μεθήση η αρχοντάδικη αυτή μυρουδιά.
Γιατί όμως να ταφήση έξω το γραμματάκι! Είναι, θα πης, γραμμένο στην κορακίστικη, και φόβο δεν έχει να διαβαστή από δούλο. Μα πάλι να μη φοβηθή μην τύχη και το διαβάση ο άντρας της! Δε σου το είπα; Ο άντρας της πόδι δεν πατάει εδώ μέσα. Ας διαβάσουμ' εμείς το λοιπό. Βέβαιο πως έχουμε την άδεια του Αφέντη, αν όχι της λυγερής του.
«… Μοι εστάθη των αδυνάτων χθες. Μη δυσανασχέτει. Έσο βεβαία περί της σήμερον …»
Όμορφο ραβασάκι! Μήτ' αρχή, μήτε τέλος, μήτ' όνομα, μήτε χωριό. Κοπιάστε, Κύριοι, εσείς που καταγίνεστε στις Επιγραφές, και ξεδιαλύνετέ το. «Μη δυσανασχέτει, έσο βεβαία περί της σήμερον». Πως κάτι θα γίνη σήμερα, δε χρειάζεται δα και Οικονομίδης να μας το πη. Καταλάβαμε και πως πρέπει να πέρασε θυμωμένη νυχτιά. Μήτε στο κατώφλι δεν πήγε να προβοδίση τον άντρα της.
Προσοχή, γιατί την ακούγω κι ανεβαίνει.
Δεν έρχεται μέσα ως τόσο. Στην άλλη την κάμαρα τρύπωσε. Σα να ξεδιπλώνουνται και να κρυφοτρίζουνε φορέματα. Φαίνεται πως στολίζεται η Κυρία· δηλαδή, περνάει τη γλυκύτερή της την ώρα. Κι ώσπου να στολιστή, τι να κάμουμε! Να μπούμε και να την καμαρώσουμε, δεν ταιριάζει. Βγαίνουμε στην Πλατεία, και σεριανίζουμε. Πάντα κάτι θα δούμε.
Δε μου φαίνεται να τσακίζη ο κόσμος τα κόκκαλά του εδώ στη δουλειά. Οι ώρες στον τόπον τούτον είναι πάφτηνες, μπόλικες, και γεμάτες ζαχαρένιο νερό σαν καρπούζια. Δίχως θροφή και δίχως ουσία νερό. Να του πης του Τραμπούκου που κάθετ' έξω από το Καφενείο και κοιτάζει λεβέντικα την άκρη του παπουτσιού του, — να του πης πως όσον καιρό χάνει μελετώντας τρόπους να κρυφοαρπάζη φτωχικά ψυχουλάκια από το Κοινό, μπορούσε τίμια δουλεύοντας να μαλαματώση την τρομερή του κουμπούρα, να μείνη κάτι και για τη χώρα που τον έθρεψε, και που αυτός ακόμα τηνε βυζάνει, αν του τα πης αυτά, θα θαρρέψη πως θέλεις να γίνης εσύ αντίς του λόγου του κλέφτης του τόπου, κ' ίσως και σε σκοτώση, φανερά ή κρυφά. Μα κάλλιο δες παραμέσα! Και πες μου, πώς θα βρίσκαμε τόπο να καθίσουμε, αν δεν μπορούσαμε και μυίγες να γίνουμε στην ανάγκη! Όσο για τις φωνές, καλά που δεν τις ακούμε με τα καθημερινά μας ταυτιά! Κόπιασε τώρα εσύ, που μου λιμπίζουσουν πολιτικά το πρωί, να τακούσης και να τα χορτάσης. Κόπιασε να το νοιώσης πως πολιτικά πάει να πη ποιος να πρωταρπάξη. Αν είναι στ' αλήθεια πολιτικός, ν' αρπάξη ίσια από το Ταμείο. Αν όχι, από ταυλάκια που τρέχουνε στο Ταμείο· μα τελωνεία είναι, φόροι είναι, ό,τι τύχη να είναι.
Άκου τον αβοκάτο, με τι πίκρα μοιρολογάει την πατρίδα του, τώρα που την κυβερνάει η σκληρόκαρδη η παρέα που τον έχει αφημένο απ' έξω. Και τι τερτίπια σοφίζεται να την αναποδογυρίση αυτήν την παρέα. Ένα ως τόσο καλό μας κάμνει ο ψαλιδόγλωσσος ο αβοκάτος, κι αυτό χωρίς να το θέλη· που με τα λόγια του μας ξηγάει το &κλειδί& της ρωμαίικης της πολιτικής. Ποιος να πρωτοκλέψη, δηλαδή ποιος να πρωτοζήση δίχως δουλειά, — να το κλειδί. Όλα τάλλα είναι παραμύθια. Παραμύθια είναι κι όσα του αποκρίνεται ο πλαγινός του ο πατριώτης, που τυχαίνει, θαρρώ, να είναι σαν τιμιώτερος, αν κι αυτός ακαμάτης. Γεμάτος ιδέες ο φίλος· όμορφες ιδέες και στοχαζούμενες. Γνωστικός πατριώτης, και νοικοκύρης καλός· διαβάζει και το «Ντεμπά». Μα φεύγουν και χάνουνται κι αυτουνού τα λόγια μαζί με τον καπνό που καπνίζει. Πες του να τα γράψη και να τα στείλη στον τύπο, και θα γελάση με μιαν ακαταδεξιά που θα σε κάμη να ντραπής που του μίλησες. Θα σου πη πως οι ρωμαίικες οι εφημερίδες είναι για τα παιδιά που τις γράφουν, και για μερικούς που το κάμνουνε δουλειά τους. «Εμένα δεν είναι δουλειά μου», θα σου πη. «Αυτά γίνουνται στην Ευρώπη», μπορεί να σου πη. Εκεί κάθε γνωστικός πολίτης δουλεύει, άλλος κρυφά κι άλλος φανερά, για τον τόπο του, μπορεί να σου πη.
