The Project Gutenberg eBook of Βέρθερος

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org . If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title : Βέρθερος

Author : Johann Wolfgang von Goethe

Translator : Ioannis Aretas

Release date : July 25, 2011 [eBook #36850]

Language : Greek

Credits : Produced by Sophia Canoni. Many thanks to George Canonis for his major work in proofreading

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΒΈΡΘΕΡΟΣ ***

Produced by Sophia Canoni. Many thanks to George Canonis

for his major work in proofreading.

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold words are included in &. Footnotes have been converted to endnotes.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Σειρά έργων γραφέντων επί τη βάσει του συγχρόνου πολιτισμού και των τελευταίων προόδων των τεχνών και επιστημών.

W. GOETHE (ΓΚΑΙΤΕ) ΒΕΡΘΕΡΟΣ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ

Ι. ΑΡΕΤΑ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΝΕΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΦΕΞΗ και ΒΑΣ. ΚΟΜΠΟΥΓΙΑ

1922

ΒΕΡΘΕΡΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ

4 Μαΐου.

Πόσον χαίρω που ανεχώρησα! Καλέ μου φίλε, τι πράγμα είναι η καρδιά του ανθρώπου! Να εγκαταλείψω σε που τόσον αγαπώ, που σου ήμουν αχώριστος, και να βρίσκωμ' ευχαριστημένος! Ηξεύρω ότι μου το συγχωρείς. Μήπως αι λοιπαί μου σχέσεις δεν εξελέγησαν επίτηδες από της τύχης για να στενοχωρούν μια καρδιά σαν την ιδική μου; Η καϋμένη Λεονώρα! Και όμως ήμουν αθώος. Έπταια εγώ ότι, ενώ τα ιδιότροπα θέλγητρα της αδελφής της μου παρείχαν ευχάριστον διασκέδασιν, εγεννήθη ένα αίσθημα, πάθος εις την δυστυχισμένη της καρδιά; Και όμως είμαι εντελώς αθώος. Δεν υπέθαλψα τα αισθήματά της; Δεν εγοητεύθηκα εγώ εκ των αληθεστάτων εκφράσεων της φύσεως, που τόσες φορές, μας έκαμαν να γελώμεν, όσον ολίγον γελοίαι και αν ήσαν; Δεν — ω, τι είναι ο άνθρωπος ώστε να παραπονήται διά τον εαυτόν του! Αγαπητέ μου φίλε, σου το υπόσχομαι, θα βελτιωθώ, δεν θ' αναμασσήσω πλέον κανένα μικρόν κακόν, το οποίον μας παραθέτει η τύχη, όπως έκαμα πάντοτε· θ' απολαύσω το παρόν, το δε παρελθόν θα μου είναι παρελθόν. Βέβαια, έχεις δίκαιον, φίλτατε, τα βάσανα θα ήσαν ολιγώτερα μεταξύ των ανθρώπων, αν δεν ησχολούντο (ο Θεός ηξεύρει διατί ούτω επλάσθησαν) με τόσην προθυμίαν της φαντασίας εις το ν' ανακαλούν αναμνήσεις του παρελθόντος κακού περισσότερο παρά να περνούν αδιάφορον παρόν.

Κάμε μου την χάριν να πης εις την μητέρα μου ότι θα φροντίσω όσον το δυνατόν καλύτερα διά την υπόθεσίν της, και θα της δώσω εντός ολίγου είδησιν περί τούτου. Ωμίλησα με την θείαν μου και δεν την ηύρα καθόλου κακήν γυναίκα, ως μας την παριστάνουν· είναι φαιδρά και οξύθυμη γυναίκα με καλλίστην καρδίαν. Της εξέθεσα τα παράπονα της μητρός μου διά το κατακρατούμενον μερίδιον της κληρονομιάς· μου εξήγησε τους λόγους, τα αίτια και τους όρους, υπό τους οποίους θα ήτο πρόθυμη το παν να μας παραδώση και περισσότερα από όσα εζητούμεν — τέλος πάντων ας είναι, δεν θέλω τώρα τίποτε περί τούτου να γράψω, πες εις την μητέρα μου, πως όλα θα τελειώσουν καλά. Και ηύρα πάλιν αγαπητέ μου, στην μικρήν αυτήν υπόθεσιν, ότι αι παρεννοήσεις και η ραθυμία περισσότερα ίσως κακά γεννούν εις τον κόσμον παρά η πανουργία και η κακία. Τουλάχιστον τα τελευταία αυτά είναι βεβαίως σπανιώτερα.

Άλλως ευρίσκομαι εδώ κάλλιστα. Η ερημία είναι διά την καρδίαν μου πολύτιμον βάλσαμον εις αυτήν την παραδείσιον χώραν, και αύτη η την νεότητα αποπνέουσα ώρα θερμαίνει με κάθε αφθονίαν την καρδίαν μου, που συχνά ριγεί. Κάθε δένδρον, κάθε θάμνος είναι δέσμη ανθέων, και θα επιθυμούσε κανείς να γίνη πεταλούδα, διά να δύναται να πετά εις το πέλαγος των ευωδιών, και να ευρίσκη εκεί κάθε τροφήν του.

Η πόλις καθ' εαυτήν είναι δυσάρεστος· απ' εναντίας γύρω της ανέκφραστος ωραιότης της φύσεως. Τούτο παρεκίνησε τον μακαρίτην κόμητα Μ *** να εφοδιάση τον κήπον του επί ενός των λόφων, που με ωραιοτάτην ποικιλίαν διασταυρούνται και σχηματίζουν τας χαριεστάτας κοιλάδας. Ο κήπος είναι απλούς και αισθάνεται κανείς ευθύς άμα εισέλθη, ότι το σχέδιον δεν έχει διαγράψει επιστήμων κηπουρός, αλλά μία ευαίσθητος καρδία, που ήθελε να απολαύση τον εαυτόν της εδώ. Ήδη πολλά δάκρυα έχυσα διά τον μακαρίτην εις την ετοιμόρροπον έπαυλιν, όπου πολύ ηγάπα να διαμένη, και όπου και εγώ ευχαριστούμαι. Μετ' ολίγον θα γείνω κύριος του κήπου· ο κηπουρός με ευνοεί, αν και είναι μόλις δύο τρεις ημέραι που εγνωρίσθημεν, και δεν θα περάση κακά.

10 Μαΐου.

Θαυμαστή ευθυμία κατέλαβεν όλην την ψυχήν μου, ομοία προς τας γλυκείας πρωίας της ανοίξεως τας οποίας απολαύω με όλην μου την καρδίαν. Είμαι μόνος και χαίρομαι την ζωήν μου εις αυτήν την χώραν, η οποία επλάσθη διά τοιαύτας ψυχάς σαν την ιδική μου. Είμαι τόσον ευτυχής, φίλτατε μου, τόσον βυθισμένος εις το αίσθημα ησύχου υπάρξεως, ώστε ένεκα τούτου πάσχει η τέχνη μου. Δεν θα ηδυνάμην ήδη ουδέ γραμμή να χαράξω, και ουδέποτε υπήρξα μεγαλείτερος ζωγράφος ή εις τας στιγμάς αυτάς. Όταν η αγαπητή κοιλάς πέριξ μου αχνίζη και ο υψηλός ήλιος σταματά εις την επιφάνειαν του αδιαπεράστου σκότους του δάσους μου, και σποραδικαί μόνον ακτίνες τινές εισδύουν εις το ιερόν άλσος, εγώ δε είμαι εξαπλωμένος επί υψηλής χλόης κοντά εις το ρυάκι που κατρακυλά και με περιέργειαν παρατηρώ σιμώτερα εις την γην πλήθος χορταράκια· όταν πλησιέστερον εις την καρδίαν μου αισθάνωμαι το ψιθύρισμα του μικρού κόσμου μεταξύ των καλαμιών, τα αναρρίθμητα, αδιερεύνητα είδη των σκουληκιών, των κωνώπων, και αισθάνομαι την παρουσίαν του Παντοδυνάμου, που μας έπλασε κατά την εικόνα του, την πνοήν του Παναγάθου, που μας βαστάζει και διατηρεί εν αιωνία ηδονή αιωρουμένους — φίλε μου, όταν τότε φωτίζη μέσα μου — και ο γύρω μου κόσμος και ο ουρανός ολόκληρος εγκαθίστανται εις την ψυχήν μου, ως η εικών μιας ερωμένης· τότε συχνάκις μετά πόθου συλλογίζομαι· αχ! να ηδύνασο πάλιν να εκφράσης τούτο, να ηδύνασο να εμπνεύσης εις τον χάρτην αυτό που τόσον εντελώς, τόσον θερμώς εις εσέ ζη, ώστε να εγίνεσο καθρέπτης της ψυχής σου, ως η ψυχή σου είναι καθρέπτης του απείρου Θεού! — Φίλε μου — Αλλά καταστρέφομαι δι' αυτού, καταβάλλομαι υπό της δυνάμεως της λαμπρότητος τούτων των φαινομένων.

12 Μαΐου.

Δεν ξέρω αν πνεύματα απατηλά πετούν γύρω εις αυτήν εδώ την χώραν ή αν η θερμή της καρδίας μου ουρανική φαντασία παρουσιάζη το παν γύρω μου τόσον παραδείσιον. Αμέσως προ του χωρίου, παραδείγματος χάριν, υπάρχει μία βρύσις, με την οποίαν είμαι συνδεδεμένος, ως η Μελουσίνη και αι αδελφαί της. — Καταβαίνεις μικρόν λόφον και ευρίσκεσαι έμπροσθεν θόλου, όπου είκοσι περίπου βαθμίδες καταβαίνουν, και εκεί κάτω αναβλύζει το πλέον διαυγές νερό από μαρμαρίνους βράχους. Ο μικρός τοίχος, που άνω αποτελεί τον περίβολον, τα υψηλά δένδρα που γύρω καλύπτουν την θέσιν, η δροσερότης του τόπου, όλα αυτά έχουν κάτι το ελκυστικόν, κάτι το φρικαλέον. Καμμία ημέρα δεν περνά που να μη κάθωμαι εκεί μίαν ώραν. Τότε έρχονται εκεί αι νεανίδες της πόλεως και παίρνουν νερό, το αθωότατον και αναγκαιότατον έργον, που άλλοτε έκαμναν ως και αι θυγατέρες των βασιλέων. Όταν κάθωμαι εκεί, αναζή μέσα μου η πατριαρχική ιδέα πως όλοι οι προπάπποι εγνωρίζοντο στη βρύση και εμνηστεύοντο, και πως γύρω εις τας βρύσεις και τας πηγάς αγαθοποιά πνεύματα περιίπτανται. Ω, ουδέποτε θα ευφράνθηκε εις την δρόσον της βρύσης μετά επίπονον οδοιπορίαν θερινής ημέρας εκείνος που δεν δύναται να συναισθανθή τούτο!

15 Μαΐου.

Ερωτάς αν πρέπει να μου στείλης τα βιβλία μου. — Αγαπητέ μου, δι' όνομα Θεού σε παρακαλώ, μη μου τα φορτώσης! Δεν θέλω πλέον να οδηγούμαι, να παρορμώμαι, να παροτρύνομαι· αρκετά μάλιστα πάσχει η καρδία αφ' εαυτού της· έχω ανάγκην νανουρίσματος, και τούτο ηύρα αφθονώτατα εις τον Όμηρόν μου. Πόσες φορές αποκοιμίζω το αναστατωμένον αίμα μου· διότι τίποτε τόσω ανώμαλον, τόσω ασταθές δεν είδες παρά την καρδίαν αυτήν. Αλλ' αγαπητέ μου, μήπως έχω ανάγκην να ειπώ τούτο εις σε που τόσας φοράς ενωχλήθης βλέπων με μεταβαίνοντα από λύπην εις ακολασίαν, και από γλυκείαν μελαγχολίαν εις ολέθριον πάθος. Επί πλέον περιποιούμαι τη μικρή μου καρδιά, σαν άρρωστο παιδί, ενδίδω εις κάθε θέλησίν της. Αλλά μη το διαδώσης· υπάρχουν άνθρωποι που θα με έψεγαν διά τούτο.

15 Μαΐου.

Οι άνθρωποι του λαού εδώ με γνωρίζουν πλέον και με αγαπούν, ιδίως τα παιδιά. Όταν κατ' αρχάς τους επλησίαζα και φιλικώς ερωτούσα διά το ένα και τάλλο, ενόμιζαν κάποιοι ότι ήθελα να τους εμπαίξω, και πολύ αγροίκως με αποπήραν. Δεν μου εκακοφάνη· αισθάνθηκα μόνον ζωηρότατα τα εξής, που συχνάκις ήδη παρετήρησα· αφ' ενός μεν οι άνθρωποι ανωτέρας οπωσδήποτε τάξεως θα ίστανται πάντοτε εις ψυχράν απόστασιν από του όχλου, ως να επίστευαν ότι πλησιάζοντες θα έχαναν, αφ' ετέρου δε πάλιν υπάρχουν είρωνες και περιγελασταί, που φαίνονται καταδεκτικοί, διά να καταστήσουν περισσότερον επαισθητήν την υπερηφάνειάν των εις τον δυστυχή τον λαόν.

Ηξεύρω καλά ότι δεν είμεθα όμοιοι ουδέ δυνάμεθα να είμεθα· αλλά διισχυρίζομαι ότι όποιος πιστεύει ότι έχει ανάγκην να μείνη μακράν του λεγομένου όχλου διά να διατηρήση την υπόληψίν του, είναι όχι ολιγώτερον ψεκτός του δειλού που κρύβεται από τον εχθρόν του, διότι φοβείται μήπως καταβληθή.

Τώρα τελευταία ήλθα στη βρύση και ηύρα μίαν νεάνιδα υπηρέτριαν ήτις είχε βάλει το σταμνί της εις το τελευταίον σκαλοπάτι και εκύτταζε τριγύρω μήπως ήρχετο καμμία φιλενάδα της διά να την βοηθήση να το βάλη στο κεφάλι της. Κατέβην, και την εκύτταξα κατάματα. Να σε βοηθήσω, κορίτσι μου! της είπα. — Αυτή κατακοκκίνησε. Κύριέ μου, είπεν, ευχαρίστως! Ετοίμασε το στεφάνι της, και εγώ την εβοήθησα. Με ευχαρίστησε και ανέβη.

17 Μαΐου.

Έκαμα διαφόρους γνωριμίας, συντροφιά δεν ηύρα ακόμη καμμίαν. Δεν εξεύρω τι ελκυστικόν έχω διά τους ανθρώπους· με αγαπούν τόσοι απ' αυτούς και προσκολλώνται εις εμέ, και τότε λυπούμαι, όταν ο δρόμος μας μόνον επί μικρόν διάστημα είναι μαζί. Αν ερωτάς πώς είναι εδώ οι άνθρωποι, πρέπει να σου απαντήσω: καθώς παντού! Τι μονότονον πράγμα που είναι το ανθρώπινον γένος. Οι περισσότεροι δαπανούν το πλείστον του χρόνου διά να ζουν, το δε ελάχιστον της ελευθερίας, που τους περισσεύει, τόσον τους στενοχωρεί, ώστε παν μέσον επιζητούν διά ν' απαλλαγούν αυτού. Ω περιορισμέ του ανθρώπου!

Αλλ' όμως είναι άνθρωποι καλής φύσεως! Αν κάποτε λησμονήσω τον εαυτόν μου, αν ενίοτε χαρώ μαζί τους τας ευθυμίας που ακόμη μένουν εις τους ανθρώπους να αστειεύωνται όταν κάθωνται σε πλούσια στρωμένο τραπέζι με όλην την απλότητα και αφέλειαν να κάμνουν κανένα περίπατον εφ' αμάξης, κανένα χορόν εις την ώραν του και τα παρόμοια, τούτο έχει καλλίστην επίδρασιν εις εμέ· μόνον δεν πρέπει τότε να ενθυμηθώ ότι και πάμπολλαι άλλαι δυνάμεις μέσα μου ηρεμούν, που μη χρησιμοποιούμεναι όλαι σήπονται, και τας οποίας επιμελώς πρέπει ν' αποκρύψω. Αχ! αυτό στενοχωρεί όλην μου την καρδίαν. — Και όμως, το να παρανοούμεθα είναι η τύχη όλων μας.

Αχ! πού εχάθη η φίλη της νεότητας μου! αχ! πού την εγνώρισα ποτέ! — θα έλεγα είσαι μωρός· ζητείς ό,τι δεν ευρίσκεται εδώ κάτω. Αλλά την είχα· αισθάνθηκα την καρδίαν, την μεγάλην ψυχήν, που εμπρός της εφαινόμην ότι είμαι πλέον ή ό,τι ήμουν, διότι ήμουν ό,τι ηδυνάμην να είμαι. Θεέ μου, έμενε τότε άχρηστος μία μόνη δύναμις της ψυχής μου; δεν ηδυνάμην ν' αποκαλύψω ενώπιόν της όλον το θαυμάσιον αίσθημα, με το οποίον η καρδία μου περιβάλλει την φύσιν; Δεν ήτο η συναναστροφή μας αιωνία συμπλοκή των λεπτοτάτων αισθημάτων, των οξυτέρων αστεϊσμών, των οποίων όλαι αι βαθμίδες και μέχρι της αταξίας ακόμη έφεραν την σφραγίδα της ευφυίας; Και τώρα! Αχ τα χρόνια της, τα οποία είχε παραπάνω, την ωδήγησαν προτήτερα από εμέ εις τον τάφον. Ποτέ δεν θα την λησμονήσω, ποτέ δεν θα λησμονήσω την ευστάθειαν και την θείαν της υπομονήν.

Πρό τινων ημερών συνήντα νέον τινά Φ . . . . . ελεύθερον νέον έχοντα πολύ ευτυχή την φυσιογνωμίαν. Προ ολίγου απεφοίτησεν από τας Ακαδημίας· δεν νομίζει μεν τον εαυτόν του σοφόν, αλλά πιστεύει ότι γνωρίζει περισσότερα από άλλους. Ήτο και επιμελής όπως από διάφορα περιστατικά καταλαμβάνω· γενικώς έχει καλάς γνώσεις. Ότε ήκουσεν ότι ιχνογράφουν συχνά και ότι ήξευρα ελληνικά (δύο έκτακτα φαινόμενα εις αυτόν εδώ τον τόπον), εστράφη προς εμέ και επεδείκνυε πολλάς γνώσεις από του Βatteux μέχρι του Wood από του de Ρiles μέχρι του Winckelmann και με διεβεβαίωνεν ότι είχεν αναγνώσει εντελώς το πρώτον μέρος της θεωρίας των ωραίων τεχνών του Sulzer, και ότι κατέχει έν χειρόγραφον του Heyne περί της σπουδής της αρχαιότητος. Έδειξα αδιαφορίαν.

Ακόμη εγνώρισα και ένα λαμπρόν άνδρα, τον βασιλικόν έπαρχον, άνθρωπον ελεύθερον και ειλικρινή. Λέγουν ότι δεν δύναται να υπάρχη μεγαλειτέρα ευχαρίστησις, παρά να τον βλέπη κανείς μεταξύ των τέκνων του, που είναι εννέα· ιδίως γίνεται πολύς λόγος διά την μεγαλειτέραν του κόρην. Με προσεκάλεσε και προσεχώς θα τον επισκεφθώ. Κατοικεί εις μίαν έπαυλιν του ηγεμόνος, μιάμισυ ώραν απ' εδώ, όπου μετά τον θάνατον της γυναικός του έλαβε την άδειαν να μετοικήση, διότι η εις την πόλιν και το επαρχείον διαμονή του τον ελύπει πάρα πολύ.

Πλην τούτων, έτυχε να συναντήσω και μερικούς αληθώς πρωτοτύπους άνθρωπους, που όλα των είναι ανυπόφορα, ανυπόφοροι δε μάλιστα αι ενδείξεις της φιλίας των.

Υγίαινε! αυτή η επιστολή θα σου αρέση. Είναι τελείως αφηγηματική.

22 Μαΐου.

Ότι η ζωή του ανθρώπου δεν είναι παρά όνειρον, τούτο πολλοί το εστοχάσθησαν ως τώρα· και εμέ δε τούτο το αίσθημα ακολουθεί παντού. Όταν βλέπω τα στενά όρια, διά των οποίων περιορίζονται αι πρακτικαί και θεωρητικαί δυνάμεις του ανθρώπου, όταν βλέπω ότι κάθε ενέργεια ημών σκοπεί μόνον να καταστήσωμεν δυνατήν την εκπλήρωσιν αναγκών, αι οποίαι πάλιν ουδένα άλλον σκοπόν έχουν ή να παρατείνουν την αθλίαν ημών ύπαρξιν, και έπειτα ότι το να μένη κανείς ευχαριστημένος εις διάφορα ζητήματα της ερεύνης τίποτε άλλο δεν είναι ή παραίτησις αυτών βασιζομένη εις ονειροπολήματα, διότι είναι ως να ζωγραφίζη τους τοίχους, εντός των οποίων κάθεται φυλακισμένος, διά ποικίλων μορφών και λαμπρών απόψεων, όλα αυτά, Γουλιέλμε, με κάμνουν άφωνον. Επιστρέφω εις τον εαυτόν μου και ευρίσκω όλόκληρον κόσμον. Και πάλιν είμαι μάλλον εν προαισθήσει και αμυδρά επιθυμία παρά εις τωρινήν και ζωντανήν δύναμιν. Και τότε πλέει το παν προ των αισθήσεών μου και μειδιώ προχωρών διά τοιούτων ονείρων περαιτέρω εις τον κόσμον.

Ότι τα παιδιά δεν ηξεύρουν διατί θέλουν τι, περί τούτου όλοι οι γραμματισμένοι διδάσκαλοι και παιδαγωγοί συμφωνούν· ότι δε επίσης και οι ηλικιωμένοι, σαν τα παιδιά, τρικλίζουν επάνω εις την γην αυτήν και, ως εκείνα, δεν ηξεύρουν πόθεν έρχονται και πού πηγαίνουν, ουδέ με αληθινήν σκοπιμότητα ενεργούν, και ομοίως διοικούνται με παξιμάδια και γλυκίσματα και βέργες, τούτο κανείς δεν θέλει να πιστεύση· μου φαίνεται όμως φανερόν και δι' ένα τυφλόν ακόμη.

Σου ομολογώ ευχαρίστως, διότι ηξεύρω τι θα μου αντέλεγες προς ταύτα: ότι εκείνοι είναι ευτυχέστατοι που σαν τα παιδιά ζουν αλύγιστοι, περιφέρουν τας κούκλας των, τας εκδύουν και ενδύουν, και μετά πολλού σεβασμού τριγυρίζουν το συρτάρι, όπου η μαμά έχει κλεισμένα παξιμάδια, και όταν τέλος αρπάξουν εκείνο που θέλουν, το τρώγουν με λαιμαργίαν και φωνάζουν: και άλλο. Αυτά είναι ευτυχή πλάσματα. Και εκείνοι περνούν καλά που δίδουν εις τας χυδαίας των ασχολίας ή και εις τα πάθη των μεγαλοπρεπείς τίτλους, και τα περνούν εις λογαριασμόν του ανθρωπίνου γένους ως γιγάντια έργα προς σωτηρίαν και ευδαιμονίαν αυτού. Ευτυχής εκείνος που δύναται να είναι τοιούτος! Όποιος όμως εις την ταπεινότητά του αναγνωρίζει πού όλ' αυτά καταλήγουν, όποιος βλέπει πόσον ευπρεπώς κάθε πολίτης ευτυχών ηξεύρει να καλλωπίζη τον κήπον του ωσάν παράδεισον, και πόσον αδιάκοπα ο δυστυχής ασθμαίνων υπό το φορτίον εξακολουθεί τον δρόμον του, και ότι όλοι την αυτήν πλεονεξίαν δεικνύουν να ιδούν το φως του ηλίου τούτου δι' έν ακόμη λεπτόν περισσότερον, ναι, εκείνος σιωπά, και σχηματίζει και αυτός τον κόσμον του από τον εαυτόν του, και είναι επίσης ευτυχής, διότι είναι άνθρωπος. Και τότε, όσον και αν είναι περιορισμένος διατηρεί πάντα εις την καρδίαν το γλυκύ αίσθημα της ελευθερίας και το ότι δύναται ν' αφήση αυτήν την φυλακήν, όταν θέλη.

26 Μαΐου.

Γνωρίζεις προ πολλού τον τρόπον μου, του να ακουμπώ εις κανένα ευχάριστον μέρος να κάμνω τη μικρή μου φωληά, και εκεί με όλον τον περιορισμόν να περνώ. Τοιουτοτρόπως και εδώ ευρήκα πάλιν μίαν γωνίαν, που με εμάγευσε.

Μίαν ώραν σχεδόν μακράν της πόλεως κείται έν χωρίον που ονομάζεται Βαλάιμ (1). Η τοποθεσία του επί λόφου είναι γραφικωτάτη, και όταν από το άνωθεν μονοπάτι εξέρχεται κανείς από το χωριό, επιβλέπει διά μιας όλην την κοιλάδα. Μία καλή ξενοδόχος, χαρίεσσα και πρόθυμος διά την ηλικίαν της, δίδει κρασί, ζύθον, καφέ· και το καλύτερον από όλα δύο φιλύραι, που διά των απλωμένων κλώνων των καλύπτουν την μικράν προ της εκκλησίας πλατείαν, η οποία γύρω περικλείεται δι' οικιών, σιταποθηκών και καλυβών. Τόσον προσφιλή, τόσον οικείον δεν ηύρα εύκολα άλλον τόπον και εκεί διατάσσω και μου φέρουν από το ξενοδοχείον το τραπεζάκι μου και την καρέκλαν μου, πίνω τον καφέ μου εκεί και αναγινώσκω τον Όμηρόν μου. Όταν για πρώτη φοράς τυχαίως ένα απομεσήμερο ήλθα υπό τας φιλύρας, ηύρα τον τόπον ολότελα έρημον. Όλοι ήσαν εις τους αγρούς, μόνον έν παιδίον τεσσάρων περίπου χρόνων εκάθητο κατά γης και εκράτει έν άλλο παιδάκι, περίπου έξ μηνών, προ αυτού μεταξύ των ποδών του καθήμενον· και το έσφιγγε με τα δύο χέρια εις το στήθος του, ώστε εχρησίμευεν εις αυτό ως είδος καρέκλας, και με όλην την ζωηρότητα που εκύτταζε γύρω γύρω με τα μαύρα του μάτια εκάθητο πολύ ήσυχα. Τούτο το θέαμα μ' εγοήτευσεν· εκάθησα επί ενός αρότρου, που έκειτο απέναντι, και με πολλήν ευχαρίστησιν εζωγράφιζα την στάσιν των μικρών αδελφών, επρόσθεσα και τον πλησίον φράκτην, την θύραν μιας σιταποθήκης και μερικούς σπασμένους τροχούς αμάξης, όλα όπως εύρίσκοντο το ένα πίσω από τ' άλλο. και μετά παρέλευσιν μιας ώρας ηύρα ότι είχα κάμει εικόνα καλά διαταγμένην και πολύ ενδιαφέρουσαν, χωρίς το ελάχιστον εκ μέρους μου να προσθέσω. Τούτο με ενίσχυσεν εις την πρόθεσίν μου, να προσκολληθώ του λοιπού μόνον εις την φύσιν. Αυτή μόνη είνε απείρως πλουσία, και αυτή μόνη σχηματίζει τον μεγάλον καλλιτέχνην. Δύναταί τις υπέρ των κανόνων πολλά να είπη, σχεδόν ό,τι δύναται να είπη προς έπαινον της κοινωνίας. Ο μορφούμενος κατ' αυτούς ουδέποτε θα παραγάγη κάτι άνοστον και κακόν, ως ο μορφούμενος διά των νόμων και της ευπορίας ουδέποτε δύναται να γείνη οχληρός γείτων, ουδέποτε εξαιρετικός κακούργος· αλλ' όμως κάθε κανών, και ας λέγουν ό,τι θέλουν, θα καταστρέψη το αληθές της φύσεως αίσθημα και την αληθή αυτής έκφρασιν! Συ θα πης: τούτο είναι υπερβολικόν· ο κανών περιορίζει μόνον και αποκόπτει τας παραφυάδας κτλ. — Καλέ φίλε, να σου κάμω μίαν παραβολήν: Συμβαίνει το αυτό όπως και με τον έρωτα. Μία νεαρά καρδία αφιερώνεται εντελώς εις μίαν κόρην, διατρίβει όλας τας ώρας της ημέρας πλησίον της, καταναλίσκει όλας του τας δυνάμεις, όλην του την περιουσίαν, διά να της εκφράζη κάθε στιγμήν ότι αφοσιούται ολόκληρος εις αυτήν. Και τότε έρχεται ένας καλός νοικοκύρης, άνθρωπος εις δημοσίαν θέσιν ευρισκόμενος και του λέγει: Ευγενέστατε νεανία! το να αγαπά κανείς είνε ανθρώπινον, μόνον πρέπει να αγαπάτε ανθρωπίνως! Κανονίσατε τας ώρας σας, αφιερώσατε τας μεν δι' εργασίαν, τας δε της αναπαύσεως εις την ερωμένην σας. Λογίσατε την περιουσίαν σας, και ό,τι σας περισσεύει από τας ανάγκας σας, τούτο δεν σας εμποδίζω να το κάμετε δώρον, μόνον όχι τόσον συχνά: λόγου χάριν εις τα γενέθλιά της, εις την εορτήν του ονόματός της κλπ. Αν ακολουθήση τούτο ο άνθρωπος, τότε θ' αποβή χρήσιμος νέος, και εγώ αυτός θα εσυμβούλευα κάθε ηγεμόνα να τον κάμη σύμβουλον του κράτους· αλλ' ο έρως του πάει, και αν είναι καλλιτέχνης, πάει και η τέχνη του. Ω φίλοι μου! διατί ο χείμαρρος της μεγαλοφυίας τόσον σπανίως υπερχειλίζει, τόσον σπανίως μετά μεγάλων κυμάτων και μεγάλου βρόντου εισορμά και ταράσσει την έκθαμβον ψυχήν σας; — Αγαπητοί φίλοι εκεί εις τας δύο όχθας κατοικούν οι ήσυχοι και φρόνιμοι κύριοι, που αι επαύλεις των, αι πρασιαί των λαλέδων και οι αγροί των λαχάνων θα ηφανίζοντο, και που επομένως ηξεύρουν να προλαμβάνουν εγκαίρως τον μέλλοντα επαπειλούντα κίνδυνον με προχώματα και αυλάκια.

27 Μαΐου.

Ενέπεσα, ως βλέπω, εις ενθουσιασμόν, παραβολάς και ρητορείαν, και δι' αυτό ελησμόνησα να σου αφηγηθώ τι απέγειναν τα δύο παιδιά. Εκαθήμην, ολότελα βυθισμένος εις ζωγραφικόν αίσθημα, όπως το χθεσινόν μου γράμμα πολύ ασύνδετα σου παριστάνει, επάνω στο άροτρόν μου δύο ώρας περίπου. Το κοντόβραδο έρχεται εκεί προς τα παιδιά, τα οποία εν τω μεταξύ δεν είχαν κινηθή, μία νέα γυναίκα με ένα καλάθι εις τον βραχίονά της, και φωνάζει από μακράν: Φίλιππε, είσαι πολύ φρόνιμος. Με εχαιρέτησε, την ευχαρίστησα, εσηκώθηκα, επλησίασα και την ερώτησα αν ήτον η μητέρα των παιδιών. Αυτή είπε «ναι» και αφού έδωκεν εις το μεγαλύτερον ένα κουλουράκι, επήρε στην αγκαλιά το μικρό και το εφίλησε με όλην την μητρικήν αγάπην — Έδωκα, είπε, το μικρό εις τον Φίλιππον διά να το κρατή, και εγώ επήγα με το μεγαλύτερό μου στη χώρα για ν' αγοράσω ψωμί, ζάχαρι και ένα πήλινο τηγάνι. (Όλα αυτά τα είδα εις το κάνιστρον, που το σκέπασμα του ήτο πεσμένον). Το βράδυ θα βράσω σουπίτσα διά τον Γιαννάκη μου (αυτό ήτο το όνομα του μικροτέρου)• το κακόπαιδο, το μεγάλο, μου έσπασε χθες το τηγάνι, όταν εφιλονεικούσε με τον Φίλιππον για τα υπόλοιπα της πάστας. — Την ερώτησα πού ήτο το μεγαλύτερο, και μόλις μου είπεν ότι εκυνηγούσε στο λιβάδι ένα ζευγάρι χήναις, ιδού ήλθε πηδών και φέρον εις το μικρότερό του αδέλφι μια βέργα από λεπτοκαρυάν. Εξηκολούθησα την ομιλίαν με την γυναίκα και έμαθα ότι ήτο θυγάτηρ του διδασκάλου και ότι ο σύζυγός της είχε ταξειδεύσει εις Ελβετίαν διά να ζητήση την κληρονομίαν ενός εξαδέλφου. — Ηθέλησαν να του την πάρουν δι' απάτης, είπε, δεν του απαντούσαν εις τας επιστολάς του και λοιπόν επήγεν ο ίδιος εκεί. Μήπως τάχα του συνέβη κανένα δυστύχημα! δεν μανθάνω τίποτα απ' αυτόν. — Δύσκολον μου ήτο ν' αποχωρισθώ της γυναίκας, έδωκα εις τα δύο παιδιά από μια πεντάρα, της έδωκα και μίαν διά το μικρότερο, διά να του αγοράση ένα κουλούρι για την σούπαν, αν θα ξαναπήγαινε εις την χώραν, και έτσι απεχωρίσθημεν.

Σε βεβαιώ, φίλτατέ μου, όταν τα αισθήματά μου δεν κρατούνται πλέον, τότε όλην μου την ταραχήν πραΰνει το βλέμμα ενός τοιούτου πλάσματος, που με μακαρίαν ησυχίαν διατρέχει τον στενόν κύκλον της υπάρξεώς του, μόλις συντηρείται από ημέρας εις ημέραν, βλέπει τα φύλλα των δένδρων να πίπτουν, και ουδέν άλλο με τούτο σκέπτεται παρ' ότι έρχεται ο χειμών.

Από τότε πηγαίνω συχνά εκεί έξω. Τα παιδιά με συνήθισαν εντελώς, παίρνουν ζάχαριν, όταν πίνω καφέ, και το βράδυ μοιράζονται με εμέ το βουτυρόψωμο και το ξυνόγαλο. Την Κυριακήν ποτέ δεν τους λείπει η πεντάρα· και όταν δεν ευρίσκωμαι εκεί μετά την εκκλησίαν, έχει προσταγήν η ξενοδόχος να την πληρώνη.

Είναι εξοικειωμένα μ' εμένα· μου διηγούνται χίλια δυο, και μάλιστα τέρπομαι εις τα πάθη των και τας αφελείς εκρήξεις της ζηλοτυπίας των, όταν και άλλα παιδιά συναθροίζωνται από το χωριό.

Πολύν κόπον εδοκίμασα ν' απαλλάξω την μητέρα των του φόβου, που είχε, μήπως τα παιδιά ενοχλήσουν τον κύριον.

30 Μαΐου.

Ό,τι σου είπα τελευταία περί της ζωγραφικής, το ίδιο ισχύει επίσης και περί της ποιήσεως, αρκεί μόνον να αισθανθή κανείς το έξοχον και να τολμήση να το εκφράση· αυτά πράγματι είναι πολλά δι' ολίγων εκφραζόμενα. Σήμερον μου έτυχε μία σκηνή, που καθαρώς αντιγραφείσα θ' απετέλει το ωραιότατον ειδύλλιον του κόσμου· αλλά τι θέλει ποίησις, σκηνή, ειδύλλιον; μήπως πρέπει πάντοτε να προπαρασκευαζώμεθα, ωσάν να προπλασσώμεθα, όταν πρόκηται να λάβωμεν μέρος εις έν φαινόμενον της φύσεως;

Αν εκ τούτου του προοιμίου περιμένης υψηλόν τι και έξοχον, οικτρώς πάλιν απατάσαι· δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παλληκάρι του χωριού που μου απέσπασε την ζωηράν αυτήν συμπάθειαν. — Ως συνήθως, θα διηγηθώ κακώς. Και συ, ως συνήθως, θα με εύρης, υποθέτω, υπερβολικόν. Πάλιν λοιπόν το Βαλάιμ και πάντοτε το Βαλάιμ παράγει τα σπάνια φαινόμενα.

Εκεί υποκάτω εις τας φιλύρας ευρίσκετο μία συντροφιά διά να πιη καφέ.
Επειδή δεν μου άρεσε τόσον πολύ, έμεινα μακράν με μίαν πρόφασιν.

Ένα παλλικάρι εβγήκε από μίαν γειτονικήν οικίαν και ησχολείτο να διορθώση κάτι τι εις το άροτρον, το οποίον νεωστί είχα σχεδιάσει. Επειδή μου ήρεσε το παραστατικόν του, του ωμίλησα, τον ερώτησα διά τα κατ' αυτόν, εγνωρίσθημεν ευθύς, και, ως μου συμβαίνει συνήθως με τοιούτου είδους ανθρώπους, ευθύς ελάβαμεν οικειότητα μεταξύ μας. Μου διηγήθη ότι υπηρέτει εις μίαν χήραν, και ότι αυτή τον μετεχειρίζετο πολύ καλά. Τόσον πολύ ωμιλούσε περί αυτής και τόσον την επαινούσε, ώστε ευθύς ηδυνάμην να παρατηρήσω ότι με το σώμα του και με την ψυχήν του ήτο αφοσιωμένος προς αυτήν. Δεν είναι πλέον νέα, είπε, την μετεχειρίζετο πολύ κακά ο πρώτος της άνδρας, δεν θέλει πλέον να υπανδρευθή· και από την διήγησίν του τόσον φανερά εδείχνετο πόσον ωραία, πόσον θελκτική του εφαίνετο, πόσον δε πολύ επεθύμει να εκλέξη αυτόν, διά να εξαλείψη την ανάμνησιν των ελαττωμάτων του πρώτου ανδρός της, ώστε έπρεπε να σου επαναλάβω λέξιν προς λέξιν δια να σου καταστήσω φανεράν την καθαράν επιθυμίαν, την αγάπην, την πίστιν του ανθρώπου αυτού. Ναι, έπρεπε να έχω το δώρον του μεγίστου ποιητού, δια να δυνηθώ να σου παραστήσω εξ ίσου ζωηρά την έκφρασιν των σχημάτων του. Όχι, καμμία λέξις δεν εκφράζει την αβρότητα που υπήρχεν εις όλους τους τρόπους και την έκφρασίν του· ό,τι θα ηδυνάμην πάλιν ν' αναφέρω είναι σκαιόν και άκομψον. Ιδίως με συνεκίνησε το πώς εφοβείτο μήπως ήθελα σκεφθή διαφορετικά δια τας σχέσεις του με αυτήν και μήπως αμφέβαλλα περί της καλής διαγωγής του. Πόσον θελκτικόν ήτο όταν ωμίλει περί της μορφής της, περί του σώματός της, το οποίον άνευ του θελγήτρου της νεότητος τον κατέθελγε και τον εδέσμευε τούτο δεν δύναμαι παρά μόνον εις τα ενδότατα της ψυχής μου ν' αναπαραστήσω. Εις όλην την ζωήν μου δεν είδα την έντονον επιθυμίαν και τον θερμόν και δεινόν πόθον που υπήρχε μέσα εις την τόσην καθαρότητα, δύναμαι μάλιστα να πω εις την καθαρότητα αυτήν που ποτέ μου δεν εφαντάσθην ουδ' ωνειρεύθην. Μη με μέμφεσαι αν σου ειπώ ότι μου φλέγεται έως τα μύχια η ψυχή μου εις την ανάμνησιν αυτής της αθωότητος και αληθείας, και ότι η εικών της πίστεως αυτής και τρυφερότητος παντού με ακολουθεί, και ότι όπως εκείνος και εγώ από την αυτή φωτιά καίομαι και διψώ.

