Title : Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης
Author : Kostes Palamas
Release date : April 12, 2013 [eBook #42511]
Language : Greek
Credits
: Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
his major work in proofreading.
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. //Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό, κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
Ποιος είδεν ήλιο το βραδύ κι' άστρι το μεσημέρι;
Ποιος είδε τη Λιογέννητη ;...
[Δημοτικό τραγούδι].
Άνθρωποι! Είνε κάποια μέτωπα,
Και είνε κάποια μάτια,
Κάποια είνε χαμόγελα,
Κάποια περπατήματα,
Κάποια κυματίσματα κορμιών,
Και χεριών παιξίματα,
Και δασοφυτρώματα μαλλιών
Και προσώπων λαμπυρίσματα!
Και οι προφήτες κυνηγάτορες
Των μεγάλων μυστηρίων
Θα είδαν και θα γροίκησαν
Σε οραμάτων ξάφνισμα
Πώς τα κορφοβούνια ταπεινά.
Γέρνουν χαιρετίζοντας,
Πώς καλοτυχίζουν οι αϊτοί
Κάποια κάποια μέτωπα, άνθρωποι!
Πώς μιλούν τα πυκνολάγγαδα
Και τα δροσερά ακρογιάλια
Στων κορμιών τα κύματα
Και στα περπατήματα,
Πώς σε λαχταρίζουν τα πουλιά,
Των χεριών ω σάλεμα!
Και το μίλημα ύμνος προς εσάς,
Και η λαχτάρα για σας, άνθρωποι!
Και ας το ειπούνε τα κισσόδεντρα
Και οι βραγιές οι ανθοσπαρμένες
Και όσα λιγερώτατα
Και όσα μεγαλόπρεπα
Χαίρονται ανθοκλάδια οι χωραφιές,
Κ' οι ακριβοί θερμόκηποι,
Πώς μυριοποθούν κάποια μαλλιά,
Κάποια κάποια μάτια, ω άνθρωποι!
Και είνε αυγές που αχνοπεθαίνουνε
Από κάποια χαμογέλοια,
Και γυρεύουν κάποτε
Τα ηλιοβασιλέματα
Πιο μεστό ένα φέγγος υστερνόν
Από κάποια πρόσωπα, άνθρωποι!
Και των μυστηρίων των τρανών
Οι προφήτες κυνηγάτορες
Τους χορούς των αβυσσόκοσμων
Και τις αρμονίες των ήλιων
Θα είδαν και θα γροίκησαν
Σε οραμάτων ξάφνισμα
Σα χορούς καρδιών και στοχασμών·
Σαν τραγούδι που έβαλε
Μέσα του ένας μουσικός θεός
Λόγια από μια γλώσσα ανθρώπινη!
Έζησα σε μια ραχούλα πράσινη
Κάποιο καλοκαίρι μακρυνό,
Μ' έναν ποταμό πλατύ στα πόδια μου
Και με τον ολάνοιχτο ουρανό.
Κ' έζησα σαν ξένος πολυαγάπητος
Μέσα στους απλούς και ταπεινούς,
Και φλογέρας γλυκολάλημα άκουσα
Να ξυπνά στο είναι μου ένας νους.
Και μια μέρα εκεί προς τα ηλιογέρματα
Μέσα στην πολύκοσμη ερημιά
Μια χωριατοπούλα αγνάντευα έξαφνα·
Και δεν είχε ταίρι με καμμιά.
Σα να φύλαγε ήταν κάποια πρόβατα,
Και ήταν σε μεγάλη συλλογή,
Και γλυκονανούριζε την έγνοια της
Μιαν αργυροκάθαρη πηγή·
Και ήτανε τα πόδια της τα ολόγυμνα
Σαν αναπαμένα περιστέρια·
Θησαυρών επαίρναν φεγγοβόλημα
Κάποιοι ανθοί μέσ' τα δικά της χέρια.
Και ήταν σαν κορώνα η άσπρη σκέπη της,
Το κοντρί που καθόταν, σα θρόνος,
Κάτι ψιθυρίζαν γύρω τα έλατα,
Ήτανε μονάχη, ήμουνα μόνος.
Θεέ! τον ήλιον είχε εκείνη μέτωπο,
Και είχε το φεγγάρι εκείνη στήθη,
Τον αποσπερίτη είχε χαμόγελο,
Και ήτανε ένα μέγα παραμύθι!
« — Ποιο είνε τόνομά σου, ω πλάσμα απάντεχο;
Είσαι βοσκοπούλα στο χωριό;
Είσαι από τα ξένα καμμιά ρήγισσα;
Είσαι εσύ του τόπου το στοιχειό;»
« — Τόνομά μου είν' Ηλιογέννητη!
