Title : Ο Γάμος του Κρεντσίνσκη, Κωμωδία εις τρεις πράξεις - Πανδρολογήματα, Κωμωδία εις δύο πράξεις
Author : A. Sukhovo-Kobylin
Nikolai Vasilevich Gogol
Translator : Agathoklis Konstantinidis
Release date
: October 11, 2011 [eBook #37721]
Most recently updated: January 25, 2021
Language : Greek
Credits : Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnotes have been transferred at the end of the book.// Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ
ΣΥΛΛΟΓΗ
ΕΚΚΡΙΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΞΕΝΩΝ ΤΕ ΕΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙ
ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ Κ.Κ
ΣΠ. ΒΑΣΗ (Καθ. εν τω Πανεπ.), Γ. ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), ΑΓΓΕΛΟΥ
ΒΛΑΧΟΥ — Σ. Α. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), Π. ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω
Πανεπ), Α. ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ (καθ. της φιλ.), ΣΠΥΡ. Π. ΛΑΜΠΡΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Μ.
ΛΑΠΠΑ (δ. φ.), Θ. ΛΙΒΑΔΑ (δ.φ). Μ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), — Ι.
ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Θ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. γυμν.), Ν. Γ.
ΠΟΛΙΤΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Α. ΠΡΟΒΕΛΕΓΙΟΥ (δ. φ.). Ε. ΡΟΪΔΟΥ δ. ν.) Σ. Κ.
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Ι. ΣΒΟΡΩΝΟΥ (διευθ. νομισμ. μουσ.), Γ.
ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ (γυμνασιάρχ.), ΧΡ. ΤΣΟΥΝΤΑ (εφ. τ. αρχ.), Δ. ΦΙΛΙΟΥ (εφ. τ. αρχ.), Γ.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ (καθ. εν τω Πανεπ.) και άλλων λογίων.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΕ
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ Γ. Χ. ΚΩΝΣΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΜΑΡΑΣΛΗ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΡ. 12.
Α. ΣΟΥΧΟΒΟ-ΚΟΜΠΥΛΗΝ
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΚΡΕΝΤΣΙΝΣΚΗ
ΚΩΜΩΔΙΑ ΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Ν. ΓΟΓΟΛ
ΠΑΝΔΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ
ΚΩΜΩΔIΑ ΕΙΣ ΔΥΟ ΠΡΑΞΕΙΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕΙΣΑI ΕΚ ΤΟΥ ΡΩΣΣΙΚΟΥ
ΥΠΟ
ΑΓΑΘ. Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
1901
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
1901
ΠΙΟΤΡ ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΙΤΣ ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ, εύπορος γαιοκτήμων του
Γιαροσλάβ, κάτοικος χωρίου, ετών εξήκοντα.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ, θυγάτηρ του.
ΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΒΝΑ ΑΤΟΥΓΕΦ, ηλικιωμένη γυνή.
ΒΛΑΔΗΜΙΡ ΔΜΗΤΡΙΤΣ ΝΕΛΚΗΝ, γαιοκτήμων, γείτων των Μούρομσκη,
νέος, υπηρετήσας εις τον στρατόν. Φέρει μύστακας.
ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΙΤΣ ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ, ωραίος ανήρ, — κανονική, και
ουχί συνήθης φυσιογνωμία, πυκναί παραγναθίδες· δεν φέρει
μύστακας· τεσσαρακοντούτης περίπου.
ΙΒΑΝ ΑΝΤΩΝΙΤΣ ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ, μικροκαμωμένος, αλλά στιβαρός
ανθρωπίσκος, πεντηκοντούτης περίπου.
ΝΙΚΑΝΩΡ ΣΑΒΒΙΤΣ ΜΠΕΚ, τοκογλύφος.
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ, έμπορος.
ΘΟΔΩΡΟΣ, θαλαμηπόλος του Κρετσίνσκη.
ΤΙΣΣΚΑΣ, θυρωρός εν τη οικία των Μούρομσκη.
Αστυνομικός υπάλληλος.
Υπηρέται.
Η σκηνή εν Μόσχα.
Πρωία. Αίθουσα υποδοχής εν τη οικία των Μούρομσκη. Ευθέως απέναντι του θεατού μεγάλη θύρα προς την μεγάλην κλίμακα· δεξιά — θύρα του κοιτώνος του Μούρομσκη, αριστερά — των δωματίων της Ατούγεφ και Λύδοτσκας· επί της παρά το διβάνιον τραπέζης ευρίσκονται τα διά τεϊοποσίαν χρήσιμα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
(Εξέρχεται εκ της αριστεράς θύρας, παρατηρεί το δωμάτιον και ανοίγει την προς την μεγάλην κλίμακα θύραν).
Τίσσκα! αι, Τίσσκα!
ΤΙΣΣΚΑΣ (όπισθεν των παρασκηνίων).
Αμέσως.
(Εισέρχεται εν στολή, με πλατείαν κιτρίνην ταινίαν, ακτένιστος και ολίγον οινοβαρής).
ΑΤΟΥΓΕΦ (τον παρατηρεί επί πολύ).
Κύτταξε μούτρα!. . . (Σιγή). Γιατί δεν εκτενίσθης;
ΤΙΣΣΚΑΣ
Όχι με συγχωρείτε, Άννα Αντώνοβνα, εχτενίσθηκα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και τη μούρη σου δεν την έπλυνες.
ΤΙΣΣΚΑΣ
Όχι, με συγχωρείτε, την έπλυνα· μάλιστα, την έπλυνα. Αφότου επροστάξατε να τήνε πλένω, από τότε πάντα τήνε πλένω.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Έφερε ο γερμανός το κουδούνι;
ΤΙΣΣΚΑΣ
Το έφερε, κυρία, μάλιστα, το έφερε.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δόσε μου το, και φέρε την σκάλα. (Ο Τίσσκας φέρει τον κωδωνίσκον και την κλίμακα). Άκουσε λοιπόν τώρα. Μα εσύ είσαι βλάκας· δεν θα καταλάβης τίποτε.
ΤΙΣΣΚΑΣ
Τι λέτε, κυρία, γιατί δε θα καταλάβω: εγώ, ό,τι μου λέγει η ευγένεια σας τα καταλαβαίνω.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αν έλθη κυρία, κτυπάς το κουδούνι δυο φοραίς.
ΤΙΣΣΚΑΣ
Πολύ καλά.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αν είνε κύριος, — κτυπάς μια φορά!
ΤΙΣΣΚΑΣ
Πολύ καλά,
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αν είνε κανένας πραγματευτής ή έμπορος, να μη κτυπήσης.
ΤΙΣΣΚΑΣ
Κι' αυτό γίνεται, Άννα Αντώνοβνα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Εκατάλαβες;
ΤΙΣΣΚΑΣ
Εκατάλαβα, κυρία, καλά το εκατάλαβα . . . Αμέ νάρθω να σας το πω — δε χρειάζεται;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Πώς να μη μου το πης; Χωρίς άλλο νάρθης να το πης.
ΤΙΣΣΚΑΣ
Πρώτα, το λοιπόν, προστάζετε να κτυπήσω το κουδούνι, κ' έπειτα νάρθω να σας το πω;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι βλάκας! Είδες εκεί, βλάκας! Πώς είνε δυνατόν, βρε ανόητε, να κτυπήσης πρώτα και έπειτα να το αναγγείλης!
ΤΙΣΣΚΑΣ
Μάλιστα.
ΑΤΟΥΓΕΦ Ανέβα λοιπόν να το καρφώσης.
(Ο Τίσσκας κρατών σφυρίον και τον κώδωνα ανέρχεται την κλίμακα)
ΑΤΟΥΓΕΦ
Στάσου . . . Έτσι.
ΤΙΣΣΚΑΣ, (τοποθετών το καρφίον μετά του κώδωνος)
Έτσι;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Πιο ψηλά.
ΤΙΣΣΚΑΣ (ανερχόμενος ακόμη)
Έτσι;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ψηλότερα σου λέγω.
ΤΙΣΣΚΑΣ (εκτείνων την χείρα προς τα άνω)
Έτσι;
ΑΤΟΥΓΕΦ (μετά σπουδής) Στάσου, στάσου . . . πού πας; . . . πιο
κάτω!
ΤΙΣΣΚΑΣ (καταβιβάζων χαμηλότερα την χείρα)
Έτσι;
ΑΤΟΥΓΕΦ (οργιζομένη)
Τώρα ψηλότερα! Χαμηλότερα!! Ψηλότερα!!! Χαμηλότερα!! . . . Αχ, Θεέ μου! Μα τι διάβολο, δεν καταλαβαίνεις ρωμαίικα, βλάκα; . . .
ΤΙΣΣΚΑΣ
Πώς δεν καταλαβαίνω! . . . καταλαβαίνω, πολύ καλά καταλαβαίνω.
ΑΤΟΥΓΕΦ (με ανυπομονησίαν)
Τι κάθεσαι και μουρμουρίζεις εκεί; . . .
ΤΙΣΣΚΑΣ
(αποσπά τον κώδωνα εντελώς εκ της θέσεώς του και στρέφεται προς την Ατούγεφ)
Εγώ, κυρία, λέγω, γι' αυτό πού είπατε, πως τάχα δεν καταλαβαίνω, θέλω να 'πώ, πως καταλαβαίνω, κυρία, πολύ καλά καταλαβαίνω.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι θα κάμης λοιπόν, θα το καρφώσης ή όχι;
ΤΙΣΣΚΑΣ
Όπως με προστάξετε, κυρία.
ΑΤΟΥΓΕΦ (χάνουσα την υπομονήν της)
Άααάχ, Θεέ μου! Εδώ, χάνει κανένας πια την υπομονή του, μαζύ σου! . . Είσαι μεθυσμένος!!! . . .
ΤΙΣΣΚΑΣ
Ήμαρτον Κύριε! Εγώ μονάχα, κυρία, σας λέγω, που είχατε ειπεί, πως δεν καταλαβαίνω, κ' εγώ, κυρία καταλαβαίνω την ευγενεία σας πολύ καλά.
ΑΤΟΥΓΕΦ (σταυρώνουσα τας χείρας)
Δε μου λες, κακούργο, παιγνίδι θες να παίξης μαζύ μου; . . . Επίτηδες ανέβηκες εκεί απάνω ν' ανοίξης κουβέντα; . . . Κάρφωνε γλήγωρα! . . .
ΤΙΣΣΚΑΣ
Πού θέλει η ευγενεία . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
(εκτός εαυτής εντελώς κτυπά το έδαφος δια του ποδός)
Κάρφωνε, κακούργε, κάρφωνε όπου θέλεις . . έννοια σου, μεθύστακα, κ' εγώ θα σε διορθώσω.
ΤΙΣΣΚΑΣ
(τοποθετεί αμέσως το καρφίον εκεί που και κτυπά αυτό με όλην του την δύναμιν).
Καταλαβαίνω . . . εγώ πολύ καλά νοιώθω . . . Κυρά . . . κυρ . . . ου . . . ου . . . ουχ!!!
(ανατρέπεται. Η κλίμαξ πίπτει. Θόρυβος . . . Προστρέχουσιν υπηρέται)
ΑΤΟΥΓΕΦ (κραυγάζει)
Χριστέ και Παναγία!! Θα σκοτωθή.
ΤΙΣΣΚΑΣ (ανωρθούμενος μειδιά)
Όχι, κυρία, δεν εσκοτώθηκα.
(Οι υπηρέται τοποθετούσι την κλίμακα και καρφόνουν τον κώδωνα).
Οι άνω και Μούρομσκης με κοιτωνίτην και πίπαν, εμφανίζεται εις την θύραν δεξιά.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι συμβαίνει; Τι κάμνετ' εκεί;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τίποτε δεν κάμνομε. Νά, ο Τίσσκας είνε πάλι μεθυσμένος.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μεθυσμένος;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ναι. Κύτταξέ τον, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς· είνε στουπί από το μεθύσι.
ΤΙΣΣΚΑ
Κύριε ελέησον, αφέντη Πιοτρ Κωνσταντίνιτς! Η ευγενεία της λέει πως είμαι μεθυσμένος. Εγώ μεθυσμένος; Αν ήμουνα εγώ μεθυσμένος και εκουτρουβαλούσα από τη θεόρατη εκείνη σκάλα, θα μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου; Άρχισα, αφέντη, να μπήγω το καρφί, επαραξάμωσα και μ' εγύρισε έτσι δα.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (τον παρατηρεί κινών την κεφαλήν).
Σ' εγύρισε, σ' εγύρισε! . . Κρεμήσου στη θέσι σου, είδωλο.
(Ο Τίσσκας εξέρχεται μετ' άκρας προφυλάξεως· οι υπηρέται αποφέρουν την κλίμακα).
Μούρομσκης και Ατούγεφ.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (Ακολουθών διά του βλέμματος τον απερχόμενον Τίσσκαν)
Βέβαια είνε μεθυσμένος . . . Μα τι φασαρίαις είχατε εδώ;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Εβάζαμε κουδούνι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (μετ' ανησυχίας).
Πάλι κουδούνι; Πού είνε; Τί συμβαίνει; . . . (ιδών τον κρεμάμενον κώδωνα). Τι είν' αυτό; Εδώ; μέσα εις την αίθουσαν; . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ναι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα τι, τον κώδωνα του κίνδυνου θα κτυπάτ' εδώ;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Σήμερα παντού είνε έτσι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Έλα Χριστέ και Παναγιά! Μα αυτό είνε ανοησία! Αυτό είνε ανοησία! Αυτό είνε πάλι από τ' άγραφα!... Στο διάβολο — βαρέθηκα! . . . (Βαδίζει). Εδώ πα να χάση κάνεις το νου του . . . Εδώ κάθε λίγο και λιγάκι βρίσκεις το μπελά σου! . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Καλέ, τί είν' αυτά που κάθεσαι και λες! Γιατί θαύρης το μπελά σου; Σε παρακαλώ να μ' αφήσης να τακτοποιήσω εγώ το σπήτι όπως ξεύρω. (Σιγή. Ο Μούρομσκης βαδίζει εν τη αιθούση. Η Ατούγεφ πίνει τέιον). Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, είνε ανάγκη να δώσωμεν εσπερίδα.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (ιστάμενος απέναντι της Ατούγεφ).
Εσπερίδα; Τι εσπερίδα; Δια ποίαν εσπερίδα ομιλείς;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Εννοείται, από ταις συνηθισμέναις. Σαν να μη ξέρεις! Νά, κανένα χορουδάκι . . . έτσι, όπως την άλλη φορά.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα δεν μου είχες ειπή, νομίζω, πως εκείνη ήτον η τελευταία και πως άλλην δεν θα δώσωμε;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δεν γίνεται, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, δεν γίνεται, η ευπρέπεια, βλέπεις, ο κόσμος το απαιτεί.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Καλός είν' ο κόσμος σας — το απαιτεί! . . . Δεν πηγαίνει να χαθή στα τάρταρα . . . το απαιτεί . . από ποιόν; από μένα τάχα το απαιτεί; Άφησε της περιφάνειες, σε παρακαλώ! Νομίζει κανείς πως εχάσατε το νου σας.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Εγώ έχασα το νου μου! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μάλιστα! Μ' εκουβαλήσατε στη Μόσχα: αρχίσετε τις φαντασίαις, χορούς απ' εδώ, χορούς απ' εκεί, έξοδα λογής λογής, γνωριμίες . . . φασαρίες, θόρυβος! . . . Μου εφέρετε το σπίτι μου άνω κάτω· τον υπηρέτη μου τον Πετρούσκα — τι καλό παιδί που ήτον — μου τον ενδύσατε σαν χιλιδόνι. Αυτόν τον βλάκα τον Τίσσκα, τον τσαγκάρη, τον επροβιβάσατε εις θυρωρόν, επιάσετε και του φορέσατε στολή· νά, (δεικνύων τον κώδωνα) εκρεμάσετε και κουδούνια! όλο το σπίτι βοΐζει! . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Εννοείται, βοΐζει. Σου λέγω, πως όλοι οι άνθρωποι τάχουν . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα, κυρά μου! Οι άνθρωποι έχουν πολλά δαιμόνια — ποιόν να πρωτοπροφθάσης! . . . Αμ' εδώ τι εβάλατε; (δεικνύων το δοχείον με τα επισκεπτήρια) τι κουτί δι' ελεημοσύνας είν' αυτό; τι καλά συνάζετε;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αυτό είνε . . επισκεπτήρια.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (κινών την κεφαλήν του).
Ονομαστικός κατάλογος φαφλατάδων . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ποια; τα επισκεπτήρια;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Βαγαπόντισσες, κατεργάριδες με τώνομα, ανθρώπους, οι οποίοι, σαν ατσίγκανοι, γυρίζουν όλη την ημέρα από σπίτι, σε σπίτι και κουβαλούν κάθε λογής βρώμες όχι πια με τα παπούτσια αλλά με την γλώσσα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ποιοι, αυτοί, οι καθώς πρέπει άνθρωποι;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αυτοί, μάλιστα!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Χα-χα-χά! Να γελά κανείς και να κλαίη! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι! να κλαίη!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αι, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, μα τάχα μπορείς να πης τώρα πως ξέρεις και συ τον κόσμο;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ούτε να τόνε ξέρω θέλω!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Μα συ όλη σου τη ζωή την έκαμες εις το κτήμα, εις το Στρέσσνιεβο.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Την έκαμα, μάλιστα, την έκαμα, κυρία μου. Σ' αυτό δεν πρέπει νάχετε παράπονο· για να κάμω εγώ εκεί τη ζωή μου, κάμνετε σεις εδώ τους μπάλους.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αυτό, κύριε, είνε χρέος σας.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ποιο; — να κάμνωμε μπάλους;!!!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Έχετε κόρη της παντρειάς!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Να προσκαλώ ανθρώπους. (Χειρονομεί). Εδώ! Εδώ! . . . Κ' εκείνοι βέβαια, να έρχωνται, να τρων, να πίνουν να περιδρομιάζουν κ' ύστερα να μας κοροϊδεύουν κιόλας! . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τότε καλείτερα νάχη να κάμη κανείς με μουζίκους!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Καλείτερα. Όταν έχω να κάμω με μουζίκους, ή εγώ θα οφεληθώ ή αυτός, καμμιά φορά και οι δυο. Μα από τα κουδούνια σας τι κέρδος ειμπορεί να προκύψη;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και όλο για το κέρδος θα ζη κανείς;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μάλιστα! . . . πρέπει!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ημείς δεν είμεθα της ελεημοσύνης.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Θα γίνομεν! (Χειρονομών). Κάθομαι και κουβεντιάζω μαζύ σας.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τότε πήγαινε λοιπόν να κρυφθής σε καμμιά γωνιά και να σαπίσης μες στο βούρκο με τίποτε παράξενους μαζύ!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αι, κυρά μου, τέτοιοι παράξενοι σαν και λόγου μας . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αυτό δεν το ξέρομε. Δεν υπέφερα και λίγα βάσανα μ' αυτούς στον περασμένο μας χορό! Η Στεπανίδα Πετρόβνα σας, πού 'πήγε και την ευρήκε εκείνη τη σκουφέτα . . . κ' είνε δα και χονδρή η ευλογημένη, κ' επήγε και εθρονιάσθηκε μες στη μέση του καναπέ και τον έπιασε όλο. Άμα γύρισα και την είδα, επιάστηκε η καρδιά μου! . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και τι τάχα, κακοντυμένη ήτον; αυτή είνε καλή γυναίκα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι βγαίνει, μάτια μου, πως είνε καλή; Ποιος σ' ερωτά γι' αυτό; . . Καλοντυμένη ήτον μα καθένας θα ρωτήση: τι πράμα είν' αυτή; Να σου πω, να ήμουνα εγώ, θα επροτιμούσα να μ' εκατάπινε η γη.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και τι άσχημο βρίσκεις, κι' αν ερωτήσουν, τι πράγμα είνε αυτή; εγώ δε βρίσκω κανένα άσχημο. Το μόνο άσχημο για μια νέα κόρη είνε το τι θα μάθη απ' αυτά; τι θ' ακούση; Βγαίνει σταις δώδεκα από την κάμαρά της — πάη να μοιράση επισκεπτήρια . . . Νά ενασχόλησις μια φορά! Έπειτα — σύρτα φέρτα στους δρόμους, στα θέατρα, στους χορούς. Δε μου λες ζωή είν' αυτή; Γιατί την ετοιμάζετε; Τι τήνε μαθαίνετε; αι; ανεμοδούρα θα την καταντήσετε; άρες-μάρες και κομάν πορτέ βου;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και πώς ορίζετε σεις να τήνε σπουδάσωμε; Τι να τήνε μάθωμε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Δουλειά, κυρία μου, τάξι.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τότε πάρετέ της μια γερμανίδα.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Η ενασχόλησις μέσα στο σπήτι . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Επαρχιώτισσα!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Η οικονομία . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Οικονόμα! . . γυρίστρα!! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (ανατείνων τας χείρας)
Έλεος, κυρία! . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι, σου βαρειοφάνηκε; . . . αμ' τι θαρρείς; . . Το καλείτερον είνε να μου πήτε ωρισμένως, θα δώσωμε εσπερίδα ή όχι;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Δε θέλω!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τότε θα δώσω εγώ με έξοδά μου: Περιουσία έχω ιδική μου!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Δώσε! ποιος σ' εμποδίζει;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Νά η ώρα, που για της ιδιοτροπίαις ταις δικαίς σου θα κάθεται το κορίτσι στη γωνιά, χωρίς καβαλιέρους. Συ μοναχά αυτό ξεύρεις — έξοδα να μη γείνουν. Μα χωρίς έξοδα, φίλε μου, το κορίτσι δεν το παντρεύεις
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Άκου 'κεί! . . Αυτονών τους μπήκε και καλά στο κεφάλι, πως χωρίς έξοδα ένα κορίτσι δεν παντρεύεται! Κυρία! Όταν ξεύρουν, ότι η κόρη είνε φρόνιμη, από καλό σπίτι, και έχει και προίκα, κάθε άνθρωπος καθώς πρέπει τήνε πέρνει· με τα έξοδα όμως, με τα συρταφέρτα σας και ξέρω 'γώ, τήνε παντρεύεις, μα θάρθη καιρός να το μετανοιώσης.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ώστε, κατά την ιδέα σου, ας πάρη κανένα βλαχοδήμαρχο;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι βλαχοδήμαρχο, κυρία μου, αλλά άνθρωπο γερό . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ (διακόπτουσα).
Ναι, κι' αυτός ο γερός να πάη να τήνε θάψη στο χωριό! . . Τότενες, πάντρεψέ την δια της βίας, δέσε την χειροπόδαρα . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Καλέ δεν ανασαίνεις και λιγάκι
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αέρα, λέγω, αέρα να πάρης! . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι είν αυτά, κύριε . . .
Οι άνω και Λύδοτσκα, παραφορτωμένη στολισμούς, πλησιάζει προς τον πατέρα
της.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Καλημέρα μπαμπάκα!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (φαιδρυνθείς).
Α, να την και η βασιλοπούλα μου! (Την λαμβάνει εκ της κεφαλής την φιλεί). Χαϊδεμένη μου!
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (πλησιάζει προς την θείαν της).
Καλημέρα θείτσα!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αι, τι έκαμες λοιπόν, με ποιόν εχόρεψες χθες;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Αχ, μπαμπάκα, εχόρευσα πολύ!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Μαζούρκα με τον Μιχαήλ Βασίλειεβιτς;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Με τον Κρετσίνσκη;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Ναι, μπαμπά.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι λες, κυρά μου! Αυτός, καιρός είνε πια να τ' αφήση αυτά.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και γιατί;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Γιατί είνε άνθρωπος περασμένος πια· αυτός θα είνε σαρανταρίτης.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι λόγια είν' αυτά που λες; Τα τριάντα τάχει δεν τάχει.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Και τι ωραία που χορεύει! . . . Τρέλλα! μάλιστα το βαλς.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Καλέ είνε παληκαράκι!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Δε ξέρω τι του βρίσκετε αυτού του Κρετσίνσκη. Δε λέγω, — άνδρας παρουσιαστικός, ευχάριστος άνθρωπος, μα να τον 'δήτε, λένε, όταν παίζη χαρτιά.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Νά η ώρα ν' ακούς τι λέγει ο ένας και ο άλλος. Αυτά είνε όλο λόγια του δικού σου του Νέλκην. Και πού πηγαίνει αυτός; και πού τ' ακούει; Ποιος δεν παίζει σήμερα; Σήμερα όλοι παίζουν.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Παιγνίδι από παιγνίδι διαφέρει. Νά ο Νέλκην, ποτέ δεν πιάνει στο χέρι του χαρτιά.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τώπιασες τώρα με τον Νέλκην σου. Αν τον έβλεπες πώς φέρεται στον κόσμον, θαρρώ, πως δεν θα τάλεγες αυτά. Είνε μια ντροπή! Νά, χθες κατόρθωσα να του στείλη πρόσκλησιν η πριγκηπέσσα — τον έφερα στο χορό. Ήλθε. Τι νομίζεις; εχώθηκε σε μια γωνιά κι' από 'κεί έβλεπε σαν κανένα αγρίμι: κανένα δεν ξέρει. Νά τι θα ειπή να ζη κανείς στο χωριό!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι να γείνη! ντροπαλός είνε, λίγο κόσμο είδε. Αυτό δεν είνε ελάττωμα.
ΑΤΟΥΤΕΦ
Δε λέγω κ' εγώ πως είναι ελάττωμα, αλλά σε υψηλή κοινωνία δεν πρέπει να πηγαίνη. Δεν τώχει τίποτε να πιάση τη Λύδοτσκα να τη χορέψη βαλς; Και χορεύει ελεεινά, τήνε τρέχη, να ιδής, σαν σίφουνας — το ντροπιάζει το κορίτσι!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (εξαπτόμενος).
Γιατί, βλέπεις, σεις πηγαίνετε πίσω . . . Επήρετε και σεις δρόμο, που δεν σας πιάνει κανείς!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Λάθος έχετε.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (αποσυρόμενος).
Να μην πατήσετε στη λάσπη, μέσα στην υψηλή κοινωνία σας.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δεν πατώ εγώ στη λάσπη.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (φεύγει).
Δεν το ξέρομε.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δεν πατώ . . . δεν πατώ . .
Οι άνω εκτός του Μούρομσκη.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Γιατί, θείτσα, να θυμόνετε πάντοτε τον πατέρα;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δε μπορώ, δε μπορώ. Μας εφορτώθηκε με τον Νέλκην! (σιγή). Λύδα! Δε μου λες, τι εμιλούσατε με τον Κρετσίνσκη όταν εχορεύατε μαζούρκα; έβλεπα πως εμιλούσατε πολύ.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (ενδοιάζουσα).
Νά έτσι, θείτσα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Γαλλικά;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Γαλλικά.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τρελλαίνομαι γι' αυτή τη γλώσσα, Αν και δεν τα καλοξέρω, τ' αγαπώ όμως φοβερά. Αμ' εσύ πως τα μιλής; Καλά;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Ναι, καλά, θείτσα!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αμ' αυτός — έχει καλή προφορά;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Ναι, πολύ καλή.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι επιτηδειότητα, καλέ, που την έχει, και τα 'μιλεί τόσο ωραία που θαρρείς πως τρέχει μέλι από το στόμα του! Αμ' όταν λέγει αυτό — parbleu — τι ωραία! Γιατί εσύ, Λύδοτσκα, δεν λες ποτέ: parbleu;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Όχι, θείτσα, το λέγω καμμιά φορά.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Είνε πολύ ωραίο! Μα γιατί είσαι έτσι μελαγχολική;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Θείτσα! Αλήθεια, νά, δεν ηξεύρω, πως να σας το πω . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι, αγάπη μου, τι;
ΛΥΔΟΣΤΚΑ
Θείτσα! Νά, μ' εζήτησε χθες.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ποιος; ο Κρετσίνσκης; Και τι σου είπε;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Ντρέπομαι, θείτσα μου, αλήθεια . . . μου είπε μοναχά πως τόσο μ' αγαπά! . . .
(Διακόπτεται).
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αι, και συ τι του είπες;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Αχ, θείτσα μου, εγώ δε μπόρεσα να πω τίποτε . . τον ηρώτησα μοναχά αν είν' αλήθεια πως μ' αγαπά.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Άλλο τίποτε;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Εγώ τίποτε άλλο δεν ημπόρεσα να 'πώ.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αμ' έβλεπα εγώ, πως όλο εστριφογύριζες στα δάκτυλά σου μια κορδέλα. Λοιπόν; Τίποτε άλλο δεν του είπες; Μα δε σου είπα εγώ πώς έπρεπε να μιλήσης;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ.
Ναι, θείτσα μου, εγώ του είπα: parlez a ma tante et a papa.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Έτσι βέβαια. Καλά έκαμες, Λύδοτσκα.
(Σιγή).
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Αχ, θείτσα μου, μου έρχεται να κλάψω.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Να κλάψης; Και γιατί; Τι, μήπως δεν σου αρέσει;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Όχι, θείτσα, πολύ μου αρέσει. (Ρίπτεται εις τον τράχηλόν της και κλαίει)· Θείτσα μου, καλή μου θείτσα! τον αγαπώ! . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Έλα, αγάπη μου, φθάνει! (της απομάσσει τα δάκρυα). Και τι τάχα; Είνε λαμπρός άνθρωπος . . . έχει πολλάς γνωριμίας . . όλο τον κόσμο τόνε ξέρει.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Όλους, θείτσα, όλους· με όλους είνε γνωρισμένος: εις το χορό όλους τους ήξευρε . . . Εγώ φοβούμαι μονάχα από τον πατέρα: δεν τον αγαπά. Λέγει πάντοτε πως θα με παντρέψη με τον Νέλκην.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δε βαρύνεσαι, όλα αυτά είνε λόγια. Ο πατέρας σου, βλέπεις, θέλει τον Νέλκην, γιατί, νά, είνε γείτονάς του, κατοικεί στο χωριό, τα κτήματά των είνε κολλητά, που λέγει ο λόγος ένα αυλάκι τους χωρίζει: Νά, γιατί τον θέλει τον Νέλκην.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Ο μπαμπάς λέγει, πως είνε πολύ καλός άνθρωπος.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι λόγος! Αι, κόρη μου, έτσι είνε στον κόσμο: όποιος είνε βλάκας είνε και καλός· οποίος δεν έχει δόντια να δαγκάση, εκείνος κουνεί την ουρά του . . . Αν όμως πάρης τον Κρετσίνσκη — θα ιδής πως θα συγυρίση το σπίτι μας, τι φίλους θα αποκτήσωμε! . . . Είνε άνθρωπος με πολύ γούστο . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Ναι, θείτσα, πολύ! . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Πώς μετεσκεύασε το δακτυλίδι μας το μονόπετρο — τρέλλα! Το είχε κλειδωμένο ο πατέρας σου μέσα στο κουτί του· τώρα όμως ποιος θα το ιδή και δε θα θαυμάση . . . Εγώ, έννοιά σου, θα μιλήσω με τον πατέρα σου.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Εμένα μου έλεγε πως έχει ανάγκη να φύγη από τη Μόσχα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Πότε, γλήγορα;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Αυταίς ταις ημέραις.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Για πολύν καιρό;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Δε ξέρω, θείτσα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ώστε λοιπόν πρέπει να του δώση απήντησιν;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (στενάζουσα).
Ναι, χωρίς άλλο πρέπει.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Λοιπόν, εγώ θα 'μιλήσω με τον πατέρα σου.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Θείτσα! Δεν είνε καλήτερα να με ζητήση αυτός ο ίδιος; Σεις ξεύρετε, πόσον είνε επιτήδειος, έξυπνος, αξιέραστος . . (συλλογίζεται).
ΑΤΟΥΓΕΦ (προσβληθείσα).
Λοιπόν, κάμε, όπως θέλεις. Μήπως εγώ είμαι μάνα σου;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Αχ, θείτσα μου, τι λέγετε; Μη μ' αφήσετε έτσι. Σεις είσθε μητέρα μου, σεις — αδελφή μου, σεις τα πάντα. Σεις ξέρετε πως τον αγαπώ . . . (την φιλεί) πόσον τον αγαπώ . . . (διακόπτεται)· Αχ, θείτσα μου, τι λέξις που είνε αυτή — αγαπώ!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αι, καλά, καλά.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Εγώ δεν ηξεύρω και τι συμβαίνει μαζύ μου. Κτυπά η καρδιά μου, κτυπά κ' έξαφνα παύει. Δε ξέρω τι πράγμα είν' αυτό.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δεν είνε τίποτε, κόρη μου, θα περάση . . . Θαρρώ πως έρχεται ο πατέρας σου. Πρέπει αμέσως να του μιλήσω.
Αι άνω και Μούρομσκης.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αι, τι κάμνετε σεις εδώ; Νά, με τραβά ο Μιχαήλ Βασίλειεβίτς σας να πάμε εις τους ιππικούς αγώνας. Τι είν' εμένα η δουλειά μου εκεί; Εμένα αυτά δε μ' αρέσουν.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Θα ιδής ανθρώπους τουλάχιστον.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι ανθρώπους κάθεσαι και λες — άλογα θα πάμε να ιδούμε, άλογα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι είν' αυτά, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, τίποτε δεν ξέρετε! εκεί τώρα είνε όλος ο μ π ο μ ό ν τ.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Στην οργή του θεού αυτός σας ο μπομ . . . {δυνατόν χτύπημα του κώδωνος) Άι! . . Να πάρ' ο διάβολος! Τι ευχή! Αυτού του Τίσσκα θα του σπάσω τα χέρια: είνε φοβερόν. Κυρά μου, σας λέγω (δεικνύων τον κώδωνα) να μου κάμετε τη χάρι να βγάλετε αυτά τα κουδούνια απ' εκεί.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δεν γίνεται, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, όπως θέλετε, δεν γίνεται: 'σ όλα τα σπίτια είν' έτσι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (κραυγάζει).
Μα τι είν' αυτά, αλήθεια κι' απ' αλήθεια; Δε το θέλω κ' εξεμπέρδεψε!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Καλέ τι φωνάζεις έτσι; Έλα θεέ μου! (δεικνύουσα την θύραν ηρέμα), Δε 'ντρέπεσαι τουλάχιστον τους ξένους ανθρώπους;
(Ο Μούρομσκης προσβλέπει).
Οι άνω και Νέλκην (εισέρχεται και θλίβει την χείρα του Μούρομσκη).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι εγινήκατε, Βλαδήμιρ Δμήτριτς; ήρχισα να ανηχυχώ για σας.
ΝΕΛΚΗΝ
Ναι, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς· (κάμνει χειρονομίαν) το έρριξα όξω κι' όξω: όλο χοροί . . . (προσβλέπει προς την θύραν). Να σας πω, Άννα Αντώνοβνα, πολύ βροντερό το κουδούνι σας . . . ωό!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Βλέπετε λοιπόν; δεν το λέγω μόνω εγώ·
ΝΕΛΚΗΝ
Αλήθεια, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς — δεν σας είπα, στον χορόν της πριγκηπίσσης, τα ίδια (συστρέφει την κεφαλήν) . . . μόλις άρχισα ν' αναβαίνω τη σκάλα . . . φώτα, που λέτε, σα μέρα· το ξέρω το σπίτι· υπηρέται πλήθος, — όλο και με σειρίτια χρυσά . . . ανεβαίνω, που λέτε στη σκάλα και κυττάζω: πού το δικό σας! Καθώς δίνει μια μέσα στ' αυτί μου — θαρείς και με περίχυσες με θερμό! Δεν εκατάλαβα πως μ' έσυραν τα πόδια μου στη σάλα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Για τούτο και δεν σας έσυραν τόσο καλά . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (διακόπτων).
Εσείς, κυρά μου, σας λέγω, πως έχετε σκοπό μ' αυταίς ταις καμπάναις να με διώξετε από το σπίτι.
ΝΕΛΚΗΝ
Δεν ετοιμάζεσθαι, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς για το Στρέσνεβο;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Διόλου δεν ετοιμαζόμαστε, κύριέ μου! Ίσως μετά τις αποκρηές, προτήτερα όμως — τι να πα να κάνουμε στο χωριό;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Βλέπεις; τι να κάμουμε στο χωριό; Πήγαινε μίλιε με δ' αύτους! . . Πρέπει, κυρά μου, να πα να δώσωμε διαταγάς για το καλοκαίρι, — να σηκώσουν την κοπριά: χωρίς την κοπριά χορό δεν ειμπορείς να δώσης.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και ο Ιβάν Σίδωρωφ τι κάνει εκεί; Τι, και την κοπριά δεν είν' άξιος να φορτώση στ' αμάξι;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Δε μπορεί.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δε ξέρω — περίεργο αλήθεια . . . Και πρέπει λοιπόν ο ίδιος ο νοικοκύρης να φορτώση την κοπριά;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ο ίδιος.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ωραία ενασχόλησις!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Δι' αυτό και μας πήρε όλους ο διάβολος.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Από την κοπριά;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ναι, από την κοπριά.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Χα, χα χα! Αυτό σε ξένους μην το ξαναπήτε, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς — γιατί θα γελάσουν μαζύ σας.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αυτό, κυρά μου, λίγο με μέλει, πως . . (παρόμοιος κωδωνισμός. Πάντες ανασκιρτώσιν. Ο Μούρομσκης οπισθοχωρεί και κραυγάζει ισχυρότερον ή πριν). Άι! . . Κύριε ημών Ιησού Χριστέ! Κι' αυτό μου ξερίζωσε τα μέσα. Εγώ έτσι δε μπορώ να ζήσω . . . (πλησιάζει προς την Ατούγεφ). Καταλαμβάνετε, κυρά μου, πως εγώ έτσι δεν ειμπορώ να ζήσω! Τι, να με σκοτώσετε, θέλετε; . .
Οι άνω και Κρετσίνσκης, (εισέρχεται θαρραλέος, ενδεδυμένος κομψώς, με ράβδον,
με κίτρινα χειρόκτια και λουστρίνια υποδήματα χαμηλά).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, καλημέρα σας! (Στρέφεται προς τας κυρίας και υποκλίνεται) Mesdames! (πηγαίνει και θλίβει την χείρα των).
ΝΕΛΚΗΝ (ίσταται μεμακρυσμένως, κατ' ιδίαν).
Δε τον! από την αυγή του Θεού, πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις εδώ μέσα. (Ο Κρετσίνσκης διηγείται κάτι, χειρονομεί και σύρει τους πόδας του). Τζουτζές, σωστός Τζουτζές. Τι να κάμης; τας διασκεδάζει, αρέσει . . . . (αι κυρίαι γελούν). Νά! Ω, γυναίκες! Τι επιθυμούν αι γυναίκες; — κίτρινα χειρόκτια, λουστρίνια παπούτσια, μπαρμπετόνια που να εξέχουν πέρα και περισσότερο τρίξιμον! (Ο Κρετσίνσκης πηγαίνει εις την γωνίαν, τοποθετεί την ράβδον και τον πίλον του, εξάγει τα χειρόκτια του και χαιρετά σιωπηλώς τον Νέλκην). Αχ, Λυδία, Λυδία! (Στενάζει).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (δεικνύων τον κώδωνα)
Άννα Αντώνοβνα! Τι κώδων της Βουλής είνε αυτός που εκρεμάσατε εκεί;
ΑΤΟΥΓΕΦ (δειλώς).
Της Βουλής; . . . Πώς — της Βουλής;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Βροντόφωνος θέλω να ειπώ.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
(πλησιάζει προς τον Κρετσίνσκη και τον λαμβάνει εκ της χειρός).
Σ' ευχαριστώ, αδελφέ, Μιχάηλο Βασίλιτς, πολύ σ' ευχαριστώ, (προς την Ατούγεφ). Αι, τι λέγεις τώρα, Άννα Αντώνοβνα, αι; Μα κ' εγώ, αδελφέ, το καταλαβαίνω πως είνε παραφύσιν,
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τι πράγμα;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι πράγμα, λέγει; Μα να, αυτό το καταχθόνιο κουδούνι! Αρρώστησα, βρε αδελφέ! Πράγματι κώδων της Βουλής. Νά, εδώ θαρρείς πως συνεδριάζει η Βουλή.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(βαίνων προς τον κώδωνα· όλοι τον ακολουθούν και παρατηρούν).
Ναι, είνε μεγάλος, πράγματι, είνε μεγάλος . . . . Α! μα αυτός έχει ελατήριον, a marteau . . . . ξεύρω, ξεύρω! . . .
ΝΕΛΚΗΝ (κατ' ιδίαν).
Εσύ και δεν θα ξεύρεις τα κουδούνια· εσένα αυτή είνε η δουλειά σου.
ΑΤΟΥΓΕΦ (πειστικώς)
Αυτό μας το έκαμε ο γερμανός.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ναι, είνε ωραίος κώδων αλλά πρέπει να τον βάλετε κάτω εις την σκάλαν . . . κάτω πρέπει.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Α — Αχ! σαν να 'φυγε κάτι τι από το στήθος μου . . . (ανοίγει την προς την κλίμακα θύραν). Αι, Τίσσκα, τρουβά, καντυλανάφτη! έλα δώ! (Εμφανίζεται ο Τίσσκας). Έλα 'δώ! Βγάλ' τον απ' εδώ αυτόν τον Πιλάτον!
(Ο Τίσσκας αφαιρεί τον κώδωνα και απέρχεται).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (λίαν ραθύμως)
Δεσποσύνη, εξεκουράσθητε από τον χθεσινόν χορόν;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Αισθάνομαι κάπως μικρόν κεφαλόπονον.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Επεράσαμεν, αλήθεια, πολύ εύθυμα.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Αχ, τι εύθυμα, ναι.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (θαρραλέως)
Πόσον ήτον ωραία η Λυδία Πετρόβνα, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, και πόσον δροσερά, και πόσον αξιέραστος . . . αλήθεια για καμάρωμα.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (κάπως ταραχθείσα)
Μηχάηλο Βασίλιτς! τι λέγετε! Διά τον εαυτόν σας όμως δεν ομιλείτε.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Πώς, διά τον εαυτό του; Κύτταξέ την! . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Εννοείται, μπαμπά! Όλη μου η τουαλέτα ήτον με την γνώμην του Μηχάηλο Βασίλειτς. Εγώ και η θεία μου εζητήσαμε την γνώμην του.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι δα! Κύτταξε καλέ! Και έχετε καιρόν δι' αυτά τα πράγματα; Και ξεύρετε κι' από τέτοια;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τι να κάμης, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς! ιδιοφυία, βλέπετε. Και τώρα δεν αγαπάτε να κοπιάσετε εις την αυλήν διά να κρίνετε και την ιδιοφυίαν μου εις άλλο είδος;
(λαμβάνων τον Μούρομσκην της χειρός).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι, τι τρέχει; Τι να κάμωμεν στην αυλή;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (χαριεντιζόμενος)
Εξεχάσατε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αληθινά, δε θυμούμαι.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Εγώ όμως, αν δίδω γνώμην διά τουαλέτας — δεν λησμονώ. Και το μοσχάρι το εξεχάσατε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Α, να! — ναι, μάλιστα! Αι, λοιπόν; Σας το έφεραν από το κτήμα;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ναι, είν' εδώ πλέον. Είνε μισή ώρα τώρα που χαλά τον κόσμο στην αυλήν σας.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (λαμβάνων τον πίλον του)
Είμαι περίεργος να το ιδώ.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ Mesdames! εφθάσαμεν.
(λαμβάνει νωχελώς τον βραχίονα του Μούρομσκη και τον οδηγεί έξω).
Ατούγεφ, Λύδοτσκα και Νέλκην.
ΑΤΟΥΓΕΦ
(δεικνύουσα τον αναχωρούντα Κρετσίνσκην) Νά, τι θα πη άνθρωπος του κόσμου, Βλαδήμιρ Δμήτριτς! . . . . Charmant, charmant.
ΝΕΛΚΗΝ
Ναι, είνε άνθρωπος, αυτό . . . ζωηρός, εύθυμος . . . ολίγα καλά όμως ακούει κανείς γι' αυτόν.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και πού να σε χαρώ, ακούονται; σε καμμιά σπηληά ακούονται;
ΝΕΛΚΗΝ
Είνε, λέγουν, φοβερός χαρτοπαίκτης.
ΑΤΟΥΓΕΦ (μετά δυσφορίας)
Αι, και σεις, μ' εσκοτίσετε με τα λόγια σας — και να με συμπαθάτε. Άλλο από κουτσομπολιές δεν ακούει κανείς από το στόμα σας. Εσείς τη Μόσχα δεν τήνε ξέρετε και ό τι ακούσετε από τον πρώτον τυχόντα μας το κουβαλάτε. Έτσι, φίλε μου, δεν ζούνε μες στας πόλεις. Είσθε νέος άνθρωπος και πρέπει να μιλήτε με προσοχή και να διαλέγετε καλείτερα ταις γνωριμίαις σας. Ποιος ήταν εκείνος που εκαθόσαστε μαζύ της προάλλαις εις το θέατρο; ποιος ήταν;
ΝΕΛΚΗΝ
Ήτον ένας έμπορος απ' εδώ, Άννα Αντώνοβνα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Έμπορος;!! Ορίστε, με τον έμπορο επήγε κ' έκαμε γνωριμία!
ΝΕΛΚΗΝ
Καλέ τι λέγετε, Άννα Αντώνοβνα! Αυτός είνε ένας πολύ πλούσιος έμπορος . . . έχει ένα τέτοιο σπίτι! . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και τι, τι έχει να κάνη το σπίτι; Και ο αστός έχει σπίτι. Και μήπως σας ταιριάζει ο έμπορος; Όποιος από την υψηλή κοινωνία σας ιδή μ' αυτόν δεν θα σας δεχθή στο σπίτι του.
ΝΕΛΚΗΝ
Και μήπως εγώ, Άννα Αντώνοβνα, πάγω γυρεύοντας;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (εξαπτομένη)
Γιατί τα λέγετε αυτά; Μήπως πηγαίνομε 'μείς γυρεύοντας;
ΝΕΛΚΗΝ (υπολαμβάνων)
Λυδία Πετρόβνα! παρακαλώ: εγώ, σας βεβαιώ, δεν ήθελα να ειπώ ένα τέτοιο πράγμα . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αι, καλά, καλά! Ο Θεός μαζύ σας. Θα κάμετε καλά όμως να μην κακολογείτε τους ανθρώπους· έτσι είν' ο κόσμος, φίλε μου: αν είσαι καλός, θα σε ειπούν βλάκα· αν είσαι πλούσιος — έκτρωμα· αν είσαι γνωστικός — θα σε πουν ελεεινόν υποκείμενον ή κάτι χειρότερο. Τέτοιος είν' ο κόσμος. Ο Θεός ας τους ελεήση! ό,τι είνε ο άνθρωπος είνε.
Οι άνω, Κρετσίνσκης και Μούρομσκης (εισέρχονται ταχέως).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Φίλτατέ μου Μιχάηλο Βασίλειτς! (τον λαμβάνει εκ της χειρός). Ευχαριστώ, ευχαριστώ! Μα . . . . να σας πω, με φέρνετε εις δύσκολον θέσιν.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Παρακαλώ . . . παρακαλώ.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αλήθεια, είνε ντροπή . . . Τι θαπή . . . Λύδα, Λύδοτσκα! . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Τι, μπαμπά;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Για κύτταξε, ο Μιχάηλο Βασίλειτς μου εχάρισε ένα μοσχάρι . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (περιποιουμένη τον πατέρα της)
Είναι ωραίο, μπαμπάκα;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (καμμύει τους οφθαλμούς).
Αρι-στούρ-γημα . . . Φαντάσου: κεφαλή, μάτια, μούρη, κερατάκια! . . . (καμμύει και πάλιν τους οφθαλμούς). Αριστούργημα . . . Και είνε από το κτήμα που έχετε στο Σιμπήρσκ;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ναι, ναι, από το κτήμα μου.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Κ' έχετε λοιπόν κτήμα στο Σιμπήρσκ;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Κτήμα, ναι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και έχετε καλήν κτηνοτροφίαν;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Βεβαίως, εξαίρετον.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και σας αρέσουν και τα ζώα;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Μ' αρέσουν.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ω Θεέ μου! ώστε και η οικονομία πάει να 'πή . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (μειδιών)
Και αυτό, πάει να πή.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Το χωριό όμως, μου φαίνεται όχι τόσο . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (μετά θέρμης)
Πώς να σας πω; Εγώ λατρεύω το χωριό . . . Το καλοκαίρι το χωριό είνε παράδεισος. Αέρας καθαρός, ησυχία, ανάπαυσις! . . . Βγαίνεις εις τον κήπον, εις τον κάμπον, εις το δάσος — είσαι παντού νοικοκύρης, είνε όλα δικά σου. Και το κυανούν άπειρον και εκείνο είνε ιδικόν σου! Λαμπρά! θεία!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα, έτσι κ' εγώ τα αισθάνομαι.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Σηκόνεσαι ενωρίς και μια και δυο στον κάμπο. Παντού χλιαρότης, όλα μοσχοβολούν . . . Εκεί εις τους σταύλους, εις το θερμοκήπιον, εις τον λαχανόκηπον . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αμή στ' αλώνι;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Και στ' αλώνι . . . Παντού ζωή, παντού εργασία, η ήρεμος, η ειρηνική εργασία.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (μετά στεναγμού)
Πράγματι ήρεμος ειρηνική εργασία . . . Είδες, Άννα Βασίλειεβνα, πώς 'μιλούν οι φρόνιμοι άνθρωποι!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Έκαμες την εργασίαν σου, περιήλθες το νοικοκυριό σου, έκαμες όρεξιν — και μια και δυο στο σπίτι! . . Εδώ τώρα τι χρειάζετε, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, αι; ειπέτε μου, τι άλλο χρειάζεται;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (ευθύμως)
Τσάι, χωρίς άλλο τσάι.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Όχι, όχι τσάι: καλείτερο από το τσάι, υψηλότερον από το τσάι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (απορών)
Δεν ηξεύρω.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Αι, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς! σεις δεν ξεύρετε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (σκεπτόμενος)
Αληθινά δε ξεύρω.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Η σύζυγος χρειάζεται!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (παραφερόμενος)
Αλήθεια! πράγματι!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (εξακολουθών)
Και τι σύζυγος; (παρατηρεί την Λύδοτσκαν). Καλοκαμωμένη, ξανθή, ήσυχος νοικοκυρά, άκακος. Ήλθες στο σπίτι, την έπιασες από το κεφάλι, την εφίλησες και από τα δύο μάγουλα . . . «Καλημερούδια σου, γυναίκα! της λες, φέρε, γυναίκα, τσάι! . . .»
