Title : Πρωταγόρας
Author : Plato
Translator : Aristeidis Harokopos
Release date : January 2, 2011 [eBook #34820]
Language : Greek
Credits : Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iasonas Konstantinides
Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iasonas Konstantinides
· Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnotes have been converted to endnotes. Words with bold characters are enclosed in &.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &.
Ο Πρωταγόρας, διάλογος του Πλάτωνος, ειρωνικός αλλά και βαθύς, συνεγράφη επί σκοπώ να τέρψη άμα και να φωτίση αναπαριστών τα ήθη και το πνεύμα των σοφιστών εν αυτή τη πράξει και υποβάλλων αυτά υπό τον έλεγχον αυστηράς κριτικής.
Η υπόθεσις του διαλόγου τούτου, ο οποίος ομοιάζει προς πράξιν δράματος και είναι πιστή και ζωηρά άμα εικών εκ του φυσικού, έχει ως εξής:
Ο νεαρός υιός του Απολλοδώρου Ιπποκράτης προσέρχεται βιαστικά εις τον οίκον του Σωκράτους και τον παρακαλεί να τον συστήση εις τον φημισμένον σοφόν Πρωταγόραν, ο οποίος, ως επληροφορήθη, έφθασεν εις Αθήνας, διά να καταστή και αυτός σοφιστής.
Μετά σύντομον συζήτησιν μεταξύ του Σωκράτους και του νεαρού Ισοκράτους, η οποία σκοπόν είχε να σχηματίση ούτος καθαράν ιδέαν περί του τι ζητεί από τον Πρωταγόραν και τι ακριβώς ο Πρωταγόρας επαγγέλλεται, αφ' ου εξημέρωσε, μετέβησαν ομού εις τον οίκον του Καλλίου, ένθα διέμενεν ο Πρωταγόρας, διά να τον συστήση ο Σωκράτης προς αυτόν. Εκεί εύρον όχι μόνον τον Πρωταγόραν, αλλά και άλλους επισήμους σοφιστάς και διαφόρους ευγενείς νέους μαθητάς των. Οι σοφισταί παρίστανται εν τω διαλόγω ως άνθρωποι επιδεικτικοί και επιβλητικοί και διά της εξωτερικής παραστάσεώς των και διά της ωραίας και τεχνικής ομιλίας των. Ο Πρωταγόρας ιδίως, διά να επιβληθή και εις αυτόν τον Σωκράτην και εις τους άλλους παρισταμένους, πληροφορεί σοβαρώς και πομπωδώς ότι διδάσκει την τέχνην της διοικήσεως των ιδιωτικών και δημοσίων υποθέσεων, δηλ. την πολιτικήν. Ο Σωκράτης δεικνύει απορίαν περί του αν είναι δυνατόν να διδάσκηται η πολιτική. Ισχυρίζεται δε ότι και οι αμαθέστεροι πολίται προσκαλούνται εις τας συνελεύσεις της πολιτείας και λέγουν την γνώμην των και εις τας σοβαρωτέρας ακόμη περιστάσεις, χωρίς να διδαχθούν την πολιτικήν τέχνην. Οι δε ικανώτατοι πολιτικοί, καθώς λ. χ. ο Περικλής, δεν ημπόρεσαν να μεταδώσουν εις τους υιούς των την πολιτικήν των μάθησιν.
Ό Πρωταγόρας αναλαμβάνει ν' αποδείξη εντελώς ότι η πολιτική διδάσκεται ως μάθημα αποτελεσματικώτατα, κατά δύο τρόπους, ή μ' ένα μύθον ή με αποδεικτικόν συλλογισμόν. Και διηγείται τότε τον παλαιόν μύθον του Επιμηθέως και του αδελφού του Προμηθέως, εις τους οποίους οι θεοί ανέθεσαν να μοιράσουν εις όλα τα ζώντα επί της γης τας διαφόρους ιδιότητας και τα προτερήματα, την απροβλεψίαν του Επιμηθέως, την ευφυίαν με την οποίαν έκλεψεν ο Προμηθεύς από το χαλκείον του Ηφαίστου την φωτιάν, και τέλος την επέμβασιν του Διός, ο οποίος έδωκε μ' ελευθεριότητα εις κάθε άνθρωπον μέρος από τα δύο μόνα αγαθά, τα οποία μετά την διανομήν απέμειναν, δηλ. την &δικαιοσύνην& και τον &σεβασμόν&. Αι δύο αύται αρεταί είναι η βάσις της πολιτικής τέχνης και, αφ' ου τας έλαβαν οι άνθρωποι, ήτο φυσικόν πράγμα και αναγκαίον το να ηξεύρουν να δίδουν γνώμην διά τα πολιτικά πράγματα. Ώστε αυτή η γνώσις είναι δώρον των θεών. Ούτε ημπορεί κανείς να φαντασθή άνθρωπον, ο οποίος να μη έχη την παραμικράν ιδέαν δικαιοσύνης.
Ούτω πως απέδειξεν ο Πρωταγόρας ότι οι κοινοί άνθρωποι, οι οποίοι εις τας συνελεύσεις δίδουν γνώμην, και πολλάκις σωστήν, διά τας πολιτικάς υποθέσεις, δεν είναι αδίδακτοι, αλλ' εδιδάχθησαν την δικαιοσύνην και τον σεβασμόν από τους θεούς.
Έπειτα ανήρεσε και τον άλλον ισχυρισμόν του Σωκράτους, ότι δηλ. οι μεγάλοι πολιτικοί δεν ημπόρεσαν να μεταδώσουν την ικανότητά των εις τα παιδιά των, κατά τον εξής τρόπον· πάντοτε, λέγει, και εις όλα τα μέρη οι άδικοι άνθρωποι κατακρίνονται και τιμωρούνται. Εάν η έλλειψις της δικαιοσύνης ήτο φυσική εις τον άνθρωπον, θα ήτο παραλογισμός να τιμωρούν διά μίαν φυσικήν έλλειψιν, όπως θα ήτο παραλογισμός, αν ετιμώρουν ένα οποιονδήποτε άνθρωπον, διότι είναι ασθενής ή άσχημος. Δεν τιμωρούν δε τους τοιούτους, διότι, όσον και αν βιασθούν, δεν ημπορούν να διορθώσουν τους εαυτούς των. Τους αδίκους όμως τιμωρούν, διότι ημπορούν, εάν προσπαθήσουν, να διορθωθούν και να γείνουν δίκαιοι. Ώστε όλοι οι άνθρωποι παραδέχονται, ότι καθείς ημπορεί να μάθη την δικαιοσύνην. Διά τούτο οι πολίται, και αυτοί οι ίδιοι και διά διδασκάλων, προσπαθούν διά το καλόν της πολιτείας να εμπνεύσουν εις τα τέκνα των την ιδέαν της δικαιοσύνης. Ότι δε οι παίδες των εναρέτων ανθρώπων δεν γίνονται πάντοτε και αυτοί ενάρετοι προέρχεται εκ του ότι όλοι οι άνθρωποι δεν έρχονται εις τον κόσμον προικισμένοι εξ ίσου, και ότι, διά ν' αποκτήση κανείς μίαν υψηλοτέραν αρετήν, χρειάζεται, να έχη καλυτέραν φυσικήν προδιάθεσιν, να καταβληθούν δε και μεγάλαι προσπάθειαι.
Ο Σωκράτης βλέπων ότι η συζήτησις έως εδώ δεν ήτο επιστημονική, αλλά με παραδείγματα της πείρας, και ότι δεν ήτο δυνατόν να φθάση εις ακριβές συμπέρασμα, αλλάζει μέθοδον και δίδει επιστημονικήν πορείαν εις την συζήτησιν.
Θέτει λοιπόν το ζήτημα ούτω: διά να μάθωμεν αν η αρετή ημπορεί να διδαχθή, είναι ανάγκη να ηξεύρωμεν από τι αυτή αποτελείται. Ερωτά λοιπόν τον Πρωταγόραν, αν η αρετή είναι πράγμα &απλούν& ή &σύνθετον& από μέρη ανεξάρτητα το έν του άλλου, και αν η δικαιοσύνη, η εγκράτεια και η ανδρεία είναι μέρη τοιαύτα της αρετής. Ο Πρωταγόρας παραδέχεται το δεύτερον, εν ώ ο Σωκράτης δι' αλλεπαλλήλων ερωτήσεων τον κάμνει να έλθη εις αντίφασιν με τον εαυτόν του και να παραδεχθή επί τέλους χωρίς να θέλη, ότι η &αρετή είναι εκ φύσεως μία και απλή&, διότι, αν ήτο σύνθετος από μέρη ανόμοια το έν με το άλλο, κανέν από τα μέρη αυτά δεν θα περιείχε μέσα του τίποτε από εκείνο που περιέχει το άλλο μέρος· και τότε δε η δικαιοσύνη θ' απέκλειε την ανδρείαν και η εγκράτεια την δικαιοσύνην και θα ημπορούσαμεν να συμπεράνωμεν, ότι ο δίκαιος δεν ημπορεί να είναι ανδρείος και ο εγκρατής δίκαιος. Και εκτός τούτου, εάν τα μέρη της αρετής είναι αντίθετα το έν του άλλου, θα ημπορούσαμεν να συμπεράνωμεν, ότι έν πράγμα ημπορεί να έχη πολλά αντίθετα, το οποίον είναι πράγμα αδύνατον. Η αρετή λοιπόν είναι μία και απλή και κατά την ουσίαν της και κατά την ενέργειάν της, και κακώς ήθελε χωρίση αυτήν κανείς εις μέρη. Τα δε λεγόμενα μέρη της αρετής είναι διάφοροι τρόποι αυτής, μη αποκλείοντες ο είς τον άλλον, περιεχόμενοι μέσα εις την ιδίαν την ουσίαν αυτής και ηνωμένοι με αυτήν, όπως τα συμπεράσματα ενός συλλογισμού με την αρχήν από την οποίαν απορρέουν. Τα διάφορα λοιπόν μέρη της αρετής, τα οποία λέγονται και αυτά αρεταί, συνέχονται κατά βάθος το έν με το άλλο, είναι αλληλένδετα και αποτελούν έν όλον.
Ούτω θεωρουμένη η αρετή δεν ημπορεί να εισαχθή εις την ψυχήν βαθμηδόν διά προοδευτικής διδασκαλίας, όπως ισχυρίζετο ο Πρωταγόρας, να διδαχθή δηλ. κατά σειράν πρώτον η δικαιοσύνη διά κανόνων και παραδειγμάτων, έπειτα η ανδρεία κτλ., και να εμφυτευθούν εις την ψυχήν. Η αρετή με όλας τας διακλαδώσεις της γεννάται εξ εμπνεύσεως φύσεως τιμίας, ήτις διά της ιδίας προσπαθείας περιβάλλει συγχρόνως και την ουσίαν και τους τρόπους αυτής χάρις εις το έμφυτον συναίσθημα του αγαθού, το οποίον προηγείται και δημιουργεί αυτήν. Αυτήν λοιπόν την γνώσιν, που είναι πραγματικώς προγενεστέρα και ανωτέρα από την γνώσιν της αρετής, κανείς δεν ημπορεί να την διδάξη, διότι κανείς δεν ημπορεί να την λάβη από άλλον παρά μόνον μέσα από τον ίδιον τον εαυτόν του, διότι γεννώμεθα μαζί με αυτήν.
Οι ακαταμάχητοι του Σωκράτους συλλογισμοί δεν έπεισαν τον επηρμένον σοφιστήν, ο οποίος προβάλλει ακόμη σοφιστικά επιχειρήματα λέγων ότι η ανδρεία αναγκαίως είναι χωριστή από τας άλλας αρετάς, διότι και ο πλέον άδικος και ο πλέον άσωτος ημπορεί να δειχθή ανδρείος. Αλλ' ο Σωκράτης αποδεικνύει ότι η ανδρεία, όταν στερήται φρονήσεως, με άλλους λόγους γνώσεως, δεν είναι αληθής ανδρεία. Η ουσία της ανδρείας είναι η γνώσις των πραγμάτων, τα οποία είναι φοβερά και εκείνων τα οποία δεν είναι. Επειδή δε όλαι αι αρεταί αποτελούν μίαν και μόνην, αυτής δε, της μιας και μόνης, όρος είναι η γνώσις, η δε γνώσις ημπορεί να διδαχθή, ο Σωκράτης φαίνεται ότι περιέπεσεν εις αντίφασιν παραδεχόμενος τώρα την αυτήν γνώμην με τον Πρωταγόραν, ότι η αρετή είναι καρπός γνώσεως, ήτις ημπορεί να διδαχθή.
Είτε διότι ήθελεν ο Σωκράτης εις το τέλος του αγώνος να καταστήση φανερόν εις τον Πρωταγόραν ότι ημπορεί καλύτερα από ένα σοφιστήν ν' αποδείξη ό,τι θέλει, και την υπέρ δηλ. γνώμην και την κατά, είτε διότι ηθέλησε να μείνη εν αμφιβόλω το ζήτημα αν η αρετή ημπορεί να διδαχθή ή όχι, διακόπτει τον διάλογον απευθύνων φιλόφρονας και επαινετικούς λόγους εις τον Πρωταγόραν και αναβάλλων εις άλλοτε την συνέχειαν και το τέλος της συζητήσεως.
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ (ή Σοφισταί).
Φίλος
— Από πού έρχεσαι, Σωκράτη; Ή είναι δα φανερόν ότι έρχεσαι από το
κυνήγημα της ωραιότητος του Αλκιβιάδου; Και όμως και εις εμέ, ο
οποίος τον είδον προηγουμένως, αν και τέλειος άνδρας πλέον,
εφαίνετο μεν ωραίος, αλλ' όμως άνδρας πλέον, Σωκράτη, ας το
ομολογήσωμεν μεταξύ μας, και αρχίζουν να φυτρώνουν γένεια εις τον
πώγωνά του.
Σωκράτης
Έπειτα τι πειράζει τούτο; Συ όμως δεν δίδεις δίκαιον του Ομήρου, ο
οποίος είπεν, ότι τα πλέον χαριτωμένα νειάτα είναι, όταν αρχίζουν
να φυτρώνουν τα γένεια, τα οποία (νειάτα) έχει τώρα ο Αλκιβιάδης;
Φίλος
Πώς πηγαίνουν λοιπόν τώρα τα πράγματα; Έρχεσαι βέβαια από εκείνον·
και ποίας διαθέσεις δεικνύει προς σε το παλληκάρι;
Σωκράτης
Καλάς, καθώς τουλάχιστον μου εφάνη, και μάλιστα κατά την σημερινήν
ημέραν· διότι πολλά είπε προς έπαινόν μου, λαμβάνων το μέρος μου,
και τώρα λοιπόν από εκείνον έρχομαι. Θέλω όμως να σου είπω έν
πράγμα παράξενον· ότι δηλαδή, εν ώ εκείνος ήτο παρών, και ο νους
μου δεν έδιδε προσοχήν εις αυτόν και συχνά τον ελησμόνουν.
Φίλος
Και τι πράγμα τόσον σοβαρόν συνέβη σχετικώς με σε και εκείνον;
Διότι δεν φαντάζομαι ότι απήντησες κανένα άλλον ωραιότερον μέσα
τουλάχιστον εις αυτήν την πόλιν.
Σωκράτης
Απήντησα βέβαια και πολύ ωραιότερον.
Φίλος
Τι λέγεις; Πολίτην ή ξένον;
Σωκράτης
Ξένον.
Φίλος
Από ποιον μέρος;
Σωκράτης
Από τα Άβδηρα.
Φίλος
Και τόσον ωραίος εθεώρησες ότι είναι ο ξένος αυτός, ώστε να σου
φανή ωραιότερος από τον υιόν του Κλεινίου;
Σωκράτης
Πώς δεν πρέπει, καλότυχε, το σοφώτερον να φαίνεται ωραιότερον;
Φίλος
Αλλά εις τα σωστά σου, Σωκράτη, μας ήλθες, αφ' ου απήντησες κάποιον
σοφόν;
Σωκράτης
Σοφώτατον βέβαια, από όσους τουλάχιστον τώρα υπάρχουν, εάν σου
φαίνεται ότι ο Πρωταγόρας είναι σοφώτατος.
Φίλος
Ω, τι λέγεις; Ο Πρωταγόρας μας ήλθε;
Σωκράτης
Είναι τώρα τρίτη ημέρα αφ' ότου ήλθε.
Φίλος
Και λοιπόν έρχεσαι, αφ' ου προ ολίγου τον αντάμωσες;
Σωκράτης
Ναι, και αφ' ου βέβαια παραπολλά και είπα και ήκουσα.
Φίλος
Και δεν μας διηγείσαι λοιπόν την συνομιλίαν σας, εάν δεν έχης κανέν
εμπόδιον, καθίζων εδώ δα, αφ' ου σηκώσης τούτο εδώ το παιδίον;
Σωκράτης
Πολύ ευχαρίστως· και θα σας χρεωστώ βεβαίως χάριν, εάν δώσετε
ακρόασιν.
Φίλος
Και ημείς επίσης θα σου χρεωστούμεν χάριν, εάν μας είπης.
Σωκράτης
Θα είναι λοιπόν αμοιβαία η χάρις. Αλλά δώσατε λοιπόν ακρόασιν.
Αυτήν δα την νύκτα που επέρασε, εν ώ ήτο ακόμη όρθρος βαθύς, ο Ιπποκράτης, ο υιός του Απολλοδώρου και αδελφός του Φάσωνος, εκτύπα πολύ δυνατά την θύραν με την ράβδον του, και, αφ' ου κάποιος του ήνοιξεν, επροχώρει μέσα βιαστικά και φωνάζων δυνατά έλεγε·
— Σωκράτη, είσαι έξυπνος ή κοιμάσαι;
Και εγώ, επειδή εγνώρισα την φωνήν του, είσαι, είπα, ο Ιπποκράτης· μήπως, μας φέρεις καμμίαν νέαν είδησιν;
— Τίποτε άλλο, είπε, παρά καλάς βέβαια ειδήσεις.
— Ο Θεός να δώση, είπον εγώ· αλλά τι τρέχει; Και διά ποίαν αιτίαν ήλθες τόσον πρωί;
— Ο Πρωταγόρας έφθασεν, είπεν, αφ' ου εστάθη πλησίον μου.
— Από προχθές, είπον εγώ, και συ τώρα το έμαθες;
— Μα τους θεούς, είπε, το εσπέρας βέβαια το έμαθα. Και συγχρόνως ψάχνων εύρε το σκαμνί, εκάθισε πλησίον εις τους πόδας μου και είπε· το εσπέρας βέβαια, πολύ αργά, αφ' ου έφθασα από την Οινόην· διότι ο δούλος μου Σάτυρος μου έφυγε κρυφά· εν ώ λοιπόν είχα σκοπόν να σου είπω, ότι θα τον κυνηγήσω να τον εύρω, ήλθεν άλλο πράγμα εις τον νουν μου και ελησμόνησα τούτο. Όταν δε επέστρεψα και είχομεν δειπνήσει και επρόκειτο να πλαγιάσωμεν, τότε μου λέγει ο αδελφός μου ότι ήλθεν ο Πρωταγόρας. Και κατ' αρχάς μεν εσκέφθην να έλθω προς σε αμέσως (να σου το είπω). Έπειτα όμως εσκέφθην ότι είναι πολύ προχωρημένη η νυξ· ευθύς δε που ο ύπνος με ελάφρωσεν από τον κόπον, αμέσως εσηκώθην και εκίνησα να έλθω εδώ.
Και εγώ γνωρίζων την καρδίαν του και (βλέπων) την ταραχήν του,
ερώτησα:
— Τι λοιπόν είναι τούτο που έπαθες; Μήπως σου έκαμε κανέν κακόν ο
Πρωταγόρας;
Και εκείνος, αφ' ου εγέλασεν, είπε:
— Ναι, μα τους θεούς, Σωκράτη, διότι μόνος του βέβαια είναι σοφός,
δεν κάμνει δε και εμέ σοφόν.
— Αλλά ναι, μα τον Δία, είπα εγώ, εάν δώσης εις αυτόν χρήματα και
τον καταφέρης, θα κάμη και σε σοφόν.
— Μακάρι, είπεν αυτός, Ζευ και θεοί, να εξαρτάται από τούτο, διότι τότε ούτε από τα ιδικά μου χρήματα θ' αφήσω λεπτόν ούτε από τα χρήματα των φίλων μου· αλλ' ίσα ίσα δι' αυτήν την αιτίαν έρχομαι και τώρα προς σε, διά να του ομιλήσης δι' εμέ, διότι εγώ αφ' ενός μεν είμαι νέος, εξ άλλου δε δεν έχω ίδει ουδέ ακούσει ποτέ μου τον Πρωταγόραν· ήμην ακόμη παιδίον, ότε την προηγουμένην φοράν ήλθεν ο Πρωταγόρας, αλλά βεβαίως (ακούω ότι) επαινούν όλοι τον Πρωταγόραν και λέγουν ότι είναι εις το να ομιλή σοφώτατος· αλλά διατί δεν πηγαίνομεν προς αυτόν, διά να τον προφθάσωμεν εις το σπίτι; Έμεινε δε, καθώς εγώ ήκουσα, εις του Καλλίου του Ιππονίκου· αλλ' έλα να υπάγωμεν.
Και εγώ είπον· ας μη υπάγωμεν εκεί ακόμη, καλέ μου, διότι, είναι πρωί· αλλ' έλα, ας σηκωθώμεν να εξέλθωμεν εις την αυλήν και ας περάσωμεν εκεί την ώραν περιφερόμενοι, έως ότου να φέξη· έπειτα πηγαίνομεν. Διότι ως επί το πλείστον ο Πρωταγόρας μένει μέσα, ώστε μη φοβείσαι· θα τον εύρωμεν, καθώς είναι βέβαιον, μέσα.
Έπειτα από αυτά εσηκώθημεν και επεριπατούμεν εις την αυλήν· και εγώ θέλων να εμβαθύνω εις τον σκοπόν του Ιπποκράτους τον εβολιδοσκόπουν και ηρώτων αυτόν ως εξής (1):
Σωκράτης
Ειπέ μου, είπον εγώ, Ιπποκράτη, τώρα πρόκειται να υπάγης κοντά εις
τον Πρωταγόραν, να πληρώσης ως μισθόν εις εκείνον χρήματα διά τον
εαυτόν σου· προς ποίου είδους άνθρωπον νομίζεις ότι πηγαίνεις και
διά να σε κάμη τι είδους άνθρωπον; Καθώς εάν σου ήρχετο εις τον
νουν να υπάγης εις τον ομώνυμόν σου, τον Ιπποκράτη από την νήσον
Κω, ο οποίος είναι από εκείνους που κατάγονται από τον Ασκληπιόν,
διά να πληρώσης ως μισθόν εις εκείνον χρήματα διά τον εαυτόν σου,
και σε ηρώτα κανείς, ειπέ μου, Ιπποκράτη, έχεις σκοπόν να πληρώνης
μισθόν εις τον Ιπποκράτην, επειδή είναι τι είδους άνθρωπος; Τι
ήθελες αποκριθή;
Ιπποκράτης
Θα έλεγα, είπεν, ότι κάμνω τούτο, επειδή είναι ιατρός.
Σωκράτης
Και διά να γείνης και συ τι είδους άνθρωπος;
Ιπποκράτης
Διά να γείνω, είπεν, ιατρός.
Σωκράτης
Εάν δε σου ήρχετο εις τον νουν, αφ' ου υπάγης εις τον Πολύκλειτον
από το Άργος, ή εις τον Φειδίαν από τας Αθήνας να πληρώνης εις
εκείνους μισθόν διά τον εαυτόν σου, εάν ήθελε σε ερωτήση κανείς· τι
είδους ανθρώπους θεωρείς τον Πολύκλειτον και τον Φειδίαν και έχεις
σκοπόν να πληρώνης αυτά τα χρήματα; Τι ήθελες αποκριθή;
Ιπποκράτης
θα έλεγα ότι τα πληρώνω, διότι είναι αγαλματοποιοί.
Σωκράτης
Και διά να γείνης τι πράγμα συ ο ίδιος;
Ιπποκράτης
Διά να γείνω, εννοείται, αγαλματοποιός.
Σωκράτης
Πολύ καλά, είπα εγώ· τώρα λοιπόν εγώ και συ, αφ' ου υπάγωμεν εις
τον Πρωταγόραν, θα είμεθα έτοιμοι να πληρώνωμεν διά σε ως μισθόν τα
ιδικά μας χρήματα, εάν αυτά αρκούν και με αυτά τον καταφέρωμεν· εάν
δε όχι, δαπανώντες και τα χρήματα των φίλων μας. Εν ώ λοιπόν ημείς
με τόσην προθυμίαν καταγινόμεθα εις αυτά, εάν κανείς μας ερωτήση·
ειπέ μου, Σωκράτη και Ιπποκράτη, τι είδους άνθρωπον θεωρείτε τον
Πρωταγόραν και έχετε σκοπόν να του πληρώνετε χρήματα; Τι ηθέλομεν
αποκριθή εις αυτόν; Τι άλλο όνομα ακούομεν να λέγουν διά τον
Πρωταγόραν, καθώς λέγουν διά τον Φειδίαν το όνομα αγαλματοποιός,
και διά τον Όμηρον το όνομα ποιητής; Τι τοιούτον όνομα ακούομεν διά
τον Πρωταγόραν;
Ιπποκράτης
Ονομάζουν βεβαίως, Σωκράτη, είπεν ο Ιπποκράτης, τον άνδρα ότι είναι
σοφιστής.
Σωκράτης
Θα υπάγωμεν λοιπόν να πληρώνωμεν τα χρήματα εις αυτόν ως σοφιστήν;
Ιπποκράτης
Μάλιστα.
Σωκράτης
Εάν λοιπόν σε ερωτήση κανείς ακόμη και τούτο· συ ο ίδιος τι θέλεις
να γείνης και πηγαίνεις κοντά εις τον Πρωταγόραν;
Ιπποκράτης
Και εκείνος είπεν, αφ' ου εκοκκίνισε — διότι πλέον ήρχισε να φέγγη
η ημέρα, ώστε αυτός εφαίνετο καθαρά — εάν μεν ομοιάζη τούτο κατά τι
με τα προηγούμενα, διά να γείνω, εννοείται, σοφιστής.
Σωκράτης
Συ δε, είπον εγώ, διά το όνομα των θεών, δεν θα εντρέπεσαι να
παρουσιάσης τον εαυτόν σου εις τους Έλληνας ως σοφιστήν;
Ιπποκράτης
Ναι, μα τον Δία, Σωκράτη, θα εντρεπόμην, εάν πρέπη να ομολογήσω
εκείνα τα οποία σκέπτομαι.
Σωκράτης
Αλλ' άρά γε, Ιπποκράτη, μήπως δεν νομίζεις ότι η μάθησίς σου εκ
μέρους του Πρωταγόρου θα είναι τοιαύτη (διά ν' αποκτήσης δηλαδή το
επάγγελμα του σοφιστού), αλλά ωσάν εκείνην η οποία έγεινεν εκ
μέρους του γραμματοδιδασκάλου και του κιθαροδιδασκάλου και του
παιδοτρίβου (δηλαδή του γυμναστού); Διότι συ δεν έμαθες κανέν από
αυτά τα μαθήματα ως τέχνην διά να γείνης τεχνίτης, αλλά διά να
εκπαιδευθής, όπως αρμόζει να εκπαιδεύηται ο πολίτης και ο ελεύθερος
άνθρωπος.
Ιπποκράτης
Βεβαιότατα, είπεν ο Ιπποκράτης, μου φαίνεται ότι μάλλον τοιαύτη
πρέπει να είναι η εκ μέρους του Πρωταγόρου μάθησίς μου.
Σωκράτης
Γνωρίζεις λοιπόν εκείνο το οποίον πρόκειται τώρα να πράξης, ή δεν
το καταλαμβάνεις; Είπα εγώ.
Ιπποκράτης
Προκειμένου περί τίνος πράγματος;
Σωκράτης
Ότι πρόκειται να παραδώσης την ψυχήν σου να την περιποιηθή
άνθρωπος, ως λέγεις, σοφιστής· τι δε πράγμα είναι ο σοφιστής, θα
μου φανή παράξενον, αν το ηξεύρης. Και όμως, εάν δεν ηξεύρης τούτο,
ούτε εις τι είδους άνθρωπον παραδίδεις την ψυχήν σου ηξεύρεις, ούτε
αν την παραδίδεις εις καλόν ή εις πραγματικώς κακόν.
Ιπποκράτης
Νομίζω βέβαια, είπεν ο Ιπποκράτης, ότι ηξεύρω.
Σωκράτης
Λέγε λοιπόν, τι νομίζεις ότι είναι ο σοφιστής;
Ιπποκράτης
Εγώ μεν, είπεν αυτός, καθώς και το όνομα φανερώνει, νομίζω ότι
σοφιστής είναι εκείνος που γνωρίζει τα σοφά πράγματα.
Σωκράτης
Δεν ημπορούμεν λοιπόν, είπα εγώ, να είπωμεν τούτο και διά ζωγράφους
και διά τέκτονας, ότι δηλαδή αυτοί είναι οι οποίοι γνωρίζουν τα
σοφά πράγματα· αλλ' εάν κανείς μας ερωτήση, κατά τι σοφά πράγματα
ηξεύρουν οι ζωγράφοι, θα είπωμεν ίσως εις αυτόν, ότι γνωρίζουν τα
αναφερόμενα εις την τεχνούργησιν των εικόνων, και τα άλλα ομοίως.
Εάν δε κανείς ήθελεν ερωτήσει το εξής, ο δε σοφιστής των κατά τι
σοφών πραγμάτων είναι γνώστης; Τι ηθέλαμεν αποκριθή εις αυτόν; Ότι
ποίαν εργασίαν γνωρίζει;
Ιπποκράτης
Τι άλλο θα ελέγαμεν εις αυτόν, Σωκράτη, παρά ότι ο σοφιστής
γνωρίζει να κάμνη ένα ικανόν εις το λέγειν;
Σωκράτης
Θα ελέγαμεν ίσως την αλήθειαν, είπα εγώ, όχι όμως βέβαια επαρκώς·
διότι η απόκρισίς σου μας χρειάζεται ακόμη μίαν ερώτησιν· περί
ποίου πράγματος δηλαδή ο σοφιστής κάμνει ένα ικανόν να λέγη· καθώς
ο κιθαροδιδάσκαλος κάμνει βεβαίως ένα ικανόν να λέγη δι' εκείνο το
πράγμα το οποίον τον έμαθε, δηλαδή διά τον κιθαρισμόν· δεν είναι
έτσι;
Ιπποκράτης
Ναι.
Σωκράτης
Πολύ καλά· ο δε σοφιστής λοιπόν περί ποίου πράγματος κάμνει ένα
ικανόν να λέγη; Ή εννοείται ότι τον κάμνει ικανόν να λέγη δι'
εκείνο το οποίον και ηξεύρει;
Ιπποκράτης
Επόμενον είναι βεβαίως.
Σωκράτης
Ποίον λοιπόν είναι το πράγμα περί του οποίου και ο ίδιος ο σοφιστής
γνωρίζει και τον μαθητήν του κάμνει να γνωρίζη;
Ιπποκράτης
Μα τον Δία, είπεν ο Ιπποκράτης, δεν ημπορώ πλέον να σου το είπω.
Σωκράτης
Και έπειτα από τούτο εγώ είπα· Τι λοιπόν; Ηξεύρεις εις ποίον
κίνδυνον πηγαίνεις να εκθέσης την ψυχήν σου; Ή το μεν σώμα σου, εάν
ήτο χρεία να εμπιστευθής αυτό εις κανένα, διακινδυνεύων ή να γείνη
καλά ή να γείνη κακά, θα εσκέπτεσο επανειλημμένως πολλά, αν πρέπει
να το εμπιστευθής εις αυτόν ή όχι, και τους φίλους και τους
συγγενείς σου θα παρεκάλεις να σε συμβουλεύσουν και θα εξήταζες το
πράγμα πολλάς ημέρας· εκείνο δε το οποίον θεωρείς πολυτιμότερον από
το σώμα σου, δηλαδή την ψυχήν σου, και εκ του οποίου εξαρτάται καθ'
όλα η ευτυχία ή δυστυχία σου, εάν αυτή γείνη καλή ή κακή, διά τούτο
λοιπόν το πράγμα ούτε εις τον πατέρα σου, ούτε εις τον αδελφόν σου,
ούτε εις κανένα από ημάς τους φίλους σου έκαμες τίποτε γνωστόν, διά
να συμβουλευθής αν πρέπει να εμπιστευθής την ψυχήν σου ή όχι εις
τούτον τον ξένον όστις ήλθεν, αλλ' αφού το έμαθες το εσπέρας, καθώς
λέγεις, τα χαράμματα έρχεσαι και διόλου δεν αναφέρεις ούτε
συμβουλήν ζητείς δι' αυτό το ζήτημα, αν πρέπει δηλαδή να
εμπιστευθής τον εαυτόν σου εις αυτόν ή όχι, είσαι δε έτοιμος να
δαπανήσης και τα ιδικά σου και των φίλων σου τα χρήματα, διότι τώρα
πλέον έχεις πεισθή, ότι εξάπαντος πρέπει να πλησιάσης τον
Πρωταγόραν, τον οποίον ούτε γνωρίζεις, καθώς λέγεις, ούτε
συνωμίλησες ποτέ έως τώρα με αυτόν, τον ονομάζεις δε μόνον
σοφιστήν· τι πράγμα δε είναι ο σοφιστής, εις τον οποίον πρόκειται
να εμπιστευθής τον εαυτόν σου, αποδεικνύεσαι ότι δεν ηξεύρεις.