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη·
Και οι πεντάμορφες του κόσμου
Προς εμέ τα χέρια υψώνουν,
Και δε φτάνουν με ποτέ·
Και καμμιά δεν είνε σαν εμέ,
Μήτε και σαν αδερφή μου·
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη·
Και είνε τρισμακαρισμένη
Κι αν φαντάζει κάποια κάποτε
Σα θαμπογραμμένη ζωγραφιά μου.
Και είμ' εγώ που αλυσσοδένω κόσμους
Και τους σέρνω από κοντά μου.
Παραιτούν τα βασιλόπουλα
Ταγαθά των παλατιών
Κι όλες τις αγάπες των κυράδων,
Κι όλα τα λιβάνια των λαών,
Κ' ένα δρόμο αρχίζουν, και όλο πάνε,
Πάνε για το μαγιοβότανο,
Πάνε για ταθάνατο νερό,
Για τον πράσινο το λίθο που ηλιοφέγγει
Στου πελάγου το βυθό.
Και το μαγιοβότανο είν' η χάρη μου,
Και είν' ο πράσινος ο λίθος η ωμορφιά μου,
Και ταθάνατο νερό είμ' εγώ·
Και μονάχα στόνειρο με ξέρουν.
Μια φορά ήρθ' ο Χάρος, με είδε,
Και με γοργοτράβηξε στον Άδη.
Και στον Άδη ανθίσαν τα μαγιάπριλα,
Και τον κόσμον έπνιξε σκοτάδι.
Και τακούσαν και ξεκίνησαν
Για του Χάρου τα παλάτια
Κάποιοι αντρειωμένοι σιδερόκαρδοι
Με τανεμοπόδαρα άτια.
Και όταν με αντικρύσαν μέσ' στα Τάρταρα
Κάποια πεθαμένα παλληκάρια,
Της ζωής η φλόγα τάναψε ξανά
Τα σβυσμένα τους λυχνάρια.
Και αδερφώθηκαν και ωρκίστηκαν
Να με αρπάξουνε του Χάρου.
Μήτε, ωιμέ! τα παλληκάρια,
Μήτ' οι αντρειωμένοι από τα χέρια
Με γλυτώσαν του κουρσάρου.
Μόνο εκεί που πάλευαν για με
Μεσ' στα χάλκινα ταλώνια,
Ήρθαν γύρω μου όλ' οι έρωτες
Κι όλα της ζωής τα χελιδόνια,
Και με πήραν σα θεά και σαν κυρά τους,
Και με πήραν στα φτερά τους,
Και ξανά στο φως με ανέβασαν·
Και ξανάρθα σα την άνοιξη,
Και σα μια καινούρια πλάση
Από χάος δεύτερο ξεχώρισα
Θάλασσες, στεριές, βουνά και δάση.
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη!
Και σα να μην είμαι ούτε βασίλισσα,
Και σαν να μην είμαι ούτε νεράιδα.
Βοσκοπούλα για να σύρω το χορό,
Του βοσκού με φτάνει εμένα η γκάιδα.
Την ημέρα στις ραχούλες
Και στις ακροποταμιές
Είμ' εγώ δυσκολοξάνοιχτη
Μεσ' στους νέους και μεσ' στις λιγερές.
Και οι αστόχαστοι κι' οι ανίδιοι
Να με σπρώξουν κάποτε τυχαίνει,
Και περνούν αδιάφοροι από μπρος μου,
Ή πετούν μου ανυποψίαστοι
Τα μωρόλογα του κόσμου.
Για να ιδούν και για να με μαντέψουν,
Θέλει ο νους κάποιο φως ξένο,
Κάποιαν άλλη φλόγαν η καρδιά.
Μόνον όταν χύνεται η νυχτιά,
Με ξανοίγει κάθε μάτι,
Γιατί τότε φωτοκύκλωτη,
Για όλους, είμ' εγώ γιομάτη
Από του πατέρα μου τη δόξα!
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη!
Μάθε, έχω ζωές προτήτερες,
Χίλιες γεννές, χίλιους θάνατους,
Μέσα σε πατρίδες χίλιες·
Χίλιες προσωπίδες φόρεσα,
Χίλια ονόματα εγώ πήρα·
Και είμαι κάτι αρχήτερον εγώ,
Και γραφτότερο και από τη Μοίρα!
Είμαι ο μυστικός μαγνήτης
Μέσα σε όλους τους μαγνήτες·
Τραγουδούνε Ελένες μέσα μου,
Και θρηνολογούνε Μαργαρίτες·
Και σα νάμουνα όλων των καιρών
Και των τόπων όλων οι Αφροδίτες!
Από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη!