Βλέπεις; Όλα τα ξέρει. Του πολιτισμού τον δρόμο τον ακολουθάει και τονε σπουδάζει καθώς ταστέρια ο αστρονόμος. Δεν είναι νόμος, δεν είναι σύστημα που δεν τόχει μελετημένο. Τα ξέρει όμως όλα καθώς ξέρει την ιστορία· &από το βιβλίο&. Οι σοφίες που διάβασε δε ζωντανέψανε μέσα του. Του λέει λοιπόν, «Εμένα δεν είναι δουλειά μου, αυτά γίνουνται στην Ευρώπη».
Μα, φρόνιμε νoικοκύρη μου, μήτε του Άγγλου δεν είναι δουλειά του. Είναι χρέος του. Αμαρτία τόχει αν δεν πάη το βράδυ σε μια Συνέλεψη να πολεμήση, να δώση και λόγο γιατί πολεμάει τους πολιτικούς του αντίπαλους. Όταν όμως σηκωθή το πρωί, &στη δουλειά του& θα πάη. Εμείς είναι που τα κάμαμε δουλειά τα πολιτικά. Ντελιγιάννης εδώ πάει να πη ψωμί, Τρικούπης πείνα. Κι αν τύχη και δεν υπάρχει μήτε ψωμί μήτε πείνα στη μέση, τίποτις ιερό, τίποτις όσιο δεν υπάρχει, κι ορίστε γιατί μήτε γράφεις, μήτε μαζεύεις μερικούς σαν και λόγου σου, να τους χαρίσης τη μάθησή σου, στο αίμα τους να τη χύσης, με συνείδηση και με τιμή να τους αρματώσης, πολίτες αληθινούς να τους κάμης, — διαβασμένε μου πατριώτη.
Άλλος εκεί παρακάτω! Επαρχιώτης αυτός, και δηγάται του πλαγινού του πώς το κατάφερε, εκεί που έκλαιγε τη μοίρα του στη βρωμερή φυλακή του χωριού του, τότες που μαχαίρωσε κάποιονα, να βρίσκεται τώρα στην Αθήνα, και να χαίρεται της ζωής τα καλά. Μεγάλη ιστορία, και τόσες φορές λεγμένη, που μήτ' εδώ να ξαναϊστορηθή δεν αξίζει. Σώνει να ξέρης πως είναι κουμπάρος ενός βουλευτή. Ένα μήνυμα του βουλευτή, και μεταθέτεται ο δικαστής που μελετούσε να τον παιδέψη. Κ' έρχεται άλλος δικαστής που για του βουλευτή το χατίρι και νεκρό ζωντάνευε, όχι, λέει, ζωντανό να κρεμάση. Κ' έτσι γλύτωσε ο κουμπάρος, το στήριγμα αυτό της πατρίδας, που μας στέλνει σοφούς βουλευτάδες στην πολυφώτιστη την Αθήνα.
Μα τι τούτος, τι εκείνος, και τι ο άλλος! Όλοι τους στο ίδιο το καζάνι μέσα βράζουν εδώ. Το ίδιο το φαρμάκι τους ποτίζει όλους. Ας σύρουμε παραμέσα, γιατί φτάνει μας τα πολιτικά. Είναι φριχτή η σαπίλλα τους, και μπορεί ναρρωστήσουμε.
Κοίταξε τους τρεις εκείνους καμαρωτούς σπαθοφόρους, στου καφενείου το βάθος. Εκεί να πάμε, και να καθίσουμε δίπλα τους. Μια χαρά να τους βλέπης. Άλλο πράγμα όμως, να τους ακούς.
«Πάλι σας χαιρετώ, παλικάρια, που χάρη νάχετε τα ηρωικά σας ονόματα, και δεν σας παίρνουνε για αποβγάλματα της Φραγκιάς! Που σπίθες πετούνε τα μάτια σας, μα σπίθες που δε μυρίζουν μπαρούτι! Που ο Άρης την πήρε τη φλόγα του από την όψη σας, και σας αφήκε τα ρούχα του μοναχά! Καλή μας τύχη, παιδιά μου, που η Φύση κάμνει και θάματα κάποτες. Βγάζει κάποτες και δράκους από τα σπλάχνα της σαρδαναπαλιάς. Ειδεμή θα καθίζαμε τώρα αντίκρυ σας, και τα πύρινά μας θα κλαίγαμε που έμεινε η τύχη της Ρωμιοσύνης σταφροδιτωμένα σας χέρια».
Αν τις έπαιρνε ταυτί σου τις ομιλίες τους, τον ίδιο χαιρετισμό θα τους έκαμνες. Πρόσεξε τώρα, να καταλάβης τι λογής φωτιά είναι αυτή που τους περιχύνει.
Κοίταξε πρώτα τον καταμεσιανό τους, με τη χωρίστρα στη μέση, αυτόνα που σκύβει και κρυφομιλάει του αντικρινού του. Για κάτι στοίχημα του μιλάει. Τόχασε, λέει, ο πλαγινός του το στοίχημα. Άμα της ρίχτηκε, λέει, της Κυρίας που ματιά δεν τους χάριζε στον περίπατο, την έμπλεξε μέσα στα δίχτυα του. Πέντε βίζιτες πήγε, λέει, και της έκαμε ως την ώρα. Κ' η στερνή του, λέει, η βίζιτα είταν παράδεισος μέσα σε κείνο το «μπουντουάρ». Εχτές, λέει, είχε άλλο κυνήγι και δεν μπορούσε να πάη, και του ήρθε ένα γράμμα — όλο φωτιά και θυμός. Κ' είναι έτοιμος, λέει, και να το δείξη το γράμμα του πλαγινού του, αν δεν το πιστεύη.