Τώρα θα προσπαθήσω να την ίδω τάχιστα, ή μάλλον, αν σκεφθώ καλά, θέλω να το αποφύγω. Καλύτερα να την βλέπω διά των οφθαλμών του εραστού της· ίσως φανή προ των ιδίων μου οφθαλμών ουχί ως τώρα μου παρίσταται, και διατί να καταστρέψω την ωραίαν εικόνα;

16 Ιουνίου.

Διατί δεν σου γράφω: — Ερωτάς τούτο, ενώ είσαι και συ ένας από τους λογίους; Έπρεπε να μαντεύσης ότι ευρίσκομαι καλά, και μάλιστα — για να ομιλήσω σύντομα — έκαμα μίαν γνωριμίαν, η οποία εγγίζει πλησιέστερα την καρδίαν μου. Έκαμα — δεν ηξεύρω.

Δύσκολον θα μου αποβή να σου διηγηθώ με τάξιν πώς συνέβη να γνωρίσω ένα των πλέον αξιεράστων πλασμάτων. Είμαι χαρούμενος και ευτυχής, και επομένως όχι καλώς ιστορικός.

Ένα άγγελον! — Εντροπή! Έτσι ο καθένας ονομάζει την ερωμένην του· ψέμματα; Και όμως δεν είμαι εις κατάστασιν να σου ειπώ πόσον είναι τελεία, διατί είναι τελεία· εδέσμευσεν όλην μου την ψυχήν.

Τόση απλότης με τόσην διάνοιαν, τόση αγαθότης με τόσην σταθερότητα και η αταραξία της ψυχής με την αληθή ζωήν και ενέργειαν.

Αηδής φλυαρία είναι ό,τι και αν ειπώ δι' αυτήν, οικτραί αφηρημέναι έννοιαι, που κανένα χαρακτηριστικόν του εγώ της εκφράζουν. Άλλοτε — όχι, όχι άλλοτε, τώρα αμέσως θα σου το διηγηθώ. Αν δεν το κάμω τώρα, τότε ουδέποτε θα γείνη. Διότι, σου το εμπιστεύομαι, αφ' ότου ήρχισα να γράφω, τρεις φορές ήδη εσκέφθην να βάλω κάτω την πέννα, να διατάξω την επίσαξιν του ίππου μου και να υπάγω εκεί έξω. Και όμως ωρκίσθην σήμερον το πρωί να μην υπάγω εκεί πέρα, και όμως πηγαίνω κάθε στιγμήν εις το παράθυρον, διά να ίδω πόσον υψηλά είναι ακόμη ο ήλιος.

Δεν ημπόρεσα να κατανικήσω τον εαυτόν μου, έπρεπε να υπάγω έξω προς αυτήν. Ιδού, επέστρεψα Γουλιέλμε, θα φάγω το βουτυρόψωμο ως δείπνον, και θα σου γράψω. Οποία ηδονή διά την ψυχήν μου, να την βλέπω εις τον κύκλον των αγαπητών φαιδρών παιδιών, των οκτώ αδελφών της.

Αν εξακολουθήσω έτσι, εις το τέλος θα έχης μάθει τόσον, όσον και εις την αρχήν. Άκουε λοιπόν, θ' αναγκάσω τον εαυτόν μου να εισέλθω εις τα καθέκαστα.

Σου έγραψα νεωστί πώς εγνώρισα τον έπαρχον Σ . . . . και πως με παρεκάλεσε να τον επισκεφθώ εις το ασκητήριόν του ή μάλλον εις το μικρόν του βασίλειον. Παρημέλησα τούτο και ίσως δεν θα επήγαινα, αν η τύχη δεν μου ανεκάλυπτε τον θησαυρόν που κείται κρυμμένος εις τον ήσυχον αυτόν τόπον.

Οι νέοι μας είχαν συμφωνήσει διά χορόν εις την εξοχήν και σ' αυτό και εγώ ευρέθηκα πρόθυμος: Έδωκα το χέρι εις μίαν καλήν, ωραίαν, άλλως ασήμαντον νεανίδα του τόπου, και συνεφωνήθη να πάρω μίαν άμαξαν και να πάω με την χορεύτριάν μου και την εξαδέλφην της έξω εις τον τόπον της διασκεδάσεως, και να προσλάβω καθ' οδόν την Καρολίναν Σ . . . — Θα γνωρίσετε ωραίαν νέαν, είπεν ο σύντροφός μου, όταν διηρχόμεθα εφ' αμάξης διά του εκτεταμένου και αραιού δάσους προς την έπαυλιν. Προσέξατε, επρόσθεσεν η εξαδέλφη της, μήπως ερωτευθήτε! — Διατί τούτο; είπα. — Την έδωσαν ήδη, απεκρίθη εκείνη, εις ένα πολύ καλόν άνδρα, ο οποίος εταξίδευσε προς τακτοποίησιν των υποθέσεών του, επειδή απέθανεν ο πατήρ του, και διά να ζητήση επιφανή θέσιν. Η είδησις μου ήτο όλως αδιάφορος.

Ο ήλιος απείχεν ακόμη από το όρος ένα τέταρτον, ότε η αμαξά μας εστάθη προ της θύρας της αυλής. Ο καιρός ήτο πνιγηρός, και αι δεσποινίδες εξέφραζαν τον φόβον των διά μίαν καταιγίδα, που εφαίνετο να προετοιμάζεται από τα σταχτερά και συμπυκνωμένα σύννεφα τριγύρω εις τον ορίζοντα. Εξηπάτησα τον φόβον των σφετερισθείς γνώσιν του καιρού, αν και ήρχισα και εγώ ο ίδιος να προαισθάνωμαι ότι η διασκέδασίς μας θα υφίστατο κάποιον ατύχημα.

Είχα καταβή από την άμαξαν, και μία υπηρέτρια, η οποία ήλθεν εις την θύραν, μας παρεκάλεσε να περιμείνωμεν μίαν στιγμήν και θα έλθη αμέσως η δεσποινίς Καρολίνα. Επροχώρησα διά της αυλής προς την καλοκτισμένην οικίαν, και ότε ανέβην την εμπροσθινήν κλίμακα, και επάτησα το κατώφλιον της θύρας, μου έτυχε το θελκτικώτατον θέαμα από όσα ποτέ είδα. Εις τον πρόδρομον έξ παιδιά από ένδεκα μέχρι δύο ετών περιεκύκλωναν μίαν δεσποινίδα ωραίας μορφής, μέσου αναστήματος, φέρουσαν απλούν λευκόν ένδυμα με τριανταφυλλί φιόγκους εις τον βραχίονα και επί του στήθους. — Εκρατούσε ένα μαύρο ψωμί, και έκοπτεν εις τα μικρά της αδελφάκια γύρω γύρω εις καθένα το κομμάτι του αναλόγως της ηλικίας του και ορέξεως, το έδιδεν εις καθένα με πολλήν γλυκύτητα και καθέν ανεφώνει αφελώς: Ευχαριστώ! ενώ είχε σηκωμένα ψηλά τα μικρά του χεράκια, πολύ πριν ακόμη κοπή το κομμάτι που ήταν προωρισμένο γι' αυτόν· και έπειτα ευχαριστημένον μ' αυτό το ψωμί, το οποίον απετέλει τον δείπνον του, ή έφευγε πηδών, ή σύμφωνα προς τον μάλλον ήσυχον χαρακτήρα του απήρχετο προς την θύραν της αυλής, διά να ίδη τους ξένους και την άμαξαν, διά της οποίας η Καρλόττα των έμελλε να αναχωρήση. — Σας ζητώ συγγνώμην, είπε, που σας έδωκα κόπον να αναβήτε, και αναγκάζω τας κυρίας να περιμένουν. Ενδυομένη και διατάττουσα μερικά οικιακά τα όποια έπρεπε να εκτελεσθούν κατά την απουσίαν μου, ελησμόνησα να δώσω ψωμί εις τα παιδιά διά να δειπνήσουν, και δεν θέλουν να τους το κόψη κανένας άλλος παρά μόνον εγώ. — Της έκαμα κάποιο μικρό φιλοφρόνημα· ολόκληρος η ψυχή μου ανεπαύετο επί του αναστήματος του τόνου, του τρόπου της και μόλις έλαβα την ευκαιρίαν ν' αναλάβω εκ της εκπλήξεώς μου όταν έτρεξεν εις το δωμάτιον διά να πάρη τα γάντια της και το ριπίδιον. Τα μικρά με παρετήρουν εις κάποιαν απόστασιν από τα πλάγια, και εγώ επροχώρησα εις το μικρότατον, το οποίον είχε πολύ χαριτωμένην φυσιογνωμίαν. Αυτό απεσύρετο, καθ' ην στιγμήν ήδη η Καρολίνα εξήρχετο και είπε: «Λουδοβίκε, δος το χέρι σου εις τον εξάδελφον». Το έκαμε με πολλήν ελευθερίαν και δεν ηδυνήθην, μολονότι η μικρή του μύτη ήτο γεμάτη μύξες, να μη το φιλήσω με όλην μου την καρδίαν. — Εξάδελφος είπα, ενώ της έδιδα το χέρι· πιστεύετε ότι είμαι άξιος της ευτυχίας να είμαι συγγενής σας — Ω, είπε με ελαφρόν μειδίαμα, η συγγένειά μας είναι πολύ εκτεταμένη, και θα ελυπούμην αν θα είσθε ο πλέον μακρινός συγγενής μας. Φεύγουσα έδωκεν εντολήν της Σοφίας, της μεγαλυτέρας μετ' αυτήν αδελφής, κόρης ένδεκα περίπου ετών, να προσέχη καλά τα παιδιά και να υποδεχθή τον μπαμπά, όταν επιστρέψη από τον περίπατον. Και εις τα μικρά είπε να υπακούσουν εις την αδελφήν των Σοφίαν, ως να ήτον αυτή η ιδία· που της το υποσχέθηκαν όλα. Αλλά μία μικρή προπετής ξανθούλα περίπου έξ χρονών, είπεν: Αυτή όμως δεν είναι Καρολίνα· εμείς αγαπούμεν εσένα πιο πολύ. — Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά είχαν σκαλώσει ήδη εις το πίσω μέρος της αμάξης και με την παράκλησίν μου τους επέτρεψε να έλθουν μαζί μέχρι της αρχής του δάσους, αν υπόσχοντο ότι δεν θα κάμουν παιγνίδια, και ότι θα κρατούνται καλά.

Μόλις ετοποθετήθημεν εις την άμαξαν, και αι νεανίδες εχαιρέτησαν, έκαμαν αμοιβαίως τας παρατηρήσεις των διά την ενδυμασίαν, και μάλιστα διά τα καπέλλα των, και επερίπαιξαν αρκετά την συντροφιάν που επερίμεναν, ότε η Καρολίνα διέταξε τον αμαξηλάτην να σταματήση και είπε στ' αδέλφια της να κατεβούν, αυτά εζήτησαν μίαν φοράν ακόμη να της φιλήσουν το χέρι· το μεγαλύτερο έκαμε μάλιστα τούτο με όλην την αβρότητα που μπορεί να έχη δεκαπέντε χρονών παιδί, το δε άλλο με πολλήν ορμήν και αδεξιότητα. Τους παρήγγειλε μίαν φοράν ακόμη να φιλήσουν τα μικρά, και εξεκινήσαμεν.

Η εξαδέλφη την ερώτησεν αν είχε τελειώσει το βιβλίον που τελευταία της είχε στείλει. — Όχι, είπε η Καρολίνα, δεν μου αρέσει, θα σου το επιστρέψω. Και το προηγούμενον δεν ήτο καλύτερον. — Εξεπλάγη όταν ηρώτησα ποίου είδους βιβλία ήσαν, και μου απεκρίθη: . . . (2) — Ηύρα τόσον χαρακτήρα εις κάθε τι που έλεγεν, έβλεπα σε κάθε λέξιν νέα θέλγητρα, νέας ακτίνας του πνεύματος εξαστραπτούσας από τα χαρακτηριστικά της, τα οποία εφαίνοντο ότι βαθμηδόν εζωήρευαν, γιατί αισθανότουν ότι εγώ την εννούσα.

— Όταν ήμουν νεωτέρα, είπε, τίποτε άλλο δεν αγαπούσα πολύ, όσον τα μυθιστορήματα. Ο Θεός το ξεύρει πόσον ευχαριστούμην οσάκις ηδυνάμην να κάθωμαι την Κυριακήν σε μια γωνία και με όλην μου την καρδίαν να συμμερίζωμαι την ευτυχίαν και δυστυχίαν μιας Miss Jenny. Και δεν αρνούμαι ότι το είδος αυτό των βιβλίων έχει ακόμη δι εμέ μερικά θέλγητρα. Επειδή όμως τόσον σπανίως ευκαιρώ να πάρω ένα βιβλίον, θέλω να είναι όλως διόλου της ορέξεώς μου. Και εκείνος ο συγγραφεύς μου είναι ο πλέον αγαπητός, εις τον οποίον ανευρίσκω τον κόσμον μου, εις τον οποίον συμβαίνουν τα πράγματα όπως εις εμέ, και του οποίου η ιστορία μ' όλα ταύτα μου αποβαίνει τόσον ενδιαφέρουσα και τερπνή όσον αυτή η οικιακή μου ζωή, που δεν είναι παράδεισος, είναι όμως καθόλου πηγή κρυφής ευτυχίας.

Επροσπάθησα ν' αποκρύψω την συγκίνησιν που μου έκαναν αι λέξεις αυταί. Αλλά δεν εκρατήθην επί πολύ· διότι ότε την ήκουσα να ομιλή εν παρόδω με τόσην αλήθειαν περί του Εφημερίου του Waketield, περί (3) — έγεινα διαχυτικώτατος, της είπα ό,τι ήξευρα και μόνον μετά τινα καιρόν, όταν η Καρολίνα απηύθυνε τον λόγον προς τας άλλας, ενόησα ότι κατά το διάστημα αυτό με ανοικτά τα μάτια εκάθηντο εκείνες, ως να μη ήσαν μαζί μας. Η εξαδέλφη πλέον ή άπαξ με εκύταξε σαρκαστικώς, εγώ όμως το αψήφησα όλως διόλου.

Η ομιλία εστράφη εις την διασκέδασιν του χορού. — Και αν το πάθος τούτο είναι ελάττωμα, είπεν η Καρολίνα, σας ομολογώ ευχαρίστως ότι δι' εμέ δεν υπάρχει ανώτερον του χορού. Και όταν έχω κάτι που με στενοχωρεί και παίζω διά τον εαυτόν μου εις το ξεκουρδισμένον κλειδοκύμβαλόν μου μια καδρίλια μου περνούν όλα.

Πόσον κατά την ομιλίαν εγοητευόμουν από τα μαύρα της μάτια! πόσον τα ρόδινά της χείλη και τα φαιδρά δροσερά μαγουλά της εφείλκυαν ολόκληρον την ψυχήν μου! πόσον, όλως βυθισμένος εις το λαμπρόν νόημα των λόγων της, συχνάκις δεν άκουα καθόλου τας λέξεις, διά των οποίων εξεφράζετο! — Περί τούτου έχεις ήδη μίαν ιδέαν, διότι με γνωρίζεις. Εν συντόμω, κατέβηκα από την άμαξαν σαν ονειρευόμενος, όταν εσταματήσαμεν εμπροστά στο σπίτι της διασκεδάσεως, και τόσον ήμουν βυθισμένος εις όνειρα μέσα εις τον σκοτεινά διαγραφόμενον κόσμον, ώστε μόλις επρόσεχα εις την μουσικήν η οποία εκ της φωταγωγημένης αιθούσης αντήχει κάτω προς ημάς.

Οι δύο κύριοι, ο Αουδράνος και κάποιος Ν. Ν. — ποιος ενθυμείται όλα τα ονόματα! — οι οποίοι ήσαν χορευταί της εξαδέλφης και της Καρολίνας, μας υπεδέχθησαν παρά την θύραν της αμάξης, επήραν τις ντάμες των και εγώ ωδήγησα την ιδικήν μου.

Εχορεύσαμεν τότε διάφορα μενουέτα· επροσκάλεσα την μίαν μετά την άλλην τας δεσποινίδας και ίσα ίσα αι ολιγώτερον συμπαθείς έκαμαν μίαν ώραν να προσφέρουν το χέρι διά να τελειώση το πράγμα. Η Καρολίνα και ο χορευτής της άρχισαν ένα αγγλικόν χορόν, και δύνασαι να φαντασθής πόσον ευχαριστήθηκα ότε εις την σειράν άρχισε την στροφήν μαζί μας! Ω! χορεύουσαν πρέπει να την ιδή κανείς! Βλέπεις παραδίδεται εις τον χορόν με όλην την καρδίαν, με όλην την ψυχήν· το σώμα της όλον είναι μία αρμονία. Είναι τόσον άφροντις, τόσον αφελής, ωσάν αυτό που έκαμνε να ήτο το παν ως να μη εσκέπτετο τίποτε άλλο, τίποτε να μη ησθάνετο· και εις την στιγμήν εκείνην βεβαίως όλα τα άλλα δεν υπάρχουν δι' αυτήν.

Της εζήτησα την δευτέρα καδρίλλια· μου υπεσχέθη την τρίτην και με την πλέον θελκτικήν παρρησίαν, που δύνασαι να φαντασθής, με εβεβαίωσεν ότι εγκαρδίως αγαπούσε να χορεύη γερμανικόν χορόν. — Εδώ συνηθίζεται, επρόσθεσεν, ώστε κάθε ζεύγος που εχόρευε να μένη ηνωμένο εις τον γερμανικόν χορόν, ο δε καβαλλιέρος μου χορεύει κακά το βαλς, και θα μου είναι ευγνώμων, αν τον απαλλάξω του κόπου. Η ντάμα σας και αυτή δεν τον καταφέρει, και δεν θέλει, εγώ δε κατά τον αγγλικόν χορόν παρετήρησα ότι χορεύετε καλά το βαλς. Αν λοιπόν θέλετε να είμεθα μαζί εις τον γερμανικόν, πηγαίνετε και παρακαλέσετε τον καβαλλιέρο μου και εγώ θα παρακαλέσω την ντάμα σας. — Της έδωσα το χέρι εις σημείον παραδοχής, και εσυμφωνήσαμεν ώστε εν τω μεταξύ να ομιλή ο χορευτής της με την χορεύτριάν μου.

Ήδη άρχισε ο χορός, και ευχαριστόμεθα κάμποσην ώραν, εις πολυειδείς περιπλοκάς των βραχιόνων. Με ποίαν χάριν, με πόσην ελαφρότητα εκινείτο! και ότε επί τέλους αρχίσαμεν το βαλς, και ως σφαίραι περιεστρεφόμεθα γύρω ο ένας του άλλου, έγεινε κατ' αρχάς ολίγη σύγχυσις, επειδή ολίγιστοι είναι εξησκημένοι. Είχαμεν την εξυπνάδα και τους αφήσαμεν να ξεθυμάνουν και όταν οι μάλλον ανεπιτήδειοι είχαν αποχωρήσει από τον κύκλον, αρχίσαμεν ημείς και εβαστάξαμεν γενναίως έως το τέλος με έν άλλο ζεύγος ακόμη με τον Αουδράνον και με την χορεύτριάν του. Ουδέποτε εκινήθηκαν τα πόδια μου τόσον εύκολα. Δεν ήμην πλέον άνθρωπος. Το πλέον αγαπητόν πλάσμα να έχω εις τους βραχίονας και να περιστρέφωμαι μαζί της ως αστραπή, ώστε τα πάντα περί εμέ εχάνοντο και — Γουλιέλμε, διά να είμαι ειλικρινής, ωρκίσθην μ' όλα ταύτα, ότι μία κόρη, την οποίαν θα ηγάπων, επί της οποίας θα είχον αξιώσεις, δεν θα εχόρευε ποτέ με άλλον παρά με εμέ, έστω και μέχρις εξαντλήοεως. Με εννοείς!

Εκάμαμεν μερικούς γύρους, περπατούντες εις την αίθουσαν διά να ανασάνωμεν. Τότε εκάθησε, και τα πορτοκάλλια, τα οποία είχα βάλει κατά μέρος, και τα οποία τώρα ήσαν τα μόνα υπολειφθέντα, παρείχαν σπουδαίας υπηρεσίας, εκτός ότι εις κάθε κομμάτι, το οποίον εξ ανάγκης έδιδεν εις μίαν αδιάκριτον γειτόνισσαν, ησθανόμην μια μαχαιριά εις την καρδίαν.

Εις τον τρίτον αγγλικόν χορόν είμεθα το δεύτερον ζεύγος. Ενώ χορεύοντες επερνούσαμεν την γραμμήν και εγώ — ο Θεός ξεύρει με πόσην ηδονήν — ήμην προσηλωμένος εις τον βραχίονα και τους οφθαλμούς της, που ήσαν πλήρεις αληθεστάτης εκφράσεως της αθωοτάτης και αγνοτάτης τέρψεως, φθάνομεν εις μίαν κυρίαν, η οποία διά του ερασμίου ύφους της επί προσώπου πλέον όχι νέου είχε κινήσει την προσοχήν μου. Προσβλέπει την Καρολίναν μειδειώσα, υψώνει απειλητικώς το δάκτυλο, και δύο φοράς στρεφομένη αναφωνεί το όνομα «Αλβέρτος» με σημαντικόν τόνον.

— Ποιος είναι ο Αλβέρτος, είπα εις την Καρολίναν, αν δεν είναι αδιακρισία να ερωτήσω: Ήταν έτοιμη ν' αποκριθή, ότε ηναγκάσθημεν να χωρισθώμεν διά να σχηματίσωμεν μεγάλην άλυσιν εν σχήματι ενός οκτώ, και μου εφάνη ότι διέβλεψα σκέψιν τινά εις το μέτωπόν της, όταν επερνούσαμεν ο είς από τον άλλον. — Τι να σας το αποκρύψω, είπεν, ενώ μου επρόσφερε το χέρι διά τον περίπατον. ο Αλβέρτος είναι καλός άνθρωπος, με τον οποίον πάνω κάτω είμαι αρραβωνιασμένη, — Τούτο μεν δεν μου ήτο νέον τι (διότι τα κορίτσια μου το είχαν ειπεί καθ' οδόν), αλλ' όμως μου ήτο τόσον πολύ νέον, επειδή δεν είχα σκεφθή σχετικώς προς αυτήν, που εις τόσον ολίγας στιγμάς μου έγινε τόσον ακριβή. Εν ενί λόγω εταράχθην, τα έχασα, και εισήλθα κατά λάθος μεταξύ άλλου ζεύγους, ώστε επήλθε μεγάλη σύγχυσις, και εχρειάσθη εκ μέρους της Καρολίνας όλη η παρουσία του πνεύματος και τράβηγμα απ' εδώ κι' απ' εκεί διά να επανέλθη γρήγορα η τάξις.

Ο χορός δεν είχε τελειώσει ακόμη, όταν αι αστραπαί, τας οποίας προ πολλού ήδη εβλέπαμεν λαμπούσας εις τον ορίζοντα, και τας οποίας είχα πιστεύσει ως απλά αποτελέσματα της θερμότητας, άρχισαν να γίνωνται πολύ ισχυρότεραι, και αι βρονταί έπνιξαν την μουσικήν. Τρεις κυρίαι εξήλθαν από την γραμμήν, και οι καβαλλιέροι των τας ηκολούθουν· η αταξία κατήντησε γενική και η μουσική έπαυσεν. Είναι φυσικόν, όταν εν μέσω της ευθυμίας μας επέρχεται κανέν δυστύχημα ή κάτι φοβερόν, να μας προξενή ισχυροτέραν αίσθησιν παρ' άλλοτε, τούτο μεν ένεκα της αντιθέσεως την οποίαν τόσον ζωηράν αισθάνεται κανείς, τούτο δε, έτι μάλλον, διότι αι αισθήσεις μας είναι ανοικταί εις την ευαισθησίαν και επομένως τόσον ταχύτερα δέχονται μίαν εντύπωσιν. Εις αυτάς τας αιτίας θ' αποδώσω τους αλλοκότους μορφασμούς, εις τους οποίους είδα πολλάς κυρίας να ξεσπούν. Η πλέον φρόνιμη εκάθητο εις μίαν γωνίαν, με την ράχιν προς το παράθυρον, και εβούλωνε ταυτιά της. Μία άλλη εκάθητο γονατισμένη προ αυτής, και έκρυπτε την κεφαλήν της εις τον κόλπον της πρώτης. Μία τρίτη εισέδυσε μεταξύ των δύο, και αγκάλιαζε τις μικρές της αδελφές χύνουσα πολλά δάκρυα. Μερικαί ήθελαν ν' αναχωρήσουν· άλλαι, αι οποίαι ακόμη ολιγώτερον εγνώριζαν τι έκαμναν, δεν είχαν τόσην ετοιμότητα ώστε να περιορίσουν την θρασύτητα των νεαρών κατεργαρέων μας, οι οποίοι εφαίνοντο ασχολούμενοι εις το ν' αρπάξουν από τα χείλη των ωραίων στενοχωρουμένων τας περιφόβους προσευχάς, τας οποίας απηύθυναν προς τον ουρανόν. Μερικοί εκ των κυρίων μας είχαν καταβή διά να καπνίσουν ήσυχα· και η επίλοιπος συντροφιά δεν εναντιώθηκε, όταν η ξενοδόχος επρότεινεν την συνετήν ιδέαν να μας παραχωρήση έν δωμάτιον, το οποίον είχε παραθυρόφυλλα και παραπετάσματα. Μόλις εισήλθαμεν εκεί, ότε η Καρολίνα κατεγίνετο να σχηματίση κύκλον από Καρέκλας και αφού η συντροφιά κατά παράκλησίν της εκάθησεν, επρότεινεν ένα παιγνίδι.

Είδα πολλούς, οι οποίοι ελπίζοντες από το παιγνίδι κανένα σημαντικό φιλί ετοίμαζαν προς τούτο τα χείλη των και ελύγιζαν. — Θα παίξωμεν το μέτρημα, είπε. Προσέχετε λοιπόν. Εγώ θα γυρίζω γύρω γύρω από τα δεξιά προς τα αριστερά, και έτσι θα μετράτε και σεις γύρω γύρω, καθένας τον αριθμόν που του πέφτει, και αυτό πρέπει να γείνη σαν αστραπή, και οποίος αργήση ή κάμη λάθος, θα φάη ένα μπατσο και ούτω καθεξής, ως το χίλια. — Ήτο θελκτικόν να το βλέπη κανείς. Εγύριζε γύρω γύρω με τον βραχίονα εκτεταμένον. Ένα, άρχισεν ο πρώτος, δύο ο δεύτερος, τρία ο ακόλουθος και ούτω καθεξής. Τότε άρχισε να γυρίζη γληγορώτερα, και ολονέν γληγορώτερα· ελάθευσε ένας, πατσ! ένα ράπισμα, και επάνω στα γέλια λαθεύει και ο ακόλουθος, άλλο πατσ! και ολονέν γληγορώτερα. Εγώ αυτός έλαβα δύο ραπίσματα, και με εγκάρδιαν ευχαρίστησιν παρετήρησα ότι ήσαν ισχυρότερα παρ' όσον εσυνήθιζε να τα δίδη εις τους άλλους. Γενικό γέλοιο και θόρυβος ετελείωσε το παιγνίδι, πριν μετρηθή ακόμη το χίλια. Οι πλέον σχετικοί ετράβηξαν ο ένας τον άλλον κατά μέρος, η καταιγίς επέρασε, εγώ δε ακολούθησα την Καρολίναν εις την αίθουσαν. Κατά την πορείαν μου είπε: τα ραπίσματα τους έκαμαν να λησμονήσουν την κακοκαιρίαν και τα πάντα! — Δεν ηδυνήθην να της αποκριθώ τίποτε. — Ήμουν επρόσθεσε, μία από τας μάλλον δειλάς, και ενώ υποκρινόμουν την θαρραλέαν, διά να ενθαρρύνω τας άλλας, έγεινα θαρραλέα. — Επήγαμεν εις το παράθυρον. Εβροντούσε πέρα μακράν, και λαμπρά βροχή έπιπτε θορυβωδώς επάνω εις την γην, και η πλέον τερπνή ευωδία με όλο το μέστωμα θερμής ατμοσφαίρας ανέβαινεν έως εμάς. Η Καρολίνα εστέκετο στηριγμένη εις τον αγκώνα της· το βλέμμα της διεπέρα την χώραν, έβλεπε προς τον ουρανόν και προς εμέ, είδα τα μάτια της γεμάτα από δάκρυα, έβαλε το χέρι της επάνω στο δικό μου και είπε: Κλοπστόκ! Εθυμήθηκα παρευθύς την λαμπράν ωδήν που είχεν εις τον νουν της, και εβυθίσθην εις τον χείμαρρον των αισθημάτων, τον οποίον διά του συνθήματος τούτου εξέχυσεν επάνω μου. Δεν εβάσταξα, έσκυψα στο χέρι της και το εφίλησα με γλυκύτατα δάκρυα, και εκύτταξα πάλιν εις τα μάτια της. — Θαυμαστέ ποιητή! να έβλεπες την αποθέωσίν του εις τούτο το βλέμμα, και εγώ είθε ποτέ πλέον να μη ακούσω προφερούμενον το τοσάκις βεβηλωθέν όνομά σου!

19 Ιουνίου,

Πού άφησα τελευταία την διαταγήν μου δεν εξεύρω πλέον· τούτο όμως ηξεύρω, ότι ήσαν δύο ώραι μετά τα μεσάνυχτα όταν επλάγιασα, και ότι, αν ηδυνάμην να σου ομιλήσω αντί να σου γράψω, θα σε εκράτουν ίσως ως το πρωί.

Τι έγινε κατά την εκ του χορού επάνοδόν μας, δεν διηγήθηκα ακόμη· και σήμερον όμως δεν έχω προς τούτο διάθεσιν.

Ήτον η λαμπροτάτη ανατολή του ηλίου! Τα στενάζοντα δένδρα του δάσους, και οι δροσισμένοι αγροί πέριξ! Αι συντρόφισσαί μας εκουτούλιζαν και απεκοιμήθησαν. Εκείνη δε με ηρώτησε μήπως ήθελα ν' ακολουθήσω το παράδειγμά των, και ως προς αυτήν να μη ανησυχώ. — Εφ' όσον βλέπω αυτά τα μάτια ανοικτά, είπα, προσβλέπων αυτήν δυνατά, δεν υπάρχει βέβαια φόβος να κλείσουν τα δικά μου. — Εβαστάξαμεν και οι δύο έως εις την θύραν της, ότε η υπηρέτρια ήσυχα ήσυχα της ξάνοιξε, και ερωτηθείσα εβεβαίωσεν ότι ο πατήρ και τα μικρά είναι καλά, και ότι όλοι ακόμη εκοιμώντο. Τότε την εγκατέλειψα, παρακαλέσας αυτήν να δυνηθώ να την ίδω την αυτήν ημέραν· μου το υπεσχέθη, και επήγα, και από τότε ο ήλιος, η σελήνη και οι αστέρες ας οικονομούνται όπως θέλουν· εγώ δεν εξεύρω πλέον πότε είναι ημέρα και πότε νύχτα, και ο κόσμος όλος είναι ως να μη υπάρχη περί εμέ.

21 Ιουνίου.

Ζω τόσον ευτυχείς ημέρας, οποίας ο Θεός φυλάττει διά τους αγίους του· και ας μου τύχη ό,τι θέλει, δεν θα δυνηθώ να είπω ότι δεν εχάρηκα τας ηδονάς, τας αγνοτάτας ηδονάς της ζωής. — Γνωρίζεις το Βαλάιμ μου· εκεί είμαι εντελώς αποκαταστημένος· εκείθεν μισή μόνον ώρα έχω έως της Καρολίνας· εκεί αισθάνομαι τον εαυτόν μου και κάθε ευτυχίαν, που επιτρέπεται εις τον άνθρωπον.

Ηδυνάμην ποτέ να φαντασθώ, όταν εδιάλεξα το Βαλάιμ ως τέρμα των περιπάτων μου, ότι έκειτο τόσω πλησίον προς τον ουρανόν! Πόσας φοράς κατά τας εκτενεστέρας περιοδείας μου έβλεπα οτέ μεν από το όρος, οτέ δε από την πεδιάδα πέραν του ποταμού, την έπαυλιν, η οποία τώρα εγκλείει όλους τους πόθους μου.

Φίλτατε Γουλιέλμε, πολλά εσκέφθην περί της επιθυμίας του ανθρώπου, να επεκτείνεται, να κάμνη νέας ανακαλύψεις, να περιπλανάται· και έπειτα πάλιν περί της εξωτερικής τάσεως, εκουσίως να περιορίζεται, να φέρεται εις την τροχιάν της συνηθείας, και να μη φροντίζη μήτε διά τα δεξιόθεν, μήτε διά τα αριστερόθεν.

Είναι θαυμαστόν· καθώς ήλθα εδώ, και εκ του λόφου παρετήρουν την ωραίαν κοιλάδα, πώς το παν γύρω με προσείλκυεν. — Εκεί το μικρόν δάσος. — Αχ, να ηδύνασο ν' αναμιχθής με τας σκιάς του! — Εκεί του βουνού η κορυφή! — Αχ, να ηδύνασο εκείθεν να επιβλέπης τα εκτεταμένα περίχωρα! — Οι μεταξύ των συνδεδεμένοι λόφοι και αι προσφιλείς κοιλάδες; — Ω να εχανόμην εις αυτάς! — Έσπευδα εκεί, και επανηρχόμην, και δεν εύρισκα ό,τι ήλπιζα. Ω, συμβαίνει με την απόστασιν ό,τι και με το μέλλον! Μέγα τι αμυδρόν σύνολον υπάρχει προ της ψυχής μας το αίσθημά μας αφανίζεται καθώς μέσα σ' αυτό και ο οφθαλμός μας, και ποθούμεν, αλλοίμονον, να παραδώσωμεν όλην την ύπαρξίν μας διά να χορτάσωμεν την ηδονήν ενός μόνου, μεγάλου λαμπρού αισθήματος — και όταν σπεύδωμεν εκεί, όταν το εκεί γίνεται εδώ και τότε όλα είναι όπως και πριν, ξαναευρισκόμεθα εις την πτωχείαν μας, εις τα στενά μας όρια, και η ψυχή μας ποθεί μίαν ηδονήν που της εξέφυγε.

Τοιουτοτρόπως ο πλέον ανήσυχος περιπλανώμενος άνθρωπος ποθεί τέλος πάλιν την πατρίδα του, και ευρίσκει εις την καλύβην του, εις την αγκάλην της συζύγου του, εις τον κύκλον των τέκνων του, εις τους κόπους προς συντήρησίν των την ηδονήν εκείνην που μάτην εζήτει μακράν εις τον ευρύχωρον κόσμον.

Όταν το πρωί με την ανατολήν του ηλίου πηγαίνω έξω εις το Βαλάιμ μου, και εκεί εις τον κήπον του ξενοδοχείου εγώ ο ίδιος μαζεύω τα μπιζέλια μου, κάθωμαι, τα καθαρίζω και εν τω μεταξύ αναγινώσκω τον Όμηρόν μου· όταν εις το μικρόν μαγειρειό διαλέγω έν αγγείον, παίρνω βούτυρον, βάνω τα μπιζέλια μου στη φωτιά, τα σκεπάζω και κάθωμαι πλησίον για να τ' ανακατώνω κάποτε, τότε αισθάνομαι ζωηρά το πώς οι υπερήφανοι μνηστήρες της Πηνελόπης, έσφαζαν, έκοπταν και έψηναν βόδια και χοίρους. Τίποτε δεν με γεμίζει με τόσο σιγαλόν αληθινόν αίσθημα, όπως κείνοι οι χαρακτήρες του πατριαρχικού βίου, τους οποίους εγώ, δόξα τω θεώ δύναμαι δίχως επίδειξιν, να συνυφάνω με τον βίον μου.

Πόσον ευχαριστούμαι που δύναται η καρδία μου να αισθάνεται την απλήν αθώαν ηδονήν του ανθρώπου εκείνου που φέρει στο τραπέζι του το λάχανον, το οποίον αυτός ο ίδιος εκαλλιέργησε, και που τώρα όχι μόνον λάχανον, αλλά και όλας τας καλάς ημέρας, τόμορφο πρωί που το εφύτευε, τις γλυκές βραδυές που το επότιζε και που εχαίρετο βλέπων προαγομένην την βλάστησιν, όλ' αυτά τα ξανααπολαύει σε μια στιγμή.

29 Ιουνίου.

Προχθές ήλθεν ο ιατρός από την πόλιν εδώ έξω προς τον έπαρχον και με ηύρε χάμω ανάμεσα στα παιδιά της Καρολίνας, ενώ μερικά εσκάλωναν επάνω μου, άλλα με επείραζαν, και εγώ τα εγαργάλιζα, και μαζί μ' αυτά έκαμνα μεγάλον θόρυβον. Ο ιατρός, που είναι λίαν δογματικόν νευρόσπαστον, που ενώ ομιλεί διορθώνει τα μανικέτια του και απαύστως επιδεικνύει το στήθος του υποκαμίσου του, ηύρε τούτο ανάξιον φρονίμου ανθρώπου· το κατάλαβα από τα πειράγματά του. Αλλά δεν εταράχθηκα διόλου· τον άφησα να πραγματεύεται σπουδαία πράγματα, και εξανάκτισα τα χάρτινα σπιτάκια των παιδιών που είχαν χαλάσει. Μόλις επέστρεψεν εις την πόλιν και παρεπονείτο λέγων ότι τα παιδιά του επάρχου είναι ήδη αρκετά ανάγωγα και ότι ο Βέρθερος τα χαλάει τώρα όλως διόλου.

Ναι, αγαπητέ Γουλιέλμε, τα παιδιά χάμω στη γη είναι απ' όλα τα πράγματα πλησιέστερα εις την καρδίαν μου. Όταν τα παρατηρώ, και εις το μικρόν πλάσμα διαβλέπω τα σπέρματα όλων των αρετών, όλων των δυνάμεων, που κάποτε θα τας χρειάζωνται τόσον αναγκαίως· όταν εις την ισχυρογνωμοσύνην διακρίνω μέλλουσαν καρτερίαν και σταθερότητα του χαρακτήρος, εις δε την ζωηρότητα ευθυμίαν και ευκολίαν του να διαφεύγωνται οι κίνδυνοι του κόσμου, το παν τόσον αδιάφορον, τόσον πολύ! — πάντοτε, πάντοτε τότε επαναλαμβάνω τα χρυσά λόγια του διδασκάλου της ανθρωπότητος: «εάν μη γένησθε ως έν τούτων των παιδίων!» Και τώρα, αγαπητέ μου, αυτά, τα οποία, είναι όμοιά μας, τα οποία οφείλομεν να θεωρώμεν ως παραδείγματα ημών, τα μεταχειριζόμεθα ως υπήκοα. Δεν πρέπει να έχουν θέλησιν! — Μήπως και ημείς δεν έχομεν; Πού τότε έγκειται το προνόμιον; — Επειδή είμεθα μεγαλύτεροι και σωφρονέστεροι! — Καλέ Θεέ! από του ουρανού σου! μεγάλα παιδιά βλέπεις, και μικρά, και τίποτε παραπάνω· εις ποία δε ευχαριστείσαι περισσότερον, τούτο προ πολλού ήδη εκήρυξεν ο υιός Σου. Αλλά πιστεύουν αυτόν, και δεν τον ακούουν — και αυτό είναι παλαιά αλήθεια — και μορφώνουν τα παιδιά των κατά τον εαυτόν τους, και — υγίαινε Γουλιέλμε! δεν θέλω να φλυαρώ περισσότερον περί αυτού του ζητήματος.

1 Ιουλίου.