Πια δεν ξέρω, σα να μη θυμούμαι.
Ξέρω μόνο πως μια μέρα
Βρέθηκα εδώ κάτου κ' εδώ πέρα
Στα ιλαρά τα πλάγια και στα γαληνά
Και στον ολογάλανον αέρα·
Και είν' εδώ που είν' όλα από τη δόξα
Δοξαστά της Ωμορφιάς
Και ως τα ταπεινότατα χορτάρια
Και είν' εδώ που οι μαύρες Λάμιες
Για να φαν τα παλληκάρια
Γίνονται γλυκά κοράσια
Με ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια·
Και είν' εδώ που ο ζοφωμένος Χάρος
Έρχεται λεβέντης καβαλάρης
Σαν από του ήλιου τα παλάτια·
Και όταν φέγγη απάνου της ο ήλιος,
Είν' εδώ που η παπαρούνα
Σε άκρη χωραφιού παραρριμένη,
Λάμπει σα φωτιά ιερή
Προς τη χάρη αγνώριστου θεού
Από κάποιαν Εστιάδα εκεί αναμένη!
Βρέθηκα εδώ κάτου κ' εδώ πέρα
Μέσα στους απλούς και ταπεινούς,
Σε μια κάποια πρωτογέννητην Ελλάδα,
Που είνε κάτι άλλο, κάτι απόμερο,
Και για τούτο καταφρονεμένο,
Κάτι μέγα, και άγνωρο για τούτο,
Κάτι κάτι που δέν είνε
Η μαρμαροσκάλιστη λαμπράδα,
Σε μια κάποια πρωτογέννητην Ελλάδα,
Κάτι ακόμα τιλυμένο
Σε αργοσάλευτο μαγνάδι,
Ακαλλούργητο και ακόλαστο,
Κάτι σαν περιπλοκάδι
Που φυτρώνει, και πουσφιχτοδένει
Τα κλαδιά του με θυμό παντού
Και στο φουντωμένο αδρό κορμό,
Και στ' ολόγυμνο άπλαστο κοτρώνι·
Μιαν Ελλάδα, μιαν Ελλάδα
Που δεν είνε μήτε η τέχνη
Των ονειρεμένων Παρθενώνων,
Μήτε και η λατρεία των λαών,
Μήτε και η σοφία των αιώνων,
Μιαν Ελλάδα, μιαν Ελλάδα,
Κάτι μέσ' στα χέρσα και στα έρμα·
Σαν κρυφή καταβολάδα,
Που τη φύτεψ' ένα χέρι
Για να ξαναφέρη αγάλια αγάλια
Και ύστερ' από χρόνων χρόνια
Των καμμένων των δασών την πρασινάδα.
Κάποια ρόδα είν' έτοιμα ν' ανθίσουν
Εδώ κάτου κ' εδώ πέρα
Με ταρχαία ροδοκάλια·
Και προσμένουν τα καινούρια αηδόνια
Να τους γλυκοκελαϊδήσουν
Μεσ' στον ολογάλανον αέρα!
Και ήρθα βοσκοπούλα στα βουνά,
Και ήρθα βλαχοπούλα στα καλύβια·
Χτύπησε καρδιά και στα λιθάρια,
Σάλεψαν φτερά και στα μολύβια.
Κ' ένοιωσαν και οι λόγγοι κάποιο νου,
Και κατέβη η χάρη ως το σκουλήκι
Και μαλάκωσε ρυθμός και το σκοπό
Που σκορπούν ουρλιάζοντας οι λύκοι.
Και ηύρα κ' έζησα σε κάποια
Κρυσταλλένια απέραντα παλάτια,
Μέσα στων παιδιών τα ολάνοιχτα
Γλυκοξαφνισμένα μάτια.
Και με κύκλωσαν βασιλικά
Σα χερουβικά πνεύματα πλήθια,
Γύρω στις σπιθόβολες γωνιές,
Τα θησαυροφόρα Παραμύθια.
Κι όπου διάβηκα έπλεξαν για με
Τάγρια και ταμάραντα λουλούδια
Και τρανά με διαλαλήσαν των βουνών
Τα νεραϊδογέννητα τραγούδια.
Κ' έγιναν στρατός μου αυτά,
Κ' έγιναν λαός μου εκείνα.
Όμως τώρα δίψα νέα με καίει
Και με δέρνει μια άλλη πείνα!
Σα να μη μου φτάνουν οι κορφές,
Γύρω η πλάση σα να με ταράζη.
Είμαι η ξένη! και είμαι η ξένη!
Και με τρώει ένα μαράζι!