Ιπποκράτης
Και αυτός, αφ' ου ήκουσε ταύτα, είπεν· από αυτά τα οποία συ λέγεις,
Σωκράτη, φαίνεται ότι έχεις δίκαιον.
Σωκράτης
Μήπως άρά γε, Ιπποκράτη, ο σοφιστής τυχαίνει να είναι έμπορος ή
παντοπώλης των πραγμάτων, με τα οποία τρέφεται η ψυχή;
Ιπποκράτης
Εις εμέ τουλάχιστον τοιούτος φαίνεται· η δε ψυχή με τι τρέφεται,
Σωκράτη;
Σωκράτης Με μαθήματα βέβαια, είπα εγώ. Και πρέπει να προσέχωμεν, φίλε μου, να μη μας απατήση ο σοφιστής, ο οποίος επαινεί εκείνα τα οποία πωλεί, καθώς κάμνουν οι πωλούντες την τροφήν του σώματος, ο έμπορος δηλαδή και ο παντοπώλης. Διότι και αυτοί δεν γνωρίζουν βέβαια ούτε οι ίδιοι από τα τρόφιμα τα οποία πωλούν ποίον είναι ωφέλιμον και ποίον βλαβερόν διά το σώμα· τα επαινούν δε όλα εν ώ τα πωλούν, ούτε εκείνοι οι οποίοι αγοράζουν από αυτούς ηξεύρουν (ποίον είναι ωφέλιμον και ποίον βλαβερόν) εκτός εάν τύχη κανείς κάτοχος της γυμναστικής ή ιατρός (2). Τοιουτοτρόπως δε και εκείνοι οι οποίοι περιφέρουν τα μαθήματα εις διαφόρους πόλεις και τα πωλούν και τα εμπορεύονται εις εκείνον ο οποίος συμβή να επιθυμή αυτά, επαινούν μεν όλα, όσα πωλούν, ίσως όμως, φίλτατε, και από τούτους μερικοί να μη γνωρίζουν από εκείνα τα οποία πωλούν ποίον είναι ωφέλιμον ή ποίον βλαβερόν εις την ψυχήν. Επίσης και εκείνοι οι οποίοι αγοράζουν από αυτούς, εκτός εάν πάλιν τύχη κανείς έχων ιατρικάς γνώσεις διά την ψυχήν. Εάν λοιπόν τυχαίνη συ να γνωρίζης από αυτά τα μαθήματα, ποίον είναι ωφέλιμον και ποίον βλαβερόν διά την ψυχήν, άφοβα ημπορείς να αγοράσης μαθήματα και από τον Πρωταγόραν και από οποιονδήποτε άλλον· εάν δε δεν γνωρίζης, πρόσεχε, φίλτατε, μήπως παίξης εις την τύχην και κινδυνεύσης τα προσφιλέστερα εις τον κόσμον πράγματα. Και βέβαια είναι πολύ μεγαλύτερος κίνδυνος εις την αγοράν των μαθημάτων ή εις την αγοράν των τροφίμων. Διότι, αφ' ου αγοράση κανείς τρόφιμα από κανένα παντοπώλην ή έμπορον, ημπορεί να τα μετακομίση μέσα εις δοχεία, και, προτού τα φάγη ή τα πίη και ούτω τα δεχθή μέσα εις το σώμα του, ημπορεί να προσκαλέση και τον ειδήμονα να τον συμβουλευθή ποίον δύναται να φάγη ή να πίη και πόσον από αυτό και πότε· ώστε εις την αγοράν τούτων δεν υπάρχει μεγάλος κίνδυνος. Τα δε μαθήματα δεν είναι δυνατόν να τα μεταφέρωμεν μέσα εις άλλο δοχείον, αλλ' είμεθα υποχρεωμένοι, αφ' ου πληρώσωμεν την αξίαν, να πάρωμεν το μάθημα μέσα εις την ιδίαν ψυχήν μας, και, αφ' ου το μάθωμεν, θ' αναχωρήσωμεν ή βλαμμένοι ή ωφελημένοι. Ταύτα λοιπόν ας εξετάσωμεν και μαζί με τους γεροντοτέρους μας· διότι ημείς είμεθα ακόμη νέοι και δεν ημπορούμεν να κρίνωμεν ασφαλώς διά τόσον δύσκολον πράγμα. Τώρα όμως, μίαν φοράν που εκινήσαμεν, ας υπάγωμεν και ας ακούσωμεν τον άνδρα, έπειτα, αφ' ου τον ακούσωμεν, ας το κάμωμεν γνωστόν και εις άλλους· διότι δεν είναι μόνον ο Πρωταγόρας εκεί, αλλά και ο Ιππίας από την Ήλιδα· νομίζω δε ότι είναι εκεί και ο Πρόδικος από την Κέαν και άλλοι πολλοί και σοφοί.
Αφ' ου απεφασίσαμεν αυτά, επηγαίναμεν· όταν δ' εφθάσαμεν εμπρός εις την θύραν, εσταματήσαμεν και συνωμιλούσαμεν δι' έν ζήτημα, το οποίον εγεννήθη μεταξύ μας εις τον δρόμον· διά να μη μείνη λοιπόν η ομιλία ατελείωτη, αλλά πρώτα να την τελειώσωμεν και έπειτα να έμβωμεν, εσταματήσαμεν εμπρός εις την θύραν και συνωμιλούσαμεν, έως ότου εμείναμεν μεταξύ μας σύμφωνοι· μου φαίνεται λοιπόν ότι ο θυρωρός, κάποιος ευνούχος, είχε το αυτί του και μας ήκουε· φαίνεται δε ότι ένεκα του πλήθους των ερχομένων σοφιστών εβαρύνθη εκείνους, οι οποίοι εσύχναζαν εις την οικίαν· όταν λοιπόν εκτυπήσαμεν την θύραν, αφ' ου ήνοιξε και μας είδεν, ουφ, είπε, κάτι πάλιν σοφισταί είναι· δεν έχει καιρόν και συγχρόνως γρήγορα-γρήγορα έπιασε την θύραν με τα δύο του χέρια και με όλην του την δύναμιν μας την έκλεισεν εις τα μούτρα. Και ημείς εκ νέου εκτυπούσαμεν, και εκείνος κρατών κλεισμένην την θύραν απεκρίθη και είπεν· ω άνθρωποι, είπε, δεν ηκούσατε, ότι δεν έχει καιρόν; Αλλά, φίλε μου, είπα εγώ, ούτε εις τον Καλλίαν ερχόμεθα, ούτε σοφισταί είμεθα· ώστε μη φοβείσαι· ήλθομεν να ίδωμεν τον Πρωταγόραν, επειδή τον χρειαζόμεθα· ειδοποίησε λοιπόν. Μετά πολλής δυσκολίας ο άνθρωπος επί τέλους μας ήνοιξε την θύραν άμα δ' εμβήκαμεν, εύρομεν τον Πρωταγόραν, ο οποίος επεριπάτει έμπροσθεν της στοάς· κατά σειράν δ' επεριπάτουν μαζί με αυτόν από μεν το έν μέρος ο Καλλίας ο υιός του Ιππονίκου και ο από την ιδίαν μητέρα αδελφός του ο Πάραλος ο υιός του Περικλέους και ο Χαρμίδης ο υιός του Γλαύκωνος· από δε το άλλο μέρος ο άλλος υιός του Περικλέους Ξάνθιππος, και ο Φιλιππίδης ο υιός του Φιλομήλου και ο Αντίμοιρος από την Μένδην (της Θράκης), ο οποίος είναι ο πλέον περίφημος από τους μαθητάς του Πρωταγόρου και μανθάνει χάριν της τέχνης, διά να γείνη σοφιστής. Εκείνοι δε οι οποίοι ηκολούθουν οπίσω απ' αυτούς και ηκροάζοντο τα λεγόμενά των, οι μεν περισσότεροι εφαίνοντο ξένοι, τους οποίους σύρει ο Πρωταγόρας από όλας τας πόλεις από τας οποίας περνά, μαγεύων αυτούς με την φωνήν του καθώς ο Ορφεύς, εκείνοι δε ακολουθούν προς το μέρος της φωνής μαγευμένοι· ήσαν δε και μερικοί από τους εντοπίους μέσα εις την συντροφιά· αυτήν λοιπόν την συντροφιά άμα εγώ την είδον, ευχαριστήθην βέβαια παρά πολύ. Βλέπων ότι επρόσεχαν καλά να μη ευρίσκωνται ποτέ εις το έμπροσθεν μέρος του Πρωταγόρου μέσα εις τα πόδια του, αλλ' όταν αυτός έστρεφεν εις τα οπίσω, και εκείνοι οι οποίοι ευρίσκοντο μαζί του, με εύμορφον κάπως τρόπον και με τάξιν εχωρίζοντο εις δύο αυτοί οι ακροαταί του από το έν μέρος και από το άλλο, και βαδίζοντες κυκλοτερώς πάντοτε ετοποθετούντο όπισθεν του ωραιότατα.
Έπειτα από αυτόν ως φάσμα διέκρινα, καθώς είπεν ο Όμηρος, τον Ιππίαν από την Ήλιδα, ο οποίος εκάθητο εις τα έμπροσθεν της αντικρυνής στοάς εις θρόνον· ολόγυρά του δε εκάθηντο εις θρανία ο Ερυξίμαχος ο υιός του Ακουμενού και ο Φαίδρος από την Μυρρινούντα της Αττικής και ο Άνδρων ο υιός του Ανδροτίωνος, και από τους ξένους μερικοί συμπατριώται του και μερικοί άλλοι. Εφαίνοντο δε ότι ηρώτων πότε ο ένας και πότε ο άλλος τον Ιππίαν διά ζητήματα της φυσικής και διά μερικά αστρονομικά ζητήματα, εκείνος δε εις τον θρόνον καθήμενος έλυε το ζήτημα καθενός από αυτούς και έδιδεν εκτεταμένας αποκρίσεις εις τας ερωτήσεις των· διέκρινα δ' επίσης μέσα και τον Τάνταλον, δηλαδή είχεν έλθει λοιπόν και ο Πρόδικος από την Κέαν· ήτο δε μέσα εις έν μικρόν δωμάτιον, το οποίον προτήτερα μετεχειρίζετο ως αποθήκην ο Ιππόνικος, τώρα δε ο Καλλίας ένεκα του πλήθους των διατριβόντων εκεί, αφ' ου άδειασε και αυτό, το έκαμε κατοικίαν διά τους ξένους. Ο μεν Πρόδικος λοιπόν ήτον ακόμη πλαγιασμένος, τυλιγμένος μέσα εις μερικά δέρματα και σκεπάσματα παρά πολλά, καθώς εφαίνετο δε, εκάθηντο πλησίον εις αυτόν επάνω εις τα πλησίον κρεββάτια ο Παυσανίας από το προάστειον των Κεραμέων και μαζί με αυτόν ένα νέον ακόμη παιδάριον, καθώς εγώ νομίζω, φυσικά εύμορφον και αγαθόν και κατά την όψιν παρά πολύ ωραίον. Μου εφάνη ότι ήκουσα να το ονομάζουν Αγάθωνα, και δεν θα μου φανή παράξενον αν είναι παιδίον ερωμένον του Παυσανίου. Ήτο λοιπόν τούτο το παιδάριον, και οι δύο Αδείμαντοι, ο υιός του Κήπιδος δηλαδή και ο υιός του Λευκολοφίδου, εφαίνοντο δε μερικοί άλλοι. Διά ποία δε ζητήματα συνωμίλουν, εγώ τουλάχιστον που ήμην απ' έξω δεν ημπόρουν να καταλάβω, αν και επεθύμουν με πάθος ν' ακούσω τον Πρόδικον· διότι μου φαίνεται ότι είναι άνθρωπος πάνσοφος και θείος· αλλ' επειδή η φωνή του είναι βαρεία, εγίνετο ένας βόμβος μέσα εις το δωμάτιον και έκαμνεν ώστε να μη διακρίνωνται τα λεγόμενα.
Ύστερ' απ' ολίγο, αφ' ου είχομεν ημείς εισέλθει, κατόπιν εμβήκεν έπειτα και ο Αλκιβιάδης ο ωραίος, καθώς συ λέγεις και εγώ το παραδέχομαι, και ο Κριτίας ο υιός του Καλαίσχρου. Ημείς λοιπόν καθώς εμβήκαμεν, αφ' ου ακόμη ολίγον εχρονοτριβήσαμεν και παρετηρήσαμεν αυτά, επλησιάσαμεν προς τον Πρωταγόραν και εγώ είπα.
Σωκράτης
Πρωταγόρα, και εγώ και αυτός εδώ ο Ιπποκράτης ήλθομεν προς σε.
Πρωταγόρας
Τι από τα δύο, είπε, θέλετε με μόνον εμέ να ομιλήσητε ιδιαιτέρως, ή
εν ώ είναι μαζί μου και οι άλλοι;
Σωκράτης
Μας είναι όλως διόλου αδιάφορον, είπον εγώ· αφ' ου δε ακούσης την
αιτίαν, διά την οποίαν ήλθομεν, μόνος σου σκέψου (τι πρέπει να
γείνη).
Πρωταγόρας
Ποία λοιπόν, είπεν, είναι η αιτία, διά την οποίαν ήλθετε;
Σωκράτης
Αυτός εδώ ο Ιπποκράτης, είναι μεν εντόπιος, υιός του Απολλοδώρου,
από μεγάλην και πλουσίαν οικογένειαν· αυτός δε φαίνεται ότι κατά τα
φυσικά προτερήματα είναι ωσάν κάθε ένα της ηλικίας του. Επιθυμεί
δε, καθώς μου φαίνεται, να γείνη πεπαιδευμένος μέσα εις την πόλιν,
νομίζει δε ότι θα κατορθώση τούτο προ πάντων, εάν σπουδάση πλησίον
σου· τώρα λοιπόν συ σκέψου αυτά· τι από τα δύο, νομίζεις ότι πρέπει
να συνομιλήσης μόνος σου με ημάς μόνους, ή να είναι και οι άλλοι
μαζί.
Πρωταγόρας Σωστά, είπε, λαμβάνεις προφυλάξεις δι' εμέ, Σωκράτη. Διότι ξένος άνθρωπος, ο οποίος πηγαίνει εις μεγάλας πόλεις, και μέσα εις αυτάς πείθει τους καλυτέρους νέους ν' αφήσουν τας συναναστροφάς των άλλων, και συγγενών και ξένων, και γερόντων και νέων και να συναναστρέφονται αυτόν, διά να γείνουν διά της συναναστροφής του καλύτεροι, πρέπει, εν ώ κάμνει αυτά, να φοβήται· διότι εις αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν μικροί φθόνοι και άλλα μίση και επιβουλαί. Εγώ δε λέγω ότι η μεν σοφιστική τέχνη είναι παλαιά, από δε τους παλαιούς άνδρας, εκείνοι οι οποίοι μετεχειρίζοντο αυτήν, επειδή εφοβούντο την δυσαρέσκειαν την οποίαν προκαλεί, είχον ως πρόφασιν και εκρύπτοντο, άλλοι μεν την ποίησιν, καθώς ο Όμηρος και ο Ησίοδος και ο Σιμωνίδης, άλλοι δε πάλιν τελετάς και προφητείας, καθώς αι του Ορφέως και του Μουσαίου· μερικοί δε, καθώς εκατάλαβα, και την γυμναστικήν, καθώς ο Ίκκος από τον Τάραντα και εκείνος ο οποίος ακόμη και τώρα είναι σοφιστής από όλους ανώτερος ο Ηρόδικος από την Σηλυβρίαν της Θράκης, καταγόμενος δε από τα Μέγαρα· την μουσικήν δε μετεχειρίσθη ως πρόφασιν και ο ιδικός σας Αγαθοκλής, ο οποίος είναι μεγάλος σοφιστής, και ο Πυθοκλείδης, από την Κέαν και πολλοί άλλοι. Όλοι αυτοί, καθώς λέγω, επειδή εφοβήθησαν τον φθόνον, μετεχειρίσθησαν αυτάς τας τέχνας διά παραπετάσματα· εγώ δε με όλους αυτούς ως προς τούτο δεν συμφωνώ· διότι φρονώ ότι αυτοί δεν κατώρθωσαν εκείνο το οποίον ηθέλησαν διότι είναι αδύνατον να κρυφθή κανείς, από εκείνους, οι οποίοι έχουν δύναμιν μέσα εις τας πόλεις να επιβάλλωνται, ένεκα των οποίων μεταχειρίζεται κανείς αυτάς τας προφάσεις· επειδή ο κοινός λαός βεβαίως δεν καταλαμβάνει τίποτε απ' αυτά, αλλ' εκείνα τα οποία αυτοί (οι προύχοντες) διαδώσουν, αυτά επαινεί. Το να θέλη λοιπόν κανείς να κρυφθή, εν ώ δεν ημπορεί να κρυφθή, αλλά γίνεται ολοφάνερος, είναι και πολύ ανόητος δουλειά, και χωρίς άλλο κάμνει τους ανθρώπους να τον μισούν περισσότερον· διότι νομίζουν ότι εκείνος που κάμνει αυτά, κοντά εις τα άλλα είναι και κατεργάρης. Εγώ λοιπόν δεν ηκολούθησα τούτους, αλλ' όλως διόλου τον εναντίον δρόμον, και ομολογώ ότι και σοφιστής είμαι και ανθρώπους διδάσκω, και νομίζω ότι αυτή η προφύλαξις είναι καλυτέρα από εκείνην, το να ομολογώ δηλαδή το επάγγελμά μου μάλλον παρά να το αρνούμαι· κοντά δε εις αυτήν έχω σκεφθή και άλλας προφυλάξεις, ώστε, διά να είπω την αλήθειαν, δεν έπαθον κανέν κακόν, διότι ομολογώ ότι είμαι σοφιστής. Αν και είναι έως τώρα πολλά βεβαίως έτη που εξακολουθώ αυτήν την τέχνην· διότι και όλα ομού τα χρόνια της ηλικίας μου είναι πολλά· και δεν είναι κανείς από όλους σας, του οποίου να μη είμαι πατήρ κατά τα χρόνια· ώστε θα είναι παρά πολύ ευχάριστον εις εμέ, εάν θέλετε τίποτε, δι' όλα όσα επιθυμείτε να ομιλήσωμεν εμπρός εις όλους όσοι είναι μέσα.
Και εγώ — διότι υπωψιάσθην ότι αυτός επιθυμεί να επιδειχθη εις τον
Πρόδικον και εις τον Ιππίαν και να καμαρώση, ότι έχομεν έλθει διότι
είμεθα θαυμασταί του — είπον.
Σωκράτης
Διατί να μη καλέσωμεν και τον Πρόδικον και τον Ιππίαν και όσους
είναι μαζί των, διά ν' ακροασθώσι την συνομιλίαν μας;
Πρωταγόρας
Βεβαιότατα, είπε.
Καλλίας
Επιθυμείτε λοιπόν, είπεν ο Καλλίας, να βάλωμεν γύρω καθέδρας, διά
να συνομιλήτε καθήμενοι;
Εγνωμοδοτήσαμεν ότι χρειάζονται· ημείς δε όλοι χαίροντες ότι θ' ακούσωμεν άνδρας σοφούς, μόνοι μας επιάσαμεν τα θρανία και τα κρεββάτια και τα ετοποθετήσαμεν πλησίον του Ιππίου· διότι εκεί υπήρχον από προτήτερα τα θρανία. Εις τούτο δε το μεταξύ έφθασαν και ο Κριτίας και ο Αλκιβιάδης οδηγούντες τον Πρόδικον, τον οποίον εσήκωσαν από το κρεββάτι, και εκείνους που ήσαν μαζί με τον Πρόδικον. Αφ' ου δε όλοι εκαθίσαμεν μαζί, ο Πρωταγόρας είπε· τώρα λοιπόν, Σωκράτη, που και αυτοί εδώ είναι παρόντες, ημπορείς να είπης εκείνα τα οποία μου ανέφερες προ ολίγου διά τον νέον τούτον.
Σωκράτης
Θ' αρχίσω, Πρωταγόρα, να σου είπω εκείνα διά τα οποία ήλθον, με τα
ίδια λόγια με τα οποία ήρχισα προ ολίγου. Αυτός εδώ δηλαδή ο
Ιπποκράτης συμβαίνει να επιθυμή πολύ την συναναστροφήν σου· λέγει
δε ότι ευχαρίστως επιθυμεί να μάθη τι θα ωφεληθή, εάν φοιτήση
πλησίον σου. Τόσον μόνον έχω να είπω.
Έλαβε λοιπόν τον λόγον ο Πρωταγόρας και είπε·
Πρωταγόρας
Παιδί μου, θα λάβης την εξής ωφέλειαν, εάν έλθης κοντά μου, την
ημέραν κατά την οποίαν θα συνομιλήσης μαζί μου, θα υπάγης εις το
σπίτι σου, αφ' ου γείνης καλύτερος παρ' ό,τι ήσο, και την ακόλουθον
ημέραν το ίδιον θα συμβή και κατ' εξακολούθησιν κάθε ημέραν θα
προκόπτης εις το καλύτερον.
Και εγώ, αφ' ου ήκουσα αυτά, είπον.
Σωκράτης
Πρωταγόρα, τούτο που λέγεις δεν είναι διόλου παράξενον, αλλά
φυσικόν πράγμα, διότι και συ, αν και έχεις τόσον μεγάλην ηλικίαν
και είσαι τόσον σοφός, εάν σε διδάξη κανείς εκείνο το οποίον
συμβαίνει να μη γνωρίζης, θα εγίνεσο καλύτερος· δεν ζητούμεν όμως
τούτο, αλλά το εξής· αν λόγου χάριν τώρα έξαφνα ο Ιπποκράτης αυτός
εδώ ήλλασσεν επιθυμίαν και επεθύμει την συναναστροφήν τούτου του
νέου, ο οποίος τώρα εσχάτως ήλθεν εις τον τόπον μας, του Ζευξίππου
δηλαδή από την Ηράκλειαν, και αφ' ου ήθελεν υπάγει κοντά εις αυτόν,
καθώς τώρα έρχεται κοντά εις σε, ήθελεν ακούσει από αυτόν αυτά τα
ίδια, τα οποία ακούει από σε, ότι δηλαδή συναναστρεφόμενος αυτόν
κάθε ημέραν θα γίνεται καλύτερος και θα προκόπτη· εάν τον ερωτήση
πάλιν εις τι πράγμα λέγεις ότι θα γείνω καλύτερος και εις τι πράγμα
θα προκόψω; Ο Ζεύξιππος θα είπη εις αυτόν, ότι θα προκόψη εις την
ζωγραφικήν και εάν, αφού αντάμωνε τον Ορθαγόραν τον Θηβαίον, ήθελεν
ακούσει και από εκείνον αυτά τα ίδια, τα οποία ακούει από σε, θα
τον ηρώτα πάλιν εις τι πράγμα θα γίνηται καθ' ημέραν καλύτερος, εάν
συναναστρέφηται εκείνον, θα του έλεγε βεβαίως και αυτός ότι θα
γείνη καλύτερος εις το παίξιμον του αυλού· έτσι λοιπόν και συ ειπέ
εις τον νέον και εις εμέ ο οποίος σ' ερωτώ δι' αυτόν· αυτός εδώ ο
Ιπποκράτης, αν φοιτήση κοντά εις τον Πρωταγόραν, την ημέραν κατά
την οποίαν θα τον συναναστραφή, θ' αναχωρήση αφ' ου γείνη καλύτερος
καθώς και κάθε μίαν από τας άλλας ημέρας θα προκόψη πολύ, αλλά εις
τι πράγμα, Πρωταγόρα, και διά ποίον σκοπόν;
Και ο Πρωταγόρας, αφ' ου ήκουσεν αυτά από εμέ, είπε:
Πρωταγόρας
Και συ καλά ερωτάς, Σωκράτη, και εγώ αισθάνομαι χαράν ν'
αποκρίνωμαι εις εκείνους οι οποίοι καλά μ' ερωτούν. Ο Ιπποκράτης
λοιπόν, όταν έλθη κοντά μου, δεν θα πάθη εκείνα, τα οποία θα
επάθαινεν, εάν εγίνετο φοιτητής εις κανένα άλλον από τους σοφιστάς·
διότι οι μεν άλλοι καταστρέφουν τους νέους· εν ώ ούτοι αποφεύγουν
τας τέχνας, αυτοί πάλιν εκ νέου τους σύρουν χωρίς να θέλουν και
τους ρίπτουν μέσα εις τας τέχνας, διδάσκοντες λογαριασμούς και
αστρονομίαν και γεωμετρίαν και μουσικήν — και συγχρόνως έρριψε
βλέμμα προς τον Ιππίαν — , όταν δ' έλθη κοντά εις εμέ, δεν θα μάθη
διά κανέν άλλο πράγμα, παρά δι' εκείνο, διά το οποίον ήλθε. Το δε
μάθημά μου είναι η ορθή σκέψις διά τα πράγματα της οικίας, διά να
ημπορή να διοική όσον το δυνατόν καλύτερον το σπιτικόν του, και διά
τα πράγματα της πόλεως, διά να είναι ικανώτατος να ομιλή δι' όσα
αναφέρονται εις την πόλιν και να εκτελή αυτά.
Σωκράτης
Άρά γε, είπον εγώ, να εκατάλαβα αυτά που λέγεις; Διότι μου φαίνεται
ότι ομιλείς διά την πολιτικήν τέχνην και υπόσχεσαι ότι κάμνεις τους
ανθρώπους καλούς πολίτας.
Πρωταγόρας
Αυτό λοιπόν ακριβώς, Σωκράτη, είναι, είπε, το έργον, το οποίον
επαγγέλλομαι.
Σωκράτης
Καλήν λοιπόν τέχνην, είπον εγώ, κατέχεις, εάν την κατέχης· διότι
τίποτε άλλο βέβαια δεν θα σου είπω παρά εκείνα τα οποία σκέπτομαι.
Εγώ δηλαδή, Πρωταγόρα, ενόμιζον ότι τούτο το πράγμα δεν είναι
δυνατόν να διδαχθή, αλλ' αφ' ου συ το λέγεις, δεν έχω λόγον να
δείξω δυσπιστίαν. Έχω όμως το δικαίωμα να είπω διατί φρονώ ότι αυτό
δεν είναι δυνατόν να διδαχθή, ούτε να μεταδοθή από ανθρώπους εις
άλλους ανθρώπους.
Διότι εγώ, καθώς και οι άλλοι Έλληνες, λέγω ότι οι Αθηναίοι είναι σοφοί. Βλέπω λοιπόν, όταν συναθροισθώμεν εις την συνέλευσιν, ότι, όταν μεν είναι χρεία να εκτελέση τίποτε η πόλις αναφερόμενον εις οικοδομήσεις, προσκαλεί ως συμβούλους δι' εκείνα που θα οικοδομήση τους οικοδόμους, όταν δε πρόκειται διά ναυπηγήσεις, προσκαλεί τους ναυπηγούς, και με τον ίδιον τρόπον εκτελεί όλα τα άλλα, όσα νομίζουν ότι μπορεί κανείς να τα μάθη και ότι είναι δυνατόν να διδαχθώσιν. Εάν δε προβάλη κανείς άλλος να τους συμβουλεύση, τον οποίον εκείνοι νομίζουν ότι δεν είναι τεχνίτης, και παρά πολύ ωραίος και πλούσιος και ευγενής αν είναι, όχι μόνον μ' όλα του αυτά δεν τον ακούουν, αλλά και τον περιγελούν και κάμνουν θόρυβον έως ότου ο ίδιος, ο οποίος επρόβαλε να ομιλήση, σηκωθή να φύγη, ή οι τοξόται (δηλαδή οι κλητήρες) τον σύρουν εκείθεν ή τον πετάξουν έξω κατά διαταγήν των πρυτάνεων (δηλαδή των προέδρων). Δι' εκείνα λοιπόν τα πράγματα, διά τα οποία χρειάζεται τέχνη, τοιουτοτρόπως κάμνουν· όταν δε ήθελεν είναι χρεία να σκεφθώσι και αποφασίσωσι διά κανέν πράγμα που αποβλέπει εις την διοίκησιν της πόλεως, σηκώνεται και τους συμβουλεύει οποιοσδήποτε και αν είναι αδιακρίτως, κτίστης, χαλκωματάς, πετσωματάς, έμπορος, πλοίαρχος, πλούσιος, πτωχός, ευγενής, πρόστυχος, και κανείς δεν τον μαλώνει, όπως μαλώνουν τους προηγουμένους, ότι τάχα χωρίς να είχον κανένα διδάσκαλον, έπειτα τολμούν να συμβουλεύσουν· διότι, καθώς φαίνεται, νομίζουν ότι τούτο το πράγμα δεν είναι δυνατόν να το διδαχθή κανείς· και όχι μόνον η κοινωνία γενικώς της πόλεως έτσι κάμνει, αλλά και ιδιαιτέρως μεταξύ μας οι πλέον σοφοί και οι καλύτεροι από τους πολίτας εκείνην την ικανότητα, την οποίαν έχουν, δεν είναι ικανοί να την παραδώσουν εις άλλους· επειδή και ο Περικλής, ο πατήρ τούτων εδώ των παιδίων, εκείνα μεν τα πράγματα, τα οποία εξηρτώντο από διδασκάλους, τους τα έμαθε καλά και σωστά, εκείνα δε εις τα οποία αυτός ο ίδιος είναι σοφός, ούτε ο ίδιος τους τα διδάσκει ούτε εις κανέναν άλλον τους παραδίδει να τα μάθουν· αλλά μόνοι των περιτριγυρίζουν και βόσκουν ωσάν λυτά ζώα, μήπως πουθενά τυχαίως συναντήσουν εμπρός των την ικανότητα. Εάν δε θέλης και άλλο παράδειγμα, αυτός ο ίδιος ο Περικλής, επίτροπος του Κλεινίου, νεωτέρου αδελφού τούτου εδώ του Αλκιβιάδου, επειδή εφοβείτο δι' αυτόν μήπως ο Αλκιβιάδης τον διαφθείρη, τον εχώρισεν από αυτόν και τον παρέδωκεν εις τον (αδελφόν του) Αρίφρονα να τον διδάξη· και προτού περάσουν έξ μήνες, ο Αρίφρων τον έδωκεν οπίσω εις αυτόν, διότι δεν ήξευρε τι να τον κάμη. Ημπορώ δε να σου αναφέρω και όσους θέλεις άλλους, οι οποίοι, εν ώ οι ίδιοι ήσαν ικανοί, δεν κατώρθωσαν να κάμουν ποτέ έως τώρα κανένα ικανόν ούτε από τους συγγενείς των ούτε από τους ξένους. Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, έχων υπ' όψει αυτά τα παραδείγματα, νομίζω ότι η ικανότης είναι πράγμα που δεν ημπορεί να διδαχθή· επειδή όμως σε ακούω να λέγης αυτά, υποχωρώ και νομίζω ότι κάτι λέγεις, διότι θεωρώ ότι έχεις αποκτήσει πείραν πολλών πραγμάτων, ότι έχεις μάθει δε πολλά, και ότι άλλα πάλιν έχεις ανακαλύψει μόνος σου. Εάν λοιπόν ημπορής να μας αποδείξης καθαρώτερα ότι η ικανότης είναι πράγμα το οποίον δύναται να διδαχθή, μη καταδεχθής να μας το κρύψης, αλλά δείξε το εις ημάς.
Πρωταγόρας
Αλλά, Σωκράτη, είπε, δεν θα σας το κρύψω· αλλά τι από τα δύο
θέλετε; θέλετε ως γέρων εις νέους να σας το αποδείξω διηγούμενος
ένα μύθον(3), ή θέλετε να το πραγματευθώ με λογικάς αποδείξεις;
Πολλοί λοιπόν από τους εκεί καθημένους απεκρίθησαν εις αυτόν ότι ημπορεί να πραγματευθή το ζήτημα με οποιονδήποτε θέλει από τους δύο τρόπους.