Ό,τι η Καρολίνα μπορεί να είναι για ένα ασθενή, αισθάνομαι απ' αυτήν την καϋμένην μου την καρδιά, η οποία είναι χειρότερη από πολλούς που φθίνουν άρρωστοι στο κρεββάτι. Θα περάση μερικάς ημέρας εις την πόλιν κοντά σε μία καλή κυρία, η οποία κατά το λέγειν των ιατρών πλησιάζει εις το τέλος της κατά τας τελευταίας αυτάς στιγμάς επιθυμεί να έχη κοντά της την Καρολίναν. Επήγα την παρελθούσαν εβδομάδα μαζί της, και επισκεφθήκαμε τον ιερέα Σ . . . ., ενός χωρίου, το οποίον κείται μίαν ώραν μακρυά στα βουνά. Εφθάσαμεν εκεί περί τας τέσσαρας. Η Καρολίνα είχε πάρει μαζί την δευτερότοκον αδελφήν της.

Όταν εισήλθαμεν εις την αυλήν της οικίας του ιερέως την σκιαζομένην από δύο υψηλές καρυδιές, εκάθητο ο καλός γέρων εις ένα σκαμνί προ της θύρας της οικίας, και όταν είδε την Καρολίναν εφάνη ως εκ νέου ζωογονηθείς ελησμόνησε την πατερίτσα του, και αγωνίσθηκε να σηκωθή εις προϋπάντησίν της. Εκείνη έτρεξε προς αυτόν, τον ανάγκασε να καθήση καθήσασα πλησίον του, του επρόσφερε πολλούς χαιρετισμούς από τον πατέρα της, εφίλησε το άσχημον και βρώμικο μικρότερο παιδί του, το χαϊδεμένο παιδάκι του γήρατός του. Αν την έβλεπες πώς εκουβέντιαζε τον γέροντα, πώς ανύψωνε την φωνήν της διά να γείνη ακουστή στη μισοκουφαμάρα του, πώς του διηγείτο περί νέων ρωμαλέων ανθρώπων, απροσδοκήτως αποθανόντων, περί της ωφελείας των λουτρών του Κάρλσβαδ, και πώς επαινούσε την απόφασίν του να μεταβή εκεί το προσεχές θέρος, πώς τον εύρισκεν ότι εφαινότουν να είναι πολύ καλύτερα, πολύ ζωηρότερος, παρά την τελευταίαν φοράν που τον είδεν. — Εν τω μεταξύ εγώ ωμιλούσα με την παπαδιάν. Ο γέρων έγεινεν λίαν φαιδρός, και όταν δεν ηδυνάμην να μη επαινέσω τις ωραίες καρυδιές αι οποίαι τόσον στοργικά μας ίσκιωναν, άρχισε, αν και με κάποιαν δυσκολίαν, να μας εκθέτη την ιστορίαν των. — Την μεγάλην, είπε, δεν γνωρίζομεν ποιος την εφύτευσε· μερικοί λέγουν πως ο δείνα κι' άλλοι πως ο τάδε παπάς. Η μικροτέρα όμως εκεί κάτω έχει την ηλικίαν της γυναικός μου, τον Οκτώβριον θα είναι πενήντα ετών. Ο πατέρας της την εφύτευσε την πρωίαν της ημέρας που αυτή προς το εσπέρας εγεννήθη. Ήτον ο προκάτοχός μου εφημέριος, και πόσον αγαπητόν του ήτο το δένδρον, δεν δύναμαι να σας πω, αλλά και εις εμέ δεν είναι ολιγώτερον αγαπητόν. Η γυναίκα μου εκάθητο υποκάτω απ' αυτό επάνω εις ένα ξύλινο καθισμα και έπλεκεν, όταν εγώ προ είκοσι επτά ετών πτωχός σπουδαστής πρώτην φοράν ήλθα εδώ εις την αυλήν. — Η Καρολίνα ερώτησε περί της θυγατρός του· είπαν πως επήγε με τον κ. Σμιθ έξω στο λιβάδι εις τους εργάτας, και ο γέρων εξηκολούθησε την διήγησίν του, πόσον ο προκάτοχός του τον ηγάπησε και πόσον η κόρη του και πως έγινεν αναπληρωτής του πρώτα, έπειτα δε και διάδοχός του. Μόλις ετελείωσεν η ιστορία, ότε η παπαδοπούλα με τον ονομαζόμενον κύριον Σμιθ ήρχετο διά του κήπου· εφίλησε την Καρολίναν με διαχυτικότητα, και πρέπει να ομολογήσω ότι δεν την ηύρα άσχημην· μία μελαχροινούλα, ζωηρά και με ωραίον ανάστημα, που θα μπορούσε να καλοδιασκεδάση κανένα για λίγον καιρό εις την εξοχήν. Ο αγαπητικός της (γιατί τέτοιος εφάνη ευθύς ο κύριος Σμιθ), άνθρωπος με καλούς τρόπους, αλλά σιωπηλός, δεν ήθελε ν' αναμιχθή εις τας ομιλίας μας, αν και η Καρολίνα αδιακόπως τον επροκάλει εις τούτο. Εκείνο που με ελύπησεν ήτον ότι εφαινόμην ανακαλύπτων εις την φυσιογνωμίαν του ότι μάλλον ιδιοτροπία και κακή διάθεσις παρά ανοησία τον έκαμνε να δείχνεται έτσι. Ακολούθως μάλιστα τούτο έγινε φανερώτατον διότι όταν η Φρειδερίκα στον περίπατον επήγαινε με την Καρολίναν, ενίοτε δε και με εμέ, το πρόσωπον του κυρίου, το οποίον άλλως ήτο μελαχροινού χρώματος, έγινε τόσω σκυθρωπόν, ώστε ήτο καιρός να με τραβήξη η Καρολίνα από το μανίκι και να μου δώση να καταλάβω ότι εδείχθην παρά πολύ περιποιητικός προς την Φρειδερίκαν. Αλλά τίποτε δεν με λυπεί περισσότερον, παρ' όταν οι άνθρωποι βασανίζωνται αμοιβαίως, προ πάντων δε όταν νέοι άνθρωποι εις το άνθος της ηλικίας, όπου ηδύναντο να έχουν όλας τας τέρψεις, καταστρέφουν τας ολίγας καλάς ημέρας με μορφασμούς, και μόλις αργά αισθάνονται το ανεπανόρθωτον της καταχρήσεώς των. Με απασχολούσε τούτο, και ότε προς την εσπέραν επεστρέψαμεν εις την οικίαν του παπά, και εις μίαν τράπεζαν επίναμεν γάλα, και η ομιλία εστράφη προς τας ηδονάς και λύπας του κόσμου δεν ηδυνήθην παρά να λάβω την ευκαιρίαν και εξ όλης καρδίας να ομιλήσω εναντίον της δυσθυμίας της ψυχής. Ημείς οι άνθρωποι συχνά παραπονούμεθα, άρχισα λέγων, ότι αι καλαί ημέραι είναι πολύ ολίγαι, αι δε κακαί πάρα πολλαί και καθώς μου φαίνεται, ως επί το πλείστον άδικα. Αν είχαμε πάντοτε πρόθυμον καρδίαν, ώστε να ακολουθώμεν το καλόν που ο Θεός καθημέραν μας παρέχει, θα είχαμεν τότε και αρκετήν δύναμιν να υποφέρωμεν το κακόν όταν μας έρχεται. — Αλλά δεν έχομεν την καρδιά εις την εξουσίαν μας, παρετήρησεν η παπαδιά· πόσον εξαρτάται από το σώμα! όταν κανείς δεν είναι καλά, τίποτε δεν του αρέσει. — Την εδικαίωσα ως προς αυτό. Ας θεωρήσωμεν λοιπόν την δυσθυμίαν, επρόσθεσα ως μίαν ασθένειαν, και ας εξετάσωμεν μήπως υπάρχη κανέν μέσον θεραπείας. — Ωραία, είπεν η Καρολίνα· εγώ τουλάχιστον πιστεύω ότι ως επί το πολύ εξαρτάται από ημάς. Το ηξεύρω από τον εαυτόν μου. Όταν κάτι με στενοχωρή και κοντεύω να δυσθυμήσω, αναπηδώ και τραγουδώ ένα δύο μελωδίας του χορού, περιπατούσα εις τον κήπον, και έτσι μου περνάει αμέσως. — Τούτο ήθελα και εγώ να είπω, επρόσθεσα· συμβαίνει με την δυσθυμίαν ακριβώς ό,τι και με την οκνηρίαν, επειδή είναι είδος οκνηρίας. Η φύσις μας κλίνει πολύ εις αυτήν, και όμως αρκεί άπαξ μόνον να έχωμεν την δύναμιν να βιάσωμεν τον εαυτόν μας, και η εργασία φεύγει τότε από τα χέρια μας, και ευρίσκομεν εις την ενέργειαν αληθή ευχαρίστησιν. — Η Φρειδερίκα επρόσεχε πολύ, ο δε νεανίας αντείπεν ότι δεν είναι κανείς κύριος του εαυτού του, και ολιγώτερον από όλα δύναται να εξουσιάση τα αισθήματά του. — Εδώ πρόκειται περί δυσαρέστου αισθήματος, απεκρίθηκα, του οποίου καθένας αγαπά ν' απαλλάσσεται, και κανείς δεν ηξεύρει πόσον εκτείνονται αι δυνάμεις του, πριν τας δοκιμάση. Βέβαια, όποιος είναι ασθενής, θα εξετάση όλους τους ιατρούς, και με μεγίστην ανοχήν θα δεχθή τας αυστηροτάτας διαίτας και τα πικρότατα φάρμακα διά ν' απολαύση την ποθητήν του υγείαν. Παρετήρησα ότι ο έντιμος γέρων ετέντωσε τα αυτιά του διά να λάβη μέρος εις την συζήτησιν μας· ύψωσα την φωνήν, στρέψας τον λόγον προς αυτόν. Οι ιεροκήρυκες κηρύττουν κατά πολλών άλλων ελαττωμάτων, είπα· αλλά δεν ήκουσα ποτέ έως τώρα να πολεμήσουν από του άμβωνος περί της δυσθυμίας (4). Τούτο πρέπει να κάμνουν οι ιερείς των πόλεων, είπεν· οι χωρικοί δεν ηξεύρουν τι είναι δυσθυμία· δεν θα έβλαπτεν όμως ενίοτε, θα ήτο τουλάχιστον έν μάθημα διά την γυναίκα του και διά τον κύριον έπαρχον. — Η συντροφιά εγέλασε και αυτός δε μαζί μας εγκαρδίως, έως ότου τον έπιασε βήχας, που διέκοψε την συζήτησίν μας δι' ολίγον· τότε ο νέος έλαβε πάλιν τον λόγον: — Εκαλέσατε την δυσθυμίαν ελάττωμα· μου φαίνεται ότι τούτο είναι υπερβολή. — Καθόλου, του αποκρίθηκα, εάν εκείνο, με το οποίον βλάπτει κανείς τον εαυτόν του και τον πλησίον του αξίζη αυτό το όνομα. Δεν αρκεί ότι δεν δυνάμεθα να καταστήσωμεν ο ένας τον άλλον ευτυχή, πρέπει ακόμη και ν' αφαιρώμεν ο ένας από τον άλλον την ευχαρίστησιν, την οποίαν κάθε καρδία κάποτε αυτή ακόμη εις τον εαυτόν της ημπορεί να δώση. Δεν μου λέγετε, ποίος άνθρωπος έχων δυσθυμίαν, είναι τόσον γενναίος, ώστε ν' αποκρύπτη αυτήν, να την φέρη μόνος, χωρίς να καταστρέφη την χαράν των περί αυτόν; Ή, δεν είναι αυτή μάλλον μία εσωτερική αθυμία διά την ιδίαν μας αναξιότητα, μία δυσαρέσκεια καθ' ημών αυτών, συνδεδεμένη πάντοτε με φθόνον που εξεγείρεται εξ αιτίας μωράς ματαιότητος; Βλέπομεν ευτυχείς ανθρώπους, τους οποίους ημείς δεν καθιστώμεν ευτυχείς και τούτο μας είναι ανυπόφορον. — Η Καρολίνα μου προσεμειδίασεν ιδούσα την συγκίνησιν με την οποίαν ωμιλούσα, έν δε δάκρυ εις τον οφθαλμόν της Φρειδερίκας με παρώρμησε να εξακολουθήσω. — Αλλοίμονον εις εκείνους, είπα, που μεταχειρίζονται την δύναμιν που έχουν επί μιας καρδίας, διά να της αφαιρέσουν τας αθώας τέρψεις, αι οποίαι βλασταίνουν απ' αυτήν. Όλα τα δώρα, όλαι αι χάριτες δεν αναπληρούν μίαν στιγμήν ευχαριστήσεως εις τον εαυτόν μας, την οποίαν μας επίκρανε φθονερά του τυράννου μας η σκυθρωπότης.

Όλη η καρδία μου εξεχείλισε την στιγμήν εκείνην· η ανάμνησις τόσων παρελθόντων επεσωρεύθη εις την ψυχήν μου, και τα μάτια μου εγέμισαν από δάκρυα.

— Είθε να έλεγε καθένας προς τον εαυτόν του κάθε ημέραν, ανεφώνησα: δεν δύνασαι τίποτε άλλο για τους φίλους του παρά να τους αφήσης τας τέρψεις των, και να επαυξήσης την ευτυχίαν των συναπολαύων αυτής μαζί των. Δύνασαι όταν τα μύχια της ψυχής των ταλαιπωρούνται από σφοδρόν πάθος, διαταράσσωνται από λύπην, να τους δώσης μίαν έστω σταγόνα παραμυθίας; Και όταν τότε η τελευταία δεινοτάτη ασθένεια ενσκήψη εις το πλάσμα, το οποίον συ εις ανθηράς ημέρας υπέσκαψες, και τώρα κείται εκεί ελεεινή και εξηντλημένη, ο οφθαλμός αναίσθητος βλέπει προς τον ουρανόν και θανάτου ιδρώς καλύπτη το ωχρόν της μέτωπον, συ ωσάν κατάδικος στέκεσαι προ της κλίνης, ενδομύχως και εκ βάθους αισθανόμενος ότι ουδέν δύνασαι με όλην σου την δύναμιν, και η αδημονία μέσα σου σε σπαράττει, ώστε θα επόθεις το παν να θυσιάσης, όπως δυνηθής να ενστάξης εις το φθίνον πλάσμα σταγόνα ισχύος, σπινθήρα θάρρους.

Η ανάμνησις τοιαύτης σκηνής, της οποίας υπήρξα μάρτυς, επήλθεν εις εμέ με όλην την δύναμιν κατά τους λόγους τούτους. Έφερα το μανδύλι στα μάτια μου, και εγκατέλειψα την συντροφιά και μόνον η φωνή της Καρολίνας, που μου εφώναζεν «ας φύγωμεν!» με επανέφερεν εις τον εαυτόν μου. Και πώς με επέπληττε καθ' οδόν διά τα λίαν θερμόν ενδιαφέρον δι' όλα, και ότι θα κατεστρεφόμην εκ τούτου! ότι έπρεπε να φείδωμαι του εαυτού μου! Ω άγγελε! Χάριν σού πρέπει να ζήσω.

5 Ιουλίου.

Ευρίσκεται πάντοτε κοντά στην ετοιμοθάνατη φίλη της, και είναι πάντοτε η αυτή, πάντοτε το ευεργετικόν, χαριτωμένον πλάσμα, το οποίον, όπου προβλέπει, πραΰνει τους πόνους και καθιστά τους άλλους ευτυχείς. Χθες το βράδυ εβγήκε περίπατο με την Μαριάννα και τη μικρή Αμαλία· το ήξευρα και τας συνήντησα και επήγαμεν μαζί. Μετά πορείαν μιάμισης ώρας επεστρέψαμεν εις την πόλιν, παρά την βρύσιν, η οποία τόσον μου ήτο πολύτιμος και τώρα χιλιάκις πολυτιμοτέρα. Η Καρολίνα εκάθησεν εις τον μικρόν τοίχον, εμείς δε εστεκόμεθα μπροστά της. Εκύτταζα τριγύρω, αχ! και ο καιρός, που η καρδιά μου ήτο μόνη, ξαναέζησε τώρα μπροστά μου. — Αγαπητή βρύση, είπα, από τότε δεν αναπαύθηκα πλέον εις τη δροσιά σου, γλήγορα επερνούσα και κάποτε μήτε σε εκύτταζα. — Παρετήρησα κάτω, και είδα ότι η Αμαλίτσα πολύ προσεκτικά έπαιρνε με ένα ποτήρι νερό. — Εκύτταξα την Καρολίναν, αισθάνθηκα τι ήταν αυτή για μένα. Εν τω μεταξύ έρχεται η Αμαλίτσα μ' ένα ποτήρι νερό. Η Μαριάννα ηθέλησε να της το πάρη, όχι! ανεφώνησε το παιδί με γλυκυτάτην έκφρασιν· όχι συ, Καρολίνα, θα πιής πρώτη! Τόσον εγοητεύθηκα από την αλήθειαν, από την αγαθότητα, με την οποίαν το είπεν, ώστε δεν εμπόρεσα να εκφράσω άλλως το αίσθημά μου, παρά επήρα το παιδί από την γην, και τόσον ζωηρά το εφίλησα, ώστε αυτό αμέσως άρχισε να φωνάζη και να κλαίη. — Δεν εκάματε καλά, είπεν η Καρολίνα. — Εταράχθηκα. — Έλα, Αμαλίτσα μου. εξηκολούθησε, ενώ το έπιασε από το χέρι και το κατέβαζε στα σκαλιά, πήγαινε νίψου από την δροσεράν βρύσιν, γλήγορα, γλήγορα, τότε δεν πειράζει. — Όταν εστεκόμην εκεί και παρετήρουν με πόσην προθυμίαν το μικρόν έτριβε με τα βρεγμένα του χεράκια τα μάγουλά του, με ποίαν πεποίθησιν, ότι διά της θαυμασίας πηγής θ' απεπλύνετο από παν μόλυσμα και θ' απηλλάσσετο από τη ντροπή πως θα της έβγουν άσχημα γένεια· όταν η Καρολίνα έλεγεν «αρκεί» και το παιδί μόλα ταύτα ακόμη ζωηρότερα επλύνετο, ωσάν το πολύ να επέφερε περισσότερον αποτέλεσμα από το ολίγον — σου λέγω, Γουλιέλμε, ουδέποτε με περισσότερον σεβασμόν παρευρέθην εις βάπτισμα — και όταν η Καρολίνα ανέβη, ευχαρίστως θα ερριπτόμην μπροστά της όπως μπροστά σε προφήτη, όστις εξαγίαζε ταμαρτήματα ενός λαού.

Την εσπέραν δεν ηδυνήθην, με την χαράν της καρδιάς μου, να μη διηγηθώ το γεγονός εις ένα άνδρα, εις τον οποίον απέδιδα υγιά φρόνησιν, επειδή έχει νουν αλλά πώς την έπαθα! Μου είπεν ότι πολύ κακά έκαμεν η Καρολίνα· ότι δεν έπρεπε κανείς να απατά τα παιδιά· ότι τα τοιαύτα δίδουν αφορμήν εις απείρους πλάνας και δεισιδαιμονίας, από τας οποίας πρέπει κανείς ευθύς εξ αρχής να προφυλάττη τα παιδιά. — Τώρα θυμήθηκα πως ο άνθρωπος εβάπτισεν ένα παιδί του προ οκτώ ημερών· γι' αυτό δε επέμεινα και στάθηκα μέσα στην καρδιά μου πιστός εις την αλήθεια: Πρέπει να φερώμεθα προς τα παιδιά όπως ο Θεός προς ημάς, που μας κάνει ευτυχεστάτους όταν μας αφίνη να ζούμε μέσα σε γλυκειές πλάνες.

8 Ιουλίου.

Τι παιδί που είναι ο άνθρωπος! Πόσο ψοφάει για μια ματιά! Τι παιδί που είναι! Είχαμε πάει εις το Βαλάιμ. Η κυρίες επήγαν έξω με την άμαξα, και κατά τους περιπάτους μας επίστευα πως εις τα μαύρα μάτια της Καρολίνας . . . Είμαι τρελλός, πολυλογώ, (γιατί αρχίζω τώρα να νυστάζω), ιδές, η κυρίες ανέβηκαν, και εστεκόμεθα γύρω στην άμαξα, ο νέος Β . . . ο Σελστάντ, ο Αουδράνος και εγώ. Τότε από την θυρίδα της αμάξης μιλούσαν με τα παλληκάρια, που ήσαν βεβαίως αρκετά ελαφρά και μάταια. — Εζητούσα τα μάτια της Καρολίνας· αχ! εγύριζαν από τον ένα εις τον άλλον! Αλλ' εις εμέ! εμέ! εμέ! που αυτά μόνον και μόνον επρόσμενα, δεν έπεφταν! — Η καρδιά μου της έλεγε «μυριάκις έχαιρε!» Και αυτή δεν 'με έβλεπεν! Η άμαξα επέρασε και έν δάκρυ μού στεκότουν στα μάτια. Την ακολουθούσα με τα βλέμματα, και είδα την κόμην της Καρολίνας να κλίνη προς τα έξω της θυρίδος, και εστράφη για να ιδή, αχ! εμέ αρά γε! — Φίλτατε! εις αυτήν την αβεβαιότητα μετεωρίζομαι, τούτο είναι η παρηγοριά μου· ίσως εμένα εγύρισε να ιδή! Ίσως! — Καλήν νύκτα! Ω, τι παιδί που είμαι!

10 Ιουλίου.

Να έβλεπες τι γελοίον πρόσωπον που παίζω, όταν ομιλούν περί αυτής!
Όταν δε μ' ερωτούν αν μου αρέση! Την λέξη αυτή την μισώ εξόλης της
ψυχής μου. Τι άνθρωπος πρέπει να είναι εκείνος που να μη του αρέση η
Καρολίνα, που να μη του κατέχη όλον τον νουν, όλα τα αισθήματα!
Αρέσει! Τώρα ύστερα μ' ερώτησεν ένας αν μου αρέση ο Οσσιανός!

11 Ιουλίου.

Η κυρία Μ . . . είναι πολύ κακά· παρακαλώ τον θεόν για τη ζωή της, επειδή συμπάσχω με την Καρολίναν. Σπανίως την βλέπω στο σπίτι της φίλης μου, και σήμερον μου διηγήθη ένα θαυμάσιο γεγονός. — Ο γέρων Μ . . . είναι φιλάργυρος, μικροπρεπής, εξηνταβελόνης, που σ' όλη τη ζωή κατεβασάνιζε και περιώριζε τη γυναίκα του· αυτή όμως ήξερε πάντα να τα βολεύη. Προ ολίγων ημερών, όταν ο ιατρός απελπίσθη για τη ζωή της, αυτή επροσκάλεσε τον άνδρα της (η Καρολίνα ήτο εις το δωμάτιον) και του μίλησε έτσι: πρέπει να σου ομολογήσω ένα πράγμα, τα οποίον μετά τον θάνατόν μου μπορούσε να προκαλέση σύγχυσιν και έριδας. Ως τώρα εδιοίκησα το σπίτι με τόσην τάξιν και οικονομίαν, όσον ήτο δυνατόν αλλά θα με συγχωρέσης ότι σε εξηπάτησα σ' αυτά τα τριάντα χρόνια. Προώρισες εις τας αρχάς του γάμου μας ένα μικρόν ποσόν για τα έξοδα του μαγειρείου και των λοιπών οικιακών αναγκών. Όταν το νοικοκυριό μας έγεινε μεγαλύτερο, η εργασία μας επήγε πιο καλά, δεν επείσθης ν' αυξήσης αναλόγως το εβδομαδιαίον μου ποσόν. Κοντολογής, ξέρεις πως τον καιρό που το νοικοκυριό μας ήτο πολύ μεγάλο απαιτούσες να περάσω την εβδομάδα με επτά φιορίνια. Το εδέχθην τότε άνευ αντιλογίας και τα περιπλέον έπαιρνα κάθε εβδομάδα από το χρηματοκιβώτιον, επειδή κανείς δεν υπέθετεν ότι η κυρία θα έκλεπτε το ταμείον. Τίποτε δεν κατεσπατάλησα και, χωρίς να το ομολογήσω, θα μπορούσα θαρραλέα να μεταβώ εις την αιωνιότητα, αν δεν ήτο αδύνατον, εκείνη που έπειτα από εμέ θα διευθύνη το σπίτι να μη ευρεθή εις αμηχανίαν, γιατί συ πάντοτε θα επέμενες πως η πρώτη σύζυγός σου επαρκούσε με αυτά.

Ωμίλησα με την Καρολίναν περί της απιστεύτου αποτυφλώσεως του ανθρωπίνου νου, ώστε αυτός να μη υποπτεύη ότι κάτι άλλο υποκρύπτεται, όταν ένας με επτά φλωρίνια εξαρκή εκεί όπου γίνονται τριπλάσια έξοδα. Αλλ' εγνώρισα εγώ ο ίδιος ανθρώπους, που και του προφήτου την αιώνια λήκυθο θα παρεδέχωνται ότι υπάρχει εις το σπήτι τους χωρίς να εκπλαγούν.

13 Ιουλίου.

Όχι, δεν απατώμαι! αναγινώσκω εις τα μαύρα της μάτια αληθές ενδιαφέρον για μένα και για την τύχην μου. Ναι, αισθάνομαι και εις τούτο δύναμαι να πιστεύσω την καρδιά μου, ότι αυτή — ω, δύναμαι ημπορώ να εκφράσω την ουράνια αυτή λέξη; — ότι με αγαπά!

Με αγαπά! — Και πόσον ακριβός γίνομαι έτσι εγώ εις τον εαυτόν μου, πόσον — εις σε δύναμαι να το είπω, συ το αισθάνεσαι πόσον λατρεύω τον εαυτόν μου, αφ' ότου εκείνη με αγαπά! Είναι αρά γε τούτο προπέτεια, ή αίσθημα της πραγματικής καταστάσεως — Δεν γνωρίζω τον άνθρωπον από τον οποίον κάτι εφοβούμην εις την καρδιά της Καρολίνας· και όμως — όταν ομιλή περί του μνηστήρος της, όταν με τόση ζέση, με τόσην αγάπην γι' αυτόν — Ομιλεί — τότε ομοιάζω με άνθρωπον που του αφαιρούνται όλαι οι τιμαί και τα αξιώματα και που του αφαιρείται το ξίφος.

16 Ιουλίου

Αχ, τι φωτιά τρέχει μέσα στις φλέγες μου, όταν το δάκτυλό μου απροσδοκήτως εγγίξη το ιδικό της, όταν τα πόδια μας υπό την τράπεζαν συναντώνται! Τραβιώμαι πίσω, σαν από φωτιά, και πάλιν μία μυστηριώδης δύναμις με τραβάει μπροστά — επέρχεται ζάλη, εις όλας τας αισθήσεις μου. — Ω! και η αθωότης της, η απλή ψυχή δεν αισθάνεται πόσον αύται αι μικραί οικειότητες με βασανίζουν! Όταν μάλιστα εις την ομιλίαν θέτη το χέρι της επάνω στο δικό μου, και εις την ζωηρότητα του διαλόγου έρχεται πλησιέστερα προς εμέ, ώστε η ουρανία του στόματός της πνοή να φθάση εις τα χείλη μου — νομίζω ότι καταπίπτω σαν κεραυνόπληκτος. — Και, Γουλιέλμε, αν τολμήσω ποτέ τούτον τον ουρανόν, ταύτην την εμπιστοσύνην! — Με εννοείς. Όχι, η καρδία μου δεν είναι τόσον διεφθαρμένη! Ασθενής! αρκετά ασθενής! — Και δεν είναι τούτο διαφθορά;

Μου είνε ιερά. Κάθε επιθυμία καταπαύει εις την παρουσίαν της. Δεν ξεύρω ποτέ τι αισθάνομαι όταν βρίσκωμαι πλησίον της· και με γιατρεύει από κάθε ταλαιπωρίαν, ταραχή και μελαγχολία, μόλις παίξη την πρώτη νότα.

Καμμία λέξις περί της μυθικής μαγικής δυνάμεως της μουσικής δεν μου είναι απίθανος. Πόσον και το απλούν άσμα με συγκινεί! Και πόσον ηξεύρει να μου παίζη αυτό το κομμάτι, συχνά εις καιρόν, που μου έρχεται να πάρω ένα πιστόλι και να πετάξω τα μυαλά μου στον αέρα! Η πλάνη και το σκότος της ψυχής μου διαλύονται και αφανίζονται, και αναπνέω πάλιν ελευθερώτερα.

18 Ιουλίου.

Γουλιέλμε, τι είναι για την καρδιά μας ο κόσμος χωρίς έρωτα; Ό,τι είναι μαγικόν φανάρι χωρίς φως! Μόλις εισάγεις το λυχναράκι και αι πλέον ποικιλόχροοι εικόνες φαίνονται εις τον λευκόν σου τοίχον! Και αν τούτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά πρόσκαιρα φαντάσματα, ουχ ήττον πάντα μας καθιστά ευταχείς όταν σαν ζωηρά παιδιά στεκώμεθα προ αυτού και ενθουσιαζώμεθα από τα θαυμαστά αυτά φαινόμενα. Σήμερον δεν μπόρεσα να πάω στης Καρολίνας μία συντροφιά, την οποίαν δεν ηδυνάμην να αποφύγω, με εμπόδισε. Τι να έκαμνα; έστειλα τον υπηρέτην μου εκεί έξω, διά να έχω τουλάχιστον πλησίον μου ένα άνθρωπον ο οποίος την είχε πλησιάσει σήμερον. Με πόσην ανυπομονησίαν τον επερίμενα, με πόσην χαράν τον επανείδα. Μου ήλθε να τον πιάσω από το κεφάλι να τον φιλήσω αλλ' εντράπηκα.

Διηγούνται περί της Βονωνίας πέτρας ότι, όταν την θέτουν εις τον ήλιον, προσελκύει τας ακτίνας του και φέγγει για λίγο ακόμα την νύκτα. Έτσι μου συνέβη με τον νέον αυτόν. Το αίσθημα ότι τα μάτια της είχαν πέσει επάνω εις το πρόσωπόν του, εις τα μάγουλά του, εις τα κουμβιά και τις ραφές του φορέματός του, μου κατέστησεν όλ' αυτά τόσον ιερά, τόσον πολύτιμα! Εις την στιγμήν αυτήν δεν θα έδιδα τον νέον ούτε αντί χιλίων ταλλήρων. Τόσον ευχαριστούμην από τη παρουσία του. — Ο Θεός να σε φυλάξη να μη γελάσης γι' αυτά! Γουλιέλμε, είναι φαντασία όταν είμεθα ευτυχείς;

19 Ιουλίου.

Θα την ιδώ! αναφωνώ κάθε πρωί όταν σηκώνομαι και ατενίζω μ' όλην την φαιδρότητα προς τον ωραίον ήλιον· θα την ιδώ! Και τότε για όλη την ημέρα δεν έχω πλέον άλλην επιθυμίαν. Το παν, το παν πνίγεται εις αυτήν την απαντοχή.

20 Ιουλίου.

Την ιδέαν σας να πάω με τον πρέσβυ . . . . . . . δεν δύναμαι ακόμη να συμμερισθώ. Δεν αγαπώ πολύ την υποταγήν, και ξεύρομεν όλοι ότι εκείνος ο κύριος είναι προς τούτοις ανυπόφορος. Η μήτηρ μου, λέγεις, θα επεθύμει να με ίδη σε καριέρα· αυτό μ' έκαμε να γελάσω. Δεν είμαι λοιπόν και τώρα σε καριέρα; και το κάτω κάτω δεν είναι το ίδιον αν μετρώ πιζέλια ή φακές; Το παν εις τον κόσμον καταλήγει εις ματαιότητα, και ο άνθρωπος, που χάριν των άλλων χωρίς τούτο, μα είναι δικό του πάθος, ιδία του ανάγκη, βασανίζεται για χρήματα ή τιμάς ή άλλο τι, είναι πάντοτε μωρός.

24 Ιουλίου.

Επειδή ενδιαφέρεσαι τόσον πολύ να μη αμελώ την ζωγραφική μου θα προτιμούσα καλύτερα ν' αποσιωπήσω όλως διόλου το πράγμα, παρά να σου πω ότι προ πολλού πολύ λίγο καταγίνομαι.

Ποτέ ως τώρα δεν υπήρξα πλέον ευτυχής, ποτέ αίσθημά μου για τη φύση ως τα λιθαράκια και ως τη χλόη δεν ήσαν πληρέστερον και πλέον ενδόμυχον. και όμως — δεν ηξεύρω πως να εκφρασθώ, η παραστατική μου δύναμις είναι τόσον αδύνατος, το παν τόσον πλέει και αιωρείται μπρος στην ψυχή μου: ώστε καμμίαν εικόνα δεν δύναμαι να συλλάβω· αλλά φαντάζομαι ότι, αν είχα πηλόν ή κερί, θα διέπλασσα καλύτερα. Θα λάβω και πηλόν, αν αυτή η κατάστασις διαρκέση περισσότερον, και θα ζυμώσω, και ας γείνουν και πήττες.

Της Καρολίνας την εικόνα τρεις φορές την άρχισα και τις τρεις εντροπιάσθηκα. Τούτο με λυπεί τόσο μάλλον όσο προ ολίγου καιρού επετύγχανα πολύ εις την ομοιότητα. Έπειτα λοιπόν την εσκιαγράφησα, και τούτο ας μου αρκέση.

20 Ιουλίου.

Πολλές φορές ως τώρα απεφάσισα να μη τη βλέπω τόσον συχνά. Ναι, ποιός μπορεί να φυλάξη την απόφασή του! Κάθε μέρα υπόκειμαι εις τον πειρασμόν και ορκίζομαι: «αύριο μια φορά δεν θα πας», και όταν έρχεται το πρωί ευρίσκω μίαν ακατανίκητον αιτίαν, και πριν το καταλάβω, ευρίσκομαι πλησίον της. Ή μου είπε την εσπέραν: θα έλθετε βέβαια αύριο: — Ποιος μπορούσε να μην πάη; Ή μου δίδει μίαν παραγγελίαν και ευρίσκω πρέπον να της φέρω μόνος μου την απάντησιν; ή η ημέρα είναι πολύ ωραία, πηγαίνω εις το Βαλάιμ, και όταν πλέον είμαι εκεί, μισή μόνον ώρα είναι έως σ' αυτής! — Είμαι πάρα πολύ πλησίον εις την ατμοσφαίραν της. — Έν βήμα και είμαι εκεί. Η γιαγιά μου έλεγεν παραμύθι για ένα βουνό από μαγνήτη· τα πλοία, τα οποία επλησίαζαν πάρα πολύ, έχαναν διά μιας όλα τα σιδερικά των, τα καρφιά επετούσαν προς το βουνό, και οι ταλαίπωροι ταξιδιώτες εσκοτώνοντο ανάμεσα στα σανίδια που έπεφταν το ένα πάνω στ' άλλο.

30 Ιουλίου.

Ο Αλβέρτος έφθασε, και εγώ θα πάω· και αν ήτον ο κάλαιστος, ο ευγενέστατος άνθρωπος, εις τον οποίον θα ήμουν πρόθυμος να υποτάσσωμαι υπό πάσαν έποψιν, θα μου ήτο ανυπόφορον να τον βλέπω προ των οφθαλμών μου να έχη τόσας τελειότητας. — Αρκεί, Γουλιέλμε, ο μνηστήρ ήλθεν. Ένας καλός, αξιαγάπητος νέος, τον οποίον πρέπει ν' αγαπά κανείς. Ευτυχώς δεν ήμουν εκεί κατά την υποδοχήν! Αυτό θα μου κατεξέσχιζε την καρδιά. Προς τούτοις είναι τόσο τίμιος, και δεν εφίλησεν ούτε μια φορά την Καρολίνα μπροστά μου. Γι' αυτό ας τον ανταμείψη ο Θεός! Για το σέβας που έχει στην κόρη πρέπει να τον αγαπώ. Με ευνοεί, και υποθέτω ότι αυτό είναι έργον της Καρολίνας μάλλον παρά του ιδίου του αισθήματος· διότι ως προς αυτό η γυναίκες είναι επιτήδειες, και έχουν δίκαιον: όταν δύνανται να διατηρούν δύο εραστάς σε καλή αναμεταξύ τους σχέση, είναι πάντα δικό τους κέρδος, όσον σπανίως και αν κατορθώνεται.

Εν τούτοις δεν δύναμαι ν' αρνηθώ εις τον Αλβέρτον την υπόληψίν μου. Η εξωτερική του απάθεια ευρίσκετο σε μεγάλην αντίθεσι προς την ανησυχίαν του χαρακτήρος μου, που δεν δύναται να κρυφθή. Έχει πολύ αίσθημα, και εννοεί τι κειμήλιον είναι η Καρολίνα γι' αυτόν. Φαίνεται, ότι σπανίως δυσθυμεί, και ξεύρεις πως είναι το μόνον αμάρτημα που υπερβολικά το αποστρέφομαι εις τον άνθρωπον.

Με θεωρεί ως άνθρωπον με νουν και η αφοσίωσίς μου εις την Καρολίναν, η αληθινή μου χαρά, που αισθάνομαι εις όλας τας πράξεις της, αυξάνει τον θρίαμβόν του, και την αγαπά τόσον περισσότερον. Αν δε ίσως την βασανίζη ενίοτε με μικρή ζηλοτυπία, τούτο δεν το εξετάζω· εγώ τουλάχιστον αν ήμουν εις την θέσιν του, δεν θα έμενα ασφαλής απ' αυτόν τον διάβολο.

Ας είναι κ' έτσι! η ευχαρίστησίς μου να είμαι πλησίον τις Καρολίνας πάει. Μωρίαν να ονομάσω τούτο ή αποτύφλωσιν; — Τι χρειάζονται ονόματα, αφού αυτό το πράγμα μιλή! — Ήξευρα όλα, ότι τώρα ηξεύρω, πριν έλθη ο Αλβέρτος· ήξευρα πως δεν μπορούσα να έχω αξίωσι γι' αυτήν, ούτε είχα καμμίαν — δηλαδή εφόσον είναι δυνατόν, απέναντι τόσου θελγήτρου να μη επιθυμήση κανείς τίποτε — και τώρα ο ανόητος εκπλήττομαι, ότι ο άλλος πράγματι έρχεται και μου παίρνει την κόρη.

Τρίζω τα δόντια μου, και χλευάζω την αθλιότητά μου, και περιφρονώ διπλασίως και τριπλασίως εκείνους που μπορούν και λέγουν: «να το ξεχάσω», αφού δα δεν γίνεται αλλοιώς. — Γλύτωσέ με απ' αυτά τα ξόανα, — Γυρίζω εις τα δάση, και όταν έρχωμαι εις την Καρολίναν και ο Αλβέρτος κάθεται πλησίον της στον κήπο στο κιόσκι και δεν δύναμαι να φύγω, τότε φέρομαι σαν τρελός και κάμνω χίλιες δυο ανοησίες. — Δι' όνομα του Θεού, μου είπε σήμερον η Καρολίνα, σε παρακαλώ, μη [κάμεις] καμμίαν σκηνήν, σαν εκείνην της χθεσινής βραδειάς. Είσθε φοβερός όταν είσθε έτσι εύθυμος. — Αναμεταξύ μας, καιροφυλακτώ την στιγμήν, όταν αυτός έχει ασχολίες· ω! ευθύς ευρίσκομαι πλησίον της, και είμαι πάντοτε ευχαριστημένος όταν την ευρίσκω μόνην.

8 Αυγούστου

Σε παρακαλώ, αγαπητέ Γουλιέλμε, δεν είχα σε υπ' όψιν όταν απεκάλουν ανυποφόρους τους ανθρώπους που απαιτούν από μας υπομονήν εις άφευκτα κακά. Αληθινά δεν εφανταζόμουν ότι ηδύνασο να είσαι παρομοίας γνώμης. Και κατά βάθος έχεις δίκαιον.

