Title : Έργα Ποιήματα - Πεζά Τόμος Δεύτερος
Author : Kostas Krystalles
Release date : December 5, 2010 [eBook #34577]
Language : Greek
Credits : Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words are included in &.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &.
ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΙΑΣ„ 44 — Εν οδώ Σταδίου — 44
1912
«Πολλά με Νύμφαι δίδαξαν
»αν' ώρεα βουκολέοντα εσθλά.»
ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ
Ο Κρυστάλλης με τον &Τραγουδιστήν του χωριού και της Στάνης& μας παρουσιάζεται ζωντανός και μεστωμένος ποιητής, με φλογέραν ηχηροτέραν και άσμα ζωηρότερον και υπόσχεται — εάν έζη — να συγκινήση τα πλήθη των αναγνωστών, να κρούση αρμονικώτερον τας χορδάς και να δονίση τας καρδίας. Περιλαμβάνει εν αυτώ δύο σειράς ποιημάτων, πρώτον «τα τραγούδια του χωριού και δεύτερον τα «τα τραγούδια της στάνης». Το όλον δε βιβλίον «'στήν Ήπειρο τ' αφιερώνει». Αλλά και άνευ της αφιερώσεως, αρκεί μόνη των ποιημάτων η ανάγνωσις διά να κατανοθή ευθύς ο ιδιάζων χαρακτήρ των· και των δύο σειρών τα τραγούδια αποδίδουν της Ηπειρωτικής ζωής το σφρίγος και την χάριν αυτής αποτυπούν. Υπέβαλε δε ταύτα εις τον περί τα τέλη του 1892 τελεσθέντα ποιητικόν διαγωνισμόν και έτυχον του &«πρώτου και θερμοτάτου επαίνου»& μόνον διότι ο εισηγητής της επιτροπής καταληφθείς υπό καθαρευουσοληψίας εβράβευσεν έτερον ποίημα γραμμένον εις την καθαρεύουσαν, εν ώ όλοι οι ποιηταί εις την δημώδη γλώσσαν συνεκίνησαν και συνήρπασαν τα πλήθη και μόνον εις αυτήν είνε δυνατόν να αναπαραστήσωσι τον αγροτικόν και ποιμενικόν βίον και να ψάλωσι τα κατορθώματα των ηρώων του έθνους. Ο ποιητής όμως δεν εδέχθη τον έπαινον τούτον και ο τόμος εις ον εξέδωκε το πρώτον, κατά τας αρχάς του 1893, τα ποιήματα ουδέ καν ανέφερε τον &έπαινον&. Καθ' ον τρόπον έγινεν η κρίσις του αγώνος ο Κρυστάλλης εθεώρησε προτιμότερον και αξιοπρεπέστερον να μη γίνη σχετικός λόγος. Ποιήματα άλλως καθώς αυτά τα οποία έχομεν την τιμήν να παρουσιάσωμεν εις τους αναγνώστας καμμίαν δεν έχουν ανάγκην διακρίσεως και καμμίαν δεν έχουν ανάγκην συστάσεως.
Και από την κατά μέρος ανάγνωσιν εκάστου τραγουδιού και από την μελέτην όλης της συλλογής εν γένει η ιδία ισχυρά εντύπωσις γίνεται εις τον αναγνώστην, της ζωντανότητος και της εκφραστικότητος κόσμου ολοκλήρου ποιητικού, πλουσιοτάτου και γραφικωτάτου τον οποίον κατά βάθος εγνώρισε και εμελέτησε, ζωηρώς δε ησθάνθη και αναπαριστά εις τα τραγούδια του ο ποιητής.
Διά του έργου τούτου ο ποιητής ενεφανίσθη ενώπιον του κοινού με αρτιώτερα και περισσότερα εφόδια, προσείλκυσεν όλων την συμπάθειαν και απέδειξεν ότι ήτο προωρισμένος να συνεχίση το έργον του Ζαλοκώστα και του Βαλαωρίτη, οι οποίοι ανέδειξαν και επέβαλον το Ηπειρωτικόν ιδίωμα εν τη ποιήσει ως το πλουσιώτατον και επιτηδειότατον ποιητικόν όργανον μεταξύ όλων των άλλων εν Ελλάδι.
Τα έργα του ημετέρου συμπατριώτου επληθύνοντο οσημέραι και εάν ύπουλος νόσος δεν υπέσκαπτε την υγείαν του η σημαία του θα εκυμάτιζε υπερηφάνως εις τον Παρνασσόν.
Εις το τέλος του έργου προσηρτήσαμεν λεξιλόγιον προς ευχερή κατανόησιν λέξεών τινων.
Γ. Κ. Γάγαρης
Συχνά μέσ' 'ς το ηλιοστάλαμμα και μέσ' 'ς το μεσημέρι,
Κι' όταν κοιμούνται τα νερά, και βγαίνουν η Νεράιδες
Και συγκρατιούνται σε χορούς, τέτοια τραγούδια λέγουν.
Όταν ισκιώνουν τα ζερβά και πέφτουν τα λιοπύρια,
Και ροβολούν βελάζοντας 'ς τες μάντρες τα κοπάδια,
Σουρίζοντάς τα ο νιος βοσκός, τέτοια τραγούδια λέγει.
Τ' απόσπερνο κι' αποβραδύς, που βασιλεύει ο ήλιος,
Και με τα δυο καματερά γυρνάει ο ζευγολάτης
Απ' τ' όργωμά του 'ς το χωριό, τέτοια τραγούδια λέγει.
Ο αγωγιάτης, τες ερμιές, τα δάση που διαβαίνει,
τον σάλαγον, οπού χτυπά τα φορτωμένα ζα του,
Για να περνάη το μάκρεμα, τέτοια τραγούδια λέγει.
Όταν το γλυκοχάραμμα στα κορφοβούνια φέγγει,
Που στα χρυσά τα ονείρατα ξυπνά η χωριατοπούλα
Και πάει στη βρύση γιο νερό, τέτοια τραγούδια λέγει.
Τα καλοκαίρια τα ξανθά, που οι ξενοδουλευτάδες
Θερίζουν άυπνοι ολονυχτίς τα καρπερά χωράφια
Με το φεγγάρι το λαμπρό, τέτοια τραγούδια λέγουν
Τες χειμωνιάτικες βραδιές, που στα βουνά χιονίζει,
Γύρ' απ' την πύρα του σπιτιού συνάζονται η κοπέλλες,
Και πλέοντας ξόμπλια ωριόπλουμα, τέτοια τραγούδια λέγουν.
Άγουρος του χωριού κ' εγώ, παιδί κ' εγώ της στάνης,
Όσες βολές κάμπους, βουνά, στάνες, χωριά διαβαίνω
Κι' οργώματα και ποταμιές, τέτοια τραγούδια λέγω.
Εκεί ψηλά, που φαίνεται το μαύρο κυπαρίσσι
Και πάρα πέρα ο εγκρεμός, εκεί 'νε και μια βρύση.
'Σ αυτήν διαβάτες, πιστικοί, γυρνούσαν νύχτα μέρα,
Και γροίκαες νύχτα μέρα εκεί τραγούδι και φλογέρα.
Μια μέρα, που ροβόλαγα από τ' απάνω πλάι,
Είδα μια κόρη πώσκυψε κ' ήπιε νερό και πάει.
Πήγα κ' εγώ κ' ήπια νερό, κι' αγάλιασα 'ςτήν ώρα,
Και δροσισμένος κι' αλαφρός κατέβαινα στη χώρα,
Πολύς απέρασε καιρός. Μα από την μέρα εκείνη
Πόνος με σφάζει καρδιακός κ' ήσυχο δε μ' αφίνει.
Βολές με κάνει να γελώ, βολές ν' αναστενάζω.
Βολές να κλαίω, και βολές τραγούδια ν' αραδιάζω.
Κάποτε μ' είδαν στο χωριό, σε μια μεγάλη σκόλη,
Κι' όσ' έμαθαν για το νερό, το καταριώνταν όλοι.
Κ' η δόλια η βρύση ερήμαξε. Κι' οχ' τότε νύχτα μέρα
Ούτε τραγούδι ακούς εκεί, ούτε γρυκάς φλογέρα.
Κι' όποιος διαβαίνει οχ' το χωριό, ψηλά στο κυπαρίσσι
Όλοι του δείχνουνε και λεν: «η Μαγεμμένη Βρύση».
Τ' έφταιξε η βρύση; Έφταιξεν η μάγισσα η παρθένα.
Οπού την βρύση εμάγεψε κ' εμάγεψε κ' εμένα.
Σαν έρθη τώρα η 'μορφονιά που μάγεψε τη βρύση
Και μ' ένα φίλημα γλυκό τα μάγια μου ξορκίση,
Θα γειάνη ο πόνος που με τρώει βαθιά και με μαραίνη,
Και θα να πάψουνε να λεν την βρύση μαγεμμένη.
Πίσω από μακρινές κορφές ο ήλιος βασιλεύει
Και τ' ουρανού τα σύνορα χίλιες βαφές αλλάζουν,
Πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζες,
Κι' ανάμεσά τους σκάει λαμπρός λαμπρός ο Αποσπερίτης.
Την πύρη του καλοκαιριού την σβυεί γλυκό αγεράκι
Που κατεβάζουν τα βουνά που φέρνουν τ' ακρογιάλια.
Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γέρω πεύκος
Και πίνει και ρουφάει δροσιά κι' αχολογάει και τρίζει
Η βρύση η χορταρόστρωτη δροσίζει τα λουλούδια
Και μ' αλαφρό μουρμουρητό γλυκά τα νανουρίζει
θολώνει πέρα η θάλασσα, τα ριζοβούνια ισκιώνουν,
Τα ζάλογγα μαυρολογούν, σκύβουν τα φρύδια οι βράχοι
Κ' οι κάμποι γύρου οι απλωτοί πράσινο πέλαο μοιάζουν.
Απ' όξω, απ' τα οργώματα, γυρνούνε οι ζευγολάτες,
Ηλιοκαμμένοι, ξέκοποι, βουβοί, αποκαρωμένοι,
Με τους ζυγούς, με τα βαριά τ' αλέτρια φορτωμένοι
Και σαλαγούν από μπροστά τα δυο καματερά τους.
Τρανά, στεφανοκέρατα, κοιλάτα, τραχηλάτα,
«Οώ! φωνάζοντας, οώ! Μελισσινέ, Λαμπίρη»·
Κι' αργά τα βόιδια περπατούν και πού και πού μουγγρίζουν.
Γυρνούνε από τα έργα τους η λυγερές, γυρνούνε
Με τα ζαλίκια αχ' τη λογγιά, με τα σκουτιά αχ' το πλύμα,
Με τες πλατιές των τες ποδιές σφογγίζοντας τον ίδρω·
Και 'ςόποιο δέντρο κι' αν σταθούν, 'ς όποιο κοντρί ακουμπήσουν.
Εις το μουρμούρι του κλαριού, εις την θωριά του βράχου
Γλυκόν γλυκό και πρόσχαρον χαιρετισμό ξανοίγουν:
— «Γεια και χαρά 'ς τον κόσμο μας, 'ς τον ώμορφό μας κόσμο!»
Σαν το ζαρκάδι ο νιος βοσκός ξετρέχει την κοπή του·
Σουρίζει, σαλαγάει «όι, όι» και τήνε ροβολάει
Από τα πλάγια στο μαντρί, στην στρούγγα για ν' αρμέξη.
Από στεφάνι, από γκρεμόν, από ραϊδιό και λόγγο
Και του γιδάρη η σαλαγή στριγγιά στριγγιά γροικιέται
Τ' ανάποδο κοπάδι του «τσαπ, τσαπ! έι, έι» βαρώντας.
Κι' αχολογούν βελάσματα κι' αχολογούν κουδούνια.
Από μακρυά, αχ' το βουκουλιό, ακούγεται φλογέρα.
Κάπου βροντάει μια τουφεκιά ή κυνηγού ή δραγάτη,
Και κάπου κάπου ο αντίλαλος βραχνό τραγούδι φέρνει
Του αλογολάτη, του βαλμά, οπού γυρνάει κ' εκείνος.
Του κάμπου τάγρια τα πουλιά γυρνούν αχ' τες βοσκές τους,
Και μ' άμετρους κελαϊδισμούς μέσ' στα δέντρα κουρνιάζουν·
Σκαλώνει ο γκιώνης στο κλαρί και κλαίει τον αδερφό του.
'Σ τα ρέπια, στα χαλάσματα, η κουκουβάγια σκούζει·
Μέσα σε αυλάκι, σε βαρκό, λαλεί η νεροχελώνα
Τ' αηδόνι κρύβεται βαθειά στ' αγκαθερά τα βάτα
Και την αγάπη τραγουδάει με τον γλυκό σκοπό του
Κ' η νυχτερίδα η μάγισσα, με το φτερούγισμά της
Το γλήγορο και το τρελλό, σχίζει τα σκότα απάνου
Και με τα ολόχαρα παιδιά του ζευγολάτη παίζει.
Καλότυχοί μου χωριανοί, ζηλεύω τη ζωή σας,
Την απλοϊκή σας τη ζωή, πώχει περίσσιες χάρες.
Μα πλιο πολύ τον μαγικό ζηλεύω γυρισμό σας,
Όντας η μέρα σώνεται και βασιλεύει ο ήλιος.
Όταν ανθίζ' η αγράμπελη κι' απλώνει τα κλαδιά της
'Στό σχοίνο, στο χαμόδενδρο, στου πεύκου τα κλωνάρια,
Στα ρέμματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου,
Κι' αγέραν, κάμπους και βουνά, την πλάση πέρα ως πέρα
Γιομόζει από μοσχοβολιά με τον ανασασμό της.
Πυκνό πυκνό κι' ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται
Μέσ' από βράχους και κρινιά, μέσ' από ερμιές και κήπους,
Και τάνθη της βοσκολογά και πέρνει τον αχνό τους,
Και διαλαλάει μ' ένα βοητό τον αναγαλιασμό του.
Έτσι η κοπέλλες του χωριού πετιούνται από τα σπίτια
Κ 'εις κάμπους κ 'εις βουνά σκορπούν, κι' όπ 'είνε αμπέλια
[τρέχουν,
Με τα καλάθια τα πλεχτά και με τα βατοκόπια
Και με τραγούδια, με χαρές, όταν αρχίζη ο τρύγος.
Αναταράζονται η ερμιές, αχολογούν τ' αμπέλια,
Λες κι' από κάθε πέτρα ορθή, λες κι' από κάθε βάτον
Οπού στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει.
Πράσινη απλώνεται η φυτειά κ' η ράγες μεστωμένες,
Μαύρες και κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογούν, γυαλίζουν
Στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου οπ' ανατέλλει,
Σαν μαύρα μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.
Η βέργες η καμαρωτές λαμποκοπούν κ' εκείνες,
Κ' η περογλιές ξαπλώνονται 'ς τα δίπλατα κρεββάτια
Και στην πυκνή τους χλωρασιά και 'ς τον βαθύ τους ίσκιο
Την ιδρωμένην αργατιά δροσίζουν, ανασαίνουν,
Την αργατιά που ολημερίς όλο τρυγάει κι' απλώνει.
Την αργατιά που λαχταρά πότε να πέση ο ήλιος.
Πότε να ισκιώσουν τα ριζά να δροσερέψη ο κάμπος.
Νάτος ο ήλιος που έπεσε και πάει να βασιλέψη,
Νάτα που ισκιώσαν τα ριζά και δροσερεύει ο κάμπος.
Ο ήλιος 'χάθη ολότελα και τα βουνά σουρπώσαν,
Θόλωσαν τ' ανοιχτά νερά κι' απάνου βγήκαν τ' άστρα.
Διπλά ανασαίν' η αργατιά κι' απαρατάει το έργο,
Κ' εκεί που κληματόβεργες κι' από παλιούρια φράχτες
Καλύβι ολόρθο πλέκουνε, δείπνον απλό κυκλώνουν,
Και τον απλό το δείπνο τους φωτάει θαμπό λυχνάρι.
Ύστερα εις κάθε μια φυτειά, κάθε όχτο, κάθε αμπέλι
Τρανές ανάβονται φωτιές μέσ' στ' απλωτό σκοτάδι.
Ολόυρα ολόυρ' απ' τες φωτιές σταίνουν χορό η κοπέλλες·
Στρώνονται χάμου οι γέροντες κι οι νιοί, κι' απ' όλους ένας
Τους συνοδεύει το χορό μ' ένα απαλό τραγούδι
Και μ' ένα λάλημα γλυκό γλυκό του ταμπουρά του.
Ως που τ' αστέρια τ' ουρανού το μεσονύχτι δείχνουν,
Και τότες οι χοροί χαλνούν, σκορπάν οι δουλευτάδες.
Στρώνουν για στρώματα κλαδιά κι' αποσταμένοι γέρνουν.
Κ' εκεί που σβύνονται η φωτιές έρμες ανάρια ανάρια,
Το νυχτοπούλι τ' άγρυπνο γλυκά τους νανουρίζει,
Ως που να σκάση ο αυγερινός, που θα ξυπνήσουν πάλι,
Πάλι στο έργο τους να μπουν, στον ζηλεμμένον τρύγο.
Η Ζερβοπούλα η ώμορφη κι' αρχοντοθυγατέρα
'Στόν αργαλειό της ύφαινε κι' ανάρια ετραγουδούσε:
—Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμμένο 'ς το νυχτέρι,
Διασίδι, μ' όντας σ' έγνεθα τον συχνωνειρευόμουν,
Διασίδι, όντας σ' εδιάζομουν ήρθεν από τα ξένα,
Διασίδι, όντας σ' ετύλιγα 'ς την εκκλησιά τον είδα,
Διασίδι, όντας σ' εκόλναγα μώστειλεν αρραβώνα.
Παίξε, αργαλειέ μου, βρόντησε, … πέτα χρυσή σαΐτα,
'Τρίξτε καϋμένα χτένια μου, βαστάτε τον ηχό μου,
Να βγουν τα υφάδια γλήγορα, να ράψω τα προικιά μου,
Γιατ' ο καλός μου βιάζεται, βιάζεται να με πάρη.
Ένα παλάτι αδιάβατο κλειστό και ρημαγμένο
Πανώρηο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν' η θολούρα, η χειμωνιά το έρμο το παλάτι,
Κι' ουδέ μιλάει το μάρμαρο, ουδέ κι' ανοίγει μάτι.
Λάμπει ο ήλιος, κελαϊδούν της άνοιξης τ' αηδόνια,
Κ' εκείνο μένει ασάλευτο, βουβό από τόσα χρόνια.
Κάποια νεράιδα της ερμιάς και μάγισσα ωργισμένη
Το καταράστηκε βαριά και μάρμαρο έχει γένει.
Και το παλάτι ερήμαξε, το σκέπασαν τα δάση
Κι' ως τόρα πόδι ανθρωπινό δεν έχει εκεί περάσει.
Μονάχα ο Χρόνος, που περνάει ολημερίς μπροστά του,
Έγραψε μέσ' στο μάρμαρο μαζί με τ' όνομά του:
»Χαρά στην νια την ώμορφη που η Μοίρα θα της δείξη
Το σιδηρόχορτο να βρη, την πόρτ' αυτή ν' ανοίξη.
Ν' αγκαλιαστή το μάρμαρο, σιμά του ν' αγρυπνήση
Σαράντα δυο μερόνυχτα, γλυκά να το ξυπνήση!»
Είνε παλάτι ερημικό κι' απόκλειστο η καρδιά μου,
Μαρμαρωμένον βασιλιά βαστάει τον Έρωτά μου.
Χαρά στην νια την ώμορφη, που την καρδιά θ' ανοίξη
Και με το κρύο το μάρμαρο τα χείλη της θα σμίξη!
Ένα πουλάκι λάλησε 'ς της ποταμιάς τα δέντρα,
Ένα πουλάκι οπού λαλεί τον Μάη με την αυγούλα
Κι' οπού ξυπνάει τους πιστικούς, ξυπνάει τους καρβανάρους,
'Τούς καρβανάρους στ' άλογα, τους πιστικούς στα γίδια.
Εξύπνησ' έναν γέροντα, γέροντα καρβανάρον,
Που κόνευε στην ποταμιά παράμερα του δρόμου.
Ξεπεδουκλώνει τ' άλογα και πάει να τα ποτίση.
Ερρόδιζεν η ανατολή κι' ο αυγερινός τραβιώταν,
Πάηνε στα οργώματα ο ζευγάς κι' η κοπελλιά στο πλύμα
Και το πουλάκι ολόγλυκον κελαϊδισμό κρατούσε.
Άκουγε ο γέρος το πουλί, τήραε τα κορφοβούνια,
Ολογυρνούσε τα δεντρά, κ' έλεγε με τον νου του:
— Καλότυχα, μωρέ δεντρά, που ζάτε χίλια χρόνια,
Που ανθίζετε κάθ' άνοιξη και κάθε καλοκαίρι.
Γεράματα δεν έχετε και χάρο δεν φοβάστε·
Σα μεσημέρια απλώνετε τον ίσκιο τον διαβάτη,
'Σ τον ζευγολάτη, 'ς τον βοσκό, 'ςτού κοπαδιού τον πλήθο.
Την νύχτα ολόρθα κι' άγρυπνα, πίνετε και ροφάτε
Δροσιάν βουνίσια αχόρταγα, και το ταχύ, όταν φέγγει.
Εσείς παλάτια γίνεστε 'ς τον κότσυφα 'ς τ' αηδόνι.
Εσάς σας τρέφουν κρύα νερά, τα χιόνια σας πλαταίνουν.
Μωρέ βουνά, ψηλά βουνά, ψηλά και δασωμένα,
Τώρα που ο Μάης σας γιόμωσε μ' ανθούς, με χλόη, με νιάτα,
Γιατί δεν ξανανιώνετε κ' εσείς τον γέρο εμένα,
Σάμπως καινούρια γένονται και σάμπως ξανανιώνουν
Τούτα τα χαμηλά κλαριά και τα παλιά τα δέντρα,
Να γίνω πάλι ως ήμουν νιος, να γίνω παλλικάρι;
Κάτω 'ς τον Μαραθόκαμπο, που ολονυχτής θερίζουν,
Κάποιος λεβέντης θεριστής ψηλό τραγούδι λέγει
Κι' ως το ξημέρωμα ξυπνόν βαστάει όλον τον κάμπο·
Βαστάει κ' εμένα ξύπνηγη την ποθοπλανταγμένην
Δέκα βραδιές ολόβολες 'ς τα παραθύρια απάνου,
Κι' απ' τον ήχο του τραγουδιού κι' απ' την γλυκειά φωνή του
Τα νυσταγμένα μάτια μου τον ύπνο δεν τον θέλουν.
Τον νιον αυτόν τον θεριστή, που τραγουδάει την νύχτα,
Να κάτεχα, να γνώριζα! Ήλιε, γλυκέ πατέρα,
Ήλιε, οπού μου χάρισες τόση εμμορφιά 'ς τον κόσμο,
Μη τα χαλάς τα νιάτα μου και μη τα φαρμακώνης.
Με τες χρυσές αχτίδες σου δείξε μου μιαν ημέρα
Τον νιον αυτόν τον θεριστή, που τραγουδάει την νύχτα,
Να τον γνωρίσω, να τον 'δώ' διάνεμμα να του κάμω
Την νύχτα να μη τραγουδάη, 'ς τον κάμπο να μη βγαίνη,
Νάρχεται με του φεγγαριού τ' απόσκια 'ς την αυλή μου
Να τον χορταίνω φίλημα, να τον χορταίνω αγκάλια
Αφιερώνεται
'ς τον αγαπημένον μου κ. Κ. Καζαντζήν.
Του Αγγελοκάστρου ο Βασιλιάς διαλάλησε μια 'μέρα:
Ποιος ημπορεί την λίμνη μου να σπείρη πέρα ως πέρα,
Και ποιος 'ς τα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήση;
'Σ το ρέμμα του Ασπροπόταμου ποιος ημπορεί να στήση
'Σ το χρόνο απάνω πέτρινο γεφύρι; Ας έρθη ομπρός μου
Διαμάντια, ασήμι, μάλαμα, κι' όλο το βιο του κόσμου
Να του χαρίσω αμέτρητο.
Δεν άνοιξ' ένα στόμα,
Κι' ουδ' ένας δεν ωμίλησε. Ώρες περνούν ακόμα,
Κι' από τα πλήθη ωμορφονιός σαν σταυραητός πετιέται
Κι' έρχεται ομπρός 'ς τον Βασιλιά και τέτοια απολογιέται:
— Την λίμνη σου αν δεν ημπορώ να σπείρω, να θερίσω,
Ούτε 'ς τα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήσω,
Όμως γεφύρι πέτρινο μπορώ να θεμελιώσω
'Στό ρέμμα του Ασπροπόταμου 'ςτόν χρόνο απάνω. Ως τόσο
Διαμάντια, ασήμι μάλαμα κι' όλο το βιο του κόσμου
Δε σου γυρεύω χάρισμα. Γυναίκα αν θέλης δος μου
Την κόρη σου.
Είχε ο Βασιλιάς του γάμον του βλαστάρι
Μιαν θυγατέρα μοναχή, της χώρας του καμάρι,
Κι' από καιρόν ο ωμορφονιός την κόρη του αγαπούσε,
Κρυφά τον ωνειρεύονταν κι' αυτή και τον ποθούσε.
Όμως δεν ήτον βολετό του θρόνου αυτή βλαστάρι
Άντρα τον πρωτομάστορα των γεφυριών να πάρη.
Δίνει το λόγο ο Βασιλιάς.
— Λεβέντη, τόνομά σου;
— Με λεν Μανόλη, Βασιλιά,
— Όμως καλά στοχάσου·
Ο χρόνος αν παραδιαβή και δεν το θεμελιώσης,
Με τώμορφο κεφάλι σου το τάμμα θα πλερώσης.
Αρχίζει σύνταχα η δουλειά. Σαν γίγαντοι πιθώνουν
Πέτρα σε πέτρα οι μάστοροι, και χτίζουν κι' ασβεστώνουν.
Όμως πάρα πολύ ψηλοί οι βράχοι εκεί υψωνόταν,
Το ρέμμα του Ασπροπόταμου ήτον πολύ βαθύ,
Κ' ούτε θεμέλιο μπόρειε εκεί ποτέ να στεριωθή,
Ό,τ' έχτιζαν ολημερής την νύχτα εκρεμνιζόταν,
Θλίβετ' ο νιος.
Η αγάπη του κρυφά τον συντυχαίνει.
— Χωρίς ελπίδα, αφώτιστοι, θολοί, σκοτεινιασμένοι
Πέρασαν χρόνοι ολόβολοι, και τώρα που σιμόνει
Να φέξη η αυγή μας η γλυκειά, κι' η πίκρες μας, οι πόνοι
Να σβύσουν σαν τη καταχνιά, βογγάς, καλέ μου, ακόμα;
— Καϋμένη, δεν με κλαις και συ! του γάμου μας το στρώμα
Τάχα σαν πού ονειρεύεσαι;… Είν' τα βουνά ψηλά,
Το ρέμμα του Άσπρου είνε βαθύ, κι' ολόγοργο κυλά
Κι' ούτε θεμέλιο στέριωσαν ως σήμερα οι μαστόροι.
Ό,τι την μέρα χτίζεται χαλά την νύχτα, κόρη.
Κι' αν μέσ' 'ς το χρόνο δεν στηθή ακέρηο το γεφύρι,
Πάρε μου το κεφάλι εσύ, και σύρ' το εσύ του κύρη
Να πλερωθή το τάμμα του.
Κ' έκλαιε το παλληκάρι
Έκλαιε σιμά κ' η αγάπη του.
Μιαν νύχτα με φεγγάρι,
Τ' αστέρι του μεσονυχτιού το λαμπερό όταν σκάζη,
Το πατρικό το κάστρο της η κόρη το απαριάζει
Και πάει 'ς τον Ασπροπόταμο. Κάθεται μέσ' 'ς την άκρη,
Και τ' αφρισμένα του νερά τα ραίνει με το δάκρυ.
Νεράιδες απ' τα κύματα πηδούν χεροπιασμένες
Και σταίνουν τους πλεκτούς χορούς. Η οχθιές καμαρωμένες
Εντιλαλούνε τους αχούς.
'Σ τ' Άγραφα ασπρογαλιάζει
Η χαραυγούλα. Ο Αυγερινός, λαμπρός λαμπρός, σταλάζει
'Σ το μέτωπό της τώμορφο αχτίδες διαμαντένιες.
Τ' άλλα τ' στέρια αχνίζουνε. Γελούνε σμαραγδένιες
Γύρω η κορφές. Η ξωτικές λυούν τους πλεκτούς χορούς των
Και χάνονται 'ς τα ρέμματα, κι' οπίσω τους αχούς των
Ακόμ' αντιλαλούν η οχθιές. Απ' όλες μια μονάχη
Είδε την κόρη οπώκλαιγε και την ρωτάει τι νάχη.
Τον μυστικό τον πόνο της η κόρη φανερώνει.
— Βασιλοπούλα, άδικα κλαις· γεφύρι δεν στεριώνει.
Ούτε θεμέλιο σταίνεται 'ς τον Άσπρο, μα τα μάτια μας,
Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας.
Είπε κ' εχάθηκε κι αυτή 'ς του ποταμού το κύμα,
Το κύμα οπώγειν' ύστερα Βασιλοπούλας μνήμα.
Έδοσε ο ήλιος. Πελεκούν οι μάστοροι και χτίζουν,
Στεριώνουν τα θεμέλια τους κι' απ' τότε δε βουλίζουν
Στο ρέμμα, ουδέ ξεσέρνονται· κι' απ' τότε κάθε βράδυ,
'Σάν πέρναε το μεσάνυχτα κ' έσφιγγε το σκοτάδι,
Άκουε ο πρωτομάστορας τραγούδι γνώριμό του
Να βγαίνη απ' τα βαθιά νερά, άκουε κι' απ' τον καϋμό του
Ξυπνός στην ακροποταμιά ολονυχτής γυρνούσε.
Το μυστικό του τραγουδιού να μάθη δε μπορούσε,
— Και το γεφύρι στένεται κι' αυτός το καμαρώνει
— Ως π' άκουσε η Ξωθιές να λεν: «Γεφύρι δεν στεριώνει.
Ούτε θεμέλιο σταίνεται 'ς τον Άσπρο, μα τα μάτια μας.
Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας,
Κι' ως που μαθεύτηκε ο χαμός της κόρης πέρα ως πέρα.
Μήνες περνούνε. Η ύστερη του χρόνου φτάνει μέρα,
Κι' όσο να πάρη ο ίσκιος της κι' ο ήλιος της να γείρη,
Θεμελιωμένο επρόβαλε κι' ακέριο το γεφύρι.
'Σ τον πικραμένον Βασιλιά, που μέρα νύχτα κλαίει
Της μοναχής του τον χαμό, έρχεται ο νιος και λέει:
— Τώστησα το γεφύρι μου, ψυλό και στοιχειωμένο,
Και τώμορφο κεφάλι μου δε θα το ιδής κομμένο.
Διαμάντια, ασήμι μάλαμα και βιο δε σου ζητούσα,
Τάμμα την κόρη σου ήθελα οπού την αγαπούσα.
Και τώρα που το στέριωσα, θα πάω να την ευρώ.
Και πάει και ρίχνεται κι' αυτός μέσ' 'ς τ' Άσπρου το νερό.
'Στήν άκρη του γιαλιού ξανθή καθέται κόρη
Κι' ωρηόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντήλι,
Μαντήλι του γαμπρού του γάμου της κανίσκι,
Την θάλασσα κεντάει με τα νησιά της όλα.
Κεντάει του ουρανό με τα λαμπρά του αστέρια,
Την γη με τα πολλά και με τα ωραία λουλούδια,
Κεντάει κ' ένα βουνό ψηλό ψηλό και μέγα·
Το χάραμμα γλυκά προβάλλει 'ς την κορφή του,
Και βάφεται η κορφή και τουρανού η λουρίδα
Ροδόλευκη. Νερά καθάρια κι' ασημένια
Τα διάπλατα πλευρά ξετρέχουν κι' αυλακώνουν
Χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ισκιωμένα ορμάνια
Κεντάει 'ς τες λαγκαδιές με πράσινο μετάξι.
'Σ τους όχτους, 'ς τα ριζά, κοπάδια ασπρολογάνε
Και φαίνονται βοσκοί, και 'ς τώμορφο κεντίδι
Φλογέρες λες κι' ακούς, λες και γροικάς τραγούδια,
Βελάσματα βραχνά και ηχούς από τρουκάνια.
'Σ τα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη
Με καλαμιές χρυσές. Ένας ψαράς 'ς την άκρη
Πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει.
Κάμπον πλατύν πλατύν με σμαραγδένιο νήμα
Ολόγυρα κεντάει. 'Σ τη μέση από τον κάμπο
Ποτάμι σιγαλό και φιδωτό ξομπλιάζει
Με δάφνες, με μυρτιές και με δασιά πλατάνια,
Με αηδόνια, με φωλιές· και 'ς το πανώρηο ξόπλι
Τον φλοίσβο του νερού θαρρείς κι' ακούς, της δάφνης
Τον μύρο, της μυρτιάς, θαρρείς ότι ανασαίνεις,
Πως τον κελαϊδισμό των αηδονιών ξανοίγεις,
Πως νοιώθεις το απαλό της φυλλουριάς μουρμούρι.
'Σ την ακροποταμιάν αλάφι ζωγραφίζει
Που σκύφτει τα νερά να πιη τα κρυσταλλένια
Και ξάφνου σαϊτιά 'ς την πλάτη το λαβώνει·
Στρέφεται αυτό, κυττάει με πόνο την πληγή του.
Πάσχει ν' απαλλαχτή, δεν δύνεται το μαύρο,
Κι από τον ουρανόν, από τα δένδρα γύρα
Βοήθεια λες ζητάει.
Ολόυρα από τον κάμπο
Πλήθος μικρά χωριά κεντάει, χωράφια αλλούθε
Με ολόχρυσα σπαρτά, με θημωνιές, με αλώνια.
Πράσινα αμπέλια αλλού με κίτρινα σταφύλια,
Κίτρινα σαν φλουριά, κ' έμμορφα κοπελλούδια
Που 'μπαίνουν με πλεχτά καλάθια και τρυγάνε.
Γάμον αρχοντικό 'ς ένα χωριό πλουμίζει
Με νύφην, με γαμπρό, με φλάμπουρα, με ψίκι.
Δράκους αλλού κεντάει και λάμιες και νεράιδες,
Κεντάει κ' έναν γιαλό με ζαφειρένια πλάτια·
'Σ την άκρη του γιαλού την ίδια τη θωριά της
Ολόφαντη ιστορεί από εμμορφιάν και νειότη
Και πλούτον και αρχοντιά, και 'ς τα λευκά της χέρια
Τ' αργόχειρο κρατεί, τ' ωριόπλουμο μαντήλι,
Μαντήλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι,
Ανάρηα το κεντάει κι όλο του λέει τραγούδια:
Μαντήλι πλουμερό και χρυσοκεντημένο.
Ποιος νάνε τάχα ο νιος οπού θα σ' αποχτήση;
Ποιος νάνε τάχα ο νιος που μ' ένα δαχτυλίδι,
Μαντήλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρη;
Ποιος νάνε τάχα ο νιος, που μ' ένα φίλημά του
Γλυκό και φλογερό απ' το λευκό μου χέρι
'Σ την κλίνη την αγνή θα μ' οδηγήση νύφην;
Ποιος νάνε τάχα αυτός; Πέτε μου, εσείς δεντράκια
Κ' εσείς καλά πουλιά. Μουρμούρισέ μου αγάλια
Εσύ, ωραίε γιαλέ και γαλανέ ουρανέ μου!
Εσύ, φτερουγιαστέ καθάριε λογισμέ μου,
Γιατί δε μου τον λες, γιατί δεν μου τον δείχνεις,
Γιατί μια ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις
Σαν όνειρο χρυσό γλυκά 'ς την αγκαλιά μου;
Από μικρό κι' απ' άφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
Παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι' αγέρα
Κι' απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια
Και μέσ' 'ς τα σύγνεφα πετάς, μέσ' 'ς τα βουνά ανεμίζεις·
Φωλιάζεις μέσ' 'ς τα κράκουρα, συχνομιλάς με τάστρα,
Με την βροντή ερωτεύεσαι, κι' απιδρομάς και παίζεις
Με τάγρια αστραποπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν
Του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι' ο πόθος μου 'ς τα στήθη,
Κι' απ' άφαντο, κι' απ' άπλερο πουλάκι, σταυραητέ μου,
Μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια
Και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει·
Κ' έγεινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχειό και δράκος
Κι' εφώλιασε βαθιά-βαθιά μέσ' 'ς τ' άσαρκο κορμί μου
Και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει την νιότη.
Μπεζέρισα να περπατώ 'ς του κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ' αψήλου ν' αναβώ' ν' αράξω θέλω, αητέ μου,
Μέσ' 'ς την παλιά μου κατοικιά, 'ς την πρώτη τη φωλιά μου
Θέλω ν' αράξω 'ς τα βουνά, θέλω να ζάω μ' εσένα.
Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι,
Καθημερνή μου κι' ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι
Νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα σαν αδέρφι
Να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
Θέλω η βρυσούλα, η ρεμματιά, παλιές γλυκιές μου αγάπες,
Να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους,
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους
Να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ζυπνούν το τάχυ,
Και θέλω νάχω στρώμα μου νάχω και σκέπασμά μου
Το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμώ τα χιόνια.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
Θέλω να στρώνω στοιβανιές κι' απάνου να πλαγιάζω,
Ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βαλάνια,
Θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι.
Θέλω ν' ακούω τριγύρω μου πεύκα κι' οξιές να σκούζουν
Θέλω να περπατώ 'γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
Θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς 'ςτά βράχια,
Ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
Και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβύεμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο,
Και δος μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζύ σου,
Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!
Πού πας περδικομάτα μου, κατά 'ςτό μεσημέρι,
Που σε λερώνει ο κορνιαχτός και σε μαυρίζει ο ήλιος;
'Στά φουντωτά τα δένδρα μου να ξαποστάσης έλα,
Να πιής οχ' τη βρυσούλα μου, να πάρης λίγη ανάσα,
Να ξαπλωθής 'ς τους ίσκιους μου όσο να πέσ' η κάψα
Κι' όσο να πάρη το δροσιό, κ' ύστερ' αν θέλης φεύγεις.
Κι' αν θέλης πάλι κάθεσαι και μου βοηθάς 'ς το θέρο
Όσο να ισκιώσουν τα ριζά και να μας πιάκ' η νύχτα,
Να πάμε 'ς την καλύβα μου να κοιμηθούμε αντάμα.
— Εγώ είμαι κόρη του βουνού και τσέλιγγα κοπέλλα,
Τον κάμπο εγώ δεν τον φτουρώ και χλιό νερό δεν πίνω,
Δεν εχεράκωσα ποτέ δρεπάνι εγώ για θέρο,
Δε ζάρω από χερόλαβα, να πήγω γάλα ζάρω,
Ζάρω ν' αρμέω τα πρόβατα, να σαλαγάω τα γίδια.
Βρωμοκαμπίτης δε θα ιδή το αμόλευτο κορμί μου,
'Στά κορφοβούνια θ' ανεβώ, που δε ζαρίζει ο ήλιος,
Πώχει τη στρούγγα ο τάτας μου, που ν' η πολλές η στάνες,
Που 'νε τα κέδρα ταψηλά και τα νερά από χιόνια,
Που βγαίνει η πετροπέρδικα και κηλαϊδεί το τάχυ,
Το γιόμα ο πετροκότσυφας, τ' απόβραδο η τρυγόνα.
Κι αν με λερώση ο κορνιαχτός κι' αν με μαυρίση ο ήλιος,
Απάνου εκεί θα να νιφτώ 'ς το κρύο νερό της βρύσης,
'Στά γρέκια 'ς τα προσκάμνια μου θα γείρω ν' ανασάνω,
Θα να βοηθήσω 'ς τ' άρμεγμα του γέρου μου πατέρα,
Και σαν νυχτώσουν τα βουνά και πάη αυτός 'ς το σκάρο,
Τ' αδράχτι, η δρούγα κι' ο αργαλειός μ' ακαρτερούν εμένα.
Στειροχωρίζουν 'ς τον Κλαδά, τυροκομούν 'ς του Ζέρβα,
'Στού Ακρίβου αλλάζουν τα μαντριά, 'ς του Μπάρδα κούρον
[έχουν
Είκοσι πέντε είν' η κοπές, διακόσοι οι κουρευτάδες,
Κι' άλλ' εκατό που κουβαλούν κι' άλλ' εκατό που στρίβουν
Που στρίβουν τα κωλόκουρα, που δένουν τα ποκάρια.
Δώδεκα μέρες κούρευαν, δώδεκα μέρες δέναν.
Ο γέρο Μπάρδας κάθεται σε στρουγγολίθι απάνου
Με το πλατύ το πόσι τον, με το μακρύ ραβδί του,
Με την χοντρή σου σάρικα πώχει πυκνόν το φλόκο,
Με τους εφτά του τους υγιούς, με τους εννιά γαμπρούς του,
Κι' όλο τηράει τα πρόβατα και λέει για το καθένα:
— Τήρα σαργιά πώχ' η χελιά, τήρα ποκάρι η κούλια,
Τήρα την στερφοκάλλεσα ρούντο μαλλί που βγάζει,
Η μονοβύζα η καψαλή τήρα κολτσίδες πώχει.
Πρόγγα, ωρέ Λιά, την κότσινα που ξυέται 'ς τα πολιούρια·
Ιστ ιστ, διαβολοπρόβατο. Εά! δε μ' ακούει το έρμο,
Μόχτα, ωρέ Λιά, και μάδεψε· φυλάξου απ' το βαρβάτο.
Η νυφοθυγατέρες του κερνούν τους κουρευτάδες.
Κερνούν παγούδα, ανθότυρο κερνούν αφρό γαλάτου.
Κ' οι γιοι του αράδα τα μαντριά συχνογυρνούν και κρένουν.
— Για γληγοράτε, ωρέ παιδιά, για στρώστε τα ψαλίδια,
Τι πήγε ο ήλιος πέντε οργιές, θα να μας πάρη η νύχτα,
Κ' είνε γιορτάσι η αυριανή, να μη μας βρη 'ς τον κούρο.
Ολημερής κουρεύουνε, το γιόμα τρων και πίνουν
Κ' εκεί 'ς το ηλιοβασίλεμμα σκολνούν κι' αποκουρεύουν,
Τότ' ένας γέρος κορευτής προβάλλει ομπρός και κρένει:
Για σκώτε απάνου, ωρέ παιδιά, για αφήστε τα ψαλίδια,
Για μάστε τούφα αμάραντο, μάστε χεριές αρείκη
Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάστε τον πρώτο δάσο
Και δέστε του 'ς τα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα,
Πάρτε και του γαλάτου αφρό ραντίστε τα ποκάρια,
Βάξτε; χούι, χούι, χούι! τρεις βολές, ρίξτε και τρία αρμούτια
Και ειπέτε και του τσέλιγγα παινετικό τραγούδι.