Πρωταγόρας Εγώ λοιπόν νομίζω, είπεν, ότι είναι πλέον ευχάριστον να σας διηγηθώ ένα μύθον: Υπήρξε κάποτε καιρός, που οι μεν θεοί υπήρχον, τα διάφορα δε γένη που αποθνήσκουν δεν υπήρχον. Όταν δε ήλθεν ο διωρισμένος καιρός διά να γείνουν και αυτά, οι θεοί τα εσχημάτισαν εις το εσωτερικόν της γης από χώμα και φωτιάν αναμίξαντες και από όσα ανακατεύονται με την φωτιάν και το χώμα. Όταν δ' επρόκειτο να τα φέρουν εις το φως, επρόσταξαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα στολίσουν και να μοιράσουν εις καθένα δυνάμεις όπως τους αρμόζει. Ο δε Επιμηθεύς παρακαλεί τον Προμηθέα να τον αφήση να μοιράση αυτός, αφ' ου δε εγώ μοιράσω, είπε, συ έπειτα να κάμης επιθεώρησιν· και τοιούτοτρόπως, αφ' ου τον εκατάφερεν, έκαμεν αυτός την μοιρασιά. Καθώς λοιπόν εμοίραζεν, εις άλλα μεν επροσκολλούσε δύναμιν χωρίς ταχύτητα, τα δε πλέον αδύνατα εστόλιζε με ταχύτητα· εις άλλα δε έδιδεν όπλα, εις εκείνα δε εις τα οποία έδιδε φύσιν χωρίς όπλα εφεύρισκε κάποιαν άλλην δύναμιν διά να σώζωνται. Διότι εκείνα μεν από αυτά, τα οποία ενέδυε με μικρότητα, τους εμοίραζε πτερά διά να φεύγουν ή κατοικίαν κάτω εις την γην διά να κρύπτωνται· εκείνα δε τα οποία ηύξανε διά της μεγαλότητος, τους έδιδεν ως μέσον σωτηρίας αυτήν την ιδίαν μεγαλότητα· και τα άλλα τοιουτοτρόπως εμοίραζεν, ώστε να υπάρχη μεταξύ των ισότης. Αυτούς δε τους τρόπους εφεύρισκεν, επειδή εφοβείτο μήπως κανέν από τα γένη αυτά καταστραφή. Αφ' ου δε τους έδωκεν αρκετά μέσα, διά να ξεφεύγουν την καταστροφήν τα μεν από τα δε, εφεύρισκε τρόπον, διά να προφυλάττωνται από τας εκ του Διός προερχομένας εποχάς του έτους, ενδύων αυτά με πυκνάς τρίχας και στερεά δέρματα, διά να προφυλαχθώσιν από το ψύχος και να δύνανται να προφυλαχθώσι και από την ζέστην· και διά να υπάρχουν αυτά τα ίδια εις καθέν ως στρώμα ιδικόν του και το οποίον φυτρώνει μόνον του, όταν πηγαίνουν να κοιμηθώσι· και υποκάτω από τα πόδια των εις άλλα μεν έβαλεν οπλάς, εις άλλα όνυχας και δέρματα στερεά και χωρίς αίμα. Έπειτα από τούτο επρομήθευεν εις αυτά τροφάς άλλην εις το έν και άλλην εις το άλλο, εις άλλα μεν χορτάρια από την γην, εις άλλα καρπούς δένδρων, εις άλλα ρίζας, εις μερικά δ' έδωκε να τρέφωνται τρώγοντα άλλα ζώα· εις άλλα έδωκε να γεννώσιν ολίγα, εις εκείνα δε, τα οποία αυτά καταστρέφουν, έδωκε να γεννώσι πολλά, διά να σώζηται με τούτον τον τρόπον το γένος των. Επειδή λοιπόν ο Επιμηθεύς δεν ήτο παρά πολύ φρόνιμος, χωρίς να το καταλάβη, εξώδευσεν όλας τας δυνάμεις· έμενε λοιπόν εις αυτόν ακόμη αστόλιστον το γένος των ανθρώπων, και δεν ήξευρε τι να το κάμη. Εν ώ δ' ευρίσκετο εις αμηχανίαν, έρχεται ο Προμηθεύς, διά να επιθεωρήση την μοιρασιά, και βλέπει ότι τα μεν άλλα ζώα είχον εν τάξει όλα, ο δε άνθρωπος έμεινε γυμνός, χωρίς υποδήματα, χωρίς στρώμα και χωρίς όπλα· έφθασε δε πλέον και η διωρισμένη ημέρα, κατά την οποίαν έπρεπε και ο άνθρωπος να εξέλθη από την γην εις το φως. Επειδή λοιπόν ο Προμηθεύς ευρίσκετο εις αμηχανίαν και δεν ήξευρε ποίον μέσον σωτηρίας να εύρη διά τον άνθρωπον, έκλεψεν από τον Ήφαίστον και την Αθηνάν την σοφίαν των τεχνών μαζί με την φωτιάν — διότι είναι αδύνατον να αποκτήση κανείς ή να μεταχειρισθή αυτήν την σοφίαν χωρίς την φωτιά — και έτσι λοιπόν την εχάρισεν εις τον άνθρωπον. Την μεν λοιπόν σοφίαν, την οποίαν χρειάζεται ο άνθρωπος διά να ζήση, την έλαβε κατ' αυτόν τον τρόπον, την πολιτικήν όμως σοφίαν δεν την είχε, διότι ευρίσκετο πλησίον του Διός· εις δε τον Προμηθέα δεν επετρέπετο πλέον να εμβή εις την Ακρόπολιν που εκατοικούσεν ο Ζευς· εκτός δε τούτου και οι φύλακες του Διός επροξένουν φόβον· εμβήκεν όμως κρυφά εις το σπίτι που εκατοικούσαν μαζί η Αθηνά και ο Ήφαιστος και κατεγίνοντο εις τας τέχνας· και αφ' ου έκλεψε την τέχνην του Ηφαίστου, η οποία γίνεται με την φωτιά και την άλλην τέχνην της Αθηνάς, την έδωκεν εις τον άνθρωπον, και ένεκα τούτου ημπορεί ο άνθρωπος εύκολα να ζη· ο δε Προμηθεύς υστερώτερα εξ αιτίας του Επιμηθέως, καθώς λέγουν, ετιμωρήθη διά την κλοπήν.
Επειδή δε ο άνθρωπος έλαβε μέρος θεϊκής δυνάμεως, μόνον αυτός από τα ζώα ένεκα της συγγενείας του με τον θεόν ελάτρευσε θεούς και ήρχισε να υψώνη θυσιαστήρια, και αγάλματα θεών· έπειτα διά μέσου της τέχνης έκαμε γρήγορα ήχους φωνής, και λέξεις ενάρθρους και εφεύρηκεν οικίας και φορέματα και υποδήματα και κρεββάτια και τροφάς από την γην. Αφ' ου απέκτησαν λοιπόν τοιαύτα εφόδια οι άνθρωποι, εις την αρχήν εκατοικούσαν σκορπισμένοι εδώ και εκεί, πόλεις δε δεν υπήρχον· κατεστρέφοντο λοιπόν από τα θηρία, διότι εις όλα τα μέρη ήσαν πλέον αδύνατοι από αυτά και η κατασκευαστική των τέχνη τους εβοήθει μεν αρκετά, διά να ευρίσκουν τροφήν, δεν ήτο όμως αρκετή, διά να πολεμούν τα θηρία· διότι δεν είχον ακόμη την πολιτικήν τέχνην, της οποίας μέρος είναι η πολεμική. Εζήτουν λοιπόν να συναθροίζωνται και να σώζωνται κτίζοντες πόλεις· ότε λοιπόν ήθελον συναθροισθή, αδικούσαν ο είς τον άλλον, διότι δεν είχον την πολιτικήν τέχνην, ώστε σκορπιζόμενοι εκ νέου κατεστρέφοντο. Ο Ζευς λοιπόν, επειδή εφοβήθη διά το γένος μας, μη χαθή ολόκληρον, έστειλε τον Ερμήν να φέρη εις τους ανθρώπους την ευσέβειαν και την δικαιοσύνην, διά να φέρουν την τάξιν εις τας πόλεις και να συνενώσωσι τους ανθρώπους διά των δεσμών της αγάπης. Ηρώτησε λοιπόν ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπον να δώση την δικαιοσύνην και την ευσέβειαν εις τους ανθρώπους· θα τας μοιράσω είπε, και αυτάς με τον ίδιον τρόπον που εμοιράσθησαν και αι τέχναι; Εμοιράσθησαν δε αι τέχναι ως εξής· είς λόγου χάριν που έχει την ιατρικήν τέχνην είναι αρκετός διά πολλούς που δεν την ηξεύρουν, έτσι γίνεται και με τους άλλους τεχνίτας· έτσι λοιπόν θα βάλω και την δικαιοσύνην και την ευσέβειαν μέσα εις τους ανθρώπους ή θα τας μοιράσω εις όλους; θα τας μοιράσης εις όλους, είπεν ο Ζευς, και όλοι να λάβουν μέρος από αυτάς· διότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν πόλεις, αν ολίγοι μόνον λάβουν μέρος από αυτάς, καθώς συμβαίνει εις τας άλλας τέχνας· και βάλε νόμον εκ μέρους μου, εκείνον ο οποίος δεν ημπορεί να λάβη μέρος ευσεβείας και δικαιοσύνης να τον θανατώνουν ως αρρώστιαν της πόλεως. Έτσι λοιπόν, Σωκράτη, και δι' αυτάς τας αιτίας και οι άλλοι άνθρωποι και οι Αθηναίοι, όταν πρόκειται να γείνη συζήτησις διά ικανότητα εις την τεκτονικήν ή εις καμμίαν άλλην κατασκευαστικήν τέχνην, φρονούν ότι ολίγοι πρέπει να λαμβάνουν μέρος και να συμβουλεύουν, και αν συμβουλεύη κανείς έξω από τους ολίγους τούτους, δεν τον υποφέρουν, καθώς συ λέγεις· ορθώς δε κάμνουν, λέγω εγώ· όταν όμως προβώσιν εις συμβουλήν, η οποία χρειάζεται πολιτικήν ικανότητα που πρέπει να προβαίνη με όλην την δικαιοσύνην και την φρονιμάδα, ευλόγως υποφέρουν τότε κάθε άνθρωπον να είπη την γνώμην του, διότι πρέπει ή κάθε άνθρωπος ν' αποκτήση αυτό το προτέρημα, ή να μη υπάρχουν πόλεις. Αυτή, Σωκράτη, είναι η αιτία τούτου του πράγματος· διά να μη νομίσης δε ότι σε απατώ λέγων, ότι πραγματικώς όλοι οι άνθρωποι μετέχουν από δικαιοσύνην και από τα λοιπά πολιτικά προτερήματα, πάρε λοιπόν ως απόδειξιν και το εξής. Εις τα άλλα προτερήματα, καθώς συ λέγεις, αν είπη κανείς ότι είναι λ. χ. ικανός αθλητής, ή εις οποιανδήποτε άλλην τέχνην, εάν δεν είναι ικανός, οι άνθρωποι ή τον περιπαίζουν ή θυμώνουν, και οι συγγενείς του πλησιάζουν και τον μαλώνουν λέγοντες ότι ετρελλάθη· προκειμένου δε διά την δικαιοσύνην και τα άλλα πολιτικά προτερήματα, αν μάθουν ότι κανείς είναι άδικος, εάν αυτός ο ίδιος έμπροσθεν πολλών ανθρώπων λέγη την αλήθειαν εναντίον του εαυτού του (ότι δηλαδή δεν έχει δικαιοσύνην και άλλα πολιτικά προτερήματα), εκείνο το οποίον θα εθεώρουν εις άλλην περίστασιν ως φρονιμάδα, το να λέγη δηλαδή κανείς την αλήθειαν, εις αυτήν την περίστασιν το θεωρούν ως τρέλλαν, και λέγουν ότι πρέπει όλοι να λέγουν ότι είναι δίκαιοι, και αν είναι και αν δεν είναι· αλλέως εκείνος, ο οποίος δεν προσποιείται ότι είναι δίκαιος, είναι τρελλός· διότι είναι αναπόφευκτον να μη υπάρχη κανείς ο οποίος να μη μετέχη οπωσδήποτε από αυτό, ή αλλέως πρέπει αυτός να μη υπάρχη μεταξύ των ανθρώπων.
Περί του ότι λοιπόν παραδέχονται ευλόγως κάθε άνθρωπον ως σύμβουλον, όταν χρειασθή αυτή η αρετή, επειδή νομίζουν ότι ο καθείς έχει μέρος από αυτήν, αυτά έχω να είπω· ότι δε νομίζουν εξ άλλου μέρους ότι αυτή η αρετή δεν είναι φυσικόν χάρισμα, ούτε έρχεται μόνη της εις εκείνον ο οποίος την έχει, αλλά κατόπιν διδασκαλίας και φροντίδος, τούτο έπειτα από το πρώτον θα προσπαθήσω να σ' αποδείξω. Πραγματικώς, δι' όσα κακά νομίζει ένας άνθρωπος ότι έχει ο άλλος άνθρωπος εκ φύσεως ή εκ τύχης, κανείς δεν θυμώνει, ούτε νουθετεί, ούτε διδάσκει, ούτε τιμωρεί εκείνους που έχουν αυτά διά να τους κάμη να μη είναι τοιούτοι, αλλά τους λυπούνται· τους ασχήμους λ. χ. ή τους μικρούς ή τους αδυνάτους ποίος είναι τόσον ανόητος ώστε να κάμη εις αυτούς κανέν από αυτά που λέγομεν; Διότι αυτά μεν, νομίζω, γνωρίζουν οι άνθρωποι ότι συμβαίνουν εις τους ανθρώπους εκ φύσεως και εκ τύχης, τα ωραία δηλαδή και τα εναντία εις αυτά· όσα δε αγαθά νομίζουν ότι αποκτώσιν οι άνθρωποι έπειτα από επιμέλειαν και γύμνασιν και διδασκαλίαν, αν κανείς δεν έχη αυτά, αλλ' έχη τα κακά τα εναντία εις αυτά, δι' αυτά βεβαίως γίνονται και οι θυμοί και αι τιμωρίαι και αι νουθεσίαι. Από τα οποία κακά έν είναι και η αδικία και η ασέβεια και γενικώς κάθε τι, το οποίον είναι εναντίον εις την πολιτικήν αρετήν· και τότε ίσα — ίσα ο καθείς θυμώνει και νουθετεί οποιονδήποτε, διότι ηδύνατο ν' αποκτήση την αρετήν ταύτην, αν εφρόντιζε και την εμάνθανε. Διότι, αν ήθελες να καταλάβης, Σωκράτη, τι δύναμιν έχει το να τιμωρώνται οι αδικούντες, αυτό ήθελε σε διδάξει, ότι οι άνθρωποι νομίζουν ότι η αρετή δύναται ν' αποκτηθή. Διότι κανείς δεν τιμωρεί εκείνους που αδικούν έχων εις τούτο την προσοχήν του εστραμμένην και διά ταύτην την αιτίαν, διότι δηλ. ηδίκησαν, εκτός μόνον εκείνος, ο οποίος τιμωρεί χωρίς να σκέπτηται, ως θηρίον· εκείνος δε, ο οποίος αναλαμβάνει να τιμωρή λογικώς, δεν τιμωρεί ένεκα του αδικήματος, το οποίον επέρασε πλέον — διότι με τούτο δεν ημπορεί βέβαια να κάμη να μη γείνη εκείνο που έγεινεν — αλλά τιμωρεί χάριν του μέλλοντος, διά να μη αδικήση πάλιν μήτε αυτός ο ίδιος ο τιμωρηθείς, μήτε κανείς άλλος, ο οποίος είδεν αυτόν να τιμωρηθή· και σκέπτεται τοιουτοτρόπως, επειδή καταλαμβάνει ότι η αρετή ημπορεί ν' αποκτηθή διά της παιδείας· τιμωρεί λοιπόν, διά ν' αποτρέψη ένα άλλον από το κακόν. Αυτήν λοιπόν την ιδέαν έχουν όλοι, όσοι τιμωρούν και ιδιαιτέρως και δημοσίως· εκδικούνται δε και τιμωρούν όσους νομίζουν ότι αδικούν και οι άλλοι άνθρωποι και οι συμπολίται σου Αθηναίοι επίσης· ώστε σύμφωνα με αυτήν την σκέψιν και οι Αθηναίοι είναι από εκείνους, οι οποίοι νομίζουν ότι η αρετή αποκτάται και διδάσκεται. Ότι λοιπόν ευλόγως παραδέχονται οι συμπολίται σου, όταν συμβουλεύη εις τα πολιτικά κανείς χαλκωματάς και πετσωματάς, και ότι θεωρούν ότι η αρετή είναι πράγμα που διδάσκεται και αποκτάται, σου το έχω αποδείξει αρκετά, Σωκράτη, καθώς τουλάχιστον μου φαίνεται.
Απομένει λοιπόν ακόμη να λυθή η απορία, την οποίαν έχεις διά τους αγαθούς άνδρας, διατί τάχα οι αγαθοί άνδρες κατά μεν τα άλλα διδάσκουν τους υιούς των εκείνα, τα οποία χρειάζονται διδασκάλους και τους κάμνουν σοφούς, κατά δε την αρετήν, εις την οποίαν αυτοί διαπρέπουν, δεν τους κάμνουν διόλου καλυτέρους. Δι' αυτό λοιπόν το ζήτημα, Σωκράτη, δεν θα σου είπω πλέον μύθον, αλλ' απόδειξιν· σκέψου λοιπόν κατά τον εξής τρόπον τι από τα δύο, υπάρχει έν πράγμα ή δεν υπάρχει, από το οποίον είναι απαραίτητον όλοι οι πολίται να μετέχουν, εάν πρόκειται να υπάρξη πόλις; Διότι διά τούτου λύεται αύτη η απορία την οποίαν έχεις, ή πουθενά αλλού δεν λύεται. Διότι, εάν μεν υπάρχη και τούτο το έν, δεν είναι δε τούτο ούτε η τεκτονική ούτε η χαλκευτική ούτε η κεραμευτική τέχνη, αλλά η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και το να είναι κανείς θεάρεστος και γενικώς αυτό ονομάζω ότι είναι το έν, η αρετή του ανθρώπου· εάν τούτο υπάρχη, από το οποίον πρέπει όλοι να μετέχουν και κάθε άνθρωπος, αν θέλη να μάθη και να εκτελέση κανέν άλλο έργον, έτσι μόνον να το εκτελή, μόνον μαζί με τούτο, χωρίς δε τούτο να μη το εκτελή· ή εκείνον ο οποίος δεν είναι μέτοχος τούτου πρέπει και να τον διδάσκωμεν και να τον τιμωρώμεν· και παιδίον και ανήρ και γυνή αν είναι, έως ότου τιμωρούμενος να γείνη καλύτερος, όποιος δε τιμωρούμενος και διδασκόμενος δεν υπακούει, τούτον να τον εκδιώκωμεν από τας πόλεις ή να τον θανατώνωμεν, διότι είναι αθεράπευτος· αφού δε είναι έτσι, οι αγαθοί άνδρες, αν τα μεν άλλα πράγματα διδάσκωσι τους υιούς των, τούτο δε δεν το διδάσκωσι (δηλαδή την αρετήν), σκέψου τότε ότι οι αγαθοί άνδρες θα παράγωνται μόνον ως εκ θαύματος· διότι υποθέτω ότι αυτό το πράγμα φρονούν ότι ημπορεί να διδαχθή και ιδιαιτέρως και δημοσίως· αφ' ου δε ημπορεί να διδαχθή και να υπηρετηθή, τα μεν άλλα πράγματα διά τα οποία δεν υπάρχει ως τιμωρία ο θάνατος, τα διδάσκουν λοιπόν εις τους υιούς των, αν ούτοι δεν τα ηξεύρουν, εκείνο δε (δηλ. η αρετή), διά το οποίον εις τα παιδιά των και η τιμωρία είναι θάνατος και εξορίαι αν δεν το μάθουν, μήτε τους περιποιηθούν διά να γείνουν ενάρετοι, και δι' αυτό εκτός του θανάτου γίνονται δημεύσεις περιουσιών και, διά να είπωμεν μ' ένα λόγον, γενικαί των οικογενειών καταστροφαί, αυτό δε ημπορεί να μη το διδάσκουν ούτε να καταβάλλουν δι' αυτό κάθε επιμέλειαν; Πρέπει βέβαια, Σωκράτη, να νομίζωμεν ότι ναι.
Και αφ' ου αρχίσουν από τότε που οι υιοί των είναι μικρά παιδιά, τους διδάσκουν και τους νουθετούν μέχρι τέλους της ζωής των ευθύς που αρχίση κανείς να καταλαμβάνη όσα του λέγουν, και η παραμάννα και η μήτηρ και ο παιδαγωγός και ο ίδιος ο πατήρ συναγωνίζονται το πράγμα, διά να γείνη δηλαδή το παιδίον όσον το δυνατόν καλύτερον, διδάσκοντες αυτό και δεικνύοντες εις κάθε μίαν πράξιν και εις κάθε λόγον, ότι τούτο μεν είναι δίκαιον, εκείνο δε είναι άδικον και τούτο μεν είναι ωραίον, εκείνο δε άσχημον, και τούτο μεν είναι άγιον, εκείνο δε ασεβές, και αυτά μεν να τα κάμνης, εκείνα δε να μη τα κάμνης· και αν μεν το παιδίον υπακούη εις αυτά με το καλόν, το επαινούν εάν δε δεν ακούη, καθώς ισάζουν έν δένδρον, το οποίον γίνεται στραβόν και κυρτόν, έτσι ισάζουν και αυτό με φοβέρας και κτυπήματα. Υστερώτερα δε στέλλουν τα παιδιά εις διδασκάλους και παραγγέλλουν εις αυτούς να φροντίσουν πολύ περισσότερον διά την καλήν διαγωγήν των παρά διά τα γράμματα και το παίξιμον της κιθάρας· οι δε διδάσκαλοι και δι' αυτά φροντίζουν, και όταν πάλιν μάθωσι τα παιδιά γράμματα και ημπορούν να καταλαμβάνουν τα γραμμένα, καθώς προτήτερα τα προφορικά, τους δίδουν εις τα θρανία ν' αναγινώσκουν ποιήματα καλών ποιητών και τα υποχρεώνουν να τα μανθάνουν εκ στήθους, μέσα εις τα οποία υπάρχουσι πολλαί νουθεσίαι και πολλαί διηγήσεις και έπαινοι και εγκώμια παλαιών εναρέτων ανδρών, διά να τους ζηλεύη το παιδίον και να τους μιμήται και να επιθυμή να γείνη και αυτό τοιούτος. Οι δε διδάσκαλοι πάλιν της κιθάρας και άλλας τοιαύτας καταβάλλουν προσπαθείας, φροντίζουν δηλαδή και φρόνιμοι να γείνουν οι νέοι και να μη κάμνουν καμμίαν κακήν πράξιν· και προς τούτοις, αφ' ου μάθουν να παίζουν την κιθάραν, τους διδάσκουν ποιήματα άλλων πάλιν καλών ποιητών, που τα κάμνουν διά να τραγωδώνται, προσαρμόζοντες αυτά εις τους ήχους της κιθάρας, και αναγκάζουν ώστε αι ψυχαί των παίδων να εξοικειώνωνται με τους ρυθμούς και με τας αρμονίας της μουσικής, διά να είναι ημερώτεροι, και συνηθίζοντες εις τον καλόν ρυθμόν και εις την καλήν αρμονίαν να είναι χρήσιμοι και εις το να λέγουν και εις το να κάμνουν, διότι όλη η ζωή του ανθρώπου έχει χρείαν από καλόν ρυθμόν και καλήν αρμονίαν. Εκτός λοιπόν τούτων, στέλλουν προς τούτοις τα παιδιά και εις τον παιδοτρίβην, διά να έχωσι τα σώματα καλύτερα, διά να υπηρετώσιν αυτά τον καλόν νουν, και να μη υποχρεώνωνται να δειλιάζουν ένεκα της αδυναμίας των σωμάτων και εις τους πολέμους και εις τας άλλας πράξεις, και κάμνουν αυτά εκείνοι οι οποίοι έχουν περισσότερον τα μέσα· έχουν δε τα μέσα περισσότερον οι πάρα πολύ πλούσιοι· και τα παιδιά τούτων, αφ' ου αρχίσουν εις πολύ μικράν ηλικίαν να πηγαίνουν εις διδασκάλους, παύουν να πηγαίνουν εις πολύ μεγάλην ηλικίαν. Όταν δε παραιτήσουν τους διδασκάλους, η πόλις πάλιν τους υποχρεώνει να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα με αυτούς, ωσάν σύμφωνα με παράδειγμα, διά να μη πράττουν αυτοί από λόγου των ό,τι τους καπνίση, αλλ' ακριβώς όπως οι γραμματοδιδάσκαλοι, εις τα παιδιά τα οποία ακόμη δεν είναι ικανά να γράφουν, αφ' ου γράφουν υποκάτωθεν γραμμάς με την γραφίδα, τότε δίδουν το κονδύλιον και υποχρεώνουν το παιδίον να γράφη κατά την οδηγίαν των γραμμών. Τοιουτοτρόπως λοιπόν και η πόλις, αφ' ου γράψη υποκάτωθεν ως οδηγίαν νόμους, τους οποίους εύρον οι καλοί και παλαιοί νομοθέται, υποχρέωνει τους ανθρώπους σύμφωνα με αυτούς να κυβερνούν και να κυβερνώνται· εκείνον δε, ο οποίος περιπατεί έξω από τους νόμους τούτους, τον τιμωρεί και η τιμωρία αύτη ονομάζεται και εις τον τόπον μας και εις πολλά άλλα μέρη ευθύνει, διότι η τιμωρία ευθύνει, δηλαδή ισάζει τον άνθρωπον. Αφ' ου λοιπόν τόση φροντίς καταβάλλεται και ιδιωτικώς και δημοσίως διά την αρετήν, σου φαίνεται παράξενον, Σωκράτη, και απορείς αν η αρετή ημπορεί να διδαχθή; Και δεν πρέπει να σου φαίνεται, πολύ περισσότερον παράξενον, αν δεν ημπορούσε να διδαχθή; Διατί λοιπόν πολλά παιδιά εναρέτων πατέρων γίνονται κακά; Μάθε πάλιν την αιτίαν τούτου· διότι δεν είναι διόλου παράξενον αν εγώ εις τα προηγούμενα έλεγον την αλήθειαν, ότι κανείς δεν πρέπει να μείνη αμαθής τούτου του πράγματος, δηλαδή της αρετής, αν πρόκειται να υπάρξη πόλις. Διότι, αν εκείνο το οποίον λέγω είναι έτσι όπως το λέγω — είναι δε περισσότερον από κάθε άλλο έτσι — σκέψου και διάλεξε έν άλλο από τα επαγγέλματα και τα μαθήματα όποιο θέλεις. Εάν δεν ήτο λ. χ. δυνατόν να υπάρχη πόλις, αν όλοι μας δεν είμεθα αυληταί, ο καθείς όπως ημπορούσε τότε, και αυτήν την τέχνην και ιδιαιτέρως και δημοσίως θα εδίδασκεν εις τον άλλον και θα επέπληττεν εκείνον, ο οποίος δεν έπαιζε καλά τον αυλόν και δεν ήτο ζηλιάρης διά την τέχνην του, καθώς τώρα διά τα δίκαια και τα νόμιμα κανείς δεν είναι ζηλιάρης ούτε τα κρύπτει από τους άλλους, καθώς κάμνουν διά τας άλλας τέχνας· διότι μας ωφελεί, νομίζω, η δικαιοσύνη και η αρετή του ενός προς τον άλλον· ένεκα τούτου ο καθείς λέγει και διδάσκει εις τον άλλον και τα δίκαια και τα νόμιμα. Εάν λοιπόν κατά τον ίδιον τρόπον και διά το παίξιμο του αυλού είχομεν όλην την προθυμίαν χωρίς ζηλοτυπίαν να διδάσκωμεν ο είς τον άλλον, νομίζεις, Σωκράτη, είπεν, ότι τα παιδιά των καλών αυλητών θα εγίνοντο κατά τι περισσότερον καλοί αυληταί παρά τα παιδιά των κακών αυλητών; Νομίζω ότι όχι, αλλά οποιουδήποτε ο υιός έτυχε να γείνη εκ φύσεως επιδεκτικός εις το παίξιμον του αυλού, αυτός θα προώδευε φημιζόμενος· οποιουδήποτε δε ο υιός δεν είναι φυσικά επιδεκτικός, δεν θα απέκτα φήμην· και πολλάς φοράς ικανού αυλητού υιός θα έβγαινε κακός· πολλάς δε φοράς πάλιν κακού αυλητού υιός θα έβγαινε ικανός· αλλά βεβαίως όλοι οι αυληταί θα ήσαν ικανοί παραβαλλόμενοι με τους αμαθείς και μη γνωρίζοντας τίποτε από παίξιμον αυλού. Τοιαύτην ιδέαν να έχης και τώρα. Όποιος άνθρωπος από εκείνους που ανετράφησαν ανάμεσα εις νόμους και ανθρώπους, σου φαίνεται πάρα πολύ άδικος, νόμιζε ότι είναι δίκαιος και τεχνίτης, μάλιστα τούτου του πράγματος, δηλαδή της δικαιοσύνης, αν πρόκειται να τον συγκρίνωμεν με ανθρώπους εις τους οποίους ούτε ανατροφή υπάρχει, ούτε δικαστήρια, ούτε νόμοι, ούτε καμμία υποχρέωσις, η οποία να τους αναγκάζη να φροντίζουν διά την αρετήν, αλλ' είναι άνθρωποι άγριοι ωσάν εκείνους τους οποίους το περασμένον έτος ο ποιητής Φερεκράτης(4) παρέστησεν εις έν δράμα του κατά τας εορτάς του Ληναίου (δηλαδή του Βάκχου). Αναμφιβόλως αν ευρίσκεσο ανάμεσα εις τους τοιούτους ανθρώπους, ομοίους ωσάν τους μισανθρώπους, τους οποίους ο ποιητής παριστάνει εις εκείνον τον χορόν του δράματος, θα επροτίμας πολύ περισσότερον, αν εύρισκες εμπρός σου τον Ευρύβατον και τον Φρυνώνδαν(5) και θα εθρήνεις αποζητών των εδώ ανθρώπων την κακίαν· τώρα δε καλοπερνάς, Σωκράτη, διότι όλοι είναι διδάσκαλοι της αρετής εις όσα ημπορεί ο καθείς, διά τούτο κανείς δεν σου φαίνεται ότι είναι ο μόνος διδάσκαλος της αρετής, και αν εζήτεις ποίος είναι διδάσκαλος της αρετής, κανείς δεν ήθελε παρουσιασθή (διότι όλοι την διδάσκουν) ούτε βεβαίως, νομίζω, αν εζήτεις ποίος εις τον τόπον μας δύναται να διδάξη τους υιούς των χειροτεχνών αυτήν την ιδίαν τέχνην, την οποίαν ίσα ίσα έχουν μάθει από τον πατέρα των, εις όσον ο πατήρ των και οι φίλοι του πατρός των, οι συντεχνίται του, ήσαν ικανοί, και ποίος ημπορεί να διδάξη αυτήν εις τούτους ακόμη καλύτερα, νομίζω, Σωκράτη, ότι δεν θα είναι εύκολον να παρουσιασθή διδάσκαλος διά τούτους, να παρουσιασθή όμως διά τους μη γνωρίζοντας τίποτε είναι όλως διόλου εύκολον· το ίδιον συμβαίνει και εις την αρετήν και εις τα άλλα· εάν δηλαδή, υπάρχη κανείς ολίγον ικανώτερός μας, ο οποίος να μας προοδεύση εις την αρετήν, πρέπει να είμεθα ευχαριστημένοι. Είς λοιπόν από τούτους νομίζω ότι είμαι εγώ, και ότι ηξεύρω καλύτερα από τους άλλους να διδάξω, διά να γείνη τις καλός και ενάρετος άνθρωπος, και τόσον όσον αξίζει ο μισθός τον οποίον λαμβάνω, και ακόμη περισσότερον, ώστε και εκείνος όπου έμαθεν από εμένα το βεβαιώνη. Ένεκα τούτου του λόγου και τον μισθόν μου εισπράττω με τον ακόλουθον τρόπον. Όταν κανείς μάθη από εμέ, αν μεν θέλη, πληρώνει τον μισθόν τον οποίον συνήθως λαμβάνω· αν δε δεν θέλη πηγαίνει εις την εκκλησίαν, ορκίζεται, και όσον είπη ότι αξίζουν τα μαθήματα, τόσον πληρώνει. Τοιούτον, Σωκράτη, μύθον και τοιαύτην απόδειξιν λέγω εις σε, διά να σου αποδείξω ότι η αρετή ημπορεί να διδαχθή και ότι τούτο φρονούν και οι Αθηναίοι, ότι προς τούτοις δεν είναι διόλου παράξενον από καλούς πατέρας να γίνωνται κακά παιδιά, και από κακούς καλά, επειδή και τα παιδιά του Πολυκλείτου, της αυτής ηλικίας με τον Πάραλον και με τον Ξάνθιππον, παραβαλλόμενα με τον πατέρα των είναι τίποτε· έτσι και τα παιδιά διαφόρων άλλων τεχνιτών. Τούτους δε (τον Πάραλον και τον Ξάνθιππον) δεν είναι δίκαιον ακόμη να τους καταδικάσωμεν· διότι υπάρχουσιν ακόμη μέσα εις αυτούς ελπίδες· είναι βεβαίως νέοι ακόμη.