Ένα μόνον, φίλτατέ μου! Εις τον κόσμον πολύ σπανίως γίνεται κάτι με το είτε — είτε· αι ενέργειαι, και αι επιχειρήσεις έχουν τόσον ποικίλας αποχρώσεις, όσαι παραλλαγαί υπάρχουν μεταξύ της γρυπής μύτης σαν του γερακιού και της μύτης της πλακουτσής. Δεν θα σου κακοφανή, λοιπόν, όταν παραδέχωμαι όλον τον συλλογισμόν σου, και όμως ζητώ να ξεφύγω από το είτε — είτε.

Είτε έχεις ελπίδα, λέγεις διά την Καρολίναν, είτε δεν έχεις καμμίαν. Καλά! Κατά μεν την πρώτην περίπτωσιν ζήτει να την πραγματοποιήσης, ζήτει να την φθάσης εις την εκτέλεσιν των πόθων σου· κατά δε την δευτέραν δείξου άνδρας, και προσπάθησε ν' απαλλαγής από ένα δυστυχισμένο αίσθημα που δεν δύναται να μη εξολοθρέψη όλας τας δυνάμεις σου. — Άριστέ μου φίλε! καλά το είπες και — εύκολα.

Και δύνασαι ν' απαιτήσης από τον δυστυχή εκείνον, που η ζωή του τρώγεται ολοένα από χρονίαν αρρώστεια, δύνασαι ν' απαιτήσης απ' αυτόν να θέση τέλος διά μιας εις τα βάσανά του μ' ένα μαχαίρι; Και μήπως το κακόν, το οποίον κατατρώγει τας δυνάμεις του, δεν του αφαιρεί συγχρόνως και το θάρρος να ελευθερωθή απ' αυτό;

Μπορούσες με μιαν ανάλογη παραβολή ν' αποκριθής: Ποιος δεν θα επροτιμούσε να στερηθή μάλλον το χέρι του παρά διστάζοντας και οκνεύοντας να διακυβεύση την ζωήν του; — Δεν ξεύρω! — και ας μη χρονοτριβούμε σε παραβολές. Αρκεί — Ναι, Γουλιέλμε, έχω πολλάκις στιγμές θάρρους που αναβρύει και ξετινάζει και τότε φθάνει να ήξευρα, πού; — θα επήγαινα εκεί.

Βράδυ.

Το ημερολόγιόν μου, που από καιρό το είχα αμελήσει, σήμερα μου έπεσε πάλιν εις τα χέρια, και εξεπλάγην, πώς εν συνειδήσει επροχώρησα εις όλα αυτά, βήμα προς βήμα! Πώς έβλεπα τόσον καθαρά, πάντα την κατάστασή μου, και όμως εφέρθην σαν παιδί· τώρα ακόμη τόσον καθαρά βλέπω, και όμως δεν υπάρχει κανένα φαινόμενον βελτιώσεως.

10 Αυγούστου.

Θα μπορούσα να περνώ την πιο καλή κ' ευτυχισμένη ζωή, αν δεν ήμουν μωρός. Τόσον ευνοϊκαί περιστάσεις που είναι αυταί, εις τας οποίας τώρα ευρίσκομαι, δεν συνενούνται εύκολα διά να τέρψουν την ψυχήν ενός ανθρώπου. Αχ! τόσον είναι βέβαιον ότι η καρδία μας μόνη είναι ο δημιουργός της ευτυχίας της. — Να είμαι μέλος της πλέον αξιαγαπήτου οικογενείας· ν' αγαπώμαι από τον γέροντα σαν παιδί του, από τα μικρά σαν πατέρας, και από την Καρολίνα! — έπειτα ο καλός Αλβέρτος, ο οποίος με καμμιά σκυθρωπότητα, με καμμιά κακοτροπία δεν διαταράσσει την ευτυχίαν μου· ο οποίος με εγκάρδια φιλιά με περιβάλλει· εις τον οποίον εγώ, μετά την Καρολίναν, είμαι το αγαπητότατον όν εις τον κόσμον! — Γουλιέλμε, είναι χαρά Θεού να μας ακούη κανείς όταν πηγαίνωμεν περίπατο και συνδιαλεγώμεθα περί της Καρολίνας· τίποτε στον κόσμο δεν ευρέθη γελοιωδέστερον απ' αυτή τη σχέση, και όμως απ' αυτήν μου έρχονται συχνάκις δάκρυα εις τους οφθαλμούς.

Όταν μου διηγήται για την αγαθή του μητέρα· πώς επί της κλίνης του θανάτου παρέδωκεν εις την Καρολίναν το σπίτι της και τα τέκνα της, και του εσύστησε την Καρολίναν• πώς από τον καιρό εκείνο ένα όλως διόλου άλλο πνεύμα εμψύχωσε την Καρολίναν· πώς αυτή ως προς την φροντίδα του νοικοκυριού της και ως προς την σοβαρότητα έγεινεν αληθινή μητέρα· πώς καμμίαν στιγμήν του καιρού της δεν επέρασε χωρίς ενεργόν αγάπην, χωρίς εργασίαν και όμως η φαιδρότης της, η ευθυμία της ποτέ δεν την άφησαν, — Περιπατώ πλησίον του, και μαζεύω άνθη στο δρόμο· τα συμπλέκω με πολλήν προσοχήν εις ανθοδέσμην, — και τα ρίπτω εις το ποτάμι, που τρέχει δίπλα, και τα παρακολουθώ με το βλέμμα πώς ήρεμα κατέρχονται. — Δεν ηξεύρω αν σου έγραψα ότι ο Αλβέρτος θα μένη εδώ και θα λάβη μίαν θέση με καλό μισθό από την Αυλήν, όπου αγαπάται πολύ. Ως προς την προθυμίαν εις υποθέσεις, ολίγους είδα ομοίους του.

12 Αυγούστου.

Βέβαια ο Αλβέρτος είναι ο κάλλιστος άνθρωπος υπό τον ουρανόν. Χθες μου συνέβη μαζί του μία θαυμασία σκηνή. Επήγα διά να τον αποχαιρετήσω· γιατί μου ήλθεν η όρεξη να κάμω ένα γύρον έφιππος εις τα βουνά, αφ' ότου τώρα και σου γράφω· και καθώς πηγαινοέρχομαι εις το δωμάτιον, μου πίπτουν εις τα μάτια τα πιστόλιά του. — Δάνεισέ μου τα πιστόλια, είπα, για το ταξείδι μου. — Ευχαρίστως, είπεν, αν θέλης να λάβης τον κόπον να τα γεμίσης· εγώ τα έχω κρεμασμένα μόνον διά τον τύπον. Έλαβα έν απ' αυτά, και εκείνος εξακολουθούσε: Αφ' ότου η επιμέλειά μου σ' αυτά μου την κατάφερε τόσον άσχημα, δεν θέλω πλέον να έχω σχέσιν με τέτοια πράγματα. — Ήμουν περίεργος να μάθω την ιστορίαν. — Έμεινα, διηγήθηκε, επί τρεις περίπου μήνας εις την εξοχήν εις ένα φίλον, είχα ένα ζευγάρι πιστόλια αγέμιστα, και εκοιμώμην ήσυχος. Μίαν φοράν μετά μεσημβρίαν, ενώ έβρεχε και εκαθήμην άεργος, δεν ηξεύρω πώς μου κατεβαίνει: πιθανόν να μας επιτεθούν, μπορεί να χρειασθούμε τα πιστόλια, και μπορεί . . . — ηξεύρεις δα πώς γίνονται αυτά. — Τα έδωκα εις τον υπηρέτην διά να τα καθαρίση και να τα γεμίση· και αυτός χαριεντίζεται με τα κορίτσια, θέλει να τα τρομάξη, και ο Θεός το ξεύρει πώς, το όπλον πίπτει, ενώ η βέργα ήτον ακόμη εις την κάννην, και εξακοντίζει την τουφεκόβεργαν εις την άκρη του δεξιού χεριού ενός κοριτσιού, και της συντρίβει τον αντίχειρα. Τότε είχα τις φωνές και τα κλάματα, και κοντά εις αυτά είχα να πληρώσω ακόμη και την θεραπείαν, και από τότε αφίνω κάθε όπλον αγέμιστον. Ω φίλτατέ μου, τι είναι η πρόνοια; Δεν μπορεί κανείς να μάθη να διαφεύγη τον κίνδυνον! Μολονότι — Ηξεύρεις όμως ότι αγαπώ πολύ τον άνθρωπον έως εις τα μολονότι του· γιατί, όπως δεν το ξέρουμε, κάθε γενικόν αξίωμα δεν έχει και εξαιρέσεις; Αλλά τόσον δίκαιος είναι ο άνθρωπος αυτός! Όταν νομίζη ότι είπε κάτι απερίσκεπτον, γενικόν, αμφίβολον, τότε δεν σου παύει να το περιορίζη, να το τροποποιή, να προσθέτη και ν' αφαιρή, έως ότου τέλος δεν μείνη τίποτε πλέον από το πράγμα. Και απ' αυτή την αφορμή των όπλων εβυθίσθη πάρα πολύ εις τα καθέκαστα· τελευταίον δεν τον επρόσεχα πλέον, έπεσα εις φαντασίας και με αλλόκοτον σχήμα επίεσα το στόμιον του πιστολιού πάνωθε από το δεξί μάτι στο μέτωπον. Ντροπή! είπεν ο Αλβέρτος, ενώ μου κατέβασε το πιστόλι, τι σημαίνει τούτο; — Δεν είναι γεμάτον, είπα. — Και έτσι πάλιν, τι σημαίνει; επρόσθεσεν ανυπόμονος. Δεν δύναμαι να εννοήσω πώς μπορεί κανένας να είναι τρελλός, ώστε να αυτοχειριασθή· μόνη η σκέψις μού διεγείρει απέχθειαν.

— Πώς σεις οι άνθρωποι, ανεφώνησα, διά να μιλήσετε περί ενός πράγματος, επιφωνείτε ευθύς: τούτο είναι ανόητον, τούτο είναι σοφόν, αυτό είναι καλόν, αυτό είναι κακόν! Και τι θέλουν να πουν όλα αυτά; Έχετε ερευνήσει τας εσωτερικάς σχέσεις πράξεώς τινος; Ηξεύρετε να αναπτύσσετε με ακρίβειαν τας αιτίας γιατί έγεινε, γιατί έπρεπε να γείνη! Αν εκάμνετε αυτό, δεν θα είσθε τόσον γλήγοροι εις τας κρίσεις σας.

— Αλλά θα παραδεχθής, είπεν ο Αλβέρτος, πως μερικαί πράξεις μένουν εγκληματικαί, κι' ας συμβή από οποιονδήποτε λόγον.

Ύψωσα τους ώμους, και συγκατένευσα. — Όμως, αγαπητέ μου, εξηκολούθησα, υπάρχουν και εδώ εξαιρέσεις. Είναι αλήθεια ότι η κλοπή είναι αμάρτημα· αλλ' ο άνθρωπος, που για να σώση τον εαυτόν του και τους ιδικούς του από βέβαιη πείνα παραδίδεται εις την αρπαγήν, αξίζει συμπάθειαν μάλλον παρά τιμωρίαν! Ποιος ρίχτει τον πρώτον λίθον κατά του συζύγου, που εις δικαίαν οργήν κατασφάζει την άπιστον γυναίκα του και τον ουτιδανόν της διαφθορέα; κατά της κόρης, που εις ηδονικωτάτην ώραν παραδίδεται εις τις αχαλίνωτες τέρψεις του έρωτος: Οι νόμοι μας αυτοί, οι ψυχρόαιμοι εκείνοι λεπτολόγοι, συγκινούνται, και αναστέλλουν την τιμωρίαν των.

— Αυτό είναι όλως διόλου άλλο, επρόσθεσεν ο Αλβέρτος, διότι άνθρωπος τον οποίον αφαρπάζουν τα πάθη του χάνει όλον το λογικόν του και θεωρείται, ως μέθυσος ως παράφρων·

— Α! σεις οι φρόνιμοι άνθρωποι! εφώναξα χαμογελώντας Πάθος! Μέθη! Μανία! Στέκεσθε τόσον απαθείς και ακοινώνητοι, οι ηθικοί άνθρωποι! Κατηγορείτε τον μέθυσον, αποστρέφεσθε τον παράφρονα, αντιπαρέρχεσθε, ως λευίτης, και ευχαριστείτε τον Θεόν, ως ο Φαρισαίος, ότι δεν σας έκαμεν ένα απ' αυτούς. Πλέον ή άπαξ ήδη εμέθυσα, ουδέποτε τα πάθη μου ήσαν μακράν της μανίας, και ούτε διά το έν ούτε διά το άλλο μετανοώ· γιατί έμαθα κατά τον δικό μου στοχασμό να εννοώ πως όλοι οι έκτακτοι άνθρωποι που έκαμαν κάτι μεγάλο, κάτι που εφαινότουν αδύνατο δεν μπορούσε στην αρχή παρά να κηρυχθούν μέθυσοι και μανιακοί.

Αλλά και στην καθημερινή ζωή είναι ανυπόφορο ν' ακούη κανείς να φωνάζουν καθενός σχεδόν για μια κάπως γενναία, ευγενή, απροσδόκητη πράξη: ο άνθρωπος αυτός είναι μέθυσος, είναι τρελλός! Ντραπήτε, σεις οι εγκρατείς! Ντραπήτε σεις οι σοφοί!

— Αυτά είναι πάλιν από τις φαντασίες σου, είπεν ο Αλβέρτος. Είσαι εις όλα υπερβολικός, και τουλάχιστον έχεις αναμφιβόλως άδικον, παραβάλλοντας την αυτοκτονίαν περί της οποίας τώρα ο λόγος, προς μεγάλας πράξεις, ενώ δεν μπορεί κανείς να την θεωρήση παρά ως αδυναμίαν. Γιατί βέβαια ευκολώτερο είναι ν' αποθάνη κανείς παρά να υποφέρη καρτερικά ζωήν γεμάτη βάσανα.

Εκόντευα να διακόψω την ομιλίαν· διότι κανένας άλλος συλλογισμός δεν με δαιμονίζει τόσον, όταν μου παρουσιάζεται κανείς με ασήμαντον ρητορικόν τύπον, όταν εγώ ομιλώ εξ όλης μου της καρδίας. Εκρατήθηκα όμως γιατί συχνά ήδη το είχα ακούσει, και συχνά είχα αγανακτήσει, και του απήντησα με κάποιαν ζωηρότητα: Ονομάζεις αυτό αδυναμίαν! Σε παρακαλώ, μη εξαπατηθής από το φαινόμενον. Ένα λαόν, που στενάζει υπό τον ανυπόφορον ζυγόν τυράννου, θα τον ονομάσης αδύνατον, όταν τέλος αναβράση και σκάση τα δεσμά του; Άνθρωπος που τρομάζοντας γιατί επήρε φωτιά το σπίτι του, αισθάνεσαι να εντείνωνται όλες του αι δυνάμεις και μ' ευκολίαν αποκομίζει βάρη, τα οποία ήσυχος μόλις δύναται να κινήση, άνθρωπος, που αγριεύοντας από μια προσβολή, τα βάνει με έξη και τους νικά, αυτοί θα ονομάζονται αδύνατοι; Και φίλε μου, αν η έντασις είνε ισχύς, γιατί η υπερέντασις να είναι το εναντίον; — Ο Αλβέρτος με προσέβλεψε και είπε: Μη σου κακοφαίνεται, τα παραδείγματα, που φέρεις, δεν φαίνονται να τεριάζουν. — Ημπορεί, είπα εγώ· με εμέμφθησαν συχνά, ως τώρα, ότι ο συνειρμός των ιδεών μου ενίοτε επλησίαζε προς φλυαρίαν. Ας ιδούμε λοιπόν, αν δυνάμεθα με άλλον τρόπον να παραστήσωμεν εις τον εαυτόν μας τι συμβαίνει εις την καρδίαν του ανθρώπου που αποφασίζει ν' απορρίψη το άλλως ευάρεστον φορτίον της ζωής. Γιατί μόνον όταν συναισθανώμεθα κ' εμείς ένα πράγμα, τότε έχομεν το δικαίωμα να μιλούμε γι' αυτό.

Η ανθρωπίνη φύσις, εξηκολούθησα, έχει τα όριά της· δύναται να υποφέρη χαρές, θλίψες, πόνους μέχρις ενός βαθμού, καταστρέφεται δε ευθύς όταν ο βαθμός αυτός ξεπερασθή. Εδώ λοιπόν δεν είναι το ζήτημα, αν ένας είναι ασθενής ή ισχυρός, αλλ' αν δύναται εις το μέτρον του πάθους του ν' αντέχη, είτε είνε τούτο ηθικόν είτε σωματικόν και εγώ ευρίσκω τόσον παράδοξον το να λέγουν πως ο άνθρωπος που αφαιρεί την ζωήν του είναι δειλός, όσον άτοπον θα ήτο να λέγεται δειλός εκείνος που αποθνήσκει από κακοήθη πυρετόν.

— Παράδοξον! πολύ παράδοξον! εφώναξεν ο Αλβέρτος. — Όχι τόσον, όσον υποθέτεις, απήντησα εγώ. Παραδέχεσαι ότι ονομάζομεν ασθένειαν θανάτου εκείνην, διά της οποίας τόσον προσβάλλεται η φύσις, ώστε αι δυνάμεις της εν μέρει μεν να χάνωνται, εν μέρει δε ν' αδρανούν, ώστε να μη είναι ικανή ν' αναλάβη πάλιν ούτε με μίαν ευτυχή επανάστασιν ν' αποκαταστήση εκ νέου την τακτικήν κυκλοφορίαν της ζωής. Τώρα, αγαπητέ μου, ας εφαρμόσωμεν τούτο εις το πνεύμα. Κύτταξε τον άνθρωπον εις τον κύκλον του, πώς εντυπώσεις επενεργούν επ' αυτού, πώς ιδέαι στερεώνονται μέσα του, έως ότου τέλος έν αυξανόμενον πάθος του αφαιρεί όλη την ήσυχη ψυχική δύναμη, και τον φέρει εις όλεθρον.

Μάταια ο απαθής, ο φρόνιμος άνθρωπος διαβλέπει την κατάστασιν του δυστυχούς, μάταια τον συμβουλεύει! Τα ίδιο, όπως και ένας υγιής, που στέκεται παρά την κλίνην του ασθενούς, δεν δύναται να του ενστάξη ουδέ το ελάχιστον από τας δυνάμεις του.

Για τον Αλβέρτο όλ' αυτά που είπα ήσαν πάρα πολύ γενικά. Του ενθύμησα ένα κορίτσι το οποίον προ ολίγου χρόνου ηύραν νεκρό μέσα στο νερό, και του επανέλαβα την ιστορίαν της. — Ένα καλό νεαρό πλάσμα, που είχε μεγαλώσει εις τον στενόν κύκλον οικιακών ενασχολήσεων, ωρισμένης εβδομαδιαίας εργασίας, που δεν εγνώριζεν άλλην έποψιν τέρψεως παρά τις Κυριακές με το στολισμό του, τον οποίον ολίγον κατ' ολίγον είχεν αποκτήσει, να πηγαίνη περίπατον μαζί με τις όμοιές της, γύρω στην πόλη, να χορεύη ίσως δύο τρεις φορές τον χρόνο, και προς τούτοις με όλην την ζωηρότητα του εγκαρδιωτάτου ενδιαφέροντος να κουβεντιάζη πολλές ώρες με μια γειτόνισσα περί της αφορμής μιας φιλονεικίας, μιας συκοφαντίας. Έως ου η θερμή της φύσις αισθάνθηκε τέλος εσωτερικώτερες ανάγκες, αι οποίαι διά των κολακειών των ανδρών αυξάνονται. Οι προτερινές της ηδονές της γίνονται ολίγον κατ' ολίγον άνοστες, έως ότου τέλος συναντά ένα άνθρωπον, προς τον οποίον ελκύεται υπό αγνώστου αισθήματος, ακαθέκτως, εις τον οποίον τώρα αναθέτει όλες τις ελπίδες της, λησμονεί γύρω της τον κόσμον, τίποτε δεν ακούει, τίποτε δεν βλέπει, τίποτε δεν αισθάνεται παρά αυτόν, τον μόνον, μόνον αυτόν ποθεί, τον μόνον. Μην έχοντας διαφθαρή από τις μάταιες ευχαριστήσεις ασταθούς ματαιότητος, διευθύνει τας επιθυμίας της ακριβώς προς τον σκοπόν· θέλει να γείνη δική του, θέλει δι' αιωνίου συνδέσμου να επιτύχη όλην την ευτυχίαν που της λείπει, ν' απολαύση όλας μαζί τας ηδονάς που εποθούσε. Επανειλημμένη υπόσχεσις, η οποία επισφραγίζει την βεβαιότητα όλων των ελπίδων της, τολμηρά θωπεύματα που αυξάνουν τας επιθυμίας της, περιπλέκουν όλην την ψυχήν της· κολυμβά εις μίαν αμυδράν συνείδησιν, εις μίαν προαίσθησιν όλων των ηδονών, ευρίσκεται είς μεγίστην έντασιν, απλώνει τέλος τους βραχίονάς της για να περιπτυχθή όλας της τας επιθυμίας — και ο ερωμένος της την αφίνει. Ναρκωμένη, αναίσθητη, στέκεται προ αβύσσου· το παν είναι σκότος γύρω της, καμμία ελπίς, καμμία παρηγορία, καμμία προσδοκία! γιατί την άφησεν εκείνος εις τον οποίον μόνον αισθανότουν την ύπαρξίν της. Δεν βλέπει τον εκτεταμένον κόσμον ο οποίος κείται προ αυτής, ουδέ τους πολλούς οι οποίοι ηδύναντο να της αναπληρώσουν την απώλειαν, αισθάνεται τον εαυτόν της ολομόναχον, αισθάνεται πως ο κόσμος την εγκατέλειψεν· εγκαταλελειμμένη υπό του κόσμου, και τυφλή, στενοχωρημένη υπό της φοβεράς ανάγκης της καρδιάς της, κατακρημνίζεται, ώστε μέσα στο θάνατο, που τα πάντα περιλαμβάνει, να καταπνίξη όλα τα βάσανά της. — Αυτή, Αλβέρτε, είναι η ιστορία τόσων πολλών ανθρώπων! Δεν είναι το ίδιο, όπως και η ασθένεια; Η φύσις δεν ευρίσκει καμμίαν διέξοδον εκ του λαβυρίνθου των περιπλόκων και αντιθέτων δυνάμεων, και ο άνθρωπος πρέπει ν' αποθάνη. Αλλοίμονον εις εκείνον που θα ηδύνατο να είναι θεατής και να ειπή: η ανόητη! αν επερίμενεν, αν άφινε τον καιρόν να επενεργήση, η απελπισία του θα επραΰνετο, θα ευρίσκετο άλλος κανένας να την παρηγορήση. Είναι το ίδιον σαν να έλεγε κανείς: ο ανόητος πεθαίνει από πυρετόν! Αν επερίμενεν, ως που αι δυνάμεις του ν' αναλάβουν, οι χυμοί του να καλυτερεύσουν, η ταραχή του αίματός του να κατευνασθή, όλα θα επήγαιναν καλά, και θα εζούσε σήμερον.

Ο Αλβέρτος, εις τον οποίον η παραβολή δεν ήτον ακόμη φανερά, αντέταξε μερικά, και μεταξύ άλλων ότι ωμίλησα μόνον για ένα άμυαλο κορίτσι· πώς όμως ηδύνατο να δικαιολογηθή ένας άνθρωπος νουνεχής, που δεν είναι τόσω περιωρισμένος, που έχει πλατύτερη μάθηση και πείραν, ώστε να μπορή να κρίνη! — Φίλε μου, ανεφώνησα, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, και το λίγο μυαλό που θα έχη κανείς, ολίγην ή ουδεμίαν σημασίαν έχει, όταν τα πάθη μαίνωνται, και η συνθήκες της ανθρωπότητος τον πιέζουν. Αλλά περισσότερα γι' αυτό ας μιλήσουμε καμμίαν άλλη φορά, είπα κ' επήρα το καπέλλο μου να φύγω. Ω! ήταν τόσο γεμάτη η καρδιά μου, — και εχωρισθήκαμε χωρίς να νοιώσουμε ο ένας τον άλλον. Πόσον δύσκολα εις αυτόν τον κόσμον εννοεί ο ένας τον άλλον.

15 Αυγούστου.

Είναι όμως βέβαιον ότι εις τον κόσμον τίποτε άλλο δεν κάμνει τον άνθρωπον αναγκαίον όσον η αγάπη. Η Καρολίνα αισθάνομαι ότι δεν θα ήθελε να με χάση, και τα παιδιά δεν έχουν άλλη σκέψη παρά πότε θα ξανάρθω κάθε πρωί. Σήμερα επήγα εκεί, για να κουρδίσω το πιάνο της Καρολίνας, δεν μπόρεσα όμως να το κουρδίσω γιατί τα μικρά με επαίδευαν να τους ειπώ παραμύθι, και η ίδια η Καρολίνα είπε πως έπρεπε να κάμω τη θέλησή τους. Τους έκοψα το βραδινό ψωμί, που τώρα το λαμβάνουν από μένα όχι με λιγώτερη ευχαρίστηση παρά από την Καρολίνα, και τους διηγήθηκα το περίφημο παραμύθι της πριγκηπέσσας, που υπηρετείται από μαγευμένα χέρια. Μαθαίνω πολλά, σε βεβαιώ, έτσι και εκπλήττομαι για τας εντυπώσεις που τους προξενεί. Επειδή κάποτε αναγκάζομαι να εφεύρω κανένα επεισόδιο, που κατά τη δεύτερη φορά το λησμονώ, ευθύς μου λέγουν ότι την προηγούμενη φορά ήτο διαφορετικά, ώστε τώρα γυμνάζομαι να τους τα διηγούμαι αμετάβλητα και με την ίδιαν φωνή. Έτσι έμαθα πως ένας συγγραφεύς με δεύτερη αλλοιωμένη έκδοση της ιστορίας του, όσο καλύτερη και αν είναι αυτή ποιητικώς, θα βλάψη κατ' ανάγκην το βιβλίον του. Η πρώτη εντύπωσις μας ευρίσκει προθύμους, και ο άνθρωπος είναι καμωμένος ώστε και περί του πλέον αλλοκότου να μπορή κανείς να τον πείση, αλλ' αυτό έτσι αμέσως στερεά προσκολλάται εις τον νουν του, ώστε αλλοίμονον εις εκείνον που θελήση να το εξαλείψη και να το σβύση!

13 Αυγούστου.

Έπρεπε λοιπόν να είναι έτσι εις τον κόσμον, ώστε ό,τι κάμνει την ευδαιμονίαν του ανθρώπου να γίνεται πάλιν πηγή της δυστυχίας του;

Το μεστόν, θερμόν αίσθημα της καρδιάς μου προς την ζώσαν φύσιν, που με τόσην ηδονή με κατέκλυζε, που μου παρουσίαζε τον κόσμο γύρω σαν παράδεισο μου καθίσταται τώρα ανυπόφορος βασανιστής, ολέθριος δαίμων, που παντού με καταδιώκει. Όταν άλλοτε από το ύψος του βράχου απέβλεπα εις την εύφορον κοιλάδα, από του ποταμού μέχρι των λόφων εκείνων, και το παν γύρω μου έβλεπα να βλαστάνη και να αναβλύζη· όταν έβλεπα τα βουνά εκείνα ενδυμένα από τους πρόποδας μέχρι των κορυφών με υψηλά πυκνά, δένδρα, τας κοιλάδας εκείνας με τους ποικίλους ελιγμούς των να ισκιώνωνται από τα τόσο όμορφα δάση και ο γλυκύς ποταμός παρέρρεε μεταξύ των ψιθυριζόντων καλαμιών, και κατώπτριζε τα προσφιλή νέφη, που μετέωρα στον ουρανό εσέρνονταν από τον γλυκό, εσπερινό αγέρα· όταν άκουα τότε τα πτηνά γύρω μου να εμψυχώνουν το δάσος και μυριάδες σμήνη κωνώπων εύθυμα εχόρευαν εις τας τελευταίας ερυθράς ακτίνας του ηλίου, και το τελευταίον σπαράσσον βλέμμα του αποσπούσε τον βομβούντα κάνθαρον από το χόρτον του· και ο συριγμός και η γύρω μου κίνησις με έκαμναν προσεχτικόν εις το έδαφος, και το βρύον, που από τον τραχύν του βράχου εκβιάζει την τροφήν του, και το σπάρτον, που βλαστάνει εκεί πέρα στον ξηρόν αμμώδη λόφον, μου εξάνοιγε την εσωτερικήν, διάπυρον, ιεράν ζωήν της φύσεως· πώς εδεχόμην όλα αυτά εις την θερμή μου καρδιά, αισθανόμουν τον εαυτόν μου μέσα στην πλημμυρούσαν αφθονίαν ως αποθεωμένον, και αι λαμπραί μορφαί του απείρου κόσμου εκινούντο εις την ψυχήν μου ζωογονούσαι το παν. Υπερφυή βουνά με περιέβαλλαν, άβυσσοι έκειντο εμπρός μου, και χείμαρροι εκρημνίζοντο κάτω, οι ποταμοί έρρεαν κάτωθέ μου, και δάση και όρη αντηχούσαν και έβλεπα όλες τις αδιερεύνητες δυνάμεις να εργάζωνται και να πλάττουν εις τα βάθη της γης· και επί της γης και υπό τον ουρανόν τα γένη των πολυειδών δημιουργημάτων να φρίσσουν από ζωήν. Το παν, το παν να πληθύνεται διά μυρίων μορφών και τους ανθρώπους έπειτα εις τας καλύβας των ν' ασφαλίζωνται κάμποσοι μαζί και να συνοικίζωνται και να εξουσιάζουν εις την ιδέαν των τον απέραντον κόσμον! Μωρέ, που το παν θεωρείς τόσον μικρόν επειδή συ είσαι τόσον μικρός! — Από ταπρόσβατα βουνά διά της ερήμου, την οποίαν κανένα πόδι δεν επάτησε, έως το τέλος του αγνώστου ωκεανού πνέει το πνεύμα του αιωνίως δημιουργούντος, και χαίρε για κάθε σκόνη που το αισθάνεται και ζη. — Αχ, τότε, πόσες φορές επεθύμησα με τις πτέρυγες ενός περιγιάλι του απείρου ωκεανού, να πιω από το αφρίζον ποτήρι του απείρου εκείνην την πλημμυρίζουσαν ηδονήν της ζωής, και μια μόνη στιγμή εις την περιωρισμένη δύναμη του στήθους μου, να αισθανθώ μίαν σταγόνα της μακαριότητος του όντος, που το παν μέσα του και από μέσα του παράγει.

Αδελφέ, μόνον η ανάμνησις εκείνων των ωρών με ευφραίνει. Αυτή δα η προσπάθεια να επαναφέρω και εκφράσω πάλιν τα ανέκφραστα εκείνα αισθήματα, ανυψώνει την ψυχήν μου υπέρ εαυτήν, και με κάμνει τότε να αισθανθώ διπλά την πίεσιν των όρων της ζωής αυτών που τώρα με κυκλώνουν.

Ένα παραπέτασμα τραβήχτηκε απ' εμπρός από την ψυχή μου και το θέατρο της άπειρης ζωής μεταμορφώνεται εμπρός μου σε μιαν άβυσσο του τάφου του αιωνίως ανοικτού. Μπορείς να πης &αυτό δα είναι&, ενώ το παν περνά με την ταχύτητα αστραπής και ενώ το κάθε τι σπάνια διατηρεί ολόκληρη τη δύναμη της υπάρξεώς του, παρασύρεται, αλλοίμονον, μέσα εις τον χείμαρρον, καταβυθίζεται και κατασυντρίβεται στους βράχους; Καμμιά στιγμή δεν υπάρχει που να μη σε κατατρώγει, εσένα και τους δικούς σου γύρω σου· καμμιά στιγμή που να μην είσαι, να μην αναγκάζεσαι να είσαι εξολοθρευτής, ο πλέον αθώος περίπατος στοιχίζει τη ζωή σε μύρια δύστυχα σκουλήκια, μια πατησιά καταστρέφει τα πλέον επίπονα κτίρια των μυρμηκιών και καταχώνει σε πικρό τάφο ένα μικρόν κόσμο! Αχ! η μεγάλη, η μοναδική συμφορά του κόσμου, η πλημμύρες αυτές που καταβροχθίζουν τις πόλεις σας με πληγώνουν· μου τρώει την καρδιά η δύναμις που καταβροχθίζει, αυτή που βρίσκεται κρυμμένη μέσα σε κάθε τι της φύσεως, αυτή που τίποτε δεν έπλασε το οποίον να μη καταστρέφει τον γείτονά του, τον εαυτόν του. Και έτσι περιπλανώμαι άθυμα, έχοντας γύρω μου τον ουρανό και τη γη και τις δυνάμεις της που ενεργούν. Τίποτε δεν βλέπω παρά ένα τέρας που αιώνια καταβροχθίζει, αιώνια αναμασσά.

21 Αύγουστου.

Μάταια απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν το πρωί όταν ξυπνώ από βαρειά όνειρα, μάταια την ζητώ την νύκτα στην κλίνη μου, όταν κανένα καλό, αθώο όνειρο με ξεγέλασε σαν να καθόμουν κοντά της στο λειβάδι και να κρατούσα το χέρι της και να το σκέπαζα με χίλια φιλήματα. Αχ! τότε σαν ακόμη παραζαλισμένος απ' τον ύπνο απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν και τη στιγμή εκείνη ξυπνώ — χείμαρρος τα δάκρυα ξεσπούν από τη βαρεία καρδιά μου και κλαίοντας απαρηγόρητα αποβλέπω προς το σκοτεινόν μέλλον.

22 Αυγούστου.

Δυστυχία μου, Γουλιέλμε! Η ενεργητικές μου δυνάμεις επαγιδεύτηκαν μέσα σε μιαν ανήσυχην αργία· δεν μπορώ να είμαι αργός, και όμως τίποτε δεν μπορώ να κάμω. Ούτε φαντασία έχω ούτε αίσθημα για τη φύση και αηδιάζω τα βιβλία. Όταν εμείς οι ίδιοι λείπουμε απ' τον εαυτό μας, τότε μας λείπει το παν. Σου ορκίζομαι ότι πολλές φορές επιθύμησα να είμαι ένας απλός εργάτης, μόνον και μόνον για νάχω, όταν σηκώνωμαι το πρωί, κάποια προσδοκία μες την αρχάμενη ημέρα, μιαν ανάγκη, μιαν ελπίδα. Πολλές φορές φθονώ τον Αλβέρτο, που τον βλέπω χωμένο μες τα έγγραφα και φαντάζομαι πως θάμουν καλά αν ήμουν στη θέση του! Κάποτε μάλιστα εστοχάσθηκα να γράψω σ' εσέ και στον υπουργό και να ζητήσω τη θέση εκείνη στην πρεσβεία, που, όπως βεβαιώνεις, δεν θα μου την ηρνούντο. Το πιστεύω κ' εγώ. Ο υπουργός με αγαπά προ πολλού και συχνά με παρεκίνησε να καταγίνω σε κάτι και τυχαίνει ώρα όπου έχω πράγματι μια τέτοια διάθεση. Έπειτα, όταν το ξανασυλλογίζωμαι και θυμούμαι τον μύθο του αλόγου που μην υποφέροντας την ελευθερία του άφησε να του βάλουν σέλλα και γκέμια και το ψόφησαν στην καβάλλα — δεν ξέρω τι να κάνω. Και, αγαπητέ μου! μήπως μέσα μου ο πόθος μου προς απαλλαγήν καταστάσεως δεν είναι μία ανήσυχη ορμή που θα με καταδιώκη παντού;

28 Αυγούστου.

Αλήθεια, αν η αρρώστεια μου μπορούσε να γιατρευτή, οι άνθρωποι αυτοί θα με γιάτρευαν. Σήμερα είναι η μέρα των γενθλίων μου· και πολύ νωρίς έλαβα ένα δεματάκι από τον Αλβέρτο. Ευθύς μόλις το άνοιξα πέφτει στα μάτια μου ένας τριανταφυλλί φιόγκος, που τον είχεν η Καρολίνα στο στήθος όταν την πρώτη φορά την εγνώρισα και που κάμποσες φορές της τον είχα ζητήσει. Μαζί μ' αυτόν ήταν δύο βιβλία σε μικρό σχήμα, ο Όμηρος στην έκδοση, του Βετστάιν, που συχνά την επιθύμησα, για να μη φορτόνωμαι στον περίπατο την έκδοση του Ερνέστου. Ιδές έτσι προλαμβάνουν τις επιθυμίες μου, έτσι επιζητούν να μου κάνουν όλες τις μικρές χάρες της φιλίας, εκείνες που είναι χίλιες φορές προτιμότερες από τα μεγαλοπρεπή δώρα, με τα οποία μας ταπεινώνει η ματαιοδοξία εκείνου που τα χαρίζει.

Φιλώ αυτό το φιόγκο χίλιες φορές και με κάθε αναπνοή ροφώ την ανάμνησιν εκείνων των ευδαιμονιών, που είχα σε κείνες τις ευτυχισμένες, τις ανεπίστρεπτες ημέρες. Γουλιέλμε, έτσι είναι, και δεν μουρμουρίζω· τα άνθη της ζωής δεν είναι παρά φαντάσματα! Πόσα παρέρχονται, χωρίς ν' αφήσουν ουδέ ίχνος! Πόσον ολίγα δίνουν καρπόν, και πόσον ολίγοι απ' αυτούς τους καρπούς ωριμάζουν! Και όμως είναι ακόμη αρκετοί· και όμως — ω αδελφέ μου! — δυνάμεθα να παραμελήσωμεν ωρίμους καρπούς, να τους περιφρονήσωμεν, να τους αφήσωμεν άγευστοι άγευστοι να σαπήσουν;

Υγίαινε! το καλοκαίρι είναι λαμπρό· κάθομαι συχνά επάνω εις τα καρποφόρα δένδρα, εις το μέρος του περιβολιού το ανήκον εις την Καρολίναν, και με την τέμπλαν, το μακρό εκείνο κοντάρι, κατεβάζω τα απίδια από την κορυφή. Εκείνη στέκεται αποκάτω και τα παίρνει όταν της τα διευθύνω κάτω.

30 Αυγούστου.

Κακομοίρη! Δεν είσαι μωρός; Δεν απατάς τον εαυτό σου; Τι θέλει αυτό το μανιώδες, ατελεύτητο πάθος; Δεν έχω πλέον καμμίαν άλλην προσευχή παρά προς αυτήν· εις την φαντασίαν μου καμμιά άλλη μορφή δεν υπάρχει παρά η ιδική της, και το παν εις τον κόσμον περί εμέ βλέπω μόνον εν σχέσει μ' αυτήν. Και τούτο λοιπόν μου δίνει κάμποσες ώρες ευτυχείς — μέχρις ότου πάλιν αναγκασθώ να αποσπασθώ απ' αυτήν. Αχ, Γουλιέλμε! προς τι με σπρώχνει συχνά η καρδία μου! — Αφού κάθωμαι πλησίον της δύο τρεις ώρας, και τέρπωμαι εις την μορφήν της, τον τρόπον της, την θαυμασίαν έκφρασιν των λόγων της, ολίγον δε κατ' ολίγον όλαι αι αισθήσεις μου εντείνονται, και σκότος απλώνεται προ των οφθαλμών μου, μόλις ακόμη ακούω και με πιάνει κάτι από τον λαιμόν, σαν ένας δολοφόνος, και η καρδιά μου εις αγρίους παλμούς ζητεί να δώση αέρα εις τις στενοχωρούμενες αισθήσεις μου και αυξάνει μόνον την ταραχήν των — Γουλιέλμε, τότε πολλάκις δεν ξεύρω αν είμαι εις τον κόσμον! Και, — όταν κάποτε η βαρυθυμία επαυξάνεται, και μου επιτρέπη η Καρολίνα την αθλίαν παρηγοριά να κλαίω τον καϋμόν μου επάνω εις το χέρι της, — τότε πρέπει να απέλθω, πρέπει να φύγω! και περιπλανώμαι τότε μακράν εις τους αγρούς, Να αναρριχώμαι τότε εις απόκρημνον βουνόν είναι η χάρι μου, να ανοίγω από άβατον δάσος ένα μονοπάτι, διά των βάτων που με πληγώνουν, διά των ακανθών, που με κατασχίζουν! Τότε ευρίσκομαι κάπως καλύτερα! Κάπως! Και όταν κάποτε από τον κόπον και δίψαν αναγκάζωμαι να μείνω εις τον δρόμον, πολλάκις εις την βαθειά νύκτα, όταν η πανσέληνος είναι ψηλά επάνωθέ μου, όταν εις έρημον δάσος κάθωμαι πάνω σε κανένα πεσμένο δένδρο για να δώσω εις τα πληγωμένα πόδια μια μικρή ξεκούραση, έπειτα με την ησυχία που δίνει ο κόπος αποκοιμώμαι το ξημέρωμα. Ω! Γουλιέλμε! η έρημος κατοικία ενός κελλίου, το τρίχινο ένδυμα και η ακανθώδης ζώνη θα ήσαν ανακουφίσεις που τις διψά η ψυχή μου. Υγίαινε! Αυτής της αθλιότητος κανένα τέλος δεν βλέπω παρά τον τάφο.