ΑΤΟΥΓΕΦ
Καλέ τι λέγετε! Χαρά ςτον τρόπο! Μ' αυτόν τον τρόπον η γυναίκα ούτε να κτενισθή δεν θα μπορή.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Αι, Άννα Αντώνοβνα! Αι γυναίκες δεν θυμώνουν, όταν οι άνδρες τους χαλούν τη κτενισιά των· όταν δεν την χαλούν — τότε τους κακοφαίνεται· (ο Μούρομσκης γελά). Και το σαμοβάρι πια βράζει. Νά και ο γερο-πατέρας που μπαίνει· είναι άσπρα κάτασπρα τα μαλλιά του σαν το μπαμπάκι, κι' ακουμπάει στο δεκανίκι του, ευλογεί την γυναίκα σου. Να και ο κατεργαράκος ο εγγονός, που χώνεται κοντά του, — φοβείται τη μητέρα του και κολλιέται στον παππού του. Αυτή είνε η ζωή κατ' εμέ! Αυτή είνε η ζωή στο χωριό . . . (Στρεφόμενος προς την Λυδίαν). Τι λέγετε σεις, Λυδία Πετρόβνα — σας αρέσει το χωριό;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Πολύ.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και πότε σου άρεσε σένα το χωριό;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Όχι, θείτσα, μου αρέσει. Εγώ, Μιχάηλο Βασίλειτς, πολύ αγαπώ τα περιστέρια. Εγώ τα ταγίζω μόνη μου.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Και τα άνθη σας αρέσουν;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Ναι, μου αρέσουν και τα άνθη.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αχ, Θεέ μου! Τώρα όλα της αρέσουν.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Εν τούτοις εφλυαρήσαμεν αρκετά (παρατηρεί την ώραν). Μία η ώρα, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς! Είνε καιρός, θ' αργήσωμεν. Μα σεις πρέπει ν' αλλάξετε: θα είνε κόσμος πολύς.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (εύθυμος)
Γιατί; . . . Αι, ας είνε, ας πάμε να θυμηθούμε τη ζωή του χωριού, Ν' αρνηθή κανείς μια τέτοια φιλόφρονα πρόσκλησιν δεν πηγαίνει.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (σπεύδουσα προς τον πατέρα της)
Και τωόντι, αλλάξετε, μπαμπάκα μου, αλήθεια, αλλάξετε. Τι τάχα, σάματι σας επήρανε τα χρόνια; . . . Χρυσέ μου, μπαμπάκα (τον φιλεί) . . . πάμε . . . χρυσέ μου (τον φιλεί και πάλιν) . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (σχεδόν ταυτοχρόνως)
Εύγε, Λυδία Πετρόβνα, εύγε! Έτσι δα, καλά του κάμνετε . . . δόστε του, δόστε του . . . Αμ' μα την αλήθεια . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (γελά και θωπεύει την Λύδιαν)
Τάριξα σύξυλα, αι; . . . Α, κατεργάρα! . . . (Η Λύδοτσκα τον συνοδεύει. Ο Νέλκην εξέρχεται κατόπιν των εις τον θάλαμον του Μούρομσκη).
Ατούγεφ και Κρετσίνσκης.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (παρατηρεί γύρω)
Πώς σας εφάνη, Άννα Αντώνοβνα, η εικών μου περί της ζωής εις το χωρίον;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αληθινά, αγαπάτε το χωριό;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ποίος; Εγώ; Τι λέτε! Επίτηδες τα έλεγα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Πώς επίτηδες;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Γιατί να μην ευχαριστήσωμεν τον γέροντα;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ναι, ευχαριστείται τόσον πολύ, όταν του εκθειάζουν το χωριό . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Είδατε λοιπόν; Εγώ επιθυμούσα, Άννα Αντώνοβνα, να μάθετε όλην την αληθή αφορμήν των λόγων μου.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ποια αφορμή;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Άννα Αντώνοβνα! Ποιος να μη σας εκτιμήση, ποίος να μη εκτιμήση την ανατροφήν που εδώσατε εις την Λυδίαν Πετρόβναν;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και μ' όλα ταύτα, Μιχάηλο Βασίλειεβιτς, φαντασθήτε, ο Πιοτρ Κωνσταντίνιτς με μαλώνει πάντοτε.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ποιος; ο γέρος; Αι, Άννα Αντώνοβνα, γι αυτό είνε συχωρεμένος· είνε βλέπετε νοικοκύρης· κι' αυτοί οι νοικοκύριδες τίποτε άλλο από τους σταύλους και τα κοπρίσματα δεν βλέπουν.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ναι, πραγματικώς, σήμερα το πρωί μου έλεγε, πως όλοι οι νοικοκυρέοι κατεστράφησαν, διότι δεν φροντίζουν για την κοπριά.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Έτσι είνε, βέβαια! Βλέπετε πώς σκέπτονται! Τώρα, να ειπούμε, το σπίτι σας είνε λαμπρό σπίτι. Όλα τα έχει· ένα πράγμα μονάχα δεν έχει — άνδρα. Αν είχατε τώρα ένα άνδρα, έτσι . . . επιτήδειον, άνδρα του κόσμου, καθ' όλα comme il faut, — το σπίτι σας θα ήτον το πρώτον εδώ πέρα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Μήπως δεν το σκέπτομαι αυτό κ' εγώ;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Εγώ πολύν καιρόν έζησα εις τον κόσμο και ξεύρω πώς ζουν. Η πραγματική ευτυχία είνε να εύρη κανείς ένα καλοανατεθραμμένο κορίτσι και να μοιρασθή μαζύ του όλα. Άννα Αντώνοβνα! πολύ σας παρακαλώ . . . δόσετέ μου αυτήν την ευτυχίαν . . . η τύχη μου είνε εις τα χέρια σας.
ΑΤΟΥΓΕΦ (διαθρυπτομένη)
Με τι τρόπον; Δεν σας καταλαμβάνω.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ζητώ την χείρα της ανεψιάς σας, Λυδίας Πετρόβνας.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δεν έχω άλλο στον κόσμο ακριβώτερο από την ευτυχία της Λύδοτσκας. Εγώ είμαι βεβαία, πως μαζύ σας θα είνε ευτυχής.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (φιλών τας χείρας της Ατούγεφ)
Άννα Αντώνοβνα! Πόσον σας είμαι ευγνώμων!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δεν ωμιλήσατε ακόμη με τον Πιοτρ Κωνσταννίνιτς;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ακόμη δεν ωμίλησα.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Η συγκατάθεσίς του είνε αναγκαία.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ξεύρω, ξεύρω. (κατ' ιδίαν) Τώρα τα προκόψαμε . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Πώς είπατε;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Λέγω, πως . . . η πατρική ευλογία είνε . . . είνε . . . πώς να πω; είνε λίθος, επί του οποίου οικοδομούνται τα πάντα . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ναι, αυτό είνε αλήθεια.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πώς να τα καταφέρωμεν λοιπόν μαζύ του;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Εγώ, τι να σας πω . . . το συλλογίζομαι . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ιδού τι να κάμωμεν: τώρα, νομίζω είνε κατάλληλος η στιγμή· εγώ αμέσως πηγαίνω εις το ιπποδρόμιον εκεί τώρα με περιμένει όλη η κοινωνία. Έχω με τον πρίγκηπα Βλαδήμιρον Βέλσκην μεγάλο στοίχημα. Εσείς κρατήσετέ τον εδώ και ανοίξετέ του ομιλίαν. Ειπήτε του πως εγώ έφυγα, διότι εφοβήθην να μην αργήσω, πως εκεί όλοι με περιμένουν. Και μαζύ μ' αυτά κάμετέ του λόγον διά την πρότασίν μου. (λαμβάνει τον πίλον του).
ΑΤΟΥΓΕΦ
Πολύ καλά, εννοώ.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (της θλίβει την χείρα)
Χαίρετε, σας εμπιστεύομαι την ευτυχίαν μου.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Μείνατε ήσυχος, όλα θα γείνουν. Χαίρετε! (φεύγει)
Κρετσίνσκης μόνος είτα Νέλκην.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (σκέπτεται)
Μωρέ δουλειά! Να δουλειά! Ολόκληρο εκατομμύριο στο χέρι. Εκατομμύριο! Μωρέ δύναμις! Να σηκώσω τη μύτη ή να μην την σηκώσω; — ιδού το ζήτημα! (Σκέπτεται και ανοίγει τας χείρας του): Άβυσσος, Τράπεζα! Έχομεν εδώ πολλάς πιθανότητας επιτυχίας. Και ποίαι είνε εδώ αι πιθανότητες; Έχομεν εναντίον μας: τον μπαμπά — έναν· αν και κουτούτσικος, αλλά έχει και πολλάς αδυναμίας. Τον Νέλκην — δύο· αυτός, που λέγει ο λόγος ούτε κρύο μας κάνει ούτε ζέστη. Τώρα υπέρ ημών έχομεν: αυτόν εδώ τον κώδωνα της Βουλής — ένα· την Λύδοτσκα — δύο και . . . α, ναι! το μοσχάρι μου — τρία, Ω, το μοσχαράκι — θα κάμη καλή δουλειά! Αυτό ηθικώς επενήργησε λαμπρά. (Ο Νέλκην εξέρχεται εκ της πλαγίας Θύρας και σταματά· ο Κρετσίνσκης φορεί τον πίλον του). Αφού έχομεν δύο προς τρία, χμ! πρέπει να ελπίσωμεν ότι θα παντρευθώ . . . (μετά βεβαιότητος) θα παντρευθώ! (φεύγει)
ΝΕΛΚΗΝ (κατάπληκτος)
Θα παντρευθώ;!! Θεέ μου! Μήπως βλέπω όνειρον; Ποίαν; την Λυδίαν Πετρόβναν . . . Α, όχι. Καλό κομμάτι, αλλά δεν είνε για τα δόντια σου . . . Τώρριξε το λογάκι του . . . «Γυναίκα, λέγει, γυναίκα χρειάζεται», κ' ένα σωρό άλλα ερρητόρευσε. Ευφυολόγος! τολμηρός! θρασύτης π' ανάθεμά την; . . . Ο γέρος όμως δεν γελοιέται κ' έννοια σου; Τάχει τετρακόσια· θα τον βοηθήσω κ' εγώ· και δε θα του μπης στη μύτη. Τι μας έδειξες την καλή όψι — να σε ιδούμε κι' από την ανάποδη. Παιδί της χώρας — από πάνω κόκκινο κι' από κάτω κόσκινο. Στάσου, στάσου κ' εγώ θα σε ξεκουμπήσω απ' εδώ! Έχεις τα κουσουράκια σου, μου τα είπανε πια στη λέσχη, πως έχεις . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (έσωθεν των παρασκηνίων)
Γράψε, αμέσως γράψε!
ΝΕΛΚΗΝ (φεύγων)
Δηλαδή θα εξετάσω να μάθω όλα τα μυστύρια και τότε μια και δυο στο γέρο: τι κάθεσαι, θα του πω, κύριε, και κυττάζεις; Φυλάξου κ' εχάθηκες!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (εμφανίζεται εις την θύραν)
Βλαδήμιρ Δμήτριτς! Μαζύ μας θα γευματίσης σήμερα;
ΝΕΛΚΗΝ (εκ της θύρας)
Μαζύ σας, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, μαζύ σας (φεύγει).
Μούρομσκης, με φράκον, με τον πίλον ανά χείρας εισέρχεται ταχέως, έμφροντις·
είτα Ατούγεφ.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τους ξέρω 'γώ: τους εκακοσυνήθισες μια φορά — λεπτό πια ύστερα δεν σου πληρώνουν, (πηγαίνει εις την θύραν και φωνάζει). Κονδράτιε! ακούεις; έτσι να γράψης: όλοι να πιάσουν δουλειά! Μιχαήλ Βασίλειτς! Πού πήγε; Αμ' εγώ τώξερα αυτό· (πηγαίνει πάλιν εις την θύραν). Να γράψης στον Ακείμ. Κι' αυτόν θα τονε στρώσω στη δουλειά. Τι κάθεται και κυττάζει; παχαίνει η κοιλιά του! Πολλή κοιλιά και λίγη δουλειά — τα ξέρομε αυτά! . . . Μιχάηλο Βασίλειτς! (εισέρχεται η Ατούγεφ). Αυτά έχει, κυρά μου, οποίος ζη μέσα στη Μόσχα!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι είνε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Να, επτά χιλιάδες ρούβλια καθυστερούμενα από το χωριό Γολόφκοβο!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αργυρά;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αμέ! αργυρά! (φωνάζει) τι διάβολο! Όλως διόλου τάχετε πια χαμένα!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Μα τι κάνει λοιπόν αυτός ο Ιβάν Σίδωρωφ;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Πάρε το δρόμο και πήγαινε να τον ερωτήσης: (με οξείαν φωνήν): τι είν' αυτά που κάνεις, Ιβάν Σίδωρωφ; . . . Αι και συ!! (Στρέφεται) Μιχάηλο Βασίλειτς! Μα πού είνε λοιπόν;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Έφυγε· εβιάσθηκε, λέγει, να μην αργήση.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Επήγε στο ιπποδρόμιον;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ναι, στο ιπποδρόμιον. Τον περιμένουν εκεί όλοι: τα άλογα, τα μέλη. Έχει κάποιο στοίχημα . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τον ευρίσκω εκεί.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Έχω να μιλήσωμε μαζύ κάτι τι: μη φύγης.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Άκου κει! Μη φύγης, λέει. Μα δε μου λες, για παιγνίδι με πέρνεται: πότε φύγε και πότε μείνε;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Έχω για κάποιαν υπόθεσιν να σου μιλήσω.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Υπόθεσιν; τι υπόθεσιν; Τιποτένια πράγματα θα είνε πάλι.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Θα ιδής. Άφησε το καπέλο σου. Είχα προ ολίγου διεξοδικήν ομιλίαν με τον Μιχαήλ Βασίλειτς Κρετσίνσκην.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα συ κάθε 'μέρα έχεις μαζύ του διεξοδικάς ομιλίας που ποτέ δεν τελειώνουν.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Έχεις λάθος. Εγώ απορώ μονάχα, πώς δεν καταλαμβάνεις τίποτε.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Διάβολο δεν καταλαμβάνω.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και μολαταύτα ο άνθρωπος έρχεται κάθε 'μέρα . . . λαμπρός άνθρωπος, του κόσμου, γνωριμίαις μεγάλαις . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Να ταις χαίρεται.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Έχεις κόρη, κύριε.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (παρατηρεί εις την οροφήν)
Είνε είκοσι χρόνια τώρα που το ξέρω· καλείτερα το ξέρω εγώ από σένα.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και δεν καταλαμβάνετε τίποτε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τίποτε δεν καταλαμβάνω.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αχ, Θεέ μου!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (υπολαμβάνων).
Τι τρέχει; μήπως είνε τίποτε προξενειές;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι, τάχα δεν της ταιριάζει της Λύδας;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα αυτός είνε ηλικιωμένος.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αι, βέβαια, δεν είνε παιδαρέλι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα η Λύδοτσκα δεν θα τον επάρη.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αν δεν τον θέλη — δεν την πανδρεύομε· αν τόνε θέλει όμως τότε τι θα πης;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ποιος; εγώ;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ναι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Θα πω . . . (την παρατηρεί και ταχέως) ταραντά!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι είν' αυτό το ταραντά;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Θα ειπή κουταμάραις· ανοησίαις, κυρία μου.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Δεν είνε κουταμάραις, κύριε, εγώ σ' ερωτώ πράγματα σωστά.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αφού μ' ερωτάς πράγματα σωστά, πρέπει να σκέπτεσαι και σωστά.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι την κάμης εδώ τη σκέψι; Με τη σκέψι θα παντρέψης την κόρη σου;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αμέ πώς; έτσι απλώς και ως έτυχε να πιάσωμε τον τυχόντα να του την κρεμάσωμε στο λαιμό του; Πρέπει να μάθωμε τι άνθρωπος είνε, τι περιουσίαν έχει . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Νά η ώρα, να του ζητήσωμε και το πασσαπόρτι του.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι πασσαπόρτι, αλλά να μάθωμε πρέπει . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και δεν τόνε ξέρεις; ένα ολόκληρο χειμώνα έρχεται ο άνθρωπος στο σπίτι μας, και δεν τον έμαθες ακόμη τι άνθρωπος είνε; πράγμα που φαίνεται: παντού τον δέχονται . . . είνε γνωρισμένος με όλους . . . πρίγκηπες και κόντιδες είνε φίλοι του.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι περιουσίαν έχει;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Μα τώρα, προ ολίγου δεν σου έλεγε, πως έχει κτήμα στο Σιμπίρσκ, και σου χάρισε κ' ένα μοσχάρι;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι κτήμα; κτήμα από κτήμα διαφέρει.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Φαίνεται, πως είνε καλό κτήμα. Νά που σήμερα, μια ολόκληρη συντροφιά τον περιμένει. Αν δεν είχε κτήμα θα τον επερίμενε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Συ το λες — όχι εγώ.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Μα εσύ τι λέγεις;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι κτήμα έχει;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Μα δε μου λες — γιατί με φορτώνεσαι, κύριε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αμ' εσύ, γιατί με φορτώνεσαι;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Καλέ, μα τι φωνάζεις έτσι; Κουφή είμαι; Επί τέλους, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, τι θέλεις; . . . θέλεις πλούτος; . . . Μήπως, τάχα η Λύδοτσκα 'λίγα έχει; Καλέ τι απληστία είνε αυτή που έχεις; όλο θησαυρίζεις κι' όλο 'λίγα είνε. Φθάνει ο άνθρωπος νάνε καλός.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα είνε καλός να ιδούμε;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Μπορώ να σου πω, πως είνε λαμπρός άνθρωπος.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Λαμπρός άνθρωπος! Μα ν' ακούσης που λέγουν, πως παίζει χαρτιά, πως κυλιέται μέσα στις λέσχαις, πως έχει χρέη . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Μπορεί· μα ποιος δεν τάχει αυτά;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Με χρέη εγώ γαμπρό δεν κάνω.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αλήθεια; Αι, ψάξε λοιπόν να τον εύρης.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι να γείνη! θα ψάξω.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Να ψάξης μόνος σου.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μόνος μου θα ψάξω.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Την κόρη σου όμως θα την έχης στο ράφι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι να γείνη — ας κάθεται. Σε παραλυμένο άνθρωπο δε θα τήνε δώσω.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Αι, και παραλυμένος είνε ο Μηχάηλο Βασίλειτς;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Πάρε, κυρά μου, την αναπνοή σου.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι-ι-ί;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Την αναπνοή σου, λέγω, την αναπνοή σου πάρε.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι είν' αυτά, κύριε! Με κοροϊδεύεις; Αυτά που λες εγώ δεν τ' ακούω . . . και!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Δεν τ' ακούς; . . . αυτά που λέγω εγώ δεν τ' ακούς; Άκουσε λοιπόν να σου πω: εσένα σου αρέσει, και της Λύδοτσκας της αρέσει, εμένα όμως δεν μου αρέσει — και δεν θα γείνη.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Έτσι λοιπόν! Δεν τώλεγες τόση ώρα; αυτό είνε λοιπόν! Ώστε με ταις ιδιοτροπίαις σου θα κάμης δυστυχισμένο το κορίτσι σου! Νά πατέρας! είσαι λοιπόν εχθρός του παιδιού σου;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ποιος είν' εχθρός; . . . εγώ είμ' εχθρός; . . . εγώ;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ναι, συ, συ! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι, συ είσαι! . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Όχι, συ! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι, συ! . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Όχι, συ! . . . με δείχνεις με το δάκτυλό σου;
Οι άνω και Λύδοτσκα (εισέρχεται δρομέως).
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Θείτσα, Θείτσα! . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ (μετά της ιδίας ορμής)
Δεν υποφέρω, δεν υποφέρω πια! Κάμε, κόρη μου, όπως θες.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Τι είνε; τι τρέχει, μπαμπάκα;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (πραϋνθείς)
Τίποτε, παιδάκι μου, να, με τη θεία σου μιλούσαμε . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ (με νέαν ορμήν)
Τι παιδάκι, μου κάθεσαι και λες; τι παιδάκι μου. Να πης στο παιδάκι σου τι έλεγες. . . . τι τα κατέβασες; . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Εγώ, κυρά μου, δεν τα κατέβασα; δεν έχω να κατεβάσω.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Θείτσα μου, αγαπημένη μου θείτσα! σας παρακαλώ! . . .
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι με παρακαλείς, κυρά μου; Εγώ δεν είμαι καμμιά ανόητη . . . Τι στάθηκες λοιπόν, κύριε; Ερώτησέ την! Δε ξέρεις πως εκείνος περιμένει απάντησιν;
(Η Λύδοτσκα παρατηρεί και τους δύο και αρχίζει να κλαίη).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Καλά· να την ερωτήσω: 'πέμου, Λύδα, θα παντρευθής χωρίς τη θέλησί μου;
ΛΥΔΟΣΤΚΑ
Εγώ, μπαμπάκα; Όχι! . . . Όχι! . . . ποτέ! . . . (ρίπτεται εις τον τράχηλον της Ατούγεφ). Θείτσα! βλέπετε; . . . (μέσω των δακρύων της). Εγώ, θείτσα, θα μπω σε μοναστήρι . . . θα πάγω στη γιαγιά μου . . . εκεί θα είμαι πιο καλείτερα . . . (κλαίει).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Στο μοναστήρι; Κύριε ελέησον! . . . τι έπαθες; . . . (την περιποιείται). Μα περίμενε, λοιπόν, θα σκεφθούμε . . . (της σπογγίζει τα δάκρυα). Μην κλαις . . . θα σκεφθούμε . . . Έλα, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ! τι έπαθες! . . .
Οι άνω και Κρετσίνσκης (εισέρχεται ταχέως).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ωχ, Θεέ μου! Ο Μηχάηλο Βασίλειτς!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (αφελώς)
Λοιπόν, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, εχάσαμε το ιπποδρόμιον . . . (Διακόπτεται. Ο Μούρομσκης ψιθυρίζει τι εις την Λύδοτσκαν. Σιγά τη Ατούγεφ). Τι τρέχει;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Νά, όλο λέγει, πως θέλει να σκεφθή.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Και σεις εθυμώσατε; ΑΤΟΥΓΕΦ (διορθώνει τον κεφαλόδεσμόν της)
Όχι, δεν είνε τίποτε.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πιοτρ-Κωνσταντίνιτς! Δεν μου λέγετε, τι συμβαίνει; . . . Επιτρέψατέ μου να σας ομιλήσω ειλικρινώς· αυτό είνε το καλείτερον. Εγώ είμαι ευθύς άνθρωπος· το πράγμα θα εξηγηθή απλούστερα και εις κανένα μας δεν θα κακοφανή. Άλλως τε ό,τι ειπήτε σεις εκείνο και θα γείνη.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Α, — κάτι είχαμε μεταξύ μας· για κάτι άλλο πράγμα είχαμεν ομιλίαν.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (παρατηρών όλους)
Δι' άλλο πράγμα; α, δεν το πιστεύω . . . Εγώ φρονώ, ότι ο ευθύς δρόμος είνε και ο καλείτερος. Αυτός είνε ο κανών μου: εγώ ενεργώ απ' ευθείας. Χθες έκαμα πρότασιν εις την θυγατέρα σας, σήμερον το είπα εις την Άνναν Αντώνοβναν και τώρα ευρίσκομαι ενώπιόν σας.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα τούτο είνε τόσο δύσκολον, παρουσιάζει τόσας δυσκολίας, ώστε θα σας παρακαλέσω να μας δώσετε ολίγον καιρόν να σκεφθώμεν.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Κ' εγώ υπέθετα, ότι είχατε καιρόν να σκεφθήτε.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι, τώρα μόλις η Άννα Αντώνοβνα μου ανήγγειλε . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Μα εγώ δεν ομιλώ περί αυτού· εγώ, είνε τώρα τόσοι μήνες που έρχομαι εις το σπήτι σας, — και είχετε καιρόν να σκεφθήτε . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι, εγώ τίποτε δεν εσκέφθηκα.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Το σφάλμα δεν είνε ιδικόν μου, είνε ιδικόν σας· είσθε ελεύθερος να μη σκέπτεσθε, όταν ξεύρετε, ότι χωρίς κανένα ιδιαίτερον σκοπόν δεν ημπορεί ένας ευγενής άνθρωπος να πηγαίνη εις ένα σπήτι και να εκθέτη μίαν κόρην.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ναι, βέβαια.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Διά τούτο θα σας παρακαλέσω να μη αναβάλλητε την απόφασίν σας. Κατ' αυτάς μου είνε απαραίτητον να αναχωρήσω. Περί τούτου έκαμα λόγον εις την Λυδίαν Πετρόβναν.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (αποφασιστικώς)
Πώς να γείνη, αλήθεια δεν ηξεύρω.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τι σας δυσκολεύει; η περιουσία μου;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ας πούμε και η περιουσία σας . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ!
Μα σεις την βλέπετε: εγώ δεν ζω εις τα σπήλαια. Σταθήτε, εγώ θα φερθώ διαφορετικά: περί της προικός της θυγατρός σας δεν εξετάζω.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι να γίνεται λόγος για την προίκα της! εγώ μια κόρη την έχω.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Κ' εγώ μόνος μου είμαι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αυτά όλα τα παραδέχομαι, Μιχάηλο Βασίλειτς· αλλά, ξεύρετε εις όλας αυτάς τας υποθέσεις χρειάζεται, να ειπούμεν, θετικότης.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Να σας 'πώ και περί της θετικότητος: έχω αρκετά ιδικά μου η κόρη σας επίσης έχει αρκετά· αν προσθέσετε τα δυο αυτά αρκετά, το άθροισμα δεν ημπορεί ποτέ να είνε ανάγκη.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι, βέβαια, όχι.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Λοιπόν δεν ζητείτε πλούτη;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι, εγώ πλούτη δεν ζητώ.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τότε τι λοιπόν; Μήπως ηκούσατε ότι αι υποθέσεις μου δεν πηγαίνουν καλά;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Σας ομολογώ, ότι έγεινε τέτοιος λόγος.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Και τίνος υποθέσεις, από όσους ζώμεν εδώ εις την Μόσχαν πηγαίνουν καλά; Τι περιουσίαν, παρακαλώ, εκάματε σεις ο ίδιος, αφ' ότου κατοικείτε εδώ;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Βλαστήματα!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πράγματι. Δι' ημάς τους νοικοκυρέους δεν υπάρχει χειρότερον πράγμα από το να ζώμεν εις τας πόλεις.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Είπατε μίαν μεγάλην αλήθειαν: δεν είνε χειρότερον από τας πόλεις.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Εγώ φεύγω από την Μόσχαν.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Πηγαίνετε στο κτήμα σας μήπως;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Στο χωριό, ναι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και σας αρέσει το χωριό μήπως; . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (χειρονομών)
Αι, Πιοτρ-Κωνσταντίνιτς. Έχετε το καλείτερον μέσον να κάμετε όλους που είνε γύρω σας να αγαπήσουν το χωριό! (λαμβάνει την Λύδοτσκαν εκ της χειρός). Αγαπώμεν ο ένας τον άλλον, πολύ αγαπώμεθα και το χωριό λοιπόν θα το αγαπήσωμεν. Θα μένωμεν μαζύ σας, δεν θα σας αφήσωμεν ούτε στιγμήν θα φροντίζωμεν μαζύ και θα ζώμεν ηνωμένοι.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Μπαμπάκα μου! αγαπημένε μου μπαμπά! . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ενθυμείσθε τι σας έλεγα προ ολίγου; — ο γέρος ο ασπρομάλλης με τον έγκονον — αι, λοιπόν εκείνος ο γέρος είσθε σεις. . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Μπαμπάκα μου, μπαμπάκα μου, — σεις είσθε. . . . (βαίνουσι προς αυτόν).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (οπισθοχωρών)
Α, όχι, όχι, σταθήτε δα! Πώς είνε δυνατόν; . . . σταθήτε . . . εγώ δεν εσκέφθηκα . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τίποτε, Πιοτρ-Κωνσταντίνιτς, δεν έχετε πια να σκεφθήτε· αυτό ήτον της τύχης, το θέλημα του Θεού! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (παρατηρών όλους και στενάζων)
Ειμπορεί, πράγματι, να είνε θέλημα του Θεού! Αι, λοιπόν, ευλογητός ο Θεός! Ιδού, Μιχάηλο-Βασίλειτς, να το χέρι της, αλλά κυττάξετε καλά! . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τι;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Θα κρατήσετε το λόγο σας για τον ασπρομάλλη το γέρο;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (οδηγών προς αυτόν την Λύδοτσκα)
Ιδού η εγγύησις. Αι, πιστεύετε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Να δώση ο Θεός!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Άννα Αντώνοβνα! (οδηγεί προς αυτήν την Λύδοτσκαν). Ευλογήσετέ μας και σεις.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Νά που δεν μ' εξέχασε κ' εμένα. (Πλησιάζει προς τον Κρετσίνσκην και την Λύδοτσκαν). Παιδιά μου! να είσθε ευτυχισμένοι.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (την φιλεί)
Θείτσα μου, αγαπημένη μου θείτσα! Θεέ μου! Πώς κτυπά η καρδιά μου . .
ΑΤΟΥΓΈΦ
Τώρα δεν είνε τίποτε, παιδί μου! είνε για καλό.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (πλησιάζει προς την Λύδοτσκα και την θωπεύει)
Δεν θα κλαίης πια, αγάπη μου; αι;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Αχ, μπαμπάκα! πόσον είμαι ευτυχής!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Να ιδήτε, Πιοτρ-Κωνσταντίνιτς, τι κτηνοτροφίαν θα κάμωμεν εις το Στρέσσνιεβο· θα ιδήτε πόσον θα καταγίνω.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (μετά φαιδρότητος)
Τι μου λέτε;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Σας βεβαιώ! Να μου θυμάσθε (ομιλεί δήθεν μυστικώ τω τρόπω)· Θα φέρωμεν ζώα από όλα τα μέρη, αγελάδες, βώδια . . .
Οι άνω και Νέλκην (εισέρχεται και σταματά εις την θύραν έκθαμβος)
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ναι, μα το βώδι του εξωτερικού δεν αντέχει εις το κλίμα μας είνε πολύ λεπτοφυές.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (φιλών την χείρα της Λύδοτσκας)
Όχι, δεν είνε λεπτοφυές.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αλήθεια, είνε λεπτοφυές.
ΝΕΛΚΗΝ (πλησιάζων εν σπουδή)
Τι; Ποιο; ποιο είνε λεπτοφυές;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (στρέφεται προς τον Νέλκην)
Το βώδι!
(Καταπίπτει η αυλαία).
Το οίκημα του Κρετσίνσκη.
Πρωί. Σπουδαστήριον πολυτελώς διεσκευασμένον αλλ' εν μεγάλη αταξία· τράπεζαι, ορειχάλκινα σκεύη. Ένθεν της σκηνής γραφείον, εστραμμένον προς τους θεατάς· ένθεν δε τράπεζα. Ο Θόδωρος διευθετεί τα εν τω θαλάμω βραδέως.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Έ-ε-ε! καϋμένα παιδιά! (Στενάζει βαθέως και βραδέως). Είδες εκεί πράματα . . . ακούς, μωρ' εκεί πράματα . . . ποιος να το πιστέψη; Πάνε τώρα τέσσαρες ημέραις που δεν ανάψαμε φωτιά· κ' έχουμε τις κάμαραις κρύαις, αι, τι να γείνη· νά, που δεν ανάβομε . . . (μετά τινα σιωπήν) Και όμως σαν εζούσαμε στην Πετρούπολι, Χριστέ και Παναγίτσα μου! — πού βρίσκονταν εκείνα τα χρήματα. Τι τζόγος που γινότανε! . . . Μα αυτός 'ς ούλη τη ζωή τέτοιος δα ήτανε: οι παράδες γι' αυτόν ήταν άχυρα, σκύβαλα. Από την εποχή ακόμη που ήταν φοιτητής εγλεντούσε δυνατά, και άμα βγήκε από το πανεπιστήμιο, τότε δα ήτανε που πήρε δρόμο· πήρε δρόμο σαν ανεμοστρόβιλος! Γνωριμίαις, κόντιδες, πρίγκηπες, φίλοι, ξεφαντώματα, τζόγος. Και χωρίς αυτόν ούλη η νεολαία δε μπορούσε τίποτε να κάνη. Τώρα, με τις γυναίκες — τα ίδια πάλι . . . Τόσαις χιλιάδες πέρασαν από τα χέρια του που χάνει κανείς το νου του να ταις λογαριάση! τι διάβολο του βρίσκουν δε μπορώ να καταλάβω· μα δεν τον αφίνουν, αδερφέ, ήσυχο. Η μια με γράμμα, η άλλη με ραβασάκι, η άλλη με κάθε λογής μπιλιετάκια, κι' άλλαις έρχονται η ίδιαις αυτοπροσώπως. Και γίνεται πια του Κουτρούλη το πανηγύρι· άλλαις τον ζητούνε, άλλαις τον ερωτεύονται, άλλαις τον ζηλεύουνε κι' άλλαις τον οχτρεύονται. Και ήτανε μια τέτοια, — μα τι πράμα ήτανε. — Είχε παρά με ουρά και, μπορώ να πω, από ταις πιο ώμορφαις· ακούς, μια ώρα να στέκεται μπροστά του γονατιστή, ναι, μα το Θεό! και πλούσια; . . . και να του φιλεί τα χέρια σαν νάταν καμμιά σκλάβα. Ό,τι ήθελε την έκανε. Η κακομοίρα! Και χρήματα; . . . μα μπορούσε να του ζυγίση τρεις φορές τον εαυτό της με χρυσάφι! Όχι, λέει, εγώ τα γυναικεία χρήματα δεν τα θέλω· αυτά τα χρήματα, λέει, εμένα δε μου χρειάζονται. Σφίγγει το γρόθο του — δυνατός άνθρωπος — εγώ, λέει, θ' αποκτήσω χρήματα· εγώ, λέει, θέλω να γλεντίσω! και του δίνει δρόμο! Μαζεύει-μαζεύει, κ' έπειτα πέρνει δρόμο το γλέντι, που βλέπεις και σε πιάνει τρόμος· τα ξοδεύει ίσα με το τελευταίο του λεπτό . . . Εχτίκιασε η κακομοίρα και πάει στο καλό, μα το ναι. Είπανε, πως πέθανε στην Ευρώπη. Είχε, είχε, μάτια μου, και τι δεν είχε . . . Και τώρα — τι να πης; . . Και κτήμα είχε μα — φιου! πάει — πάει. Πουλήσαμε τ' άλογά μας, τ' ασημικό το δώσαμε προ πολλού· και σε μερικά ρούχα πια εβάλαμε χέρι . . . Σωστή καταβόθρα, βρε αδερφέ! μας πήρε και μας εσήκωσε. Ούλοι οι καλοί σύντροφοι, 'κείνοι που 'παιζαν άφοβα, ετραβήχθηκαν και μας φορτώθηκε στο σβέρκο αυτός ο Ρασπλιούγεφ. Και τι μπορεί να βγη απ' αυτόν; που λέγει ο λόγος, αυτός ούτε δυο γαϊδάρων άχερα δε ξέρει να μεράση . . . (Κτύπος κώδωνος). Νά! πρωί τόνε θες, βράδυ τόνε θες· τάγιζέ τονε, ετοίμαζέ του τις τράπουλες, σαν να νοιώθη τάχα. «Εγώ, φίλε μου, δε μπορώ, εγώ, λέει, παίζω σε τέτοια συντροφιά». Και τι συντροφιά; . . . Εχτές επήγε κάπου, επήρε δύο τράπουλαις, δηλαδή τις πιο διαλεγμέναις . . . Αι, ίσως να δούλεψαν . . . Να δώση ο Θεός! . . . (Κτύπος κώδωνος). Αΐχ, εχ, εχ, εχ! Ας πα να του ανοίξω.
Ρασπλιούγεφ και Θόδωρος.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(ατημέλητος, τεταραγμένος, φορών τσαλακωμένον πίλον)
Τι, ούτε μέσα δε θέλεις να μ' αφήσης πια να μπω;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Με συγχωρείς, Ιβάν Αντώνιτς, δεν άκουσα.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(βαίνει κατ' ευθείαν εις το προσκήνιον και σταματά σύννους)
Αι, ζωή κι αυτή!
ΘΟΔΩΡΟΣ (κατ' ιδίαν)
Δεν έχει κέφι.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Αι, Θεέ μου, Θεέ μου! τι ήταν εκείνο; Μωρέ τι ήταν εκείνο;! Το κεφάλι μου, πιστεύετε; Νά-ά . . . (δεικνύει με τας χείρας του). Χρήματα . . χαρτιά . . . τύχη . . . κέρδη . . . ένα φοβερό ντελίριο! . . . Ζωή . . . Ήτανε καιρός που είχα κ' εγώ το δικό μου, μα μου τώφαγαν 'πανάθεμά τους . . . μ' ερήμαξαν . . . Τώρα . . πτωχός και πένης ειμί εγώ! . . .
ΘΟΔΩΡΟΣ (πλησιάζει προς τον Ρασπλιούγεφ)
Τι έγεινε, Ιβάν Αντώνιτς, επαίξατε;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (τον παρατηρεί επί μακρόν)
Επαίξαμε, — αι, ας πούμε πως επαίξαμε! . . . (κάθηται) ώωώχ, άι, άι, άι! Θεέ μου Θεέ μου! . . .
ΘΟΔΩΡΟΣ
Μα τι επάθατε; Μήπως συνέβη τίποτε;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(παρατηρήσας αυτόν εις τους οφθαλμούς και πτύσας)
Τφου! . . . νά, αυτό συνέβη! (σιγώσι). Αι, τι να γείνη! Εγώ φταίγω. . . . άλλαξα την τράπουλα . . . μ' ετσάκωσαν . . . Αι, α, ω, ω κ' επήρε δρόμο! . . . Και τούτη σου' χω, και 'κείνη σου χαρίζω . . . Αι, πάρε της χρονιάς σου δα και τράβα! . . . Τι ήταν εκείνο; Με αναισθησία! Βλέπω, πως εδώ είν' άσχημη δουλειά: οι φίλοι άρχισαν να θυμώνουν, να σπρώχνουν τότε κ' εγώ το κόβω λάσπη . . . τον Σεμιπάδωφ τόνε ξέρεις; . . .
ΘΟΔΩΡΟΣ
Δεν τόνε καλοθυμούμαι!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μια θεοήλατη, τόση δα μούρη, (δεικνύει θεοήλατη μούρη) Και μήπως έπαιζε; . . Και νά σου τον και σηκόνεται τεντωμένος από το τραπέζι και ανασκουμπόνεται. «Σταθήτε, λέει, να τον αρχίσω στις γροθιές» Κ' ένας γρόθος τέτοιος δα! (δεικνύει τον όγκον του γρόνθου του). Και καθώς πέρνει δρόμο! Θεέ και Κύριε, τι ήταν εκείνο! . . . «Εγώ, λέει, να σου τόνε κάνω τ' αλατιού», (ανατείνει τας χείρας του) Και μ' εδιόρθωσε . .
ΘΟΔΩΡΟΣ (συμβουλευτικώς)
Κυρ-Γιάννη! Κυρ-Γιάννη! Τα χαρτιά πρέπει να μάθετε πρώτα να τα παίζετε. Είδες που την επάθετε!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Και τάμαθα . . . Δεν υπάρχει σκυλί που να μπόρεσε να υποφέρη τέτοιο ξύλο· αυτό πια δεν είνε μάθημα· — αυτό είνε κακούργημα μέρα μεσημέρι.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Χμ . . . μέρα μεσημέρι; . . . Χώνεστε μέσα στ' αλλουνού την τσέπη και θέλετε να μη σας τις βρέξουν: όποιος και νάνε θα σας τις βρέξη . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μωρέ μα τι δύναμι ήταν εκείνη! Ε-ε! . . . Έτυχε να βρεθώ άλλοτε μέσα σε τέτοιαις μπερδεψοδουλειαίς μα, να σου πω, τέτοιο ξύλο δεν το περίμενα. Καμμιά φορά μπορούσες κ' έδινες και ρέστα κ' έπεφτες και με τη μούρη, γιατί η μούρη είνε το πρώτο πράγμα που βρίσκει κάτω! . . . Χθες όμως ήταν διαφορετικά τα πράγματα! (Εκ της πλαγίας, θύρας φορών κοιτωνίτην, αναφαίνεται ο Κρετσίνσκης. Ο Ρασπλιούγεφ δεν τον παρατηρεί).
Αυτός, φαίνεται, πως έχει δικό του τρόπο· δε χτυπά ταις γροθιαίς κατεβαταίς, π' ανάθεμά τονε, αλλά μπιχταίς, κατ' ευθείαν μες στη μούρη . . . Μα έννοια σου και σ' αυτό δε με πιάνεις, σ' αυτό εγώ είμαι μάνα· εγώ πολλαίς φοραίς και δέκα 'μέραις εκαθόμουνα με τη μούρη χωμένη στη γωνιά, χωρίς δουλειά και χωρίς τον επιούσιον με κάτι φανάρια, να . . . (Δεικνύει τους οφθαλμούς του) ώστε αυτή τη δουλειά τήνε ξέρω . . .
Οι άνω, και Κρετσίνσκης.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(πλησιάζει προς τον Ρασπλιούγεφ και τον παρατηρεί επισταμένως).
Έχασες πάλι;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ποιος — εγώ; πού το καταλάβετε;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Το ακούω. Μη μου κάνεις τον έξυπνο, κλούβιο κεφάλι!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Γιατί είμαι κλούβιο κεφάλι; Γιατί με βρίζετε κάθε μέρα; Θεέ μου, τι ζωή είν' αυτή;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ανάξιε άνθρωπε, χαμένο κορμί! Στο γουδί αέρα κοπανίζεις, (μετά τινα σιωπήν) Δεν αξίζεις ούτε το ψωμί που τρως! Έβγαλες το ψωμί σου, αι; κτήνος! Μπας και θαρρείς πως σε διατηρώ από φιλανθρωπία; Μήπως σου πέρασε η ιδέα, πως είμαι μέλος καμμιάς φιλανθρωπικής εταιρίας; Εγώ, για το ψωμί που τρως θέλω χρήματα τ' ακούς; Φέρε μου λοιπόν! Διάβολε! καταλαβαίνεις; Τι μου κρέμασες τα μούτρα σου; Πες μου, πού ήσουνα χθες;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μα-α-α λίστα! εγώ . . . πώς . . να εδώ . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Χρήματα έφερες;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Όχι, δεν έφερα.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Δόσε μου λοιπόν, τι επήρες προχθές για το παιγνίδι.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (ανοίγων τας χείρας του)
Τάχασα, όλα τάχασα!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πώς τάχασες!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μου τα πήραν, όλα μου τα πήρανε!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (διακόπτων)
Βλάκα! . . . το βλέπω, και τα χρήματα σου πήραν και σου τις έβρεξαν! (Θυμωμένος) Αχ! να σ' αρπάξη κανείς και να σε ζγουρίση σα χταπόδι.
(Περιπατεί ανήσυχος εις το δωμάτιον).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (με παράπονον)
Μην ανησυχείτε, Μιχάηλο Βασίλειτς, και μ' έχουνε ζγουρισμένον για καλά! Φθάνει αυτό! Μωρέ δύναμι που σου την έχει! Εγώ, λέει, με μποξ τόνε διορθόνω! . . . Χμ! . . . με μποξ! (Ο Κρετσίνσκης περιπατεί σύννους. Σιγή). Δε μου λέτε αλήθεια, Μιχάηλο Βασίλειτς, τι είνε αυτό το μποξ;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Συ πρέπει να το ξέρης. Νά, (κάμνει κίνησιν διά της χειρός) αυτό είνε το μποξ, Ιβάν Αντώνιτς . . αγγλική εφεύρεσις.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (χειρονομών)
Αυτό λοιπόν είνε το μποξ! . . . αγγλική εφεύρεσις! . . Αχ, Θεέ μου! (κινών την κεφαλήν του). Ακούς εκεί; . . . Και οι άγγλοι είνε πολιτισμένος λαός, δεινοί θαλασσοπόροι . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πρέπει νάβρω χρήματα! Χωρίς άλλο, με κάθε τρόπο, πρέπει νάβρω χρήματα και χρήματα!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (απαθώς) Εγώ δε ξέρω, Μιχάηλο Βασίλειτς, εγώ ούτε έχω
χρήματα ούτε μπορώ ναύρω. (Σκέπτεται, αίφνης ανατείνει την κεφαλήν του). Αυτό δεν το επερίμενα!. . . . (σηκώνει τον δάκτυλόν του) Οι Εγγλέζοι . . . . πολιτισμένος λαός . . . θαλασσοπόροι . . αι;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (εξακολουθεί βαδίζων)
Πώς είπες;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Λέγω, πολιτισμένος λαός, οι Εγγλέζοι! αι;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Μα συ βλέπω τάχεις ολότελα χαμένα. Του 'μιλείς για δουλειά, κι' αυτός, ποιος διάβολος ξέρει τι κάθεται και ψάλλει! Άκουσε! είμαι έως εδώ, ως το λαιμό· θέλω χρήματα, χρήματα, μ' ακούς; Πήγαινε να μούβρης, όπως 'μπορέσης. Όλον μου το μέλλον, όλη η ζωή μου, όλα, όλα κρέμονται από τρεις χιλιάδες ρούβλια. Πήγαινε να μου φέρης. Ακούς; πώλησε τη ψυχή σου . . . τι λέγω ψυχή . . . κλέψε και φέρε μου!! Πήγαινε στου Μπεκ, στου Συρέγγελ, στου Στάρωφ, 'ς όλους τους εβραίους: δόσε τόκο όσο θέλεις . . . βάλε και για εκατό ακόμη χιλιάδες, φέρε μου όμως χρήματα! και κύτταξε καλά, με αδειανά χέρια να μη φανής εμπρός μου, γιατί θα σε πνίξω σαν τη κόττα . . . Να βρεθούν . . . Ιδού περί τίνος πρόκειται· παντρεύομαι την κόρη του Μούρομσκη . . . ξέρεις! Νύφη πλουσία. Χθες εδόθη ο λόγος και μετά δέκα ημέρας γίνονται οι γάμοι.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (έκθαμβος)
Μιχ . . Μιχ . . . Μιχάηλο Βασίλειτς! Καλέ τι λέτε; . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Έχω στα χέρια μου χίλιους πεντακόσους δούλους· — και τούτο ισοδυναμεί με ενάμισυ εκατομμύριο, — και διακόσες χιλιάδες καθαρώτατο κεφάλαιο. Μ' αυτό το ποσόν μπορεί να κερδίση κανείς δύο εκατομμύρια! και θα κερδίσω, — θα τα κερδίσω χωρίς άλλο θα κάμω κολοσσαίαν περιουσίαν κ' ετελείωσε· ησυχία, σπίτι, κουτή γυναίκα και ήσυχα και καλά γηρατειά. Εσένα θα σου δώσω διακόσες χιλιάδες . . . περιουσία για πάντα, ζωή χαρισάμενη, γεύματα, τιμαίς, γνωριμίαις, όλα.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(υποκλίνεται, τρίβει τας χείρας του και γελά).
Διακόσες χιλιάδες . . . γεύματα . . . Ε-ε-ε . . . Μιχ . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Αλλά γιαυτά χρειάζονται χρήματα· πρέπει να τραβήξωμε το σχοινί μας καμμιά δεκαριά 'μέραις ακόμη. Χωρίς τας τρεις χιλιάδας εγώ αύριον ρίχνω το κανόνι! Ο Στσέπνιεφ, ο Γαλτ θα μου κοινοποιήσουν αγωγήν, θα το ειπούν στη λέσχη, θα γραφή τώνομά μου στον πίνακα, — και τότε χάνεται το παν! . . . εκατάλαβες; . . . (τον αρπάζει λυσσαλέως εκ του περιλαιμίου) εκατάλαβες τι σφίξι, τι δίψα έχω γι' αυτά τα χρήματα; Σώσε με! . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μιχάηλο Βασίλειτς! Μάτια μου! Μ' αυτά σου μοναχά τα λόγια δυνάμωσαν τα κόκκαλά μου . . Πάω, πάω . . άι-άι-άι . . . (Αρπάζει την κεφαλήν του.) Παναγία μου . . . (Φεύγει.)