Ο μεν Πρωταγόρας, αφ' ου τόσα και τόσον εύμορφα ωμίλησεν, ετελείωσε την ομιλίαν του. Και εγώ διά πολλήν μεν ώραν μαγευμένος τον εκύτταζα ακόμη μήπως είπη και τίποτε άλλο, επειδή επεθύμουν να τον ακούω· όταν δε πλέον εκατάλαβα ότι πραγματικώς είχε παύσει, κάπως μετά δυσκολίας αφ' ου συνεκέντρωσα τρόπον τινά τον εαυτόν μου, εκύτταξα τον Ιπποκράτην και είπον·
Σωκράτης
Υιέ του Απολλοδώρου, πόσην ευγνωμοσύνην σου χρεωστώ, διότι με
παρεκίνησες να έλθω εδώ· διότι μεγάλην αξίαν αποδίδω εις εκείνα τα
οποία ήκουσα από τον Πρωταγόραν. Εγώ βέβαια έως τώρα μεν ενόμιζον
ότι δεν υπάρχει ανθρωπίνη επιμέλεια, διά της οποίας οι ενάρετοι να
γίνωνται ενάρετοι· τώρα δε έχω πεισθή περί τούτου. Αλλά υπάρχει έν
μικρόν πράγμα, το οποίον με εμποδίζει, το οποίον φανερόν είναι ότι
ο Πρωταγόρας θα διδάξη και αυτό ευκόλως, αφ' ου και αυτά τα πολλά
εις την εντέλειαν εδίδαξε. Διότι, αν μεν ήθελε συμβουλευθή κανείς
δι' αυτά τα ίδια πράγματα ένα οποιονδήποτε από τους λαϊκούς
ρήτορας, ίσως θα ήτο δυνατόν ν' ακούση λόγους τοιούτους, ωσάν τους
λόγους ή του Περικλέους ή κανενός άλλου από τους ικανούς ρήτορας·
αν δ' έπειτα ήθελε πάλιν ερωτήσει κανείς κανένα από αυτούς τίποτε,
δεν ημπορούν ούτε ν' αποκριθούν, ούτε αυτοί να ερωτήσουν όπως τα
(άφωνα) βιβλία· αλλ' αν κανείς ερωτήση έπειτα και κανέν μικρόν
πράγμα, από εκείνα που είπουν, καθώς τα χάλκινα αγγεία όταν
κτυπηθούν κάμνουν ήχον μακρόν και διαρκεί ο ήχος, αν κανείς δεν τον
σταματήση, τοιουτοτρόπως και οι ρήτορες διά μικρά πράγματα αν
ερωτηθούν, εξακολουθούν ατελείωτον ομιλίαν. Αυτός εδώ όμως ο
Πρωταγόρας είναι μεν ικανός να είπη μακρούς και ωραίους λόγους,
καθώς αυτά που ηκούσαμεν ότι αποδεικνύουν, είναι δε ικανός και όταν
ερωτηθή ν' αποκρίνεται σύντομα και όταν ερωτά να περιμένη και να
δέχεται όπως πρέπει την απόκρισιν, τα οποία ολίγοι είναι εις
κατάστασιν να κάμουν. Τώρα λοιπόν, Πρωταγόρα, μου λείπει ακόμη έν
μικρόν πράγμα, διά να έχω όλα, και θα σου είμαι υπόχρεως, αν
ευαρεστηθής να μου αποκριθής εις το εξής. Λέγεις ότι η αρετή
ημπορεί να διδαχθή και εγώ σε πιστεύω περισσότερον παρά κάθε άλλον
άνθρωπον εις τον κόσμον· εκείνο δε το οποίον εθαύμασα, όταν συ το
έλεγες, τούτο συμπλήρωσέ το, παρακαλώ, μέσα εις την ψυχήν μου.
Έλεγες λοιπόν ότι ο Ζευς έστειλεν εις τους ανθρώπους την
δικαιοσύνην και την ευσέβειαν, και πάλιν εις πολλά μέρη των ομιλιών
σου έλεγες ότι η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και η οσιότης και όλα
αυτά περιλαμβάνονται όλα ομού εις έν, δηλαδή την αρετήν· αυτά
λοιπόν τα ίδια εξήγησέ μου διά της ομιλίας με ακρίβειαν, τι από τα
δύο δηλαδή, η μεν αρετή είναι έν πράγμα, η δικαιοσύνη δε και η
σωφροσύνη και η οσιότης είναι μέρη της, ή αυτά τα οποία προ ολίγου
έλεγα είναι όλα διάφορα ονόματα ενός και του αυτού πράγματος· τούτο
είναι εκείνο το οποίον επιθυμώ ακόμη να μάθω.
Πρωταγόρας
Αλλά εις τούτο βεβαίως, είπεν, είναι εύκολον, Σωκράτη, ν' αποκριθή
κανείς, ότι, εν ώ η αρετή είναι έν πράγμα, αυτά διά τα οποία ερωτάς
είναι μέρη του.
Σωκράτης.
Τι από τα δύο είπον, καθώς τα μέλη του προσώπου είναι αυτά μέρη
πραγματικώς, καθώς δηλαδή το στόμα και η μύτη και τα ομμάτια και τα
αυτιά, ή καθώς είναι τα μόρια του χρυσού, τα οποία διόλου δεν
διαφέρουν τα μεν από τα δε, δηλαδή το έν από το άλλο και καθέν από
το όλον, παρά μόνον κατά το μέγεθος και την μικρότητα;
Πρωταγόρας
Ωσάν εκείνα, μου φαίνεται, Σωκράτη, δηλαδή καθώς τα μέρη του
προσώπου σχετικώς προς το όλον πρόσωπον.
Σωκράτης
Τι λοιπόν από τα δύο, είπον εγώ, λαμβάνουν λοιπόν οι άνθρωποι από
αυτά τα μέρη της αρετής άλλοι μεν έν, άλλοι δε άλλο, ή είναι
αναγκασμένοι, αν κανείς λάβη έν, να τα έχη όλα ομού;
Πρωταγόρας
Διόλου, είπεν, επειδή πολλοί είναι ανδρείοι, είναι όμως άδικοι, και
πολλοί είναι πάλιν δίκαιοι, δεν είναι όμως σοφοί.
Σωκράτης
Είναι λοιπόν και αυτά μέρη της αρετής, είπον εγώ, η σοφία και η
ανδρεία;
Πρωταγόρας
Περισσότερον βέβαια από όλα, είπε· και το μεγαλύτερον βεβαίως από
τα μέρη είναι η σοφία.
Σωκράτης
Και καθέν βεβαίως από αυτά διαφέρει από το άλλο;
Πρωταγόρας
Ναι.
Σωκράτης
Και καθέν από αυτά έχει βεβαίως ιδικήν του ενέργειαν, καθώς τα μέρη
του προσώπου; Όπου το μάτι δεν είναι ότι είναι το αυτί, ούτε η
ενέργειά του είναι η ιδία· ούτε κανέν από τα άλλα είναι όμοιον με
το άλλο, ούτε κατά την ενέργείαν, ούτε εις άλλο τι· και λοιπόν κατά
τον ίδιον τρόπον και τα μέρη της αρετής, το έν μέρος δεν είναι
όμοιον με το άλλο, ούτε αυτό το ίδιον ούτε η ενέργειά του; Ή είναι
φανερόν ότι αυτά δεν ομοιάζουν μεταξύ των, αν ομοιάζουν με το
παράδειγμα το οποίον εφέραμεν;
Πρωταγόρας
Αλλ' έτσι είναι, είπε, Σωκράτη.
Σωκράτης
Και εγώ είπον· κανέν άλλο λοιπόν από τα μέρη της αρετής δεν είναι
όμοιον με την επιστήμην, ούτε με την δικαιοσύνην, ούτε με την
ανδρείαν, ούτε με την εγκράτειαν, ούτε με την αγιότητα.
Πρωταγόρας
Δεν είναι όμοιον, είπεν.
Σωκράτης
Έλα τώρα, είπον εγώ, να σκεφθώμεν μαζί ποία είναι η φύσις καθενός
από αυτά. Και ας αρχίσωμεν από το εξής· η δικαιοσύνη είναι κάτι τι
πραγματικόν, ή δεν είναι τίποτε πραγματικόν; διότι εγώ νομίζω ότι
είναι κάτι· συ δε τι φρονείς;
Πρωταγόρας
Και εγώ, είπε, νομίζω ότι είναι κάτι τι.
Σωκράτης
Τι λοιπόν; αν κανείς ερωτήση και εμέ και σε· Πρωταγόρα και Σωκράτη,
είπετέ μου λοιπόν, τούτο το πράγμα, το οποίον προ ολίγου ωνομάσατε,
δηλαδή η δικαιοσύνη, αυτό το ίδιον, είναι κανέν πράγμα δίκαιον ή
άδικον; Εγώ μεν ήθελον αποκριθή εις αυτόν ότι είναι πράγμα δίκαιον·
συ δε ποίαν ψήφον ήθελες ρίψει; Την ιδίαν όπου έρριψα και εγώ ή
άλλην;
Πρωταγόρας
Την ιδίαν, είπεν.
Σωκράτης
Είναι λοιπόν η δικαιοσύνη πράγμα τοιούτον, οποίον το να είναι
κανείς δίκαιος, εγώ τουλάχιστον θα έλεγον αποκρινόμενος εις εκείνον
ο οποίος μ' ερωτά· δεν θα έλεγες και εσύ το ίδιον;
Πρωταγόρας
Ναι, είπεν.
Σωκράτης
Αν λοιπόν έπειτα από τούτο ήθελε μας ερωτήσει· δεν λέγετε ότι
υπάρχει και κάποια οσιότης; δεν θα ελέγομεν ναι, καθώς
εγώ νομίζω;
Πρωταγόρας
Ναι, είπεν αυτός.
Σωκράτης
Δεν λέγετε λοιπόν ότι και τούτο είναι κάτι πραγματικόν; θα ελέγομεν
ναι· ή όχι;
Πρωταγόρας
Συνεφώνησα και εις τούτο.
Σωκράτης
Τι από τα δύο λοιπόν, λέγετε ότι αυτό το ίδιον πράγμα είναι όμοιον
με το ανόσιον ή όμοιον με το όσιον; Εγώ βεβαίως, είπον, θα εθύμωνα
διά την ερώτησιν, θα έλεγον· έλα εις τον νουν σου, ευλογημένε· και
ποίον άλλο πράγμα θα ήτο όσιον εις τον κόσμον; εάν βεβαίως η ιδία η
οσιότης δεν θα ήτο όσιον· τι δε θα έλεγες συ; Δεν θ' απεκρίνεσο με
τον ίδιον τρόπον;
Πρωταγόρας
Βεβαιότατα, είπεν.
Σωκράτης
Αν λοιπόν έπειτα από αυτό ερωτών ημάς ήθελεν είπει· πώς λοιπόν
ελέγετε ολίγον προτήτερα; Μήπως δεν σας ήκουσα καλά; Καθώς
εκατάλαβα είπετε ότι η σχέσις, την οποίαν έχουν τα μέρη της αρετής
το έν με το άλλο είναι τοιαύτη, ώστε το έν από αυτά να μη είναι
όμοιον με το άλλο· εγώ βεβαίως θα έλεγον προς αυτόν ότι τα μεν άλλα
σωστά τα ήκουσες, αν δε νόμιζες ότι είπον τούτο εγώ, τότε δεν θα
ήκουσες καλά· διότι απ' εδώ ο Πρωταγόρας έδωκεν αυτάς τας
αποκρίσεις, εγώ δε τον ηρώτων· Αν λοιπόν ήθελε σου είπει· αλήθειαν
λέγει, Πρωταγόρα, αυτός εδώ; Συ παραδέχεσαι ότι από τα μέρη της
αρετής το έν είναι όμοιον με το άλλο; Αυτή η γνώμη ιδική σου είναι;
Τι ήθελες αποκριθή εις αυτόν;
Πρωταγόρας
Θα ήμην υποχρεωμένος, Σωκράτη, να ομολογήσω.
Σωκράτης
Αφ' ου λοιπόν ομολογήσωμεν αυτά, Πρωταγόρα, τι θ' αποκριθώμεν εις
αυτόν, αν μας ερωτήση έπειτα ως εξής· η αγιότης λοιπόν δεν είναι
όμοιον πράγμα όπως το δίκαιον, ούτε η δικαιοσύνη όμοιον με την
αγιότητα, αλλ' είναι όμοιον με την μη αγιότητα· η δε αγιότης είναι
ομοία με την μη δικαιοσύνην, επομένως με την αδικίαν, και η
δικαιοσύνη με την ανοσιότητα; Τι θ' αποκριθώμεν εις αυτόν; Διότι
εγώ μεν ο ίδιος, διά να υπερασπίσω βεβαίως τον εαυτόν μου, θα
έλεγον ότι και η δικαιοσύνη είναι πράγμα άγιον και η αγιότης πράγμα
δίκαιον· και σε δε διά να υπερασπίσω, αν μου επέτρεπες, αυτά τα
ίδια εκ μέρους σου ήθελον αποκριθή, ότι δηλαδή η δικαιοσύνη ή είναι
το ίδιον πράγμα με την αγιότητα ή πράγμα όσον ενδέχεται όμοιον και
περισσότερον από όλα και η δικαιοσύνη είναι ομοία με την αγιότητα
και η αγιότης ομοία με την δικαιοσύνην. Αλλά σκέψου, αν θα μ'
εμποδίσης να δώσω αυτήν την απόκρισιν ή θα το παραδεχθής και συ.
Πρωταγόρας
Δεν πολυπαραδέχομαι, είπε, Σωκράτη, ότι είναι τόσον καθαρόν το
πράγμα, ώστε να παραδεχθώ ότι η δικαιοσύνη είναι πράγμα άγιον και η
αγιότης είναι πράγμα δίκαιον· αλλά μου φαίνεται ότι μεταξύ των
υπάρχει κάποια διαφορά. Αλλά τούτο τι πειράζει; είπεν· αφ' ου το
θέλεις, ας παραδεχθώμεν ότι και η δικαιοσύνη είναι αγιότης και η
αγιότης είναι δικαιοσύνη.
Σωκράτης
Όχι, να σε χαρώ, είπον εγώ· διότι δεν έχω χρείαν να θέσωμεν υπό
εξέτασιν αυτό το «αν θέλης και αν εγκρίνης», αλλά να θέσωμεν υπό
εξέτασιν εμέ και σε, λέγω δε το εμέ και σε, διότι νομίζω ότι με
αυτόν τον τρόπον θα αποδειχθή καλύτερα η αλήθεια, αν αφαιρέση
κανείς από αυτήν την αλήθειαν το «εάν».
Πρωταγόρας
Αλλ' όμως πράγματι, είπεν ούτος, ομοιάζει κατά τι η δικαιοσύνη με
την αγιότητα, διότι και οποιονδήποτε πράγμα ομοιάζει με κάποιον
τρόπον με οποιονδήποτε άλλο. Το άσπρον τωόντι ομοιάζει κατά τι με
το μαύρον, και το σκληρόν με το μαλακόν και τα άλλα όσα φαίνονται
ότι είναι τελείως εναντία το έν με το άλλο· και εκείνα τα οποία
ελέγαμεν τότε ότι έχουν διαφορετικήν ενέργειαν και ότι το έν δεν
είναι όμοιον με το άλλο, δηλ. τα μέρη του προσώπου, εις κάποιον
τρόπον ομοιάζουν το έν με το άλλο· ώστε βέβαια με τούτον τον
τρόπον, αν θέλης, και αν ταύτα εξετάσης, δύνασαι ν' αποδείξης ότι
όλα τα πράγματα είναι όμοια το έν με το άλλο. Αλλά δεν είναι
δίκαιον να ονομάζης όμοια εκείνα που έχουν ασήμαντον ομοιότητα,
ούτε να ονομάζης ανόμοια εκείνα που έχουν κάποιαν ανομοιότητα, και
αν πολύ μικράν έχουν την ομοιότητα.
— Και εγώ, επειδή μου εφάνη παράξενον τούτο, είπον εις αυτόν·
Σωκράτης
Πραγματικώς φρονείς ότι η δικαιοσύνη και η αγιότης έχουν τοιαύτην
σχέσιν μεταξύ των, ώστε η μία με την άλλην να έχουν μόνον μίαν
μικράν ομοιότητα;
Πρωταγόρας
Ούτε τόσον πολύ μικράν, είπεν, ούτε όμως πάλιν τόσον μεγάλην όσην,
νομίζω, φαντάζεσαι συ ότι έχουν.
Σωκράτης
Αλλ' όμως, είπον εγώ, επειδή μου φαίνεσαι ότι δυσαρεστείσαι με αυτό
το ζήτημα, ας το αφήσωμεν· αυτό δε το άλλο να εξετάσωμεν από εκείνα
τα οποία έλεγες. Υπάρχει κανέν πράγμα, το οποίον ονομάζεις
κακοκεφαλιάν;
Πρωταγόρας
Ναι, είπεν.
Σωκράτης
Όλον το εναντίον εις τούτο το πράγμα δεν είναι η σοφία (δηλαδή η
ορθή σκέψις);
Πρωταγόρας
Μου φαίνεται, είπε.
Σωκράτης
Τι δε από τα δύο, όταν πράττουν οι άνθρωποι σωστά και ωφέλιμα,
τότε, επειδή πράττουν κατ' αυτόν τον τρόπον, σου φαίνεται ότι
σκέπτονται ορθά, ή αν έκαμναν το εναντίον;
Πρωταγόρας
Μου φαίνεται, ότι, αν κάμνουν έτσι, σκέπτονται σωστά, είπε.
Σωκράτης
Και υπάρχει λοιπόν εις εκείνους οι οποίοι σκέπτονται σωστά ορθή
σκέψις;
Πρωταγόρας
Αναμφιβόλως.
Σωκράτης
Και λοιπόν εκείνοι οι οποίοι δεν πράττουν σωστά, πράττουν άσκεπτα
και, επειδή πράττουν τοιουτοτρόπως, δεν έχουν ορθήν σκέψιν;
Πρωταγόρας
Έτσι φρονώ και εγώ, είπε.
Σωκράτης
Το να πράττη λοιπόν κανείς άσκεπτα, είναι το εναντίον εις το να
πράττη με ορθήν σκέψιν;
Πρωταγόρας
Ναι, είπεν.
Σωκράτης
Εκείνα τα οποία πράττονται ασκέπτως, πράττονται με ασκεψίαν· εκείνα
δε τα οποία πράττονται φρόνιμα, πράττονται με ορθήν σκέψιν;
— Το εβεβαίωνεν (ο Πρωταγόρας).
Σωκράτης
Και λοιπόν, αν κανέν πράγμα πράττεται με δύναμιν, πράττεται δυνατά;
και αν με αδυναμίαν, πράττει αδύνατα;
— Το παρεδέχετο (ο Πρωταγόρας),
Σωκράτης
Και αν κανέν πράγμα πράττεται με γρηγοράδα, πράττεται γρήγορα, και
αν με αργότητα, πράττεται αργά;
Πρωταγόρας
Ναι, είπε.
Σωκράτης
Και αν κανέν πράγμα πράττεται με τον ίδιον τρόπον, πράττεται από
τον ίδιον ενεργούντα, και αν κανέν πράγμα πράττεται με εναντίον
τρόπον, πράττεται από τον εναντίον ενεργούντα;
— Συνεφώνησεν (ο Πρωταγόρας).
Σωκράτης
Ας ίδωμεν λοιπόν, είπον εγώ· υπάρχει κανέν πράγμα, το οποίον
ονομάζουν ωραίον;
Πρωταγόρας
Ναι, είπεν.
Σωκράτης
Εις τούτο υπάρχει κανέν άλλο πράγμα, εναντίον, εκτός του ασχήμου;
Πρωταγόρας
Δεν υπάρχει.
Σωκράτης
Τι δε λέγεις, υπάρχει κανέν πράγμα που το ονομάζουν αγαθόν;
Πρωταγόρας
Υπάρχει.
Σωκράτης
Εις τούτο υπάρχει κανέν άλλο εναντίον, εκτός του κακού;
Πρωταγόρας
Δεν υπάρχει.
Σωκράτης
Τι δε λέγεις, εις την φωνήν υπάρχει κανέν πράγμα, το οποίον λέγεται
οξύ;
Πρωταγόρας
Ναι είπεν.
Σωκράτης
Εις τούτο μήπως υπάρχει κανέν άλλο εναντίον παρά το βαρύ;
Πρωταγόρας
Όχι, είπεν.
Σωκράτης
Και λοιπόν, είπον εγώ, εις καθέν από τα εναντία μεταξύ των έν μόνον
υπάρχει εναντίον και όχι πολλά;
— Το παρεδέχετο.
Σωκράτης
Έλα λοιπόν, είπον εγώ, ας ξαναπεράσωμεν μίαν φοράν εκείνα εις τα
οποία εμέναμεν σύμφωνοι. Εσυμφωνήσαμεν ότι εις έν πράγμα έν μόνον
πράγμα είναι εναντίον, και όχι περισσότερα;
Πρωταγόρας
Εσυμφωνήσαμεν.
Σωκράτης
Εκείνο δε το οποίον πράττεται μ' εναντίον τρόπον, ότι πράττεται από
εναντία αίτια;
Πρωταγόρας
Ναι, είπεν,
Σωκράτης
Εσυμφωνήσαμεν ότι εκείνο το οποίον πράττεται άσκεπτα, πράττεται μ'
εναντίον τρόπον προς εκείνο το οποίον πράττεται με ορθήν σκέψιν;
Πρωταγόρας
Ναι, είπεν.
Σωκράτης
Εκείνο δε το οποίον πράττεται φρόνιμα, ότι πράττεται από ορθήν
σκέψιν, εκείνο δε το οποίον πράττεται άσκεπτα, πράττεται χωρίς
σκέψιν;
— Έμενε σύμφωνος.
Σωκράτης
Και λοιπόν, αν πράττεται μ' εναντίον τρόπον, δεν παρεδέχθημεν ότι
πράττεται μ' εναντίον αίτιον;
Πρωταγόρας
Ναι.
Σωκράτης
Πράττεται δε το μεν έν από σκέψιν ορθήν, το δ' άλλο από ασκεψίαν;
Πρωταγόρας
Ναι.
Σωκράτης
Με εναντίον τρόπον το έν προς το άλλο;
Πρωταγόρας
Βέβαια.
Σωκράτης
Δεν πράττονται λοιπόν από αίτια εναντία μεταξύ των;
Πρωταγόρας
Ναι.
Σωκράτης
Είναι λοιπόν εναντίον η ασκεψία προς την ορθήν σκέψιν;
Πρωταγόρας
Φαίνεται.
Σωκράτης
Ενθυμείσαι, ότι εις τους προηγουμένους μας λόγους παρεδέχθημεν ότι
η ασκεψία είναι πράγμα εναντίον εις την σοφίαν (δηλαδή εις την
ορθήν σκέψιν);
— Το παρεδέχετο.
Σωκράτης
Και ότι έν πράγμα μόνον εις έν πράγμα είναι εναντίον;
Πρωταγόρας.
Ναι, λέγω.
Σωκράτης
Τι λοιπόν, Πρωταγόρα, από τα δύο συμπεράσματα μας να παραδεχθώμεν;
Το ότι το έν μόνον εις έν είναι εναντίον, ή εκείνο εις το οποίον
ελέγομεν ότι άλλο είνε η ορθή σκέψης και άλλο η σοφία, ότι δε καθέν
από τα δύο είνε μέρος της αρετής, και ότι εκτός του ότι είναι άλλο
το έν και άλλο το άλλο, είναι και ανόμοια πράγματα και αυτά τα ίδια
και αι ενέργειαι αυτών, καθώς τα μέρη του προσώπου; Τι λοιπόν από
τα δύο να παραδεχθώμεν; Διότι αυτά τα συμπεράσματα και, τα δύο δεν
λέγονται με πολύ μουσικήν συμφωνίαν· διότι ούτε συμφωνούν ούτε
ταιριάζουν μεταξύ των. Πώς θα ήτο δυνατόν να συμφωνούν, αφ' ου
βεβαίως είνε ανάγκη εις έν μεν πράγμα έν μόνον πράγμα να είναι
εναντίον και όχι πολλά, εις δε την ασκεψίαν, η οποία είναι έν
πράγμα φαίνεται εναντία η σοφία και προς τούτοις πάλιν και η ορθή
σκέψις· δεν σου φαίνεται έτσι, Πρωταγόρα, είπον εγώ, ή αλλέως πως;
— Με κακή καρδιά το παρεδέχθη.
Σωκράτης
Θα είναι λοιπόν έν πράγμα (το ίδιον πράγμα δηλ.) η ορθή σκέψις και
η σοφία, καθώς προτύτερα πάλιν μας εφάνη ότι η δικαιοσύνη και η
αγιότης είναι πράγμα σχεδόν το ίδιον. Έλα λοιπόν, είπον εγώ,
Πρωταγόρα, ας μη βαρυνθώμεν, αλλ' ας εξετάσωμεν με την σκέψιν μας
και τα επίλοιπα. Είς άνθρωπος, ο οποίος αδικεί, σου φαίνεται ότι
σκέπτεται σωστά διότι αδικεί;
Πρωταγόρας
Εγώ βεβαίως, είπε, Σωκράτη, θα εντρεπόμην να ομολογήσω τούτο, αν
και πολλοί άνθρωποι το παραδέχονται.
Σωκράτης
Τι από τα δύο λοιπόν, ν' απευθύνω την ομιλίαν προς εκείνους, είπα,
ή προς σε;
Πρωταγόρας
Εάν έχης ευχαρίστησιν, είπε, ομίλησον σχετικώς με αυτήν την γνώμην
που έχουν οι πολλοί.
Σωκράτης
Αλλά τούτο διόλου δεν μ' ενδιαφέρει, εάν βεβαίως αποκρίνεσαι (εκ
μέρους των) μόνον συ, είτε παραδέχεσαι ταύτα, είτε όχι. Εγώ εξετάζω
προ πάντων τα λεγόμενά των (καθ' εαυτά), συμβαίνει όμως ίσως με
αυτά να εξεταζώμεθα και εγώ ο οποίος ερωτώ και συ ο οποίος
αποκρίνεσαι.
— Κατ' αρχάς μεν μας εδείκνυε δυσκολίαν ο Πρωταγόρας, διότι
επροφασίζετο ότι το αντικείμενον της συζητήσεως είνε δύσκολον·
έπειτα όμως συγκατετέθη ν' αποκρίνεται.
Σωκράτης
Έλα λοιπόν, δος μου απόκρισιν εις την πρώτην ερώτησιν. Σου
φαίνονται μερικοί ότι είναι σώφρονες εν ώ αδικούσιν;
Πρωταγόρας
Ας το παραδεχθώ, είπε.
Σωκράτης
Το δε να είναι κανείς σώφρων, λέγεις ότι είναι το να σκέπτεται
ορθώς;
Πρωταγόρας
Ναι, είπε.
Σωκράτης
Το δε να σκέπτεται ορθώς λέγεις ότι είναι να φρονή ως ορθήν γνώμην
το ότι αδικεί;
Πρωταγόρας
Ας το παραδεχθώ, είπε.
Σωκράτης
Τι από τα δύο, είπον εγώ, αν ευτυχή όταν αδική, ή αν δυστυχή;
Πρωταγόρας
Εάν ευτυχή.
Σωκράτης
Λέγεις λοιπόν ότι μερικά πράγματα είνε αγαθά;
Πρωταγόρας
Το λέγω.
Σωκράτης
Άρά γε, είπον εγώ, εκείνα τα πράγματα είναι αγαθά, τα οποία είναι
ωφέλιμα εις τους ανθρώπους;
Πρωταγόρας
Και ναι, μα τον Δία, είπεν, πολλάκις και αν δεν είναι ωφέλιμα εις
τους ανθρώπους, εγώ τουλάχιστον τα ονομάζω αγαθά
— Και μου εφάνη τώρα ο Πρωταγόρας ότι είχε θυμώση και
εστενοχωρείτο και προκλητικώς ητοιμάσθη ν' αποκρίνεται· επειδή τον
έβλεπα εις τοιαύτην κατάστασιν, μετά προφυλάξεως τον ηρώτησα ως
εξής αταράχως:
Σωκράτης
Τι από τα δύο, είπον εγώ, λέγεις αγαθά, Πρωταγόρα· εκείνα, τα οποία
εις κανένα από τους ανθρώπους δεν είναι ωφέλιμα, ή εκείνα τα οποία
δεν είναι διόλου ωφέλιμα; Και εκείνα που είναι τοιαύτα συ τα
ονομάζεις αγαθά;
Πρωταγόρας
Διόλου, είπεν· αλλ· εγώ ηξεύρω πολλά πράγματα, και φαγητά και ποτά
και ιατρικά και άπειρα άλλα, τα οποία εις τους ανθρώπους είναι
ανωφελή· άλλα δε τα οποία είναι ωφέλιμα· άλλα δε τα οποία διά μεν
τους ανθρώπους είναι αδιάφορα, είναι δε ωφέλιμα διά τους ίππους·
άλλα δε μόνον διά τους βόας, άλλα δε διά τους κύνας· άλλα δε που
δεν είναι εις κανέν από αυτά τα ζώα ωφέλιμα και είναι όμως ωφέλιμα
εις τα δένδρα· άλλα δε διά μεν τας ρίζας των δένδρων είναι καλά,
διά δε τους βλαστούς κακά, καθώς είναι και η κόπρος, η οποία αν μεν
ριφθή εις τας ρίζας όλων των φυτών κάμνει καλόν, αν δε θελήσης να
την ρίψης εις τους κλάδους και τα νέα κλωνάρια, τα καταστρέφει όλα·
επειδή και το έλαιον δι' όλα μεν εν γένει τα φυτά είναι τελείως
κακόν και διά τας τρίχας των άλλων ζώων ο μεγαλύτερος εχθρός, εκτός
διά τας τρίχας του ανθρώπου, εκτός δε από τας τρίχας του ανθρώπου
ωφελεί και το επίλοιπον σώμα. Τόσην δε ποικιλίαν και τόσον πολλά
είδη έχει το αγαθόν, ώστε και εις το παράδειγμα τούτο το έλαιον διά
τα έξωθεν μέρη του σώματος είναι εις τον άνθρωπον αγαθόν, διά δε τα
έσωθεν αυτό το ίδιον είναι κάκιστον· και διά τούτο όλοι οι ιατροί
παραγγέλλουν εις τους ασθενείς να μη μεταχειρίζονται έλαιον, μόνον
δε όσον το δυνατόν ολίγον εις εκείνα τα οποία πρόκειται να φάγουν,
και μόνον όσον χρειάζεται διά τας αισθήσεις της οσφρήσεως, η οποία
γίνεται με τους ρώθωνας διά να κατασβέσουν την κακήν μυρωδίαν που
έχουν τα τρωγόμενα κρέατα.
— Αφ' ου λοιπόν αυτός είπε ταύτα, οι παρευρισκόμενοι
εχειροκρότησαν δυνατά ότι καλά λέγει· και εγώ είπον:
Σωκράτης
Πρωταγόρα, εγώ τυχαίνει να είμαι άνθρωπος ξεχασιάρης, και αν κανείς
μου μακρολογή, λησμονώ το αντικείμενον διά το οποίον γίνεται η
ομιλία. Καθώς λοιπόν, αν συνέβαινε να είμαι ολίγον κωφός, θα
ενόμιζες ότι πρέπει, αν επρόκειτο να συνομιλήσης μαζί μου, να
ομιλής δυνατώτερα εις εμέ παρά εις τους άλλους, έτσι και τώρα,
επειδή εύρες εμπρός σου άνθρωπον ξεχασιάρη, συντόμευέ μου τας
αποκρίσεις και κάμε τας μικροτέρας, αν θέλης να σε παρακολουθήσω.
Πρωταγόρας
Πώς λοιπόν απαιτείς ν' αποκρίνωμαι σύντομα; Ή θέλεις, είπε, να σου
αποκρίνωμαι συντομώτερα παρά όσον πρέπει;
Σωκράτης
Διόλου, είπον εγώ.
Πρωταγόρας
Αλλά θέλεις να σου αποκρίνωμαι όσα πρέπει; Είπε.
Σωκράτης
Ναι, είπον εγώ.