3 Σεπτεμβρίου.

Πρέπει να φύγω! Σε ευχαριστώ. Γουλιέλμε, που εδυνάμωσες την κλονιζομένην μου απόφασιν. Ήδη από δεκαπέντε ημέρες περπατώ με την σκέψιν να την εγκαταλείψω. Πρέπει να φύγω. Επήγε πάλιν εις την πόλιν σε μια φίλη της. Και ο Αλβέρτος — και — πρέπει να φύγω!

10 Σεπτεμβρίου.

Τι νύχτα ήτον! Γουλιέλμε! Τώρα αντέχω εις όλα. Δεν θα την ιδώ πλέον! Ω! γιατί δεν δύναμαι να ριφθώ στο λαιμό σου, με χίλια δάκρυα και εκστάσεις να σου εκφράσω καλέ μου, τα αισθήματα τα οποία πολιορκούν την καρδιά μου! Εδώ κάθημαι και ασθμαίνω, ζητώ να καθησυχάσω τον εαυτόν μου, περιμένω το πρωί, και με την ανατολήν του ηλίου οι ίπποι είναι έτοιμοι.

Αχ! κοιμάται ήσυχα, και δεν σκέπτεται ότι δεν θα με ιδή πλέον. Εσυγκρατήθηκα, εστάθηκα αρκετά ισχυρός, ώστε σε δυο ωρών ομιλίαν να μη προδώσω το σχέδιόν μου. Και, Θεέ, τι συνδιάλεξις!

Ο Αλβέρτος μου υπεσχέθη ευθύς μετά το δείπνον να είναι με την Καρολίναν εις τον κήπον, που ήτο κατασκευασμένος εν είδει αμφιθεάτρου. Εστεκόμουν εις το επάνω μέρος, κάτω από τις υψηλές καστανιές, και έβλεπα προς τον ήλιον, που τώρα για τελευταία φορά μου εβασίλευεν εις την αγαπητήν κοιλάδα, εις το γλυκό ποτάμι. Πόσον συχνά εστεκόμουν μ' αυτήν εδώ, και ατενίζαμεν το αυτό λαμπρόν θέαμα, και τώρα. — Πηγαινοερχόμουν εις την δενδροστοιχίαν, η οποία μου ήτο τόσον αγαπητή· κάποια μυστηριώδης συμπάθεια τόσον συχνά με εκράτει εδώ, πριν γνωρίσω την Καρολίναν, και πόσον εχάρημεν, όταν εις την αρχήν της γνωριμίας μας απεκαλύψαμεν την αμοιβαίαν κλίσιν προς την μικράν αυτήν τοποθεσίαν! Αλήθεια είναι μία από τις πιο χαριτομένες που έκαμεν η φύσις, απ' όσες εγώ έχω ιδή.

Εν πρώτοις ανάμεσα στις καστανιές έχεις την εκτεταμένην άποψιν. — Αχ, ενθυμούμαι — σου έγραψα, νομίζω, πολλά άλλοτε γι' αυτό — πως δενδροστοιχίαι από ψηλές οξυές φθάνουν κυκλικώς ως την άκρη, όπου από τις δυο μεριές απλώνετε το δάσος, και η δενδροστοιχία γίνεται επί μάλλον και μάλλον σκοτεινοτέρα, μέχρις ότου τέλος το παν καταλήγει εις ένα κλειστόν κύκλον, τον οποίον όλαι αι φρίκαι της ερημίας περιβάλλουν. Αισθάνομαι ακόμη πόσον συμπαθητικόν μου ήτο, όταν για πρώτη φορά εισήλθα εκεί ακριβώς ένα μεσημέρι, είχα ελαφρόν προαίσθημα οποία σκηνή ευδαιμονίας και λύπης έμελλε να μου γίνη το δάσος αυτό.

Εχάρηκα για μισή σχεδόν ώρα ακόμη τις φλογερές γλυκείες σκέψεις του αποχωρισμού, και του ξαναϊδωμού κατόπιν, όταν τους άκουσα να ανεβαίνουν προς το επάνω μέρος του περιβολιού. Έτρεξα προς αυτούς, ανατριχιάζοντας έπιασα το χέρι της, και το εφίλησα. Μόλις είχαμεν ανέλθει, και η σελήνη ανέτειλεν πίσω από τον θαμνώδη λόφον· ωμιλούσαμεν περί ποικίλων, και ανεπαισθήτως ήλθαμεν πλησιέστερα εις τον σκοτεινόν κύκλον. Η Καρολίνα εισήλθε και εκάθησεν, ο Αλβέρτος πλησίον της, και εγώ επίσης· η ανησυχία μου όμως δεν με άφινε να κάθωμαι πολλήν ώραν εκεί· εσηκώθηκα, ήλθα εμπρός της, επήγα εδώθε κ' εκείθε, ξανακάθησα· ήταν στενόχωρη κατάστασις. Εκείνη μας έλεγε να προσέξουμε στην ωραία όψη που έδινε γύρω το φως της σελήνης, το οποίον εις το τέλος των σειρών των οξυών εφώτιζεν όλον το προ ημών κλιμακοειδές μέρος — λαμπρόν θέαμα που ήτο τόσο μάλλον εκπληκτικόν όσο γύρω μας περιέβαλλε βαθύ σκότος. Ήμεθα σιωπηλοί, και εκείνη σε λίγο άρχισε να λέγη: Ποτέ δεν πηγαίνω να περπατήσω κάτω από το φως της σελήνης· ποτέ, χωρίς να μη σε συνοδεύση η ανάμνησις των αποθαμμένων μου, χωρίς να μη μου έλθη το αίσθημα του θανάτου, του μέλλοντος. Θα υπάρχωμεν εξηκολούθησε με την φωνήν γεμάτην αίσθημα· αι! Βέρθερε, θ' ανταμωθώμεν πάλιν; θ' αναγνωρισθώμεν: Τι αισθάνεσθε; τι λέγετε;

— Καρολίνα, είπα, ενώ της έδωκα το χέρι, και οι οφθαλμοί μου εγέμισαν από δάκρυα, θα ιδωθώμεν πάλιν! εδώ κάτω και εκεί επάνω θα ξαναϊδωθώμεν! — Δεν ηδυνάμην να μιλήσω περισσότερο — Γουλιέλμε, έπρεπε να με ερωτήση περί τούτου, όταν είχα τον στενόχωρον αυτόν αποχωρισμόν εις την καρδιάν μου! — Και αρά γε οι αγαπητοί απελθόντες ξέρουν τι γινόμαστε εμείς, εξηκολούθησεν, αισθάνονται αρά γε, όταν περνούμεν καλά, ότι τους θυμούμεθα με θερμήν αγάπη! Ω η εικών της μητέρας μου πετά πάντοτε περί εμέ, όταν την ήσυχην εσπέρα κάθωμαι μεταξύ των παιδιών της, μεταξύ των παιδιών μου, και αυτά με περιτριγυρίζουν, καθώς επεριτριγύριζαν εκείνην. Όταν εγώ τότε με δάκρυ γεμάτο πόθον βλέπω προς τον ουρανό, και επιθυμώ να ηδύνατο εκείνη να έβλεπε προς στιγμήν πως κρατώ τον λόγον μου, που κατά την ώραν του θανάτου της έδωκα· να είμαι η μητέρα των παιδιών της, με πόσον αίσθημα αναφωνώ: Συγχώρησέ με σεβαστή μου, αν δεν είμαι γι' αυτά ό,τι συ ήσουν. Αχ! κάμνω όμως ό,τι δύναμαι· ενδύονται, τρέφονται, και ό,τι είναι καλύτερον από όλα αυτά, καλοκοιτάζονται και αγαπώνται. Αν ηδύνασο να ιδής την ομόνοιάν μας, αγαπητή αγία, θα εδόξαζες με την πιο ζωηρή ευχαρίστηση τον Θεόν, τον οποίον με τα τελευταία πικρότατα δάκρυα παρακαλούσες για την ευδαιμονία των παιδιών σου.

Αυτά είπε! Γουλιέλμε, ποιος μπορεί να επαναλάβη ό,τι εκείνη είπε! Πώς δύναται το ψυχρόν, νεκρόν γράμμα να παραστήση αυτά τα ουράνια άνθη του πνεύματος! Ο Αλβέρτος ήσυχα την διέκοψεν: — Αυτό σε πειράζει πάρα πολύ, αγαπητή Καρολίνα! ξεύρω πως η ψυχή σου προσκολλάται πολύ εις αυτές τις ιδέες, αλλά σε παρακαλώ μην επιμένης. — Αλβέρτε, του είπε, ξέρω ότι δεν λησμονείς τις εσπέρες που εκαθήμεθα μαζί στο μικρό στρογγυλό τραπέζι όταν ο μπαμπάς ήταν στην ξενητειά, και ημείς είχαμεν στείλει τα μικρά να κοιμηθούν. Είχες συχνά ένα καλό βιβλίο, και πολύ σπανίως κατώρθωνες να διαβάζης λίγο. Η σχέσις με εκείνη την ωραία ψυχή δεν ήτο κάτι πλέον παρά το παν; Την όμορφη, τη γλυκειά, φαιδρά και πάντοτε δραστηρία γυναίκα! Ο Θεός γνωρίζει τα δάκρυά μου, με τα οποία συχνά εγονάτιζα στο κρεββάτι μου μπροστά του ευχομένη να με κάμη ομοίαν της.

— Καρολίνα, ανεφώνησα, γονατίζοντας μπροστά της, πιάνοντας το χέρι της και βρέχοντάς το με χίλια δάκρυα, Καρολίνα, η ευλογία του Θεού είναι επάνω σου και το πνεύμα της μητρός σου! — Αν την είχετε γνωρίσει, είπε, σφίγγουσα το χέρι μου, — ήταν αξία να την εγνωρίζετε! — Ενόμιζα ότι αφανιζόμουν. Ουδέποτε επροφέρθη δι' εμέ υψηλότερη, πλέον υπερήφανη λέξις — και εξηκολούθησε: — Και η γυνή αυτή επέπρωτο ν' απέλθη εις το άνθος της ηλικίας της, όταν ο πιο μικρός γυιός της δεν ήταν ουδέ έξ μηνών! Η ασθένειά της δεν διήρκεσε πολύ· ήταν ήσυχη, υπομονητική, μόνον τα παιδιά της ελυπείτο, ιδίως το μικρό. Καθώς επλησίασε το τέλος της, και μου είπε: Φέρε μου τα επάνω, και καθώς τα επήγα μέσα, τα μικρότερα, τα οποία δεν ήξευραν, και τα μεγαλύτερα, τα οποία ήσαν αναίσθητα καθώς εστέκοντο γύρω εις την κλίνην, και εκείνη ανύψωσε τα χέρια της, και εδεήθη επάνω των, και τα εφίλησε το έν μετά το άλλο και τα απέπεμψε, τότε δα μου είπε: να είσαι η μητέρα των! Της έδωκα τον λόγον μου. Υπόσχεσαι πολύ, κόρη μου, είπε, την καρδιά μιας μητέρας, και το μάτι μιας μητέρας. Κατάλαβα συχνά από τα ευγνώμονα δάκρυά σου ότι αισθάνεσαι τι είναι τούτο. Έχε για τα αδέλφια σου και για τον πατέρα σου την πίστιν και την υπακοήν μιας γυναίκας. Να τον παρηγορής. Ερώτησε πού είναι· είχε βγη έξω για να μας κρύψη την αβάστακτη λύπη που αισθάνετο· ο δυστυχής ήταν κατασπαραγμένος από τη θλίψη.

Αλβέρτε, εσύ ήσουν εις το δωμάτιον. Ήκουσε κάποιον να περιπατή, και ρώτησε, και εζήτησε να σε ιδή καθώς σε προσέβλεψε και εμέ, με το παρηγορημένον, ήσυχον βλέμμα, ότι μαζί θα είμεθα ευτυχείς, — ο Αλβέρτος έπεσεν εις τον λαιμόν της και την εφίλησε, και ανεφώνησεν: Είμεθα! θα είμεθα! Ο Αλβέρτος ήτον όλως εκτός εαυτού, και εγώ δε δεν ήξευρα τίποτε περί του εαυτού μου.

— Βέρθερε, εσυνέχισε τότε . . . και η γυναίκα αυτή έφυγε πια! Θεέ! Όταν κάποτε σκέπτωμαι πως αφίνει κανείς να παίρνουν το αγαπητότατον ον της ζωής του, και κανένας δεν αισθάνεται τούτο τόσον πολύ παρά τα παιδιά, τα οποία επί πολύ ακόμη παραπονούντο πως οι μαύροι άνθρωποι επήραν τη μαμά! . . .

Αυτή εσηκώθη, και εγώ συνήλθα και εταράχθηκα· έμεινα καθήμενος, και εκρατούσα το χέρι της. — Ας πάμε, είπε· είναι καιρός. — Ήθελε να αποσύρη το χέρι της, και εγώ το εκρατούσα δυνατώτερα. Θα ιδωθώμεν πάλιν, ανεφώνησα, θα ανταμωθώμεν πάλιν, και σε οποιαδήποτε μορφή θα αναγνωρισθώμεν. Πηγαίνω, εξηκολούθησα, πηγαίνω εκουσίως και όμως, όταν έπρεπε να είπω «διά παντός», δεν θα αντείχα. Χαίρε, Καρολίνα! Χαίρε, Αλβέρτε! Θα ξαναϊδωθώμεν. — Αύριον, υποθέτω, επρόσθεσεν εκείνη αστείως! — Αισθανόμην το αύριον! Αχ, δεν ήξευρεν, όταν απέσυρε το χέρι της από το δικό μου. — Κατήλθαν την δενδροστοιχίαν, εστάθηκα, τους ακολούθησα με το βλέμμα μου υπό το φως της σελήνης, και ερρίφθηκα κατά γης και εξήντλησα τα δάκρυά μου, και ανεπήδησα, και έτρεξα μπροστά, και είδα ακόμη εκεί υπό την σκιάν των υψηλών φιλυρών το λευκό της φόρεμα να στίλβη εις την θύραν του κήπου, άπλωσα τα χέρια μου, και όλα αφανίσθηκαν.

ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

20 Οκτωβρίου.

Χθες εφθάσαμεν έξω. Ο πρέσβυς είναι άρρωστος, και δεν θα εξέλθη επομένως επί μερικάς ημέρας. Να μη ήτο τόσον δύστροπος, όλα θα πήγαιναν καλά. Παρατηρώ, παρατηρώ, η τύχη μού έδωκε σκληράς δοκιμασίας. Αλλά θάρρος! Ένα ελαφρόν πνεύμα υποφέρει το παν! Ελαφρόν πνεύμα; αυτό με κάμνει να γελώ, πώς η λέξις έρχεται εις την γραφίδα μου. Ω! λιγάκι ελαφρότερον αίμα θα με έκαμνε τον πλέον ευτυχή υπό τον ήλιον. Τι! εκεί, όπου άλλοι με την ολίγη δύναμή τους και ευφυία καμαρώνουν μπροστά μου με τρυφερή αυταρέσκεια, απελπίζομαι εγώ περί της δυνάμεώς μου, περί των προτερημάτων μου! Καλέ Θεέ, που μου έδωκες το παν, διατί δεν εκράτησες το ήμισυ, και δεν μου έδωκες πεποίθησιν εις τον εαυτόν μου και αυτάρκειαν;

Υπομονή! Υπομονή! τα πράματα θα πάνε καλύτερα. Γιατί, σου το λέγω, αγαπητέ, έχεις δίκαιον. Αφ' ότου γυρίζω κάθε μέρα μεταξύ του λαού, και βλέπω τι κάμνουν, και πώς φέρονται, είμαι πλέον ευχαριστημένος από τον εαυτόν μου. Βέβαια, αφού δα ημείς έτσι επλάσθημεν, ώστε το παν να συγκρίνωμεν με τον εαυτόν μας, και τον εαυτόν μας με το παν, γι' αυτό και η ευτυχία ή η δυστυχία βρίσκεται εις τα αντικείμενα με τα οποία συγκρινόμεθα, και τότε τίποτε άλλο δεν είναι περισσότερο επικίνδυνο παρά η ερημία. Η φαντασία μας, από φυσικού της σπρωχνομένη ώστε να υψώνεται, τρεφομένη από τις φανταστικές εικόνες της ποιήσεως, φαντάζεται κλίμακα όντων, όπου ημείς είμεθα το κατώτερον, και το παν εκτός ημών φαίνεται λαμπρότερο, καθέν άλλο είναι τελειότερο. Και τούτο είναι ολωσδιόλου φυσικόν. Αισθανόμεθα τοσάκις ότι μας λείπουν κάμποσα, και επίσης ό,τι μας λείπει μας φαίνεται συχνά ότι κάποιος άλλος το έχει, εις τον οποίον δίδομεν ακόμη και κάθε τι που εμείς έχομεν, και επί πλέον ιδανικήν τινα ευδαιμονίαν. Και έτσι ο ευτυχής είναι αποτελειωμένος, το δημιούργημα ημών των ιδίων.

Απ' εναντίας, όταν με όλη μας την αδυναμία και ταλαιπωρία εργαζώμεθα διηνεκώς προς ένα ωρισμένον σκοπόν, ευρίσκομεν συχνά ότι ημείς με τις βόλτες προχωρούμεν καλύτερα, παρά άλλοι με τα πανιά και τα κουπιά τους . . . Τέλος νοιώθουμε μέσα μας με αληθινό αίσθημα την αξία του εαυτού μας, όταν περιπατούμε ίσως με άλλους ή και προτρέχουμε.

28 Νοεμβρίου.

Αρχίζω σχεδόν να περνώ εδώ, επάνω κάτω, υποφερτά. Το καλύτερο είναι ότι έχω αρκετήν εργασία· και έπειτα, οι πολυειδείς άνθρωποι, οι διάφορες νέες μορφές μού κάμνουν ποικίλον θέαμα προ της ψυχής μου. Εγνώρισα τον κόμητα Κ. . . άνδρα που μέρα την ημέρα πρέπει πιότερο να εκτιμώ, πλατύ, μεγάλο μυαλό και που δεν είναι ψυχρός, μολονότι πολλά διακρίνει, και εκ της συναναστροφής του οποίου εκλάμπει τόσον πολύ αίσθημα φιλίας και αγάπης. Έλαβε ενδιαφέρον για με, όταν του διεβίβασα μίαν παραγελίαν, και από τις πρώτες λέξεις ενόησεν ότι συνεννοούμεθα, ότι ηδύνατο να ομιλή με εμέ, όπως με τον καθένα. Προς τούτοις δεν δύναμαι αρκετά να εγκωμιάσω την ανοικτήν προς εμέ συμπεριφοράν του. Δεν υπάρχει τόσον αληθινή θερμή χαρά εις τον κόσμον, όσον το να βλέπεις μια μεγάλη ψυχή ν' ανοίγεται προς εσέ.

24 Δεκεμβρίου.

Ο πρέσβυς μου παρέχει πολλά βάσανα, το επρόβλεπα. Είναι ο ακριβέστατος μωρός που ηδύνατο να υπάρξη· βήμα προς βήμα, και μικροπρεπής σαν μια γρηά· άνθρωπος που ποτέ του δεν είναι ευχαριστημένος με τον εαυτόν του, και τον οποίον γι' αυτό κανείς δεν δύναται να ευχαριστήση. Εγώ αγαπώ να εργάζωμαι γρήγορα, και κάθε τι όπως είναι γραμμένο, μένει· να σου όμως αυτός δύστροπος, και μου επιστρέφει το έγγραφον και μου λέγει: Είναι καλόν, αλλ' επιθεωρήσατέ το· ευρίσκει κανείς πάντα μια καλύτερη λέξη, ένα καταλληλότερο μόριο. Τότε με παίρνει ο διάβολος. Κανένα «ναι», κανένας σύνδεσμος δεν συγχωρεί να παραλειφθή, και όλων των μεταθέσεων, που ενίοτε μου ξεφεύγουν, είναι άσπονδος εχθρός· όταν κανείς δεν κατασκευάζη τας περιόδους του και την συνήθη μελωδίαν, τότε αυτός δεν εννοεί τίποτε. Είναι δυστύχημα να έχη να κάμη κανείς με ένα τέτοιον άνθρωπον.

Η εμπιστοσύνη του κόμητος Κ . . . είναι ακόμη το μόνον πράγμα που με αποζημιώνει. Προχθές μου είπε ξάστερα πόσον δυσαρεστημένος είναι για την νωθρότητα και την μικρολογία του πρεσβευτού μου. Τέτοιοι άνθρωποι δυσκολεύουν και τον εαυτόν τους και τους άλλους και όμως είπε, πρέπει να υπομένη κανείς, καθώς ένας οδοιπόρος που αναγκάζεται να περάση ένα βουνό· βέβαια, αν δεν ήταν το βουνό, θα ήταν ο δρόμος πολύ ευκολώτερος αλλ' όμως υπάρχει, και πρέπει να περάση κανείς!

Ο γέρος μου καταλαβαίνει και αυτός την προτίμησιν που μου δίνει ο κόμης απέναντί του, και τούτο τον δυσαρεστεί, και σε κάθε περίσταση κατηγορεί τον κόμητα εμπρός μου· εγώ, φυσικώ τω λόγω, τον υπερασπίζομαι, και τοιουτοτρόπως το πράγμα γίνεται χειρότερο. Χθες με εξώργισε, γιατί εννοούσε και εμέ μαζί: Για τέτοιες υποθέσεις του κόσμου ο κόμης είναι πολύ καλός, έχει πολλήν ευκολίαν να εργάζεται και έχει καλή πέννα· αλλ' η βαθεία μάθησις του λείπει, όπως εις όλους τους καταγινομένους εις την ελαφράν φιλολογίαν. Πάνω σ' αυτό έκαμε ένα μορφασμόν, ως να ήθελε να είπη: αισθάνεσαι το κτύπημα; Αλλά τούτο δεν μου έκαμεν εντύπωσιν· επεριφρόνησα τον άνθρωπον που ηδύνατο έτσι να σκέπτεται και να φέρεται. Του αντιστάθηκα και επολέμησα με αρκετήν σφοδρότητα. Είπα ότι ο κόμης είναι άνθρωπος τον οποίον έπρεπε να εκτιμά κανείς, τόσον διά τον χαρακτήρα του, όσον και διά τας γνώσεις του. Κανένα δεν εγνώρισα, είπα, ο οποίος να κατώρθωσε τόσον καλά να ευρύνη το πνεύμα του, να το επεκτείνη εις αναρίθμητα αντικείμενα, και όμως να διατηρή αυτήν την ενεργητικότητα για τον καθημερινόν βίον. Αυτά ήσαν για το μυαλό του τούρκικα, και τον απεχαιρέτησα για να μη χαλάσω περισσότερο τη χολή μου ακούων και άλλον παραλογισμόν.

Και εις όλα αυτά σεις πταίετε, που με τις φλυαρίες σας με εφέρατε εις τούτον τον ζυγόν, και μου εψάλατε τόσα πολλά περί ενεργείας. Ενέργεια! Αν δεν κάνη περισσότερα εκείνος που φυτεύει πατάτες και πηγαίνει με το άλογο εις την χώραν για να πωλήση το σιτάρι του, παρά εγώ τότε θα εργασθώ δέκα έτη ακόμη εις αυτό το κάτεργον, όπου είμαι τώρα αλυσοδεμένος.

Και η λαμπρά αθλιότης, η αηδία η μεταξύ του ελεεινού τούτου λαού, που είναι εδώ μαζωμένος.! Η φιλοπρωτία μεταξύ αυτών, πώς αγρυπνούν και παραμονεύουν να περάση ο ένας τον άλλον ένα βηματάκι· τα αθλιότατα και ελεεινότατα πάθη ολοφάνερα. Να, παραδείγματος χάριν, μία γυναίκα, που ομιλεί σε κανένα για την ευγένειάν της και για το κτήμα της, ούτως ώστε κάθε ξένος δεν δύναται παρά να σκέπτεται· αυτή είναι μία τρελλή που φαντάζεται, ο Θεός ξεύρει τι, για την ολίγην ευγένεια και για την φήμην του κτήματός της. — Αλλ' ακόμη χειρότερα αυτή δα η γυναίκα είναι απ' εδώ από την γειτονιά κόρη ενός γραφέως. — Ιδές, δεν δύναμαι να εννοήσω πώς το ανθρώπινον γένος, τόσην ολίγην φρόνησιν έχει ώστε να ατιμάζεται τόσον ταπεινά.

Καταλαβαίνω όμως ολοένα περισσότερο φίλτατέ μου, πόσον ανόητον είναι το να μετρήση κανείς τους άλλους κατά τον εαυτόν του. Και επειδή εγώ έχω τόσα πολλά να κάμω με τον εαυτόν μου, και η καρδία αυτή είναι τόσον ταραχώδης — αχ, ευχαρίστως αφίνω τους άλλους να πηγαίνουν το δρόμο τους, αρκεί μόνον να ήθελαν να με αφήσουν και εμένα.

Ό,τι προ πάντων με ερεθίζει είναι αι ελεειναί πολιτικαί διακρίσεις. Ξέρω μεν τόσον καλά, καθώς και κάθε άλλος, πόσον είναι αναγκαία η διάκρισις των τάξεων, πόσα και μένα μου δίδει πλεονεκτήματα· μόνον δεν θέλω να μου είναι εμπόδιον, ενώ μπορούσα ν' απολαύσω ολίγην ακόμη χαράν, μιαν ακτίνα ευτυχίας εις αυτόν τον κόσμο. Τώρα ύστερα εγνώρισα στον περίπατο μια δεσποινίδα ντε Β . . . ένα αξιέραστο πλάσμα, που διετήρησε πολύ το φυσικόν εν μέσω των τεχνητών τρόπων. Ευχαριστήθημεν αμοιβαίως από την συνομιλίαν μας, και όταν απεχωριζώμεθα, εζήτησα την άδειαν να την βλέπω εις την οικίαν της. Μου το επέτρεψε τόσον ελεύθερα ώστε μόλις ηδυνάμην να περιμένω την κατάλληλον στιγμήν για να πάω σ' αυτήν. Η φυσιογνωμία της γρηάς δεν μου άρεσε. Την επεριποιήθηκα πολύ, η ομιλία μου εστράφηκε περισσότερο προς αυτήν, και λιγώτερο από μισή ώρα εξεδιάλυνα ό,τι η δεσποινίς αυτή κατόπιν μου ωμολόγησεν, ότι η αγαπητή θεία εις τα γηρατειά της στερείται των πάντων, δεν έχει επαρκή περιουσίαν, ούτε πνεύμα, ούτε στήριγμα, παρά την σειράν των προγόνων της, καμμίαν σκέπην παρά την κοινωνικήν τάξιν, όπισθεν της οποίας ωχυρώθη, και καμμίαν διασκέδασιν, παρά από το σπήτι της να κυττάζη κάτω τους πολίτας με περιφρόνησιν. Εις την νεότητά της λέγουν ότι ήτον ωραία, και επέρασε την ζωήν της με παιγνίδια και καμώματα, και εβασάνιξε κατ' αρχάς με τας ιδιοτροπίας της κάμποσους νέους, και εις την ωριμωτέραν ηλικίαν της έκυψεν υπό τον ζυγόν ενός γέροντος αξιωματικού, ο οποίος απέναντι τούτου και με ένα γλίσχρον μισθόν επέρασε μαζί της τον χαλκούν αιώνα και απέθανε. Τώρα βλέπει τον εαυτόν της μόνον εις τον σιδηρούν αιώνα, και δεν θα την εκύτταζε κανείς, αν η ανεψιά της δεν ήτο τόσον αξιαγάπητη.

8 Ιανουαρίου 1772.

Τι άνθρωποι είναι εκείνοι που ολόκληρη η ψυχή τους βασανίζεται εις τους τύπους, που αι σκέψεις των και αι επιθυμίαι των εις τούτο τείνουν επί πολλά έτη, πώς να χωθούν στο τραπέζι σε μια θέσι, παραπάνω! Και όχι πως δεν θα είχαν καμμίαν ασχολίαν όχι, τουναντίον επισωρεύονται εργασίαι, επειδή ίσα ίσα ένεκα των αναξίων λόγου δυσαρεσκειών αποτρέπονται από την εκτέλεσιν των σπουδαίων πραγμάτων. Την περασμένην εβδομάδα κατά την παρέλασιν με έλκηθρα έγειναν έριδες, και όλον το πανηγύρι εχάλασε.

Οι ανόητοι, που δεν βλέπουν ότι από την θέσιν κυρίως τίποτε δεν εξαρτάται, και ότι εκείνος που έχει την πρώτην σπανίως πρωταγωνιστεί! Πόσοι βασιλείς διευθύνονται από τους υπουργούς των, πόσοι υπουργοί από τους γραμματείς των! Και ποιος είναι λοιπόν ο πρώτος; Εκείνος, νομίζω, που αποβλέπει εις τους άλλους και έχει αρκετή δύναμι, ή εξυπνάδα, ώστε να μεταχειρισθή τας δυνάμεις των και τα πάθη των εις την εκτέλεσιν των σχεδίων των.

28 Ιανουαρίου.

Πρέπει να σας γράψω, αγαπητή Καρολίνα, εδώ εις το δωμάτιον ενός μικρού ξενοδοχείου ενός χωρίου, εις το οποίον κατέφυγα ένεκα μεγάλης καταιγίδος. Εφ' όσον περιφέρομαι εις Α . . . την ελεεινήν εκείνην αλουπότρυπαν, μεταξύ του ξένου του όλως ξένου, εις την καρδίαν μου λαού, ουδεμίαν ευρήκα στιγμήν, ουδεμίαν, κατά την οποίαν η καρδιά μου να με διέτασσε να σας γράψω· και τώρα εις αυτή την καλύβα, εις αυτή τη μοναξιά εις αυτόν τον περιορισμό, που χιών και χάλαζα μαίνονται κατά του μικρού μου παραθύρου, εδώ σεις είσθε η πρώτη μου σκέψις. Καθώς εμπήκα, μου επαρουσιάσθη εξαίφνης η μορφή σας, Καρολίνα! τόσον ιερά τόσον θερμή! Καλέ Θεέ! η πρώτη ευτυχής στιγμή πάλιν.

Αν με εβλέπετε, καλή μου, μέσα στο πλήθος των διασκεδάσεων! Πώς αποξηραίνονται αι αισθήσεις μου· καμμιά στιγμή με ματωμένη την καρδιά, καμμιά μακαρίαν ώρα! τίποτε! Στέκομαι ως πρό τινος πανοράματος και βλέπω τις κούκλες και τα αλογάκια να περνούν και να ξαναπερνούν απ' εμπρός μου, και ερωτώ συχνά μήπως είναι οπτική απάτη. Παίζω με αυτά, ή μάλλον παίζομαι σαν νευρόσπαστο, και πιάνω ενίοτε τον γείτονά μου από το ξύλινο χέρι και οπισθοδρομώ με φρίκην. Την εσπέραν βάζω στο νου μου ν' απολαύσω την ανατολήν του ηλίου, και δεν σηκώνομαι από την κλίνην· την ημέραν ελπίζω να χαρώ την λάμψιν της σελήνης, και μένω εις το δωμάτιόν μου. Δεν ηξεύρω καλά διατί σηκώνομαι, διατί πηγαίνω να κοιμηθώ.

Το προζύμι, που έδινε την ορμή στην ζωή μου, λείπει· το θέλγητρον, που με κρατούσε έξυπνο βαθειές νύκτες, πάει· εκείνο που το πρωί με ξυπνούσε χάθηκε πια.

Ένα μόνο γυναικείο πλάσμα ηύρα εδώ, μια δεσποινίδα ντε Β . . , Σας μοιάζει, αγαπητή Καρολίνα, αν δύναται καμμιά να σας μοιάση. Ε! θα ειπήτε, ο άνθρωπος καταγίνεται σε κομψά φιλοφρονήματα. Αυτό δεν είναι όλως διόλου ψέμμα. Εδώ και λίγον καιρό είμαι πολύ ευγενής γιατί αι δεσποινίδες λέγουν κανείς δεν ξεύρει να επαινή με τόσην λαμπρότητα, όσον εγώ (και να ψεύδεται, προσθέσατε· διότι χωρίς αυτό δεν γίνεται εννοείτε;) Ήθελα να μιλήσω περί της δεσποινίδος ντε Β . . . Έχει πολλήν ψυχήν, η οποία απαστράπτει ζωηρά από τα γαλανά της μάτια. Η τάξις της τής είναι βάρος, που δεν ικανοποιεί κανένα των πόθων της καρδιάς της. Επιθυμεί να είναι έξω από τον θόρυβον, και χάνομε πολλές ώρες φανταζόμενοι εν μέσω αγροτικών σκηνών μιαν άμετρη ευδαιμονία, αχ! και σας μαζί! Πόσες φορές αναγκάζεται να σας προσκυνή, δεν αναγκάζεται, το κάμνει θεληματικά, ευχαριστείται να ακούη για σας, σας αγαπά . .

Ω, να καθόμουν στα πόδια σας, στο αγαπητό μου μικρό δωμάτιο, και τα μικρά μας τ' αγαπημένα να εκυλίονταν γύρω μου και όταν θα σας εφώναζαν πολύ, θα τα εμάζωνα γύρω μου και θα τα κρατούσα ήσυχα με ένα τρομακτικόν παραμύθι και θα ησύχαζαν.

Ο ήλιος βασιλεύει πέραν απ' αυτή τη χιονόλαμπρη χώρα, η καταιγίς επέρασε, και εγώ, — πρέπει να κλεισθώ πάλιν εις το κλουβί μου. — Υγιαίνετε! Ευρίσκεται ο Αλβέρτος κοντά σας; και πώς; — Ο Θεός να μου συγχωρήση αυτήν την ερώτησι.

8 Φεβρουαρίου.

Από οκτώ μέρες έχομεν τον αθλιέστερον καιρό, και για μένα είναι ευεργετικός. Γιατί, αφ' ότου είμαι εδώ, καμμία ωραία ημέρα δεν μου εφανερώθηκε στον ουρανό, που να μη μου την χαλάση κανείς ή να μη μου την καταστήση αηδή. Όταν λοιπόν βρέχη καλά καλά, και χιονίζει, και παγώνη και ξεπαγώνη, α! λέω δεν δύναται να είναι χειρότερα στο σπήτι παρ' ό,τι είναι έξω, ή αλλέως, και έτσι είναι καλά. Όταν ανατέλλη ο ήλιος το πρωί υπόσχεται λαμπρήν ημέρα, δεν μπορώ παρά πάντα ν' αναφωνώ: ιδού πάλιν ένα ουράνιο αγαθό, που δύνανται οι άνθρωποι να το αποστερήσουν ο ένας τον άλλον. Τίποτε δεν υπάρχει, που να μη το χαλούν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Υγείαν, καλό όνομα, χαράν, ανάπαυσιν. Και ως επί το πλείστον από βλακείαν, ανοησία και στενοκεφαλιά, και αν κανείς τους ακούση φέρνοντ' έτσι έχοντας τους καλυτέρους σκοπούς. Πολλές φορές μου έρχεται να τους παρακαλέσω γονατιστός να μη φρενιάζουν τόσον λυσσαλέα μέσα στα ίδια τους τα σπλάγχνα.

17 Φεβρουαρίου.

Φοβούμαι μήπως ο πρέσβυς μου και εγώ δεν θα βαστάξωμεν πια μαζί για πολύν καιρό. Ο άνθρωπος είναι όλως διόλου ανυπόφορος. Ο τρόπος που αυτός εργάζεται και κάμνει τις υποθέσεις του είναι τόσον γελοίος, ώστε δεν δύναμαι να κρατηθώ να μη του αντιλέγω, και συχνά να εκτελώ μιαν υπόθεση κατά το κεφάλι μου και με τον δικό μου τρόπον, το οποίον, τότε, φυσικά, ποτέ δεν του αρέσει. Γι' αυτό παρεπονέθη τώρα ύστερα προς την αυλήν, και ο υπουργός μου έκαμε μια μαλακή μεν επιτίμησι, αλλ' ήτο μολαταύτα επιτίμησι, και εκόντευα να ζητήσω την παραίτησίν μου, όταν έλαβα απ' αυτόν μιαν ιδιωτική επιστολή, μιαν επιστολή, προ της οποίας εγονάτισα και επροσκύνησα το υψηλό, το ευγενικό και σοφό φρόνημα. Πως επικρίνει την παρά πολύ μεγάλην ευαισθησίαν μου, πως τιμά μεν ως νεανικόν ζήλον τας υπερβολικάς ιδέας μου ως προς την ενεργητικότητα, την επίδρασιν επί άλλων, την επιτυχή διεξαγωγήν των υποθέσεων, ζητεί όμως όχι να τας εκριζώση αλλά μόνον να τας μετριάση και να τας διευθύνη εκεί, όπου έχουν τον κατάλληλον κύκλον τους και δύνανται να ενεργούν αποτελεσματικά. Και ενισχύθην για οκτώ ημέρες και εσυμβιβάσθηκα με τον εαυτό μου. Η ηρεμία της ψυχής είναι λαμπρό πράγμα και κάνει μια ευχαρίστηση στον εαυτόν του. Φίλτατέ μου να μη ήτον ο αδάμας αυτός τόσον εύθραυστος όσον ωραίος και πολύτιμος είναι.

20 Φεβρουαρίου.

Ο Θεός να σας ευλογήση, αγαπητοί μου, να σας δώση όλες τις καλές ήμερες, που μου αφαιρεί!

Σε ευχαριστώ, Αλβέρτε, που με απάτησες· επερίμενα είδησιν, πότε ήθελε γείνει ο γάμος σας, και είχα κατά νουν να πάρω επισημότατα από τον τοίχον κατά την ημέραν εκείνην το σκιαγράφημα της Καρολίνας και να το θάψω μεταξύ άλλων χαρτιών. Τώρα είσθε ζευγάρι και η εικόνα της είναι ακόμη εδώ! Λοιπόν ας μείνη έτσι. Και γιατί όχι; Ξέρω κ' εγώ ευρίσκομαι κοντά σας, είμαι, χωρίς να σε βλάψω, εις την καρδιά της Καρολίνας, έχω, ναι έχω, την δεύτερη θέση σ' αυτήν και θέλω και πρέπει να την διατηρήσω. Ω, θα ετρελλαινόμουν, αν μπορούσε να λησμονήση Αλβέρτε. Σ' αυτή μέσα τη σκέψη βρίσκεται μία κόλασις. Αλβέρτε, χαίρε! Χαίρε, άγγελε του ουρανού! Χαίρε, Καρολίνα!

15 Μαρτίου.