Κι' ακούγοντάς τα αυτά ο τρίτος ο φίλος κουνάει γελαστός το κεφάλι του, σα να το περηφανεύεται που η τύχη του χάρισε τέτοιον ήρωα φίλο. Ως τόσο ο πλαγινός, τσιμουδιά. Γοργοσαλεύει το πόδι, χτυπάει τα δάχτυλα στο τραπέζι, να σκάση πάει που δεν καταπιάστηκε τέτοιον ηρωισμό απατός του, μόνο πλερώνει τώρα και τις δραχμές του.
Σηκώνεται ως τόσο ο καταμεσιανός ο Ήρωας και σέρνοντας το σπαθί ξεκινάει. Τον κράζει η σάλπιγγα της Αφροδίτης στο «μπουντουάρ». Αν είχαμε πόλεμο, χώρες αλάκερες θα ρημάζανε. Τι θα χάση η ειρήνη, αν μέσα στην αγκαλιά της ρημάξη ο ήρωάς μας ένα και μοναχό σπιτικό!
Είτανε και μας ώρα μας να ξαναμπούμε στης Κυρίας ταρχοντικό. Βλέπαμε απάνω στο τραπεζάκι της τη μια μεριά του παραμυθιού και δεν την καλονοιώθαμε. Κ' είπαμε, όταν στολιστή, να ξαναπάμε και να μελετήσουμε τη σκοτεινή την επιγραφή. Δίχως να το θέλουμε όμως, η επιγραφή ξηγήθηκε μες στο Καφενείο! Το γράμμα που της έγραψε ο σπαθωμένος ο ήρωας είταν απλούστατο. «Μη θυμώνης που δεν μπόρεσα να σε καταστρέψω εχτές. Έρχουμαι σήμερα και σ' αποτελειώνω. Με μια μου ατιμία, σε μαυρίζω και σένα, και τον άντρα σου, και το κορίτσι σου, και το μπουντουάρ σου».
Αλλού, αλλού να τραβήξουμε. Η καρδιά εδώ σφίγγεται, ο νους θολώνει κι αποτρελλαίνεται. Αλλού να σύρουμε, ίσως και βρούμε τους Άη Γιώργηδες, που θα μας τα πνίξουν αυτά τα στοιχειά.
Δέντρα, αμάξια, πλάκες, κολλόνες, αρχοντόσπιτα, μεγαλεία. Αυτά έρχεται και βλέπει τ' αδέρφι μας από την Τουρκιά και χάνει το νου του. Έρχεται κι ο Ομογενής από την Ευρώπη και τρίβει τα μάτια του να καλοδή μήπως κάμνει λάθος, και δε βρίσκεται στην Ευρώπη ακόμα. «Οι καρποί της Ελευθερίας», λέει ο ένας. «Εξευρωπαϊσμός», συλλογιέται ο άλλος. Και παίρνουν το σιδερόδρομο και κατεβαίνουνε στο Φάληρο, και κάμνοντας κέφι στης θάλασσας την αθάνατη, την αμόλυντη την πνοή, μακαρίζουν τους αμανίτες που φύτρωσαν και με λαμπρότατα χρώματα στολίζουνε την παχειά κοπριά που μας έστρωσαν τεσσάρων αιώνων κακομοιριές.
Θυμάσαι τι λέγαμε στο χωριό; Αυτό θα σου πη κάθε φρόνιμος πατριώτης και δω, αν του ανοίξης ομιλία για τους λαμπρούς αυτούς αμανίτες. «Ας είναι καλά, φίλε μου, αι ατομικαί επιχειρήσεις· ειδεμή η Κυβέρνησις…» — Και τι την έχετε λοιπόν τέτοια Κυβέρνηση; πώς δεν κάμνετε το λαό να σας διαλέγη πιο προκομμένη Κυβέρνηση; — «Χα, χα! θα φωνάξη τότες ο πατριώτης. Δε μας έμαθες, καθώς βλέπω, ακόμα· να μείνης μαζί μας λιγάκι, να μας μάθης καλλίτερα.
Και σαν ταποφασίσης και μείνης έξη μήνες, ένα χρόνο, πέντε χρόνια, θα μάθης αυτό που βλέπεις και τώρα. Ο ένας να τα φορτώνη του αλλονού. Ο καθένας να κυνηγάη τη δουλειά του, κ' οι μεγαλήτερες οι δουλειές εδώ γίνουνται στα πολιτικά. Ο καθένας να βγάζη το ψωμί του, και το πιώτερο το ψωμί βγαίνει από κει που έπρεπε να πηγαίνη. Στη μέση κοίτεται η εθνική η μελόπηττα, και τριγύρω σωριάζουνται οι πεινασμένες οι σφίγγες και τη βυζάνουν. Καθένας και το κεντρί του, και το κεντρί αυτό είναι το &Εγώ& του Ρωμιού.
