Title : Η Ευρώπη κατά τον 19ον αιώνα
Author : Paulos Karolides
Release date
: July 7, 2012 [eBook #40150]
Most recently updated: January 25, 2021
Language : Greek
Credits
: Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
his major work in proofreading.
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, the spelling of the book has not been changed otherwise. A correction at the end of the book has been taken into account.// Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Μία διόρθωση στο τέλος του βιβλίου έχει ληφθεί υπόψη.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ TOΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ
ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ
ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΑΡΙΘ. 10. — ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1900
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΡΑΦΤΑΝΗ — ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Η Ευρώπη, η οποία σήμερον είναι το κέντρον της ιστορίας του κόσμου και κατοικείται
υπό των ισχυροτάτων και μάλλον πολιτισμένων λαών, είχε το πάλαι δύο μόνον
σπουδαίους και πολιτισμένους λαούς, τους Έλληνας και τους Ρωμαίους. Αλλ' ο
πολιτισμός και των δύο τούτων λαών, μάλιστα ο των Ελλήνων, είχε την καταγωγήν του
εν μέρει εκ της Ασίας και εκ της Αιγύπτου. Εκεί ανεπτύχθη ο αρχαιότατος ιστορικός
βίος, εκεί αι αρχαιόταται θρησκείαι και πoλιτείαι. Η Κίνα, η Ινδία, η Βαβυλωνία, η
Ασσυρία, η Μηδία, η Περσία εις την μεγάλην Ασιατικήν ήπειρον, και η Αίγυπτος εις
την Αφρικήν ήσαν αι χώραι και τα κράτη, όπου εγεννήθη κατά πρώτον ο πολιτισμός.
Αλλ' ο πολιτισμός εκείνος εστερείτο τριών πραγμάτων, τα οποία δημιουργούν τον
αληθή πνευματικόν βίον του ανθρώπου, δηλαδή της Φιλοσοφίας εις τας γνώσεις, της
ελευθερίας εις την πολιτείαν και της καλαισθησίας εις την τέχνην. Υπό τοιούτον
πνεύμα εμορφώθη μόνον ο Ελληνικός πολιτισμός.
Οι Έλληνες κατοικούντες κατά την αρχαιότητα τας ιδίας περίπου χώρας, τας οποίας κατοικούν και σήμερον, υπήρξαν οι αρχηγοί και δημιουργοί του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ούτοι ανέπτυξαν εις ανώτατον βαθμόν τας τέχνας, την ποίησιν, τας επιστήμας, την φιλοσοφίαν και όλον εν γένει τον πνευματικόν βίον, μετά δε την εμφάνισιν του Χριστιανισμού ούτοι ανέπτυξαν και ετελειοποίησαν την διδασκαλίαν της νέας πίστεως και διέδωκαν αυτήν εις όλην την άλλην Ευρώπην.
Οι δε Ρωμαίοι, κάτοικοι μιας πόλεως της Ιταλίας, της Ρώμης, διά σώφρονος πολιτείας και διά μεγάλων στρατιωτικών αρετών κατέκτησαν βαθμηδόν όλην την Ιταλίαν και αφού ούτως εδημιούργησαν ισχυρόν κράτος Ιταλικόν, υπέταξαν εις αυτό και τας Ελληνικάς χώρας. Η Ελλάς υπετάχθη πολιτικώς και στρατιωτικώς εις την Ρώμην, αλλά και η Ρώμη υπετάχθη ηθικώς και πνευματικώς εις την Ελλάδα. Τα Ελληνικά γράμματα και ο Ελληνικός πολιτισμός διεδόθησαν εις τους Ρωμαίους, και από των Ρωμαίων εις όλα τα έθνη της Ευρώπης, τα οποία αυτοί υπέταξαν.
Τα έθνη ταύτα ήσαν οι πρόγονοι των σημερινών Γάλλων, Ισπανών και οι αρχαίοι κάτοικοι της Αγγλίας. Αλλά και οι πρόγονοι των σημερινών λαών της Γερμανίας, αν και δεν υπετάχθησαν στρατιωτικώς και πολιτικώς εις τους Ρωμαίους, ήλθαν όμως εις σχέσεις και συνάφειαν πολλήν προς αυτούς και έλαβαν παρ' αυτών τον Ελληνορρωμαϊκόν πολιτισμόν
Όλοι ούτοι οι αρχαίοι λαοί της δυτικής Ευρώπης προ της υποταγής των εις τους Ρωμαίους ευρίσκοντο εις βαρβαρότητα. Παρά των Ρωμαίων έλαβαν τα σπέρματα του πολιτισμού και αυτόν τον χριστιανισμόν, αφού διεδόθη και εστερεώθη εις το Ρωμαϊκόν κράτος.
Το παγκόσμιον τούτο Ρωμαϊκόν κράτος έλαβε βαθμηδόν τόσην έκτασιν, ώστε προς ευκολίαν της διοικήσεώς του εθεωρήθη αναγκαίον ν' αποκτήση νέαν δευτέραν πρωτεύουσαν. Η νέα αύτη πρωτεύουσα ήτο η υπό του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Μεγάλου κτισθείσα (το 323 μ. Χ.) Κωνσταντινούπολις, η οποία κειμένη εν μέσω του Ελληνικού κόσμου ήτο εξ αρχής Ελληνική. Εις την ιδίαν θέσιν έκειτο η παλαιά Ελληνική πόλις Βυζάντιον. Μετά την ίδρυσιν της νέας εις την Ανατολήν πρωτευούσης, επήλθε βαθμηδόν η διαίρεσις του Ρωμαϊκού κράτους εις δύο τμήματα, το Δυτικόν και το Ανατολικόν. Το εις την Ανατολήν κράτος κατεστάθη πράγματι Ελληνικόν, μολονότι εξηκολούθησε μέχρι τέλους να λέγεται Ρωμαϊκόν, εκ τούτου δε και οι Έλληνες συνείθισαν να λέγωνται Ρωμαίοι. Ονομάζεται δε το κράτος τούτο και Βυζαντινόν εκ του Βυζαντίου, της παλαιάς ονομασίας της πρωτευούσης. Το Βυζαντινόν, ήτοι το Ελληνικόν Ρωμαϊκόν κράτος, διήρκεσε μέχρι του 1453 μ. Χ., ενώ το δυτικόν μέρος του Ρωμαϊκού κράτους κατελύθη περί το 500 μ.Χ. υπό των βαρβάρων, οι οποίοι ήλθαν από την ανατολικήν και βόρειον Ευρώπην.
Αλλά και αφού διελύθη το Ρωμαϊκόν Κράτος της Δύσεως, δεν έπαυσεν η υπεροχή της Ρώμης. Αντί της πολιτικής και στρατιωτικής αρχής, την οποίαν έχασεν, ήρχισεν έκτοτε να υποτάσση θρησκευτικώς τους πρώην βαρβάρους εκείνους λαούς. Από του 5ου μέχρι του 8ου μ. Χ. αιώνος όλοι βαθμηδόν οι λαοί της δυτικής Ευρώπης (εκτός των Σλαυικών λαών, οι οποίοι κατώκουν εις τα Ανατολικά της), έγειναν Χριστιανοί και ως ανώτατον αρχηγόν της Χριστιανικής Εκκλησίας ανεγνώριζαν τον επίσκοπον της Ρώμης, ο οποίος ελέγετο και λέγεται συνήθως Πάπας , ήτοι πατήρ. Η εξουσία αύτη του Πάπα δεν ανεγνωρίζετο υπό των Ελλήνων. Μη παραδεχόμενοι τον Πάπαν ως υπέρτατον αρχηγόν της Εκκλησίας και Επίτροπον του Χριστού επί της γης, όπως εθεωρείτο υπό των λαών της δυτικής Ευρώπης, οι Έλληνες έμειναν πιστοί εις τους θεσμούς και τα δόγματα της αρχαίας ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτις διά τούτο ωνομάσθη και Ελληνική ορθόδοξος, ή Ανατολική. Εξ αυτής δε έλαβαν τον χριστιανισμόν και πολλοί Σλαυικοί λαοί, ιδίως οι Ρώσοι, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι.
Αλλά και εις την λοιπήν Ευρώπην το κράτος της παπικής Εκκλησίας δεν έμεινε μέχρι τέλους ακέραιον. Κατά τον 16ον αιώνα μ. Χ. επήλθε μέγα σχίσμα , ήτοι διαίρεσις, εις την παπικήν ή δυτικήν Εκκλησίαν, διά του Προτεσταντισμού. Τολμηροί τινες θεολόγοι της δυτικής Εκκλησίας, περιφημότατος των οποίων είναι ο Λούθηρος, κατεπολέμησαν τας έως τότε επικρατούσαι γνώμας περί της υπεροχής του Πάπα, και χωρισθέντες από της παπικής Εκκλησίας ίδρυσαν την Εκκλησίαν των Προτεσταντών, ήτοι των Διαμαρτυρομένων.
Κατά τους χρόνους του σχίσματος τούτου των Προτεσταντών, ήτοι κατά τον 16ον αιώνα μ. Χ. και ολίγον πρότερον, συνέβησαν πολλά άλλα σπουδαία γεγονότα, τα οποία μετέβαλαν την όψιν του κόσμου.
Το 1492 μ. Χ. ανεκαλύφθη η Αμερική, εις την οποίαν έκτοτε πολλοί Ευρωπαϊκοί λαοί, ιδίως Ισπανοί, Πορτογάλλοι, Άγγλοι, Γάλλοι έκαμαν μεγάλας αποικίας. Δια τούτων δε η νέα ήπειρος έγεινε χώρα Ευρωπαϊκή υπό έποψιν του πολιτισμού και της καταγωγής των κατοίκων. Διότι οι αρχαίοι κάτοικοι, οι ιθαγενείς Αμερικανικοί λαοί, τινές των οποίων είχαν προοδεύσει και εις βαθμόν τινα πολιτισμού, καταπιεζόμενοι υπό των Ευρωπαίων αποίκων, κατέφευγαν εις τα δάση και τα όρη και ήρχισαν να εξαφανίζωνται κατά μικρόν.
Κατά τους χρόνους της ανακαλύψεως της Αμερικής ετελειοποιήθη η ναυτική τέχνη. Προ δύο ήδη αιώνων είχεν εφευρεθή η ναυτική πυξίς, και οι θαλασσοπόροι της Ευρώπης ήρχισαν έκτοτε να διατρέχουν πάσας τας θαλάσσας ανακαλύπτοντες νέας χώρας και πολλαπλασιάζοντες τας συγκοινωνίας μεταξύ των διαφόρων λαών του κόσμου.
Κατά τους χρόνους των μεγάλων τούτων ανακαλύψεων προώδευσαν εις Ευρώπην και τέχναι και επιστήμαι και τα γράμματα εν γένει, ιδρύθησαν δε εις πολλάς πόλεις πανεπιστήμια, όπου εισήχθη και η σπουδή της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης και φιλολογίας. Η σπουδή αύτη, η οποία τόσον συνετέλεσε και συντελεί μέχρι σήμερον εις την πνευματικήν πρόοδον και εξημέρωσιν της ανθρωπότητος, διεδόθη ιδίως από του 15ου και του 16ου αιώνος μ. Χ. εκ του εξής γεγονότος.
Ενώ το Ελληνικόν κράτος της Κωνσταντινουπόλεως ήτο ακόμη εις μεγάλην ακμήν, κατά τον 7ον αιώνα μ. Χ. νέα εφάνη θρησκεία εις την Αραβίαν της Ασίας. Η νέα θρησκεία ωνομάσθη υπό του θεμελιωτού αυτής Μωάμεθ Ισλάμ = «Αφοσίωσις εις τον Θεόν», από το όνομα δε του Μωάμεθ ωνομάσθη και Μωαμεθανική . Ο Μωαμεθανισμός διεδόθη κατ' αρχάς μεν εις την Αραβίαν, έπειτα δε και εις πολλά άλλα μέρη της Ασίας και Αφρικής. Ούτως εδημιουργήθη μέγα κράτος Αραβικόν, το οποίον κατέστη επικινδυνότατον διά το Ελληνικόν κράτος. Πολλαί επαρχίαι εις Ασίαν και Αφρικήν, η Παλαιστίνη, η Συρία, η Μεσοποταμία, η Αίγυπτος και όλη η βόρειος Αφρική εκυριεύθησαν υπό των Αράβων. Αυτή η Κωνσταντινούπολις επολιορκήθη δις υπ' αυτών, το πρώτον επί επτά έτη (669 — 676 μ.Χ.) και κατόπιν επί έν έτος (717 — 718 μ.Χ.) Οι Άραβες κατά μικρόν παρήκμασαν. Αλλ' εφάνη τότε νέον έθνος Μωαμεθανικόν, το Τουρκικόν. Τούτο είχε δεχθή το Ισλάμ από τους Άραβας, παρήχθησαν δε εξ αυτού διαδοχικώς διάφορα Τουρκικά κράτη, μέχρις ου ιδρύθη το κράτος των Οσμάνων, το επικινδυνότατον όλων των προ αυτού διά τους Έλληνας.
Το 1453 μ. Χ. οι Οσμάνοι Τούρκοι (Οθωμανοί) εκυρίευσαν την Κωνσταντινούπολιν και κατέλυσαν το μέγα Ελληνορρωμαϊκόν κράτος της Ανατολής, το οποίον, ως είδομεν, είχεν ιδρύσει ο Μέγας Κωνσταντίνος (εις τα 323 π. Χ.) Εννοείται ότι οι Τούρκοι πριν να κυριεύσουν την πρωτεύουσαν του κράτους, την Κωνσταντινούπολιν, είχαν αρχίσει πολύ πρότερον να κυριεύουν τας διαφόρους επαρχίας του, πανταχού φέροντες καταστροφήν και εμπνέοντες τον τρόμον.
Μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως πολλοί ευγενείς Έλληνες λόγιοι εκ διαφόρων χωρών του Ελληνικού κράτους, και από την Κωνσταντινούπολιν αυτήν, κατέφυγαν εις την δυτικήν Ευρώπην και ιδίως εις την Ιταλίαν. Οι λόγιοι ούτοι εύρισκαν πανταχού θερμήν και έντιμον υποδοχήν και εκ μέρους των λαών και εκ μέρους των ηγεμόνων, διδάσκοντες δε την Ελληνικήν γλώσσαν και φιλολογίαν και την φιλοσοφίαν προσείλκυαν μέγα πλήθος ακροατών, ιδίως εκ των αριστοκρατικών τάξεων. Ούτως εις Ιταλίαν και εις άλλας Ευρωπαϊκάς χώρας πολλοί σπουδαίοι άνδρες διά της Ελληνικής γλώσσης συνετέλεσαν μεγάλως εις την πνευματικήν ανάπτυξιν και πρόοδον των λαών. Η επίδρασις των Ελληνικών γραμμάτων εις την πνευματικήν πρόοδον της Ευρώπης υπήρξε τόσον μεγάλη, ώστε οι χρόνοι ούτοι ωνομάσθησαν εποχή της Αναγεννήσεως, της πνευματικής δηλαδή αναγεννήσεως. Εκ τούτου δε και η ιστορία από των χρόνων τούτων, από του 15ου δηλονότι και του 16ου αιώνος, ονομάζεται ιστορία των νεωτέρων χρόνων , ενώ η προ αυτής, από του 5ου μ. Χ. αιώνος μέχρι του 15ου, ονομάζεται μεσαιωνική , ή ιστορία των μέσων αιώνων, διότι κείται εν τω μέσω της αρχαίας ιστορίας, ήτοι της ιστορίας του αρχαίου Ελληνικού και Ρωμαϊκού πολιτισμού, και της νεωτέρας ιστορίας της Ευρώπης.
Καθ' όλην την ιστορίαν των νεωτέρων χρόνων, από του 15ου μ. Χ. αιώνος μέχρι του 19ου αιώνος οι λαοί της Ευρώπης εξηκολούθησαν να κάμνουν μεγάλας προόδους εις τον πολιτισμόν, εις τα γράμματα, τας τέχνας, τας επιστήμας και τας διαφόρους εφευρέσεις· η βιομηχανία και το εμπόριον ανεπτύχθησαν, συγχρόνως δε και η υλική ευημερία των λαών. Το μόνον, το οποίον έλειπεν από τον πολιτισμόν τούτον ήτο η ελευθερία των λαών, δηλαδή ελεύθεροι πολιτικοί θεσμοί, διά των οποίων να δύναται ο λαός να λαμβάνη μέρος εις την κυβέρνησιν της πατρίδος, ασκών δικαιώματα πολιτικά. Όλη η πολιτική εξουσία ευρίσκετο εις τας χείρας μοναρχίας απολύτου, και αριστοκρατίας η οποία περιεκύκλωνε τον θρόνον τον βασιλικόν και εχρησίμευεν ως στήριγμα αυτού. Όλα σχεδόν τα μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά και δικαστικά αξιώματα κατείχοντο από τους ευγενείς, εις αυτούς δε ανήκε και όλη σχεδόν η έγγειος ιδιοκτησία. Οι χωρικοί οι εργαζόμενοι εις τα κτήματα των ευγενών ήσαν απλώς καλλιεργηταί, πληρώνοντες φόρους εις τους κυρίους των κτημάτων.
Ούτε δε οι χωρικοί ούτοι, ούτε οι εις τας πόλεις κατοικούντες, έμποροι ή βιομήχανοι ή άνδρες ελευθέρων επαγγελμάτων, — ιατροί, δικηγόροι, διδάσκαλοι, οι εν γένει λεγόμενοι αστοί , — είχαν πολιτικά δικαιώματα όμοια προς τα σημερινά. Αντιπροσωπείαι λαού, βουλαί, εκλεγόμεναι διά της ψήφου του λαού, δεν υπήρχαν. Αι μόναι αντιπροσωπείαι ήσαν τότε συνελεύσεις των ευγενών, συνερχόμεναι οσάκις ήθελεν ο μονάρχης διά να συσκεφθούν μετ' αυτού περί των πραγμάτων της χώρας, χωρίς αι αποφάσεις των συνελεύσεων τούτων να έχουν υποχρεωτικόν κύρος διά τον μονάρχην. Μόνον εις την Αγγλίαν, ένεκα του χαρακτήρος του Αγγλικού έθνους, και των εξαιρετικών περιστάσεων υπό τας οποίας εμορφώθη, είχαν αναπτυχθή θεσμοί φιλελεύθεροι πολιτικοί, επιτρέποντες εν μέρει και εις τον λαόν ν' αντιπροσωπεύεται εις τα μεγάλα συμβούλια της χώρας (το Κοινοβούλιον ή Παρλαμέντον), και δι' αυτών να επιδρά εις την κυβέρνησίν της.
Ο τύπος, ήτοι η δημοσιογραφία, η οποία σήμερον έγεινε μεγάλη δύναμις εις τον δημόσιον βίον των λαών, καθό εκπροσωπούσα την δημοσίαν γνώμην, υπήρχε και από του 15ου και 16ου αιώνος, αλλά δεν είχε την σημερινήν σπουδαιότητα και περιωρίζετο ως επί το πλείστον εις αναγραφήν ειδήσεων. Και η απονομή της δικαιοσύνης εις τον λαόν ήτο πολύ ελαττωματική. Δεν υπήρχαν όπως σήμερον δικαστήρια τακτικά του κράτους, ούτε δικαστήρια λαϊκά των ενόρκων. Ο λαός εδικάζετο υπό δικαστηρίων των ευγενών, οι οποίοι ήσαν και κύριοι αυτού. Και η θρησκευτική δε ελευθερία ήτο πολύ περιωρισμένη και εις τας Καθολικάς και εις τας Προτεσταντικάς χώρας. Αλλ' η ακατάπαυστος πρόοδος του πολιτισμού εβελτίωνε βαθμηδόν τα πάντα.
Η πρόοδος αύτη, όσον ήτο ταχεία εις τα γράμματα και τας επιστήμας, τόσον βραδεία
ήτο εις την πολιτικήν ανάπτυξιν των Ευρωπαϊκών κρατών, ιδίως εις τα της ελευθερίας
και των ελευθέρων θεσμών.
Μεγάλα και ισχυρά κράτη ήσαν τότε εις την Ευρώπην η Γαλλία, η Αγγλία, η Ρωσία (η οποία ήρχισε να λαμβάνη, πολιτισμόν και δύναμιν μεγάλην από του μεγάλου Πέτρου, προς τα τέλη του 17ου αιώνος.)
Η νυν Γερμανία ήτο τότε διηρημένη από των μεσαιωνικών χρόνων εις πολυάριθμα κράτη, τα περισσότερα πολύ μικρά και κατά την έκτασιν και κατά τον πληθυσμόν. Το μεγαλείτερον και ισχυρότερον εκ των κυρίως Γερμανικών κρατών εκείνων κατά τα τέλη του 18ου αιώνος ήτο η Πρωσσία, η οποία όμως πολύ ακόμη απείχεν από την ακμήν εις την οποίαν έφθασε βραδύτερον, και μάλιστα επί των ημερών μας. Ώστε δεν υπήρχε κράτος Γερμανικόν συμπαγές και ισχυρόν. Αλλά τα διάφορα Γερμανικά κράτη, μικρά και μεγάλα, συναπετέλουν την λεγομένην ιεράν Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν. Αύτη είχεν ιδρυθή προ αιώνων ως διάδοχος δήθεν της Ρώμης και ως αντίζηλος ή αντίπαλος της εξελληνισθείσης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της Ανατολής. Ώστε η Γερμανία απετέλει είδος ομοσπονδίας, της οποίας την προεδρίαν είχεν αυτοκράτωρ εκλεγόμενος από τινας των ηγεμόνων των Γερμανικών κρατών. Επειδή δε το αυτοκρατορικόν τούτο αξίωμα είχε δοθή αλληλοδιαδόχως εις ηγεμόνας του Αυστριακού οίκου των Χαβσβούργων, οι δε ηγεμόνες ούτοι εν τω μεταξύ ηύξησαν μεγάλως τας ιδιαιτέρας κτήσεις των, γενόμενοι συγχρόνως και της Ουγγαρίας βασιλείς, οι κατ' εκλογήν αυτοκράτορες εκείνοι της ιεράς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας απέκτησαν δύναμιν μεγάλην ως ηγεμόνες της Αυστρίας και κατείχαν θέσιν υψηλήν εις την ολομέλειαν της Ευρώπης. Και η Αυστρία δε εθεωρείτο ως Γερμανικόν κράτος, και μάλιστα ως έχον τα πρωτεία εις την Γερμανίαν.