Σκώνονται απάνου τα παιδιά κι' αφίνουν τα ψαλίδια,
Μαζεύουν τούφα αμάραντο, κόβουν χεριές αρείκη
Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάνουν τον πρώτο δάσο
Και δένουν του 'ς τα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα
Παίρνουν και του γαλάτου αφρό ραντίζουν τα ποκάρια,
Σκούζουν: χούι, χούι, χούι! τρεις βολές, ρίχνουν και τρία
[αρμούτια
Και λέγουν και του τσέλιγγα παινετικό τραγούδι:
— Εσένα πρέπει, αφέντη μου, να ζήσης χίλια χρόνια,
Να ζήσης σαν τον Έλυμπο, ν' ασπρίσης σαν τον Πίνδο,
Να ιδής υγιούς, να ιδής γαμπρούς και νυφοθυγατέρες,
Κι' αγγόνια και δισέγγονα να πιάκης να χαϊδέψης.
Νάχης χιλιάδες πρόβατα, νάχης χιλιάδες γίδια,
Με μύρια αργυροκούδουνα, να τα λαλούν να πρέπουν.
Ν' αρμέγης κάθε πρόβατο κ' εννιά αρμεγούς να βγάζης,
Ν' αρμέγης κάθε γίδι σου κι' άλλους εννιά να βγάζης.
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, το πρώτο το βαρβάτο
Νάχη γερτάνι από φλουρί και κέρατα απ' ασήμι,
Να τ' ακλουθάν τα πρόβατα, να τ' ακλουθάν τα γίδια,
Να τα σουράς να χαίρεσαι και να τα καμαρώνης.
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, για να καβαλικεύης
Τ' ασέλλινο, προσέλλινο, το κάλλιο το πουλάρι.
Οπώχει αστρί 'ς τα στήθια του, φεγγάρι 'ς τα καπούλια,
Και χίλιοι να σου το κρατούν να γέρνης να πεζεύης,
Να σιέσαι, να λυγίζεσαι, να κάτσης 'ς το προσκάμνι.
Κι' οχ' το προσκάμνι όντας σκωθής και μπης 'ςτόν αρμεγώνα
Το πλιο τρανό μαντρόσκυλλο να σ' ακλουθάη σου πρέπει.
Και πάλι ξαναπρέπει σου βαριάν αρμάτα νάχης,
Νάχης πολλές τες φορεσιές και χρυσοκεντισμένες,
Να ντυέσαι, να ξεντύνεσαι, ν' αλλάζης να ξαλλάζης,
Να κουβαλάς εδώ κ' εκεί τ' αμέτρητο το βιο σου.
Να διαφεντεύης 'ς τα βουνά, ν' ακούγεσαι 'ς τους κάμπους.
Λεν τα παιδιά του τσέλιγγα παινετικό τραγούδι,
Και παίρνουν πάλι αφρόγαλα και πίνουν και ραντίζουν
Και ξανασκούζουν: χούι, χούι, χούι! ρίχνουν και τρία αρμούτια.
Τον πιστικό τον Ζαχαριά ρωτούν οι σύντροφοί του.
— Τ' έχουν τα χείλια σου, Ζαχιά, κ' είνε βαθιά βαμμένα;
Μην έφαες χαμοκέρασα, μην έφαες βάτου μούρα,
Μην τάβαψες με τη βαφή που βάφεις και τ' αρνιά σου:
— Ουδ' από χαμοκέρασα, ουδ' από μούρα εβάψαν,
Ουδ' από εκείνην τη βαφή που βάφω και τ' αρνιά μου.
Ακούστε με, μωρέ παιδιά, να σας το μολογήσω.
'Σ τους ίσκιους και 'ς τους έλατους κούρευα την κοπή μου
Και τα μαλλιά ήταν κόκκινα και βάψαν τα ψαλίδια·
Να την βοσκήσω 'ς τα χλωρά τα ριζοβούνια βγαίνω
Και τα χορτάρια κόκκινα ταύρα κι' αυτά βαμμένα·
Κατέβηκα 'ς τον ποταμό να την περιποτίσω
Κ' εύρα και τα νερά θολά και κόκκινα βαμμένα·
Παίρνω την ακροποταμιά και φτάνω 'ς ακροβούνι,
Εκεί οπού βγαίνει το νερό κι' οπού 'νε ο καταγός του,
Κ' είδα κοράσιο οπώσκυψτε κ' έπινε με τα χείλια,
Κ' είχε τα χείλια κόκκινα σαν με βαφή βαμμένα
Και 'ς όσες βρύσες έσκυφτε να πιη, 'ς όσα ποτάμια,
Έβαφαν όλα τα νερά· έβαψαν τα χορτάρια,
Έβαψαν και τα πρόβατα, έβαψαν τα ψαλίδια.
Απαρατάω το ραβδί, κρεμάω τον αραγό μου,
Την κόρη αρπάζω οχ' τα μαλλιά, και την φιλώ 'ς τα χείλια.
Κ' έβαψαν και τα χείλια μου.
Βοσκαρούδικα κοπέλλια, έτσι η στάνες να πληθύνουν,
Να προκόψουν, να χιλιάσουν τα καλά σας τα κοπάδια,
Πέτε, αυτό το μονοπάτι πού να πάη, γιατ' είμαι ξένος.
— Στο Παλιόκαστρο, διαβάτη.
— 'Σ τα Χαλάσματα ψηλά.
— Τώρα σούρπωσε, νυχτώνει, πού θα περπατάς μονάχος;
— Μήνα οι βράχοι εκεί είν' μεγάλοι κι οι γκρεμοί ψηλοί μην είνε;
— Δεν είνε' βράχοι, ουδέ γκρεμοί είνε, είν' του Κάστρου το
[Στοιχειό.
Σκοταδιάζει, βγήκαν τάστρα. 'Σ το καλύβι λάμπ' η πύρα.
Τα βοσκόπουλο καθίζουν ολοτρόυρ' απ' τον ξένο,
Κι' αρχινάη να διηγάται το τρανό:
— 'Σ τα παλιά χρόνια,
Κάποιος Βασιλιάς του τόπου μια μονάχη κόρην είχε.
Κόρη αγνή σαν τη δροσούλα κι' ώμορφη σαν την αυγή.
Δυο λεβέντες αντρειωμένους λάβωσεν η ωμορφιά της.
Ήλιος 'ς την ωρηότη ο ένας, άστρο της αυγής ο άλλος.
Τους αγάπησε κ' η κόρη κ' έλυωνε σαν το κερί
Μη γνωρίζοντας η μαύρη ποιον ν' αφήση ποιον να πάρη.
Την τηρά αχαμνή ο πατέρας, γνοιάζεται το μυστικό της
Και με τα ψαρέμματά του τώβγαλε 'ς τ' αχείλη της.
Λέει στερνά:
— Βουλιούμαι, κόρη, Κάστρον αψηλό να χτίσω
Κι' αφ' τον ποταμό 'ς τη Χώρα το νερό χτιστό να φέρω.
Άνθρωποι του Παλατιού μας σήμερα θα διαλαλήσουν
'Σ το λαό τον ορισμό μου. Ας ερθούν τα παλληκάρια,
Ένας το νερό ν' αρχίση το χτιστό, το Κάστρο ο άλλος.
Κι' αύριο ως που να γείρη ο ήλιος, πρώτος όποιος τους σκολάση
Ταίρι σου να γίνη εκείνος
Άρχεψαν τα παλληκάρια.
Κείνος πώχτιζε το Κάστρον, ως το μεσημέρι απάνου
Έτοιμα, πελεκημένα αράδιασε τα μάρμαρά του.
Μάρμαρα βαριοκομμένα, χάλαρα θεόρατα.
Πήρε κ' έκλωσεν ο ήλιος. Χτίζεται το Κάστρο ολοένα.
'Σ το βασίλλεμμά του ακέριο πρόβαλε ψηλό και μέγα
Κ' έλαμπε σαν κρυσταλλένιο 'ς τες στερνές στερνές του
[αχτίδες.
Τρέχει ο νιος για το Παλάτι. Μέσ' 'ςτή μέση από το δρόμο
Αχ! τα σύνεργα θυμάται. Το 'χε ειπή κι' ο Βασιλιάς
Πως γυρίζοντας καθένας και τα σύνεργα να φέρη.
Σταματάει, γυρίζει οπίσω, μια βουκέντρα θέλει ο ήλιος,
Πάει αρπά τα σύνεργά του και γυρνά μονανεπνιάς
'Σ το Παλάτι, αλαφιασμένος αφ' το δρόμο αφ' το τρεχιό.
Μέσ' 'ς το πρώτο σκαλοπάτι φτάνει τ' άλλο παλληκάρι
Έτοιμο ν' ανέβη απάνου. Με τ' απίδρομο, με ορμή
Θέλει να το προσπεράση. Απλώνει αυτό να τ' αμποδίση.
Πιάνονται, έρχονται 'ς τα χέρια, κι' αγριεμένα σαν λιοντάρια
Με τα σύνεργα χτυπιούνται, πολεμάν να σκοτωθούν.
Η ώμορφη βασιλοπούλα, που 'ς το παραθύρι απάνου
Με καρδιόχτυπο ακαρτέρει να δεχθή το ταίρι της,
Βλέποντας τον τσακωμό τους τρέχει να τα ξεχωρίση,
Όμως 'ς αίματα πνιγμένα ταύρε η αγλύκαντη τα δυο.
Αφ' τη λύπη, αφ' τον καϋμό της, κλείστηκε 'ς το Κάστρο
[της,
Κι' όρκον ώμνεψε 'ςτόν κόσμο να μη βγη, να μη ιδωθή.
Κάποτ' ύστερα μια μέρα βούλιαξε το έρμο Κάστρο
Κι' ούτε η κόρη εξαναφάνη. Μοναχά το βράδυ βράδυ,
Σίντα βασιλεύει ο ήλιος, σίντα ανάβονται τ' αστέρια,
Απ' του Κάστρου τα βουλίδια κι' από τα χαλάσματα
Λεν πως βγαίνει ασπροντυμένη, σαν Στοιχειό, σαν Φάντασμα.
Τι νάνε η λαμπερή φωτιά μέσ' 'ς το βουνό το πέρα
Πού πότε πότε ανάβεται και πότε πότε σβυέται;
— Αυτήν την ώρα οι πιστικοί τα πρόβατα σκαρίζουν.
Βόσκουν αυτά με την δροσιά και με το κρύο της νύχτας
Σε γούπατον, σε λαγκαδιά και 'ς όχτους απλωμένα.
Γλυκός γλυκός αντίλαλος χύνεται απ' τα κουδούνια,
Κάποτε ο νυχτοκόρακας, κάποτε αγρίμι σκούζει,
Κάποτε σκύλου βάβυσμα βαθιά βαθιά γροικιέται
Μέσ' 'ς τη μαυρίλα την πυκνή. Κι' από τες στάνες γύρα
Οι πιστικοί συνάζονται, κόβουν κλαριά από κέδρους,
Σταίνουν τετράψηλην φωτιά, στρώνονται αράδα αράδα,
Και μέσ' 'ςτήν πύρα της φωτιάς, 'ςτή μυρουδιά του κέδρου,
Καθένας λέει τα λόγια του. Κι' άλλος για αγάπες λέγει,
Και μολογάει πως αγαπάει από καιρόν μια κόρην
Οπού του κάνει το βαρύ, κι' αυτός απ' τον καϋμό του
Να την μιλήση δεν τρομά, να την τηράη λυγώνει.
Άλλος μιλάει για το φιλί και λέει πόσο γλυκό είνε,
Και μολογάει πώς τ' άρπαξε το πρώτο από μια χήρα
Πώσκυψε για να πιη νερό μέσ' 'ς της Ωρηάς τη Βρύση
Και τώρα την καλόμαθε και με καλό το παίρνει.
Άλλος για κούρσες μολογάει, για κλέφτες, για πρωτάτα,
Γι' αρματωσιές, για σκοτωμούς, και κάπου κάπου απλώνει
Κι' αναγυρίζει τη φωτιά και παίρνει ένα τραγούδι.
Τραγούδι του παλιού καιρού, του Πάλλα το τραγούδι
Άλλος για το κυνήγι λέει 'ς της νύχτας το καρτέρι,
Σίντα ξεβγαίνει το καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι.
Άλλος πιξάρι πελεκάει και ζωγραφίζει αγκλίτσαν,
Άλλος γαλαροκούδουνα περνάει 'ς τα κόθρα μέσα.
Άλλος αδράχτι σφοντυλάει και κλώθει τ' αρνοπόκι,
Άλλος καυκόπουλο κεντάει, άλλος καρδάραν δένει,
Άλλος για τράστον για αραγό μαδάει προβιάν καινούργια
Άλλος ξανοίγει τη φωτιά, τραβάει ολίγα θράκια
Και ψένει από ημερόδεντρο βαλάνια και μοιράζει.
Άλλος θυμάται τους χορούς, άλλος αγάλια αγάλια
Με την βραχνή τζαμάρα του το «λάγιο αρνί» μαθαίνει,
Άλλος τον ώμορφο βοσκό και την βασιλοπούλα
Θυμάται του παραμυθιού που τούλεγε η βαβά του
Κι' αρχίζει και το μολογάει και οι γύρα τον ακούνε.
Κι' ένας, απ' όλους πλιο τρανός και απ' όλους λογισμένος,
Που γέρνει απάνου 'ςτο ραβδί, στερνός απ' όλους λέγει
Για την τσοπάνικη ζωή, κι' όλο τους ορμηνεύει
Για τη βοσκή, για τ' άρμεγμα, για της ερμιάς τ' αγρίμι,
Για το μαντρί, για σάλογον, για στάλισμα, για σκάρον.
Για γέννον και για βύζαμα και για τον έρμον κούρο.
Για ιδές μαλλιά κατεβατά, ξανθιά σαν το μετάξι,
Που κρέμονται 'ς τους πλάτες της και πέφτουν ως το χώμα
Σαν καταρράχτης, σαν νερό χρυσό μαλαματένιο.
Για ιδές καθάριο μέτωπο και λαμπερό, σαν ήλιος
Του Μάρτη, του Μαγιάπριλου, που κρούει 'ςτο κορφοβούνι.
Για ιδές μεγάλα, γαλανά και λυγωμένα μάτια,
Μάτια γλυκά, μάτια κρυφά, μάτια γιομάτα λάμψη,
Λες κ' είνε τόνα ο Αυγερινός και τ' άλλ' ο Αποσπερίτης.
Φρύδια για ιδές δοξαρωτά, γραμμένα με κοντύλι.
Λες κ' είνε φίδια ζωντανά που σμίγουν και φιλιούνται,
Λες κ' είνε φίδια ζωντανά που ερχόνται να με ζώσουν.
Για ιδές αχείλη κόκκινα, σαν με βαφή βαμμένα,
Που ανοίγουν και γλυκομιλούν, που κλειούνται και γελούνε,
Σαν τα τριαντάφυλλα του Μάη το βράδυ την αυγούλα.
Για ιδές κορμί ψηλό, λυγνό κι' ολόρθο σαν τη λεύκα
Οπού την βρέχ' η ρεμματιά και την λυγάει τ' αγέρι.
Για ιδές λαιμός γαλατιανός, λαιμός περιστερένιος
Και δροσερός σαν κρύο νερό και σαν βουνίσιο χιόνι.
Για ιδές και κόρφος σαν μηλιά 'ς τα μήλα φορτωμένη.
Κρίμα δεν είνε κι' αδικιά τέτοια ωμορφιά και νιότη
Να τήνε χαίρεται η ερμιά κ' εγώ γι' αυτήν να λυόνω;
Μη με σκανιάζης, μη με σκας και μη με φεύγης, κόρη.
Μπροστά μου μην ξαφνιάζεσαι σαν τ' άγριο το ζαρκάδι
Και χώνεσαι μέσ' 'ς τη λογγιά και κρύβεσαι 'ς την τούφα.
Όντας με βλέπης μη προγγάς, κρίνε μου όντας σου κρένω
Και γέλα μ' όντας σου γελώ, κι' όντας απλώνω χέρι
Γείρε μου εσύ 'ς την αγκαλιά, δος μου τα δυο σου αχείλη.
Τ' άκουσα που το τραγουδούν απάνου 'ς τα λουμάκια
Του λόγγου τ' άγρια πουλιά πώς αγαπά η καρδιά σου,
Πως διάλεξε αγαπητικόν τον δράκοντα τον Ήλιο.
Πως δίχως ύπνο τριγυρνάς 'ς τα λόγγο, όλην την νύχτα,
Και το ταχύ που βγαίνει αυτός τον καρτεράς 'ς τη βρύση
Κι' όπ' είν' ανθοί και αμαλαγιές και πέφτεις και κυλιέσαι
Σαν την αρνάδα 'ς τες δροσιές και δίνεις το κορμί σου
Κι' ανοίγεις και την αγκαλιά 'ς τα χάιδια 'ς τα φιλιά του.
Μα εγώ το σκάνιο δε φτουρώ. Καρτέρι θα να κάμω.
Κόρη, και μέσ' 'ςτόν ύπνο σας, μέσ' 'ς ταγκαλιάσματά σας
Και μέσ' 'ς τα χάιδια 'ς τα φιλιά, θαρθώ να τον παλέψω,
Κι' αν τον νικήσω, ξέρε το, δική μου θα να γένης.
Τ' έεις, ωρέ Νίκα, και βογγάς; Δώδεκα νύχτες τώρα
Ουδ' έχεις εύρει λαρωμό, ουδ' έχεις κλείσει μάτι.
Μη σου βαρούν τα βότανα; Μη σ' άναψεν η θέρμη;
Ο Νίκας ήταν άρρωστος. Αμίλητος, χαμένος,
Βόγγαε σαν αγριοδάμαλο του λόγγου λαβωμένο.
Τρεις μήνους ήταν άρρωστος, τρεις μήνους κοιτασμένος.
Σάπηκαν τα γελέκια του, έρρεψε η λεβεντιά του,
Τώφαε η αρρώστεια το κορμί, κ' ελύθηκαν οι αρμοί του.
Τα δυο τα σταυραδέρφια του τον εγιατρολογούσαν
Με ρίζες, μ' αγριοβότανα, με σταυρωμούς, με ξόρκια.
— Ξύπνα, Λαμπράκη, κι' άναψε το έρμο το λυχνάρι,
Πάρε κλαδιά αφ' τον οβορό, φέρε τα 'ςτό καλύβι,
Και χτύπα τα στουρνάρια μου λίγην φωτιά να κάμης.
Τι ο Νίκας δεν είνε καλά και δεν τον βρίσκ' η αυγούλα.
Σήκου, ωρέ Νίκα, κρίνε μου, κρίνε μου τ' ακριβού σου
Τον Λάζου, του σταυραδερφού, που σε ψυχοπονιέται.
Σήκου, το γλυκοχάραμμα να ιδής, 'ς τα κορφοβούνια,
Σήκου, να ιδής τα φράξα μας, να ιδής τα κρύα νερά μας,
Σήκου, να ιδής τα πρόβατα 'ς τες στρούγγες που βελάζουν,
Σήκου, τι τα μαντρόσκυλλα κατάρραχα βαβύζουν.
Σήκου, σε κράζουν τα πουλιά και σε καλημερίζουν.
Σήκου, σε κράζουν κ' η Ξωθιές που σ' έμαθαν τραγούδια.
Μίλησε ο Νίκας υστερνά κι' ανάρια ανάρια λέγει:
—Δε μπορώ ο μαύρος, δε μπορώ… Με αγγελοκρούει ο Χά-
[ρος.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
Τ' έχω δυο λόγια να σας πω, να σας αφήκω διάτα.
Χαμός η αρρώστεια, ωρέ παιδιά, και χαλασμός ο Χάρος.
Καλά μου σταυραδέρφια μου, μη κλαίτε που πεθνήσκω,
Πάρετε το κουφάρι μου, βάλτε το σε κιβούρι,
Στολίστε το με λούλουδα της γης, μ' ανθούς του Μάη,
Και θάψτε το σε μια κορφή περίβλεφτην μεγάλη,
Για ν' αγναντεύω τα βουνά, τα χειμαδιά να βλέπω,
Να δέχουμαι την άνοιξην εσάς και τα κοπάδια,
Ν' ακούγω τες φλογέρες σας, ν' ακούγω τα τρουκάνια,
Ν' ακούω την καλημέρα σας, τα χαιρετίσματά σας.
Θάψτε με δίχως κλάυματα και δίχως μοιρολόγια,
Τουφέκια να μου ρίχνετε, τραγούδια να μου λέτε.
Μαζί μου, μέσ' 'ς το μνήμα μου, και το καυκί μου βάλτε,
Το πλουμιστό μου το καυκί, τον ώμορφο αραγό μου,
Το πενταπήχινο ραβδί, την ακριβή φλογέρα,
Και τ' ασημένια τ' άρματα. Λεν πως 'ς τον Κάτω Κόσμο
Οι νιοι βαστάνε τ' άρματα κ' η λυγερές τους στόλους.
Να κάτεχα, μωρέ παιδιά, κοπάδι εκεί θα ναύρω;
Θα ναύρω στρούγγες και μαντριά, θα ναύρω βοσκοτόπια;
……………………………………………..
Απάνου από το μνήμα μου στήσετε ένα σταλίκι
Περίψηλο σαν έλατο, και 'ς την κορφή κρεμάστε
Την πλιο τρανή καρδάρα μου, να δείχνη ποιου είνε μνήμα,
Την ακριβή μου την κοπή, καλά μου σταυραδέρφια,
Έρμην μη την αφήκετε, μονάχην 'ς τα λιβάδια,
Ανάρμεχτην κι' ακούρευτην, δίχως μαντρί και στάλον.
Κι' αν μάθη η δόλια η μάνα μου κ' έρθη τη στρούγγα στρούγγα
Και σας ευρή με τα λερά, για εμένα αν σας ρωτήση,
Μην πήτε πως απέθανα, τι μ' έχει μοναχό της,
Να ειπήτε ότι σας λέρωσεν η αναλλαξιά κι' ο κούρος,
Να ειπήτε ότι μου ζήλεψαν την λεβεντιά η Νεράιδες
Και 'ς τα παλάτια τους συχνά τα ερημικά, με παίρνουν.
Βοσκούλα μαυρομάτα μου της ερημιάς νεράιδα,
Μάγισσα της σπηλιάς ξανθή και του βουνού καμάρι,
Γιατί ανεβαίνεις τον γκρεμό και το στεφάνι απάνου
Και κόβεις μήλα αφ' τη μηλιά, την παραφορτωμένη
Και καρτεράς 'ς το διάσελο, το μονοπάτι πιάνεις,
Με το κοπάδι να διαβώ να με πετροβολήσης,
Να μου προγγάς τα πρόβατα, να μου σκορπάς τα γίδια,
Και να γελάς, να χαίρεσαι; Κατέβα εδώ, 'ς εμένα.
Μην τα πετάς τα μήλα σου, φέρε τα 'ς την ποδιά σου.
Φέρε τα και 'ς τον κόρφο σου για να τα φάμε αντάμα.
Έλα 'ς την πέρα την πλαγιά, πούν' η πολλές η λεύκες
Και τα ρουπάκια τα ψηλά, οπώχω το μαντρί μου
Και στάνη και παραστάνη, να ιδής τα κρύα νερά μου,
Και τες χλωρές μου τες βοσκές. Έλα να ιδής, βοσκούλα,
Τα ισκιερά τα ορμάνια μου. Ν' αρμέξω το κοπάδι,
Να φας βουνίσιο αφρόγαλα κι' ανθότυρο, παγούδα
άσπρη γλυκειά, σαν το γλυκό το αμάλαγο κορμί σου.
Και σαν τα βγάλω αφ' τ' άρμεγμα και παν για να βοσκήσουν
Τα γίδια 'ς τ' αγριοπρίναρα, τα πρόβατα 'ς τα πλάγια,
Εμείς 'ς το φρύδι του αυλακιού, 'ς του ρουπακιού τον ίσκιο
θα ξαπλωθούμε για δροσιά. Κ' εγώ θα να σου πάρω
Με την γλυκειά φλογέρα μου τώμορφο το τραγούδι,
Που μου το μάθαν η Ξωθιές. Έλα βοσκούλα έλα!
Έλα γιατί σαν νυχτωθώ μονάχος μου εκεί πέρα,
Από τα δάσα, αφ' τες σπηλιές, αφ' τα βαθειά λαγκάδια
Κι' αφ' τα κρεμάμενα νερά χιλιάδες θα προβάλουν
Της ερημιάς η ώμορφες, της νύχτας η νεράιδες,
Για να με πάρουν 'ς το χορό, για να μου ειπούν τραγούδια,
Και για να παίξουμε μαζή. Έλα βοσκούλα έλα!
Χειμώνιασε. Χιόνια πολλά 'ς τα κορφοβούνια πέφτουν,
Ρεύουν τα φύλλα των κλαριών, ξισκιώνουν τα λογγάρια,
Θολώνουν η νεροσυρμές, η βρύσες κρουσταλλιάζουν
Κ' οι τσελιγγάδες κουβαλούν 'ς τους κάμπους τα κοπάδια.
Ο Μάμαλης απ' τ' Άγραφα 'ς τη Λεπενού τα πήγε,
Ο Θάνος τ' Ασπροπόταμου, του Μαλακάση ο Μπάρδας
Κατέβηκαν για χειμαδιό 'ς τον κάμπο του Τρικκάλου,
Την Αλλασσώνα εδιάλεξε του Σμόλκα ο Χατζημπύρρος,
Ο Κάγκαλος του Ζαγοριού 'ς το Λούρο ξεχειμάζει.
Του Κουρμολιάσα ο τσέλιγγας, ο Τάκης ο Ψαλίδας,
Της Βαλαώρας τα ζερβά τα βοσκοτόπια πήρε.
Ξημέρωνε Πρωτοχρονιά. 'Σ την στάνην του Ψαλίδα
Συμμαζωγμέν' οι πιστικοί ζενύχτιζαν 'ς τον γέννο,
Κ' είχαν τον γέννον όψιμο, κ' ήταν μεγάλη η στάνη.
Το μεσονύχτι μοναχά πήραν καιρό για δείπνο,
Κι' απόδειπνα 'ς τ' αχύρινο, 'ς το τουρλωτό καλύβι.
Τετραδιπλώσαν τη φωτιά μ' ασφάκες με παλιούρια.
Μέσ' 'ςτήν κορφήν ο τσέλιγγας σε στοιβανιές ξαπλώθη
Και διπλοπόδι οι πιστικοί περίγυρα εκαθήσαν.
Ο τσέλιγγας αναρωτάει αραδαριά καθέναν:
— Πόσες απόψε γέννησαν;
— Σαράντα, λάλα Γάκη.
— Κ' είν' όλα, Λάμπη, ζωντανά;
— Βγάλτε μονάχα πέντε.
— Διπλάρια;
— Δέκα.
— Ισιάσαμαν. Τα ζωντανά βυζαίνουν;
— Πίνουν σαν δυομηνίτικα.
— Έχουν η μάνες γάλα;
— Ως τα χορτάρια η πλιότερες τα σέρνουν τα μαστάρια.
— Λιψές δεν είνε;
— Κι' αν είνε, βυζαίνουν 'ς τα τσαγγάδια.
—Με τα τσαγγάδια σήμερα ποιος ήταν;
— Ο Γιαννίκας.
— Με τα ψιμάρνια;
— Ο Ζάγιαννας.
— Με τα γαλάρια;
— Ο Νάσης.
— Με τα μηλιόρια;
— Ο Θόδωρος.
— Και με τα στέρφα;
— Ο Χίτας.
— Ο Δούκας πού είνε;
— Για κλαρί.
— Επήγε αργά;
— Πολλιώρα.
— Ζαβολαούδα! Εδιάλεξε κι' αυτός καιρόν απόψε
Με τέτοιον άγριο δρόλαπα να νυχτοπαραδέρνη.
— Δεν είνε και κακόγκρανος, έχει ψημένην σάρκα.
— Απόψε ουδέ τα Παγανά, παιδιά μου, δεν προβαίνουν.
Πήρε κοντά του πράμματα;
— Πήρε τα οχτώ μουλάρια.
— Μα την αξιάδα που 'δα εγώ 'ς το Λούκα εχτές το βράδυ..
— Σαν τι είδες, Λιάκο;
— Μονάχος ετέλεψε το γέννο.
Πενήντα αρνιά προσθήλυασε μέσ' 'ς την τσαγγαδομάντρα.
— Προχτές 'ς τον Παλιουρόφορο ζαλώθη ένα δαμάλι.
Θεριακωμένος!
— Κορμαριά!
— Και πετροκαταλύτης!
— Σίμπα, Κωστούλα, τη φωτιά· τι ξύλιασα 'ς τη στρούγγα
Και πάω σαν καλαμόκουνα.
— Ρε, τον καϋμένον Κόγια!
— Όξω βαβύζει ένα σκυλί
— Ο Καραγκούνης είνε,
Τον ξεχωρίζω απ' τη φωνή, σε γνώριμον βαβύζει.
— Αλείψαταν με χαμαιλειό τον τσάρκο;
— Και τα γρέκια.
— Μην είνε ο Λούκας;
— Δε μπορεί.
— Θα νάναι ο Μπαρμπατόλιος.
— Αλήθεια, πούνε ο γέροντας; Κ' έλεγα, ωρέ τι λείπει
'Σ όλην αυτή τη συντροφιά κ' είν' έρμο το καλύβι·
Για σήκου, Νάση, κύταξε.
— Πετάξου κι' ως τες μάντρες
Μη γέννησεν άλλη καμμιά.
— Ο γέροντας ο ίδιος.
— Γειά και χαρά σας, ρε παιδιά.
— Καλώς τον Μπαρμπατόλιο.
Βρέχει όξω, Μπάρμπα;
— Μοναχά; Για ιδές 'ς την κάπα χιόνια.
Κ' είμαι ζυφτάρι απ την κορφή ως τα ποδόνυχά μου.
Τι κοσμοχάλασ' είνε αυτή! Νερό μαζί και χιόνι,
Ένας κατάματος συρμός, ένα κακό δρολάπι!
Έχ' όπ' γυρίζω οχ' την αυγή. Έχασα τη φοράδα
Κ' έρρεψα 'ς τα ποδάρια μου, εσάπηκα 'ς τη νώπη
'Στην Παλιουριά, 'ς τα Ροζανά, 'ς τα Λέλοβα, 'ς την Τάρα,
Έφτακα ως τα Λακκώματα, 'ς την Γκούρα, 'ς το Βολίτσι,
Γιομάτισα 'ς το Θίλιππα και τώρα βράδυ βράδυ
Μέσ' 'ς την Περιστερότρυπα την εύρηκα χωμένην.
— Ως πού να βρέχη;
— Τρικυμός, παιδιά μου, πέρα ως πέρα.
Ο Ζάλογγος δε φαίνεται, τον έχωσε η χιονούρα
Κ' η πυκνωμένη η συγνεφιά, κατά την Άρτα… μπόρα!
Αγνάντεψ' αχ' το Σέσοβο, η Λούτσα είν' αβλεμόνι,
Εβούλιαξε η Τρανταφυλλιά, πελάγωσε η Φραξίλα.
Πνίγεται ακέρια η Λάμαρη… Ήρθες, κυρ Γάκη, κι' όλας;
Άξιος οπού 'νε ο γρίβας σου;
— Ανεμοπόδης, γέρο.
— Ανοιχτοπάτης δυνατός.
— Και νυχτομαθημένος.
— Ο αβάσκαγος!
— Την Πρέβεζα την παίρνει για τρεις ώρες.
— Για πε μου από την Πρέβεζα.
— Κάτσε 'ς την πύρα πρώτα
Να ξεπαγώσης και να φας. Σε νέκρωσεν η πάγρα,
Έχεις και τα γεράματα. Φέρε κολάστρα, Λάμπη.
Πάρε κι' οχ' το καταχυτό τον φυλαγμένον πλάτη.
Γλέπεις φωτιά που σ' άναψα, παπού, για τα στεγνώσης;
— Χριστουγεννιάτικη σωστή. Κακός χειμώνας τούτος!
Τήρα καλομοπόδαρα! Ποντιάσαν 'ς τα λομπάρια.
Παρόμοια μ' εύρηκε χιονιά σαράντα χρόνια πίσω.
'Σ τον Κάμπο ξεχειμάζαμε μα ήταν ο γέννος πρώιμος,
Έμπα Χαμένου, δούλευα 'ς του Γάκη τον πατέρα.
Το ξέρει ο τσέλιγγας καλά πως είμαι σπιτιακός του,
Τι εγώ τους αναλίκωσα κι' αυτόν και τον Γεωργούλα.
Για πε μου από την Πρέβεζα.
— Κακά μαντάτα, γέρο.
Του Ζόγα 'ς το Παλιόκαστρο τον βδέλιασαν.
— Αλήθεια;
Τον έφα' η κακοκεφαλιά. Του λεγα γω: «Ωρέ Ζόγα,
Μην παίρνης το Παλιόκαστρο τ' είνε γιομάτο αβδέλα,
Ρήμαξε τόσους πιστικούς, έλα 'ς την Καμαρίνα».
Αυτός δε μ' άκουσε,… και πάει. Είδες τον Καρτζονίκα;
— Τον είδα, αυτός είνε καλά, είχε τον γέννον πρώιμον,
Είνε κι ο τόπος του ξερκός, αβαραγκιά κι' αγρίλι.
— Εμείς πώς πάμε σήμερα;
— Με τον Θεού το χέρι
Χιλιάζουν τα κοπάδια μας. Μ' αν δε ξεκόψη απόψε,
Κι' αν η χιονούρα κι η βροχή θα να κρατήση ακόμα
Ακέριο ένα μερόνυχτο, φοβάμαι τα ψιμάρνια.
— Κυρ Γάκη, μην το μελετάς, πήρε κι' ανασταλάζει
Και το δρολάπι ανάριωσε, με την αυγή θ' ανοίξη,
Σηκώθη ένα ανεμόχολο.
— Χειρότερα, το χιόνι
Θα κατεβή πυχτότερο, και αν θα το στρώση χάμου,
Τώρα θα γίνη κρούσταλλο.
— Νοτίζ' η γης, θα λυώση.
Και μη χολοταράζεσαι. Πήγες 'ς τες μάντρες, Νάση;
— Τα πρόβατά είνε μια χαρά και τα σκυλιά αλέστα.
— Γλέπετε τι μας έκαμε κειο το κακό λιοβόρι
Τ' ανάποδου τ' Αλωναριού; Έμνε ο μαρκάλος πίσω.
Θυμάστε; Ανήμερα τ' Άι-Λια ρίξαμε τα κριάρια
Και τον Δεκαπενταύγουστο ξεσκόλασε ο μαρκάλος.
Μήτρο, ξεκρέμα το φλασκί να πιη κι' ο Μπαρμπατόλιος.
Ακνάτο αγιομαυρίτικο, παπού.
— Ε, 'ς την υγειά σας,
Να καλοξεχειμάσουμε,
— Καλή ψυχή, πατέρα.
— Όλα είν' υφάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι
Και το καϋμένο το κρασί όλα τα θεμελιώνει,
— Βύζαξε ακόμα μια βολά.
— Ε, 'ς την υγειά σας πάλι
Και να μας ζήση ο τσέλιγγας ν' αξαίνουν η κοπές του.
Α! η γέρικ' η ψυχούλα μου μπροστέλεψε μια ψίχα,
Όλο κι' αναθερμαίνουμαι.
— Βύζα την τσίτσα, βύζα.
— Τι χιόνια τώρ' απανωτά να στοίβασε ο χειμώνας
'Σ τα ξάρημά μας τα βουνά!
— Τώρα; Οργιές και μπόγια
Πάνε τα Γαλαρόκαμπα, το Κουρμολιάσα σιάδι.
Ο Τσάρκος, η Κουρκούμπετα, η Γκάλτσα, η Τσάγια ο Μπάρρος.
Δεν ξεχωρίζουν πούπετα.
— Και 'ς το χωριό;
— Νυχτέρι
Θάχουν απόψε σπίτι μας. Του Τρίκκα τα πουρνάρια
Κούτσουρα τετραπανωτά θα καίγουν 'ς τη γωνιά μας,
Και παραστιάς ολόγυρα, μέσ' αφ' τον πυρομάχο,
Της γειτονιάς αραδιαστές θα κάθονται η κοπέλλες.
Η Σούλα, η Τέρω, η Γιάννα μου, του Χρηστοδήμα η κόρη.
Του Δαλαπάσκα η Γαλανή, τον Σούδα η μαυρομάτα.
Του Δίπλα η Μόρφω η κάλλεσα…
— Φτάνει, κυρ Γάκη, φτάνει,
Τι τα καϋμένα τα παιδιά λυγκιάζονται που ακούνε.
— Η δρούγα, η συρματόβεργες, το γνέμμα, το πλουμίδι
Απόψε αναμερίζονται. Τηράν τη φλόγα απόψε.
Με το βαρύ της το βοητό οπού τες σχίζει γλείφτει
Και τα χοντρά τα σύδαυλα, με την πνογά του ανέμου
Που σκάει 'ς το καταρρύχωμα κι' ανατρανίζει η στρέχα,
Που ξερριζώνει τα δεντρά, μαντεύονται η κοπέλλες.
Για εμάς μαντεύονται, παιδιά, για εμάς αναρωτούνε
Τ' άγρια τ' ανήμερα στοιχειά, για εμάς τάματα κάνουν,
Για εμάς χτυπά η καρδούλα τους. Και 'ς την κορφή βαλμένη
Μύθους και γεροντόλογα θα μολογά η γρηά μου.
— Αχ, πότε θάρθ' η άνοιξη!
— Αναστενάζεις, Διάκο;
Ε, μη χολιάτε, ωρέ παιδιά, τρεις μήνες είνε ακόμα.
Σαν δύση ο ήλιος τ' Απριλιού και λυώσουνε τα χιόνια
Και χορταριάσουν η πλαγιές κι' ανθίσ' η αριά κι' ο γράβος,
Δικά μας είνε τα βουνά, τρεις μήνες είνε ακόμα.
Απόψε ο χρόνος ξεψυχάει κι 'αυτό το νεροπόντι
Θάνε ο στερνός παραδαρμός του ψυχομαχητού του.
Πρωτοχρονιά τ' αποταχιά, κυρ Γάκη, χάρισέ μας.
— Σας τάζω από δυο κάλλεσες αντάμα με τ' αρνιά τους.
— Να σου χιλιάσουν, τσέλιγγα, να ζήσης μύρια χρόνια!
Και της ευχής ο αντίλαλος απ' το καλύβι μέσα
Ως όξω εχύθη, ως τα μαντριά, 'ς τους οβορούς 'ς τες στρούγγες:
— Να σου χιλιάσουν, τσέλλιγγα, να ζήσης μύρια χρόνια!
Ήθελα νάμουν τσέλιγγας, νάμουν κ' ένας σκουτέρης,
Να πάω να ζήσω 'ς το μαντρί, 'ς την ερημιά, 'ς τα δάσα,
Νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια,
Κ' έναν σωρό μαντρόσκυλλα, νάχω και βοσκοτόπια
Το καλοκαίρι 'ς τα βουνά και τον χειμώ 'ς τους κάμπους.
Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι.
Νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια,
Νάχω με τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι,
Νάχω φλογέρα να λαλώ ν' αντιλαλούν οι κάμποι,
Νάχω και κόρην ώμορφη στεφανωτήν μου νάχω,
Να μου βοηθάη 'ς το σάλαγο, να μου βοηθάη 'ς τα γρέκια,
Κι' όντας θα τα σταλάζουμε τα δειλινά 'ς τους ίσκιους,
'Σ της ρεματιάς τη χλωρασιά μαζύ της να πλαγιάζω,
Να με κοιμίζη με φιλιά 'ς τους δροσερούς της κόρφους.
Απαριάζω = απαραιτώ. — Άρματα και Αρματωσιά = στολισμοί και οπλισμός ( Αρματόνω, αρματωλός, άρματα, βλαχαρμάταις) — Άγουρος = νέος. — Αλογολάτης = φύλακας των αλόγων. — Απιδρομώ =παίρνω απόδρομα, παίρνω ζόρι για να τρέξω, για να ριχτώ 'μπροστά. — Άπλερο , το πουλί με τα πρώτα σκυλομάλλια του — Αράζω 'ς τα βουνά· κατά μεταφοράν από τα καράβια συνηθισμένο εις τα πετούμενα μάλιστα που πλένε κι' αυτά στον αγέρα — Αρμεγός , η καρδάρα, η βεδούρα, η γκομπλίτσα. — Ασέλλινο και προσέλλινο πουλάρι, πουλάρι άπιαστο ασέλωτο ακόμη. — Αρμεγώνας = η στρούγγα. — Αραγός , ο δερμάτινος τρουβάς ή τράστα των πιστικών λέγεται και δραγατσίκα . — Αμαλαγιά χλωρασιά, αμάλλαγη — απείραχτη. — Ανάλλαγος , όποιος δεν έχει αλλάξει φορεσιά. — Αρμούτι , είδος τουφεκιού — Αρναπόκι , τα κοντά μαλλιά των αρνιών. — Αναλικώνω, μεγαλώνω, ανατρέφω.
Βουλίδια , τα χαλάσματα του βουλιασμού των Κάστρων. — Βάβυσμα , αλύχτισμα σκύλλων· βαβύζω αλιχτάω, γαυγίγω — Βοσκοτόπια , οι τόποι της βοσκής, τα λειβάδια — Βαλαντούμαι =δέρομαι από έρωτα, αγαπώ πάρα πολύ — Βέργα και βεργί =το ραβδί· λέγεται και η βέργα του αργαλιού και του ντουφεκιού. — Βαρκός τόπος = βαλτώδης, βάλτος. — Βαρβάτο το μη μουνουχισμένον κριάρι ή τραγί το οποίον λέγεται και γκεσέμι . — Βάξτε — βρίστε, σκούξτε. — Βίγλα μέρος υψηλόν, σκοπιά και βιγλίζω , κατασκοπεύω, δοκιμάζω.
Γούπατος , απάνεμο μέρος — Γέννος , όταν γεννούν τα πρόβατα εις τα χειμαδιά, — Γάργαρα και λαγαρά νερά ή χρώματα — καθαρά. — Γερτάνι , αρμάθα από φλωριά διά λαιμούς και στήθια. — Γράβος και γαύβρος, δένδρον του βουνού. — Γερός άβλαβος υγιής. — Γρέκια =τόπος, εν ώ διανυκτερεύουν τα γιδοπρόβατα και μανδριά με ψηλαίς φράχταις.
Δίνει ο ήλιος, ο Απρίλης κτλ. = ανατέλλει. — Δρούγα = η ρόκα — Διάτα =Διαθήκη. — Δάσο , λογγάρι, ρουμάνι, ορμάνι, κουρί, ρογγιά = λόγγος. — Γνοιάζομαι , έχω έγνοιαν, σκέπτομαι, φροντίζω. Έργα =δουλειά.