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(Μόνος, περιπατών εν τω δωματίω).
Αι! νομίζω πως αυτή τη δουλειά θα την τελειώση· εις αυτά, μπορώ να πω, είνε επιτήδειος — μπορεί να φέρη άνω κάτω όλην την πόλιν. Αυτοί οι αλιτήριοι εμένα με ξεύρουν . . Είνε δυνατόν να μην εύρη; αι; . . . Θεέ μου! πόσον είναι αναγκαία καμμιά φορά τα χρήματα! . . . (Κινεί τους δακτύλους του.) Υπάρχουν κάποτε κάτι στιγμαί εις τον βίον, που εντελώς όλα, εννοείς . . . (Σκέπτεται.) Και αν δεν ευρεθούν; αν ο Ρασπλιούγεφ δεν φέρη ούτε λεπτόν; αι; αν αυτό το χορταστικό εκατομύριο μου ξεφύγη από το αγγίστρι για ένα τέτοιο τιποτένιο ποσόν τριών χιλιάδων ρουβλίων, αφού όλα πια είνε καμωμένα, ψημένα, τηγανισμένα . . που δεν μένει άλλο παρά ν' ανοίξης το στόμα να τα χάψης . . Λιγόνει η καρδιά τ' ανθρώπου . . . (Σκέπτεται.) Άσχημα έκαμα, που τώρα τελευταίως έμπλεξα με ένα τέτοιον παληάνθρωπο· απ' αυτόν εκτός από αηδίας και δυσαρεσκείας τίποτε άλλο δεν πρέπει να περιμένη κανείς. Να σου πω όμως άνθρωποι δα κι' αυτοί οι ξιπασμένοι μεγαλοαφεντάδες· άρχησαν να μ' αποφεύγουν χμ, φαίνεται πως το μυρίσθηκαν! . . . Είνε καιρός πλέον να τελειώση ή ν' αλλάξη αυτή η σκηνογραφία . . . Και νά, θαρρείς πως επίτηδες εβγήκε 'μπρός μου αυτή η ευλογημένη οικογένεια του Μούρομσκη. Ένας μωρός γύρος βαλς συνδέει την πλέον αχρειοτέραν ερωτοτροπίαν. Η υπόθεσις διεξήχθη με αρκετήν τόλμην· χθες εδόθη ο λόγος και μετά δέκα ημέρας είμαι παντρεμένος! Κάμνω, καθώς λέγουν, καλό γάμο! Έχω σπίτι, θέσιν εις την κοινωνίαν, φίλους και θαυμαστάς — ένα σωρό . . . (Περιχαρής). Αλλά τι τζόγος έχει να γείνει, τι τζόγος! Με διακόσαις χιλιάδες μπορώ να κερδήσω βουνό χρυσάφι! . . . Τι; δεν ημπορώ; Βέβαια 'μπορώ! Θε να 'γδύσω κυριολεκτικώς όλους αυτούς τους χορτασμένους! Στο σπίτι όμως αυτού του γέρο ξεκουτιάρη δεν έχω σκοπό να κατοικήσω. Ευχαριστώ πολύ! Την Λύδοτσκαν πρέπει να την περιλάβω δυνατώτερα στα χέρια μου, να της κάμω, που λέγουν, καλό δασκάλεμα, να την τυλίξω σαν κουβάρι, που να μη βγάζη άχνη· γιατί αυταίς η άχναις εμένα . . . δεν μ' αρέσουν τόσο . . . Ας είνε, αυτό δεν είνε και δύσκολο πράγμα. Κι' αυτή η Λύδοτσκα, δε ξεύρεις τι διάβολο είνε! μια νερόβραστη γογγύλα, ένα μηδέν! . . . κ' εγώ τραβώ για την Πετρούπολι! Εκεί είνε ο τζόγος! Εδώ τι παίζουν; ευτελή, μηδαμινά πράγματα . . .
ΘΟΔΩΡΟΣ (εισέρχεται).
Μιχάηλο Βασίλειτς! ο έμπορος Στσέμπνιεφ . . . Προστάζετε να τον αφήσω νάμπη μέσα;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Νά και η πραγματικότης! Κουτέ! ας του έλεγες πως δεν είμαι σπίτι.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Δε 'μπορώ, Μιχάηλο Βασίλειτς! Δεν τους ξέρετε τι άνθρωποι είνε αυτοί; — 'μπορεί να καθίση να περιμένη με την ησυχία του στην πόρτα οκτώ ώραις, — γι' αυτόν το ίδιο είνε.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Καλά, ας έλθη.
Στσέμπνιεφ και Κρετσίνσκης.
(Ο Στσέμπνιεφ είν' ενδεδυμένος κατά τον συρμόν, με παχυτάτην άλυσιν ωρολογίου, με βελούδινον δικτυωτόν γελέκον και πανταλόνι καρέ).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (ραθύμως)
Καλημέρα, Τιμοφέη Τυχομίριτς!
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Τα σεβάσματά μου, Μιχαήλο Βασίλειτς; είσθε καλά;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Κάποια μικρά αδιαθεσία . . .
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Κανένα μικρό κρυολογηματάκι;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Φαίνεται . .
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Από το χθεσινό τζόγο έχω ένα μικρό λογαριασμουδάκι· αν έχετε την ευχαρίστησι να μου το πληρώσετε . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Μα δεν σας είπα χθες πως θα τα φέρω ο ίδιος;
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Ναι, έχετε δίκηο, Μιχάηλο Βασίλειτς· αλλά ξεύρετε έχω ανάγκην από χρήματα. Κάμετέ μου τη χάρι να με πληρώσετε.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Αλήθεια, στην τιμή μου, σας λέγω, τώρα χρήματα δεν έχω. Περιμένω από στιγμής εις στιγμήν και θα σας τα φέρω χωρίς άλλο, μείνατε ήσυχος. (Σιγή). Αι, τι γίνεται στη λέσχη;
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Μα . . . τίποτε.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ποιος έπαιξε ύστερ' από 'μένα;
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Μα . . . όλο και οι ίδιοι. Λοιπόν, δεν μου κάμνετε την χάρι, Μιχάηλο Βασίλειτς.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Μα είσθε περίεργος άνθρωπος· πήτε μου, στο Θεό σας, ημπορώ να σας πληρώσω αφού δεν έχω χρήματα; Σας λέγω, πως δεν έχω. Από τον τοίχο θενά τα κόψω;
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Πάει καλά . . όπως αγαπάτε . . . όπως αγαπάτε . . λοιπόν να μη σας κακοφανή, Μιχάηλο Βασίλειτς αν σήμερον . . . δηλαδή . . . στη λέσχη . . καταχωρήσουμε στο βιβλίο . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πώς εις το βιβλίον; δηλαδή εις το βιβλίον θα το καταχωρήσετε;
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Μάλιστα . . . Μα αυτό πλέον έτσι γίνεται συνήθως.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πώς συνήθως; Δηλαδή να καταισχύνετε έναν άνθρωπον, να τον εξοντόσετε . . Μα αυτό θα το μάθη σήμερον όλη η λέσχη, και αύριον όλη η πόλις! . . .
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Μα βέβαια. Είνε πράγμα συνηθισμένον.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Συνηθισμένον διά σας, όχι όμως και δι' εμέ. Εγώ πάντοτε ήμην τίμιος και ακριβής εις την πληρωμήν των χρεών μου, και από σας, μάλιστα, από σας, κύριε, είχα να λαμβάνω τόσες φοραίς και επερίμενα και τρεις μήνας χρήματα. Ενθυμείσθε;
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Δεν λέγω όχι. Εμείς σας είμεθα πάντοτε ευγνώμονες. Τώρα όμως μην ταράττεσθε και κάμετέ μου τη χάρι να με πληρώσετε. Διαφορετικά . . . τι να γείνη; η ανάγκη . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Μα τι ανάγκη; Σταθήτε . . . μήπως θα χάσετε το δικαίωμα να με γράψετε εις το βιβλίον αύριον ή μεθαύριον; Δεν το χάνετε . . .
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Αυτό βέβαια.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τότε λοιπόν γιατί σώνει και καλά σήμερα;
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Αυτό, βλέπετε, απαιτεί η τάξις: όποιος δεν πληρώνει — εγγράφεται εις το βιβλίον.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Μα τι είν' αυτά, βρε αδελφέ; Μήπως αρνούμαι εγώ να πληρώσω; Εγώ σας παρακαλώ μονάχα να μου κάμετε την χάριν να περιμένετε δύο — τρεις ημέραις. Μήπως κ' εγώ δεν σας επερίμενα τρεις μήνες.
ΣΤΣΕΣΜΠΝΙΕΦ
Αυτό είν' αλήθεια . . πράγματι αυτό έτσι είνε, τώρα όμως Μιχάηλο Βασίλειτς, αλήθεια, προστάξετε να σας παρουσιάσω τον λογαριασμόν. Έχω ανάγκην, σας βεβαιώ!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Μα τι διάβολο λοιπόν — πέτρα είσθε; Ήλθατε επίτηδες να μου κάμετε τον παλαβό και δε μπορώ να σας χώσω στην κεφαλή σας, ότι τώρα, αυτή τη στιγμή, χρήματα δεν έχω και να σας πληρώσω δεν ημπορώ! . . . Είνε αδύνατον! (πλησιάζων προς τον Στσέμπνιεφ) Εκαταλάβατε; . .
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Γιατί ερεθίζεσθε, Μιχάηλο Βασίλειτς; Αυτά είνε συνηθισμένα πράγματα . . . (υποκλίνεται). Όπως αγαπάτε . . . (σιωπήσας, αποχαιρετίζει και αποσύρεται προς την θύραν). Δούλος σας! . . . Εντούτοις απόψε που θα πηγαίνω στη λέσχη, θα περάσω απ' εδώ, και σεις πια κάμετέ μου τη χάρι να τα ετοιμάσετε.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τι να ετοιμάσω;
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Δηλαδή, λέγω τάχα για τα χρήματα. Δούλος σας. (Θέλει να φύγη).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΛΗΣ (τον λαμβάνει ταχέως εκ της χειρός)
Σταθήτε! Έτσι δα δεν κάνουν. Εγώ εκάθησα να παίξω μαζύ σας, με την ιδέαν πως έχω να κάμω με ένα άνθρωπον καθώς πρέπει. Ο καθώς πρέπει άνθρωπος, κύριέ μου, χωρίς ανάγκη δεν πνίγει τον άλλον, χωρίς μεγάλη ανάγκη δε σκοτώνουν, αδελφέ τον άλλον. Γιατί λοιπόν σεις με πνίγετε; γιατί; Τι σας έκαμα; λέγετε λοιπόν, τι σας έκαμα;
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Όπως αγαπάτε.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (γλυκέως) Ακούσατέ μου. Μα αν δεν είχατε και σεις
χρήματα όπως εγώ — αι τότε θα άλλαζε το πράγμα· σεις όμως, σεις είσθε, κεφαλαιούχος, σεις τοκίζετε χρήματα· σεις τώρα δεν έχετε απ' αυτά ανάγκη· μήπως εγώ σας έκαμα ποτέ τίποτε; κ' εγώ είχα να λάβω άλλοτε από σας, τότε που σεις τα ετοκίζατε.
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Καλέ τι λέτε! μπα . . μπα!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Δεν πρόκειται τώρα περί αυτού, αλλά γιατί με στενοχωρείτε έτσι αλύπητα! μου κτυπάτε κατακέφαλα . . . γιατί; . . .
ΣΤΣΕΜΠΝΙΕΦ
Τα ημέτερα σεβάσματα, Μιχάηλο Βασίλειτς
(Στενάζει, υποκλίνεται και διολισθαίνει ηρέμα).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (οπίσω του)
Τσιφούτη! (μετά μικρόν). Θα με γράψη! Δεν τώχει τίποτε να με γράψη· θα γράψη με τα τσιφούτικά του χέρια τώνομά μου στο βιβλίο και θα βροντήξη σαν κανονιά μέσα στη Μόσχα η είδησις! και τετέλεσται, το παν τετέλεσται! Ο γάμος μου ματαιόνεται κι' απ' αυτό το καταραμένον εκατομμύριον θα μείνη στάχτη και καπνός, η καρηβαρία της μέθης και η μανία . . ναι, η μανία! . . (σταυρόνων τας χείρας του) Αι, ομολογώ, δεν θα εσυμβούλευα εγώ . . . (κάμνει χειρονομίαν αδιαφορίας) Μωρολογήματα και μικρολογήματα! . . . Να μην ευρεθώ εις θέσιν να πάρω τα μπαγάγια μου στον ώμο και το κόψω λάσπη από 'δώ για να προλάβω την απόχη του δικαστικού κλητήρος . . . (συλλαμβάνει το περιλαίμιόν του, μετά μικράν σιγήν). Αγύρτης, αι; φου! . . . ανυπόφορον!! . . . (εκβάλλει τον κοιτωνίτην του) πνίγομαι! . . . (άρχεται βαδίζων τεταραγμένος). Το παν, εξαρτάται τώρα από τον Ρασπλιούγεφ . . αι; . . (κάθηται εις το γραφείον, λαμβάνει φύλλον χάρτου και γράφει δια μολυβδίδος). Ας λογαριάσω, τι και τι μας χρειάζεται; . . Εκεινού χίλια πεντακόσια, καλά· εκεινού (δεικνύων προς την θύραν) — χίλια διακόσια. Τώρα εκείνου του λύκου — χωρίς άλλο χίλια: να μπουκωθή το πεινασμένο του λαρύγγι, γιατί, βλέπεις, γαυγίζει . . . χα-χα! Να-ά ένα λαρύγγι . . . έπειτα κάτι μικρά — καμμιά πεντακοσαριά . . εξακοσαριά (λογαριάζει). Κ' εδώ, μάτια μου, χρειάζονται χρήματα και χρήματα.
ΘΟΔΩΡΟΣ (εις την θύραν)
Μιχάηλο Βασίλειτς, ο αμαξάς ήλθε! θέλει, λέει, χρήματα.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ζβερκιαίς! . . . (εξακολουθεί λογαριάζων) δηλαδή, με άλλους λόγους, τρεις χιλιάδες ρούβλια — σαν να μην είνε τίποτε: σταγών εν τω ωκεανώ . . . Και ο γάμος, ο γάμος! Και πώς θα τον κάμω τον γάμον, που εδώ χρειάζονται έξοδα, αναπόφευκτα έξοδα! . . . Σε κάθε βλάκα να δίνης δώρα· κάθε ζώο τετράποδο σου ζητεί φιλοδώρημα. Έρχονται έπειτα τα μπουκέτα, τα κουφέτα, κάθε λογής κουταμάρες, κάτι ανόητα κάνιστρα . . μια ατελείωτη μωρία . . . και όλο χρήματα, όλο χρήματα! . . . (σκεφθείς) Χρήματα.
ΘΟΔΩΡΟΣ (εισέρχεται)
Μιχάηλο Βααίλειτς, η πλύστρα ήλθε: θέλει χρήματα.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (λογαριάζων)
Ζβερκιαίς!
ΘΟΔΩΡΟΣ
Μιχάηλο Βασίλειτς, νά κι' ο ξυλάς, στέκει κι' αυτός δύο ώραις
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (ανεγείρων την κεφαλήν του)
Μα δε μου λες — ετρελλάθης, αι; Δε νοιώθης; Τι έρχεσαι και με ενοχλής για τιποτένια πράγματα;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Όπως αγαπάτε! Μάλιστα, άλλα μέσα δεν υπάρχουν . . Εγώ πια με κάθε τρόπο . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (ανεγειρόμενος εκ της καθέκλας)
Λοιπόν!
(Ο Θόδωρος εξαφανίζεται. Εις τον προθάλαμον ακούεται θόρυβος φωνών, τα πατήματα ολονέν παύουν. Σιγή).
Ρασπλιούγεφ (εισέρχεται, στρέφεται κατ' ευθείαν προς την γωνίαν, αποθέτει τον
πίλον του και εξάγει τα χειρόκτιά του).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(Εγείρεται, τον παρατηρεί μετά προσοχής, ακολούθως στρέφεται βραδέως, σταυρόνει τας χείρας του και βλέπει εις την πλατείαν).
Νά! . . . Αμ' εγώ τώξευρα! (Κύπτει την κεφαλήν). Ορίστε! . . . (ανορθεί την κόμην του). Ορίστε! . . .
(Πλησιάζει βραδέως τον Ρασπλιούγεφ με συνεσφιγμένους γρόνθους· εκείνος οπισθοχωρεί προς τα παρασκήνια, ο Κρετσίνσκης τον συλλαμβάνει εκ του περιλαιμίου δι' αμφοτέρων των χειρών).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (δειλιάσας)
Μιχάηλο Βασίλειτς, σταθήτε . . . ζητούν ενέχυρον . . . ενέχυ . . .
(Ο Κρετσίνσκης αρχίζει να τον σείη εμπρός οπίσω).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (διακεκομμένως)
Μα . . . δε σου είπα εγώ . . . να μούβρης . . . χρήματα;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ενέχυρο . . . ενέχυρο . . (συστέλλεται η αναπνοή του). Μιχ . . . Μιχ . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Δε σου είπα, κακούργε, δε σου είπα να πα να κλέψης . . . (οργίλως) να ληστέψης!!! (τον σφίγγει) και να μου φέρης χρήματα! . . .
(Ο Ρασπλιούγεφ φωνάζει· ο Κρετσίνσκης τον σπρώχνει επί του καναπέ και σταματά με παρηλλαγμένον πρόσωπον εις την γωνίαν της σκηνής). Ακούς εκεί; . . . δεν ηύρε λέγει, χρήματα! ψέματα λέγει! . . . Εις όλα τα σπίτια υπάρχουν χρήματα! χωρίς άλλο υπάρχουν . . . αρκεί να μάθη κανείς πού τάχουν . . πού να ψάξη . . . (διαλογίζεται και κινεί τα δάκτυλα του) χμ! πού τάχουν κρυμμένα . . . πού είνε κρυμμένα . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(εγείρεται βραδέως εις τους πόδας του και εξετάζει τον επενδύτην του).
Ορίστε! . . . (αναζητεί επί του δαπέδου το κομβίον του). Ώστε κατά τα φαινόμενα σε εικοσιτέσσαρες ώραις μέσα — δυο ξυλοφορτώματα. Αυτή δεν είνε ζωή (εγείρει το κομβίον), έτσι δα ούτε σκυλί δε μπορεί να σταθή εδώ μέσα . . . (εγείρει άλλο κομβίον) να τώρα, ο σγουρομάλλης, ας πούμε, είνε πιστό σκυλί, αι, κι' αυτό θα πάρη δρόμο να φύγη. (αναζητεί πάλιν). Αι, εκείνο, πια, ας πούμε ήτανε μποξ, — εγγλέζικο . . . αμ' αυτό, τι λογής είνε; αυτό, πια θαρρώ πως είνε δική του εφεύρεσις.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (κτυπών το μέτωπόν του)
Α!!!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (ιδών ακόμη έν κομβίον)
Α, α, α!!! (πηγαίνει και το σηκώνει). Για 'δέ το, που κατρακύλισε! (το θέτει εις το θυλάκιόν του). Ακούς εκεί, μωρ' αδερφέ, θυμό! . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τι να κάμω . . . τι να κάμω;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Η πρώτη δουλειά που θα κάμης είνε — να μη κτυπάς . . . .
(ο Κρετσίνσκης κάθηται παρά το γραφείον, ο δε Ρασπλιούγεφ εις το άλλο άκρον της σκηνής ανερευνά δια τα κομβία. Σιωπή).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Θεέ μου! υπάρχουν άνθρωποι, που γεννώνται μέσα στην ευτυχία, μέσα στην αφθονία, μέσα εις όλα τα αγαθά της ζωής, και ζουν, ειμπορώ να πώ, γλεντίζοντας. Γεννιώνται όμως και κάμποσα τούμπανα, που τα χτυπούν από την αυγή του Θεού ως τη μαύρη νύκτα! . . Καλή ώρα! (ίσταται ενώπιον του κοινού) Αν ετύχαινε να γεννηθώ κανένας αδύνατος, ψιλοκαμωμένος, ντελικάτος . . . πού θα μπορούσα να βαστάξω; . . . μπα! μπα! δε θα βαστούσα! . . . Ξέρω και λέω, πως αν ήτον άλλος στη θέσι μου, από το ξυλοφόρτωμα που μούδωσαν χθες — ο διάβολος να με πάρη — αν θα μπορούσε να βαστάξη· αμ' από την ενοχλητική εκείνη ιστορία, δεν μου λέτε παρακαλώ, ποιος ειμπορούσε να κρατήση; Αμ' εδώ και τρία χρόνια στο Κουρσκ, ύστερ' από το μεθύσι εκείνο που τραβούσα — μπορούσε κανείς να κρατήση; μπα,- μπα! αδύνατον . . και όμως νά, ζω και βασιλεύω και να σας πω, φθάνει μονάχα να την τυλώσω καλά, και να πάρω ένα ηρωικό ύπνο από κείνους που λέγει ο λόγος . . . και είμαι πάλι φρέσκος φρέσκος . . . (σταματά και παρατηρεί τον Κρετσίνσκην, ο οποίος ανοίγει έν συρτάριον του γραφείου). Και όμως, χρήματα δεν υπάρχουν . . . (ο Κρετσίνσκης ανοίγει άλλο) κ' εδώ δεν υπάρχουν . . (ανοίγει τρίτον συρτάριον) μα δεν υπάρχουν . . και όμως κτυπάς! . . τι εκέρδισες; (ο Κρετσίνσκης ανερευνά εν αυτώ). Τι κάθεται και ψάχνει; τι ψάχνει μέσα στα σκουπίδια; χρήματα ναύρη; τον καϋμένο! εγώ ξέρω τι έχει εκεί μέσα· εκεί μέσα δεν έχει τίποτε· παλαιά χρεωστικά, απλήρωτοι λογαριασμοί. (Ο Κρετσίνσκης εξάγει καρφίδα ικανού μεγέθους). Να, τωύρε το ψεύτικο μπιχλιμπίδι . . . δεν θα αξίζει παραπάνω από πενήντα λεπτά . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (αναφωνεί αίφνης)
Μπα-α! Εύρηκα!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ωω! (συσπειρούται προς τον τοίχον) τον έπιασε . . φαίνεται· φοβούμαι . . . (στενάζει) η ανάγκη τι δεν κάνει;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (κρατών εις χείρας του την καρφίδα). Εύρηκα! . . .
εύρηκα! . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Χριστέ και Παναγία μου! αυτός τάχασε! . . . μα το ναι, τάχει χαμένα . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(αίφνης σκέπτεται και ομιλεί βραδέως)
Εύρηκα . . . ελληνικά, θα ειπή — βρήκα! . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ελληνικά;! . . . φυ-ού (κινεί την κεφαλήν του). Τώρα πια εδέσαμε το γάιδαρό μας . . . Τον καϋμένο! Τον έχω που τον έχω για το φρενοκομείο (σείει και πάλιν την κεφαλήν του). Κ' έτσι που λες, εδέσαμε το γάιδαρό μας. (ο Κρετσίνσκης είνε βαθέως συλλογισμένος, κάμνει χειρονομίας, φέρει τον δάκτυλον εδώ κ' εκεί και ομιλεί ακαταλήπτως. Ο Ρασπλιούγεφ τον παρακολουθεί). Άσχημαις . . . άσχημαις δουλειαίς . . . κι' αυτός έτσι δα που κάνει το δάκτυλό του, μπορεί να μου πετάξη το μάτι . . . εγώ πια την είδα την τύχη μου. Ας κάμω πως τραβιέμαι απ' εδώ . . . ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια (λαμβάνει τον πίλον του και χωρεί προς την θύραν ακροποδητί . . . Βόηθα, Παναγία μου! . . . (φεύγει).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Έτσι είνε; . . . είνε σωστό; . . . (τρίβει το μέτωπόν του) Δεν έχω τάχα λάθος; (πάλιν σκέπτεται).
(Ο Ρασπλιούγεφ μετά του Θοδώρου εμφανίζονται εις την θύραν)
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Κύτταξε να ιδής τι δουλειαίς σκαρόνει.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Έτσι, έτσι κ' έτσι . . . (αναπηδά) μπράβο!. ουρά! το βρήκα τελείως το βρήκα! . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (κρυφθείς όπισθεν της θύρας).
Μωρε-ε-έ! . . . Μωρέ δουλειά! . . Μα δε σου τώλεγα εγώ; — πάει, τάχασε τα μυαλά του, όλως διόλου τάχασε! . . .
ΘΟΔΩΡΟΣ (πλησιάζει δειλώς και τεταραγμένος)
Αφέντη, Μιχάηλο Βασίλειτς! τι έχετε; Πιήτε ένα ποτήρι νερό. Τι επάθατε, αφέντη; Μη θέλετε να σας φέρω λοδεκολόν; Αφέντη! εμάς μας έτυχαν χειρότερα απ' αυτά . . . θα περάσουν και τούτα . . . Ένα λόγο 'πήτε, και πέρνω απάνω μου το βάρος . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (ακούσας, θωπευτικώς)
Τι είνε, Θόδωρε, τι είνε; εγώ δεν έχω τίποτε . . . (δυνατά) Αι, Ρασπλιούγεφ! (ο Ρασπλιούγεφ αναπηδά σύσωμος)· Πήγαινε, ξέρεις, σ' εκείνον . . . πώς τόνε λένε; . . τον Θώμην, — που είνε εις την οδόν Πέτρου, και παράγγειλέ του αμέσως μίαν ανθοδέσμην χορού, την καλείτερη, να είνε όλη από άσπρες καμέλιες . . καταλαμβάνεις; μόνον από άσπρες. Πήγαινε και να μου τήνε φέρης στη στιγμή.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(λυπητερά δεικνύων εις τον Θόδωρον τον Κρετσίνσκην).
Δε σου τάλεγα, Θόδωρε; αι; δεν έχει παρά τσακιστό και παραγγέλλει μπουκέτο πενήντα ρουβλιών! (περιπατεί εμπρός οπίσω). Ωχ, ωχ, ωχ! Μάνα μου μανούλα μου! Τι θα κάμουμε, Θόδωρε μου; τι θα γίνομε οι ορφανεμένοι;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (περιπατών σταματά)
Αι, λοιπόν; ακόμη εδώ είσαι; Μήπως εστούπωσαν τ' αυτιά σου; Να σου τα ξεφτυλίσω! Άκουσες; . . . (προχωρεί κατ' αυτού) άκουσες τι σου είπα;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (οπισθοχωρών προς τον τοίχον)
Μ . . Μ . . . Μιχάηλο Βασίλειτς! Περίεργο πράγμα! μα με τι χρήματα; Εγώ δεν έχω λεπτό. Με τι θα σας αγοράσω το μπουκέτο;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Πηγαίνετε, Ιβάν Αντώνιτς, πηγαίνετε! ακούσατε τι σας επρόσταξε ο αφέντης; πηγαίνετε.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μα με τι να τ' αγοράσω; πού είνε τα χρήματα; εγώ δεν έχω λεπτό.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(λαμβάνει εκ της τραπέζης το ωρολόγιόν του μετά της αλύσσου).
Νά χρήματα . . . Κύτταξε καλά, μετά μισή ώρα να βρεθή επάνω εδώ στο τραπέζι. Άκουσες; Λοιπόν; . . . (ο Ρασπλιούγεφ φεύγει).
Οι άνω εκτός του Ρασπλιούγεφ.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τώρα, τώρα, ναι, τώρα πρέπει να κάμω ένα γράμμα της Λύδοτσκας, να το έχω έτοιμον. Ο καιρός επείγει· εις έργον! (κάθηται και άρχεται γράφων παρά το γραφείον).
ΘΟΔΩΡΟΣ
(κατ' ιδίαν, παρατηρών λοξώς τον Κρετσίνσκην).
Ψέματα λέγει ο Ιβάν Αντώνιτς· δεν τάχει χαμένα ο αφέντης κάθεται γερός και δυνατός ο αφέντης, όχι ετρελλάθη (φεύγει).
Κρετσίνσκης μόνος.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (γράφει επιστολήν σταματά).
Όχι! (Σχίζει το χαρτίον και γράφει πάλιν). Δεν είναι εκείνο που πρέπει να 'πώ. (σχίζει ακόμη, γράφει πάλιν). Άει στο διάβολο! πρέπει να γραφή ένα τέτοιο γράμμα, που να κάμη και νεκρά ν' ανατριχιάση· Με πάθος. Άλλως τε, το πάθος προκαλεί πάθος. Αχ, πάθος, πάθος! πού είσαι; (μειδιά) Το πάθος μου, ο έρως μου . . . ψύλους στάχυρα γυρεύω . . . αι, αι, αι! Και πρέπει, χωρίς άλλο, πρέπει . . . (συντάσσει την επιστολήν, την αναγινώσκει, απαλείφει και πάλιν γράφει). Νά δουλειά· ίδρως μ' έκοψε, (απομάσσει το πρόσωπόν του και διατρέχει την επιστολήν). Μμ . . μ . μ . . μ . . Γλυκέ μου άγγελε . . . προσφιλεστάτη της οικογενείας εστία . . μ . . μ . . μ . . αβρέ μου αστερισμέ . . ανοησίαις του διαβόλου! αέρας κοπανιστός . . . κολοκύθια με τη ρήγανη, και τα λοιπά (σφραγίζει και επιγράφει την επιστολήν). Ιδού λοιπόν. Γλυκέ μου άγγελε! Πέμψατέ μου μίαν εκ των πτερύγων σας, την καρφίδα σας με τον μονόπετρον αδάμαντα (παρωδών), εις τον οποίον κατοπρίζεται η στιλβηδών της ουρανίας πατρίδος σας. Πρέπει να εξοπλήσωμεν ακάτιον, το οποίον, βοηθούμενον υπό τεσσάρων ανέμων, του καρώ, του σπαθιού, του πίκα και του κούπα, θα μας φέρη εις το τρικυμιώδες πέλαγος του βίου. Εγώ θα κρατώ το τιμόνι, ο Ρασπλιούγεφ θα είνε εις τα πανιά και σεις θα μας χρησιμεύσετε ως σαβούρα! . . . Κι' αυτός ο Ρασπλιούγεφ δεν έρχεται . . . α — διάβολε . . .
Κρετσίνσκης και Ρασπλιούγεφ (εισέρχεται).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Α . . . νάτον! . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(με την ανθοδέσμην ανά χείρας. Την κομίζει μετά προφυλάξεως· προς τους θεατάς, δεικνύων την ανθοδέσμην).
Εικοσιπέντε ρούβλια αργυρά, για μια σκούπα! φτου!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Αι, εδώ, δείξε μου το. (την παρατηρεί) Καλό είνε, λαμπρά! Πόσα ρέστα έφερες;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (μετά κατανύξεως)
Ρέστα; πενήντα ρούβλια (τω δίδει τα χρήματα).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τώρα άκουσε και κάμε, καϋμένε, μάτια τέσσαρα! πρόκειται περί λεπτής υποθέσεως. Κύτταξε λοιπόν, αυτό το γράμμα θα το πας της μνηστής μου, της Λυδίας Πετρόβνας Μούρομσκη, νά, εδώ κοντά στη δενδροστοιχία . . . ξέρεις; . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (αναζωογονούμενος)
Ξέρω, Μιχάηλο Βασίλειτς, ξέρω. Άμα στρέψης τη γωνιά, μια μεγάλη, άσπρη σπιτάρα με εξώθυρα.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ναι, ναι. Τώρα θα είνε μία η ώρα.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(πηδά και παρατηρεί το ωρολόγιον)
Μία παρά τέταρτον.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Λοιπόν· τώρα ο γέρος δεν είνε στο σπίτι· αυτή την ώρα πάντοτε γυρίζει μέσα στην πόλιν, καλπάζων με τα ψοφίμια που έφερε από το κτήμα του. Πήγαινε και δόσε το μπουκέτο αυτό εις τα χέρια της Λυδίας Πετρόβνας. Χαιρέτισέ την εκ μέρους μου, έτσι με περισσοτέραν επιδεξιότητα, με περισσοτέραν σοβαρότητα, συστήσου μόνος σου . . καταλαμβάνεις; Και συγυρίσου καλείτερα. Φόρεσε το σουρτούκο μου . . Θόδωρε! (εισέρχεται ο Θόδωρος) Δόσε του το σουρτούκο μου! . . . Αν ο γέρος είνε στο σπίτι, το μπουκέτο το δίνεις, το γράμμα όμως, κύτταξε καλά μην το δώσης. Της γράφω, μέσα στ' άλλα να μου στείλη το μονόπετρο διαμάντι της, που το μετεσχημάτισα εις καρφίτσαν . . το θυμάσαι; (ο Θόδωρος εγχειρίζει εις τον Ρασπλιούγεφ το σουρτούκον).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (το φορεί και απέρχεται).
Ξέρω, θυμούμαι είκοσι καρατιώ — αξίζει 30 χιλιάδες.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Της γράφω, πως χθες εσυζητούσαμεν περί αυτού με τον πρίγκηπα Βέλσκην, και εβάλαμεν δι' αυτό μεγάλο στοίχημα.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Τς-τς-τς. τς . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πάρε το και να μου το φέρης με μεγάλην προφύλαξιν (τον απειλεί). Γι' αυτό το στοίχημα μπορείς και συ να πης κανένα ψέμα.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ακούς εκεί, ό,τι θέλεις μπορώ να πω.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ή όχι, μην 'πής τίποτε. Εσύ πάντα στα ψέματα τα μπερδεύεις. Τρέξε κι' άμα το πάρης πέταξε! Φυλάξου από το γέρο· τα επίλοιπα θα έλθουν βολικά . . Εκατάλαβες;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (ημιφώνως)
Εκατάλαβα, Μιχάηλο Βασίλειτς, (ανασπών τας οφρύς και υψών τον δάκτυλον εμφαντικώς) εκατάλαβα! πετώ! . . . (φεύγει).
Κρετσίνσκης (μόνος).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Εκατάλαβα, εκατάλαβα . . . τίποτε ο βλάκας δεν εκατάλαβε. Αυτός νομίζει, πως εγώ θέλω να κλέψω, ότι είμαι κλέπτης. Όχι αδελφέ· την τιμή μας την φυλάττομεν ακόμη· μέσα εις αυτό εδώ το θυλάκιον (δεικνύει την κεφαλήν του) έχομεν ακόμη πόρους. Τώρα εις έργον! (κραυγάζει) Θόδωρε! αι Θόδωρε! (ο Θόδωρος εισορμά). Τι κάνεις; κοιμάσαι;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Τώρα μόλις, αφέντη . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Λοιπόν. Τα δυο σου πόδια είνε λίγα, βάλε και τρίτο! . . Νά, πάρε χρήματα. Πρώτα πρώτα ν' ανάψης να ζεσταθή το δωμάτιον. Κύτταξε όμως να μη το κάμης καμίνι από τη χαρά σου· αλλ' αυτό ακόμη είνε νωρίς. Δεύτερον, θα δώσωμε απόψε το τσάι εις έξ πρόσωπα· η νύμφη με τους συγγενείς της, ο κ. Νέλκην και ίσως ακόμη κανένας άλλος. Να είνε όλα πρώτης . . .
ΘΟΔΩΡΟΣ
Πολύ καλά. Να πάρω γλυκά;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Να είνε όλα καθώς πρέπει. Άναψε τους λύχνους, τα μεγάλα κανδυλέρια να μην αναφθούν· να συγυρισθούν τα δωμάτια· να καπνίσης μυρωδιές. Τρανσπαράν παντού· υποδοχή στας επτά. . .
ΘΟΔΩΡΟΣ
Θα φορέσω στολή;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Στολή δεν χρειάζεται. Η υπηρεσία — με μαύρα φράκα· λαιμοδέταις και γελέκια άσπρα· να κατεβασθούν η κουρτίνες, — η κουρτίνες να κατεβασθούν. Γιατί εσείς ή καθώς πρέπει άνθρωπος δίνει εσπερίδα ή πραγματευτής παντρεύεται — το ίδιο τώχετε.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Πολύ καλά. (απέρχεται σπεύδων).
Κρετσίνσκης (μόνος)
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τώρα μου χρειάζονται δύο τέτοια χαρτάκια που να είνε απαράλλακτα. Στάσου, στάσου! (αναζητεί εντός του γραφείου του), Τα, τα, τα. Χρεωστικαί αποδείξεις! Καλείτερα δεν ειμπορεί να γείνη! (θέτει αυτάς την μίαν επί της άλλης και δια ψαλλίδος τας κόπτει καταμεσής). Περίφημα! (τραγουδεί εκ του Μαγευμένου Βέλους).
Αν δεν ήταν το κρασί, η ζωή γεμάτη λύπαις και με θλίψι θα περνούσε
Ωραίο τραγουδάκι αυτό, μα το δικό μου είνε καλείτερο:
αν δεν είχαμε μυαλό η ζωή γεμάτη λύπαις και με γύμνια θα περνούσε.
Με αυτό (δηλαδή με το μυαλό) η δυστυχία
είναι ψέμα φοβερό! αν η τσέπη είν' άδεια τώρα αύριον πλουτούμεν. (δις)
(τελειώνει με ένα απίστευτον λαρυγγισμόν).
Κι' όταν φθάσωμεν να γενούμεν πλούσιοι, τότε ό,τι τραγούδι θέλεις λέγε, όσαις ανοησίαις θέλεις 'πέ· όλα θα είνε καλά, όλα άξια . . . όλο νους, παντού νους! Στον κόσμο νους, στον έρωτα νους, στο παιγνίδι νους, στην κλεψιά — νους! . . . Ναι, ναι! αυτό είνε, νά που εφάνη και η φιλοσοφία, Όταν όμως έσυρα τον Ρασπλιούγεφ τότε φιλοσοφία δεν υπήρχε· φαίνεται πως και αυτή η κόρη του Σωκράτους, αγαπά να στηρίζεται καλά . . . Αλλά . . να μη μου τα μπερδέψη αυτός ο Ρασπλιούγεφ; 'πέρασε πια μισή ώρα, αν όχι περισσότερο . . . τώρα, αυτή τη στιγμή, αυτή την μεγάλη στιγμή διερχόμεθα τον Ρουβίκωνα, και ή διαπερεούμεθα εις την αντίπεραν όχθην ή βουλιάζομε! . . . Ναι, αυτή είνε, αυτή είνε η αποφασιστική, η κρίσιμος στιγμή!
(Ακούεται θόρυβος, ο Ρασπλιούγεφ εισορμά με την γούναν, ασθμαίνων. Ο Κρεντσίνσκης αναπηδά και τρέχει να τον υποδεχθή).
Ρασπλιούγεφ ακολουθούμενος υπό του Θεοδώρου, όστις του εκβάλλει την γούναν.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Αι, Ρασπλιούγεφ, νίκη;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Νίκη, Μιχάηλο Βασίλειτς, νίκη! Νάτηνε, επιάσθηκε στ' αγγίστρι!
(κρατεί υψηλά την καρφίδα και του την εγχειρίζει).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (φαιδρώς)
Αι, Ρασπλιούγεφ, τον επεράσαμε τον Ρουβίκωνα! ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Τον επεράσαμε!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τον Ρουβίκωνα!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Τον Ρουβίκωνα!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Γελοίε!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Γελ . . . γελοίε; εγώ γελοίος; με συγχωρείς, Μιχάηλο Βασίλειτς! Τα εκατάφερα που λέτε μια χαρά. Φθάνω . . . φθάνω κ' ερωτώ: είνε μέσα ο κύριος; όχι, μου λένε, δεν είν' εδώ· η δεσποσύνη είνε στο σπίτι; στο σπίτι μου λένε, πού είνε, λέγω; Στην κάμαρή της, μου λένε, του λέγω, ανάγγειλέ με· μου λέ . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Αι, αυτό πια φαίνεται· μεγαλοφυέστατον! . . . (Βαίνει προς το γραφείον. Ο Ρασπλιούγεφ πλησιάζει τον Θόδωρον και του ομιλεί χειρονομών. Ο Κρετσίνσκης εξετάζει αμφοτέρας τας καρφίδας). Απαράλλακτες! (Τας περιτιλύσσει κάθε μίαν χωριστά εντός χαρτίων). Δε μου ξεγλυστρά! (Τας θέτει εις το πορτοφόλι του. Προς τον Ρασπλιούγεφ). Αι, Ρασπλιούγεφ! Τώρα δρόμο . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (στρεφόμενος ταχέως προς αυτόν).
Δρόμο;!! τι τάχα; Εγώ είμ' έτοιμος για δρόμο . . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πάρε άρπαξε ό,τι μπορείς. Γρήγορα ζβέλτα — (Προς τον Θεόδωρον) Δόσε μου να ντυθώ!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (τρέχει εντός του δωματίου)
Θόδωρε! πάρε, άρπαξε, φίλε μου, ό,τι μπορείς. Ζβέλτα. (αρπάζει πράγματά τινα, τρέχει παρά τον Κρετσίνσκην και πίπτει)
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (ενδύεται) Γλήγορα, γλήγορα, φίλε μου! Τη βαλίζα δόσε
μου δω, τη βαλίζα! (Ο Ρασπλιούγεφ τρέχει εις το άλλο δωμάτιον και φέρει την βαλίζαν). Στάσου! Δε γίνεται! (Ρασπλιούγεφ σταματά ως απολιθωμένος). Αν στείλουν να μας καταδιώξουν θα μας προφθάσουν.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ποιος; Να μας καταδιώξουν; Αμ τότε μας πιάνουν.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Μας τσακώνουν κ' ύστερα — Σιβηρία.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Αμ' αν μας τσακώσουν — βέβαια Σιβηρία.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τότε τι να την κάμωμε λοιπόν;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ναι, Μιχάηλο — Βασίλειτς, τι να τήνε κάμωμε;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Θόδωρε!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Θόδωρε!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Δόσε μου τη γούνα μου!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Δόσε μας τις γούνες μας.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (φορών ταχέως την γούναν του)
Αι, φίλε μου, συ, δίκαιον είνε να φορέσης όχι γούνα, αλλά τον μανδύαν των καταδίκων με τον άσσο καρρώ στην πλάτη! (Φεύγει εκ της θύρας προς τον Θόδωρον) Να μην τον αφήσης να βγη από 'δώ μέσα, ακούς;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Πολύ καλά, αφέντη! (Στέκεται παρά την θύραν και την κλείει κατά πρόσωπον του Ρασπλιούγεφ).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (ίσταται ως απολιθωθείς).
Σταθήτε! τι κάνετε σεις; Μιχάηλο Βασίλειτς! . . (Με όλην του την φωνήν) Μιχάηλο Βασίλειτς! . . Μα πού επήγε; Στάσου! Άφησε, άφησε σου λένε! Μα τι είν' αυτό; (ωθεί τον Θόδωρον εκ της θύρας). Τι κάνεις εσύ;!
ΘΟΔΩΡΟΣ (απομακρύνων αυτόν διά της χειρός).
Παρακαλώ, Κύριε, να μείνετε στη θέσι σας. Δεν ακούσατε; έτσι με διέταξαν.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (αλλόφρων).
Πώς;! Μα αυτό είνε . . . αυτό θα πη, ληστεία! . . . προδοσία! άι, προδοσία!!! (προχωρεί πάλιν εις την θύραν και τον σπρώχνει). Άφησέ με, άφησέ με, κακούργε! άφησέ με σου λέγω! . . (Ο Θόδωρος κλειδόνει την θύραν). Αχ, Χριστέ μου και Παναγία μου! Φονικό! ωχ, φονικό! Βοήθεια! Βοή . . . (κατευνάζεται). Σ-σ . . . τι κάνω 'γώ; Είμαι στα λογικά μου; τώρα μας κουβαλιούνται οι αστυφύλακες . . . (Πραΰνεται). Άφησέ με, Θοδωράκη μου! Άφησέ με, ψυχή μου! Για σένα, βλέπεις, το ίδιο είνε· τι θα καταλάβης να με πάρης στο λαιμό σου; Θάρθη, βλέπεις, αμέσως η αστυνομία, αμέσως θα πιαστούμε! Άμα έρθη ο γέρος, ευθύς θα πιαστούμε. Ποιος ήρθε θα ειπούνε; ήρθε θα ειπούνε ο Ιβάν Αντώνιτς. Τσακόσετέ τον, θα ειπούνε τον μπιρμπάντε. Ο κύριος είνε μεγάλος και πλούσιος· και νά σου τον τον καλό σου από 'δώ . . (συλλαμβάνει ο ίδιος το περιλαίμιόν του) και τράβηγμα ίσια στο Γενικό διοικητή, και στο δικαστήριο κι' απ' εκεί εις την οδόν Σιβηρίας! ωχ, ωχ, ωχ, ωχ! (Κάθηται επί του μαρσίπου και κλαίει). Θοδωράκη . . Θοδωράκη! Δε μου λες, τι θα καταλάβης, τι θα κερδίσης, αν εμένα με μαστιγώσουν εκεί που ξέρεις; . . .
ΘΟΔΩΡΟΣ
Έλα Χριστέ και Παναγία ευπατρίδην σαν και λόγου σας θα μαστιγώσουν; Καλέ τι λέτε;! . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ποιος; Εγώ ευπατρίδης; Κουρουφέξαλα . . ψευτιαίς! Κ' η κοσκινού τον άνδρα της! . . . σε μένα πάει. Θόδωρε, αι Θόδωρε! άφησέ με, αδελφέ! Γι' αγάπη του Χριστού κάμε το κι' άφησέ με! Έχω βλέπεις κ' εγώ τη φωλίτσα μου· από μένα περιμένουν να τους πάγω να φάνε.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Καλέ τι λέτε, Ιβάν Αντώνιτς; Τι φωλίτσα είν' αυτή;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Δηλαδή, να, πουλάκια· μικρά παιδάκια· τα κακόμοιρα θ' αποθάνουν από το κρύο κι' από την πείνα· θα τα ρίξουν μες στο δρόμο σαν τα ψωρόσκυλα· τα παιδάκια τα καϋμένα — το αίμα μας!
ΘΟΔΩΡΟΣ
Μα τι είν' αυτά, Ιβάν Αντώνιτς, γιατί ανησυχήτε έτσι; πού μπορεί να πάη ο αφέντης;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Πώς πού; Ξέρω κ' εγώ; στους τέσσερους ανέμους.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Και είν' εκείνος τέτοιος άνθρωπος που να φύγη; Δε φεύγει κι' έννοια σου. Για κάποια δουλειά θα πήγε — όχι έφυγε.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Όχι, έφυγε, χωρίς άλλο έφυγε. Νά η ώρα τώρα να συλλογισθή εμάς. Λένε, πως αυτό το πράγμα αξίζει σαράντα χιλιάδες — νά πράγμα μια φορά! Και τι νομίζεις. Κ' εμένα τον ίδιο, όταν εμπήκα στ' αμάξι με το κατηραμένο αυτό κόσμημα κ' εμύρισα καθαρό αέρα, έτσι και μ' ετραβούσε! Και το μόνο που μ' έκαμε να κρατηθώ είνε που εσκέφθηκα: βρε τι θέλω τι γυρεύω εγώ από τέτοια πράγματα; αυτός είνε θηρίο και αν πέση κατ' επάνω μου — εχάθηκα! . . . Τι τόνε μέλει αυτόν τώρα; Γι' αυτόν τώρα παντού ο δρόμος είν' ανοικτός, παντού είνε ζεστά. Πάει — δουλειά του . . .
ΘΟΔΩΡΟΣ
Μα τι συμφέρον έχει να φύγη, και μάλιστα με κλεμμένο πράγμα. Αν ήταν κανένας ανόητος, μάλιστα, μα αυτός . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ώστε κατά τη γνώμη σου, είνε καλείτερα να τώχει μαζύ του και να γυρίζη μέσα στην πόλι;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Μα τι, μήπως είνε κλεμμένο;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μα δεν απατήσαμε τους Μούρομσκη και τους το 'πήραμε; Τι άλλο ήθελες να κάμη; τώκοψε λάσπη και πάει λέοντας!
ΘΟΔΩΡΟΣ
Αι . . . θα 'πήγε να το βάλη ενέχυρο.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ενέχυρο; Αμέ που πρέπει να το επιστρέψη απόψε; διαφορετικά θα το ζητήσουν μέσον της Αστυνομίας και σε καθίζουν στο φρέσκο. Κι' αυτό εκεινού δεν του αρέσει καθόλου. Όχι, αδελφέ, έφυγε, ναι, είνε φευγάτος! Θόδωρε, πάμε να φύγωμε κ' εμείς.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Εμένα τι με μέλει; Εγώ καλά κάθουμ' εδώ.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Θ' αποθάνης στη φυλακή, κακομοίρη!