Άλλα κράτη Ευρωπαϊκά έχοντα σημασίαν ήσαν η Ισπανία, η Ολλανδία, η Σουηδία, και εις την Ιταλίαν η δημοκρατία της Βενετίας, η οποία έπνεε τότε τα λοίσθια, αφού επί πολλούς αιώνας ήκμασε και υπέταξε μάλιστα εις την κυριαρχίαν της διαφόρους κατά καιρόν Ελληνικάς χώρας. Η Τουρκία ήτο ακόμη ικανώς ισχυρά, αν και η εσωτερική παρακμή και οι μεγάλοι πόλεμοι προς την Ρωσίαν και την Αυστρίαν την είχαν εξασθενίσει αρκούντως και δεν ήτο πλέον η Τουρκία του 15ου και 16ου αιώνος, ότε την εφοβείτο η Ευρώπη.
Η συνθήκη του Κάρλοβιτζ, η γενομένη το 1699 μ.Χ. (μετά πόλεμον, κατά τον οποίον η Τουρκία αντέστη επί 16 έτη κατά της Αυστρίας και άλλων Γερμανικών κρατών, της Πολωνίας, της Ρωσίας, εν μέρει και της Βενετίας), έπειτα η συνθήκη του Κουτζούκ-Καϊναρδζή εις το 1774 μ. Χ., την οποίαν επέβαλεν η Αικατερίνη Β' της Ρωσίας εις την Τουρκίαν, αφήρεσαν πολλάς επαρχίας από το Οθωμανικόν κράτος (την Ουγγαρίαν, την Κροατίαν, την Τρανσυλβανίαν, την Κριμαίαν, και την Γεωργίαν εις Ασίαν). Χώρα Ευρωπαϊκή έχουσα αληθώς ελευθέρους θεσμούς ήτο τότε μόνον η Αγγλία· εις όλα δε τα άλλα κράτη (εξαιρουμένης της Βενετίας, Ολλανδίας και Ελβετίας) υπήρχε το λεγόμενον απολυταρχικόν σύστημα, ήτοι εν γένει απόλυτος μοναρχία.
Τοιαύτη ήτο εν συνόψει η κατάστασις της Ευρώπης κατά τα τέλη του 18ου αιώνος, ότε δύο μεγάλα γεγονότα συνετέλεσαν ώστε ο 19ος αιών να εγκαινισθή υπό οιωνούς υποσχομένους μεγάλας και σπουδαίας μεταβολάς προς αύξησιν της ευημερίας των Ευρωπαϊκών λαών.
Το πρώτον των γεγονότων τούτων ήτο ο υπέρ ελευθερίας αγών των βορείων Αμερικανών.
Εις την βόρειον Αμερικήν οι Άγγλοι είχαν ιδρύσει από τας αρχάς του 17ου αιώνος πολλάς αποικίας, αι οποίαι εχρησίμευαν ως άσυλον εις τους εξ Ευρώπης καταδιωκομένους διά λόγους και ιδέας θρησκευτικής και πολιτικής ελευθερίας, και ζητούντας χώραν, όπου να δύνανται να ζήσουν ελευθέρως σύμφωνα προς τας ιδέας των. Αι αποικίαι αυταί είχαν μεν αυτονόμους τινάς θεσμούς, αλλ' επί του όλου εξηρτώντο από της μητροπόλεως, ήτοι από της Αγγλίας, η οποία και επέβαλλε βαρείς φόρους, ενώ δεν είχαν το δικαίωμα να αντιπροσωπεύωνται εις το Κοινοβούλιον το Αγγλικόν. Πιεζόμεναι υπό τοιαύτης φορολογίας και άλλων καταχρήσεων, αι αποικίαι αύται εξηγέρθησαν κατά της μητροπόλεως και ηγωνίσθησαν επί επτά έτη ενδοξότατον υπέρ ελευθερίας αγώνα, επί τέλους δε, βοηθούμεναι και υπό της Γαλλίας, ηνάγκασαν την Αγγλικήν Κυβέρνησιν ν' αναγνωρίση την έλευθερίαν των. Ο υπέρ ελευθερίας αγών ούτος των βορείων Αμερικανών εξήγειρεν ενθουσιασμόν εις όλους τους λαούς της Ευρώπης, και η ελευθερία των Αμερικανών εχαιρετίσθη ως αρχή της ελευθερίας της Ευρώπης. Πράγματι οι ελευθερωθέντες από της Αγγλικής κυριαρχίας Αμερικανοί ίδρυσαν πολιτείαν δημοκρατικήν, η οποία υπήρξε πρότυπον ελευθέρας πολιτείας. Η βάσις της πολιτείας ταύτης υπήρξεν η ανακήρυξις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό της Συνελεύσεως της συνελθούσης προς σύνταξιν του νέου πολιτεύματος. Πάντες δηλαδή οι άνθρωποι οι οικούντες εις την πολιτείαν, οιασδήποτε φυλής, καταγωγής ή θρησκείας, εθεωρήθησαν ως πολίται ελεύθεροι της δημοκρατίας. Το τοιούτον πολίτευμα μεγάλως συνετέλεσεν εις την ταχείαν αύξησιν και κραταίωσιν του πολιτισμού εις τας Ηνωμένας Αμερικανικάς πολιτείας.
Όταν λέγωμεν σήμερον Αμερικανούς, εννοούμεν όχι όλους τους κατοίκους της μεγάλης ηπείρου της Αμερικής, αλλά κυρίως τους κατοίκους των Ηνωμένων Πολιτειών της βορείου Αμερικής, οίτινες ιδίως είναι απόγονοι Άγγλων αποίκων και λαλούν την Αγγλικήν, μολονότι ηύξησαν τον αριθμόν των μεγάλαι μεταναστεύσεις εκ των διαφόρων εθνών της Ευρώπης, ιδίως Ιρλανδών και Γερμανών. Εννοείται ότι τα σπέρματα του μεγάλου πολιτισμού και των φιλελευθέρων ιδεών είναι Ευρωπαϊκά, εξ Ευρώπης μεταφυτευθέντα. Ιδιαίτεραι περιστάσεις έκαμαν ώστε τα σπέρματα ταύτα ταχύτερον ν' αναπτυχθούν και καρποφορήσουν εις την βόρειον Αμερικήν παρά εις την Ευρώπην, όπου από της Γαλλικής επαναστάσεως άρχεται ο μέγας αγών των ιδεών της ελευθερίας.
Το δεύτερον μέγα γεγονός είναι η Γαλλική Επανάστασις. Η επανάστασις αύτη επέφερε ριζικάς μεταβολάς εις την κατάστασιν όχι μόνον της Γαλλίας, άλλα και της Ευρώπης όλης. Το κίνημα ήρχισε κατά το 1789 και διήρκεσε μέχρι του 1815· διά τούτο ανήκει εις την ιστορίαν και των δύο αιώνων και είναι τρόπον τινά σύνδεσμος μεταξύ αυτών.
Η αθλία κατάστασις των οικονομικών της Γαλλίας έπεισε τον βασιλέα Λουδοβίκον ΙΣΤ' να συγκαλέση συνέλευσιν των ευγενών καί τινων αντιπροσώπων του λαού, διά να σκεφθούν περί των μέσων της διορθώσεως. Αλλ' η μεγάλη πρόοδος των γραμμάτων, και ιδίως των φιλοσοφικών θεωριών περί πολιτείας και κοινωνίας, έκαμαν ώστε οι εκλεγέντες αντιπρόσωποι να έχουν γενικωτέρας και βαθυτέρας ιδέας περί της όλης πολιτικής καταστάσεως της πατρίδος των. Διά τούτο η Συνέλευσις, ενώ είχε συγκληθή διά να σκεφθή και προτείνη εις τον βασιλέα τα κατάλληλα μέτρα της οικονομικής ανορθώσεως του Κράτους, εκήρυξεν εαυτήν, επαναστατικώ τω τρόπω και δικαιώματι, Συνέλευσιν Συντακτικήν , δηλαδή συνέλευσιν έχουσαν δικαίωμα να συντάξη και να διοργανώση το πολίτευμα του Γαλλικού κράτους. Ούτως η Συνέλευσις καθίστατο ανωτέρα του βασιλέως, ο οποίος έως τότε εθεωρείτο απόλυτος δεσπότης και κύριος πάντων των Γάλλων. Αλλ' η φορά των πραγμάτων ήτο υπέρ της Συνελεύσεως και η δημοσία γνώμη την υπεστήριζεν ισχυρώς. Διά τούτο η βασιλεία μετά ασθενή αντίστασιν υπετάχθη εις την Συνέλευσιν, η οποία ήρχισε το μεταρρυθμιστικόν της έργον. Δύο μεγάλας αρχάς εκήρυξεν η Συνέλευσις, επί τη βάσει των οποίων συνέταξε το νέον πολίτευμα της Γαλλίας. Αι αρχαί αύται αποτελούν σήμερον την βάσιν των φιλελευθέρων συνταγματικών πολιτειών, είναι δε:
1ον) Η αναγνώρισις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η απονομή ίσων δικαιωμάτων εις όλους τους υπηκόους μιας πολιτείας, ανεξαρτήτως του θρησκεύματος της καταγωγής και της φυλής. Είπομεν δε ότι την αρχήν ταύτην είχε κηρύξει ως βάσιν της πολιτείας και η Συνέλευσις η συντάξασα το πολίτευμα της βορείου Αμερικανικής δημοκρατίας.
2ον) Η αναγνώρισις της κυριαρχίας του λαού. Κατά την αρχήν ταύτην, η υπερτάτη εξουσία ανήκει εις τον λαόν, ο οποίος διά των αντιπροσώπων του εις Συντακτικήν Συνέλευσιν συντάσσει το πολίτευμα, όλοι δε οι του κράτους άρχοντες, και αυτός ο βασιλεύς, είναι κατ' ουσίαν εντολοδόχοι του λαού. Η αρχή αυτή, η οποία αποτελεί σήμερον την βάσιν και του Ελληνικού συντάγματος, ήτο άγνωστος εις την Ευρώπην προ της Γαλλικής επαναστάσεως. Η εξουσία του βασιλέως έως τότε εθεωρείτο (ως και τώρα ακόμη θεωρείται είς τινα μοναρχικά κράτη) ως θεία, ως από του Θεού προερχομένη, και εις ουδένα υποκειμένη περιορισμόν ή έλεγχον εκ μέρους άλλης δυνάμεως και εξουσίας λαϊκής· και διά τούτο οι βασιλείς εκαλούντο, και καλούνται ακόμη είς τινα κράτη, «ελέω Θεού βασιλείς.»
Επί τη βάσει των δύο τούτων μεγάλων αρχών η Συντακτική Συνέλευσις διωργάνωσε το πολίτευμα της Γαλλίας και όλους τους κλάδους της διοικήσεως, πολιτικής και δικαστικής, και αυτής ακόμη της εκκλησιαστικής. Το ούτω συνταχθέν πολιτικόν και διοικητικόν σύστημα εχρησίμευσεν ύστερον ως τύπος εις τα φιλελεύθερα κράτη· και το ιδικόν μας πολιτικόν και διοικητικόν σύστημα, ιδίως από του 1864, είναι σχεδόν αυτό το σύνταγμα της Γαλλίας, το ψηφισθέν το 1791 μ. Χ.
Αλλ' εις την Γαλλίαν το έργον της μεγάλης πολιτικής αναμορφώσεως προεκάλεσε και μεγάλην αντίδρασιν, ιδίως εκ μέρους της τάξεως των ευγενών και του κλήρου. Και αυτός δε ο βασιλεύς, καίτοι ανεγνώρισεν όλα τα υπό της Συνελεύσεως γενόμενα, ουχ ήττον αντενήργει κατά βάθος κατ' αυτών. Και ενόσω μεν ειργάζετο η Συντακτική Συνέλευσις (1789 — 1791), δεν επήλθε πολύ σοβαρά σύγκρουσις μεταξύ αυτής και της βασιλείας. Αλλά κατόπιν άλλαι Συνελεύσεις, η λεγομένη Νομοθετική (1791 — 1792) και η Συμβατική (1792 — 1795), ήλθαν εις μεγάλας συγκρούσεις προς την βασιλείαν. Και η μεν πρώτη των Συνελεύσεων τούτων καθήρεσε τον βασιλέα, η δε δευτέρα εκήρυξε την δημοκρατίαν και κατεδίκασεν εις θάνατον του βασιλέα.
Την καρατόμησιν του βασιλέως συνώδευσαν πολλαί άλλαι θανατικαί εκτελέσεις και άγριαι σφαγαί των οπαδών του παλαιού συστήματος. Ταύτα προεκάλεσαν αντίδρασιν εις την Γαλλίαν, εξήγειραν δε και την άλλην Ευρώπην εναντίον της Γαλλίας. Διότι οι βασιλείς της Ευρώπης δεν ηδύναντο να βλέπουν μετ' αδιαφορίας τον λαόν μιας οιασδήποτε Ευρωπαϊκής χώρας να κηρύττη νέας αρχάς πολιτικάς, να εκθρονίζη, καταδικάζη και θανατώνη βασιλείς. Αι δυνάμεις εφοβούντο ευλόγως ότι αι νέαι επαναστατικαί πολιτικαί αρχαί, αι κηρυχθείσαι υπό της Γαλλίας, ηδύναντο να μεταδοθούν και εις άλλους λαούς. Διά τούτο αι Κυβερνήσεις της Ευρώπης, προ πάντων αι της Αυστρίας και της Πρωσσίας, εκίνησαν πόλεμον κατά της Γαλλίας, επανειλημμένως δε εσχηματίσθησαν μεγάλαι συμμαχίαι , αι λεγόμεναι συστάσεις ή συνασπισμοί των δυνάμεων, κατά της Γαλλίας. Συγχρόνως πολλαχού της Γαλλίας έγειναν επαναστάσεις κατά της εν Παρισίοις αιματηράς κυβερνήσεως της δημοκρατίας. Αλλ' αύτη ενίκησε και τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς εχθρούς. Αι εσωτερικαί στάσεις κατεστάλησαν με φοβεράν αυστηρότητα και εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλων εφονεύθησαν υπ' αλλήλων εις τους εμφυλίους τούτους πολέμους. Οι δε εξωτερικοί εχθροί, αφού εισέβαλαν εις την Γαλλίαν, εξεδιώχθησαν πέραν των συνόρων αυτής διά των στρατευμάτων της δημοκρατίας, τα οποία μετ' ενθουσιασμού και φανατισμού επολέμουν εναντίον των εισβαλλόντων εις το Γαλλικόν έδαφος στρατευμάτων των ξένων ηγεμόνων. Διότι τους ξένους τούτους δεν εθεώρουν απλώς εχθρούς της πατρίδος, αλλά και εχθρούς της ελευθερίας και όλων των μεγάλων πολιτικών ιδεών, τας οποίας ως δόγματα πίστεως εκήρυξεν η Γαλλική επανάστασις.
Εις τους χρόνους τούτους ανήκει το περίφημον υπέρ ελευθερίας και κατά της τυραννίας Γαλλικόν άσμα, το λεγόμενον «Μασσαλιώτις», το οποίον είναι σήμερον ο εθνικός ύμνος των Γάλλων.
Αλλά τα ενθουσιώδη και φανατικά στρατεύματα της Γαλλικής δημοκρατίας δεν ηρκέσθησαν απλώς να εκδιώξουν τους πολεμίους πέραν των ορίων της Γαλλίας, αλλ' έλαβαν και επιθετικήν κατ' αυτών θέσιν, διέβησαν τα σύνορα και εισέβαλαν εις τας εχθρικάς χώρας.
Το 1795 έπαυσαν όλαι αι εσωτερικαί εις την Γαλλίαν ταραχαί και ιδρύθη τακτική δημοκρατική Κυβέρνησις, η λεγομένη το «Διευθυντήριον»· αυτή διωργάνωσε μεγάλους στρατούς και επεχείρησε μεγάλας εκστρατείας εις τας χώρας της Γερμανίας και της Ιταλίας. Αι εκστρατείαι εκείναι απέβησαν νικηφόροι. Κατά τα επόμενα έτη οι Γάλλοι εκυρίευσαν μεγάλας χώρας εις Γερμανίαν, κατέλαβαν το Βέλγιον και την Ολλανδίαν και όλην σχεδόν την Ιταλίαν. Εις τας εκστρατείας ταύτας ανεδείχθησαν πολλοί μεγάλοι στρατηγοί, μέγιστος και επιφανέστατος των οποίων ήτο ο από της νήσου Κορσικής καταγόμενος Ναπολέων Βοναπάρτης. Ο Ναπολέων τόσον διέπρεψε, καίτοι νεώτατος έτι, εις τους πρώτους πολέμους της δημοκρατίας, μετέπειτα δε και εις την καταστολήν των εσωτερικών ταραχών, ώστε το 1795, ότε ήτο μόλις 28 ετών, διωρίσθη αρχιστράτηγος του εν Ιταλία στρατού· εκεί έμελλε να πολεμήση κατά των διαφόρων μικρών κρατών, εις τα οποία ήτο διηρημένη τότε η Ιταλία, και κατά της Αυστρίας, η οποία εξουσίαζε μέρος της άνω Ιταλίας και επροστάτευε τα λοιπά Ιταλικά κράτη.
Αλλ' ο Ναπολέων εντός ολίγου χρόνου ενίκησε και τα Αυστριακά και τα Ιταλικά στρατεύματα, κατέλυσε τα μοναρχικά Ιταλικά κράτη και ίδρυσεν αντί αυτών Ιταλικάς δημοκρατίας. Έπειτα δε εισβαλών από την Ιταλίαν εις τας κυρίως Αυστριακάς χώρας και προχωρήσας από νότου προς την διεύθυνσιν της πρωτευούσης της Αυστρίας, ηνάγκασε την Αυστρίαν, η οποία από του 1792 ευρίσκετο εις πόλεμον προς την επαναστατικήν Γαλλίαν, να συνομολογήση το 1797 ειρήνην και να αναγνωρίση την Γαλλικήν δημοκρατίαν, κατά της οποίας τοσαύτα έτη επολέμει. Κατά τον χρόνον τούτον ο Ναπολέων κατέλυσε και την περίφημον εις την ιστορίαν της Ευρώπης και της Ελλάδος Βενετικήν δημοκρατίαν και παρέδωκε την Βενετίαν εις την Αυστρίαν, αντί των άλλων Ιταλικών χωρών, τας οποίας αφήρεσε παρ' αυτής.
Είναι γνωστόν ότι η Βενετία κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας είχεν υπό την εξουσίαν της πολλάς Ελληνικάς χώρας, ιδίως νήσους, τας οποίας μικρόν κατά μικρόν εκυρίευσαν οι Τούρκοι. Αλλ' η Επτάνησος κατείχετο ακόμη κατά τους χρόνους τούτους υπό της Βενετίας. Ο Ναπολέων λοιπόν καταλύσας το κράτος της Βενετίας εθεώρει ότι και αι Ελληνικαί νήσοι, αι υπαγόμεναι έως τότε εις το κράτος τούτο, έπρεπε να καταληφθούν υπό των Γάλλων. Προς τούτο έστειλε μικρόν στρατόν εις την Κέρκυραν. Οι Γάλλοι ούτοι δεν ήλθαν εις την Κέρκυραν ως νέοι κατακτηταί, αλλ' ως ελευθερωταί, και εξέδωκαν προκηρύξεις υπό τοιαύτην έννοιαν. Η εμφάνισις αύτη των Γάλλων εις τας Ελληνικάς χώρας ενεψύχωσε τους Έλληνας και εξήγειρεν ενθουσιασμόν εις όλας τας Ελληνικάς χώρας, διότι παντού εφρόνουν ότι οι Γάλλοι, οι αγωνιζόμενοι εις την Ευρώπην υπέρ της ελευθερίας των λαών, έμελλαν να πράξουν το αυτό και διά την Ανατολήν.
Δύο ένδοξοι Έλληνες έζων τότε: ο μέγας εθνικός ποιητής Ρήγας ο Φεραίος και ο σοφός εις Παρισίους εργαζόμενος Κοραής. Ο Ρήγας ο Φεραίος, ο ενθουσιώδης υμνητής της ελευθερίας και θερμότατος πατριώτης, επεχείρησε να μεταβή τότε εις Βενετίαν, διά να συνεννοηθή προφορικώς μετά του Ναπολέοντος περί εξεγέρσεως όλων των Ελλήνων. Αλλά συλληφθείς εις Τεργέστην υπό της Αυστριακής αστυνομίας, παρεδόθη εις τους Τούρκους και εφονεύθη. Ο δε Κοραής από των Παρισίων προέτρεπε τους ομοεθνείς αυτού να εξεγερθούν εις τον υπέρ ελευθερίας αγώνα. Αι ελπίδες του Κοραή και ο πολεμικός αυτού ενθουσιασμός έτι μάλλον εδυναμώθησαν, ότε ο Ναπολέων μετά το τέλος του Ιταλικού και του Αυστριακού πολέμου επεχείρησε κατά τα έτη 1798 — 1799 την εις Αίγυπτον εκστρατείαν.