Ζάρω συνηθίζω, ζακόνι , συνήθεια. — Ζερβά , τα αριστερά. — Ζάλογγα =πυκνά και μεγάλα λόγια. — Ζαλίκι = φόρτωμα ανθρώπου, λέγεται κ' έχει τον διάβολο Ζαλίκι. — Ζαχιάς και Ζάχος, όνομα Ζαχαριάς.
Ηλιοστάλαμμα =καταμεσήμερο (ντάλα μεσημέρι) — Ημερόδεντρος , ήμερος δέντρος· δέντρος η δρυς. Βαλάνια από ημερόδεντρον τρων και σήμερον οι πιστικοί.
Θιαμαίνομαι , θαυμάζω, εκπλήσσομαι
Ιστ, ιστ σάλαγοι προβάτων
Κοπή =το κοπάδι, — Κοτάω =τολμώ. — Κρούει ο ήλιος =βγαίνει, ανατέλλει, χτυπάει. — Καρβανάρος , Ο αφέντης του καρβανιού — Κράκουρα . η άκρα άκρα του ψηλού βουνού — Καπρί , αγριογούρουνο. — Κλαπατάρια , φτερούγες των πουλιών — Κούροι και κούρος Ο κουρεμός του κοπαδιού. — Κωλόκουρα , τα μαλλιά που βγάζουν κουρεύοντας τα πισινά των προβάτων — Κολτσίδες αγκάθια που κολλούν τα μαλλιά των προβάτων τα λεν και σκάλια από το σκαλώνω. — Καπούλια τα πισινά των ζώων. — Καταγός ποταμού ή αυλακιού, η πηγή, το κεφαλάρι, Γκλάβα εις Πωγώνιον της Ηπείρου. — Κλίτσα και αγκλίτσα , το ραβδί των ποιμένων. — Κόθρα τα ξύλινα στέφανα που δένουν τα κουδούνια και τα περούν 'ς τους λαιμούς των προβάτων. — Καυκί =ξύλινον αγγείον. — Κιβούρι =το φέρετρον του νεκρού. — Κουρμαίνομαι , αφικράζομαι, ακροώμαι.
Λιοβόρι , ζεστός και δυνατός καλοκαιρινός άνεμος=λιψ. — Λιάς = Ηλίας. — Λουμάκι , νεόφυτον δένδρον ευθυτενές.
Μπόρα =λαίλαψ των αρχαίων (βροχή ραγδαία μετά ανέμου). — Μπεζερίζω , σημαντικώτερον από το βαρυούμαι, δηλαδή βαρυούμαι έναν τόπον ή μια ζωή με αηδίαν. — Μ' αγγελοκρούει ο χάρος=πνέω τα λοίσθια. — Μάρα μαρασμός, πάθος, καϋμός.
Να πρέπουν (να τα λαλούν να πρέπουν) να διαπρέπουν, να δείχνωνται, να γνωρίζωνται από μακρυά.
Ξενοδουλευτής , ο εργαζόμενος (ρογιασμένος) εις ξένον αφέντην εργάτης. — Ξομπλιάζω σχεδιάζω, ξόμπλι της πατούνας = σχέδιον με κέντημα των καλτσών. — Ξέφωτο , το μέρος που φωτίζει πολύ ο ήλιος· λέγεται και λιακωτό (ενίοτε και ηλιοστάσι). — Ξαρίζει ο ήλιος =καίει αφόρητα· ζάρα , η φωτιά κυρίως η θράκα.
Οώ! Οώ! =σάλαγος βοδιού. — Όι, όι =σάλαγος προβάτων. — Ορμάνι δάσος πυκνόν.
Πετροκότσυφας , πετροπέρδικα, πετροχελίδωνο, πέρδικα και χελιδόνι του βουνού — Πλουμίζω = κεντώ, πλουμίδι , κεντίδι. — Περογλίες και περγουλιές τα απλωμένα επάνω εις κρεββάτια κλήματα. — Πλατόνι, το αλάφι. — Περδικομμάτα , κόρη με μάτια ωραία σαν της πέρδικας. — Προσκάμνια και στρουγγολίθια , τα λιθάρια που είνε 'μπροστά 'ς την ποριά της στρούγγας και κάθηνται οι αρμεχτάδες. — Πόσι , μανδήλι. δεμένο 'ς το κεφάλι. — Ποκάρι =δέμα μαλιού ενός προβάτου. — Προγγάω , βαρώ, σκιάζω, σκορπάω τα κοπάδια βγαίνοντας 'μπροστά και ανοίγοντας τα χέρια. — Πιξάρι , δένδρον. — Παληόκαστρο , τα ερείπια ης αρχαίας Νικοπόλεως κοντά εις την Πρέβεζαν, επίσης τα ερείπια παντός κάστρου. — Προβιά , το δέρμα των προβάτων, τραγιά των γυδιών, αλογιά των αλόγων. — Πολλιώρα προ ολίγης ώρας. — Προσθήλυάζω και προστηλυάζω θέτω εις το βυζί των προβάτων όπως βυζάξωσι. — Πάγρα , παγωνιά.
Ραϊδιό_=ραϊσμένοι μεγάλοι βράχοι, γκρεμοί. — Ραδίζω =διαβαίνω. — Ροδάμι , χαμόκλαδο. — Ριζά , η ρίζα, τα χαμοκλήματα του βουνού, δέντρου κτλ — Ρώπια , χαλάσματα, — Ρουπάκια άγρια δένδρα του βουνού ανώμαλα.
Σαλαγάω συνηθίζεται εις μπουλούκι από πρόβατα, δηλαδή βαρώ 'μπροστά, οδηγώ κτλ. Ο σάλαγος και σαλαγή έχουν ύστερα και την σημασίαν του θορύβου. — Στίφτω επί ποταμού και βρύσης = στειρεύω, ξηραίνομαι. — Στριγγιά φωνή = δυνατή οξεία· — Στάνη , 'ς τα χωριά συνήθως λέγεται το μέρος που βρίσκονται τα πρόβατα, το τσομπαναριό· εις τους νομαδικούς όμως πιστικούς στάνη λέγεται το σύνολον 10, 20, 30 καλυβιών δηλ κινητό χωριό τσομπαναραίων με αρχηγόν τον τσέλιγγα, τα και σκουτέρια καλούμενα· — Στοιβανιές , η στοίβες των κλαριών και ξύλων που αραδιάζουν οι χωρικοί 'ς ταις αυλαίς και τα πεζούλια των σπητιών. — Σκάρος νυκτερινή βοσκή. — Στειροχωρίζω , χωρίζω τα στέρφα (=στείρα) από τα γαλάρια. — Σάρικα , η φλοκάτα — Σαργιά , η κιτρινωπή λίγδα που βγάζουν τα μαλλιά των προβάτων. — Σφοντυλάω , στριφογυρίζω (αδράχτι, άνθρωπον). — Στόλισμα και στάλος το μέρος ή η ώρα που σταλίζουν (αναπαύονται) τα γιδοπρόβατα, ιδίως το μεσημέρι. — Σκάνιο , θλίψις, μαρασμός, ρήμα σκανιάζω. — Στουρνάρια , η τσακμακόπετρες, που ανάφτουν χτυπώντας με τον πριόβολο (πυροβόλο)· — Στεφανωτήμου και στέφανόμου — γυναίκα μου. — Στια , εστία, πυρά, ανθρακιά. — Σκούζω φωνάζω. — Σιαδάκι και σιαδαράκι , ίσιος τόπος. — Σεντούκι κασέλα μακρυά — Σίντα , όταν. — Σταλίκι ίσιον ξύλον ξηρόν
Τσουγγρί , κορφή βράχου, βουνού, δάσους — Τρουκάνια , τα τετράγωνα κουδούνια των προβάτων, χαλαροκούδουνα , τα συνηθισμένα κουδούνια του κοπαδιού που έχουν τους γλυκούς ήχους· μπιμπίνες τα μεγάλα κουδούνια των κριαριών, των γκεσεμιών από τους ήχους των μπιμ-μπιμ· κύπροι και κυπριά τα κουδούνια των γιδιών και τράγων. — Τυροκομώ , φκιάνω τυρί. — Τζαμάρα , μακρυά φλογέρα βραχνή· κατασκευάζεται και από φλοιόν ιτέας.
Φλόκος , τα κρόσια της φλοκάτας και κάθε μαλλίνου υφάσματος. — Φουρκάλλες , διχαλωτόν ξύλον. — Φτουρώ και νταγιαντώ = βαστώ, υποφέρω. — Φράξος , δένδρον από τον φλοιόν του οποίου βάφονται τα μάλλινα υφάσματα κατάμαυρα.
Χερακώνω , χουφτιάζω με το χέρι. Χελιά, κούλια, κάλεσσα, στερφοκάλεσα, κανούτα, καψαλή, κότσινη, μονοβύζα , ονόματα προβάτων διδόμενα από το χρώμα και από την μορφήν.
[Η εν τω ημερολογίω «Ποικίλη Στοά του 1895 δημοσιευθείσα και ανευρεθείσα νυν ΓΚΟΛΦΩ αποτελεί το πρώτον σχέδιον του ΨΩΜΟΠΑΤΗ και συνεπώς εθεωρήσαμεν περιττόν να περιλάβωμεν αυτήν μεταξύ των δημοσιευομένων έργων, καθότι ο ΨΩΜΟΠΑΤΗΣ ανεπτύχθη υπό του ιδίου ποιητού, ετροποποιήθη κ' ετριπλασιάσθη. Εδημοσιεύθη δε η ΓΚΟΛΦΩ υπό του εκδότου του ημερολογίου μετά τον θάνατον του ποιητού.)
Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν,
Οπώχουν τους ψηλούς γκρεμούς και τα μεγάλα λόγγα
Και τες αμέτρητες κορφές και τες πολλές βρυσούλες,
Οπώχουν τα περίφημα τα πλούσια τσελιγγάτα.
Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν
Μες του Γιαννή Καράμπελα τάμορφα στανοτόπια
Βλέπουν στη χλόη τη δροσερή ολόρθο να προβάλη
Μαύρο λιθάρι, ατέριαστο με τάλλα τα λιθάρια,
Σημαδιακή κι' ανέγνωρη και πλάσης άλλης πέτρα,
Πέτρα που μάγια θάματα στο νου και μύθους φέρνει.
Τη δείχνει, ορθή που στέκεται, κορμί πανώριας κόρης,
Οπώχει σκόρπια τα μαλλιά και χαλασμένες πλέξες,
Οπώχει κόρφους ανοιχτούς, πώχει ποδιά λυμένη
Και στα ρουτιά τα κεντιστά και στα μαλλιά τα μαύρα
Μυρτιάς, αρείκης θυμαριού κλωνάκια σκαλωμένα.
Τη λέγουν «Χρύσω» οι πιστικοί που γύρω εκεί σταλίζουν.
Μαυρίζουν τα μαντρόσκυλα που τρώνε τους διαβάτες,
Έρχονται πρόθυμοι σιμά, πινάκι γάλα φέρνουν
Και για την πέτρα θλιβερό τέτοιο αρχινάνε μύθο.
Όλοι αγαπούν της τάξης τους ανύπαντρα κοράσια,
Μα ο Λάμπρος, πιστικός φτωχός και τσέλιγγα κοπέλι,
Πήγε κι' αγάπησε ο ζαβός τ' αφέντη του την κόρη,
Την κόρη την μονάκριβη, τη Χρύσω την πανώρια.
Έτσ' αγαπούν καμμιά βολά τυφλά και δίχως γνώσει
Και χάνεται ο δόλιος νιος και χάνεται κ' η κόρη.
Τ' είνε του κόσμου απάτητο σημερινό ζακόνι,
Βασιλοπούλα ο βασιλιάς, φτωχιά ο φτωχός να παίρνη.
Και πάνε κείνα, πέρασαν αντάμα με τα χρόνια,
Τα παραμύθια τα χρυσά που μολογούνε οι γέροι,
Πώπαιρνε ο ρήγας βόσκισσα κι' ο χτίστης ρηγοπούλα.
Κι' ο Λάμπρος κάποτ' ένοιωθε τ' άπρεπο του καϊμού του.
Τότε τον βρέσκαν οι βοσκοί στα δέντρα ριζωμένο,
Με το κοπάδι αμάζευτο σ' όλα τα πλάγα σκόρπιο,
Να κλαίη να κλαίη και θλιβερά να λέη ο μαύρος τέτοια:
— «Άθλια καρδιά, πώς σκόνταψες τυφλή στο βρόχι τούτο;
Γιατ' είσ' ενού φτωχού καρδιά πούνε κυρά του η Χρύσω.
Εσύ καλά ήσουν μια βολά με τ' άστρα ερωτεμένη,
Με τα ρουμάνια, τα βουνά, τους κάμπους, τες βρυσούλες,
Με τα λουλούδια, τα πουλιά, τα γρέκια, τα γαλάρια,
Με την ξανθούλα ανατολή, με το ροδάτο δύσμα,
Με τούτη την Πεντάμορφη οπού τη λένε Πλάση.
Πώς σε ξεπλάνεψαν, καρδιά, δυο μαύρα μάτια κόρης,
Που την αγάπη σου ποτέ δε θα μπορής να δείξης;»
— Τι επέρασε πολύς καιρός, επέρασαν τρεις χρόνοι,
Που η κόρη τώφερνε ψωμί κάθε βραδύ στη στάνη
Και του βοηθούσε στ' άρμεγμα και τώπαιρνε το γάλα,
Κι' ο Λάμπρος πάντα δείλιαζε για να της πη τον πόνο.
Άλλοτες γύρναε, θόλωνε σαν τον καιρό κι' ο νους του,
Και τρέμοντας, σαν άρρωστος οπού τ' άναφτ' η θέρμη,
Έγερνε στ' άστρο της βραδιάς τ' αχτιδοστολισμένο
Κ' έλεγε λόγια οπώδειχναν άσβεστο τον καϊμό του.
— «Άστρι τ' απόσπερνου λαρό, γλυκόφωτο, πανώριο,
Στην ωμορφάδα ασύγκριτο, στη λάμψη πρώτο απ' όλα,
Που με τ' απόκλωσμα του ηλιού προβάλλεις μες τη ράχη
Ανάερε λύχνε, ουρανικέ, οπ' άγγελος σε ανάφτει
Να σημαδεύης ένωρα τον ερχομό της νύχτας,
Για να ξεζεύη στ' όργωμα τα βώδια του ο ζευγίτης,
Να γέρνη από τον ποταμό που πλένει η κορασίδα.
Στον αρμεγώνα ο πιστικός να φέρνη το κοπάδι,
Να στρέφουν από τες βοσκές στην κούρνια τα πουλάκια,
Να κλειούν τα φύλλα του βουνού τον κάμπου τα λουλούδια
Και να ησυχάζουν πέλαγα, στεριές, ακέρια η Πλάση
Κάτου στον ίσκιο που ο Θεός απλώνει απανουθέ της.
Άγιο των μαγισσών αστρί και της αγάπης άστρι,
Οπού βαθύ χαιρετισμό σα προσευκήν ο κόσμος
Το πλιο ακριβό και μυστικό τραγούδι του σου πέμπει.
Που στάζει κάθε αχτίδα σου μες την καρδιά άγιο μύρο,
Κι' αν φέρνη σούρπωμα στη γη και στα ματάκια υπνίλα,
Όμως στα βάθια τ' άγνωρα ξυπνάει και ζωντανεύει
Όλα τα μάγια τα κρυφά της μεστωμένης νιότης,
Όλους τους πόθους, τους καϊμούς, τους πόνους, την αγάπη.
Κ' εγώ αγαπάω· συ μοναχά και τα πουλιά του λόγγου
Ξέρετε την αγάπη μου σ' όλην αυτήν την Πλάση.
Πολλές βολές στα μάτια της τα μαύρα και μεγάλα
Είδα να καθρεφτίζεται η λαμπερή σου αχτίδα
Πολλές βολές κουρμάστηκα οι αντίλαλοι του λόγγου
Να παίρνουν οχ το στόμα μου και στα πουλιά να λένε
Το χαϊδεμένο τόνομα της μαυρομάτας Χρύσως.
Να κάτεχες τι χαλασμός που γένετ' εδώ μέσα!
Είνε αβλεμόνι ο πόνος μου, πέλαγο δίχως άκρη,
Δρακόλιμνα χωρίς βυθό, γης χάσμα, στια μεγάλη,
Πόταμος με κατεβασιά που ριζιμιά ξεσέρνει.
Κ' η Χρύσω είν', άστρι, η μάγισσα που δύνεται και ξέρει
Πώς να μερέψη ο ποταμός, η στια πώς ν' αποσβύση,
Πώς του πελάου ο αβλέμονας, πώς ο βυθός της λίμνης
Να στίψουνε, να πατηθούν κι' ο χαλασμός να πάψη.
Όμως ποτέ δεν ξάνοιξα καλό ένα διάνεμά της.
Κ' η παπαρούνα, ο κύσσερας πώσκασα την αυγούλα
Με τη δεξιά παλάμη μου τίποτα δε μου δείξαν.
Μάδεψα εφτά ασπρολούλουδα πολιώρα μες το σάδι
Τα τέσσαρα μούπαν το ναι, τα τρία μούπαν όχι.
Από καθάριο μάλαμα κι' ασήμι να σε κάμω
Μέσα στο κατασάρκι μου να σε κρεμάσω σα γκόλφι,
Σα χαϊμαλί, σα φυλαχτό, να γένω δουλολάτρης
Να πέφτω να σε προσκυνάω το βράδυ που προβάλλεις.
Φέρτην, αστρί, τη Χρύσω μου φέρτην στον έρωτά μου.
Το δεξί μάτι μου φλυτρά μη θα γενή το θάμα;
Ω Χρύσω, που το χνώτο σου μοσχοβολάει σα γάλα,
Κι' ολόβολη μοσχοβολάς σαν άνθι από θυμάρι,
Πούσε οχ τα χιόνια ασπρότερη της Παγωμένης Ράχης,
Σαν την αγράμπελη ανθερή, γλυκειά σαν την παγούδα,
Σαν την αρνάδα κάλεσσα και σαν τη χλόη δροσάτη.
Χρυσοπηγή, χρυσόνειρο της άπραγής μου νιότης,
Δείξε μου μια βολά κ' εσύ σημάδι αγάπης, Χρύσω,
Τι ο μαύρος θα να βουρλιστώ με τον καϊμό που θρέφω,
Τι στα μελίγγια μου ο καϊμός βαριά ξανάφτει θέρμη,
Κι' αν κλαίγω, τα ματάκια μου για εσένα κλαίγουν, Χρύσω.
Ένα σπερνό που αράδιαζε τέτοιους καϊμούς στ' αστέρι
Ο ερωτεμένος ο βοσκός γερμένος στο ραβδί του
Κ' έκρυβε στα δυο χέρια τον τα μάτια του που κλαίγαν,
Από του λόγγου τα δεντρά προβαίνει ξάφνου η Χρύσω,
Του αφεντικού του η μοναχή κι' αμάλαη θυγατέρα.
Περίμορφη σαν του βουνού την κάρια περδικούλα,
Μεστή σα στάχυ του θερτή, ξανθιά σαν την κερίθρα,
Φωτοπερίχυτη λαμπρή σαν τ' άστρι που ξεφεύγει,
Λαχταριστή κατάγλυκια σαν τη δροσοσταλίδα,
Σαν το κρινόχνουδο απαλή και μοσχοβολισμένη.
— Λάμπρο, δειλά ανακράζει τον. — Ποιος είνε; — Εγώ είμαι
η Χρύσω. —
— Τι τρέμεις; η όψη σου γιατί τόσες βαφές αλλάζει;
Πώς με τηράει το μάτι σου και στη καρδιά με σφάζει; —
Αμίλητη τα μάτια της η κόρη χαμηλώνει.
Τα ροδοκάλια της αυγής της δύσης η πορφύρα
Μες την πανώριαν όψη της αδερφικά είχαν σμίξει.
Τα χέρια της με της ποδιάς την άκρη άστοχα παίζαν
Και μια της φτέρνα εσύντριφτε της γης εν' άγριο γιούλι.
Καλότυχο χίλιες βολές της γης το λουλουδάκι
Που ξεψυχάει παράκαιρα κάτου από τέτοια φτέρνα.
— Μη γιατί κλαίω, γιατί βογγώ; της κρένει ο Λάμπρος πάλε.
Μύθος δεν είνε, εγώ πονώ κ' εσύ το ξέρεις Χρύσω. —
Η κόρη ολόρθη σώπαινε, κι' όντας σωπαίν' η κόρη
Κ' όντας δε φεύγει δε προγγά, θα πη πως δεν πεισμώνει,
Θα πη πως την ελόχεψε κι αυτή με το κεντρί της
Η μέλισσα η χρυσόφτερη που τήνε λεν Αγάπη,
Και με τα λόγια τα γλυκά τ' αγούρου αναγαλιάζει.
Ψάρεψε ο Λάμπρος στη σκοπή τ' άφαντο μυστικό της.
Τα στήθια του από ολόβολο κοτρώνι ξαλαφρώσαν,
Της αχνισμένης όψης του σφογγάει τον κρύον ίδρω,
Παίρνει βαθύν ανασασμό μες οχ τα φυλλοκάρδια.
Γροικάει καινούρια ανάκαρα, νέα ύπατα, νέα πόδια,
Τη συντριμμένη του ψυχή μπροστελεμένη νιόθει
Ξεθαρρεμένος σέρνεται στης κορασιάς το πλάγι,
Κι' ωσάν σε ονειροφαντασιά νάπλεε σιγά μιλεί της
Μ' όλα τα μάγια της φωνής και του καϊμού τη θέρμη.
— Μη ξεφτυλάς τ' ωριόπλουμο κεντίδι της ποδιάς σου
Μ' αυτά τα κρινοδάχτυλα πώχουν πλαστή για χάιδια.
Μ' αυτό το πόδι το μικρό που με μεθά η θωριά του
Μη το σκοτώνης τ' ώμορφο τ' αθώο της γης λουλούδι.
Κι' αυτά τα μάτια που καιρούς και μήνους με πλανεύουν
Κατά το χώμα ντροπαλά γιατί τα χαμηλώνεις;
Χρύσω, γλυκανασήκου τα, γύρε τα κατ' εμένα
Και στάλαξέ μου στην ψυχή με την αγνή τους σπίθα
Τα θάρρητα της παντοχής, τα βάρσαμα του πόνου.
Δος μου το τ' άσπρο χέρι σου μ' όλη τη βούλησή σου
Στην ξαναμένη μου καρδιά να το σιμώσω, Χρύσω,
Να νιόσεις τη λαχτάρα της, τους χτύπους της ν' ακούσης
Αχ! ο μεγάλος μου ο καϊμός θα να μ' αποσβολώση,
Θα γένω σαν τον ξέρακα τον αστραποκαμένο
Και θα χαθώ στην έρημο χωρίς δροσούλα κ' ίσκιο,
Χωρίς αντίρριμα χλωρό, χωρίς κλωνί ανθισμένο.
Έλα να ζήσουμε μαζί σαν τα τρυγόνια, Χρύσω,
Να περπατάμε τες ερμιές, τ' απάτητα τα λόγγα,
Πούνε τ' ανεύρετα νερά τ' αμάζωχτα λουλούδια,
Κι' οπού το λεν οι πέρδικοι κ' οι κούκοι ξεγνοιασμένοι.
Ιδές, ο Μάης με τες δροσιές και τα πολλά του τ' άνθια
Και με την ερωτάρικη τη μυστικιά του γλώσσα
Γροίκα, τρανά σ' ανακαλεί στη μαγική αγκαλιά του
Άκου, με τους κελαϊδισμούς τ' αηδόνια σ' ανακράζουν —
Όταν από δροσόπαγο κλιτό και μαργωμένο
Μνήσκει στον κάμπο ολονυκτής τ' Απρίλη το λουλούδι
Και την αυγούλα το φιλούν μόλις του ήλιου η αχτίδες
Κ' εκείνο αναθερμαίνεται και ξεπαγώνει αγάλια·
Κ' η Χρύσω έτσι ξεπάγωνε κ' έτσ' αναθερμαινόταν
Με τα θερμά γλυκόλογα του πιστικού του Λάμπρου.
Πέφτει του Λάμπρου το ραβδί π' ακούμπαε το πλευρό του,
Της Χρύσως έπεφτε η ποδιά, τα χέρια χαρβαλώναν
Κι' άθελα βρέσκαν κι' άγγιζαν του πιστικού τα χέρια.
Έτρεμε σαν την καλαμιά κι' ανάγερνε τα μάτια
Πλημμυρισμένα από καϊμό και φλογερά απ' αγάπη,
Κι' όπως κοχλάζει απ' άνεμον η φουσκωμένη λίμνη
Έτσ' ανεβοκατέβαιναν οι αμαλαγοί της κόρφοι.
Στ' αντικρινό κατάρραχο έλαμπε τ' ώμορφ' άστρι,
Τα σπερινά τ' απόφοιτα στο βάθο ασπρολογούσαν
Και κάπου κάπου στη θαμπή και μακρινή τους φέξη
Το μονοπάτι του βουνού ξεχώριζε στους βράχους.
Ίσκιωνε ο κάμπος χαμηλά κ' η ρεματιές θολώναν,
Τ' αεράκι κρυφομίλαε με του βουνού τα φύλλα,
Γυρνούσαν από τες βοσκές τ' άγρια πουλιά της έρμου,
Σα λιθοσώρι ο χρυσαετός ατάραγος κι' ολόρθος
Ανάκραζε το τέρι του μες του γκρεμού το φρύδι,
Αράδιαζε από διάρραχο μικρό κοπάδι κι' άσπρο
Και κάπου ακουόταν σαλαγή, κάπου βραχνή φλογέρα.
Του Λάμπρου σκόρπια ολόγυρα τα πρόβατα βοσκούσαν
Και τα γαλαροκούδουνα γιομόζαν τον αέρα
Μ' αρμονικό κι' ολόγλυκο κι' ανάκουστο ηχολόι.
Στο σάδι παίζανε τ' αρνιά κι' ο νιος στην αγκαλιά του
Την κόρη βάσταε άλαλη και λιγοθυμισμένη.
Πολλές βραδιές π' αντάμωναν φυλιώνταν από τότες
Κ' έλεγαν την αγάπη τους κι' άργαγε λίγο η Χρύσω
Κι' αν τη ρωτάγαν «τι άργησες;» τα γονικά στο σπίτι
Χίλιες τους εύρισκε αφορμές, μύρια της στράτας μπόδια.
Κ' ένα βραδύ από τα πολλά, κοντά το πρώτο σούρπο,
Δίχως ν' αρμέξουν πρόβατα, να ειπούν και πολλά λόγια.
Την πήρε από το χέρι ο νιος την ώμορφη την κόρη
Και να, σε δαύτη τη σπηλιά, στο μονοπάτι δίπλα,
Νυφούλα δίχως γάμου ευκές και βλογητό στεφάνι.
Με τα φιλιά την έσυρε με χάιδια ο ψωμοπάτης.
Χλόη δροσερή από τα βαρκά, μυρτιές από το ρέμα,
Πεύκα του λόγγου ευωδερά, λουλουδιασμένες δάφνες
Κι αρείκη του βουνού απαλή και νιόβγαλτο θυμάρι
Έκοψε κ' έστρωσε ο βοσκός κ' έγειρ' εκεί την κόρη.
Στη ράχη πρόβαινε λαμπρό της χαραυγής τ' αστέρι,
Στου λόγγου τα πυκνά δενδρά ξυπνούσαν τα πουλάκια
Κι' ανάκραζαν με τους γλυκούς κελαϊδισμούς την πλάση.
Τότες ξυπνήσανε κ' οι νιοι μες την κρυφή φωλιά τους,
Στο μοσχοβολισμένο τους και μαλακό στρωσίδι,
Κομένοι αχνοί και βάρυπνοι και σα ξαγρυπνισμένοι,
Ξαρματωμένος ο βοσκός σα σκλάβος του πολέμου,
Η νια με κόρφους ανοιχτούς και με ποδιά λυμένη
Και στα ρουτιά τα κεντιστά και στα μαλλιά τα σκόρπια
Μυρτιάς, αρείκης, θυμαριού κλωνάκια σκαλωμένα.
Τους χτύπησε της χαραγής το παγερό τ' αέρι
Και ξαστερώσαν ξάνοιξαν οι μαύροι λογισμοί τους.
Τότες θυμήθηκε ο βοσκός τα ζωντανά, τη στάνη,
Κι' αφίνει ευτίς τη σπηλιά με τ' απαλό το στρώμα
Και την πανώρια αγάπη του με τα γλυκά φιλιά της,
Με τ' άσπρο, το μεστό κορμί, τη λιγερή τη μέση
Και την ολόθερμη αγκαλιά που χάρηκε όλη νύχτα.
Όμως το γρέκι του αδειανό κ' έρμη τη μάντρα βρίσκει.
Τα στρουγγολίθια, τα κλαριά, μπροστά του ζωντανέψαν
Κ' έγειναν όλ' αφεντικά κι' ανθρωπινά του κρέναν:
— Λάμπρε, πούνε τα ζωντανά; Λάμπρε, πούνε το βιο μου; —
Ο Λάμπρος αλλοφρένιασε κ' έχασε τα ύπατά του.
— Ω συμφορά, που μ' έσυρες άστοχε λογισμέ μου!
Πάτησα αφεντικού ψωμί κ' έχασα και το βιο του!
Είνε το κρίμα μου βαρύ σαν το βουνό του Σμόλκα,
Το κρίμα πώκαμα ο ζαβός μες το βρασμό της νιότης.
Το πώς στον κόσμο εγώ να βγω, τι λόγο θα να δώκω;
Ω θε μου, ιδές και σώσε με τι με τηράς ακόμα, —
Την ίδιαν ώρα πρόβαλε 'στούτο το σάδι η Χρύσω.
Η μαύρη εδώ είδε ολάνοιχτους και μαλαχτούς τους κόρφους
Και φιλημένον το λαιμό και την ποδιά λυμένη
Κ' εδώ θυμήθη κ' ένιοσε την άσβεστη ντροπή της.
— Μανούλα μου, ξεφώνησε σα λιγοθυμισμένη,
Με πλάνεψε και μ' έχασε με τα γλυκά του λόγια.
Όντας μου τάλλεε βολετό δεν ήταν πέτρα να ήμουν; —
Τους ελυπήθηκε ο Θεός γιατ' ήταν νιοι κ' οι δυο τους
Κ' έτσ' έγεινε ο βοσκός πουλί κ' η κόρη αυτείνα η πέτρα.
Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν,
Οπώχουν τους ψηλούς γκρεμούς και τα μεγάλα λόγγα,
Και τες αμέτρητες κορφές και τες πολλές βρυσούλες,
Οπώχουν τα περίφημα τα πλούσια τσελιγγάτα,
Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν,
Ξάφνου από βράχου, από γκρεμού κορφή και από ραχούλα
Στριγγιά γροικάνε σουρατά, σα να σουράη τσοπάνης
Και σαλαγάει τα πρόβατα και σαλαγάει τα γίδια.
Τότες οι πιστικοί οι καλοί, που γύρω εκεί σταλίζουν,
Δείχναν με τες αγκλίτσες τους και τα στραβορράβδια
Σε βράχου απάνου, σε γκρεμού κορφή και σε ραχούλα
Μικρό σταχτόφτερο πουλί και λένε: — &Ω ψωμοπάτης&—
Λεβέντες αρματώνονται να παν ν' αρπάξουν κόρην,
Κόρην για τον σταυράδερφο τον μπράτιμο το Θύμιο.
Νύχτα σελλώνουν τάλογα, νύχτα τα καλλιγώνουν,
Και αυτή του Θύμιου η αδερφή λύχνον κρατάει και φέγγει,
Τον λύχνο 'ς τόνα χέρι της και 'ς άλλο το ποτήρι,
Ποτήρι και καυκόπουλο που τους κερνάει και πίνουν,
Όσα ποτήρια τους κερνάει τους λέγει και τέτοια λόγια:
—Αυτού που πάτε, μπράτιμοι, αυτού που πάτε, αητοί μου,
Την κόρη που θ' αρπάξητε την ώρηα περδικούλα,
Μη μου την βαλτώσετε, φτερό να μην της πέση,
Σαν νύφη να την φέρετε και σαν μεγάλη αφέντρα.
Κ' εγώ στον καλογυρισμό θα νάβγω στο καρτέρι,
Να σας διπλώσω τα καυκιά και τα κρασοποτήρια.
Όλα του Ολύμπου τα χωριά, όλα κοράσια τρέφουν
Κοράσια σαν το κρύο νερό και της αυγής την στάλλα.
Μα σαν το κάτου το χωριό που γέρνει προς την Όσσα,
Που ασπρολογάει πλατύ, απλωτό που φλάμπουρα το ισκιώ-
[νουν
Και το ποτίζει ο πόταμος, λίγα χωριά γεννάνε
Τέτοια κοράσια που είδα εγώ, τέτοιες Ξωθιές του Ολύμπου
Και 'ς του χωριού τες ώμερφες ώμορφη και ακουσμένη
Ήταν η Δέσπω η μοναχή του Αρχόντου θυγατέρα.
Γκόλφι την είχε το χωριό κι' ο Όλυμπος τραγούδι,
Τα μάτια τα γραμμένα της και το τρανό όνομά της
Σκάζει τους νιους τους δύστυχους, πλαντάζει τες κοπέλλες,
Κ' ένα φτωχό βοσκόπουλο κι' ώμορφο κι' αντρειωμένο,
Απ' άλλο, μακρυνό χωριό, το μπλέξανε 'ς αγάπη.
Μπροστά της βγαίνει ολημερίς 'ς τη βρύσι 'ς το κοπάδι
Και με χιλιάδες λόγια του και με γλυκά τραγούδια
Την ωμορφιά της παίνεσε κ' έδειχνε τον καϊμό του
Κι' από τα λόγια τα πολλά κι' από τα γλυκά τραγούδια,
Εξεπλανέθη η ανήξερη κ' η άπραγη καρδιά της…
Ο Θύμιος στέλνει προξενιά. Δεν την εδέχθη ο Αρχος,
Και το φτωχό βοσκόπουλο το σκάει, το φοβερίζει,
— Εγώ είμαι ένα βοσκόπουλο, θρεμμένο μέσ' 'ς τα ορμάνια,
Και δεν με σκάζουν, άρχοντα, άργητες και φοβέρες,
Εμένα αγάπη μοναχά βαριά με βαλαντώνει,
Το βιο σου δεν σου γύρεψα, εγώ την Δέσπω θέλω,
Χίλια θα κάμω βολετά και θε να σου την πάρω.
'Στήν ποταμιά της Σαλαμπριάς τρεις νιοι τρεις αντρειωμένοι,
Ο Γιάννης ο Πλανόγιαννος, ο Πάνος Πλατανιώτης,
Και το μικρό Αρχοντόπουλο αντάμα τρων και πίνουν,
Αντάμα έχουν και τάλογα σε μια ταγί δεμένα,
Σε μια ταγί σ' ένα δεντρί, σ' ένα παλιό πλατάνι,
Του Γιάννου το σιδερικό σκάφτει μανό το χώμα
Με τα χονδρά του πέταλα κι' ολόγυρα λιθάρια
Και σβόλους χώματα σκορπάει, του Πλατανιώτη ο μαύρος
Στο στόμα με τη γλώσσα του το χαλινό του δέρνει
Κι' αφρούς χύνουν τα ορθούνια του κι' όλο βαριά φρυμάζει,
Το δούριο τ' Αρχοντόπουλου το δέντρο αναταράζει
Κι' αυτιάζεται παράξενα και χλιμιντράει με ζόρι.
Ξάφνου τρεχάτος γλήγορος πλακώνει πεζοδρόμος.
— Εσείς τρώτε και πίνετε και πίσω σας κουρσεύουν,
Κουρσάροι καβαλλάριδες χουμήσαν στο χωριό μας.
Μ' ήλιον, με μέρα εχούμησαν και τώκαμαν λυμούρα.
Δριμόχολο και χαλασμός. Πάνε του Γιάννου οι κήποι.
Ξεθεμελιώσαν τες λιθιές, τες φράχτες, τα πλοκάρια.
Τ' αμπελοφύτια, τες σπορές του Πάνου ξεχωνιάσαν,
Και του μικρού Αρχοντόπουλου το πατρικό πατήσαν
Και σκλάβαν πήραν την καλή, την ακριβή αδερφή σου,
Ο Γιάννος επαινέθηκεν άλλους να σκάψη κήπους
Ο Πάνος λέει, άλλες σπορές, κι' αμπελοφύτια οργόνει.
Μα το μικρό Αρχοντόπουλο άλλη αδερφή δεν κάμνει.
Να πάη μονάχο ντρέπεται.
Όλοι το ηλιοβασίλεμμα κυττάζουν το πανώρηο,
Κ' η κόρη οπώχει τον καϊμό τους κάμπους αγναντεύει,
Να ιδή κοπάδια αν έρχωνται κι' αν κούγωνται τρουκάνια.
Ουδέ κοπάδια φαίνονται κι' ουδέ τρουκάνια ηχούνε.
Δακρύζουν τα ματάκια της και τέτοια λέει ο νους της.
— Γιατί με κακοπάντρεψες, μανούλα με κλαρίτην,
Που κάνει μήνες στα βουνά και ξάμηνα στους κάμπους;
Άλλοι του πάνε το ψωμί, άλλοι του παν τα ρούχα,
Κ' εγώ κοιμούμαι μοναχή χειμώνα καλοκαίρι,
Με την ροκούλα μου αγκαλιά τ' αδράχτι στο ζωνάρι,
Βρέξε, χειμώνα, χιόνισε κλείσε τα κορφοβούνια,
'Ρίξε ένα πετροχάλαζο κ' ένα πυκνό δρολάπι,
Για να πνιγούν τα χειμαδιά κ' οι κάμποι να χαλάσουν,
Για να βραχούν τα πρόβατα, τα κόθρα να μοσκέψουν,
Και να σαπούν τα ράμματα, να πέσουν τα τρουκάνια,
Να χάση ο γιός μου την κοπή, την στάνην ν' απαριάση,
Να φορτωθή τον αραγό, νάρθη να ζάη στο σπίτι.
Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι
Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω.
Τάχα από ποιο βουνόκορφο και ποιόν γκρεμό να πέφτη;
Σε τι λαγκάδι να περνά. Σαν ποιο λιβάδι τάχα
Να βρέχη, να δροσολογά; Τι δέντρα να ποτίζη
Και τι λουλούδια να φιλή; Τάχα σαν ποιο ακρογιάλι
Με αγάπη να το δέχεται γλυκά 'ς την αγκαλιά του;
Τι αγγέλοι τάχα, τι πουλιά, τι πρόβατα το πίνουν,
Και τι νεράιδες ώμορφες να λούζουν τα κορμιά τους;
Σαν πώς να λάμπη εκεί ο ουρανός; Σαν πώς να ξημερώνη;
Πώς να σουρπώνη από βραδίς; Τ' αστέρια πώς να φέγγουν
Σαν ποιο στρατί να βγαίνη εκεί; Σαν πού θα τ' απαντήσω;
Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι,
Βουνά, ποτάμια επέρναγα, νεροσυρμές και κάμπους,
Δεν τ' απαντούσα πούπωτα. Ψηλά σε κορφοβούνι
Μάγισσαν κόρην απαντάω απάν' το βράδυ βράδυ.
— Μάγισσα, ποιο είνε το στρατί, ποιο είνε το μονοπάτι
Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω;
— Διαβάτη μου κι' ωμορφονιέ, είνε μακρυά η πηγή του.
Νύχτωσε τώρα πού θα πας στην ερημιά μονάχος;
'Στήν αβρετή μου τη σπηλά πέρνα την νύχτα απόψε,
Και με χάραμμα ταχιά σου δείχνω εγώ τον δρόμο.
Η Μάγισσα η ερημική, η Μάγισσα η πανώρηα,
Μου είπε το βράδυ στη σπηλιά. — Καλόγνωμε διαβάτη,
'Στό πρώτο το ξημέρωμα τον ύπνο ν' απαριάσης,
Να πας για νάσαι στο νερό την ώρα που έβγη ο ήλιος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κάτω στην άκρη του γιαλού χωριατοπούλες πλέναν,
Πλέναν τα ρούχα κι' άπλωναν και με τον άμμο επέζαν,
Φύσηξε ένας κακός θρακιάς, φύσηξε τρεμουντάνα,
Και κάποιας ανασήκωσε το γυροφούστανό της,
Κ' εφάνη τ' άσπρο πόδι της κατάζορκο ως το γόνα,
Κ' έλαμψε ολόγυρα ο γιαλός, κ' έλαμψε ο κόσμος όλος.
Ο νιος ψαράς που διάβαινε στην άκρη από την λίμνη
Βλέποντας γόνατο λαμπρό, ζωγραφισμένο πόδι,
Μεθάει, χωρίς να πιη κρασί κι' από τον νουν του βγαίνει.
Όσες βολές κινάω ν' αρθώ
Βουνό, να σε απολάψω,
— Βουνό, που μες' 'ς τ' ανέγνωρα
Και μυστικά σου βάθια,
Πώς μου εμεταμορφώθηκες
και μώγινες αγάπη
Κρυφοθιομαίνομαι κι' εγώ
Και μ' αγνωμιά απομνέσκω—
Όσες βολές κινάω ν' αρθώ.
Βουνό, να σ' απολάψω,
Μέσ' αφ' του χαμηλόκαμπου
Τα βαρετά τα πλάτια,
Τα βαρετά και τ' άδροσα,
Τα λιοπυροκαμένα,
Ο ευωδερός αγέρας σου
Κι' ο δροσοβολισμένος
Μου ροβολάει και μώρχεται
Να με συναπαντήση
Και μέσα μου νέα ύπατα.
Νέα δύναμι μου δίνει
Να ξεκαμπίσω, τα ισκερά,
Να φτάκω τα ριζά σου.
Και φθάνω οχ' την αγάπη σου
Θερμός και ξαναμμένος,
Και σου αγκαλιάζω του κορμιού
Τα ασύγκριτα τα κάλλη
Με τη θαμπή κι' αδύνατη
Κι' ανέτολμη ματιά μου,
Γιατί δεν φθάν' η αγκαλιά
Δεν φθάνουν μου τα χέρια —
Και βόσκω και κορφολογώ,
Βουνό τες ωμορφιές σου,
Τες ωμορφές σου πούν' θεϊκές
Παραδεισοπλασμένες —
Τα πολλά δάση, τες κορφές
και τα δροσόνερά σου.
Άλλοι τ' αφράτα μάρμαρα
Του κόρφου σου ας παινέσουν,
Οπού εις αγύριστους καιρούς
Θεούς έπλασε η τέχνη.
Άλλοι της Φράγκισας Κυράς
Ας περιτραγουδήσουν
Την ερωτάρικη ζωή
Και το θλιμμένο τέλος.
Εγώ 'ς τους άσπρους κόρφους σου
Δε θάν' απλώσω χέρι,
Ούτε για ξένες, για παληές
Θα γλυκοκλάψω αγάπες.
Εγώ με το τραγούδι μου
Να διαλαλήσω θέλω
Τα εξωτικά, τα ηλιόβλεφτα
Τα ολόφαντά σου κάλλη,
Οπού τους πόθους μου ξυπνούν
Κι' ανοίγουν μου τα μάτια
Και βλέπουν μέσ' 'ς τα κάλλη σου
Άλλων βουνώνε κάλλη.