Ο λαός αυτός, που τονε βλέπεις τώρα και θαρρείς πως παράκμασε, και πως έχασε τον ηρωισμό του, μην το θαρρής. Ο ίδιος είναι, και πάντα ο ίδιος. Παλικαριά όση θέλεις, εγωισμός άλλος τόσος. Η παλικαριά με τα θάματά της τον έδιωξε τον Τούρκο απ' αυτά τα βουνά· όταν όμως έμεινε η παλικαριά μοναχή με τον εγωισμό, από τα μαλλιά λες και πιάστηκε μαζί του, κ' έπεσε μονομιάς κάτω λαβωμένη, αφανισμένη. Πήρε τότες απάνω του ο Εγωισμός, και καλοθρονιάστηκε μέσα στην καρδιά του Ρωμιού. Πού να βρεθή λεβέντης να την ξανασηκώση, να την ξαναδοξάση την πεσμένη παλικαριά! Είχαμε μερικούς προστάτες, είχαμε δυο τρεις φίλους. Και σα να γύρευαν κι αυτοί το κακό μας, κάθε τρόπο κάμνανε να το θρέφουν το τέρας που καταπόνεσε τη μεγάλη μας αρετή, κάθε τρόπο να το θεριεύουν. Και για να μην τύχη και τα μέλλοντα μας σταθούν τυχερώτερα, και ξαναβλαστήση παλικαριά κι αρετή στη ψυχή μας, μας ρίξανε στη μέση τη μυριοκαμάρωτη αυτή τη μελόπηττα, που τη λένε «Σύνταγμα».
Και τώρα τη βρήκαμε θαρρώ, τη φύτρα της περίφημης αυτής «πολιτικής διαφθοράς», που όλη μας τη ζωή την ακούμε. Ένα είδος &δασκάλοι& μας την έφτειαξαν και δω. Στη φιλολογία είχαμε τους δασκάλους της γραμματικής, εδώ της πολιτικής. Πήρανε μερικά βιβλία, μεταφράσανε νόμους, άρθρα, Συντάγματα, τάδωκαν της Βουλής, τα παίρνει η Βουλή και τα κενώνει στη χώρα, από Ρωμιοσύνη να γίνη Ευρώπη πολιτισμένη. Χάρη όμως νάχουμε στον εγωισμό μας, που οι σοφοί μας οι δάσκαλοι τηλεσκόπι δεν είχανε να τον ανακαλύψουν, αντίς Ευρώπη καταντήσαμε θηριοτροφείο.
Τίποτις και καλά να μη μείνη δικό μας, εθνικό μας χτήμα, ως μήτ' αυτό το &Κοτζαπασιλήκι&, που το κάτω κάτω μας γλύτωσε από αξέχαστα βάσανα! Όλα μας από την αρχαιότητα κι από την Ευρώπη φερμένα! Και τώρα ρωμαίικο άλλο δε μένει παρά το &Εγώ&, λεύτερο, απαιδαγώγητο, αχαλίνωτο. Με μόνη την ελπίδα πως ίσως κ' η κοπριά που σήμερα μανιτάρια μονάχα μας θρέφει, βγάλη και θρέψη το μεγάλο το βαθιόρριζο, το μυριόκλωνο το δέντρο που θα μας σκεπάση με τον καλορρίζικό του τον ίσκιο. Το Λεβέντη, που θα προβάλη μια μέρα από το παλάτι εκείνο και θα μας πη:
«Το έθνος έκαμε λάθος θανάσιμο τότες που θάρρεψε πως τον αποτέλειωσε τον προορισμό του. Προορισμός και σκοπός του είτανε να την καθαρίση όλη τη χώρα από το μίασμα της σκλαβιάς, και να το ξαναστήση το Κράτος που κι από αίμα κι από δικαίωμα του ανήκει. Μόλις λευτερώθηκε όμως ένα παράμερο της Ρωμιοσύνης λουρί, κι αμέσως το βαφτίζουν «Ελλάδα», και την άλλη τη χώρα την αφίνουν ενός Σουλτάνου βοσκή, να βγαίνη και να κυλιέται στο αίμα! Τους ξέχασαν τους αδελφούς τους τα παλικάρια που για δαύτους σηκώθηκαν, και τονειρεύτηκαν πως δίχως εκείνους έθνος θα γίνουν, εθνικό μεγαλείο και πλούτο θαποχτήσουν, δόξα εθνική θα τους λαμπρύνη! Το ξέχασαν το ιερό το χρέος που οι προγόνοι τους δίδαξαν, και σα να ξημέρωσε η μέρα που τόσοι αιώνες ολοσκότεινοι λαχταρούσαν, άρχισαν κ' έστηναν παλάτια μαρμάρινα, θέατρα και Πανεπιστήμια και Βουλές, σα να μην αναστέναζαν ακόμα μέσα στης σκλαβιάς την ταπείνωση χιλιάδες αμέτρητες!
Έρχουμαι, (θα πη ο Λεβέντης), παλικάρια, να σας ξυπνήσω, και να σας φέρω στο μέγα το έργο που γραφτό σας είναι να κάμετε. Έρχουμαι να σας ξεμεθήσω από τη χαρά σας γι' αυτό το λίγο που έγινε γι' αυτή την τρύπα που λευτερώθηκε, μα που για έθνος μεγάλο δε σώνει, επειδή σε τέτοια τρύπα μέλλον εθνικό δεν μπορεί να χωρέση. Αφήστε τα τα συντάγματα, τα θέατρα, τις φιλολογίες και τις γραμματικές. Αυτά είναι λούσα που ένα έθνος τα συλλογιέται όταν έχη όλο το είναι του. Γυρίστε, παλικάρια μου, στο τσαρούχι, στην κάπα και στο μαύρο ψωμί. Γυμναστήτε πάλι σταγαπημένα σας τάρματα, και λάτε μαζί μου. Ή έθνος μεγάλο να γίνουμε, που κ' η καρδιά μας, κι ο νους μας μαζί του να μεγαλώση, κι από ψεύτικα κι άτιμα κέρδη να γυρεύη λαμπρές κι αντρίκιες τιμές, ή να γυρίσουμε στη σκοτεινή τη σκλαβιά, που μ' όλο το αίμα της και μ' όλη της την ταπείνωση, είναι πιο καλότυχο πράμα από τις ατιμίες που μια φορά ένας Γεροδήμος πολεμούσε να τις βγάλη στον ήλιο, και μήτε μέρος δε μας ιστόρησε».