Η εις Αίγυπτον εκστρατεία απεφασίσθη υπό της Γαλλικής Κυβερνήσεως, και υπό του Ναπολέοντος προ πάντων, διά να εκφοβηθή η Αγγλία, ότι από της χώρας ταύτης ηδύναντο οι Γάλλοι να προσβάλουν τας εις τας Ινδίας Αγγλικάς κτήσεις. Μετά το τέλος του κατά της Αυστρίας πολέμου όλη σχεδόν η Ευρώπη ευρίσκετο εις ειρήνην προς την Γαλλίαν, μόνη δε η Αγγλία εξηκολούθει ακόμη τον πόλεμον· διότι ούσα ισχυροτέρα κατά θάλασσαν της Γαλλίας, και κατά θάλασσαν πολεμούσα, δεν ηδύνατο εντελώς να νικηθή υπό των Γάλλων, ως τα άλλα Ευρωπαϊκά κράτη.
Μετά μεγάλης τόλμης και αποφασιστικότητος ο Ναπολέων ανέλαβε την αρχηγίαν της εκστρατείας εκείνης και νικήσας τους Μαμελούκους, τους πραγματικούς κυρίους της Αιγύπτου, και τους Τούρκους, οι οποίοι ως επικυρίαρχοι έπεμψαν στρατεύματα, έγεινε κύριος όλης της Αιγύπτου, κατέλαβε δε και μέρος της Συρίας. Αλλ' ο Γαλλικός στόλος υπέστη μεγάλας καταστροφάς εκ μέρους του Αγγλικού.
Η Αιγυπτιακή αύτη εκστρατεία, η οποία και υπό επιστημονικήν έποψιν υπήρξε σπουδαία, ηύξησε πολύ την δόξαν του Ναπολέοντος. Διά τούτο ούτος, μετά την επάνοδόν του, ενθουσιωδώς γενόμενος δεκτός υπό των Γάλλων, εσκέφθη να γείνη όχι πλέον απλούς αρχιστράτηγος, αλλά και αρχηγός της πολιτείας. Επειδή δε κατά το τότε πολίτευμα της Γαλλίας δεν υπήρχεν υπέρτατον αξίωμα πολιτείας δι' ένα και μόνον άνδρα, όπως υπάρχει τούτο εις την σημερινήν Γαλλικήν Δημοκρατίαν, αλλ' υπήρχεν απλή Κυβέρνησις δημοκρατική (το Διευθυντήριον ), συγκειμένη εκ πολλών μελών, ο Ναπολέων υποστηριζόμενος από τον στρατόν μετερρύθμισε βιαίως την πολιτείαν επί το μοναρχικώτερον και εδημιούργησεν ανώτατον αξίωμα Αρχηγού της Δημοκρατίας, το αξίωμα του υπάτου. Τούτο κατ' αρχάς εψηφίσθη διά δέκα έτη, μετ' ολίγον έγεινεν ισόβιον, έπειτα δε μετεβλήθη εις αυτοκρατορικόν αξίωμα. Το αξίωμα του υπάτου ιδρύθη εις Γαλλίαν το 1800, ήτοι κατά το τελευταίον έτος του 18ου αιώνος.
Αι μεταβολαί όσας επέβαλεν ο Ναπολέων εις την Γαλλίαν έγειναν δεκταί ευκόλως. Εις τούτο δε συνετέλεσε το γεγονός ότι κατά το διάστημα της απουσίας του Ναπολέοντος εις Αίγυπτον, και ενώ οι στρατοί της Γαλλίας εις Ευρώπην ήσαν υπό άλλους αρχηγούς, όλοι οι καρποί των λαμπρών νικών του εις Ιταλίαν είχαν απολεσθή. Αι Ευρωπαϊκαί δυνάμεις, — Αυστρία, Ρωσία, και άλλαι μικρότεραι, — ενωθείσαι μετά της Αγγλίας ήρχισαν εκ νέου τον πόλεμον κατά της Γαλλίας. Συμμαχικά στρατεύματα εισέβαλαν εις την Ιταλίαν και εις τας παρά τον Ρήνον χώρας.
Όλαι αι ελπίδες των Γάλλων εστρέφοντο προς τον Ναπολέοντα. Αληθώς δε κατώρθωσεν ούτος να νικήση πάλιν όλους τους εχθρούς της Γαλλίας και να ελευθερώση την Ιταλίαν. Κατώρθωσε μάλιστα ο Ναπολέων να συνεννοηθή δι' ολίγον καιρόν με την Ρωσίαν, της οποίας αυτοκράτωρ ήτο τότε ο υιός της Μεγάλης ή Β' Αικατερίνης Παύλος Α'. Επέβαλε δε πάλιν την ειρήνην εις την Αυστρίαν και προσέθεσεν εις το κράτος της Γαλλίας και άλλας χώρας της Ιταλίας και της Γερμανίας. Εφάνη δε, επί μικρόν, και η Αγγλία πρόθυμος εις συνομολόγησιν ειρήνης. Ούτω περί το 1802 εφαίνετο ότι γενική ειρήνη έμελλε να έξασφαλισθή εις την Ευρώπην. Αλλ' αι περί τοιαύτης ειρήνης ελπίδες εματαιώθησαν ταχέως. Η προς την Αγγλίαν ειρήνη δεν συνωμολογήθη οριστικώς, εις δε την Ρωσίαν ο γενόμενος φίλος και σύμμαχος του Ναπολέοντος αυτοκράτωρ Παύλος Α' απέθανε το 1803 βίαιον θάνατον. Ο νεαρός υιός και διάδοχός του Αλέξανδρος Α' έδειξε μεν κατ' αρχάς διαθέσεις ειρηνικάς, αλλά παρασυρθείς υπό της Αγγλικής πολιτικής περιεπλάκη μετ' ολίγον εις νέον κατά της Γαλλίας πόλεμον.
Ο πόλεμος κυρίως δεν ήτο πλέον κατά της Γαλλίας, αλλά κατά του Ναπολέοντος, ο οποίος το 1804 ανηγορεύθη αυτοκράτωρ των Γάλλων και του οποίου η φιλοδοξία και η φιλοκτημοσύνη εφαίνετο ότι δεν είχαν πλέον όρια. Αφού έγεινεν ο ίδιος αυτοκράτωρ, κατέλυσε τας πολλάς εις Ιταλίαν και αλλαχού υπ' αυτού ιδρυθείσας δημοκρατίας, μετέβαλεν αυτάς εις βασίλεια ή ηγεμονίας, και διώρισε βασιλείς τούτων και ηγεμόνας πολλούς εκ των συγγενών και εκ των στρατηγών του. Ενώ δε ούτως ο ίδιος προεκάλει την Ευρώπην, η Αγγλία γην και θάλασσαν εκίνει διά να σχηματίση νέαν μεγάλην συμμαχίαν των Ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά του Ναπολέοντος, προσφέρουσα αυτή τας μεγάλας δαπάνας του πολέμου. Ούτω το 1805 ήρχισε νέος πόλεμος, αφού Ρωσία και Αυστρία συνεμάχησαν κατά της Γαλλίας. Ενώ δε ο Ναπολέων συνήθροιζε στρατεύματα εις τα βόρεια παράλια της Γαλλίας, προσποιούμενος ότι εσκόπει να μεταβιβάση στρατόν εις την Αγγλίαν διά του στόλου του, αυτός επήλθε τάχιστα εναντίον των Ρωσικών και Αυστριακών στρατευμάτων, τα οποία είχαν ενωθή εις Αυστρίαν, αλλ' ήσαν ακόμη μακράν των γαλλικών συνόρων, και εις την περίφημον μάχην του Αυστερλιτσίου (2 Δβρίου 1805) ενίκησε λαμπρώς τους συμμάχους· και την μεν Αυστρίαν ηνάγκασε να συνομολογήση νέαν ειρήνην με νέας μεγάλας παραχωρήσεις χωρών, κατά δε της Ρωσίας εξηκολούθησεν ο πόλεμος. Αντί δε της Αυστρίας, ήτις ηναγκάσθη να αποχωρήση της κατά του Ναπολέοντος συμμαχίας, εισήλθεν εις την συμμαχίαν η Πρωσσία. Αλλ' ο Ναπολέων εκστρατεύσας το 1806 εναντίον της Πρωσσίας, κατέστρεψε το κύριον μέρος των στρατευμάτων της εις την μάχην της Ιένης (κατά Οκτώβριον του 1806), έπειτα δε κατενίκησε και τον Ρωσικόν στρατόν εις τας δύο μεγάλας μάχας της Ειλαυίας και της Φρηδλάνδης.
Μετά τας νίκας ταύτας ο Ναπολέων είχεν υπό τους πόδας του πάσαν την Πρωσσίαν και την άλλην Γερμανίαν, της οποίας οι πλείστοι ηγεμόνες (εκτός εννοείται του της Αυστρίας) είχαν συμμαχήσει μετ' αυτού κατά της Πρωσσίας. Αυτή η πρωτεύουσα του Κράτους, το Βερολίνον, και όλαι αι μεγάλαι πόλεις κατείχοντο υπό Γαλλικού στρατού, ο δε τότε βασιλεύς της Πρωσσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ', ο προπάππος του νυν αυτοκράτορος και βασιλέως Γουλιέλμου Β', είχεν αποσυρθή μετά της οικογενείας του εις μακρυσμένην τινά πόλιν παρά τα σύνορα της Ρωσίας. Ο Ναπολέων, καταστρέψας σχεδόν ούτω το Πρωσσικόν κράτος και νικήσας την Ρωσίαν, ησθάνετο εν τούτοις την ανάγκην να έλθη εις συνεννόησιν και να συμμαχήση μετά της Ρωσίας, διότι ταύτην δεν ηδύνατο να καταστρέψη. Ήθελε λοιπόν να την χωρίση από της Αγγλικής συμμαχίας και να την καταστήση σύμμαχόν του. Προς τούτο όχι μόνον προέτεινεν ειρήνην έντιμον εις την Ρωσίαν, την ειρήνην του Τιλσιτίου (1807), χωρίς να υποβάλη αυτήν εις ουδεμίαν ταπείνωσιν, αλλά και εις τον βασιλικόν οίκον της Πρωσσίας απέδωκε μέρος του κατακτηθέντος Πρωσσικού κράτους.
Διά της συμμαχίας προς την Ρωσίαν ήθελεν ο Ναπολέων να διανεμηθή μετά του Κράτους τούτου την ηγεμονίαν της Ευρώπης. Η Αυστρία ήτο τότε ταπεινωμένη, η Πρωσσία σχεδόν κατεστραμμένη, τα άλλα Γερμανικά κράτη σχεδόν όλα είχαν τεθή υπό την προστασίαν του Ναπολέοντος· η Ιταλία όλη εξηρτάτο απ' αυτού, επίσης δε και η Ισπανία. Συμμαχών λοιπόν μετά της Ρωσίας ενόμιζεν ότι ηδύνατο να καταβάλη και την Αγγλίαν και να άρχη της Ευρώπης. Αλλά τι ήθελε κερδίσει η Ρωσία από της συμμαχίας ταύτης; Εδώ ακριβώς ευρίσκετο όλος ο κίνδυνος της συμμαχίας και η αιτία της αποτυχίας.
Ο Ναπολέων προτείνων εις την Ρωσίαν συμμαχίαν, ήθελε να την δελεάση διά σχεδίων περί διανομής της Τουρκίας μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας. Η Ρωσία ευρίσκετο από του 1806 εις πόλεμον προς την Τουρκίαν, όπου εβασίλευε κατά τους χρόνους εκείνους ο συνετός και αγαθός Σουλτάνος Σελίμ Γ'. Ακριβώς δε ο Ναπολέων, ενόσω δεν είχε τελειώσει ο προς την Ρωσίαν πόλεμος αυτού του ιδίου, ενεθάρρυνε τον Σουλτάνον εις την εξακολούθησιν του Ρωσοτουρκικού τούτου πολέμου. Αλλ' άμα ειρήνευσε προς την Ρωσίαν το 1807, προέτεινεν εις αυτήν την διανομήν της Τουρκίας. Αι προς τούτο διαπραγματεύσεις διήρκεσαν επί έτη (1807 — 1810). Οι δύο αυτοκράτορες Ναπολέων και Αλέξανδρος επεδαψίλευαν επιδεικτικώς δείγματα φιλίας προς αλλήλους, ήλθαν δε και άπαξ εις συνέντευξιν επιδεικτικήν εις την Γερμανικήν πόλιν Ερφούρτην. Η συνέντευξις αυτή έκαμε μεγίστην εντύπωσιν εις την Ευρώπην, ως μέλλουσα να κρίνη την τύχην του κόσμου διά της συνεννοήσεως των δύο ισχυροτάτων ηγεμόνων του κόσμου. Αλλ' ακριβώς από της συνεντεύξεως ταύτης ήρχισε κατά μικρόν η διάλυσις της συμμαχίας. Γαλλία και Ρωσία δεν ηδύναντο να συνεννοηθούν περί διανομής της Τουρκίας, διότι αι απαιτήσεις της Ρωσίας, και προ πάντων η απαίτησις του αυτοκράτορός της περί καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως και του Ελλησπόντου, δεν συνέφεραν εις την Γαλλίαν.
Διά τοιαύτης παραχωρήσεως ο Ναπολέων εκινδύνευε να απολέση ακριβώς εκείνο το οποίον επεδίωκε διά της προς την Ρωσίαν συμμαχίας, ήτοι την εις Ευρώπην υπεροχήν. Διότι η Ρωσία, γενομένη κυρία του Βοσπόρου, θα εγίνετο επικίνδυνος διά την ανεξαρτησίαν της όλης Ευρώπης. Διά τούτο αι διαπραγματεύσεις δεν έφθασαν εις αποτέλεσμα, και εις την συνέντευξιν της Ερφούρτης συνεφωνήθη απλώς η προσάρτησις εις την Ρωσίαν των παραδουναβίων χωρών, ήτοι της Βλαχίας και της Μολδαυίας. Αλλά και τούτο δεν έγεινε, διότι μετ' ολίγον αι μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας σχέσεις ετραχύνθησαν και απέληξαν εις πόλεμον φανερόν (1812), η δε Ρωσία μη δυναμένη να πολεμήση συγχρόνως προς την μεγάλην δύναμιν του Ναπολέοντος και προς την Τουρκίαν, συνωμολόγησεν ειρήνην προς την Τουρκίαν, μεσιτεία της Αγγλίας.
Διά της ειρήνης ταύτης, της συνομολογηθείσης εις Βουκουρέστιον το 1812, η Ρωσία απέδωκεν εις την Τουρκίαν τας υπ' αυτής διαρκούντος του πολέμου καταληφθείσας ηγεμονίας της Βλαχίας και της Μολδαυίας.
Εις δε τον πόλεμον τον οποίον κατά το έτος τούτο (1812) επεχείρησεν ο Ναπολέων κατά της Ρωσίας, είχε σύμμαχον όλην σχεδόν την Ευρώπην, πλην της Αγγλίας και της Τουρκίας. Διότι η Αυστρία, (η οποία το 1810 είχεν εκ νέου πολεμήσει κατά του Ναπολέοντος, και πάλιν είχεν ηττηθή,) η ταπεινωμένη Πρωσσία, όλα τα άλλα Γερμανικά κράτη, αι ιταλικαί χώραι, των οποίων οι διάφοροι ηγεμόνες υπέκειντο εις τον Ναπολέοντα, η Ισπανία της οποίας βασιλεύς είχε κατασταθή υπό του Ναπολέοντος ο αδελφός του Ιωσήφ, όλαι αυταί αι χώραι έλαβαν μέρος εις τον πόλεμον. Ο δε υπό τον Ναπολέοντα στρατός, παραλαμβάνων σώματα εξ όλων σχεδόν των χωρών της Ευρώπης, ανήρχετο εις τον πρωτοφανή διά το μέγεθος αυτού αριθμόν των 500 χιλιάδων ανδρών.
Και όμως ο μέγας ούτος στρατός, αφού κατ' αρχάς επροχώρησε νικηφόρως μέχρι Μόσχας, ηναγκάσθη να υποχωρήση κατά τον χειμώνα του έτους 1812 — 1813 και εις την υποχώρησιν εκείνην έπαθε τα πάνδεινα και κατεστράφη σχεδόν εξ ολοκλήρου. Μόνον ο αυτοκράτωρ μετά οκτώ περίπου χιλιάδων ανδρών επέστρεψε σώος εκ του πολέμου. Οι δε Ρώσοι γενόμενοι νικηταί εξηκολούθησαν τον πόλεμον προχωρήσαντες εις την Γερμανίαν. Τότε η Πρωσσία, χωρισθείσα από του Ναπολέοντος, ηνώθη μετά της Ρωσίας.
Ο Ναπολέων, εν τω μεταξύ, στρατολογήσας εις Γαλλίαν νέον στρατόν, εξεστράτευσε κατά της Γερμανίας. Αλλά μετά τινας μάχας και η Αυστρία ηνώθη μετά των εχθρών του. Ούτω δε επήλθεν η μεγάλη μάχη της Λειψίας (κατά Οκτώβριον του 1813), κατά την οποίαν ενικήθη εντελώς και ηναγκάσθη να φύγη πέραν του Ρήνου. Τότε όλα τα Γερμανικά κράτη απεστάτησαν απ' αυτού. Οι σύμμαχοι διαβάντες τον Ρήνον εισέβαλαν εις την Γαλλίαν, και μετά τινας μάχας προς τον Ναπολέοντα επροχώρησαν μέχρι Παρισίων (κατά το 1814). Ο Ναπολέων στενοχωρούμενος πανταχόθεν, έχων δε τώρα και το μεγαλείτερον μέρος του Γαλλικού έθνους εχθρικώς διακείμενον προς αυτόν, ηναγκάσθη, κατ' απαίτησιν των συμμάχων δυνάμεων, να παραιτηθή την αυτοκρατορικήν αρχήν και να περιορισθή, εις την κυβέρνησιν της μικράς νήσου Έλβας, εις τα παράλια της Ιταλίας, της οποίας νήσου οι σύμμαχοι τον ωνόμασαν ηγεμόνα.
Ο Ναπολέων απήλθεν εις την Έλβαν, οι δε σύμμαχοι ανεβίβασαν εις τον θρόνον της Γαλλίας βασιλέα τον Λουδοβίκον 18ον, νεώτερον αδελφόν του εκθρονισθέντος υπό της Γαλλικής επαναστάσεως και φονευθέντος επί του ικριώματος βασιλέως Λουδοβίκου 18ου, συνωμολόγησαν δε προς την Γαλλίαν την συνθήκην των Παρισίων (το 1814), επανέφεραν τα όρια της Γαλλίας εις την έκτασιν περίπου την οποίαν είχαν προ της Γαλλικής επαναστάσεως, και επέβαλαν εις την Γαλλίαν μεγάλην αποζημίωσιν διά τα έξοδα του πολέμου.
Ακολούθως οι σύμμαχοι, οι ηγεμόνες και οι υπουργοί και σύμβουλοι αυτών συνήλθαν εις Βιέννην διά να συγκροτήσουν μεγάλην σύνοδον, η οποία έμελλε να διακανονίση εκ νέου τα πράγματα της Ευρώπης, να διανείμη ή ν' αποδώση εις τους ηγεμόνας και τους λαούς τας χώρας, αι οποίαι αφηρέθησαν απ' αυτών υπό της Γαλλίας και του Ναπολέοντος, και εν γένει να διαρρυθμίση τα Ευρωπαϊκά πράγματα επί νέων ασφαλών βάσεων.
Αλλ' ενώ συνεκροτείτο το συνέδριον τούτο των ηγεμόνων, και συνεζητούντο τα διάφορα Ευρωπαϊκά πολιτικά ζητήματα, ο Ναπολέων έφυγε κρυφίως από την Έλβαν, απεβιβάσθη μετά των ολίγων στρατιωτωτών του εις τα παράλια της Γαλλίας, και εισεχώρησεν εις τα ενδότερα, γινόμενος δεκτός πανταχού μετ' ενθουσιασμού. Τα βασιλικά στρατεύματα, τα οποία εστάλησαν εναντίον του, απεστάτησαν προς αυτόν και ούτως αναιμωτί έφθασε προ των πυλών των Παρισίων. Ο βασιλεύς Λουδοβίκος 18ος ηναγκάσθη να φύγη πάλιν από την Γαλλίαν, εγκαταλειφθείς υπό του Γαλλικού λαού. Αλλ' ότε οι εν Βιέννη ηγεμόνες έμαθαν ταύτα, κατελήφθησαν από μεγάλην αγανάκτησιν και ομοφώνως εκήρυξαν τον Ναπολέοντα εχθρόν της ανθρωπότητος και τον προέγραψαν, δηλαδή επέτρεψαν εις πάντα να τον συλλάβη και να τον φονεύση.
Ο Ναπολέων αναγκασθείς ούτω να πολεμήση καθ' όλης της Ευρώπης, εξεστράτευσε ταχέως μετά του στρατού, τον οποίον είχεν ετοιμάσει εν τω μεταξύ, και αφού έγεινε πάλιν κύριος του εσωτερικού της Γαλλίας εξήλθε των συνόρων. Αλλά εις την μάχην του Βατερλώ (15 Ιουνίου 1815) ενικήθη ολοσχερώς υπό των συμμάχων και ηναγκάσθη να φύγη εις Παρισίους. Μη ευρισκόμενος και εκεί εν ασφαλεία, διότι τα συμμαχικά στρατεύματα επήρχοντο κατά των Παρισίων, έφυγεν εις τα δυτικά παράλια της Γαλλίας, διά να απέλθη εκείθεν εις Αμερικήν. Αλλά τα παράλια κατείχοντο υπό του Αγγλικού στόλου και ηναγκάσθη ο Ναπολέων να ζητήση σωτηρίαν και άσυλον εις Αγγλικόν πολεμικόν πλοίον, καταφυγών ούτως, όπως το πάλαι Θεμιστοκλής ο Αθηναίος, εις την προστασίαν του κράτους εκείνου, μετά του οποίου ευρίσκετο έως τώρα εις αδιάλλακτον έχθραν και εις διηνεκή πόλεμον. Ο Ναπολέων ήλπιζεν ότι έμελλεν ούτω να εύρη μεγαλόψυχον υποδοχήν. Αλλ' η Αγγλία έμεινε πιστή εις τα μεταξύ των συμμάχων περί του Ναπολέοντος αποφασισθέντα, και τον έπεμψεν ως απλούν ιδιώτην και αιχμάλωτον εις την εν τω Ωκεανώ κειμένην νήσον της Αγίας Ελένης, όπου μετά πενταετή αιχμάλωτον βίον απέθανε το 1821. Οι δε σύμμαχοι ηγεμόνες αποκατέστησαν πάλιν εις τον θρόνον της Γαλλίας τον Λουδοβίκον 18ον, καταλαβόντες διά στρατού επί τινα χρόνον επαρχίας τινάς της Γαλλίας, χάριν ασφαλείας του θρόνου τούτου και χάριν της πιστής εκτελέσεως της νέας προς την Γαλλίαν συνθήκης. Πριν δε απέλθουν εκ Παρισίων οι τρεις εκ των συμμάχων, οι αυτοκράτορες δηλαδή της Ρωσίας και της Αυστρίας και ο βασιλεύς της Πρωσσίας, συνομολόγησαν προς αλλήλους νέαν συνθήκην και συνεκρότησαν την Ιεράν καλουμένην Συμμαχίαν .