Νάξερες, ώμορφο βουνό,
Τι μου θυμίζει εμένα
Ένα κεδρί, ένας πεύκος σου
Μια ρεμματιά, μια βρύσις;
Νάξερες πως ξαφνιάζομαι
Και πως αιτιολογούμαι
'Σ της άγριάς σου Βαλανιδιάς
Το μυστικό μουρμούρι.
Νάξερες πως κ' η κάκοψη
Πως κι' η τραχιά της φλούδα
Γίνεται μέσ' 'ςτά χέρια μου
Η πλιο απαλή σαρκίδα.
Νάξερες ώμορφο βουνό
Τι ενθύμησες μου φέρνουν
Τ' απάτητα τα βάθητα
Της μαύρης λαγκαδιάς σου.
Νάξερες πως η άβυσσο
Και το τρανό της χάο
Λησμονημένα και παληά
Κρυφά μου αποσκεπάζουν.
Νάξερες ώμορφο βουνό
Τι κελαϊδεί 'ς' εμένα.
Της βρύσης σου το γάργαρο
Και δροσερό νεράκι.
Νάξερες πως κι' η πλιο μικρή
Γλυκειά σταλαματιά του
Μέσ' 'ς την καρδιά μου αρίφνητα
Μου ξανανοιώνει μάγια.
Νάξερες, ώμορφο βουνό.
Τι πόθους μου ξανάφτει
Κ' ένας ανθός σου ταπεινός
Με τη μοσχοβολιά του.
Νάξερες πως κι' η μυρουδιά
Του χόρτου σου, του βάτου,
Ονειροβότανου ακριβού
Για εμένα μυρουδιά είναι!
Γι' αυτό Βουνόμου, σ' αγαπώ
Περίσσ' απ' όλα τάλλα,
Γι' αυτό μέσα 'ς τανέγνωρα
Και μυστικά μου βάθια
Τόσο κρυφά, τόσ' άστοχα
Θερμή έχεις γίνει αγάπη.
Αθήναι 15 Ιουλίου 1892.
«Άρχετε Βουκολικαί τω πένθεος
«Άρχετε Μοίσαι.» (Μόσχος)
Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα,
Πώχεις παλάτια μαγικά 'ςτά ισκιερά τα δάση.
'Στά κορφοβούνια τα ψηλά, 'ςτά βαθειά λαγκάδια,
'Σταίς δαφνοσκέπασταις σπηλιαίς και 'στά βαθειά λαγκάδια,
Οπώχεις μάνα μάγισσα, πατέρα σου τον ήλιο,
Και ταις νεράιδες αδελφαίς, — ταις νυχτογεννημέναις,
Πώχεις ραγιάδες τους βοσκούς, τους ώμορφους ζευγίταις·
Έλα, βουνίσια Μούσα μου, που ξένου ανθρώπου μάτι
Δεν σ' είδε, δεν σ' ελόγιασε νους ξένος, ξένο αχείλι
Δεν φίλησε τ' αχείλι σου, έλα 'ςτόν ακριβό σου,
Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.
Πάρε δροσιά απ' τον Όλυμπο και δάκρυ από τον Πίνδο,
Δαφνούλ' από τον Παρνασσό, πεύκο απ' τη Γκιώνα πάρε,
Λουλούδια απ' τον Ταΰγετο, μυρτιαίς απ' την Πεντέλη,
Πάρ' άγιο χώμ' απ' τη Γραβιά κι' από τον Μαραθώνα
Κ' έλα να τα σκορπίσουμε 'ςτό νιόσκαφτό της μνήμα·
Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα,
Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.
Πες 'ς τους ραγιάδες τους βοσκούς να βγάλουν τα κουδούνια
Από τα γιδοπρόβατα, να μη λαλούν φλογέραις·
Πες 'ς τα κορίτσια του Δαδιού να μη λαμπροφορέσουν,
'Στά μαύρα πες τους να ντυθούν, και να μη τραγουδήσουν
'Σάν παν 'ςτή βρύσι για νερό, 'ςτήν ποταμιά για πλύμα·
Πες να σωπάσουν τα πουλιά και να μη κελαϊδήσουν,
Κ' έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα,
Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη,
Μέσα σε χρόνια δίσεχτα, σε τετρακόσια χρόνια
Σκλαβιάς και καταφρόνεσης, ένας λαός ακέρηος
Την ωνειρεύθηκε βαθειά — βαθειά με την ψυχή του,
Μέσ' 'ςτό κρυφό λημέρι του την ωνειρεύθη ο κλέφτης.
Τ' ώμορφο το βασιλόπουλο 'ςτή μάντρα που εκοιμάτο.
Ο ζευγολάτης 'ςτ' όργωμα, 'ςτό σάλαγο ο αγωγιάτης,
Ο άρχοντας 'ςτό παλάτι του, 'ςτά πέλαγά του ο ναύτης,
'Στά άγια μυστήριά του ο παπάς, μέσ' 'ςτό γλυκό της ύπνο
Η ελληνοπούλα η ώμορφη και μέσ' 'ςτά παραμύθια
Και 'ςτά τραγούδια πώλεγε ο πατέρας 'ςτά παιδιά του.
Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα,
Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.
Κι' απ' όλα αυτά τα ονείρατα κι' από τους πόθους όλους
Εφύτρωσε έναν Αύγουστο, σαν παραδείσου κρίνος,
Που εγιόμωσε όλαις ταις καρδιαίς απ' τη μοσχοβολιά του.
Την είδε ο ήλιος την αυγή που πρόβαλλε, 'ςτήν πλάση
Κ' έσκυψε και την φίλησε κι' απ' το φιλί του εκείνο
Έβαψαν τα μαλλάκια της χρυσά, γιομάτα λάμψι.
Ο ουρανός της χάρισε για ενθύμησι 'ςτά μάτια
Τη γαλανή την όψι του, τ' αηδόνια τη λαλιά τους,
Τα κυπαρίσσια, η λιγαριαίς τώμορφο το κορμί τους,
Η βρύσες τη δροσούλα τους, οι ανθοί τα ονείρατά τους.
Τ' αρνάκια του Μαγιάπριλου την άδολη καρδιά τους,
Ο σταυραετός οπώφυγε μια μέρ' από την Πόλι
Και μέσ' απ' την Αγιά-Σοφιά της έδωκε την Πίστι,
Η χαραυγή το γέλοιο της και τα ψηλά βουνά μας
Ασπράδι από τα χιόνια τους κι' από τα κρύα νερά τους.
Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα,
Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.
Η αγάπη ακέρηου του λαού την έτρεφε σαν γάλα,
Σαν γάλα, 'σαν σταλαμματιά και 'σαν αχτίδες ήλιου.
Νυκτόημερα εμεγάλωνε κ' έπαιρνε νειάτα, μάγια.
Όσο που επέρασαν χρονιαίς κ' έφεξε μιαν αυγούλα
Που μας την πήρε ο Μόσκοβος 'ς το βασιληά του νύφη.
Ο ανθός οπού εγεννήθηκε για να τον τρέφη ο ήλιος
'Σάν έχασε τον ήλιο του δεν έζησε, εμαράθη.
Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα,
Έλα να κλάψουμε κι' εμείς του Βασιληά την Κόρη.
— Διωγμένη απ' τα παλάτια μου κι από τ' αρχοντικά μου,
Όπου κι' αν 'δούν τα μάτια μου θα πάω να κατοικήσω,
Ψηλά 'ς απάτητα βουνά, κάτου σε κάμπους έρμους.
Σύντροφο νάχω το θηριό, μίλημα τ' αγριοπούλι.
Κι' ανέβαινε η βασίλισσα μοιρολογώντας τέτοια
Ένα ψήλο βουνόκορφο. Πέρασε πλήθος χρόνια
'Σ του ζευγολάτη τόργωμα, 'ς του πιστικού τη στάνη,
Μέσ' 'ς το καλύβι του ψαρά, 'ς τα μεσοχώρια μέσα,
Μέσα εις κελλιά μοναστηριού, 'ς αρματωλού λημέρια.
Άκουσε τ' αναστέναγμα του ναύτη, τ' αγωγιάτη
Του θεριστή του αργατικού έμαθε το τραγούδι,
Της βοσκοπούλας το σκοπό, το μοιρολόι του κλέφτη.
Το διαμαντένιο στέμμα της, οπώλαμπε 'σαν ήλιος,
Τούχε λερώσει ο κορνιαχτός του κάμπου. Την πορφύρα,
Οπού την χρυσοκέντησαν του παλατιού η παρθέναις,
Του λόγγου τ' αγριοπρίναρα κ' η αρηαίς την είχαν σχίσει
Κ' εσέρνουνταν 'ς ταις λαγκαδιαίς κομμάτια. Όμως τα νειάτα
Τ' αθάνατα, τα δροσερά, κ' η θεϊκή ωμορφιά της
Άγγιχτα, απείραχτα έμεναν και 'ς το θερμό του κάμπου
Και 'ς του βουνού την παγωνιά, κ' έλαμπε όθε περνούσε
Ωσάν ουρανογέννητη θεά, 'σαν νύμφη αρχαία.
Χαρά την είχαν τα βουνά, τρανό καμάρι οι κάμποι,
Τα δάση στόλισμα ακριβό, κρυφή 'περφάνεια η βρύσαις,
Αγάπη οι αητοί, και τα πουλιά της ερημιάς τραγούδι.
Κι' ανέβαινε ψηλούς γκρεμούς, διάβαινε μονοπάτια.
Την περασμένη δόξα της, τα χρόνια τα παληά της
Θυμάμενη αναστέναζε κ' έτρωγε την καρδιά της,
Έλαμπεν όμως κάποτε 'ς τα ροδαλά της χείλη
Κάνα γλυκό χαμόγελο, κι' άστραφτε καμμιά ελπίδα
Χρυσή 'ς τα μαύρα μάτια της, κ' έλεγε με το νου της:
— Κάποιο ποτέ θα να βρεθή 'ς το δρόμο ν' απαντήσω
Ώμορφο βασιλόπουλο ταίρι του να με κάμη.
Κ' ανέβαινε κ' εδιάβαινεν ερμιαίς και παρακλάδια.
Στερνά, με χρόνια, με καιρούς, εξάνοιξε μια μέρα
Πέρα 'ς άκρη τ' ουρανού, 'ς ενού βουνού κορφούλα,
Βουνού ψηλού και μακρινού, μέσ' σε γαλάζια αντάρα
Χτίριο ψηλό κι' ολόλευκο, σαν στοιχειμένον πύργον,
'Σάν ερημόκκλησο παληό, σα ερημικό παλάτι.
Βρίσκει ένα γέρο και 'ρωτά: — Πες μου, καϋμένε γέρο,
Τ' είν' τ' άσπρο εκείνο το ψηλό μέσ' 'ς το βουνό το πέρα;
Μην είν' παληό ερημόκκλησο, μη στοιχειωμένος πύργος,
Μη είν' παλάτι ερημικό; — Του Ήλιου είν' το παλάτι,
Του ωραίου, του ολόφωτου θεού. Αυτός γυρνά 'ς τον κόσμο
Φως για να δώση και ζωή με ταις λαμπραίς του αχτίδες.
Κι' απ' όξω απ' το παλάτι του, ολόυρα 'ς το περιαύλι,
Οπού το ζώνουν πάρθενα, παληά, βαθειά τα λόγγα,
Μαρμαρωμένα μένουνε, βουβά από χίλια χρόνια
Πανώρηα βασιλόπουλα. Αν είσαι ανδρειωμένη
Και 'ς το παλάτι πας γοργά, πριχού διαγείρη ο Ήλιος
Και μπης ως μέσα αθώρητη και 'ς το χαμώι κατέβης,
Πούνε τ' αθάνατο νερό που λούει το θείο κορμί του
Κάθε βραδούλα πώρχεται κι' αυγή που ξεκινάει,
Κι' αν πάρης μέσ' 'ς τα χέρια σου και βγης κι αράδα-αράδα.
Τα βουβαμένα, τ' άλαλα τα μάρμαρα ραντίσης
Και ιδής να λάβουνε ζωή, να κρίνουν να ξυπνήσουν,
Τότε χαρά 'ς εσένανε.
Είπε και φεύγει ο γέρος.
Όσο να ισκιώσουν τα νερά κι' όσο να γείρη ο Ήλιος
Απ' όξω απ' το παλάτι του αλαλαγμός κι' αντάρα.
Ζωντάνεψαν τα μάρμαρα πούταν βουβά και κρύα
Κ' έμμορφα βασιλόπουλα πεζά κι' αρματωμένα
Ντυμένα μέσ' 'ς το μάλαμμα τα λόγγα πηλαλάνε
Κι' απ' όλα των τα στόματα 'σαν μια φωνή γροικιέται:
— Ποιος είν' αυτός οπώκαμε τέτοιο καλό μεγάλο
Το βιο να του χαρίσουμε και ταις χρυσαίς κορώναις!
Απ' το παλάτι ξέμακρα να ξαποστάσουν στέκουν
Και ρίχνουν κλήρο και λαχνό, 'ς όποιον απ' όλους πέση,
Γυναίκα του η βασίλισσα σκλάβοι του οι άλλοι νάναι.
Κ' ένας μικρός και πλειο ώμορφος πετιέται και φωνάζει:
— Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει.
Όλοι μαζί χρυσό θρονί διαμαντοκολλημένο
Θα να της στήσουμε τρανό-τρανό ως τα ουράνια
Και σαν τον Ήλιο φωτερό, νέα κεντιστή πορφύρα
Θα να την ντύσουμε λαμπρή, και το παληό της στέμμα
Καινούργιο θα το χύσουμε. Θάνε βασίλισσα όλων,
Θεά μας θάνε και κυρά, κ' ημείς πιστοί της λάτραις.
Το σκήπτρο το περίπλουμο που θα κρατάη 'ς τα χέρια
Θα νάνε μαγικό ραβδί που θα οδηγάη τον νου μας
Που θα οδηγάει τα έργα μας, το κάθε πάτημά μας.
Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει!
Όλοι αγκαλιάζουν τον μικρό και την ορμήνεια ακούνε.
Ποιος πέρασε απ' τα βουνά τ' Ασπροποτάμου απάνω
Κ' εκεί δεν είδε τον αητό 'ς τα βράχια θρονιασμένον;
Στέκεται ορθός κατάκορφα, λες κ' είνε λιθοσώρι.
Το φλογερό το μάτι του σπιθοβολάει σαν πόρη.
Τηράει ολόυρα τους γκρεμούς, τηράει το χάσμα κάτω
Και κάπου σκύφτει, προς την γη καρφώνει αφτιά και μάτια
Κι' ακαρτεράει αντίλαλους κι' ακούει και ξεδιαλέγει.
'Σ' άλλο λιθάρι αντίπερα τ' αητάκι του καθέται.
Βολαίς-βολαίς σέρνει κραυγή. Σέρνει κι' ο αητός παρόμοιαν,
Κι' ανοίγει τα φτερούγια του και χαμηλώνει ολίγο,
Κ' ύστερα πάλι ασηκώνεται κι' ολόρθος απομένει
Ασάλευτος και σιωπηλός ωσάν μαρμαρωμένος.
Κάποτε εμπρός του 'ς τους γκρεμούς διαβαίνουν περιστέρια
Και πέρδικες κι' άλλα πουλιά των λαγκαδιών, των βράχων,
Και δεν τα καταδέχεται και δεν τα κυνηγάει …
Βοήν και ποδοβολητό ξάφνου τ' αγέρει φέρνει,
Ακούεται κ' ένα σούριγμα. Ο αητός ανατριχιάζει
Κράζει ελαφρά το ταίρι του, τα νύχια του αναδεύει.
Και τα φτερά με το ραμφί δυο-τρεις βολαίς χτυπάει.
Είν' αγριογίδια που περνούν γοργά κι' αρμαθιασμένα,
Μπροστά μπροστά πάει το τραγί, οπ' οδηγάει και σέρνει,
Κ' έρχεται από κοντά η κοπή, γίδια και γιδομόσχια.
Και γίνεται μεγάλος θρος 'ς της σάρες, 'ς ταις χιλιάδες!
Κάπου πηδούν ψηλά ραϊδιά, κάπου σουράει ο τράγος,
Κι' αντιλαλούν σπηλιαίς, γκρεμοί το ποδοβολητό τους.
Ξαγνάντισαν σε μια πλαγιά. Ξάφνου κραυγή αντιχάει
Κι' ο αητός χουμάει βαρύς, γοργός σαν αστραπή που πέφτει
Μέσ' 'ς του στερνού το μέτωπο τα νύχια του καρφώνει
Και το χτυπάει με το ραμφί, με τα φτερά το δέρνει.
Ρεκάζει τ' αγριόγιδο, μπροστά σουράει ο τράγος,
Και τρέχει ακράτητη η κοπή κι' αραδιαστή κι' ακέρια,
Τρέχει και τ' αγριόγιδο με τον οχτρό του απάνω.
Ζαλίζεται καμμιά βολά, ξεκόβεται από τάλλα,
Και με τα ορθά του κέρατα τον σταυραετό παλεύει,
Παίρνει καινούργιο απίδρομο και δύναμιν και θάρρος
Και τρέχει πάλι και πηδάει και ρεκασμόν ξεσέρνει.
Στερνά δειλιάζει, σταματά και ματωμένο γέρνει.
Ο αητός χαρούμενη κραυγή, κραυγή της νίκης χύνει,
Κι' έρχεται με το ταίρι του και του γιδιού τα σπλάχνα,
Τ' ανοίγουν με τα νύχια τους. Το ψυχομαχητό του
Τους αγαλλιάζει, τους μεθάει, κι' από τ' αγάλλιασμά τους
Κι' από το μέθυο ανάβεται, φλογίζεται η ματιά τους.
Κι' όταν θερμό τελεύεται του κυνηγού το γαίμα
Μπήγουν οι δυο τους το ραμφί και πίνουν και χορταίνουν.
Τον Σεμπτέμβριον του 1892 εξέλιπεν ο τελευταίος αετός του ηρωικού Σουλίου ο στρατηγός Δημήτριος Ν. Μπότσαρης εν ηλικία 85 ετών. Εγεννήθη εν τω πεφημισμένω Σουλίω τω 1807 εν μέσω της κλαγγής των όπλων και των ενδόξων μαχών. Ήτο υιός του σχόντος την αρχηγίαν της ενδόξου εξόδου του Μεσολογγίου και πρώτος εξάδελφος του ήρωος Μπότσαρη. Δωδεκαετής εζώσθη τα άρματα και συνεπολέμησε μετά του γενναίου αυτού πατρός και των άλλων λεοντοκάρδων Σουλιωτών, συμμεριζόμενος τας κακουχίας και τους κινδύνους εκείνων, πηδών από βράχου εις βράχον ως έλαφος και αγωνιζόμενος υπέρ της πατρίδος. Έφηβος ήτο ο Δημ. Μπότσαρης ότε εξερράγη η επανάστασις καθ' όλην την διάρκειαν της οποίας ηγωνίσθη εκ των πρώτων και πολλάκις ανεπλήρου τον ένδοξον πατέρα του εν τη αρχηγία, όταν εκείνος απουσίαζεν εκ των μαχών καλούμενος εις άλλας υπηρεσίας της μαχομένης πατρίδος. Η διά τον Δημ. Μπότσαρην ενδοξοτέρα αναπλήρωσις του πατρός του ήτο η εν τω στρατοπέδω Φαλήρου εν ηλικία δεκαεννέα ετών· διότι είχε κληθή τότε εις την πρώτην των Ελλήνων συνέλευσιν ως αντιπρόσωπος των Σουλιωτών. Εν τη αρχηγία του σώματός του διεκρίθη επί συνέσει και ανδρεία, ώστε εφείλκυσε τας συμπαθείας των γενναίων μαχητών και την αγάπην και εκτίμησιν του στρατάρχου Καραϊσκάκη.
Μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων της πατρίδος ο Μπότσαρης κατετάχθη εις τον ενεργόν στρατόν και έλαβε μέρος εις όλας τας εθνικάς περιπετείας. Διο και ετιμήθη πολλάκις δι' εμπιστευτικών θέσεων. Εκ πεποιθήσεως αντεστρατεύετο προς τον αείμνηστον Όθωνα και κατεδιώχθη. Μετά την έλευσιν του Βασιλέως Γεωργίου διωρίσθη υπασπιστής αυτού. Ετιμήθη διά του Μεγαλοσταύρου και άλλων ξένων παρασήμων. Εξελέγη πολλάκις βουλευτής και πρόεδρος του συλλόγου της «Ανατολικής ομοσπονδίας». Ημείς αντί παντός άλλου εγκωμίου εδημοσιεύσαμεν εις το πρώτον φύλλον (18 Σεπτεμβρίου 1892) της «Φωνής της Ηπείρου» το ποίημα του Κρυστάλλη. Γ. Κ. Γ.
Πάρε τραγούδι μου φτερά, ξεφτέρι, αετός να γίνης
Και πέτα γλήγορο μακρυά, πέτα κατά το Σούλι,
Διάβαινε κάμπους και βουνά, κ' εκεί σαν απαράξης
'Στην Κιάφα απάνου ν' ανεβής, τρανή λαλιά να σύρης
«Ο υιός του Νότη απέθανεν, ο υιός του Νότη πάει!»
Όπου ταμπούρια άλλους καιρούς και μετερίζια εσκάφταν
Κ' εσαλαγούσαν Λιαπουργιάν, αρματωλοί οι Σουλιώτες,
Τώρα, βοσκοί, 'στα ράχια τους τσάρκους και στρούγγες χτίνουν
Και σαλαγάνε γιδερά. Έναν καιρό θυμούνταν
Βολές βολές 'στό σκάρο τους τα περασμένα χρόνια
Κ' έλεγαν της Τζαβέλενας, του Μάρκου τα τραγούδια,
Και τα κλαριά, ανετρίχιζαν, δακρύζαν αίμα οι βράχοι
Πέρα και γύρου όπ' άκουγαν για τους παλιούς των φίλους.
Τώρα που θα να πας εκεί, τραγούδι φτερωτό μου,
Που θ' ανεβής κατάκορφα 'ς την Κιάφα και θα σκούξης
«Ο υιός του Νότη απέθανε, ο υιός του Νότη πάει»,
Τάχα θα νιώσουν μέσα τους μέσ' τα βαθιά τους σπλάχνα
Πόνον ακόμα, χαλασμό, τα κορφοβούνια εκείνα;
Τάχα θ' αστράψη ο Ζάλογγος, θα μπουμπουνίση ο Πίνδος,
Τάχα η Χειμάρρα θα ρυασθή, θα να δακρύσ' η Πάργα;
Τάχα 'στό Κούγκι, το βουβό, το ξεθεμελιωμένο,
Θ' αναστηθή οχ' τη στάχτη του κανένας πολεμάρχος,
Να κάτση να σου διηγηθή την λεβεντιά του Μήτρου;
Τάχα κανένα ριζιμό, κανένα ορθό κοτρώνι,
Θα να ξυπνήση να σου ειπή με ξέχωρο καμάρι,
«'Σ' εμένα ο Μήτρος μια βολά, σ' εμένα ο υιός του Νότη
»Το γιαταγάνι ετρόχησε, πρωτόλουβος λεβέντης,
»Κ' ερρίχτηκε 'στον πόλεμο ψηλά ανεμίζοντάς το
»Και νικητής σαν έγυρε 'σ εμένα πάλιν ήρθε
»Στον δροσερόν τον ίσκιο μου να κάτση ν' ανασάνη»;
Πάρε τραγούδι μου φτερά, σύρε 'ς το Κακοσούλι,
Κι' αν δης να γίνη χλαλοή, κ' αν δης να πέσουν δάκρυα,
Πέτ' από 'κεί χαρούμενο 'ς Ανατολή και Δύσι
Να διαλαλήσης δυνατά 'ς τον κόσμο πέρα ως πέρα,
Ότι, το Σούλι ακόμη ζη, ότ' είν' ακόμα ελπίδα.
Κι' αν βρης νεκρίλα κ' ερημιά, κι' αν δεν ακούσης κλάυμα,
Γύρνα τραγούδι μου φτωχό, κι' είνε θεϊκή κατάρα.
Κι' όντας διαγύρης από εκεί, φέρε κλαρί οχ' τη Λάκκα
Και πάχνη από τον Ζάλογγο και χώμα από το Κούγκι,
Το μνήμα να στολίσουμε του γέρου πολεμάρχου.
Θ' αναγαλλιάση, απάνω του σαν θα τα νιώση ο Μήτρος.
Και δεν θα του φανή βαριά η αραχνιασμένη πλάκα.
Θα λέη πως μέσ' το Σούλι του τ' αγαπητό κοιμάται,
Και θα ονειρεύεται γλυκά της νειότης του τα χρόνια
Αυτού που πας, πολέμαρχε, κι' αυτού που κατεβαίνεις,
Πόσοι παλιοί σου σύντροφοι, θρεφτάρια του πολέμου,
Να σ' αρωτήσουν καρτερούν για το καϋμένο Σούλι!
Να μη δειλιάσης!….. Να το ειπής, ότι είνε σκλάβο ακόμα!
(ΑΝΕΚΔΟΤΟΝ)
(Φιλική Γραφή από τα Γιάννινα].
«Νυκτών' η Παραμονή, αγαπημένε μου. Άλλους καιρούς, — θυμάσαι, — τα στενά και τα σταυροδρόμια μας εγιόμοζαν κόσμον από 'δω από την πόλη και από τα χωριά όξω. Η Καλούτσασμη σήμερα, η Λούτσα, η Καμάρες, το Κουρμανιό, η Σκάλα, το Σταυροπάζαρο, ο Πλάτανος, τα Γάλατα, όλα είν' έρμα κι' άλαλα σήμερα. Τα γυναικόπεδα μοναχά της φτωχολογιάς σωριασμένα στρυμώνονται στα παραπόρτια των Ελεών. Καρτερούν το μικρό το Χριστουγεννιάτικο μοίρασμα. Κι' η βροχή που απ' την αυγή ασταμάτηγη πέφτει με το δρυμόνι, δέρνει τ' ασκέπαστα τα κεφάλια τους, κι' από τα τρυπημένα τους ρούχα ζώνεται ως μέσα στα ζόρκα κορμιά τους και τα καταποντιάζει. Τα δύστυχα! . . . Αραδαριά στο παζάρι οι αργαστηριαρέοι κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια, χωρίς δουλιά, κι' άλλοι με σκυφτά τα κεφάλια, λες κι' ακαρτερούν βοήθεια από τον ουρανό. Μα ο ουρανός ρίχνει την συγκρατούμενη βροχή του σκεπασμένος πέρα ως πέρ' από σύγνεφα. Επελάγωσαν οι δρόμοι μας όλοι, μούσκεψαν οι τοίχοι κι' η σκέπες των σπιτιών. Νοτίζουν όλα τα πράμματά μας. Και μια μεγάλ' υγρασία, που περνάει την σάρκα μας ως το κόκκαλο, μας εζάρωσε ολότελα. Τα βουνά πέρα είνε τυλιγμένα σε μπόρα και δεν φαίνονται. Βρέχ' εδώ και χιονίζει εκεί.
Έχει περάσει από δυο ώρες το δειλινό και σήμαντρο κανένα δεν εδιαλάλησε την αγιότη της αυριανής μέρας, κι' οι παπάδες δεν έψαλαν τον εσπερινό σήμερα. Η εκκλησίες είνε κλειστές. Βουβά τα σήμαντρα, βουβοί κι' οι παπάδες. Η αυλές και τα κατώφλια εχορτάριασαν. Η αράχνες κλώθουν τα υφάδια τους και διάζονται στες πόρτες και στα παραθύρια. Μέσα σκουριάζουν άπλυτα τα πολύφωτα κι' οι κηροστάτες, μουχλιάζουν η εικόνες, ιδρώνουν νοτιά οι τοίχοι κι' οι μεσανοί οι στύλοι, παγώνει το λάδι στα σβυστά ασημοκάντηλα και τα δισκοπότηρα μένουν δίχως μεταλαβιά απάνου στην Προσκομιδή και στην Άγια Τράπεζα.
***
Ξέρεις το μυρολόι της Πόλης, όταν την έπαιρνε ο Τούρκος. Σ' άκουσα πολλές φορές να το λες όξω που βγαίναμε τες ηλιοφανιές κι' έβλεπα να νοτίζουν από δάκρυο τα ματόφυλλά σου όντας έλεες και ξανάλεες με θλιβερό σκοπό το πικρό γύρισμά του: «Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί!» Ήρθε καιρός τώρα οπού το μοιρολόι και τ' απόφωνο τούτο το λέμε και το ξαναλέμε εδώ οι Χριστιανοί όλοι. Το λέμε και κλαίμε όλοι με πυρωμένα δάκρυα.
Με τον ερχομό της νύχτας η βροχή κάπως ξέκοψε. Μα ο ουρανός είνε πάντα κρυμμένος στα σύγνεφα, λες και θρηνάει κι' αυτός τα μαυρισμένα μας Χριστούγεννα.
Όσο σφίγγει το σκοτάδι, τόσο απλώνεται η ερμιά στην πόλη μας. Ως πώφτακεν ώρα οπού τα Γιάννινα ώμιαζαν κοιμητήρι, κι' ας είμασταν ζωντανοί όλοι στα σπίτια μας, κι' ας είμασταν ξύπνηγοι όλοι. Νεκρίλα, μωρέ αδερφέ, νεκρίλα απέραντη η νυχτιά τούτη. Όξω στα καλτερίμια βροντούσαν ακόμα κάπου κάπου η σταλαματιές κι' η κάναλες των κεραμιδιών και συχναπόκοβαν την ερημιά και την σιγαλιά τα πατήματα του παζάρμπαση και του καρακολιού.
Είχαν σκολάσ' η νοικοκυρές τα πλυσίματα και τ' ασπρίσματα των σπιτιών τους κι' έλαμπαν τούτ' από την παστράδα και το νοικοκυριό. Εφώτιζε την ανατολική γωνιά της σπιτομάννας η αναμμένη καντήλα των εικονισμάτων. Έκαιγε στην εστιά η φωτιά η Χριστουγεννιάτικη, καμωμένη από τετραπάνωτα σύδαυλα κι' εζέσταινε το σπίτι όλο. Είχαμεν γευτή τον απλό σαρακοστιανό δείπνο μας και συμμαζωγμένοι γύρα της όλοι, από τα παιδιά ως τους γέρους, εκαρτερούσαμαν τα Χριστούγεννα. Του κάκου αγρυπνούσαμαν. Χριστός δεν εγεννιώνταν για εμάς την νύχτα τούτη. Κι' αν γεννιώνταν, ποιος θα να μας το φανέρωνε; Στον συγνεφιασμένον μας ουρανό δεν θα νάτουν βολετό να 'δούμε ποτέ τ' αστέρι που τώδειξε μια φορά στους Μάγους. Τα σήμαντρα δεν θα μας το διαλαλούσαν, κι' οι κράχτες δεν θα μας το φώναζαν. Η εκκλησιές μας ήταν κλειστές και στα 'κονίσματα των σπιτιών μας ετοιμαζόμασταν για να πούμε την δέησή μας.
«Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί!»
***
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η ίδια νεκρίλα στην πόλη μας. Η ίδια κουβέντα στα σπίτια, για το κλείσιμο των εκκλησιών. Και λέγουν ανάμεσα πως κάπου κρυφοσυνάζονται και κρυφοσυντάζονται για ταραχές την αυγή. Τα μικρά τα παιδιά ξεδειλιασμέν' από την φωτιά κι' αποσταμέν' από τα παιγνίδια, αποκοιμιώνταν ένα ένα στα γόνατα των γονιών τους, εκεί παραστιάς.
Ήρθεν η ώρα του όρθρου. Εβουβαθήκαμαν μονοκοπανιάς όλοι. Λόγος δεν έσκαε τότε στα χείλια μας. Εμείναμε ασάλευτοι κι' ακαρτερούσαμε μήπως ακούσωμεν σήμαντρο πουθενά ή κράχτην. Ξέρεις τι ώρα γιομάτη μυστήριο ιερό και θρησκευτικό γήτεμμα είνε τούτη που ακαρτεράς άγρυπνος τόση νυχτιά ν' ακούσης ν' άρχεται ο κράχτης στη γειτονιά σου χτυπώντας παντού στες αυλόπορτες το βροντερό εκείνο μπαμ-μπαμ-μπαμ! με το ξύλινο το τσοκάνι του. Πετιέσαι τότες όξω στην κρεββάτα σου ή στο παραθύρι κι' ακούς να τρικυμίζουν τον αγέρα και τα σκοτάδια οι γλυκύτατοι και μαγικοί ήχοι του σημανταριού, ποιοι μακρυνοί και ποιοι κοντινοί. Και βλέπεις τότε ν' ανοίγουν πόρτες και να γιομόζουν οι δρόμοι από κόσμον οπού πηγαίνουν ν' ακούσουν στην εκκλησιά τα Χριστούγεννα.
Συνειθισμένος απ' αυτά, σαν εκαρτέρεσα βουβός τόσην ώρα και δεν ακουρμάστηκα πουθενά κράχτην, απετάχτηκα στην κρεββάτα. Πίσα το σκοτάδι όξω και το κρύο φαρμακερό. Στηλώνω τ' αυτί κι' ακαρτερώ κι' εκεί ολόρθος ωσάν μαρμαρωμένος. Δεν άκουσα τίποτε ο μαύρος. Ως που μ' ανάγκασαν η φωνές της μανούλας μου να μπω μέσα να μην παγώσω.
— Έμπα μέσα, μου λέει, παιδί μου, να μην παγώσης αυτού, και
Χριστούγεννα δεν έρχονται για εμάς φέτο.
Κι' εγώ μπαίνοντας στον οντά εμουρμούρισα θλιβερά:
—_ Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί!
Κι' έννοιωσα να νοτίζη δάκρυ τα ματόφυλλά μου.
***
Εξημέρωσεν. Η δέηση έγεινε μπροστά στα 'κονίσματα των σπιτιών μας. Εγώ έψαλα το «η Γέννησίς σου Χριστέ». Κι' ανάρια ανάρια εβγαίναμε από τα σπίτια, να μάθουμε κάνα καινούριο χαμπέρι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε. Όλων η όψες η ξαγρυπνισμένες και κατσουφιασμένες από την θλίψι, ώμοιαζαν τον μυσοσυγνεφιασμένον κι' αγέλαστον ουρανό μας.
Τρέχουμε στη Μητρόπολη. Κι' εκεί τίποτε δεν ειξέρουν. Ο Δεσπότης ορμηνεύ' ησυχία κι' υπομονή. Η υπομονή μας ήταν μεγάλη μέσ' την καρδιά μας, μα η ησυχία που καταΐσκιωνε σαν θείο χέρι ως τώρα τα γαληνεμένα μας στήθια, άρχεψε να τραβιέται απάνου και ν' αφανίζεται σαν την αντάρα της λίμνης μας την πρωινή, κι' ο βοργιάς της στέρησης της εκκλησιάς άρχιζε ν' αναταράζη τα βάθητά μας.
— Πώς θα περάσουμε χωρίς εκκλησιά τέτοιες μέρες! Αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι' αυτός ο λόγος άναφτε μέσα στα σπλάχνα μας. Οι τούρκοι είχαν γίν' άφαντοι την αυγή τούτη. Εφοβήθηκαν από ταραχές. Γιατί κι' όλοι μας, δεν ακαρτερούσαμεν, παρά ταραχές.
— Τα χωριά δε θα λα το νταγιαντίσουν.
Έλεγαν άλλοι.
— Εκκλησιά πουθενά δε θα λ' ανοίξη με το στανιό, αν είμεστε
Χριστιανοί κι' αν έχουμε Πατριάρχην.
— Τα χωριά αρματωμένα θαρθούν μέσα στα Γιάννινα να φοβερίξουν.
— Από την Πόλη θα λ' αρχινήση ο χαλασμός, αν θα λ' αρχινήση.
Τέτοιες κουβέντες ελέγονταν, ως που σίμωσε το γιώμα. Κι' όλοι μας δεν καρτερούσαμε πλια τώρα παρά χαλασμό.
Επεινάσαμεν κι' αλειτούργητοι οι μαύροι εστρώσαμαν το γιώμα να φάμε. Άλλους καιρούς επασχάζαμαν κι' εμείς νύχτα, σαν εγυρνούσαμαν από την εκκλησιά το πρωί. Φέτο, οπού δεν είδαμαν εκκλησιά ούτε για φαΐ μας πήγαινε ο νους, ακαρτερώντας την νύχτ' απ' ώρα 'ς ώρα το σήμαντρο και τον κράχτη. Κι' από την αγρύπνια αύτη μας εγένονταν αγγλέουρας το φαΐ μέσα και κάθε χαψιά έπεφτε σαν μολύβι βαριά στο στομάχι μας.
***
Άξαφνα, μέσ' στο φαΐ απάνου, έν απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.
— Κάτι κακό θάρχεψε, λέει ο πατέρας και κοντοστέκεται με τη χαψιά
στό στόμα του.
— Χστός και Παναγιά! Σταυροκοπιέται η μάννα.
Εμείς τα παιδιά επανιάσαμαν.
Και μονομιάς χλαλοή και τρεχάματα επλημμύρισαν τους δρόμους.
Πετιούμαστε με τον πατέρα στό δρόμο να μάθουμε.
Όλ' έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε τους ρωτάμε τι γίνεται.
— Ανοίγουν η εκκλησιές, μας λέγουν.
— Και πώς ανοίγουν; Με το στανιό;
— Μωρ' τι με το στανιό, που νικήσαμαν. Πήραμαν τα προνόμια.
— Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια! . . .
Τώρα αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι' όλοι ετρέχαμαν κατά τη Μητρόπολη. Εκεί ηύραμαν ολάνιχτες της εκκλησιάς τες πόρτες κι' αναμμένα τα καντήλια και τα πολύφωτα και τους κηροστάτες. Είχε γιομόσει κόσμον η εκκλησία και μέσα και στην αυλή ακόμα. Η εικόνες δεν πρόφταιναν να πάρουν ανασπασμούς.
Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζη απάνου. Ξεσυγνέφιασαν και η όψες των Χριστιανών, οπ' έλαμπαν τώρα τηρούμενες κι' αυλακωμένες κάπου κάπου από δάκρυα. Και μέσ' από την ψυχή τους ωσάν λιβάνι ανέβαινε στα ουράνια η μυστική δέηση τούτη:
— Θε μου, δόσε πάντα δύναμη της εκκλησιάς να βγαίνη από ολούθε νικήτρα, δόσε κι' εμάς θάρρος των μαύρων και μεγάλη καρδιά να φτουράμε της σκλαβιάς μας τους κατατρεγμούς και τες καταφρόνησες, ως που να σωθούν καμμιά μέρα η αμαρτίες μας κι' ως που να δούμε άστρο ελευθεριάς το Χριστουγεννιάτικο τ' άστρο».
***
Την φιλική τούτη γραφή ανοίγοντάς σας σήμερα ελεύθερα εβουλήθηκα να σας γυρίσω μ' αυτήν δυο χρόνια πίσω, να σας γυρίσω με τον νου στα Χριστούγεννα της μαυρισμένης χρονιάς με το κλείσιμο των εκκλησιών.
Δάκρυσ' αλήθεια διαβάζοντες τότες του φίλου μου την γραφή και γέρνοντας κι' εγώ κατά τον ουρανό τα μάτια εδεήθηκα τέτοια:
— Δόσε, Θεέ, δύναμη της εκκλησιάς μας να βγαίνη απ' ολούθε νικήτρα· όμως δόσε και κάθε τόσο τέτοιες στο τόπο μας ταραχές, για να ξυπνάν κάπου κάπου τα σαπημένα μας αίματα και για να ξεσκουριάζη η πατσαβουριασμένη μας η καρδιά· μπέλκιμ και βγούνε καμμιά βολά για καλλίτερο. (1892)
Όσες βολές η σκύλλα Ξενητιά με κερνάει τα πικρά της κρατηροπότηρα, αχ! δεν ηξέρω πώς μώρχεται τότε και λησμονώντας κι' απαριάζοντας όλον τον περίγυρά μου κόσμο, χύνονται σαν λυσσαγμένος μέσα μου, και με τα σιδερένια νύχια του λογισμού, σαν κακούργος σκάφτω την έρμη μου καρδιά κι' από των χρόνων τα λιθοσώρια ξεθάφτω τες παλιές μου Ενθύμησες. — Η πρώτες συγκίνησες, που κέντισαν την παιδική μας ψυχή, αφίνουν μέσα μας Ενθύμησες άσβεστες· κ' είνε το νήμα το μυστικό, οπού μας δένει και μας κολλάει με τους τόπους που πέρασε η νιότη μας.
— Χαρά στον που τώχει ειπή!
Ενθύμησες είνε και τα &Πεζογραφήματά& μου.
Τ' ανοιξιάτικα πρωινά, οπώβγαινα χαραγή για το γάλα, γύριζα κάποτες από τον καφενέ του Ζώη τ' Αζώηρου.
Στην Καραβατιά, κατά τα Δυο τ' Αδέρφια, είχεν ο Ζώης ο Αζώηρος τον καφενέ του. Είχε συγυρίσει σε τόπον καφενέ το ίδιο το σπίτι του που καθότουν αυτός, χήρος κι άτεκνος, με τη μεσόκοπην αδερφή του, την Κυρά Τσεβούλα. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες, κ' η αδερφή του έβραζε τους καφέδες μέσα, 'ς το ίδιο τζάκι, 'ς την ίδια γωνίστρα του σπιτιού, οπώβραζαν και το φαγί τους. Και δεν εμπέρδευεν ο Ζώης ποτέ τον καφέ του, γιατ' είχε πάντα 'ς το νου ότι το μπέρδεμα φέρνει κακό και ζημιές πλειότερες παρά κέρδη, κι αυτός το ψωμί του, οπώβγαζε με τον καφενέ του, ήθελε να το βγάζη και να το τρώη με τον ίδρω του και με την τιμιότη, κι όχι με το ψέμμα και με την αδικιά, γιατ, ήξερε πως κ' οι μουστερίδες του τον παρά, που τους έπαιρνε, τον έβγαζαν με τον ίδρω και με την τιμιότη.
Είν' αλήθια, πως κάποτε, πριν παντρευτή ο Αζώηρος, έβλεπε την καλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων κι αναστέναζε νυχτόημερα, κ' ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικά και τη νιότη του, πώς να βρη τρόπο κι αυτός ν' αρχοντέψη, ν' αποχτήση κι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια. Τότες δεν ήτον καφετζής ο Ζώης. Τότες είχεν αργαστήρι 'ς το Κουρμανιό κάτου, οπού χρυσοκεντούσε φέρμελες και σελάχια μπέηδων, κοζόκες και λαχουριά κυράδων. Κ' ήτον αργαστηριάρης αυτός, κ' είχε καλφάδες και παρακαλφάδες εις τ' αργαστήρι του, που δούλευαν και που σαν τραγουδούσαν ψιλά ψιλά, εκεί που πλούμιζαν, τα νυχτέρια, με χρυσάφια και με τιρτίρια τα ξόμπλια τους, έστριφτε το μουστάκι του το ξανθό αυτός, έγερνε το κρεμεζί φέσι του στραβά ως τα φρύδια κ' έκραζε συχνά πυκνά.