ΘΟΔΩΡΟΣ
Και γιατί; εγώ τίποτε δεν ξεύρω· σκουπίζω το δωμάτιο, καθαρίζω τα ποδήματα, ούτε είδα ούτε άκουσα τίποτε· νά τι θα πω. Κ' έπειτα, αυτή είνε δουλειά σκοτεινή· 'μπορεί ο Μιχάηλο Βασίλειτς να πήγε και πουθενά. Ποιος το ξέρει;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Να πήγε πουθενά;, ώστε θα 'πή, έφυγε;!! (Αρπάζει την κεφαλήν του και τρέχει εις τα δωμάτιον). Ωχ, ωχ, ωχ! (Σταματά και αναπνέει). Να το 'δής, Θόδωρε, που θα σε ανακρίνουν κ' εσένα: μήπως δεν είδες και συ που του τώδωσα;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Τι πράμα, λέι; . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (φωνάζει)
Λέγω, πως είδες πως εδώ, σ' αυτή τη θέσι, έδωσα την καρφίτσα σ' εκείνον τον κακούργο, τον αφέντη σου.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Α! Ιβάν Αντώνιτς, μου κάνετε τη χάρι, σ' αυτή την υπόθεσι εμένα να μη μ' ανακατεύετε. Εγώ, κύριέ μου, δε ξέρω τίποτε· εγώ καθαρίζω ποδήματα, σκουπίζω την κάμαρα, και από τις δουλειαίς τις δικές σας τίποτε δε ξέρω.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (μετά φρίκης)
Ιούδα! . . Πώς δε ξέρεις; Βρε τώρα, αυτή τη στιγμή, εμπρός στα μάτια σου δεν του την έδωσα;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Καλέ τι λέτε; Πώς μπορώ να ξέρω εγώ τι του εδώσατε σεις; Μήπως μου είπατε τι του εδώσατε;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Αχ κακούργε! φονιά! (Κτυπά τα μέτωπόν του). Μ' εσκότωσες!! Άαα! Διαβόλου συμμορία! βλέπω, βλέπω . . . θέλετε να με τσουβαλιάσετε . . . Α, όχι, στάσου! (Επιτίθεται κατ' αυτού μεθ' ορμής). Άφησέ με, σου λέγω, άφησέ με, ασυνείδητε! (επιτίθεται) Ακούς τι σου λέω; άφησέ με! (Ρίπτεται εναντίον του· συμπλέκονται σιγώντες και πνευστιώσι. Ο Θόδωρος καταβάλλει τον Ρασπλιούγεφ).
ΘΟΔΩΡΟΣ
Αι, Ιβάν Αντώνιτς, αυτά δεν περνούνε, τ' αδέρφι, σε μένα! Μη στριφογυρίζεις, στάσου, στάσου . . (τον πιέζει).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (ασθμαίνων βαρέως)
Ωχ, ωχ, ωχ! Άφησέ με! πεθαίνω . . . πεθαίνω! . . . άφησέ με . . . βοήθεια . . . μάνα μου! . . .
ΘΟΔΩΡΟΣ (πιέζων τον Ρασπλιούγεφ)
Αφού έχω τέτοια διαταγή, κάθου λοιπόν ήσυχα . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(αποσπάται, αποσύρεται προς την σκηνήν και διορθώνεται).
Τφου, να πάρ' ο διάβολος! α! (προς το κοινόν). Τι θαρρείτε, πως τώχει τίποτε ο βλάκας αυτός να με πνίξη; (σκέπτεται). Κ' είνε τρίτο ξύλο αυτό, μάλιστα τρίτο! (δένει τας χείρας του) Τύχη! (δυνατά) Τύχη! Γιατί με κατατρέχεις; Γιατί με καταδ . . . (παρατηρήσας τον Θόδωρον). Όχι, είδες ο καλικάντζαρος! Δες μούτρα, κύτταξε μούτρα! Στάθηκε πάλι στην πόρτα σαν κανένας στύλος· τι ανάγκη έχει; (ο Θόδωρος τον κυττάζει με αδιαφορίαν, ο Ρασπλιούγεφ παρατηρεί δεξιά αριστερά). Ωχ, ωχ, ωχ! και ο καιρός περνά! Και μπορεί πια νάρχονται. Κ' εγώ έπεσα στην παγίδα! είμαι υποχρεωμένος να μη μιλώ και να περιμένω τη συμφορά! τη φυλακή!! Να περιμένω την τιμωρία και να μη 'μιλώ!! Χριστέ μου! πώς μου σφίγγεται η καρδιά! . . . πώς λιγόνω! Νά, εδώ έχω πόνο, με πνίγει!!! Παιδάκια μου! γυμνά, νηστικά . . . θα σας ιδώ τάχα; . . . Γιαννάκι μου, παιδί μου! (Κλαίει. Κτυπά ο κώδων). Άι! . . . Νά τους! . . . Νά τους! Η αστυνομία ήρθε, η αστυνομία!! (τρέχει εντός του δωματίου. Ο κώδων και πάλιν κτυπά. Ο Θόδωρος πηγαίνει ν' ανοίξη). Έρχονται!! ωχ, ωχ!
(Ρίπτεται άπελπις επί του μαρσίπου).
Οι άνω, και Κρετσίνσκης.
(εισέρχεται ταχέως· ο Θόδωρος τον ακολουθεί και τω ομιλεί χαμηλοφώνως).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (εύθυμος)
Χα, χα, χα! Πολύ καλά έκαμες, (τω Ρασπλιούγεφ). Αι, λοιπόν; θαρρώ, πως εζεσταθήκατε με το Θόδωρο. Δεν πειράζει, παρά να κάθεστε χωρίς δουλειά . . . Το κακό μοναχά είνε, που βιάζεσαι πολύ, Ιβάν Αντώνιτς· όλα, φίλε μου, θα έλθουν με τον καιρό τους· αυτοί είνε οι νόμοι της φύσεως· και η αστυνομία θα έλθη και τη Σιβηρία δεν θα την αποφύγης, όλα θα γείνουν με τον καιρό· μην ανησυχής γι' αυτό. (Πλησιάζει προς το γραφείον και εκτυλίσσει δέμα). Τώρα πάρε αυτά και προς το παρόν πιάσε τη δουλειά σου (τω δίδει δέσμην χρημάτων). Μέτρησε αυτά τα χρήματα και χώρισέ τα εις σωρούς. Πρέπει να τα δώσωμεν, αυτό είνε υποχρέωσίς μου, ιερόν καθήκον. Και την καρφίτσα (την θέτει επί της τραπέζης), πρέπει να την επιστρέψωμεν απόψε εις εκείνον που ανήκει. Έτσι κάμνουν οι τίμιοι άνθρωποι. Τα είδες;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(εντελώς αλλόφρων πλησιάζει προς την τράπεζαν).
Δηλαδή, δεν βλέπω τίποτε (τρίβει το μέτωπόν του): κάτι παρδαλά πράγματα. (Κάμνει χειρονομίαν). Ου! χρήματα . . . είνε χρήματα . . . αμ' αυτό; — η καρφίτσα . . . πράγματι . . . η καρφίτσα! (λαμβάνει τα χρήματα και αρχίζει να μετρά)· εκατό . . . διακόσα . . . τετρακόσα . . . εννηακόσα . . , δεκατέσσερα . . , τφου! (Τ' αποθέτει και αρχίζει πάλιν να τα μετρά επί της τραπέζης· προς το κοινόν). Μια φορά κ' έναν καιρό ήταν εδώ στη Μόσχα (στενάζει) ο καθηγητής της φυσικής μαγείας και των αιγυπτιακών μυστηρίων κύριος Μπόσκος: έβγαζε από το καπέλο του κρασί μαύρο κι' άσπρο (αναρροφά), εγέμιζε το πιστόλι με καναρίνια· έβγαζε από το γρόθο του μπουκέτα και τα εμοίραζε · — λοιπόν, σας ορκίζομαι, να μην ιδώ Θεού πρόσωπο, πως τέτοια τερτίπια δεν θα 'μπορούσε να τα κάμη· όπου αποδεικνύεται ότι ο Μπόσκος εμπρός εις τον Μιχάηλο Βασίλειτς ήτον ένας μπόσικος.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (γράφων παρά την τράπεζαν).
Αι, φθάνει! μέτρα! Γιατί εσένα σου αρέσει να κοπανίζης αέρα. Έχει αυτός ο άνθρωπος μια κάποια υπερευαισθησία: ενώ φαίνεται πως είνε κούτσουρο, αμέσως μαλακόνει.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (εν εκτάσει).
Χριστέ και Παναγία μου! Πώς αναγαλλιάζει η καρδιά μου, τι μυρωδιές με λούζουν απ' όλα τα μέρη! κάτι γιασεμιά μυρίζουν και πρέπει να συμπεράνω πως τώρα τέτοιαις ανοησίαις κάθουμαι και κοπανίζω που ύστερα θα 'ντρέπομαι τον εαυτό μου.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Χα, χα, χα! Το πιστεύω.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Γελάτε, γελάτε! Τι σας μέλει σας; Εσείς ξέρετε και τα μπαλόνετε, όλους τους τυλίγετε, τους πέρνετε τον αέρα! Αν σας είχα όμως στη θέσι μου — τότε θα εβλέπαμε: Μάλιστα! Ερωτήσετε το Θόδωρο να σας πη. Όταν ελείπατε τα είχα χάσει όλως διόλου· ο νους μου εσκοτίσθηκε· εκαθόμουνα εδώ να . . . (δεικνύει τον μάρσιπον) και έσκουζα σαν το σκυλί.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Άκουσ' εδώ, εγώ περιμένω . . . έτσι δεν θα τελειώσωμε ποτέ!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μα τι, Μιχάηλο Βασίλειτς, ούτε να χαρώ πια δεν 'πορώ: (διαλέγει τα χρήματα). Νά τα, νά τα, τα φίλτατα! Τα πουλάκιά μου, τα χελιδονάκιά μου! Αυτό εδώ ένα μάτσο παρδαλόψαρα, κι' άλλο, κι' άλλο . . . να κι' άλλα μελιντζανιά: άλλο μάτσο, κι' άλλο και τρρρίτο και τέταρρρτο . . . χα, χα, χα! χι-χι-χι! Χριστέ και Παναγία μου! Και τι δε θα 'μπορούσα να κάμω, τι δε θα 'μπορούσα να σκαρώσω με αυτά τα αγαθά! . . . (Κάθεται και μετρά. Σιγή).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(φορέσας τον πίλον και την γούναν του, πλησιάζει προς τον Ρασπλιούγεφ).
Λοιπόν, τεκνίον, ετελείωσες;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (σπεύδων).
Τώρα . . . τώρα . . . αμέσως . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (λαμβάνει έν δέμα).
Αυτά τα χρήματα θα τα πάγω μόνος μου· κι' αυτά (τω δίδει τα υπόλοιπα χρήματα) πήγαινέ τα συ και εξαγόρασε το ωρολόγι. Να και σημείωσιν πού και πόσα πρέπει να δώσης. Κύτταξε να γίνουν όλα τακτικά.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(λαμβάνει τα χρήματα και τα περιτυλίσσει μετά προφυλάξεως εντός χαρτίου).
Μιχάηλο Βασίλειτς . . . μα πώς . . αυτά τα χρήματα τα πήρες από τον Μπεκ;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ναι, από τον Μπεκ.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Αμ' η καρφίτσα . . . Σταθήτε . . . (παρατηρεί την καρφίδα) Α, μα αυτή είνε η βαφτιστικιά μου! είνε αυτή η ίδια, που πήρα από την Λυδίαν Πετρόβνα; αι;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Εννοείται· πρέπει να την επιστρέψωμεν απόψε της Λυδίας Πετρόβνας. (Λαμβάνει την καρφίδα εκ των χειρών του Ρασπλιούγεφ και την κλειδόνει εις το γραφείον).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (λαμβάνει τον πίλον του)
Πώς; Διάβολο δεν καταλαμβάνω! Μα πώς γίνεται αυτό; αι; και χρήματα, και καρφίτσα; (ο Θόδωρος τω ρίπτει επί των ώμων του την γούναν).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Είσαι κυνηγάρικο σκυλί, καϋμένε Ρασπλιούγεφ, μα μυρωδιά δεν πέρνεις . . Κρίμα σ' εσένα . . .
(Καταπίπτει η αυλαία).
Κατοικία Κρετσίνσκη. Εσπέρα. Τα πάντα κατάφωτα και ευπρεπισμένα.
Ο Θόδωρος φορών μέλαν φράκον, λαιμοδέτην, γελέκον και χειρόκτια λευκά,
αποθέτει τας λυχνίας και ξεσκονίζει τα έπιπλα. Ο Ρασπλιούγεφ εισέρχεται
βοστρυχωμένος και φορών φράκον και λευκά χειρόκτια.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Χα, χα, χα! . . . Δε βαστώ! . . . (Αποθέτει τον πίλον του). Σα φαντασθώ αυτό το σιχαμένο μούτρο, που εκαθότανε ο αλιτήριος με το γυαλί· το φυλάγει, το φρουρεί ο Ιούδας με εφτά κλειδαριαίς, ένα κομμάτι κρύσταλλο εκεί και είκοσι λεπτών μπακίρι . . μα μου έρχεται . . χα, χα, χα! . . . και με πιάνει . . . φου . . . (διορθώνεται). Και θα τρίβει τα χέρια από τη χαρά του· έξη χιλιάδες ρούβλια έδωσε· δεν είνε και λίγα! Αυτός θα σκέπτεται: ο Κρετσίνσκης τάχα θα ψοφήσει και το μονόπετρο θα μου μείνη . . . Αι Θόδωρε! Δεν είνε Ναπολέων ο Μιχάηλο-Βασίλειτς; Δόσε μου ένα μολυβοκόνδυλο . . (Ο Θόδωρος τω δίδει μολυβδοκόνδυλον). Στάσου, θα το σημειώσω! λοιπόν εύρηκα ή έδρηκα — πώς τώπε;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Εύρηκα, θαρρώ.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ας είνε λοιπόν εύρηκα. Το πρώτο ζαγάρι που θα μου τύχη θα το βγάλω εύρηκα. Ωιού! αι, συ, εύρηκα! καλά, δεν πειράζει. Θυμάσαι, Θόδωρε που 'φώναζε πως βρήκε; αι, λοιπόν, πράγματι ευρήκε.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Τα είδατε λοιπόν, Ιβάν Αντώνιτς! και σεις πια είσθε έτοιμος να τόνε πάρετε και να τον πάτε στη φυλακή.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ύστερ' απ' αυτό, τι να σου 'πώ, αδελφέ, πάω πάσσο. Έμαθες όμως πώς τα κατάφερε;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Πού να το 'ξέρω εγώ; Κανένας κουτός, να σου πω, δεν είμαι, μα σ' αυτό εδώ, πα να χάσω το νου μου· το σκέπτομαι κι' έτσι, το σκέπτομαι κι' αλλοιώς — τίποτε: δεν το χωρεί ο νους μου κι' ετελείωσε.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Νά, όμως εγώ που το μαντεύω, αδελφέ, το μαα-ντεύ ω . . . κύτταξε όμως . . . είνε μυστικό.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Μπα! Θεός φυλάξει!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Άκουσε λοιπόν . . . (Διορθώνει το φράκον του και κάμνει χειρονομίαν δια των δακτύλων). Άμα συνέλαβε στο νου του αυτό το σχέδιο, άμα το συνέλαβε, τώφερε απ' εδώ, τώφερε απ' εκεί . . . Αι, Ρασπλιούγεφ, μου λέγει, βοήθησέ με. Εγώ, του λέγω, είμαι πρόθυμος, Μιχάηλο Βασίλειτς, και εις πυρ και εις θάνατον. Ιδού, λέγει, περί τίνος πρόκειται: σφίξε, λέγει, Ρασπλιούγεφ, τη συνήδεισί σου και πήγαινε να μου φέρης από του Μούρομσκη το μονόπετρό του δακτυλίδι, που το περασμένο φθινόπωρο τους το είχα μετασχηματίσει εις καρφίτσα· θυμάσαι, λέγει, κατά το σχέδιο εκείνης της καρφίτσας που είνε πεταμένη μέσα εις το συρτάρι μου. Εγώ άρχησα νά το σκέπτωμαι καλά.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Ποιος — σεις;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Εγώ, αμέ; Σα δύσκολο μου φαίνεται, του λέγω, σα δύσκολο. Και όμως φεύγω και πετώ σαν πουλί και μετά ένα τέταρτο σου το φέρνω: νά το, του λέγω! Αυτός, που λες, το πέρνει, και πέρνει και το υπόδειγμα . . τ' ακούς; το υπόδειγμα, εις το οποίον απάνω την έκαμαν . . και ταις χώνει και ταις δυο μέσα στο πορτοφόλι του.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Στο πορτοφόλι του! . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Στο πορτοφόλι του! Κατεργάρης, βλέπεις, και τη ψεύτικη δεν την επέταξε . . αι; πως σου φαίνεται; αυτή λοιπόν τάκαμε όλα. Τις πέρνει λοιπόν και μια και δυο κατ' ευθείαν εις του Μπεκ! Χρήματα, του λέγει, τσιφούτη, χρήματα δος μου. Χρήματα; Τι χρήματα; χρήματα δεν έχει. Αμ' με ενέχυρο έχει; Με ενέχυρο, λέει, έχει. Και πόσα, παραδείγματος χάριν, μου δίνεις, τσιφούτη, απάνω σ' αυτό το διαμαντένιο βουνό; . . Εκείνος άμα την είδε — τάχασε κι' άνοιξε το στόμα του, άστραψαν τα μάτια του και τον έπιασαν κρυάδες. Από 'δώ, απ' εκεί, την εξετάζει με τη λούπα, τήνε ζυγίζει, τήνε γυρίζει στα χέρια του, τήνε δοκιμάζει . . είδε πως είνε πράγμα πρώτης . . Τέσσερις! . . . Τέσσερις! . . . Παληάνθρωπε, του λέγει, και κοστίζει δέκα . . . αι; Μωρέ τον κουτό μου κάνεις; Δόσε μου τηνε πίσω· δε θέλω! . . . Εκεινού ανάψανε τα αίματά του, δε 'μπορεί να του την αφήση· τήνε πέρνει και τήνε βάζει πάλι στο πορτοφόλι του. Δίνεις επτά; (Με κλαυθμηράν φωνήν:) Όχι δε 'μπορώ, δε 'μπορώ πέντε! — θέλω επτά! — άκα! — αι, ας είνε έξη! — άκα! — αι, αντίο, μα θα το μετανοιώσης· ο Συρέγγελ θα μου δώση οκτώ. Τρέμει ο τσιφούτης, σπαρταρίζει και ουρλιάζει σα λύκος . . . Κλέ-έ-έφτης! Ουφ! . . . πάρε τις, λέει. Σύμφωνος λοιπόν; Σύμφωνος! . . . Δόσε, του λέγει ένα κουτάκι και το βουλοκέρι. Τι κουτάκι; Τι κουτάκι — νά, ένα κουτάκι. Θα το βάλω εκεί μέσα ιδιοχείρως, θα βάλω τη βούλα μου κέτσι θα είνε ασφαλισμένο το πουλάκι μου. Εγώ τέτοιο θησαυρό στα χέρια σου δεν τον αφίνω, ακούς; . . . ω . . χ . . ώ! . . .
ΘΟΔΩΡΟΣ
Έτσι μπράβο! (νεύει την κεφαλήν).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (εξακολουθεί).
Τρέχει στα τέσσαρα για να φέρη το κουτάκι· φέρε, λέγει, και τον παρά . . φέρνει και τον παρά. Νά, του λέει, κύτταξε! Τι κάνει; — βγάζει από το πορτοφόλι του όχι την καλή αλλά την άλλη, το υπόδειγμα . . . Πώς σου φαίνεται; του την στρέφει μέσα στα μάτια του . . . ολάκερη Βραζιλία . . . αι; . . Χολκόνδα . . . αι;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Ω, Θεέ μου!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (με ορμήν).
Εκεινού τα μάτια είχαν σκοτισθή από το αίμα! Μία . . . δυο . . . το χώνουν μες στο κουτί, το βουλόνουν . . . εκείνος του δίνει τον παρά . . αυτός το κουτί . . Γυρίζει πίσω . . . κι' άμα μου ρίχνει απάνω στο τραπέζι ένα τέτοιο πάκο! . . . Νά, μου λέει, πάρε, και θυμού το Μιχάηλο Βασίλειτς! . . .
ΘΟΔΩΡΟΣ (σταυρώνων τας χείρας του).
Αχ, θεέ μου!
(ίστανται αμφότεροι εν κατανύξει. Σιγή).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (εν εκτάκτω φαιδρότητι).
Ναπολέων, σου λέγω, Ναπολέων! Μέγας ήρως, μάγος και γόης. Μωρέ, πώς τα κατάφερε! Ακούς να βάλη τα γυαλιά τ' ανθρώπου! . . Τι λέγω ανθρώπου; έβαλε τα γυαλιά ενός τοκογλύφου, που θα το ενθυμούνται για χρόνια.
ΘΟΔΩΡΟΣ (θαυμάζων)
Και τω όντις, πώς τα κατάφερε. Έλα Θεέ μου! Έτσι τα καταφέρνουν!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Αμ' πώς θαρρείς! Φρίκη! Κ' έχομε και τον παρά, έχομε και το μονόπετρο. Κι' απόψε εμείς το γυρίζομε πίσω και λέμε κ' ένα ευχαριστώ . . . (αυταρέσκως). Κάτω από επτά βούλες και με επτά κλειδαριαίς κοίτεται το γιαλί, κι' ο εβραίος κάθεται απάνω του με το αλάδωτο κορμί του και το φυλάγει. Και ούτε ίχνος! ούτε ίχνος! Και μορφοπληρόνει το χρέος του στη λέσχη, μορφοκάνει το γάμο του, πέρνει το εκατομμύριο και σου σηκόνει, δηλαδή θα σηκόση ένα βουνό από χρυσάφι και θα γίνη μέγας και πολύς και μας δε θα μας λησμονήση, Θόδωρε, αι; . . . δε θα μας λησμονήση . . τι λες;.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Καλά θα είνε να μη μας λησμονήση.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Εμένα μου υπεσχέθη διακόσες χιλιάδες.
ΘΟΔΩΡΟΣ
Καλά, αφού σου υποσχέθηκε. Οι χαχόλοι λένε: πως όταν ο αφέντης σου υποσχεθή γούνα, ο λόγος του σε ζεσταίνει.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Τι λέει; Πού την ευρήκες αυτή την παροιμία; Υπεσχέθη, εννοείται, υπεσχέθη (κωδωνισμός). Νά! μην είνε . . μην εκόπιασε ο Μιχάηλο Βασίλειτς; . . . εκείνος είνε (ανυψοί μετά κατανύξεως τας χείρας). Μεγάλε ήρωα, μάγε και γόη!
(Βαίνει μετά σεβασμού εις προϋπάντησίν του).
Οι άνω και Κρετσίνσκης.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (εισέρχεται και αποθέτει τον πίλον του).
Τι ημέρα! . . . αι; . . . Φέρε μου μια καρέγλα. Θόδωρε: εκουράσθηκα! . . . Πρώτη φορά στη ζωή μου που 'κουράσθηκα: γεράματα . . . Αι, τα έχετε εδώ όλα εν τάξει;
(Κάθηται. Ο Ρασπλιούγεφ και ο Θόδωρος στέκονται εμπρός του).
ΘΟΔΩΡΟΣ
Όλα είνε εν τάξει, Μιχάηλο Βασίλειτς, όπως επροστάξατε, όλα είνε εν τάξει.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (εξετάζων την αίθουσαν). Τα βλέπω. Καλά. Βάλε εδώ
ακόμη ένα λύχνο. Τι λαμπρό απαρτμάν· αξίζει για κάθε γαμβρό. (Προς τον Ρασπλιούγεφ αυστηρώς). Συ τα εξετέλεσες όλα, όσα σου είπα;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Όλα, Μιχάηλο Βασίλειτς, όλα, όπως μ' επροστάξατε, έως το τελευταίο. Θέλετε να σας δώσω την απόδειξιν;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Εννοείται· άμε πώς; επί καλή τη πίστει; (λαμβάνει παρ' αυτού την απόδειξιν και αναγινώσκει). Χμ! . . καλά . . Θόδωρε! . . . Νά, κλείσε την στο γραφείο . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Νά και τ' ωρολόγι σας, Μιχάηλο Βασίλειτς, και η αλυσσίδα. Όλα είν' εδώ (τω τα εγχειρίζει). Ορίστε, ιδήτε.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (λαμβάνει το ωρολόγιον)
Καλά! Φου, εκουράσθηκα! . . . (περνά επάνω του τ' ωρολόγιον). Στη λέσχη εγευμάτισα εξαίρετα. Προ πολλού δεν είχα τέτοιαν όρεξι. Ήταν εκεί κι' ο βλάκας αυτός ο Νέλκην. Είχε στυλώσει επάνω μου τα μάτια του σαν κουκουβάγια. Δεν πας να κυττάζης· έφαγες τη χυλόπητα, τώρα μη μου γουρλώνης τα μάτια σου· από 'μένα, φίλε μου δεν έχεις να πάρης να δίνης· είμαι θεριό; . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Κι' εγώ, Μιχάηλο Βασίλειτς, καθώς επροστάξατε, επέρασα από το ρεστοράν . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Α-α, δεν το ελησμόνησες;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Πώς είνε δυνατόν; . . Μπαίνω, που λέτε, έτσι, έκατσα στη μέση του καναπέ, ακούμπησα, έτσι δα! . . . Χμ! λέω: δόσε μου ψαρόσουπα, δυο κομμάτια κρεατόπητα, λέω· γουρουνόπουλο με υπόληψι. Δεν πιστεύω τον ίδιο τον εαυτόν μου: εγώ είμαι — ή δεν είμ' εγώ;. . . Μου έφεραν μια σούπα αριστούργημα. Τα κομματάκια μέσα θαρρείς πως ήταν κεχριμπάρι. Δεν είχα βάλει στο στόμα την πρώτη κουταλιά, που θυμήθηκα το Μπεκ· μου καθίζει στο λαρύγγι και γού-ού! . . όλ' απάνω μου . . . καταλερώθηκα, ελέρωσα και το γιλέκο μου . . . να πάρ' ο διάβολος . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Αι, καλά, καλά! . . Άκουσε· όταν έλθουν οι προσκεκλημένοι, εσύ κύτταξε να πιάσης κουβέντα με το γέρο· λέγε του ό,τι σου κατέβη, κι' εγώ θα μείνω με τις γυναίκες, και θα καταφέρω να γίνη ο γάμος σε δυο 'μέρες. Κύτταξε καλά να μη σου ξεφύγη καμμιά ανοησία γιατί εσύ το συνηθίζεις.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (μετά παραπόνου).
Πώς το συνηθίζω; γιατί το συνηθίζω; Εγώ πάντοτε κάνω το καθήκον μου και όμως ποτέ δε μου 'πετε ένα ευχαριστώ.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Α τώρα. Θέλεις να σου πουν κι' ευχαριστώ! Άλλο τώρα βγήκε στη μέση! (συλλογίζεται) Για στάσου . . είσαι ντυμένος καθώς πρέπει;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Εγώ Μιχάηλο Βασίλειτς από το ρεστοράν εγύρισα στο γαλλικό κουρείο κ' εκτενίστηκα αλλά μουζίκ . . . ιδέτε, ιδέτε χειρόκτια, ενάμισυ καρμπόβονο έδωσα, άσπρα, κάτασπρα είνε . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ήτον όλως διόλου περιττά.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Καλέ τι λέτε; Πώς περιττά! χωρίς άσπρα γάντια δε γίνεται· και τώρα, νά, εφόρεσα το φράκο σας . . . κυττάξετε.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Χα, χα, χα! καλός είσαι, πολύ καλός. Για ιδέτον! έγεινε μεγάλο υποκείμενο (τον συστρέφει).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μα γιατί, Μιχάηλο Βασίλειτς, γιατί να μην είμαι μεγάλο υποκείμενο; όλα τα χρήματα τα κάνουν με το να μην έχω παράδες κάμνω το δούλο και τρέχω· αν είχα όμως χρήματα θάστελνα εγώ άλλους και θα τους εξέφραζα και τη δυσαρέσκειά μου.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Αι, καλά, καλά! Τώρα σηκωθήτε γλήγορα! Θόδωρε! (Ο Θόδωρος προσπεύδει). Κύτταξε να γίνουν όλα καλά, καθώς πρέπει, να μην κάμνουν οι υπηρέται θόρυβον και να μην κάνετε καραμπόλαις με τη μύτη σας· δυο υπηρέται με στολήν εις την είσοδον· εδώ ακόμη ένα λύχνον το πράσινο τραπέζι εδώ νά. (Παρατηρεί τα ωρολόγιον). Τώρα θα έλθουν οι προσκεκλημένοι! Το τέλος ας στεφανώση το έργον! Στάσου, στάσου! Αι, Θόδωρε! Εκεί εις το κοριδόρ είνε το πορτρέτο ενός στρατηγού της Μεγάλης Αικατερίνης . . . Μια μούρη τέτοια (κάμνει μορφασμόν). Σκούπισέ το αμέσως, φέρετο εδώ και κρέμασέ το από πάνω από το γραφείο μου. Είνε διά την γενεαλογίαν. (Κομίζουσι τον λύχνον, την τράπεζαν, την εικόνα· τα τοποθετούσι και κρεμώσι την εικόνα. Κρότος κώδωνος). Νά τους. Πηγαίνω να τους υποδεχθώ· συ, Ρασπλιούγεφ, κάθησε εδώ νά, στον καναπέ, έτσι ολίγο ξαπλωμένος πάρε μια εφημερίδα . . εφημερίδα πάρε, βλάκα . . . ξάπλωσε! . . κούτσουρο! . . (Φεύγει).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Λοιπόν, νά, βλέπετε; πάλι άρχησε να με μαλώνη· και έπειτα σου λέει, καλός. Μου υποσχέθης πως θα μου δώσης διακόσες χιλιάδες, φίλε μου. Μάλιστα!
Μούρομσκης, Ατούγεφ, Λύδοτσκα, Κρετσίνσκης και Ρασπλιούγεφ.
(υποκλίνονται και σφίγγουν αλλήλων τας χείρας).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (παρατηρών).
Τι ωραίο είνε το σπίτι σας.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ναι, ωραίο, ωραίο σπίτι! Τι γούστο που σου το έχει! . . εις όλα, εις όλα . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Ναι, πολύ ωραίο.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Το κατ' εμέ, Mesdames, μόνον απ' αυτής της στιγμής παρατηρώ ό,τι έγινε ωραίον. (φιλεί την χείρα της Λύδοτσκας).
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι χαριτωμένα που απαντά πάντοτε! Τι αξιαγάπητος άνθρωπος αλήθεια . . . Ξεύρετε τι, Μιχάηλο Βασίλειτς; εγώ δι' ένα πράγμα μόνον λυπούμαι.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (ευγενώς).
Περί τίνος, Άννα Αντώνοβνα;
ΑΤΟΥΓΕΦ
Που δεν είμαι νέα· αλήθεια, 'μπορούσα να ερωτευθώ μαζύ σας.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Όχι, δα! ώστε εγώ πρέπει να λυπούμαι, διότι δεν είμαι γέρων.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Αλλά τούτο δεν κολακεύει εμέ.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Λύδοτσκα! τι, ζηλεύεις;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(λαμβάνει την χείρα της Λύδοτσκας και την φιλεί).
Διά να είσθε ζηλιάρα, σας φιλώ το χεράκι σας· είνε κακόν όμως να είσθε άδικος.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Διατί είμαι άδικος;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Εγώ είπα, ότι πρέπει να λυπούμαι· εντοσούτω από το τι πρέπει και τι είναι υπάρχει μεγάλη διαφορά.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
(αποσύρεται κατά μέρος και νεύει προς τον Κρετσίνσκην).
Μιχάηλο Βασίλειτς! ηκούσατε;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τι είνε;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Ένα μυστικόν, (τον σύρει κατά μέρος). Με αγαπάτε;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Σας αγαπώ.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Πολύ;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πολύ.
ΛΥΔΟΣΤΚΑ
Ακούσατε, Μισσέλ: εγώ θέλω να μ' αγαπάτε παραπολύ . . . απεριορίστως, τρελλά (ημιφώνως), όπως σας αγαπώ εγώ.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (λαμβάνει αμφοτέρας τας χείρας της).
Εξ όλης ψυχής και καρδίας.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Όχι, εγώ θέλω με την καρδιά σας.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (κατ' ιδίαν)
Τι αξιέραστος πεταλούδα θα γείνη!
ΑΤΟΥΓΕΦ (πλησιάζουσα λάθρα προς αυτούς).
Τι ομιλίας έχετε σεις εδώ;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Κάτι λέμε.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Στοιχηματίζω, πως μιλείτε για φορέματα.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Θα χάσετε, το στοίχημα, θείτσα!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Ώστε, περί τίνος πρόκειται λοιπόν;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (δεικνύων την καρδίαν).
Περί εκείνου, που είνε κάτω από το φόρεμα, Άννα Αντώνοβνα!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Πώς, από κάτω από το φόρεμα; (Απομακρυνομένη μετά της Λύδοτσκας). Καλέ τι είν' αυτά, παιδί μου, γι' ασπρόρρουχα του μιλείς;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (γελώσα).
Όχι, θείτσα, όχι δι' ασπρόρρουχα (τη ομιλή εις το αυτί).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (προστρέχει προς τον Μούρομσκην).
Πιοτρ-Κωνσταντίνιτς! μα διατί δεν κάθεσθε; σας παρακαλώ! Τι καρέκλα σας αρέσει; με υψηλήν ή με χαμηλήν ράχιν; Την πολυθρόνα, Ιβάν Αντώνιτς, την πολυθρόνα! (ο Ρασπλιούγεφ σύρει την πολυθρόναν).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι, θα καθίσω εδώ στο διβάνι· εδώ είνε καλά. (Κάθηται).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Επιτρέψατε να σας παρουσιάσω τον καλόν φίλον και γείτονά μου, Ιβάν Αντώνιτς Ρασπλιούγεφ.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (αφίνει την πολυθρόναν και υποκλίνεται, μετά
συστολής). Έχω . . έχω . . . την τιμήν . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (εγερθείς).
Α, έχω ευχαρίστησιν.
(Θλίβει την χείρα του Ρασπλιούγεφ και κάθηται επί του διβανίου. Ο Ρασπλιούγεφ λαμβάνει κάθισμα και κάθηται εις το άκρον αυτού πλησίον του Μούρομσκη, ο Κρετσίνσκης ίσταται εις το άλλο μέρος της σκηνής μετά των κυριών. Κομίζουσι το τέιον. Σιγή)·
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (λαμβάνει κυάθιον).
Υπηρετείτε εις τον στρατόν ή εις δημοσίαν υπηρεσίαν;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (λαμβάνων κυάθιον)
Εις δημοσ . . . εις δημ . . . . εις τον στρ . . . . εις δημοσίαν . . μάλιστα, εις δημοσίαν . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (λίαν ευγενώς).
Και κατοικείται εις Μόσχαν ή εις το χωρίον;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Εις την Μόσχαν, μάλιστα, εις την Μόσχαν, δηλαδή κάποτε . . . περισσότερον όμως εις το χωριό.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και εις ποιον κυβερνείον είνε τα κτήματά σας;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Εις το Σιμπίρσκ, εις το Σιμπίρσκ.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και εις ποίαν επαρχίαν;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Εις ποίαν επαρχίαν!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (κατανεύων την κεφαλήν).
Μάλιστα.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Πώς την λέγουν; (Κύπτει και σκέπτεται), αυτό . . . δηλαδή . . . ωχ . . . πώς την λέγουν; . . . (Κατ' ιδίαν). Μέσα σ' αυτό εδώ το παράμερο μέρος εγώ καμμιά επαρχία δε ξέρω. (Φανερά, κροτεί τον δάκτυλον). Απάνω στη γλώσσα μου γυρίζει . . . Αχ, Θεέ μου . . Μιχάηλο Βασίλειτς! Ποία είνε η επαρχία;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τι επαρχία;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Καλέ η ιδική μας επαρχία.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Α! Αρδάτοφ.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(κάμνει χειρονομίαν εις τον Μούρομσκην).
Ναι αυτή! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αρδάτοφ;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(ροφά τα τέιον και νεύει την κεφαλήν επιβεβαιωτικώς).
Κυβερνείον Σιμπίρσκ, επαρχία Αρδάτοφ.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα η επαρχία Αρδάτοφ είνε εις το κυβερνείον Νιζεγορόδ.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (φυσών εις το κυάθιον).
Εις το Νιζεγορόδ; Πώς εις το Νιζεγορόδ; χα-χα-χα-χα! . . . Μιχάηλο Βασίλειτς! Μα τι είν' αυτό; Ο κύριος Μούρομσκης λέγει, ότι η επαρχία Αρδάτοφ είνε εις το κυβερνείον Νιζεγορόδ . . . μα το ναι! χα-χα-χα-χα! . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (ανυπομόνως).
Μα όχι! είνε δύο· η μία Αρδάτοφ εις το κυβερνείον Νιζεγορόδ, η άλλη εις το Σιμπίρσκ.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(κάμνει χειρονομίαν τω Μούρομσκη)
Είδατε λοιπόν! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (κάμνει χειρονομίαν).
Ναι, πράγματι: μία Αρδάτοφ εις το Νιζεγορόδ και άλλη εις το Σιμπίρσκ.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (χειρονομεί επίσης).
Μία Αρδάτοφ εις το Νεζεγορόδ και άλλη εις το Σιμπίρσκ.
(Συνέρχεται).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Συγγνώμην, συγγνώμην, έχετε δίκαιον. (Σιγή). Και ποίον έχετε πρόεδρον εκεί;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Αι; (κατ' ιδίαν) Το βλάκα, με παραφορτώθηκε. Πού θα πάη αυτή η δουλειά; (δυσφορεί) ωχ, αδελφέ! . . . (φανερά) Κούτσουροφ.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Πώς είπατε;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Κούτσουροφ!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Δεν τόνε ξεύρω . . . δεν έχω την τιμήν να τον γνωρίζω . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (κατ' ιδίαν).
Κι' εγώ νομίζω, πως δεν τον γνωρίζει.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και είνε καλός άνθρωπος;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Αξιόλογος άνθρωπος! ούτε της μύγας δε θέλει κακό.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αυτό εις τας ημέρας μας είναι σπάνιον πράγμα.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Χμ! Σπάνιον λέγει! Όχι, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, τέτοιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν πουθενά!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και μολαταύτα . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (μετά θέρμης)
Σας βεβαιώ δεν υπάρχουν. Ψάξετε! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (μετά ενδιαφέροντος)
Καθώς φαίνεται, θα εδοκιμάσατε πολλάς πικρίας εις τον βίον σας από τους ανθρώπους.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μάλιστα! (διορθόνων το φράκον του) Έχω δοκιμάσει στη ζωή μου τόσαις πίκραις, που αν ήτον κανένας άλλος . . . δεν θα ημπορούσε να ανθέξη και όμως εγώ, δόξασ' ο Θεός . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (στενάζων)
Πολλά συμβαίνουν εις την ζωήν του ανθρώπου . . . Και τι είδους είναι αι γαίαι σας;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Τι γαίαι;! καλούτσικαις.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Σεις εκεί πρέπει να έχετε μαυρόχωμα βέβαια, άλλως τε το κυβερνείον του Σιμπίρσκ είνε όλο μαυρόχωμα.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ναι, ναι, ναι, βέβαια, μαυρόχωμα, — περίφημο μαυρόχωμα, δηλαδή μαύρο, μαύρο . . να, τέτοιο δα! (δεικνύει το φόρεμά του).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και αι εσοδείαι βέβαια θα είν' εκεί εξαίρετοι.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Εσοδείαι; μα σαυτό εδώ το παράμερο μέρος σιτάρι να συνάξω (γελά) . . . μα το Θεό δε μπορώ.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι δα!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Αλήθεια δε μπορώ. Τι να' το κάμω; ούτε με μέλει γι' αυτό . . . (γελά)
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (γελών ωσαύτως)
Και οι γαιοκτήμονές σας τι λογής είνε; δεν μου λέτε, αλήθεια: το άλεσμα πώς γίνεται σε σας;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (κατ' ιδίαν).
Μα αυτός το κάνει επίτηδες . . . (εγείρων τους οφθαλμούς). Χριστέ μου, αυτό που θα καταντήση; . . (απομάσσει τον ιδρώτα του). Για το άλεσμα δεν είμαι εις θέσιν να σας 'πώ τίποτε, γιατί . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (στρεφόμενος)
Μα, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς! τι τον ερωτάτε; Αυτός εις τον κάμπο μόνο με τα σκυλιά επήγαινε· αυτός από νυκοκυριό δεν νοιόθει τίποτε . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Δεν μου λέτε, Μιχάηλο Βασίλειτς, το κτήμα σας είνε εις το κυβερνείον του Σιμπίρσκ, και οι συγγενείς σας μένουν εις το κυβερνείον του Μογιλιόφ.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗ
Εις το Σιμπίρσκ είνε τα κτήματα της μητέρας μου.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Α! καταλαμβάνω. Και ποίας οικογενείας είνε η μητέρα σας;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (παρατεταμένος)
Κολχόβσκη.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Α, αρχαία οικογένεια.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ιδού η εικών του πάππου μου, δηλαδή του πατέρα της μητρός μου.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (παρατηρεί την εικόνα).
Α, ναι.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Νά, ο Ιβάν Αντώνιτς τον εγνώριζε, διότι ήσαν γείτονες. (Κάμνει νεύμα τω Ρασπλιούγεφ και εξέρχεται μετά των κυριών εκ της πλαγίας θύρας).
Ρασπλιούγεφ και Μούροσκης.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Α . . . ναι, ναι, βέβαια, πώς; ήμουνα μικρός . . . σαν να τον βλέπω: ήτον αγαθός γέρων, σεβάσμιος, — και ήτον τέτοιος δα, ξεύρετε — παχύς και απαράλλακτος όπως στο πορτρέτο του. (μετά στεναγμού). Αχ, αχ, αχ . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Είνε ποθαμένος;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Καλέ τι λέτε! αυτός . . . (δεικνύων το πορτρέτον) ναι, αυτός προ πολλού απέθανε.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (μετά τινα σιγήν).
Α, όχι φίλε μου, δοκιμάσατε να κάμετε γεωργικάς εργασίας εις το δικό μας το κυβερνείον, του Γιαρσολάβ, και θα ιδήτε ότι θα ελαμβάνατε άλλην ιδέαν: έχομεν ανάγκην αγρονομίας, χωρίς αγρονομίαν τίποτε δεν γίνεται.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Έτσι αι; λοιπόν χωρίς αγρονομίαν τίποτε δεν γίνεται;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα κρίνετε και σεις ο ίδιος: αι γαίαι μας, φίλε μου είνε άσπραι, λεπταί, χωρίς κόπρισμα σιτάρι δεν παράγουν.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (μετ' ευχαριστήσεως).
Έτσι αι; ώστε λοιπόν σιτάρι δεν παράγουν; Μα γιατί;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα νά, δεν δίνουν. Είσαι λοιπόν αναγκασμένος θέλεις δεν θέλεις να μεταχειρισθής όλα τα μέσα διά να τας καλειτερεύσης· και έπειτα βλέπεις εις τας εφημερίδας που γράφουν, πως οι άγγλοι έκαμαν τέτοια εσοδεία.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Οι άγγλοι! χε, χε, χε! Καλέ τι λέτε; Ποιος σας το είπε αυτό; Τι αγρονομίαν έχουν αυτοί; Όλοι ψοφούν της πείνας με όλη την αγρονομία τους. Το μισώ, κύριέ μου, αυτό το έθνος . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι δα!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Όταν ενθυμηθώ κάτι τι χαλά η καρδιά μου . . Κρίνετε ο ίδιος: κάθε ένας απ' αυτούς είνε μαθημένος εις το μποξ. Και ξεύρετε κύριέ μου τι εστί μποξ;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Όχι δεν ηξεύρω.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Εγώ όμως το ξεύρω . . Μάλιστα! αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν καμμιά ηθική! καμμιά αγάπην προς τον πλησίον . . . χμ, χμ, δεν έχουν, αφού από μικρά παιδιά μαθαίνουν αυτό (κάμνει χειρονομίαν), τέτοιον πλησίον δε 'μπορείς ποτέ να τον αγαπήσης (διορθώνει το φράκον του). Όχι, εδώ αγάπη δεν εισχωρεί· είνε όμως συχωρεμένοι· αυτοί έγειναν τέτοιοι, βλέπεις, γιατί η χώρα των είνε στενή, δεν μπορούν αδελφέ, ν' αναπνεύσουν, γην δεν έχουν, ούτε μια πήχυ στον καθένα δεν πέφτει, ώστε θέλοντας και μη ξυλοφορτώνονται μεταξύ τους.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και όμως όλαι αι εφευρέσεις . . . τώρα έγειναν εργοστάσια, μηχαναί, ατμόπλοια . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Τι λέτε, καλέ! αυτό είναι πείνα, αυτό, κύριέ μου, είνε πείνα: η πείνα τι δεν κάνει; . . Δεν κοπιάζετε να κλείσετε τον ανοητότερο άνθρωπο μέσα σε άδειο κελάρι και να τον αφίσητε νηστικό — να ιδήτε τι εφευρέσεις μπορεί να κάμη. Πιοτρ- Κωνσταντίνιτς! κυττάξετε και σεις ο ίδιος, μα χωρίς πάθος, κύριέ μου, χωρίς πάθος. Αυτό που τρώγουν η δικές μας αγελάδες, η βρώμη δηλαδή, αυτοί το κάνουν σούπα . . . Μα το θεό! Τώρα αυτό . . .
Οι άνω και ο Νέλκην (λίαν τεταραγμένος, εισέρχεται ταχέως και παρατηρεί).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Α! Βλαδήμιρ Δμήτριτς, φίλε μου αγαπητέ. Επί τέλους! (Τω Ρασπλιούγεφ) Λαμβάνω την τιμήν να σας παρουσιάσω: Βλαδήμιρος Δμήτριτς Νέλκην, καλός γείτων και φίλος του σπιτιού μας. (Στρεφόμενος προς τον Νέλκην) Ιβάν Αντώνιτς Ρασπλιούγεφ. (Υποκλήσεις).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Εγώ είχα πλέον την τιμήν . . .
ΝΕΛΚΗΝ
Είχα κ' εγώ αυτήν την τιμήν . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Διατί, Βλαδήμιρ Δμήτριτς, ήλθατε τόσον αργά;
ΝΕΛΚΗΝ
Κάποια υπόθεσις μ' εμπόδισε.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα τώρα! Στας οκτώ της νυκτός τι υπόθεσις ημπορεί να είνε;!.
ΝΕΛΚΗΝ
Είνε μια υπόθεσις, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, που ανάβει (παρατηρεί) που καίει — τέτοια υπόθεσις είνε!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ναι, το βλέπω, ο Βλαδήμιρος Δμήτριτς είνε δραστήριος άνθρωπος· και ο δραστήριος άνθρωπος είνε το ίδιο σαν τον υδράργυρο.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Νακούσετε, Βλαδήμιρ Δμήτριτς, πώς λούζει τους Εγγλέζους ο Ιβάν Αντώνιτς . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Κακεντρεχές, κακεντρεχές έθνος, καμμία ευγένεια, καμμία . .
ΝΕΛΚΗΝ
Σεις; σεις το νομίζετε;
ΡΑΣΠΛΟΥΓΕΦ (φαιδρώς)
Το νομίζω, το πιστεύω.
ΝΕΛΚΗΝ
Χα, χα, χα!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Χα, χα, χα, χα! Σας βεβαιώ! . . . χα, χα, χα!
ΝΕΛΚΗΝ
Πώς σας λέγουν;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ιβάν Αντώνιτς
ΝΕΛΚΗΝ
Το επίθετόν σας;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Ρασπλιούγεφ.
ΝΕΛΚΗΝ
(πλησιάζει προς αυτόν και τον λαμβάνει εκ του κομβίου)
Πού δεν υπάρχει το κακόν, κύριε Ρασπλιούγεφ; πού δεν υπάρχει;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Α, όχι! εγώ δεν είμαι αυτής της γνώμης· το κακόν πρέπει να εκριζωθή, πρέπει, χωρίς άλλο πρέπει.
ΝΕΛΚΗΝ (μη προσέχων)
Πού και ποίον κακόν ιδού το ζήτημα. Ιδού, παραδείγματος χάριν, η φαυλότης και η αγυρτεία εις τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας δεν είνε επικίνδυνοι τόσον όσον είνε φρικώδες όταν η φαυλότης είνε εις εκείνους που φορούν φράκα . . . άσπρα γάντια . . . που χορταίνουν με τα ξένα αγαθά . . . που τρέχουν με πολυτελή αμάξια, που έχουν γνωριμίας εις την κοινωνίαν, που εμβαίνουν εις έντιμον σπίτι, που καταστρέφουν άνευ αιτίας την τιμήν . . . την ησυχίαν!. . . τα πάντα . . Αυτό είνε το φοβερόν! . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Αμ' τι νομίζετε, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, πράγματι, αυτά που λέγει ο κύριος είνε πολύ σωστά, σας βεβαιώ! Μπορώ μάλιστα, κύριέ μου, να σας πω ένα παράδειγμα . .