Η Βιενναία σύνοδος ήτο μοναδική μεταξύ των πολιτικών και διπλωματικών συνόδων
διά την λαμπρότητά της, διότι παρεκάθηντο εις αυτήν οι σπουδαιότατοι ηγεμόνες και
πολιτικοί άνδρες της Ευρώπης. Ο ημέτερος Ιωάννης Καποδίστριας ήτο μεταξύ των
αντιπροσώπων της Ρωσίας, ως τοιούτος δε έλαβε μέρος εις τας διαπραγματεύσεις. Τα
σπουδαιότερα έργα της συνόδου ταύτης, τα οποία καθωρίσθησαν διά της Βιενναίας
συνθήκης, ήσαν 1ον) η διανομή των χωρών όσας είχεν αφαιρέσει η Γαλλία από τα
διάφορα Γερμανικά κράτη και η ίδρυσις Γερμανικής ομοσπονδίας, της οποίας η
Αυστρία και η Πρωσσία ήσαν τα ισχυρότατα μέλη. 2ον) η διανομή των Ιταλικών χωρών
μεταξύ των πρώην ηγεμόνων των, και η παράδοσις εις την Αυστρίαν των καλλίστων
χωρών της βορείου Ιταλίας (Βενετίας και Λομβαρδίας). 3ον) η ένωσις μεγίστου μέρους
της Πολωνίας μετά του Ρωσικού κράτους. 4ον) η μετάβασις των Ιονίων νήσων εις την
Αγγλικήν προστασίαν, και η παράδοσις εις την Αγγλίαν της Μελίτης. 5ον) η μετά της
Σουηδίας ένωσις της Νορβηγίας. 6ον) η εις Ισπανίαν αποκατάστασις της υπό του
Ναπολέοντος καταλυθείσης πρώην βασιλικής δυναστείας της χώρας ταύτης (ήτις
κατήγετο εκ του οίκου των Βουρβώνων, ως και η της Γαλλίας βασιλική
οικογένεια).
Εκτός της συνθήκης ταύτης, η οποία εκανόνισε την προελθούσαν εις Ευρώπην κατάστασιν μετά την πτώσιν του Ναπολέοντος, και της οποίας συνθήκης πολλαί διατάξεις ισχύουν μέχρι σήμερον, οι τρεις ηγεμόνες Ρωσίας, Αυστρίας και Πρωσσίας, ήτοι ο αυτοκράτωρ της Ρωσίας Αλέξανδρος Α', ο αυτοκράτωρ της Αυστρίας Φραγκίσκος Α' και ο βασιλεύς της Πρωσσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ', προτού να απέλθουν εκ Παρισίων τω 1815, συνωμολόγησαν, καθώς είπομεν ανωτέρω, συμμαχίαν, διά της οποίας συνεφώνουν μεταξύ των να κυβερνούν οι ηγεμόνες τους λαούς ως πατέρες, χωρίς να περιορίζωνται υπό συνταγμάτων, και εις την τοιαύτην κυβέρνησιν των λαών να βοηθούν αλλήλους ως αδελφοί, διά να βασιλεύη εις τον κόσμον αιώνιος ειρήνη εξωτερική μεταξύ των διαφόρων εθνών, και διαρκής ειρήνη εσωτερική μεταξύ των ηγεμόνων και των υπ' αυτών κυβερνωμένων λαών. Την συνθήκην της συμμαχίας ταύτης ανεκοίνωσαν οι τρεις ιδρυταί της και εις τους άλλους ηγεμόνας, και ούτως η Ιερά Συμμαχία έγεινε γενική Ευρωπαϊκή. Ωνομάσθη δε η Συμμαχία Ιερά , ως εκ του ιερού δήθεν σκοπού προς τον οποίον απέβλεπεν.
Αληθώς η έννοια της συνθήκης εφαίνετο εκ πρώτης όψεως τοιαύτη. Αλλ' οι ηγεμόνες των τότε χρόνων και οι πολιτικοί σύμβουλοι αυτών, προ πάντων οι της Αυστρίας, παρεξέτειναν την έννοιαν ταύτην, και εν ονόματι της Ιεράς Συμμαχίας κατεπολέμησαν παν κίνημα φιλελεύθερον. Το δε περί της αδελφότητος των βασιλέων δόγμα της συνθήκης ηρμήνευσαν κατά τρόπον τοιούτον, ώστε αν είς λαός επαναστατήση κατά του ηγεμόνος και της κυβερνήσεως, οι άλλοι ηγεμόνες να βοηθούν αυτόν εις την καταστολήν της επαναστάσεως. Εκ τούτου πολλά έπαθαν οι υπέρ εθνικής και πολιτικής ελευθερίας αγωνιζόμενοι λαοί, ιδίως οι Ιταλοί, οι Ισπανοί, οι Γερμανοί και μάλιστα οι Έλληνες, ως μαρτυρεί τούτο η Ιστορία της Ευρώπης από του 1815, οπότε συνωμολογήθη η Ιερά Συμμαχία, μέχρι του 1830, οπότε περιήλθεν εις παρακμήν και αδυναμίαν.
Η κατάστασις της Ευρώπης από του 1815 έως του 1830 ήτο γενικώς ειρηνική· πόλεμοι
μεταξύ των Ευρωπαϊκών κρατών δεν έγειναν. Απ' εναντίας, η εσωτερική κατάστασις
ήτο ταραχώδης εις πολλάς χώρας, ιδίως εις την Γερμανίαν, την Ιταλίαν και την
Ισπανίαν.
Η Γερμανία ήτο από αιώνων διηρημένη εις πολλά μικρά κράτη, των οποίων το ισχυρότερον ήτο το Αυστριακόν, βαθμηδόν δε κατέστη ισχυρόν και το Πρωσσικόν βασίλειον. Η διαίρεσις αύτη παρέλυε την δύναμιν του έθνους και οι μάλλον φιλοπάτριδες μεταξύ των Γερμανών επόθουν ανέκαθεν Γερμανίαν ηνωμένην, διότι μόνον η ένωσις ηδύνατο να φέρη ισχύν. Από των χρόνων της Γαλλικής επαναστάσεως επεθύμουν οι άνδρες ούτοι να προικισθή η πατρίς των, ήτοι τα διάφορα Γερμανικά κράτη, και διά συνταγματικών θεσμών φιλελευθέρων. Ακριβώς δε καθ' όν χρόνον τα Γερμανικά κράτη, (και ιδίως η Πρωσσία μετά τας ήττας και μεγάλας ταπεινώσεις και την υποταγήν της εις την Γαλλίαν,) κατώρθωσαν να εξεγείρουν από του 1813 τους Γερμανικούς λαούς εναντίον του Ναπολέοντος, υπέσχοντο εις αυτούς, μετά την κατά του Ναπολέοντος εξέγερσιν και νίκην, θεσμούς πολιτικούς ασφαλίζοντας ελευθερίαν και ένωσιν. Αλλ' αφού κατώρθωσαν ούτω να ελευθερώσουν την Γερμανίαν από του ζυγού του Ναπολέοντος, δεν εξεπλήρωσαν την υπόσχεσίν των, ένεκα της Ιεράς Συμμαχίας. Ούτε η Αυστρία ούτε η Πρωσσία έδωκαν θεσμούς φιλελευθέρους εις τους λαούς των· μόνον μικρά τινα Γερμανικά κράτη έπραξαν τούτο· και η ένωσις δε της Γερμανίας, η διά της Γερμανικής ομοσπονδίας, ήτο πολύ χαλαρά. Εκ τούτου μεγάλη δυσαρέσκεια κατέλαβε τους φιλελευθέρους Γερμανούς.
Κατ' εκείνους τους χρόνους εις όλας σχεδόν τας Ευρωπαϊκάς χώρας, οι άνδρες οι πολιτικοί, και όσοι αμέσως ή εμμέσως ανεμιγνύοντο εις τα πολιτικά λαλούντες ή γράφοντες, διηρούντο εις δύο μερίδας· εξ ενός εις φιλελευθέρους, των οποίων οι σφοδρότεροι, οι ζητούντες ριζικάς μεταρρυθμίσεις, ωνομάζοντο ριζοσπάσται , — ή και επαναστατικοί ως θέλοντες δι' επαναστάσεως να επιτύχουν του σκοπού των· εξ άλλου δε εις συντηρητικούς ή νομιμόφρονας, ήτοι τους θέλοντας την διατήρησιν των πραγμάτων όπως είχαν, θεωρούντες νόμιμον την τοιαύτην κατάστασιν. Τούτων οι σφοδρότεροι ωνομάζοντο απολυταρχικοί , — ή αντιδραστικοί , ως θέλοντες απόλυτον δεσποτικήν κυβέρνησιν και αντιδρώντες, ήτοι αντιπράττοντες, κατά πάσης μεταβολής φιλελευθέρας. Εις Γερμανίαν ο μεταξύ των δύο μερίδων αγών διεξήχθη άνευ επαναστάσεων, διά λόγων και συγγραμμάτων, διά της δημοσιογραφίας, και με ειρηνικάς διαδηλώσεις, των οποίων κέντρα ήσαν τα Πανεπιστήμια, όπου οι φοιτηταί ήσαν θερμοί οπαδοί των νέων ιδεών. Απέναντι των ειρηνικών τούτων κινημάτων αι κυβερνήσεις των Γερμανικών κρατών συνεκρότουν συνδιασκέψεις των πολιτικών ανδρών, και διά συμβάσεων και δι' αποφάσεων, έτι δε διά νόμων αυστηρών, αντενήργουν εναντίον πάσης φιλελευθέρας κινήσεως. Η κατάστασις αύτη διήρκεσεν εις Γερμανίαν μέχρι του 1848.
Αλλ' εις την Ιταλίαν, ήτις και αυτή εναντίον των πόθων πλείστων φιλοπατρίδων Ιταλών έμεινεν, ως η Γερμανία, και μετά το 1815 διηρημένη εις πολλά κράτη, και της οποίας μέγα μέρος υπέκειτο εις ξένον κράτος, το Αυστριακόν, ο αγών υπέρ ελευθέρων πολιτικών θεσμών και υπέρ της ενώσεως απέληξε κατ' αρχάς εις νικηφόρον επανάστασιν (εις τα κράτη της Νεαπόλεως και του Πεδεμοντίου). Επίσης δε και εις την Ισπανίαν, ήτις δεν ήτο πολιτικώς διηρημένη, αλλ' απετέλει ενιαίον κράτος, ο κατά της τυραννικής απολυταρχίας αγών έληξεν εις επανάστασιν και καθιέρωσιν φιλελευθέρων πολιτικών θεσμών.
Αλλ' εις τας χώρας ταύτας, όπου ενίκησε κατ' αρχάς ο αγών της ελευθερίας, η Ιερά Συμμαχία, δηλαδή οι ηγεμόνες οι πρωτοστατούντες αυτής, εφήρμοσαν την εξής μέθοδον καταστολής: Άμα ήρχιζαν αι επαναστάσεις, οι ηγεμόνες ούτοι συνήρχοντο εις συνέντευξιν ή εις συνέδριον είς τινα πόλιν (ως εις Λαϋβάχην, εις Βερώνην), και επεφόρτιζαν την μίαν εκ των μεγάλων δυνάμεων να επέμβη στρατιωτικώς εις την επαναστατήσασαν χώραν και να καταστείλη την επανάστασιν. Ούτως η Αυστρία, κατ' εντολήν της Ιεράς Συμμαχίας, κατέστειλε στρατιωτικώς εις Ιταλίαν την επανάστασιν (1821), η δε μοναρχική τότε Γαλλία εις Ισπανίαν (1823). Ούτω δε και εις τας δύο ταύτας χώρας υπερίσχυσεν η αντίδρασις και αποκατεστάθη το πρώην καθεστώς.
Κατά τους χρόνους τούτους (1820) επανεστάτησαν κατά της Ισπανίας αι εις την μέσην και νοτίαν Αμερικήν Ισπανικαί αποικίαι, αι οποίαι εκυβερνώντο τυραννικώς υπό της μητροπόλεως Ισπανίας. Η Ισπανία ηγωνίσθη να υποτάξη τας αποστατησάσας αποικίας, ήθελαν δε να υποστηρίξουν την Ισπανίαν εις τον αγώνα τούτον αι κυβερνήσεις της Ιεράς Συμμαχίας. Αλλ' η Αγγλία, (εις την οποίαν από του 1822 την διεύθυνσιν της εξωτερικής πολιτικής ανέλαβεν ο φιλελεύθερος και μεγαλόφρων πολιτευτής Γεώργιος Κάννιγκ, εχθρός άσπονδος της Ιεράς Συμμαχίας και της αντιδράσεως), κατεπολέμησε την τοιαύτην ανάμιξιν των Κυβερνήσεων της Ιεράς Συμμαχίας, και ανεγνώρισε την ανεξαρτησίαν των Ισπανικών αποικιών, αίτινες έκτοτε κατεστάθησαν και πράγματι ανεξάρτητοι διά των γενναίων αγώνων των αρχηγών της επαναστάσεως. Μεταξύ αυτών μέγας αληθώς ανεδείχθη ο περίφημος Βολιβάρ (από Βολιβίας).
Η Ιερά Συμμαχία ολεθρίως επέδρασε και επί τον υπέρ ελευθερίας μέγαν αγώνα των
Ελλήνων. Ενώ ο αγών ούτος κατ' ουσίαν ουδεμίαν σχέσιν είχε προς τα εις την άλλην
Ευρώπην διεξαγόμενα κινήματα μεταξύ των φιλελευθέρων και των αντιδραστικών,
ήτο δε αγών εθνικός και θρησκευτικός, υπέρ ελευθερίας εθνικής και θρησκευτικής,
υπέρ του σταυρού και υπέρ της θρησκείας του Ιησού τον οποίον οι ιδρυταί της Ιεράς
Συμμαχίας είχαν κηρύξει προστάτην της Συμμαχίας των, εν τούτοις αι κυβερνήσεις της
Ιεράς Συμμαχίας, αντί να υποστηρίξουν τον τοιούτον αγώνα, τον κατεπολέμησαν. Οι
αντιδραστικοί
οπαδοί της Ιεράς Συμμαχίας εχαρακτήρισαν το κίνημα των
Ελλήνων ως επανάστασιν άδικον εναντίον της νομίμου αρχής του Σουλτάνου, ο οποίος
έπρεπε κατ' αυτούς, καίτοι δεν ήτο χριστιανός ηγεμών, να θεωρηθή αδελφός και να
τύχη της υποστηρίξεως των χριστιανών ηγεμόνων της Ιεράς Συμμαχίας. Την θεωρίαν
ταύτην υπεστήριξεν ιδίως ο φιλότουρκος αρχιγραμματεύς του Αυστριακού κράτους
πρίγκιψ Μεττερνίχος και παρέσυρεν εις τας ιδέας του ταύτας τον αυτοκράτορα
Αλέξανδρον Α' της Ρωσίας.
Αληθώς ο θρησκευτικός και εθνικός χαρακτήρ του Ελληνικού αγώνος είχεν αποδειχθή εξ αρχής, οπότε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' και πολλοί άλλοι, ανώτατοι λειτουργοί εκκλησιαστικοί είχαν σφαγή θυσιάζοντες την ζωήν των μαρτυρικώς εις τον βωμόν της χριστιανικής πίστεως, ο δε αυτοκράτωρ της Ρωσίας ένεκα των σφαγών τούτων είχε διαμαρτυρηθή κατά των γινομένων εις την Τουρκίαν εναντίον της Εκκλησίας και είχε διακόψει τας διπλωματικάς προς την Τουρκίαν σχέσεις. Οι περί τον Μεττερνίχον όμως κατώρθωσαν να εμποδίσουν την έκρηξιν Ρωσοτουρκικού πολέμου. Αλλ' η καρτερόψυχος επιμονή των Ελλήνων, τα μεγάλα κατά γην και κατά θάλασσαν κατορθώματά των, ο ενθουσιασμός τον οποίον ταύτα επροξένουν εις την Ευρώπην και εις τους φιλελευθέρους και εις τους ειλικρινεστέρους των συντηρητικών, και προς τούτοις η δόξα της αρχαιότητος, ηνάγκασαν τας κυβερνήσεις να πράξουν τι υπέρ της Ελλάδος. Ούτω δε η Ρωσία, (όπου από τα τέλη του 1825 είχε διαδεχθή τον αποθανόντα Αλέξανδρον Α' ο πολύ ενεργητικώτερος και αποφασιστικώτερος αδελφός του Νικόλαος Α'), η Γαλλία και η Αγγλία, εναντίον της θελήσεως της Αυστρίας (της οποίας την πολιτικήν ηκολούθησε τότε και η Πρωσσία), συνωμολόγησαν συνθήκην υπέρ ελευθερώσεως μέρους των Ελληνικών χωρών. Η αντίστασις της Τουρκίας εις τας ειρηνικώς προταθείσας απαιτήσεις των δυνάμεων επέφερε την περίφημον ναυμαχίαν του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827), εις την οποίαν κατεστράφη ο τουρκικός στόλος. Η καταστροφή αύτη ηρέθισε πολύ την Τουρκίαν και τον Σουλτάνον Μαχμούτ Α' (τον βασιλεύοντα από του 1808) εναντίον της Ρωσίας, την οποίαν εθεώρει ούτος ως πρωταίτιον της επελθούσης καταστροφής. Η εχθρική και προκλητική διαγωγή της Τουρκίας εναντίον της Ρωσίας, παρώργισε τον Τσάρον, όστις επί τέλους εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Τουρκίας. Ο πόλεμος διαρκέσας δύο έτη (1828 — 1829) και διεξαχθείς και εις Ευρώπην και εις Ασίαν, απέληξεν εις την οριστικήν νίκην των Ρώσων. Ούτοι υπερβάντες το 1829 τον Αίμον, υπό τον αρχιστράτηγον Δίεβιτς (τον επικληθέντα διά τούτο Υπεραίμιον, Βαλκάνσκη ), επροχώρησαν εις την Αδριανούπολιν και εκεί επέβαλαν εις την Τουρκίαν ειρήνην, διά της οποίας αύτη ανεγνώριζε την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος εντός περίπου των ορίων τα οποία απετέλεσαν τα όρια του Ελληνικού βασιλείου επί τον βασιλέως Όθωνος. Συγχρόνως δε Γαλλικός στρατός κατοχής ήλθεν υπό τον στρατηγόν Μαιζώνα εις Πελοπόννησον διά να εκδιώξη εκείθεν τους Αιγυπτίους και τον Ιβραήμ πασάν. Εν τω μεταξύ συνδιάσκεψις αντιπροσώπων των τριών Δυνάμεων, αίτινες ωνομάσθησαν πλέον προστάτιδες της Ελλάδος δυνάμεις, είχε συνέλθει εις Λονδίνον, διά να κανονίση τας λεπτομερείας των ορίων και των άλλων διατάξεων της συνθήκης περί ελευθερώσεως της Ελλάδος. Η συνδιάσκεψις αύτη ετελείωσε το έργον της (1830) διά της ανακηρύξεως των ελευθερωθεισών Ελληνικών χωρών ως βασιλείου Ελληνικού, του οποίου βασιλεύς υπό των προστατίδων δυνάμεων εξελέγη ο δευτερότοκος υιός του φιλέλληνος βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου Όθων, εκ του βασιλικού οίκου των Βιττελσβάχων.
Η ελευθέρωσις της Ελλάδος έγεινε περίπου το 1830. Κατά το έτος δε τούτο και άλλα
σπουδαία γεγονότα συνέβησαν εις την Ευρώπην. Εις Γαλλίαν έγεινεν επανάστασις τον
Ιούλιον του 1830 (διά τούτο δε λέγεται
Ιουλιανή
) εναντίον του βασιλέως
Καρόλου Ι', διαδόχου του αποθανόντος το 1824 αδελφού του Λουδοβίκου ΙΗ', τον
οποίον, ως είδομεν, αι Δυνάμεις είχαν καταστήσει βασιλέα της Γαλλίας το 1814. Η
Ιουλιανή επανάστασις ανέτρεψε τον θρόνον του αρχαίου βασιλικού οίκου της Γαλλίας,
του Βουρβωνικού καλουμένου· αλλ' η επανάστασις δεν απέληξεν εις την κατάργησιν
της μοναρχίας και την ανακήρυξιν της δημοκρατίας. Οι αρχηγοί του κινήματος,
φοβούμενοι τας ενεργείας της Ιεράς Συμμαχίας, και συνετώς φερόμενοι,
ηκολούθησαν μέσην τινά οδόν. Αντί να ιδρύσουν δημοκρατίαν, ηρκέσθησαν να
καταστήσουν την βασιλείαν μάλλον φιλελεύθερον· θεωρήσαντες δε έκπτωτον τον
αρχαίον βασιλικόν οίκον των Βουρβώνων, εξέλεξαν βασιλέα εκ πλαγίου κλάδου του
οίκου εκείνου, του κλάδου των Αυρηλιανών (ή ως λέγουν οι Γάλλοι Ορλεάν), τον
Ορλεανίδην πρίγκιπα Λουδοβίκον Φίλιππον, ο οποίος συνήνεσε προθύμως να
εισαγάγη σύνταγμα φιλελεύθερον, και ωνομάσθη διά τούτο «πολίτης βασιλεύς».