Αυτά θα μας πη ο μεγάλος ο Λεβέντης, το καμάρι της Ρωμιοσύνης, και τότες ίσως την προλάβη το έθνος την καταστροφή που του ετοιμάζουμε εμείς από τη μια με το βαρύ το μεθήσι, κι από την άλλη ο αχόρταγος ο Σλαβισμός, που για κακή μας τύχη δεν έχει μήτε Τούρκου ακαμωσιά.
Περπατώντας στο δρόμο, περπατούσαν κ' οι στοχασμοί, κ' ίσως πήγαν πολύ μακριά, σταφανέρωτα μέσα τα μέλλοντα! Και παρά λίγο να σκουντουφλήσουμε, — όχι σ' αυτήν εδώ την κοπέλλα, που ίσως προσμένει ένα γλυκό σου χαιρέτισμα, και δίχως να το συλλογιέται, σε προσκαλεί να της δώσης έναν αληθινόν πατριώτη, έναν ήρωα που ν' ακολουθήση το βασιλικό μας Λεβέντη στην εκστρατεία του! Μόνο πήγαμε να σκουντουφλήσουμε απάνω σ' εκείνον με τον αψηλό τον κολλάρο, που χωρατά δε σηκώνει. Γιατί είναι &Μεγάλος νους&.
Γεμάτη η Αθήνα τέτοια μεγάλα κεφάλια, που περπατώντας, τρώγοντας, ή και ρουχαλίζοντας, βρίσκουν πως η Φύση τούς έχει πλασμένους για ν' αφήσουν &πάτημα& μέσα στην ιστορία. Άλλος σε τούτο το στοιχείο της δόξας, άλλος σ' εκείνο.
Η ζωή τους είναι μαρτύριο κι αυτή μεγάλο σαν το κεφάλι τους. Το ξέρουν, το λέει κατιτίς μέσα τους πως είναι γεννημένοι για να μιλούνε, να γράφουνε, να κυβερνούν, κι ως τόσο ο κόσμος να τους νοιώση δε θέλει, δεν τους φυσάει ο καιρός. Περπατούν, περπατούνε με ξερό ραβδί στο χέρι, κι όλο γεννούνε μεγάλες ιδέες. Μα έρχεται ο κόσμος κατόπι, και παίρνοντας το δρόμο του τις πατάει και λάσπη τις κάνει. Αποκάμνουν τότες κι απελπίζουνται, πέφτουνε θύματα της μεγαλωσύνης τους, και πεθαίνουν της πείνας οι πιώτεροι. Να δουλέψουνε, θα μου πης. Μα πώς να δουλέψουν οι Καβούρηδες, που έπρεπε αυτοί χιλιάδες νάχουν αποκάτω τους και να τους προστάζουνε! Πώς να συλλογιούνται ψωμί οι Ντάντηδες, που μ' ένα όνειρο θρέφουνται! Οι Βολταίροι, που έπρεπε να τους χαρίζη του πουλιού το γάλα ο Τόπος!
Είναι όμως σόγι που μονομιάς πάλι δεν απελπίζεται. Και γιατί ν' απελπιστή εύκολα, που, ας είναι καλά, η συνταγματική μας μελόπηττα, πολλών Καβούρηδων ήρθε η ώρα τους, και με το γάντζο σκαλώσανε στο καράβι και μπήκανε να κυβερνήσουν κι αυτοί. Ας είναι καλά ο δασκαλισμός, πολλοί Ντάντηδες ανέβηκαν τον Παρνασσό σαν τα γίδια, και πολλοί Βολταίροι τιναχτήκανε στον αέρα σα ροκέτες, κ' έσβυσαν πάλι, και πέσανε μαύρη στάχτη απάνω στο χώμα.
Πήγαινε, αν τολμάς, και ρώτηξε το φίλο τι δουλειά κάνει. Πάρε τον, αν τολμάς, για μεγάλο Βούλγαρο, Φράγκο, Κινέζο, όποιον άλλον ξέρεις πως δουλεύει με το μεγάλο κεφάλι του. Θα σε λυπηθή που τον πήρες για άνθρωπο, κι όχι μεγάλο νου. Δε θα καταδεχτή να θυμώση μαζί σου. Θα συλλογιστή και θα πη, τι να προσμένη από έθνος με τέτοιους κουτούς σαν και λόγου σου, που φαντάζουνται πως πρέπει ένας Μεγάλος Νους να δουλεύη! Θ' απορέση που δεν έχεις τόση γνώση που να νοιώθης πως το Μεγάλο το Κεφάλι ανάγκη να δουλεύη δεν έχει. Καθίζει στο γραφείο, κι αμέσως γεννάει το κοντύλι του προσταγές, νόμους, σονέττα, δράματα, ιστορίες, παραμύθια. Είδος μηχανή που βγάζει σουζούκια. Μια και δοθή αφορμή στη μηχανή να γυρίση, κ' έρχεται η &Δόξα&, η θεά που τραβάει κατόπι της όλο αυτό το κοπάδι, φορτωμένη δάφνες και μεγαλεία. Μη βλέπης που πηγαίνει στο σπίτι του και ξαπλώνεται πεινασμένος. Έρχουνται τα όνειρα και τονε χορταίνουνε με το ουράνιο το μάννα τους. Μη βλέπης πως χάνει ο Τόπος δυο χέρια που μπορούσανε να του φυτέψουν ένα κρομμύδι. Μια τέτοια ζημία δεν είναι τίποτις μπρος ταθάνατα τα δώρα που μας ετοιμάζει το Μεγάλο το Κεφάλι.