Πρωταγόρας
Τι από τα δύο λοιπόν θέλεις να σου αποκρίνωμαι, τόσα όσα εγώ νομίζω
ότι πρέπει ν' αποκρίνωμαι, ή όσα συ;
Σωκράτης
Έχω ακούση, τω όντι, είπον εγώ, ότι και συ ο ίδιος είσαι ικανός,
και άλλον ημπορείς να διδάξης διά τα ίδια αντικείμενα και
εκτεταμένα να ομιλής, αν θέλης, τόσον, ώστε ο λόγος ποτέ να μη
παύη, και πάλιν τόσον σύντομα, ώστε κανείς να μην ημπορή να ομιλήση
με ολιγωτέρα λόγια από σε· εάν λοιπόν θέλης να συνομιλήσης μ' εμέ,
μεταχειρίσου μαζί μου τον δεύτερον τρόπον, δηλαδή την κοντολογίαν.
Πρωταγόρας
Σωκράτη, είπε, εγώ έως τώρα με πολλούς ανθρώπους ήλθα εις
λογοπόλεμον, και εάν έκαμνα τούτο, το οποίον συ απαιτείς, δηλαδή να
συνδιαλέγωμαι, όπως απαιτούσεν ο αντίπαλός μου να συνδιαλέγωμαι,
δεν θα εφαινόμην καλύτερος από κανένα, ούτε θα υπήρχε το μέγα όνομα
του Πρωταγόρα μεταξύ των Ελλήνων.
Σωκράτης
Και εγώ — διότι εκατάλαβα ότι δεν ήρεσεν ο ίδιος εις τoν εαυτόν του
με τας προηγουμένας του αποκρίσεις, και ότι δεν θα θέληση
θεληματικώς να συνδιαλεχθή δίδων μόνον αποκρίσεις — επειδή ενόμισα
ότι δεν είναι πλέον δουλειά ιδική μου να παρευρίσκωμαι εις την
συναναστροφήν, είπον·
Πρωταγόρα, ούτε εγώ σε στενοχωρώ εναντίον της γνώμης σου να γείνη η συνομιλία μας, αλλ' όταν συ θελήσης να συνδιαλεχθής με τρόπον ώστε και εγώ να ημπορώ να παρακολουθώ, τότε θέλω συνδιαλεχθή με εσέ. Διότι συ μεν, καθώς λέγουν διά σε, λέγεις δε και συ ο ίδιος, είσαι ικανός να κάμης συνδιαλέξεις και με μακρολογίαν και με κοντολογίαν, διότι είσαι σοφός· εγώ δε εις αυτά τα μακρά είμαι αδύνατος, αν και επεθύμουν να είμαι ικανός. Αλλά συ, ο οποίος είσαι δυνατός και εις τους δύο τρόπους, έπρεπε να φανής συγκαταβατικός εις εμέ, διά να γείνη συνδιάλεξις· τώρα δε, επειδή δεν θέλεις και εγώ έχω κάποιαν δουλειά, και δεν μου είναι δυνατόν να μείνω πολύν καιρόν διά να μου απευθύνης μακρολογίας — διότι είναι ανάγκη κάπου να υπάγω — αναχωρώ· αν και δεν ήκουσα ίσως με αηδίαν και αυτά τα οποία μου είπες.
— Και, αφ' ου είπον αυτά, συγχρόνως εσηκώθην διά ν' αναχωρήσω· και εν ώ εσηκωνόμην ν' αναχωρήσω, ο Καλλίας με την δεξιάν του χείρα μου έπιασε το χέρι, και με την αριστεράν εκράτησε τούτο εδώ το επανωφόρι μου και είπε·
Καλλίας
Δεν θα σε αφήσωμεν, Σωκράτη· διότι εάν συ εξέλθης, δεν θα έχωμεν
παρομοίας συνομιλίας. Σε παρακαλώ λοιπόν να εξακολουθήσης μένων
μαζί μας· διότι εγώ κανένα άνθρωπον δεν ήθελον ακούσει με
περισσοτέραν ευχαρίστησιν παρά σε και τον Πρωταγόραν να
συνδιαλέγεσθε· αλλά κάμε αυτήν την χάριν εις όλους μας.
Σωκράτης
Και εγώ είπον — είχον δε πλέον σηκωθή διά να εξέλθω — υιέ του
Ιππονίκου, εγώ μεν βέβαια σε θαυμάζω πάντοτε διά την φιλομάθειάν
σου και τώρα ακόμη την επαινώ και την αγαπώ, ώστε επεθύμουν να σ'
ευχαριστήσω, αν μου εζήτεις πράγματα που ημπορούν να γείνουν· τώρα
είναι ως να μου εζήτεις ν' ακολουθήσω εις το τρέξιμον τον Κρίσωνα
τον Ιμεραίον (6), όστις είναι νεώτατος, ή κανένα από τους
δολιχοδρόμους (οίτινες τρέχουν δώδεκα φοράς τον γύρον του σταδίου)
ή κανένα ημεροδρόμον (7) να τρέξω με αυτούς και να τους ακολουθήσω,
θα σου έλεγον ότι εγώ πολύ περισσότερον από σε ζητώ από τον εαυτόν
μου ν' ακολουθήση τούτους τρέχοντας, αλλ' όμως δεν ημπορώ, αλλ' αν
είναι καμμία ανάγκη να ίδης συγχρόνως να τρέχωμεν εγώ και ο Κρίσων,
παρακάλεσέ τον να κάμη συγκατάβασιν εις εμέ· διότι εγώ μεν δεν
ημπορώ να τρέχω γρήγορα, αυτός όμως ημπορεί να τρέχη αργά. Αν
λοιπόν επιθυμής ν' ακούης εμέ και τον Πρωταγόραν, παρακάλεσε αυτόν,
καθώς κατ' αρχάς μου απεκρίνετο μ' ολίγα λόγια και εις εκείνα
ακριβώς που τον ηρώτων, έτσι και τώρα ν' αποκρίνεται· αν δε όχι, τι
τρόπος συνδιαλέξεως θα είναι αυτός τότε; Διότι εγώ τουλάχιστον
ενόμιζα ότι το να συναναστρέφωνται μεταξύ των οι άνθρωποι
συνδιαλεγόμενοι και το να δημηγορούν είναι δύο διαφορετικά
πράγματα.
Καλλίας
Αλλά βλέπεις, είπε, Σωκράτη· ο Πρωταγόρας φαίνεται ότι λέγει δίκαια
πράγματα, διότι απαιτεί και αυτός να έχη την άδειαν να συνδιαλεχθή
όπως θέλει και συ πάλιν όπως θέλεις.
— Ο Αλκιβιάδης λοιπόν έλαβε τον λόγον και είπε·
Αλκιβιάδης
Καλλία, δεν ομιλείς σωστά· διότι απ' εδώ ο Σωκράτης ομολογεί ότι
δεν ηξεύρει από μακρολογίας και ότι κατά τούτο είναι ανώτερος ο
Πρωταγόρας, εις δε την ικανότητα να συνδιαλέγεται και να ηξεύρη να
δίδη και να λαμβάνη λογικάς αποδείξεις θα μου εφαίνετο παράξενον αν
εθεώρει κανένα άλλον άνθρωπον ανώτερόν του. Αν λοιπόν και ο
Πρωταγόρας ομολογή, ότι είναι κατώτερος από τον Σωκράτη να
συνδιαλεχθή, ο Σωκράτης θα το θεωρήση αρκετήν ικανοποίησιν· αν δε
νομίζη ότι ημπορεί να τον νικήση, ας κάμη μαζί του συνδιάλεξιν
κάμνων ερωτήσεις και δίδων αποκρίσεις, χωρίς ν' απευθύνη εις κάθε
ερώτησιν εκτεταμένην ομιλίαν διά να ξεφεύγη τας λογικάς αποδείξεις
και επειδή δεν θέλει να δώση λογικήν απόκρισιν, αλλά μακρύνει την
ομιλίαν έως ότου οι περισσότεροι από τους ακροατάς να λησμονήσουν
διά ποίον αντικείμενον ήτο η ερώτησις· επειδή διά τον Σωκράτη εγώ
εγγυώμαι, ότι αυτός δεν θα λησμονήση, και ας αστειεύεται και λέγει
ότι είναι ξεχασιάρης. Εγώ λοιπόν φρονώ ότι ο Σωκράτης είναι
σωστότερα αυτά όπου προτείνει· διότι πρέπει ο καθείς μας να εκφράση
την ιδέαν του.
— Έπειτα δε από τον Αλκιβιάδην, καθώς νομίζω, ήτο ο Κριτίας που
είπε τα εξής·
Κριτίας
Πρόδικε και Ιππία, ο μεν Καλλίας μου φαίνεται ότι είναι παρά πολύ
υπέρ του Πρωταγόρου, ο δε Αλκιβιάδης εις ό,τι πράγμα ριφθή με τα
μούτρα είναι φιλόνεικος, ημείς όμως δεν πρέπει μεταξύ μας να
φιλονεικώμεν ούτε διά τον Σωκράτη, ούτε διά τον Πρωταγόρα. Αλλ'
όλοι μαζί να παρακαλέσωμεν και τους δύο να μη διακόψουν εις το
μέσον την συνδιάλεξιν.
— Αφού δε είπεν αυτά, ο Πρόδικος είπε·
Πρόδικος
Μου φαίνεται, Κριτία, ότι ομιλείς σωστά· διότι πρέπει εκείνοι, οι
οποίοι παρευρίσκονται εις τοιούτου είδους ομιλίας να είναι μεν όλοι
μαζί ακροαταί και των δύο που συνδιαλέγονται, όχι όμως με το ίδιον
ενδιαφέρον. Διότι δεν είναι της ιδίας αξίας· πρέπει μεν βεβαίως ν'
ακούσουν όλοι και τους δύο, να μη δώσουν δε τόσην εκτίμησιν εις τον
ένα, όσην και εις τον άλλον. Αλλ' εις μεν τον σοφώτερον να δώσουν
περισσοτέραν, εις δε τον αμαθέστερον ολιγωτέραν· εγώ λοιπόν και από
μέρους μου, Πρωταγόρα και Σωκράτη, απαιτώ να συμφωνήτε και να
συζητήσετε μεταξύ σας διά τ' αντικείμενα της ομιλίας, να μη
μαλώσετε όμως· διότι συζητούν μεν με αγάπην και οι φίλοι με τους
φίλους, μαλώνουν δε εκείνοι όπου έχουν διαφοράς και είναι εχθροί
μεταξύ των. Και με αυτόν τον τρόπον η συνομιλία σας θα είναι εις
ημάς παρά πολύ ευχάριστος· διότι με αυτό τον τρόπον και σεις που θα
ομιλήσετε, δεν θα λάβετε από ημάς τους ακροατάς έπαινον, αλλά
υπόληψιν· διότι υπόληψις μεν είναι (συναίσθημα) εις τας ψυχάς των
ακροατών (ειλικρινές και) χωρίς απάτην· ο δ' έπαινος είναι πολλάς
φοράς ψευδολογία εναντίον της πεποιθήσεώς μας· και ημείς πάλιν οι
ακροαταί κατ' αυτόν τον τρόπον θα αισθανθώμεν μεγάλην ευφροσύνη και
όχι μεγάλην νοστιμάδα, διότι ευφροσύνη μεν είναι να μανθάνη κανείς
έν πράγμα και με τον ίδιον τον νουν του ν' αποκτά κάποιαν γνώσιν,
νοστιμάδα δε, όταν τρώγη τίποτε ή με το ίδιόν του σώμα αισθάνεται
καμμίαν άλλην γλυκύτητα.
— Αφ' ου είπεν αυτά ο Πρόδικος, πάρα πολλοί από τους
παρευρισκομένους τα παρεδέχθησαν· έπειτα δε από τον Πρόδικον, ο
σοφός Ιππίας είπε·
Ιππίας
Κύριοι παρευρισκόμενοι, εγώ νομίζω ότι είσθε μεταξύ σας όλοι ομού
και συγγενείς και φίλοι και συμπολίται και όχι ένεκα του νόμου —
διότι το όμοιον έχει εκ φύσεως συγγένειαν με το όμοιόν του — ο
οποίος είναι τύραννος των ανθρώπων και πολλά πράγματα εναντία εις
την φύσιν τα επιβάλλει με την βίαν. Είναι λοιπόν εντροπή ημείς να
ηξεύρωμεν μεν την φύσιν των πραγμάτων, να είμεθα δε σοφώτατοι όλων
των Ελλήνων, να έχωμεν συναθροισθή τώρα (εις τας Αθήνας, εις αυτό
το ίδιον το πρυτανείον(8) της Ελλάδος, και εις την μεγαλυτέραν και
πλουσιωτέραν οικίαν της πόλεως) και να μη εκφράσωμεν μίαν γνώμην
αξίαν του μεγαλείου μας, αλλ' ωσάν τους πλέον τιποτένιους ανθρώπους
να μαλώνωμεν μεταξύ μας. Εγώ μεν λοιπόν και σας παρακαλώ και σας
συμβουλεύω, Πρωταγόρα και Σωκράτη, ωσάν να είμεθα ημείς εδώ
διαιτηταί σας, ν' ακολουθήσετε και οι δύο τον μεσαίον δρόμον, και
μήτε συ, Σωκράτη, να ζητής αυτό το ακριβές είδος των συνδιαλέξεων,
το οποίον ακολουθεί παρά πολλήν συντομίαν, εάν δεν ευχαριστή τον
Πρωταγόραν, αλλά ας απολύση και ας χαλαρώση τα χαλινάρια των λόγων,
διά να σας φαίνωνται πλέον μεγαλοπρεπείς και εύμορφοι, μήτε πάλιν ο
Πρωταγόρας να τεντώση όλα τα σχοινιά, ν' απολυθή με ούριον άνεμον
και να τρέχη εις το πέλαγος των λόγων χάνων από τα μάτια του την
ξηράν, αλλά να χαράξετε και οι δύο μεσαίον δρόμον.
Έτσι λοιπόν να κάμετε, και εάν θέλετε να με ακούσετε, εκλέξατε ένα
ραβδούχον και διευθυντήν και πρόεδρον ο οποίος να σας κρατή το
μέτρον του μήκους των ομιλιών και του ενός και του άλλου.
— Αυτά ήρεσαν εις τους παρευρισκομένους και όλοι τα επεδοκίμασαν,
και ο Καλλίας είπεν ότι δεν θα με αφήση να φύγω και με παρεκάλουν
να εκλέξω κριτήν της συζητήσεως. Είπον τότε εγώ.
Σωκράτης
Θα ήτο εντροπή να εκλέξω άνθρωπον δια να βραβεύη τα λεγόμενα. Διότι
εάν εκείνος που θα εκλεχθή είναι χειρότερος από ημάς, δεν θα ήτο
σωστόν πράγμα ο χειρότερος να κρίνη τους καλυτέρους του· εάν πάλιν
είναι όμοιος, ούτε τότε θα ήτο σωστόν· διότι ο όμοιος θα κάμη και
όμοια με ημάς, ώστε περιττή θα είναι η εκλογή του. Αλλά, θα είπετε
ότι θα εκλέξετε, κανένα καλύτερον από ημάς. Μα την αλήθειαν, καθώς
εγώ νομίζω, σας είναι αδύνατον να εκλέξετε κανένα σοφώτερον από τον
Πρωταγόραν απ' εδώ· εάν δε εκλέξετε μεν κανένα ο οποίος να μη είναι
διόλου καλύτερος, είπετε δε ότι είναι καλύτερος, θ' απετέλει και
τούτο προσβολήν εις τούτον εδώ, διότι θα ήτο ωσάν να εκλέγατε
κριτήν ενός ανικάνου ανθρώπου· επειδή όσον αφορά εις εμέ αυτό δεν
μ' ενδιαφέρει διόλου. Αλλ' επιθυμώ να κάμω το εξής, διά να γείνη
εκείνο το οποίον επιθυμείτε, δηλαδή συναναστροφή και συνδιάλεξις
μεταξύ μας· εάν ο Πρωταγόρας δεν θέλει ν' αποκρίνεται, τότε αυτός
μεν ας ερωτά, θ' αποκρίνωμαι δ' εγώ, και συγχρόνως θα προσπαθήσω να
του δείξω με ποίον τρόπον λέγω ότι πρέπει ν' αποκρίνεται εκείνος
που αποκρίνεται· όταν δ' εγώ ήθελον αποκριθή εις όσα αυτός με
ηρώτα, πάλιν με τον όμοιον τρόπον να τον ερωτώ εγώ και να μ'
αποκρίνεται αυτός. Εάν λοιπόν ήθελε φανή ότι δεν είναι πρόθυμος να
δώση απόκρισιν εις εκείνο ακριβώς που τον ερωτούν, τότε μαζί και
εγώ και σεις θα παρακαλέσωμεν αυτόν, όπως σεις τώρα παρακαλείτε
εμέ, να μη ματαιώνη την συνδιάλεξιν· και δι' αυτό το πράγμα δεν
χρειάζεται διόλου να γείνη ένας κριτής, αλλά μαζί όλοι να κρίνετε.
Παρεδέχθησαν όλοι να κάμνουν έτσι· και εις τον Πρωταγόραν δεν πολυάρεσε τούτο, υπεχρεώθη όμως να παραδεχθή να ερωτά· και όταν αρκετά ερωτήση, τότε πάλιν ολίγον κατ' ολίγον αποκρινόμενος να δίδη λόγον (εις τα ερωτώμενα). Ήρχισε λοιπόν να ερωτά επάνω κάτω ως εξής·
Πρωταγόρας
Φρονώ, είπε, Σωκράτη, εγώ ότι πολύ μεγάλον μέρος της παιδείας ενός
ανθρώπου είναι να είναι ικανός εις τα αποβλέποντα τα ποιήματα·
συνίσταται δ' αυτή η ικανότης εις το να ημπορή να καταλαβαίνη
εκείνα που λέγουν οι ποιηταί, ποία είναι σωστά
βαλμένα εις ποίημα και ποία όχι, και να ηξεύρη να κρίνη δι' αυτά·
και όταν τον ερωτούν να δικαιολογή την κρίσιν του. Και λοιπόν και
τώρα η ερώτησίς μου θα είναι διά το αυτό μεν αντικείμενον διά το
οποίον και εγώ και συ τώρα συνομιλούμεν, δηλαδή διά την αρετήν το
οποίον θα μεταφέρω όμως εις την ποίησιν· μόνον αυτήν την διαφοράν
θα έχη· λέγει λοιπόν κάπου ο ποιητής Σιμωνίδης προς τον Σκόπαν, τον
υιόν του Κρέοντος από την Θεσσαλίαν, ότι «είναι δύσκολον να γείνη
κανείς αληθινά άνθρωπος ενάρετος, τετράγωνος κατά τας χείρας και
τους πόδας και τον νουν, κατασκευασμένος χωρίς ελάττωμα». Ηξεύρεις
τούτο το τραγούδι, ή να σου το επαναλάβω ολόκληρον;
Σωκράτης
Και εγώ είπα ότι δεν χρειάζεται διόλου· διότι και το ηξεύρω και έχω
παρά πολύ φροντίση να μελετήσω αυτό το τραγούδι.
Πρωταγόρας
Τόσον το καλύτερον, είπε. Τι από τα δύο λοιπόν, σου φαίνεται· ότι
το τραγολυδι είναι καλόν και σωστόν, ή όχι;
Σωκράτης
Παρά πολύ είπον εγώ εύμορφον και σωστόν.
Πρωταγόρας
Εάν δε ο ποιητής λέγη ο ίδιος τα εναντία εις τον εαυτόν του, σου
φαίνεται τότε, ότι είναι καλόν το ποίημα;
Σωκράτης
Ότι δεν είναι καλόν, είπον εγώ.
Πρωταγόρας
Πρόσεξέ το λοιπόν, είπε, καλύτερα.
Σωκράτης
Αλλά, φίλε μου, το έχω εξετάση καλά.
Πρωταγόρας
Μάθε λοιπόν, είπεν, ότι καθώς προχωρεί το τραγούδι λέγει κάπου, ότι
«ο λόγος του φιλοσόφου Πιττακού διόλου δεν μου αρέσει, αν και τον
έχει είπη άνθρωπος σοφός, όταν λέγη ότι είναι δύσκολον να είναι τις
ενάρετος». Καταλαβαίνεις ότι αυτός ο ίδιος λέγει και αυτά και
εκείνα τα προηγούμενα;
Σωκράτης
Το ηξεύρω είπον εγώ.
Πρωταγόρας
Σου φαίνεται λοιπόν, είπεν, ότι αυτά είναι σύμφωνα;
Σωκράτης
Εις εμέ βεβαίως φαίνεται ότι είναι σύμφωνα.
— Συγχρόνως όμως εφοβούμην μήπως είπη άλλο τι και διά τούτο του
είπον·
Μήπως εις σε φαίνονται ότι δεν είναι σύμφωνα;
Πρωταγόρας
Αλλά πώς είναι δυνατόν να είναι σύμφωνος ο ίδιος με τον εαυτόν του
εκείνος όπου λέγει τα δύο αυτά πράγματα, ο οποίος την μεν πρώτην
φοράν ο ίδιος παρεδέχθη ότι είναι δύσκολον πράγμα να γείνη κανείς
αληθινά ενάρετος άνθρωπος· μόλις δε επροχώρησεν ολίγον εις το
ποίημα και τον Πιττακόν ο οποίος λέγει τα ίδια λόγια που είπεν, ότι
δηλαδή είναι δύσκολον να γείνη κανείς ενάρετος, τον κατηγορεί και
λέγει ότι δεν παραδέχεται τα λεγόμενά του, εν ώ εκείνος λέγει τα
ίδια απαραλλάκτως. Και λοιπόν, όταν κατηγορή εκείνον που λέγει τα
ίδια με όσα αυτός είπε προτύτερα, είναι φανερόν ότι κατηγορεί και
τον εαυτόν του, ώστε ή προτύτερα δεν έλεγε σωστά, ή ύστερα.
— Με αυτά λοιπόν που είπεν επροκάλεσεν εις πολλούς θόρυβον και από τους ακροατάς έπαινον· και εγώ κατ' αρχάς μεν, ωσάν να ήθελε φάγω γροθιά από δυνατόν γρονθιστήν, εσκοτίσθην και εγύρισα το κεφάλι μου καθώς είπεν αυτά και οι άλλοι τον εχειροκρότησαν· έπειτα, διά να σου είπω την αλήθειαν, διά να εύρω καιρόν να σκεφθώ τι λέγει ο ποιητής, εγύρισα προς τον Πρόδικον και τον εκάλεσα και του είπα·
Σωκράτης
Πρόδικε, αφ' ου είναι συμπολίτης σου ο Σιμωνίδης, δίκαιον είναι να
δώσης βοήθειαν εις τον άνθρωπον. Μου φαίνεται λοιπόν ότι εγώ σε
παρακαλώ, καθώς λέγει ο Όμηρος, ότι ο Σκάμανδρος όταν επολιορκείτο
από τον Αχιλλέα, παρεκάλει τον Σιμόεντα και έλεγεν· «Αγαπητέ
αδελφέ, ας σταματήσωμεν και οι δυο την δύναμιν του ανδρός τούτου».
Και εγώ λοιπόν σε παρακαλώ, βοήθησε να μη μας κυριεύση ο Πρωταγόρας
τον Σιμωνίδη, διότι η υπεράσπισις του Σιμωνίδου έχει χρειάν από την
μουσικήν σου (δηλαδή την φιλοσοφίαν σου), διά της οποίας ξεχωρίζεις
την θέλησιν από την επιθυμίαν, διότι δεν είναι το ίδιον πράγμα· και
εκείνα, τα οποία είπες προ ολίγου ήσαν και πολλά και εύμορφα.
Κύτταζε και τώρα, αν έχης την ιδίαν γνώμην μ' εμέ. Διότι δεν μου
φαίνεται ότι λέγει εναντία εις τον εαυτόν του ο Σιμωνίδης. Συ
λοιπόν, Πρόδικε, ειπέ πρώτος την γνώμην σου· σου φαίνεται ότι είναι
το ίδιον το να γείνη κανείς και το να είναι, ή ότι είναι άλλο;
Πρόδικος
Άλλο, μα τον Δία, είπεν.
Σωκράτης
Και λοιπόν είπον εγώ, εις μεν τους πρώτους στίχους δεν είπεν ο
Σιμωνίδης την ιδικήν του γνώμην, ότι δηλαδή είναι δύσκολον να γείνη
κανείς αληθινά ενάρετος άνθρωπος;
Πρόδικος
Αληθινά λέγεις, είπεν.
Σωκράτης
Τον Πιττακόν δε, είπον εγώ, κατηγορεί ο Σιμωνίδης όχι, όπως νομίζει
ο Πρωταγόρας, ότι λέγει τα ίδια που είπε προτύτερα, διότι είπε
άλλο. Ο Πιττακός τω όντι δεν έλεγε το ίδιον καθώς ο Σιμωνίδης, ότι
δηλ. είναι δύσκολον να γείνη τις ενάρετος, αλλ' ότι είναι δύσκολον
να είναι ενάρετος· δεν είναι το ίδιον, Πρωταγόρα, καθώς λέγει απ'
εδώ ο Πρόδικος, το να είναι με το να γείνη· αν δε το να είναι και
το να γείνη δεν είναι το ίδιον, ο Σιμωνίδης δεν λέγει εναντία ο
ίδιος εις τον εαυτόν του. Και θα έλεγεν ίσως απ' εδώ ο Πρόδικος και
πολλοί άλλοι, σύμφωνα με τον Ησίοδον, ότι το να γείνη μεν κανείς
ενάρετος είναι δύσκολον, διότι οι θεοί έθεσαν έμπροσθεν τούτου της
αρετής ιδρώτα· όταν δε φθάση κανείς εις την κορυφήν αυτής, τότε, αν
και είναι εις την αρχήν δύσκολος, έπειτα γίνεται εύκολον να την
αποκτήση.
— Ο μεν Πρόδικος λοιπόν, άμα ήκουσε ταύτα, μ' επήνεσε· ο δε
Πρωταγόρας είπε·
Πρωταγόρας
Η διόρθωσίς σου, Σωκράτη, έχει μεγαλύτερον σφάλμα παρά εκείνο, το
οποίον διορθώνεις.
Σωκράτης
Και εγώ είπον· έκαμα λοιπόν κακόν, καθώς φαίνεται, Πρωταγόρα, και
είμαι ένας γελοίος ιατρός· εν ώ θέλω να ιατρεύσω, κάμνω μεγαλυτέραν
την αρρωστίαν.
Πρωταγόρας
Αλλ' έτσι είναι, είπε, καθώς λέγεις.
Σωκράτης
Πώς λοιπόν; είπον εγώ.
Πρωταγόρας
Θα ήτο, είπε, μεγάλη αμάθεια του ποιητού, αν λέγη ότι είναι τόσον
εύκολον ν' αποκτήση κανείς την αρετήν, η οποία είναι το
δυσκολώτερον από όλα, καθώς παραδέχονται όλοι οι άνθρωποι.
Σωκράτης
Και εγώ είπα· μα τον Δία, εις κατάλληλον περίστασιν έτυχε να
ευρίσκεται παρών εις την συζήτησίν μας απ' εδώ ο Πρόδικος. Διότι,
Πρωταγόρα, η σοφία του Προδίκου είναι σχεδόν θεία και παλαιά, η
οποία ήρχισε βέβαια από τον καιρόν του Σιμωνίδου ή και ακόμη
παλαιότερα. Συ δε εν ώ εις άλλας πολλάς σοφίας είσαι έμπειρος,
αποδεικνύεσαι ότι από αυτήν δεν έχεις είδησιν, ούτε τόσην όσην έχω
εγώ, διότι είμαι μαθητής τούτου εδώ του Προδίκου· και τώρα μου
φαίνεται πως δεν καταλαβαίνεις, ότι και την λέξιν αυτήν δύσκολον ο
Σιμωνίδης δεν την ενοούσεν έτσι, όπως συ την εννοείς, αλλά καθώς
αυτός εδώ ο Πρόδικος με νουθετεί κάθε φοράν διά την λέξιν δεινός
(φοβερός ή παρά πολύ ικανός), όταν εγώ διά να επαινέσω σε ή κανένα
άλλον ότι ο Πρωταγόρας είναι άνθρωπος σοφός και δεινός (ικανώτατος
και φοβερώτατος), αυτός μ' ερωτά αν δεν εντρέπωμαι τα καλά πράγματα
να τα ονομάζω δεινά (φοβερά). Διότι λέγει, δεινόν θα είπη κακόν·
κανείς τω όντι καμμίαν φοράν δεν λέγει τον πλούτον δεινόν, ούτε την
ειρήνην δεινήν, ούτε την υγείαν δεινήν, αλλά λέγει την ασθένειαν
δεινήν, και τον πόλεμον δεινόν και την πτωχείαν δεινήν, διότι
δεινόν θα είπη κακόν πράγμα. Ίσως λοιπόν και το δύσκολον πάλιν οι
Κείοι και ο Σιμωνίδης ή το νομίζουν κακόν, ή άλλο τίποτε το οποίον
συ δεν καταλαβαίνεις· ας ερωτήσωμεν λοιπόν τον Πρόδικον· διότι
είναι δίκαιον αυτόν να ερωτήσωμεν διά την γλώσσαν του Σιμωνίδου
(διότι είναι πατριώτης αυτού)· ειπέ μας, Πρόδικε, τι ήθελε να είπη
με την λέξιν δύσκολον ο Σιμωνίδης;
Πρόδικος
Κακόν πράγμα, είπε.
Σωκράτης
Δι' αυτόν λοιπόν τον λόγον και κατηγορεί, είπον εγώ, Πρόδικε, τον
Πιττακόν, ο οποίος λέγει ότι είναι δύσκολον να είναι κανείς
ενάρετος, ωσάν να τον ήκουε να λέγη ότι είναι κακόν πράγμα να είναι
κανείς ενάρετος.
Πρόδικος
Αλλά τι νομίζεις, είπεν ο Πρόδικος, Σωκράτη, ότι ο Σιμωνίδης λέγει
άλλο πράγμα, και όχι αυτό και ότι δεν προσβάλλει τον Πιττακόν,
διότι δεν ήξευρε να μεταχειρίζεται σωστά τας λέξεις, επειδή ήτο από
την Λέσβον και είχεν ανατραφή με βάρβαρον γλώσσαν;
Σωκράτης
Ακούεις λοιπόν, είπον εγώ, Πρωταγόρα, τι λέγει απ' εδώ ο Πρόδικος;
Έχεις τίποτε εις αυτά ν' απαντήσης;
— Και ο Πρωταγόρας είπε·
Πρωταγόρας
Κάθε άλλο παρά να είναι έτσι Πρόδικε· αλλ' εγώ ηξεύρω καλά ότι και
ο Σιμωνίδης έλεγε δύσκολον εκείνο που το λέγομεν τέτοιο και ημείς
οι άλλοι, όχι δηλαδή το κακόν, αλλ' εκείνο το οποίον δεν ήθελεν
είσθαι εύκολον, αλλά γίνεται διά μέσου πολλών δυσκολιών.
Σωκράτης
Αλλά και εγώ νομίζω, είπα, Πρωταγόρα, ότι ο Σιμωνίδης τούτο λέγει,
και ότι αυτός εδώ ο Πρόδικος το ηξεύρει, αλλά αστειεύεται και
θέλει, φαίνεται, να σε δοκιμάση εάν είσαι ικανός να υποστηρίξης την
γνώμην σου· επειδή ότι ο Σιμωνίδης δύσκολον δεν λέγει το κακόν,
μεγάλη απόδειξις είναι εκείνο που λέγει αμέσως κατόπιν· διότι λέγει
ότι «μόνος ο Θεός δύναται να έχη τούτο το βραβείον».
Διότι αν έλεγεν ότι είναι κακόν πράγμα να είναι κανείς ενάρετος, δεν θα έλεγεν έπειτα ότι μόνος ο Θεός ημπορεί να έχη αυτήν την χάριν και δεν θ' απέδιδεν εις μόνον τον θεόν αυτό το βραβείον· διότι ο Πρόδικος θα έλεγε τότε τον Σιμωνίδην άνθρωπον ασεβή και κατ' ουδένα τρόπον Κείον·(9) αλλ' εκείνα τα οποία μου φαίνεται ότι εννοεί να είπη ο Σιμωνίδης εις τούτο το τραγούδι, θέλω να σου τα είπω διά να καταλάβης ποίας γνώσεις έχω εις αυτό το αντικείμενον, το οποίον συ λέγεις, δηλαδή το περί ποιημάτων· αν δε θέλης να μου είπης συ, θα σ' ακούσω μ' ευχαρίστησιν.
— Ο μεν Πρωταγόρας λοιπόν, αφ' ου με ήκουσε να λέγω αυτά, είπεν·
Πρωταγόρας
Όπως θέλεις, Σωκράτη.