Ούτως ησύχασαν εις Γαλλίαν τα πράγματα.
Και εις Ιταλίαν δε έγειναν κινήματά τινα εκ μέρους των φιλελευθέρων και δημοκρατικών, και των οπαδών της Ιταλικής ενώσεως· αλλά δεν έφεραν αποτέλεσμα.
Σπουδαίον γεγονός του 1830 είναι και η επανάστασις η Πολωνική. Η Πολωνία μέχρι του τέλους του παρελθόντος αιώνος ήτο κράτος ανεξάρτητον και ικανώς μέγα. Αλλά κατά την εποχήν εκείνην αι τρεις γείτονες Δυνάμεις, Ρωσία, Αυστρία και Πρωσσία, επωφελούμεναι εκ της εσωτερικής αδυναμίας της Πολωνίας, διεμέλισαν το κράτος και το διενεμήθησαν μεταξύ των. Καθ' όν χρόνον ο Ναπολέων είχε ταπεινώσει Αυστρίαν και Πρωσσίαν, μικρόν μέρος της Πολωνίας είχεν ελευθερωθή· αλλ' η απόπειρα των Πολωνών, διαρκούντος του μετά της Ρωσίας πολέμου του Ναπολέοντος, να αποκαταστήσουν το άλλοτέ ποτε κράτος της Πολωνίας, απέτυχε μετά την ήτταν της Γαλλίας. Η εν Βιέννη σύνοδος του 1815 διεμέρισεν εκ νέου την Πολωνίαν μεταξύ των τριών κρατών, αλλά το πλείστον έδωκεν εις την Ρωσίαν, επί τω όρω η Ρωσική Πολωνία ν' αποτελέση ίδιον κράτος, το βασίλειον της Πολωνίας, μετά ιδιαιτέρου φιλελευθέρου συντάγματος και ιδίου στρατού εθνικού· ο δε αυτοκράτωρ της Ρωσίας να είναι απλούς βασιλεύς της Πολωνίας. Τούτο επεθύμει και ο αυτοκράτωρ Αλέξαδρος και το είχεν υποσχεθή εις τους Πολωνούς πρότερον, από δε του 1815 εξεπλήρωσε πιστώς την υπόσχεσίν του.
Αλλ' επί Νικολάου Α', του διαδόχου του Αλεξάνδρου Α', έγειναν αυθαιρεσίαι τινές εκ μέρους της Ρωσίας. Διά τούτο δε οι Πολωνοί, θέλοντες εντελώς να χωρισθούν από της Ρωσίας και ελπίζοντες επί την βοήθειαν της Γαλλίας, επανέστησαν το 1830 και εκήρυξαν έκπτωτον τον αυτοκράτορα της Ρωσίας από του βασιλικού θρόνου της Πολωνίας. Όταν δε εισήλθεν ο Ρωσικός στρατός, ενίκησαν εις ικανάς μάχας και ανέκοψαν την πορείαν των Ρώσων. Αλλά το επόμενον έτος, 1831, μετά ηρωϊκήν αντίστασιν ηττήθησαν και υπετάγησαν. Η Πολωνία απώλεσε τον προνομιούχον αυτής θρόνον εις το Ρωσικόν κράτος, την αυτονομίαν, το σύνταγμα αυτής, και αφωμοιώθη διοικητικώς προς την λοιπήν Ρωσίαν, αφού ουδεμία Ευρωπαϊκή δύναμις, ούτε η Γαλλία, ηδυνήθη να έλθη εις βοήθειάν της.
Το 1830 και εις την Ανατολήν, ήτοι εις την Οθωμανικήν αυτοκρατορίαν, έγεινάν τινα σπουδαία πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ διά να καταβάλη την επανάστασιν της Ελλάδος είχεν επικαλεσθή από του 1824 την βοήθειαν του εις αυτόν υποτελούς, αλλ' ισχυρού σατράπου της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή πασσά, αρχηγού και θεμελιωτού της σήμερον εν Αιγύπτω ηγεμονευούσης δυναστείας των Χεδιβών. Ο Μαχμούτ Αλής είχε πέμψει στόλον και στρατόν υπό την αρχηγίαν του ιδίου αυτού υιού, του περιφήμου Ιβραήμ πασσά. Εις τούτον ο Σουλτάνος είχεν υποσχεθή την ηγεμονίαν της Πελοποννήσου και της Κρήτης. Και η μεν Κρήτη μη ελευθερωθείσα, εδόθη το 1830 εις την Αίγυπτον. Αλλ' ο Μαχμούτ Αλής και ο Ιβραήμ πασσάς εζήτουν και άλλην χώραν εις Συρίαν αντί της Πελοποννήσου, την οποίαν υπεσχέθη μεν αλλά δεν ηδύνατο πλέον να δώση, αφού αυτή ηλευθερώθη.
Ένεκα των απαιτήσεων τούτων επήλθε πόλεμος μεταξύ του Σουλτάνου Μαχμούτ Β' και του αντιβασιλέως της Αιγύπτου. Ο Ιβραήμ ως αρχιστράτηγος ενίκησεν εις πολλάς μάχας τον τουρκικόν στρατόν, κατέλαβεν εντός μικρού χρόνου την Συρίαν όλην, έπειτα δε εισήλασεν εις την Μικράν Ασίαν, και νικήσας πλησίον του Ικονίου νέον μέγαν τουρκικόν στρατόν επροχώρει προς την Κωνσταντινούπολιν. Τότε ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β' επεκαλέσθη την βοήθειαν του αυτοκράτορος της Ρωσίας. Ούτος δε έπεμψε στρατόν, ο οποίος κατέλαβε την Ασιατικήν όχθην του Βοσπόρου διά να υπερασπίση την Κωνσταντινούπολιν. Ο Ιβραήμ δεν ηδύνήθη να προχωρήση περαιτέρω, διά δε της μεσιτείας των Δυνάμεων συνωμολογήθη η εν Κοτυαείω (πόλει της Μικράς Ασίας) συνθήκη του 1833, διά της οποίας όλη η Συρία και μέρος της Μικράς Ασίας (η Κιλικία, ο νομός τον Αδάνων) εδόθησαν εις την δυναστείαν του οίκου του Μεχμέτ Αλή.
Αλλ' ο Σουλτάνος Μαχμούτ εξ ανάγκης υψίστης μόνον συνήνεσεν εις τοιαύτας θυσίας, ητοιμάζετο δε αμέσως από του χρόνου τούτου εις πολεμικάς παρασκευάς διά να ανακτήση τας παραδοθείσας χώρας. Όθεν, μετά τινα έτη, το 1839, νέος πόλεμος εξερράγη μεταξύ του Σουλτάνου και του υποτελούς του. Κατά την πρώτην σπουδαίαν μάχην ενικήθη υπό του Ιβραήμ πασσά ο Τουρκικός στρατός. Εν τω μεταξύ απέθανε και ο Σουλτάνος Μαχμούτ και τον διεδέχθη ο νεαρώτατος υιός του Αβδούλ-Μεδζίτ. Τότε επενέβησαν αι Ευρωπαϊκαί Δυνάμεις. Η Γαλλία, της οποίας βασιλεύς ήτο ήδη, ως είπομεν, ο Λουδοβίκος Φίλιππος, πρωθυπουργός δε ο περίφημος Γάλλος πολιτευτής Θιέρσος, υπερήσπιζε τον Αντιβασιλέα της Αιγύπτου, αλλ' αι άλλαι τέσσαρες μεγάλαι Δυνάμεις Αγγλία, Αυστρία, Ρωσία και Πρωσσία, υπεστήριζαν τον Σουλτάνον και διά πολεμικών επιδείξεων υπεχρέωσαν τον Μεχμέτ Αλήν να εκκενώση όλας τας Τουρκικάς χώρας, τας εκτός της Αιγύπτου, και να περιορισθή μόνον εις την Αίγυπτον, έχων τον τίτλον του πασσά της Αιγύπτου, ως μέχρι τότε. Πολύ ύστερον, εις τα 1867, ο πασσάς της Αιγύπτου έλαβε τον τίτλον του Χεδί-βου (ηγεμόνος).
Το 1830, πριν ακόμη εκθρονισθή ο βασιλεύς Κάρολος Γ, εκυρίευσεν η Γαλλία το Αλγέριον (Δζεζάιρ) εκ των εις την Αφρικήν ημιαυτονόμων κτήσεων του Σουλτάνου, και έθηκε τέρμα εις την υπό των Αλγερινών ενεργουμένην πειρατείαν εις την Μεσόγειον θάλασσαν. Έκτοτε η Γαλλία έχει το Αλγέριον ως μεγάλην Αφρικανικήν αποικίαν, εις την οποίαν πολύ ύστερον, το 1881, προσετέθη κατ' ουσίαν και η γειτονική του Αλγερίου χώρα Τύνις.
Ταύτα είναι τα σπουδαιότερα γεγονότα, στρατιωτικά και πολιτικά, της ιστορίας της Ευρώπης από του 1830 έως του 1848. Περί της Αγγλίας σημειούμεν μόνον ενταύθα ότι έκαμε πολέμους κατά τους χρόνους τούτους εις Κίναν και εις Αφγανιστάν και ηύξησε το Ασιατικόν της κράτος. Κατά τους αυτούς δε χρόνους και το πολίτευμα της Αγγλίας έλαβε μεταρρυθμίσεις διά νέων εκλογικών νόμων περί επεκτάσεως του δικαιώματος της ψήφου.
Το 1843 η Ελλάς, αφού εκυβερνήθη επί δεκαετίαν υπό πολιτεύματος καθαρώς μοναρχικού, έλαβε δι' αναιμάκτου επαναστάσεως, και δι' εθνικής συνελεύσεως προς τούτο συνελθούσης, σύνταγμα φιλελεύθερον μετά Βουλής και Γερουσίας. Το σύνταγμα τούτο ίσχυσε μέχρι του έτους 1862.
Η Ιστορία των ετών 1848 και 1849 υπήρξε σπουδαιοτάτη διά τους λαούς της Ευρώπης.
Κατά τα δύο ταύτα έτη συνέβη μεγάλη κίνησις εις πλείστας χώρας της Ευρώπης,
αποβλέπουσα εις την επικράτησιν φιλελευθέρων πολιτικών ιδεών και εις την επίτευξιν
εθνικής ελευθερίας και ενότητος. Η αρχή του κινήματος έγεινεν εις Παρισίους, όπου
κατά Φεβρουάριον του 1848 επανάστασις επιτυχής κατά του βασιλέως Λουδοβίκου
Φιλίππου επέφερε την πτώσιν αυτού, την οριστικήν κατάλυσιν της βασιλείας και την
ίδρυσιν δημοκρατίας (δευτέρας ταύτης μετά την δημοκρατίαν της μεγάλης Γαλλικής
επαναστάσεως). Αλλ' αυτήν την φοράν μετά των πολιτικών ιδεών ανεμίχθησαν εις
Γαλλίαν και ιδέαι κοινωνικαί.
Πολλοί ριζοσπάσται δημοκρατικοί υπεστήριζαν κοινωνικάς ιδέας, κατά τας οποίας η κατάστασις του λαού και των εργατικών τάξεων έπρεπε να βελτιωθεί διά των νόμων του κράτους, και να μεταρρυθμισθούν επί νέων βάσεων αι σχέσεις μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας, ήτοι αι σχέσεις μεταξύ των πλουσίων κεφαλαιούχων και των εις την υπηρεσίαν τούτων εργαζομένων εργατών. Οι οπαδοί των τοιούτων ιδεών ονομάζονται Κοινωνισταί (ή ως λέγουν οι Φράγκοι, Σοσιαλισταί). Και οι μεν μετριοπαθέστεροι των κοινωνιστών εζήτουν απλώς την βελτίωσιν της θέσεως των εργατών διά καταλλήλων νόμων· αλλ' οι ριζοσπαστικώτεροι εζήτουν κοινοκτημοσύνην , ήτοι την κατά ίσας μερίδας διανομήν της περιουσίας όλων των πολιτών, και την κατάργησιν της ιδιοκτησίας και κληρονομίας. Κατά τούτους πάσα περιουσία έπρεπε να ανήκη εις το κράτος, το οποίον εξ ίσου έπρεπε να καταστήση μετόχους της περιουσίας ταύτης όλους τους πολίτας. Αι τοιαύται ιδέαι εθεωρήθησαν, όπως και ήσαν, επικίνδυνοι εις την κοινωνίαν και εις την πολιτείαν, και οι καλοί πολίται και αι κυβερνήσεις αντετάχθησαν κατά της πραγματοποιήσεώς των. Εκ τούτου δε επήλθε πόλεμος εμφύλιος εις Παρισίους, εις τον οποίον ενικήθησαν οι κοινωνισταί. Ουχ ήττον αι ιδέαι του κοινωνισμού ή σοσιαλισμού διεδόθησαν έκτοτε, και σήμερον δε αι σχέσεις μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας, μεταξύ των ευπόρων και των εργατικών τάξεων, αποτελούν μέγα κοινωνικόν ζήτημα, το οποίον ο δέκατος ένατος αιών κληροδοτεί εις τον εικοστόν.
Τον κοινωνισμόν κατεπολέμησεν εις Γαλλίαν η μετριοπαθής κυβέρνησις της δευτέρας δημοκρατίας. Αλλά και η δημοκρατία αυτή δεν διετηρήθη πολύ. Κατά το νέον πολίτευμα, το ψηφισθέν υπό της εθνικής συνελεύσεως, ως αρχηγός της δημοκρατικής κυβερνήσεως έξελέγετο διά καθολικής ψηφοφορίας είς άρχων, καλούμενος πρόεδρος της δημοκρατίας. Τοιούτος πρόεδρος εξελέγη (το 1849) ο του Ναπολέοντος του Μεγάλου ανεψιός Λουδοβίκος Ναπολέων. Αλλ' ούτος και διά την δόξαν του ονόματος της οικογενείας του, και διότι ο ειρηνικός λαός φοβούμενος νέας ταραχάς επεθύμει κυβέρνησιν ισχυράν, απέβλεπεν, όπως ο θείος του, εις το αξίωμα το αυτοκρατορικόν. Και όπως ο Ναπολέων Α' από υπάτου της δημοκρατίας ανηγορεύθη αυτοκράτωρ, ούτω και ο Λουδοβίκος Ναπολέων από προέδρου της δημοκρατίας έγεινε το 1852 αυτοκράτωρ, αφού εκατομμύρια Γάλλων διά καθολικής ψηφοφορίας έδωκαν την συναίνεσίν των εις την τοιαύτην μεταβολήν του πολιτεύματος. Ούτω το 1852 ιδρύθη εις Γαλλίαν η δευτέρα αυτοκρατορία υπό τον Ναπολέοντα I'. Επωνομάσθη δε Ι' Ναπολέων, διότι Ναπολέων Β' εθεωρείτο του Ναπολέοντος του Α' ο υιός, ο οποίος απέθανεν εις Βιέννην το 1832 χωρίς ποτε να βασιλεύση.
Ο Ναπολέων, ως αυτοκράτωρ των Γάλλων, έλαβε σπουδαιότατον μέρος εις την πολιτικήν της Ευρώπης, ανύψωσε την δύναμιν και υπόληψιν της Γαλλίας και κατέστησεν αυτήν κέντρον της Ευρωπαϊκής πολιτικής κινήσεως, επεχείρησε δε και έργα πολεμικά και ειρηνικά σπουδαία. Αλλ' εις την ιστορίαν του Ναπολέοντος θα επανέλθωμεν, αφού είπομεν τι συνέβη εις την λοιπήν Ευρώπην κατά τα έτη 1848 και 1849.
Από την Γαλλίαν η επανάστασις διεδόθη εις την Ιταλίαν και εις την Γερμανίαν.
Εις Ιταλίαν υπερίσχυσαν εις πολλά μέρη οι οπαδοί της ελευθερίας και της ενώσεως, και διά της επαναστάσεως τούτων εξεδιώχθησαν τινές των μικρών ηγεμόνων, ή υπεχρεώθησαν να δώσουν σύνταγμα φιλελεύθερον. Αυτός ο Πάπας, ο οποίος ως κοσμικός ηγεμών ήτο είς των βασιλέων της Ιταλίας, από του 1847 ήδη είχε δώσει σύνταγμα εις το κράτος του, και διά τούτο είχεν εξεγείρει τον ενθουσιασμόν όλων των φιλελευθέρων Ιταλών. Ήτο δε ο Πάπας ούτος ο περίφημος Πίος Θ', γενόμενος Πάπας από του 1847. Αλλ' ο Πίος Θ', βλέπων τας επαναστατικάς ιδέας επικρατούσας εις Ρώμην, μετενόησεν ύστερον διά τας παραχωρήσεις του, και ηναγκάσθη να καταφύγη εις το κράτος της Νεαπόλεως, οπόθεν τον επανέφεραν εις την Ρώμην (1849) Γαλλικά στρατεύματα, πεμφθέντα υπό της τότε δημοκρατικής κυβερνήσεως της Γαλλίας. Τα στρατεύματα εκείνα έμειναν έκτοτε επί μακρόν χρόνον εις Ρώμην προς ασφάλειαν του Πάπα. Ούτω δε η εξωτερική πολιτική της Γαλλίας εφάνη όλως αντιφατική προς την εσωτερικήν. Διότι, ενώ εσωτερικώς η δημοκρατική κυβέρνησις ειργάζετο υπέρ της ελευθερίας, εις Ρώμην ειργάζετο εναντίον της δημοκρατίας και υπέρ του Πάπα. Αλλ' ο Λουδοβίκος Ναπολέων, ο οποίος είχε γίνει τότε πρόεδρος της δημοκρατίας και εμελέτα να γείνη και αυτοκράτωρ, είχεν ανάγκην της ευμενείας του Πάπα, διά να έχη την υποστήριξιν του κλήρου και των πιστών καθολικών διά τα περί αυτοκρατορικού αξιώματος σχέδιά του.
Και αυταί αι εις την Αυστρίαν υποκείμεναι Ιταλικαί χώραι, Λομβαρδία και Βενετία, επανέστησαν κατά της Αυστρίας, την οποίαν εμίσουν όλοι οι Ιταλοί ως ξένον δεσποτικόν κράτος υποστηρίζον εις Ιταλίαν την τυραννίαν και την αντίδρασιν.
Μεταξύ των Ιταλικών κρατών το μάλλον φιλελεύθερον ήτο το Πεδεμόντιον ή βασίλειον της Σαρδηνίας. Οι ηγεμόνες του κράτους τούτου, όντες και λεγόμενοι ηγεμόνες του οίκου της Σαβοΐας, υπεστήριζαν τας περί ενώσεως της Ιταλίας ιδέας, ήσαν δε άλλως βέβαιοι ότι διά της ενώσεως ταύτης ο οίκος αυτών έμελλε να μεγαλυνθή και να βασιλεύση εις όλην την Ιταλίαν. Κατά τους χρόνους τούτους βασιλεύς εκ του οίκου τούτου ήτο ο Κάρολος Αλβέρτος. Ούτος αγωνιζόμενος υπέρ της εθνικής ιδέας των Ιταλών, της ενώσεως δηλαδή, ετόλμησε να έλθη εις πόλεμον και προς την Αυστρίαν. Εις τον πόλεμον τούτον ενικήθη ολοσχερώς εις την μάχην της Νοβάρας (23 Μαρτίου 1849). Η Αυστρία υπερίσχυσε και όλοι οι εξορισθέντες ηγεμόνες των Ιταλικών κρατών αποκατεστάθησαν εις τους θρόνους των. Αλλ' η συμπάθεια των Ιταλών προς τον υπέρ της Ιταλικής ιδέας πολεμήσαντα και νικηθέντα βασιλικόν οίκον της Σαβοΐας έτι μάλλον ηυξήθη, και ως προς τούτο η ήττα εκείνη υπήρξεν ηθική νίκη. Εις την καρδίαν όλων των Ιταλών πατριωτών εβασίλευεν ο βασιλεύς της Σαρδηνίας, εχρειάζοντο δε μόνον εξωτερικαί περιστάσεις ευνοϊκαί διά να νικηθή και ο εξωτερικός εχθρός, η Αυστρία. Αι ευνοϊκαί αύται περιστάσεις παρουσιάσθησαν μετά τινα έτη επί της βασιλείας του υιού του νικηθέντος βασιλέως, επί του Βίκτωρος δηλαδή Εμμανουήλ, όστις αμέσως μετά την μάχην της Νοβάρας διεδέχθη τον οικειοθελώς παραιτηθέντα πατέρα του.