Σκοπεύω να σε φέρω σε μια παράταξη τώρα· να τηνε δης την Αθήνα σε μεγάλο πανόραμα. Είναι όμως κάμποσος περίπατος από δω, κι ώσπου να φτάσουμε, να σου ξηγήσω με λίγα λόγια το τι συλλογιούμαι.
Συλλογιούμαι πως όσοι από ταμάς είπαμε και γράψαμε πως δεν έχει &βάθος& ο ρωμαίικος ο χαραχτήρας, πως του λείπει ο αληθινός ο ενθουσιασμός, το θρησκευτικό εκείνο το χρώμα που διακρίνει του Βορεινού του λαού την κάθε ιδέα, την κάθε αγάπη, και πως γι' αυτό και &Τιμή& τι πάει να πη δεν το καλονοιώθουμε, όσοι τα ψυχολογήσαμε όλ' αυτά, δεν τον αναλύσαμε τον εθνικό χαραχτήρα καθώς του άξιζε, και τον αδικήσαμε. Δεν είναι πως δεν έχει τη δύναμη να τα νοιώση και να τα λατρέψη τα ευγενικά αυτά προσόντα ο Ρωμιός. Δεν είναι πως δεν έχει το βάθος που τους χρειάζεται να ριζώσουνε μέσα του. Είναι που ο νους του καταπονέθηκε από τον παντοδύναμο τον εγωισμό. Κοίταξε το &Μεγάλο εκείνο το Noυ&. Κοίταξε τι πίστη, την έχει στον εαυτό του! Κοίταξε με τι ενθουσιασμό προσμένει τη δόξα! Με τι θρησκεία λατρεύει το μεγαλείο του! Πόση δύναμη ορισμένη για μεγαλήτερους κι αψηλότερους στοχασμούς δε σπαταλιέται στου τυφλού του εγωισμού τις παραξενιές! Τι δεν μπορούσε να κάμη ένας νους που είναι καλός τρεις μέρες να τυραννιέται γράφοντας δυσκολοχώνευτους στίχους, πλέκοντας ανωφέλητα εγκώμια, ή κυνηγώντας τιποτένια ρουσφέτια, — τι δεν μπορούσε να κάμη αν ξεχνούσε τον εαυτό του, και θυμούνταν το ταλαίπωρο το έθνος που τίμιους κι αυταπάρνητους εργάτες με το λυχνάρι γυρεύει, κ' έναν δε βρίσκει!
Όχι, το βάθος τόχει, τον ενθουσιασμό τον έχει, τη &θρησκεία& κάθε αγάπης την έχει. Είναι τη λησμονησιά του &εγώ& που δεν έχει.
Να τις ως τόσο κ' οι Κολόννες του Κοτζάμπαση του Ολύμπου, που μ' αθάνατους Θεούς είχε να κάμνη, και πάλι Σύνταγμα δεν τους έδινε! Εδώ είναι που μπορείς να καθίσης, και ζωντανή να την κάμης με τα λόγια την αρχαιότητα. Εδώ είναι που θα βάλη το έθνος το πιο γλυκόφωνό του παιδί να λαλήση και να του ξηγήση τι λεν αυτά τα γαλάζια τα βουνά γύρω, αυτοί οι κάμποι, αυτές οι πέτρες! πού να τη βρούμε τώρα τέτοια δύναμη και φωνή! Από πού να φανερωθή τέτοιος θείος Μεσσίας, κι αν φανερωθή, σε τι γλώσσα να μας λαλήση, και ποιο Θεό να λατρέψη!
Το βλέπεις το πλήθος εκείνο που ξεχύνεται από κάθε πλευρά και
ξεκινάει καταδώ, και μαζεύεται γύρω στις αθάνατες τις Κολόννες;
Μη νομίζης πως να διαλέξη πηγαίνει κανέναν τέτοιο Μεσσία!
Πηγαίνει να γλεντίση, και τίποτις άλλο.
Να τους κάμουμε, με τα κρυφά τα μάγια του νου, σε παράταξη να περάσουν ομπρός μας, και να τους δούμε. Όλης της Αθήνας την εικόνα με μιας να την πάρουμε. Να γλεντίζουν οι Αθηναίοι, και μεις αθώρητοι να τους ζωγραφούμε.
Κοίταξε που άρχισαν κιόλας! Περνάει το πρώτο το τάγμα, φάλαγγα πυκνή και με πέννες αρματωμένη. Είναι οι Δάσκαλοι οι γραμματικοί, οι πατέρες της κορακίστικης. Μέρα και νύχτα παιδεύουνται να φράξουν του λαού το στόμα που τους προδίνει, κι αυτό πάλι σκάνει αν δε μιλήση!
Άλλοι δάσκαλοι το δεύτερο το τάγμα. Δάσκαλοι πολιτικοί, που διαβάζεις τα μεγάλα τα λόγια τους, και ξεχνάς τα μικρά τα καμώματά τους.
Μεγάλο τάγμα το τρίτο, κι ατέλειωτο. Υπάλληλοι ονομάζουνται στη γλώσσα την κορακίστικη· όνομα στη ρωμαίικη δεν έχουν, επειδή του κάκου τους φωνάζει το κλαδευτήρι, ταλέτρι και το σφυρί.
«Φοιτηταί» είναι το τάγμα που έρχεται τώρα. Έπρεπε ο καθένας τους να μένη «φυτευτής» στο χωριό του.