Ήθελα ένα κάπιο φτέρωμα
Να ξανάρθη να με υψώση
Πέρα από τον πόθο των απλών
Και από των σοφών τη γνώση
Κάπου αλλού να στήσω εγώ είν' ο πόθος μου
Τα λημέρια, τα καρτέρια,
Στα βαθειά του Απείρου, κάπου εκεί,
Προς ταγνώριστα ταστέρια.
Ίσως και αγναντέψω κάπου εκεί
(Αχ! βαρέθηκα το πλάνεμα στα ξένα!)
Την κρυφότατην ηλιοπηγή
Που πρωτόσπειρεν εμένα!»
Ω Ηλιογέννητη, ω χρυσοπηγή
Των αχτίδων όλων και των μύρων,
Ω θρησκεία των οραμάτων,
Και αρμονία των θείων ονείρων!
Μέσα στη σπατάλη των χρωμάτων,
Με στην αθησαύριστη σπατάλη,
Διαλεμένη εσύ και σύμμετρη
Μουσική των αγαλμάτων!
Μέσ' στην πολυθόρυβη τη χώρα
Που φορεί και ζώνεται τους κουρνιαχτούς,
Κ' έχει τα παλάτια που είνε ανήλιαγα,
Και τους κήπους δίχως ουρανούς,
Εκεί μέσα είν' ένα σπίτι·
Τέχνη το 'χτισεν αγέλαστη
Και καταφρονητική,
Σα ναό μεγαλοφάνταστο
Και λυπητερό σα φυλακή!
Και στο σπίτι μια δασκάλισσα,
Μιαν υπέρσοφη Ουρανία,
Ξεδιαλύνει τα μαντέματα
Και ξηγάει των όλων τη σοφία.
Και ακούν γύρω οι μαθητάδες,
Και είνε λιγοστοί, ξεχωριστοί·
Και στο χέρι δεν κρατεί
Χρυσελεφαντένια λύρα,
Και των Ηρακλείτων οι χρησμοί
Δεν της φτάνουν, και δε θέλει
Τους δυσκολονόητους Πινδάρους,
Και όταν μετρημένα αργομιλεί,
Στα πικρανοιγμένα χείλη της
Δε σιμώνει καμμιά μέλισσα
Για να μάση ξανθό μέλι!
Και κρατάει και γύρω φέρνει
Κάποιο αστόλιστο άχαρο γυαλί,
Και κοιτάει μ' εκείνο την ημέρα
Και τη νύχτα, — και ζητεί.
Μάγοι εσείς, συντρίφτε τους καθρέφτες σας,
Τους απίστευτους καθρέφτες
Που σας δείχνουν μυστικά και φοβερά
Κάθε τι που γίνεται στη δύση,
Στην ανατολή, στο νότο, στο βορριά!
Ξεδιαλύτρες βουβαθήτε
Σίβυλλες των μυστηρίων
Στων ταρτάρων τα κατώφλια,
Στάγια σύγκρυα των μαντείων!
Είνε η Μούσα η απαιγνίδιστη,
Και είν' η υπέρσοφη Ουρανία!
Πιάνονται μεσ στο γυαλί της
Και σφραγίζοντ' εκεί μέσα,
Σαν τελώνια, τα στοιχεία.
Κι όλο αντιχτυπάει μέσ στο γυαλί της
Του Παντός ο νόμος κ' η αρμονία!
Ω! η πρωτοφανέρωτη αρμονία!
«Ένα είνε τα πάντα, κράζει εκείνη,
Μια είνε σάρκα, μια ψυχή,
Και παντού, γύρω, εμπρός, πίσω,
Και στα πιο βαθειά και στα τετράψηλα,
Και παντού παντού είνε γη!
Και όπως είνε γη παντού,
Έτσι από παντού μας περιζώνει
Το γαλάζιο τουρανού
Δεν υπάρχει απάνου, μήτε κάτου,
Μόνο εκεί δεν είνε τα επουράνια,
Τα επίγεια δεν είνε μόνο εδώ·
Το καράβι μας αδιάκοπα αρμενίζει
Στον ωκεανό τον ουρανό!»
Όμως, ω Ηλιογέννητη, ω πηγή
Των αχτίδων όλων και των μύρων,
Ω θρησκεία των οραμάτων
Και αρμονία των θείων ονείρων!
Όποιου ανάψη τα σβυμένα μάτια
Το δικό σου φως
Κάτι αλλόφυλο γυρεύει και αδοκίμαστο
Μέσ' στο γνώριμο το μέγα του Παντός!
Ξέρει πως ο ήλιος βλέπει σε
Ξαφνισμένα, σαν ανθό
Που δεν έσπειρε το χέρι του·
Κι αν κανέν' αστέρι του ψιθύριζε:
«Τάχα να είσ' εσύ ο πατέρας της;»
Θάλεγε: «Δεν είμ' εγώ!»