— Δόστε του, μωρέ παιδιά, δόστε του. Όξω φτώχια, μωρέ καλφάδεσιμ'.
Τότες ήτον οπούχε βάλει 'ς το νου του για ν' αρχοντέψη ο Ζώης. Έπιανε και παράν αλήθια με την τέχνη του. Επάντρεψε μιαν αδερφή του. Επαντρεύτηκε κι αυτός κόρη νοικοκυροπούλα με προικιό, και τώρα …. ποιος τον κουβέντιαζε! Η μάνα του, ζούσε η κακομοίρα, κ' η δυο η αδερφάδες του, δεν είχανε πού να τον βάλουν. Ο «Ζώης μας» εδώ κι ο «Ζώης μας» εκεί, το πήγαιναν νύχτα μέρα «Το μοναχό μας, τ' αρχοντοπλό μας, το μοσχοαναθρεμμένο μας, το τζοβαΐρ μας». Είχε γιομώσ' η γειτονιά με τ' όνομα του Ζώη, φορτωμένο μ' όλ ' αυτά τα χαϊδευτικά χαϊμαλιά. Δεν έμεινεν άλλο τώρα παρά να χτίση και το περιπόθητο σπίτι ο Ζώης. Να το γκρεμίση από τα θεμέλια του το χαμηλόσπιτο που εγεννήθηκε και που τ' άφηκε μαζί με την τέχνη και με τ' αργαστήρι ο σχωρεμένος ο πατέρας του ο γέρω Αζώηρος, και να χτίση απανουθιό του μεγάλο κι αρχοντικό σπίτι, σεράι ολάκερο με τρία και με τέσσερα πατώματα. Έλα όμως που ο πόνος της γρηάς για το «φτωχικό» της ήταν μεγάλος και δεν «ήταν τσαρές» για να στρέξη να χτισθή καινούργιο ψηλό σπίτι απάνω του.
— Σαν έχς σκοπό να το γκεμίσης, γιε μ', τούλεγεν η γρηά, γρέμσε με κ' εμένα 'ς το λάκκο μου μαζί του. Βάλε με να πλακωθώ κ' εγώ αποκάτ' από τη σκέπη του. Άσε με κάνεμ να κλείσω τα μάτια μ' εγώ, και τότες κάμε ό,τι θελς εσύ.
— Μα, μάννα· δεν κρένεις καλά, έλεγε ο Ζώης. Δε γλέπεις που δε μας χωρεί τώρα το παλιόσπιτο; Τώρ' αξήσαμαν και θ' αξήσουμε ακόμα με φαμλιά και με δούλους. Πού να ζήσουμ' εδώ μέσα 'ς αυτό το κοτέτσι όλοι μαζί. Για βάλε με το νου σου πως έχουμε και κάποιο καλό όνομα κι όλας όξω τώρα, και τσότσου παρά 'ςτή σακούλα …. Άσε με να το ρίξω, δεν είνε λόγι' αυτά που λες. Δε θα ζήσουμε φτωχικά και τώρα υπ' αρχοντέψαμαν.
Τα ίδια της λαλούσε κ' η γυναίκα του Ζώη, η καλομαθημένη αρχοντοπούλα, τα ίδια της έψελναν κ' η «ξεμυαλισμένες» όπως τες έλεγε η γρηά, αδερφάδες του. Μα η Κυρά Χσούλα δεν ετέντωνε αυτί σε κανένα.
— Πιάκαμαν λίγους παράδες τώρα, εμουρμούριζε, κ' επήρε ο νους σας αγέρα. Χαλασιές και φουρτούνε σας! Πού ξέρουμε τάχατε τι μας βγάζ' η αυριανή, χαντακωμένες!
Τότες σύγκαιρα, απόχτησε και γυιόν η γυναίκα του Ζώη και για την καλοπέρασή της άναψε μεγαλύτερος μέσα 'ς τους λογισμούς του ο πόθος του αρχοντικού σπιτιού. Πέρασεν όμως τότε και μια ιδέα άλλη 'ςτό νου του. Ότι, άρχοντας αυτός τώρα, πώς θα μπορή ν' ανεβοκατεβαίνη από το σπίτι 'ςτ' αργαστήρι κι από τ' αργαστήρι 'ςτό σπίτι του αυγή, γιόμα και βράδυ περπατώντας, τόσο δρόμο, τόσον ανήφορο. Εσκέφθηκε λοιπόν πώς θα να ήτον καλλίτερο ν' αφήκη απείραχτο το φτωχόσπιτο της γρηάς απάνου 'ς την Καραβατιά, νοικιάζοντάς το σε κανένα φτωχό γείτονά του, και ν' αγοράση αυτός ψηλό σπίτι παρακάτου, κατά το παζάρι, 'ςτ' Αρχοντικά. Κ' η ιδέα τούτη ερρίζωσε πλια 'ςτά μυαλά του κι όλο χαρούμενος έλεγε τώρα, γυρίζοντας το βράδυ, 'ςτη γρηά του.
— Έλα, και σώγεινε το χατήρι να μην το γκρεμίσουμε, μάνα, έλα.
Κ' η γρηά δόξαζε τον «Μεγαλοδύναμο» οπέβλεπεν ότ' η κούφια και καταστρεφτικιά φλόγα των παιδιών της εσβύνονταν κ' εκατακάθονταν όσο πέρναε ο καιρός. Πού να τώξερεν η μαύρη πως ο γιός της ολημερίς παράδερνε 'ςτούς δρόμους των Αρχοντικών, για να βρη σπίτι της αρεσιάς του, να τ' αγοράση! Τότες άρχεψε να ψευτίζη και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα. Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν επήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά 'ςτό κορμί της, κι' οι γιατροί πούχε καλέσει ο Ζώης, οι καλλύτεροι γιατροί των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα φρύδια. Κάποτε κι' όλας φανέρωσαν σε κάποιον 'ςτή γειτονιά ότ' η λεχώνα κιντύνευε.
Ως εδώ ήτον γραμμένο να βλαστήση και να κλαρωθή το περήφανο δέντρο της αρχοντιάς του δόλιου Αζώηρου. Σαν σάρακας είχε φωλιάσει μέσ' 'ςτόν κορμό του της γυναίκας του η αρρώστεια, και το κουφάλιαζε λίγο λίγο. Και μια νύχτα, συνεφιασμένη και θλιβερή, αστροπέλεκας ξαφνικός έπεσε κατάκορφ' απάνω του και του γκρέμισεν όλα τα φύλλα και τα ωραία κλωνάρια, κι από το φουντωτό και ζηλεμένο δέντρο έμεινε μοναχά ένα ολόρθο κατακαμένο και κούφιο κορμί, το κορμί του ίδιου του Ζώη. Φωτιά έπιακε μια βραδιά 'ςτά «Τσαρτσίτικα» και τ' αργαστήρι τ' Αζώηρου μ' όλα τα περίγυρά του γείνηκαν στάχτη ως την αυγή. Κόλπος τούρθε τότε του βαριόμοιρου Ζώη. Πάει το πλειότερο το βιο του. Τώφαε και το επίλοιπο η αρρώστεια κ' η λεχωνιά της γυναίκας του, που τράβηξε χρόνον καιρό, κι όπου τη γκρέμισε κι αυτή μέσα στον τάφο μαζί με το παιδάκι της. Πέθανε σε κάμποσον καιρό ύστερα κ' η μαύρ' η μάνα του. Πέθανεν από τον καϋμό της για την τρομερή συμφορά και με τούτα τα στερνά λόγια στα χείλη της:
— Πιαστήκαμαν από λίγους παράδες, και πήρε ο νου σας αγέρα, παιδιά μου. Χαλασιές και φουρτούνες μας! Ποιος να τούξερε τι θα μας εύρισκε σήμερα, χαντακωμένα μου!
Κι' απ' όλο τούτο τ' ανεμόχολο και τον καταποτήρα, που παράσυρε το σπίτι του ξύρριζα, γλύτωσε ο Ζώης μοναχά κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, οπού δεν είχε προφθάσει να την παντρέψη κι αυτή. Και μαζί με τους ανθρώπους του και με την ευτυχία, παν κ' η μεγάλες ιδέες του δύστυχου κ' οι πόθοι του για ψηλά σπίτια και γι' αρχοντική καλοπέραση. Σαν παραδαρμένο από βαριά νεροποντή κι' ανεμοζάλη χελιδόνι, χώθηκε ζαλισμένος αποκάτου από τη στρέχα του φτωχικού πατρικού του και συμμαζώχτηκε ολότρομος σε μια γωνιά, τηρώντας πότε να περάσ' η κακή μπόρα.
Κι' όλες τες συφορές του αυτές έρριχνεν ύστερα ο Αζώηρος 'ςτόν κακό σκοπό πώβαλε με το νου του να γκρεμίση το χαμηλό πατρικό του και να ζητήση αλλού παλάτια και περηφάνιες.
— Κι' ο σκοπός κ' οι πόθοι αυτοί μ' έφεραν, έλεγε με το νου του αναστενάζοντας, 'ςτό φρύδι του γκρεμού, της κόλασης, να ψευτίσω την τέχνη μου και να χαλαστώ ο ίδιος, να σκάψω ο ίδιος το λάκκο μου με τα χέρια μου. Διαβολομαζώματα ανεμοσκορπίσματα, καλά λέει ο λόγος. Τώρα χτυπάω το κεφάλι μου, μόν' 'ςτά χαμένα.
Κ' ένας γέροντας τούρκος προβατάρης, γείτονάς του, σα να τον έβανε επιταυτού κανένας να του ριζώση βαθύτερα την ιδέα τούτη, του απαντούσε ολοένα, όσες φορές τον εύρισκε ο Ζώης και τον ρώταε για το βιο του.
— Ινσαλά, σαν θέλ' ου Γιαραμπής, καλά πάμε, κυρ Ζώη. Όποιους τράει τν ισιάδα, πουτές δεν έχει να φουβθή τη ζμιά, είνε μαζύ τ' ου Θαγός. Μότ' παραστράτησες απού τν ισιάδα, μότ' τη μόλεψες την τέχν' και του βιο σ', πλάκωσε του κακό, κι μότ' πλακώσ' τόνα, καρτέρ' κι τ' άλλου. Ιγώ πουτές δεν του χαλάου του γάλα μ, κι γι' αυτό ούτε του χάνου πουτές, ούτε κι τα πράταμ' παθαίνουν τίπουτας. Κύτταξε του γειτουνά μας του Μπράχου· είχινε ζλέψ', μούλεγε, ψλά σπίτια και γρόσια πουλλά. Χάλασε του γάλα τ' για να κιρδέν' πλισσότερα. Ίσια τούρθε του κακό. Το 'χασε όλου του κουπάδ' απ' αβλουγιά. Ιγώ πουτεσιμ δε ζήλεψα τρανά σπίτια κι μεγαλουσύνες. Δε λέου πως δεν τα θέλου τάχα μ', μόν' δεν τα θέλου με τν αδικιά κι με τ' ψευτιά, Αν είνε για να τ' απουχτήσου, να τ' αποχτήσου με τουν ίδρουτά μ' κι με τν ισιάδα. Να, σαν εκείνουν τουν άρχουντα του ρουμιό πώχει τα μεγαλύτερα σπίτια κι τα καλλύτερ' αργαστήρια σήμερα μέσα 'ςτά Γιάννινα, κι όπουτις περνάει αυτός 'ςτού παζάρ' με τ' αριό κι περήφανου περπάτμα τ', είδες; όλ' προσκόνουνται κι' όλ' τουν χαιρετάν. Αυτός, . . . άσκουλσούντ'. Τ' απόχτσε με τν αξιάδα τ' κι τ' αξίζ' να τα χαίρεται κι να τα καμάρων' τώρα.
Ο τούρκος γείτονας δεν ήξερε, αλήθια, πως κι ο Ζώης από τες σάπιες εκείνες ιδέες της αρχοντιάς την έπαθε· μα ο Ζώης που πόναγε, πίστεψε 'στά λόγια τούτα πως τούχε τούμπανο ο κόσμος όλος το κόλασμά του, κι από τότες ωρκίστηκε να μη ξαναβγή. Εκλείστηκε με τη αδερφή του 'ςτο φτωχικό του μέσα κι αποφάσισε να περάση τες στερνές μέρες του με κάτι απομεινάρια που τούχε αφήκ' η φωτιά κι ο χάρος. Τες ώρες του πέρναε τώρα 'ςτόν κήπο του μέσα, φυτεύοντας και καλλιεργώντας. Αργότερα όμως, για να φύγη τη μοναξιά και τη συλλογή που τον πλάκων' έτσι ολομόναχον, εσκέφθηκε να στήση τρεις πέντε μπάγγους ορθούς 'ςτήν αυλή του και να συνάζη γύρα του τους γερόντους της γειτονιάς, και μ' την αφορμή να τους κάμνη τον καφετζή να βρίσκη κουβέντα και χρονοτριβή μ' αυτούς. Ύστερα ήτον ακόμα νιος, και δε θα τον εβάρενε το σερβίρισμα των καφέδων του.
***
Στην αυλή του σπιτιού του λοιπόν είχε στήσει τον καφενέ του ο Ζώης ο Αζώηρος. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, έβραζε τους καφέδες. Παλιός χαμηλός τοίχος από ξηρολίθι έκλειγε ολόγυρα το κτήμα τούτο τ' Αζώηρου, που τον μισό τόπο έπιανε το σπίτι με την αυλή και τον άλλο μισό ο κήπος με τες φυτιές και με τα δένδρα του, καλοσκαμμένος και καλοφυτεμένος, και φραγμένος με ψηλή καλαμωτή. Έλαμπε από πάστρα η αυλή του. Οι βασιλικοί με τους χιλιοχρώματους μενεξέδες, που στόλιζαν αραδαριά τες αλτάνες και τα πεζούλια της, εμοσχοβόλιζαν τον αέρα, και το βουνάκι της Καραβατιάς από πάνου κατέβαζε μια δροσιά παραδείσια την αυγή και τ' απόσπερνο.
Όλ' αυτά τα καλά, με τα παθήματα και με τους αμόλευτους καφέδες του Ζώη, σύναζαν 'ςτόν καφενέ του τους γέρους της γειτονιάς. Είχενε και πηγάδι με σπάνιο νερό ο Αζώηρος, οπού δεν άργησαν να το μυριστούν κι' άλλοι και που κατάντησεν από στόμα σε στόμα να διαλαληθή 'ς όλους εκείνους τους απάνου μαχαλάδες ο καφενές και να συχνάζουν 'ς αυτόν όχι μονάχα οι γερόντοι μα κι άλλοι πολλοί. Κ' έβγαιναν 'ςτόν ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν την δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο κι οπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου. Οι δραγάτες οι αρβανίτες κ' οι φυλαχτάδες των μπέηδων και των αγάδων της Καραβατιάς, όλοι εκεί συναπαντώνταν κ' έλεγαν τα σκηπετάρικά τους. Άσε την Πρωτομαγιά και τέτιες άλλες χρονιάρικες μέρες, οπού δεν είχενε πού να βάλη τον κόσμο να κάτση 'ςτόν καφενέ του ο Αζώηρος. Εκόντευαν κάποτε να ξυπνήσουν μέσα του και να ξανανάψουν τα παλιά όνειρα κ' οι σβεσμένοι πόθοι για ν' αρχοντέψη και με τον καφενέ. Όμως τον εκρατούσαν σφιχτά δεμένο 'ςτήν τιμιότη της τέχνης του τα λόγια του «μπαμπά» όπως τον έλεγε τον τούρκο προβατάρη γείτονά του, που του θυμούσαν τα περασμένα παθήματά του.
Πολλές φορές γύριζα κ' εγώ από το γάλα 'ςτόν καφενέ τ' Αζώηρου, τ' ανοιξιάτικα αυγερινά, που ανέβαινα 'ςτό βουνό χαράματα. Ετύχαινεν όμως να διαβαίνω από κει και τες σκόλες κανέν' απόβραδο, πώβγαινα κατά την Καραβατιά, είτε για τα καστανά και γλυκά και μεγάλα και μυγδαλοσχισμένα μάτια των κορασιών της. Οι συχνότεροι γερόντοι, πώβρισκα 'ςτόν καφενέ τ' Αζώηρου, ήταν ο Γερο-καλαμένιος, ο αγαπημένος μου, που τον είχα γνωρίσει απ' αλλού κι είχα μάθει τόσα παλαιά κι αξετίμητα πράματ' απ' αυτόν, ο Πάνος ο Γερακάρης, ο Λυγδάς ο Λιονταρής, ο Θωμάς ο Γοργόλης, ο Μάνθος ο Μπαλιούλιας κι ο Διαμαντής ο Βάρδας. Όλοι κηράδες κι ανυφαντίδες και χρυσοκεντιστάδες 'ςτά νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζόνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κ' έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέντες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κ' εγώ, 'ςτή μέση τους, χόρταινα ιστορίες και σοφά λόγια.
Τ' απόγιομα εκείνο, μόλις προσπέρασα το κατώφλι της αυλόπορτας του Ζώη τ' Αζώηρου κ' ηύρα τους συνειθισμένους μουστερίδες του, τους γερόντους κι αρβανιτάδες, συμμαζωγμένους 'ς ένα μπάγγο, απανωτούς, με καρφωμένα και μάτια και νουν απάνου σε μιαν εικόνα, που βαστούσε καταμεσής ο Ζώης 'ςτά χέρια του. Ούτε μ' ένοιωσαν όταν εμπήκα. Τους εσίμωσα κ' ετήραξα κ' εγώ την εικόνα. Η εικόνα ήτον παλιά κι αξιοπερίεργη. Παράσταινε καβαλάρη παλληκαρά με γιγάντιο ανάστημα και με πανώργια μορφή. Είχε ασπροκκόκινο το πρόσωπο και περίσσια έμμορφο και καλοσυνάτο κ' ευγενικό, πρόσωπο βασιλικό καθαρό. Γρυπή τη μύτη, το μέτωπο καθάριο και πλατύ, το γένειο μακρύ και γυρμένο κατά εμπρός λίγο και κομμένον τον τσαμπά. Εφαίνετο σαν να του χάρισε η φύση όλο του το κορμί ασύγκριτην επιδεξιότη και ξεχωριστή δύναμη. Εφόρειε μεγάλη σκούφια 'ςτό κεφάλι του, στολισμένη με ωραία φτερά, και μακρύ μεταξοπράσινο δουλαμά, περιπλουμισμένον με χρυσά σιρίτια, που φάνταζε θαυμάσια, καμωμένος με πολλή μαστοριά και με τέτοια τέχνη ντυμένος, όπου σα σκέπαζεν από τη μέση και κάτου τ' άρματα, εφαίνονταν και τ' άρματα κ' εφαίνονταν κι αυτός.
Από τ' αλόγου του το τρεχιό κυματίζονταν ο δουλαμάς κι άφινε να λάμπη 'ς τα στήθια του χρυσή η αλυσσίδα του βασιλικού παρασήμου του κ' ένας διαμαντοκολλημένος σταυρός, οπού φαίνονταν σαν να τον φύλαε 'ς τον κόρφο του δίπλα γκόλφι με βαθύτατη ευλάβεια. Με τον κυματισμό του δουλαμά πρόβαλαν 'ς το φως και τα μεγάλα κίτρινα ποδήματά του. Δαμισκί σπαθί κρέμονταν με χρυσά λουριά από τη ζώνη του κατά το ζέρβιο πλευρό και πίσω από το γόνατό του κρύβονταν το κρανένιο απελατίκι του. Κι' απάνου 'ς όλ' αυτά, η λαμπράδα των ομματιών του και του κορμιού του η λεβεντιά έδειχναν ότ' ήτον 'ς την καρδιά δράκος τούτος και λιοντάρι 'ς τη δύναμη. Αρχοντιά κι ωμορφιά και στόλος 'ς το ανάστημα του όλο. Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ' αλόγου και με το δεξιό την μακρυά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιο στόκο 'ς την κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μέσ' τη μέση.
Τ' άλογό του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι' αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα. Είχε περήφανα σηκωμένο κατ' απάνω το κεφάλι του κ' η πλούσια και γιαλιστερή χιούτη του χύνονταν σα κύμα τρικυμιστή 'ς τα στήθη του αναβάτη. Σπιθοβολούσαν τα μεγάλα τα μάτια του κι' άφριζαν τα διάπλατα τα ρουθούνια κ' εσπαρτάριζαν, ωσάν νάχυναν κατά πέρα χλημίντρισμα ηχερό. Ελύγαε σαν την οχιά το κορμί του κ' εσήκωνε τη μαλλιαρή ουρά πίσω, όπ' έπεφτε ανεμισμένη κι' αστραφτερή, σαν καταρράχτης λαγκαδιάς, μέσα σε σκοταδερή νύχτα, οπ' αναλάμπει 'ς την αριάν αστροφεγγιά. Τα πόδια του τ' ανεμόφτερα δεν επατούσαν ολότελα γη, κ' ελαμποκοπούσαν και τα τέσσερ' ασημοπέταλά του.
Κι' αποκάτου έφερνε την επιγραφή της φράγκικα χαραγμένη και πλουμερή, οπώδειχνε τ' όνομα του παλληκαρά καβαλάρη και τον τόπο οπού ιστορήθη, την ξακουσμένη Φλωρέντια.
Οι γέροι κ' οι αρβανίτες, που την τηρούσαν καταπλακωμένοι, δεν εγνώριζαν να ξεδιαλέξουν τα φράγκικα και πλουμερά γράμματα της επιγραφής, κ' έπασχαν από τη μορφή κι από τ' άρματα του καβαλάρη να τον πεικάσουν. Κι' άλλος τον έλεγε Άι Γιώργη κι άλλος Άι Δημήτρη, άλλος αρχαίον έλληνα κι' άλλος στρατιώτη παλιό της Φραγκιάς και της Φλάντρας. Αφού διάβασα την επιγραφή της εγώ, την εξανακύτταξα μια φορά πάλι καλλύτερα την εικόνα και ρώτησα τον καφετζή τον Αζώηρο, πού την είχε βρη. Πριν όμως μ' απολογηθή τούτος, ο Γεροκαλαμένιος, ο φίλος μου, έστρεψε κατά πάνω μου τα δυο ματογιάλια του, — σα να μου γνώρισε τη φωνή κ' εγύρευε να ιδή αν είμαι ο ίδιος, — και σα με είδε κοντά του, γύρισε κατά τους άλλους κ' είπε:
— Σταθήτε και το δασκαλόπουλο θα μας το δείξη τι φανερών' η εικόνα, μωρέ παιδιά. Το γνωρίζω γω, ξέρει πολλά πράματ' αυτό, και θάν' το ξηγήση.
Εχαμογέλασα με τ' αγαθά λόγια του γέρου, γλυκοκυτάζοντάς τον, κ' είπα:
— Δεν τον γνωρίζετε το βασιλιά μας;
— . . . . . . .
Βουβαμάρα χύθηκε για λίγην ώρα 'ςτή μέση μας με τα λόγια μου αυτά, και μ' ολάνοιχτα γλέφαρα και με σφιγμένα χείλη, κατάματα μ' εκύτταζαν όλοι, σα νάθελαν με τη δύναμη της ματιάς των να ξεθάψουν από τα φυλλοκάρδια μου το μυστικό τ' όνομα του βασιλιά τούτου. Και σα δεν έκρενα εγώ ακόμα, άρχεψαν να ξανατηράν την εικόνα αυτοί και να λεν:
— Ο Γεώργιος; οι γερόντοι.
— Σουλτάνι; (ο Σουλτάνος;) οι αρβανίτες.
— Τι Γεώργιος και τι Σουλτάνος μου λέτε … Ο βασιλιάς των
Ηπειρωτών είνε τούτος.
Οι αρβανίτες ούτε μίλησαν τότες. Εμούδιασαν κ' οι γερόντοι. Κι' αυτός ο Ζώης ο Αζώηρος, ο καφετζής, οπ' ούτε αυτός είξερε τι αξετίμητον εικόνα είχενε τόσα χρόνια μέσα 'ς το σπίτι του. Μοναχά ο Γεροκαλαμένιος γύρισε πάλι κατ' εμένα τα ματογιάλια του και μ' ερώτησε αγάλια αγάλια:
— Ο Πύρρος, παιδί μου;
— Μπύρο' μώρ' μπύρρ'. Χλαλόησαν παρευτύς τα στόματα των αρβανιτάδων.
Δεν επρόφτακα ν' αποσώσω τ' όνομα, μωρές παιδιά, κι αστραποβόλησαν με μιας όλων τα μάτια ολόγυρα και χώρια των αρβανιτάδων όπου χούμησαν απανωτοί κ' εσκέπασαν την εικόνα με χίλια φιλήματα.
Οι γέροι δεν εμίλησαν τότες. Είχαν καρφώσει γερά τα μάτια τους απάνω 'ςτήν εικόνα κι ο λογισμός τους ποιος ξέρει σε τι καιρούς και σε τι τόπους αρμένιζε. Μοναχά οι αρβανιτάδες εσυντυχιώνταν κ' έλεγαν ο ένας τ' αλλουνού με τη γλώσσα τους:
— Μωρέ Σκέντο ιχούμπουρ! (Ωρέ Σκέντο χαντακωμένε!) Νάτος ο βασιλιάς των αρβανιτάδων. Τήρα, ωρέ καψαρέ, βασιλιά πούχαμεν μια βολά οι δύστυχοι.
— Για βιστό κουρμ για βιστό τριμρί! (Για τήρα κορμί, για τήρα λεβεντιά!) Τήρα ευγενική σάρκα, τήρα μορφή βασιλικιά, τήρα μάτι αετού, τήρα μέτωπο σαν κορφοβούνι που χαράζει απάνω του η μέρα!
— Τήρα άρματα κι άλογο και φορεσιά;
— Άιντε, μωρέ Σκεντερμπέο, άιντε μωρ' ινγκιούαρ μπρετ ισκηπετάρβε! (Άιντε ωρέ Σκεντέρμπεη, άιντε ωρέ ξακουσμένε αρβανιτοβασιλιά!) Δε θα ν' αναστηθής μια βολά πάλε και δε θα να μας κράξης με το τρανό και περήφανο εκείνο διαλάλημά σου: «Σα ρον Σκεντερμπέο, σκηπετάρ νουκ το τεμπένεν κουρ σκλαβ τε τιέρβε!» (Όσο ζάει ο Σκεντέρμπεης, οι αρβανίτες δε θα να καταντήσουν ποτές σκλάβοι των άλλων!) Κι' αλήθια, ωρέ μπύρρο μ'. Αν δεν απέθνησκες δε θα να πέφταμεν κ' εμείς, δε θα να σερνόμασταν, ωρέ μαύρε μου Λιούλιο, κλαρίτες και παλιοδραγάτες σήμερα 'ςτά ντερβένια του κόσμου, δίχως ψωμί, δίχως καλύβι, με μισήν κάπα απάνου μας και με μισό τσαρούχι.
Μαζί με τα λόγια του Τζαφέρη σταματάει κ' η πέννα μου εδώ, γιατ' αναγιόμωσαν δάκρυα τα μάτια του δόλιου αρβανίτη. Ο Σκέντος, ο Λιούλιος κ' οι άλλοι οι συντρόφοι τους αναδάκρυσαν παρόμοια κι αυτοί κ' εκρέμασαν λυπητερά και παραπονεμένα μπροστά στην εικόνα τα ξέσκεπα κεφάλια τους με τους μακριούς και μαύρους τσαμπάδες. Α! τη σκηνή εκείνη δε θα την λησμονήσω ποτέ στη ζωή μου, καθώς και την άλλη οπ' ακολούθησεν ύστερα.
Ο καφετζής ο Αζώηρος μας είπεν ότι στα καλά χρόνια του τού την είχε πωλήσει την εικόνα ένας μπέης γείτονάς του, οπώφευγε από τα Γιάννινα κ' εξέκαμε τα σωθέματα του σεραγιού του. Ελέγονταν Ζεϊνέλμπεης τούτος, κ' η γεννιά του κρατούσε, καθώς γνώριζεν από τους παλιούς του, από τη μέσα την Αρβανιτιά, από την Κρόγια. Τι τάχα παράξενο να ήταν κι αγγόνι του Καστριώτη ο μπέης τούτος;
Κ' ύστερα, ο Γεροκαλαμένιος μας έβαλε αραδαριά ολόγυρά του κι αρχίνησε να μας μονολογάη για τον Καστριώτη.
— Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. (Για σου, ωρέ γέρο
ντελή, που τα ξέρεις όλα). Του φώναζαν κάθε τόσο οι αρβανίτες.
Κι' ο Γερακαλαμένιος μας αράδιεζε κομμάτια από τα πολλά του
Σκεντέρμπεη. Μας έλεγε:
— Πριν γεννηθή ο Σκεντέρμπεης, μωρέ παιδιά, η μάνα του, βασίλισσα της Αρβανιτιάς, ωνειρεύτηκε πως θα ν' αποχτούσε θεριό ανήμερο κι ανυπόταχτο. Και σα γεννήθηκε, από τα μικρά χρόνια παιγνίδια του ήτανε τ' άρματα. Οι δασκάλοι του, που τον μάθαιναν γράμματα και βασιλικό φέρσιμο κι ανδρειότη, τον εσυνήθιζαν ταχτικά 'ςτά κυνήγια και τον έθρεφαν βολές βολές με καρδιές αρκουδιού και με πνεμμόνια από καπρί. Όντας πήρε ανάστημα και λεβεντιά και κορμί κι αγέρα, κ' επρόβαλε παλληκαράς κι αντρειωμένος κ' έμαθε πως αγριοδάμαλο του λόγγου έπεφτε κ' εχάλαε της αδερφής του τα κτήματα κι οπούχε σκοτώσει όσους είχαν πάει κατά πάνω του, καβαλικεύει τ' αχώριστο τ' άλογό του, το μπάλλιο, κι άδραμε· το απάντησε, και με μια σπαθιά μοναχά του κατάκοψε την τραχηλιά πέρα ως πέρα και το θανάτωσε. Το ίδιο και μ' ένα καπρί μέσα 'ςτά ρουμάνια της φραγκιάς, που κυνηγούσαν με της Πούλιας το βασιλιά μαζί. Ο φράγκος βασιλιάς σκιάχτηκε κι ανατρόμαξε 'ςτό συναπάντημα του θεριού. Ο Σκεντέρμπεης όμως του ρίχτηκε με το δαμασκί του 'ςτό χέρι και του χώρισε το κορμί σε δύο κομμάτια.
— Την πάλλα του την φυλάν 'ςτήν Πόλι μαζί με τους άλλους θησαυρούς των Σουλτάνων, καθώς μώλεγε ο μπέης μου· είπε ο Σκέντος. Λένε, μα το Θεό, πως και το μάλαγμά της μοναχά γιαίνει αρρώστιες και δείχνει θάμματα.
— Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ' αυτόν άνθρωπό του και του το γύρεψε να το ιδή από περιέργια. Ο Σκεντέρμπεης το 'στειλε μετά χαράς, κι ο Σουλτάνος επρόσταξε τους πλέον αντρειωμένους του να το δοκιμάσουν. Μα πού να κάνη όσα έκανε το σπαθί 'ςτά χέρια του αφεντικού του. Ο Σουλτάνος γυρίζοντας το πίσω του μήνυσε τούτα. «Τέτοια και καλύτερα σπαθιά έχω κ' εγώ μέσα στ' ασκέρια μου αμέτρητα και δεν επίστεψα πως μ' ένα τέτοιο και συ κατορθώνεις τα όσ' ακούω και δοκιμάζω θάμματά σου».
— Ο Σκεντέρμπεης τότες μπροστά 'ςτά μάτια του αποστολάτορα του Μουχαμέτη κάλεσε να του φέρουν έν' άλογο, χούφτιασε το σπαθί κι αφού τ' ανέμισε και το 'παιξε λίγο, το κατέβασε σαν αστραπή 'στό λαιμό του ζώου και το χώρισε με μιας. Και του είπε του αποστολάτορα: «Σύρε τώρα και ειπέ του Σουλτάνου σου, πως αν είχε μπροστά του το απλό κι' ασήμαντο τούτο σπαθί, δεν είχεν όμως εκεί και το χέρι μου».
— Άιντε μωρ' πλιάκ' ιντεμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. (Άιντε, ωρέ γέρο ντελή, που τα ξέρεις εσύ όλα). Εφώναζαν αδιάκοπα 'ς το μολογημό του οι αρβανίτες, και τον χάιδευαν 'ς τον ώμο, κ' εσέρνονταν κοντύτερα 'ς το πλευρό του. Κι' ο γέρος εξακολουθούσε.
— Με δυο Σουλτάνους ολόβολους επολέμησε ο Σκεντέρμπεης, μωρέ παιδιά μου, κ' έσφαξε αυτός ο ίδιος με το σπαθί του 'ς τα εικοστρία χρόνια που πολεμούσε πλιότερους από δύο χιλιάδες νομάτους, μοναχά αυτός. Είχεν ολόγυρά του πότε δεκαπέντε και πότε είκοσι χιλιάδες παλληκαράκια αρβανιτόπουλα, κ' ενίκαε πάντα κ' εσκόρπαε κάθε βολά στρατέμματ' ακέρια από εκατό και διακόσες χιλιάδες οχτρούς. Είχε καταντήσει το σκιάχτρο κ' η φοβέρα των Σουλτάνων. Είχε βρη απόγωνο κι ίσκιο αποκάτου από την πάλλα του η χριστιανοσύνη. Κι' αν τον εβαήθαγε, μωρέ παιδιά, κ' η αναθεματισμέν' η Φραγκιά, εγώ σας το λέω πώς μέσ' την Πόλη μια μέρα θα να 'μπαινε και θα να 'σταινε μέσ' τ' Ατ-μεϊν-ταν το περήφανο φλάμπουρό του, μέσ' εκεί που σήμερ' ανεμίζουν τα τούγια και λάμπουν τα μισοφέγγαρα. . . . Τι με τηράτε με τέτοια παραξενιά; Ο ίδιος ο Σουλτάνος ο Μουχαμέτης το είπε, πώς αν ο Σκεντέρμπεης ήθελεν έχει ανώτερη δύναμη, δίχως άλλο όλον τον κόσμο ήθελε βάλει αποκάτου από το φλάμπουρό του!
— Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! (Για σου, ωρέ γέρο ντελή!) εφώναξαν πάλι οι αρβανίτες.
— Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα. Μια βολά ο φράγκος πρίγκηπας του Ταράντου, ύστερ' από καλό πετσόκομμα πώφαε από το στρατό του Σκεντέρμπεη, τώστειλε ένα πικρό γράμμα για εκδίκηση ο ανεύγενος, που του κατηγορούσε τη γενιά του Σκεντέρμπεη και που παρώμοιαζε τους αρβανίτες του με κοπάδι χαζά κι ασυλλόγιστα πρόβατα. . . .
— Του κι τέμενε, του κι τέμενε, παλιοφρέγκ μουρντάρ! (Τη μάνα σου, παλιόφραγκε μουρντάρη!) Έβρισαν μέσ' τη μέση του λόγου του Γεροκαλαμένιου οι αρβανιτάδες.
— Μα να ιδήτε τι τ' απαντάει κι ο Σκεντέρμπεης. «Εγώ ο Σκεντέρμπεης, του γράφει, βασιλιάς της Αρβανιτιάς, σ' εσένα τον πρίγκηπα του Ταράντου. Κατηγοράς πολύ βαριά κι άσχημα τους ανθρώπους μου και παρομοιάζεις τ' ασκέρι μου με χαζά πρόβατα. Τα έργατά μας σου έδειξαν την αξιάδα μας και την παλληκαριά μας. Κι' αν θέλης να ξέρης πλιότερα για την γεννιά και για το σόι μας, μάθε το, ότι κρατιούμαστε από τους παλιούς Ηπειρώτες, μέσ' από κείνους πώσυρε μια βολά ο βασιλιάς Πύρρος μαζί του και σας επάτησε όλον τον τόπο, όπως εμείς τες προάλλες, όπου σας πήραμαν αληθινά σαν κοπάδι από τραγιά μπροστά και σας εσαλαγήσαμαν ως τα σπίτια σας, χωρίς να σας δούμε ολότελα τη μορφή, παρά μοναχά τες πλάτες σας εκτός απ' εκείνους που πιάκαμαν από σας σκλάβους.
— Άιντε, μωρέ Σκεντερμπέο τρίμ'! (Άιντε, ωρέ Σκεντέρμπεη
παλληκαρά!) Φώναξαν οι αρβανίτες.
«Άιντε, μωρ' πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ! (Για σου, ωρέ γέρο ντελή, που τα ξέρεις εσύ όλα!)
Και πέρασαν ένας ένας και φίλησαν αραδαριά το Γεροκαλαμένιο 'ςτ' ασπρόμαλλο κεφάλι, λέγοντάς του μ' εγκαρδιακό πόνο και με τρυφερό καϋμό, που τον έδειχναν ολοφάνερα τα βουρκωμένα μάτια κ' η χαρούμενη μορφή τους:
— Γιέμε βλέζερ, μωρέ πλιακ, λέτε γιέμε νγκα ντου μπέσ', — ε λένε θόνε τσε ντούαν γκόλιλιτε βρομέψουρα τα χασ μεβέ. (Είμεστε αδέρφια, ωρέ γέρο, ας είμεστε από δυο πίστες, — κι ας λεν ό,τι θέλουν τα μαγαρισμένα τα στόματα των οχτρών μας).
Μόλις εβγάλαμε τον ανήφορα του Διποτάμου κ' εκονέψαμε 'ςτές Δυο
Εκκλησιές.
Μας είχε πάρει το μεσημέρι.
Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν' εδώ. Και τ' αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε 'ςτήν πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό. Και δε δύνονταν να μας δροσερέψουν ούτε η πρασινάδα του αριού λόγγου που διαβαίναμε, ούτε της ρεμματιάς το τρεχάμενο λιγοστό νερό. Μαραμένες από το λιοπύρι και ξεδροσισμένες εκρέμονταν από τα πουρνάρια η αγράμπελες, παρόμοιες με την κόρη του Θεόκριτου ύστερ' από το κρυφό πλάγιασμά της με το ερωτεμένο το βοσκόπουλο. Και 'ςτά λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη 'στά μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα. Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε 'ςτά πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη 'ςτά κουρασμένα μάτια μας.
Ξεφόρτωναν 'ςτόν ίσκιο οι αγωγιάτες. Τέσσερες αγωγιάτες, ψηλοί βλάχοι, με τες άσπρες μάλλινες φορεσιές, με ξουρισμένους τους σβέρκους και τους τσαμπάδες κοντούς αρβανίτικους. Ο Χίτας ο Πολιάνος, ο Γιάννης ο Αρβανίτης, ο Γάκης ο Γκιτρίμης κι ο Ντούλας ο Μπαρμπούτας. Εξέσφιξαν τες ίγγλες, έδεσαν τα προκόβια 'ςτά σαμάρια, έβγαλαν τα καπίστρια, πεδίκλωσαν κι' απόλυκαν τα δεκατρία μουλάρια τους να βοσκήσουν 'ςτά ξηραμένα χορτάρια της πλαγιάς απόπερ' από το ρέμμα. Εγιοματίσαμε. Ήτον η σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου κ' εφάγαμε ξερό ψωμί μ' ελιές και με ξύδι 'ς ένα πινάκι ξύλινο πώφερνε μαζί του ο Γάκης ο Γκιτρίμης.
Ύστερα ο Χίτας ο Πολιάνος πήγε να φέρη κρυόνερο με το βουτσέλι από μια βρύση κρυφή τον ανήφορο, χωμένη μέσα 'ςτά σχοίνα, που μοναχά οι αγωγιάτες κ' οι πιστικοί την ηξέρουν. Ο Γιάννης ο Αρβανίτης κατέβηκε 'ςτήν ποταμιά για να κλέψη σταφύλια από τα λιγοστά αφύλαγ' αμπέλια των Παλιοχωρίτων.
Γήραμε να πάρουμε και λίγον ύπνο.
Ένας από τους αγωγιάτες πήγε κοντά 'ςτά πράμματα για να μη πηδήσουν δώθε από το ρέμμα και μπουν μέσα 'ςτά καλαμπόκια και κάμουν ζημιά. Τα λίγα χωράφια των Παλιοχωρίτων, χωρισμένα με ξερολίθι και βασταγμένα με τοίχους απάνου 'ςτές κατωφέριες και 'ςτούς βράχους, ήταν σπαρμένα με καλαμπόκι. Ξερκά όμως, δίχως νερό τα καϋμένα τα σπαρτά, μπροστέλευαν εδώ κ' εκεί ανάριες τες λυγνές καλαμιές τους με τ' αχαμνά στάχια, κ' έγερναν καταμεριά τες μαραμένες τους φούντες λυπητερά, σαν κεφάλια παραπονεμένων ραγιάδων.
Εγώ έπιακα έναν παχύν ίσκιο βαλανιδιάς, σιμά σε παλιόν ξερότοιχο χωραφιού, έστρωσα της καβάλας μου τη φλοκωτή βελέντζα καταγής 'ςτ' απάτητα ξηρόχορτα, έβαλα προσκέφαλο το δισάκκι μου το τράγιο, και χωρίς να βγάλω ούτε φόρεμα ούτε τσαρούχια, ξαπλώθηκα τ' ανάσκελα σκεπασμένος μ' ένα λαφρό κοντοπάνι. Όσο να με πάρη ο ύπνος, έρριχνα τα μάτια μου 'ςτά ντυμένα βουνά του Δρύσκου και του Βασταβετσιού αντίπερα, όπου τα σκέπαζε μια αγανή καταχνιά γαλάζια, άκουα τους εύθυμους τραγουδιστάδες του καλοκαιριού, τους ζιζικάδες, παρέβαλλα τους ήχους όπ' έρχονταν από τα πέντε τσοκάνια των μουλαριών, κ' εκύτταζα μια κόκκινη πλουμιστή πασχαλίτσα, που κολλημένη απάνου 'ς ένα κίτρινο αγριολούλουδο, πούχε ανθίσει ανάμεσα 'ςτά χορτάρια και 'ςτά περιπλοκάδια του παλιού τοίχου, βύζανε το γλυκό χυμό του. Μου θύμησε το ζαχάρωμα που απολάβει κανένας κολλημένος 'ςτά κόκκινα και φλογερά χείλη της κορασιάς. Και με τη θύμηση αυτή την κατάγλυκια, αποκοιμήθηκα.
Όταν μ' εξύπνησαν για να κινήσουμε, είδα που ξέβγαιναν από τες ζόρκες κορφές του Σπανού, απάνου, μεγάλα μαυριδερά σύγνεφα μ' άσπρες ράχες, ωσάν κύματα αφρισμένα. Εχρυσώνονταν κ' εγιάλιζαν τα μπροστινά ασπράδια τους από τον ήλιο και πίσω πίσω η μαυρίλα τους πρόβαινε φοβερή.
Φόρτωσαν οι αγωγιάτες.