Μην το κακοβλέπης το πέμτο το τάγμα. Είναι Τραμπούκοι. Καλοί πατριώτες, που έχασαν τα νερά τους. Τούρκους να πολεμήσουν αν είχαν, δαφνοστεφάνωτοι θα περνούσανε τώρα.
Πέρασέ το με μια ματιά το έχτο το τάγμα. Είναι Πραματευτάδες και παντής λογής δουλευτάδες, που τότε μόνο συλλογιούνται τα χάλια του τόπου, όταν ανεβαίνη το κάμπιο, ή πλερώνουνε φόρους.
Οι «Δημοσιογράφοι» διαβαίνουν τώρα. Τους πέρνει τους δύστυχους ο δασκαλισμός από τη μια, κ' η Ρωμιοσύνη από την άλλη, κι όταν τους διαβάζης, είναι να τους λυπάσαι.
Εύκολα το ξεχωρίζεις τόγδοο το τάγμα από την πολεμική τους στολή· μόνο που μαζί με τις Αφροδίτες δεν κυνηγούνε και δόξα!
Το τάγμα που τώρα περνάει έπρεπε με τους Τραμπούκους να πάη. Είναι μαχαιροβγάλτες, παλικάρια που στάδιο δεν τους ανοίγ' η πατρίδα να τρέξουν. Τρέχουνε στους δρόμους και μαχαιρώνουν, περνούν από τις δίπορτες φυλακές μας, και βγαίνοντας, ξαναμαχαιρώνουν.
Χαιρέτησε τώρα με σέβας. Είναι οι αβοκάτοι αυτοί που περνούν, οι αστυνόμοι, οι δικαστάδες, κ' οι παρόμοιοί τους. Είναι του νόμου οι κλειδοκράτορες, και της δικαιοσύνης οι δεσποτάδες. Οι νόμοι τους είναι σε βιβλία κλεισμένοι, και μήτε τη Μεγάλη Παρασκευή, μαζί με τον Επιτάφιο δε βγαίνουνε.
Ακολουθάει και δωδέκατο τάγμα, που ίσως έπρεπε νάρχεται πρώτο. Ίσως για ν' αληθέψη το ρητό, «οι πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι».
Φίλε μου και Κληρονόμε, την είδαμε την «Ελλάδα» σ' όλη της τη δόξα την τωρινή. Την είδαμε ολόγυμνη, μ' όλα της τα ψεγάδια, κι όχι για να γελάσουμε, μόνο να δούμε αν αυτά τα ψεγάδια τής έχουνε στρεβλωμένη την ομορφιά, ή να μην είναι της επιφάνειας ψεγάδια, ίσως της αλυσίδας σημάδια. Η ομορφιά του κορμιού της δε χάθηκε, όχι· και μήτε θα λείψη, όσο αναπνέει και ζη. Όλοι αυτοί που τους είδες παραταγμένους, όλοι τους είναι Ρωμιοί. Το αίμα της ηρωικής τους της εποχής σ' εφτά δεκαριές χρόνια δεν μπορούσε να ξεθυμάνη. Τέτοιο αίμα εύκολα δεν αφανίζεται μέσα σ' ένα καφκί φράγκικο τσάι, μήτε σ' ένα ποτήρι δασκαλήσιο νερό. Το έθνος έχει ακόμα μεγάλη δουλειά να κάμη, κ' έχει τη δύναμη να την κάμη. Το νοιώθει μες στην καρδιά του πως του χρειάζεται γης και θάλασσα να ξαπλώση τη δύναμή του και τη ζωή του. Αυτά τα ψεγάδια που είδες, τα πιώτερα είναι &απόδειξη& πως το έθνος ζη. Αγριομαθημένο από τα έρμα του τα βουνά, το κατεβάσανε σε Βασιλικό περιβόλι, και μήτε με κάγκελα δεν το τριγυρίζανε. Τι άλλο περίμενες παρά γης Μαδιάμ μέσα σε κείνο το περιβόλι!
Όταν το έθνος δεν έχει όλη τη γη του κι όλη τη θάλασσα, χίλια συντάγματα και χίλιες γραμματικές να το βγάλουνε δε σώνουν από την ηρωική του την εποχή. Το πολύ το κάμνουν και στη λαχτάρα του απάνω κυνηγάει τύχη και καλοπέραση, εκεί που δε βγαίνει παρά φτώχεια, ταπείνωση και κακομοιριά.
Κυνηγάτε ίσκιους, καλοί Αθηναίοι! Είναι κι αυτό κατιτίς. Εμείς οι Τουρκομερίτες μήτε ίσκιους δεν κυνηγούμε! Κυνηγάτε, και μην ξεχνάτε την τέχνη, και βρεθήτε ανετοίμαστοι όταν έρθη τ' αληθινό το Μεγάλο το Κεφάλι, και σας βάλη και κυνηγάτε την αθάνατη τη Δόξα της Αρετής, της παλικαριάς, της λησμονησιάς του Εγώ.
Φίλτατε Κληρονόμε μου, σ' έφερα, πάλι στο μοναχικό μου καλύβι, κι αφήσαμε το ταξίδι μας, ίσως απότομα κι άξαφνα· μα να σου πω το γιατί.
Αφού κάθισα εψές κ' έγραψα το σεριάνι μας στις Κολόννες, έγυρα κι' ακκούμπησα το λευκότριχό μου κεφάλι σ' αυτή την άγια την πέτρα που ξέρεις, ν' αναπαυτώ. Και με πήρε ύπνος κ' είδα παράξενο όνειρο. Είδα πως φάνηκε και στάθηκε στο κατώφλι ο γέρο-Βασίλης, κρατώντας από το χέρι κάποιον άλλον που δε φαινότανε, γιατί στέκουνταν απ' έξω. Και σα στάθηκε και με κοίταξε, χαμογέλασε και γύρισε προς το σύντροφό του απ' έξω, κ' είπε: «Καιρός του είναι πια να μας έρθη».