Όποιου ανάψη τα σβυσμένα μάτια
Το δικό σου φως,
Ν' ανεβή την άσιστην ορέγεται
Σκάλα του Παντός.
Πέρα από των ήλιων τα παλάτια,
(Ω! χυθήτε λόγια πλανερά,
Θάμπη των παιδιών, αφροί του ονείρου,
Φουσκαλίδες ηλιοχάιδευτες
Του σφιγγοσπαρμένου Απείρου!)
Όπου κόσμοι κύκνοι κελαϊδούν,
Όπου κόσμοι χύνονται λιοντάρια,
Κι' άνθη οράματα και θαύματα πουλιά·
Όπου ανάκουστα μουγκρίζουν
Και φυσομανούν προς το άπειρο
Φάλαινες, αρκούδες, ύδρες, ταύροι·
Όπου μέσ' στ' αστρόχυτα νερά
Των Ηριδανών φαντάζεσαι
Πως οι Κένταυροι θα λούζωνται κ' οι Ωρίωνες,
Όπου οι Πήγασοι πετούν με τους Αϊτούς
Κι όπου οι Μέδουσες λιθώνουν,
Όπου γίγαντες διαβαίνουν Σείριοι,
Και Ηρακλήδες πολεμούν ημίθεοι
Όπου ορμούν Αλδεβαράν αλλόφυλοι,
Και σε νέαν αποθέωσην ασύγκριτην
Οι θεοί του Ολύμπου ζουν πλανήτες,
Όπου φωτός χάη και ταγέννητα,
Και όπου τα χαλάσματα κομήτες·
Μέσα εκεί στα ακαταμέτρητα,
Έξω από τα τετραπέρατα,
Πέρα από τους ζόφους των ταρτάρων,
Πέρα από το φως των παραδείσων,
Όπου είνε τα τέρατα
Των ονείρων που κανείς δεν ονειρεύεται·
Μέσα εκεί στην υπερθαύμαστη
Παραζάλη των αβύσσων,
Εκεί που όλα τα όντα, εκεί που όλα
Τα πλανέματα της γης και της ζωής,
Όσα η φύση σκόρπισε τριγύρω μας
Φοβερά και ωραία και μεγάλα,
Κι όσα ο νους έπλασε κ' έθρεψε
Μ' ένα θείον αμβρόσιο γάλα,
Εκεί που όλα, εκεί που όλα,
Λυτρωμένα από τα σήμερα,
Και από ταύριο λυτρωμένα και τα χτες,
Ξαναζούν τη ζήση του υπερτάτου·
Εκεί όπου όλα τρέχουν τρέξιμο
Απιαστον από το λογισμό,
Κι' όλα καρφωμένα στέκουν
Από κάρφωμα παντοτεινό·
Όπου το σκοτάδι του Θανάτου
Σμίγει με τη φλόγα του Αιωνίου
Σ' ένα σφιχταγκάλιασμα αλογάριαστον,
Όπου αστέρια όλο θωρεί το μάτι
Φεγγοτρέμουλα σαν άλλα μάτια
Κι όπου έν' άλλο μάτι βλέπει
Κάτι φοβορό ανιστόριστον
Από πίσω από μια σκέπη·
Πέρα απ' όλα, απ' όλα, απ' όλα,
Πέρα από τους ήλιους πουφαντάζουν
Διπλοτριπλοαγκαλιασμένοι,
Κι από αυτούς που ολογυρνούν σαν έρμοι
Σε μια παγωνιά, σε μιαν ορφάνια·
Πέρα από των Κρόνων τα στεφάνια,
Και από τα χλωμότατα φεγγάρια,
Πέρα από των ήλιων τα τοπάζια
Και τα θαμπερά μαργαριτάρια·
Πέρα από των ήλιων τα γαλάζια
Φεγγοβολητά, και από των ήλιων
Πέρα τα σμαράγδια και τα οπάλια,
Πέρα από του ήλιου τα διαμάντια,
Και των αστεριών τα ροδοκάλια·
Πέρα απ' όλα, απ' όλα, απ' όλα,
Όποιον ανάψη τα σβυσμένα μάτια
Το δικό σου φως
— Ω! τα στερεώματα και οι γαλαξίες
Που δεν έψαξε, δεν ηύρε νους ποτέ! —
Ωνειρεύετ' ένα κάποιον άλλον ήλιο
Που σε γέννησεν εσέ!
Ηλιογέννητη, ποιος ήλιος
Να σε γέννησεν εσέ;
Κρύβεις κάποιους κόσμους, κάποιους
Κόσμους κρύβεις ουρανέ!