— Ο δε Πρόδικος και ο Ιππίας και οι άλλοι πολύ με παρεκίνουν να
είπω εγώ. Εγώ δε είπον ως εξής·
Σωκράτης Την γνώμην μου τουλάχιστον διά το τραγούδι αυτό θα προσπαθήσω να σας την εκθέσω. Η φιλοσοφία είναι πολύ παλαιά και παρά πολλή μεταξύ των Ελλήνων και εις την Κρήτην και εις την Λακεδαίμονα, και εκεί υπάρχουν οι περισσότεροι του κόσμου σοφισταί· αλλ' εις τους άλλους το αρνούνται και προσποιούνται ότι είναι αμαθείς, διά να μη τους καταλαμβάνουν ότι υπερτερούν τους άλλους Έλληνας κατά την σοφίαν, ωσάν τους σοφιστάς τους οποίους ανέφερεν ο Πρωταγόρας, αλλά διά να νομίζουν οι άλλοι ότι υπερτερούν κατά την πολεμικήν τέχνην και την ανδρείαν, επειδή νομίζουν ότι, εάν μάθουν οι άλλοι εις τι υπερτερούν, όλοι θα κάμουν τότε το έργον αυτό, δηλαδή την σοφίαν. Τώρα δε, επειδή το απέκρυψαν, εξηπάτησαν εκείνους οι οποίοι εις τας διαφόρους πόλεις μιμούνται ό,τι κάμουν οι Λάκωνες· και άλλοι μεν από αυτούς διά να μιμηθούν τους Λάκωνας κατακόπτουν τα αυτία των, ζώνονται με λωρία, επιδίδονται εις την γυμναστικήν και φορούν κοντά φορέματα, επειδή νομίζουν ότι τάχα με αυτά οι Λακεδαιμόνιοι υπερτερούν τους Έλληνας· οι δε Λακεδαιμόνιοι, όταν θελήσουν με ελευθερίαν να συνομιλήσουν με τους σοφιστάς των και στενοχωρηθούν πλέον να συνομιλούν με αυτούς κρυφά, ενεργούν έξωσιν των ξένων και εκείνων οι οποίοι μιμούνται τους Λάκωνας και οποιουδήποτε άλλου ξένου, ο οποίος τύχη να ευρεθή εις τον τόπον των, και τότε συναναστρέφονται τους σοφιστάς των χωρίς να το πέρνουν είδησιν οι ξένοι, και οι ίδιοι δεν επιτρέπουν εις κανένα από τους νέους να ξενιτεύεται εις άλλας πόλεις, καθώς κάμνουν και οι Κρήτες, διά να μη ξεμαθαίνουν οι νέοι εκείνα τα οποία αυτοί διδάσκουν. Είναι δε μέσα εις αυτάς τας πόλεις όχι μόνον άνδρες οι οποίοι έχουν μεγάλην ιδέαν διά την παιδείαν των, αλλά και γυναίκες. Ημπορείτε δε να πληροφορηθήτε ότι αυτά όπου λέγω είναι αληθινά και ότι οι Λακεδαιμόνιοι είναι κάλλιστα πεπαιδευμένοι εις την φιλοσοφίαν και την ρητορικήν με τον ακόλουθον τρόπον· εάν θέλη κανείς να συζητήση με τον αμαθέστατον από τους Λακεδαιμονίους, κατ' αρχάς μεν θα του φαίνεται ότι είναι κανένας κουτός, έπειτα εκείνος εις την σειράν της ομιλίας, όπου εύρη ευκολίαν, ρίπτει μίαν σύντομον ομιλίαν αξιόλογον και στριφογυριστήν ωσάν κανένας έξοχος ακοντιστής, ώστε να φανή εκείνος που ομιλεί μαζί του, ότι δεν είναι διόλου καλύτερος από μωρό παιδί. Τούτο λοιπόν το ίδιον πράγμα, υπάρχουν πολλοί οι οποίοι το έχουν εννοήση, και από τους παλαιούς, ότι το να μιμήται κανείς τους Λάκωνας συνίσταται πολύ περισσότερον εις το να φιλοσοφή παρά εις το ν' αγαπά την γυμναστικήν, γνωρίζοντες ότι μόνον τελείως πεπαιδευμένος είναι ικανός να λέγη τοιαύτα. Από τούτους τους σοφούς ήτο και ο Θαλής ο Μιλήσιος, και ο Πιττακός, ο Μιτυληναίος, και ο Βίας ο Πριηνεύς και ο ιδικός μας ο Σόλων και ο Κλεόβουλος ο Λίνδιος και ο Μύσων ο Χηνεύς (10) και έβδομος μεταξύ τούτων ελέγετο ο Λακεδαιμόνιος Χίλων. Όλοι αυτοί εζήλευσαν και ηγάπησαν και ήσαν μαθηταί της παιδείας των Λακεδαιμονίων· και ημπορεί κανείς να πληροφορηθή, ότι η σοφία των ήτο τοιαύτη από μερικά αξιομνημόνευτα σύντομα λόγια, τα οποία καθείς απ' αυτούς έχει είπη, τα οποία αυτοί, αφ' ου συνηθροίσθησαν όλα μαζί, τ' αφιέρωσαν εις τον Απόλλωνα εις τον ναόν του που είναι εις τους Δελφούς ως προφαντά της σοφίας των, αφ' ου τα έγραψαν, τα οποία όλοι διασαλπίζουν, δηλαδή τα «γνώθι σαυτόν» (γνώρισε τον εαυτόν σου), και «μηδέν άγαν» (εις τίποτε μη το παρακάνης). Διά ποίαν λριπόν αιτίαν εγώ λέγω αυτά; Διά να ιδήτε ότι αυτός είναι ο παλαιός τρόπος της φιλοσοφίας, κάποια δηλαδή λακωνική κοντολογία· και του Πιττακού λοιπόν, ιδιαιτέρως περιεφέρετο και εγκωμιάζετο από τους σοφούς αυτό το λόγιον, ότι «δύσκολον είναι να είναι κανείς ενάρετος». Ο Σιμωνίδης λοιπόν, επειδή δεν ήθελε να τον περάση κανείς εις την σοφίαν, ενόησεν ότι, αν ρίψη κάτω αυτό το λόγιον ωσάν φημισμένος αθλητής και το νικήση, αυτός θα εφημίζετο τότε μεταξύ των τότε ανθρώπων. Ως προς τούτο λοιπόν το λόγιον, και διά τούτον τον σκοπόν επιβουλευόμενος αυτό, έκαμεν όλον το τραγούδι διά να καταστρέψη το λόγιον, καθώς μου φαίνεται.
Ας εξετάσωμεν λοιπόν αυτό το ποίημα όλοι μαζί διά να ίδωμεν αν εγώ λέγω την αλήθειαν. Διότι αμέσως η αρχή του ποιήματος θα εφαίνετο ανόητος, αν, εν ώ ήθελε να είπη ότι είναι δύσκολον να γίνη άνθρωπος ενάρετος, έπειτα έθετε μέσα εις την φράσιν την λέξιν &μεν&. Διότι αυτή η λέξις φαίνεται ότι δεν είχε κανένα λόγον να τεθή εκεί μέσα, εκτός μόνον αν νομίση κανείς ότι ο Σιμωνίδης ομιλεί ωσάν να φιλονεική με την γνώμην του Πιττακού· διότι εν ώ ο Πιττακός λέγει ότι είναι δύσκολον να είναι κανείς άνθρωπος ενάρετος, αυτός μη παραδεχόμενος τούτο, είπεν ότι όχι· αλλά να γείνη μεν κανείς άνθρωπος ενάρετος είναι δύσκολον, Πιττακέ, αληθινά, εκείνος που δεν είναι αληθινά ενάρετος, ούτε εις τούτο επάνω· λέγει την αλήθειαν, ωσάν τάχα να ήσαν μερικοί, άλλοι μεν αληθινά ενάρετοι, άλλοι δε ενάρετοι &μεν&, όχι όμως αληθινά· διότι τούτο ήθελε βέβαια φανή ανόητον και ανάρμοστον να το είπη ο Σιμωνίδης· αλλά πρέπει να κάμωμεν την λέξιν αληθώς να πηδήση από την θέσιν της εις άλλην, και έτσι να είπωμεν έπειτα την λέξιν του Πιττακού, ωσάν θα εθέταμεν τον ίδιον τον Πιττακόν να λέγη και τον Σιμωνίδην ν' αποκρίνεται, να λέγη δηλαδή ο Πιττακός, ω άνθρωποι, δύσκολον είναι να είναι κανείς ενάρετος, ο δε Σιμωνίδης ν' αποκριθή, Πιττακέ, δεν λέγεις την αλήθειαν, διότι όχι να είναι, αλλά να γείνη μεν κανείς άνθρωπος ενάρετος, τετράγωνος και κατά τας χείρας και κατά τους πόδας και κατά τον νουν, χωρίς σφάλμα κατασκευασμένος είναι δύσκολον αληθινά. Έτσι φαίνεται ότι η λέξις «μεν» είχε λόγον να βαλθή εκεί μέσα και η λέξις «αληθινά» σωστά εβάλθη εις το τέλος· και όλα εκείνα, τα οποία λέγονται κατόπιν, βεβαιώνουν τούτο, ότι ελέχθη με αυτόν τον τρόπον. Ημπορεί μεν ν' αποδείξη κανείς και διά καθέν από τα λεγόμενα εις το ποίημα ότι τα περισσότερα ο ποιητής εύμορφα τα έκαμε, διότι είναι παρά πολύ χαριτωμένα και αρμονικά· αλλά θα εχρειάζετο καιρός να εξετάσωμεν το ποίημα κατ' αυτόν τον τρόπον· ας εξετάσωμεν γενικώς το σχέδιον αυτού, διά να δείξωμεν ότι περισσότερον από κάθε άλλο από την αρχήν έως το τέλος το ποίημα αποβλέπει εις το να εξελέγξη το γνωμικόν του Πιττακού.
Διότι έπειτα από τούτο, αφ' ου ανέφερεν ολίγα, λέγει, ωσάν να δικαιολογήση αυτό όπου είπεν, ότι δηλαδή να γείνη μεν κανείς άνθρωπος ενάρετος είναι δύσκολον, είναι όμως δυνατόν να γείνη ενάρετος διά κάμποσον τουλάχιστον καιρόν, αφ' ου δε γείνη, να διαμένη εις αυτήν την κατάστασιν, και να είναι (διαρκώς) άνθρωπος ενάρετος, καθώς συ λέγεις, Πιττακέ, είναι αδύνατον και ανώτερον της δυνάμεως του ανθρώπου, αλλά μόνος ο θεός ημπορεί να έχη τούτο το προνόμιον, «άνθρωπος δε δεν είναι δυνατόν να μη γείνη κακός, τον οποίον ήθελε κατακρημνίση ακαταμάχητος συμφορά». Ποίον λοιπόν κατακρημνίζει ακαταμάχητος συμφορά; Φανερόν είναι ότι δεν κατακρημνίζει τον αμαθή, διότι ο αμαθής είναι πάντοτε κρημνισμένος· καθώς λοιπόν δεν ημπορεί κανείς να ρίψη κάτω εκείνον ο οποίος είναι πεσμένος, αλλ' εκείνον ο οποίος ίσταται όρθιος ημπορεί καμμίαν φοράν να τον ρίψη κανείς κάτω, ώστε να τον κάμη κάτω ριγμένον, εκείνον δε ο οποίος είναι κάτω ριγμένος δεν ημπορεί, έτσι και εκείνον που εύκολα πολεμείται καμμίαν φοράν ημπορεί μία ακαταμάχητος συμφορά να τον καταβάλη· εκείνον δε ο οποίος είναι πάντοτε ακαταμάχητος δεν ημπορεί· και τον κυβερνήτην ενός πλοίου, αν τον εύρη μεγάλη τρικυμία, ημπορεί να τον κάμη να μη ευρίσκη τρόπον να την καταπολεμήση, και τον γεωργόν, αν τον εύρη μία κακοκαιρία, ημπορεί να τον φέρη εις θέσιν να μη ηξεύρη τι να κάμη· παρόμοια αίτια δύνανται να σαστίσουν και ένα ιατρόν. Διότι εις μεν τον καλόν ημπορεί να συμβή να γείνη κακός, καθώς βεβαιώνει και ένας άλλος ποιητής, ο οποίος είπεν ότι «ο αγαθός ανήρ άλλοτε μεν είναι καλός, άλλοτε δε κακός»· εις δε τον κακόν δεν είναι δυνατόν να συμβή να γείνη κακός, αλλ' αναγκαίως είναι πάντοτε τοιούτος, ώστε εκείνον μεν ο οποίος είναι ικανός και σοφός και αγαθός, όταν ήθελε τον κρημνίση ακαταμάχητος συμφορά, δεν είναι δυνατόν να μη γείνη κακός· συ δε λέγεις, Πιττακέ, ότι είναι δύσκολον να είναι κανείς ενάρετος, εν ώ το να γείνη κανείς ενάρετος είναι δύσκολον, είναι δε δυνατόν, να είναι όμως (πάντοτε) είναι αδύνατον, «διότι κάθε άνθρωπος είναι αγαθός, αν πράξη καλά, κακός δε αν πράξη κακά». Ποία λοιπόν λέγεται καλή πράξις εις την φιλολογίαν, και ποία πράξις κάμνει ένα άνθρωπον αγαθόν εις την φιλολογίαν; Είναι φανερόν ότι τον κάμνει αγαθόν εις την φιλολογίαν η μάθησις αυτής· ποία δε καλή πράξις κάμνει ένα άνθρωπον αγαθόν ιατρόν; Είναι φανερόν ότι τον κάμνει τοιούτον η μάθησις της ιατρείας των αρρώστων, τους οποίους ο κακός ιατρός κακά θεραπεύει· ποίος λοιπόν ημπορεί να γείνη κακός ιατρός; Φανερόν είναι ότι εκείνος ο οποίος κατ' αρχάς μεν είναι ιατρός, έπειτα δε γίνεται αγαθός ιατρός· διότι αυτός ημπορεί να γείνη και κακός ιατρός· ημείς δε οι οποίοι είμεθα αμαθείς εις την ιατρικήν, δεν είναι δυνατόν ποτε να εκτελέσωμεν κακώς το έργον του ιατρού, ούτε του κτίστου, ούτε κανέν άλλο από τα τοιαύτα· εκείνος δε ο οποίος χωρίς να είναι ιατρός, ήθελε κάμει κακώς το έργον του ιατρού, είναι φανερόν ότι δεν είναι κακός ιατρός. Τοιουτοτρόπως και ο μεν ενάρετος άνθρωπος καμμίαν φοράν ημπορεί να γείνη και κακός ή ένεκα της ηλικίας ή ένεκα κόπου ή ένεκα ασθενείας ή κανενός άλλου περιστατικού, διότι αυτή μόνη είναι πραγματική κακή πράξις, το να στερηθή κανείς την γνώσιν του κάθε πράγματος· ο δε κακός άνθρωπος δεν είναι δυνατόν ποτέ να γείνη κακός, διότι είναι πάντοτε κακός· αλλά διά να γείνη έπειτα κακός, πρέπει προτύτερα να υπήρξε αγαθός, ώστε και αυτό το μέρος του ποιήματος εις τούτο αποβλέπει, ότι δεν είναι μεν δυνατόν να είναι κανείς άνθρωπος ενάρετος διαμένων διαρκώς ενάρετος, είναι όμως δυνατόν να γείνη κανείς ενάρετος, καθώς είναι δυνατόν βέβαια αυτός ο ίδιος να γείνη και κακός. Μένουν δε τον περισσότερον καιρόν ενάρετοι και είναι οι καλύτεροι από όλους εκείνοι τους οποίους αγαπώσιν οι θεοί.
Και όλα λοιπόν αυτά τα είπεν εναντίον του Πιττακού και τα επακόλουθα του ποιήματος ακόμη περισσότερον φανερώνουσι τούτο. Διότι λέγει· «ένεκα τούτου εγώ δεν θα κοπιάσω διά να ζητήσω εκείνο το οποίον είναι κενή και ακατόρθωτος η ελπίς να εύρω, άνθρωπον δηλαδή χωρίς σφάλμα ανάμεσα εις ημάς τους άλλους, οι οποίοι ζώμεν από τον καρπόν της γονίμου γης· αν τον εύρω, έπειτα θα σας το είπω»· αλλά και εις ολόκληρον το ποίημα καταφέρεται τόσον δυνατά εναντίον της γνώμης του Πιττακού· «κάθε δε άνθρωπον, ο οποίος δεν πράξη καμμίαν αισχράν πράξιν, με την καρδιά μου τον αγαπώ και τον επαινώ· αλλά με την ανάγκην και οι θεοί οι ίδιοι δεν τα βάζουν»· και αυτό ακόμη διά τον ίδιον σκοπόν το είπε. Διότι ο Σιμωνίδης δεν ήτο τόσον αμαθής, ώστε να λέγη ότι επαινεί εκείνους οι οποίοι δεν κάμνουν θεληματικώς κανέν κακόν, ωσάν να υπάρχουν και μερικοί οι οποίοι να κάμνουν κακά θεληματικώς. Διότι εγώ φρονώ τούτο επάνω κάτω, ότι κανείς από τους σοφούς άνδρας δεν παραδέχεται ότι υπάρχει άνθρωπος ο οποίος θεληματικώς ν' αμαρτάνη και να πράττη θεληματικώς πράξεις αισχράς και κακάς, αλλά γνωρίζων καλώς ότι όλοι, όσοι κάμνουν τας αισχράς και κακάς πράξεις, τας κάμνουν χωρίς να θέλουν· λοιπόν και ο Σιμωνίδης δεν λέγει ότι επαινεί εκείνους οι οποίοι δεν κάμνουν κακά θεληματικώς, αλλ' αυτήν την λέξιν «θεληματικώς» την λέγει διά τον εαυτόν του. Διότι εφρόνει ότι εις άνθρωπον καλόν και αγαθόν πολλές φορές συμβαίνει ώστε να βιάζη ο ίδιος τον εαυτόν του να επαινή και ν' αγαπά ένα άλλον· συμβαίνει λ. χ. πολλές φορές εις ένα άνθρωπον να είναι βιασμένος ν' αγαπά στραβοκέφαλον μητέρα ή πατέρα ή πατρίδα ή κανέν άλλο από τα τοιαύτα. Οι μεν κακοί άνθρωποι λοιπόν, όταν συμβή εις αυτούς κανέν τοιούτον πράγμα, ωσάν ευχαριστημένοι το βλέπουν και το δεικνύουν εις τους άλλους παραπονούμενοι και κατηγορούν την κακίαν των γονέων των ή της πατρίδος, διά να μη τους καταδικάζουν οι άνθρωποι διά την αμέλειάν των προς αυτούς και να μη τους ονειδίζουν διότι τους αμελούν, και φροντίζουν, ώστε ακόμη περισσότερον να τους κατακρίνουν (τους γονείς και την πατρίδα των) και να προσθέτουν εναντίον των εις την αναγκαστικήν αντιπάθειαν και θεληματικά μίση· οι δε αγαθοί άνθρωποι, εφρόνει ότι είναι υποχρεωμένοι να σκεπάζουν τα σφάλματά των και να τους επαινούν, και αν κάποτε θυμώσουν, επειδή εβλάφθησαν, εναντίον των γονέων ή της πατρίδος των, ότι οι ίδιοι παρηγορούν τον εαυτόν των και συμφιλιώνονται και υποχρεώνουν προς τούτοις τον εαυτόν τους ν' αγαπά και να επαινή τους ιδικούς των. Νομίζω δε ότι πολλές φορές και ο Σιμωνίδης εθεώρησε πρέπον να επαινέση και να εγκωμιάση και αυτός ο ίδιος ή μονάρχην ή κανένα άλλον από τους τοιούτους, όχι διότι το ήθελε, αλλά διότι ήτον ηναγκασμένος.(11) Αυτά λοιπόν λέγει και εις τον Πιττακόν ότι «εγώ, Πιττακέ, δεν σε κατακρίνω δι' αυτά, διότι είμαι φιλοκατήγορος, επειδή εις εμέ βέβαια αρκεί ένας άνθρωπος, να μη είναι κακός μήτε πολύ ανωφελής, να είναι υγιής (κατά τον νουν) και να ηξεύρη την ωφέλιμον εις τας πόλεις δικαιοσύνην. Δεν είμαι φιλοκατήγορος· διότι το γένος των κουτών είναι απειράριθμον, ώστε αν ηυχαριστήτο κανείς να τους κατακρίνη κατηγορών αυτούς θα εκουράζετο. Όλαι αι πράξεις είναι καλαί, εις τας οποίας δε είναι ανακατωμέναι και αισχραί». Δεν λέγει τούτο, ωσάν να έλεγεν ότι «όλα εκείνα είναι άσπρα, εις τα οποία δεν είναι ανακατωμένα και μαύρα»· διότι θα ήτο υπό πολλάς επόψεις γελοίον αλλά διότι αυτός παραδέχεται και τον μέσον όρον, τον μεταξύ δηλαδή του κακού και του καλού, ώστε να μη κατακρίνη· και «δεν ζητώ, είπε, άνθρωπον εντελώς χωρίς σφάλμα, μεταξύ ημών· όσοι τρεφόμεθα από τον καρπόν της ευφόρου γης· και αν τον εύρω, έπειτα θα σας το είπω· ώστε ένεκα τούτου βεβαίως δεν θα επαινέσω κανένα, αλλ' είναι εις εμέ αρκετόν αν κανείς είναι μέτριος και δεν κάμνη κανέν κακόν· τους τοιούτους εγώ όλους αγαπώ και επαινώ»· και εδώ μεταχειρίζεται την διάλεκτον των Μυτιληναίων, επειδή λέγει προς τον Πιττακόν τας λέξεις· «όλους επαινώ και αγαπώ θεληματικώς (εδώ πρέπει εις την λέξιν θεληματικώς να σταματήση εκείνος που αναγινώσκει) όσους δεν κάμουν καμμίαν αισχράν πράξιν, υπάρχουν όμως μερικοί, τους οποίους επαινώ και αγαπώ χωρίς να Θέλω. Σε λοιπόν, και αν μέτρια έλεγες καλά και αληθινά πράγματα, Πιττακέ, δεν ήθελά ποτε σέ κατακρίνη. Τώρα όμως, επειδή, εν ώ ψεύδεσαι δυνατά εις τα σπουδαιότερα πράγματα, νομίζεις ότι λέγεις την αλήθειαν, δι' αυτό εγώ σε κατακρίνω».
— Αυτά μου φαίνεται, Πρόδικε και Πρωταγόρα, είπον εγώ, είχε προ οφθαλμών ο Σιμωνίδης και έκαμεν αυτό το ποίημα.
Και ο Ιππίας είπε·
Ιππίας
Μου φαίνεται, Σωκράτη, ότι και συ καλήν ανάπτυξιν έκαμες δι' αυτό
το ποίημα· έχω όμως και εγώ να είπω σπουδαία πράγματα δι' αυτό, τα
οποία, αν επιθυμήτε, θα σας τ' ανακοινώσω.
— Και ο Αλκιβάδης·
Αλκιβιάδης
Ναι, είπε, Ιππία, αλλά μίαν άλλην φοράν. Τώρα είναι δίκαιον να
γείνουν εκείνα τα οποία εσυμφώνησαν μεταξύ των ο Πρωταγόρας και ο
Σωκράτης· ο μεν Πρωταγόρας δηλαδή, αν ακόμη έχη την ευχαρίστησιν να
ερωτά, ν' αποκρίνεται δε ο Σωκράτης, αν δε έχη πάλιν ο Πρωταγόρας
την ευχαρίστησιν ο Σωκράτης ν' αποκρίνεται, τότε να ερωτά ο άλλος.
Σωκράτης Και εγώ είπα· παραχωρώ μεν το δικαίωμα εις τον Πρωταγόραν να εκλέξη όποιο από τα δύο τον ευχαριστεί καλύτερα· αν δε επιθυμή την μεν ομιλίαν περί ποιημάτων και ποιητικών διηγήσεων ας την αφήσωμεν κατά μέρος, διά δε τα ζητήματα, διά τα οποία εγώ κατ' αρχάς σε ηρώτησα, Πρωταγόρα, εξετάζων αυτά μαζί σου θα έφθανα μ' ευχαρίστησιν εις κάποιον συμπέρασμα. Διότι φρονώ ότι το να συνομιλή κανείς διά την ποίησιν είναι παρά πολύ όμοιον με τα συμπόσια τα οποία κάμνουν οι αμαθείς και πρόστυχοι άνθρωποι. Διότι και αυτοί, επειδή δεν ημπορούν, την ώραν του φαγοποτιού ν' ανταλλάξουν αυτοπροσώπως ομιλίας μεταξύ των, μήτε με την ιδικήν των φωνήν και τας ιδικάς των λέξεις, εξ αιτίας της αμαθείας των αποδίδουν τιμήν εις τας γυναίκας που παίζουν την φλογέρα, και έτσι ενοικιάζουν ακριβά ξένην φωνήν, την φωνήν δηλαδή της φλογέρας, και μ' εκείνην την φωνήν κατορθώνουν να κάμουν συναναστροφήν μεταξύ των· όπου όμως υπάρχουν ενάρετοι και πεπαιδευμένοι σύντροφοι εις το φαγοπότι, δεν είναι δυνατόν να ίδης εκεί γυναίκας να παίζουν φλογέρας ή να χορεύουν ή να ψάλλουν, αλλ' αυτοί οι ίδιοι είναι ικανοί να συνδιαλεχθούν αναμεταξύ των χωρίς τας φλυαρίας και τα παιγνίδια με την ιδικήν των φωνήν, ομιλούντες και ακροαζόμενοι καθένας με την σειράν του με τάξιν, ακόμη και παρά πολύ κρασί αν πίουν. Έτσι και αι τοιούτου είδους συνομιλίαι, όταν τύχη να γίνωνται από ανθρώπους, όπως οι περισσότεροι από ημάς λέγουν ότι είναι, δεν έχουν χρείαν ξένης φωνής, ούτε ανάγκην από ποιητάς, τους οποίους ούτε να ερωτήση κανείς είναι δυνατόν δι' εκείνα τα οποία λέγουν, και οι περισσότεροι αναφέροντες αυτούς εις τας ομιλίας των, άλλοι μεν λέγουν ότι ο ποιητής εννοεί αυτά, άλλοι δε ότι εννοεί άλλα, συνομιλούντες διά πράγμα το οποίον δεν έχουν την δύναμιν να εξακριβώσουν· δι' αυτήν την αιτίαν (οι ενάρετοι και πεπαιδευμένοι) αφίνουν κατά μέρος αυτού του είδους τας συναναστροφάς, οι ίδιοι δε αυτοπροσώπως συνδιαλέγονται μεταξύ των λαμβάνοντες και δίδοντες ο ένας εις τον άλλον με τας ομιλίας των απόδειξιν της αξίας των. Τούτου του είδους τους ανθρώπους μου φαίνεται ότι πρέπει εγώ και συ κατά προτίμησιν να μιμώμεθα, αφίνοντες δε κάτω τους ποιητάς, ημείς οι ίδιοι αυτοπροσώπως να συνομιλήσωμεν αναμεταξύ μας, λαμβάνοντες απόδειξιν της αληθείας και της αξίας του εαυτού μας. Και αν μεν ακόμη επιθυμής συ να ερωτάς, είμαι πρόθυμος να σου αποκρίνωμαι, αν δε πάλιν επιθυμής, λάβε συ την καλωσύνην να μου αποκρίνεσαι, διά να φέρωμεν εις έν συμπέρασμα εκείνα τα ζητήματα, τα οποία εις τούτο το αναμεταξύ επαύσαμεν να εξετάζωμεν.
— Εν ώ λοιπόν εγώ έλεγον ταύτα και άλλα παρόμοια, ο Πρωταγόρας δεν εξηγείτο καθαρά τι από τα δύο θα κάμη.
Είπε λοιπόν ο Αλκιβιάδης αφ' ου εκύτταξε τον Κάλλίαν·
Αλκιβιάδης
Καλλία, σου φαίνεται, είπεν, ότι καλά κάμνει και τώρα ο Πρωταγόρας,
ο οποίος δεν εξηγείται καθαρά αν θα δώση λόγον ή δεν θα δώση; Διότι
εγώ νομίζω ότι δεν κάμει καλά· ή ας συνδιαλεχθή ή ας είπη ότι δεν
θέλει να συνδιαλεχθή διά να καταλάβωμεν τον σκοπόν του· ο δε
Σωκράτης να συνδιαλεχθή τότε με κανένα άλλον, ή οποίος άλλος θέλει
με άλλον.
— Και ο Πρωταγόρας, επειδή εντράπη, καθώς τουλάχιστον μ' εφάνη, που ήκουε και τον Αλκιβιάδην να λέγη αυτά και τον Καλλίαν και σχεδόν όλους τους παρευρεθέντας να τον παρακαλούν, μετά δυσκολίας απεφάσισε να προβή εις την συνδιάλεξιν και παρεκάλεσε τον Σωκράτην να τον ερωτά διά ν' αποκρίνεται.
Σωκράτης Είπα λοιπόν εγώ· Πρωταγόρα, μη φαντάζεσαι ότι επιθυμώ να συνδιαλεχθώ μαζί σου με άλλον σκοπόν παρά διά να εξετάσωμεν εκείνα εις τα οποία από φοράν εις φοράν εγώ ο ίδιος έχω αμφιβολίαν. Διότι φρονώ ότι πολύ σωστά λέγει ο Όμηρος τα εξής· «όταν δύο πηγαίνουν μαζί, ο ένας βλέπει εκείνο το οποίον δεν βλέπει ο άλλος». Όταν βεβαίως είμεθα μαζί πολλοί άνθρωποι, έχομεν μεγαλυτέραν ευκολίαν εις κάθε πράγμα το οποίον πρόκειται να κάμωμεν και να είπωμεν και να σκεφθώμεν· ένας άνθρωπος, και αν σκεφθή κάτι, αμέσως τρέχει εδώ και εκεί και ζητεί κανένα άλλον διά να του το φανερώση και με τον οποίον να βεβαιωθή ότι είναι σωστόν, έως ου να εύρη κανένα. Έτσι και εγώ δι' αυτήν την αιτίαν συνδιαλέγομαι με σε καλύτερα παρά με άλλον, επειδή νομίζω ότι συ έχεις εξετάση κάλλιστα και τα άλλα ζητήματα, τα οποία χρέος έχει ο πεπαιδευμένος να εξετάζη, και το ζήτημα περί αρετής. Εις ποίον δε άλλον ημπορεί κανείς ν' απευθυνθή καλύτερα παρά εις σε; Ο οποίος βεβαίως νομίζεις ότι είσαι ενάρετος άνθρωπος και όχι ωσάν μερικοί άλλοι, οι οποίοι αυτοί μεν οι ίδιοι είναι μορφωμένοι, άλλους όμως να καταστήσουν μορφωμένους δεν ημπορούν. Συ δε και ο ίδιος είσαι ενάρετος και άλλους είσαι ικανός να κάμης εναρέτους, και έχεις τόσην πεποίθησιν εις τον εαυτόν σου, ώστε και εν ώ άλλοι κρύπτουν αυτήν την τέχνην, συ βέβαια δημοσίως την εκήρυξες εις όλους τους Έλληνας ονομασθείς σοφιστής, και απέδειξες τον εαυτόν σου διδάσκαλον παιδείας και αρετής, απαιτήσας πρώτος να λαμβάνης διά τούτο μισθόν. Πώς λοιπόν δεν πρέπει να σε προσκαλή κανείς διά την εξέτασιν τούτων των ζητημάτων και να σ' ερωτά και να σου κάμνη γνωστάς τας αμφιβολίας του; Δεν είναι δυνατόν να μη το κάμνη κανείς αυτό. Και τώρα λοιπόν εγώ εκείνα, τα οποία εις την αρχήν ηρώτησα δι' αυτά τα ζητήματα, επιθυμώ πάλιν από την αρχήν άλλα μεν να μου τα ξαναενθυμήσης, άλλα δε να τα εξετάσωμεν μαζί. Το ζήτημα δε ήτο, καθώς εγώ νομίζω, το εξής· η σοφία και η εγκράτεια και η ανδρεία και η δικαιοσύνη και η αγιότης, τι από τα δύο, εν ώ αυτά είναι πέντε ονόματα, είναι, και τα πέντε ενός και του αυτού πράγματος, ή εις καθέν από αυτά τα ονόματα αντιστοιχεί μία ιδιαιτέρα ουσία και έν πράγμα το οποίον έχει χωριστά τας ιδιότητάς του, και καθέν από αυτά τα πράγματα δεν είναι όμοιον με το άλλο; Συ λοιπόν έλεγες ότι αυτά δεν είναι ονόματα πολλά διά το ίδιον πράγμα, αλλ' ότι καθέν χωριστά από τα ονόματα αυτά αναφέρεται εις ιδιαίτερον πράγμα, ότι δε όλα αυτά τα πράγματα είναι μέρη της αρετής, τα οποία δεν είναι όμοια μεταξύ των και με το όλον, του οποίου είναι μέρη, καθώς είναι τα μέρη του χρυσού, αλλά είναι ανόμοια και με το όλον, του οποίου είναι μέρη και αναμεταξύ των, καθώς είναι τα μέρη του προσώπου, και έχουν καθέν χωριστά ιδιαιτέρας ιδιότητας. Αν μεν εξακολουθής να έχης ακόμη δι' αυτά την αυτήν γνώμην καθώς τότε, ειπέ το· αν δ' εσχημάτισες άλλην γνώμην, εξήγησε αυτήν, διότι εγώ δεν σε θεωρώ διόλου υπεύθυνον, εάν τώρα εξηγηθής άλλως πως· διότι δεν θα εθεώρουν παράξενον αν τότε έλεγες αυτά διά να με δοκιμάσης.