Εδοκίμασα μια πίκρα, που θα με αποδιώξη από εδώ. Τρίζω τα δόντια μου! Διάβολε! δεν μπορώ να την επανορθώσω, και σεις δα μόνοι πταίετε, που με εκεντούσατε, με εσπρώχνατε και μ' εβασανίζετε, για να δεχθώ θέσιν που δεν ήταν για μένα. Τώρα την έπαθα! τώρα ευχαριστηθήκατε! Και για να μην πης πάλι πως η υπερβολικές μου ιδέες καταστρέφουν όλα, να, αγαπητέ μου κύριε, ένα διήγημα, ξάστερο και καθαρό, όπως θα το διηγότουν ένας χρονογράφος.

Ο κόμης Κ . . . με αγαπά, με τιμά, τούτο είναι γνωστόν, εκατοντάκις ήδη σου το είπα. Χθες λοιπόν ήμουν εις το τραπέζι του, ίσα ίσα την ημέραν που το βράδυ ο ευγενής κύκλος κυρίων και κυριών έρχεται σπίτι του, τον οποίον δεν εσκεπτόμουν και ποτέ δεν επαραξενεύθηκα πώς εμείς οι υποδεέστεροι δεν είμεθα δεκτοί σ' αυτόν. Καλά λοιπόν. Γευματίζω με τον κόμητα και μετά το τραπέζι περιπατούμε στη μεγάλην αίθουσα πάνω κάτω ομιλώ μ' αυτόν, με τον συνταγματάρχην Β . . . που έρχεται τυχαίως επίσκεψη και έτσι πλησιάζει ανεπαισθήτως η ώρα της εσπερίδος. Τίποτε δεν συλλογίζομαι μα τον Θεόν. Τότε εισέρχεται η υπερευγενεστάτη κυρία ντε Σ . . . με τον κύριον σύζυγόν της και την κλωσσημένη χηνίτσα θυγατέρα της, με το ίσιο στήθος και τον κομψό κορσέ, διαβαίνοντας ανοιγοκλείουν, ως συνήθως, πανευγενέστατα τα μάτια και τα ρουθούνια τους, και επειδή μισώ το γένος τούτο εκ καρδίας ήθελα ν' αποχαιρετήσω τον κόμητα, και επερίμενα μόνον έως ότου ήθελεν απαλλαγή από την αηδή φλυαρίαν, ότε η δεσποινίς μου Β . . . εισήλθεν. Επειδή η καρδία μου πάντοτε ανοίγει λιγάκι όταν την βλέπω, εμένα, εστάθηκα πίσω από την καρέκλα της, και μόλις μετά τινα καιρόν παρετήρησα ότι δεν μου ωμίλει τόσον ανοικτά, ως άλλοτε, και με κάποια στενοχώρια. Τούτο με εξέπληξε. Είναι και αυτή καθώς όλη αυτή η φάρα είπα μέσα μου, και ήμουν ερεθισμένος και ήθελα να φύγω· και όμως έμεινα, γιατί επιθυμούσα να την αθωώσω, και δεν το επίστευα και ακόμη ήλπιζα ένα καλόν λόγο της, και — ό,τι θέλεις. Εν τω μεταξύ γεμίζει ο κύκλος. Ο βαρώνος Φ. . . . με όλην την στολήν των χρόνων της στέψεως Φραγκίσκου του Α', ο σύμβουλος Ρ . . . εδώ όμως ονομαζόμενος in qualitate κύριος de Ρ . . . . με την κρυφή γυναίκα του κλπ., χωρίς να λησμονήσωμεν τον κακά καπλατισμένον I . . . . . που τα ελλείποντα μέρη της πανάρχαιας στολής του αναπληρώνει με ράκη της νέας μόδας. Μπαίνουν σωρηδόν, και ομιλώ με μερικούς γνωρίμους μου, οι οποίοι όλοι είναι πολύ λακωνικοί. Εσκεπτόμουν — και επρόσεχα μόνον εις την Β . . . μου. Δεν κατάλαβα πως η γυναίκες εις το άκρον της αιθούσης εψιθύριζαν αναμεταξύ τους πως τούτο διεδίδετο και εις τους άνδρας, πως η κυρία ντε Σ . . . ωμιλούσε με τον κόμητα (όλα αυτά μου τα διηγήθη έπειτα η δεσποινίς Β. . .)· έως ότου τέλος ο κόμης ήλθε προς εμέ, και με επήρε σ' ένα παράθυρο. Ηξεύρετε, είπε τους αλλόκοτους τύπους μας· η συντροφιά είναι δυσαρεστημένη, καθώς παρατηρώ, που σας βλέπει εδώ. Δεν το ήθελα για όλον τον κόσμο. — Εξοχώτατε, τον διέκοψα, και ζητώ χιλιάκις συγγνώμην· έπρεπε να το ενθυμηθώ προτήτερα, και ηξεύρω ότι θα μου συγχωρήσετε αυτήν την ασυνέπεια· ήθελα προ πολλού ήδη να απέλθω, ένα κακόν δαιμόνιον με εμπόδισε, αποκρίθηκα χαμογελώντας, ενώ προσέκλινα. Ο κόμης έσφιξε το χέρι μου, με έν αίσθημα, το οποίον έλεγε το παν. Έφυγα αγάλια αγάλια από την ευγενή συναναστροφήν, επήγα, ανέβηκα εις μίαν άμαξαν, και εκίνησα εις Μ . . ., για να ιδώ εκεί από τον λόφον την δύσιν του ηλίου, και αναγνώσω εκεί εις τον Όμηρόν μου το λαμπρόν άσμα, πώς ο Οδυσσεύς ξενίζεται από τον καλόν συβώτην. Όλα αυτά ήσαν καλά.

Το κοντόβραδο γυρίζω για να δειπνήσω· ήσαν ακόμη ολίγοι μόνον εις το ξενοδοχείον, που έπαιζαν κύβο σε μια γωνιά και είχαν σηκώσει το τραπεζομάνδηλον. Τότε εισέρχεται ο έντιμος Α . . . , βγάζει το καπέλλο του, ενώ με προσβλέπει, έρχεται κοντά μου, και λέγει σιγά σιγά: — Σου συνέβη κανένα δυσάρεστον: — Εμένα; είπα. — Ο κόμης σε έδιωξεν από την συντροφιά. — Να την πάρη ο διάβολος! είπα· ευχαριστήθηκα που βγήκα εις τον καθαρόν αέρα. — Καλά, είπε, που το παίρνεις ελαφρά! Μόνον λυπούμαι, πως τούτο ήδη διεδόθη παντού. — Τότε το πράγμα άρχιζε να με πειράζη. Όλοι, όσοι ήρχοντο να δειπνήσουν και με εκύτταζαν, ενόμιζα ότι με εκύτταζαν γι' αυτό! Αυτό μου εχάλασε το αίμα.

Και σήμερον, όταν παντού, οπού εισέρχομαι, με λυπούνται, όταν ακούω πως όσοι με φθονούν θριαμβεύουν τώρα, και λέγουν: να, που καταντούν οι φαντασμένοι, που για το μικρό πνεύμα τους επαίρονται, και πιστεύουν πως για τούτο δύνανται να υπερβαίνουν όλες τις κοινωνικές τάξεις, και άλλες τέτοιες φλυαρίες ομιλούν περί ανεξαρτησίας κι' ας λέγουν ό,τι θέλουν· εγώ θέλω να ιδώ εκείνον που θα ηδύνατο να υποφέρη, ώστε ουτιδανοί άνθρωποι να μιλούν περί αυτού, όταν έχουν κανένα πλεονέκτημα απέναντι του· — όταν η φλυαρία των είναι άδεια, αι, τότε δύναται κανείς να τους αψηφήση.

16 Μαρτίου.

Όλα με κατατρέχουν. Σήμερα απαντώ εις τον περίπατον την δεσποινίδα Β . . , δεν ηδυνήθην να μη της ομιλήσω, και, άμα απεμακρύνθημεν κάπως από την συντροφιά, να μη της φανερώσω την αγανάκτησή μου για τη συμπεριφορά της τώρα ύστερα. Βέρθερε, μου είπε με εγκάρδιον τόνον, μπορέσατε να εξηγήσετε έτσι την ταραχή μου, ενώ γνωρίζετε την καρδιά μου. Τι υπέφερα προς χάριν σας, από τη στιγμή που μπήκα εις την αίθουσα! Το προέβλεπα, εκατοντάκις μου ήλθε να σας μιλήσω. Ήξευρα ότι αι κυρίαι ντε Σ . . . και Τ . . . με τους άνδρας των θα έφευγαν μάλλον παρά να μείνουν εις την συντροφιά σας — ήξευρα πως ο κόμης δεν μπορεί να τα χαλάση με εκείνους, — και τώρα ο πάταγος! — Πώς, δεσποινίς; είπα, και έκρυψα τον τρόμο μου· γιατί όλα, όσα προχθές μου είχεν ειπεί ο Αδελίνος, μου έρρεαν τη στιγμήν αυτή σαν καυτό νερό μες τις φλέβες. — Τι μου εκόστισεν αυτό έως τώρα, είπε το γλυκύ πλάσμα, ενώ δάκρυα της ήρχοντο εις τους οφθαλμούς. — Δεν ήμουν πλέον κύριος του εαυτού μου, διενοούμην να ριφθώ εις τα πόδια της. — Εξηγηθήτε μου, ανεφώνησα. Τα δάκρυά έβρεχαν την όψη της. Ήμουν έξω φρενών. Τα εσφόγγισε χωρίς να θέλη να τα κρύψη. — Γνωρίζετε την θείαν μου, άρχισεν· ήτο παρούσα και, ω! με τι μάτια το είδεν αυτό! Βέρθερε, υπόφερα χθες την νύκτα, και σήμερον το πρωί μου έψαλλε τον εξάψαλμον για την συναναστροφήν μου με σας και αναγκάσθηκα ν' ακούσω να σας εξευτελίση, να σας ταπεινώση και μόνον κατά το ήμισυ ηδυνάμην να σας υπερασπισθώ.

Κάθε λέξις, την οποίαν επρόφερε, μου περνούσε σαν ξίφος από την καρδιά. Δεν αισθάνετο τι ευσπλαγχνία θα ήτον, όλα αυτά να μου τα αποσιωπήση· και έπειτα, επρόσθεσεν ακόμη, τι θα εφλυαρούσαν κατόπι για μένα, και πόσον είδος τι ανθρώπων θα εθριάμβευε γι' αυτό. Πώς τώρα θα εγαργαλίζοντο· και θα ευφραίνοντο για την τιμωρία της υπερηφανείας μου και της καταφρονήσεώς μου στους άλλους, την οποίαν προ πολλού ήδη μου αποδίδουν. Όλα αυτά, Γουλιέλμε, να ακούω απ' αυτήν, με την φωνήν της αληθεστάτης συμπαθείας — εταράχθηκα κι' ακόμη τώρα βρίσκομαι αγανακτημένος. Ήθελα να ετολμούσε κανείς να μου το πη κατά πρόσωπον, για να μπορούσα να του τρυπήσω το κορμί με το ξίφος· αν έβλεπα αίμα, θα εγινόμουν καλύτερα. Αχ, εκατό φορές επήρα ένα μαχαίρι, για να ελαφρύνω αυτήν την καταστεναχωρημένη καρδιά μου. Διηγούνται για μια ευγενική ράτσα ολίγων· που όταν είναι φουσκωμένα και κατακουρασμένα μόνα των εξ ενστίκτου δαγκάνονται και ανοίγουν μια φλέβα, για να πάρουν ανάσα. Έτσι μου συμβαίνει συχνά, θα επιθυμούσα να ανοίξω μία φλέβα, που θα μου παρείχε την αιώνια ελευθερία.

24 Μαρτίου,

Υπέβαλα εις την Αυλήν την παραίτησίν μου και ελπίζω να γείνη δεκτή, και θα με συγχωρήσετε πού δεν σας εζήτησα πρώτα την άδειαν. Γι' αυτό πρέπει χωρίς άλλο να φύγω, και ξεύρω τι είχετε να ειπήτε για να με πείσετε να μείνω, και λοιπόν — Δώσε την μητέρα μου την πικρά αυτή είδησι με ένα συροπάκι· δεν δύναμαι να βοηθήσω εγώ τον εαυτό μου, και δεν πρέπει να δυσαρεστηθή, αν δεν δύναμαι να την βοηθήσω κι' αυτήν. Βέβαια αυτό θα την πικράνη. Εις το ωραίον στάδιον, που άρχισεν ο γυιός της τραβώντας ίσα προς το αξίωμα του μυστικοσυμβούλου και του πρέσβυ, να τον ιδή διά μιας να σταματά, και να γυρίζη πίσω με το ζώον εις τον σταύλον! Πάρετέ το όπως θέλετε, και συνδυάσετε τις δυνατές περιπτώσεις, με τις οποίες θα μπορούσα και θα έπρεπε να μείνω· αρκεί· εγώ φεύγω· και για να ξέρετε πού πηγαίνω, είνε εδώ ο ηγεμών **, ο οποίος ευρίσκει πολλήν ευχαρίστησιν από την συναναστροφή μου· αυτός με παρεκάλεσεν, όταν άκουσε περί του σκοπού μου να υπάγω με αυτόν εις τα κτήματα του, και εκεί να περάσω την ωραίαν άνοιξιν. Θα είμαι όλως αυτεξούσιος, μου υπεσχέθη, και επειδή συνεννοούμεθα μέχρι τινός σημείου, θα ρίψω τον κύβον και θα πάω μ' αυτόν.

19 Απριλίου.

Ευχαριστώ για τα δύο σου γράμματα. Δεν αποκρίθηκα γιατί άφησα άγραφο αυτό το χαρτί, έως ότου ήθελε φθάσει από την αυλή η παραίτησίς μου· εφοβήθηκα μήπως η μητέρα μου απευθυνθή προς τον υπουργό, και δυσκολεύση τον σκοπόν μου. Τώρα όμως τελείωσε· η απαλλαγή μου ήλθε. Δεν θέλω να είπω πόσον ακουσίως μου την έδωκαν, και τι μου γράφει ο υπουργός· θα αρχίζατε νέους θρήνους. Ο διάδοχός μου έστειλε για την αναχώρησίν μου είκοσι πέντε δουκάτα, με ένα λόγον που με εσυγκίνησε μέχρι δακρύων· λοιπόν δεν χρειάζομαι από την μητέρα τα χρήματα, για τα οποία της έγραφα τώρα ύστερα.

5 Μαΐου.

Αύριον αναχωρώ απ' εδώ και, επειδή ο τόπος της γεννήσεώς μου μόνον έξ μίλλια απέχει από το δρόμο μου, θέλω να τον ξαναδώ, θέλω να θυμηθώ τις παληές, ευτυχώς σα σε όνειρο περασμένες, ημέρες. Από την ίδια πόλη θέλω να μπω, από την οποίαν εβγήκε μαζί μου η μητέρα μου στ' αμάξι, ότε μετά τον θάνατό του πατέρα μου εγκατέλειψε τον αγαπητό μας τόπο, για να κατακλεισθή εις την ανυπόφορη πόλη της. Υγίαινε Γουλιέλμε! θα ακούσης για την εκδρομή μου.

9 Μαΐου.

Ετελείωσα την οδοιπορίαν εις την πατρίδα μου μ' όλη την ευλάβεια ενός προσκυνητού, και πολλά απροσδόκητα αισθήματα με κατέλαβαν. Εις την μεγάλην φιλύραν, που βρίσκεται ένα τέταρτον της ώρας από την πόλη προς το Σ . . . ., εσταμάτησα, κατέβηκα και διέταξα τον αγωγιάτην να προχωρήση, για να γευθώ πεζός με όλη την καρδιά κάθε ανάμνηση άλλη μια φορά και ζωηρά. Εκεί εστεκόμουν λοιπόν κάτω απ' τη φιλύρα, η οποία άλλοτε, όταν ήμουν παιδί, ήτον το τέρμα και τα όριο των περιπάτων μου. Πόσον αλλοιώς είναι τώρα! Τότε στην ευτυχισμένη μου άγνοια εποθούσα τον άγνωστο κόσμο, όπου περίμενα για την καρδιά μου τόση τροφή, τόσην απόλαυση, για να γεμίσω και να ευχαριστήσω το ορμητικό και από πόθους κινούμενο στήθος μου και τώρα ξαναγυρίζω από τον απέραντον κόσμον — ω φίλε μου, με πόσες διαψευσμένες ελπίδες, με πόσα καταστραφέντα σχέδια! Είδα μπρος μου τα βουνά, που μύριες φορές ήσαν το αντικείμενο των επιθυμιών μου. Πολλές ώρες μπορούσα να κάθωμαι εδώ, και πλήρης πόθων να φέρωμαι πέραν και με όλην την ψυχήν μου να χάνωμαι εις τα δάση, τις κοιλάδες, που σκεπασμένες με λεπτούς ατμούς παρουσιάζοντο στα μάτια μου και όταν επειδή σε ωρισμένην ώρα έπρεπε να επιστρέψω, με πόση δυσαρέσκεια άφινα τον αγαπητό τόπο! — Ήλθα πιο κοντά στην πόλη· όλα τα μέσα στους κήπους παλαιά γνωστά σπιτάκια εχαιρετήθηκαν υπ' εμού· τα νέα μου ήσαν απεχθή, όπως και όλαι αι μεταβολαί, όσαι είχαν γείνει. Εισήλθα από την πύλη, και ηύρα πάλιν τον εαυτόν μου ευθύς και εντελώς. Αγαπητέ, δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες· όσο μου ήτο θελκτικό, τόσο μονότονο θα ήτο εις τη διήγηση. Είχα αποφασίσει να κατοικήσω εις την αγορά, κολλητά εις το παληό μας σπίτι. Καθ' οδόν παρετήρησα εις το σχολείον, όπου μια έτιμη γρηά μας εσυμμάζωνε, όταν ήμεθα παιδιά, είχε μεταβληθή εις παντοπωλείον. Θυμήθηκα την ανησυχία, τα δάκρυα, τον σκοτισμό της διανοίας, την αδυμονίαν της καρδιάς, που είχα υποφέρει εις εκείνη την τρύπα. — Κανένα βήμα δεν έκαμνα, που να μην εγεννούσε μέσα μου την παρατήρηση. Ο προσκυνητής εις τους άγιους τόπους δεν απαντά τόσα μέρη θρησκευτικών αναμνήσεων, και η ψυχή του δύσκολα είναι τόσο γεμάτη από ιερή συγκίνηση. — Ακόμη έν από τα πολλά. Κατέβηκα τον ποταμό, έως εις ένα αγροτικό σπίτι· αυτός ήτον και άλλοτε ο δρόμος μου και τα μέρη, όπου εμείς τα παιδιά εγυμναζώμεθα να παίζωμεν πεταλίδες στο νερό. Εθυμήθηκα τόσο ζωηρά, όταν κάποτε σταματούσα και εκύτταζα το νερό, με ποιους θαυμασίους διαλογισμούς το παρακολουθούσα, πόσον αλλόκοτες εφανταζόμουν τις χώρες, που θα έρρεε, και πώς εύρισκα εκεί γοργά τα σύνορα της φαντασίας μου, και όμως έπρεπε να εξακολουθήση αυτό, εμπρός και εμπρός, μέχρις ότου εχανόμην εις τη θέα ενός αχανούς ορίζοντος. Λόγιασε, αγαπητέ μου, πόσο περιωρισμέναι και πόσο ευτυχείς ήσαν οι λαμπροί πρόγονοί μας πόσο παιδικό το αίσθημά των. Όταν ο Οδυσσεύς ομιλή περί του απείρου πελάγους και περί της απεράντου γης, αυτό δα είνε τόσον αληθινό, ανθρώπινο, εγκάρδιο, περιωρισμένο και μυστηριώδες. Τι με ωφελεί πως μπορώ τώρα να ψελλίζω με κάθε μαθητήν του σχολείου, πως η γη είναι στρογγυλή; Ο άνθρωπος έχει ανάγκην μόνο από λίγους βώλους γης, για να χαρή επάνω εις αυτούς, κι' από λιγώτερους ακόμη, για ν' αναπαυθή υποκάτω.

Τώρα είμαι εδώ εις την έπαυλη του ηγεμόνος. Μπορεί ένας αρκετά καλά να περάση με τον κύριον αυτόν· είναι φιλαλήθης και απλούς. Αλλόκοτοι όμως άνθρωποι τον τριγυρίζουν, τους οποίους διόλου δεν εννοώ. Δεν φαίνονται πανούργοι, και όμως δεν έχουν και την όψη εντίμων ανθρώπων. Κάποτε μου φαίνονται τίμιοι, και όμως δεν δύναμαι να τους εμπιστευθώ. Ό,τι προσέτι με λυπεί, είνε πως ο ηγεμών ομιλεί συχνά περί πραγμάτων τα οποία μόνον ήκουσε και ανέγνωσε, και μάλιστα υπό την αυτήν όψιν με την οποίαν θα του τα παρέστησαν.

Προσέτι τιμά τον νουν και τα προτερήματά μου περισσότερον παρά αυτήν την καρδιά, που είναι το μόνο καύχημά μου, που [είναι] μόνη η πηγή παντός, κάθε δυνάμεως, κάθε ευδαιμονίας και κάθε δυστυχίας. Αχ, ό,τι ξεύρω μπορεί κάθε ένας να ξεύρη — την καρδιά μου όμως μόνος εγώ την έχω.

25 Μαΐου

Είχα κάτι εις τον νουν μου περί του οποίου δεν ήθελα να σας πω τίποτε μέχρις ότου ήθελεν εκτελεσθή· τώρα, επειδή δεν γίνεται τίποτε, μπορώ να σας το πω. Ήθελα να πάω στον πόλεμο, το είχα προ πολλού στην καρδιά μου. Γι' αυτό κυρίως ακολούθησα ως εδώ τον ηγεμόνα, ο οποίος είναι στρατηγός εις την υπηρεσίαν της ***. Εις ένα περίπατον του απεκάλυψα το σχέδιόν μου· αυτός με απέτρεψε, και έπρεπε να έχω μάλλον πάθος παρά ιδιοτροπίαν, αν δεν ήθελα πεισθή με τα επιχειρήματά μου [του;].

21 Ιουνίου

Λέγε ό,τι θέλεις, δεν δύναμαι να μείνω περισσότερο. Τι θέλω εδώ; Εβαρέθηκα. Ο ηγεμών με περιποιείται όσο μπορεί καλύτερα, και όμως δεν είμαι όπως ήθελα. Κατά βάθος δεν έχομεν τίποτε κοινόν μεταξύ μας. Είναι άνθρωπος με νουν, αλλά με όλως κοινόν νουν· η συναναστροφή μου δεν με τέρπει περισσότερο παρ' όσον όταν αναγινώσκω ένα καλογραμμένο βιβλίο. Ακόμη οκτώ ημέρας θα μείνω, και έπειτα θ' αρχίσω πάλιν την περιπλάνησή μου. Το καλύτερο που έκαμα εδώ είναι το ζωγράφισμα. Ο ηγεμών έχει καλαισθησίαν, και θα είχεν ακόμη περισσοτέραν, αν δεν ήταν περιωρισμένος από την αηδή ημιμάθεια και τη συνειθισμένη ονοματολογία. Πολλές φορές τρίζω τα δόντια μου, όταν εγώ με θερμή φαντασία τον εισάγω εις την φύσιν και την τέχνην, και εκείνος νομίζει πως κάμνει θαυμάσια το μέρος του όταν ακαταλλήλως παραθέτει κανένα τεχνικόν όρον.

16 Ιουνίου

Ναι, είμαι μόνον οδοιπόρος, μόνον περιπλανώμενος επάνω στη γη! Μήπως είσθε σεις τίποτε περισσότερον;

18 Ιουνίου

Πού θέλω να πάω; Τούτο θα σου το αποκαλύψω εμπιστευτικά.

Δέκα πέντε ημέρες πρέπει να μείνω ακόμη εδώ, και έπειτα, έκαμα τον εαυτόν μου να πιστεύση ότι ήθελα να επισκεφθώ τα μεταλλεία του *. Κυρίως όμως τούτο δεν είνε τίποτε, θέλω μόνον να έλθω πάλι κοντήτερα στην Καρολίνα, αυτό είναι το παν. Και . . γελώ για την καρδιά μου — και της κάμνω το θέλημά της.

29 Ιουνίου

Όχι, είναι καλά,! όλα είναι καλά! — Εγώ . . . σύζυγός της! Ω Θεέ, που με έπλασες, αν μου παρεσκεύαζες αυτή την ευδαιμονία, ολόκληρος η ζωή μου θα ήτο αδιάλειπτος προσευχή. Δεν θέλω να φιλονεικήσω, και συγχώρησέ μου αυτά τα δάκρυα, συγχώρησέ μου τις μάταιες επιθυμίες! — Αυτή γυναίκα μου! Αν το αγαπητότατον πλάσμα υπό τον ήλιον έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Φρίκη διαπερνά όλο μου το κορμί, Γουλιέλμε, όταν ο Αλβέρτος αγκαλιάζη το λυγερό κορμί της.

Και δύναμαι να το πω; Γιατί όχι, Γουλιέλμε; Αυτή θα ήτο ευτυχεστέρα με εμέ, παρά με αυτόν;! Ω δεν είναι άνθρωπος που δύναται να εκπληροί τις επιθυμίες της καρδιάς αυτής όλες. Κάποια έλλειψις ευαισθησίας, έλλειψις — πάρε το όπως θέλης· ότι η καρδιά του δεν πάλλει συμπαθητικά, εις . . . : ω! — εις την περιπλοκή ενός αγαπητού βιβλίου, που η καρδιά μου και της Καρολίνας συναντώνται, και εις χίλιες άλλες περιπτώσεις, οσάκις συμβαίνη να εκδηλώνωνται τα αισθήματά μας για πράξη ενός τρίτου. Αγαπητέ Γουλιέλμε! — Αλλά την αγαπά εξ όλης ψυχής και μία τέτοια αγάπη τι δεν αξίζει!

Ένας άνθρωπος ανυπόφορος με διέκοψε. Τα δάκρυά μου ξηράθηκαν. Είμαι αφηρημένος. Υγίαινε αγαπητέ!

4 Αυγούστου.

Δεν τα παθαίνω μόνον εγώ. Όλοι οι άνθρωποι εις τις ελπίδες των απατώνται, εις τις προσδοκίες των αποτυχαίνουν. Επισκέφθηκα την καλή μου γυναίκα κάτω απ' τη φιλύρα. Το μεγαλύτερο παιδί της έτρεξε προς εμέ, κ' έτσι έφερε κοντά την μητέρα, η οποία εφαίνετο πολύ καταβεβλημένη. Η πρώτη της λέξις ήτον: καλέ αφέντη, αχ, ο Γιαννάκης μου μού απέθανε! Ήτο το μικρότερο των παιδιών της . . Έμενα σιωπών. — Και ο άνδρας μου, είπεν, επέστρεψεν από την Ελβετίαν, και δεν έφερε τίποτε, και χωρίς την βοήθειαν καλών ανθρώπων θα εζητιάνευε από χωριό, σε χωριό έως εδώ· επήρε θέρμες στο δρόμο. — Δεν μπόρεσα να της ειπώ τίποτε, και εχάρισα κάτι στο μικρό, με παρεκάλεσε να δεχθώ μερικά μήλα, το έκαμα, και άφησα τον τόπον της λυπηράς αναμνήσεως.

21 Αυγούστου.

Διά μιας όλα μέσα μου μεταβάλλονται. Κάποτε φαίνεται ότι θα ρίξη πάλι φως ένα χαρούμενο βλέμμα της ζωής, αχ! μόνο για μια στιγμή! — Όταν έτσι χάνωμαι σε όνειρα δεν δύναμαι ν' απομακρυνθώ απ' αυτή τη σκέψη: τι θα εγίνετο, αν ο Αλβέρτος πέθαινε; Θα εγίνετο! ναι, αυτή θα εγίνετο — και τότε ακολουθώ το φάντασμα, έως ότου με φέρη εις αβύσσους, προ των οποίων τρέμοντας οπισθοχωρώ.

Όταν εξέρχωμαι διά της πύλης στο δρόμο, που για πρώτη φορά επέρασα με άμαξα, για να πάρω την Καρολίναν εις τον χορό, πόσον αυτά ήσαν όλως διαφορετικά! Όλα, όλα παρήλθαν! Κανέν σημείον του παρελθόντος κόσμου, κανένας παλμός του τότε αισθήματός μου. Αισθάνομαι ό,τι θα αισθανόταν ένας που θα ξαναγύριζε στο κατακαμμένο, το κατεστραμμένο φρούριο, που κάποτε ένας ακμαίος ηγεμών το οικοδόμησε, και το εστόλισε με όλα τα δώρα της πολυτελείας και πεθαίνοντας το άφησε μαζί με πλήθος ελπίδες στον αγαπητόν του γυιό.

3 Σεπτεμβρίου.

Κάποτε δεν εννοώ πώς δύναται να την αγαπήση άλλος, πώς τολμά, όταν εγώ ολότελα μόνος, τόσον ενδόμυχα, τόσον εγκάρδια,, την αγαπώ· τίποτε άλλο δεν γνωρίζω, τίποτε δεν ηξεύρω, δεν έχω παρά αυτήν!

4 Σεπτεμβρίου.

Ναι, έτσι είναι! Καθώς η φύσις κλίνει προς το φθινόπωρον, γίνεται φθινόπωρον μέσα μου και γύρω μου. Τα φύλλα μου κιτρινίζουν, και τώρα τα φύλλα των πλησίον δένδρων έπεσαν. Δεν σου έγραψα μια φορά για ένα παλληκάρι του χωριού, ευθύς ως ήλθα εδώ; Τώρα ερώτησα πάλιν γι' αυτόν εις το Βαλάιμ· μου είπαν πως εδιώχθηκε από την υπηρεσίαν, και όλοι υποκρίνοντο ότι δεν ήξευραν τίποτε περισσότερο γι' αυτόν. Χθες τον συνήντησα κατά τύχην εις τον δρόμον ενός άλλου χωριού· του μίλησα, και μου διηγήθη την ιστορίαν του, η οποία διπλά και τριπλά μ' εσυγκίνησε, όπως εύκολα θα εννοήσης αν σου την διηγηθώ πάλιν. Όμως προς τι όλ' αυτά; γιατί δεν κρατώ για τον εαυτό μου ό,τι με στενοχωρεί και με λυπεί; γιατί να σε ταράξω προσέτι; γιατί σου δίδω πάντα αφορμήν να με οικτείρης και να μ' επικρίνης; Έστω, και τούτο ας είναι της τύχης μου!

Με σιγηλή θλίψη, εις την οποίαν μου εφάνη ότι διέκρινα κάτι το περίφοβο, μου απεκρίθη ο άνθρωπος στην αρχή στας ερωτήσεις μου· αλλά μετ' ολίγον πιο ανοιχτά, ως να ανεγνώρισεν έξαφνα, τον εαυτόν μου και εμέ, μου ωμολόγησε τα σφάλματά του, μου παρεπονέθη για την δυστυχία του. Αν μπορούσα, φίλε μου, να υποβάλω στην κρίση σου κάθε του λέξη! Ωμολόγησε, ναι, διηγήθη με κάποιαν ευχαρίστηση και ευτυχία της αναμνήσεως, ότι το πάθος προς την κυρία του κάθε μέρα αύξανε μέσα του, ότι επί τέλους δεν ήξευρε τι να κάμη, πώς να εκφρασθή, πού να βάλη το κεφάλι του. Δεν ηδύνατο μήτε να τρώγη, μήτε να πίνη, μήτε να κοιμάται του εστέκετο στο λαιμό· έκαμνε ό,τι δεν έπρεπε να κάμη· ό,τι του παρήγγελαν το ελησμονούσε, ήτον ως να παρηκολουθείτο από ένα κακόν δαίμονα· έως ότου μιαν ημέρα, ότε ήξευρε πως εκείνη ήτον εις έν δωμάτιον του επάνω πατώματος, επήγε προς αυτήν, ή μάλλον ετραβήχθη προς αυτήν. Επειδή δε εκείνη δεν έδιδε ακρόαση εις τις παρακλήσεις του, ηθέλησε να την πιάση διά της βίας· δεν ήξευρε πώς του συνέβη, και επικαλείται τον θεόν πως οι σκοποί του υπήρξαν πάντοτε τίμιοι, και ότι τίποτε ζωηρότερα δεν εποθούσε παρά να τον πάρη και με αυτόν να περάση την ζωήν της. Αφού εμίλησε κάμποσο άρχισε να διακόπτεται, καθώς ένας ο οποίος έχει να πη κάτι ακόμη και δεν τολμά να το εκφράση· τέλος μου ωμολόγησε, με συστολήν και φόβον, ποίας μικράς οικειότητας του επέτρεπε και τι προσέγγιση του εσυγχώρει. Διεκόπη δύο τρεις φορές, και επανέλαβε τις ζωηρότερες διαμαρτυρήσεις, πως δεν το λέγει για την κατηγορήση, πως την αγαπούσε και την εξετίμα, καθώς και προτήτερα, πως αυτό δεν εβγήκε ποτέ από το στόμα του, και πως μου το λέγει μόνο για να με πείση ότι δεν ήτο ποσώς διεστραμμένος και ανόητος άνθρωπος. — Και εδώ, φίλτατέ μου, αρχίζω πάλι το παλαιό μου τραγούδι, που αιωνίως θα τραγουδώ· αν ηδυνάμην να σου παραστήσω τον άνθρωπον, πώς εστέκετο μπροστά μου, πώς τον θυμούμαι ακόμα έτσι μπροστά μου! Είθε να μπορούσα να σου πω το παν ακριβώς, για να αισθανόσουν πως συμμετέχω στην τύχη του, πως πρέπει να συμμετέχω. Αλλ' αρκεί! Επειδή γνωρίζεις και την ιδικήν μου τύχην, επειδή γνωρίζεις και εμέ, ξεύρεις πολύ καλά τι με ελκύει προς όλους τους δυστυχείς, τι ιδίως προς αυτόν τον δυστυχή.

Ξαναδιαβάζοντας το γράμμα, βλέπω ότι ελησμόνησα να διηγηθώ το τέλος της ιστορίας, που όμως εύκολα εννοείται. Αυτή του αντέστη, ήλθεν ο αδελφός της, ο οποίος προ πολλού ήδη τον εμίσει, ο οποίος προ πολλού ήδη επιθυμούσε να τον ιδή έξω από το σπίτι, γιατί εφοβείτο ότι με ένα νέο γάμο της αδελφής του ήθελαν αποστερηθή τα παιδιά του της κληρονομιάς, η οποία τώρα που αυτή είναι άτεκνη τους παρέχει ωραίες ελπίδες· αυτός τον έδιωξε παρευθύς, και τέτοιο θόρυβο έκαμε, ώστε η γυναίκα, και αν ήθελε, δεν θα ηδύνατο να τον δεχθή πάλιν. Τώρα επήρε πάλι άλλον δούλον· και γι' αυτόν λέγουν ότι τα εχάλασε με τον αδελφό της, και αποφαίνονται ως βέβαιον ότι θα τον νυμφευθή· αλλ' εγώ, επρόσθεσε επί τέλους, έχω στερεάν απόφαση να μη επιζήσω εις τούτο.

Ό,τι σου διηγούμαι δεν είναι υπερβολικόν, ουδέ καλλωπισμένον· μάλιστα μπορώ να πω ότι αδύνατα το διηγήθηκα και το έκαμα άκομψο γράφοντάς το με τις συνετισμένες ηθικές λέξεις μας.

Αυτή η αγάπη, αυτή η πίστις, αυτό το πάθος δεν είναι λοιπόν ποιητική εύρεσις. Αυτή ζη, είναι εις την μεγίστην της αγνότητα εις την τάξη των ανθρώπων, τους οποίους ονομάζομεν αμορφώτους, τους οποίους ονομάζομεν βαρβάρους. Εμείς οι μορφωμένοι — σε τίποτα μορφωμένοι! Ανάγνωσε την ιστορίαν με ευλάβειαν, σε παρακαλώ. Σήμερα είμαι ήσυχος, γράφοντάς την· καταλαβαίνεις από το γράψιμό μου ότι δεν είναι ορνιθοσκαλίσματα, πιτσιλίσματα σαν άλλοτε. Ανάγνωσε, αγαπητέ μου, και συλλογίσου ότι αυτή είναι η ιστορία του φίλου σου. Ναι, έτσι μου συνέβη, έτσι θα μου συμβή, και δεν είμαι ουδέ στο μισό καν γενναίος, ουδέ στο μισό αποφασιστικός, απ' ό,τι ο πτωχός δυστυχής, με τον οποίον σχεδόν δεν τολμώ να συγκρίνω τον εαυτό μου.

5 Σεπτεμβρίου.

Είχε γράψει ένα γραμματάκι για να το στείλη εις τον άνδρα της εις την επαρχίαν, όπου έμεινε για υποθέσεις. Άρχιζεν έτσι: Αγαπητέ μου, φίλτατε, έλα όσον δυνηθής γρηγορώτερα, σε περιμένω με χίλιες χαρές. — Ένας φίλος, που ήλθεν εκείθεν, έφερε την είδησιν, ότι εξ αιτίας κάποιων περιστάσεων δεν θα επιστρέψη τόσο γρήγορα· το γραμματάκι έμεινεν εκεί και μου έπεσε το βράδυ στα χέρια. Το εδιάβασα κ' εχαμογέλασα· αυτή ρώτησε: γιατί; — Τι θείον δώρον είναι η φαντασία! ανεφώνησα· ηδυνήθην να φαντασθώ για μια στιγμή πώς είχε γραφή για εμέ. Αυτή εσιώπησεν, εφάνη ότι δεν της άρεσε και εγώ εσιώπησα.

6 Σεπτεμβρίου.

Μου ήτο πολύ δύσκολον ν' αποφασίσω, ν' αφήσω το γαλάζιο απλούν επανωφόρι μου, με το οποίον κατά πρώτην φοράν εχόρευσα με την Καρολίναν· επί τέλους όμως εχάλασα πάρα πολύ. Γι' αυτό παράγγειλα και μου έκαμαν ένα άλλο, απαράλλακτο σαν το πρώτο, με γιακά και πέττο, και πάλι το ίδιο κίτρινο γελέκο και πανταλόνι.

Δεν έχει όμως καθ' όλα το αυτό αποτέλεσμα. Δεν ηξεύρω — Νομίζω ότι με τον καιρόν θα μου γείνη και αυτό αγαπητότερο.

12 Σεπτεμβρίου.

Είχεν αναχωρήσει για μερικές ημέρες, για να πάρη τον Αλβέρτον. Σήμερα εμπήκα εις το δωμάτιόν της, με προϋπάντησε, και της εφίλησα το χέρι με χίλιες χαρές.

Ένα καναρίνι επέταξεν από τον καθρέπτην εις τον ώμον της. Νέος φίλος! είπε, και το εμάβλισε στο χέρι της· είναι προωρισμένο για τα μικρά του. Είναι πάρα πολύ αγαπητόν! Ιδέτε το! Όταν του δίδω ψωμί, κτυπά τα πτερά του, και τσιμπά τόσο νόστιμα. Με φιλεί κιόλα. Ιδέτε!

Όταν επρόσφερεν εις το μικρόν ζώον το στόμα της, αυτό εκόλλησε με τόσην χάριν εις τα γλυκά της χείλη, ωσάν να αισθάνετο την ευδαιμονίαν που απήλαυε.

— Θα σας φιλήση και σας, είπε, και διεύθυνε το πτηνόν προς εμέ. Το ράμφος εφέρθη από το στόμα της εις το ιδικόν μου, και το τσίμπημά του ήτον ως πνοή, προαίσθησις ερασμίας αποφάνσεως.

— Το φίλημά του, είπα δεν είναι όλως δίχως επιθυμία· ζητεί τροφήν, και επιστρέφει ουχί ικανοποιημένον από το άδειο το φίλημα.

— Τρώγει και από το στόμα μου, είπε. Του επρόσφερε μερικά ψίχουλα με τα χείλη της, από τα οποία εμειδιούσαν η τέρψεις αθώας συμπαθούσης αγάπης με ζεστήν ηδονή.