ΝΕΛΚΗΝ
Παραδείγματα είνε πολλά! Αυτό είνε το φοβερόν! Το να υπάρχη κάτω από το σκουτί λερωμένο ποκάμισο, δεν είνε και τίποτε! μα κάτω από το φράκο (δεικνύων το φράκον του Ρασπλιούγεφ) λερωμένο πουκάμισο . . λάσπη . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (κατ' ιδίαν).
Τι θέλει να πη αυτός; όλο με το φράκο τάχει . . . (διορθώνει το φράκον τον μέ τινα ταραχήν.) . . . Αμ' τέτοιοι κατεργάριδες σαν κι' αυτούς, μας έχουν κάμει κι' εμάς πολλά . . . Παληάνθρωπος κύριε, φεύγει από την πατρίδα του και χωρίς να ξεύρωμεν από πού βαστά η σκούφια του μας παρουσιάζεται, — και μας πουλεί φούμαρα και κρατεί μια πόζα . . .
ΝΕΛΚΗΝ (τον παρατηρεί εκστατικώς).
Κρατεί πόζα αι;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μάλιστα.
ΝΕΛΚΗΝ (δακτυλοδεικτεί αυτόν).
Ο κατεργάρης κρατεί πόζα. Χα, χα, χα! (Ο Μούρομσκης γελά μετά φαιδρότητος).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (προσπαθεί να γελάση).
Ναι, φαντασθήτε, κατεργάρης και να κρατή πόζα — είνε να γελά κανείς, (κατ' ιδίαν, σφίγγων τα χείλη). Μούρχεται να τον σχίσω σαν σαρδέλα . . . (ανατεινάσεται).
ΝΕΛΚΗΝ (ομιλών βραδέως).
Ναι, λέγουν πως συμβαίνει τούτο. Και είνε ακόμη φοβερώτερον, Πιοτρ
Κωνσταντίνιτς, όταν μέσα στον τόπο μας αχρείοι, από τους δικούς μας κλέπτουν και ληστεύουν αυτούς τους αδελφούς των ως να ήσαν Τούρκοι . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αυτό είνε το ζήτημα! Μωρέ πώς τους λούζει τους εγγλέζους!
ΝΕΛΚΗΝ (κατ' ιδίαν).
Μα τι έπαθε αυτός ο άνθρωπος; ετυφλώθη όλως διόλου! Τι να γείνη; (Προς τον Μούρομσκην δι' αποφασιστικού ύφους). Πιοτρ Κωνσταντίνιτς! Είνε ανάγκη να σας 'πώ δυο λέξεις.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (εγείρεται).
Τι τρέχει, καλέ, τι τρέχει; (αποσύρεται κατά μέρος).
ΝΕΛΚΗΝ
Πού ευρίσκεσθε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι ι-ί; δεν άκουσα καλά.
ΝΕΛΚΗΝ
Σας ερωτώ — πού ευρίσκεσθε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Πώς — πού ευρίσκομαι; εδώ αι — να, εδώ.
ΝΕΛΚΗΝ
Πού εδώ;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (θυμωθείς).
Διάβολε — αλήθεια! εδώ! Μα τι έπαθες, βρε αδελφέ, και δεν ησυχάζεις; Δε ξέρεις τάχα, πως ευρισκόμεθα εις του Κρετσίνσκη, εις του Μιχάηλο Βασίλειτς, εις το σπίτι του . . . λοιπόν;
ΝΕΛΚΗΝ
Ευρίσκεσθε μέσα σε σπίτι κλεπτών!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ω, ω! τάχεις χαμένα . . . παρεφρόνησες! . . .
ΝΕΛΚΗΝ
Εγώ δεν παρεφρόνησα, σεις ετυφλώθητε! . . . Σας κλέπτουν την κόρην σας· δεν το βλέπετε — αι! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (τον σύρει κατά μέρος).
Άκουσ' εδώ, Βλαδήμιρ Δμήτριτς, αυτά τα λόγια δεν πρέπει να τα λέγης: περί του μέλλοντος γαμβρού μου τα λέγεις αυτά; Έλα στα λογικά σου, φίλε μου!
ΝΕΛΚΗΝ
Να έλθετε στα λογικά σας σεις! Ξεύρετε, ότι στέκεσθε εις το χείλος της αβύσσου; ανοίξετε τα μάτια σας· σας απατούν! σας κλέπτουν την κόρην σας! . . . εις την οικογένειάν σας, εις την έντιμον οικογένειάν σας, σαν φείδι, γλυστρά ένας χαρτοπαίκτης, ένας κατεστραμμένος δόλιος χαρτοπαίκτης και κλέπτης! . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (ακροασθείς).
Δόλιος χαρτοπαίκτης και κλέπτης! μήπως λέει για μας;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ακούσατε, εν τούτοις, κύριε! Τι δικαίωμα έχετε σεις;.
ΝΕΛΚΗΝ
Βεβαίως έχω . . . ακούσατέ μου . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι;
ΝΕΛΚΗΝ
Πού είνε το μονόπετρόν σας;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ποιο μονόπετρο; Η καρφίτσα της Λύδοτσκας;
ΝΕΛΚΗΝ
Αυτή, μάλιστα.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Εκείνη την έχει.
ΝΕΛΚΗΝ
Το ξεύρετε καλά;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μάλιστα.
ΝΕΛΚΗΝ
Λοιπόν, η κόρη σας δεν την έχει.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Α! αυτό είνε ψευδέστατον.
ΝΕΛΚΗΝ
Σταθήτε Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, σταθήτε! σας λέγω, ότι το μονόπετρό σας διαμάντι, δεν είνε εις το σπίτι σας, είνε εις άλλα χέρια.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και πού είνε;
ΝΕΛΚΗΝ
Εδόθη ως ενέχυρον! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ανοησίαις . . . Τι λέγετε! . . . εγώ χθες ακόμη το είδα . . .
ΝΕΛΚΗΝ
Χθες — όχι σήμερα.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Άκουσε, Βλαδήμιρ Δμήτριτς . . .
ΝΕΛΚΗΝ (διακόπτων).
Κι' εγώ σας λέγω, πως το μονόπετρό σας το έβαλε ενέχυρον ο Κρετσίνσκης! . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (ακροώμενος).
Άσχημα, άσχημα, πράματα! Να πάη να του το πη κανείς στ' αυτί . . . (φεύγει).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Και πώς έτυχε εις τα χέρια του Κρετσίνσκη;
ΝΕΛΚΗΝ
Μα μήπως δεν ξεύρετε, ότι σήμερα το πρωί το επήρε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Το 'πήρε; . . . Πώς το 'πήρε; . . .
ΝΕΛΚΗΝ
Να, αυτός (δεικνύων τον Ρασπλιούγεφ) επήγε και το 'πήρε.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ποιος; ο Ρασπλιούγεφ;
ΝΕΛΚΗΝ
Ναι, ο Ρασπλιούγεφ.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Πώς;
ΝΕΛΚΗΝ
Σήμερα το πρωί που ήλθα στο σπίτι σας τον ευρήκα εκεί, που εκάθητο με την Άννα Αντώνοβνα. Κυττάζω και βλέπω την Λυδίαν Πετρόβναν που του το έδινε. Κάτι μυρίσθηκα . . Μπα! είπα, μήπως είν' εδώ καμμιά κατεργαριά; ποια η ανάγκη να ζητήσουν ένα τέτοιο πράγμα; εμένα μου φαίνεται πως ούτε στα χέρια μου δεν θα τώπιανα . . . Το πέρνει ο καλός σου και καθίζει στ' αμάξι . . εγώ απ' οπίσω . . . απ' εδώ, απ' εκεί . . εγύρισα όλην την πόλιν . . . έως αυτήν την στιγμή . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αι, αι . . . λοιπόν;
ΝΕΛΚΗΝ
Λοιπόν δεν σας το είπα; την έβαλε ενέχυρον εις του Μπεκ.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αδύνατον κάτι άλλο θα συμβαίνει.
ΝΕΛΚΗΝ
Μα εγώ τώρα μόλις ήμουν εκεί.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Εις του ενεχυροδανειστού;
ΝΕΛΚΗΝ
Μάλιστα. Θέλετε να πάμε; θα μας τα ειπή όλα.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (τεταραγμένος)
Μα τι είνε αυτό; . . . Θεέ μου! . . Τι είν' αυτό; Λύδα! Λύδα! Λύδοτσκα!
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
(προστρέχει εκ του παρακειμένου δωματίου κρατούσα στέκαν μπιλιάρδου).
Α, μπαμπά, τι θέλετε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Έλα 'δώ! (ταπεινοφρώνως) Ειπέ μου, Λύδα, το μονόπετρό σου το έχεις; αι;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Το έχω, μπαμπά, το έχω. Α, μπαμπά, μα γίνεται αυτό; γιατί με διεκόψατε από την παρτίδα. Εγώ παίζω με τον Μισσέλ και όλο τον κερδίζω . . . Τι ωραία που είνε, τι ευχάριστα.
ΝΕΛΚΗΝ
Λανθάνεσθε, Λύδια Πετρόβνα· είνε χαμένο! . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Πώς χαμένο;
ΝΕΛΚΗΝ
Δεν του το εδώσατε; . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Και τι με τούτο; (τον παρατηρεί έκπληκτος) Το πρωί, μπαμπά, το έστειλα του Μισσέλ. Είχε βάλει στοίχημα.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Τι; Τι;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Είχε βάλει στοίχημα με τον πρίγκηπα Βέλσκην, περί του πόσων καρατιών είνε — δε ξεύρω τι.
ΝΕΛΚΗΝ (τω Μούρομσκη).
Ψέματα!
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Θεέ μου! μα το έχει ο ίδιος· τώρα μου έλεγε, ότι το έχει ο ίδιος . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (μετ' ανησυχίας).
Λοιπόν;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Λοιπόν τι, μπαμπά; θα μου το δώση.
ΝΕΛΚΗΝ
Χμ . . . δεν το πιστεύω . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (εν εξάψει).
Τι είν' αυτά που λέγετε; Πώς σεις, κύριε, ειμπορείτε . . .
ΝΕΛΚΗΝ
Λυδία Πετρόβνα! Προς Θεού, μη οργίζεσθε εναντίον μου. Τι έπρεπε να κάμω; πταίω εγώ; εγώ είμαι πρόθυμος ναποθάνω προς χάριν σας . . . να υποστώ βασανιστήρια . . . οφείλω όμως, σας ορκίζομαι εις την τιμήν μου, οφείλω! . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (έντρομος).
Θεέ μου! Τι συμβαίνει; Μπαμπάκα μου! εγώ τρομάζω! (Συσπειρούται παρά τω Μούρομσκη). Μπαμπά, μπαμπάκα μου!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Έννοιά σου, παιδί μου, έννοιά σου! Κι' εγώ δε ξεύρω τι συμβαίνει.
Οι άνω, Ατούγεφ, κατόπιν Κρετσίνσκης και Ρασπλιούγεφ.
ΑΤΟΥΓΕΦ
Τι έχεις, παιδάκι μου; τι έχεις; τι τρέχει; (τω Νέλκην). Σεις είσθε κύριε; Τι μπερδέματα έχετε πάλι; Τι εκαταφέρατε; Πάλι μηχανορραφίαις και κακογλωσσιαίς;
(Σιγή. Όλοι ταράσσονται αμηχανούντες. Ο Κρετσίνσκης παρατηρεί όλους μετά προσοχής).
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (διστακτικώς).
Παρακαλώ, Μιχάηλο Βασίλειτς — δηλαδή . . . θέλομεν να ομιλήσωμεν οικογενειακώς, μίαν στιγμήν.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Οικογενειακώς; Τι τάχα; ορίστε: εγώ δεν είμαι ξένος.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αυτό, βέβαια· αλλά εγώ θα σας παρακαλούσα . . .
ΝΕΛΚΗΝ
Μα τι είν' αυτά, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς! 'πήτε το καθαρά και ξάστερα: αξιότιμε κύριε! ομιλούμεν διά το μονόπετρον διαμάντι.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Διά ποίον μονόπετρον, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Καλέ διά το μονόπετρο εκείνο, που μας μετεσχηματίσατε εις καρφίτσαν . . . το επήρατε σήμερα από την κόρην μου;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Το επήρα. Μα δεν σας το είπε, ότι το επήρα;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Λοιπόν το έχετε αυτό τώρα ή όχι;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Α! . . . αυτό λοιπόν; . . . (προσβλέπει πάντας και παρατηρεί διαρκώς τον Νέλκην, ακολούθως στρέφεται προς τον Μούρομσκην). Αυτό είνε λοιπόν! Ειπήτε μου, με ποίους είμαι και πού είμαι; . . Ειπήτε μου, ποίος βλαξ, ποιος ψεύστης . . ή ποίος αχρείος . . . (θόρυβος) είχε την τόλμην . . .
(Ο Νέλκην θέλει να ορμήση κατά του Κρετσίνσκη. Η Ατούγεφ τον αναχαιτίζει).
Μακράν, σας λέγω, — θα σας βγάλω το λαρύγγι . . .
ΝΕΛΚΗΝ (κραυγάζων).
Όχι, εγώ θα σου το βγάλω . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(κάμνει ταχείαν κίνησιν προς τον Νέλκην και αίφνης αναχαιτίζεται· τρέμει η φωνή του).
Πιοτρ Κωνσταντίνιτς . . . το μονόπετρον της Λυδίας το έχω εγώ . . . καταλαμβάνετε; το έχω έ-ε-γώ! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μα εγώ ποτέ δεν αμφέβαλλα. Ήλθε όμως αυτός και μου λέγει, ότι πνίγω την κόρη μου, ότι σεις μας απατάτε, ότι το διαμάντι το επήρατε σεις και το εβάλατε ενέχυρον . . . λοιπόν κρίνατε και σεις ο ίδιος . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Α! . . . τώρα καταλαμβάνω . . . Και αν λέγη ψεύματα . . τότε; και αν αυτός σαν αχρ . . . συγγνώμην . . . εψεύσθη αναιδώς;! . . τότε; . . (Ο Μούρομσκης κινεί τας χείρας του, τεταραγμένος) . . . τότε: θέλω . . . ακούετε; θέλω! . . . να τον διώξητε με ταις κλωτσαίς από το σπίτι . . . μου δίδετε τον λόγον σας δι' αυτό; . . αι; . . . Λάβετέ την λοιπόν, (λαμβάνει εκ του γραφείου την καρφίδα) λάβετέ την! (δίδει την καρφίδα εις την Λύδοτσκα και τείνει την άλλην χείρα προς τον Μούρομσκην) Πιοτρ Κωνσταντίνιτς, τώρα τον λόγον σας.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (απωθεί την καρφίδα).
Όχι, . . . όχι εις εμέ . . .
(Την καρφίδα την λαμβάνει η Ατούγεφ. Όλοι πλησιάζουν διά να παρατηρήσουν. Γενικός ψίθυρος, θόρυβος. Πάντες ομιλούν σχεδόν ταυτοχρόνως).
ΝΕΛΚΗΝ
Τι σημαίνει τούτο; είνε αδύνατον! σας λέγω, είν' αδύνατον!
ΑΤΟΥΓΕΦ
(δεικνύουσα την καρφίδα εις τον Νέλκην).
Νά τηνε! Βλέπετε, κύριε; νά την! . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πιοτρ Κωνσταντίνιτς! τον λόγον σας είπα· το απαιτώ, το θέλω! . . .
(συγκεχυμένως, ανοίγει τας χείρας του).
Σας τον δίδω! (τω Νέλκην) Να, κύριε, τι κάμουν τα ψεύματα! (παρατηρεί την καρφίδα) δεν υπάρχει αμφιβολία: αυτή είνε!
ΝΕΛΚΗΝ (ως να συνήλθε).
Θεέ μου! πού ευρίσκομαι; Τι μου παίζουν; (πλησιάζει προς την Λύδοτσκαν και την λαμβάνει εκ της περιχειρίδος). Λυδία Πετρόβνα! ακούσατε!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Μη! (τινάζει την εσθήτα της Λύδοτσκας) την λερώνεις! . . .
ΝΕΛΚΗΝ (αρπάζει την κεφαλήν του).
Θεέ μου! τι είνε τούτο; Θεέ μου! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (τω Νέλκην).
Μα ποιος σας είπε αυτάς τας ανοησίας; πού τας ακούσατε . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (τον διακόπτει).
Παρακαλώ, παρακαλώ! Τώρα πλέον αι ερωτήσεις δεν έχουν τον τόπον των. Κάθε ομιλία ετελείωσε. Εδώ, κύριέ μου, δεν πρόκειται περί λόγων αλλά περί έργων . . . είνε ιδικόν σας το κόσμημα αυτό;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (γοργώς)
Δικό μου.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (δεικνύει την θύραν εις τον Νέλκην)
Έξω! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (τω Νέλκην)
Τι δουλειά έχετε πλέον εδώ; Φύγετ' απ' εδώ.
ΝΕΛΚΗΝ
(λαμβάνει τον πίλον του και πλησιάζει τον Κρετσίνσκην).
Είμαι εις τας διαταγάς σας . . .
(ο Κρετσίνσκης δεικνύει την θύραν. Ο Νέλκην πλησιάζει αυτόν εγγύτερον και κραυγάζει)·
«Αμέσως . . . και μέχρι θανάτου! . . .»
(Θόρυβος. Ο Μούρομσκης, η Λύδοτσκα, η Ατούγεφ, ο Ρασπλιούγεφ περιστοιχίζουσι τον Κρετσίνσκην. Ο Νέλκην ίσταται μόνος. Ομιλούσι σχεδόν μαζύ).
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Όχι, όχι, ποτέ! δεν το θέλω. (τω Νέλκη) Πηγαίνετε, πηγαίνετε!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Πηγαίνετε, κύριε, πηγαίνετε, ο Θεός μαζύ σας.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αφήσατε, κύριοι, σας παρακαλώ!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(εξέρχεται του ομίλου) Τι-ι-ί; (σταυρόνων τας χείρας του). Έτσι λοιπόν! . . Ικανοποίησιν . . . Τι ικανοποίησιν; Διά τι; σας ερωτώ . . . θέλετε να κτυπηθήτε μαζύ μου . . . χα-χα-χα-χα . . . Σεις με προσεβάλατε και θέλετε και να με φονεύσετε; . . . αλλ' ας είνε, με μίαν όμως συμφωνίαν εις κάθε σας πυροβολισμόν εγώ θα σας πτύω εις το πρόσωπον. Ιδού οι όροι μου. Αν θέλετε αύριον — έστω· σήμερον όμως . . . έι! ποίος είνε εκεί;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Έι! ποίος είν' εκεί; αυτό είνε το καλείτερο.
(εισέρχεται ο Θόδωρος και είτα δύο υπηρέται)
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πάρετέ τον από τις πλάταις και γρεμήσετέ τον έξω!
ΝΕΛΚΗΝ
Θεέ μου! ονειρεύομαι; είμαι ζωντανός; (ψαύει το σώμα του, μετά πικρίας). Αλήθεια, αλήθεια! πού είνε η δύναμίς σου; (έξαλλος εξέρχεται).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
(κλείων όπισθεν του Νέλκην την θύραν).
Αντιέ!! χι-χι-χι! είδες τον τι εγύρεψε (αποσύρεται κατά μέρος). Ακούς εκεί! Αμ' έτσι δα, φίλε μου, ψοφάς της πείνας! Αμέ ναύρης τώρα την αλήθεια· νέος είσαι ακόμη, φίλε μου, ψάξε να την εύρης!
(Σιγή. Ο Μούρομσκης είνε τεθορυβημένος· η Λύδοτσκα ίσταται ακίνητος· η Ατούγεφ παρατηρεί τον Μούρομσκην οργίλως).
Οι άνω εκτός του Νέλκην
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (κατόπιν μικράς σιωπής.)
Αι, είσθε ευχαριστημένος, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Καθ' όλα, καθ' όλα ευχαριστημένος. Ακούτ' εκεί, καλέ! 'πήγα να χάσω τον νου μου.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Λοιπόν κι' εγώ είμ' ευχαριστημένος, Αι, τι λέγετε — δεν τελειόνομεν τώρα και 'μείς;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (διαπορών).
Πώς να τελειόσωμεν;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Όπως τελειόνουν. Μεταξύ μας συνέβησαν αρκετά σκανδαλώδη πράγματα. Εγώ θεωρώ τον εαυτόν μου εκ μέρους σας προσβεβλημμένον. Με αυτήν την κηλίδα τι σύζυγος είμ' εγώ της κόρης σας; Πιοτρ Κωνσταντίνιτς! εγώ οφείλω να σας δώσ' οπίσω τον λόγον σας, εις σας δε, Λυδία Πετρόβνα — την καρδίαν σας. Λάβετέ την, εστέ ευτυχείς και. . . λησμονήσατέ με.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Τι θέλετε να ειπήτε; . . . Μισσέλ! τι λέγετε; Δεν σας εννοώ. Η καρδία οπίσω δεν δίδεται· η καρδία μου είνε ιδική σας . . . Μπαμπάκα! γιατί σιωπάτε; προς Θεού! γιατί σιωπάτε; πταίομεν ημείς! (εν απελπισία). Μπαμπάκα, ημείς πταίομεν! . . .
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ (γοργώς).
Ναι, εγώ . . Μιχάηλο Βασίλειτς, μα τι είν' αυτά; Εγώ ουδέποτε . . αυτός είνε ένας ανόητος· αξίζει να δίνη κανείς προσοχήν εις τα λόγιά του;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Σεις όμως πώς φέρεσθε; αι; Αφού αυτός ο κακόγλωσσος ειμπόρεσε να με προσβάλη, ξεύρετε πόσον και σεις ο ίδιος με προσεβάλατε; Αύριον ειμπορεί να έλθουν να σας 'πούν, πως εγώ είμαι ένας χαρτοπαίκτης, πως είμαι ένας απατεών, και σεις θα τον πιστεύσετε και θ' αρχίσετε να ζητήτε πληροφορίας!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μιχάηλο Βασίλειτς! Μα τι λέγετε τώρα!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τις ξεύρω εγώ αυταίς τις χωριάτικες συνήθειαις. Αλλά μάθετε, ότι η υπερηφάνειά μου αυτά δεν τα επιτρέπει. Εγώ ή έχω πεποίθησιν εις ένα άνθρωπον ή δεν έχω· μέσος όρος δεν χωρεί. Εγώ ούτε το μονόπετρόν σας, ούτε τα χρήματά σας έχω ανάγκην. Τα χρήματά σας εγώ ειμπορώ να τα πετάξω εις τα μούτρα του καθενός.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (τον λαμβάνει της χειρός).
Μισσέλ! Δι όνομα Θεού! σας παρακαλώ, συγχωρήσατέ μου, συγχωρήσατέ μου, σας παρακαλώ . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (διαλογίζεται, κατ' ιδίαν).
Αυτός θα έτρεξε τώρα εις του Μπεκ.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Δεν ομιλείτε; προσεβλήθητε; Εγώ ξεύρω, μέσα εις την καρδιά σας δεν υπάρχει ούτε συγγνώμη, ούτε οίκτος . . Τι θέλετε λοιπόν; είμεθα εις όλα πρόθυμοι . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (λαμβάνει ζωηρώς την χείρα της).
Τι καρδίαν που την έχετε, Λυδία! τι χρυσή καρδιά! . . . Και είμαι εγώ άξιος αυτής; . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Μισσέλ! Πόσον αμαρτάνετε! . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Έστω, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς! δόσετε την χείρα σας.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Έτσι δα βέβαια! (τω θλίβει την χείρα). Έτσι δα λοιπόν.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Ακούσατε: να γίνη αύριον ο γάμος διά να λείψουν όλα αυτά τα σκάνδαλα.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ας είνε κι' αύριον.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Και αμέσως φεύγομεν εις το κτήμα.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ναι, τωόντι, εις το κτήμα.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τον Νέλκην με κανένα λόγον δεν πρέπει να τον δεχθήτε πλέον.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ας πάη στην ευχήν του Θεού! τι να τον κάμω τώρα;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τον λόγον σας, μου το ορκίζεσθε;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Είμαι σύμφωνος εις ό,τι θέλετε. Έγεινε τέτοιο το κεφάλι μου (διαγράφει περί την κεφαλήν του κύκλον). Ένα μονάχα . . . εκείνη . . (με ηλλοιωμένην φωνήν), ήθελα μονάχα . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (παρατηρήσας το ωρολόγιον)
Εν τούτοις είνε δέκα η ώρα: καιρός να επιστρέψετε εις το σπίτι σας (προς την Λύδοτσκαν). Λυδία, είσθε ταραγμένη!
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Δεν πειράζει (λαμβάνει την χείρα του). Τα ελησμονήσατε όλα . . . αι; 'πήτε μου — ναι;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (κρατών της χείρα της)
Ναι, εκατό φοράς ναι. Όλα τα ελησμόνησα . . . ένα μόνον ενθυμούμαι — ότι μου ανήκετε· αύριον θα είσθε ιδική μου . . . κτήμα μου! . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Ναι, ιδική σας. Μισσέλ ιδική σας! Πήτε μου ακόμη μια φορά ότι με αγαπάτε!
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (παρατηρών αυτήν)
Δεν πιστεύετε;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Δεν πρόκειται περί τούτου· θέλω ν' ακούσω ακόμη μίαν φοράν αυτήν την λέξιν εις την λέξιν αυτήν υπάρχει κάτι τι ιδιαίτερον! . . . δεν ηξεύρω . . . κάποιος πόνος, κάποιος φόβος.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (μετ' ανησυχίας)
Πόνος! . . . Και διατί;
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
Μη φοβείσθε . . . αυτόν τον πόνον δεν τον αλλάζω εγώ με όλας τας χαράς του κόσμου. Λοιπόν δεν μου λέτε: μ' αγαπάτε; . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (χαμηλοφώνως)
Σας αγαπώ . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
(τον λαμβάνει της χειρός και διά της ετέρας καλύπτει τους οφθαλμούς της).
Ξεύρετε, Μισσέλ έχει παγώσει ολότελα η καρδιά μου . . . δεν κτυπά. Πήτε μου: είνε έρως αυτό;
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Όχι, άγγελε μου, είνε το ήμισυ αυτού.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (μειδιώσα)
Το ήμισυ; . . . Τι απατεών που είσθε . . ενώ εγώ τώρα είμαι έτοιμος να δώσω προς χάριν του τα πάντα . . (ο Κρετσίνσκης φιλεί την χείρα της). Ναι, το παν, το παν . . . (χαμηλοφώνως) όλον τον κόσμον.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(αφού φιλήση την χείρα της Λύδοτσκας, τω Μούρομσκη).
Αι, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς! καιρός για το σπίτι.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Ναι, και τώρα μάλιστα.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πηγαίνετε, πηγαίνετε, και σας παρακαλώ να βάλετε την Λύδοτσκα να πλαγιάση έχει ανάγκην αναπαύσεως. Λυδία, αύριον θα είσθε δροσερά, κόκκινη, ωραία, σαν νύμφη . . (σκεφθείς) Ή, όχι· καλείτερα να σας συνοδεύσω ο ίδιος διά να επιστατήσω να γίνουν όλα.
(Ο Μούρομσκης η Ατούγεφ και η Λύδοτσκα ετοιμάζονται).
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (τω Κρετσίνσκη)
Αλήθεια, Μιχάηλο Βασίλειτς, καλείτερα να πάτε ο ίδιος.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(σύρει κατά μέρος τον Ρασπλιούγεφ).
Κύτταξε συ, μείν' εδώ. Κι' αν τύχη και σου κουβαληθή εδώ αυτός ο Νέλκην, δέξου τον και σπάσε του το κεφάλι . . . εννοείς; . . . Και ως να επιστρέψω μην τον αφήσης να φύγη . . . κύτταξε! . . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μείνατε ήσυχος, μείνατε ήσυχος, εγώ τόνε διορθόνω.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Τ' άλλα όλα είνε εις το χέρι μου. Εις του Μούρομσκη δεν τον δέχονται. Αυτά θα τα τακτοποιήσω πλέον ο ίδιος· εκεί δεν εισχωρεί.
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Αι, Μιχάηλο Βασίλειτς, πάμε· έτοιμοι.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Πηγαίνομεν, πηγαίνομεν. (λαμβάνει ταχέως τον πίλον του. Βίαιος κτύπος του κώδωνος· όλοι σταματούν κατάπληκτοι). Αι; τι είνε; αι; (κραυγάζει) Αι, σεις!
Ποιος είνε; Να μη δεχθήτε κανένα . . . ακούτε;
(Θόρυβος, έτερος κτύπος του κώδωνος. Φωναί).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
Αι; . . . (εισέρχεται υπηρέτης) Τι τρέχει; ποίος είνε;
ΘΟΔΩΡΟΣ
Ο κύριος Νέλκην!!! είνε και κάποιος άλλος μαζύ του. Φωνάζει να του ανοίξωμε την πόρτα. (Φωναί «Ανοίξετε την θύραν! ανοίξετε την θύραν! . .» κτύποι τινες ακόμη του κώδωνος).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (με ορμήν)
Θέλει λοιπόν να τον αφήσω στον τόπο; (θραύει μίαν καθέκλαν και λαμβάνει έν τεμάχιον. Ο Μούρομσκης και η Λύδοτσκα του κρατούν τας χείρας).
ΛΥΔΟΣΤΚΑ
Μισσέλ! Μισσέλ!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Μιχάηλο Βασίλειτς, δι' όνομα Θεού, ησυχάσατε! Τι είν' αυτά!
(Περιστοιχίζουν τον Κρετσίνσκην).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (τω Ρασπλιούγεφ)
Πήγαινε, διώξε τον με τις κλωτσιαίς!
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (τρέχων προς την θύραν).
Αμέσως! (επιστρέφει εκ της θύρας προς τον Κρετσίνσκην). Μιχάηλο Βασίλειτς! αυτός ίσως έχει κι' άλλους τέσσερις μαζύ του! θα είνε ίσως πέντε νομάτοι.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (ορμά κατ' αυτού)
Γκρεμήσου! 'πόθανε, αφού σε προστάζουν.
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Πόθανε . . 'πόθανε! Μιχάηλο Βασίλειτς! Κύριε ελέησον! εύκολο πράγμα είνε ν' αποθάνη κανείς; (Ο θόρυβος εξακολουθεί. Ακούονται φωναί:) «Ανοίξατε την θύραν! σπάσετέ την!.»
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(αποσπώμενος του Μούρομσκη και της Λύδοτσκας, τρέχει προς την θύραν).
Αφήσατέ με: βλέπω πως χωρίς εμένα αυτό δεν θα τελειώση (σφίγγων τους οδόντας) θα τον σκοτώσω σαν σκύλο!
ΘΟΔΩΡΟΣ
Μιχάηλο Βασίλειτς! ο αστυνόμος μας διατάσσει ν' ανοίξωμε την πόρτα.
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (αφηρημένος)
Στάσου, μην ανοίξετε!! Ο πρώτος που θα κινηθή, θα του ανοίξω το κεφάλι! (Κρατεί εις χείρας το ξύλον, σταματά) Η αστυνομία! (δι' υποκώφου φωνής). Α! (Ρίπτει εις την γωνίαν τον πόδα της καθέκλας). Ετελείωσε!!! (αποσύρεται κατά μέρος). Ανοίξατε . . . (Θόρυβος. Ανοίγουσι την θύραν).
Οι άνω και Νέλκην εισορμά και ρίπτεται προς την Λύδοτσκαν· ο Μπεκ εισορμά
κατόπιν του φορών γούναν, αναζητεί διά των οφθαλμών τον Κρετσίνσκην, τρέχει
προς αυτόν, και σταματά απέναντί του με προτεταμένους τους βραχίονας. Εις την
θύραν εμφανίζεται αστυνομικός υπάλληλος.
ΜΠΕΚ
Νά τος ο κακούργος! ο κακούργος! α, κακούργε! Γιαλί μου έδωκες δι' ενέχυρον! διά το γιαλί μου πήρες τα χρήματα, ληστή! (Τρέχει. Ο Κρετσίνσκης ίσταται μ' εσταυρωμένας χείρας). Συλλάβετέ τον, αυτός είνε! συλλάβετέ τον, συλλάβετέ τον λοιπόν.
ΛΥΔΟΤΣΚΑ (βάλλουσα διάτορον κραυγήν).
Α!!! (Ο Νέλκην, ο Μούρομσκης και η Ατούγεφ ορμώσι προς αυτήν. Ο Κρετσίνσκης πειράται να πλησιάση ωσαύτως).
ΜΠΕΚ
Στάσου στάσου! Πού πας, ληστή; α, κακούργε!
(Ο Ρασπλιούγεφ κρύπτεται όπισθεν του Κρετσίνσκη).
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
Κύριε Μπεκ! ησυχάσατε, κάμετε μου την χάριν, ησυχάσατε! (τω Κρετσίνσκη). Επιτρέψατε να μάθω το όνομα και τον επίθετόν σας.
ΚΡΕΤΙΝΣΚΗΣ
Μιχάηλο Βασίλειτς Κρετσίνσκης.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ (τω Ρασπλιούγεφ).
Το όνομα και το επίθετόν σας;
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ (εντελώς σαστισμένος). Μ . . . ι . . . χάηλο Βα . . .
τσ . . . αι; Μιχάηλο Βασίλειτς . . . αι; (Ο Κρετσίνσκης τον παρατηρεί εις τους οφθαλμούς). Εγώ . . εγώ . . . εγώ δεν έχω . . . δεν έχω επίθετον . . έτσι . . είμαι . . . χωρίς επίθετον . . .
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
Σας ερωτώ: το όνομα και το επίθετόν σας . .
ΡΑΣΠΛΙΟΥΓΕΦ
Μα . . . αφού δεν έχω . . .
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ (ησύχως)
Ονομάζεται Ιβάν Αντώνιτς Ρασπλιούγεφ.
(Ο αστυνομικός υπάλληλος αποσύρεται προς τον έτερον όμιλον και ομιλεί ταπεινοφώνως μετά του Μούρομσκη σχεδόν μέχρι τέλους της πράξεως. Ο Κρετσίνσκης κάμνει κίνησιν).
ΜΠΕΚ (κραυγάζει).
Στάσου, στάσου! Πιάσ' τον, πιάσ' τον Άι! Άι! πιάσ' τον!
(ίσταται προ αυτού με ανοικτούς βραχίονας).
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
Κύριε Μπεκ! σας παρακαλώ να ησυχάσετε!
ΜΠΕΚ (κραυγάζει).
Μα ξεύρετε τι θηρίον είνε! είνε θηρίον! θα φύγη! Σύλλαβέ τον! Έξη χιλιάδες μου 'πήρε για ένα γυαλί, για μια ψεύτικη καρφίτσα! . . . Αυτό είνε απάτη! . . . Στη φυλακή βάλτε τον, στη φυλακή! . . .
ΛΥΔΟΤΣΚΑ
(αποχωρίζεται του ομίλου, διέρχεται όλην την σκηνήν και πλησιάζει προς τον Μπεκ).
Αξιότιμε κύριε! αφήσατέ τον! . . . ιδού η καρφίτσα, η οποία έπρεπε να ενεχειριασθή! πάρετέ την . . . είχε (ένδακρυς) είχε γείνει λάθος!
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ και ΑΤΟΥΓΕΦ
Λύδοτσκα, τι κάμνεις; Λύδοτσκα!
ΜΠΕΚ
Πώς; τι, κυρία; (παρατηρεί την καρφίδα). Αυτή, αυτή είνε! αι; Θεέ μου! Τι κόρη! ουρανία αγαθότης! αγγελική πραότης . .
(Η Λύδοτσκα καλύπτει διά των χειρών το πρόσωπον και θρηνεί).
ΚΡΕΤΣΙΝΣΚΗΣ
(κατ' ιδίαν προς το κοινόν).
Αυτό είνε καλόν! (θέτει την χείρα εις το μέτωπόν του). Πάλιν η γυναίκα!
ΑΤΟΥΓΕΦ
Και τι θα κάμωμε 'μείς τώρα, Πιοτρ Κωνσταντίνιτς;
ΜΟΥΡΟΜΣΚΗΣ
Δρόμο, κυρά μου, δρόμο! Σε τέτοιαις 'ντροπαίς ο κόσμος πέρνει δρόμο!
(Η Λύδοτσκα εξέρχεται με ορμήν, κατόπιν δ' αυτής ο Νέλκην, ο Μούρομσκης και η Ατούγεφ).
Καταπίπτει η αυλαία.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ, θεία της.
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ, προξενήτρια.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ, αυλικός σύμβουλος, υπάλληλος.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ, φίλος του.
ΓΙΑΪΤΣΝΙΤΣΑ (ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ).
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ, απόστρατος αξιωματικός του πεζικού.
ΖΕΒΑΚΗΝ, απόστρατος αξιωματικός του ναυτικού.
ΔΟΥΝΙΑΣΚΑ, παιδίσκη.
ΣΤΑΡΗΚΩΦ, έμπορος υφασμάτων.
ΣΤΕΠΑΝ, υπηρέτης του Ποτκαλιόσην.
Θάλαμος αγάμου. Ο Ποτκαλιόσην μόνος, κεκλιμένος επί ανακλιντήρος και κρατών
πίπαν.
Νά, όταν αρχίσης έτσι δα με την ησυχία σου να σκέπτεσαι, πείθεσαι επί τέλους, ότι, πράγματι, πρέπει να πανδρευθής. Και τι, μα την αλήθεια· ζη κανείς σ' αυτόν τον κόσμο και επιτέλους αηδιάζει τη ζωή· άφησα πάλι και πέρασαν η αποκρηαίς. Μολαταύτα όλα είναι έτοιμα. Τρεις μήνες πάνε τώρα που η προξενήτρα πάει κ' έρχεται. — Αλήθεια· σαν πως αρχίζω πια να ντρέπομαι κ' εγώ ο ίδιος. Αι, Στεπάν!
Ποτκαλιόσην και Στεπάν.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ήλθε η προξενήτρα;
ΣΤΕΠΑΝ
Όγεσκαι.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ήσουνα στο ράπτη;
ΣΤΕΠΑΝ
Ήμουνα.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αι, το ράπτει το φράκο;
ΣΤΕΠΑΝ
Το ράβει.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Έχει πολύ ραμένο;
ΣΤΕΠΑΝ
Κάμποσο έρραψε. Άρχισε πεια τις κουμπότρυπες.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τι λες;
ΣΤΕΠΑΝ
Λέγω, πως ράβει τις κουμπότρυπες.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και δεν σ' ερώτησε, διατί τάχα το θέλει ο αφέντης σου το φράκο;
ΣΤΕΠΑΝ
Όχι, δε μ' ερώτησε.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μήπως είπε: δεν σκοπεύει τάχα ο αφέντης σου να παντρευθή;
ΣΤΕΠΑΝ
Όχι, τίποτε δεν είπε.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Θα είδες βέβαια εκεί και άλλα φράκα. Θα ράπτει βέβαια και δι' άλλους.
ΣΤΕΠΑΝ
Ναίσκαι, πολλά φράκα είδα εκεί κρεμασμένα.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μου φαίνεται όμως, πως εκεινών η τσόχα δεν θα είναι σαν του ιδικού μου.
ΣΤΕΠΑΝ
Ναίσκαι, το 'δικό σας θα είνε πιο φανταχτερό.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τι λέγεις;
ΣΤΕΠΑΝ
Λέγω, πως το δικό σας τάχατες είνε πιο φανταχτερό.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Καλά. Μα δεν σ' ερώτησε, γιατί τάχα ο αφέντης κάμνει φράκον από τέτοια λεπτή τσόχα;
ΣΤΕΠΑΝ
Όγεσκαι
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Δεν είπε τίποτε, πως τάχα, μήπως παντρεύεται, 'σάν να 'πούμε, ο αφέντης σου;
ΣΤΕΠΑΝ
Όχι, δεν μου είπε τέτοιο πράγμα.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Συ όμως δα του είπες τον βαθμόν μου πού υπηρετώ;
ΣΤΕΠΑΝ
Τα είπα.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Καλά, και εκείνος τι σου είπε, απάνω σ' αυτό;
ΣΤΕΠΑΝ
Είπε πως θα βάλη όλα του τα δυνατά.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Καλά, τώρα πήγαινε.
(Ο Στεπάν φεύγει.)
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ (μόνος)
Είμαι της ιδέας, ότι το μαύρο φράκο είνε κάπως σοβαρώτερον. Τα χρωματιστά αρμόζουν μάλλον εις υπαλλήλους κατωτέρου βαθμού — είνε κάπως παιδίστικα. Εκείνοι οι οποίοι έχουν ανωτέρους βαθμούς πρέπει να φυλάττουν περισσότερον την . . . . πώς την λέγουν; την . . . διάβολε, ελησμόνησα την λέξιν! Πόσον ωραία λέξις και να την λησμονήσω! Ναι, φίλε μου, αλλά ό,τι και να πης ο τίτλος του αυλικού συμβούλου αντιστοιχεί με βαθμόν συνταγματάρχου, μόνον που η στολή δεν έχει επωμίδας. — Αι, Στεπάν!
Ποτκαλιόσην και Στεπάν
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αγόρασες μπογιά των παπουτσιών;
ΣΤΕΠΑΝ
Αγόρασα.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Από πού την αγόρασες; από εκείνο το μαγαζάκι, που σου είπα, που είνε εις την οδόν Βοζνιεσένσκη;
ΣΤΕΠΑΝ
Ναίσκαι, από το ίδιο.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και είνε καλή;
ΣΤΕΠΑΝ
Καλή είνε.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Έβαψες με αυτήν τα υποδήματα;
ΣΤΕΠΑΝ
Τα έβαψα.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αι, γυαλίζει;
ΣΤΕΠΑΝ
Όσο για να γυαλίζει — καλά γυαλίζει.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και όταν σου έδιδε τη μπογιά δεν σ' ερώτησε, τι την θέλει τάχα ο αφέντης σου τέτοια μπογιά;
ΣΤΕΠΑΝ
Όγεσκαι.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μην τύχη και σ' ερώτησε, μήπως τάχα ο αφέντης σου έχει στο νου του να παντρευτή;
ΣΤΕΠΑΝ
Όγεσκαι, τίποτε δε μου 'πε.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Καλά λοιπόν, πήγαινε στο καλό!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ, μόνος.
Τώρα τι είνε τα υποδήματα — τιποτένιο πράγμα, και μολαταύτα, αν είνε κακορραμμένα και η μπογιά κοκκινωπή, μέσα εις μίαν καλήν συναναστροφήν δεν σ' εκτιμά ο άλλος. Όπως και να είνε . . . . . δεν πηγαίνει. Αμέ να έχης και κάλους — αηδέστατον!. Μπορώ να έχω δεν ξεύρω τι, μα όχι κάλους — Αι Στεπάν!
Ποτκαλιόσην και Στεπάν
ΣΤΕΠΑΝ
Τι ορίζετε;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Είπες του Τσαγκάρη να μη μου κάμη κάλους;
ΣΤΕΠΑΝ
Το είπα.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Κ' εκείνος τι σου είπε;
ΣΤΕΠΑΝ
Καλά — λέγει.
(Ο Στεπάν φεύγει).
Ποτκαλιόσην, είτα Στεπάν
Διάβολε, ωστόσο πολλαίς φροντίδες έχει η παντρειά! Και τούτο, κ' εκείνο, κι' αυτό, και όλα πρέπει να είνε εν τάξει. Το πήρ' ο διάβολος! δεν είνε τόσο εύκολο πράγμα όπως έχουν να πουν. Αι, Στεπάν! (Ο Στεπάν εισέρχεται): Ήθελα να σου ειπώ ακόμη κάτι τι . . . . .
ΣΤΕΠΑΝ
Η γρηά ήλθε.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Α, ήλθε; 'πέ της να έλθη εδώ (Ο Στεπάν φεύγει). Μάλιστα, είνε . . . δύσκολον . . . δύσκολον . . . πολύ δύσκολον πράγμα.
Ποτκαλιόσην και Φέκλα.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ω, καλημέρα, Φέκλα Ιβάνοβνα! Αι, λοιπόν, τι; πώς; Πάρε κάθισμα, κάθισε και λέγε. Αι, λοιπόν, πώς; λέγε λοιπόν, τι κάμνει η . . . πώς την λέγουν; η Μελάνια! . . . .
ΦΕΚΛΑ
Η Αγάφια Τύχωνοβνα;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ναι, ναι, η Αγάφια Τύχωνοβνα· χωρίς άλλο θα είνε κανένα σαρανταχρονιάρικο κοριτσάκι, αι;
ΦΕΚΛΑ
Με συγχωρείτε, όχι· δηλαδή, όταν θα τήνε παντρευθήτε θα ιδήτε πως κάθε μέρα δα μ' εγκωμιάζετε και θα μ' ευγνωμονήτε.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Θαρρώ πως λέγεις ψεύματα, Φέκλα Ιβάνοβνα!
ΦΕΚΛΑ
Είμαι γρηά γυναίκα και ψέματα δεν λέγω· ο εξαπεδώ μονάχα λέγει τα ψέμματα!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και η προίκα, η προίκα; Για ξαναπέμου τα.
ΦΕΚΛΑ
Η προίκα της είνε: σπίτι πέτρινο με δύο πατώματα με αρκετά στρογγυλό εισόδημα: ένας αλευράς της δίνει επτακόσια ρούβλια για το μαγαζί· η μπυραρία — το υπόγειο, δεν αδειάζει από το πρωί ως το βράδυ: δύο ξύλινα σπίτια μες την αυλή — το ένα όλο από ξύλο, και το άλλο με πέτρινα θεμέλια, και το καθένα της δίνει εισόδημα από τετρακόσια ρούβλια, έχει ακόμη και ένα λαχανόκηπο προς το μέρος του Βύμπορου· τρία τώρα χρόνια είνε που το νοικιάζει σ' ένα μανάβη που το φυτεύει λάχανο, ένας μανάβης και τι μανάβης, το κρασί ποτέ στο στόμα δεν το βάζει· έχει και τρεις γιους — τους δύο τους επάντρεψε, ο τρίτος, — είνε νέος, λέει, ακόμη, ας καθίση στο μαγαζί, για να βοηθή τον πατέρα του σ' το εμπόριο· είμαι ποια γέρος, λέει, και ας καθίση ο γιος μου να με ξελαφρόνη λιγάκι.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και πώς είνε; εύμορφη είνε;
ΦΕΚΛΑ
Άγγελος! Άσπρη, κόκκινη, σαν το αίμα με το γάλα. . . . Γλυκειά, — που δεν 'μπορώ να σας πω! θα ευχαριστηθήτε ως εδώ. . . . (δεικνύει τον λαιμόν της), δηλαδή θα μου 'πής: «Μωρέ μπράβο σου, Φέκλα Ιβάνοβνα»!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ναι, αλλά βλέπεις αυτή δεν είνε κόρη ανωτέρου αξιωματικού.
ΦΕΚΛΑ
Είνε κόρη εμπόρου τρίτης τάξεως. Αλλά αυτή ειμπορεί να κάμη τιμή και σε στρατηγό ακόμη. Πραματευτή δεν θέλει ούτε να τον ακούση· εγώ, λέγει, θέλω να πάρω άνδρα ευγενή, και ας μην είνε και τόσο ώμορφος. Είδες λεπτότη που σου την έχει! Και σαν φορέση την Κυριακή το μεταξωτό της φουστάνι, να, μα το Χριστό, φέξε ήλιε! Μια πριγκηπέσσα!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μα για τούτο εγώ σ' ερώτησα — γιατί εγώ είμαι, ξέρεις, αυλικός σύμβουλος, λοιπόν . . . καταλαμβάνεις;
ΦΕΚΛΑ
Αμ' και βέβαια, καταλαβαίνω. Μας την εζήτησε και ένας αυλικός σύμβουλος αλλά δεν εδεχθήκαμε· δεν της άρεσε· είχε κι' αυτός, ο ευλογημένος ένα παράξενο φυσικό, που δεν έλεγε ποτέ αλήθεια· και ήτανε τι παρουσιαστικός άνθρωπος. Τι να σου κάμη κι' αυτός, έτσι τον έκαμε η φύσις· κι' αυτός δεν το ήθελε, αλλά δεν ημπορούσε να πη αλήθεια· ήτον από Θεού.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και καμμία άλλη εκτός αυτής δεν υπάρχει;
ΦΕΚΛΑ
Και τι να την κάμετε την άλλην; αυτή είνε η ποιο καλλίτερη.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Να είνε τάχα, λες, καλλίτερη;
ΦΕΚΛΑ
Στη γη στην οικουμένη 'σάν αυτήν δεν βρίσκεται.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Θα σκεφθούμεν, θα σκεφθούμεν, κυρά μου. Έλα μεθαύριον και πάλιν τα ξαναλέμε, εγώ έτσι δα πλαγιαστός και συ θα μου τα διηγήσαι . .
ΦΕΚΛΑ
Καλέ τι κάθεσαι και λες; πάνε τώρα τρεις μήνες που πάγω κι' έρχομαι, κι' ακόμη τίποτε βέβαιο δεν άκουσα από το στόμα σου! Κάθετ' εκεί τυλιγμένος μες τη ρόμπα του και δος του και καπνίζει με την πίπα του!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αμ' πως, ενόμισες, ότι ο γάμος είνε το ίδιο, σαν να φωνάξης «Αι Στεπάν, δόσε μου τα παπούτσια», να τα περάσης εις τα πόδια σου και να πάρης δρόμο; Αυτό, κυρά μου, πρέπει να το καλοσκεφθής, πρέπει να το καλομελετήσης . . . να το παρατηρήσης . .