Αγών υπέρ ελευθερίας και ενώσεως όμοιος προς τον της Ιταλίας ήρχισε το 1848 και εις Γερμανίαν. Οι δύο ούτοι λαοί, ο Ιταλικός και ο Γερμανικός, ήσαν ομοιοπαθείς κατά τούτο, ότι αμφοτέρων η πατρίς ήτο διιηρημένη εις πολλά μικρά κράτη και η διαίρεσις αύτη παρέλυε την εσωτερικήν ανάπτυξιν και την εξωτερικήν δύναμιν αμφοτέρων των εθνών. Το 1848 λοιπόν, μετά την εις Γαλλίαν επανάστασιν, έγεινε μεγάλη κίνησις και εις Γερμανίαν, έγεινε δε και ειρηνική τις επανάστασις. Εξ όλων δηλαδή των χωρών της Γερμανίας, άνευ της αδείας ούτε των ιδιαιτέρων Γερμανικών κυβερνήσεων, ούτε του κοινού Γερμανικού ομοσπονδιακού συμβουλίου, συνήλθαν εις Φραγκφούρτην αντιπρόσωποι και συνεκρότησαν εκεί συνέλευσιν ή κοινοβούλιον εθνικόν. Το κοινοβούλιον τούτο εθεώρησεν εαυτό ως κυρίαρχον εθνικήν συνέλευσιν της όλης Γερμανίας, και επεχείρησε να μεταρρυθμίση διά νόμων συντακτικών το πολίτευμα της Γερμανικής ομοσπονδίας, κατά τους πόθους των Γερμανών πατριωτών των ζητούντων την ισχυροτέραν ένωσιν της Γερμανίας και την ίδρυσιν ισχυρού Γερμανικού κράτους. Αλλά το έργον τούτο πολλάς είχε δυσκολίας· διότι διά να ενωθή η Γερμανία εις κράτος ισχυρόν έπρεπε τα πολλά μικρά κράτη και οι ηγεμόνες αυτών να ταχθούν υπό την υπερτάτην αρχήν του ισχυροτέρου μεταξύ των κρατών και ηγεμόνων. Αλλά τα ισχυρότερα κράτη ήσαν δύο, το Πρωσσικόν και το Αυστριακόν. Κανέν δε των κρατών τούτων δεν ηδύνατο να υποταχθή εις την ηγεμονίαν του άλλου. Τέλος η Συνέλευσις εκηρύχθη υπέρ της Πρωσσίας, της οποίας ο βασιλεύς Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ' ανηγορεύθη και Γερμανός αυτοκράτωρ. Αλλ' ούτος, και διότι εθεώρει την Συνέλευσιν επαναστατικήν και διότι εφοβείτο περιπλοκάς προς την Αυστρίαν, ηρνήθη να δεχθή το προσφερόμενον εις αυτόν αυτοκρατορικόν στέμμα της Γερμανίας. Ούτω δε εματαιώθη το έργον της Συνελεύσεως. Αλλ' οι οπαδοί της ενώσεως, βλέποντες ότι δι' αυτοκρατορίας δεν ήτο δυνατόν να επιτευχθή η ένωσις της Γερμανίας, εζήτησαν να επιτύχουν τούτο διά δημοκρατίας. Προς τούτο δε έγειναν είς τινας Γερμανικάς χώρας κινήματα δημοκρατικά και ιδρύθησαν δημοκρατικαί κυβερνήσεις. Τα κινήματα ταύτα κατεστάλησαν ταχέως υπό των κυβερνήσεων και ιδίως υπό της Πρωσσικής, και επανήλθαν τα πράγματα διά την όλην Γερμανίαν εις το πρώην καθεστώς. Οι περί ενώσεως όμως πόθοι έμεναν πάντοτε ζωηροί εις την μεγάλην πλειονότητα του Γερμανικού λαού.
Ούτως εις τον πολιτικόν οργανισμόν της όλης Γερμανίας, ή Γερμανικής ομοσπονδίας, δεν επήλθε καμμία μεταβολή. Αλλά τα ιδιαίτερα Γερμανικά κράτη υπέκυψαν εν μέρει εις το ρεύμα της επαναστάσεως και παρεδέχθησαν πολιτεύματα μάλλον φιλελεύθερα. Τούτο έγεινεν εις Πρωσσίαν μετά μικράν αλλ' αιματηράν επαναστατικήν κίνησιν, και το κράτος τούτο, πρώτην φοράν μετά το 1815, έλαβε το 1848 συνταγματικόν φιλελεύθερον πολίτευμα. Το αυτό έγεινε και εις Αυστρίαν μετά αιματηράν επανάστασιν εις Βιέννην, την πρωτεύουσαν του κράτους τούτου. Η επανάστασις αύτη επέφερε την πτώσιν και την φυγήν του έως τότε (1848) αρχικαγκελαρίου του κράτους, πρίγκιπος Μεττερνίχου. Ο Μεττερνίχος εθεωρείτο ο κυριώτατος αντιπρόσωπος του αντιδραστικού μοναρχικού συστήματος εις όλην την Ευρώπην και διά τούτο εμισείτο υπό όλων των φιλελευθέρων της Ευρώπης, η δε πτώσις του έως τότε παντοδυνάμου υπουργού εθεωρήθη ως νίκη αυτών. Και ο αυτοκράτωρ της Αυστρίας Φερδινάνδος Α' παρητήθη διά να μη δώση σύνταγμα οπωσούν φιλελεύθερον, διεδέχθη δε αυτόν ο ανεψιός του Φραγκίσκος Ιωσήφ, ο νυν αυτοκράτωρ, όστις έδωκε περιωρισμένον τι σύνταγμα εις το κράτος του.
Κατά το έτος 1849 επανέστησαν κατά της Αυστριακής κυβερνήσεως και οι Ούγγροι. Οι Ούγγροι είναι λαός (και διά την ιστορίαν και διά τον πληθυσμόν αυτού) σπουδαιότατος, μετά τους Γερμανούς, εις την Αυστριακήν αυτοκρατορίαν. Έχοντες από του 9ου μ. Χ. αιώνος ελεύθερον κράτος Ουγγρικόν, είχαν εν μέρει ενωθή μετά του Αυστριακού κράτους από του 16ου αιώνος, εν μέρει δε είχαν υποταχθή εις την Τουρκίαν. Κατά τον 17ον αιώνα ελευθερωθέντες από του τουρκικού ζυγού υπετάχθησαν εις την Αυστρίαν. Επαναστατήσαντες λοιπόν το 1849 εζήτουν να ιδρύσουν κράτος όλως ελεύθερον από των Αυστριακών, και διά τούτο εκήρυξαν δημοκρατίαν Ουγγρικήν υπό τον στρατηγόν Κοσσούθ. Οι Αυστριακοί επέλθόντες κατά της Ουγγαρίας ενικήθησαν, τότε δε εζήτησαν την συνδρομήν της Ρωσίας. Ο αυτοκράτωρ Νικόλαος έστειλε στρατόν υπό τον στρατηγόν Πάσκεβιτζ. Προσβληθέντες οι Ούγγροι υπό Ρώσων ομού και Αυστριακών ενικήθησαν. Ούτω κατελύθη η Ουγγρική δημοκρατία και η χώρα έγεινε πάλιν Αυστριακή. Ο αυτοκράτωρ Νικόλαος, όστις και άλλως πανταχού της Ευρώπης υπεστήριζε πολιτικώς και ηθικώς τους ηγεμόνας και το απολυταρχικόν σύστημα, εθεωρήθη έτι περισσότερον ως εχθρός υπό των φιλελευθέρων, μετά την ανάμιξίν του εις την επανάστασιν της Ουγγαρίας. Διά τούτο, ότε μετ' ολίγον περιεπλάκη εις πόλεμον προς την δυτικήν Ευρώπην, ουδεμία συμπάθεια εδείχθη προς αυτόν εκ μέρους των Ευρωπαϊκών λαών.
Αφορμή του μεγάλου ανατολικού πολέμου, του λεγομένου Κριμαϊκού, ήσαν αι έριδες
των Λατίνων προς τους Ορθοδόξους εις τους Αγίους Τόπους, περί της κατοχής
διαφόρων προσκυνημάτων εις Ιερουσαλήμ και εις τα πέριξ. Αι έριδες αύται υπήρχαν
προ αιώνων. Και οι μεν Λατίνοι εις τας αξιώσεις των είχαν πάντοτε την υποστήριξιν της
Γαλλίας, οι δε Ορθόδοξοι υπερήσπιζαν μόνοι τα δικαιώματά των απέναντι της
Οθωμανικής εξουσίας, μέχρις ότου επ' εσχάτων απέκτησαν και την υποστήριξιν της
Ρωσίας. Ο από του 1849 γενόμενος πρόεδρος της Γαλλικής δημοκρατίας Λουδοβίκος
Ναπολέων, όστις και εις Ρώμην, ως είδομεν, υπεστήριζε τον Πάπαν, έπραξε το αυτό
και εις το ζήτημα των Αγίων Τόπων, και έπεισε την Οθωμανικήν κυβέρνησιν ν'
αναγνωρίση τινάς αξιώσεις των Λατίνων. Αλλά κατά της διαγωγής της Πύλης
διεμαρτυρήθη ο αυτοκράτωρ Νικόλαος ως προστάτης της Ορθοδοξίας. Ο Σουλτάνος
ανεκάλεσε τας εις τους Λατίνους γενομένας παραχωρήσεις. Αλλ' ο Νικόλαος θέλων να
τύχη ικανοποιήσεως περιφανεστέρας, θέλων δε και να τιμωρήση την Τουρκίαν διά την
πρώτην διαγωγήν της εις το ζήτημα, απήτησε (1852 — 1853) νέας ευρυτάτας
παραχωρήσεις υπέρ της ορθοδόξου Εκκλησίας, την παντελή ανεξαρτησίαν του
Οικουμενικού Πατριάρχου και της εις Τουρκίαν ορθοδόξου Εκκλησίας, και άλλας τινάς
προνομίας, αι οποίαι και υπό των Τούρκων και υπό των Ευρωπαίων εθεωρήθησαν ως
κλονούσαι τα θεμέλια του οθωμανικού κράτους.
Επειδή δε προ ετών ήδη ο Νικόλαος είχε προτείνει μυστικώς εις την Αγγλίαν τον διαμελισμόν της Τουρκίας, η Αγγλία υποπτεύσασα ότι ο Νικόλαος εζήτει πρόφασιν να εκτελέση τα σχέδια εκείνα, τα οποία αυτή δεν επεδοκίμαζεν, ηνώθη μετά του αυτοκράτορος ήδη (από του 1852) Ναπολέοντος και αντέπραξε κατά των Ρωσικών απαιτήσεων. Η Τουρκία, της οποίας Σουλτάνος ήτο ο Αβδούλ — Μεζίτ, ενθαρρυνθείσα εκ τούτων, απέρριψε τας αξιώσεις της Ρωσίας και ούτως εξερράγη ο πόλεμος. Η Ρωσία επετέθη κατά της Τουρκίας διά της συνήθους οδού, της Βλαχομολδαυίας, του Δουνάβεως, και της Βουλγαρίας. Αλλ' η Αυστρία, η προ μικρού υπό της Ρωσίας σωθείσα από καταστροφής κατά την Ουγγρικήν επανάστασιν, έλαβε θέσιν απειλητικήν κατά της Ρωσίας, η οποία ηναγκάσθη ούτω ν' ανακαλέση τα επί του Δουνάβεως εις Βουλγαρίαν και εις Μολδοβλαχίαν στρατεύματά της. Την Μολδοβλαχίαν κατέλαβε στρατιωτικώς τότε η Αυστρία, διά να εμποδίση πάσαν εκείθεν νέαν εκστρατείαν των Ρώσων.
Εντεύθεν η θέσις των Τούρκων και των συμμάχων εβελτιώθη. Αντί να υπερασπίζουν τας τουρκικάς χώρας κατά του επερχομένου Ρωσικού στρατού, αυτοί έλαβον επιθετικήν θέσιν και προσέβαλαν την Κριμαίαν, και ιδίως την Σεβαστούπολιν, το εκεί περίφημον Ρωσικόν φρούριον και ναύσταθμον. Οι Ρώσοι οι ίδιοι ηναγκάσθησαν τότε να βυθίσουν και καταστρέψουν τον Ρωσικόν στόλον της Μαύρης θαλάσσης. Μετά πόλεμον δε διαρκέσαντα δύο περίπου έτη, και μετά πολλάς μάχας, οι σύμμαχοι κατέλαβαν την Σεβαστούπολιν. Τότε συνωμολογήθη ειρήνη, την οποίαν διηυκόλυνεν ο έξ μήνας προ της πτώσεως της Σεβαστουπόλεως επελθών θάνατος του Νικολάου (2 Μαρτίου 1855).
Η ειρήνη αύτη συνωμολογήθη εις Παρισίους, επέβαλε δε περιορισμούς τινας και ταπεινώσεις εις την Ρωσίαν. Η προστασία των εις Τουρκίαν ορθοδόξων Χριστιανών, την οποίαν είχε λάβει η Ρωσία από του παρελθόντος αιώνος διά διαφόρων προς την Τουρκίαν συνθηκών, καθώς και της Μολδοβλαχίας η προστασία, αφηρέθησαν από την Ρωσίαν και εδόθησαν εις όλας τας μεγάλας δυνάμεις· ανεγνωρίσθη δε η ακεραιότης και η ανεξαρτησία του Σουλτάνου, όστις όμως έλαβεν απέναντι της Ευρώπης πάνδημον υποχρέωσιν να δώση ισοπολιτείαν εις τους χριστιανούς υπηκόους του και προς τούτο εξέδωκε το περίφημον σουλτανικόν διάταγμα το καλούμενον Χάττι χουμαγιούν (=ύψιστον διάταγμα). Ταπεινωτικοί όροι της συνθήκης διά την Ρωσίαν ήσαν η αφαίρεσις μικράς εκτάσεως γης παρά τον Δούναβιν και ο όρος της συνθήκης ο απαγορεύων εις αυτήν να διατηρή στόλον εις την Μαύρην θάλασσαν και να οχυρώνη τα παράλιά της· ούτω δε παρεδίδοντο ταύτα εις την διάκρισιν του εν Κωνσταντινουπόλει Τουρκικού στόλου.
Των ταπεινωτικών τούτων όρων απηλλάγη η Ρωσία μετά 15 έτη (1871), οπότε η Γαλλία ενικήθη υπό της ηνωμένης Γερμανίας. Αλλ' εν τω μεταξύ, η Γαλλία μέχρι του χρόνου εκείνου ήτο η πρώτη δύναμις της Ευρώπης και ο αυτοκράτωρ Ναπολέων Ι' εθεωρείτο διαιτητής της Ευρώπης, αντικαταστήσας κατά τα πρωτεία τον τσάρον Νικόλαον Α'.
Επωφελούμενος εκ της τοιαύτης δυνάμεώς του ο Ναπολέων επεχείρησε μετ' ολίγα έτη νέον πόλεμον κατά της Αυστρίας, έχων σύμμαχον το Πεδεμόντιον.
Το κράτος του Πεδεμοντίου ειργάζετο από του έτους 1849 διηνεκώς υπέρ της
πραγματοποιήσεως της μεγάλης Ιταλικής ιδέας της ενότητος της Ιταλίας. Το μέγιστον
κώλυμα προς τούτο ήτο, ως είπομεν, η Αυστρία, η οποία δεν ήτο δυνατόν να εκδιωχθή
από της Ιταλίας, άνευ συμμαχίας μετά μεγάλου κράτους. Τοιαύτην συμμαχίαν μετά
της Γαλλίας κατώρθωσε να παρασκευάση ο μέγας πολιτικός ανήρ και πρωθυπουργός
του Πεδεμοντίου Καβούρ. Διαρκούντος ήδη του Κριμαϊκού πολέμου, το Πεδεμόντιον
είχε πέμψει μικράν στρατιωτικήν δύναμιν κατά της Ρωσίας διά να αποκτήση την
συμπάθειαν της Γαλλίας και της Αγγλίας. Διά της πράξεώς της εκείνης έλαβε μέρος και
εις το συνέδριον της συνθήκης και παρέστησεν ούτω πρόσωπον σπουδαίας
Ευρωπαϊκής δυνάμεως.
Ο κατά της Αυστρίας πόλεμος του Πεδεμοντίου και της Γαλλίας (1859) επέφερε την ελευθέρωσιν της Λομβαρδίας, μετά τας ήττας τας οποίας έπαθεν η Αυστρία εις τας περιφήμους μάχας της Μαγέντας και του Σολφερίνου· η δε Βενετία έμεινε πάλιν υπό το κράτος της Αυστρίας. Ούτω το άμεσον κέρδος του πολέμου τούτου διά το Πεδεμόντιον και την Ιταλίαν δεν υπήρξε μέγα. Μέγιστον όμως ήτο το έμμεσον κέρδος, διότι μετά την ήτταν της Αυστρίας ο ενθουσιασμός των Ιταλών επέφερεν εις όλην την Ιταλίαν εξέγερσιν γενικήν κατά των μικρών ηγεμόνων, και ο εθνικός ήρως των Ιταλών, ο στρατηγός Ιωσήφ Γαριβάλδης, εκστρατεύσας κατά της Σικελίας και της Νεαπόλεως, κατέλυσε το κράτος της Νεαπόλεως· εξεδιώχθησαν δε μετ' ολίγον και όλοι οι άλλοι Ιταλοί ηγεμόνες, πλην του Πάπα, του οποίου όμως το κράτος περιωρίσθη εις την Ρώμην και τα πέριξ. Διότι, ως είδομεν, Γαλλικός στρατός κατείχε την Ρώμην και επροστάτευε τον Πάπαν.
Μετά την έξωσιν όλων των μικρών ηγεμόνων ο βασιλεύς Βίκτωρ Εμμανουήλ του Πεδεμοντίου εκηρύχθη βασιλεύς της ηνωμένης Ιταλίας (1861). Ούτως επραγματοποιήθη κατά μέγα μέρος η μεγάλη ιδέα των Ιταλών. Αλλ' εκ του ηνωμένου Ιταλικού κράτους έλειπεν δύο έτι λαμπραί Ιταλικαί χώραι, η Βενετία και η Ρώμη. Την Βενετίαν κατέλαβε μετ' ολίγον η Ιταλία διά του Αυστροπρωσσικού πολέμου (1866), ότε είχε συμμαχήσει μετά της Πρωσσίας εναντίον της Αυστρίας, την δε Ρώμην κατά τον Γαλλογερμανικόν πόλεμον του 1870, ότε οι Γάλλοι απέσυραν τον στρατόν εκ της Ιταλίας.
Ως είπομεν ανωτέρω, όπως ο Ιταλικός, ούτω και ο Γερμανικός λαός ως μεγάλην ιδέαν
είχε την ένωσιν της Γερμανίας εις έν ισχυρόν Γερμανικόν κράτος. Aι κατά τα έτη 1848
— 1849 γενόμεναι προς τούτο απόπειραι απέτυχαν, απέδειξαν όμως ότι, διά να γείνη
τοιαύτη ένωσις, έπρεπε μία των δύο μεγάλων Γερμανικών δυνάμεων, η Αυστρία ή η
Πρωσσία, να εξέλθη της Γερμανικής ομοσπονδίας, η δε ομοσπονδία αύτη έπρεπε να
διοργανωθή υπό την στρατιωτικήν και πολιτικήν ηγεμονίαν της μενούσης εις την
ομοσπονδίαν μεγάλης Γερμανικής δυνάμεως. Η κοινή γνώμη εις Γερμανίαν ήθελε
μάλλον την έξωσιν της Αυστρίας εκ της ομοσπονδίας και την ηγεμονίαν της Πρωσσίας.
Την απαίτησιν ταύτην της κοινής γνώμης επραγματοποίησε διά βιαίων μέσων ο από
του 1862 γενόμενος πρωθυπουργός της Πρωσσίας Όθων Βίσμαρκ.
Ο Βίσμαρκ κατ' αρχάς συνομολόγησε συμμαχίαν μετά της Αυστρίας εναντίον της Δανίας.
Δύο χώραι Γερμανικαί εις την βόρειον Γερμανίαν, η Ολσατία ή Χόλστεϊν και το Σλέσβικον, τα λεγόμενα Παράλβια δουκάτα (ως κείμενα παρά τον ποταμόν Άλβιν), ήσαν κτήσεις του βασιλικού οίκου της Δανίας. Οι κατοικούντες εις τα δουκάτα εκείνα Γερμανοί απεστρέφοντο την Δανικήν κυριαρχίαν και πολλάκις επανέστησαν κατά ταύτης βοηθούμενοι ηθικώς υπό του Γερμανικού λαού. Η κοινή γνώμη εις Γερμανίαν απήτει να αποσπασθούν τα δουκάτα από την Δανίαν, αλλ' ούτε η Γερμανική ομοσπονδία ούτε οιονδήποτε Γερμανικόν κράτος ανελάμβανε το έργον τούτο. Τέλος ο Βίσμαρκ κατώρθωσε να ενώση τα δύο ισχυρότατα Γερμανικά κράτη, Αυστρίαν και Πρωσσίαν, εις συμμαχίαν κατά της Δανίας. Εις τον πόλεμον τον προελθόντα εντεύθεν (1864) οι Δανοί, καίτοι ήσαν ολίγοι και αδύνατοι, αντέταξαν ισχυράν αντίστασιν αλλ' ενικήθησαν μετά ένδοξον αγώνα. Τα δουκάτα τότε κατελήφθησαν υπό της Αυστρίας και Πρωσσίας, αλλ' εις το ζήτημα της κατοχής των δουκάτων αι δύο Δυνάμεις περιήλθαν εις έριδας, αι οποίαι απέληξαν εις τον πόλεμον του 1866. Τον πόλεμον τούτον ήθελεν ο Βίσμαρκ ως και ο βασιλεύς Γουλιέλμος Α' της Πρωσσίας, όχι μόνον διά την κτήσιν των δουκάτων, αλλά και διά να εκδιωχθή η Αυστρία από την Γερμανικήν ομοσπονδίαν. Τούτο επέτυχε διά των λαμπρών νικών των Πρώσσων εναντίον των Αυστριακών και των μετ' αυτών συμμαχησάντων Γερμανικών κρατών (Βαυαρίας, Σαξονίας, Αννοβέρου, Βυρτεμβέργης, Βάδεν, Έσσης Κασσέλης, Έσσης Δαρμστάδης, Νασσάου), και ιδίως διά της περιφήμου μάχης της Σαδόβας. Η μετά την νίκην ταύτην συνομολογηθείσα συνθήκη της Πράγας τα μεν δουκάτα παρέδιδεν εις την Πρωσσίαν, την δε Αυστρίαν υπεχρέωσε να εξέλθη της Γερμανικής ομοσπονδίας.