Είνε κάποια αστέρια αγνώριστα,
Γιατί πέθαναν, ωιμέ!
Και το φως τους νεκροκέρι τους
Φτάνει μας εδώ, ουρανέ!
Ηλιογέννητη, ποιος ήλιος
Να σε γέννησεν εσέ;
Ω! ταστέρια τα πρωτόχυτα
Ποιος τα γνώρισεν, ωιμέ!
Και μπουμπούκια είνε μισάνοιχτα
Κάποια αστέρια, ω ουρανέ!
Ηλιογέννητη, ποιος ήλιος
Να σε γέννησεν εσέ;
Και είνε σα θαμποχαράματα
Μέσα στην καταχνιά, ωιμέ!
Το γλυκοξημέρωμά τους
Ποιος θα το χαρή, ουρανέ;
Ηλιογέννητη, ποιος ήλιος
Να σε γέννησεν εσέ;
Και είνε κάποια αστέρια αγέννητα·
Για ποια μάτια τάχα, ωιμέ!
Για ποια μάτια είνε το φέγγος τους;
Για ποια γη, ουρανέ;
Ηλιογέννητη, ποιος ήλιος
Να σε γέννησεν εσέ;
Τάχα πού και ποια είν' η πλάση,
Πού θα φέξη της, ω ναι!
Ο των ήλιων ήλιος, το άστρο
Το υπέρτατο, ουρανέ;
Ηλιογέννητη! ω των ήλιων
Ο ήλιος πουέσπειρεν εσέ!
Ω νικήτρα εσύ που λάμπεις,
Είμαι ο μαύρος άνθρωπος εγώ.
Μ' έχει ο πειρασμός περίγελο,
Και είμαι το αναγάλλιασμα της κάμπης!
Και ήρθεν ώρα που έβρισα άπιστος
Όλα τα μεγάλα της ζωής,
Κι αναγέλασα το πέρασμα
Της αγίας αρετής.
Ήρθεν ώρα που έψαξα, και τίποτε,
Τίποτε δεν ηύρα μεσ στο νου
Μήτε μιας πατρίδας είδωλο,
Μήτε δίψα ενός θεού.
Ήρθεν ώρα που έφυγα
Σαν από κατάρα από το σπίτι·
Και την πλάση είδα σαν κάτεργο,
Και την παρθενιά σαν τον αστρίτη.
Τη γλαυκή περδικοστήθα Ελπίδα
Είδα σαν ευνούχο αράπη,
Και είδα σαν αρρώστια την αλήθεια,
Και σα στρίγγλα την αγάπη.
Εσύ μόνο αχλώμιαστη, ακατάλυτη!
Φέγγος πρωτινό και τελευταίο!
Σου τορκίζομαι, και χάνω την ιερή
Των δακρύων ντροπή, και κλαίω.
Μέσα στην αχάμνια και στη γύμνια μου,
Στην ορφάνια μου, και απ' όλα ορφάνια,
Είσαι η δύναμή μου και η πορφύρα μου,
Και η μονάκριβή μου περηφάνια.
Στης ζωής το ξάφνισμα όταν έμπαινα
Ω! η γαλήνη της ανυπαρξίας!
Με παράστεκες· κι αν θα ήμουν φως,
Θα ήμουν γιατί εσύ είσαι ο γαλαξίας!
Το καρδιόχτυπο και το μεθύσι εσύ
Αποθέωνες των είκοσί μου χρόνων,
Είσαι ο θησαυρός ενός φτωχόσπιτου,
Και ταγίασμα των άχαρων αγώνων.
Και είσαι τόσο εσύ καλόγνωμη,
Που κατέβασες μια μέρα από ψηλά
Μια δική σου αχτίδα, ω πανυπέρτατη,
Και την έκαμες γυναίκα και καρδιά
Κι αν δεν είμαι κάτι πλέον ανήμπορο
Και από τάχυρο στο φύσημα του ανέμου,
Ρώτησ' ένα χέρι που κρατεί με
Και μια σκέπη απάνωθέ μου!
Και είπε η Μοίρα: Όταν γελάς,
Ρόδα να γελάς·
Και όταν κλαις, είπεν η Μοίρα,
Να είνε τα δικά σου μάτια
Βρύσες μαργαριταριών.
Είπε η Μοίρα, όταν γελάς
Να μοσκοβολούν Απρίληδες
Από των καρδιών τα βάθη
Και ως τα βύθη των πετρών,
Και τανθίσματα ναπλώνονται,
Να ξαφνίζουν πέρα ως πέρα,
Κρίνων και ναρκίσσου κήποι
Στις παγοστεφάνωτες κορφές,
Και χλωρών δασών παράδεισοι
Μέσα στάδεια των ερήμων.