ΦΕΚΛΑ
Και τι τάχα; αφού θες να παρατηρήσης γιατί δεν πηγαίνης να την ιδής; Το πράμα που θα πάρη κανείς, βέβαια, πρέπει και να το ιδή. Πρόσταξε να σου δώσουν το ρούχο σου και πήγαινε τώρα. Η καλή δουλειά γίνεται το πρωί.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τώρα; Δεν βλέπεις που συννέφιασε; Πάω, κ' έξαφνα με πειάνει η βροχή . . . . .
ΦΕΚΛΑ
Τόσο το χειρότερο για σένα. Νά, άρχισαν πια ν' ασπρίζουν τα μαλλιά σου, και γλήγορα δεν θ' αξίζεις πια για παντρειά! Μεγάλο πράμα τάχατες αυλικός σύμβουλος! Μπορούμε 'μείς να διαλέξωμε τέτοιους γαμβρούς, που εσένα ούτε γυρίζουμε να σε ιδούμε.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τι κουταμάρες κάθεσαι και λες; Πού τα είδες τα άσπρα μαλλιά;
(ψηλαφεί την κόμην του).
ΦΕΚΛΑ
Ένας άνθρωπος που ζη σ' τον κόσμο δε μπορεί παρά ν' ασπρίσουν και τα μαλλιά του. Άκουσε που σου λέγω· αν αυτή δεν σου αρέση, καμμία δεν θα σ' αρέση. Έχω εγώ στο μάτι ένα κάποιο πλοίαρχο, που συ ούτε σ' τον ώμο του δεν τόνε φθάνεις· κ' έχει μια φωνή σαν μιλή, που νομίζεις πως είνε σάλπιγγα· έχει θέσι σ' το ναυαρχείο.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ψεύτρα! θα κυττάξω σ' τον καθρέπτη, — που σ' το διάβολο τα ηύρε τα άσπρα μαλλιά! Αι, Στεπάν, φέρε τον καθρέπτη! Ή όχι, στάσου, πηγαίνω ο ίδιος. Ακούς εκεί! Ο Θεός να φυλάξη! τούτο είνε χειρότερο από 'βλογιά (απέρχεται εις το παρακείμενον δωμάτιον).
Φέκλα και Κοτσκαριώφ.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αι, Ποτκαλιόσην! . . . (βλέπων την Φέκλαν). Συ, εδώ; Μπα, που να σε . . . Γιατί διάβολο μ' επάντρεψες; αι;
ΦΕΚΛΑ
Και τι κακό βρίσκεις σ' αυτό; Νόμιμο πράμα!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Νόμιμο, πράγμα! τάχα, πήρα γυναίκα! Μήπως και χωρίς αυτήν δεν ημπορούσα να κάμω!
ΦΕΚΛΑ
Και καλά, συ ο ίδιος δεν μ' εφορτονόσουσα: πάντρεψέ με, κυρά, πάντρεψέ με κυρά!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Α, γρηά ποντίκα! . . . Καλά, αμ' εδώ τι θέλεις; Μήπως ο Ποτκαλιόσην σκοπεύει να . . .
ΦΕΚΛΑ
Και τι τάχα; η ώρα η καλή.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Όχι δα! Βρε τον παληάνθρωπο, και να μη μου ειπή τίποτε. Τι άνθρωπος! είδες τον, μυστικά τάχει!
Οι αυτοί και ο Ποτκαλιόσην, κρατών καθρέπτην εν ώ κατοπτρίζεται μετά πολλής
προσοχής.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
(Κρύπτεται όπισθεν αυτού και τον τρομάζει)
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
(Αναφωνεί και ρίπτει τον καθρέπτην) Δαιμονισμένε! τι είνε αυτά. γιατί . . . τι ανοησίαι είν' αυταί! Μ' ετρόμαξες αλήθεια, έσπασε η χολή μου!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Δεν πειράζει, εχωράτεψα.
ΠΟΤΑΚΛΙΟΣΗΝ
Τι αστεία είνε αυτά! ακόμη δεν ειμπορώ να συνέλθω από τον τρόμον. Νά, έσπασα και τον καθρέπτη! εγώ χάρισμα δεν τον επήρα: τον αγόρασα από το Αγγλικό μαγαζί.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ.
Έλα τώρα, μεγάλη δουλειά! εγώ σου πέρνω άλλον καθρέπτη.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ναι, θα μου πάρης· τέτοιον καθρέπτην δεν τον βρίσκεις. Ξεύρω εγώ αυτούς τους άλλους καθρέπτας, που σε κάνουν δέκα ολόκληρα χρόνια πιο γέρο και με μια μούρη τόση δα, σαν καλαπόδι.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Άκουσ' εδώ, εγώ πρέπει να είμαι περισσότερο θυμωμένος εναντίον σου: συ, από εμένα, τον φίλον σου κρύπτεις τα πάντα. Σκοπεύεις να παντρευθής.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Κουταμάραις! ούτε το εσκέφθηκα!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Νά και η απόδειξις (Δεικνύει την Φέκλαν) Νά την, που στέκετ' εκεί, γνωστή — σαν κάλπικος παράς. Ας είνε, δεν πειράζει: εδώ ας πούμε δεν είνε και τίποτε κακό — πράξις χριστιανική και μάλιστα αναγκαία διά την πατρίδα. Ορίστε λοιπόν, ορίστε, εγώ τα πέρνω επάνω μου όλα. (τη Φέκλα) Λοιπόν, λέγε, συ, πως και τι και τα λοιπά — είνε κόρη ευγενούς, υπαλλήλου, ή ανήκει εις την τάξιν των εμπόρων και πώς είνε τώνομά της;
ΦΕΚΛΑ
Αγάφια Τύχωνοβνα.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αγάφια Τύχωνοβνα Βρανδαχλίστοφ;
ΦΕΚΛΑ
Όχι, όχι — Κουπεργγιάγην.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Πού κατοικεί — στα προάστεια;
ΦΕΚΛΑ
Με συγχωρείς, κάθεται εδώ κοντά, στα σαπουνάδικα.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ναι, στα σαπουνάδικα, δίπλα στο μαγαζάκι, ένα ξύλινο σπίτι;
ΦΕΚΛΑ
Με συγχωρείς, δεν είνε δίπλα στο μαγαζάκι, αλλά στην μπυραρία.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Πώς δίπλα σ' τη μπυραρία, αυτό δεν το ξεύρω.
ΦΕΚΛΑ
Ναι, άμα γυρίσης το δρόμο, θα ιδής αντίκρυ μια παράγκα και άμα περάσης την παράγκα γυρίζεις ζερβά, και θα ιδής 'μπρός στα μάτια σου, δηλαδή νά, έτσι, μπρος στα 'μμάτια σου ένα ξύλινο σπίτι που κάθεται μια ράφτρα, αμέσως όμως θα ιδής δεύτερο σπίτι πέτρινο και αυτό το σπίτι είνε το δικό της, δηλαδή εις αυτό το οποίον κάθεται η Αγάφια Τύχωνοβνα, η νύφη.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Καλά, καλά, τώρα εγώ όλα αυτά τα διορθώνω· συ τώρα πήγαινε, περισσότερο δε σ' έχομε ανάγκη.
ΦΕΚΛΑ
Πώς; Μήπως μόνος σου θέλεις να κάμης το γάμο;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μόνος μου, μόνος μου, συ μοναχά μην ανακατεύεσαι.
ΦΕΚΛΑ
Αχ, αδιάντροπε! Και είνε δουλειά των αντρών αυτή; Μην ανακατευθής, αφέντη, αλήθεια.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Πήγαινε, πήγαινε! σε δουλειά που δεν καταλαβαίνεις, μη ανακατεύεσαι. Κάθε κατεργάρης στο μπάγκο του. Μαρς!
ΦΕΚΛΑ
Μόνο για να κόβετε το ψωμί των ανθρώπωνε, αθεόφοβε! εγώ φταίω που ανακατεύθηκα με τέτοιαις βρώμαις. Αν ηύξευρα, δεν θα έλεγα τίποτε! (Φεύγει αγανακτισμένη).
Ποτκαλιόσην και Κοτσκαριώφ.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αι, φίλε μου, αυτή η δουλειά δεν επιδέχεται αναβολήν, πηγαίνομεν.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μα εγώ τίποτε ακόμη δεν απεφάσισα· εσκέφθηκα μοναχά πως . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Δεν πειράζει, δεν πειράζει! Μόνο να μη σου κακοφανή! εγώ θα σε παντρέψω έτσι, που ούτε είδησι θα το πάρης. Θα πάμε τώρα αμέσως εις της νύμφης, και θα ιδής τι έξαφνα . . Το γοργό και χάριν έχει!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αυτό μας έλειπε . . . να πάμε και αμέσως.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και γιατί τάχα, όχι αμέσως. Δεν βλέπω τι σ' εμποδίζει . . Κύτταξε και συ ο ίδιος· τι κερδίζεις που δεν είσαι παντρευμένος; Κύτταξε την κάμαρά σου: Κατάστασις είνε αυτή; Νά, εκεί στέκει ένα ακαθάριστο υπόδημα, νά η λεκάνη του νυπτήρος, νά ένας ολόκληρος σωρός καπνού επάνω στο τραπέζι. Και συ πλαγιασμένος εκεί 'σάν φασκιωμένο μωρό, όλη μέρα δίπλα.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αυτό είν' αλήθεια . . . το ξέρω κ' εγώ πως δεν έχω καμμία τάξι.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Λοιπόν, όταν πάρης γυναίκα θα ιδής, πως ούτε τον εαυτό σου ούτε τίποτε θα αναγνωρίζης· εδώ θα τεθή ένας καναπές, θα έχετε ένα σκυλάκι, κανένα καναράκι σ' το κλωβί, εργόχειρα . . Και φαντάσου, να κάθεσαι σ' τον καναπέ και έξαφνα να έρχεται να καθίζει κοντά σου η γυναικούλα σου, μία ομορφούλα . . . και με το χεράκι της . . .
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Διάβολε, αλήθεια να φαντασθή κανείς, πως υπάρχουν πράγματι, κάτι χεράκια, μα βρε αδελφέ, σαν το γάλα!
ΚΟΤΣΚΑΡΩΦ
Και που να ιδής ακόμη! Μήπως μονάχα τα χεράκια τους είνε; . έχουν φίλε μου, αυταίς . . . και πού να σου τα λέγω; . . έχουν . . . και τι δεν έχουν! . . .
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Να σου 'πώ την αλήθεια, πολύ, μ' αρέσει όταν έχω σιμά μου έμορφη γυναίκα.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Το βλέπεις λοιπόν, πως επιάσθηκες μοναχός; Τώρα δεν μένει άλλο παρά να τα καταφέρωμεν . . Εσένα μη σε μέλει διά τίποτε. Το γεύμα του γάμου και τα λοιπά άφησε τα επάνω μου . . Σαμπάνια, βέβαια, όχι ολιγώτερον από μία ντουζίνα, φίλε μου, σ' αρέσει δεν σ' αρέσει! Μαδέρα — μισή ντουζίνα χωρίς άλλο. Η νύμφη θα έχει βέβαια ένα σωρό θειαίς και κουμπάραις, και ξεύρεις αυταίς δεν χορατεύουν! Αμέ άσπρο του Ρήνου; σ' το διάβολο, δεν χρειάζεται, αι, τι λες; Όσο δε διά το γεύμα, έχω εγώ, φίλε μου. ένα εργολάβο, που είνε ικανός, — το σκυλί να σε κάμη να μη 'μπορής να σηκωθής από το τραπέζι.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μα, βρε αδελφέ, εσύ το πέρνης τόσο ζεστά το πράγμα, που θαρρείς πως ευθύς πια κι' ο γάμος.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και γιατί όχι; Γιατί ν' αναβάλωμεν; μήπως δεν είσαι σύμφωνος;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ποιος εγώ; όχι δα, εγώ καλά-καλά ακόμη δεν είμαι σύμφωνος.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Νά τα μας! Και καλά, τώρα ακόμη δε εδήλωσες πως θέλεις;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Εγώ είπα μοναχά πως δεν θα ήτον άσχημα!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τι λες, βρε αδελφέ; Μα εμείς δεν τα είχαμε τώρα τελειωμένα όλως διόλου; . . . Μα τι — μήπως δεν σ' αρέσει τάχα η συζυγική ζωή;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Όχι, μου αρέσει.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αι, λοιπόν, γιατί έμεινεν η δουλειά;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Η δουλειά, ας πούμε, δεν έμεινε, αλλά νά, ξεύρω κ' εγώ, μου φαίνεται σαν παράξενο . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και τι σου φαίνεται παράξενο;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Πώς να μην μου φανή, αδελφέ, παράξενον, ίσα με τώρα να είμαι ανύπανδρος και να βρεθώ έξαφνα παντρεμένος.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Έλα, έλα, σαν δεν εντρέπεσαι να τα λέγης! Όχι, εγώ βλέπω ότι πρέπει να σου μιλήσω σοβαρά. Θα σου ομιλήσω λοιπόν ειλικρινώς ως πατέρας προς το παιδί του. Παρατήρησε, παρατήρησε τον εαυτό σου με προσοχήν. Νά, παραδείγματος χάριν, έτσι, όπως κυττάζεις εμένα τώρα. Τι νομίζεις πως είσαι; ένα κούτσουρο εκεί, χωρίς καμμία σημασία. Και δε μου λες, γιατί, γιατί ζης σ' τον κόσμο. Κύτταξε σ' τον καθρέπτη να ιδής τα μούτρα σου — τι βλέπεις εκεί μέσα; ένα βλάκικο μούτρο και τίποτε περισσότερο. Φαντάσου τώρα να κάμης παιδάκια και όχι δύο και τρία αλλά πέντε και έξη και να είνε απαράλλακτα με σένα όλα· είσαι τώρα μόνος και είσαι αυλικός σύμβουλος διεκπεραιωτής ή τμηματάρχης ποιος ξεύρει τελοσπάντων τι διάβολο είσαι; Τότε όμως φαντάσου, θα έχης τόσα διεκπεραιωτάκια, τόσα, μικρά τμηματαρχάκια και κανένας μάλιστα απ' αυτά μπερμπαντάκος θ' απλώνη τα χεράκια του και θα σου τραβά τις φαβορίταις σου και συ θα κάμνης μονάχα σαν το σκυλί: γαβ, γαβ, γαβ! Αι, υπάρχει άλλο ωραιότερο απ' αυτό; Πε και συ ο ίδιος.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τι άτακτα όμως, τα βρώμικα που θα είνε: όλα τα πράγματα θα μου τα χαλούν, θα μου σκορπίζουν τα χαρτιά . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ας ατακτούν όσο θέλουν, αλλά έλα δα πάλιν που θα σου 'μοιάζουν όλα! αυτό να ιδής.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Πράγματι, είνε αστείο να πάρη ο διάβολος, μια πομπή εκεί, ένα κουταβάκι — και να σου 'μοιάζη!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Πώς δεν είν' αστείο, βέβαια είνε αστείο· πάμε λοιπόν!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ας πάμε.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αι, Στεπάν! βοήθησε γλήγορα τον αφέντη σου να φορέση τα ρούχα του.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
(Ενδυόμενος προ του καθρέπτου). Εγώ νομίζω, ότι δεν δα ήτον άσχημα να φορέσω το άσπρο μου γελέκο.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Δεν βαρύνεσαι . . . το ίδιον είνε!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
(Φορών την τραχηλιάν). Η αναθεματισμένη η πλύστρα άσχημα μου εσιδέρωσε το κολάρο και δεν στέκει καλά. Να της ειπής, Στεπάν, της ανόητης, πως άλλοτε αν μου τα σιδερώση έτσι άσχημα, θα την αλλάξω. Φαίνεται πως της επήραν τα μυαλά οι αγαπητικοί και δεν έχει τον νουν της εις το σιδέρωμα.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αι, κάμε δα, αδελφέ, πειο γρήγορα. Πώς αγαπάς να πασπατεύης!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τώρα αμέσως! (φορεί το φράκο και κάθηται) Άκουσε, Κοτσκαριώφ, ξεύρεις τι; δεν πηγαίνεις καλλίτερα μοναχός σου;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Άλλο τούτο πάλιν! Μήπως ετρελλάθης; εγώ να πάγω; Και ποιος θα παντρευθή συ ή εγώ;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Να σου πω την αλήθεια, σαν να μην έχω διάθεσιν. Δεν αφίνομε καλλίτερα αύριον;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Κ' έχεις ένα σπυρί μυαλό σ' το κεφάλι σου; Τι χωριάτης άνθρωπος είσαι συ! ετοιμάσθη καλά, — καλά κ' έξαφνα, λέει, δεν έχω διάθεσιν! Πε μου σ' το Θεό σου, ύστερ' απ' αυτά δεν είσαι ένας χοίρος, ένας μασκαράς;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μα τι με 'βρίζεις βρε αδελφέ; Γιατί; Τι σου έκαμα;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ηλίθιε, κουτέντιε, ανόητε, ανοητότατε, ας είσαι και διεκπεραιωτής. Και για ποιόν εγώ φροντίζω; Για σένα! Για το συμφέρον σου! Από το στόμα σου θα σου το πάρουν το καμμάτι. Όλο και ξάπλα, κακοχρονονάχη! Μα 'πέ μου σε παρακαλώ σαν τι 'μοιάζεις; Ου να μου χαθής, τιποτένιε, γομάρι· θα σου λεγα εγώ ακόμη ένα λόγο, αλλά είνε ντροπή να τον ειπώ. Μια μπαμπόγρηα εκεί, χειρότερος κι' από γρηά!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ (χαμηλοφώνως).
Έννοια σου και συ δεν είσαι καλλίτερος! (δυνατά). Δεν είσαι με τα καλά σου! Κάθεται κ' 'βρίζει εμπρός εις τον υπηρέτην και ακόμη με συχαμένα λόγια. Δεν ηύρες άλλο μέρος; . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Πώς θέλεις να μη σε 'βρίσω: Πε μου, σ' τον Θεό σου — ποιος αντέχει να μη σε βρίση; Απεφάσισε να παντρευτή σαν καθώς πρέπει άνθρωπος, ηκολούθησε την φωνήν της φρονήσεως, κ' έξαφνα, το κούτσουρο, θαρρείς πως τον εκαβαλλίκεψε ο διάβολος . . .
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αι, καλά, βρε αδελφέ, πηγαίνω, που μ' εξεκούφανες με τις φωναίς σου!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Πηγαίνω! Και βέβαια, τι άλλο 'μπορείς να κάμης παρά να πας! (τω Σεπτάν) Δος του το καπέλλο και το επανοφόρι του.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ (παρά την θύραν).
Τι περίεργος άνθρωπος. Δύσκολα ξεμπερδεύεις μαζύ του· σε 'βρίζει εκεί διά το τίποτε και κανένα καλό τρόπο δεν ηξεύρει.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τώρα ετελείωσε: δε 'βρίζω πια (αμφότεροι εξέρχονται).
Θάλαμος εν τη οικία της Αγάφιας Τύχωνοβνας.
Η Αγάφια Τύχωνοβνα απλώνει παιγνιόχαρτα επί της τραπέζης· όπισθεν αυτής βλέπει η θεία Αρήνα Παντελεημόνοβνα.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και πάλιν δρόμος θεία! Ενδιαφέρεται κάποιος ρήγας καρρό, δάκρυα, ερωτική επιστολή. Αριστερά ο ρήγας σπαθί ενδιαφέρεται πολύ, αλλά κάποια κακούργα τον εμποδίζει.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και σαν ποιος να ήνε, λέει, ο ρήγας σπαθί;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Ποιος ξεύρει.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Εγώ όμως τόνε ξεύρω.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Ποίος είνε;
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Εκείνος ο καλός πραματευτής, που είνε στα τσοχαντζίδικα, ο Αλεξέι Δμήτριεβιτζ Σταρηκώφ.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Είμαι βεβαία, πως δεν είν' αυτός. Στοιχηματίζω, πως δεν είν' αυτός!
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Μη φιλονικείς, Αγάφια Τύχωνοβνα, είν' εκείνος με τα ξανθά μαλλιά, άλλος από τον ρήγα σπαθί δεν είνε.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και μολαταύτα δεν είνε· ο ρήγας σπαθί εδώ, εννοεί ευγενή. Του εμπόρου δεν του τεριάζει ο ρήγας σπαθί.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Αι, Αγάφια Τύχωνοβνα, αν εζούσεν ο μακαρίτης ο πατέρας σου, ο Τύχων Παντελεημόνοβιτζ δεν θα τάλεγες αυτά. Καμμιά φορά σαν εκτυπούσε με το γρόθο του το τραπέζι κ' έκοβε την φωνή: «να φτύσω» λέει «εκείνον που 'ντρέπεται να είνε πραματευτής, και δεν θα δώσω» λέει «την κόρη μου και σε συνταγματάρχη. Ας τους κάμουν γαμπρούς οι άλλοι! Και τον γυό μου, λέει, δεν θέλω να τον κάμω στρατιωτικό. Τι; λέει, μήπως ο πραματευτής δεν δουλεύει τον βασιλέα όπως κάθε ένας;» Και δος του, να κτυπά με το γρόθο του το τραπέζι. Κ' είχε κ' ένα γρόθο ο μακαρίτης σαν ένα κουβά μεγάλο — φόβος και τρόμος! Να πούμε όμως και τη μαύρη αλήθεια, εκείνος έστειλε και τη μητέρα σου σ' τον άλλο κόσμο· διαφορετικά θα εζούσε περισσότερο!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Νά η ώρα να πάρω κ' εγώ ένα τέτοιον άνδρα! Να ξεύρω και τι, δεν πέρνω έμπορον!
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Ο Αλεξέι Δμήτριεβιτζ όμως δεν είνε τέτοιος.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Δεν τόνε θέλω, δεν τόνε θέλω! έχει γένεια ό,τι τρώγει θα πέφτει απάνω, όχι, όχι, δεν τόνε θέλω!
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και πού θα εύρης ευγενή καλό; Μες στο δρόμο δε θα τον εύρης.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Η Φέκλα Ιβάνοβνα θα τον εύρη. Αυτή μου υπεσχέθη πως θ' αύρη τον καλλίτερο.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Μη την πιστεύεις μμάτια μου, αυτή είνε ψεύτρα.
Αι άνω και Φέκλα Ιβάνοβνα.
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Όχι, Αρήνα Παντελεημόνοβνα, κρίμα είνε να με συκοφαντής άδικα.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Α! Η Φέκλα Ιβάνοβνα! Αι, για λέγε: αι, βρήκες;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Βρήκα, βρήκα· στάσου πρώτα να πάρω την αναπνοή μου — έκαμα τόσον κόπο! Κατά την παραγγελία που μου 'δωσες, δεν άφησα ούτε γραφείο, ούτε υπουργείο, ούτε φυλακείο . . . Ξεύρεις, παιδί μου, κόντεψα να φάγω και ξύλο, μα τον Θεό! Με ηύρε εκείνη η γρηά, που έκαμε τον γάμο του Αφέρωφ και τόσο με φορτώθηκε που και τι δεν μου 'ψαλλε: Πείσα-δείξα, μου λέγει, μόνο για να μου κόβης το ψωμί είσαι. Να πας στη γειτονιά σου λέει. Μα εγώ της είπα ορθά κοφτά πως εγώ για την κυρία μου, και μη προς βάρος σου, είμαι έτοιμη να θυσιασθώ. Για τούτο δα και σου επρομήθεψα τους πειο διαλεκτούς γαμπρούς. Δηλαδή στη γη στην οικουμένη ούτε βρεθήκανε ποτέ τέτοιοι ούτε θα γείνουν. Σήμερα θα έλθουν μερικοί. Επέρασα απ' εδώ επίτηδες να σε προειδοποιήσω.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Πώς, σήμερα; Φέκλα Ιβάνοβνα, ψυχή μου, εγώ φοβούμαι.
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Μην τρομάζεις μάνα μου; πράματα του κόσμου! θα έρθουν, θα ιδούν, και τίποτε άλλο, θα τους ιδής και συ· αν δεν σου αρέσουν, — φεύγουν.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και θα ηύρες καλούς, βέβαια!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και πόσοι είνε, — πολλοί;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Έξ τους έχω πια!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ (αναφωνεί).
Α!
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Γιατί παιδί μου ξαφνίστηκες έτσι; Καλλίτερα να διαλέξης· αν δεν σ' αρέση ο ένας θα σ' αρέση ο άλλος.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και τι είνε — ευγενείς;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Όλοι διαλεκτοί — ένας κ' ένας· τέτοιοι ευγενείς, δεν εμεταγίνηκαν.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Πώς είνε λοιπόν, πώς;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Καλοί, ώμορφοι, όλοι καθώς πρέπει. Ο πρώτος, ο Βαλταζάρ Βαλταζάροβιτζ Ζεβάκην: είνε τόσο καλός, . . . υπηρετεί στο ναυτικό — σου τεροιάζει μια χαρά! λέγει πως θέλει τη νύφη να είνε σαρκωμένη, η ξηρακινές, λέει, δεν του αρέσουν. Ο Ιβάν Παύλοβιτς πάλι είνε πρωτοκολλητής και τόσο σοβαρός άνθρωπος που δεν ημπορείς να τον πλησιάσης. Παρουσιαστικός, παχύς, και σαν μου βάλη τη φωνή «Μη μου λέγεις άρες-μάρες, πως η νύφη είνε τέτοια και τέτοια· να μου πης καθαρά και ξάστερα, πόσα είνε τα κινητά και τα ακίνητά της;» — τόσα και τόσα αφέντη μου! «Ψέμματα λες, διαβόλου κόρη!» Κι' ακόμη, μάνα μου, μου ξεφούρνησε μια τέτοια λογάρα, που είνε ντροπή και να σου την ξεστομίσω· εγώ αμέσως εκατάλαβα πως αυτός πρέπει νάνε σπουδαίος άνθρωπος!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Άλλος ποιος είν' ακόμη;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Είνε ο Νικανώρ Ιβάνοβιτς Ανούτσκην, ένας ευγενέστατος άνθρωπος, να ιδής τα χείλη του, μάτια μου, βύσινο, καθ' εαυτό βύσινο — λαμπρός άνθρωπος! «εγώ», λέει, «θέλω τη νύφη να ήνε ωραία, να ήνε μορφωμένη και να ξεύρη να μιλή και γαλλικά». Ναι, λεπτής ανατροφής άνθρωπος, γερμανομαθημένος, κ' έχει κάτι ποδαράκια λεπτά — λεπτά!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Α! όχι, να σου ειπώ, αυτοί οι λεπτοκαμωμένοι κάπως δεν μου έρχονται δεν ηξεύρω, αλλά δεν τους βρίσκω τίποτε.
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Αν θέλης δυνατώτερο, τότε πάρε τον Ιβάν Παύλοβιτς. Καλλίτερο από αυτόν δεν θα βρης· εκείνος, δεν μπορείς να πης τίποτε, είνε καθ' εαυτό αφεντάνθρωπος: χωρεί δεν χωρεί απ' αυτήν εδώ την πόρτα! λαμπρός άνθρωπος.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και ποίας ηλικίας είνε;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Νέος είν' ακόμη: τα πενήντα τάχει δεν τάχει.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και πώς είνε το επίθετόν του;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Το παράνομά του; Ιβάν Παύλοβιτς Σφογγάτος.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Αυτό είνε το επίθετόν του;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Το επίθετό του!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Ω, Θεέ μου, τι επίθετον! άκουσε, Φέκλα μου, δε μου λες, σε παρακαλώ, αν τύχη και πάρω άνδρα αυτόν θα με λέγουν: Κυρίαν Σφογγάτου; Τι πράγμα είνε αυτό! . . .
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Αι μάννα μου, ακούει κανείς εδώ τέτοια παρανόματα, που να τ' ακούσης — σου έρχεται να φτύσης και να σταυροκοπηθής! Αφού όμως δεν σου αρέσει το παράνομα, πάρε τότε τον Βαλταζάρ Βαλταζάροβιτς Ζεβάκην — περίφημος γαμβρός!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και τι μαλλιά έχει αυτός;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Ωραία μαλλιά!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Αμ' η μύτη του;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Αι . . . . . . και η μύτη του καλή είνε· — όλα τάχει στη θέσι τους, και είνε και καλός άνθρωπος. Αλλά μη προς βάρος σου, στο σπίτι του άλλο πράγμα δεν έχει από την πίπα του· ούτε το παραμικρό έπιπλο.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Άλλος ποιος είνε;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Είνε ο Ακίνφ Στεπάνοβιτς Παντελέγεφ, υπάλληλος, επίτιμος σύμβουλος· ψευδίζει λιγάκι αλλά είνε πολύ σεμνός άνθρωπος.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Εβαρέθηκα πια ν' ακούω όλο υπαλλήλους και υπαλλήλους. Δεν μας είπες όμως και το ουσιωδέστερο. Τάχα αυτός ο υπάλληλος δεν αγαπά νά το τσούζη; αυτό να μας ειπής!
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Το τσούζει, δεν σου λέγω, το τσούζει, αλλά τι να κάμης που είνε βλέπεις, επίτιμος σύμβουλος! Είνε όμως μαλακός άνθρωπος και τον κάνεις όπως τον θες.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Α, όχι, εγώ δεν θέλω να είνε ο άνδρας μου μέθυσος.
ΦΕΚΛΑ
Όπως θέλεις, μάννα μου! Δεν θέλεις τον ένα — πάρε τον άλλον. Έπειτα τι πειράζει αν καμμιά φορά πιή κανένα παραπάνω; Όλη δα την εβδομάδα δεν θα ήνε μεθυσμένος, θα βρεθή και καμμιά μέρα να είνε νηστικός.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Άλλος ποιος είνε;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Είνε ακόμη ένας, αλλά αυτός . . . ας πάη στο καλό· αυτοί είνε οι καλλίτεροι.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Ποίος είνε αυτός;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Δεν ήθελα να σου τον αναφέρω· είνε να 'πώ την αλήθεια αυλικός σύμβουλος, κ' έχει και παράσημο, αλλά είνε πολύ βαρύς άνθρωπος· με δυσκολία τον εβγάζεις από το σπίτι.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Ακόμη ποίος είνε; είνε άλλος; συ μόνον πέντε μου ανέφερες, ενώ είπες ότι είνε έξ.
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Μήπως είνε λίγοι αυτοί; είδες πώς εξεθάρρεψες; Και στην αρχή, μολαταύτα, είχες τρομάξει.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και τι είνε αυτοί οι ευγενείς σου; Όλοι τους και οι έξ δεν αξίζουν όσον αξίζει ένας πραματευτής.
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Α, όχι, Αρήνα Παντελεημόνοβνα, ο ευγενής είνε ποιο σεβάσμιος.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Τι να τον κάμης το σεβασμό; Να ο Αλεξέι Δμήτριεβιτς μ' εκείνο το καλπάκι από γούνα, που σαν βγη με το έλκυθρο . . .
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Και ο ευγενής με τες σπαλέταις του θα περάση και θα του ειπή: «Αι, συ πραματευτάκο, παραμέρισε να περάσω!» ή «δείξε μου, πραματευτάκο το καλλίτερό σου βελούδο!» και ο πραματευτής: «ορίστε, αφέντη!» «Βγάλε το καπέλλο σου, χωριάτη!» Να τι θα του ειπή ο ευγενής.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και ο πραματευτής, σαν δεν θέλει πάλι, δεν του δίνει τσόχα, και ο ευγενής σου θα μείνη γυμνός και δεν θα έχη τι να φορέση.
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Και ο ευγενής θα κόψη με το σπαθί του τον πραγματευτήν.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και ο πραματευτής θ' αναφερθή σ' την αστυνομία.
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Κι' ο ευγενής θ' αναφερθή σ' τον Άρειο Πάγο.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και ο πραγματευτής στο Νομάρχη.
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Κι' ο ευγενής . . .
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Έχεις λάθος, έχεις λάθος! Ο Νομάρχης, είνε ανώτερος από τον Αρειοπαγίτην. Εδαιμονίστηκες με τον ευγενή σου! Κι' ο ευγενής εις άλλη περίστασι βγάζει το καπέλλο του . . . (ακούεται ο κώδων της θύρας) Κάποιος κτυπά.
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Αχ, θαρρώ πως είν' εκείνοι!
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Ποιοι;
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Εκείνοι, καλέ . . . κανένας από τους γαμπρούς.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ (αναφωνεί).
Α!
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Άγιοι μάρτυρες, ελεήσατέ μας τους αμαρτωλούς! Η κάμαρα είνε ασυγύριστη (αρπάζει ό,τι υπάρχει επί της τραπέζης και τρέχει εντός του θαλάμου). Η πετσέτα, η πετσέτα απάνω στο τραπέζι καταλερωμένη. Δουνιάσκα, Δουνιάσκα! (εισέρχεται η Δουνιάσκα). Γλήγορα καθαρή πετσέτα (Σύρει το χειρόμακτρον και περιτρέχει το δωμάτιον).
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Αχ, θεία μου, πώς να κάμω; είμαι σχεδόν γυμνή!
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Αχ, μάννα μου, τρέξε να ενδυθής ογλήγορα (τρέχει ωσαύτως εντός του θαλάμου. Η Δουνιάσκα φέρει χειρόμακτρον· αντηχεί εκ νέου ο κώδων) πήγαινε, τρέξε, φώναξε «αμέσως» (η Δουνιάσκα κραυγάζει μακρόθεν «αμέσως»).
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Θεία, το φόρεμά μου δεν είνε σιδερωμένο.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Αχ, θεέ μου μεγαλοδύναμε, σώσε μας! Βάλε άλλο!
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ (προσπεύδουσα).
Τι βλέπετε; Αγάφια Τύχωνοβνα, κάνε ποιο γρήγορα, κυρά μου! (ακούεται ο κώδων) Βοή μου! Κ' εκείνος κάθεται και περιμένει!
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Δουνιάσκα, φέρε τον εδώ και παρακάλεσέ τον να περιμένη. (η Δουνιάσκα τρέχει εις τον προθάλαμον και ανοίγει την θύραν· ακούονται φωναί· «εδώ είνε; — εδώ, ορίστε μέσα». (άπασαι μετά περιεργείας προσπαθούσι να παρατηρήσωσι διά της οπής του κλείθρου).
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Πώ, πω! Τι χονδρός!
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Έρχεται· έρχεται! (άπασαι τρέχουσιν εν αταξία).
Ιβάν Παύλοβιτς, Σφογγάτος και Δουνιάσκα.
ΔΟΥΝΙΑΣΚΑ
Περιμείνετε εδώ (φεύγει).
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Να περιμείνωμεν, έστω, ας περιμείνωμεν αρκεί να μην αργήσω μόνον. Απουσίασα, άλλως τε, διά μίαν στιγμήν από το Υπουργείον. Και αν έξαφνα ερωτήση ο προϊστάμενος: «Και πού υπήγεν ο πρωτοκολλητής;» Επήγε να ιδή την νύφη. . . . Να μην ψάλλει το αναβαλλόμενον της νύφης . . . . Και όμως, ας παρατηρήσω μια φορά ακόμη την σημείωσιν. (αναγινώσκει) λιθίνη διώροφος οικία (ανατείνει τους οφθαλμούς και περιεργάζεται τον θάλαμον). Μάλιστα! (εξακολουθεί αναγινώσκων).
«Δύο οικίσκοι — παραρτήματα: οικίσκος με πέτρινα θεμέλια, οικίσκος ξύλινος . . . Ο ξύλινος δεν είνε και τίποτε ξεχωριστόν· άμαξα, έλκυθρον με γλυφάς, διά δύο άλογα· με δύο καλλύματα — μικρό και μεγάλο· θα είνε τέτοια, που μόνο για τη φωτιά θ' αξίζουν. Η γρηά μόλα ταύτα βεβαιοί, ότι είνε πρώτης ποιότητος· καλά, ας είνε και πρώτης ποιότητος. «Δύο δωδεκάδες αργυρά χουλιάρια . . . .» Βέβαια τα ασημένια κουτάλια χρειάζονται στο σπίτι «δύο γούνες από αλουπόδερμα . .» Χμ! «τέσσαρα στρώματα μεγάλα με πούπουλο και δύο μικρά» (σφίγγει εμφαντικώς τα χείλη). «Έξ φορέματα μεταξωτά και έξ τσιτένια, δύο νυκτικά καπότα, δύο . .» Αυτά είνε τιποτένια πράγματα! «ασπρόρρουχα, πετσέταις . .» απ' αυτά ας έχει όσα θέλει! αυτά όμως πρέπει και να τα επαληθεύσωμεν. Τώρα που υπόσχονται πολλά, και σπίτι και αμάξια, όταν όμως πανδρευθής, δεν βρίσκεις άλλο από στρώμματα και μαξιλάρια (ακούεται ο κώδων. Η Δουνιάσκα τρέχει ακροποδητί διά του θαλάμου και ανοίγει την θύραν ακούονται φωναί: εδώ είνε; — εδώ;)
Ο άνω και Ανούτσκην.
ΔΟΥΝΙΑΣΚΑ
Περιμείνετε εδώ, τώρα έρχονται (εξέρχεται. Ο Ανούτσκην χαιρετίζει τον Σφογγάτον και αντιχαιρετίζεται).
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Τα σεβάσματά μου!
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Έχω ίσως την τιμήν να ομιλώ μετά του πατρός της ωραίας οικοδεσποίνης;
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Καθόλου, κύριε! εγώ δεν είμαι πατέρας. Εγώ μάλιστα δεν απέκτησα ακόμη τέκνα
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Α! Συγγνώμην, συγγνώμην!
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ (Κατ' ιδίαν).
Η μούρη του ανθρώπου αυτού μου φαίνεται κάπως ύποπτος. Δεν είνε παράδοξον να ήλθε κι' αυτός διά την ιδίαν ως κι' εγώ υπόθεσιν! (Δυνατά) έχετε ίσως καμμίαν υπόθεσιν με την οικοδέσποιναν;
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Όχι . . καμμίαν υπόθεσιν· ήμην εις τον περίπατον κι' επέρασα απ' εδώ έτσι . . .
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ (κατ' ιδίαν). Ψέμματα, ψέμματα λέγει! . . . στον
περίπατον! παντρειά θέλει ο μασκαράς! (ακούεται ο κώδων· η Δουνιάσκα τρέχει πάλιν ν' ανοίγη την θύραν. Εις τον προθάλαμον ακούονται αι λέξεις: εδώ είνε; — εδώ).
Οι άνω και Ζεβάκην συνοδευόμενος υπό της Δουνιάσκας.
ΖΕΒΑΚΗΝ (προς την Δουνιάσκαν).
Σε παρακαλώ, μικρά μου, καθάρισέ με· έξω έχει σκόνη που είνε φρίκη! Βγάλε, σε παρακαλώ, εκείνην εκεί την αράχνην. (Στρέφεται) Αξιόλογα! ευχαριστώ, ψυχίτσα μου. Κύτταξε ακόμη εκεί, περιπατεί, νομίζω μία αράχνη. Τα τακούνιά μου, κύτταξε, δεν έχουν τίποτε; ευχαριστώ, παιδί μου! Να εδώ, νομίζω, έχει ακόμη κάτι τι. (Καθαρίζει διά της χειρός την περιχειρίδα του φράκου του και προσβλέπει τον Ανούτσκην και Σφογγάτον). Τσόχα αγγλική, βλέπεις! την αγόρασα εις τα 95, όταν η ναυτική μοίρα μας ήτον εις Σικελίαν τότε ήμην ακόμη δόκιμος και την έρραψα στολήν· Εις τα 801 επί αυτοκράτορος Παύλου Πετρόβιτς, επροβιβάσθην εις υποπλοίαρχον· η τσόχα ήτον όλως διόλου καινούργια. Κατά το 814 έκαμα την περιήγησιν της γης, και μόνον αι ραφαί ετρίφθησαν ολίγον. Εις τα 815 επήρα την αποστρατείαν μου, αλλά την εγύρισα μέσα έξω· από τότε επέρασαν δέκα χρόνια, που την φορώ κι' είνε ακόμη σχεδόν καινούργια. Ευχαριστώ, κορίτσι μου . . . (την χαιρετά διά της χειρός και πλησιάζων προς τον καθρέπτην αναμοχλεύει ελαφρώς την κόμην του).
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Πώς είπατε; επιτρέψατε να μάθωμεν . . . Σικελία . . . είπατε, νομίζω περί Σικελίας; είνε ωραίος τόπος η Σικελία;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Ω, ωραιότατος! εμείναμεν εκεί τριαντατέσσαρας ημέρας. Θέα, να σας ορίσω θαυμασία! εκείνα τα βουνά, εκείναις η ροδιαίς με τα ρόδα ( 1 ) . Και παντού ιταλίδες σαν τα κρύα νερά 'που σου έρχεται να τας φιλήσης.
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Και είνε μορφωμέναι;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Εξαίρετα! τέτοιαν μόρφωσιν μόνον αι ιδικαί μας κόμησσαι την έχουν. Ετύχαινε στο δρόμο, αι, ρώσσος υποπλοίαρχος! φυσικά, εδώ επωμίδες (δεικνύει επί των ώμων) χρυσά κεντήματα, και βλέπεις πλέον ταις ωραίαις μαυρομάταις. — Σε κάθε σπίτι έχουν, βλέπετε, και εξώστην και τα πατώματα είνε νά, σαν αυτό εδώ — χαμηλά, — κυττάζεις να ιδής λοιπόν και εις κάθε εξώστη βλέπεις και ένα τριανταφυλλάκι . . λοιπόν, φυσικά, διά να μη θεωρηθής αγροίκος . . . (χαιρετά και κινεί την χείρα) κι' εκείναις κάμνουν όλο έτσι . . . (κάμνει κίνησιν διά της χειρός) φυσικά, φορεί εδώ κανένα μεταξωτό μανδύλι, κανένα κορδόνι, διάφορα γυναικεία κοσμήματα . . με ένα λόγον, ορεκτικό κομματάκι.
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Και εις ποίαν, επιτρέψατε να σας κάμωμεν μίαν ερώτησιν, εις ποίαν διάλεκτον συνεννοούνται εις Σικελίαν;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Ω, φυσικά — όλοι εις την γαλλικήν.
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Εν γένει όλαι αι δεσποινίδες ομιλούσι την γαλλικήν;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Όλαι γενικώς. Ίσως μάλιστα δεν θα πιστεύσετε, ό,τι θα σας ορίσω: εμείναμεν εκεί τριαντατέσσαρας ημέρας, και καθ' όλον αυτό το διάστημα, δεν ήκουσα από το στόμα των ούτε μίαν λέξιν ρωσσικήν.
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Ούτε μίαν λέξιν;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Ούτε μίαν! Δεν λέγω πλέον περί των ευγενών και λοιπών σινιόρων, δηλαδή περί των διαφόρων αξιωματικών των· λάβετε όμως ως παράδειγμα ένα από τους εντοπίους απλούς χωρικούς, ο οποίος σηκόνει εις την ράχην του κάθε είδους ακαθαρσίας, δοκιμάσατε και ειπέτε του: Δόσε μου, αδελφέ, ψωμί — δεν θα σε εννοήση, μα τον Θεόν, δεν θα σ' εννοήση, είπε του γαλλικά: «Dateci del pane» ή «portate vino» — αμέσως σ' εννοεί και τρέχει πράγματι να σου φέρη!
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Περίεργος τόπος μολαταύτα, ως βλέπω, θα είνε αυτή η Σικελία. Είπατε νομίζω περί χωρικών; πώς είνε εκεί οι χωρικοί; ομοιάζουν με τους ρώσσους χωρικούς, είνε εύρωστοι; καλλιεργούν ή όχι την γην;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Δεν ειμπορώ να σας ειπώ: δεν παρετήρησα αν καλλιεργούν την γην ή όχι· να σας ειπώ όμως όσον αφορά τον ταμβάκον, και σας ορίζω, πως εκεί, όχι μόνον όλοι τον τραβούν, αλλά και τον μασούν. Ή μεταφορά εντός της πόλεως επίσης είνε πολύ ευθυνής εκεί σχεδόν είνε παντού νερά και γόνδολαι . . . φυσικά, κάθεται μέσα και μία τέτοια ιταλίς, σαν το τριαντάφυλλο, και φορεί καμμιά τραχηλιά ή κανένα μανδυλάκι! . . Ήσαν μαζύ μας και άγγλοι αξιωματικοί, αλλά και αυτοί, ως και οι ιδικοί μας, — του ναυτικού . . . . Και κατ' αρχάς ήτον πολύ περίεργον, δεν ημπορούσαμε να συνεννοηθούμεν· ύστερα όμως, όταν εγνωρίσθημεν καλά, αρχίσαμεν να εννοούμεν ελεύθερα. Του έδειχνες, παραδείγματος χάριν, μποτίλια ή ποτήρι, κ' εννοούσε παρευθύς, ότι τούτο θα ειπή να πιούμεν· έφερες έτσι τον γρόνθον σου εις το στόμα κ' έκαμνες μόνον με τα χείλη σου: παφ, παφ κ' εννοούσε την πίπαν. Εν γένει να σας ορίσω, γλώσσα πολύ εύκολος, οι ναύται μας, εις ένα διάστημα όχι περισσότερον των τριών ημερών ήρχησαν πλέον να καταλαμβάνουν ο ένας τον άλλον.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Πολύ ενδιαφέρουσα θα είνε η ζωή, ως βλέπω εις τα ξένα μέρη. Μεγάλως θα ηυχαριστούμην αν είχον σχέσεις με άνθρωπον κσσμογυρισμένον. Επιτρέψατέ μοι να μάθω: με ποίον έχω την τιμήν να ομιλώ.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Ζεβάκην — απόστρατος υποπλοίαρχος. Επιτρέψατέ μοι ωσαύτως να ερωτήσω: προς ποίον έχω την τιμήν να συνομιλώ;
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Ανώτερος υπάλληλος, Ιβάν Παύλοβιτς Σφογγάτος!
ΖΕΡΒΑΚΗΝ (Μη ακούσας καλώς)
Σφογγάτο; Ναι, κ' εγώ έφαγα κάτι τι! τους δρόμους βλέπετε τους ξεύρω, έχω να κάμω ακόμη πολύ δρόμο, κάμνει και ολίγον ψύχος, λοιπόν επήρα ένα μεζεδάκι μίαν σαρδέλαν με ψωμάκι . . .
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Όχι, νομίζω δεν εννοήσατε καλά: το επίθετόν μου είνε Σφογγάτος!
ΖΕΒΑΚΗΝ (υποκλινόμενος)
Α, με συγχωρείται, βαρυακούω ολίγον! εγώ αληθινά ενόμισα ότι είπατε πως εφάγατε σφογγάτο.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Τι να κάμης! εγώ ήθελα να παρακαλέσω τον προϊστάμενον, να μου επιτρέψη να μετονομασθώ Σφογγύλης, αλλά δεν με άφισαν οι φίλοι· λέγουν ότι τότε θα μοιάζω με γογγύλην!
ΖΕΒΑΚΗΝ
Αυτό συμβαίνει· εις την Μοίραν μας, όλοι οι αξιωματικοί και ναύται, όλοι είχον παραδοξότατα επίθετα: ήκουες λόγου χάριν επίθετα: Νεροπλυματάς, Αφρισμένος, και Πυρωμένος υποπλοίαρχος. Ενός δε δοκίμου, και καλού δοκίμου, το επίθετον είναι απλώς, Τρύπα. Και ο πλοίαρχος καμμιά φορά: «Τρύπα, έλα εδώ!» και πολλαίς φοραίς εχοράτευε μαζύ του, «μα είσαι μία Τρύπα!» του έλεγε (ακούεται εις τον προθάλαμον ο κώδων. Η Φέκλα διά του Θαλάμου τρέχει ν' ανοίξη)
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Α! καλημέρα κυρά.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Καλημέρα, τι κάμνεις είσαι καλά, ψυχή μου;
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Καλημέρα, κυρά Φέκλα Ιβάνοβνα!
ΦΕΚΛΑ (τρέχουσα ακροποδητεί)
Σας ευχαριστώ, αφεντάδες, καλά είμαι (ανοίγει την θύραν· εις τον προθάλαμον ακούονται φωναί: «Εδώ είναι; — εδώ» είτα λέξεις τινές μόλις ακουόμεναι; εις ας η Φέκλα αποκρίνεται μετ' αγανακτήσεως; Καλέ τον είδες εκεί!)
Οι άνω, Κοτσκαριώφ, Ποτκαλιόσην και Φέκλα.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (Τω Ποτκαλιόσην)
Ενθυμού τους λόγους μου, θάρρος, θάρρος, και τίποτε περισσότερον. (Παρατηρεί και χαιρετίζων με έκπληξίν τινά κατ' ιδίαν). Τι θέλει εδώ τόσος κόσμος! τι σημαίνει τούτο; μήπως είναι γαμβροί; (ωθεί την Φέκλαν και λέγει αυτή ταπεινοφώνως). Από ποιο κονάκι ήρθαν οι κοράκοι; πού τους βρήκες; αι;
ΦΕΚΛΑ (χαμηλοφώνως)
Δεν είναι κοράκοι είναι όλοι τίμιοι άνθρωποι.