Η ομοσπονδία αύτη μετερρυθμίζετο ως εξής: Αντί της Γερμανικής ομοσπονδίας, χαλαρώς και ασθενώς ωργανωμένης, οποία ήτο η του 1815, ιδρύθη ομοσπονδία των κρατών της βορείου Γερμανίας ισχυρώς ωργανωμένη υπό την στρατιωτικήν και πολιτικήν ηγεμονίαν της Πρωσσίας, της οποίας ο βασιλεύς έγεινε στρατιωτικός ηγεμών της ομοσπονδίας. Η Πρωσσία δε διηύθυνε και την εξωτερικήν πολιτικήν της ομοσπονδίας. Πλην τούτου κράτη τινά Γερμανικά εκ των νικηθέντων (το βασίλειον του Αννοβέρου, το μέγα δουκάτον της Έσσης Κασσέλης, το δουκάτον της Νασσάου και η ελευθέρα πόλις Φραγκφούρτη), προσηρτήθησαν εις το βασίλειον της Πρωσσίας. Τα κράτη της νοτίου Γερμανίας, τα βασίλεια της Βαυαρίας, Βυρτεμβέργης και το μέγα δουκάτον της Βάδης, έμεναν εκτός της ομοσπονδίας, αλλά και ταύτα συνεδέοντο δι' ιδιαιτέρων συμμαχικών συνθηκών προς την Πρωσσίαν και την Ομοσπονδίαν.
Εις τον Αυστροπρωσσικόν τούτον πόλεμον η Ιταλία επολέμησε κατά της Αυστρίας, συνομολογήσασα συμμαχίαν προς την Πρωσσίαν. Οι Ιταλοί ενικήθησαν υπό των Αυστριακών κατά γην και κατά θάλασσαν. Μεθ' όλα ταύτα διά των νικών της Πρωσσίας η Βενετία εδόθη υπό της Αυστρίας εις την Γαλλίαν, η οποία την παρεχώρησεν εις την Ιταλίαν, ώστε προς συμπλήρωσιν της Ιταλικής ενότητος έμενε μόνον η ένωσις της Ρώμης.
Φυσική και λογική ακολουθία του Αυστροπρωσσικού πολέμου ήτο ο πόλεμος ο
Γαλλοπρωσσικός ή Γαλλογερμανικός. Ανέκαθεν, από αιώνων, πολιτική της Γαλλίας
θεμελιώδης ήτο να μη ενωθή η Γερμανία εις κράτος ισχυρόν, διότι η ύπαρξις
ηνωμένης και ισχυράς Γερμανίας εθεωρείτο εμπόδιον εις την επί την Ευρώπην
πολιτικήν ηγεμονίαν, την οποίαν ανέκαθεν επεζήτουν οι ισχυροί ηγεμόνες της Γαλλίας.
Διά τούτο πολιτική αυτών ήτο να διατηρούν την διαίρεσιν της Γερμανίας υπό το
πρόσχημα της υποστηρίξεως των μικρών Γερμανικών κρατών, πρότερον μεν εναντίον
της Αυστρίας, κατόπιν δε εναντίον της Πρωσσίας. Αι νίκαι λοιπόν της Πρωσσίας κατά
το 1866, η αύξησις αυτής διά της προσαρτήσεως των παραλβίων δουκάτων και των
κρατών των διά του πολέμου καταλυθέντων, έτι δε και η ένωσις μεγάλου μέρους της
Γερμανίας υπό την στρατιωτικήν ηγεμονίαν αυτής ήσαν εναντίον των συμφερόντων
της Γαλλίας.
Ο πόλεμος καθίστατο αναγκαίος διά τον Ναπολέοντα Γ' και διότι ούτος είχεν υποστή ικανάς αποτυχίας πολιτικάς και στρατιωτικάς. Εκστρατεία τις κατά του Μεξικού εις Αμερικήν επιτυχής εν αρχή, ατυχεστάτη εις το τέλος, είχεν ελαττώσει πολύ την δόξαν της αυτοκρατορίας του προ των οφθαλμών του Γαλλικού λαού. Συνετέλει εις την κατά του Ναπολέοντος δυσαρέσκειαν του Γαλλικού λαού και η αποτυχία της κατά το 1863 μεγάλης επαναστάσεως των Πολωνών κατά της Ρωσίας· η Ρωσία, υποστηριζομένη υπό της Πρωσσίας, κατέστειλεν αμειλίκτως την επανάστασιν, μη πτοηθείσα εκ των περί πολέμου απειλών, της Γαλλίας. Ταύτα πάντα κατέρριψαν την ηθικήν δύναμιν του Ναπολέοντος και η δημοκρατική κατ' αυτού αντιπολίτευσις έγεινεν ισχυρά, αναγκάσασα αυτόν να μεταρρυθμίση το 1870, το σύνταγμα της αυτοκρατορίας επί το φιλελευθερώτερον. Αλλά κατά το αυτό έτος 1870 εις Ισπανίαν, όπου κατά το 1868 κατόπιν επαναστάσεως είχε διωχθή η βασιλεύουσα Βουρβωνική δυναστεία, ο θρόνος έμενε κενός· κατά συνέπειαν δε μυστικών διαπραγματεύσεων προσεκαλείτο ως βασιλεύς της Ισπανίας Γερμανός ηγεμών, συγγενής του βασιλικού οίκου της Πρωσσίας. Την νέαν ταύτην επιτυχίαν της Πρωσσίας μη στέργουσα η κυβέρνησις του Ναπολέοντος περιεπλέχθη εις διαμαρτυρήσεις και διαπραγματεύσεις, συνέπεια των οποίων ήτο η έκρηξις πολέμου κατά της Πρωσσίας.
Αλλ' εις τον πόλεμον τούτον εφάνη η στρατιωτική υπεροχή της Πρωσσίας και της Γερμανίας. Η νότιος Γερμανία μείνασα πιστή εις την υπό την Πρωσσίαν ομοσπονδίαν της βορείου Γερμανίας εξεστράτευσεν ομού, ο δε ηνωμένος Γερμανικός στρατός υπό τη αρχιστρατηγίαν του βασιλέως Γουλιέλμου Α', έχων στρατιωτικούς αρχηγούς ικανωτάτους και μάλιστα τον γενικόν αρχηγόν του επιτελείου, τον μεγαλοφυά Μόλτκε, εκέρδισε σειράν αιματηρών αλλά λαμπρών νικών. Στρατοί ολόκληροι μεγάλοι ηχμαλωτίσθησαν, φρούρια μεγάλα εξ εφόδου ή διά πολιορκίας εκυριεύθησαν· αυτή η πόλις των Παρισίων πολιορκηθείσα μετά πεντάμηνον πολιορκίαν παρεδόθη.
Διαρκούντος του πολέμου, προ της πολιορκίας έτι των Παρισίων, ο αυτοκράτωρ Ναπολέων, μετά τας πρώτας μεγάλας αποτυχίας, παρεδόθη εν Σεδάν αιχμάλωτος μετά στρατού 180 χιλ. εις τον βασιλέα της Πρωσσίας (2 7βρίου 1870). Την παράδοσιν του Ναπολέοντος ηκολούθησεν εις Παρισίους επανάστασις, ανατρέψασα την δυναστείαν του Ναπολέοντος και κηρύξασα την δημοκρατίαν (4 Σεπτεμβρίου 1870).
Μετά δε την παράδοσιν των Παρισίων (κατά Φεβρουάριον) συνελθούσα εθνική Συνέλευσις συνωμολόγησε διά του Θιέρσου, τον οποίον διώρισε τότε αρχηγόν της εκτελεστικής εξουσίας, έπειτα δε και Πρόεδρον της Γαλλικής δημοκρατίας, ειρήνην προκαταρκτικήν προς τον νικητήν, ήτις έγεινεν οριστική διά της συνθήκης της Φραγκφούρτης. Διά της ειρήνης ταύτης η Γαλλία απώλεσε δύο μεγάλας επαρχίας, την Αλσατίαν και μέρος της Λοθαριγγίας, αίτινες προσηρτήθησαν εις το Γερμανικόν κράτος, και υπεχρεώθη να πληρώση εις την Γερμανίαν πέντε δισεκατομμύρια φράγκα, μέχρι της τελείας πληρωμής των οποίων μέρος του Γαλλικού εδάφους κατείχετο υπό Γερμανικών στρατευμάτων.
Διά του Γαλλογερμανικού πολέμου η Γαλλία απώλεσε την από του Κριμαϊκού ιδίως πολέμου αποκτηθείσαν πρώτην θέσιν και μεγάλην δύναμιν εις Ευρώπην. Τουναντίον δε η Πρωσσία, και μετ' αυτής η Γερμανία, κατέστη πρώτη στρατιωτική δύναμις της Ευρώπης και προσέλαβε μεγάλην πολιτικήν δύναμιν. Και εσωτερικώς δε επίσης ενισχύθη η Γερμανία. Διότι η της Πρωσσίας ηγεμονία εξετάθη εις όλην την Γερμανίαν, και τα νότια κράτη εισήλθαν εις την Γερμανικήν ομοσπονδίαν, η οποία δεν ήτο πλέον ομοσπονδία της βορείου Γερμανίας, αλλά της όλης Γερμανίας. Ωνομάσθη μάλιστα τώρα Γερμανική αυτοκρατορία ή Γερμανικόν κράτος, διότι διαρκούντος έτι του πολέμου ο πρόεδρος και αρχιστράτηγος της ομοσπονδίας, ο βασιλεύς δηλαδή της Πρωσσίας, ανηγορεύθη υπό των Γερμανών ηγεμόνων «αυτοκράτωρ». Η αναγόρευσις έγεινεν εις Βερσαλλίας, εντός των περιφήμων ανακτόρων του Λουδοβίκου ΙΔ', εκείνου δηλαδή του βασιλέως της Γαλλίας, ο οποίος, όπως ύστερον ο Ναπολέων, είχε ταπεινώσει τα μέγιστα την Γερμανίαν.
Μεγάλην ωφέλειαν εκ του Γαλλογερμανικού πολέμου έλαβε και η Ρωσία, ήτις
συνδεθείσα διά κρυφίας συνεννοήσεως προς την Πρωσσίαν, ημπόδισε την Αυστρίαν
του να έλθη εις βοήθειαν της Γαλλίας· αυτή δε διαρκούντος του πολέμου απηλλάγη
από των ταπεινωτικωτάτων όρων της Παρισινής συνθήκης, από του όρου δηλονότι του
απαγορεύοντος να διατηρή στόλον εις την Μαύρην θάλασσαν και να οχυρώνη τα κατά
την θάλασσαν ταύτην παράλιά της. Η Ρωσία εκήρυξεν εις την Τουρκίαν και εις τας
μεγάλας Δυνάμεις της Ευρώπης ότι δεν υποτάσσεται πλέον εις τον όρον τούτον. Ο
απότομος ούτος τρόπος εξέπληξε μεν τας κυβερνήσεις, αλλ' ουδεμία τούτων ηδύνατο
να αναλάβη πόλεμον κατά της Ρωσίας· η Γαλλία έκειτο νικημένη και παλαίουσα
αγώνα περί ζωής και θανάτου· η Πρωσσία υπεστήριζε την Ρωσίαν· ούτω δε και αι
άλλαι Δυνάμεις υπεχρεώθησαν να συναινέσουν εις την αξίωσιν της Ρωσίας και διά
Συνδιασκέψεως των πρέσβεων εις Λονδίνον (κατά Ιανουάριον του 1871) κατήργησαν
τον όρον εκείνον της Παρισινής συνθήκης.
Διαρκούντος του πολέμου και οι Ιταλοί έγειναν κύριοι της Ρώμης, αφού η Γαλλία ηναγκάσθη προς υπεράσπισιν του εδάφους της ν' ανακαλέση τον εις Ρώμην στρατόν της κατοχής. Ούτω δε ο Ιταλικός στρατός, μετά μικράν αντίστασιν του παπικού στρατού, κατέλαβε την Ρώμην (20 Σεπτεμβρίου 1870), η οποία έγεινεν έκτοτε η πρωτεύουσα του βασιλείου, και ούτω συνεπληρώθη η ένωσις της Ιταλίας.
Η Ρωσία όπως προ του πολέμου ούτω και μετά τον πόλεμον διετήρει φιλικωτάτας
σχέσεις προς την Γερμανίαν. Αλλά και η Αυστρία, η από του 1866 μέχρι του 1870
ζητούσα περίστασιν διά να εκδικηθή την Πρωσσίαν, μετά τας πρωτοφανείς επιτυχίας
της δυνάμεως ταύτης εφάνη πρόθυμος να συνάψη φιλικάς σχέσεις προς την νέαν
Γερμανίαν. Η Γερμανική πολιτική, την οποίαν διηύθυνε πάντοτε ο εις πρίγκιπα
προαχθείς Βίσμαρκ, έσπευσε να ενώση εις φιλικόν σύνδεσμον τας τρεις
αυτοκρατορίας, Γερμανίαν, Ρωσίαν και Αυστρίαν, διά να απομονώση την Γαλλίαν.
Ένεκα της τοιαύτης των τριών αυτοκρατόρων συμμαχίας, έτι δε και διά της απαλλαγής
της Ρωσίας από των ταπεινωτικών όρων της Παρισινής συνθήκης, και η θέσις της
Ρωσίας εις την Ανατολήν και εις την Δύσιν υψώθη πάλιν και ενισχύθη. Ούτως ηδυνήθη
αύτη μετά τινα έτη, το 1877, να κηρύξη πόλεμον κατά της Τουρκίας.
Αφορμή του πολέμου τούτου ήτο η επανάστασις της Ερζεγοβίνης και Βοσνίας, αρχίσασα το 1875, και ο ένεκα της επαναστάσεως ταύτης επελθών το επόμενον έτος πόλεμος της Σερβίας και του Μαυροβουνίου κατά της Τουρκίας, και προς τούτοις η τότε γενομένη επανάστασις εις Βουλγαρίαν, ότε εξηρεθίσθησαν οι εντόπιοι Τούρκοι και προέβησαν εις σφαγάς, αι οποίαι συγκινήσασαι την Ευρώπην και μάλιστα την εις Αγγλίαν κοινήν γνώμην έδωκαν εις την Ρωσίαν αφορμήν πολέμου. Εν τω μεταξύ εν Τουρκία ο από του 1861 βασιλεύων Σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ, αδελφός και διάδοχος του Αβδούλ Μεδζίτ, έπεσεν από του θρόνου διά συνωμοσίας και εφονεύθη. Ο διαδεχθείς, αυτόν ανεψιός του, υιός του Αβδούλ Μεδζίτ, Μουράτ Ε' μετά τριών μηνών βασιλείαν απεμακρύνθη του θρόνου ένεκεν ασθενείας και ανήλθεν εις αυτόν (κατ' Αύγουστον του 1876) ο Χαμίτ Β'.
Ο πόλεμος ούτος αρχίσας κατ' Απρίλιον του 1877 διήρκεσεν ένδεκα μήνας, αι δε πολεμικαί πράξεις εγένοντο και εις Ευρώπην και εις Ασίαν. Επολέμησαν δε μετά της Ρωσίας εναντίον της Τουρκίας, το Μαυροβούνιον, η Σερβία (εκ νέου) και η Ρωμουνία. Οι Ρώσοι μετά τινας κατ' αρχάς αποτυχίας εφάνησαν νικηταί και εις Ασίαν, όπου εκυρίευσαν τα περίφημα φρούρια Αρδαχάν και Καρς, και εις Ευρώπην, όπου διαβάντες τον Αίμον επροχώρησαν μέχρι των προθύρων της Κωνσταντινουπόλεως και επέβαλαν εις την Τουρκίαν την συνθήκην του Αγίου Στεφάνου. Διά της συνθήκης ταύτης, πλην άλλων, όλη σχεδόν η Μακεδονία και μέγα μέρος της Θράκης απετέλει Βουλγαρικόν κράτος. Αλλ' η Αγγλία μετ' απειλής πολέμου διεμαρτυρήθη και υπεχρέωσε την Ρωσίαν να υποβάλη εις τον έλεγχον της Ευρώπης την συνθήκην. Ούτω δε συνεκροτήθη το συνέδριον του Βερολίνου, όπου οι υπουργοί των έξ μεγάλων Δυνάμεων και οι αντιπρόσωποι της Τουρκίας συνωμολόγησαν την Βερολίνιον συνθήκην την αποτελούσαν και σήμερον έτι την βάσιν του εις την Ανατολήν πολιτικού καθεστώτος.
Διά της συνθήκης ταύτης η Ρωσία έλαβε σπουδαίαν έκτασιν γης εις Ασίαν μετά των οχυρών φρουρίων Αρδαχάν, Καρς, Βατούμ, και πολεμικήν αποζημίωσιν, της οποίας το υπόλοιπον εξακολουθεί να πληρώνη η Τουρκία κατά ετησίας δόσεις· η Ρωμουνία εκηρύχθη ανεξάρτητος, επίσης δε η Σερβία και το Μαυροβούνιον (η Ρωμουνία και η Σερβία μετ' ολίγον εκηρύχθησαν βασίλεια). Η Μακεδονία απεδόθη εις την Τουρκίαν· μέρος της Θράκης (το βόρειον) απετέλεσεν αυτόνομον επαρχίαν, την Ανατολικήν Ρωμυλίαν· η δε μεταξύ του Αίμου και του Δουνάβεως κειμένη χώρα, η Βουλγαρία, έγεινεν ηγεμονία υποτελής εις τον Σουλτάνον· αλλά μέρος της Βουλγαρίας ταύτης (η Δόβρουτσα) εδόθη εις την Ρωμουνίαν διά να αποδώση αύτη εις την Ρωσίαν το διά της συνθήκης των Παρισίων (1855) αφαιρεθέν απ' αυτής παρά τον Δούναβιν έδαφος, το οποίον όμως η Ρωμουνία ηναγκάσθη ύστερον ν' αποδώση, εις την Ρωσίαν. Εις την Αυστρίαν εδόθη το δικαίωμα να κατέχη στρατιωτικώς την Βοσνίαν και την Ερζεγοβίνην. Εις το Μαυροβούνιον εδόθη μικρόν μέρος της Ερζεγοβίνης, ως και μικρόν μέρος της άνω Αλβανίας, μικρόν δε μέρος της Βουλγαρίας εδόθη εις την Σερβίαν. Η Ελλάς και η Τουρκία προσεκλήθησαν να μεταρρυθμίσουν τα όριά των παραχωρουμένης εις την Ελλάδα της Θεσσαλίας και της Ηπείρου μέχρι του Καλαμά. Αλλ' η παραχώρησις έγεινε μόλις μετά τρία έτη (1881), και περιωρίσθη μόνον εις την Θεσσαλίαν (πλην της Ελασσώνος) και εις μικρόν μέρος της Ηπείρου.
Συγχρόνως σχεδόν προς την Βερολίνιον συνθήκην συνωμολογήθη μεταξύ
Αγγλίας και Τουρκίας η περί Κύπρου σύμβασις, διά της οποίας η Κύπρος περιήλθεν εις
την κατοχήν της Αγγλίας· η Αγγλία ανέλαβε την υποχρέωσιν να υπερασπίση εναντίον
της Ρωσίας τας υπολειπομένας Ανατολικάς κτήσεις του Σουλτάνου.
Το 1879 επελθούσης ψυχρότητος εις τας Ρωσογερμανικάς σχέσεις συνωμολογήθη συμμαχία αμυντική μεταξύ Γερμανίας και Αυστρίας εναντίον της Ρωσίας.
Το 1881 η Γαλλία, επί προφάσει εκστρατείας κατά φυλής ληστρικής εις Τύνιδα, κατέλαβε στρατιωτικώς την χώραν ταύτην, εναντίον των διαμαρτυρήσεων του Σουλτάνου, και διατηρεί αυτήν μέχρι σήμερον.
Κατά το αυτό έτος, φονευθέντος υπό αναρχικών συνωμοτών του Τσάρου Αλεξάνδρου Β', ανήλθεν εις τον Ρωσικόν θρόνον ο Αλέξανδρος Γ'.
Το 1882 η Αγγλία, επωφελουμένη εκ της εις Αίγυπτον στάσεως του Αραβή, κατέλαβε στρατιωτικώς την χώραν, την οποίαν και κατέχει μέχρι σήμερον.
Το 1884 η Γαλλία προσήρτησεν εις το Ασιατικόν αυτής κράτος το Τογκίνον.
Το 1885 διά στάσεως εις Φιλιππούπολιν εξεδιώχθη ο διοικητής της Ανατολικής Ρωμυλίας και η χώρα αύτη εκήρυξε την ένωσίν της μετά της Βουλγαρικής ηγεμονίας. Εκ τούτου προήλθε πόλεμος μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας, εις τον οποίον ενικήθησαν οι Σέρβοι. Το αυτό γεγονός επροκάλεσεν επιστράτευσιν εις Ελλάδα, αλλ' ο πόλεμος ημποδίσθη διά του αποκλεισμού των παραλίων της Ελλάδος υπό των στόλων τινών των μεγάλων Δυνάμεων (το 1886).
Το 1888 απέθαναν ο γηραιός Γερμανός αυτοκράτωρ Γουλιέλμος Α' και μετά τρίμηνον βασιλείαν του ασθενούντος υιού αυτού Φρειδερίκου Γ' και τον θάνατον αυτού ανήλθεν εις τον Πρωσσικόν και Γερμανικόν θρόνον ο Γουλιέλμος Β'.
Το 1891 έγεινε προσέγγισις μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας, η οποία κατά τα επόμενα έτη επέφερεν oριστικήν μεταξύ των κρατών τούτων συμμαχίαν, την λεγομένην διπλήν.
Το 1894 απέθαναν ο Τσάρος Αλέξανδρος Γ' και διεδέχθη αυτόν ο υιός αυτού Νικόλαος Β'.
Το 1895 απόπειραι στάσεων εις Αρμενίαν επροκάλεσαν σφαγάς Αρμενίων εν Κωνσταντινουπόλει, αι οποίαι επανελήφθησαν και το επόμενον έτος και εις Κωνσταντινούπολιν και εις τας Ασιατικάς επαρχίας χωρίς να επιφέρουν την ενεργόν διαμαρτύρησιν ή επέμβασιν των Δυνάμεων υπέρ των Αρμενίων.