Και όταν κλαις, είπεν η Μοίρα
Να λαμποκοπούν στους ήλιους
Καλιφάδων θησαυροί,
Και να φθάνουνε τα χέρια
Και να δρέπουν σαν καρπούς
Και για τα στεφάνια των ρηγάδων,
Και για τα παιγνίδια των παιδιών,
Όσα οι μάγοι κρύβουν λυχνιτάρια
Σε απλησίαστους κρυψώνες,
Και στα έγκατα της γης
Τα δρακοντοφύλαχτα χρυσάφια.
Και είπε η Μοίρα, όταν γελάς,
Οι λαοί να ξεχωρίζουν
Μέσ από τους όχλους των βαρβάρων,
Να γλυκοχαράζουν οι πατρίδες,
Και να μεγαλώνουν οι μικροί,
Και της Ιστορίας η Μούσα
Νέα φωτοκορώνα να φορή,
Και το πάτημά της να φυτρώνη
Τα σπαθιά, ταλέτρια και τις λύρες!
Και όταν κλαις, είπεν η Μοίρα
Να φλογίζουν οι καϋμοί,
Να πονούνε οι πόνοι, και ύστερα
Νάρχωνται οι μεγάλες γέννες
Των μεγάλων ιδεών
Και των έργων των μεγάλων,
Στων μοναχικών τους στοχασμούς,
Στων ξεχωριστών τους κόσμους!
Το άνθος είσαι πουφυτρώνει
Σε μιας άκρης γη,
Και σε λίμνη βαθειά γέρνει
Να καθρεφτιστή.
Είσαι η μνήμη εσύ των πρώτων
Χρόνων των αγνών,
Τόνειρο των αγεννήτων
Είσαι ροιζικών.
Δείχνεις κάτι από τη χάρη
Του ώμορφου παιδιού·
Κάτι κλεις που αγριαστράφτει
Μέσ' στο χάος του νου.
Των πρωτόφαντων ερώτων
Είσ' η ολάσπρη ορμή,
Και είσαι των αγίων θανάτων
η γαλήνη εσύ.
Κ' ενώ απλώνεται το χέρι
Να χαϊδέψη εσέ,
Δέεται η ψυχή στα χείλη·
ω ναέ! ναέ!
Λειτουργοί, ω ναέ, διαβαίνουν
Και θυσιαστάδες, ω βωμέ,
Και είν' ολόλευκη η ψυχή τους
Ως η φορεσιά τους· και είνε
Και θυσίες και λειτουργίες
Και όλες προς εσένα οι προσφορές,
Από τα λευκότατα των όντων,
Της δικής σου ασπράδας ίσκιος.
Και είνε παλληκάρια που πεθαίνουν
Από κάποιους Χάρους που είν' ολόγλυκοι,
Για την ωμορφιά σου τη γυναίκεια
Και για τη γυναίκεια σου απονιά.
Και είνε αγνοί που γίνονται φονιάδες
Για να σ' αποχτήσουν, όχι εσέ,
Του ίσκιου σου τον ίσκιο, και τους φτάνει.
Και τους αγαθούς και τους δικαίους
Είδα σε θριάμβων άρματα
Και σε μαρτυρίων σταυρούς,
Κ' εσύ τάρματα οδηγούσες,
Κ' έγερναν οι σταυρωμένοι
Κ' έσβυναν με τόνομά σου,
Και η στερνή πνοή τους προς εσέ
Σα λιβάνι ανέβαινε·
Και είδα τους απλούς και ταπεινούς,
Μυθοπλάστες ραψωδοί,
Με τη φλόγα των Ομήρων
Να σου τραγουδούν εσένα:
«Σ' είδεν ο Ήλιος, κοντοστάθηκε,
Κι άργησε να βασιλέψη!»
Και είδα σε να δασκαλεύης
Τους τεχνίτες των ναών
Και των παλατιών τους οικοδόμους,
Κ' ένοιωσα ν' αργοσαλεύης
Μεσ στων αγαλμάτων τη γαλήνη,
Όπου οι μαρμαρένοι λαοί ζουν,
Ω! οι λαοί που ζουν σ' αιώνιον άνθισμα
Στην πατρίδα που η πατρίδα μου είνε,
Που είνε των ωραίων η πατρίδα,
Που είνε και η πατρίδα σου!
Και είδα να γυρεύουν σε οι ζωγράφοι
Στις μαλακωσύνες των γραμμών
Και στις τρικυμίαις των χρωμάτων·
Και είδα κ' έπιασα και γροίκησα
Την ολόκληρη τη δόξα σου στον ήχο.