Πρωταγόρας
Αλλ' εγώ, είπε, σου λέγω, Σωκράτη, ότι όλα αυτά είναι μέρη της
αρετής, και τα μεν τέσσαρα από αυτά είναι αρκετά όμοια μεταξύ των,
η δε ανδρεία είναι παρά πολύ διαφορετική από όλα αυτά· από το εξής
δε θα καταλάβης ότι εγώ λέγω την αλήθειαν· διότι θα εύρης πολλούς
από τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι μεν αδικώτατοι και ανιερώτατοι
και ακολαστότατοι και αμαθέστατοι, είναι δε εξόχως ανδρείοι.
Σωκράτης
Σταμάτισε εδώ, είπον, εγώ· διότι αξίζει τον κόπον να εξετάσωμεν
αυτό το οποίον λέγεις. Τι από τα δύο, λέγεις ότι οι ανδρείοι είναι
και θαρραλέοι ή λέγεις τίποτε άλλο;
Πρωταγόρας
Όχι μόνον αυτό, είπε, αλλά και ότι ορμούν κατ' επάνω εις εκείνα τα
πράγματα, εναντίον των οποίων φοβούνται οι άλλοι να υπάγουν.
Σωκράτης
Ας ίδωμεν· λέγεις ότι η αρετή είναι κανέν ωραίον πράγμα και επειδή
αυτό είναι ωραίον πράγμα, συ προσφέρεις τον εαυτόν σου διδάσκαλον
αυτής;
Πρωταγόρας
Λέγω βέβαια ότι είναι ωραιότατον, αν βέβαια δεν είμαι τρελλός.
Σωκράτης
Τι από τα δύο λοιπόν, είπον εγώ· λέγεις ότι μέρος μεν από αυτό το
πράγμα (δηλ. την αρετήν) είναι άσχημον, μέρος δε ότι είναι ωραίον,
ή ότι ολόκληρον είναι ωραίον;
Πρωταγόρας
Λέγω ότι ολόκληρον είναι ωραίον, όπου δεν γίνεται και περισσότερον.
Σωκράτης
Ηξεύρεις λοιπόν ποίοι βουτούν εις τα πηγάδια με θάρρος;
Πρωταγόρας
Μάλιστα· ηξεύρω ότι βουτούν οι βουτηκταί.
Σωκράτης
Διά ποίαν από τας δύο αιτίας· διότι ηξεύρουν να βουτούν, ή διά
κανένα άλλον λόγον;
Πρωταγόρας
Διότι ηξεύρουν να βουτούν.
Σωκράτης
Ποίοι δε έχουν το θάρρος να πολεμούν επάνω από άλογα: Ποίοι από
τους δύο; Όσοι ηξεύρουν να διευθύνουν άλογα ή όσοι δεν ηξεύρουν;
Πρωταγόρας
Εκείνοι οι οποίοι ηξεύρουν.
Σωκράτης
Ποίοι δε έχουν το θάρρος να πολεμούν κρατούντες πέλτας; Εκείνοι που
ηξεύρουν να τας μεταχειρίζωνται ή εκείνοι που δεν ηξεύρουν;
Πρωταγόρας
Εκείνοι οι οποίοι ηξεύρουν. Και εις όλα βέβαια τα άλλα, αν ζητής
τούτο, είπε, εκείνοι οι οποίοι ηξεύρουν έχουν περισσότερον θάρρος
από εκείνους οι οποίοι δεν ηξεύρουν, και αυτοί οι ίδιοι έχουν
περισσότερον θάρρος αφ' ου μάθουν παρά προτού μάθουν.
Σωκράτης
Έχεις παρατηρήση έως τώρα κανένα, είπον, ο οποίος, ενώ δεν ηξεύρει
αυτά τα πράγματα, να δεικνύη όμως εις κανέν από αυτά θάρρος;
Πρωταγόρας
Μάλιστα, είπεν αυτός· και να δεικνύη βέβαια και πολύ θάρρος.
Σωκράτης
Αυτοί λοιπόν οι γεμάτοι από θάρρος είναι και ανδρείοι;
Πρωταγόρας
Αλλά θα ήτο τότε, είπεν, άσχημον πράγμα η ανδρεία· επειδή αυτοί
βέβαια είναι τρελλοί.
Σωκράτης
Πώς λοιπόν, είπον εγώ, λέγεις ότι ανδρείοι είναι οι θαρραλέοι;
Πρωταγόρας
Ναι, είπε· και τώρα βέβαια το ίδιον λέγω.
Σωκράτης
Αυτοί λοιπόν, είπον εγώ, που έχουν αυτό το είδος του θάρρους δεν
σου φαίνονται ανδρείοι αλλά τρελλοί; Απ' εναντίας πάλιν αυτοί οι
σοφώτατοι ότι είναι και θαρραλεώτατοι, επειδή δε είναι τοιούτοι,
είναι και ανδρειότατοι; Και κατά τον συλλογισμόν σου τούτον η σοφία
είναι και ανδρεία.
Πρωταγόρας
Δεν ενθυμείσαι είπε, καλά, Σωκράτη, εκείνα τα οποία έλεγα και
απεκρινόμην εις σε. Εγώ, όταν με ηρώτησες αν οι ανδρείοι είναι
θαρραλέοι, το εβεβαίωσα· αν δε και οι θαρραλέοι είναι ανδρείοι, δεν
με ηρώτησες· διότι αν τότε με ηρώτας, θα σου έλεγον ότι δεν είναι
όλοι οι θαρραλέοι ανδρείοι· ότι δε οι ανδρείοι είναι θαρραλέοι, το
οποίον εγώ εβεβαίωσα, πουθενά δεν απέδειξες ότι δεν είναι σωστόν!
Έπειτα γνωμοδοτείς ότι εκείνοι οι οποίοι ηξεύρουν, έχουν
περισσότερον θάρρος παρά τότε που δεν ηξεύρουν και από άλλους
ανθρώπους που δεν ηξεύρουν· και κατά τούτο φρονείς ότι η ανδρεία
και η σοφία είνε το ίδιον· αν δε με αυτόν τον τρόπον συλλογίζεσαι,
θα παραδεχθής ότι η δύναμις είναι σοφία. Διότι κατά πρώτον, αν ούτω
πως εξετάζων με ηρώτας, αν οι άρρωστοι είναι δυνατοί, θα έλεγα ναι,
αν με ηρώτας έπειτα, αν όσοι ηξεύρουν να παλαίουν είναι δυνατώτεροι
από εκείνους που δεν ηξεύρουν να παλαίουν και αυτοί οι ίδιοι είναι
δυνατώτεροι αφ' ου μάθουν, παρά προτού μάθουν, θα έλεγα πάλιν ναι·
αφ' ου δε εγώ εβεβαίωνα αυτά, θα ηδύνασο, μεταχειριζόμενος αυτά τα
είδη ως αποδείξεις να λέγης ότι σύμφωνα με την βεβαίωσίν μου η
σοφία είναι ευρωστία. Εγώ όμως πουθενά ούτε εις αυτήν την
περίστασιν βεβαιώνω ότι οι δυνατοί είναι εύρωστοι· βεβαιώνω όμως
ότι οι εύρωστοι είναι δυνατοί· διότι δεν βεβαιώνω ότι η δύναμις και
η ευρωστία είναι το ίδιον πράγμα, αλλ' ότι το μεν πρώτον, δηλαδή η
δύναμις, προέρχεται και από μάθησιν και από τρέλλαν και από θυμόν,
το δε άλλο, δηλαδή η ευρωστία, προέρχεται από την φύσιν και από την
καλήν τροφήν των σωμάτων. Έτσι δε και εις το άλλο ζήτημα λέγω ότι
θάρρος και ανδρεία δεν είναι το ίδιον πράγμα. Διότι συμβαίνει οι
μεν ανδρείοι να είναι θαρραλέοι, οι θαρραλέοι όμως να μη είναι όλοι
ανδρείοι· διότι το μεν θάρρος γεννάται εις τους ανθρώπους και από
την τέχνην και από τον θυμόν και από την τρέλλαν, καθώς και η
δύναμις, η δε ανδρεία γεννάται από την φύσιν και από την καλήν
τροφήν των ψυχών.
Σωκράτης
Αλλά παραδέχεσαι, είπα, Πρωταγόρα, ότι μερικοί άνθρωποι ζουν καλά,
μερικοί δε πάλιν κακά;
Πρωταγόρας
Παραδέχομαι, είπε.
Σωκράτης
Και παραδέχεσαι λοιπόν ότι ένας άνθρωπος ημπορεί να ζη καλά, αν
περνά την ζωήν του μέσα εις στενοχωρίας και πικρίας;
Πρωταγόρας
Όχι, είπε.
Σωκράτης
Τι δε λέγεις, αν αποθάνη, αφ' ου περάση την ζωήν ευχάριστα, δεν σου
φαίνεται ότι κατ' αυτόν, τον τρόπον έχει ζήση καλά;
Πρωταγόρας
Έτσι τουλάχιστον νομίζω, είπε.
Σωκράτης
Το μεν να ζη κανείς ευχάριστα είναι λοιπόν καλόν πράγμα· το δε να
ζη δυσάρεστα κακόν;
Πρωταγόρας
Ναι, είπεν· αν βεβαίως ζη ευχαριστημένος εις τα καλά,
Σωκράτης
Τι λοιπόν, Πρωταγόρα; Μήπως και συ, καθώς και ο κοινός λαός, μερικά
ευχάριστα πράγματα τα ονομάζεις κακά, και μερικά δυσάρεστα τα
ονομάζεις καλά; Διότι εγώ ερωτώ, άρά γε διά τούτο δεν είναι αυτά
καλά, διότι είναι ευχάριστα, αν δεν προκύψη από αυτά κανέν κακόν;
Και πάλιν τα δυσάρεστα επίσης δεν είναι κακά, διότι είναι
δυσάρεστα;
Πρωταγόρας
Δεν ηξεύρω, Σωκράτη, είπε, αν πρέπη ν' αποκριθώ, έτσι απλά, όπως συ
ερωτάς, ότι όλα τα ευχάριστα είναι καλά, και όλα τα δυσάρεστα κακά·
αλλά μου φαίνεται ότι είναι ασφαλέστερον εις εμέ ν' αποκριθώ, όχι
μόνον σχετικώς προς την τωρινήν μου απόκρισιν, αλλά και σχετικώς
προς όλην την άλλην ιδικήν μου ζωήν, ότι υπάρχουν μεν μερικά από τα
ευχάριστα, τα οποία δεν είναι καλά, υπάρχουν δε πάλιν μερικά από τα
δυσάρεστα, τα οποία δεν είναι κακά· υπάρχουν δε μερικά, τα οποία
είναι, και τρίτον υπάρχουν μερικά, τα οποία δεν είναι ούτε το έν
ούτε το άλλο, δηλαδή ούτε κακά ούτε καλά.
Σωκράτης
Δεν ονομάζεις δε ευχάριστα, είπον εγώ, εκείνα τα οποία μετέχουν
ευχαριστήσεως ή προξενούν ευχαρίστησιν;
Πρωταγόρας
Βεβαιότατα, είπε.
Σωκράτης
Τούτο λοιπόν ερωτώ, εάν δεν είναι καλά, διότι είναι ευχάριστα, η
ιδία δηλαδή η ευχαρίστησις δεν είναι καλόν;
Πρωταγόρας
Καθώς και συ λέγεις κάθε φοράν, είπε, Σωκράτη, ας το εξετάσωμεν,
και αν μεν η ιδέα αυτή φανή ότι είναι σύμφωνος με την λογικήν και
αποδειχθή ότι το ευχάριστον και το καλόν είναι το ίδιον πράγμα,
τότε ας την παραδεχθώμεν αν δε όχι, τότε πλέον να συζητήσωμεν.
Σωκράτης
Τι λοιπόν από τα δύο, είπον εγώ, συ θέλεις να διευθύνης την
συζήτησιν, ή να την διευθύνω εγώ;
Πρωταγόρας
Δίκαιον είναι, είπε, να διευθύνης συ· διότι συ έκαμες και την αρχήν
της ομιλίας.
Σωκράτης
Άρά γε λοιπόν, είπον εγώ, ημπορεί τούτο να γείνη φανερόν εις ημάς
διά του εξής τρόπου; Καθώς ένας άνθρωπος ο οποίος θέλει να
σχηματίση ιδέαν διά την υγείαν ενός άλλου ή διά καμμίαν άλλην από
τας σωματικάς εργασίας από την μορφήν του, αφ' ου ίδη το πρόσωπον
και τας χείρας, δεν αρκείται, αλλά του λέγει· έλα λοιπόν ξεσκέπασε
και δείξε μου και τα στήθη και τα οπίσθιά σου διά να σε παρατηρήσω
καλύτερα, και εγώ έν τοιούτον πράγμα επιθυμώ διά την εξέτασιν του
ζητήματός μας· αφ' ου παρετήρησα ότι έχεις τοιαύτην ιδέαν διά το
καλόν και το ευχάριστον, οποίαν συ λέγεις, έχω χρείαν να σου είπω
κι' έν τοιούτον πράγμα· έλα λοιπόν, Πρωταγόρα, ξεσκέπασε μου και
τούτο το μέρος του νου σου, ποίαν δηλαδή ιδέαν έχεις διά την
επιστήμην (δηλ. διά την γνώσιν); Τι από τα δύο, έχεις την ιδίαν
ιδέαν, την οποίαν έχει και ο κοινός λαός, ή έχεις άλλην ιδέαν; Ο δε
κοινός λαός έχει μίαν τοιαύτην ιδέαν διά την γνώσιν, ότι δεν είναι
πράγμα δυνατόν ούτε ικανόν να οδηγή ούτε άξιον να κυβερνά· ούτε
σκέπτονται δι' αυτήν ότι είναι έν τοιούτον πράγμα, αλλά πολλές
φορές, εν ώ υπάρχει εις τον άνθρωπον γνώσις, νομίζουν ότι δεν
κυβερνά αυτόν η γνώσις, αλλ' άλλοτε μεν ο θυμός, άλλοτε δε η
ευχαρίστησις, άλλοτε δε η λύπη, άλλοτε δε ο έρως, και πολλές φορές
ο φόβος, και σκέπτονται εν γένει διά την επιστήμην, ωσάν διά κανέν
ανδράποδον, το οποίον σύρεται εδώ και εκεί από όλους τους άλλους.
Άρά γε λοιπόν, έχεις και συ παρομοίαν ιδέαν δι' αυτήν, ή φρονείς
ότι η Επιστήμη είναι ωραίον πράγμα και ικανόν να κυβερνά τον
άνθρωπον, και ότι αν κανείς γνωρίζη τα καλά και τα κακά, δεν είναι
δυνατόν να κυριευθή από κανέν πράγμα, ώστε να κάμνη άλλα παρά
εκείνα τα οποία υπαγορεύει η γνώσις, αλλά ότι η φρόνησις είναι
ικανή μόνη να σώση τον άνθρωπον;
Πρωταγόρας
Και φρονώ, είπεν, έτσι καθώς συ λέγεις, Σωκράτη, και συγχρόνως
είναι και εις εμέ εντροπή περισσοτέρα παρά εις κάθε άλλον άνθρωπον
να μη ομολογήσω ότι η σοφία και η γνώσις είναι το ανώτερον από όλα
τα ανθρώπινα πράγματα.
Σωκράτης
Καλά, βεβαίως, και αληθινά λέγεις, είπον, εγώ. Ηξεύρεις όμως ότι ο
κοινός λαός δεν πιστεύει εμέ και σε, αλλά λέγουν ότι γνωρίζουν
πολλούς οι οποίοι, εν ώ ημπορούν, δεν κάμνουν τας καλυτέρας
πράξεις, αλλά κάμνουν άλλας πράξεις· και όσους λοιπόν εγώ ηρώτησα
να μου ειπούν ποία τάχα είναι η αιτία τούτου του πράγματος, λέγουν
ότι εκείνοι, οι οποίοι κάμνουν αυτάς τας πράξεις, τας κάμνουν διότι
νικώνται από την ευχαρίστησιν ή από την λύπην, ή διότι κυριεύονται
από κανέν από αυτά τα πάθη, τα οποία τώρα προ ολίγου εγώ έλεγα.
Πρωταγόρας
Οι άνθρωποι, είπε, Σωκράτη, νομίζω ότι και άλλα πολλά πράγματα δεν
τα λέγουν σωστά.
Σωκράτης
Έλα λοιπόν, ανάλαβε μαζί μου να καταπείσης τους ανθρώπους και να
τους διδάξης εις τι συνίσταται αυτό το πάθημά των, καθώς λέγουν, να
νικώνται από τας ευχαριστήσεις και εξ αιτίας αυτών να μη κάμνουν
τας καλυτέρας πράξεις αν και τας γνωρίζουν. Διότι ίσως, εν ώ ημείς
θα λέγωμεν, ω άνθρωποι, δεν λέγετε σωστά αλλά ψεύδεσθε, θα μας
ηρώτων· Πρωταγόρα και Σωκράτη, αν δεν υπάρχη αυτό το πάθημα, να
νικάται ο άνθρωπος από την ευχαρίστησιν, αλλά τι λοιπόν υπάρχει,
και σεις τι λέγετε να είναι αυτό το πράγμα; Ειπέτε μας και οι δύο
σας.
Πρωταγόρας
Αλλά τι νομίζεις, Σωκράτη, πρέπει ημείς να λαμβάνωμεν υπ' όψιν την
γνώμην των κοινών ανθρώπων, οι οποίοι λέγουν ό,τι τύχη;
Σωκράτης
Μου φαίνεται, είπον εγώ, ότι τούτο κάτι μας χρειάζεται διά να
εύρωμεν ποίαν σχέσιν έχει η ανδρεία με τ' άλλα μέρη της αρετής. Αν
λοιπόν έχης την ιδέαν να μείνης σταθερός εις εκείνα τα οποία προ
ολίγου απεφασίσαμεν, εγώ δηλαδή να διευθύνω την συζήτησιν όπως
νομίζω ότι ημπορεί καλύτερα να γείνη το πράγμα φανερόν, ακολούθει
με· αν δε δεν θέλης, σε αφήνω ήσυχον, εάν τούτο σ' ευχαριστή.
Πρωταγόρας
Απεναντίας, είπε, σωστά λέγεις και εξακολούθησε καθώς ήρχισες.
Σωκράτης
Πάλιν, είπον εγώ, αν μας ερωτήσωσι· τι λέγετε λοιπόν ότι είναι
τούτο, το οποίον ημείς ελέγαμεν, «να νικάται κανείς από τας
ευχαριστήσεις», εγώ τουλάχιστον θα τους έλεγα κατά τον εξής τρόπον·
ακούετε λοιπόν διότι εγώ και ο Πρωταγόρας θα προσπαθήσωμεν να σας
το είπωμεν. Ω άνθρωποι, τούτο το οποίον συμβαίνει εις σας εις αυτά
τα πράγματα, λέγετε ότι είναι τίποτε άλλο, παρά ό,τι πολλές φορές
κυριευόμενοι από φαγητά και ποτά και αφροδισιακάς απολαύσεις, τα
οποία είναι ευχάριστα πράγματα, εν ώ εγνωρίζατε ότι είναι κακά,
όμως τα εκάματε; θα έλεγον εκείνοι ότι ναι, και θα ερωτούσαμεν
αυτούς, εγώ και συ πάλιν· υπό ποίαν έποψιν λέγετε ότι αυτά τα
πράγματα είναι κακά; Διά ποίαν από τας δύο αιτίας· διότι αυτήν την
ευχαρίστησιν προξενούν στιγμιαίως και είναι καθένα από αυτά
στιγμιαίως ευχάριστον, ή διότι εις τον μετέπειτα καιρόν φέρουν
ασθενείας και πτωχείαν, και πολλά άλλα τοιαύτα κακά προξενούν; ή
και αν καθένα απ' αυτά εις τον μετέπειτα καιρόν κανέν δεν προξενή,
και αν μόνον ευχαρίστησιν μας φέρουν, θα ήσαν όμως κακά, διότι όταν
τα έχετε, προξενούν ευχαρίστησιν πάντοτε και κατά πάντα; Άρά γε
νομίζομεν, Πρωταγόρα, ότι αυτοί ήθελον αποκριθή άλλο τίποτε παρά
ότι αυτά δεν είναι κακά κατά τούτο, ότι προξενούν αυτήν την
στιγμιαίαν ευχαρίστησιν, αλλά δι' εκείνα τα κακά τα οποία
συμβαίνουν μετέπειτα, δηλαδή τας ασθενείας και τα άλλα.
Πρωταγόρας
Εγώ μεν νομίζω, είπεν ο Πρωταγόρας, ότι οι περισσότεροι αυτά ήθελον
αποκριθή.
Σωκράτης
Εάν λοιπόν φέρουν ασθενείας, δεν φέρουν δυσαρεσκείας, και αν φέρουν
πτωχείας, δεν φέρουν δυσαρεσκείας; θα το παρεδέχοντο, καθώς εγώ
νομίζω.
Πρωταγόρας
Ναι, είπε.
Σωκράτης
Δεν σας φαίνεται λοιπόν, ω άνθρωποι, καθώς λέγομεν και εγώ και ο
Πρωταγόρας, ότι αυτά διά καμμίαν άλλην αιτίαν δεν είναι κακά, παρά
διότι και εις δυσαρεσκείας τελειώνουν και από άλλας ευχαριστήσεις
αποστερούν; Θα το παρεδέχοντο;
— Εμείναμεν σύμφωνοι και οι δύο ότι θα το παρεδέχοντο.
Σωκράτης
Εάν λοιπόν πάλιν ηθέλομεν ερωτήση· ω άνθρωποι, οι οποίοι λέγετε
πάλιν ότι υπάρχουν δυσάρεστα πράγματα τα οποία είναι καλά, άρά γε
δεν εννοείτε τα εξής; λ. χ. τας ασκήσεις του σώματος, τα πολεμικά
γυμνάσια, τας θεραπείας του σώματος με καυτήρια και με εγχειρήσεις
και με φάρμακα γινομένας, ότι αυτά είναι μεν καλά, είναι όμως
δυσάρεστα; θα έλεγον ναι;
— Εμείναμεν σύμφωνοι ότι θα έλεγον ναι!
Διά ποίαν λοιπόν από τας δύο αιτίας αυτά τα ονομάζετε καλά· διότι στιγμιαίως προξενούν τας φοβερωτέρας λύπας και πόνους, ή διότι εις τον μετέπειτα καιρόν προέρχονται από αυτά υγίειαι και ευρωστείαι των σωμάτων και σωτηρίαι των πόλεων και εξουσίαι άλλων και πλούτοι; Θα έλεγον ναι, καθώς εγώ νομίζω.
— Το παρεδέχθη και αυτός.
Σωκράτης
Είναι δε αυτά καλά δι' άλλην αιτίαν, παρά διότι τελειώνουν εις
ευχαριστήσεις και εις λυτρωμούς και εις εμποδίσματα δυσαρεσκειών; Ή
ημπορείτε να ειπήτε κανένα άλλον σκοπόν, εις τον οποίον απεβλέψατε
και ονομάζετε αυτά καλά, εκτός από τας ευχαριστήσεις και τας
δυσαρεσκείας; θα έλεγον ότι όχι, καθώς εγώ νομίζω.
Πρωταγόρας
Έτσι νομίζω και εγώ, είπεν.
Σωκράτης
Δεν επιδιώκετε λοιπόν την μεν ευχαρίστησιν διότι είναι καλόν, την
δε δυσαρέσκειαν αποφεύγετε διότι είναι κακόν; Αναμφιβόλως. Τούτο
λοιπόν νομίζετε, ότι είναι κακόν η δυσαρέσκεια και καλόν η
ευχαρίστησις, επειδή και αυτή τότε λέγετε ότι είναι κακόν, όταν σας
αποστερή από μεγαλυτέρας ευχαριστήσεις παρά όσας αυτή έχει, ή όταν
σας προξενή μεγαλυτέρας δυσαρεσκείας από τας ευχαριστήσεις τας
οποίας περιέχει· επειδή, αν δι' άλλην αιτίαν την ιδίαν την χαράν
την ονομάζετε κακόν, και διότι απεβλέψατε εις κανένα άλλον σκοπόν,
θα ημπορούσατε να τα ειπήτε και εις ημάς· αλλά, νομίζω, δεν θα
ημπορέσετε.
Πρωταγόρας
Και εγώ νομίζω, ότι δεν θα ημπορέσουν, είπεν ο Πρωταγόρας.
Σωκράτης
Και διά την ιδίαν πάλιν την δυσαρέσκειαν, δεν συμβαίνει το ίδιον;
Δεν ονομάζετε την ιδίαν την δυσαρέσκειαν καλόν τότε, όταν ή λυτρώνη
από μεγαλυτέρας δυσαρεσκείας, από τας ευρισκομένας μέσα εις αυτήν,
ή προξενή ευχαριστήσεις μεγαλυτέρας από τας δυσαρεσκείας; Επειδή,
αν αποβλέπετε εις κανένα άλλον σκοπόν, όταν ονομάζετε την ιδίαν την
δυσαρέσκειαν καλόν, παρά εις τον σκοπόν τον οποίον εγώ λέγω,
ημπορείτε να μας το ειπήτε, αλλά δεν θα ημπορέσετε.
Πρωταγόρας
Αλήθειαν λέγεις, είπεν ο Πρωταγόρας.
Σωκράτης
Πάλιν λοιπόν, είπον εγώ, αν μ' ερωτήσετε και σεις, ω άνθρωποι, διά
ποίαν τάχα αιτίαν λέγεις πολλά διά το ζήτημα τούτο, και υπό πολλάς
επόψεις, συγχωρήσατέ με, θα έλεγον εγώ. Διότι πρώτον μεν δεν είναι
εύκολον να σας αποδείξω τι τάχα είναι αυτό το οποίον σεις ονομάζετε
«να νικάται κανείς από τας ευχαριστήσεις»· έπειτα από αυτό
εξαρτώνται όλαι αι αποδείξεις. Αλλ' ακόμη και τώρα έχετε καιρόν να
μας διακηρύξετε, αν ημπορήτε να ειπήτε ότι το καλόν είναι άλλο
τίποτε παρά η ευχαρίστησις, ή το κακόν ότι είναι άλλο τίποτε παρά η
δυσαρέσκεια, ή σας είναι αρκετόν το να περάσετε την ζωήν σας
ευχαρίστως χωρίς δυσαρεσκείας; Αν δε σας είναι αρκετόν και δεν
έχετε να ειπήτε ότι είναι καλόν ή κακόν, κανέν άλλο, το οποίον να
μη τελειώνη εις αυτά τα δύο, τότε ακούσατε την συνέχειαν τούτου,
διότι εγώ σας λέγω, ότι αφ' ου τούτο είναι έτσι, η ομιλία γίνεται
γελοία, όταν λέγετε, ότι πολλές φορές ο άνθρωπος, εν ώ γνωρίζει τα
κακά ότι είναι κακά, όμως τα κάμνει, εν ώ ημπορεί να μη τα κάμνη,
συρόμενος και ζαλιζόμενος από τας ευχαριστήσεις· και όταν πάλιν
λέγετε ότι, εν ώ γνωρίζει ο άνθρωπος τα καλά, δεν θέλει να τα
κάμνη, εξ αιτίας των στιγμιαίων ευχαριστήσεων, επειδή νικάται από
αυτάς.
Ότι δε αυτά είναι γελοία, θα γείνη ολοφάνερον, αν δεν μεταχειριζώμεθα πολλάς ονομασίας, τας ονομασίας δηλαδή ευχάριστον και δυσάρεστον και καλόν και κακόν· αλλ' επειδή αυτά απεδείχθη ότι είναι δύο, ας τα ονομάζωμεν και με δύο ονόματα· κατ' αρχάς μεν ας τα ονομάζωμεν καλόν και κακόν, και έπειτα πάλιν ευχάριστον και δυσάρεστον. Αφ' ου δε συμφωνήσωμεν έτσι, ας είπωμεν ότι ο άνθρωπος, εν ώ γνωρίζει τα κακά ότι είναι κακά, όμως τα κάμνει. Εάν λοιπόν μας ερωτήση κανείς διατί τα κάμνει, διότι νικάται, θα είπωμεν. Από ποίον νικάται; θα μας ερωτήση εκείνος· εις ημάς δε δεν επιτρέπεται πλέον να είπωμεν ότι νικάται υπό της ευχαριστήσεως. Διότι αντί της ευχαριστήσεως έλαβεν άλλο όνομα, το όνομα καλόν· εις εκείνον λοιπόν ας αποκριθώμεν και ας είπωμεν, ότι κάμνει το κακόν διότι νικάται. Από ποίον; θα είπη εκείνος· από το καλόν, μα τον Δία, θα είπωμεν. Αν λοιπόν συμβή εκείνος που μας ηρώτησε να είναι υβριστής, θα γελάση και θα είπη· πραγματικώς γελοίον πράγμα λέγετε, αν κάμνη κανείς κακά, εν ώ γνωρίζει ότι είναι κακά και εν ώ δεν πρέπει να τα κάμνη, διότι νικάται από τα καλά. Άρά γε, θα είπη, διότι δεν είναι άξια εις σας τα καλά να νικούν τα κακά, ή διότι είναι άξια; Αποκρινόμενοι, φανερόν είναι ότι θα είπωμεν, διότι δεν είναι άξια τα καλά να νικήσουν τα κακά· διότι άλλως εκείνος, τον οποίον είπαμεν ότι νικάται από τας ευχαριστήσεις δεν θα έσφαλλε. Κατά τι δε, θα είπη ίσως, τα καλά δεν είναι άξια να νικήσουν τα κακά ή τα κακά να νικήσουν τα καλά; Κατ' άλλο τίποτε ή όταν τα μεν είναι μεγαλύτερα τα δε μικρότερα; Ή όταν τα μεν είναι περισσότερα τα δε oλιγώτερα; Διότι δεν θα ημπορέσωμεν να είπωμεν άλλην αιτίαν παρά αυτήν. Είναι λοιπόν φανερόν, θα είπη, ότι με το νικάται αυτό όπου λέγετε, εννοείτε ότι αντί μικροτέρων καλών λαμβάνει μεγαλύτερα κακά. Και αυτά μεν είναι έτσι. Ας πάρωμεν λοιπόν πάλιν οπίσω δι' αυτά τα ίδια πράγματα τα ονόματα ευχάριστον και δυσάρεστον και ας είπωμεν ότι κάποιος άνθρωπος κάμνει, προτήτερα μεν ελέγομεν τα κακά, τώρα ας είπωμεν τα δυσάρεστα, εν ώ γνωρίζει ότι είναι δυσάρεστα, επειδή νικάται από τα ευχάριστα τα οποία είναι φανερόν ότι δεν είναι άξια να νικήσουν. Και τι άλλο κάμνει την ευχαρίστησιν αξίαν να νικήση την δυσαρέσκειαν παρά όταν η μία είναι περισσοτέρα από την άλλην ή ελλειπεστέρα; Αυταί δε συμβαίνει να γείνωνται και μεγαλυτέρα, και μικροτέρα η μία από την άλλην, και περισσοτέρα και ολιγωτέρα και δυνατωτέρα και αδυνατωτέρα. Διότι αν κανείς ήθελεν είπη ότι, αλλά διαφέρει πολύ, Σωκράτη, η στιγμιαία ευχαρίστησις από την ευχαρίστησιν και δυσαρέσκειαν η οποία θα συμβή ύστερον από καιρόν, εγώ τουλάχιστον θα του έλεγα, μήπως διαφέρει κατ' άλλο τίποτε παρά κατά την ευχαρίστησιν και την δυσαρέσκειαν; Διότι δεν είναι δυνατόν να διαφέρουν εις τίποτε άλλο. Αλλά ωσάν άνθρωπος ικανός να ζυγίζης, αφ' ου βάλης μαζί τα ευχάριστα και αλλού τα δυσάρεστα και τα πλησίον και τα μακράν, το βάλης και αυτό εις την ζυγαριάν, ειπέ ποία από αυτά είναι περισσότερα. Διότι, αν ζυγίσης ευχάριστα μ' ευχάριστα, πρέπει πάντοτε να εκλέξης τα μεγαλύτερα και τα περισσότερα· αν δε δυσάρεστα με δυσάρεστα, πρέπει να εκλέξης τα ολιγώτερα και μικρότερα. Αν δε ευχάριστα με δυσάρεστα, αν μεν τα ευχάριστα υπερτερούν τα δυσάρεστα, και αν τα μακράν ευχάριστα υπερτερούν τα πλησίον, και αν τα πλησίον ευχάριστα υπερτερούν τα μακράν, πρέπει να προτιμήσης να κάμης αυτήν την πράξιν εις την οποίαν υπάρχουν αυτά, δηλ. τα περισσότερα ευχάριστα· αν δε τα δυσάρεστα υπερτερούν τα ευχάριστα, δεν πρέπει να τα πράξωμεν· μήπως δεν είναι έτσι το πράγμα, όπως το λέγω, θα έλεγον, ω άνθρωποι; Ηξεύρω ότι δεν θα ημπορούσαν να είπουν ότι δεν είναι έτσι.