Πρώτα έκαμαν τες καβάλες μας κ' ύστερα τα φορτιά. Εγώ μοναχά κι ο ξάδερφος μου ήμεσταν καβάλες. Τ' άλλα τα πράμματα τάχαν φορτωμένα με μαλλιά δικά τους και ξένα οι αγωγιάτες.
Σαν αποφόρτωσαν και ξεκινήσαμε γνοιάστηκε ο Πολιάνος τα σύγνεφα κ' είπε:
— Βροχή θα μας πάρη.
— Σύγνεφο είνε και θα διαβή, απολογήθηκε ο Αρβανίτης.
— Γκέσ' γκέσ'! ρούσ' ρούσ'!
Φώναξε ο Γκιτρίμης 'στές δυο μούλες, τη γκέσα και τη ρούσα, πούχαμ' εγώ κι ο ξάδερφός μου κι οπού τραβούσαν μπροστά. Κ' η γλήγορες μούλες, μόλις άκουσαν τη σαλαγή τ' αγωγιάτη, έσφιξαν την περπατησιά τους και μας μάκρεναν από το καρβάνι. Τους μπήκαμε κ' εμείς ύστερα με τα συρτάρια του καπιστριού 'ςτά καπούλια και με τες φτέρνες μας 'ςτά λαγγόνια κ' έστρωσαν 'ςτόν ανήφορα της βρύσης του Ζαβογιάννη το πλιο γλήγορο και πλιο καμαρωμένο ραβάνι τους. Εμείς στη βρύση του Ζαβογιάννη κι αυτοί 'ςτόν Πλάτανο της ρεμματιάς. Αυτοί 'ςτή βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτού Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα.
Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή.
Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κι' έν ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα. Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κι' εκεί 'ςτό χάος του αθέρα και τ' άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε'. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτά λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή. Κατόπι ξανάλθε τ' ανεμόχολο με χοντρές στάλες βροχής, και της βροντής οι αντίλαλοι μας εσίμωναν. Ως που τ' ανάριο ανεμόβροχο έγεινε πυκνότατο κι ως που τ' αστροπελέκια τ' ουρανού έσκαγαν κατακεφαλής μας.
Τότε σα νάνοιξαν αποπάνου μας καταρράχτες αρίφνητοι.
Μας έζωσε η μπόρα στενά στενά ολόγυρα, μας έδερνε το νεροπόντι αλύπητα, μας έσπρωχνε ο άνεμος, μας φλώμοναν τα μάτια η αναλαμπές των αστραπών όπ' έσχιζαν τα σύγνεφα από χίλιες μεριές κι οπού γιόμοζαν τον αέρα με τη βαριά μυρουδιά της θιάφης, και μας ξεκώφεναν οι βρόντοι και τα ρεκάσματα κ' οι βρουχισμοί του ανήμερου αστραποπέλεκα, που πήδαε φλογερός και θανατοφόρος από κορφοβούνι σε κορφοβούνι κι από λογγιά σε λογγιά, κυνηγώντας τον Πειρασμό.
Τρικυμός μέγας. Γαζέπι απάντεχο.
Ο ξάδερφος μου ερχόταν παραπίσω. Στες κοδέλες του δασωμένου ανήφορα του Τρίκκα τον έχασα, μέσα 'ςτά κοκρόνια, 'ςτές πουρναρότουφες και 'ςτή θολούρα.
Ξεπέζεψα γλήγορα να πάρω απάνω μου την καπότα. Τραβώντας την όμως έγειρε η καβάλα μου, κι ούτε ανάκαρα είχα, ούτε ο συρμυτός μ' άφινε να την ανασηκώσω. Ξάφνου πελάγωσε ο δρόμος μου και κατάθολο ορμητικό ρέμμα νερού μου πόντιασε τα καλαμοπόδαρα ως τα γόνατα. Σύνωρα η μαυρίλα με κυκλώνει πηχτότερη, η βροχή πέφτει πλιο πυκνή και πλιο δαρτή και 'ςτό πλάη μου ο κεραυνός εμπουμπούνιζε τρανταχτά κι άγρια τον αθέρα κ' εφώτιζεν υπέρλαμπρα τη σκοτεινάδα, ως πώμεινα πολλήν ώρα ολότρομος με κλεισμέν' από την θαμπάδα τα μάτια. Τότε το φόρτωμα του μουλαριού μ' έφυγε από την αγκαλιά που το βάσταγα πάσχοντας να τ' ανασηκώσω, και κύλισε 'ςτά ποδάρια μου μέσ' το νερό το θολωμένο.
Όταν εγύρισ' από το χωριό, με μέρες, είδα παράμερα του δρόμου εδώ έναν ξέρακα ουρανογείτονα περιγδαρμένον από τη φλούδα κι από τα κλωνάρια του. Ήτον ο έλατος ο τρανός, πούχε κάψει τ' αστραποπέλεκο δίπλα μου τώρα.
Τώρα η καπότα μου έγεινε δυσκολόβρετη. Την είχε αποκάτω του το πεσμένο σαμάρι του μουλαριού. Τα χρειάστηκα τώρα. Έπλεγαν 'ςτό νερό τα ποδάρια μου, μ' έπνιγε βροχή αποπάνου, μώμπαινε από την τραχηλιά μέσα κατάσαρκα η σταλαματιά της, μου μούσκεσε τα σκουτιά, μου πόντιαζε το κορμί κ' έπεφτε κάτου, 'ςτά λαγαρά και 'ςτά σκέλια. Βόηθαε κι ο άνεμος. Μου ξάνοιγε τα φορέματα κ' εύρισκε η βροχή καιρό και τόπο να με προυχάη όπου της βόλειε. Άρχισα να τρεμουλιάζω από το κρύο που με σήκωνε. Μ' εφόβιζε κ' η θεομηνία. Μ' έσκιαζαν και τα κλαριά γύρα που μώμοιαζαν 'ςτή μεγάλη μου παραζάλη, 'ςτή φοβερή μαυρίλα και 'ςτο άναμμα του τρικυμού, με κακούς ανθρώπους, με φαντάσματα, μ' ίσκιους. Φώναξα του ξαδερφού μου. Ούτ' εγώ δεν αγροίκησα τη φωνή μου. Τόσο ήτον αδύνατη μέσ' τη μέση της μανισμένης χλαλοής του τρικυμού και 'ςτήν ταραχή των κατεβασμένων λαγκαδιών.
Το καϋμένο το ζώο μου, ολόγυμνο, με κρεμασμένο το σαμάρι από τη ζερβιά του μεριά, τώπνιγε η βροχή. Εγιάλιζε μουσκεμμένη η τρίχα του κ' έσταζε το νερό από τ' αυτιά τα κατεβασμένα, από τα ρουθούνια τα χαρβαλωμένα, από την κοντή χύτη, από την μακριάν ουρά, από την κοιλιά, απ' ολούθε. Μ' ετήραε παραπονετικά με τα μάτια του τα μεγάλα, σα να μου ζητούσε βοήθεια. Γιατί πάσχιζε να γυρίση τα πισινά του κατά το συρμητό της βροχής και δε δύνονταν, καρφωμένο εκεί 'ςτόν τόπο, από το πεσμένο σαμάρι, που ολοένα το καταπλάκωναν οι άμμοι και τα χαλίκια που παρέσερνε η σούδα του δρόμου. Το λυπιόμουν το μαύρο πλιότερο κι από τον εαυτό μου. Φοβόμουν να μην κάμη 'ςτά μάτια. Αλλά ποια βοήθεια μπορούσα να του προσφέρω και δεν του την πρόσφερα;
Εφώναξα πάλι του ξαδερφού μου. Εφώναξα έναν ένα κατ' όνομα τους αγωγιάτες. Τα μπουμπουνίσματα τ' ουρανού μ' αποκρινόνταν κ' οι βρουχισμοί του ανέμου.
Το μουλάρι, σα νάνοιωσε τους φόβους μου, άρχισε να φυσομανάη δυνατά με τα διάπλατα ρουθούνια του, ν' ανασηκώνη τ' αυτιά του και να χύνη χλημιντρίσματα δυνατά κατά εκεί που γύριζα εγώ το πρόσωπό μου φωνάζοντας. Τώρα μώδινε αυτό το καϋμένο βοήθεια. Όμως ούτε η φωνές μου ούτε τα χλημιντρίσματά του μας έφερναν απάντηση ανθρωπινή, μέσ' τη νεροποντή που μας έπνιγε.
Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτού Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι.
Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτό πεσμένο σαμάρι της. Ψάχνω εκεί και βρίσκω εύκολα τα λουριά της μάλλινης ίγγλας της, τα λύνω και την ξαλαφρόνω από το σαμάρι. Ύστερα την ετράβηξ' από το καπίστρι κ' εσηκώθηκε ορθή. Όταν σηκώθηκε ορθή έρευαν ποτάμι τα νερά από πάνου της, σαν είχε βουτηχθή 'ςτό βηρό μέσα. Έτσι την έσυρ' από το καπίστρι, κι' αφίνοντας εκεί το σαμάρι της με τη καβάλα μου ολόβολη, κολυμπημένα 'ςτό νερό μέσα, γύρισα μαζύ με τη μούλα το κατήφορο 'ςτό χάνι του Τρίκκα.
Το χάνι ήτον κλεισμένο. Έλειπε 'ςτό χωριό του ο Παλιοχωρίτης χανζής. Στου κατωγιού του την πόρτα στέκονταν 'ς ένα παραστάτη ριζωμένος ο ξάδερφός μου, ζυφτάρι καμωμένος από τη βροχή. Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτό συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτό σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτά κλαριά του λόγγου μέσα.
Όλη την επίλοιπη βροχή εκεί την εφάγαμε, ολόρθοι 'ςτήν πόρτα του κατωγιού, με τον ξάδερφό μου.
Ύστερα, σα πήρε ν' ανασταλάζη, φάνηκαν κ' οι αγωγιάτες. Πρόφτακαν αυτοί κ' έπιακαν τα μεγάλα κλαριά του λόγγου.
Ο Πολιάνος πήγε να βρη τη χαμένη μούλα του, που καβαλίκευε ο ξάδερφός μου, ο Γκιτρίμης πήρε τον ανήφορο να ξεθάψη από την αρίνα την καβάλα μου, ο Μπαρμπούτας ετσόλιαζε τα φορτωμένα πράμματα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σκαρφάλωσε από χαρακιά σε χαρακιά του τοίχου με τα ζόρκα ποδάρια του 'ςτό παραθύρι του χανιού, τάνοιξε μ' ένα γερό γρόθο, πήδησε μέσα και μας άνοιξε από μέσα την πόρτα.
Η καλή μας τύχη πούχε καν κοντοπούρναρα ξηρά το χάνι μέσα. Τους βάλαμε φωτιά και κάμαμε μια τζόρα για να στεγνώσουμε. Απόξω, ανασταλάζοντας ο ουρανός, σουρούπωσε. Άστοχα από τη σκοτεινάδα της μπόρας βρεθήκαμε 'ςτόν ίσκιο της νύχτας που πρόβαινε αγαλιγάλι. Τον ήλιο δεν τον ξανάειδαμε ως την αυγή. Να ξενυχτίσουμε 'ςτό χάνι δεν ειμπορούσαμε, γιατί τα πράμματα ήθελαν θροφή και 'ςτό χάνι θροφή δεν ήτον.
— Απάνου 'ς του μοναστηριού τα σιάδια θα βγούνε νάβρουμε βοσκή, λέει ο Πολιάνος.
Βγήκαμε και 'ςτού μοναστηριού τα σιάδια με το σουρούπωμα. Εδώ μας εύρηκε κ' η νύχτα. Κονέψαμε. Στα κράκουρα κατάψηλα. Στην κορφή τ' ανήφορα. Είχαμε μπροστά τα Χαλάσματα. Ο Γάκης ο Γκιτρίμης έλεγε να περάσουμε αποβραδύς και τα Χαλάσματα, για να μη βρούμε το δρόμο χαλασμένο την αυγή. Μα νύχτα πάλι πώς να περάσουμε τα Χαλάσματα, που κινδυνεύαμε χωρίς άλλο να χαθούμε; Ύστερα ο Γιάννης ο Ρόκας από το χωριό κι ο Δήμος ο Αλοίμονος από το Παλιοχώρι, πούχαν πάρει τη χρονιά εκείνη το δρόμο, θάβγαιναν την άλλη μέρα με τους αργάτες και με τα σύνεργά τους και θα τον έφτιαναν.
— Έτσι θα κάνουμε τρεις μέρες ως το χωριό, λέει ο Γκιτρίμης.
— Κ' εκεί πού να χαθούμε τέτοιαν ώρα 'ςτά Χαλάσματα ολότελα; Τον ρωτάει ο Μπαρμπούτας.
Όλ' εύραμε καλύτερα τα λόγια του Μπαρμπούτα κ' έτσι μείναμ' εδώ, 'ςτά Χαλάσματα. Ξεφόρτωσαν οι αγωγιάτες κι άπλωσαν 'ςτά θεόρατα κοτρώνια, περίγυρα της χορταριασμένης πλαγιάς, τα τσόλια των μουλαριών τους με τα δικά μας τα διπλάρια και τες καπότες. Κατόπι κουβάλησαν κάτι χοντρά κούτσουρα που κατέβασαν ως εκεί τα ξερολάγκαδα από τες ράχες. Τέτοιαν πύρα δεν ξανάειδα ποτές άλλη φορά.
Ξέκοψε σιγά σιγά η βροχή.
Τα σύγνεφα τραβήχτηκαν ένα έν' από τον ουρανό και ξαστέρωσε το απέραντο χάος του. Το σκοτάδι που μας περίφραξε ήτον βαθύτατο. Το κρύο τ' απόβροχου αψύ. Έλαμπαν συμπυκνωμένα τ' αστέρια αποπάνου μας γλυκύτατα, σα να ζητούσαν να μερέψουν χαϊδευτικά με τα θεϊκά φιλήματά τους το καταπονεμένο μας από τη θολούρα κορμί. Η ασημένια αχτίδα ενού μεγάλου και λαμπερώτατου, πούχε προβάλει κατά την Τσούμα του Δράκου τ' αψήλου, έπεφτε ως τα φυλλοκάρδια μου και τα γλύκαινε και τα βαλσάμωνε. Η νύχτα ήτον σιωπηλότατη. Μόνον ο καταρράχτης της σιμοτινής λαγκαδιάς θορυβούσε τα σκότη. Φυφύριζαν τα βρεμμένα ξύλα της πύρας μας κ' η απλωτερή λάμψη της έβαφε με το πορφύρινο χρώμα της τα κοτρώνια και τες όψες μας, που καθόμασταν αραδαριά σταυροπόδι ολόγυρά της.
— Τι χάση κόσμου που ήτον αυτή! Λέει ο Μαρμπούτας, αναγυρίζοντας τα σύδαυλα της φωτιάς.
— Τέτοια νεροποντή ποτέ δε με μετάχε βρη, λέει ο Πολιάνος.
— Ουδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης.
Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θα τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτό στρώμα.
Απόδειπνα άρχεψαν άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες.
Είπαν τα χωριανικά πρώτα. Πιάνονταν τότε οι χωριανοί για τες βοσκές απάνου, για τα βουνά, κ' είχαν χωριστή σε δύο μερίδες, 'ςτούς καποτορραφτάδες, οπού δεν έχουν πρόβατα κι οπού γύρευαν πλερωμή για τα βοσκοτόπια του Γαλαρόκαμπου, και 'ςτούς προβατάρηδες οπούθελαν να βόσκουν τα κοπάδια τους ανέξοδα 'ςτά βουνά. Κ' είχαν έρθη σε μεγάλους καυγάδες η δυο τούτες μερίδες αναμεταξύ τους. Αρματώνονταν από τη μια κι από την άλλη μεριά. Έπιαναν έτσι σαν οχτροί τα βοσκοτόπια απάνου. Λημέριαζαν, ξενύχτιζαν εκεί όλο το καλοκαίρι. Εκείνοι εχυμούσαν με χουγιακτά και με ποδοβολή κ' έβγαζαν τα κοπάδια από τα βοσκοτόπια. Τούτοι πάλι πετιώνταν από τα ριζιμιά που παραφύλαγαν το ζωντανό βιο τους κ' έπαιρναν ομπροστά σαν τραγιά τους κυνηγητάδες. Κ' έτσι καμμιά βολά έρχονταν και 'ςτά χέρια και κάπου κάπου και 'ςτ' άρματα, κ' έπαιζε ξύλο κι άνοιγαν λαβωματιές. Κακοπάθαιναν και τα μαύρα τα πρόβατα.
Αυτά ξανάλεγαν οι αγωγιάτες. Κ' έπαιρναν όλο το δίκιο με το μεράδι τους αυτοί, γιατ' ήταν από τη φάρα των τσελιγκάδων.
Ύστερα είπαν για τους νέους μουχτάριδες πού θα νάβγαζαν τη χρονιά
εκείνη. Δυο βγάζ' η φάρα τους, και συζητούσαν ποιους θα προτιμούσαν.
Κι' ανάφερναν ονόματα, Γάκης Σούλτης, Λάμπης Γκιτρίμης, Κώστας Μάκης,
Μήτρος Νίκας.
Κατόπι πέσαν 'ςτών χειμαδιών το ζήτημα. Πού θα να ξεχείμαζαν φέτο, 'ςτής Άρτας ή 'ςτής Πρέβεζας τον κάμπο. Κι αράδιαζαν ονομασίες χειμαδιών, Κάμπος, Μαμτσαούση, Γρεμενίτσα, Λούρος, Λάμαρη, Τρανταφυλλιά, Φραξίλα, Παλιουρόφορο, Παλιόκαστρο, Πούντα.
Εγώ, ακούγοντας, αναγύριζα τη φωτιά κι αποστέγνωνα ολοένα όσα σκουτιά του κορμιού μου δεν είχα προφτάσει να στεγνώσω 'ςτό χάνι του Τρίκκα.
Ξάφνου γροικάμε να ροβολάν από τον ανήφορο 'ςτούς χαλιάδες ποδοβολητά και κουδουνισμοί κοπαδιού.
— Κύπρους έχουν, γιδερά είνε. Πετιέται και λέει ο Γκιτρίμης.
Κι' αληθινά. Σε λίγο πέρασαν από κοντά μας καμμιά πενηνταριά γίδια πηδώντας τον κατήφορο.
— Γουαί, γουαί! φίου! . . . Ακούστηκε και του γιδάρη η στριγγιά σαλαγή και το ψηλό σούρισμα, και χέρι χέρι νάτος μας πρόβαλε ξαφνικά μπροστά.
— Καλμέρα σας.
Μας χαιρέτισε ορθός με την αγκλίτσα 'στο χέρι και με την τραβατσίκα 'ςτόν ώμο.
— Τον ανάποδό σου το χρόνο, στραβόξυλο του διατάνου, του λέει ο Αρβανίτης. Μέρα για μεσάνυχτα είνε τώρα, ωρέ χαντακωμένε; Τι την κακή σ' καλημερνάς;
— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο.
— Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά;
— Άσ' τον άνθρωπο να καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος.
— Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός.
— Πούθ΄ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης.
— Απ' το Παλιοχώρι.
— Πώς σε λεν;
— Μπάρτζο.
Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα. Παρόμοιος ήταν 'στό πρόσωπο κι ο γιδάρης τούτος. Παιδί ακόμα, παλληκαράς, κ' είχε τα κοντά του μαλλιά μεριές άσπρα και μεριές μαύρα. Παρασήμαδος άνθρωπος. Το πηγούνι του μακρύ, απόλαε το κατήφορο μυτερό τραχιό γένειο, μόλις ίδρωναν τα μουστάκια του, σπανός θα να γένονταν, η μύτη του γερακάτη, υπερβολικά καμαρωτή, έγγιζε με την άκρα της τ' απάνω αχείλι κ' έδινε στην όψη του μορφή μπούτσικου τράγου. Τα μαύρα και μεγάλα του μάτια, που γιάλιζαν σα σβυσμένα κάρβουνα μέσα στες κόχες τους, ήταν γιομάτα βαρβατίλα, άλλης ειδής μάτια, και τα φρύδια του τάχε γυρμέν' ανάποδα κατ' απάνω, σαν των νεράιδων που λεν τα παραμύθια. Σωστός τράγος ο αβάσκαγος. Όλα του κορμιού του και της όψης τα σημάδια με τράγο τον παρώμοιαζαν. Ο Γεροθεόκριτος, αν ήτον, θα τον παρώμοιαζε με τον Πάνα. Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει:
— Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη;
Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο.
— Είνε μεγάλο το χωριό σου ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης.
— Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα.
— Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελιώντας ο
Πολιάνος.
— Ε, σαν την Πόλη, ντε κ' εγώ.
— Έχς πάει εσύ στα Γιάννινα;
— Όχι.
— Τότενες πού τα ξερς;
— Όπως τα γλέπω από τη ράχη. Έτσ' είνε κι αυτά μέσα στο λόγγο χωμένα, σαν το χωριό μ'. Έχουν και μια λούτσα στν' άκρη. Εκεί ποτίζουν τα πράμματά τσ' αυτοίνοι; Για, μαλλιά τράω κ' χετε φορτωμένα. Άιντε άιντε ωρέ, τι τσελιγκάδες θα νάν' εκεί; Μα τσ' φτάν' εκείν' δα η τοσούλα η μικρή η λούτσα για να ποτίζουν τα κοπάδια τσ'; Κι' όλο 'ςτόν κάμπο αυτοίν,' κάθουνται; Δε βγαίνουν στο βνο μπιτ και μπιτ; Ζάνε τα πρόβατά τσ' και το καλοκαίρ' στον κάμπο;
Ο Αρβανίτης, που τον εκύτταζε και τόρα με ολάνοιχτα τα μάτια για τα παράξενα λόγια του, δε φτούρησε πλια και του φώναξε με ειρωνικό χαμόγελο.
— Τι κουτοκουβεντιάζεις, ωρ' αγριόγιδο; . . .
Δεν πρόφτακε να πη άλλο, κ' εμείς όλοι σκάσαμε τα γέλοια δυνατά. Τούτο τον πείραξε το γιδοβοσκό, κοκκίνησε 'ςτό πρόσωπο από ντροπή, δεν ξαναγέλασε, μας κύτταξε αραδαριά όλους γοργά γοργά και λέγοντας:
— Ωρέ, σεις με περιγελάτε! έκαμε τρεχάλα τον κατήφορο πηδώντας σαν το κατσίκι.
Τότες αχολόγησαν τα σιάδια από χαχάγελα, κι' ο Γιάννης ο Αρβανίτης σούριζε δυνατά με τα δυο δάχτυλά του καταπίσω του γιδοβοσκού πώφευγε, και του ρέκαζε σαν τραγί:
— Μπε κε κε κε κε! τσαπ, τσαπ!
— Ου, το ζωντόβολο! φώναξε ο Πολιάνος.
— Ωρέ είμεστε κ' εμείς εκεί 'πάνου, μα τούτος είνε μπιτ για το
διάτανο, άμ' ντιπ αγρίμ', ωρ' αδερφέ;
Κ' ύστερ' από μιαν ώρα ακόμα θυμούμασταν τη μορφή και τα λόγια του
Μπάρτζου και γελάγαμε.
— Γιατί παραξενεύεστε; λέει ο Γκιτρίμης, πόσ' είνε τέτοι' εδ'
απάν'!
— Μπορεί νάνε, μα όχι τόσο σαν τούτον λέει ο Αρβανίτης.
— Και χειρότερ' ακόμα, ξαναλέει ο Γκιτρίμης. Πού να ιδήτε τον Κώστα Θόδωρο, εδώ δα, στην Ποσβάλα! Εγώ δεν τον είδα, μα όπως μου μολόγησαν. Είν' ενενήντα χρονών άνθρωπος. Αφ' όντας μικρό παιδί πήρε τον τρουβά και τη γκλίτσα στο χέρι του και πάει στα πρόβατα, δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Ξέμαθε ολότελ' από το χωριό τώρα. Άλλοι του παν το ψωμί, άλλοι του παν την αλλαξιά· όλο στα βουνά του αυτός, στα κλαριά, στους ίσκους. Το χειμώνα κατεβαίνει στα χειμαδιά της Λάμαρης. Πού να ζυγώσ' εκεί στο χωριό! Ούτε κι από γυναίκα ξέρει ακόμα. Μια βολά πέρναε απόξω από τα Γιάννινα κατηφορώντας στα χειμαδιά. Ο χωριανός του ο Καράλης τώγεινε κολτσίδα για να τον πάρη μια ψύχα στα Γιάννινα. Ο Κώστα Θόδωρος δεν το κουνούσε από το κοπάδι. Στον πάτο τον κατάφερε ο Καράλης. Ακούτε ή όχι; Ο Κώστα Θόδωρος καρτέρειε να ιδή στα Γιάννινα στρούγγες κι αυτός και μαντριά. Για τσελιγγάτο τάχε πάρει στο νου του κι αυτός. Μήνα ρώτησε καμμιά βολά για να μάθη; Τι τον έννοιαζε για να ρωτήση; Κ' ύστερα, σα γέροντας, έλεγε πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για τη τσομπάνικη ζωή· και να ρωτήση τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννινα, του 'ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κ' έτσι τάπλασε αυτός στο λογισμό του σα μεγάλο τσελιγκάτο. Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτι με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος. Κ' ύστερα πώφυγε, τύναξε στο κουμέρκι τον κορνιαχτό από τα βοϊδοτσάρουχά του, πήρε κ' ένα λιθάρι κ' έρριξε πίσω του, και του λέει του Καράλη: «Πίσω μου είσε, διάτανε! αμ' που μ' έφερες εδώ, ωρέ κουμπάρε; πάντεχα που ήμουν πεσμένος μέσα στην κόλαση; Ακόμα βουίζουν τ' αυτιά μ' απ' την αχλαλουή των κολασμένων. Μπα, π' να τους κάψ' η αστραπή ντε. Μ' τι ήταν τούτ' ωρέ Καράλ'! Σα διατάν' μώμοιαζαν όλοι ντυμέν' έτσι. Σαν εκείνους π' γλέπω τ' Λαμπρή 'στν ' Αγιά-Παρασκευή 'στν εκκλησιά, πώχουν ζουγραφσμέν' την κόλασ'. Κ' εκείν' οι δρόμ', κ' εκείνα τα σπίτια; Μπα, θε μ', φύλαξέ με!» Κ' έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πώς ζαν έτσ' απανουτοί, πώς παίρνουν αέρα!» Έλεγε. Ο Καράλης γέλαε, τι νάκανε. Τώρ' αν το ρωτήσης τον Κώστα Θόδωρο για τα Γιάννινα: «Φεύγα, γιε μ', θα σου πη, από δαύτα, μη μπης εκεί μέσα τι θα πεθάν'ς. Μια ψύχα μπήκα 'γω μέσα μια βολά όλ' όλ' 'ςτή ζωή μ' και πήγε να μ' πιαστή η ανάσα. Φεύγ' από δαύτα μακριά. Βνο και πάλε βνο. Στάν' και πάλε στάν'».
—_Κ' εγώ το 'χω ακουστά για τον Κώστα Θόδωρο, λέει ο Πολιάνος.
— Να σας μολογήσω 'γώ άλλο ένα.
Λέει ο Μπαρμπούτας. Και μας μολόγησε για τους δώδεκα τσελιγκάδες, πούχαν τα δεκατρία σαμσιά (τσιμπούκια), «βέργ' αγιό, μαμέ παφίλ λουλέ βοϊδοκέ» (βέργ' απ' αγιόκλημα, μαμέν από πάφιλα και λουλέν από βοϊδοκέρατο). Που πήγαν μια φορά στην εκκλησιά και πήραν το διάκο για τράγο, τ' άγιο βήμα για τσαγκαδομάντρα, τους ψαλμούς για τραγούδια, το θυμιατό για σιδεροσφεντόνα και τα κλωνιά του λιβανιού για γιδοκακαράντζες. Πώχασαν μέσα το Γώγο, σα σκώθηκαν να φύγουν, κ' έμπηξαν τες φωνές για να τον βρουν. Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν. Πούρθε ο Γεροκουδούνας ύστερα, ο θρήσκος, που πήγαινε ταχτικά κάθε χρονιά μια βολά στην εκκλησιά, κ' ήξερεν όλα τα εκκλησιαστικά και τους είπε πως ανάμεσα από Σαββάτο και Δευτέρα πέφτ' η Λαμπρή.
Κι' άλλα τέτοια μας είπε ο Μπαρμπούτας.
Ως που με δείλιασε η φωτιά εμένα, και τυλιγμένος σε μια καπότα αποκοιμήθηκα στο χέρι.
Με τα γλυκοχαράμματα διαβήκαμε τα Χαλάσματα. Κάπου κάπου βρήκαμε χαλασμένον το δρόμο. Ο τόπος εδώ είνε όλος σάπιο χώμα, δίχως βράχο ολότελα. Κι' όποτε βρέχει ξεκόβονται μπλάνες μπλάνες τα χώματα και ρεύουν στο χάο κάτου. Παρασέρνονται τότε και δρόμος και κλαριά, ό,τι τύχει απάνου τους. Βλέπαμε την αυγή απ' αντίπερα το πανόραμα τούτο, που μας το σκέπασε ο ήλιος κατόπι με τους αχνούς πώβγαλαν, από τη νώπη του τόπου, η καυτερές του αχτίνες.
Στα Γιάννινα, σε μιαν ακρινή γειτονιά, ζούσε τώρα και λίγα χρόνια ο Γεροκαλαμένιος εννενηντάρης και μεγαλύτερος, παλιό κόκκαλο. Ύστερ' από τον πεθαμό του, ανάμεσα στες παλιές φυλλάδες, που μπόρεσα για να ιδώ, βρήκα το Σημειωματάρι του τούτο:
1811, Αυγούστου 21 , μέρα Σαββάτο. Κλείσθηκε ο Αλή-πασας στο Κάστρο και στες 24 μέρα Τετράδη έβαλαν φωτιά στα Γιάννινα και τάκαψαν. Την Πέφτη το πουρνό στες 25 του μηνός βρεθήκαμαν δίχως σπίτια, δίχως τίποτας. Όποιος πρόφταινε και γλύτωνε τίποτας, γλύτωσε. Οι άλλοι μείναμαν ζάρκοι κ' έρμοι. Χαιρετίζοντας τότε για πάντα με δάκρυα τα καϋμένα τα Γιάννινα, πήραμαν τα βουνά. Άλλοι πήγαν κατά τα Κούρεντα κ' άλλοι κατά τα Ζαγόρια. Εμείς καμμιά εκατονπενηνταριά φαμήλιες πήγαμαν στο Μέτσοβο και στα χωριά του, περάσαμαν πέντε χρόνια ακέρια κακά κι ανάποδα. Στες 5 Τρυητή του 1826 γυρίσαμαν πάλι στα Γιάννινα.
1827 Μαϊού 22 . Ήρθε στα Γιάννινα ο γιος του Ρούμελη Βαλεσή Ιμήν Πασάς έχοντας μαζί του και το Σουλεϊμάν-μπέη κεχαγιά της Κόνιτσας. Το ερχόμενο Σάββατο ήρθε το χαμπέρι, ότι παραδόθηκε η Αθήνα. Ο Μάης όλος ήταν βροχερός. Το παζάρι είνε γιομάτο από σκλάβους του Μεσολογγιού που τους έφεραν τ' ασκέρια του Βαλή και τους πωλούν σα πρόβατα στο ικάντο στους αρχόντους και μπέηδες Τούρκους Γιαννιώτες.
1830, Απριλίου 21 . Χαλασμός κόσμου σήμερ' από βροχή. Ύστερ' απ' αυτήν έρριξε χαλάζι δυνατό που κάθε σπιρί του ζύγιαζε δέκα δράμια κ΄ έκαμε μεγάλες καταστροφές.
1830, Τρυητή πρώτη . Απέθανεν ο εν Κυρίω μακάριος Βενέδικτος δεσπότης του Γιαννίνου. Τον ίδιον καιρό διορίστηκε κι ο γιος του Βαλή Ρεσίτ ο Ιμήν-πασάς Βαλής στα Γιάννινα.
1831, Άι-Ταξιάρχη 18 , μέρα Τετράδη. Εφώναξε το Δεσπότη ο Κεχαγιά- μπέης και τον πρόσταξε να βγάλη όξω από το σπίτι τη φαμιλιά του Δημήτρη Μωραΐτη. Έστειλε και τον Περιστεράς Άγιον και το Σπύρο Γκούμα κ' έναν άνθρωπό του και του πήραν όλο το βιο κι αυτόν με τη φαμηλιά του τους έκλεισαν στα μπουτρούμια του Κάστρου. Κανένας δεν ήξερε την αιτία.
1832 , Όλο το Θερτή και τον Αλωνάρη και τον Αύγουστο δεν έβρεζε στάλα. Γι' αυτό στέρφεψαν και τα πηγάδια των Γιαννίνων όλα κι ο κόσμος όλος πίνει από το νερό της λίμνης.
1832, Τρυητή 20 . Επειδή τα Γιάννινα δεν είχαν ακόμα Κισλά, τ' ασκέρια στέλνουνταν από τον Πασά κονάκια στα σπίτια των Χριστιανών και των Οβραίων. Ένας μπίμπασης κάθονταν σ' ένα σπίτι σιμά από το σπίτι του κυρ Αναστάση Γοργόλη. Ο μπίμπασης είδε μια μέρα τες δύο ώμορφες τσιούπρες του κυρ Γοργόλη κ' εκολάστηκε· κύτταξε με κάθε τρόπο να τες απατήση. Μα σαν του εστάθη αδύνατο τι συλλογίστηκε· να φέρη μπροστά στον Αχμέτ-αγά κεχαγιά δυο φανατικούς Τούρκους να πουν πως άκουσαν αυτοί με τ' αυτιά τους τες δυο τσιούπρες του κυρ Γοργόλη να λεν πώς θέλουν να γίνουν Τούρκισσες. Ο Κεχαγιάς έστειλε ίσια να φέρουν τες τσιούπρες στο μιντζιλίσι. Οι δημογέροντοι και η αρχοντιά των Γιαννίνων σαν τώμαθαν, κατάλαβαν το τι έτρεχε κ' ίσια πήγαν και πήραν κρυφά τες τσιούπρες από το πατρικό τους σπίτι και τες πήγαν στη Μητρόπολη. Όμως ο Μεχμέτ αγάς, άνθρωπος φανατικός κι αυτός και σκύλινος, άμα τώμαθε αυτό σηκώθηκε ο ίδιος μια νύχτα και πήγε στη Μητρόπολη με δυο ταμπόρια ασκέρι· μπήκε στους οντάδες του Δεσπότη, τον εφοβέριξε, τον έβρισε και πρόσταξε τ' ασκέρι του να πάρουν τες δυο τσιούπρες και να τες παν σε Τούρκικο σπίτι. Τι να ιδής τότες. Δυο ώμορφες και τρυφερές αρχοντοπούλες να σέρνωνται άσπλαχνα από τα μαλλιά κι από τα χρυσά μανίκια τους με κλάμματα και με μεγάλους σκουσμούς. Εταράχτηκαν όλα τα Γιάννινα εκείνη τη νύχτα. Όλοι είμασταν στο ποδάρι, μα κανένας δεν έκρινε για να μη γένη διπλό και τρίδιπλο το κακό. Τες συνοδέψαμαν μοναχά, έτσι αμίλητοι, ως στο σπίτι που τες έκλεισαν. Αύριο οι χριστιανοί συνάχτηκαν στη Μητρόπολη κ' είπαν να παν όλοι μαζί στο σαράι να πέσουν στα ποδάρια του Κεχαγιά (γιατί ο Ιμήν πασάς έλειπε στα Μπιτώλια) να ζητήσουν τες τσιούπρες λέγοντας, ότι ψέμματα είπαν οι Τούρκοι του μπίμπαση. Μα αντίς δίκιο εκεί ηύραν βρισιές και δαρμούς. Δεν έφτακε κι αυτό μοναχά· ο Κεχαγιάς τους κατηγόρησε στον Ιμίν πασά στα Μπιτώλια πως οι χριστιανοί των Γιαννίνων επαναστάτησαν και χύθηκαν σα λύκοι απάνω του. Ο Ιμίν πασάς αφορμή γύρευε· και στέλνει διαταγή να κάμουν σουργούνι πέντε αρχόντους των Γιαννίνων, τον κυρ Δημητράκη Αθανασίου, τον κυρ Νικολάκη Τζίνη και τον κυρ Σπύρο Γγκούμα στα Μπιτώλια, το κυρ Δημήτρη Δρόσο και τον κυρ Γιαννάκη Νάγιου στο Πρεμέτι, και πρόσταξε να ξετάζουν τες δύο τσιούπρες του κυρ Γοργόλη στο Δεφδερδάραγά του που έστελνε εξεπιτούτου στα Γιάννινα. Φώναξαν τότες στο σπίτι του κυρ Αλέξη τες τσιούπρες και τες ξέταξε ο Δεφδερδάραγας του Ιμήν πασά αν ήθελαν αλήθεια να γίνουν Τούρκισσες ή όχι. Κ' επειδής με τόσα ταξίματα και με τόσους φοβερισμούς ούτε λόγο μπόρεσε να τες βγάλη από το στόμα για να τουρκέψουν τες έκαμε σουργούνι μαζί με τον πατέρα τους στην Άρτα.
1833, Φλεβάρης μήνας . Γυρνώντας ο Ιμήν πασάς από τα Μπιτώλια έστησε τα τσιγγέλια.
1834, Αλωνάρη 27 . Του Αγίου Παντελεήμονος έγεινε μεγάλος σεισμός που έπεσαν καμπόσα σπίτια, σκοτώθηκαν και δυο άνθρωποι.
1840, Μάης μήνας . Γύρισα από τη Βλαχιά πούχα ξενιτευθή για έξ χρόνια με το μπάρμπα μου.
1841, Απρίλη πρώτη . Εκοιμήθη ο μακαρία τη λήξει γενόμενος Λεόντιος δεσπότης, που δεν ήτον Κυριακή και γιορτή που να μη βγάλη λόγο στες εκκλησιές μέσα στα Γιάννινα και στα χωριά.
1841, Απρίλη 15 . Από την πολλή φουρτούνα κι απ' τες αστραπές έπεσε το τζαμί του Πασά Καλού στο Κάστρο.
1853, Οχτώμβρη 3 . Ελειτούργησε στη Μητρόπολη ο Ζαγορίσιος Ιωαννίκιος με τέσσερες άλλους δεσποτάδες τον Παραμυθίας, Περιστεράς, Ξανθουπόλεως και Ευδοξιάδων καθώς και με τον Έξαρχο και όλους τους ηγουμένους και την άλλη μέρα έφυγε για την Πόλη με κάμποσους αρχόντους των Γιαννίνων.
1854, Φλεβαριού 26 . Των Αγίων Θεοδώρων ο καπετάν Θοδωράκης Γρίβας στο Κουτσουλιό πολέμησε με τ' ασκέρια του Αβδή πασά από το πρωί ως το βράδυ με ολίγα παλληκάρια και με το γιο του το Δημητράκη. Το βράδυ τ' ασκέρια φοβήθηκαν μην πλακώσουν και Σουλιώτες και γύρισαν στα Γιάννινα και την αυγή ο Γρίβας έφυγε για το Μέτσοβο.
1855, Φλεβαριού 6 , μέρα Τετράδη. Ήρθε δεσπότης στα Γιάννινα ο Παρθενιάς ή Κόκκινος και τον εδεχτήκαμαν όλος ο κόσμος με μεγάλη παράταξη από την Αγία Κατερίνα ως τη Μητρόπολη.
1855, Τρυητή 15 , μέρα Πέφτη. Στες 3 η ώρα έπιασε τρομερή βροχή με νερό καταπράσινο, Και στες 5 η ώρα ήρθε το χαμπέρι που νίκησαν η σύμμαχες δυνάμεις τη Ρωσία στην Κριμαία και σήκωσαν στο Κάστρο τες σημαίες της Τουρκίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Σαρδηνίας. Το βράδυ άναψαν φώτα και κανδύλια σ' όλα τα σπίτια και σ' όλο το παζάρι, ανέβασαν και καμπάνες στα καμπαναριά του Αγίου Νικολάου, του Αρχιμανδριού και της Αγίας Κατερίνας. Αλλά στες δύο της νυκτός με προσταγή του Πασά τες κατέβασαν πάλι. Την Παρασκευή ο Δεσπότης μ' όλους τους Προξένους έκαμε δοξολογία στη Μητρόπολη.
1856, Φλεβαριού 22 . Διαβάστηκε στο Σαράι Σουλτανικό φιρμάνι.
1856, Αυγούστου 3 . Έγεινε δοξολογία για τον Ναπολέοντα.
1857, Θερτή 11 , μέρα Κυριακή. Όλη τη νύχτα έκαμε μεγάλη θεομηνία. Εξεριζώθηκαν πολλά δέντρα κι ανθρώποι κάηκαν από αστροπελέκια. Φόβος έπιακε όλα τα Γιάννινα.
1858, μήνας Γεννάρης . Από το πολύ κρύο πάγωσε η λίμνη πέρα πέρα.
1858, Απριλιού 12 . Ήρθαν 30 Κοζάκοι.
1858, Θερτή 29 , μέρα Κυριακή. Εκκλησιάστηκαν οι Κοζάκοι για πρώτη φορά στη Μητρόπολη με μεγάλη παράταξη και με βάρδια στην πόρτα της εκκλησιάς.
1861, Θερτή 18 , μέρα Κυριακή, των Αγίων Πάντων. Εφάνηκε κομήτης στον ουρανό και την άλλη μέρα ήρθε χαμπέρι από την Πόλη ότι έγεινε Σουλτάνος ο Αβδούλ Αζίζ Χαν.
1861, Τρυητή 14 . Έγεινε δοξολογία για την αποτυχία της δολοφονίας της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.
1863, Φλεβαριού 7 . Ένα Οβραιόπουλο, πώκαμε τον πραγματευτή στη Ζίτσα, γύρεψε να γένη χριστιανός και έγεινε.
Οχτώμβρης 27 , μέρα Κυριακή. Έγεινε μεγάλη δοξολογία για την ανάβαση στο θρόνο του Γεωργίου Α' βασιλέως των Ελλήνων.
1864, πρώτη Γενναριού . Επάγωσε η λίμνη κι οι άνθρωποι περπατούσαν στον πάγο της ως το νησί.
1865. Πρώτη Μαϊού . Ένα Οβραιόπουλο έγεινε Ρωμιός και το έβγαλαν στ' όνομα Γιώργη.
1866, Μάης μήνας κ' έπεσε φοβερό χαλάζι που στρώθηκε σα χιόνι στη γης. Έκαμε μεγάλες ζημιές.
1868 . Εχθροπραξίες αναμεταξύ Ελλάδος και Τουρκιάς. Άναψε ο Κρητικός πόλεμος. Κ' εδώ κρυφά κρυφά εστήθηκαν κομητάτα κ' έφερναν τουφέκια και μπαρούτες από την Ελλάδα, κ' ετοιμάζονταν για επανάσταση.
1869 . Το Γεννάρη μήνα έπεσε το χιόνι μέσα στα Γιάννινα μία πήχη. Από το κρύο δε μπορούσαν να δουλέψουν ο κόσμος. Το παζάρι κλείστηκε όλο.