Δώσε μου τη χάρη, μεγαλόχαρη,
Τις αγάπες όλες που γεννάς,
Κι' όλες τις θυσίες που φέρνεις
Μέσα στης ζωής τα αιματορέμματα
Και στα χρυσοσύγνεφα του ονείρου,
Όλα, οράματα μαρτύρων,
Έργα ηρώων, λαών τραγούδια,
Και τους λαμπροθόλωτους ναούς,
Και τα βαρυθέμελα παλάτια,
Και των αγαλμάτων τους λαούς
Τους τρισγαληνούς και τους αθάνατους,
Στην πατρίδα που η πατρίδα μου είνε,
Που είνε των ωραίων η πατρίδα,
Που είνε και η πατρίδα σου,
Και τις μαλακώτατες γραμμές
Μεσ' στις τρικυμίες των χρωμάτων
Και τη δόξα σου που ολόκληρη τον ήχο
Το δυσκολοξάνοιχτο γιομίζει, —
Δώσε μου τη χάρη, μεγαλόχαρη,
Όλα αυτά να τα συμπλέξω,
Και να τα ταιριάσω αχώριστα
Μέσα σε ό,τι κάτου εδώ
Φύσηξε το Πνεύμα που να μοιάζη του:
Μέσ' στο Λόγο, μεσ' στο Λόγο!
Κάτι ολόλαμπρο χαμήλωσεν
Εδώ πέρα από τα ύψη,
Κ' έπεσε και σκόρπισε
Σε φωτοσυντρίμματα·
« — Μόλις άγγιξες τα κρύα της γης,
Ω φωτιά ουρανόσταλτη,
Σβύστηκες και απόμεινες κ' εσύ
Βαρειά μαύρη σιδερόπετρα!
Από ποια πατρίδα αστέρινη
Και από ποια μας ήρθες ξένα;
Λάβα, μη σε τίναξε
Καμμιάν Αίτνα ακοίμητη
Της Εκάτης που όλο πολεμά
Στον ολάδειο κόσμο της
Να κρατήση σε άσβυστες φωτιές
Της ζωής τα ξεψυχίσματα;
Μη χαιρόσουν το ξεγνάντεμα
Του ήλιου με άλλα αστέρια ομάδι,
Κ' έτσι σαν ξεχάστηκες
Μέσ' στα ηλιοπερίγυρα,
Σα να παραπάτησες, κ' εκεί
Μέσ' στο παράτημα
Σ' άρπαξε και σ' έσυρε ως εδώ
Το σκληρό της γης γοήτεμα;
Μήπως ήσουν στερνολείψανο
Αιθερόδαρτου κομήτη
Που ηύρε εσέ και σ' έρριξε
Στην αιωνιότητα,
Μέσ' στο χαλασμό και στο σβυσμό,
Του πολυβασάνιστου
Κύκλου του στερνό αναστεναγμό,
Και στερνόν εκείνου ανάθεμα;»
« — Άνθρωποι! είμαι ο ουρανόλιθος,
Είμαι η αποσβυσμένη φλόγα,
Είμαι η σιδερόπετρα
η γιγαντοτίναχτη·
Στάστρο εγώ γεννήθηκα της γης!
Τόπος μου είν' ο τόπος σας·
Από το ταξίδι του Παντός
Φέρνω κάποια χαιρετίσματα!
Και ήταν οι καιροί οι προκόσμιοι,
Και δεν ήτανε χυμένα
Τα βουνά τα πέλαγα
Τα ζαφειροσμάραγδα·
Σάλεμα ή φτερούγιασμα ζωής,
Τίποτε Από στόματα
Μύρια μύδρους τίναζε φωτιάς
η γη, πύρινη δρακόντισσα·
Από κάποιο στόμα ολόβαθο
Ξετινάχτηκα και πήγα,
Πήγα, ω κυκλογύρισμα
Μέγα και αμολόγητο!
Έφυγα πυρό της γης πουλί,
Και ήρθα αστέρι ουράνιο.
Καταφρονεμένη μας φωλιά!
Και ήρθα, και γροικήστε με, άνθρωποι!
Είδα την πνοή τη Δύναμη
Και είδα τη φωτιά την Ύλη,
Και όπου κιάν επέρασα,
Και όπου και αν αγνάντεψα,
Είδα ως καθρεφτίσματα της γης
Τάστρα τα φεγγόβολα.
Κάποιο
χ α ί ρ ε
πάει από παντού
Προς τη γη την Ηλιογέννητη!
20 Ιανουαρίου — 6 Φεβρουαρίου 1900.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΟΥ
ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑΝ
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ
ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΟΥ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ
ΙΑΜΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ
ΤΑΦΟΣ
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ
ΟΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
ΤΡΙΛΟΓΙΑ
ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