— Συνεφώνησεν εις τούτο και εκείνος.
Σωκράτης
Τώρα λοιπόν που είναι έτσι αυτό, αποκριθήτε μου, θα τους είπω, εις
το εξής. Πράγματα που έχουν το ίδιον μέγεθος φαίνονται εις τα μάτια
σας από πλησίον μεν μεγαλύτερα, από μακράν δε μικρότερα· ή όχι;
Ναι, θα ειπούν. Και τα πολλά και τα χονδρά το ίδιον; Και αι ίσαι
φωναί από πλησίον δεν ακούονται μεγαλύτεραι, από μακράν δε
μικρότεραι; Ναι, θα έλεγον. Εάν λοιπόν η ευτυχία μας συνίστατο εις
τούτο, εις το να κάμνωμεν και να εκλέγωμεν τα μεγάλα και μακρά, ν'
αποφεύγωμεν και να μη κάμνωμεν τα μικρά, ποίον πράγμα θ'
απεδεικνύετο ότι εις την ζωήν μας αποτελεί την σωτηρίαν μας; Άρά γε
η τέχνη μας εις το να μετρώμεν ή η δύναμίς μας εις το να
παρατηρώμεν; Ή αύτη μεν, η παρατήρησις δηλαδή, μας απατούσε και μας
έκαμνε πολλές φορές άνω και κάτω, να ξαναρχίζωμεν τα ίδια και να
μετανοώμεν, και όταν εκάμναμεν και όταν επροτιμούσαμεν και τα
μεγάλα και τα μικρά. Η τέχνη όμως του να μετρώμεν δεν θα έκαμνεν
ανάξιον μεν να πιστεύεται τούτο το ψεύτικον φαινόμενον, θα
εφανέρωνε δε την αλήθειαν, θα καθησύχαζε την ψυχήν η οποία τότε θα
έμενε κάτοχος της αληθείας και θα εξησφάλιζε την ευτυχίαν της ζωής;
Άρά γε θα ωμολόγουν οι άνθρωποι εις ημάς σχετικώς με αυτά τα οποία
είπον, ότι σώζει τον άνθρωπον η τέχνη του να μετρά, ή ότι καμμία
άλλη τέχνη τον σώζει;
— Ο Πρωταγόρας ωμολόγει ότι σώζει η μετρητική τέχνη.
Σωκράτης
Τι δε φρονείς; Αν η σωτηρία της ζωής μου εξαρτάται από την
προτίμησιν του μονού και του ζυγού, πότε δηλαδή είναι σωστόν να
προτιμώμεν το περισσότερον και πότε το oλιγώτερον, ή όταν
συγκρίνωμεν το ίδιον με το ίδιον ή το άλλο με το άλλο, είτε πλησίον
είναι είτε μακράν, τι ηδύνατο να μας σώση την ζωήν; Άρά γε δεν θα
μας την έσωζε μία επιστήμη, δηλαδή μία γνώσις; Και άρά γε δεν θα
μας έσωζε μία μετρητική γνώσις, επειδή βεβαίως αυτή είναι η τέχνη
του να ευρίσκωμεν το περισσότερον και το oλιγώτερον; Επειδή δε
είναι η τέχνη του μονού και του ζυγού, ποία άρά γε άλλη τέχνη είναι
αυτή παρά η αριθμητική; θα έμεναν εις τούτο σύμφωνοι οι άνθρωποι
μαζί μας ή όχι;
— Παρεδέχθη και ο Πρωταγόρας ότι θα συνεφώνουν μαζί μας.
Σωκράτης
Έστω, ω άνθρωποι· επειδή δε παρεδέχθημεν ότι η σωτηρία της ζωής
εξαρτάται από την σωστήν εκλογήν της ευχαριστήσεως και της
δυσαρεσκείας, και του περισσοτέρου και ολιγωτέρου και μεγαλυτέρου
και μικροτέρου και μακροτέρου και πλησιεστέρου, άρά γε κατά πρώτον
μεν δεν φαίνεται ότι είναι μία εξέτασις η οποία μετρά την υπερβολήν
και την έλλειψιν και την ισότητα εν σχέσει προς αλλήλας;
Πρωταγόρας
Δεν ημπορεί να είναι αλλέως παρά έτσι.
Σωκράτης
Επειδή δε είναι μετρητική ενέργεια θα είναι αφεύκτως και τέχνη και
επιστήμη.
Πρωταγόρας
Θα το παραδεχθούν ούτως.
Σωκράτης
Μίαν άλλην φοράν θα εξετάσωμεν λοιπόν τι είδους τέχνη και επιστήμη
είναι αυτή· τώρα συμφωνούμεν ότι είναι επιστήμη, και τόσον μόνον
φθάνει διά να σας αποδείξωμεν, εγώ και ο Πρωταγόρας, εκείνα διά τα
οποία μας ερωτήσατε.
Μας ερωτήσατε δε, αν ενθυμήσθε, όταν εμέναμεν σύμφωνοι μεταξύ μας ότι κανέν πράγμα δεν είναι ανώτερον από την επιστήμην, αλλ' ότι αυτή πάντοτε νικά, όπου και αν ήθελεν υπάρχει, και την ευχαρίστησιν και όλα τ' άλλα· σεις δε ελέγατε ότι πολλές φορές η ευχαρίστησις νικά ακόμη και τον άνθρωπον που ηξεύρει, επειδή δε δεν επαραδεχόμεθα την γνώμην σας, έπειτα από αυτό μας ηρωτήσατε·
Πρωταγόρα και Σωκράτη, αν δεν παθαίνη αυτό που λέγομεν, να νικάται από την ευχαρίστησιν, αλλά τι άρά γε είναι αυτό και τι το λέγετε σεις ότι είναι; Ειπέτε μας. Αν λοιπόν τότε αμέσως σας ελέγαμεν ότι είναι αμάθεια, θα μας επεριπαίζατε· τώρα δε αν γελάσετε με ημάς, θα γελάσετε και με τον ίδιον εαυτόν σας. Διότι και σεις έχετε ομολογήση ότι από έλλειψιν της γνώσεως σφάλλουν, ως προς την εκλογήν των ευχαριστήσεων και δυσαρεσκειών, εκείνοι οι οποίοι σφάλλουν. Αυτά δε είναι και καλά και κακά· και όχι μόνον από την έλλειψιν γνώσεως, αλλά και προηγουμένως ακόμη έχετε ομολογήση ότι από έλλειψιν μετρητικής γνώσεως· η δε πράξις εις την οποίαν σφάλλει κανείς διότι είναι άγνωρος, ηξεύρετε βέβαια και σεις οι ίδιοι ότι πράττεται από αμάθειαν. Ώστε τούτο είναι το να νικάται κανείς από την ευχαρίστησιν, η πλέον μεγάλη αμάθεια, της οποίας απ' εδώ ο Πρωταγόρας λέγει ότι είναι ιατρός καθώς και ο Πρόδικος και ο Ιππίας· σεις δε, επειδή φαντάζεσθε, ότι είναι άλλο τίποτε και όχι αμάθεια, ούτε σεις έρχεσθε, ούτε τα παιδιά σας στέλλετε εις τούτους εδώ τους σοφιστάς, οι οποίοι είναι οι διδάσκαλοι τούτων των πραγμάτων, διότι ίσως νομίζετε ότι αυτό το πράγμα δεν ημπορεί να διδαχθή, αλλά λυπούμενοι τα χρήματά σας και μη δίδοντες εις τούτους, ευρίσκεσθε εις δυστυχίαν και ιδιωτικώς και δημοσίως.
Αυτά μεν ηθέλομεν αποκριθή εις τον κοινόν λαόν· ερωτώ δε τώρα σας, Ιππία και Πρόδικε μαζί με τον Πρωταγόραν — διότι ημπορείτε όλοι σας μαζί να ειπήτε την γνώμην σας. — Τι από τα δύο φρονείτε ότι λέγω, αλήθειαν ή ψεύδος;
— Απεφάνθησαν όλοι ότι είναι πληρέστατα αληθινά όσα είπα.
Σωκράτης
Είσθε λοιπόν σύμφωνοι, είπον εγώ, ότι το μεν ευχάριστον είναι
καλόν, το δε δυσάρεστον κακόν. Την δε διάκρισιν των ονομάτων, την
οποίαν κάμνει απ' εδώ ο Πρόδικος, παρακαλώ να την αφήση· διότι είτε
ευχάριστον είτε τερπνόν είτε χαροποιόν, είτε από όπου και όπως
ευχαριστείσαι να δίδης όνομα εις τα τοιαύτα, φίλτατε Πρόδικε, εις
τούτο μόνον, εις το οποίον επιθυμώ, δος μου απόκρισιν.
— Αφ' ου εγέλασεν ο Πρόδικος παρεδέχθη· επίσης και οι άλλοι.
Σωκράτης
Τι δε φρονείτε λοιπόν, ω άνδρες, είπον εγώ, διά το εξής πράγμα;
Όλαι αι πράξεις αι οποίαι γίνονται διά τούτον τον σκοπόν, διά να
ζώμεν χωρίς λύπην και με ευχαρίστησιν, άρά γε δεν είναι ωραίαι και
ωφέλιμοι; Και το ωραίον έργον δεν είναι και αγαθόν και ωφέλιμον;
— Εις τούτο έμειναν σύμφωνοι.
Σωκράτης
Αν λοιπόν, είπον εγώ, το ευχάριστον είναι αγαθόν, κανείς ο οποίος
να ηξεύρη ή να φρονή ότι υπάρχουν άλλαι καλύτεραι πράξεις παρά
εκείναι τας οποίας κάμνει και ότι έχει την δύναμιν να τας εκτελέση,
έπειτα εξακολουθεί να κάμνη αυτάς που κάμνει, εν ώ ημπορούσε να
κάμνη τας καλυτέρας· ούτε το να είναι κανείς κατώτερος του εαυτού
του είναι άλλο τίποτε τούτο παρά αμάθεια, ούτε το να είναι κανείς
καλύτερος του εαυτού του, είναι τίποτε άλλο παρά σοφία.
— Το παρεδέχθησαν όλοι.
Σωκράτης
Τι δε φρονείτε λοιπόν; Δεν ονομάζετε λοιπόν αμάθειαν το τοιούτον
πράγμα, το να κανείς έχη δηλαδή ψευδή ιδέαν και να είναι απατημένος
διά τα πράγματα τα οποία έχουν μεγάλην αξίαν;
— Το παρεδέχθησαν και τούτο όλοι.
Σωκράτης
Και έν άλλο λοιπόν, είπον εγώ· κανείς βέβαια δεν πηγαίνει
θεληματικώς επάνω εις τα κακά, ούτε εις εκείνα τα οποία νομίζει ότι
είναι κακά· ούτε είναι τούτο, καθώς φαίνεται, φυσικόν εις τον
άνθρωπον, αντί να πηγαίνη εις τα καλά, να πηγαίνη θεληματικώς κατ'
επάνω εις εκείνα τα οποία νομίζει ότι είναι κακά. Όταν δ' ευρεθή
υποχρεωμένος από δύο κακά να προτιμήση το έν, κανείς δεν θα εκλέξη
το μεγαλύτερον, εν ώ ημπορεί να εκλέξη το μικρότερον.
— Όλα αυτά τα εύρομεν όλοι μας ως ορθά.
Σωκράτης
Τι λοιπόν φρονείτε; είπον εγώ· υπάρχει κανέν πράγμα το οποίον
ονομάζετε σεις τρόμον και φόβον και άρά γε το ίδιον το οποίον και
εγώ ονομάζω έτσι; Ομιλώ εις σε, Πρόδικε. Τούτο δε, είτε φόβον είτε
τρόμον το ονομάζετε, λέγω ότι είναι το να περιμένη κανείς κανέν
κακόν. Ο Πρωταγόρας μεν και ο Ιππίας παρεδέχθησαν ότι και φόβος και
τρόμος είναι τούτο· ο Πρόδικος όμως παρεδέχθη ότι είναι τρόμος, όχι
όμως φόβος. Αλλά τούτο δεν μ' ενδιαφέρει διόλου, είπον εγώ,
Πρόδικε· μ' ενδιαφέρει όμως, εάν είναι αληθινά όσα είπαμεν
προηγουμένως, ποίος άρά γε άνθρωπος προηγουμένως θα επήγαινε εις
εκείνα τα οποία φοβείται, εν ώ ημπορεί να υπάγη εις εκείνα τα οποία
δεν φοβείται; Ή προκύπτει από όσα παρεδέχθημεν ότι τούτο είναι
αδύνατον; Διότι έχομεν παραδεχθή ότι εκείνα τα οποία φοβείται, τα
νομίζει ότι είναι κακά· κανείς δε ούτε πηγαίνει κατ' επάνω εις
εκείνα τα οποία νομίζει κακά ούτε τα λαμβάνει θεληματικώς.
— Όλοι παρεδέχθησαν ότι και αυτά είναι ορθά.
Σωκράτης
Αφού λοιπόν, αυτά είναι έτσι, είπον εγώ, Πρόδικε και Ιππία, ας μας
απολογηθή απ' εδώ ο Πρωταγόρας, κατά ποίον τρόπον είναι σωσταί αι
αποκρίσεις τας οποίας έδωκε κατ' αρχάς, μήπως εκείναι τας οποίας
έδωκε κατ' αρχάς δεν είναι διόλου σωσταί, διότι τότε μεν, εν ώ
είναι πέντε τα μέρη της αρετής, είπεν ότι κανέν από αυτά δεν
ομοιάζει με το άλλο, καθένα δε έχει ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν διά
τον εαυτόν του· αλλά δεν ομιλώ δι' αυτά· ομιλώ δι' εκείνα τα οποία
είπεν έπειτα. Διότι' έπειτα είπεν ότι τα μεν τέσσαρα μέρη είναι
σχεδόν όμοια μεταξύ των, το δ' έν, η ανδρεία δηλαδή, είναι παρά
πολύ διαφορετικόν από τ' άλλα, είπε δε ότι ημπορώ να το καταλάβω
από την εξής απόδειξιν· διότι ημπορείς να εύρης, Σωκράτη, ανθρώπους
οι οποίοι είναι ασεβέστατοι και αδικώτατοι και ασωτότατοι και
αμαθέστατοι, είναι όμως ανδρειότατοι· από το οποίον θα καταλάβης
ότι η ανδρεία διαφέρει πολύ από τα άλλα μέρη της αρετής. Και τότε
κατ' αρχάς μου εφάνη πολύ παράξενος η απόκρισις, και ακόμη
περισσότερον παράξενος μου εφάνη, αφ' ου εξήτασα αυτά τα πράγματα
μαζί σας. Τον ηρώτησα λοιπόν εάν τους ανδρείους τους θεωρή
ανθρώπους με θάρρος· εκείνος δε είπεν ότι τους θεωρεί και
ορμητικούς. Ενθυμείσαι, είπον εγώ, Πρωταγόρα, ότι απεκρίθης αυτά;
— Εβεβαίωσεν ότι το ενθυμείται.
Σωκράτης
Εμπρός λοιπόν, είπον εγώ, ειπέ μας, οι ανδρείοι κατ' επάνω εις ποία
πράγματα λέγεις ότι είναι ορμητικοί; Μήπως και επάνω εις τα ίδια
εις τα οποία είναι ορμητικοί και οι δειλοί;
Πρωταγόρας
Όχι, είπε.
Σωκράτης
Και λοιπόν κατ' επάνω εις άλλα;
Πρωταγόρας
Ναι, είπεν αυτός.
Σωκράτης
Τι από τα δύο, οι μεν δειλοί πηγαίνουν κατ' επάνω εις τα άφοβα
πράγματα, οι δε ανδρείοι κατ' επάνω εις τα φοβερά;
Πρωταγόρας
Αυτό δα, Σωκράτη, λέγουν οι άνθρωποι.
Σωκράτης
Αλήθειαν λέγεις, είπον εγώ· αλλά δεν ερωτώ τούτο· ερωτώ, συ κατ'
επάνω εις τι πράγμα λέγεις ότι είναι ορμητικοί οι ανδρείοι; Άρά γε
κατ' επάνω εις τα φοβερά πράγματα, εν ώ νομίζουν ότι είναι φοβερά,
ή κατ' επάνω εις εκείνα τα οποία δεν είναι φοβερά;
Πρωταγόρας
Αλλά τούτο βέβαια, είπεν, εις τους συλλογισμούς τους οποίους συ
έλεγες, απεδείχθη προ ολίγου ότι είναι αδύνατον.
Σωκράτης
Και τούτο, είπον εγώ, το οποίον λέγεις, είναι αλήθεια· ώστε αν
τούτο απεδείχθη σωστά, κανείς δεν πηγαίνει κατ' επάνω εις εκείνα τα
πράγματα τα οποία νομίζει ότι είναι φοβερά, επειδή το να είναι
κατώτερος του εαυτού του ευρέθη ότι είναι αμάθεια.
— Το παρεδέχθη (ο Πρωταγόρας).
Σωκράτης
Αλλ' όμως όλοι πάλιν πηγαίνουν κατ' επάνω εις εκείνα τα πράγματα τα
οποία δεν τα φοβούνται, και οι δειλοί και οι ανδρείοι, και εις
αυτήν τουλάχιστον την περίστασιν οι δειλοί και οι ανδρείοι
διευθύνονται εις τα ίδια πράγματα.
Πρωταγόρας
Αλλ' όμως, είπε, Σωκράτη, είναι όλως διόλου εναντία εκείνα εις τα
οποία διευθύνονται οι δειλοί από εκείνα εις τα οποία διευθύνονται
οι ανδρείοι. Έξαφνα εις τον πόλεμον οι μεν ανδρείοι θέλουν να
πηγαίνουν, οι δε δειλοί δεν θέλουν.
Σωκράτης
Τι από τα δύο, είπον εγώ, δεν θέλουν να πηγαίνουν, διότι είναι
εύμορφον πράγμα ή είναι άσχημον;
Πρωταγόρας
Διότι είναι ωραίον, είπε.
Σωκράτης
Και λοιπόν, εάν είναι ωραίον, παρεδέχθημεν προηγουμένως ότι είναι
και αγαθόν, (δηλαδή ενάρετος πράξις), διότι παρεδέχθημεν ότι όλαι
αι ωραίαι πράξεις είναι και ενάρετοι.
Πρωταγόρας
Αληθινά λέγεις, και εγώ τουλάχιστον πάντοτε αυτήν την γνώμην έχω.
Σωκράτης
Σωστήν γνώμην βέβαια, είπον εγώ. Αλλά ποίοι από τους δύο λέγεις ότι
δεν θέλουν να πηγαίνουν εις τον πόλεμον, εν ώ τούτο είναι πράξις
ωραία και ενάρετος;
Πρωταγόρας
Οι δειλοί, είπεν αυτός.
Σωκράτης
Εάν τούτο είναι πράξις ωραία και ενάρετος, είπον εγώ, δεν είναι και
πράξις ευάρεστος;
Πρωταγόρας
Το έχομεν παραδεχθή βέβαια, είπε.
Σωκράτης
Άρά γε δεν θέλουν λοιπόν οι δειλοί να πηγαίνουν εις εκείνο το
οποίον είναι και ωραιότερον και ηθικώτερον και πλέον ευάρεστον, εν
ώ γνωρίζουν ότι είναι τοιούτον;
Πρωταγόρας
Αλλ' εάν παραδεχθώμεν και τούτο, είπε, θα ανατρέψωμεν κείνα τα
οποία εβεβαιώσαμεν προηγουμένως.
Σωκράτης
Τι δε κάμνει ο ανδρείος; Δεν πηγαίνει εις εκείνο το οποίον είναι
ωραιότερον και ηθικώτερον και πλέον ευχάριστον;
Πρωταγόρας
Είμεθα υποχρεωμένοι, είπε, να το παραδεχθώμεν.
Σωκράτης
Οι ανδρείοι λοιπόν, όταν φοβώνται, δεν φοβούνται διόλου φόβους
αισχρούς, ούτε όταν έχουν αφοβίας, έχουν αφοβίας αισχράς.
Πρωταγόρας
Αλήθεια είναι, είπε.
Σωκράτης
Εάν δε όχι αισχρούς, λοιπόν ωραίους;
Πρωταγόρας
Βέβαια, είπε.
Σωκράτης
Εάν δε ωραίους και αγαθούς;
Πρωταγόρας
Ναι.
Σωκράτης
Λοιπόν και οι δειλοί και οι τρομεροί και οι μανιακοί απεναντίας δεν
φοβούνται αισχρούς φόβους και δεν έχουν αισχράς αφοβίας;
— Το παρεδέχετο (ο Πρωταγόρας).
Σωκράτης
Έχουν δε αφοβίαν εις τα αισχρά και κακά διά καμμίαν άλλην αιτίαν ή
ένεκα αγνοίας και αμαθείας;
Πρωταγόρας
Έτσι είναι, είπε.
Σωκράτης
Τι λοιπόν φρονείς; Τούτο, ένεκα του οποίου οι δειλοί είναι δειλοί,
το ονομάζεις δειλίαν ή ανδρείαν;
Πρωταγόρας
Εγώ, βέβαια το ονομάζω δειλίαν, είπε.
Σωκράτης
Δεν εδείχθησαν δε ότι είναι δειλοί ένεκα της αμαθείας των φοβερών
πραγμάτων.
Πρωταγόρας
Βεβαιότατα, είπεν.
Σωκράτης
Εξ αιτίας λοιπόν ταύτης της αμαθείας είναι δειλοί;
— Το παραδέχετο (ο Πρωταγόρας).
Σωκράτης
Ομολογείς λοιπόν ότι η άγνοια των φοβερών και μη φοβερών τους
κάμνει να είναι δειλοί;
Πρωταγόρας
Ναι, είπε.
Σωκράτης
Η αμάθεια λοιπόν εκείνων που είναι φοβερά και εκείνων όπου δεν
είναι φοβερά, τούτο δεν είναι η δειλία;
— Έκαμε νεύμα ότι το παρεδέχθη.
Σωκράτης
Αλλ' όμως, είπον εγώ, η ανδρεία είναι το εναντίον της δειλίας;
Πρωταγόρας
Ναι, είπε.
Σωκράτης
Η γνώσις λοιπόν των φοβερών και των μη φοβερών πραγμάτων δεν είναι
εναντία εις την αμάθειαν αυτών;
— Και εις τούτο ακόμη έκαμε νεύμα ότι το παραδέχεται.
Σωκράτης
Η δε αμάθεια τούτων δεν είναι δειλία;
— Μετά μεγάλης δυσκολίας εδώ έκαμε νεύμα, ότι το παραδέχεται.
Σωκράτης
Η γνώσις λοιπόν των φοβερών και μη φοβερών δεν είναι ανδρεία, η
οποία είναι εναντία εις την αμάθειαν τούτων;
— Εδώ πλέον δεν ηθέλησεν ούτε διά νεύματος να δείξη ότι το
παραδέχεται.
Εγώ δε είπον·
Σωκράτης
Διατί λοιπόν, Πρωταγόρα, συ ούτε παραδέχεσαι ούτε αρνείσαι εκείνα,
τα οποία ερωτώ;
Πρωταγόρας
Μόνος τελείωσέ τα, είπε.
Σωκράτης
Να τελειώσω, είπον εγώ, μόνον, αφ' ου σ' ερωτήσω ακόμη έν πράγμα.
Εάν εξακολουθής ακόμη να νομίζης, όπως κατ' αρχάς, ότι υπάρχουν
μερικοί άνθρωποι αμαθέστατοι μεν, ανδρειότατοι όμως.
Πρωταγόρας
Μου φαίνεσαι, είπε, Σωκράτη, ότι βιάζεσαι να σου αποκριθώ
εγώ· θα σου κάμω λοιπόν την χάριν. Σου λέγω λοιπόν σύμφωνα με όσα
παρεδέχθημεν, ότι φρονώ ότι είναι αδύνατον να υπάρχουν άνθρωποι
αμαθέστατοι μεν, ανδρειότατοι όμως.
Σωκράτης
Διά κανένα άλλον λόγον, είπον εγώ, δεν κάμνω όλας αυτάς τας
ερωτήσεις, ειμή επειδή επιθυμώ να εξετάσω, πώς τάχα είναι τα
αναφερόμενα εις την αρετήν και τι τάχα είναι αυτή η ιδία η αρετή.
Διότι ηξεύρω ότι, όταν τούτο γείνη φανερόν, ημπορεί να γείνη
παραπολύ καθαρόν και εκείνο, διά το οποίον και εγώ και συ εκάμαμεν
μεταξύ μας μεγάλην συζήτησιν, και εγώ μεν υπεστήριζα ότι η αρετή
δεν ημπορεί να διδαχθή, συ δε ότι ημπορεί να διδαχθή. Και μου
φαίνεται ότι το προ ολίγου συμπέρασμα των συζητήσεών μας, ωσάν να
είναι άνθρωπος, μας κατηγορεί και μας περιγελά, και αν ημπορούσε να
ομιλήση, θα έλεγεν ότι εχάσατε τον νουν σας, Σωκράτη και Πρωταγόρα·
συ μεν αφ' ου εις τα προηγούμενα έλεγες ότι η αρετή δεν ημπορεί να
διδαχθή, τώρα βιάζεσαι ν' αντικρούσης τον εαυτόν σου, αναλαμβάνων
ν' αποδείξης ότι όλα τα πράγματα είναι γνώσις, και η δικαιοσύνη και
η εγκράτεια και η ανδρεία, εις τρόπον ώστε ν' αποδειχθή ότι η αρετή
κάλλιστα ημπορεί να διδαχθή· διότι εάν η αρετή ήτο τίποτε άλλο παρά
γνώσις, καθώς ο Πρωταγόρας επροσπάθει να υποστηρίζη, δεν θα ήτο
δυνατόν καθαρά να διδαχθή· τώρα δε, αν αποδειχθή ότι ολόκληρος
είναι γνώσις, καθώς προσπαθείς Σωκράτη, θα ήτο παράξενον αν δεν ήτο
δυνατόν να διδαχθή. Ο Πρωταγόρας δε πάλιν, εν ώ τότε υπεστήριζεν
ότι ημπορεί να διδαχθή, τώρα απεναντίας φαίνεται άνθρωπος
ενδιαφερόμενος ν' αποδεχθή ότι αυτή σχεδόν κάθε τι άλλο είναι παρά
γνώσις· και διά τούτο διόλου δεν είναι δυνατόν να διδαχθή. Εγώ
λοιπόν, Πρωταγόρα, καλώς βλέπων ότι όλα αυτά ανακατεύοντο και
αναποδογύριζαν, έχω όλην την καλήν διάθεσιν να γείνουν αυτά
ολοφάνερα, και επεθύμουν, αφ' ου ημείς τα συζητήσωμεν, να
αποδείξωμεν έπειτα τι πράγμα είναι και η αρετή, και πάλιν έπειτα να
εξετάσωμεν δι' αυτήν, εάν ημπορή να διδαχθή ή δεν ημπορή, μήπως
πολλάς φοράς ο Επιμηθεύς εκείνος και εις την εξέτασίν μας κάμη
λάθος και μας εξαπατήση, καθώς και εις την μοιρασιάν μας
παρημέλησεν, όπως συ λέγεις. Και εις εμέ λοιπόν ήρεσε και εις τον
μύθον ο Προμηθεύς καλύτερα από τον Επιμηθέα· και κατά το παράδειγμά
του εγώ κάμνων προμήθειαν δι' όλην μου την ζωήν, ενασχολούμαι εις
όλα αυτά τα ζητήματα, και εάν συ έχης ευχαρίστησιν, το οποίον και
εις την αρχήν έλεγα, μαζί σου θα εξήταζα αυτά με πολύ μεγάλην
ευχαρίστησιν.
— Και ο Πρωταγόρας είπεν·
Πρωταγόρας,
Εγώ, Σωκράτη, επαινώ την προθυμίαν σου και τον τρόπον, που συζητείς
τα ζητήματα. Διότι ούτε κατά τα άλλα νομίζω ότι είμαι κακός
άνθρωπος, και φθονερός δε είμαι oλιγώτερον από κάθε άνθρωπον,
επειδή και διά σε έχω δα είπη εις πολλούς ανθρώπους ότι από όσους
συναναστρέφομαι πολύ περισσότερον θαυμάζω σε και παρά πολύ μάλιστα
από τους έχοντας την ηλικίαν σου· και λέγω βεβαίως ότι δεν θα μου
εφαίνετο διόλου παράξενον, εάν εγίνεσο μίαν ημέραν είς από τους
περιφήμους διά την σοφίαν άνδρας. Και δι' αυτά δε τα ζητήματα μίαν
άλλην φοράν, όταν έχης ευχαρίστησιν, συζητούμεν τώρα δε είναι πλέον
καιρός να κυττάξωμεν και καμμίαν άλλην υπόθεσιν.
Σωκράτης
Αλλά, είπον, εγώ είναι χρεία έτσι να κάμωμεν, διότι και εγώ είναι
καιρός εκεί όπου έλεγα προ πολλού να υπάγω, αλλ' έμεινα διά να
ευχαριστήσω τον εύμορφον Καλλίαν.
— Αυτά αφ' ου είπομεν και ηκούσαμεν, ανεχωρήσαμεν.
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
Πρωταγόρας Ύστερα από ωραία και ειρωνική περιγραφή των επιδειχτικών και φαντασμένων τρόπων των σοφιστών, γίνεται συζήτηση, ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Πρωταγόρα, περί αρετής. Επιδέξια φέρνοντας σε αδιέξοδο τον σοφιστή, ο Σωκράτης αποδείχνει πως η αρετή είναι αυτοδίδαχτη κ' ύστερα, μεταστρέφοντας τους συλλογισμούς του την παρουσιάζει σαν αποτέλεσμα γνώσης.
***
1) Χάριν σαφηνείας τίθενται από του εξής εις επικεφαλίδα τα ονόματα των διαλεγομένων.
2) Ολίγον προ του Ιπποκράτους, επειδή οι ιατροί παραμέλησαν την διαιτητικήν, η οποία απαιτεί γνώσιν των νόμων της φύσεως, ανέλαβαν αυτήν ως άλλο πράγμα αδέσποτον οι διδάσκαλοι της γυμναστικής και εκανόνιζον αυτοί την δίαιταν των μαθητών των σύμφωνα με την κράσιν και τα είδη των ασκήσεών των. Ο Ιπποκράτης όμως πρώτος επανέλαβε την διαιτητικήν και ούτω κατ' ολίγον οι ιατροί ανέκτησαν την θέσιν των. Κατά τους χρόνους του Πλάτωνος ολίγοι ήσαν οι παλαισταί οι μετερχόμενοι ούτω τους ιατρούς.
3) Είχον ιδιαιτέραν ικανότητα οι σοφισταί εις την κατασκευήν και διήγησιν μύθων. Οι δε μύθοι ούτοι διέφθειραν και εξήλειψαν βαθμηδόν την φυσικήν θρησκείαν.
4) Ούτος εποίησε δράμα υπο τον τίτλον «Άγριοι», το οποίον παρεστάθη και του οποίου σκοπός ήτο να δείξη ότι οι πρώτοι άνθρωποι οι ακόμη μη συστήσαντες έννομον και εύτακτον πολιτείαν ήσαν δυστυχείς. Ήθελε δε να διδάξη με τούτο τους Έλληνας να ποθώσι την ειρήνην μεταξύ των και να είναι ευπειθείς εις τους νόμους διά να ευτυχώσι.
5) Ούτοι ήσαν διάσημοι κακούργοι και το όνομά των έμεινε παροιμιώδες.
6) Ούτος ενίκησε τρεις φοράς εις το στάδιον και εβραβεύθη.
7) Ούτοι διήνυον εις κάθε ημέραν μακρόν διάστημα.
8) Πρυτανεία ωνομαζον τους ναούς, εις τους οποίους νυχθημερόν έκαιεν άσβεστον το αφιερωμένον εις την Εστίαν ιερόν πυρ.
9) Οι Κείοι εφημίζοντο ως ευσεβείς και χρηστοήθεις.
10) Η πατρίς τούτου ητο εις την Φωκίδα πλησίον του όρους Οίτη.
11) Υπαινίττεται τας φιλικάς του Σιμωνίδου σχέσεις μετά του βασιλέως των Λακεδαιμονίων Παυσανίου και του σοφού τυράννου των Συρακουσίων Ιέρωνος.