Απέστρεψα το πρόσωπον. Δεν έπρεπε να το κάμη αυτό! δεν έπρεπε να ερεθίση την φαντασία μου με αυτές τις εικόνες ουρανίας αθωότητος και ευδαιμονίας, ουδέ να εξυπνήση την καρδιά μου από τον ύπνο, εις τον οποίον αποκοιμίζει ενίοτε η αδιαφορία της ζωής! Και γιατί όχι; Εμπιστεύετε εις εμέ τόσον; ξέρει πόσον την αγαπώ!

15 Σεπτεμβρίου.

Είναι να τρελλαθή κανείς, Γουλιέλμε, όταν σκεφθή πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν αισθάνονται εκείνο καν το λίγο το οποίον έχει αξίαν τινά επί της γης. Γνωρίζεις τις καρυδιές κάτωθεν των οποίων εκαθόμουν με την Καρολίναν εις την οικίαν του αγαθού ιερέως του Σ . . . τις λαμπρές καρυδιές που ο Θεός το ξεύρει, μου έδιναν πάντα την πιο μεγάλη ψυχική ευχαρίστηση! Πόσον αγαπητό έκαμναν το σπίτι του ιερέως, πόσον δροσερό! και πόσο λαμπροί ήσαν οι κλάδοι! και η ανάμνηση μέχρι των αγαθών ιερέων, οι οποίοι προ τόσων ετών τας εφύτευσαν! Ο διδάσκαλος μας ωνόμαζε συχνά το όνομα ενός εξ αυτών, το οποίον είχεν ακούσει από τον πάππον του· λέγεται ότι ήτο καλός άνθρωπος, και η μνήμη του μου ήταν πάντα ιερά κάτω από τα δένδρα. Σου λέγω ότι του διδασκάλου ήλθαν δάκρυα εις τους οφθαλμούς όταν χθες ελέγαμεν ότι απεκόπησαν! Μου έρχεται να τρελλαθώ, μπορούσα να φονεύσω τον σκύλον που έδωκε το πρώτον κτύπημα. Εγώ, που μπορούσα να λυπηθώ κατάκαρδα, αν δύο τέτοια δένδρα ήσαν εις την αυλήν μου, και απέθνησκε το έν απ' αυτά από γηρατειά, εγώ επέπρωτο να γίνω αυτόπτης. Αγαπητέ μου, ένα πράμα με παρηγορεί! Τι είναι το ανθρώπινον αίσθημα! Ολόκληρον το χωριό μουρμουρίζει, και ελπίζω πως η παπαδιά θα το καταλάβη, από τα βούτυρο και τα αυγά και τας λοιπάς ενδείξεις της συμπαθείας, τι πληγήν έκαμε εις τον τόπον της. Γιατί αυτή είναι η γυναίκα του νέου ιερέως (ο παλαιός μας απέθανε και αυτός), έν ισχνόν, φιλάσθενον πλάσμα, η οποία έχει αρκετήν αφορμήν να μη ενδιαφέρεται διόλου για τον κόσμον, γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται γι' αυτήν. Μία τρελλή, η οποία θέλει να φαίνεται σπουδασμένη, ανακατώνεται εις την εξέτασιν των Κανόνων, εργάζεται πάρα πολύ εις την νεωτεριστικήν ηθικοκριτικήν αναμόρφωσιν Χριστιανισμού, και υψώνει τους ώμους της για τις φαντασίες του Λαβάτερ, έχουσα ελεεινήν υγεία, και ένεκα τούτου καμμιάν χαράν επί της γης του Θεού. Ένα τέτοιο μόνον πλάσμα ήτο δυνατόν ν' αποκόψη τις καρυδιές μου. Βλέπεις, δεν συνέρχομαι! Φαντάσου, της φαίνεται ότι από τα πίπτοντα φύλλα λερώνεται και μουχλιάζει η αυλή, τα δένδρα τής παίρνουν το φως της ημέρας, και όταν ωριμάσουν τα καρύδια, ρίπτουν τα παιδιά πέτρες, και τούτο της ερεθίζει τα νεύρα, και την ταράσσει εις τις βαθειές της σκέψεις, όταν εξετάζη και αντιπαραβάλλει τον Κενικότ, Σέμλερ και Μικαέλις. Όταν είδα τους ανθρώπους του χωρίου και ιδίως τους γέροντας, τόσο δυσαρεστημένους, είπα γιατί το υποφέρατε; — Όταν το θέλη ο δήμαρχος, εδώ εις τον τόπον μας, είπαν, τι μπορούμε να κάμωμε; Αλλά για ένα πράγμα ευχαριστήθηκα· ο δήμαρχος και ο ιερεύς, ο οποίος δα και αυτός ήθελε να ωφεληθή από τας ιδιοτροπίας της γυναικός του, που βέβαια δα δεν του κάμνουν τις σούπες παχειές, εσκέφθηκαν να μοιράσουν μεταξύ των· τότε το έμαθαν οι έφοροι και είπαν αυτό δεν γίνεται! γιατί είχεν αξιώσεις παλαιές εις το μέρος του κτήματος του ιερέως, όπου ήσαν τα δένδρα, και αυτοί τα επούλησαν εις τον πλειοδοτήσαντα. Τώρα βρίσκονται τα ξύλα χάμω. Ω, αν ήμουν ηγεμών! ήθελα την παπαδιά, τον δήμαρχο και τους εφόρους . . . ηγεμών! — Ναι, αν ήμουν ηγεμών, τι θα με έμελε για τα δένδρα της χώρας μου!

10 Οκτωβρίου

Και μόνον τα μαύρα της μάτια όταν βλέπω είμαι ευχαριστημένος! Ιδού όμως, εκείνο που με λυπεί, είναι πως ο Αλβέρτος δεν φαίνεται να είναι τόσον ευτυχής, όσον εκείνος — ήλπιζε, όσον εγώ — επίστευα ότι θα είμαι, αν — Δεν αγαπώ να μεταχειρίζωμαι παύλες, αλλ' εδώ δεν δύναμαι να εκφρασθώ αλλοιώς — και νομίζω αρκετά ξάστερα.

12 Οκτωβρίου.

Ο Οσσιανός παρετόπισε στην καρδιά μου τον Όμηρο. Τι κόσμος είναι αυτός, εις τον οποίον με εισάγει ο λαμπρός ποιητής! Να πλανώμαι στο γυμνό τον κάμνο, γύρω μου να βουίζη η θύελλα, που μέσα σε μιαν ομίχλη πυκνών ατμών οδηγεί τα πνεύματα των προγόνων κάτω από το αμυδρόν φως της σελήνης. Να ακούω από τα βουνά, εις την βοήν του χειμάρρου, τον υπόκωφον στεναγμόν των πνευμάτων από τα σπήλαιά των, και τους θανασίμους αλολυγμούς της κόρης που θρηνολογεί κοντά στις τέσσαρες πέτρες που σκεπάζουν τον αγαπητικό της, σκεπασμένες με βρύον και ανθηρή χλόη. Όταν τότε ευρίσκω τον περιπλανώμενον πολιόν ραψωδόν, ο οποίος επάνω στην εκτεταμένην έρημο ζητεί τα ίχνη των πατέρων του, και αλλοίμονο! βρίσκει τα μνήματά των, και τότε θρηνώντας προσβλέπει το αγαπητό αστέρι της εσπέρας, που κρύπτεται εις την κυμαινομένη θάλασσα, και οι χρόνοι του παρελθόντος επανέρχονται ζωηροί εις την ψυχήν του ήρωος, εκείνοι όταν η καλόβολη ακτίνα εφώτιζε τους κινδύνους των ανδρείων, και η σελήνη το καράβι που ξαναγύριζε στεφανομένο, νικηφόρο. Όταν αναγινώσκω τη βαθεία λύπη επάνω στο μέτωπό του, όταν βλέπω τον τελευταίον, εγκαταλελειμένο ήρωα να κινήται αλλοιωμένος εις τον τάφον, και πώς καταπίνει πάντοτε νέες, αλγεινά φλογερές ηδονές αντικρύζοντας την ακίνητη εμφάνιση των σκιών των αποθαμμένων του, και προσβλέπει την κρύα γη, την υψηλήν κυματίζουσα χλόη και αναφωνεί: Ο οδοιπόρος θα έλθη, θα έλθη, με εγνώρισε στην ομορφιά μου, και θα ρωτήση: Πού είναι ο τραγουδιστής, ο έξοχος υιός του Φιγκάλ; Το πόδι του πατεί τον τάφο μου, και αυτός του κάκου ρωτά για μένα πάνω στη γη. — Ω φίλε! επιθυμούσα σαν ευγενής οπλοφόρος να σύρω το ξίφος, να ελευθερώσω διά μιας τον ηγεμόνα μου από τη σπασμωδική βάσανο της αργοσβυνομένης ζωής, και να στείλω προς τον ελευθερωθέντα ημίθεον την ψυχήν μου.

19 Οκτωβρίου.

Αχ, αυτό το κενόν; αυτό το φοβερόν κενόν! που αισθάνομαι εδώ εις το στήθος! — Σκέπτομαι συχνά· αν συ μια φορά μόνο μπορούσες να πιέσης αυτή μου την καρδιά, όλον αυτό το κενόν θα εγέμιζε.

26 Οκτωβρίου

Ναι, αγαπητέ! βεβαιούμαι, ολοένα και περισσότερο βεβαιούμαι ότι από την ύπαρξιν ενός πλάσματος ολίγον εξαρτάται, πολύ ολίγον. Ήλθεν εις της Καρολίνας μία φίλη της, και εγώ μπήκα εις το παρακείμενον δωμάτιον, διά να λάβω ένα βιβλίον· δεν μπορούσα ν' αναγνώσω, και τότε έλαβα μια πέννα για να γράψω. Τας άκουσα να μιλούν σιγά· διηγούντο μεταξύ των ασήμαντα πράγματα, νέα της πόλεως: Πως αυτή πανδρεύεται, πως εκείνη είναι ασθενής, πολύ ασθενής, έχει ξηρό βήχα, τα κόκκαλα φαίνονται εις το πρόσωπόν της και της έρχονται λιποθυμίες· ουδέ λεπτό δεν δίνω για την ζωήν της, έλεγεν η άλλη. Ο Ν.Ν. και αυτός είναι κακά, έλεγεν η Καρολίνα. Είναι πρισμένος, είπεν η άλλη. — Και η ζωηρά μου φαντασία με έφερε στο κρεββάτι αυτών των αθλίων· τους έβλεπα με πόσην αηδίαν έστρεφαν τα νώτα εις την ζωήν, πώς αυτοί — Γουλιέλμε! και τα γυναικάρια ωμιλούσαν περί τούτων, ως ομιλούν δα — περί του ότι ένας ξένος πεθαίνει. — Και όταν παρατηρώ γύρω μου, και κυττάζω το δωμάτιον και τριγύρω μου τα ενδύματα της Καρολίνας και τα χαρτιά του Αλβέρτου, και αυτά τα έπιπλα, προς τα οποία τώρα είμαι τόσον οικείος, και ακόμη προς τούτο το μελανοδοχείον και σκέπτομαι: Ιδές, τι είσαι τώρα εις αυτό το σπίτι! Ολωσδιόλου οικείος. Οι φίλοι σου σε τιμούν! αποτελείς πολλάκις την χαράν των, και φαίνεται εις την καρδιά σου.

Εν τούτοις δεν δύναμαι ν' αρνηθώ εις τον Αλβέρτον την υπόληψίν μου. Η εξωτερική του απάθεια ευρίσκετο σε μεγάλην αντίθεσι προς την ανησυχίαν του χαρακτήρος μου, που δεν δύναται να κρυφθή. Έχει πολύ αίσθημα, και εννοεί τι κειμήλιον είναι η Καρολίνα γι' αυτόν. Φαίνεται, ότι σπανίως δυσθυμεί, και ξεύρεις πως είναι το μόνον αμάρτημα που υπερβολικά το αποστρέφομαι εις τον άνθρωπον.

Με θεωρεί ως άνθρωπον με νουν και η αφοσίωσίς μου εις την Καρολίναν, η αληθινή μου χαρά, που αισθάνομαι εις όλας τας πράξεις της, αυξάνει τον θρίαμβόν του, και την αγαπά τόσον περισσότερον. Αν δε ίσως την βασανίζη ενίοτε με μικρή ζηλοτυπία, τούτο δεν το εξετάζω· εγώ τουλάχιστον αν ήμουν εις την θέσιν του, δεν θα έμενα ασφαλής απ' αυτόν τον διάβολο.

Ας είναι κ' έτσι! η ευχαρίστησίς μου να είμαι πλησίον της Καρολίνας πάει. Μωρίαν να ονομάσω τούτο ή αποτύφλωσιν; — Τι χρειάζονται ονόματα, αφού αυτό το πράγμα μιλή! — Ήξευρα όλα, ότι τώρα ηξεύρω, πριν έλθη ο Αλβέρτος· ήξευρα πως δεν μπορούσα να έχω αξίωσι γι' αυτήν, ούτε είχα καμμίαν — δηλαδή εφόσον είναι δυνατόν, απέναντι τόσου θελγήτρου να μη επιθυμήση κανείς τίποτε — και τώρα ο ανόητος εκπλήττομαι, ότι ο άλλος πράγματι έρχεται και μου παίρνει την κόρη.

Τρίζω τα δόντια μου, και χλευάζω την αθλιότητά μου, και περιφρονώ διπλασίως και τριπλασίως εκείνους που μπορούν και λέγουν: «να το ξεχάσω», αφού δα δεν γίνεται αλλοιώς. — Γλύτωσέ με απ' αυτά τα ξόανα. — Γυρίζω εις τα δάση, και όταν έρχωμαι εις την Καρολίναν και ο Αλβέρτος κάθεται πλησίον της στον κήπο στο κιόσκι και δεν δύναμαι να φύγω, τότε φέρομαι σαν τρελλός και κάμνω χίλιες δυο ανοησίες. — Δι' όνομα του Θεού, μου είπε σήμερον η Καρολίνα, σε παρακαλώ, μη [κάμεις] καμμίαν σκηνήν, σαν εκείνην της χθεσινής βραδειάς. Είσθε φοβερός όταν είσθε έτσι εύθυμος. — Αναμεταξύ μας, καιροφυλακτώ την στιγμήν, όταν αυτός έχει ασχολίες· ω! ευθύς ευρίσκομαι πλησίον της, και είμαι πάντοτε ευχαριστημένος όταν την ευρίσκω μόνην.

8 Αυγούστου

Σε παρακαλώ, αγαπητέ Γουλιέλμε, δεν είχα σε υπ' όψιν όταν απεκάλουν ανυποφόρους τους ανθρώπους που απαιτούν από μας υπομονήν εις άφευκτα κακά. Αληθινά δεν εφανταζόμουν ότι ηδύνασο να είσαι παρομοίας γνώμης. Και κατά βάθος έχεις δίκαιον.

[??? ]ρηση που απέτυχε· τότε το ανυπόφορο βάρος της δυσθυμίας θα μου φαινότανε μισό. Αλλοίμονό μου! Αισθάνομαι πάρα πολύ ζωηρά ότι εγώ είμαι ο μόνος ένοχος, όχι ένοχος! Φτάνει που η πηγή κάθε αθλιότητος, είναι κρυμμένη σε μένα, καθώς άλλοτε ήταν η πηγή κάθε ευδαιμονίας. Δεν είμαι ο ίδιος που άλλοτε πετούσα ψηλά με τα πολλά αισθήματα, που κάθε μου βήμα παρακολουθούσε ένας παράδεισος, που είχα καρδιά ένα ολόκληρο κόσμο με αγάπη να με περιτριγυρίζη; Και αυτή η καρδιά είναι νεκρή· δεν έχει πια ενθουσιασμούς, τα μάτια μου εστέγνωσαν και αι αισθήσεις μου που δεν ευχαριστούνται πια από δάκρυα που δροσίζουν, μου ρυτιδώνουν κακόρεχτα το μέτωπό μου. Υποφέρω πολύ, γιατί έχασα ό,τι ήταν η μόνη ηδονή της ζωής μου· την ιερή ζωοποιό δύναμη, που μ' αυτήν έπλαθα κόσμους γύρω μου· πάει! — Όταν από το παράθυρό μου κυττάζω στο μακρινό λόφο, πώς ο πρωινός ήλιος σκορπά από πάνω του την ομίχλη και φωτίζει το ήσυχο λιβάδι, και το ήμερο ποτάμι έρχεται προς εμένα ανάμεσα των ιτιών, που βρίσκονται στις όχθες του ξεγυμνωμένες από φύλλα, — ω! όταν τότε η λαμπρή τούτη φύση μου φαίνεται χωρίς ψυχή, σαν μια βερνικωμένη εικόνα, και όλη η ηδονή ούτε σταλαματιά ευδαιμονίας μπορεί να τραβήξη από την καρδιά το μυαλό μου, και ο άνθρωπος ολόκληρος φαίνεται μπρος στο πρόσωπο του Θεού σαν στερεμένη βρύση, σαν άδειο βαρέλι ρίχτηκα συχνά κατά γης και εζήτησα από τον Θεό δάκρυα καθώς ένας γεωργός βροχή όταν ο ουρανός είναι μολυβένιος απάνω του και η γύρω του γη χάνεται από τη δίψα.

Αλλ' αχ! το αισθάνομαι· ο Θεός δεν δίνει βροχή και ήλιο στις ορμητικές παρακλήσεις και εκείνοι οι καιροί που με βασανίζει η ανάμνησί τους, γιατί άλλοτε ήταν τόσον ευτυχισμένοι παρά μόνο γιατί με υπομονή επερίμενα το πνεύμα του, με καρδιά γεμάτη απόκρυφη ευγνωμοσύνη, δεχόμουνα την ηδονή, που μου έδινε!

8 Νοεμβρίου.

Με εμάλωσε για το παραστράτημά μου! αχ, με τόση ερασμιότητα! Τις παρεκτροπές μου πως κάποτε από ένα ποτήρι κρασί παρασύρομαι και πίνω ένα μπουκαλάκι! Μη το κάνετε! είπε· να συλλογισθήτε την Καρολίνα! Να συλλογισθώ! είπα· και είναι ανάγκη να μου το διδάξετε αυτό ; Συλλογίζομαι! — δεν συλλογίζομαι. Είσαστε πάντα στην ψυχή μου. Σήμερα καθόμουνα στο μέρος, όπου προχθές κατεβήκατε από την άμαξα. — Αυτή εμίλησε για κάτι άλλο — για να μη μιλήσω περισσότερο γι' αυτό πράμα. Αγαπημένε μου ; Είμαι χαμένος! Μπορεί να με κάμη ό,τι θέλει.

12 Δεκεμβρίου.

«Αγαπητέ Γουλιέλμε, είμαι σε μια κατάσταση, που θα ήτανε και εκείνοι οι δυστυχείς για τους οποίους πιστεύουν πως εκυριεύθηκαν από το δαίμονα. Κάποτε με πιάνει κάτι τι· δεν είνε αδημονία, ούτε επιθυμία, είνε μία εσωτερική άγνωστη ταραχή, που απειλεί να ξεσχίση το στήθος μου και που μου κλείνει το λάριγγα! Αλλοίμονο! αλλοίμονο! και έπειτα περιπλανώμαι στην τύχη ανάμεσα στις φοβερές σκηνές αυτής της εποχής, που είναι έχθρα στους ανθρώπους.

«Χθες το βράδυ έπρεπε να βγω. Έξαφνα γίνηκε παγωνιά και φυσούσε νοτιάς· μου είπαν ότι ο ποταμός είχε ξεχειλίσει, όλα τα ρυάκια επλημμύρισαν, καθώς και κάτω στο Βαλάιμ η αγαπημένη κοιλάδα!

«Τη νύκτα μετά τις ένδεκα έτρεξα εκεί έξω. Ήτανε φοβερό το θέαμα να βλέπω από το βράχο στο φως του φεγγαριού να στριφογυρνούν τα κύμματα που κυλούν να σκάφτουν τη γη, να σκεπάζουν τους αγρούς, τα λιβάδια, τους θάμνους και όλα και να σχηματίζεται από τη μία άκρη της κοιλάδος έως την άλλη μια αγριεμμένη θάλασσα στο φύσημα του ανέμου! Και όταν τότε ξαναφάνηκε το φεγγάρι και στεκότανε πάνω από το μαύρο σύννεφο και κυλούσε μπρος μου το κύμα με μια φοβερή λαμπρή αντανάκλαση και αντηχούσε· τότε με κατέλαβε φρίκη και πάλι πόθος! Αχ! με ανοικτά τα χέρια στεκόμουνα μπρος στην άβυσσο και η πνοή μου ερχότανε κάτω, κάτω! Τι ηδονή! εκεί κάτω τα βάσανά μου, τα πάθη μου να τα γκρεμίσω! εκεί κάτω να κυλιέμαι με βογγητό σαν τα κύμματα! Ω! — και δεν έχεις τη δύναμη να σηκώσης το πόδι από τη γη, να τελειώσης όλα τα βάσανά σου! — Δεν ήρθε ακόμη η ώρα μου — το αισθάνομαι! Ω Γουλιέλμε; Με πόση χαρά θα έδινα τη ζωή μου για να περάσω μέσα από τα σύννεφα σε κείνη την ανεμοζάλη, να πιάσω τα κύματα! Α! δεν θ' απολαύση άρα γε ο φυλακισμένος μια φορά αυτή την ηδονή; Και καθώς μελαγχολικός έβλεπα κάτω σε μια θέση που με την Καρολίνα κάτω από μια ιτιά είχα αναπαυθή σε περίπατο ένα καλοκαίρι — και αυτή ήτανε καταπλημμυρισμένη και μόλις την κατάλαβα Γουλιέλμε! Και τα λιβάδια της; έλεγα· και ο κήπος της στο εξοχικό σπίτι της; πόσο κατεστράφηκε τώρα από τον ορμητικό χείμαρρο η σκιά μας! έλεγα. Και μια ακτίνα του παρελθόντος εισέδυσε στη ψυχή μου, όπως ένας αιχμάλωτος που ονειρεύεται κοπάδια, λιβάδια και δόξες! Εστάθηκα! — Δεν κατηγορώ τον εαυτόν μου γιατί έχω το θάρρος να πεθάνω. Έπρεπε — τώρα κάθομαι εδώ σαν γρηά που μαζεύει τα ξύλα της από τους φράχτες και το ψωμί της ζητιανεύοντας από πόρτα σε πόρτα, για να ευκολύνη και να παρατείνη για μια στιγμή ακόμη την ετοιμοθάνατη και άχαρη ύπαρξή της».

14 Δεκεμβρίου.

«Τι είναι αυτό, αγαπητέ μου; φοβούμαι και τον εαυτόν μου! Η αγάπη μου προς αυτήν δεν είναι αδελφική, αγνοτάτη, καθαροτάτη; Αισθάνθηκε ποτέ η ψυχή μου μιαν ένοχο επιθυμία; Δεν θέλω να ορκισθώ . . . Και τώρα αυτά τα όνειρα! . . . Ω; πόσον αληθινά αισθανόντανε οι άνθρωποι εκείνοι που τις τέτοιες αντίθετες ενέργειες απόδιδαν σε ξένες δυνάμεις! Αυτή τη νύκτα — τρέμω να το πω — την κρατούσα στην αγκαλιά μου, σφιγμένη καλά στο στήθος μου και εσκέπαζα με αναρίθμητα φιλιά το στόμα που εψιθύριζε λόγια αγάπης. Το μάτι μου έπλεε στη μέθη του ιδικού της! Θεέ μου είμαι αξιοτιμώρητος που αισθάνομαι και τώρα ακόμη ευτυχίαν όταν θυμάμαι αυτές τις φλογερές ηδονές; Καρολίνα! Καρολίνα! — Τετέλεσται! αι αισθήσεις μου συγχέονται, από οκτώ ημέρες δεν έχω πια τη δύναμη να σκεφθώ, τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα· πουθενά δεν είμαι καλά και είμαι καλά παντού! Δεν εύχομαι τίποτε, δεν ζητώ τίποτε· θα ήταν το καλύτερο να φύγω».

Η απόφαση ν' αφήση τον κόσμο είχε επικρατήσει τον καιρό αυτό στην ψυχή του Βερθέρου σιγά σιγά. Από όταν ξαναγύρισε στην Καρολίνα, αυτός ήτανε ο σκοπός του και η τελευταία του ελπίδα, αλλά είχε αποφασίσει η πράξη του αυτή να μην είναι πρόωρη και απερίσκεπτη, να κάμη το διάβημα με αληθινή πεποίθηση και με τη δυνατή αταραξία. Η αμφιβολίες του, ο πόλεμος προς τον εαυτό του φαίνονται από ένα γραμματάκι, που είναι ίσως η αρχή γράμματος προς τον Γουλιέλμο, και που ευρέθηκε στα χαρτιά του χωρίς ημερομηνία: «Η παρουσία της, η τύχη της, το ενδιαφέρον της για τη δική μου τύχη τραβούν τα τελευταία δάκρυα από το αποξηραμένο μυαλό μου. Να σηκώσω την κουρτίνα και να περάσω από πίσω! αυτό είναι όλο: Και γιατί να διστάζω και να φοβούμαι; Γιατί δεν ξέρει κανείς τι θα βρη από πίσω και γιατί δεν ξαναγυρίζει: Και ακόμη, επειδή είναι ιδιότης του πνεύματός μας, να υποθέτωμε το χάος και το σκότος εκεί που δεν γνωρίζομε τίποτε βέβαιο!»

Τελευταία αυτή η θλιβερή ιδέα του έμπαινε περισσότερο στο μυαλό του, και η απόφαση του έγεινε σταθερή και αμετάκλητη, καθώς μας δείχνει αυτή η διφορούμενη επιστολή που έγραψε στο φίλο του.

20 Δεκεμβρίου.

«Ευχαριστώ τη φιλία σου, Γουλιέλμε, που πήρες έτσι τα λόγια μου. Ναι, έχεις δίκηο· για μένα θα ήτανε καλύτερα να έφευγα. Η πρότασή σου να επιστρέψω σε σας δεν μ' αρέσει καθόλου. Τουλάχιστον ήθελα ακόμη να κάμω ένα γύρο, μάλιστα αφού ελπίζομε ένα διαρκές κρύο και καλούς δρόμους. Είμαι επίσης πολύ ευχαριστημένος που θέλεις να έλθης να με πάρης. Άργησε όμως ακόμη δέκα πέντε μέρες και περίμενε νέο γράμμα μου θα σου δώση χρήσιμες λεπτομέρειες. Τίποτε δεν πρέπει να κοπή πριν ωριμάση και έχει μεγάλη σημασία δέκα πέντε μέρες περισσότερες ή λιγώτερες. Πες στη μητέρα μου να προσεύχεται για το γυιό της και ακόμη πως της ζητώ συγχώρηση για κάθε λύπη που της επροξένησα. Αυτή ήταν η τύχη μου, να δίνω λύπη σ' εκείνους που έπρεπε να δώσω χαρά. Έχε γεια, πολυαγαπημένε μου φίλε! Έχε όλη την ευλογία του Θεού! Χαίρε».

Ό,τι συνέβηκε αυτόν τον καιρό στην ψυχή της Καρολίνας, ποια ήταν τα αισθήματά της προς τον άνδρα της, προς τον δυστυχισμένο φίλο της, δύσκολα τολμούμε με λόγια να εκφράσωμε· αλλά μπορούμε, ύστερα από όσα ξέρομε για τον χαρακτήρα της, να σχηματίσωμε μέσα μας μια ιδέα, και μια ωραία γυναικεία ψυχή μπορεί να μπη στη θέσι της και να εννοήση ό,τι κι' αυτή αισθάνθηκε.

Είναι βέβαιο ότι αυτή είχε σταθερή απόφαση να κάνη το παν για να απομακρύνη τον Βέρθερο· και αν ανέβαλλε, ήτανε από μια εγκάρδια, φιλική επιείκεια, γιατί ήξερε πόσο θα του εκόστιζε και ακόμη ότε αυτό θα του ήτανε ίσως αδύνατο. Κατά την εποχή αυτή αναγκάσθηκε να το κάνη σοβαρά. Ο άνδρας της σιωπούσε εντελώς γι' αυτή τη σχέση, καθώς και αυτή πάντα είχε σιωπήσει· αλλά ήθελε περισσότερο να του αποδείξη με έργα πως είχε αισθήματα αντάξια των δικών του.

Την ίδια μέρα που ο Βέρθερος είχε γράψει στο φίλο του το ύστερο γράμμα ήταν μια Κυριακή προ των Χριστουγένων· ήρθε το βράδυ στην Καρολίνα και την βρήκε μοναχή. Τακτοποιούσε μερικά παιγνιδάκια που είχε ετοιμάσει για τα μικρά της αδελφάκια ως δώρα των Χριστουγέννων. Αυτός εμίλησε για την ευχαρίστηση που θα έπαιρναν τα μικρά και για τον καιρό που ενόμιζε πως βρισκότανε στον παράδεισο όταν άνοιγε η πόρτα απροσδόκητα και έβλεπε ένα δένδρο στολισμένο με κέρινα κουβαράκια, γλυκίσματα και μήλα: — Και σεις, είπε η Καρολίνα, ενώ έκρυβε τη στενοχώρια της σ' ένα αγαπητό μειδίαμα, και σεις επίσης θα έχετε τα δώρα σας αν είσαστε πολύ φρόνιμος· ένα κέρινο κουβαράκι και ακόμη κάτι άλλο. — Και τι εννοείτε με το «φρόνιμος;·» είπε· τι να κάνω; πώς μπορώ να είμαι, καλή μου Καρολίνα; Την Πέμπτη το βράδυ, απάντησε αυτή, η βραδειά των Χριστουγέννων· τότε έρχονται τα παιδιά με τον πατέρα μου και παίρνει ο καθένας το δώρο του· τότε ελάτε και σεις — αλλά όχι προτήτερα. — Ο Βέρθερος έμεινε έκπληκτος. — Σας παρακαλώ, εξακολούθησε, δεν μπορεί να γείνη διαφορετικά· σας παρακαλώ χάριν της ησυχίας μου· αυτό δεν μπορεί να μείνη έτσι· όχι, δεν μπορεί! — Έστρεψα τα μάτια μου απ' αυτήν και επήγαινε στο δωμάτιο εδώθε κείθε και εμουρμούριζε μέσα από τα δόντια του: «δεν μπορεί να μείνη έτσι». Η Καρολίνα, που αισθάνθηκε την τρομερή κατάσταση που τον έβαλαν τα λόγια της, προσπάθησε με πολλές ερωτήσεις να δώση άλλο δρόμο στις σκέψεις του, αλλά του κάκου. — Όχι, Καρολίνα, ανεφώνησε, δεν θα σας ξαναϊδώ! — Γιατί λοιπόν Βέρθερε; αποκρίθηκε εκείνη· μπορείτε, πρέπει να μας ξαναϊδήτε μόνον κρατείστε τον εαυτόν σας. Ω! γιατί γεννηθήκατε με αυτή τη σφοδρότητα με αυτό το ακράτητο επίμονο πάθος για κάθε τι που μια φορά πιάσετε! Σας παρακαλώ, εξηκολούθησε παίρνοντας το χέρι του, κρατείστε τον εαυτόν σας. Πόσες ευχαριστήσεις μπορούν να σας δώσουν ο νους σας, η γνώσεις σας, τα προτερήματά σας! να είστε άνδρας! βγάλετε αυτή τη θλιβερή αφοσίωσι από μία γυναίκα που δεν μπορεί να κάνη τίποτε άλλο για σας παρά να σας λυπάται. — Ο Βέρθερος έτριξε τα δόντια του και την εκύτταξε σκυθρωπά. Εκείνη κρατούσε το χέρι του. — Σταθήτε ατάραχος για μια στιγμή Βέρθερε! είπε. Δεν αισθάνεσθε ότι απατάτε τον εαυτό σας, ότι καταστρέφεστε εκούσια; Γιατί λοιπόν, Βέρθερε, εμέ ίσια ίσια; εμένα που ανήκω σ' άλλον; ακριβώς εμένα; Φοβούμαι, φοβούμαι πολύ πως μόνο το αδύνατο του να με αποκτήσετε σας κάνει να με επιθυμήτε με τόση ορμή. — Έβγαλε ο Βέρθερος το χέρι του από το δικό της και την κύτταξε με ένα μάτι απλανές και δυσαρεστημένο. — Σοφά! πολύ σοφά! εφώναξε. Ο Αλβέρτος έκαμε άρα γε αυτήν την παρατήρηση; Είναι βαθειά, πολύ βαθειά! υπάρχει λοιπόν σ' όλον τον κόσμο κανένα κορίτσι που να μπορή να εκπληρώση τις επιθυμίες της καρδιάς σας; Αποφασείστε να την ζητήσητε και σας υπόσχομαι πως θα την βρήτε. Από πολύν καιρό με στενοχωρεί και για σας και για μας ο περιορισμός που εκούσια υποβληθήκατε αυτούς τους τελευταίους μήνες. Πάρτε το απόφαση. Ένα ταξείδι θα σας διασκεδάση, είμαι βέβαιη. Ζητείστε και βρήτε ένα αντικείμενον άξιο της αγάπης σας· έπειτα ξαναγυρίστε και ας απολαύσωμε όλοι μαζύ την ευτυχία που προξενεί μια αληθινή φιλία! — Αυτά θα μπορούσε, είπε εκείνος με ένα ψεύτικο γέλοιο, να τα τυπώση κανείς και να τα συστήση σε όλους τους δάσκαλους. Αγαπητή Καρολίνα, αφήστε μου ακόμη λίγο καιρό σε ησυχία, όλα θα διορθωθούν! — Ένα πράγμα μόνον σας ζητώ, Βέρθερε: να μην έλθετε πρώτα από τη βραδειά των Χριστουγέννων.! — Πριν να προφθάση ν' απαντήση εμπήκε στην κάμαρα ο Αλβέρτος. Είπαν το «καλησπέρα» με ψυχρότητα και άρχησαν να περιπατούν μαζί στο δωμάτιο με αμηχανία. Ο Βέρθερος άρχησε μιαν ασήμαντη ομιλία που τελείωσε σε λίγο, και ο Αλβέρτος το ίδιο. Έπειτα ερώτησε τη γυναίκα του για μερικές παραγγελίες που τις είχε δώσει και όταν άκουσε πως δεν έγειναν ακόμη, της είπε κάτι λέξεις, η όποιες φάνηκαν στον Βέρθερον πολύ ψυχρές, μα και πολύ σκληρές. Ήθελε να φύγη, αλλά δεν μπορούσε. Έμεινε ως τις οκτώ, ενώ ο θυμός του και η δυσαρέσκειά του όλο κι' εμεγάλωναν· ήρθαν να βάλουν τραπέζι και πήρε το καπέλλο του και το μπαστούνι του. Ο Αλβέρτος τον προσκάλεσε να μείνη, αλλ' αυτός παίρνοντας αυτήν την πρόσκληση για μια ασήμαντη ευγένεια τον ευχαρίστησε με ψυχρότητα και βγήκε.

Όταν γύρισε σπίτι του επήρε το φως από το χέρι τον υπηρέτη του, που ήθελε να του φέξη, και μπήκε μόνος στην κάμαρα του, όπου άρχισε να κλαίη δυνατά· μιλούσε παράφορα με τον εαυτό του και περπατούσε ορμητικά πάνω κάτω. Τελευταία ερίχτηκε με τα φορέματά του στο κρεββάτι· έτσι τον βρήκε ο υπηρέτης του όταν κατά τις ένδεκα ετόλμησε να μπη στην κάμαρα και να ρωτήση αν ήθελε να του βγάλη τα παπούτσια του. Τον άφησε να του τα βγάλη, αλλά του απηγόρευσε να έλθη στην κάμαρα το άλλο πρωί πριν να τον φωνάξη.

Τη Δευτέρα το πρωί, είκοσι μίαν Δεκεμβρίου, έγραψε το ακόλουθο γράμμα στην Καρολίνα, που το βρήκαν μετά το θάνατό του σφραγισμένο στο γραφείο του και της το έδωκαν, θα γράψω εδώ μερικά μέρη, με τη σειρά που φαίνεται από τα περιστατικά πως τα έγραφε:

«Είναι αποφασισμένο, Καρολίνα: θέλω να πεθάνω. Σου το γράφω ήρεμος, χωρίς ρωμαντική υπερβολή, το πρωί της ημέρας που για τελευταία φορά θα σε ιδώ. Όταν θα διαβάσης αυτό το γράμμα αγαπημένη μου, ο κρύος τάφος θα σκεπάζη πια τα παγωμένα λείψανα του δυστυχισμένου ανήσυχου, που για τις τελευταίες στιγμές της ζωής του δεν έχει άλλη γλυκύτερη ενασχόληση παρά να μιλή μαζί σου. Επέρασε μια νύχτα τρομακτική, όμως, αλλοίμονο! μια νύκτα ευεργετική. Αυτή εστερέωσε, έκανε οριστική την απόφασή μου: Θέλω να πεθάνω.

»Όταν χθες σε αποχωρίστηκα ευρισκόμενος σε κείνη την τρομερή επανάστασι όλης μου της ζωής, ενώ τόσες συγκινήσεις εκυρίευαν την καρδιά μου και αισθανόμουν τον εαυτό μου παγωμένο από φρίκη μπρος στην άχαρη και δίχως ελπίδα ύπαρξή μου κοντά σου . . . μόλις και μετά βίας μπόρεσα να φθάσω στο δωμάτιό μου. Εγονάτισα, έξω φρενών, και, ω Θεέ μου! μου έδωκες την τελευταίαν τέρψη των πιο πικρών δακρύων! Μύρια σχέδια και φαντασίαι εκινούντο ζωηρά στην ψυχή μου· επί τέλους έμεινε στερεά και ολόκληρη η τελευταία, η μόνη σκέψις: «Θέλω να πεθάνω! . . . » Εκοιμήθηκα και αυτό το πρωί· όταν σηκώθηκα ήσυχος, την βρίσκω πάντα στερεά, ολόκληρη και δυνατή: «θέλω να πεθάνω!, . . » Δεν είναι αυτό απελπισία, είναι η βεβαιότης υπέφερα ό,τι μπορούσα να υποφέρω και ότι θυσιάζομαι για σένα. Ναι, Κορολίνα! γιατί να το σιωπήσω; Πρέπει ένας από τους τρεις μας να εξαφανισθή και αυτός θα είμαι εγώ! Ω πολυαγαπημένη μου! σ' αυτή την κατασπαραγμένη καρδιά μου συχνά εισέδυσε η τρελλή ιδέα . . . να γείνη το τυχερό μου; Όταν ανεβαίνης στο βουνό καμμιάν ωραία καλοκαιρινή βραδειά, τότε θυμού εμένα, πως ανέβαινα τόσες φορές από την κοιλάδα, και τότε ρίξε βλέμμα προς το κοιμητήριο εκεί πέρα στον τάφο μου, που επάνω του ο άνεμος θα κινή τα ψηλά χόρτα εις τη λάμψη του ηλιοβασιλέματος, Ήμουν ήσυχος όταν άρχισα· τώρα, τώρα κλαίω σαν παιδί βλέποντας να έρχωνται γύρω μου αυτές η ζωντανές εικόνες . . . »

Κατά τις δέκα ώρες ο Βέρθερος εφώναξε τον υπηρέτη του. Ενώ ντυνότανε του είπε ότι θα έφευγε σε λίγες μέρες και του έδωσε τη διαταγή να καθαρίση τα ρούχα του και να τα ετοιμάση όλα για δέμα. Τον επρόσταξε επίσης να ζητήση τους λογαριασμούς και μερικά δανεισμένα βιβλία και να προπληρώση για δύο μήνες σε μερικούς πτωχούς το μερίδιό τους, τους οποίους εσυνήθιζε να δίνη ένα μικρό ποσό καθ' εβδομάδα.