Το σχέδιον των εις την Τουρκικήν διοίκησιν μεταρρυθμίσεων, το οποίον αι Δυνάμεις εζήτουν να εφαρμόσουν εις Τουρκίαν εξ αφορμής των σφαγών τούτων εναυάγησεν ένεκα των κατά το έτος 1897 νέων περιπλοκών του Κρητικού ζητήματος, εκ των οποίων προήλθεν ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Το 1898 εξερράγη ένεκα της επαναστάσεως της νήσου Κούβας πόλεμος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Βορείου Αμερικής και της Ισπανίας, εις τον οποίον η Ισπανία ηττηθείσα ηναγκάσθη ν' αποχωρήση της Κούβας και να παραχωρήση όλας σχεδόν τας υπολειπομένας κτήσεις της εις την Αμερικήν, ως και τας Φιλιππίνας νήσους, εις τας Ηνωμένας Πολιτείας.
Το 1899 οι Άγγλοι εισεχώρησαν νικηφόροι εις το Σουδάν, καταλύσαντες το κράτος του διαδόχου (Χαλίφα) του Μάγδη. Το αυτό έτος περιεπλάκησαν εις τον κατά των Βόερς του Τράνσβααλ και της Οράγγης εις την Νότιον Αφρικήν πόλεμον, όστις διαρκεί έτι και κατά το 1900, στραφείς οριστικώς υπέρ των Άγγλων.
Το 1899 ο Τσάρος Νικόλαος Β' συνεκάλεσεν όλα τα κράτη του κόσμου εις μεγάλην περί ειρήνης Σύνοδον εν Άγη της Ολλανδίας. Η Σύνοδος αφοπλισμού έλαβε γενικάς τινας αποφάσεις υπέρ της Ειρήνης και της ελαττώσεως των δεινών του πολέμου. Τα πρακτικά της Συνόδου επεκυρώθησαν τω 1900.
Το 1900 μέγα ειρηνικόν έργον, η παγκόσμιος Έκθεσις των Παρισίων πανηγυρίζει το τέλος του 19ου και την αρχήν του 20ου αιώνος.
Ο εικοστός αιών, εις τον οποίον εισερχόμεθα, παραλαμβάνει από τον 19ον αιώνα πολλά εκκρεμή ζητήματα. Έν των σοβαρωτέρων και σημαντικωτέρων είναι το ζήτημα των ευρωπαϊκών αποικισμών.
Τα μεγάλα κράτη αισθάνονται την ανάγκην επεκτάσεως πέραν και εκτός της Ευρώπης. Η μεγάλη αύξησις του πληθυσμού, η τεραστία ανάπτυξις της βιομηχανίας κατά συνέπειαν των πολλών και μεγάλων εφευρέσεων του λήγοντος αιώνος, και αι αυξανόμεναι απαιτήσεις των εργατικών τάξεων ένεκα του κοινωνικού ζητήματος, όλα ταύτα ομού αναγκάζουν τας μεγάλας δυνάμεις να στρέφουν τα βλέμματα προς άλλας ηπείρους, ιδίως προς την Ανατολικήν Ασίαν και προς τα παράλια και τα ενδότερα της Αφρικής. Ανεφέραμεν ήδη εν συντόμω διάφορα παραδείγματα των τοιούτων αποικιακών κατακτήσεων διαφόρων Ευρωπαϊκών κρατών. Σήμερον δε παριστάμεθα μάρτυρες του εις την νότιον Αφρικήν πεισματώδους πολέμου μεταξύ των Ολλανδών εκεί αποίκων και της Αγγλίας, της οποίας η νίκη θα συνεπιφέρη την αύξησιν των μεγάλων ήδη Αφρικανικών της κτήσεων. Εις δε την Κίναν, η επέκτασις της Ευρωπαϊκής επιρροής, η διά του προσηλυτισμού διάδοσις του Χριστιανισμού, και η επιδίωξις μεγάλων επιχειρήσεων εμπορικών ή δημοσίων έργων αφύπνισαν την αντιζηλίαν και το μίσος των εγχωρίων, και επέφεραν τας περιπλοκάς αι οποίαι απέληξαν εις τον συνασπισμόν των πολιτισμένων κρατών εναντίον της Κίνας. Αλλ' επειδή όλαι αι μεγάλαι δυνάμεις αποβλέπουν εις την απόκτησιν χωρών εις Ασίαν ή εις Αφρικήν, αι τοιαύται επιχειρήσεις, ένεκα των συγκρουομένων Ευρωπαϊκών συμφερόντων, περιέχουν τον κίνδυνον περιπλοκών και διανοίγουν νέους ορίζοντας διά την ιστορίαν του μέλλοντος.
Η ιστορία της Ελλάδος κατά το δεύτερον ήμισυ του 19ου αιώνος συγκεφαλαιούται εις
τα εξής:
Το 1854 κατά τον Κριμαϊκόν πόλεμον έγεινεν επανάστασις εις Θεσσαλίαν και Ήπειρον, υποστηριζομένη από την Ελλάδα, αλλά κατεστάλη υπό των Αγγλογάλλων διά της κατοχής του Πειραιώς.
Το 1862 έγεινε μεταπολίτευσις διά της πτώσεως του Όθωνος και της Βαυαρικής δυναστείας.
Κατά τα έτη 1862 και 1863 εθνική συνέλευσις συνελθούσα έδωκε νέον σύνταγμα εις την Ελλάδα και εξέλεξε βασιλέα των Ελλήνων τον εκ της Δανικής δυναστείας (Χόλσταϊν Σόνδερβουργ Γλύκσβουργ) ηγεμονόπαιδα Γεώργιον.
Το 1866 εξερράγη επανάστασις εις Κρήτην διαρκέσασα μέχρι του 1869. Περί το τέλος του 1868 η επανάστασις αύτη επέφερε την μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος διακοπήν σχέσεων. Αλλ' ο απειλούμενος πόλεμος απεσοβήθη διά της Συνδιασκέψεως των Παρισίων (1869).
Το 1881, μετά τον Ρωσοτουρκικόν πόλεμον, προσετέθη η Θεσσαλία και μικρόν μέρος της Ηπείρου εις την Ελλάδα. Το 1885 η ένωσις της Ανατολικής Ρωμυλίας μετά της Βουλγαρίας επροκάλεσε την διαμαρτυρίαν της Ελληνικής κυβερνήσεως και την επιστράτευσιν του Ελληνικού στρατού. Αλλ' η επέμβασις των Δυνάμεων και ο αποκλεισμός των Ελληνικών παραλίων αφώπλισε την Ελλάδα και αποκατέστησε την ειρήνην.
Το 1892 η οικονομική κατάστασις του κράτους εδεινώθη τόσον, ώστε η Κυβέρνησις ηναγκάσθη να ελαττώση εις 30 % την υπηρεσίαν του δημοσίου χρέους.
Το 1897 η από του προηγουμένου ήδη έτους, δεινωθείσα των πραγμάτων κατάστασις εις Κρήτην εδεινώθη έτι περισσότερον και υπεχρέωσε την Ελληνικήν κυβέρνησιν να πέμψη στόλον και στρατόν εις την νήσον και να κηρύξη την προσάρτησίν της. Κατ' ακολουθίαν της επεμβάσεως ταύτης επήλθεν ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Αι ήτται της Ελλάδος επέβαλαν εις αυτήν πολεμικήν αποζημίωσιν και παραχώρησιν τινών στρατηγικών θέσεων κατά τα όρια. Εγκατεστάθη δε εις την Ελλάδα ο Ευρωπαϊκός έλεγχος διά την υπηρεσίαν του προς το εξωτερικόν δημοσίου χρέους. Ουχ ήττον η Κρήτη διά των ισχυρών ενεργειών τεσσάρων Δυνάμεων, Αγγλίας, Ρωσίας, Γαλλίας και Ιταλίας, έγεινεν αυτόνομος πολιτεία.
ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ | |
---|---|
Σελ. | |
Εισαγωγή | 3 |
Η Ευρώπη προ του 19 μ. Χ. αιώνος | 3 |
Αι παραμοναί του 19 αιώνος | 12 |
Η Ευρώπη κατά τον 19 αιώνα | 25 |
α') Η Γαλλία και η Ευρώπη έως του 1815 | 25 |
β') Η Βιενναία Συνθήκη και η Ιερά Συμμαχία | 34 |
γ') Η Ευρώπη από τον 1815 έως του 1830 | 37 |
δ') Η Ελληνική Επανάστασις του 1821 | 41 |
ε') Η Ευρώπη από τον 1830 έως του 1848 | 44 |
στ') Τα έτη 1848 — 1849 | 49 |
ζ') Ο Κριμαϊκός πόλεμος | 58 |
η') Γαλλοϊταλικός πόλεμος κατά της Αυστρίας και η
ελευθέρωσις και ένωσις της Ιταλίας |
61 |
θ') Αυστροπρωσσικός πόλεμος του 1866 | 63 |
ι') Ο Γαλλογερμανικός πόλεμος 1870 — 1871 | 66 |
ια') Η Ρωσία μετά τον Γαλλογερμανικόν πόλεμον | 69 |
ιβ') Η τριπλή συμμαχία και ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος
του 1877 — 1878 |
70 |
ιγ') Τα μετά την Βερολίνιον συνθήκην | 74 |
ιδ') Η Ελλάς 1850 — 1900 | 78 |
ΙΔΡΥΣΙΣ ΑΥΤΗΣ διά του από 30 Μαρτίου 1841 νόμου.
ΜΕΤΟΧΙΚΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ κατατεθειμένον δρ. 20,000,000.
ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟΝ τακτικόν και έκτακτον » 18,500,000.
ΜΕΤΟΧΑΙ 20,000 προς δραχμάς 1000 εκάστη.
ΕΔΡΑ αι Αθήναι.
ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ αυτής, Διοικητής (αναπληρούμενος υπό δύo Υποδιοικητών) προεδρεύων δωδεκαμελούς Συμβουλίου, όπερ συνεδριάζει επί παρουσία Βασιλικού Επιτρόπου.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΣΤ. ΣΤΡΕΙΤ.
ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΑΙ Ιω. Α. Βαλαωρίτης και Ιω. Ευταξίας.
ΕΡΓΑΣΙΑΙ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ. Προνόμιον εκδόσεως τραπεζικών γραμματίων. — Προεξοφλήσεις εμπορικών γραμματίων. — Δάνεια επί υποθήκη. — Χορηγήσεις επί ενεχύρω εμπορευμάτων. — Δάνεια επί ενεχύρω τίτλων. — Πιστώσεις δι' ανοικτού λογαριασμού, επί υποθήκη και ενεχύρω. — Καταθέσεις άτοκοι. — Καταθέσεις έντοκοι υπό προθεσμίαν κατά κλίμακα τόκων. — Έκδοσις δανείων δι' ομολογιών. — Παρακαταθήκαι. — Αγορά και πώλησις συναλλαγμάτων Εξωτερικών. — Συμμετοχή εις εγχωρίους Εταιρείας — Χορηγήσεις εις γεωργούς και κτηματίας. — Δάνεια εις Δήμους, εις την Κυβέρνησιν και άλλα νομικά πρόσωπα. — Υπηρεσία δημοσίων και άλλων δανείων. — Κίνησις κεφαλαίων δι' επιταγών εν τω Εσωτερικώ. — Ταμείον τίτλων προς φύλαξιν. — Ταμιευτήριον (caisse d' épargne).
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ εις Αγρίνιον, Αίγιον, Άμφισσαν, Άρταν, Αταλάντην, Βόλον, Γύθειον, Δημητσάναν, Θήβας, Θήραν, Καλάβρυτα, Καλάμας, Καρδίτσαν, Κόρινθον, Κυπαρισσίαν, Λαμίαν, Λάρισαν, Λεβαδείαν, Λευκάδα, Μεγαλόπολιν, Μεσολόγγιον, Ναύπακτον, Ναύπλιον, Πάτρας, Πειραιά, Πόρον, Πύλον, Πύργον, Σκόπελον, Σπάρτην, Σύρov, Τρίκκαλα, Τρίπολιν, Χαλκίδα.
ΙΔΡΥΣΙΣ ΑΥΤΗΣ διά του από 29 Μαΐου 1873 Β. Διατάγματος. ΕΔΡΑ αι Αθήναι.
ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑ εν Πειραιεί, Πάτραις και Βόλω.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ εννεαμελές.
ΔΙΕΥΘΥΝΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Δημοσθ. I. Σαμιωτάκης.
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Γεώργ. Παρίσης.
Όροι εργασιώv της Τραπέζης. — Η Τράπεζα παρέχει πιστώσεις διά την προεξόφλησιν εμπορικών συναλλαγμάτων. Χορηγεί επίσης πιστώσεις επί ανοικτώ λογαριασμώ, επί αποθήκη ακινήτων ή ενεχυριάσει αξιών Ελληνικών ή ξένων τω κομιστή εγγεγραμμένων εις το Χρηματιστήριον και ευκόλως διαπραγματευομένων.
Δανείζει επίσης με συμφωνίας ιδιαιτέρας επί μετοχών, ομολογιών και δημοσίων χρεωγράφων.
Δέχεται καταθέσεις εις τραπεζογραμμάτια, χορηγεί δε επ' αυτών τόκον :
3 % διά τας καταθέσεις εις πρώτην αναζήτησιν
4 % διά τας καταθέσεις από 1 έτους έως 3 ετών
5 % διά τας καταθέσεις 3 ετών και επέκεινα
Διά τας εις χρυσόν καταθέσεις γίνονται ιδιαίτεραι συμφωνίαι. Αγοράζει και πωλεί συναλλάγματα και επιταγάς επί του Εξωτερικού.
Αναλαμβάνει την εκτέλεσιν παντός είδους χρηματιστικών εντολών, την είσπραξιν αξιών επί της Ελλάδος και του Εξωτερικού ως και όλων των εξαργυρωτέων τοκομεριδίων και τίτλων.
Δέχεται προς φύλαξιν μετοχάς, ομολογίας, δημόσια χρεώγραφα, ελληνικά ή ξένα, ονομαστικά ή τω φέροντι ως και παν πολύτιμον αντικείμενον με μικρά δικαιώματα.
Αι αποδείξεις των προς φύλαξιν χρεωγράφων δεν είνε μεταβιβάσιμοι.
Τα εισπραττόμενα φύλακτρα είνε l/4 % επί της αξίας των τοκομεριδίων και 5 λεπτά κατά τίτλον και καθ' εξαμηνίαν, όταν δεν χορηγήται μέρισμα.
Διά την είσπραξιν των τοκομεριδίων τη φροντίδι της Τραπέζης ορίζεται προμήθεια 1/4 % επί πλέον επί της αξίας αυτών.
ΕΔΡΑ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ : ΕΝ ΠΕΙΡΑΙΕΙ — ΠΑΤΡΑΙΣ ΒΟΛΩ — ΣΥΡΩ — ΚΑΛΑΜΑΙΣ — ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΧΑΝΙΟΙΣ — HPAKΛEIΩ
Η Τράπεζα Αθηνών εκτελεί προεξοφλήσεις, εισπράξεις γραμματίων, προκαταβολάς επί χρεωγράφων και εμπορευμάτων, ανοίγει τρεχουμένους λογαριασμούς ηγγυημένους και εν γένει αναδέχεται την εκτέλεσιν πάσης τραπεζιτικής και εμπορικής επιχειρήσεως υπό συμφορωτάτους όρους. Δέχεται χρεώγραφα προς φύλαξιν αντί ελαχίστων δικαιωμάτων. Δέχεται καταθέσεις χρημάτων πληρώνουσα τόκον:
3 % εις πρώτην ζήτησιν
3 1/2 % διά καταθέσεις 6 μηνών
4 % διά καταθέσεις ενός έτους
5 % διά καταθέσεις δύο ετών και επέκεινα.
Διά τας εις χρυσόν καταθέσεις πληρώνει τον αυτόν τόκον, αποδίδωσι δ' αυτάς αυτουσίως.
ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟΝ
Πάσαι αι εργατικαί τάξεις δύνανται καθ' εκάστην να καταθέτωσι τας οικονομίας των εις το Ταμιευτήριον της Τραπέζης Αθηνών προς ασφαλή φύλαξιν και απολαυήν τόκου 3 1/2 % μετά του δικαιώματος ν' αποσύρωσι τα χρήματά των εις πρώτην ζήτησιν. Καταθέσεις εισί δεκταί από 5 μέχρι 2000 δραχ. Εις τους καταθέτας δίδει η Τράπεζα έντυπον βιβλιάριον, εν ώ εγγράφονται τακτικώς όλαι αι καταθέσεις και απολήψεις.
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΏΝ
Η Τράπεζα δέχεται εις τα θησαυροφυλάκιά της χρεώγραφα, αξίας και παν πολύτιμον αντικείμενον προς φύλαξιν με μικρά δικαιώματα. Τίθησι προς τούτοις εις την διάθεσιν του κοινού Χρηματοκιβώτια ολόκληρα, διαφόρων διαστάσεων του τελειοτάτου Αγγλικού συστήματος, άτινα ενοικιάζει προς φύλαξιν αξιών, εγγράφων, κοσμημάτων κτλ. προς δραχ 3 έως 10 κατά μήνα αναλόγως του μεγέθους.
Η αίθουσα των Χρηματοκιβωτίων εκτισμένη με πλίνθους και χάλυβα κατά το τελειότερον Αγγλικόν σύστημα Chubb είναι εντελώς προφυλαγμένη κατά του πυρός και φρουρείται διαρκώς ημέρας και νυκτός. Οι ενοικιασταί των Χρηματοκιβωτίων εισέρχονται εν αυτή μόνον κατά τας ώρας καθ' ας λειτουργούσι τα Ταμεία της Τραπέζης ήτοι τον χειμώνα από τας 9 — 12 π. μ. και 2 — 5 μ. μ., το δε θέρος από τας 8 1/2 — 12 π. μ. και 3 — 6 μ. μ.
Η Τράπεζα Αθηνών διαθέτει εν τοις γραφείοις αυτής ιδιαίτερον διαμέρισμα διά τους εν Ελλάδι παρεπιδημούντας κ. κ. ξένους και κομιστάς πιστωτικών επιστολών, μετά ιδιαιτέρας ταχυδρομικής, τηλεγραφικής και τηλεφωνικής υπηρεσίας και εν γένει παρέχει αυτοίς πάσαν ευκολίαν προς διεξαγωγήν των τραπεζιτικών υποθέσεών των
οδός Κοραή — Εν Αθήναις
Αγοραπωλησίαι συναλλάγματος και παντός είδους Τραπεζιτικαί εργασίαι.
ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ
της Αγγλοοαιγυπτιακής Ατμοπλοϊκής Εταιρίας
KHEDIVIAL STEAMSHIP & GRAVING DOCK Cy
(Πλατεία Καραϊσκάκη εν Πειραιεί)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ
Των εξής ασφαλιστικών Εταιρειών:
«Η ΕΘΝΙΚΗ» πυρασφάλειαι.
«PROVIDENTIA» εν Βιέννη, κεφάλ. Κορ. 5,000,000
Ασφάλειαι μεταφοράς διά θαλάσσης και ξηράς.
«ΑLLΕΑΝΖΑ» εν Γενεύη, κεφάλ. λ. Ιτ. 15,000,000
Ασφάλειαι ζωής και τυχαίων δυστυχημάτων.
ΟΡΟΙ ΕΠΩΦΕΛΕΣΤΑΤΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΑ ΜΕΤΡΙΑ
ΣΥΝΑΨΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΩΝ ΕΙΣ ΔΡΑΧΜΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΝ
ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑ Έκδοσις επιταγών επί του Εξωτερικού. — Αγοραπωλησίαι συναλλαγματικών, επιταγών, χρυσού, ξένων τραπεζικών Γραμματίων και τίτλων.
ΕΙΣΠΡΑΞΕΙΣ Συναλλαγματικών, τίτλων και τοκομεριδίων ενταύθα και εν τω εξωτερικώ.
ΔΑΝΕΙΑ Προκαταβολαί επί τίτλων. — Λογαριασμοί τρεχούμενοι.
ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ 3 1/2 % ετησίως, απόδοσις εις πρώτην αναζήτησιν
4 % ετησίως, απόδοσις μετά ένα μήνα
4 1/2 % ετησίως, απόδοσις μετά τρεις
μήνας
5 % ετησίως, απόδοσις μετά έξ μήνας
5 1/2 % ετησίως, απόδοσις μετά έν έτος και
πλέον
ΤΜΗΜΑ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΕΩΣ
Πώλησις πάσης λαχειοφόρου ομολογίας εις μηνιαίας δόσεις, με την τύχην υπέρ του αγοραστού από της καταβολής της πρώτης δόσεως.
ΤΜΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ
Αγοραπωλησίαι τίτλων ενταύθα και εν τω εξωτερικώ επί απλή μεσιτεία.
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ
ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ παντός είδους εμπορευμάτων, μηχανών κλπ. υπό συμφέροντας όρους, μετρητοίς και επί προθεσμία.
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΙ ΟΙΚΩΝ Προκαταβολαί επί εμπορευμάτων.
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΙΔΡΥΘΕΝ ΤΩ 1 8 7 0
ΑΤΜΟΚΙΝΗΤΟΝ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΝ ΦΑΚΕΛΛΩΝ
ΚΑΤΑΣΤΙΧΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΧΑΡΤΟΝΙΩΝ
AΤΜΟKINHTΟN ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΟΓΡΑΦΕΙΟΝ
ΧΑΡΑΣΣΟΝΤΑΙ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΜΕΤΑΛΛΟΥ
ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΙ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΕΛΑΣΤΙΚΟΥ
και επιγραφαί διά θύρας εκ πορσελάνης (Plaques émaillées)
EKTYΠΟΥNΤΑΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΑ
Καλλιτεχνικά στιγμιαίως ως και χαλκογραφίας
ΜΕΓΑΛΑΙ ΑΠΟΘΗΚΑΙ ΧΑΡΤΟΥ
Παντός είδους και ποιότητος
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΙΔΗ
ΠΩΛΗΣΙΣ ΧΟΝΔΡΙΚΗΣ και ΛIΑΝΙΚΩΣ