ΚΟΤΣΑΡΙΩΦ (Τη Φέκλα)
Είναι πολλοί οι ξένοι, μα είνε μαδημένοι.
ΦΕΚΛΑ
Να κυττάξης τα δικά σου και να μην παινεύεσαι που δεν έχεις τι να φας κι' όλο κοκορεύεσαι.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Έννοια σου κ' οι δικοί σου οι πλούσιοι έχουν τσέπαις τρυπυμέναις. (δυνατά) Τι κάμνει λοιπόν τώρα μέσα; Η πόρτα αυτή, βέβαια δα πηγαίνη στην κάμμαρή της; (Πλησιάζει προς την θύραν).
ΦΕΚΛΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ
Αδιάντροπε! σου λένε ντύνεται ακόμη!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μωρέ δουλειά! Και τι πειράζει εγώ μονάχα δα κυττάξω, και τίποτε άλλο. (Παρατηρεί διά της οπής του κλείθρου).
ΖΕΒΑΚΗΝ
Επιτρέψατε, παρακαλώ, να παρατηρήσω κ' εγώ
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Επιτρέψατε και εις εμέ να παρατηρήσω μόνο μια φορά.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (εξακολουθεί παρατηρών).
Μα τίποτε δεν φαίνεται, κύριοι! Κάτι ασπρίζει — μα γυναίκα είνε, δεν διακρίνεται (πάντες μολαταύτα συνωστίζονται προς την θύραν και προσπαθούν να παρατηρήσωσι).
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αι, αι, . . κάποιος έρχεται (πάντες αποσκιρτώσι).
Οι άνω Αρήνα Παντελεημόνοβιτς και Αγάφια Τύχωνοβνα
(πάντες υποκλίνονται).
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και ποία αφορμή σας έκαμε να μας τιμήσητε με την παρουσίαν σας.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Εγώ, κυρία, έμαθον από τας εφημερίδας, ότι επιθυμείτε ν' αναλάβητε την εργολαβίαν της προμηθείας καυσοξύλων, και επειδή είμαι υπάλληλος εις το υπουργείον, ήλθα να μάθω το είδος των ξύλων, το ποσόν και την εποχήν που ειμπορείτε να τα παραδώσητε.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Αν και δεν κάμνομεν ποτέ εργολαβίαις χαίρομεν όμως διά τον ερχομόν σας. Το επίθετό σας παρακαλώ;
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Κολλεγιακός πάρεδρος ( 2 ), Ιβάν Παύλοβιτς Σφογγάτος.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Καθίσατε παρακαλώ (αποτείνεται προς τον Ζεβάκην και παρατηρεί αυτόν) επιτρέψατε παρακαλώ . . .
ΖΕΒΑΚΗΝ
Κ' εγώ επίσης ξεύρετε βλέπω μίαν ειδοποίησιν διά κάτι; Ας υπάγω, είπα· ο καιρός μου εφάνη ωραίος εις τους δρόμους χορταράκι . . .
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και το επίθετόν σας;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Απόστρατος υποπλοίαρχος Βαλταζάρ-Βαλταζάροβιτς Ζεβάκην, δεύτερος. Είχομεν κ' ένα άλλον Ζεβάκην, αλλ' εκείνος ετέθη πριν από εμέ εις αποστρατείαν. Είχε πληγωθεί, κυρά μου, κάτω από το γόνατον και με ένα τέτοιον παράδοξον τρόπον· η σφαίρα του ετρύπησε το πόδι πέρα πέρα, έτσι που το γόνατον μεν δεν το έβλαψε, αλλά του ετρύπησε το νεύρο σαν βελόνα και συμβαίνει τώρα όταν στέκεσαι κοντά του να νομίζης πως θέλει να σε κτυπήση από πίσω με το γόνατο.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Σας παρακαλώ πολύ καθίσατε, (αποτείνεται προς τον Ανούτσην). Επιτρέψατε, παρακαλώ, να μάθωμεν την αφορμήν της επισκέψεώς σας;
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Από γειτωνικόν χρέος κυρία . . . . . Κατοικώ τόσον πλησίον . . . .
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Δεν κατοικείτε, νομίζω, εις το σπίτι εκείνης της γυναικός του εμπόρου Τουλούμπωφ εδώ αντικρύ;
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Όχι, προς το παρόν κατοικώ ακόμη εις την συνοικίαν Πεσκή, σκοπεύω όμως και αυτάς να περάσω εδώ κοντά εις αυτήν την γειτονιά.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Καθίσατε παρακαλώ (αποτείνεται προς τον Κοτσκαριώφ). Επιτρέψατε να μάθω.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Είνε δυνατόν να μη με γνωρίζετε; (Προς την Αγάφιαν). Και σεις επίσης κυρία;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Αν δεν απατώμαι, μου φαίνεται, ότι ποτέ δεν σας είδα.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και όμως προσπαθήσατε να ενθυμηθήτε κάπου με έχετε ιδεί.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Αληθινά, δεν ηξεύρω. Μήπως εκ της Βεριούσκην;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ακριβώς εκεί.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Αχ, δεν ηξεύρετε τι έπαθεν η καϋμένη . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Το γνωρίζω, — υπανδρεύθη.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Όχι, τούτο δα δεν είνε και άσχημον πράγμα, αλλά έπεσε κ' έσπασε το πόδι της.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και το έσπασε πολύ άσχημα: επέστρεφε πολύ αργά εις το σπίτι ο αμαξάς ήτον μεθυσμένος, και την αναποδογύρισε από το αμάξι.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μάλιστα, νομίζω ότι ενθυμούμαι ένα τέτοιο πράγμα, ή πως έσπασε το πόδι της.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και το επίθετόν σας; . . . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Πώς;. . . . Ηλίας Φωμίτζ Κοτσκαριώφ, έχομεν μάλιστα και κάποια συγγένειαν, η σύζυγός μου δεν παύει να μου λέγη ότι . . . . παρακαλώ, παρακαλώ, (λαμβάνει της χειρός τον Ποτκαλιόσην και τον παρουσιάζει) ο φίλος μου Ποτκαλιόσην Ιβάν Κουσμίτζ, αυλικός σύμβουλος, διεκπεραιωτής, μόνος του εκτελεί όλην την υπηρεσίαν, και ετελειοποίησεν αξιόλογα το τμήμα του.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και το επίθετόν του . . . . ,
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ποτκαλιόσην Ιβάν Κουσμίτζ, Ποτκαλιόσην, ο τμηματάρχης είνε μόνον διά τ' όνομα, αλλά όλας τας υπηρεσίας τας εκτελεί αυτός ο Ιβάν Κουσμίτζ Ποτκαλιόσην.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Μάλιστα, λοιπόν καθίσατε, παρακαλώ.
Οι άνω και Σταρηκώφ.
ΣΤΑΡΗΚΩΦ
(υποκλίνων μετά ταχύτητος και ζωηρότητος).
Καλημέρα κυρά Αρήνα Παντελεημόνοβνα! άκουσα από τα παιδιά στα πραματευτάδικα πως πουλείτε μαλλιά!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
(αποστρέφει το πρόσωπον μετά περιφρονήσεως και λέγει χαμηλοφώνως μεν αλλ' ούτως ώστε ν' ακουσθή παρ' αυτού).
Εδώ δεν είνε πραματευτάδικο.
ΣΤΑΡΗΚΩΦ
Νάτην! θαρρώ πως δεν ήρθαμε στην ώρα και χωρίς εμάς ταχουν πια ψημένα.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Παρακαλώ, παρακαλώ, Αλεξέι Δμήτριεβιτς· αν και δεν πωλούμεν μαλλιά, χαίρομεν όμως διά τον ερχομόν σας. Καθίσατε σας παρακαλώ
(Κάθηνται πάντες. Σιωπή).
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Τι αλλόκοτος καιρός σήμερα: Το πρωί ενόμιζε κανείς πως θα βρέξη και τώρα σαν να εκαθάρισε ο ουρανός.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Μάλιστα, αλλόκοτος καιρός: πότε καθαρός ουρανός και πότε όλως διόλου βροχερός. Πολύ δυσάρεστον πράγμα.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Εις την Σικελίαν, κυρία, είμεθα με την Μοίραν εν καιρώ ανοίξεως, σαν να ειπούμεν τον Φεβρουάριον καθ' ημάς. Βγαίνεις λοιπόν, καμμιά φορά από το σπίτι με λιακάδα, έπειτα βλέπεις πως αρχίζει να βρέχη και είνε πραγματικώς βροχή.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Το μάλλον δυσάρεστον — να είνε κανείς μόνος με αυτόν τον καιρόν. Διά τους παντρεμένους όμως αλλάζει τα πράγμα· αυτοί δεν στενοχωρούνται . . . όταν όμως είνε κανείς μόνος είνε φοβερόν! . . .
ΖΕΒΑΚΗΝ
Ω, είνε φοβερόν, φοβερόν!
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Μάλιστα ειμπορεί κάνεις να . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τι λέγεις, αδελφέ! Φρίκη! Βαρύνεται κάνεις την ζωήν του. Ο Θεός να με φυλάξη από τέτοιο κακό.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Δεν μου λέγετε, δεσποσύνη, άν ποτε εσκέπτεσθε να εκλέξετε συζύγον, — επιτρέψατε να μάθωμεν το γούστο σας. Συγγνώμην, διότι σας ερωτώ χωρίς περιστροφάς: ποία υπηρεσία θα ενομίζατε ότι θα ήτον ευπρεπεστέρα διά τον σύζυγόν σας;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Θέλετε, δεσποσύνη να λάβετε σύζυγον άνδρα δοκιμασμένον εις τας τρικυμίας του πελάγους;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Όχι, όχι ο καλλίτερος κατά την γνώμην μου σύζυγος είνε . . . ιδού ανήρ ο όποιος μόνος διευθύνει ολόκληρον τμήμα του υπουργείου.
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Διατί προλαμβάνεται; διατί θέλετε να δείξετε περιφρόνησιν προς άνδρα, ο οποίος γνωρίζει επίσης τους τρόπους της ανωτέρας κοινωνίας;
ΣΦΟΓΓΤΑΟΣ
Δεσποσύνη, αποφασίσατε σεις.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ (Σιωπά)
ΦΕΚΛΑ
Αποκρίσου, μάννα μου, ειπέ τους κάτι τι.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Λοιπόν, δεσποσύνη;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ποίας γνώμης είσθε, Αγάφια Τύχωνοβνα;
ΦΕΚΛΑ (ταπεινοφώνως προς αυτήν)
Μίλησε λοιπόν, μίλησε, 'πέ τους «ευχαριστώ» τάχα, «με μεγάλη ευχαρίστησι» . . δεν είνε καλό να κάθεσαι έτσι δα!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Εντρέπομαι αληθινά, εντρέπομαι· θα φύγω αλήθεια θα φύγω, θεία, μείνατε σεις, εγώ θα φύγω.
ΦΕΚΛΑ
Αχ μη κάμης αυτή την 'ντροπή μη φύγης, θα ντροπιασθής όλως διόλου. Ποιος ηξεύρει τι θα υποθέσουν;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ (ταπεινοφώνως)
Όχι, αληθινά, θα φύγω, θα φύγω. θα φύγω! (φεύγει, η Φέκλα και η Αρήνα Παντελεημόνοβνα την ακολουθούν).
Οι άνω εκτός των απελθόντων.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Νά τα! έφυγαν όλαις! . . . Τι θα ειπή αυτό;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Κάτι θα συνέβη, χωρίς άλλο.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Ίσως επήγε να συμπληρώση τον καλλωπισμόν της . . . Να επιδιορθώση την τραχηλιάν της . . . ή κάτι να καρφώση . . . (εισέρχεται η Φέκλα. Πάντες τρέχουν εις προϋπάντησίν της, ερωτώντες): «τι, τι συνέβη;»
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Συνέβη τίποτε;
ΦΕΚΛΑ
Καλέ τι θα συμβή; Μα τον Θεό, τίποτε δεν συνέβη.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τότε λοιπόν γιατί έφυγε;
ΦΕΚΛΑ
Να, γιατί την εντροπιάσατε· για τούτο έφυγε· τόσο πολύ την εντροπιάσατε, που δεν μπορούσε πια να καθήση στη θέσι της. Παρακαλεί να τήνε συχωρέσετε, και το βράδυ, τάχατες, να κοπιάσετε στο τσάι (φεύγει).
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ (Κατ' ιδίαν)
Ω, να μην βλαστημήσω τώρα και το τσάι και την ώρα του! Να γιατί δεν αγαπώ εγώ αυταίς της προξενειαίς· γιατί μπαίνει κανείς σε σκοτούρες· σήμερα δεν γίνεται και κοπιάστε αύριον, και ακόμη ορίστε μεθαύριον 'στο τσάι, και ακόμη πρέπει να σκεφθούμεν. Και είναι μια τιποτένια δουλειά αυτή, δεν θέλει και πολλή σκέψι! Στο διάβολο! εγώ είμαι άνθρωπος της υπηρεσίας, δεν έχω καιρό!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (τω Ποτκαλιόσην)
Δεν σου φαίνεται νοστιμούλα η νοικοκυρά, αι;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Δεν είνε άσχημη.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Ωραία είνε η οικοδέσποινα!
ΚΟΤΣΚΑΛΙΩΦ (κατ' ιδίαν)
Αι, το πήρε ο διάβολος! αυτός ο βλάκας ερωτεύθηκε πια. Δεν είνε παράξενο να μας κάμη χαλάστραις. (δυνατά) Εγώ να σας πω δεν την ευρίσκω εύμορφη, άσχημη είνε.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Η μύτη της είνε μεγάλη.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Α! όχι δα! εγώ δεν παρετήρησα την μύτην της. Καλέ τέτοιο τριανταφυλλάκι!
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Κ' εγώ είμαι της ιδίας γνώμης. Όχι, δεν είν' αυτό, δεν είνε αυτό . . . εγώ μάλιστα είμαι της ιδέας πως δεν γνωρίζει τους τρόπους της ανωτέρας κοινωνίας. Και να ιδούμεν ακόμη — ομιλεί άρα γε γαλικά;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Και διατί — αν μου επιτρέπετε να ερωτήσω — δεν εδοκιμάσατε; Διατί δεν ωμιλήσατε μαζύ της γαλλικά; Πιθανόν να γνωρίζη.
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Νομίζετε, πως εγώ γνωρίζω γαλλικά; όχι· δυστυχώς δεν έλαβα τοιαύτην μόρφωσιν. Ο πατήρ μου ήτο αλλόκοτος άνθρωπος· με κανένα τρόπον δεν ήθελε να μάθω γαλλικά. Ήμην τότε ακόμη μικρός και ημπορούσα εύκολα να μάθω· ήρκει να μου τις έβρεχαν κάποτε και θα εμάνθανα: χωρίς άλλο θα εμάνθανα . .
ΖΕΒΑΚΗΝ
Και τώρα αφού σεις δεν τα ομιλείτε τι σας ωφελεί αν αυτή . . .
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Α, όχι, δα, διά την γυναίκα διαφέρει το πράγμα· είνε ανάγκη να γνωρίζη· χωρίς αυτό . . . τι να σας 'πώ . . . (χειρονομεί) κάτι της λείπει.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Περί τούτου, ας φροντίσουν άλλοι. Εγώ δε πηγαίνω τώρα να παρατηρήσω το σπίτι και από το μέρος της αυλής. Αν ήνε όλα όπως πρέπει, τότε απόψε έρχομαι και τα διορθώνομε. Αυτά τα γαμβρουδάκια εγώ δεν τα φοβούμαι — μου φαίνονται 'σάν πολύ νερουλιασμένα, και η νύφαις τέτοιους γαμβρούς δεν τους κάμνουν γούστο.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Ας πάω κ' εγώ έξω να καπνίσω . . . (προς τον Ανούτσκην). Και πού κατοικείτε, αν επιτρέπεται η ερώτησις, μήπως έχομεν τον ίδιον δρόμον;
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Εγώ κατοικώ εις την συνοικίαν Πεσκή, οδός Πέτρου.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Βέβαια σεις θα πάρετε άλλον δρόμον εγώ κατοικώ εις το νησί, σειρά 18, εν τούτοις ας σας συνοδεύσω.
ΣΤΑΡΗΚΩΦ
Όχι, εδώ κάτι μαγειρεύεται. Να μας θυμηθής ύστερα και μας, Αγάφια Τύχωνοβνα. Τα σεβάσματά μου, Κύριοι! (χαιρετά και φεύγει).
Ποτκαλιόσην και Κοτσκαριώφ.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και μεις τι περιμένομεν;
ΚΟΤΣΚΑΡΩΙΦ
Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η νοικοκυρά — δεν είνε νόστιμη;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Α — μπα! εμένα, σου ομολογώ, δεν μου αρέσει.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Νά τα! τι 'ν' αυτά πάλι; Μα καλά συ ο ίδιος δεν είπες πως είνε ωραία!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μα να, έτσι, κάπως δεν είνε . . . και μακρυά μύτη έχει και γαλλικά δεν ομιλεί.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Άλλο τούτο πάλι! Και τι να τα κάμης εσύ τα γαλλικά;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αι, όπως δήποτε μια κόρη πρέπει να γνωρίζη γαλλικά.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και γιατί;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μα νά, γιατί . . . Δεν ξεύρω γιατί, αλλά μου φαίνεται, ότι της λείπει κάτι! . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ορίστε βλάκας, επειδή τώρα το είπε ένας, αυτός τώδεσε σε ψιλό μανδύλι. Είνε καλλονή, μωρέ, καλλονή! Με το κερί να την ζητής τέτοια νύφη πουθενά δεν την ευρίσκεις.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και 'μένα κατ' αρχάς, να σου ειπώ την αλήθεια μου ήρεσε, έπειτα όμως, άμα άρχισαν να λέγουν πως έχει μεγάλη μύτη, μεγάλη μύτη, τότε εκαλοπαρατήρησα κι' εγώ, και είδα, πράγματι, ότι είχε μεγάλη μύτη.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τα μυαλά σου και μια λύρα! . . . Εκείνοι σου τα έλεγαν επίτηδες για να σε απομακρύνουν: κι' εγώ — δεν είδες; επίτηδες δεν την επαινούσα: έτσι κάμνει ο κόσμος. Είνε αυτή φίλε μου μια κόρη! . . . Εσύ κύτταξε μονάχα τα μάτιά της: τι μάτια είν' εκείνα; 'μιλούν, τα διαβολεμένα, αναπνέουν· μύτη — ούτ' εγώ ξέρω, τι μύτη είνε· λευκότης — αλάβραστος! και κάτι παραπάνω. Παρατήρησέ την και συ ο ίδιος καλλίτερα.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Νά, τώρα πάλιν βλέπω, πως πράγματι είνε ωραία.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Εννοείται, είνε ωραία. Άκουσε! τώρα που έφυγαν όλοι οι άλλοι έλα να πάμε να εξηγηθούμε να τελειώνη.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αι, όχι δα, αυτό εγώ δεν το κάμνω.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και γιατί;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τούτο δα είνε εκ μέρους μας αδιακρισία! Είμεθα τόσοι· ας εκλέξη η ιδία.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τι σε μέλει εσένα γι' αυτούς; θέλεις εγώ όλους να τους διώξω, στη στιγμή;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και πώς θα τους διώξης;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τούτο είνε ιδική μου δουλειά! Δόσε μου συ το λόγο σου πως ύστερον δεν θ' αρνηθής.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Γιατί να μη σου τον δώσω; ορίστε, εγώ δεν αρνούμαι.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Το χέρι σου!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ (δίδων την χείρα).
Ορίστε!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αυτό με φθάνει. (απέρχονται).
Αγάφια Τύχωνοβνα μόνη, είτα Κοτσκαριώφ.
Τι δύσκολον πράγμα είνε, αλήθεια, η εκλογή. Και να είνε ακόμη ένας, δύο άνδρες. . . . αλλά τέσσαρες — όπως θέλεις διάλεξε. Ο Νικανώρ Ιβάνοβιτς, αν και ντελικάτος, όμως δεν είνε άσχημος· ο Ιβάν Κουζμίτς, κι' αυτός δεν είνε άσχημος. Να 'πή όμως κανείς και την αλήθεια και ο Ιβάν Παύλοβιτς, αν και χονδρός, είνε όμως πολύ παρουσιαστικός άνθρωπος. Σας παρακαλώ τώρα τι να κάμω; Ο Βαλταζάρ — Βαλταζάροβιτς είνε άνθρωπος αξιοπρεπής. Αχ, πόσον είνε δύσκολον ν' αποφασίση κανείς, δεν ημπορείτε να φαντασθήτε πόσο δύσκολον πράγμα είνε! Αν κολλήσωμε τα χείλη του Νικανώρ Ιβάνοβιτς στη μύτη του Ιβάν Κουζμίτς, και πάρομε λίγη αφέλεια από τον Βαλταζάρ — Βαλταζάροβιτς, προσθέσωμεν δε έπειτα εις αυτήν και ολίγον πάχος από τον Ιβάν Παύλοβιτς, τότε να ιδής πώς θ' απεφάσιζα αμέσως. Τώρα όμως σπάζε όσον θέλεις το κεφάλι σου. Και άρχισε πια να μου πονεί. Εγώ νομίζω, πως δεν θα κάμω άσχημα να βάλλω κλήρους, και να τ' αφίσω πλέον εις το θέλημα του Θεού. Εκείνος που θαύγη — θα γείνη άνδρας μου· θα τους γράψω όλους σε χαρτάκια, θα τα στρίψω εις κυλίνδρους, και ας γείνη ό,τι γείνη. (πλησιάζει προς την τράπεζαν, εξάγει εκείθεν ψαλλίδα και χάρτην, κόπτει τετράγωνα τεμάχια, γράφει, και συστρέφουσα τους κλήρους εξακολουθεί λέγουσα:) Πόσον δυσάρεστος είνε η θέσις μιας κόρης και μάλιστα ερωτευμένης! Κανείς από τους άνδρας δεν ειμπορεί να υποφέρη αυτά και μάλιστα οι άνδρες ούτε θέλουν νά το εννοήσουν. Ιδού οι κλήροι είνε έτοιμοι. Πρέπει τώρα να τους ρίψω μέσα εις τη σακκουλίτσα να κλείσω τα μάτια και ας γείνη ό,τι γείνη (ρίπτει τους κλήρους εντός σακκιδίου και τους ανακατεύει διά της χειρός) Φοβερόν! . . . . . Αχ, αν έδιδε ο θεός να ήτον ο Νικανώρ Ιβάνοβιτς! όχι, και γιατί αυτός; Καλλίτερα ο Ιβάν Κουζμίτς. Αλλά μήπως οι άλλοι είνε χειρότεροι; . . . . . όχι, όχι, δεν θέλω. Εκείνον που θα πιάσω, εκείνος θα είνε. (περιστρέφει την χείρα εντός του δοχείου, και εξάγει αντί ενός πάντας). Ω, όλοι, όλοι εβγήκαν! Και η καρδιά μου πόσον κτυπά! όχι, ένα, ένα, χωρίς άλλο ένα! (ρίπτει τους κλήρους εις το σακκίδιον και ταράττει αυτούς. Ταυτοχρόνως εισέρχεται κρυφίως ο Κοτσκαριώφ και ίσταται όπισθέν της) Αν έβγαινε ο Βαλταζάρ . . . . Τι λέγω! ήθελα να ειπώ ο Νικανώρ Ιβάνοβιτς . . . . όχι, όχι, όχι, δεν θέλω, ας ιδούμεν την τύχην!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Πάρετε τον Ιβάν Κουζμίτς, είνε ο καλλίτερος απ' όλους.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
(αναφωνεί και κρύπτει το πρόσωπον διά των παλαμών, φοβουμένη να παρατηρήση όπισθέν της).
Α!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Γιατί ετρομάξατε; Μην τρομάζετε, είμ' εγώ! αληθινά, πάρετε τον Ιβάν Κουζμίτς.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Καλέ τι 'ντροπή με ηκούσατε!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Δεν πειράζει, δεν πειράζει! Μήπως εγώ είμαι ξένος; είμαι συγγενής· εμπρός μου δεν υπάρχει λόγος να 'ντρέπεσθε. Έλα ξεσκεπάσατε το προσωπάκι σας.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ (ημιαποκαλυπτομένη).
Αληθινά! ντρέπομαι . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Πάρετε λοιπόν τον Ιβάν Κουζμίτς.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Α! (αναφωνεί και καλύπτεται εκ νέου).
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αληθινά, αξιόλογος άνθρωπος, ετελειοποίησε το τμήμα του . . σας βεβαιώ αξιολάτρευτος άνθρωπος!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ (μικρόν κατά μικρόν αποκαλυπτομένη).
Καλά, μα ο άλλος, ο Νικανώρ Ιβάνοβιτς, — άσχημος είνε;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Καλέ τι λέτε; αυτός είνε σκύβαλον εμπρός στον Ιβάν Κουζμίτς.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και γιατί;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Φως φανερόν ο Ιβάν Κουζμίτς είνε άνθρωπος . . . άνθρωπος σπάνιος.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και ο Ιβάν Παύλοβιτς;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και αυτός και όλοι οι άλλο είνε σκύβαλα εμπρός εις εκείνον . . .
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Είνε δυνατόν όλοι; . . .
ΚΟΤΣΑΡΙΩΦ
Σκεφθήτε μοναχά και συγκρίνατε: πάρετε όποιον θέλετε απ' αυτούς: τον Ιβάν Παύλοβιτς; τον Νικανώρ Ιβάνοβιτς; ένας και ο αυτός διάβολος!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και μολαταύτα φαίνονται τόσον . . . ήσυχοι.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αυτοί ήσυχοι; ο Θεός να σας φυλάξη από τα χεράκια τους. Όρεξιν έχετε να φάτε ξύλο την επομένην του γάμου σας!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Θεέ μου! Χειροτέρα δυστυχία από αυτήν δεν ειμπορεί να υπάρξη.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και βέβαια! χειρότερο απ' αυτό δεν ειμπορείς να φαντασθής!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Λοιπόν με συμβουλεύετε να προτιμήσω τον Ιβάν Κουζμίτς;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τον Ιβάν Κουζμίτς, φυσικά τον Ιβάν Κουζμίτς (κατ' ιδίαν). Η δουλειά μου φαίνεται πως πηγαίνει καλά. Ο Ποτκαλιόσην, κάθεται εις το ζαχαροπλαστείον, πάγω γλήγορα-γλήγορα να τον φέρω.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και λοιπόν, σεις λέγεται, τον Ιβάν Κουζμίτς;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Χωρίς άλλο, τον Ιβάν Κουζμίτς.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και ν' αρνηθώ μήπως εις τους άλλους;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Βέβαια ν' αρνηθήτε!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝ
Αλλά πώς να γείνη αυτό το πράγμα; Σαν ντροπή είνε.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Γιατί είνε ντροπή; ειπέτε τους πως είσθε ακόμη νέα και πως δεν θέλετε να 'πανδρευθήτε.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Μα αυτοί δεν θα το πιστεύσουν, θα αρχίσουν να ερωτούν: πώς; και διατί;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Λοιπόν αν θέλετε να τελειώσητε άπαξ διά παντός, μ' αυτούς ειπήτε τους ορθά- κοφτά «Γκρεμισθήτε απ' εδώ, βλακέντιοι!»
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Πώς είνε δυνατόν να τα ειπώ αυτά;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μα δοκιμάσατε, και σας βεβαιώ ότι ύστερα απ' αυτό όλοι θα φύγουν.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Μα αυτό είνε σχεδόν ύβρις.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και μήπως σεις θα τους ξαναϊδήτε; δεν είνε το ίδιον;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Σαν να μη μου έρχεται . . . θα θυμώσουν.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Είδες εκεί καϋμός και αν θυμώσουν! Αν ήτον για να πάθετε τίποτε — αλλάζει το πράγμα. Το πολύ πολύ που ειμπορείτε να πάθετε είνε να σας φτύση κανείς απ' αυτούς 'σ τα μούτρα, άλλο τίποτε.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Νά, βλέπετε λοιπόν;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μεγάλη δουλειά! Άλλους κι άλλους, μα τον Θεό τους έχουν φτύσει τόσες φορές! Εγώ ξεύρω έναν πολύ ωραίον κύριον, με κόκκινα μάγουλα, που πόσο πολύ εστενοχώρησε τον προϊστάμενόν του — και καλά και σώνει να του αυξήση τον μισθόν, ώστε εκείνος έχασε πια την υπομονήν του και τον έφτυσε μες στα μούτρα, σας βεβαιώ! «Νά αύξησιν του μισθού σου, του λέγει και ξεφορτώσου με, σατανά!» Κ' μόλα ταύτα του αύξησε τον μισθόν του. Τι τάχα βλάπτει που τον έφτυσε; αν δεν είχε μανδύλι, αι, αλλάζει· αφού όμως το είχε, μαζύ του, το πήρε κ' εσκουπίσθη· (ακούεται κώδων εις τον προθάλαμον) Κτυπούν: κανένας απ' αυτούς θα είνε βέβαια. Καλόν θα ήτον να μη μ' έβλεπαν. Δεν έχετε άλλην έξοδον;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Πώς; — τη σκάλα της υπηρεσίας . . . Θεέ μου, πώς τρέμω όλη.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Δεν είνε τίποτε· ολίγην μόνον παρουσίαν πνεύματος· χαίρετε! (Κατ' ιδίαν) ας τρέξω να φέρω γλήγορα τον Ποτκαλιόσην.
Αγάφια Τυχώνοβνα και Σφογγάτος
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Ήλθα επίτηδες, δεσποσύνη, ολίγον ενωρίτερα διά να συνομιλήσωμεν κατά μόνας και με την ησυχίαν μας· λοιπόν, δεσποσύνη, όσον αφορά τον βαθμόν μου, συμπεραίνω ήδη ότι τον γνωρίζετε: είμαι κολλεγιακός πάρεδρος, αγαπώμαι από τους ανωτέρους μου, εισακούομαι υπό των υποδεεστέρων μου . . . και μόνον ενός στερούμαι: συντρόφου του βίου μου!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Μάλιστα.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Τώρα ευρίσκω και τον σύντροφον του βίου μου, και ο σύντροφος αυτός είσθε υμείς. Ειπέτε μου λοιπόν καθαρά: ναι ή όχι (παρατηρεί τον ώμον της. Κατ' ιδίαν) Αυτή βλέπω δεν είνε 'σάν κάποιαις αδύναταις γερμανίδες — έχει σάρκα απάνω της . . .
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Είμαι; κύριε, πολύ νέα . . . και δεν προτίθεμαι να υπανδρευθώ ακόμη.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Περίεργον, τότε διατί λοιπόν χαλά τον κόσμον η προξενήτρια; Αλλ' ίσως θέλετε να ειπήτε τίποτε άλλο; — εξηγηθήτε . . . (ακούεται ο κώδων) Να πάρη ο διάβολος, δεν μας δίδουν ησυχίαν να κυττάξωμεν τη δουλειά μας!
Οι άνω και Ζεβάκην.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Συγγνώμην, δεσποσύνη, διότι ήλθον ίσως πολύ ενωρίς. (Στραφείς βλέπει τον Σφογγάτον) Α! βλέπω κι' άλλος . . . Ιβάν Παύλοβιτς τα σεβάσματά μου.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ (κατ' ιδίαν)
Στο διάβολο να πας και συ και τα σεβάσματά σου (γεγωνυία τη φωνή) λοιπόν, δεσποσύνη, ειπέτε μίαν μόνην λέξιν: ναι, ή όχι; . . (ακούεται ο κώδων· ο Σφογγάτος εν αγανακτήσει). Πάλιν το κουδούνι!
Οι αυτοί και Ανούτσκην.
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Ίσως δεσποσύνη, ήλθον ενωρίτερα του δέοντος παρ' ό,τι απαιτεί και υπαγορεύει η ευπρέπεια . . . (Βλέπων τους παρισταμένους αναφωνεί και υποκλίνεται). Α! Τα σεβάσματά μου.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ (κατ' ιδίαν)
Έχετα μόνος τα σεβάσματά σου! ο διάβολος σ' έφερε κι' εσένα, που νάχε σπάση το ποδαράκι σου! (γεγωνυία τη φωνή) λοιπόν, αποφασίσατε, δεσποσύνη, είμαι άνθρωπος της υπηρεσίας, και δεν έχω πολύν καιρόν εις την διάθεσιν μου· ναι ή όχι;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Δεν χρειάζεται . . . δεν χρειάζεται! (κατ' ιδίαν) Δεν καταλαμβάνω τι λέγω.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Πώς δεν χρειάζεται; τι εννοείτε με τούτο;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Τίποτε, τίποτε . . . εγώ δεν . . . (συνερχομένη) Γκρεμισθήτε! (κατ' ιδίαν, κροτούσα τας παλάμας) ω Θεέ μου! τι είν' αυτό 'που είπα; . .
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Πώς, «γκρεμισθήτε;» τι σημαίνει τούτο; «γκρεμισθήτε;» επιτρέψατε να μάθωμεν τι εννοείτε με τούτο; (βαίνει προς αυτήν απειλητικώς).
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΟΝΟΒΝΑ
(Παρατηρεί αυτόν εις το πρόσωπον και αναφωνεί)
Ω! θα με δείρη, θα με δείρη! (τρέπεται εις φυγήν. Ο Σφογγάτος ίσταται κεχηνώς· εισέρχεται δρομαίως η Αρήνα Παντελεημόνοβνα, παρατηρεί αυτόν εις το πρόσωπον και αναφωνεί:) Ω! θα με δείρη, θα με δείρη! (και φεύγει δρομαίως).
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Τι τρόπος είν' αυτός; Νά αληθινά μια ιστορία! (εις τον προθάλαμον κρούεται ο κώδων και ακούονται ακολούθως αι φωναί:)
Φωνή Κοτσκαριώφ.
Έμπαινε, έμπαινε, λοιπόν τι εστάθηκες;
Φωνή Ποτκαλιόσην.
Πήγαινε συ εμπρός, μια στιγμή να διορθωθώ, εξεκουμπώθη η στάφα μου.
Φωνή Κοτσκαριώφ.
Θα μου ξεγλυστρήσης πάλι.
Φωνή Ποτκαλιόσκην.
Όχι, δε ξεγλυστρώ, μα το Θεό, δε ξεγλυστρώ!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μεγάλη ανάγκη ήτον να κουμβώσης την στάφαν σου.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ (προς τον Κοτσκαριώφ)
Δε μου λέτε, παρακαλώ, τρελλή είναι η νύμφη;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τι τρέχει; μήπως συνέβη τίποτε;
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Ακατανόητα καμώματα· επήρε δρόμο και άρχισε να φωνάζη «θα με δείρη, θα με δείρη!» Ποιος διάβολος ξεύρει τι έχει!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μάλιστα, μάλιστα· αυτό της συμβαίνει· είνε τρελλή.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Δεν μου λέτε, σεις είσθε, νομίζω συγγενής της;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Βέβαια, συγγενής.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Τι συγγένειαν έχετε, δεν μου λέτε;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μα την αλήθεια δεν ηξεύρω, θαρρώ όμως πως η θεία της μητέρας μου είνε κάτι με τον πατέρα της ή ο πατέρας της είνε κάτι με την θεία μου. Αυτά τα πράγματα τα γνωρίζει καλά η γυναίκα μου είνε γυναικείες δουλειαίς.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Και προ πολλού το έχει πάθει αυτό;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ω, από μικρά!
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Βέβαια θα ήτο καλλίτερον αν ήτο πιο γνωστική, αλλά και τρελλή όπως είνε καλή είνε, αν τα συμπληρωματικά άρθρα της περιουσίας της ήσαν εις καλήν κατάστασιν.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μα αυτή δεν έχει τίποτε.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Πώς; Και το πέτρινο σπίτι;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μόνον το όνομα. Αν ηξεύρετε όμως πώς είνε κτισμένο· οι τοίχοι είνε καμωμένοι μ' ένα τούβλο και μέσα στη μέση, τι θέλεις και δεν έχει, σκουπίδια ροκανίδια και πελεκούδια.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Στο Θεό σου!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Εννοείται! Σαν να μη ξεύρετε πώς κτίζουν σήμερα τα σπίτια; Τα κτίζουν όπως όπως και τα υποθηκεύουν.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Νομίζω όμως ότι το σπίτι αυτό δεν είναι υποθηκευμένον.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ποιος σας το είπε; Και να ιδήτε ακόμη ότι όχι μόνον υποθηκευμένον είναι, αλλά και δυο ετών τόκοι δεν είνε πληρωμένοι. Έχει μάλιστα η νέα ένα αδελφόν που υπηρετεί εις τον Άρειον Πάγον, ο οποίος έχει το μμάτι του σ' αυτό το σπίτι, ένας στρεψόδικος, φιλόδικος που δεν έκαμεν η φύσις, είνε άξιος να βγάλη το τελευταίο 'ποκάμισο της μάνας του ο αθεόφοβος!
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Μα πώς διάβολο η γρηά αυτή η προξενήτρια. . . . α! το κτήνος, το έκτρωμα της φύσ . . . . (κατ' ιδίαν). Ίσως όμως κι' αυτός να λέγη ψέματα! Υπό αυστηράν ανάκρισιν η γραία, και αν είνε αλήθεια . . . θα την κάμω εγώ να φωνάξη φωτιά!
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Επιτρέψατε να σας ανησυχήσω με μίαν ωσαύτως ερώτησιν· ομολογώ, μη γνωρίζων την γαλλικήν ότι είνε πολύ δύσκολον να κρίνω ο ίδιος αν η γυναίκα ομιλή ή δεν ομιλεί την γαλλικήν· λοιπόν ειπέ τε μου, σας παρακαλώ, η οικοδέσποινα γνωρίζει . . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ούτε γρυ!
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Καλέ τι λέγετε;!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και βέβαια. Αυτό το γνωρίζω πολύ καλά! Ήτον συμμαθήτρια της γυναικός μου εσωτερική εις το παρθεναγωγείον και ήτο πλέον γνωστή διά την οκνηρίαν της. Αιωνίως τιμωρημένη εφορούσε το σκουφάκι των μωρών. Και μάλιστα έχει φάγει ξύλο από τον διδάσκαλον της γαλλικής . . . .
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Φαντασθήτε, κύριοι, ότι εκ πρώτης όψεως ακόμη είχον την προαίσθησιν, ότι δεν ήξευρε γαλλικά.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Ας τα πάρη ο διάβολος επί τέλους αυτά τα γαλλικά! Μα πώς αυτή η αναθεματισμένη η προξενήτρια . . . α το κτήνος, η στρίγλα. . . . Μα αν την ηκούετε με ποίας λέξεις μου τα περιέγραφε· ζωγράφος, καθ' εαυτό ζωγράφος! «Σπίτι, παράρτημα» λέγει «με θεμέλια», ασημένια κουτάλια, άμαξα, να καθίσης και να πας όπου θες! μ' ένα λόγον και εις μυθιστόρημα σπανίως απαντάς τοιαύτην σελίδα. Αχ παληοπάπουτσο κ' αν μου πέσης 'σ τα χέρια . . . .
Οι άνω και Φέκλα (Πάντες αποτείνονται προς αυτήν ως ακολούθως)
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Α! Νά την! Κόπιασ' εδώ, γρηά ξελογιάστρα! Κόπιασ' εδώ!
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Με ηπατήσατε λοιπόν, Φέκλα Ιβάνοβνα;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Έμπα τώρα, κυρά Μαριώρα, στο χορό!
ΦΕΚΛΑ
Ούτε λόγο δεν καταλαβαίνω· σεις μ' εξεκουφάνατε ολότελα!
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Το σπίτι είνε κτισμένο με ένα τούβλο παληοσιόλα και μ' εγέλασες. Και με κουφάλαις κι' ο διάβολος ξεύρει με τι.
ΦΕΚΛΑ
Και τι ηξεύρω εγώ, η κακομοίρα, μήπως εγώ τώχτισα; Ίσως έπρεπε να γίνη μ' ένα τούβλο, για τούτο και το έφκιασαν έτσι.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Και είνε και υποθηκευμένο ακόμη! που να σε πνίξουν οι διαβόλοι, στρίγλα, καταραμένη! (χτυπά διά του ποδός το έδαφος).
ΦΕΚΛΑ
Καλέ κύτταξέ τον εκεί! Με βρίζει ακόμη, αντί να μ' ευχαριστήση που φροντίζω γι' αυτόν.
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Ναι, Φέκλα Ιβάνοβνα, και εις εμέ εμέ είπες επίσης ότι γνωρίζει γαλλικά.
ΦΕΚΛΑ
Ξέρει παιδί μου, όλα τα γνωρίζει, και γερμανικά, και κάθε λογής· ό,τι τρόπους θέλεις, όλα τα ξέρει.
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Α, όχι μόνον ρωσσικά ομιλεί.
ΦΕΚΛΑ
Και τι άσχημο βρίσκετε σ' αυτό; Τα ρωσσικά καταλαβαίνονται ευκολώτερα για τούτο και τα μιλεί· αν ήξευρε Τούρκικα τόσον το χειρότερο ακόμη, γιατί δεν θα την εννοούσες. Όσο δε για τα ρωσσικά δεν έχει να πης κανείς τίποτε είνε γνωστόν όλοι οι άγιοι ομιλούσαν ρωσσικά.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Έλα εδώ κοντά αναθεματισμένη, έλα κοντά μου!
ΦΕΚΛΑ (βαίνουσα προς την έξοδον)
Ο Θεός φυλάξοι! Σε ξέρω 'γώ τι χονδρός άνθρωπος είσαι! Δεν τώχεις τίποτε να με δείρης.
ΣΦΟΓΓΑΤΟΣ
Έννοια σου και δε θα σου τ' αφίσω εγώ έτσι να περάση· άμα σε καλέσω εις την αστυνομίαν, θα σε μάθω εγώ πώς ν' απατάς τους τιμίους ανθρώπους! θα ιδής! Να ειπής δε και της νύμφης, πως είνε μια χαμένη! ακούεις; χωρίς άλλο να της τα ειπής! (φεύγει).
ΦΕΚΛΑ
Καλέ είδες εσύ θυμό! Πως είνε χονδρός, θαρρεί πως δεν είνε άλλος σάν κι' αυτόν. Και εγώ να σου πω, πως εσύ είσαι ένας χαμένος, νά!
ΑΝΟΥΤΣΚΗΝ
Ομολογώ, φιλτάτη μου, ότι δεν ήλπιζα ποτέ να με απατήσης. Αν ήξευρα πως η μόρφωσις της νύμφης ήτο τέτοια, ω, ούτε θα επατούσα το πόδι μου εδώ . . . . Μάλιστα! (φεύγει).
ΦΕΚΛΑ
Χαμένα τάχουν ή μεθυσμένοι είνε; που τους ηύραμεν τους διαλεχτάδες! Ανάθεμά τα για γράμματα, ξετρελλαίνουν τους ανθρώπους!
Φέκλα Ιβάνοβνα, Κοτσκαριώφ και Ζεβάκην.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
(Γελά ηχηρώς δεικνύων διά του δαχτύλου την Φέκλαν).
ΦΕΚΛΑ (μετ' αγανακτήσεως)
Συ πάλι τι ξεσχίζεις τον λαιμό σου;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
(Εξακολουθεί γελών).
ΦΕΚΛΑ
Επήρε δρόμο!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Προξενήτρα! προξενήτρα! Μαστόρισσα για να παντρεύη. Ξεύρει πως να τα καταφέρη (εξακολουθεί γελών).
ΦΕΚΛΑ
Καλέ κύτταξε γέλοια! Αν τώξευρε η μάνα σου τι κανακάρη θα έκανε, θάχανε το νου της τη στιγμή που σ' εγεννούσε! (φεύγει αγανακτησμένη).
Κοτσκαριώφ και Ζεβάκην
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (εξακολουθεί γελών)
Ωχ, δε μπορώ, αληθινά δε μπορώ, αισθάνομαι πως θα σκάσω από τα γέλοια ωχ, δεν κρατιέμαι! (γελά).
ΖΕΒΑΚΗΝ (παρατηρών αυτόν αρχίζει να γελά ωσαύτως).
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (απηυδημένος, ρίπτεται επί καθέδρας).
Ωχ, αληθινά παρέλυσα! αισθάνομαι, ότι αν γελάσω ακόμη θα σκάσω!
ΖΕΒΑΚΗΝ
Μου αρέσει το εύθυμον του χαρακτήρος σας. Εις την Μοίραν μας, ξεύρετε, ο πλοίαρχος Βολδιριώφ είχε ένα δόκιμον, τον Πετουχώφ· ήτον κ' εκείνος εύθυμος, όπως και σεις· ενίοτε του έδειχνες μα όχι πολύ τον δάκτυλόν σου — και έξαφνα ήρχιζε να γελά και δεν είχε τελειωμόν, έως το βράδυ· και συ τον έβλεπες και σου ήρχετο να γελάσης και ήρχιζες πράγματι να γελάς και συ.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (ασθμαίνων)
Ω θεέ μου, ελέησόν μας τους αμαρτωλούς! Πώς της ήλθε σ' το νου της ανόητης να θέλη να κάμη παντρειαίς. Και είνε αυτή ικανή να κάμη παντρειαίς; Νά εγώ ξέρω και παντρεύω όχι αυτή!
ΖΕΒΑΚΗΝ
Όχι δα! αληθινά ειμπορείτε σεις και παντρεύετε;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και βέβαια! όποιον θέλεις και με όποιαν θέλεις.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Αφού είν' έτσι 'παντρεύσατέ με εμένα με την οικοδέσποιναν αυτήν.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Σας; Και τι την θέλετε σεις την παντρειά;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Πώς τι την θέλω; Συγγνώμην να σας παρατηρήσω, ότι η ερώτησίς σας είνε ολίγον παράδοξος· είνε γνωστόν διατί υπανδρεύεται ο κόσμος.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ναι, αλλά δεν ηκούσατε πως αυτή δεν έχει καθόλου προίκα;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Αφού δεν έχει τι να γείνη· εν τούτοις με τοιαύτην αξιαγάπητον κόρην, έχουσαν τόσον καλούς τρόπους ειμπορεί κανείς να ζήση και χωρίς προίκα. Ένα μικρόν δωμάτιον, (δεικνύει το μέγεθος διά των χειρών), εδώ ένας μικρός προθάλαμος, ένα μικρόν παραβάν ή ένα είδος κιγκλιδώματος . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μα τι της βρίσκετε και σας αρέσει τόσο;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Να σας ειπώ την αλήθειαν, μου ήρεσε διότι είναι παχουλή γυναίκα. Εμένα μου αρέσουν φοβερά αι εύσαρκοι γυναίκες.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (Παρατηρών αυτόν λοξώς λέγει κατ' ιδίαν)
Και να πη κανείς πως αξίζει κι' αυτός ο ίδιος που μοιάζει σαν άδεια καπνοσακούλα! (γεγωνυία τη φωνή)· όχι, σεις διά κανένα λόγον δεν πρέπει να 'πανδρευθήτε!
ΖΕΒΑΚΗΝ
Διατί;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Έτσι. Κύτταξε φιγούρα που την έχει! Μεταξύ μας αυτό που θα πω . . . ένας πετεινοπόδαρος . .
ΖΕΒΑΚΗΝ
Πετεινοπόδαρος;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και βέβαια, τι εξωτερικόν είνε αυτό;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Δηλαδή, πως, τάχα, πετεινοπόδαρος;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Απλούστατα με πόδια πετεινού.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Νομίζω όμως, ότι τούτο είνε προσωπική προσβολή . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μα εγώ σου το λέγω, γιατί γνωρίζω ότι είσαι με κρίσιν άνθρωπος· εγώ εις άλλον δεν θα το έλεγα. Μ' όλα ταύτα αφού το θέλετε μπορώ να σας παντρέψω, αλλά με άλλην.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Όχι, εγώ θα σας παρεκάλουν να μη με παντρέψετε με άλλην αλλά με αυτήν και θα σας ευγνωμονώ διά βίου.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Πολύ καλά, σας παντρεύω, αλλά με μίαν συμφωνίαν, δηλαδή σεις να μη ανακατευθήτε εις τίποτε, και ούτε μάλιστα να παρουσιασθήτε εις την νύμφη. Εγώ θα τα τελειώσω χωρίς εσάς.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Και πώς γίνεται χωρίς εμέ; όπως δήποτε πρέπει για τα μάτια να είμαι κι' εγώ παρών.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Διόλου δεν χρειάζεται. Πηγαίνετε τώρα εις το σπίτι σας και περιμένετε· απόψε όλα θα τελειώσουν.
ΖΕΒΑΚΗΝ (τρίβων τας χείρας)
Τι λαμπρά! τι ωραία. Μήπως χρειάζονται τίποτε συστατικά; η άφεσίς μου λόγου χάριν; ίσως έχει την περιέργειαν να τα παρατηρήση. Να τρέξω μίαν στιγμήν εις το σπίτι να τα φέρω;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Δεν χρειάζεται τίποτε· σεις πηγαίνετε σπίτι, κι' εγώ σήμερον θα σας ειδοποιήσω· (Τον συνοδεύει μέχρι της θύρας). Περίμενε και συ! Αλλά πού 'στο διάβολο είνε λοιπόν ο Ποτκαλιόσην και δεν έρχεται; Αυτό είνε παράδοξον! ακόμη δεν εκούμπωσε τη στάφα του; Ας πάγω να τον εύρω.