1869, Θερτή 10 . Ήρθε δεσπότης ο Σωφρόνιος.
1869, Θερτή 13 . Εχειροτονήθη επίσκοπος Παραμυθιάς κυρ Άθιμος Τσάτσος.
1869 . Στες 29 Θερτή ημέρα Τρίτη κατά τα ξημερώματα εκάηκαν τα Γιάννινα. Τη φωτιά την έβαλαν οι ίδιοι Τούρκοι.
1870, Απριλίου 19 . Εκάηκαν τα παλάτια τ' Αλή-πασα στο Κάστρο.
1872 . Τη νύχτα της 24 Γενναριού φάνηκε ο ουρανός σκεπασμένος με ένα κόκκινο χρώμα. Οι γραμματισμένοι τώλεγαν Βόρειο Σέλας.
1872, Απριλίου 15 την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου οι Οβραίοι έβρισαν το Χριστό. Χύθηκαν τότες οι Χριστιανοί κ' έδερναν κ' έσφαζαν κ' έριχναν τα σπίτια των Οβραίων. Και τόση ήτον η οργή των Χριστιανών που κατέβηκαν όλα τ' ασκέρια και δε μπορούσαν να τους κάμουν καλά.
1872 . Όλος ο Νοέμβρης ζεστός. Τόσο που φύτρωσαν και καλοκαιρινά λουλούδια, μανουσάκια.
1874, Θερτή 17 . Εφάνηκε κομήτης μέγας.
1874 . Στες 14 Αυγούστου μαζώχτηκαν όλοι οι Χριστιανοί στη Μητρόπολη κ' εγύρευαν να καθαιρέσουν το Σωφρόνιο.
1875, Αυγούστου 14 . Επανάσταση της Αρζεγοβίνας.
1875, Τρυητής μήνας . Η Ελλάδα κ' η Τουρκιά συνάζουν ασκέρια στα σύνορα.
1876 . Έπεσε ο Σουλτάν Αβδούλ-Αζίζ κ' έγεινε Σουλτάνος ο Μουράτ το Μάη μήνα, και τον Αύγουστο έδωκε και τούτος την παραίτησή του κι' ανέβηκε ο Αβδούλ-Χαμήτ.
1876 . Στες 15 Αγιαντριά λημούριαξαν οι ρεντίφιδες Αρβανίτες το παζάρι των Γιαννίνων και στες 17 κάηκε το Ελληνικό Προξενείο.
1877 Θερτή 10 . Πέθανε ο αγαθώτατος Χουσνή πασάς. Τον έκλαψαν όλα τα Γιάννινα.
1878, Μάρτη 4 . Έφεραν 120 σκλάβους από την επανάσταση του Λυκουρσιού. Τους είχαν ζάρκους και δεμένους με την ελληνική σημαία τους μαζί. Τους έκλεισαν στα μπουτρούμια του Κάστρου. Κ' οι χριστιανοί έτρεξαν και σύναξαν απ' όλα τα σπίτια φορέματα και θροφή και τους συμπονέθηκαν.
1878, Μαϊού 5 . Έπεσε στα γεννήματα ακρίδα. Τόση πολλή που όντας πετούσε σκοτάδιαζε τον ήλιο. Την ίδια μέρα ήρθε χαμπέρι από τη Θεσσαλία, ότι μια γυναίκα απόχτησε τρία παιδιά κολλημένα σ' ένα κορμί και τα τρία.
1878, Οχτώμβρη 30 . Μεγάλη ξέρα, Πείνα τρομερή στα χωριά. Το ψωμί πήγε γρόσια 3 την οκά, το κριάς 7 1/2, το βούτυρο 21, το τυρί 10, τ' αυγά σαράντα παράδες το ένα.
1879 . Κατά τον Απρίλη μήνα έγεινε μεγάλη πλημμύρα. Τα νερά έφτακαν ως το Νιοχώρι και τα καΐκια πάγαιναν ως το χάνι της Ασφάκας.
1879 . Η πείνα πήρε ποδάρι. Τ' αλεύρι πήγε γρόσια 4 ως 4 1/2 την οκά.
1880, 7 Γενναριού , πάγωσε η λίμνη. Και το χιόνι βάσταξε 15 μέρες καταγής.
_1880, Φλεβαριού 27, έπεσε η μονέδα της Τουρκιάς. Το μετζίτι από γρόσια 23 ήρθε 19.
1880, Αυγούστου 1 . Ο Κ. Τσακμάκης και Β. Παπα-Κρεμύδας κατηγορήθηκαν για επαναστάτες και τους έκαμαν σουργούνι για την Πόλη.
1881, Απρίλης μήνας , και έπεσε χιόνι στες κορφές των βουνών.
1881, Θερτή 24 . Έπιακαν τους νοικοκυραίους Κύρον Κυρούσην, Σ. Π. Κολοβόν, Δ. Πλάτονα, Δ. Στατερά και Γ. Καλαντζή και τους έκαμαν σουργούνι στον Ταρσανά της Πόλης, γιατί τους κατηγόρησαν για επαναστάτες και ότι έβρισαν το Σουλτάνο.
1881, Αλωνάρη 10 . Ελευθερώθηκε η Θεσσαλία. Η δικές μας ελπίδες εσβύστηκαν.
***
Ύστερ' από λίγες μέρες πέθανεν ο Γεροκαλαμένιος με το μαράζι και με το παράπονο που δεν είδ' ελεύθερη την πατρίδα του.
Κατέβαινε αγάλια αγάλια κατακόκκινος ο ήλιος στο πέλαγο, πίσω από τα παλιά κάστρα και τα πυκνά κυπαρίσσια της Πάργας. Είχεν απ' ώρα αποχαιρετήσει τον πλατύ κάμπο του Φαναριού κ' έδινε τώρα τα στερνά του γλυκοφιλήματα στες ψηλές κ' ένδοξες κορυφές του Σουλιού. Ξηρές κι ολόγυμνες η κορυφές τούτες, δίχως κλαρί, δίχως φυτιά, σαν καψαλισμένες από την πολλή μπαρούτη που κάηκε απάνω τους, ερροδοβάφοντο, σα να κοκκίνιζαν παρθενικά στα φιλήματα του ερωτεμένου ηλιού, σα νάνοιωθαν κάποια ζωή νιότικη μέσα τους, σα νάθελαν να δείξουν ότι ποτέ δε γεράζουν τα βουνά ταύτα, ότι χτυπάει μέσα τους πάντα λεβέντικη καρδιά κι ανυπόταχτη, και βράζει μέγας θυμός κι απάτητος. Και σμιγμένο με το καθάριο, με το γάργαρο του λαμπρού ουρανού τ' ώμορφο εκείνο φως της ύστατης αντηλιάδας, τα δυο μαζί, παρουσίαζαν ένα είδος φανταστικό φως, μιαν απερίγραφτη λάμψη, πώλεγες ότ' είνε το φως τ' αθάνατο κ' η λάμψη η ιερή που περιχύνει η δόξα τα ηρωικά τούτα και τιμημένα βουνά.
Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κύτταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα από κει και με λογισμό βυθισμένο σ' απέραντες σκέψες.
Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πώσπερνε.
Τώρα αλώνιζε.
Το σπίτι του, χτισμένο από τα χρόνια του παπού του, ξηρολίθι απλό, δίπατο όμως και κάπως ψηλό, πιάνει τον όχτο του Γλυκύ, μέσ' εκεί που κατεβαίνουν απόκρημνα τα πλευρά του Σουλιού και του Τσεκουράτη και που πηδάει ακράτητος προς τον κάμπο ο πόταμος, ξεβγαίνοντας από τα βαθιά φαράγκια των βουνών που κακοσέρνεται τόσο δρόμο. Λες και φυλάει εδώ σαν πολεμικός πύργος, το μοναδικό διάβα της Λάκκας από το μέρος του Φαναριού. Βογγάει άγρια στο πλευρό του το θυμωμένο ρέμμα γιομάτο αφρούς και φοβέρα, κρέμονται απανουθιό του οι κοκκινόβραχοι του γκρεμού σαν ατίναχτ' αστροπελέκια, γύρου το περιζώνουν λίγ' αγριοπρίναρα οπ' αρματώνουν τον τραχιόν εκείνο ριζό και κάτου απλώνεται ολάνοιχτος ο παχιός και καρπερός κάμπος ως την Πάργα κι ως την Παραμυθιά πέρα.
Ο Λάμπρος Ζάρμπας ήτον σαράντα ως σαρανταδυό χρονών άντρας, ψηλός και λιγνός, με μάτια αετού, ολόρθο κορμί, μακριά ξανθόμαλλα, μουστάκι ψαρό και περήφανα κατ' απάνου στριμένο. Ολοζώντανη σουλιώτικη λεβεντιά. Στεφανωμένος με παρόμοια Σουλιώτισσα, φυσικό ήτο ν' αποχτήση και γιόν τέτοιο, παλληκαρά.
Την ώρα εκείν' η γυναίκα του είχεν αποκουβαλήσει τα στερνά σακκιά του ρυζιού από τον οβορό στο κατώη και πήρε να ποτίση στον ποταμό τ' άλογο. Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια. Κι' αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάστηκε αγάλια αγάλια.
***
Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή.
— Μάνα, . . . πούνε ο Λάμπρος;
Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' τ' αλαφιασμένα στήθια.
— Τ' έπαθες μωρέ Φώτο;
Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού.
Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα. Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον. Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια.
— Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο;
Το ρώτησε κι ο Λάμπρος.
— Σκότωσα! . . σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο!
Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι. Έρριξ' εδώ καταγής τ' άρματα κ' έπεσε ξάπλα σ' ένα προσκέφαλο απάνου σφουγγίζοντας τον ίδρω του. Ο πατέρας κ' η μάνα του, αμίλητοι, σα βουβοί, τον ακολούθησαν ως μέσα, κ' εδώ στάθηκαν ολόρθοι και τον τηρούσαν μοναχά ξαφνιασμένοι κι αναίσθητοι.
— Τι με τηράτε; Σκότωσα σας λέω το Μπεϊλούλαγα, σκωθήτε να φύγουμε!
— Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος.
— Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα!
Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του.
— Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου;
— Στη Σκάλα της Παραμυθιάς, μες τον ανήφορο, π' ανέβαινα με τα φορτώματά μου, τον ηύρα μπροστά μου το βουρκόλακκα. Πάαινε καβάλα στάλογό του για τα Γιάννινα κι αυτός. Είχε πέσ' η κάψα. Είχε γήρει ο ήλιος. «Για σου Μπεϊλούλαγα» τον χαιρετάω. «Καλώς το Φώτο», μου λέει. «Για που ώρα καλή;» «Για τα Γιάννινα». «Κ' εγώ για τα Γιάννινα είμαι». «Ε, μαζί θα λα πάμε, καλή συντροφιά θάμεστε». Ύστερα με ρώτησε για τ' εσένα. Κατόπι μου γύρεψε καπνό από το μεσακό χωράφι. Τώδωκα καπνό και πααίναμ' έτσι κουβεντιάζοντας το δρόμο δρόμο, αυτός μπροστά κ' εγώ παραπίσω. Δεν περπάταγε γλήγορα τ' άλογό του και κοντεύαμε να νυχτώσουμε κατάστρατα. «Βάρτο του λέω, αυτό το παλιάλογο γιατί μας πήρε η νύχτα». Αυτός θύμωσε γιατί να του πω παλιάλογο το ψώφιο του κι αρχινάει να με βρίζη. «Μη βρίζης, αγά, του κάνω, γιατί δε σου είπα και κάνα βαρύ λόγο». Εκείνος τίποτα, δε σταμάταε τα βρισίδια του. Φούσκωνα τότενες, Λάμπρο. «Τσώπα, μωρέ βρωμόσκυλλε, του κρένω, γιατί σου τρώω το κεφάλι». Ο αγάς πιάστηκε από το μαρτίνι του. Εγώ άρματα δεν είχ' απάνου μου αλλ' από το σουγιά και τα καληγοσφύρια των αλόγων. Χύνουμαι ίσ' απάνου του, τ' αρπάζω το τουφέκι από τα χέρια και φωτιά τώχω. Μες το ριζάρτι τον πήρε. Έμπηξε μια δυνατή φωνή κ' έγηρε κάτου από τ' άλογο. Του παίρνω τότες και τα φουσεκλίκια κ' εκεί που ξεψύχαε γυρίζω και του λέω: «Ε, ωρέ αγά, πάρτα τώρα εσύ και τα ρύζια και τ' άλογα κι άει κατά διαόλου». Και τ' απαριάζω όλα ουδεκεί στην ερημιά και κάνω μοναχός μου έτσι για τον κατήφορο γλήγορος.
— Και τώρα;
— Τώρα να σκωθούμε και να φύγουμε. Θα μας γνωρίσουν τ' άλογα και θα λα μας πιάκουν.
— Να φύγουμε! Πού να φύγουμε και πού να πάμε; Τ' ήταν αυτό που μας έκαμες, μπρε παιδί μου. Αμ' εγώ δεν έχω τρεις μήνους που βήκ' από τα σίδερα και τώρα πάλε για τα μπουτρούμια με ξεκινάς, μωρέ Φώτο;
Κι' ο δόλιος πατέρας έκρυψε στα δυο του χέρια το πρόσωπο σα νάκλαιγε.
Τότες η μάνα τίναξε περήφανα, σαν τη λιόντισσα, το κεφάλι κατ' αυτόν και του λέει με καταφρονητικό πικρόγελο.
— Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δες είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε. Ειδεμή ξεντύσου τη φουστανέλα κ' έλα να σου δέσω το μαντήλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγγούνια μου, και κάτσε εσύ εδώ να φυλάξης το ρημαδικό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα σήμερα κι όχι γι' άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για το πού 'νε το Ρωμέικο, ουδ' εδώ, στην Άρτα.
Τα λόγι' αυτά τ' αντριωμένα της Βασίλως τον εζεμάτισαν το Λάμπρο, κι ανατινάχτηκε αδάκρυτος από τον τόπο του, σα λαβωμένο λάφι.
— Να φύγουμε, είπε, να φύγουμε. Δεν είν' άλλη προκοπή, δεν είν' άλλο σελιαμέτι. Να νυχτώση και να φύγουμε. Τοίμασε, Βασίλω, να φορτώσουμε. Ό,τι να φορτώσουμε στο ντουρί και να φύγουμε.
***
Νύχτωσε.
Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' απ' τ' άλλο. Φιδωτό το ποτάμι στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζόδρομος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια. Το σπίτι του Λάμπρου Ζάρμπα, σα νάνοιθε — το δόλιο! — τη συφορά που του μέλλονταν, τη μοναξιά, την κλεισμάρα και την ερήμωση που θα το δέχονταν, έστεκε μες το ριζοβούνι, ορθό, ατάραγο, σκηθρωπό, παραπονεμένο, σα χαροκαμένος ήρωγας, οπ' αν του στέρφεψαν η πολλές συφορές τα δάκρυα, νοιώθει όμως τ' ανεμόχολο να φουσκώνη στα στήθια του μέσα και το χαλασμό να του πλακώνη βαριά την καρδιά. Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του.
Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας. Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του καθόνταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί.
Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη. Ήταν τα στριφογυρίσματα του κλειδιού της πόρτας του σπιτιού και τα πατήματα του Λάμπρου και της Βασίλως, οπώφευγαν από τα χώματά τους δίχως μιλιά, δίχως δάκρυα.
***
Ο δρόμος, λιθοστρωμένος κάπου κάπου από τον καιρό τ' Αλήπασ' ακόμα, ακολουθάει την ποταμιά κι ανεβαίνοντας κατά τη Λάκκα πέφτει μέσα στα βάθη των Στενών του Σουλιού. Εδώ βογγάει ο ποταμός σα στοιχιό και χτυπάει από 'να βράχο σ' άλλονε τ' αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες χιλιόχρονες στολίζουν τους όχτους του. Δεξιά και ζερβιά τα βουνά σηκώνονται μεσουρανής ορθά και κατάκρημνα, όλο στεφάνια και ζωνάρια σπαρμένα με αγριοπρίναρα. Ζερβιά μεριά στάθηκε ο Φώτος με τάλογο για να καρτερέση. Μες εκεί που ολομόναχο στενό και δυσέβρετο μονοπάτι φέρνει, από τα χρόνια εκείνα της παλληκαριάς και του πολέμου, από το ποτάμι στο Κακοσούλι απάνου, κι οπού τ' ανέβαιναν τότες η Σουλιώτισσες ζαλικωμένες με βαρέλες νερό και τραγουδώντας.
Το σκοτάδι πίσσα περίγυρα. Κάτι λίγο ξεχώριζε μπροστά του τ' άσπρο ρέμμα του ποταμού που μούγγριζε σα να τον φοβέριζε να τον καταπιή. Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κεβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.
Σε λίγην ώρα όμως, ξάφνου, πετιέται ορθός σα μαχαιρωμένος, αγκαλιάζει τ' αλόγου του το λαιμό και του καταφιλεί το μέτωπο με δάκρυα και με τέτοια θλιβερά λόγια, μισοκομέν' από λυγμούς.
— Κακότυχέ μου ντουρί, δε θα λα ιδής άλλη βολά τώρα τη Χάιδω την ώμορφη, δε θα λα σου χαϊδέψη πάλε τη χιούτη σου με τα μαρμαρένια της χέρια, δε θα λα σε ταγίση άλλη βολά το βρώμι στην πλουμισμένη της ποδιά. Πάει, απ' απόψε η Χάιδω μας χάνει. Πώς θα λα τον φτουρίσουμε αυτόν το μισεμό Κακότυχέ μου ντουρί, κακότυχε μου ντουρί. . .
Τώρα και πέντε χρόνια πέρναγ' από την Άρτα.
Μέσα στο περιαύλι της Πυργιορίτσας μου δείξαν τον τάφο του κακότυχου Φώτου. Και κλαίοντας ο πατέρας του ο ίδιος, ο Λάμπρος Ζάρμπας, μου διηγήθηκε την ιστορία του.
— Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του.
— Κι' ο καϋμός της Χάιδως.
Είπα γω με το νου μου.
Με το καϊκάκι το βράδυ βράδυ προς το ηλιοβασίλεμμα, πλέοντας τη νερατόστρωτη λίμνη, βγήκαμεν από τη Σκάλα του Κάστρου σε μιάμισην ώρα εις τ' αντίπερα βουνό της Καστρίτσας κατά το μύλο του Βεήπ Εφέντη. Ο μύλος τούτος βρίσκεται στα βάθη της λίμνης, κατά την όχθη, μέσα σε πυκνόν καλαμιώνα. Στρέφεται με τα νερά της κι απαντιέται απ' αυτά με ψηλό και κουρασανόχτιστον τοίχο. Κ' έχει αποκάτω του τη μεγάλη και παλιά καταβόθρα της λίμνης τη Βοϊνίκοβα, όπου χάνονται τα νερά που τόνε κινούν. Την άνοιξη όμως και το καλοκαίρι μονάχα δουλεύει, κι αλέθει τα γεννήματα των γύρωθε χωριών του κάμπου, γιατί το χινόπωρο και το χειμώνα από τες πολλές βροχές κι από τα χιονόνερα που λυόνουν στα βουνά και κατεβαίνουν στους κάμπους πλημμυρίζ' η λίμνη και τον αποσκεπάζει ολότελα.
Απάνω από το μύλο διαβαίνει ξύρριζα στο βουνό το λιθοστρωμένο ντερβένι του Μετσόβου. Μονοπάτι μικρό, οπού πολλές βολές το χάναμε μπροστά μας, μας έφερεν ύστερ' από λίγον ανήφορο ανάμεσ' από βράχους κι απ' αγκαθερές φυτιές στο μοναστήρι ψηλά. Το μοναστήρι είνε τεσσεράγκωνο με ψηλούς και πλατιούς τοίχους και με σιδερένιες χοντρές πόρτες. Μέσα στο περιαύλι είνε τα κελλιά, η αποθήκες κ' η στέρνα του, και καταμεσής η εκκλησιά, μικρή σταυρωτή εκκλησιά, χτισμένη απάνου σε μεγάλα θεμέλια παλιού ελληνικού ιερού, μ' ώμορφες ζωγραφιές μέσα και με ψηλήν τούρλα, οπού πηδάει απάνω από τη στέγη κι οπόχει κακότεχνα χαραγμένα στο κουρασάνι της τα γράμματα &τ ο γ'&, επιγραφή ίσως του καιρού που χτίστηκε. Έχει και μια στενή πλακοστρωμένη αυλή γύρω.
Ήτον η 23 Τρυγητή, μέρα τ' Άιγιαννιού, και το μοναστήρι πανηγύριζε. Γι' αυτό τα κελλιά όλα κ' η κρεββάτες του, κι η αποθήκες και τα χαμώγια κ' η αυλή κ' η εκκλησιά ακόμα μέσα ήταν πέρα πέρα πιασμέν' από πλήθη προσκυνητών, οπούχαν συμμαζωχτή εκεί μες απ' τα Γιάννινα κι απ' τα χωριά ολόγυρα. Φτάσαμ' εκεί νύχτα εμείς. Ο καλόγερος αναγκάστηκε να μας φιλοξενήση στο δικό του κελλί και να μας παραδώκη για την επίλοιπη περιποίηση στα χέρια τ' αναγνώστη του μοναστηριού, ενός προθυμοτάτου και ξυπνού χωριατόπουλου, γιατ' αυτός έτρεχεν όξω εδώ κ' εκεί να καταλαρώση το πολύληθο κι ανήσυχο πνευματικό του κοπάδι. Ο καλόγερος οπού δε δείχνονταν και τόσο ζωηρός, δεν αγαπούσε πολύ, φαίνεται, και την καψοπαστράδα. Γιατί το κελλί του ώμοιαζε στάνη, καλύβι τσοπάνικο, γιομάτο λύγδες και στρωσίδια και διπλάρια χοντρά μάλλινα. Οι τοίχοι ήταν κατάμαυροι σαν τοίχοι καπνισμένης σπηλιάς κι ο μικρός λύχνος που φώτιζε θαμπός και μισόφωτος τον απλό δείπνο μας, έβγαζε μια αφόρετη βαριά μυρουδιά πολυκαιρισμένου λαδιού. Θαμπότερο όμως ήτον το μικρό καντυλάκι, που σε μια αραχνιασμένη γωνιά έλουε με το νυσταγμένο του φως τρεις μεγάλες γυμνές εικόνες, που απ' την πολυκαιριά ούτε ξεχώριζαν ζωγραφιές και πρόσωπ' απανωθέ τους. Ολόγυρα κρέμονταν από σιδερένια καρφιά κι από πουρναρένια παλούκια μπηγμένα μέσα στους τοίχους σχισμένα και καταλερωμένα ράσα, δυο μεγάλες λαγήνες απ' ασπρόχωμα, μια φοβερή πλόσκα χαλκωματένια γιομάτη από λάδι και τότε γλήγωρα καλαϊσμένη, δώδεκα αραδιαστές σκορδαρμάθες περασμένες απάνω σε καπνισμένη δοκάρα κ' ένα ζευγάρι δεκανίκια από κρανιά. Κι' απάνω στα ράφια μαύριζαν λίγες φυλλάδες η μια απάνω στην άλλη, σκεπασμένες με παχιά σκόνη ποιος ξέρει από τι καιρό, ένα μπρούζινο καλαμάρι μικρό και μια μαύρη παλιά καλογερική σκούφια.
Ύστερ' από το δείπνο, πούταν λιάνωμα, ψημμένο βετούλι, βγήκαμε κ' εμείς στην αυλή όξω. Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχωνται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους. Κατά τα μεσάνυχτα άρχισεν ο χορός, μεγάλος και συρτός χορός γύρ' από το μασαλά. Τον έσερναν τρεις Αρβανίτες δραγάτες, από κείνους που παίρνουν πάντα μεράδι στα πανηγύρια και στους γάμους των χωριών που βρίσκονται, φορτωμένοι με τες βαριές κάπες τους, με διπλές αρμαθιές φουσέκια απάνω στα στήθια σε τόπο σταυρωτού που φορούσαν μια φορά οι κλέφτες, με ζευγάρι πιστόλες μαλαμοκαπνισμένες στο σελιάχι και με καινούρια τουφέκια μαρτίνι στους ώμους τους. Κι' ακολουθούσε από κοντά συγκρατούμενη η λεβεντιά των χωριών, αντρειωμένοι παλληκαράδες και ροδοπρόσωποι, που τους τραγουδούσαν· γιατ' οι Αρβανίτες δεν ήξεραν τα ρωμέικα τραγούδια να ειπούν, και το χορό πώσερναν, τον έσερναν κι αυτόν μηχανικά κι όπως ήθελαν. Κ' έφερνε κάθε τόσο τους γύρους της από στόμα σε στόμα η πλόσκα με το κρασί, σα να χόρευε κι αυτή ανάμεσα στους πανηγυριστάδες. Ως πούρθαν στο κέφι οι Αρβανίτες και δε δείλιασαν να ειπούν τότε κι αυτοί τα τραγούδια τους, αδιάφορο αν μετρητοί από τους μαζωμένους περίγυρα τους καταλαβαίναν. Ούτε λόγον ειμπόρεσα να κατακρατήσω κ' εγώ στο νου μου άλλον από τα γυρίσματα που συχνά συχνά ξανάλεγαν «Γκιολέκκα μορ Γκιολέκκα» και «ω μπυρ ω μπυρ Αλή-πασά». Και σαν απόστασαν ύστερα κομμένοι και καταϊδρωμένοι κι οι τρεις, τραβήχτηκαν από το χορό, κ' επήραν αράδα 'ς αυτόν τα χωριατόπουλα μπάζοντες τώρα μια μια και πολλές από τες γυναίκες τους. Τα τραγούδια τους ήταν όλα τραγούδια της ζωής τους, του χωραφιού, της στάνης, του καλυβιού, της δουλιάς και της αγάπης τραγούδια και κάπου κάπου και κανένα της ξενιτιάς. Κλέφτικο όμως τραγούδι ουδ' ένα δεν άκουσα. Μα κι ο χορός τους ακόμα δεν ήτον ο πολύδιπλος και ζωηρός εκείνος χορός οπώβλεπα στα χωριά των βουνών. Συρτός, ολόστρωτος και σιγαληνότατος χορός, παρόμοιος με πλεούμενην αρμάδα βαρκούλες, οπού οι ναύτες με τα κουπιά τρεις τες σπρώχνουν μπροστά και μια τες γυρίζουν πίσω. Μικρά ξυπόλυτα και ξεσκούφωτα παιδαρέλια, πηδώντας στη μέση τ' ανοιχτού χορού σύμφωνα με του τραγουδιού το σκοπό και την αρμονία, έτρεφαν βολές βολές με τα δαυλιά την πύρα του μασαλά.
Πολύ λίγοι έκλεισαν εδώ μάτι τη νύχτα κείνη. Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι' όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα. Κατάρραχα το βουνό της Καστρίτσας ανοίγεται απλωτό και καλόχτιστο και πέφτει σιγά σιγά κι ομαλά κατά την άκρα του προς τη λίμνη. Τ' απλωτό τούτο σιάδι είνε ζόρκο από δέντρα και κατασκεπασμένο από ρεπιθέμελα και χαλάσματ' αμέτρητα, από ναούς, από τάφους, από παλάτια, από στέρνες και βρύσες του καιρού των Ελλήνων, των Ρωμέων και των Βυζαντινών κι ολούθε απάνω ξεθάφτονται κάθε τόσο από τον καλόγερο κι από τους χωρικούς σκέλεθρ' ανθρωπινά, παλιές μονέδες και στολίδια ακριβά κι αξετίμωτα. Και γύρα, κατά τες άκρες, που τα πλευρά του κατεβαίνουν στον κάμπο βραχόσπαρτα, ζώνεται το βουνό με καταχαλασμένα θεμέλια πολύγωνου κάστρου, γιομάτου πύργους και παραπόρτια, χτισμένου πρώτα με μεγάλα χοντροκομμένα πελασγικά ξηρολίθια κ' ύστερα με μικρά λιανολίθαρα συγκολλημένα μ' ασβεστόχωμα και με βύσαλα. Τα μεγάλα πελασγικά χάλαρα, προσαρμοσμένα τόσο πιτήδεια τόνα με τ' άλλο, με κάτι μικρούλες σφίνες κάπου κάπου ανάμεσα, δείχνουν τη μεγάλ' υπομονή και την τέχνη των χεριών που τάχτιζαν. Λάμπουν και σήμερ' ακόμα τα γιαλιστερά μάρμαρα του παλατιού.
Και το πλατύχωρο του τόπου, η λαμπρότη κ' η μεγαλοπρέπεια των χαλασμάτων ύστερ' από τόσες χιλιάδες χρόνια αφ' όντας χτίσθηκαν, τα στολίδια κ' η μονέδες οπού ξεθάφτονται, κ' η θέση αυτή τους ακόμα κοντά στη λίμνη κι απάνω σε βουνό, μες τη μέση της χώρας των Μολοσσών και κατάστρατα του δερβενιού που φέρνει από την Ήπειρο στη Θεσσαλία, δείχνουν πως, μια βολά, μεγάλη και περίφημη πολιτεία ηπειρωτική ακούονταν εδώ δα, που ποιος ξέρει πότε θα να φανερωθούν τάχα το όνομά της κ' η ιστορία της. Αυτοί που κατοικούν τον κάμπο ολόγυρά της λένε, καθώς μαθαίνουν από παπούν και γονιό, ότι τα κάστρ' αυτά ήταν θρόνος βασιλιά μεγάλου μια μέρα και δείχνουν καταμεσής των χαλασμάτων εις έναν όχτο απάνω, οπ' αγναντεύει δεξιά ζερβιά κι ολόγυρα ολούθε τον κάμπο, «το μνήμα της βασιλοπούλας».
Και λένε για το χαλασμό της οι ίδιοι, πώς Αλαμάνοι κουρσάροι την είχαν τριγυρισμένη έναν καιρό, και σα δε μπόρεσαν με την παληκαριά να την πατήσουν, διάλεξαν σύμμαχό τους την πονηριά και το δόλο. Πήραν ξελάκκου ένα κοπάδι κριάρια μια νύχτα σκοταδερή, δίχως αστροφεγγιά και σελήνη, δέσαν στα κέρατά τους λαμπάδες αναμμένες και φρύγανα και σαλαγώντας τα σκάρισαν από τον κάμπο στον ανατολικόν ανήφορο του βουνού κατά το κάστρο απάνω, φωνάζοντας κι αυτοί και τραγουδώντας. Βλέποντας το πλήθος των φώτων που κινούνταν κι οπώρχουνταν κατ' απάνω με σάλαγο και με χλαλοή οι άγρυπνοι του κάστρου φυλαχτάδες, νοιώθουν πως οι Αλαμανοί χούμησαν να τους πατήσουν· κράζουνε στ' άρματα το λαό, κ' οι πολεμιστάδες τετραπάνωτοι, πλακώνουν κι αραδιάζονται αρματωμένοι κι ακράτητοι απάνω στες τάπιες. Κ' οι Αλαμανοί, απ' άλλη μεριά, από κει πούχαν αφεθή τα τείχι' αφύλαχτα κ' έρημα, χυμάν και κρυφά μπαίνουν στα κάστρα μέσα και την πατούν την πολιτεία και σφάζουν και χαλνούνε και σκλαβώνουν. Απάνω από τριάντα χιλιάδες λαό, λένε οι χωρικοί σήμερα, έπαιρνε η πολιτεία αυτή τότε.
Παύλε Αιμίλιε! Σκληρέ κι άπονε πολέμαρχε της Ρώμης! Ποιος ξέρει με πόσων γυναικοπαίδων σκλαβιά χόρτασες εδώ δα τα βάρβαρα πάθη σου! Απ' άκρη 'ς άκρη στην Ήπειρο σήμερα, σε κάθε κορφή, σε κάθε χαμήλωμα βουνού, σε κάθε όχτο κάμπου, σε κάθε περιγιάλι και σε κάθε ακροποταμιά, τα ρεπιθεμέλα και τα χαλάσματα των κάστρων και των ναών που αναποδογύρισε η αλύγιστη σπάθη σου, σωριασμένα πέτρα απάνου σε πέτρα, σηκώνονται ολούθε σα μεγάλα και βαριά αναθέματα στ' άγριο κ' αιματόχαρο όνομά σου!
***
Από την κορφή του βουνού της Καστρίτσας ανοίγεται μπροστά στα μάτια του περιηγητού μεγάλο πανόραμα κ' έμμορφο. Ο ουρανός απλώνεται απάνω καθάριος και γαλανός κι από τ' αμέτρητα κι ανερεύνητα ύψη του χύνει ο χινοπωριάτικος ήλιος τες θαλπερές του αχτίδες στην πλάση κάτω, που προβάλλει σα νιόπαντρη γυναίκα, ζωηρή, γιομάτη φως και χρώματα κι ωμορφιά. Δεξά ο κάμπος, μοιρασμένος από τους ζευγολάτες αδερφικά 'ς ίσια και κανονικά τετράγωνα κομμάτια, αναχαράζει κι ακαρτερεί ώρα 'ς ώρα ταλέτρια και τα καματερά, να διαβούν από πάνω του και να τον οργώσουν. Ζερβά η λίμνη ατάραχη, απλωτερή, ολόστρωτη και μακρουλή, με το χαϊδεμμένο κι ακριβό νησάκι της μες τη μέση και με τον καλαμιώνα περίγυρα, καθρεφτίζει στα βάθη της, σα να σφίγγη απάνου στα στήθη της ερωτικά τον γαλανόν ουρανό και τ' αντίπερα καμαρωμένο βουνό της. Κάπου κάπου οργώνει τα νερά της κανένα καϊκάκι. Ανάλαφρη κι αγανή καταχνιά σηκώνεται σα σινδόνι από πάνω της σαν καιάμενου λιβανιού καπνός. Κατά τες δυτικές Οχθιές της, που ανάμεσ' απ' αυτή κι από σειρά χαμηλών βουνών απλωμένων από βοριά σε νότο σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα, στενή λουρίδα, που ανταμώνει τον πέρα με τον δώθε πλατύκαμπο, συμπυκνώνεται η πόλη του Γιαννίνου σε μεγάλο άπλωμα, με τα βυζαντινά κι αλή-πασαλήτικα κάστρα της, χωμένα μέσα στη λίμνη, με τους στενούς και λιθόστρωτους δρόμους, τα παλιά σπίτια και σαράγια, τα μπεζιστένια, τες εκκλησιές και τα σκολιά, με τες πικνές σκεπές και τα πολλά δέντρα και με τους δεκαοχτώ μιναρέδες της, που με περίσσιο θράσο πετιούνται απάνου από κάθε χτίριο και κάθε κλαρί κι οπού τα κατακίτρινα μεσοφέγγαρά τους αστραποβολούν στον ήλιο. Κι' ολοτρόγυρα τα Καμποχώρια, αμέτρητα μικρά και μεγάλα χωριά, που στολίζουν με τα σπιτάκια τους κάθε όχτο κάμπο και κάθε ριζό βουνού. Κι' ολόγυρ' από τα χωριά κι από τον κάμπο ορθώνονται σα φράχτες και σα ταμπούρια, οι λόφοι, τα χαμηλώματα των γύρωθε βουνών, οπ' αναβαίνοντας απανωτά σα σκαλοπάτια σχηματίζουν σιγά σιγά τα ψηλά κι άγρια και κακοτράχαλα καταρράχια του Πίνδου, του Σουλιού και του Δέλβινου, που κλειούν περίγυρα σα γιγάντιες κορνίζες, τη μεγάλη αυτή κι ωμμορφότατη εικόνα. Και τα καταρράχια αυτά όλα πλυμένα τώρ' από τα πρωτοβρόχια τοιμάζονται να καρτερέσουν απάνω τους τα χιόνια και τ' αστροπελέκια και τα δρολάπια του κακού χειμώνα, ζόρκ' από δάσα γιατ' έχουν πέσει τα φύλλα τους κ' έρημ' από κοπάδια γιατ' ολοένα κατέβαιναν τότε στα χειμαδιά κ' επλημμυρίζαν δαιδάλαια κι απλωτερά τα λιβάδια του κάμπου πέρα και τα ριζοβούνια.
— Αλλά και στην κορφή του βουνού απάνω το όραμα της ημέρας εκείνης ήτον εμμορφώτατο. Τρεις χιλιάδες και πλειότερες πανηγυριστάδες τήραε κανένας σκορπισμένες ανάμεσα στ' ανοιχτά ρεπιθεμέλα των παλαιών χτιρίων. Έλεγες ότ' είχαν συκωθή σύγκορμοι από τους τάφους των οι παλιοί κάτοικοι της μεγάλης αυτής και ξακουσμένης των Μολοσσών πολιτείας. Κ' εσυγχίζονταν κ' επαρδάλωναν κατά τους σωρούς η φορεσιές κ' η φυσιογνωμίες των χιλιάδων εκείνων. Κ' είχεν ολομπροστά του ο παρατηρητής σχεδόν όλες τες ενδυμασιές κι όλες τες φυσιογνωμίες των λαών της Ηπείρου. Όχι βέβαια γιατί φρόντισαν να κατεβούν τούτοι κατευθείαν από τα μέρη τους στο πανηγύρι. Αλλά γιατί τυχαίνουν να βρίσκωνται καθημερινώς στα Γιάννινα μέσα. Κ' έβλεπες τους Γιαννιώτες, τους παλιούς Γιαννιώτες, τους Ζαγορίσιους και τους Πρεβεζάνους με τους πανένιους τσουμπέδες τους σκουροχρωματισμένους, τες μακριές και παχιές γούνες, τα κατακκόκινα φέσια τους, τες ευγενικές, κάτασπρες και κάλοψες σάρκες τους, τους Αρτινούς, τους Σουλιώτες και τους Αρβανιτάδες, φουστανελλοφόρους, μ' αλαφρούς άσπρους σκούφους στα κεφάλια τους, αλλά με διαφορετικές φυσιογνωμίες, τους Αρτινούς με την πονηριά και την εξυπνάδα στα μάτια, τους Σουλιώτες με την περηφάνια στο μέτωπο και την πολεμικότη στο κορμί όλο, τους Αρβανίτες, τους Λιάπιδες με τη μπέσα και την εκδίκηση και τους Τσάμιδες με την απιστία και το δόλο στο στόμα· του Πίνδου τους λαούς τους βλαχόφωνους με τες κοντές φουστανέλλες και με τα χονδρά μάλλινα τσιπούνια τους, άσπρα και μαύρα, ανθρώπους του βουνού, προβατάριδες, τραχιούς, απονήρευτους, αγαθούς, μ' αόριστες ματιές, με παχιές άντζες, με στήθια ολάνοιχτα και δασιά και με την καρδιά στα χείλη· τους κατοίκους των περιχώρων της Κόνιτσας και του Δέλβινου, τους γνωρισμένους χτίστες και βαρελάδες, που μαύριζαν σαν καλιακούδες με τες μακρυές κι ολόμαυρες ενδυμασιές και τα πουτούρια τους· όμως πολυπληθέστεροι απ' όλους ήταν οι χωρικοί του Γιαννίνου, με τ' άσπρα φορέματα και τες χοντρές μπαρμπούτες, με τα ρωμαλέα κορμιά και τες κάκοψες μορφές, άνθρωποι του δικελλιού και της αλετροπόδας όλοι.
Παρόμοιες μ' αυτούς είνε κ' η γυναίκες τους, με τη διαφορά ότι τούτες καταφορτώνονται από βαριά ασημένια και μαλαμοκαπνισμένα στολίδια από το κεφάλι ως τη μέση κι ότι κάπου κάπου ανάμεσά τους βρίσκεται, σαν την αγράμπελη ανάμεσα στα βάτα, και καμμιά υποφερτή εμμορφιά. Η γυναίκες του Σουλιού και των Κατσανοχωριών φοράν σιγγούνια πολύλοξα κι ολίγα στολίδια· είνε ψηλές όμως σκληρομαθημένες και περήφανες, με μέτριαν Εμμορφιά κι αυτές, αλλά με τη δυσκολόβρετην αξιάδα να πιάνουν στα δουλευτικά χέρια τους με την ίδια πιτηδειοσύνη και τ' αλέτρι και το τουφέκι, η λεβέντισες. Έρχοντ' ύστερα η Ζαγορίσσιες κι η Βλάχισσες του Πίνδου, που δένουν τόσ' ώμορφα το μαντηλάκι τους στο κεφάλι και που συνειθίζουν να περικεντούν με κόκκινα και πλουμερά μεταξωτά γαϊτάνια τες καλοκομμένες κι αρμονικά ταιρισμένες στο λιγερό τους κορμί σάρικες· ανάμεσα σε τούτες η ωμορφιά δεν είνε σπάνια, κι όπου βρίσκεται προβάλλει στην εντέλεια, κ' ίσα ίσα κατ' αυτό πλειότερο παραλλάζουν από τες γυναίκες της Κόνιτσας. Κι' όλες η γυναίκες της Ηπείρου φοράν μαύρα. Τ' Αργυρόκαστρου μοναχά και του Δελβιναμιού η γυναίκες, παντού ξεχωρίζουν για την ασπράδα της φορεσιάς και την ασπράδα της ώμορφης όψης των αντάμα. Και στερνές η γυναίκες του Γιαννίνου, κ' έπειτα της Άρτας και της Πρέβεζας, που με τα ίδια μεταξωτά κι ατλαζένια και λαχουριά απλά φουστάνια φοριούνται, ντύνονται με τα ίδια απαλά κοντογούνια και με το ίδιο μαύρο γεμενί δένουν στον ίδιο τρόπο τα μαυροπλέξουδα κεφάλια τους. Η ευγένεια κ' η λεπτότη τούτων εδώ ξεχωρίζει από μακριά ανάμεσα στες άλλες ομόφυλλές του. Παρόμοια κι η γλυκιά, η μαλακή κι ήμερη εκείνη προφορά τους, όντας μιλούν κι όντας τραγουδάνε. Ξεχωρίζουν όμως κ' η μία από την άλλη κατά την ωμορφιά και τα σημάδια του κορμιού των. Και τον ξεχωρισμό τούτο φανερώνει και το χαριτωμένο τραγούδι, που γεννήθηκ' εκεί σε παλιά χρόνια κι' ακόμα ζη αθάνατο κι άγγιχτο από στόμα σε στόμα:
Στα Γιάννινα είν' η ώμορφες, στην Άρτα η μαυρομμάτες
Και στην καϋμένη Πρέβεζα κοντούλες και γιομάτες.