Και ξύπνησα αμέσως τρομαχτικά. Κι άρχισα και συλλογιούμουν πως κάτι σημαίνει αυτό τόνειρο. Τάχα να μην έκαμνα το χατίρι τους και με φωνάζουνε πριν αποτελειώσω; Τάχα να την αποτέλειωσα τη δουλειά μου; Θεός το ξέρει. Είχα πολλά κρυμμένα στο νου μου και στην καρδιά μου, και δε σου φανέρωσα μήτε τα μισά.
Δίχως άλλο αύριο φεύγω. Ίσια στ' Άγιο Όρος Θα ξεκινήσω. Εκεί θα τις βρης αυτές τις Φυλλάδες, αυτό το αίμα που έσταξε από τις μισόστεγνες φλέβες μου. Ίσως, σαν τα διαβάσεις αυτά τα χαρτιά και τα κάμης δικά σου, τα κρίνης άξια να διαβαστούν κι από άλλους, με την ελπίδα να βρεθή δυνατώτερο χέρι και βάψη την πέννα του μέσα στο αίμα του Γεροδήμου, και γράψη τα λόγια που θα το ξυπνήσουν το Έθνος, και θα το φέρουνε στο μεγάλο το δρόμο.
Σελ
Πρόλογος του κληρονόμου…………….. 5
Πρόλογος του Γεροδήμου . …………… 9
Α' Μάννας γυιος…………………… 13
Β' Πρώτες αγάπες και πρώτοι πόνοι…… 17
Γ' Πρώτη λαχτάρα………………….. 22
Δ' Σκολειό……………………….. 24
ς' Καρά Κολ, Χαζίρ ολ……………… 26
Ζ' Στην εκκλησιά………………….. 28
Η' Πρωτοχρονιά……………………. 31
Θ' Προκοπή……………………….. 34
ΙΑ' Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν……… 39
IB' Ένα όνειρο……………………. 44
ΙΓ' Όξω …………………………. 46
ΙΔ' Στο Μεσοβούνι…………………. 49
IB' Στον γκρεμνό …………………. 55
Ις' Πιάστηκε! ……………………. 60
ΙΖ' Λαχτάρες και δουλειές………….. 62
ΙΗ' Φαντάσματα …………………… 64
ΙΘ' Πού ακούστηκε…………………. 66
Κ' Ξαπλωμένος …………………… 69
ΚΑ' Χαλασμός κόσμου……………….. 71
KB' Δυο λόγια ακόμα……………….. 74
Α' Στην «Ακρόπολη» του χωριού………. 79
Β' Μπραΐμης………………………. 89
Γ' Δυο λόγια πρι να ταξιδέψουμε στο
χωριό ………………………… 99
Δ' Στου Μπέη…………………….. 103
Ε' Στην απάνω την Αγορά ………….. 108
Η’ Η ομιλία του Χουσεήνη …………. 116
Ζ' Στην κάτω την Αγορά……………. 120
Η' Κόλαση και Παράδεισος………….. 127
Θ' Λίγες ματιές………………….. 133
I' Ρωμιοπούλες…………………… 138
ΙΑ'Η θεια Γιαννούλα………………. 149
IB' Η νοικοκερά………………….. 156
ΙΓ' Φτάνει μας το χωριό ………….. 160
Α' Στο γιοφύρι…………………… 165
Β' Εθνικές ιδέες. . . .:………….. 168
Γ' Η καλή μας η μάννα…………….. 173
Δ' Τα γράμματα…………………… 176
Β' Η Ξανθομαλλού κι' ο Μαυριδερός….. 179
ς' Ένα σαλέπι……………………. 182
Ζ' Έν' ανέλπιστο παραμύθι…………. 185
Η' Ένας Έλληνας κ' ένας Έλλην……… 191
Θ' Στ' άη Γρηγόρη………………… 194
Ι' Λίγα λόγια της Αγιωσύνης του …… 196
ΙΑ' Στο Ταξίμι…………………… 200
IB' Στου φίλου που όνομα δεν του
βρίσκω………………………. 204
Α' Στην Ακρόπολη…………………. 211
Β' Στο παλάτι……………………. 218
Γ' Ένας βασιλιάς χωριάτικα ντυμένος… 220
Δ' Ο Παναγής Καλογιάννης………….. 225
Ε' Έξω από το Πανεπιστήμιο………… 237
ς' Και λίγη φιλολογία με τον καφέ….. 241
Ζ' Η μια μεριά ενός παραμυθιού…….. 247
Η' Η άλλη η μεριά του παραμυθιού…… 252
Θ' Στο δρόμο…………………….. 258
I' Μεγάλος νους………………….. 263
ΙΑ' Παράταξη…………………….. 266
Επίλογος………………………… 272
Λάθη
Έμειναν κάμποσα λάθη αδιόρθωτα, καθώς Αθήνα, αντίς Αθήνα, Ρωμιοσύνη αντί Ρωμιωσύνη, καθίσω αντί καθήσω, κτλ. Ας τα παραβλέψη ο αναγνώστης.
Άλλο βιβλίον του Αργύρη Εφταλιώτη
ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ . Δραχ. 2
Τιμάται δραχ. 2.50
Τυπογραφείον Εστίας, Αθήναι — 1497
End of Project Gutenberg's Gerodimos Pamphletes, by Argyris Eftaliotis