Είπε να φέρουν το φαγητό στο δωμάτιό του και, αφού έφαγε επήγε έφιππος έξω στον έπαρχο, τον οποίον δεν ηύρε στο σπίτι του. Περπατούσε συλλογισμένος στον κήπο εδώ κ' εκεί και φαινότανε ότι ήθελε σ' αυτές τις τελευταίες του στιγμές να μαζέψη στην ψυχή του όλη τη δυσθυμία των αναμνήσεων.

Τα παιδιά δεν τον άφιναν πολύ σε ησυχία, τον ακολουθούσαν, επηδούσαν επάνω του, και του διηγούντο ότι, όταν περάση η αυριανή ημέρα και έπειτα η μεθαυριανή και ακόμη μια μέρα, θα έπαιρναν από την Καρολίνα τα δώρα των Χριστουγέννων, και του διηγούντο τα θαύματα που έπλαττε η μικρά τους φαντασία. «Αύριο! εφώναξε, και έπειτα μεθαύριο και έπειτα μια ημέρα ακόμη» και τα αγκάλιασε όλα τρυφερά. Και εκεί που έφευγε το πιο μικρό ήθελε ακόμη να του πη κάτι στο αυτί. Του εμπιστεύθηκε πως όλα τα μεγαλύτερά του αδέλφια είχαν γράψει ωραίες ευχές για τον καινούριο χρόνο — τόσο μεγάλες! — μια για τον μπαμπά, μια για τον Αλβέρτο και την Καρολίνα, και μια άλλη για τον κύριο Βέρθερο· θα της έδιναν την πρωτοχρονιά το πρωί-πρωί.

Σ' αυτές τις λέξεις αισθάνθηκε τον εαυτό του νικημένο από συγκίνηση· έδωκε σε κάθε παιδί κάτι τι, ανέβηκε στο άλογό του, άφησε χαιρετίσματα στο γέρο και έφυγε με δάκρυα στα μάτια.

Κατά τις πέντε ήρθε στο σπίτι και είπε στην υπηρέτρια να κυττάξη τη φωτιά και να την διατηρήση έως την νύκτα. Στον υπηρέτη είπε να βάλη εις το κάτω μέρος του μπαούλου βιβλία και ασπρόρρουχα και να περιτυλίξη τα φορέματά του. Τότε έγραψε πιθανώς την ακόλουθη περικοπή του τελευταίου γράμματος προς την Καρολίνα:

«Συ δεν με περιμένεις! νομίζεις πως θα υπάκουα και μόλις την παραμονή των Χριστουγέννων να σε ξαναϊδώ. Ω Καρολίνα, ή σήμερα ή ποτέ! Την παραμονή των Χριστουγέννων θα κρατής τούτο το χαρτί στο χέρι σου, θα τρέμης και θα το βρέχης με τα γλυκά σου δάκρυα. Θέλω, . . . πρέπει! . . . = Ω ευχαριστούμαι που έλαβα την απόφαση».

Η Καρολίνα εν τούτοις είχε πέσει σε παράξενη κατάσταση. Έπειτα από τον τελευταίο της διάλογο με τον Βέρθερο, κατάλαβε πόσο δύσκολο θα της ήτο ν' αποχωρισθή απ' αυτόν, και τι θα υπέφερεν εκείνος αν απομακρυνότανε απ' αυτήν.

Είχε πη μπρος στον Αλβέρτο κατά τύχην ότι ο Βέρθερος δεν θα ερχότανε προ της παραμονής των Χριστουγέννων και ο Αλβέρτος επήγε έφιππος σ' ένα υπάλληλο των περιχώρων, οπού είχε να τελειώση υποθέσεις, και οπού έπρεπε να μείνη την νύκτα.

Η Καρολίνα καθότανε μόνη, κανένα από τα αδέλφια της δεν ήταν κοντά της, παρεδόθηκε σε σκέψεις, που ήσυχες περιεπλανώντο στις σχέσεις της. Έβλεπε λοιπόν τον εαυτόν της δεμένο για πάντα με τον άνδρα, του οποίου εγνώριζε την αγάπη και την πίστη, στον οποίον ήτανε αφωσιωμένη με την καρδιά της, του οποίου η ησυχία, του οποίου η πίστη εφαίνετο ότι ωρίσθηκε επίτηδες από τον ουρανό για να θεμελιώση στην ευτυχία της ζωής της μιαν αγαθή γυναίκα· αισθανότανε τι θα ήταν αυτός πάντοτε σ' αυτήν και τα παιδιά της. Αλλά, από το άλλο μέρος, της είχε γίνει ο Βέρθερος τόσο προσφιλής, ευθύς από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας των είχε φανή τόσον ωραία η συμφωνία των ψυχών τους· πολύχρονη, συχνή μ' αυτόν συναναστροφή, τόσες καταστάσεις τις οποίες μαζί επέρασαν, όλ' αυτά της είχον προξενήσει μίαν ανεξάλειπτη εντύπωση στην καρδιά της. Κάθε τι, που ενδιαφερότανε και εσκέπτετο, ήταν συνειθησμένη, να το μοιράζεται μαζί του και η απομάκρηνσή του απειλούσε να ανοίξη ένα χάσμα που θα ήταν αδύνατο ν' αναπληρωθή. Ω, αν μπορούσε στη στιγμή να τον κάνη αδελφό της! πόσο ευτυχισμένη θα ήτανε! Αν μπορούσε να τον παντρέψη με μία από τις φίλες της, αν μπορούσε να ελπίζη ν' αποκαταστήση εντελώς πάλι τη σχέση του προς τον Αλβέρτο!

Εσκέφθηκε με τη σειρά όλες τις φιλενάδες της, και σε κάθε μία εύρισκε ένα ελάττωμα· δεν εύρισκε καμμιά στην οποία να μπορούσε να τον παραχωρήση.

Από όλες αυτές τις σκέψεις της εκατάλαβε βαθειά, χωρίς και αυτή να το καταλάβη καλά, ότι η κρυφή της καρδιάς της επιθυμία ήτανε να τον κρατήση για τον εαυτόν της· και όμως έλεγε μέσα της ότι δεν μπορούσε, ότι δεν έπρεπε να τον κρατήση· η καθαρή της, ωραία ελαφριά και εύστοργη ψυχή της αισθανόταν την πίεση της μελαγχολίας, στην οποία η ελπίς της ευτυχίας ήτον αποκλεισμένη. Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της.

Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του! Από μέρους της ευχαρίστως θα διέταζε να του πουν πως δεν ήτο εκεί, και όταν μπήκε του εφώναξε με είδος ζωηρής ταραχής: — Δεν εφυλάξετε το λόγο σας. Δεν υποσχέθηκα τίποτε, ήτον η απόκρισή του. — Έπρεπε τουλάχιστον να υπακούσετε στην παράκλησή μου, είπεν εκείνη· σας παρεκάλεσα για την ησυχία και των δυο μας.

Όλη η δύναμη αυτών των λόγων τον εκυρίεψε τον δυστυχισμένο. Εγονάτισε εντελώς απελπισμένος μπρος στην Καρολίνα, έδραξε τα χέρια της, τα επίεσε στα μάτια του, προς το μέτωπό του, και προαίσθημα του φοβερού του σκοπού εφαίνετο πως διαπέρασε την ψυχή της Καρολίνας. Η αισθήσεις της καταταράχθηκαν, έσφιγγε τα χέρια του, τα έσφιγγε στο στήθος της, έγειρε με μελαγχολικό πάθος προς αυτόν και τα θερμά μάγουλά τους πλησίασαν. Ο κόσμος χανότανε γι' αυτούς. Την αγκάλιασε, την έσφιξε στο στήθος του και εσκέπασε τα τρέμοντα, τα ψιθυρίζοντα χείλη της με μανιώδη φιλήματα. — Βέρθερε, εφώναξε με πνιγμένη φωνή μακραίνοντας εκείνη. Βέρθερε! και με το χέρι της το αδύνατο τραβιώταν από το στήθος του. — Βέρθερε, ξαναφώναξε με τον επιβλητικό τόνο του ποιο ευγενικού αισθήματος.

Αυτός δεν αντιστάθηκε, την άφησε από τους βραχίονάς του και έπεσε αναίσθητος μπροστά της. Αυτή έφυγε βιαστικά παραδομένη σε μια λυπηρή ταραχή, τρέμοντας μαζί από αγάπη και οργή, «Είναι η τελευταία φορά. Βέρθερε! είπε. Δεν θα με ξαναϊδήτε». Και με βλέμμα γεμάτο αγάπη προς τον δυστυχισμένο έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο και κλείστηκε κει μέσα. Ο Βέρθερος ετέντωνε προς αυτήν τα χέρια, δεν τολμούσε να την εμποδίση. Ήταν ξαπλωμένος κατά γης με το κεφάλι επάνω στον καναπέ και έμεινε σ' αυτή τη θέση περισσότερο από μισή ώρα, έως ότου ένας θόρυβος τον έφερε στον εαυτό του. Ήταν η υπηρέτρια, που ήρθε να στρώση το τραπέζι. Ο Βέρθερος επήγαινε στο δωμάτιο δω κ' εκεί και, όταν έμεινε μόνος, πάλι επήγε στην πόρτα της κάμαρας και φώναξε με σιγανή φωνή: «Καρολίνα! Καρολίνα! μόνο μια λέξη ακόμη! ένα αποχαιρετισμό!» Αυτή σιωπούσε. Εκείνος περίμενε και παρεκάλει και ξαναπερίμενε· τέλος αποσπάσθηκε από τη θέση του και εφώναξε: «Χαίρε! Καρολίνα! χαίρε για πάντα! »

Έφθασε στην πόλη της πόλεως. Οι φύλακες, που τον είχαν πια συνηθίσει, τον άφηναν να περάση χωρίς να πουν τίποτε. Έπεφτε χιονόνερο και μόλις κατά της ένδεκα εκτύπησε πάλι την πόρτα. Ο υπηρέτης παρατήρησε, όταν ο Βέρθερος ήλθε στο σπίτι του, ότι του έλειπε το καπέλλο. Δεν ετόλμησε να του πη τίποτε, τον έγδυσε ήταν όλος βρεγμένος. Έπειτα βρήκαν το καπέλλο του επάνω σ' ένα βράχο που βλέπει στην κατωφέρεια του λόφου κατά την κοιλάδα και είνε ακατανόητο πώς ανέβηκε εκεί τη σκοτεινή και βροχερή νύκτα χωρίς να πέση.

Έπεσε στο κρεββάτι του και κοιμήθηκε πολύ. Ο υπηρέτης τον βρήκε να γράφη όταν το πρωί στο κάλεσμά του τού έφερε τον καφέ. Επρόσθεσε αυτά εις το γράμμα της Καρολίνας:

«Για τελευταία φορά, για τελευταία φορά ανοίγω αυτά τα μάτια. Αχ! δεν θα δουν πια τον ήλιο. Θολερή, συννεφιασμένη ημέρα τον κρατεί σκεπασμένο και ο ουρανός είναι σκοτεινός. Έτσι έχε πένθος, φύσις· το παιδί σου, ο φίλος σου, ο εραστής σου πλησιάζει στο τέλος του. Ω Καρολίνα! Είναι μοναδικό αίσθημα και όμως μοιάζει πολύ με αμυδρό όνειρο, που βρίσκω όταν λέγω: «Αυτό είναι το τελευταίο μου πρωί. Το τελευταίο!» Καρολίνα, δεν καταλαβαίνω καθόλου τη λέξη τελευταίο. Δεν είμαι τώρα σ' όλη μου τη δύναμη; και αύριο θα είμαι ξαπλωμένος στη γη χωρίς αυτή. Να πεθάνω! Τι θα πη αυτό; Λες, ονειρευόμαστε όταν μιλάμε για τον θάνατο. Είδα πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν. Αλλά είνε τόσον περιορισμένη η ανθρωπότης, ώστε δεν έχει καμμία αίσθηση για την αρχή και το τέλος της υπάρξεώς της. Τώρα ακόμη ανήκω σε σένα, αγαπημένη μου! και σε μια μόνη στιγμή — χωρισμένοι, χαμένοι ο ένας για τον άλλον . . . Όχι, Καρολίνα, όχι! Πώς μπορώ να εκλείψω; . . . ή πώς μπορείς να χαθής; αφού τώρα υπάρχομε! . . . Να εκλείψω . . . Τι θα πη αυτό; Είναι πάλι μια λέξη! ένας ήχος χωρίς σημασία! δεν λέει τίποτε στην ψυχή μου! . . . Νεκρός, Καρολίνα, καταχωμένος στην κρύα γη, τόσο στενά! τόσο σκοτεινά! Είχα μια φίλη, που ήτανε το παν για μένα στην λησμονημένη νεότητά μου· αυτή πέθανε και εγώ ακολούθησα το λείψανό της και στεκόμουνα στον τάφο, όταν κατέβαζαν το φέρετρο, και τα σχοινιά έτριζαν, εχαλαρώνοντο και ανεσύροντο· όταν έπειτα έπεφτε η φτυαριά, το χώμα και το πένθιμο φέρετρο έδινε ένα σιγανό ήχο που γινότανε ολοένα σιγανώτερος ως ότου στο τέλος σκεπάστηκε εντελώς. Ερρίχτηκα δίπλα στον τάφο! κατάπληκτος, ταραγμένος, στενοχωρημένος, με καταξεσχισμένη καρδιά, αλλά δεν ήξερα τι μου συνέβηκε τι θα μου συμβή. — Θάνατος! τάφος! δεν καταλαβαίνω αυτές τις λέξεις! Ω, συγχώρησέ με! συγχώρησέ με! Χθες θα ήτο η τελευταία στιγμή της ζωής μου! Ω άγγελε! Για πρώτη φορά χωρίς αμφιβολία αισθάνθηκα αυτό το ηδονικό αίσθημα να καταφλέγη όλη μου την ύπαρξη. «Μ' αγαπά: μ' αγαπά!» Καίει ακόμη στα χείλη μου η ιερά φωτιά που έρρευσε χείμαρρος από τα δικά σου· νέα θερμή ηδονή είναι στην καρδιά μου. Συγχώρησέ με! συγχώρησέ με!

Αχ, ήξερα πως με αγαπούσες, το ήξερα από αυτό το πρώτ' αντίκρυσμα του γλυκού σου βλέμματος, από την πρώτη πίεση του χεριού σου· αλλ' όμως όταν πάλι ήμουν μακριά σου, όταν έβλεπα τον Αλβέρτο στο πλευρό σου, έπεφτα πάλι στη θλίψη και στον πυρετό της αμφιβολίας.

»Θυμάμαι τα λουλούδια που μου έστειλες όταν δεν μπόρεσες στην άθλια εκείνη συναναστροφή να μου πης μια λέξη, ούτε καν να μου προσφέρης το χέρι;

»Ω! τη μισή νύκτα ήμουνα γονατισμένος μπρος σ' αυτά και μου επεσφράγισαν την αγάπη σου. Όμως αχ! αυτές η εντυπώσεις πέρασαν, καθώς φεύγει λίγο λίγο από την ψυχή του πιστού το αίσθημα της χάριτος του Θεού του, που χορηγήθηκε εις όλο το ουράνιο στερέωμά του στα θεία ορατά σημεία

»Όλ' αυτά είναι τα φθαρτά, αλλ' ούτε αυτή η αιωνιότης θα αφήση τη φλογερή ζωή, που απήλαυσα χθες στα χείλη σου, που την αισθάνομαι μέσα μου! Με αγαπά! Αυτό το μπράτσο την αγκάλιασε, αυτά τα χείλη έτρεμαν πάνω στα χείλη της, αυτό το στόμα εψέλλισε στο δικό της: «Είσαι δική μου! Είσαι δική μου! ναι, Καρολίνα για πάντα».

»Και τι σημαίνει πως ο Αλβέρτος είναι σύζυγός σου; Σύζυγος! Αυτό λοιπόν θα ήτανε γι' αυτό τον κόσμο — ναι γι' αυτόν τον κόσμο — αμαρτία ότι σε αγαπώ, ότι επιθυμούσα από τα χέρια του να σε αποσπάσω στα δικά μου. Αμαρτία; Καλά και τιμωρώ τον εαυτό μου γι' αυτό· την εδοκίμασα με όλη της την ουρανία ηδονή αυτή την αμαρτία, βάλσαμο ζωής και δύναμη ερρόφησα στην καρδιά μου. Απ' αυτή τη στιγμή είσαι δική μου, δική μου, Καρολίνα! Πηγαίνω πρώτος! πηγαίνω στον πατέρα μου και στον πατέρα σου. Σ' αυτόν θα παραπονεθώ και αυτός θα με παρηγορήση, έως ότου έλθης, και θα πετάξω να σε προϋπαντήσω, να σε δράξω και θα μένω κοντά σου, μπρος στο πρόσωπο του απείρου, σ' ένα αιώνιον εναγκαλιασμό.

«Δεν ονειρεύομαι, δεν παραληρώ. Κοντά στο τάφο βλέπω πιο καθαρά! Θα είμαστε μαζί! θα ξαναϊδωθούμε! Θα ιδώ τη μητέρα σου! Ναι! Θα την ιδώ, θα την εύρω! Α! μπρος της θ' ανοίξω όλη μου την καρδιά: Τη μητέρα σου, το ομοίωμά σου».

Κατά τις ένδεκα ερώτησε ο Βέρθερος τον υπηρέτη του, μήπως επέστρεψεν ο Αλβέρτος. Ο υπηρέτης είπε «ναι»· είδε το άλογό του να το ξαναφέρνουν κει πέρα. Έπειτα του έδωκε ο κύριός του ένα ανοικτό γραμματάκι που έγραφε:

«Θα έχετε την καλωσύνη 'να με δανείσετε τα πιστόλια σας για ένα ταξείδι που σκοπεύω να κάμω; Υγιαίνετε!»

«Η καϋμένη η Καρολίνα λίγο κοιμήθηκε αυτή τη νύχτα· εκείνο που τόσο πολύ εφοβείτο είχε συντελεσθή και κατά τρόπον απροσδόκητο και απρόβλεπτο. Το αίμα της που συνήθως έρρεε τόσον ήρεμα και ομαλά, ευρίσκετο σε ταραχή πυρετού· τα πλέον αντίθετα αισθήματα ανεστάτωναν την ευγενική της καρδιά! Να ήταν η φωτιά του εναγκαλισμού του Βερθέρου που την αισθανότουν να καίη το στήθος της; να ήταν ο θυμός που της προκαλούσε η τόλμη του ή μάλλον η δυσαρέσκεια που αισθανότουν συγκρίνοντας τη τωρινή της κατάσταση προς εκείνες τις ημέρες μιας ηρεμικής αγνότητος και εμπιστοσύνης προς τον εαυτόν της, απαλλαγμένη από κάθε εξαναγκασμό και από κάθε ανησυχία; πώς θα παρουσιαζότουν μπροστά στον άντρα της; πώς θα του ωμολογούσε μια σκηνή, που μολαταύτα δεν τολμούσε να το εξομολογηθή στον εαυτό της; Είχαν τόσον καιρό σιωπήσει μεταξύ των και αυτή θα ήτο η πρώτη που θα έκοβε τη σιωπή και σε τόσο ακατάλληλον καιρό θα έκανε μια τόσο απροσδόκητη αποκάλυψη στο σύζυγό της; Έτσι φοβότανε πως μόνη η είδηση για την επίσκεψη του Βερθέρου θα του έκανε δυσάρεστη εντύπωση, και τώρα μάλιστα αυτή η απροσδόκητη καταστροφή! Μπορούσε να ελπίζη πως ο σύζυγός της θα την έβλεπε με την αληθινή της όψη; θα την εδέχετο χωρίς καμμιά προκατάληψη; και θα επιθυμούσε να διαβάση εκείνος στην ψυχή της; Και όμως, πάλι, μπορούσε να προσποιηθή μπροστά στον άντρα της, εμπρός τον οποίον πάντοτε σαν κρύσταλλο ήτανε ανοικτή και ελεύθερη και εις στον οποίον ποτέ δεν έκρυψε κανένα αίσθημά της, ούτε μπορούσε ν' αποκρύψη; Και το ένα και το άλλο της έδινε φροντίδες και την έβαζε σε στενοχώρια· και πάντοτε γύριζαν η σκέψεις της πάλι προς τον Βέρθερο, ο οποίος ήτανε γι' αυτήν χαμένος, τον οποίον, δεν μπορούσε ν' αφήση στον εαυτό του και εις τον οποίον, αν την έχανε, δεν έμενε τίποτε πια.

Πόσο βαρειά τώρα έφταιξε αυτή για το σκάνδαλο, που μεταξύ των δύο ανδρών είχε κατασταθή πράγμα που δεν μπορούσε τη στιγμή εκείνη να εξηγήση! Τόσο φρόνιμοι, τόσο καλοί άνθρωποι άρχισαν για μερικές μυστικές διαφορές να σιωπούν μεταξύ τους· κάθε ένας εσκέπτετο για το δίκηο του και το άδικο του άλλου, και η σχέσεις τόσο πολύ επεριπλέκοντο και παρωξύνοντο, ώστε έγεινε αδύνατο να λυθή ο δεσμός ίσα ίσα εις την κρίσιμο στιγμή, από την οποίαν το παν εξηρτάτο. Αν ευτυχισμένη οικειότης τους έφερε πάλι εγκαίρως κοντά, αν αγάπη και επιείκεια εγεννώντο μεταξύ τους και άνοιγαν τις καρδιές τους, ίσως θα μπορούσε ακόμη να σωθή ο φίλος μας.

Υπήρχεν ακόμη και ένα παράδοξο περιστατικό. Ο Βέρθερος καθώς ξέρομε από τα γράμματά του, ποτέ του δεν το έκρυβε πως ποθούσε να αφήση τον κόσμο. Ο Αλβέρτος συχνά τον είχε πολεμήσει και πολλές φορές έγεινε λόγος γι' αυτό μεταξύ της Καρολίνας και του συζύγου της. Αυτός, επειδή αισθανόταν φανερή αντιπάθεια προς την πράξη, συχνά με είδος αγανακτήσεως, που ήταν εντελώς ξένη στο χαρακτήρα του, είχε δώσει να εννοήση ότι είχε αιτίες ν' αμφιβάλλη πολύ για την αλήθεια μιας τέτοιας πρόθεσης· είχε κάμει μερικές αστειότητες γι' αυτό και είχε εκφράσει τη δυσπιστία του στην Καρολίνα. Αυτό την καθησύχαζε αφ' ενός, όταν η σκέψεις της τής παρουσίαζαν τη λυπηρή εικόνα, αλλ' αφ' ετέρου αισθανόταν τον εαυτό της εμποδισμένο ν' ανακοινώση στο σύζυγό της τους φόβους που εκείνη τη στιγμή την βασάνιζαν.

Ο Αλβέρτος εγύρισε και η Καρολίνα επήγε να τον υποδεχθή με στενόχωρη σπουδή· δεν ήταν φαιδρός, η υπόθεσή του δεν ήταν τελειωμένη, είχε εύρει τον γείτονα έπαρχο άκαμπτο και μικρόμυαλο άνθρωπο. Κι' ο κακός δρόμος ακόμη τον είχε κάνει δύσθυμο.

Ερώτησε αν συνέβηκε τίποτε, και αυτή αποκρίθηκε γρήγορα: «Ο Βέρθερος χθες το βράδυ ήταν εδώ». Ερώτησε αν ήρθαν γράμματα, και αυτή αποκρίθηκε πως ήτανε στο δωμάτιό του μερικά δέματα και γράμματα. Επήγε εκεί και η Καρολίνα έμεινε μόνη της. Η παρουσία του ανδρός, που αγαπούοε και τιμούσε συγχρόνως, είχε κάνει νέα εντύπωσι στην καρδιά της. Η ανάμνηση της ευγενικής ψυχής του, της αγάπης του και της καλωσύνης του καθησύχαζαν περισσότερο την ψυχή της, αισθάνθηκε ενδόμυχη επιθυμία να τον ακολουθήση, έλαβε την εργασία της και επήγε στο δωμάτιό του, καθώς πολλές φορές έκανε.

Τον βρήκε ν' ασχολήται να λύση μερικά δέματα και να διαβάζη. Μερικά φαινόντανε πως έγραφαν όχι πολύ ευχάριστα. Του έκανε μερικές ερωτήσεις, στις οποίες σύντομα αποκρίθηκε και εκάθησε στο γραφείο του για να γράψη.

Εκάθησαν έτσι μια ώρα μαζί και περισσότερο, σκοτάδι ολοένα γέμιζε τη ψυχή της Καρολίνας. Αισθανόταν πόσο δύσκολο θα της ήτον ν' αποκαλύψη στον σύζυγό της ό,τι είχε μέσα στην καρδιά της και όταν ακόμη είχε την πιο καλή διάθεση· έπεσε σε μελαγχολία, που την στενοχωρούσε τόσο περισσότερο, όσο ζητούσε να την αποκρύψη και να καταπιή τα δάκρυά της.

Εστενοχωρήθηκε καρά πολύ όταν είδε τον υπηρέτη του Βερθέρου· αυτός έδωκε το γραμματάκι στον Αλβέρτο, ο οποίος απαθής εστράφηκε στη γυναίκα του και είπε: Δος του τα πιστόλια. «Του εύχομαι καλό ταξείδι», είπε στον υπηρέτη. Αυτό έπεσε πάνω της σαν κεραυνός, κλονίστησε, δεν ήξερε τι της συνέβαινε. Σιγά σιγά επήγε στον τοίχο, κατέβασε τρέμοντας τα όπλα, τα εκαθάρισε από τη σκόνη και εδίσταζε, και θα εδίσταζε ακόμη για πολύ αν δεν την επίεζε ο Αλβέρτος με ένα ερωτηματικό βλέμμα. Έδωκε το ολέθριο όπλο στον υπηρέτη, χωρίς ούτε λέξη να μπορέση να προφέρη και, όταν αυτός εβγήκε απ' το σπίτι, εμάζεψε την εργασία της, επήγε στο δωμάτιό της σε μια κατάσταση ανέκφραστης αβεβαιότητος. Η καρδιά της τής προέλεγε όλα τα τρομερά. Μια φορά ήθελε να ριχτή στα πόδια του ανδρός της και να του αποκαλύψη όλα, το συμβάν της χθεσινής βραδειάς, την ενοχή της και τα προαισθήματά της· έπειτα όμως έβλεπε πως δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα το επιχείρημά της, πολύ λίγο μπορούσε να ελπίζη πως θα μπορούσε να πείση τον σύζυγό της να πάη στο Βέρθερο. Έβαλαν τραπέζι και μια καλή φιλενάδα, που ήρθε για να ρωτήση μόνο κάτι τι και να φύγη, . . . και έμεινε, έκανε υποφερτή την ομιλία στο τραπέζι· με το ζόρι μίλησαν, διηγήθηκαν, ελησμόνησαν.

Ο υπηρέτης ήρθε με τα πιστόλια στο Βέρθερο, ο οποίος με έκσταση του τα πήρε, όταν άκουσε πως η Καρολίνα του τα έδωκε. Διέταξε να φέρουν ψωμί και κρασί και είπε προς τον υπηρέτη να πάη να φάγη και εκάθησε για να γράψη.

«Επέρασαν από τα χέρια σου, τα καθάρισες από τη σκόνη, τα φιλώ χίλιες φορές, συ τα άγγιξες και συ πνεύμα του ουρανού εννοείς την απόφασή μου, και συ, Καρολίνα, μου δίνεις το όπλο, συ, από τα χέρια της οποίας επιθυμούσα να δεχθώ το θάνατο, και, αχ! τώρα τον δέχουμαι. Ω, εξέτασα τον υπηρέτη μου. Έτρεμες σαν τάδινες, δεν είπες κανένα «χαίρε!» — Αλλοίμονο! αλλοίμονο! κανένα «χαίρε!» — Να έχης άρα γε κλεισμένη την καρδιά σου για μένα, εξ αιτίας της στιγμής που για πάντα με έδεσε με σένα; Καρολίνα, ούτε χιλιάδες χρόνια δεν μπορούν να εξαλείψουν την εντύπωση! και το αισθάνομαι, δεν μπορείς να μισήσης εκείνον που τόσο καίεται για σένα».

Μετά το φαγητό διέταξε τον υπηρέτη να τελειώση την προετοιμασία, εξέσχισε πολλά χαρτιά, εβγήκε έξω και εξώφλησε ακόμη μικρά χρέη. Εγύρισε σπίτι του, εβγήκε πάλι έξω από την πόλη με όλη τη βροχή, στον κήπο του κόμητος, περιπλανήθηκε στη χώρα και όταν νύχτωσε επέστρεψε και έγραψε:

«Γουλιέλμε, για τελευταία φορά είδα αγρούς και δάση και τον ουρανό. Χαίρε και συ! Αγαπητή μητέρα, συγχωρήστε με! Παρηγόρησέ την, Γουλιέλμε! Ο Θεός να σας ευλογήση! Τα πράγματά μου είναι όλα σε τάξη. Χαίρετε! θα ξαναϊδωθούμε και φαιδρότεροι. — Κακά σε αντήμειψα, Αλβέρτε, και με συγχωρείς. Ετάραξα την ησυχία του σπιτιού σου, έφερα δυσπιστία μεταξύ σας. Χαίρε! θέλω να τα τελειώσω. Ω! μακάρι να γινόσαστε ευτυχείς με τον θάνατό μου! Αλβέρτε, κάμε τον άγγελον ευτυχή! και έτσι να έχης την ευλογία του Θεού!»

Το βράδυ ακόμη κατεγίνετο με τα χαρτιά του, εξέσχισε πολλά και τα κατέρριψε στη θερμάστρα, εσφράγισε μερικά δέματα που έστελνε στο Γουλιέλμο. Παρείχαν μικρές μελέτες και σκόρπιες σκέψεις· είδα μερικές· και αφού κατά τας δέκα διέταξε και επρόσθεσαν ξύλα στη θερμάστρα και του έδωκα ένα μπουκάλι κρασί, έστειλε τον υπηρέτη του να κοιμηθή, που είχε δωμάτιο, καθώς και οι άλλοι άνθρωποι του σπιτιού, στο πίσω μέρος, μακριά από το δικό του. Ο υπηρέτης κοιμήθηκε ντυμένος για να είναι έτοιμος την άλλη μέρα το πρωί, επειδή ο κύριός του τού είχε πη πως τα ταχυδρομικά άλογα θα είναι προς στο σπίτι πριν των έξ.

Μετά τις ένδεκα.

«Το παν είναι τόσο σιωπηλό γύρω μου, και η ψυχή μου τόσο ήσυχη! Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, που δίνεις σ' αυτές τις τελευταίες μου στιγμές τόση θερμότητα και δύναμη. Έρχομαι στο παράθυρο, αγαπημένη μου, και βλέπω, και βλέπω ακόμη μέσα από τα σύνεφα, που δείχνει μακριά η καταιγίδα, να λάμπουν εδώ και εκεί μερικά αστέρια του αιωνίου ουρανού! Όχι, δεν θα πέσετε! ο Αιώνιος σας κρατεί στην καρδιά του καθώς και μένα! Βλέπω ταστέρια της ουράς της Άρκτου, του πιο αγαπημένου από όλους τους αστερισμούς. Όταν τη νύχτα έφευγα από σένα, άμα έβγαινα απ' την πόρτα σου εστέκετο αντικρύ μου. Με πόση μέθη τον έβλεπα συχνά! συχνά με σηκωμένα χέρια το πήρα για σημάδι ιερό για την ευδαιμονία που τότε είχα! και ακόμη . . . Καρολίνα! τι δεν μου θυμίζει άπληστα μύρια ασήμαντα πράγματα που συ έπιασες, αγία μου!

«Αγαπητό σκιαγράφημα! Σου το αφίνω κληρονομιά, Καρολίνα σε παρακαλώ να το τιμήσης. Όταν έβγαινα ή έμπαινα στο σπίτι σου του έστελνα χίλια φιλήματα· χίλιες φορές του διηύθυνα ένα σημείο χαιρετισμού.

»Έχω παρακαλέσει τον πατέρα σου σ' ένα γραμματάκι να προστατέψη το λείψανό μου. Στο κοιμητήριο είναι δύο φιλύρες, πίσω στη γωνία προς τον κάμπο. Εκεί θέλω να ησυχάσω. Μπορεί να το κάμη, και θα το κάνη για το φίλο του. Παρακάλεσέ τον και συ. Δεν θέλω ν' απαιτήσω από καλούς χριστιανούς να θάψουν τα σώματά τους στο πλάι ενός δυστυχισμένου. Αχ, ήθελα να με θάψετε στο δρόμο, ή σε έρημη κοιλάδα! Ο ιερεύς και ο Λευίτης θα αντιπαρήρχοντο μπρος από την πέτρα που θάδειχνε τον τάφο μου, και ο Σαμαρείτης θα έχυνε ένα δάκρυ.

»Κύτταξε, Καρολίνα! Δεν φρικιώ πιάνοντας το ψυχρό τρομερό ποτήρι που θα πιω τη ζάλη του θανάτου! Συ μου το έστειλες και εγώ δεν διστάζω. Όλα! Όλα! Έτσι εκπληρώνονται όλες η επιθυμίες και η ελπίδες της ζωής μου! Θα κτυπήσω ψυχρός και απαθής τη σιδερένια πόρτα του θανάτου.

»Να μπορούσα να έχω την ευτυχία να πεθάνω για σένα, Καρολίνα, για σένα να θυσιασθώ! Ήθελα με θάρρος και φαιδρός να πεθάνω αν μπορούσα να σου ξαναδώσω την ησυχία, την ηδονή της ζωής σου. Αλλ' αχ! αυτό μόνο σε μερικούς ευγενείς εδόθηκε, χύνοντας το αίμα τους για τους δικούς τους και με το θάνατό τους να δώσουν νέα εκατονταπλάσια ζωή στους φίλους τους!

»Με αυτά τα φορέματα, Καρολίνα, θέλω να με θάψουν· τα έγγιξες συ, τα έκαμες ιερά· παρεκάλεσα ακόμη γι' αυτό και τον πατέρα σου. Η ψυχή πετά επάνω στο φέρετρο. Να μη εξετάσουν τις τσέπες μου. Εκείνος ο τριανταφυλλί φιόγκος, που είχες στο στήθος όταν για πρώτη φορά σε βρήκα μέσα στα παιδιά σου . . . Ω, φίλησέ τα χίλιες φορές και διηγήσου τους την τύχη του άτυχου φίλου τους. Τα αγαπημένα! Τα βλέπω ακόμη πως μαζεύονται γύρω μου. Αχ! πόσο εδέθηκα κοντά σου! από την πρώτη στιγμή δεν μπορούσα να σ' αφήσω! — Εκείνος ο φιόγκος να θαφτή μαζί μου· στα γενέθλιά μου μού τον χάρισες! Πώς τα άρπαξα όλ' αυτά! — Αχ! δεν σκεπτόμουνα πως αυτός ο δρόμος θα με έφερνε εδώ! — Έσω ήσυχη σε παρακαλώ, έσω ήσυχη!

»Είναι γεμάτα. — Κτυπάει δώδεκα! Ας γείνη λοιπόν! — Καρολίνα! Χαίρε! χαίρε!»

Ένας γείτονας είδε την λάμψη της μπαρούτης και άκουσε τον κρότον επειδή όμως ήτανε ησυχία δεν έδωκε περισσότερη σημασία.

Το πρωί κατά τας έξ εμπήκε ο υπηρέτης με το φως. Βρίσκει τον κύριο του κατά γης, το πιστόλι και αίμα. Φωνάζει, τον πιάνει· καμμία απόκριση, εροχάλιζε μόνον ακόμη. Τρέχει στους γιατρούς, στον Αλβέρτο. Η Καρολίνα ακούει το κουδούνι την πιάνει τρόμος. Εξυπνά τον άνδρα της, σηκώνονται, ο υπηρέτης κλαίοντας και τραυλίζοντας τους αναγγέλλει την είδηση! Η Καρολίνα πέφτει λιποθυμισμένη στα πόδια του Αλβέρτου. Όταν ο γιατρός ήρθε στον δυστυχή, τον βρήκε χάμω χωρίς ελπίδα να σωθή· ο σφυγμός εκτυπούσε, τα μέλη του ήσαν όλα παραλυμένα. Είχε μια σφαίρα στο κεφάλι πάνω από το δεξί μάτι, τα μυαλά του ήσαν πεταμένα έξω· ως εκ περισσού του άνοιξε μια φλέβα στο βραχίονα, το αίμα έρρεε ανέπνεε ακόμη.

Από το αίμα στα χέρια της πολυθρόνας μπορούσε κανείς να συμπεράνη πως επυροβόλησε καθήμενος μπρος στο γραφείο του· πως έπειτα έπεσε με σπασμούς και κυλίστηκε γύρω στην καρέκλα. Ήτανε στο παράθυρο, παραλυμένος, ανάσκελα, με όλα του τα φορέματα, με τα παπούτσια, με γαλάζιο επανωφόρι και κίτρινο γελέκο.

Όλο το σπίτι, η γειτονιά, η πόλις αναστατώθηκε. Ο Αλβέρτος εμπήκε. Τον Βέρθερο τον είχαν βάλει στο κρεββάτι με το μέτωπο σκεπασμένο· το πρόσωπό του, σαν πεθαμένου, δεν έκανε καμμιά κίνηση. Ο πνεύμονας άσθμαινε ακόμη φοβερά, πότε αδύνατα, πότε με περισσότερη δύναμη.

Από το κρασί είχε πιη μόνο ένα ποτήρι. Η Αιμιλία Γαλότη ήταν ανοικτή μπρος στο γραφείο του.

Για την ταραχή του Αλβέρτου, για το κλάμμα της Καρολίνας δεν μπορώ να πω τίποτε.

Ο γέρος έπαρχος ήρθε βιαστικά έφιππος μόλις άκουσε την είδηση· εφίλησε τον ετοιμοθάνατο με τα πιο θερμά δάκρυα. Οι μεγαλύτεροί του γυοί ήρθαν αμέσως πεζή, εγονάτισαν μπρος στο κρεββάτι για να εκφράσουν τη μεγάλη λύπη τους, του εφίλησαν τα χέρια και το στόμα, και ο πιο μεγάλος, που πάντα περισσότερο τον αγαπούσε, εκόλλησε τα χείλια του έως ότου κείνος ξεψύχησε και τον έβγαλαν με τη βία. Κατά το μεσημέρι πέθανε. Η παρουσία του επάρχου και τα μέτρα του εμπόδισαν το πλήθος να μαζευτή μπρος στο σπίτι. Το βράδυ στις ένδεκα τον έθαψαν στη θέση που είχε διαλέξει. Ο γέρος και τα παιδιά του ακολούθησαν την κηδεία, ο Αλβέρτος δε μπόρεσε. Ήταν φόβος για τη ζωή της Καρολίνας. Τον εβαστούσαν εργάτες· κανένας παπάς δεν τον συνώδευσε.

ΤΕΛΟΣ

1) Ο αναγνώστης ας μη κοπιάση να ζητήση τους εδώ αναφερομένους τόπους· ηναγκάσθην να μεταβάλω τα αληθή ονόματα του πρωτοτύπου. ***

2) Αναγκάζομαι να σβύσω το μέρος τούτο της επιστολής διά να μη δώσω αιτίαν παραπόνου εις κανένα, αν και ολίγον ενδιαφέρει κάθε συγγραφέα η κρίσις μιας κόρης και ενός αστάτου νέου.

3) Και εδώ παρελείφθησαν τα ονόματα εντοπίων τινών συγγραφέων, όποιος μετέχε του επαίνου της Καρολίνας, θα το αισθανθή εις την καρδίαν του, αναγινώσκων το χωρίον αυτό, άλλος δε κανένας δεν χρειάζεται να το γνωρίση.

4) Τώρα έχομεν έν έξοχον κήρυγμα του Λαβετέρ περί τούτου μέσα εις το βιβλίον του Ιωνά.

End of Project Gutenberg's Die Leiden des jungen Werther, by Johan Goethe