Όλες αυτές η ηπειρωτικές μορφές είχαν συμμαζωχθή την ημέρα εκείνη απάνου στα πλατιά της Καστρίτσας χαλάσματα. Όλ' αυτά τα ηπειρωτικά πλήθια συνειθίζουν μια φορά κάθε χρόνο κατά τον Τρυγητή να ξυπνάν με τον ποδοβολητό και με τες φωνές τους από τον χιλιόχρονο ύπνο τους τους παλιούς αντίλαλους των σκόρπιων και θλιβερών χαλασμάτων της ερημωμένης Καστρίτσας. Τα παιδιά τα μικρά κ' η κοπέλλες έτρεχαν εδώ κ' εκεί, σαν πεταλούδες, κ' εμάζευαν χεριές χεριές τα χινοπωριάτικα τ' αγριολούλουδα. Οι παλληκαράδες δοκίμαζαν να σηκώσουν απάνου χοντρά χάλαρα, θεμέλια ποιος ξέρει τίνων σπιτιών, και πλάκες θεριωμένες, σκεπάσματα τις ξέρει ποιανών πεθαμένων. Κ' εθύμιζαν έτσι τους αντρειωμένους αγαπητικούς της βασιλοπούλας του τραγουδιού, οπ' αγωνίζονταν ποιος να σηκώση τον παλαιγό βράχο, το ριζωμένο λιθάρι, που κοίτονταν μέσα στο περιβόλι της, στη μέση στην αυλή της, για να την πάρη γυναίκα του, καθώς τους είχε τάξει. Οι άντρες και με τα μάτια και με τα χέρια και με τα λόγια έδειχναν τον τρανό θαυμασμό τους για τα έργατα των παπούδων τους, και κάποτε κάποτε δε λησμονούσαν να ρίχνουν βαριά κατάρα και φοβερό ανάθεμα σ' εκείνους τους άθεους που τα χάλασαν και τα ξεχώνιασαν. Κ' έτρεχαν όλοι μαζί από πόρτα σε πόρτα κι από προμαχώνα σε προμαχώνα. Κάποιος έβλεπε δίπλα στους παραστάτες καμμιάς πόρτας από μέσα μεγάλες τετράγωνες τρύπες ως βαθιά στον τοίχο χωμένες κ' εφώναζε: — «Μωρέ, τηράτε· με ξύλινους σύρτες αμπάρωναν σαν εμάς τες πόρτες τους κ' οι παλιοί. Να η τρύπες από τους σύρτες! .» — Κάπου εύρισκε ο άλλος στη γη κάνα κομμάτι αγγειό πήλινο, είτε καμμιά πέτρα καλοπελεκημένη ή κάνα παλιό κόκκαλο ανθρωπινό ξεθαμμένο από τους τάφους και συμπυκνώνονταν εκεί ολόγυρά του οι άλλοι απανωτοί για να ιδούν, για να πιάκουν κι αυτοί για να περιεργαστούν. Κ' έλεγε ο καθένας το θαυμαστικό λόγο του. Κι' όταν ο γούμενος έβγαλε κ' έδειξ' εκεί μπροστά ασημένιες μονέδες και στολίδια μαλαματένια που ξέθαφτε κάποτε από τα μνήματα των χαλασμάτων π' άνοιγε τακτικά, σαν το θεριό των λόγγων της Αραπιάς, είδα τους καϋμένους χωριάτες να βγάζουν από τες λερωμένες κι αχαμνές σακούλες τους μετζίτια ολάκερ' ασημένια και τάλλαρα και να τ' αλάζουν με τα παλιά κείνα λείψανα, μόνο και μόνο για να τα κρεμάσουν σα γκόλφι και φυλαχτό μαζύ με τους σταυρούς και τα κωνσταντινάτα απάνω στα φέσια και στα χαϊμαλιά των μικρών παιδιών τους. Τ' απομεινάρια των ειδωλολάτριδων Ελλήνων, οπού με τόση μανία και μίσος κατάτρεχαν και τα χαλνούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, οι σημερινοί χωρικοί μας τα θωρούν άγια, γιομάτα γιατριά και δύναμη φυλαχτική.
***
Δε μείναμε ως το τέλος του πανηγυριού. Ενώ κατεβαίναμε τα τατσάβραχα προς τη λίμνη κατά το μεσημέρι, ακούγαμε ότι μας συνόδευε από πίσω το κατηφόρισμά μας ποιμενικό τραγούδι, π' αντιλαλούσαν απ' αυτό τα πλευρά του βουνού και τα τείχια του παλιού κάστρου. Ητον ο γιδάρης του μοναστηριού, που τραγουδώντας κατέβαινε να ιδή τι να γίνωνται τα βακούφικα, πούχαν μείνει την ημέρα κείνη για χάρι του πανηγυριού με το μικρό κοπέλλι του και με δυο σκυλιά. Ολόγυρά μας από τα χορταριασμένα κομμάτια της γης πρόβαλλαν ολόχαρα εδώ κ' εκεί τα πρωτόλουβα λουλούδια του χινόπωρου, η ξανθές κυκλαμιές, που τες ανάκραξαν ερωτικά από τα κλωνάρια του πριναριού οι συμπαθητικοί καλογιάννοι με το μονότονο κ' επαναληπτικό, το γλυκό και χαριτωμένο κελαϊδισμό τους. Κι' όντας εμπήκαμε στο καϊκάκι κ' ετράβηξε τα κουπιά του κατά τα Γιάννινα ο γέρος καϊξής μας, σα νάκλειε με μαλαματένιο κλειδί μέσα σε διαμαντένιο σεντούκι όλες εκείνες μας τες εντύπωσες από τ' ωραίο πανηγύρι μας είπε:
— Σα σήμερα το βράδυ, μωρέ παιδιά, μώλεγεν ο πατέρας μου, πως καθώς γύρναγαν οι πανηγυρίσιοι στα Γιάννινα της στεριάς κι απέρναγαν από τον πλάτανο τ' Αλήπασα, είδαν απόξω κει το σκοτομό του κλέφτη του Κατσαντώνη και τ' αδερφού του.
Ταξίδεψα κάποτε, — μας έλεγε ο Μήτρος, — με τη δασκάλα ενού χωριού. Ο δρόμος μας ήτον μακρινός, κ' είχαμε συντροφιά το αγωγιάτη μας, δυο μεσόκοπους πεζούς κ' ένα νιοστεφανωμένο αντρόγυνο. Η δασκάλα τότε πρωτοπήγαινε στο χωριό, ύστερ' από τέσσερα πέντε χρόνια που μαθήτευε τα σχολειά του Κεστοράτη. Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυο καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου. Και μοναχή της να ταξίδευε με τον αγωγιάτη, δεν εκιντύνευε ποτέ. Μα για κάθε κακό ένας δικός της την είχε παραδώκει στην προστασία και στην ευθύνη του νιου τ' αντρόγυνου.
Το βράδυ κονέψαμε σ' ένα μοναστήρι παλιό και μεγάλο, κατάστρατα στην ερημιά. Όσο να φτάκουμ' εδώ, όλο τον κάμπο, που διαβήκαμε, τον εσήκωσα με τα σωστά στο πόδι εγώ με τα τραγούδια και με τα εύθυμα λόγια μου. Αλλ' ούτε λόγο, ούτε καν χαμόγελο ένα δε μπόρεσα να της κλέψω της σκληρής. Το μοναστήρι είνε χτισμένο μέσα στο λόγγο. Έχει ψηλούς τοίχους περίγυρα κι από μέσα τα κελλιά αραδιασμένα με τες κρεββάτες τους, την πλακοστρωμένη αυλή με τα δέντρα της και το εκκλησάκι, μικρούτσικο και παλιό, από τα χίλια εκατό, καθώς γράφει στο νάρθηκά του, σκοτεινό, ήσυχο, όλο ευλάβεια και θρησκευτική ανατριχίλα. Φάγαμε σένα τραπέζι κοινό, διπλοπόδι καταγής στρωμένοι, ό,τ' έφερνε καθένας μαζή του κι ό,τι μας ψευτοτοίμασε ο φιλόξενος καλόγερος του μοναστηριού. Πολλά λόγια για απόδειπνα δεν αλλάξαμε, γιατί κι αποσταμέν' είμεσταν και την αυγή έπρεπε να ξυπνήσουμε γλήγορα για να φύγουμε δίχως ήλιο. Και πλαγιάσαμε.
Πλαγιάσαμε στην αυλή του μοναστηριού αραδαριά. Ήτον καλοκαίρι, θερτής μήνας, που 'νε μια χαρά να κοιμάται κανένας όξω. Αλλά πού να βρω ύπνο 'γώ. Όχι γιατ' είχα κοντά μου προσάναμμα. Ο Θεός μάρτυράς μου. Η δασκάλα κοιμώνταν πολύ μακριά, στην άκρη άκρη, πίσω από το νιο τ' αντρόγυνο. Αλλά γιατ' όταν έτσι τυχαίνει να ξενυχτίζω στην οξοχή, η όψη, η θεά της ξυπνάει κάποιο αίσθημα κρυφό κι άγνωρο μέσα μου, που δε μπορώ να το λαρώσω. Κι' αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε. Ούτε λαλίτσα νυχτοπουλιού, ούτε ήχος φλογέρας. Ουδέ βάβισμα σκύλλου, ουδ' αγωγιάτη σαλαγή, ουδέ κυπρί ζώου δεν αγροικάτο. Ο λογισμός μου πέταγε ελεύθερος, ανέμποδος και γοργός στ' άπειρο τ' αψήλου κ' εδροσολογιέταν μέσα στα μυστικά κάλλια της σεληνοφώτιτιστης νύχτας. Κάποτε κάποτε μούρχετο και να σηκωθώ, να πεταχτώ όξω από το μοναστήρι και να χωθώ μέσα στα ρουμάνια του, να μονιάσω σαν το θεριό. Μου φαινότουν πως έτσι μονάχα θα να 'βρεσκα λαρωμό, πως έτσι θα να γλυκοκοιμιώμουν. Κι' όσο να σκάση της χαραγής τ' άστρι στο καταρράχι του βουνού, κ' εγώ δε θυμάμαι πλια πόσα γλυκομιλήματα κρυφά ν' άλλαξα με τη δροσερή και μοσχοβολισμένη εκείνη νύχτα, σα βασίλεψε και το φεγγάρι στερνά και μας αφήκε στα σκοτεινά έτσι ολομόναχους.
Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια. Τον ανασασμό του τον ήσυχο κι απαλό, σαν εργατάρη, σα ζευγά, μοσχοβολισμένον από τες ευωδιές των ανθών του, τον έφερνε τον ανήφορο η χασκωτή και δασιά λαγκαδιά π' ανέβαινε ολόιση κατά το κορφοβούνι. Μ' εχτύπησε του μοσχοβολισμού του η πλημμύρα τρικυμιστά κι άξαφνα κι ανάσαναν βιαστικά και πνιχτά τα πνεμμόνια μου, σα να βουτούσα μέσα σε μοσχοβολισμένο νερό άπατης λίμνης. Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο!
Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα. Χλιμίντρησαν δυνατά και δυο μουλάρια, σα να χαιρέτιζαν κι αυτά τα καϋμένα το γλυκοξημέρωμα, εκεί που δρόσιζαν τα διψασμένα ρουθούνια τους στο νερό. Ο αγωγιάτης τ' αράδιασε ύστερ' από κουτσάκι σε κουτσάκι σαμαριού με τα καπίστριά τους και τάσυρε κατά το μοναστήρι σουρίζοντας. Κ' εγώ βρέχοντας στη βρυσούλα το πρόσωπό μου, συλλογιζόμουν πόσες κρυόβρυσες τέτοιες, σε τέτοια παρόμοια μαγική ώρα, έχουνε δροσέψει το θερμασμένο μου μέτωπο κ' ανοίξει τα βάρυπνα μάτια μου με τα κρυσταλλόνερά τους.
Όσο να γυρίσω 'γώ στο μοναστήρι είχαν σηκωθή κ' είχαν φορτώσει κιόλας οι άλλοι. Βγήκα στερνός από τη χαμηλή σιδερόπορτα του ξώτοιχου, σέρνοντας από το καπίστρι το μουλάρι μου κι ακολουθάμενος από ψηλόν ήμερο σκύλλαρο με οκνά μάτια και μαλλιά μακρύτατα παρδαλά. Όξω από το περιαύλι, που κατηφορνούσε χορταριασμένο το σιάδι κατά τη λαγκαδιά, ξάνοιξα μες το θαμπό φως της αυγούλας την καμπάνα του μοναστηριού, κρεμασμένη απάνου σ' ένα χιλιόχρονο πουρνάρι. Σίμωσα το πουρνάρι, βαστώντας το καπίστρι του μουλαριού στα χέρια μου, και πιάνομαι από το σχοινί της καμπάνας, που το κούναε δώθε και κείθε τ' απαλό φύσημα τ' αυγερινού δροσόπαγου. Με τους πρώτους της χτύπους όμως προγγάει το μουλάρι μου ξαφνιασμένο και ξεφεύγει από τα χέρια μου με κίντυνο να με παρασύρη κ' εμένα τον κατήφορο, αν δεν τ' απολούσα. Το μουλάρι το ξανάπιακε ο αγωγιάτης, κ' εγώ ξακολούθησα να βαράω την καμπάνα δυνατά κι αδιάκοπα. Δεν ξημέρωνε, όχι, γιορτή, για να καλέσω μ' αυτή τους γύρωθε χριστιανούς στην εκκλησιά, κι όσοι θα την άκουσαν κείνη την ώρα, ποιος ξέρει τι θα να βάλαν με το νου τους, — αλλά μου ερχότουν έτσι καλά να την γροικάω να σημαίνη, οι ήχοι της κ' οι αντίλαλοί τους να σμίγουν με τους κελαϊδισμούς των πουλιών, με το μουρμούρι του λόγγου και με τα ξεφωνητά των ορνιθιών, σ' έναν αρμονικό ύμνο της Χρυσαυγής που πρόβαινε στο βουνό γλυκοθώρητη και ντροπαλή, σα νυφούλα.
Οι άντρες δεν εκβαλίκεψαν. Ένας απ' αυτούς, ο νιόγαμπρος, είχε αγοράσει ένα πιστόλι, κι ανεβαίνοντας όλοι μαζή απάνου από το δρόμο, στους όχτους, έρριχναν στα πουρνάρια μ' αυτό, δοκιμάζοντά το πόσο έκοφτε, Εγώ μοναχά ακολουθούσα τες γυναίκες, — τη νιόνυφη και τη δασκάλα, — κι ο αγωγιάτης, που χάζευε κι αυτός με το πιστόλι από μακριά κ' έμνησκε πίσω πίσω. Ο δρόμος ήτον ολίγο ανηφορικός εδώ κ' έσχιζε το πυκνό δάσος του μοναστηριού. Κοδελώνονταν ολόγυρ' απ' όχτους, πήδαε ρεμματιές, ανέβαινε μικρούς βράχους. Κ' εκεί που πηγαίναμε αγάλια αγάλια εμείς οι τρεις καβάλα, εμένα μούρθε πάλε η όρεξη η βραδυνή για να τραγουδήσω. Σας ξομολογιέμαι. Όταν τυχαίνω σε δρόμο, ή θα μου κρατάη μέσα κάθε αναπνοή και κάθε κρίση ο θαυμασμός της φύσης ολόγυρα ή θ' απολύεται ακράτητ' η χαρά κι ο ενθουσιασμός μου σε τραγούδια και σε γελούμενα λόγια. Είχα πάρη, — θυμάσαι σαν τώρα —, το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούταν άσπρος σαν χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.
Η νιόνυφη, ζωηρή κι ανοιχτόκαρδη γυναίκα, δοκιμασμένη στα τέτοια γλυκοξυπνίσματα της αυγής στο νυφιάτικο στρώμα της, δείχνονταν περίχαρη και δεν άφινε κλωθογύρισμα δρόμου που να μη γυρνά και να μου πιδοκιμάζη με χαμόγελο την επιτυχία του καλού τραγουδιού. Μα η δασκάλα. . . . μωρέ τσιμουδιά, η σκληρή. Αν δεν είχε δοκιμάση κι αυτή, σαν τη νιόνυφη, τη γλυκάδα της χαραγής του τραγουδιού, τάχα δεν την ωνειρεύονταν όμως;
Ξάφνου σε μια λόξα της ρεμματιάς, απάνου στο γύρισμα του τραγουδιού μου, ακούω ένα σφιχτό ξεφωνητό και βλέπω τη δασκάλα να κατρακυλίζεται στο χαμηλό γκρεμό του βράχου. Μη παντέχετε πως ήτον αυτοκτονία. Κάθε άλλο. Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα. Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κ' όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδησι, την συνέφερα εγώ. Η νιόνυφη δε μπορούσε να πηδήση, κι αυτή από την καβάλα της να μου δώση βοηθητικό χέρι, κ' έστεκε εκεί ορθή κ' εφώναζε. Ως και τα μουλάρια τα καϋμένα σταμάτησαν μοναχά τους κ' είχαν κι αυτά γυρμένα κι ολάνοιχτα τα μάτια τους κατά εμάς. Εκείνο που καβαλίκευε η κόρη, γυμνό και ξαφνιασμένο, τρεμούλιαζε ολόρθο, τρομαγμένο από το ξαφνικό και βαρύ πέσιμο της κυράς του. Ο πρώτος μου λόγος, άμα τη συνέφερα, ήτον να τη ρωτήσω πού βάρεσε. Η κόρη σήκωσε τα μεγάλα καστανά μάτια της, κυκλωμένα περίγυρα κατά τες κώχες με μια αλαφριά μελανή λουρίδ' από τη λαχτάρα, και νοτισμένα από δυο χοντρά μαργαριτάρια, δάκρυα που τότες άρχιζαν ν' αναβρύζουν, με κύτταξε τόσο συμπαθητικά που ποτέ δε θα το λησμονήσω στη ζωή μου, και μούπε ανάλαφρα:
— Πουθενά, . . . σ' ευχαριστώ.
Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της, καλλίτερα. Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξαν — έτσι θα το ειπώ, — από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ' εγώ πολύ. Είχα 'πη στην αρχή πως δε θα την εύρισκα, εκεί που έτρεξα, ζωντανή. — τόσο βαριά και τόσο άσχημα είχε πέσει η καϋμένη, — κ' είχε πανιάσει το πρόσωπό μου πλειότερο κι από το δικό της. Σα μ' αναμέρισαν εμένα, τραβήχτηκα σε μια τούφα κ' έκατσα ν' ανασάνω. Αυτή αγάλια αγάλια ήρθε στα συγκαλά της και τη σήκωσαν να κινήσουμε γιατ' είχε περάσ' η ώρα, είχε δύσει ο ήλιος. Πέρασε κοντά μου, μ' είδε πανιασμένον και με ρώτησε σιγαλινά:
— Πού χτύπησες, πού σε πονεί;
Στην ταραχή και στη λαχτάρα της ενόμισε πως είχα πέσει κ' εγώ. Και μώκαμε την ίδια ρώτησι που της είχα κάμει εγώ, όταν την πρωτόφερα στο λογισμό της μοναχός μου.
Άσχημα έκαμα που είπα ότι μου την άρπαξαν πλέον από τα χέρια μου οι άλλοι κι ότι μ' αναμέρισαν ολότελα εμένα. Γιατ' όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε πάλι, κι ο αγωγιάτης με τους δυο πεζοδρόμους έμειναν να ράψουν την ίγγλα του μουλαριού και να ξαναφκιάσουν την καβάλα της, ο νιόγαμπρος φρόντισε να κατασυχάση και να συνοδέψη την ξαφνισμένην καλή του, κ' η δόλια η κόρη, εκτός που θα 'μνησκε μόνη της πίσω, μα στενοχωριότουν κιόλας να ξανανέβη στο ζώο που την έρριξε.
Τους κρυφούς συλλογισμούς της κόρης ο νιος τους νοιώθει. Χωρίς να καβαλικέψω, τραβώντας από το συρτάρι το μουλάρι μου, τη σίμωσα και τη ρώτησα αν μπορεί να ξανακαβαλικέψη το δικό της σα να τώξερα.
— Να μώδιναν άλλο καλλίτερα θα να ήτον, μου είπε χαμηλοκυττάζοντας.
— Πάρ' το δικό μου, της λέω.
— Και συ;
— Το δικό σου.
— Καϋμένε, θα σε ρίξη, μώκαμε μ' έκφραση ανατριχίχιλας.
— Έγνοιά σου.
— Μα και το δικό σου είν' άγριο.
— Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει;
— Ναι, μα 'κεί που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα. . . . . στο μοναστήρι κάτου;
— Μα εκεί ξαφνίστηκε.
— Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο.
— Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια.
Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή. Ήτον το πρώτο χαμογέλοιο που είδα να γλυκοχαράζη στα χείλη της. Φαντασθήτε τη χαρά μου. Έτσι μείναμε σύμφωνοι για τα μουλάρια μας και την παρακάλεσα να περάση να καβαλικέψη. Τη βοήθησα ν' ανεβή. Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασχάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της.
— Κύτταξε, μου είπε, πώς έγεινα από τα νερά κει πώπεσα.
— Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.
Κοκκίνισε σαν την παπαρούνα τ' Απρίλη στο πρόσωπο, μου χάρισε και δεύτερη συμπαθητικιά ματιά που μου ανατάραξε τα σωθικά όλα. Όπως θολώνει κάθε διαβάτης στο πέρασμά του τα λαγαρά βάθη του ποπαμού, και με το σιγαλό της «ευχαριστώ» την άκουσα να μουρμουρίση και τούτα:
— Αλλοίμονό μου, πώς κατάντησα.
Ήταν σεμνότατα τα λόγια της και δεν της αντιλογήθηκα.
Όσο να μας προφτάκουν οι πισινοί με το μουλάρι, ανέβηκα κάμποσον δρόμο πεζός εγώ στο πλάι της. Είχε τραβήξει πολύ μπροστά και το νιο τ' αντρόγυνο. Στο διάστημ' αυτό βρεθήκαμε οι δυο μας ολομόναχοι και συμφιλιωμένοι μέσα στο λόγγο. Χίλια γλυκά λόγια μώρχονταν στο νου για να της 'πω. Αλλ' όλα πνίγονταν ξαφνικά μες το λάρυγγά μου, που τον εστένευε δεν ξέρω κ' εγώ ποια δύναμη αόρατη κι αυστηρή. Όμως σε τέτοιες περίστασες γένονται καλοφωνότερο στόμα τα καϋμένα τα μάτια. Τότες μιλούν αυτά. Στο διάστημα κείνο, πόσα δεν της είπαν της κόρης τούτης τα μάτια μου. Κι' ακούν τα μάτια τότες. Κι' αυτινής μιλούσαν κι άκουγαν μοναχά τα μάτια. Έννοιωθα 'γω ότι τα μάτια της άκουγαν το τι της λέγαν τα δικά μου, όπως παρόμοια έννοιωθα το τι μου λέγαν τα δικά της. Όμως τι μούλεγε και τι της έλεγα, δε σας το μολογώ. Μπορεί να το φαντάζεστε.
Καβαλίκεψα κ' εγώ. Κάποιος λέει πως πλάγιασε σε κοριτσιού κρεββάτι και δεν τον άφηκαν να κλείση μάτι όλη τη νύχτα οι ψύλλοι. Εμένα, καθισμένον στην καβάλα της δασκάλας, δε μ' έφαγαν ούτε ψύλλοι ούτε κορέοι. Δεν έμεινα όμως κι ανέβλαβος ολότελα. Από την ώρα που με το πέσιμο της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά. Τραγουδούσαν οι άλλοι άντρες, φώναζαν, γελούσαν, έρριχναν πιστολιές από καβάλα στα δέντρα που διαβαίναμε' χωράτευαν με τους διαβάτες που συναπαντούσαμε, έσκιαζαν με ρεκασμούς τα γίδια που βρίσκαμε να βόσκουν κατάστρατα σκαρφαλωμένα, στ' αγριοπρίναρα, ξάφνιζαν με χουγιακτά τον πιστικό που στον όχτο παράμερα βαρούσε την τζαμάρα του. Εγώ αναίσθητος, ξένος και παντάξενος σ' όλ' αυτά. Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους.
— Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δώ, τήρα μπροστά σου.
Στες κακοτοπιές πούταν στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά. Μια φορά μου είπε ήσυχα, σα για να μη την ακούσουν ούτε τα πουλιά που γλυκοτσιμπιώνταν απάνω στα κλωνάρια του δάσου.
— Γιατί δε λες και συ τίποτα, πούνε η πρώτη χαρά σου; Χαμογέλασα μοναχά και δεν έχω αντιλογιά ότι τα μάτια μου, που την αντίκρυσαν, της φανερώσαν τη γλυκειά ανατριχίλα που περίτρεξε από φλέβα σε φλέβα κι απ' αρμό σ' αρμό το αίμα μου.
— Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε,
Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι:
— Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίσω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;
Ήτον πολύ τολμηρός ο λόγος μου τούτος κ' έφερε στο απαλό μάγουλό της το βαθύτερο της φωτιάς χρώμα. Αλλά δεν επειράχτηκε, γιατ' είδα να ξεβάψη γλήγορα πάλι και να με γλυκοτηρά.
Έτσι περάσαμε όλο το δρόμο, ως το χωριό. Εγώ παντού την επεριποιόμουν. Εγώ την ανεβοκατέβαζα από το ζώο μου στους ανήφορους και στους κατήφορους, εγώ την έπιανα από το χέρι στα ποτάμια και στους γκρεμούς, εγώ την επότιζα νερό με τ' αχώριστο πιξαρένιο καυκόπουλό μου στες κρυόβρυσες του Πίνδου, εγώ της έδωκα το ψάθινο σκιάδι μου, πώφερνα πάντα στα ταξείδια, για να μη την κάψουν τα λιοπύρια του Θερτή. Κι' αυτή όλο μ' ευχαριστούσε και μου χαμογελούσε γλυκά, κ' εγώ, αμίλητος πάντα, όλο ανατρίχιαζα γλυκότερα μέσα μου.
Κάποτε τη ρώτησα στο δρόμο να μου ειπή πού χτύπησε.
— Πουθενά, μώλεγε αυτή συμπαθητικά. Αλλ' από τ' αλαφρό σούφρωμα τ' ώμορφου προσώπου της κι από το συχνό βάλσιμο του χεριού της στη μέση, κατά τα νεφρά, ένοιωθα 'γώ ότι χτύπησε κι ότι πονούσε και τόκρυφτε. Όσο που της είπα μια φορά.
— Μα, μη το κρύβης από μένα.
Τώρα που με κύτταξε, τα μάτια της ήταν υγρότατα και στην υγρότη τους μέσα ξάνοιξα σα μέσα σε καθαρή ανάβρα, πως είχαν βουρκώσει και τα δικά μου.
Κι' άλλη μια φορά τη ρώτησα πώς έκαμε κ' έπεσε στη λαγκαδιά εκεί κάτου. Κι' αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο:
— Μ' είχε συνεπάρει . . . κάποια συλλογή … η πρωινή νύστα, . . .
το ξημέρωμα . . . ξέρω κ' εγώ . . . το τραγούδι σου . . .
Δεν είπεν άλλο. Χαμήλωσε και τα μάτια. Ούτ' εγώ μπόρεσα να την τηράω περισσότερο κατά πρόσωπο γιατ' ο λόγος της τούτος άναψε θέρμη μες τα μελίγγια μου.
Ύστερ' από καμμιά δεκαριά μέρες απαντηθήκαμε σ' ένα στενό κατηφορικό δρόμο του χωριού. Εγώ ανέβαινα κι αυτή κατέβαινε. Βαστούσε στ' αριστερό χέρι της κατιφένιο σακκουλάκι, πλουμισμένο με μετάξι απ' όξω και γιομάτο από βιβλιαράκια. Ήτον πρωί ακόμα. Δεν είχε πάει δυο βουκέντρες ο ήλιος. Χαιρετιστήκαμε. Κύτταξα ότι κ' εγώ κι αυτή σφίξαμε τα χέρια μας και δε μας έρχονταν να τ' αφήκουμε ο ένας τ' αλλουνού. Στα πρόσωπα είχαμε γίνει κ' οι δυο, σαν τον καρπό της κερασιάς όταν ουρμάζει, κατακόκκινοι. Κι' όσο τηράγαμε ο ένας τον άλλον κατάματα, τόσο πλειότερο άναφταν η όψες μας κ' υγραίνονταν τα μάτια. Τη ρώτησα:
— Πώς πάει το χτύπημα;
— Τώρα, … με πονεί εδώ.
Μου είπε γλυκά και μώδειξε με το χεράκι της δίπλα στο πλευρό της κατά το ψυχικό.
Καταλάβατε τ' ήθελε να 'πη η κόρη;
Ε, σας φτάνουν ως εδώ, τάλλα δε σας τα φανερώνω.
— Ακούστε, χωριανοί! Ταχιά, που θα σημάνουν η καμπάνες, να σκωθήτε όλ' σας, για να πάμε για μάρμαρα! Όποιος δε σκωθή και δεν πάη, νάχη τ' Άι — Νικόλα την κατάρα!
Τέτοια διαλάλησε προσταγή το σαββατόβραδο στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια ο πρωτόγερος, ανεβαίνοντας σε ξάγναντους και σε πεζούλια απάνου, ακουμπώντας κατά πίσω το χοντροκαμωμένο κορμί του στο δεκανίκι του το κρανένιο και προβάλλοντας κατά 'μπρός τ' ανοιχτά στήθια του, ως νάθελε να βγάλη μες από τα σωθικά όλη του τη βροντερή φωνή και να την χύση, σ' όλο το χωριό γύρα.
Και το ταχύ, μόλις ετσάκισαν τα εφτά μεσάνυχτα κ' έσκασε μες τ' ανατολικά κορφοβούνια το λαμπρότατο αστέρι, ο Γελαντζής, ξάφνου μαζί κ' η πέντε καμπάνες των αψηλών μας καμπαναριών ανατάραξαν το χωριό, σκόρπισαν από τα ματόφυλλα των χωριανών τον γλυκόν αυγερινό ύπνο, σαν ανεμοζάλη ωργισμένη που σηκώνετ' άξαφνα και σκορπάει την πάχνη και την καταχνιά που πλακώνουν τη πλάση.
Η καμπάνες χτυπάνε ζωηρά κι αδιάκοπα. Άλλες με παιδιάτικους ασημένιους ήχους, μαθημένες από τα παιδιά που κράζουνε στο σχολιό σημαίνοντας αυγή κι απόγιομα κι άλλες με ήχους θλιβερούς και βαρυτάτους συνηθισμένες από τους θανάτους κι από τα ξόδια που συχνότερα διαλαλούσαν· και μια, η μεγαλύτερη του καμπαναριού τ' Άι — Νικόλα, τρυπημένη κατάκορφ' από τουφεκιά κλέφτικη, ξεχώριζε απ' όλες με το βραχνό και σχισμένον ήχο της.
Τ' αυγουστιάτικο το φεγγάρι, κυκλωμένο κι ολόλαμπρο, έφεγγε καταμεσής τ' ουρανού, ίσκιωνε τες φυτιές και τα λαγκάδια, τες σπηλιές και τα ριζιμιά, τους φράχτες και τους πλοκούς, τα κλαριά και τες στιβανιές· κ' εφώταε περίγυρα τα βουνά όλα και τους γκρεμνούς και το χωριό μέσα. Ήταν θεού χαρά· Μέρα η νύχτα. Τα καλτερίμια των ανηφορικών δρόμων του χωριού, η πέτρινες ρούγες, τα μαρμαρένια πεζούλια, η αφρόπλακες και τ' ασπρολίθια των σπιτιών γιάλιζαν, λαμπύριζαν στο σεληνόφωτο. Άνοιγαν ανάρια κι αραδαριά τα παραθύρια τα καγγελωτά, σα βάρυπνα μάτια μεγάλα, κ' έφεγγαν μέσα τα σπίτια. Ύστερ' άνοιγαν πόρτες και παραπόρτια κ' εχύνονταν στους δρόμους πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα κ' έπερναν τον ανήφορο.
Η καμπάνες ολοένα δε σταμάταγαν. Τα πλήθη όσο ψηλότερ' ανέβαιναν τόσο συμπυκνώνονταν, κι αγάλια αγάλια οι κορφινοί του χωριού δρόμοι ώμοιαζαν σκοταδερές ρεμματιές και λαγκάδια δασιά, τόσο μαυρολογούσαν. Κι' ο θρος, οπ' ακούγονταν στα χαμηλώματα, στα καλτερίμια και στα χαλίκια από τα πατήματα των λιγοστών διαβατών, σιγά σιγά γένονταν τον ανήφορο σάλαγος, κι από σάλαγο πλιο ψηλά χλαλοή. Κι' από τη χλαλοήν αυτή τη μεγάλη και αφ' το πολύ το σημανταριό ξαφνισμένα τα ορνίθια ξύπναγαν στην κούρνια τους και φώναζαν κι αυτά πάρωρα. Και πίσω πίσω οι δημογέροντες του χωριού με τες κραυγές και με τα βιολιά, από ρούγα σε ρούγα κι απ' αυλόπετρα σ' αυλόπορτ' ανηφορώντας, ξύπνιζαν κ' έπαιρναν ομπροστά όσους δε δυνήθηκαν να ξυπνίσουν η καμπάνες.
***
Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομμένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο τόν' απάν' από τάλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή. Και με το σχήμα του το τριγωνικό μοιάζει τη νύχτα, με τ' αναμμένα τα φώτα, σα μέγα πολυκάντυλο το χωριό μας.
Βγήκανε στην κορφή απάνου. Εδώ σώνεται ο ανήφορος, κι ανοίγονται στρωτά σάδια και πλαγιές. Συμπυκνωμένο εδώ το πλήθος σωρούς σωρούς, μαύριζε τα σάδια και τες πλαγιές. Ως πούρθαν κ' οι δημογέροντες με τα βιολιά. Με τα βιολιά τώρα, με τες χαρές και με τα τραγούδια που κάμανε πέρα, σμιγμένοι και χωριστά οι άνδρες από τες γυναίκες, δεν παράλλαζαν από συμπεθεριό κι από ψίκι. Ένα μοναχά. Οπ' ούτε νύφην ούτε γαμπρό πήγαιναν για να πάρουν. Με τες τριχιές ριγμένες πισόπλατα, είτε κρεμάμενες από τα χέρια, πήγαιναν για μάρμαρα.
Είχε καή το χειμώνα η πλιο μεγάλη εκκλησιά του χωριού μας, ο Άι- Νικόλας, και το καλοκαίρι εκείνο την ξανάχτιζαν οι χωριανοί. Πλέρωναν μοναχά τα μεροδούλια των μαστόρων και κουβαλούσαν αυτοί από τα βουνά απάνου κάθε βδομάδα την πλάκα και τα μάρμαρα.
Εκεί που τελειώνουν πλέον τα σάδια κι αρχίζει πάλε η μπροστέλλα του βουνού, εκεί ήταν τα μάρμαρα. Εκεί με τους κασμάδες και με τους λοστούς δουλεύντας όλο το μεροβδόμαδο τάχαν αραδιάσει σωρούς σωρούς χοντροκομμένα τ' αφράτα μάρμαρα οι μαρμαράδες. Σαν ο γόνος του μελισσιού που ρίχνει και φεύγει από το κρινί και σκαλώνει απανωτό στριμωμμένο στο πρώτο κλωνάρι του κλαριού που τυχαίνει μπροστά του και το κλωνάρι μαυρίζει ολόβολο, έτσι μαύρισαν τώρα τα κάτασπρα εκείνα κι αστραφτερά σα χιόνια μαρμαροσώρια, από τα πλήθη που κόλλησαν απανουθιό τους. Άντρες και γυναίκες, δίπλωναν τες φλοκάτες τους σταυρωτά κατά πίσω, τες πίστρωναν ύστερα σα προσκέφαλα κ' εφορτωνόνταν ο ένας με τον άλλον τα θεόρατα μάρμαρα. Ως που φορτώθηκαν όλοι κι ως π' αναλήφτηκαν από μπροστά οι άσπροι σωροί.
Όταν ξεκίνησαν τον κατήφορο κατά το χωριό, χάραζε.
Άχνιζε τώρα κατά τη δύσι του το φεγγάρι και στ' ανατολικά κορφοβούνια, εκεί που πρώτα έλαμπε ο Γελαντζής, έσκαε ο Αυγερινός τώρα. Ο Μπάρρος, ο Καταρραχιάς, τ' Αυτί, η Νύφες κι άλλες ολόγυρα κορφές ασπρογάλιαζαν στο γλυκοχάραμμα. Πλήθος αυλάκια αφρόδροσα, οπ' έρχονται από τα κεφαλόβρυσ' απάνου κι οπ' αυλακώνουν εδώ κ' εκεί ολούθε τα πλάγια εκείνα, ξύπναγαν στα πατήματα του λιθοφορτωμένου κόσμου και με τα τρυφερά τους μουρμουρητά έλεγες ότι τόνα ρωτάει τάλλο, νυσταγμένο το μαύρο ακόμα, για το ξαφνικό εκείνο και παράωρο ποδοβολητό του λαού.
Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμώταν, έλουε τον ώμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκειά του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.
***
Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφοοο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι αυτοί, και πίσω το πλήθος. Και πάρα πίσω ακόμα, τα ξακουστότερα του χωριού παλληκάρια, οπού συν τρία και συν τέσσερα μαζί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους ώμους τους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαοιοκομμένους βράχους. Εδώ θυμώνταν κανένας τους παλιούς αντρειωμένους των τραγουδιών, τους σαραντάπηχους των παραμυθιών.
Κάπου κάπου σταμάταγαν για να ξανασάνουν και να συγκεντρωθούν.
Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ' ύστερ' από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησίας, η χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπά τους. Τα λιθοσώρια οπ' άσπριζαν ολονυχτής στο βουνό απάνου, λαμποκοπούσαν τώρα στο περιαύλι της εκκλησιάς· και γύρα τους ολόρθος ο κόσμος του χωριού, ξεφορτωμένος και κατακόκκινος και χαριτωμένος κι ώμορφος και λαμπρός, εδέχονταν με χαρές και με παινετικά λόγια τους αντρειωμένους, οπού στερνοί στερνοί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους των ώμους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους.
Είχαν οι μαστόροι τώρα για μια βδομάδα μάρμαρα να δουλέψουν. Ως το σαββατόβραδο τάλλο, που ο πρωτόγερος θα φώναζε πάλι στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια το συνηθισμένο διαλάλημά του.
— Ακούστε, χωριανοί! Ταχιά, που θα σημάνουν η καμπάνες, να σκωθήτε όλ' σας, για να πάμε για μάρμαρα! Όποιος δε σκωθή και δεν πάη νάχη τ' Άι-Νικόλα την κατάρα!
Πρόλογος Σελ 5
Αφιέρωσις » 7
Α.—Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Η Μαγεμμένη βρύσι » 13
Το Ηλιοβασίλεμμα » 14
Ο Τρύγος » 17
Τραγούδι του Αργαλειού » 19
Το Μαρμαρομένο βασιλόπουλο » 20
Ο Γέρος Καρβανάρος » 21
Η Ποθοπλανταγμένη » 22
Το Γεφύρι του Μανώλη » 23
Το Κέντημα του μαντηλιού » 28
Στο Σταυραητό » 31
Β. — ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ
Η Περδικομάτα » 35
Ο Κούρος » 36
Το Φίλημα » 39
Το Καλιόκαστρο (της Πρέβεζας) » 40
Ο Σκάρος » 42
Ο Σκάνιος » 44
Ο ετοιμοθάνατος βοσκός » 46
Έλα βοσκούλα έλα » 48
Ο Γέννος » 50
Ήθελα νάμουν τσέλιγγας » 57
Λεξιλόγιον » 59
Γ.—Ο ΨΩΜΟΠΑΤΗΣ
Η Πέτρα » 65
Το Κοπέλι » 66
Τ' Αστρί » 67
Η Κόρη » 70
Η Αγάπη » 72
Το Κρίμα » 73
Το Θάμα » 74
Ο Ψωμοπάτης » 76
Δ. — ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(Το πρώτον δημοσιευόμενα).
Η Αρπαγή » 79
Το Παράπονο της Βοσκοπούλας » 82
Τ'Αθάνατο νερό » 82
Το Μέθυο » 83
Η Πεντέλη » 84
Ο Θάνατος της βασιλοπούλας » 88
Η Διωγμένη Βασίλισσα Σελ. 91
Ο Αητός του Ασπροποτάμου » 94
Δημήτριος Μπότσαρης (Βιογραφία)
Στον θάνατο του στρατηγού
Δημητρίου Νότη Μπότσαρη » 99
Ε. — ΕΡΓΑ ΠΕΖΑ Προπέρσινα Χριστούγεννα (ανέκδοτοι)………… » 103
ΣΤ. — ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Η Εικόνα…….. » 115
Στα Χαλάσματα » 135
Το Σημειωματάρι του Γεροκα-
λαμένιου » 155
Το Σουλιωτόπουλο » 167
Το Πανυγύρι της Καστρίτσας » 179
Η Δασκάλα » 196
Τα Μάρμαρα » 209
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΙΑΣ„ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΒΑΓΝΕΡ Κ. Απλή ζωή μετάφρ. Φωτιάδου Δρ. 1.—
ΒΙΚΕΛΑ Δ. Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν » 2.—
ΒΙΚΕΛΑ Δ. Σύστασις Ελλην. Βασιλείου » 1.—
ΓΡΗΓΟΡΟΒΙΟΥ Φ. Αθηναΐς ιστορ. διήγ. μετάφρ. Σ. Λάμπρου » 1.—
ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ συμβάντων της Ελληνικής φυλής Δ. Κολοκοτρώνη » 1.50—
ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ Π. Εισαγωγή εις την Ιστορίαν ΙΘ' αιώνος » 4.—
Ιστορία του ΙΘ' » » 25.—
ΛΑΜΠΡΟΥ ΣΠ. Λόγοι και άρθρα » 3.—
ΜΗΛΙΑΡΑΚΗ ΑΝΤ. Αμοργός. Μετ ??? » 3.—
» Γεωγραφία Κεφαλληνίας. Μετά γεωγραφικού πίνακος » 2.—
» Γεωγραφία του νομού Κορινθίας. Μετά γεωγραφικ. πίν. » 2.—
ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ Κ. Ιστορικαί Πραγματείαι
ΡΑΓΚΑΒΗ ΑΛ. Απομνημονεύματα τομ 2 σελ. 807 » 10.—
ΣΥΓΓΡΟΥ ΑΝΔΡ. Απομνημονεύματα τομ. 3 » 4.50.—
ΣΜΑΪΛΣ Σ. Βοήθει Σαυτόν » 2.50—
ΠΑΓΑΝΕΛΗ ΣΠ. Πέραν του Ισθμού » 3.—
» Αθηναϊκαί ημέραι
» Πάρεργα Φύλλα
» Από Ακροπόλεως εις αλτιν δ?
ΠΑΛΑΜΑ Κ. Ύμνος εις την Αθηνάν » 1.—
» Ο Τάφος. Έκδ. Β'. Ο Πρώτος λόγος των Παραδείσων » 2.—
ΠΟΛΕΜΗ Ι. Το παληό βιολί » 3.—
» Αλάβαστρα » 3.—
» Βασιλιάς Ανήλιαγος » 1.50
» Χειμώνανθοι » 3.—
ΠΟΛΙΤΟΥ Ν. (Μεριμέ Γρ.) Κολόμβα » 2.—
ΡΑΓΚΑΒΗ ΚΛ. Η Δούκισσα των Αθηνών » 1.50—
ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΑΡ. Ελληνική Κοσμιότης » 2.—
ΤΙΜΑΤΑΙ (Τόμοι 2) ΔΡΑΧ 5
End of Project Gutenberg's Works: Poems - Prose Volume 2, by Kostas Krystallis