Κοτσκαριώφ και Αγάφια Τύχωνοβνα.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ (παρατηρεί).
Τι; έφυγαν; Δεν είνε κανείς;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Έφυγαν, έφυγαν κανείς δεν είνε.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Ω, αν ηξεύρατε πώς έτρεμα όλη! αυτό το πράγμα ποτέ δεν μου συνέβη. Αλλά τι φοβερός άνθρωπος, καλέ, εκείνος ο Σφογγάτος τι κακός τύραννος θα είνε διά την γυναίκα του. Εγώ, σαν να μου φαίνεται πως θα ξαναγυρίση πάλιν.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ω, μη σε μέλει και δεν ξαναέρχεται. Στοιχηματίζω πως κανείς από εκείνους τους δύο δεν θα δείξη την μύτην του εδώ.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και ο τρίτος;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ποιος τρίτος;
ΖΕΒΑΚΗΝ
(εκβάλλει την κεφαλήν διά του ανοίγματος της θύρας).
Επιθυμούσα φοβερά ν' ακούσω από το στοματάκι της τι θα ειπή δι' εμένα. Τριανταφυλλάκι μου!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Ο Βαλταζάρ Βαλταζάροβιτς.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Νά το! νά το! (τρίβει τας χείρας του).
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Διάβολε! κ' εγώ έλεγα: ποιον εννοεί; . . . Και υπάρχει ανοητότερος άνθρωπος απ' αυτόν 'σ τον κόσμον;
ΖΕΒΑΚΗΝ
Τούτο τι είνε πάλιν; ομολογώ ότι τίποτε δεν καταλαμβάνω.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και εν τούτοις φαίνεται καλός άνθρωπος.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ποιος, αυτός; Είνε μέθυσος.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Μα τον Θεόν, τίποτε δεν εννοώ.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Ω, και μέθυσος ακόμη;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και βέβαια! ένας παληάνθρωπος!
ΖΕΒΑΚΗΝ (γεγωνυία τη φωνή).
Όχι, με συγχωρείτε, κύριε, εγώ δεν σας παρεκάλεσα να ειπήτε τέτοια πράγματα. Αν ελέγετε τίποτε προς όφελός μου ή να με επαινέσετε, αλλάζει το πράγμα, αλλά με αυτόν τον τρόπον και με αυτάς τας λέξεις, ειμπορείτε να τα ειπήτε διά κανένα άλλον! Δούλος σας ταπεινός!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (κατ' ιδίαν).
Τι διάβολο ήθελε κ' εγύρισε πίσω; (τη Αγ. Τύχ. χαμηλοφώνως). Κυττάξετε, κυττάξετε δεν ειμπορεί να βασταχθή στα πόδια του. Τούτο, τι νομίζετε; του συμβαίνει κάθε ημέραν. Διώξετέ τον κ' ετελείωσε! (Κατ' ιδίαν). Και ο Ποτκαλιόσην μ' όλα ταύτα δεν ήλθε. Τον παληάνθρωπο! έννοια του! εγώ τον διορθώνω! (φεύγει).
Αγάφια Τύχωνοβνα και Ζεβάκην.
ΖΕΒΑΚΗΝ (κατ' ιδίαν).
Αντί, ως υπεσχέθη, να με επαινέση, τουναντίον με ύβρισε! Περίεργος άνθρωπος· (γεγωνυία τη φωνή). Δεσποσύνη μη πιστεύετε. . . .
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Με συγχωρείτε, δεν αισθάνομαι τόσον καλά. . . . μου πονεί η κεφαλή μου. . . . (θέλει να φύγη).
ΖΕΒΑΚΗΝ
Αδύνατον, φαίνεται ότι κάτι τι αφ' ό,τι έχω δεν σας αρέσει (δεικνύων την κεφαλήν του). Μη βλέπετε ότι έχω εδώ ολίγην φαλάκραν: είνε διότι υπέφερα από πυρετούς, αλλά ογλήγορα θα φυτρώσουν και πάλιν τρίχες.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Δεν ενδιαφέρομαι δι' ό,τι και αν έχητε.
ΖΕΒΑΚΗΝ
Εγώ, δεσποσύνη . . . . αν φορέσω το μαύρον μου φράκον θα ιδήτε ότι το πρόσωπόν μου θα γίνη λευκότερον.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Τόσον το καλλίτερον διά σας. Χαίρετε! (φεύγει).
Ζεβάκην μόνος αποτείνεται προς αυτήν αναχωρούσαν.
Δεσποσύνη, παρακαλώ . . . . ποία είνε η αφορμή; Διατί; Πώς; Ή μήπως έχω καμμίαν ουσιώδη έλλειψιν επάνω μου; . . . . έφυγε! . . . . Περιεργότατον! Είνε η δεκάτη εβδόμη ίσως φορά τώρα που παθαίνω σχεδόν τα αυτά και πάντοτε με τον ίδιον τρόπον: Κατ' αρχάς φαίνεται ότι όλα πηγαίνουν καλά και όταν η υπόθεσις φθάσει εις την λύσιν της, έξαφνα — άρνησις· (περιφέρεται σύννους). Ναι, αυτή, αν δεν απατώμαι, είνε η δεκάτη εβδόμη χυλόπητα. Μα επί τέλους — τι θέλει; δηλαδή τι θέλει (σκέπτεται) ακατανόητον, εντελώς ακατανόητον. Και αν ήμην πια άσχημος — στο διάβολο (περιεργάζεται εαυτόν) αλλά, δόξα σοι ο Θεός, νομίζω τίποτε δεν μου λείπει! Ακατανόητον! Να υπάγω τάχα 'στο σπίτι να ψάξω 'στο σεντούκι μου· έχω εγώ εκεί μέσα κάτι στίχους, που καμμία δεν ειμπορεί ν' ανθέξη στην δύναμίν των . . . . Μα τον Θεόν δεν το χωρεί ο νους μου, Κατ' αρχάς ενόμιζε κανείς πως: ε — ε τελειώνει τώρα . . . . Τι να γείνη πρέπει να ποδίσωμεν. Κρίμα, μα τον Θεόν, κρίμα! (φεύγει).
Ποτκαλιόσην και Κοτσκαριώφ εισέρχονται παρατηρούντες όπισθεν.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Δεν μας παρετήρησε. Είδες πως είχε τα μούτρα κατεβασμένα;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τι και εις αυτόν ηρνήθησαν όπως και εις τους άλλους;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ορθά κοφτά!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Διάβολε! μεγάλη προσβολή πρέπει να είνε να σου αρνηθούν!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ακούς εκεί!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Εγώ δεν ειμπορώ ακόμη να πιστεύσω ότι με προτιμά από όλους.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τι λέγεις — προτιμά. Κοντεύει να χάση το νου της για σένα! φοβερός έρως! Τα ονόματα μόνον ν' ακούσης που σου δίνει, θα χάσης τα μυαλά σου! Φωτιά έγινε!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ (γελών αυταρέσκως)
Και πράγματι η γυναίκα σαν θέλη σου λέγει τέτοια λόγια που ποτέ δεν ειμπορείς να τα φαντασθής· μουτράκι, κατσαριδάκι, μαυρελάκι . . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και πού είδες ακόμη! όταν θα παντρευτής, θα ιδής τους δύο πρώτους μήνας, τι λόγια θα σου λέγει, που μπορούν να σε κάμνουν, μα τον Θεόν, να λυόσης στα πόδια σου.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ (μειδιών)
Αλήθεια· αι;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Λόγον τιμής! Τώρα άκουσε όμως, — εις έργον! εξηγήσου προς αυτήν, άνοιξέ της αμέσως την καρδιά σου και ζήτησέ της το χέρι της.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αλλά πώς — αμέσως; έλα και συ· το παρακάμνεις!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Χωρίς άλλο αμέσως!. . . . να την και η ιδία.
Οι άνω και Αγάφια Τύχωνοβνα.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Σας έφερον, δεσποσύνη τον ευτυχή τούτον θνητόν τον οποίον βλέπετε. Ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξη άνθρωπος ερωτευμένος 'σάν αυτόν! ο Θεός ούτε του σκυλιού μου να το δώση! . . .
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ (Ωθών αυτόν από την χείρα. Ταπεινοφώνως).
Ω, αδελφέ . . το παράκαμες!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (Τω Ποτκαλ.)
Δεν πειράζει! (τη Αγ. Τύχ. ταπεινοφώνως) λάβετε περισσότερον θάρρος προς αυτόν, είνε ήσυχος σαν αρνάκι. Προσπαθήσετε να είσθε πιο ελεύθερη όσον ειμπορείτε. Σηκώσατε έτσι λίγο τα φρύδια σας ή νά, χαμηλώσετε τα μάτια σας κ' έτσι έξαφνα να τον σφάξετε τον κακούργον ή δείξατέ του λιγάκι τον ώμον σας, ας τον ιδή ο αχρείος! Κακά εκάματε όμως που δεν εφορέσατε εκείνο το φόρεμα με τα κοντά μανήκια· αλλ' ας είνε, καλό είνε και τούτο· (γεγωνυία τη φωνή), λοιπόν εγώ σας αφίνω ευχάριστα συντροφευμένους! Εγώ για μία στιγμή θα ρίξω μια ματιά στην τραπεζαρία και στο μαγειρείο· πρέπει να δώσω μερικάς διαταγάς, διότι θα έλθη ο υπάλληλος 'που παρηγγέλθη το δείπνον ίσως έφεραν και τα κρασιά. . . . χαίρετε! (Τω Ποτκαλιόσην) Να είσαι τολμηρότερος! τολμηρότερος! (φεύγει).
Ποτκαλιόσην, Αγάφια Τύχωνοβνα
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Καθίσατε σας παρακαλώ, (κάθηνται και σιωπώσι).
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Σας αρέσει, δεσποσύνη, ο περίπατος;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Πώς ο περίπατος;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Εις την εξοχήν το θέρος είνε πολύ ευχάριστον με την βάρκα . .
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Μάλιστα κάποτε διασκεδάζομεν με τους φίλους.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Πώς θα είνε άρα γε φέτος το καλοκαίρι· ποιος ξεύρει;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Θα ήτο ευχάριστον αν ήτο καλόν, (αμφότεροι σιωπώσι).
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ποίον άνθος, δεσποσύνη αγαπάτε περισσότερον;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Εκείνο που έχει δυνατώτερη μυρωδιά· το γαρύφαλον.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Εις τας κυρίας πηγαίνουν πολύ τα άνθη.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Ναι, είνε ευχάριστος ενασχόλησις (σιωπή). Εις ποίαν εκκλησίαν είσθε την περασμένην Κυριακήν;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Εις της Αναλήψεως, προ μιας όμως εβδομάδος ήμην εις την μητρόπολιν του Καζάν. Αλλά είνε το ίδιον, εις όποιαν εκκλησία και αν προσευχηθή κανείς, (Σιωπώσιν· ο Ποτκαλιόσην κτυπά διά των δακτύλων επί της τραπέζης). Μετ' ολίγας ημέρας θα έχωμεν την δημοσίαν, πανήγυριν του Αικατεριγγώφ.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Μάλιστα, μετά ένα μήνα, νομίζω.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μάλιστα ούτε τόσον;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Φαίνεται που θα είνε πολύ ωραία.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Σήμερον έχομεν οκτώ του μηνός; (μετρεί επί των δακτύλων) εννέα, δέκα, ένδεκα . . . ναι, μετά είκοσι δύο ημέρας.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Φαντασθήτε, πόσον ογλήγορα!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μάλιστα δεν μετρώ και την σημερινήν. (σιωπή) Τι τολμηροί άνθρωποι που είνε οι ρώσσοι!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Πώς;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Διά τους εργάτας λέγω. Στέκονται επάνω επάνω εις την κορυφήν . . Επερνούσα από ένα σπίτι, λοιπόν ο ασβεστωτής ασβέστωνε και δεν εφοβείτο διόλου!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Μάλιστα . . . Και εις ποίον μέρος;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Νά εις τον δρόμον μου, από εκεί όπου πηγαίνω καθημερινώς εις το υπουργείον. Ξεύρετε εγώ κάθε πρωί πηγαίνω εις την υπηρεσίαν μου.
(Σιωπή. Ο Ποτκαλιόσην άρχεται πάλιν τυμπανίζων επί της τραπέζης, επί τέλους λαμβάνει τον πίλον του και υποκλίνεται).
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Πώς θέλετε πλέον να . . .
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μάλιστα, συγγνώμην αν ίσως σας ηνώχλησα.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Τι λόγος! απ' εναντίας οφείλω να σας ευχαριστήσω διότι επέρασα την ώραν μου τόσον ευχάριστα μαζύ σας.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Εγώ αληθινά νομίζω ότι σας ηνώχλησα.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Σας βεβαιώ καθόλου.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τότε αφού δεν σας ηνώχλησα θα μου επιτρέψετε να σας επισκεφθώ και άλλοτε κανένα βράδυ.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Μετά πάσης χαράς (ο Ποτκαλιόσην υποκλίνεται και εξέρχεται).
Αγάφια Τυχώνοβνα μόνη.
Τι αξιοπρεπής άνθρωπος! Μόλις τώρα ακόμη ημπόρεσα να τον γνωρίσω καλά, καλά. Αλήθεια δεν ημπορείς να μην τον αγαπήσης; ταπεινός και με κρίσιν άνθρωπος. Είχε δίκηο προ ολίγου ο φίλος του. Κρίμα μόνον που έφυγε έτσι γρήγορα εγώ επεθύμουν να τον ακούσω. Πόσον είνε ευχάριστον να ομιλή κανείς μαζύ του. Και ακριβώς έχει αυτό το καλό, που δεν λέγει ανοησίαις. Ήθελα κι' εγώ να του ειπώ δύο λογάκια, αλλά ομολογώ εδειλίασα και τόσον άρχισε να κτυπά η καρδιά μου . . . Τι εξαίρετος άνθρωπος! Πηγαίνω να τα ειπώ της θείας, (φεύγει)·
Εισέρχονται ο Ποτκαλιόσην και ο Κοτσκαριώφ.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μα τι θα κάμης στο σπίτι; τι ανοησία! Γιατί θα πας 'στο σπίτι;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και τι θα κάμω εδώ; εγώ είπα πλέον ό,τι εχρειάζετο να ειπώ . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ώστε της άνοιξες πλέον την καρδιά σου;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αι, να, δηλαδή . . . αυτό μονάχα, την καρδιά μου ακόμη δεν της άνοιξα.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ακούς εκεί πράγματα! Και γιατί να μην την ανοίξης;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μα πώς θέλεις, αδελφέ, απλώς και ως έτυχε, χωρίς να την προδιαθέσω, να της 'πώ έξαφνα ορθά-κοφτά «Κυρία έλα να παντρευθούμεν!»
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μα τότε λοιπόν τι ανοησίαις ελέγετε τώρα μισή ώρα;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ωμιλήσαμεν περί όλων, και σε βεβαιώ είμαι πολύ ευχαριστημένος. Επέρασα πολύ ευχάριστα την ώραν μου.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μα καλά, αδελφέ, δε μου λες σε παρακαλώ, πότε θα τα προφθάσωμεν όλα αυτά; Μετά μίαν ώραν πρέπει να είμεθα εις την εκκλησίαν.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τι λες αδελφέ; ετρελλάθης; εγώ να στεφανωθώ σήμερον;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και γιατί όχι;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Να στεφανωθώ σήμερον;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και καλά συ ο ίδιος δεν μου έδωσες τον λόγον σου; δεν είπες, πως άμα ως δεχθούν οι άλλοι γαμβροί θα είσαι έτοιμος να στεφανωθής αμέσως;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Εγώ και τώρα δεν αθετώ τον λόγον μου, αλλ' όχι αμέσως και ο γάμος! μετά ένα μήνα τουλάχιστον διά να λάβω καιρόν να αναπνεύσω, αδελφέ λιγάκι.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ένα μήνα;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και βέβαια!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Καλέ μην είσαι τρελλός;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ποτέ ενωρίτερον από ένα μήνα!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και καλά εγώ διέταξα πλέον δείπνον, α κούτσουρο! άκουσε να σου ειπώ, Ιβάν Κουζμίτς, άφησε τα πείσματα, ψυχή μου κι' έλα τώρα να παντρευθής.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τι λέγεις αδελφέ; Τώρα να παντρευθώ;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ιβάν Κουζμίτς, σε παρακαλώ, σε ικετεύω . . . Αν δεν θέλης νά το κάμης διά τον εαυτόν σου, κάμετο τουλάχιστον για μένα.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αληθινά, δεν ειμπορώ!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Έλα 'μπορείς, 'μπορείς· σε παρακαλώ, άφησε τες δυστροπίαις τώρα!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Σου λέγω δεν ειμπορώ, δεν μου έρχεται, διόλου, δε μου έρχεται!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μα τι δεν σου έρχεται; ποιος σου το είπε αυτό; Συ είσαι φρόνιμος άνθρωπος και κρίνε και ο ίδιος, εγώ δεν το λέγω αυτό τάχα για να σε κολακεύσω, διότι είσαι τάχα διεκπεραιωτής, το κάμνω απλώς διότι σ' αγαπώ. Έλα λοιπόν, τώρα φθάνει πια, κάμε την απόφασιν κύτταξε τα πράγματα με ορθοφροσύνην
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αν ήτο δυνατόν εγώ θα . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ιβάν Κουζμίτς, 'μμάτια μου, φως μου! Νά, θέλεις πέφτω εις τα γόνατα εμπρός σου; . .
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Μα γιατί; . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (γονυπετεί)
Νά, σε παρακαλώ γονυπετής· νά, βλέπεις και συ. Σε βεβαιώ ότι ποτέ δεν θα λησμονήσω αυτήν την χάριν. Μη επιμένεις λοιπόν!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αδύνατον, φίλε μου, αδύνατον!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (εγείρεται με θυμόν)
Τότε λοιπόν είσαι ένας χοίρος!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Δεν πας να βρίζης!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ένας ηλίθιος εκεί, που δεν εματαστάθηκε!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Βρίζε, βρίζε
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Και για ποιόν εγώ εφρόντιζα; για ποιόν εγώ εκοπίαζα; Για το συμφέρο το δικό σου, βλάκα. Τι με μέλει έμενα; εγώ σε παραιτώ. Τι κάθομαι και πονοκεφαλιάζω.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Και ποιος σε παρεκάλεσε; Παραίτησέ με επί τέλους!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Σε αφίνω μα θα χαθής χωρίς εμένα, αν εγώ δεν σε παντρεύσω, εις τον αιώνα θα είσαι βλάκας!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Εσένα τι σε κόφτει;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Για σένα ξεροκέφαλο, για σένα φροντίζω.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ας μου λείπουν αι φροντίδες σου.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αι, πήγαινε λοιπόν 'σ το διάβολο!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Καλά, πηγαίνω!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Εκεί είνε ο δρόμος σου.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αι, και τι μαθές; πηγαίνω.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Πήγαινε, πήγαινε, και να σπάσης το ποδαράκι σου. Σου εύχομαι και μέσ' από την καρδιά μου να σου τύχη και μεθυσμένος αμαξάς να σου χώση ως το λαιμό το τιμόνι της καρότσας. Υπάλληλος είσαι συ ή πατσαβούρα! Σου ορκίζομαι πως από τώρα και εις το εξής μεταξύ μας όλα ετελείωσαν· ούτε να σε ιδούν τα 'μμάτια μου.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Καλά ας μη με ιδούν (φεύγει).
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Να πας 'στο διάβολο, που είναι παληός σου φίλος (ανοίγει την θύραν και αναφωνεί όπισθεν προς τον φεύγοντα) Βλάκα!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (μόνος βαδίζει, ζωηρώς κινούμενος εμπρός-οπίσω)
Εγεννήθη ποτέ 'στον κόσμον παρόμοιος άνθρωπος; Τέτοιος βλάκας; Αν πούμε όμως και την μαύρη αλήθεια, κ' εγώ δεν πηγαίν' οπίσω. Μα δε μου λέτε παρακαλώ, εσάς ερωτώ, δεν είμαι βλαξ, δεν είμαι ηλίθιος; Γιατί κοπιάζω φωνάζω και ξεραίνω το λαιμό μου; Πέτε μου, τι μου είνε; συγγενής; και τι του είμ' εγώ; παραμάνα, θεια, πεθερά, ή κουμπάρα; Γιατί διάβολο λοιπόν εγώ να φροντίζω γι' αυτόν, να μην έχω ησυχία, που να τον πάρη ο εξαποδώ αλήθεια κι' απ' αλήθεια! Και γιατί; ποιος διάβολος ξέρει! Πήγαινε να μάθης! Τέτοιος μασκαράς, τέτοιο αντιπαθητικό, αχρείο μούτρο! Να τον πιάση κανείς το τέρας και να του δώση στη μύτη, και στ' αυτιά και στο στόμα, και στα δόντια και παντού! (κάμνει χειρονομίας εις τον αέρα μετ' αγανακτήσεως) Και εκείνο που σε κάμνει να σκάζης είνε, ότι, ενώ εσύ γίνεσαι έξω φρενών, εκείνος ούτε ιδρώνει τ' αυτί του! Για αυτόν, σαν να μη συνέβη τίποτε! αυτό είνε που σε κάμνει έξω φρενών! Τώρα θα πάγη 'στο σπίτι του θα πλαγιάση και θα καπνίση την πίπαν του. Αντιπαθητικό πράγμα! υπάρχουν και άλλα αντιπαθητικά μούτρα, μα σαν αυτουνού — ποτέ! Μα τον Θεόν χειρότερο μούτρο απ' αυτό δεν απαντά εις τον κόσμον! Μα έννοια σου κ' εγώ δεν θα τον αφίσω, θα 'πάγω και θα τον γυρίσω πίσω επίτηδες τον αχρείον, δεν θα τον αφίσω να μου γλυστρήση θα υπάγω να τον φέρω τον παληάνθρωπο (φεύγει δρομαίως)
Αγάφια Τύχωνοβνα (εισέρχεται).
Τόσο κτυπά αληθινά η καρδιά μου, που είνε δύσκολον να το εξηγήσω. Παντού, όπου και αν στρέψω, βλέπω εμπρός μου τον Ιβάν Κουζμίτς. Είνε πράγματι αληθινόν, ότι το πεπρωμένον αδύνατον να το αποφύγη κανείς. Προ ολίγου ακόμη εδοκίμασα ν' απασχολήσω εις άλλο αντικείμενον τον νουν μου, εδοκίμασα να κουβαριάσω νήμα, έρραψα ένα σακκίδιον. Μολαταύτα ο Ιβάν Κουζμίτς όλο και επάνω 'στα χέρια μου ανέβαινε. (Μετά τινα σιωπήν). Και τέλος πάντων, ιδού με αναμένει αλλαγή καταστάσεως! Θα με πάρουν, θα με φέρουν, εις την εκκλησίαν . . . . έπειτα θα με αφίσουν μόνην με άνδρα — ουφ; ρίγος με κυριεύει! Χαίρετε, νεανικοί, παρθενικοί μου χρόνοι! (Κλαίει). Επέρασα τόσα χρονιά ήσυχος . . . . έζησα. . . . έζησα και τώρα ήλθεν η ώρα να παντρευθώ! Ω, πόσαι, Θεέ μου, φροντίδες: Παιδιά, αγοράκια, σκανδαλιάρικα, έπειτα θα γεννηθούν και κοριτσάκια, θα μεγαλώσουν έπειτα η φροντίδα να τ' αποκαταστήσω . . . . Και καλά ακόμη αν τύχουν καλούς άνδρας, μα αν είνε τίποτε μέθυσοι ή τέτοιοι που χάνουν ό,τι κι' αν έχουν 'στα χαρτιά;! (Άρχεται πάλιν ολίγον κατ' ολίγον να θρηνή). Δεν μου ήτο γραφτό να χαρώ την ζωήν μου ως κόρη! Ούτε εικοσιεπτά χρόνια ειμπόρεσα να απολαύσω αυτήν την ζωήν (μεταβάλλουσα φωνήν). Αλλά διατί να βραδύνη ο Ιβάν Κουζμίτς;
Αγάφια Τύχωνοβνα και Ποτκαλιόσην, ωθούμενος επί της σκηνής εκ της θύρας δι'
αμφοτέρων των χειρών υπό του Κοτσκαριώφ.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ήλθα, δεσποσύνη, να σας ομιλήσω διά μίαν μικράν υπόθεσιν. . . . αλλά ήθελα πρώτον πάντων να μάθω αν δεν θα σας φανή παράδοξον; . . . .
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ (ταπεινούσα τους οφθαλμούς).
Περί τίνος πρόκειται;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ειπέτε μου πρώτον δεν θα σας φανή παράδοξον;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Δεν ειμπορώ. . . . τι συμβαίνει;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ομολογήσατε λοιπόν: αληθώς θα σας φανή παράδοξον; ό,τι θα σας είπω.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Καλέ τι λέγετε; πώς είνε δυνατόν να μου φανή παράδοξον; Από σας πάντοτε ευχάριστα πράγματα ακούει κανείς . . . .
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τούτο όμως ουδέποτε το ηκούσατε. (Η Αγ. Τύχ. έτι μάλλον ταπεινοί τους οφθαλμούς. Ταυτοχρόνως εισέρχεται κρυφίως ο Κοτσκαριώφ και ίσταται όπισθεν του Ποτκαλιόσην). Ιδού λοιπόν περί τίνος πρόκειται . . . . αλλ' ας αφίσωμεν να σας το είπω καλείτερα άλλοτε.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Μα τι συμβαίνει λοιπόν;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ήθελα . . . . σας βεβαιώ, ήθελα να σας το ειπώ τώρα, αλλά κάπως διστάζω . . .
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (κατ' ιδίαν σταυρώνων τας χείρας).
Θεέ μου τι άνθρωπος είνε αυτός! Μία γρηά εκεί, μία γελοιογραφία ανθρώπου, ειρωνεία!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Και διατί διστάζετε;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ξεύρω κ' εγώ, νά, έχω κάποιους δισταγμούς.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (γεγωνυία τη φωνή).
Τι ανοησίαι, τι ανοησίαι! Βλέπετε δεσποσύνη· ο κύριος απ' εδώ ζητεί την χείρα σας, επιθυμεί να σας ειπή ότι χωρίς εσάς δεν ειμπορεί να ζήση δεν ειμπορεί να υπάρξη, και ερωτά· θέλετε να τον καταστήσετε ευτυχή;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Τι κάμνεις; βρε αδελφέ και συ;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Λοιπόν, δεσποσύνη, αποφασίζετε να τον κάμετε τον θνητόν αυτόν! ευτυχή;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Δεν έχω το θάρρος να φαντασθώ ότι θα ειμπορέσω να κάμω άνθρωπον ευτυχή . . . άλλως εγώ είμαι σύμφωνος.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Φυσικά, φυσικά, αυτό έπρεπε να γείνη προ πολλού! Δόσετε λοιπόν τας χείρας σας!
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
(Ζητεί να τω είπη τι κρυφίως. Ο Κοτσκαριώφ τω δεικνύη τον γρόνθον του και συσπά
τας οφρείς. Δίδει την χείρα).
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ (ενόνων τας χείρας)
Λοιπόν, ο Θεός να σας ευλογήση! είμαι σύμφωνος και εγκρίνω το συνοικέσιόν σας. Ο γάμος είνε . . . ο γάμος δεν είνε, όπως ας υποθέσωμεν, πέρνω ένα αμάξι και πηγαίνω όπου θέλω, η υποχρέωσις αυτή είνε εντελώς άλλου είδους· είνε υποχρέωσις . . αλλά τώρα δεν έχω καιρόν, και θα σου ειπώ άλλοτε τι είδους υποχρέωσις είνε· λοιπόν Ιβάν Κουζμίτς, φίλησε την μνηστήν σου, τώρα ειμπορείς να το κάμης αυτό· τώρα οφείλεις να το κάμης. (Η Αγάφια Τύχωνοβνα ταπεινώνει τους οφθαλμούς). Δεν πειράζει, δεν πειράζει δεσποσύνη, έτσι πρέπει, ας σε φιλήση.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Όχι, κυρία, επιτρέψατε πλέον τώρα, τώρα πλέον επιτρέψατε. (Την ασπάζεται και λαμβάνει την χείρα της)· Τι ωραίο χεράκι! Διατί δεσποσύνη, έχετε τόσον ωραίο χεράκι; . . . επιτρέψατε να σας ειπώ, κυρία, ότι θέλω να γείνη αμέσως η στεφάνωσις· χωρίς άλλο να γείνη αμέσως.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Πώς αμέσως; ίσως δα είνε πολύ γρήγορα;
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Δεν θέλω ούτε να τ' ακούσω! θέλω ακόμη συντομώτερα, αυτήν την στιγμήν, να γείνη ο γάμος.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μπράβο! λαμπρά! Ευγενέστατος άνθρωπος! Σε βεβαιώ ότι πάντοτε ήλπιζα πολλά από σένα εις το μέλλον! Σεις, δεσποσύνη, δεν θα κάμετε άσχημα να τρέξετε αμέσως να ενδυθήτε· εγώ να σας ειπώ την αλήθεια έστειλα πλέον να φέρουν άμαξαν και προσεκάλεσα τους φίλους, οι οποίοι θα είνε τώρα πλέον εις την εκκλησίαν. Είμαι βέβαιος ότι το νυμφικόν σας φόρεμα θα έχετε προ πολλού έτοιμον.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Βέβαια προ πολλού μάλιστα. Εγώ στη στιγμή ενδύομαι.
Κοτσκαριώφ και Ποτκαλιόσην.
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Αδελφέ μου, σου είμαι ευγνώμων. Τώρα βλέπω τω όντι το καλόν που μου έκαμες. Και αυτός ο πατέρας μου δεν θα έκαμνε ό,τι μου έκαμες συ! Βλέπω ότι ενέργησες ως φίλος. Ευχαριστώ αδελφέ! ποτέ δεν θα λησμονήσω τας εκδουλεύσεις σου (συγκεκινημένος). Διά τούτο λοιπόν κι' εγώ την προσεχή άνοιξιν χωρίς άλλο θα υπάγω να επισκεφθώ τον τάφον του πατέρα σου!
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Α μπα! Γιατί να πειράζεσαι! Κ' εγώ χαίρω; Πλησίασε λοιπόν να σε φιλήσω (ασπάζεται αυτόν επί της μιας, είτα επί της άλλης παρειάς). Ο Θεός να δώση να ζήσης ευτυχής (ασπάζονται) ν' αποκτήσης του Αβραάμ και Ισαάκ τα καλά και να κάμετε ένα σωρό παιδιά! . . . .
ΠΟΤΚΑΛΙΟΣΗΝ
Ευχαριστώ αδελφέ, πραγματικώς μόνον τώρα έμαθα τι εστί πράγματι ζωή. Τώρα απεκαλύφθη ενώπιόν μου όλος νέος κόσμος. Νά, τώρα βλέπω ότι το παν κινείται, ζη· αισθάνεσαι ότι αναζωογονείσαι, ότι σαν να εξατμίζεσαι, σαν να . . . έτσι . . . . και συ ο ίδιος δεν ηξεύρεις τι σου συμβαίνει. Πρωτήτερα, τίποτε από αυτά ούτε έβλεπα ούτε εννοούσα· δηλαδή ήμην άνθρωπος που δεν είχα καμμίαν ιδέαν ούτε κρίσιν, δεν ενεβάθυνα κ' εζούσα νά, όπως ζη κάθε άλλος άνθρωπος. Χαίρω, χαίρω πολύ! Τώρα εγώ πηγαίνω να παρατηρήσω πώς έστρωσαν το τραπέζι και στη στιγμήν επιστρέφω. (κατ' ιδίαν) Ας του πάρω όπως δήποτε το καπέλλον διά κάθε ενδεχόμενον (λαμβάνει μεθ' εαυτού τον πίλον και φεύγει).
Ποτκαλιόσην μόνος.
Και τω όντι, τι ήμην μέχρι τούδε, είχα καμμίαν ιδέαν περί της ζωής; Δεν εγνώριζα, τίποτε δεν εγνώριζα! ποίος δε υπήρξεν ο μέχρι σήμερον άγαμος βίος μου; Ποίαν είχε σημασίαν; Τι έκαμνα; εζούσα, εζούσα, υπηρέτουν, επήγαινα εις το υπουργείον, εγευμάτιζα, εκοιμώμην, με ένα λόγον, ήμην εις τον κόσμον ο μηδαμινώτερος και ο συνειθέστερος άνθρωπος· τώρα μόνον βλέπει, κανείς πόσον είνε μωροί εκείνοι που δεν παντρεύονται και αν καλοπαρατηρήση κανείς θα ιδή πόσοι και πόσοι ευρίσκονται εις αυτήν την τυφλότητα. Αν ήμην πουθενά βασιλεύς, μα την πίστιν μου, θα έδιδα διαταγήν να παντρεύονται όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, εις τρόπον ώστε, να μην ευρίσκεται ούτε ένας άγαμος εις το κράτος μου. Αληθινά, να σκεφθή μολαταύτα κανείς, ότι μετ' ολίγα λεπτά της ώρας θα είσαι παντρευμένος! ότι θα δοκιμάσης έξαφνα την ευδαιμονίαν την οποίαν δεν ειμπορείς να εκφράσης και δεν ευρίσκεις λόγους να την εξηγήσης. (Μετά τινα σιγήν). Εν τούτοις, όπως και να το ειπής, είνε φοβερόν όταν το καλοσυλλογισθή κανείς. Εις όλην σου την ζωήν, εις αιώνα τον άπαντα, όπως κ' αν είνε, να δεθής και έπειτα πλέον ούτε προφάσεις πλέον, ούτε μεταμέλεια τίποτε, τίποτε όλα ετελείωσαν, όλα έγειναν. Μάλιστα νά, και τώρα ακόμη, με κανένα τρόπον δεν ειμπορώ να οπισθοχωρήσω. Μετ' ολίγον γίνεται η στέψις και να φύγω μάλιστα δεν είνε δυνατόν. Εκεί έξω περιμένει πλέον η άμαξα και όλα είνε έτοιμα. Και μήπως τάχα, πράγματι, δεν είνε δυνατόν να φύγω; Πώς; φυσικά είνε αδύνατον. Εκεί εις την θύραν και παντού στέκονται άνθρωποι· θα ερωτήσουν — γιατί; όχι δεν κάμνει. Νά το παράθυρον είνε ανοικτόν· να φύγη κανείς από το παράθυρο;. . . . Α μπα! δεν γίνεται. Έπειτα είνε και απρεπές αλλά και πολύ ψηλά. (πλησιάζει προς το παράθυρον) αι, δεν είνε δα και τόσον πολύ ψηλά, μόνον η βάσις είνε, αλλά κ' εκείνη ασήμαντος. Α, όχι, πώς είνε δυνατόν;! Δεν έχω μάλιστα και το καπέλλο μου! Και πώς θα φύγω χωρίς καπέλλο; Δεν πάει! Και τάχα, δεν ειμπορεί να φύγη κανείς και χωρίς καπέλλο; Και τι βλάπτει αν δοκιμάσω αι; Αι, τι λέτε να δοκιμάσω; (αναβαίνει επί του παραθύρου και ειπών)· Κύριε ελέησον! (πίπτει επί της οδού, ακούεται όπισθεν της σκηνής στενάζων) ωχ! Κάμποσο ήτον ψηλά! Αι, αμαξά!
Φωνή αμαξηλάτου.
Θέλετε αμάξι;
Φωνή Ποτκαλιόσην
Εις την Κανάβκα, κοντά 'στο γεφύρι του Συμεών.
Φωνή αμαξηλάτου.
Δέκα καπήκια!
Φωνή Ποτκαλιόσην,
Καλά! έλα, δρόμον! (ακούεται κρότος απομακρυνομένης αμάξης).
Αγάφια Τύχωνοβνα εισέρχεται ενδεδυμένη νυμφικήν εσθήτα, δειλή και με
ταπεινωμένην κεφαλήν, είτα Φέκλα.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Κ' εγώ δεν ηξεύρω τι συμβαίνει μαζύ μου! Ήρχισα πάλιν να εντρέπωμαι και να τρέμω. Αχ, αν ήτο δυνατόν να μην ευρίσκετο εδώ διά μίαν στιγμήν εκείνος, ή, αν έβγαινεν έξω (παρατηρεί περιδεώς). Και πού είνε λοιπόν; Κανείς δεν είνε! Πού να επήγε; (ανοίγει την προς τον προθάλαμον θύραν) Φέκλα, πού επήγεν ο Ιβάν Κουζμίτς;
Φωνή Φέκλας
Εκεί πρέπει να ήνε!
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Πού εκεί;
ΦΕΚΛΑ (εισερχόμενη)
Μα νά, εδώ μέσα εκαθότανε.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Δεν είνε εδώ νά, δεν βλέπεις;
ΦΕΚΛΑ
Ναι, αλλά κι' απ' εδώ δεν εβγήκε· εγώ εκαθόμουνα εκεί έξω.
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Μα πού είνε λοιπόν;
ΦΕΚΛΑ
Εγώ πώς ημπορώ να ξεύρω! Μήπως εβγήκε από την άλλην είσοδο, από τη σκάλα της υπηρεσίας· ή μήπως κάθεται εις το δωμάτιον της Αρήνας Παντελεημόνοβνας;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Θεία, Θεία!
Αι άνω και Αρήνα Παντελεημόνοβνα.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ (εισέρχεται στολισμένη)
Τι τρέχει;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Μέσα είνε ο Ιβάν Κουζμίτς;
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Όχι· εδώ πρέπει να είνε· μέσα δεν ήλθε.
ΦΕΚΛΑ
Αι, και όξω δεν ήτανε· εγώ εκαθόμουνα εκεί
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Αλλά κι' εδώ, ως βλέπετε, δεν είνε.
Αι άνω και Κοτσκαριώφ.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τι τρέχει;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Ο Ιβάν Κουζμίτς δεν είν' εδώ;
ΚΟΤΣΚΑΡΩΦ
Πώς δεν είν' εδώ; έφυγε;
ΑΓΑΦΙΑ ΤΥΧΩΝΟΒΝΑ
Όχι· ούτε έφυγε ούτ' εδώ είνε.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Τι θα ειπή δεν είν' εδώ, και δεν έφυγε;
ΦΕΚΛΑ
Πού ειμπορούσε να κρυφθή δεν το χωρεί ο νους μου, εγώ δεν εσάλεψα από τον προθάλαμο.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Και από την πόρτα της υπηρεσίας πάλι δεν ειμπορούσε να φύγη.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Μα τι διάβολο — και να χαθή πάλιν, χωρίς να έβγη απ' εδώ μέσα δεν είνε δυνατόν. Μήπως εκρύφθη πουθενά . . Ιβάν Κουζμίτς; πού είσαι; έλα, μη κάμνεις ανοησίαις, έβγα γλήγορα! Τι αστεία είνε πάλιν αυτά; είνε ώρα να πάμε στην εκκλησία! (παρατηρεί όπισθεν της ιματιοθήκης και λοξώς υπό τας καθέδρας) Ακατανόητον! αλλ' όχι δεν ειμπορούσε να φύγη· είν' εδώ· το καπέλλο του είνε εις το άλλο δωμάτιον εγώ επίτηδες το έκρυψα εκεί.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Δεν ερωτούμεν την Δουνιάσκαν, αυτή εις όλον αυτό το διάστημα ήτον έξω 'στον δρόμο· μήπως αυτή γνωρίζει τίποτε; . . . Δουνιάσκα! . . . Δουνιάσκα! . . .
Οι αυτοί και Δουνιάσκα.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Πού είνε ο Ιβάν Κουζμίτς, δεν τον είδες;
ΔΟΥΝΙΑΣΚΑ
Εκείνος επήδησεν από το παράθυρο! (η Αγάφια Τύχωνοβνα αναφωνεί κρατούσα τας παλάμας).
ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ
Από το παράθυρο;
ΔΟΥΝΙΑΣΚΑ
Ναι, έπειτα αφού επήδησε επήρε έν αμάξι κι' έφυγε.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ
Αλήθεια λες;
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Ψέματα λες, αδύνατον!
ΔΟΥΝΙΑΣΚΑ
Μα το Θεό, επήδησε, νά, κι' ο αντικρυνός πραμματευτής τον είδε, εσυμφώνησε τον αμαξά δέκα καπήκια κι' έφυγε.
ΑΡΗΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΒΝΑ (βαίνουσα προς τον Κοτσκαριώφ).
Δε μου λέτε, περίγελο, κύριε μας εκάματε; να μας ρεζιλέψετε γυρεύετε; Τι σου εχρεωστούσαμε να μας μασκαρέψης κατ' αυτόν τον τρόπον; Είμ' εξήντα χρονών γυναίκα, τέτοια 'ντροπή ακόμη δεν την έπαθα. Ύστερ' απ' αυτό πρέπει να σε φτύσω στα μούτρα, αφού λέγεις πως είσαι τίμιος άνθρωπος! Ακούς εκεί να 'ντροπιάση σ' όλον τον κόσμο το κορίτσι! εγώ είμαι χωριάτισσα γυναίκα και πάλι δεν τα κάμνω αυτά τα πράγματα, όχι εσύ που είσαι και ευγενής! φαίνεται πως μονάχα σταις βρωμοδουλειαίς και τας αγυρτίαις είνε η ευγένεια σας! (φεύγει αγανακτισμένη συμπεριλαμβάνουσα και την νύμφην. Ο Κοτσκαριώφ ίσταται ενεός).
ΦΕΚΛΑ
Αι; καλός είσαι; Νάτος εκείνος που ξέρει να κατορθώνη τη δουλειά! που μπορεί να παντρολογάη χωρίς προξενήτρα! Ας είνε οι γαμπροί οι δικοί μου μαδημένοι και ξέρω 'γώ τι; τέτοιους όμως γαμπρούς που να πηδούν από το παράθυρο εγώ δεν έχω· και να με συμπαθάς.
ΚΟΤΣΚΑΡΙΩΦ
Αυτά είνε κουταμάραις! Δεν είν' έτσι· εγώ τώρα πηγαίνω να τον φέρω αμέσως πίσω (φεύγει).
ΦΕΚΛΑ
Ναι, πήγαινε να τον φέρης! άλλη μια φορά! . . . Δεν ξέρεις εσύ από παντρολογήματα· αν έφευγε ακόμη από την πόρτα αλλάζει το πράμα, αφού όμως ο γαμβρός για να φύγη πηδά από το παράθυρο . . . έχε γεια κ' εγλύστρησα.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ
ΤΕΥΧΗ ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ ΤΩ 1887 — 1900
Δραχ. | ||
Κουρτίου |
Ελληνική Ιστορία κατά μετάφρασιν Σπυρ. Π.
Λάμπρου,
τόμοι 5. τεύχη 21. |
34.50 |
Μακώλεϋ |
Ιστορία της Αγγλίας κατά μετάφρασιν Ε. Ροΐδου,
τόμοι
3, τεύχη 9. |
13.50 |
Όθωνος |
Ρίββεκ Ιστορία της Ρωμαϊκής ποιήσεως κατά
μετάφρασιν
Σ. Κ. Σακελλαροπούλου, τόμοι 3, τεύχη 9. |
13.50 |
Δρόυσεν |
Ιστορία των Διαδόχων κατά μετάφρασιν Ι.
Πανταζίδου,
τεύχη 4. |
6.— |
Γουστάβου Γίλβερτ |
Εγχειρίδιον Αρχαιολογίας του δημοσίου βίου
των
Ελλήνων κατά μετάφρ. Ν. Γ. Πολίτου, τεύχη 3. |
4.50 |
Κρουμβάχερ |
Ιστορία της Βυζαντηνής λογοτεχνίας κατά
μετάφρασιν
Γ. Σωτηριάδου, τόμοι 2, τεύχη 8, τόμου Γ'. τεύχος 1. |
13.50 |
Σαιμμάρκου Γιραρδίνου |
Μαθήματα δραματολογίας κατά
μετάφρασιν
Αγγέλ. Βλάχου, τόμοι 4, τεύχη 11. |
16.50 |
Whitney και Jolly |
Αναγνώσματα περί των γενικών αρχών της
συγκριτ. γλωσσικής κατά μετάφρασιν Ρ. Ν. Χατζιδάκι, τεύχη 4. |
6.— |
Head |
Ιστορία των Νομισμάτων κατά μετάφρασιν Ι. Ν.
Σβορώνου,
τόμοι 2, οι δύο τόμοι μετά των πινάκων |
25.— |
Valery Mayet |
Τα Βλαπτικά Έντομα των Αμπέλων κατά
μετάφρασιν Ν.
Κ. Γερμανού, τεύχη 2. |
3.— |
Αλεξάνδρου Σεργιάδου |
Πούσκην, Ευγένιος Ονέγην, Έπος κατά
μετάφρασιν Χαραλ. I. Βουλοδήμου, |
1.50 |
Δρόυσεν |
Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατά μετάφρασιν
I.
Πανταζίδου, τεύχη 4. |
6.— |
V. V. Podwissozky |
Παθολογία κατά μετάφρασιν Νικολάου I.
Κορδέλλη ιατρού, τεύχη 8. |
12.50 |
Ν. Γ. Πολίτου |
Μελέται περί του Βίου και της Γλώσσης του
Ελληνικού
λαού, Παροιμίαι, τόμοι 2. |
16.— |
Σαίξπηρ |
Χάμλετ, τραγωδία εις πράξεις πέντε κατά μετάφρασιν
Μιχαήλ
Ν. Δαμιράλη. |
2.50 |
Α. Μ. Ιδρωμένου | Ιωάννης Καποδίστριας Κυβερνήτης της Ελλάδος. | 1.50 |
Στεφάνου Αθ. Κουμανούδη. |
Συναγωγή Νέων Λέξεων υπό των
λογίων
πλασθεισών, τόμοι 2. |
13.— |
W. Christ |
Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας κατά μετάφρασιν
Λυσάνδρου Γ. Χ. Κώνστα, Τόμος Α', τεύχη 5. |
7.50 |
Καίσαρος Καντού |
Ιστορία τριάκοντα ετών (1848-1878) κατά
μετάφρασιν
Ιωάννου Περβάνογλου, τεύχος πρώτον |
1.50 |
ΤΕΥΧΗ ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ ΤΩ 1901
Δραχ. | ||
Αριθ. 117. |
Καίσαρος Καντού Ιστορία τριάκοντα ετών (1848-
1878)
κατά μετάφρασιν Ιωάννου Περβάνογλου τεύχ. δεύτερον |
1.50 |
Αριθ. 118. | » τεύχ. τρίτον | 1.50 |
Αριθ. 119. | Στρατής Καλοπίχειρος υπό Στεφάνου ΑΘ. Κουμανούδη | 2.50 |
Αριθ. 120. |
Κρουμβάχερ Ιστορία της Βυζαντηνής λογοτεχνίας
κατά
μετάφρασιν Γεωργίου Σωτηριάδου τόμ. Γ'. τεύχ. δεύτερον |
1.50 |
Αριθ. 121. | » τόμ. Γ'. τεύχ. τρίτον | 1.50 |
Αριθ. 122. |
Καίσαρος Καντού Ιστορία τριάκοντα ετών (1848-
1878)
κατά μετάφρασιν Ιωάννον Περβάνογλου τεύχ. τέταρτον |
1.50 |
Αριθ. 123-124. | Αγγέλου Βλάχου Ανάλεκτα τόμος πρώτος | 4.— |
Αριθ. 125-128. |
Ιστορία της Ιταλικής Παλιγγενεσίας υπό
Φραγκίσκου
Βερτολίνη κατά μετάφρασιν Κ. Αννίνου τόμος Α. τεύχη 4. |
6.— |
Αριθ. 129-130. | Αγγέλου Βλάχου Ανάλεκτα τόμος δεύτερος | 4.— |
Αριθ. 131-134. |
Ιστορία της Ιταλικής Παλιγγενεσίας υπό
Φραγκίσκου
Βερτολίνη κατά μετάφρασιν Χ. Αννίνου τόμος Β'. τεύχη 4, |
6.— |
Αριθ. 135. |
Leopold Smhmidt η Ηθική των Αρχαίων Ελλήνων
μεταφράσθη
εκ του γερμανικού υπό Δημ. Ιωαννίδου Ολυμπίου, τόμος Α. τεύχος πρώτον |
1.50 |
Αριθ. 136. |
Leopold Smhmidt η Ηθική των Αρχαίων Ελλήνων
μετεφράσθη
εκ του γερμανικού υπό Δημ. Ιωαννίδη Ολυμπίου, τόμος Α. τεύχος δεύτερον |
1.50 |
Τιμάται δρα . . . . . 1.50.
1) Δεν κάμνει διάκρισιν περί ροιών και ροδών. Το κείμενον λέγει:
«εκείνα τα γρανικώδη δενδρύλλια» και εννοεί τας ροιάς — η ροιά δε
ρωσσιστί: γρανάτοβογιε — δέρεβο. Ο Ζεβάκην τα ονομάζει
γρανίτοβογιε δέρεβο — δηλαδή, γρανιτώδες δένδρον, — Σ. Μ.
↩
2) Τίτλος 8ου βαθμού, μη μεταφραζόμενος εις την Ελληνικήν
↩